Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κώστας Μόντης. Νύχτες:ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ Γ.Π.. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κώστας Μόντης. Νύχτες:ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ Γ.Π.. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 5 Φεβρουαρίου 2022

Κώστας Μόντης. Νύχτες :ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ-Γ.Π.

 



εικόνα

ΔΕΣ:1.


Κυπρίων Έργα: Κώστας Μόντης

2.
ΠΗΓΗ:HTTPS://MICHALISCHRISTODOULOU.WORDPRESS.COM/2014/02/20/%CE%BC%CE%B9%CF%87%CE%B1%CE%BB%CE%B7%CF%83-%CF%80%CE%B9%CE%B5%CF%81%CE%B7%CF%83-%CE%BF-%CE%B4%CE%B1%CF%83%CE%BA%CE%B1%CE%BB%CE%BF%CF%83-%CE%BC%CE%BF%CF%85-%CE%BA%CF%89%CF%83%CF%84%CE%B1%CF%83-%CE%BC/
  1. ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΙΕΡΗΣ: Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΜΟΥ ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΝΤΗΣ

    Το 2014 ανακυρήχθηκε ως έτος Κώστα Μόντη με αφορμή την συμπλήρωση των 100 χρόνων από τη γέννηση του μεγάλου μας ποιητή και δέκα χρόνια από το θάνατό του. Ο Μόντης γεννήθηκε στις 18 Φεβρουαρίου 1914 και πέθανε την 1η Μαρτίου του 2004. Ένας από τους σημαντικότερους μελετητές του έργου τουο Μιχάλης Πιερής, πέντε χρόνια πριν μου παραχώρησε μια συνέντευξη για το περιοδικό «Κ» όπου μου σκιαγράφησε τόσο τον άνθρωπο όσο και τον ποιητή Κώστα Μόντη όπως ακριβώς τον έζησε ο ίδιος.

    Εις μνήμην του αγαπημένου μου ποιητή αναδημοσιέυω την συνέντευξη του κ. Πιερή που δημοσιεύτηκε την 1η Μαρτίου 2009. Μιχάλης Χριστοδούλου

     

    DSC_6567

    O καθηγητής νεοελληνικής λογοτεχνίας και ποιητής Μιχάλης Πιερής όπως φωτογραφήθηκε στο γργείο του στο Πολιτιστικό Κέντρο του Πανεπιστημίου Κύπρου το 2009 από την Μαρία Χριστοδούλου

    REPORT THIS ADPRIVACY

    Ο Μιχάλης Πιερής, καθηγητής και κοσμήτορας σήμερα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κύπρου, διευθυντής του Πολιτιστικού Κέντρου του Πανεπιστημίου Κύπρου αλλά και ποιητής, ασχολήθηκε ιδιαίτερα με το ποιητικό έργο του Κώστα Μόντη, τον οποίο θεωρεί δάσκαλό του. Η πρώτη τους ουσιαστική γνωριμία πραγματοποιήθηκε το 1975, στη Θεσσαλονίκη, όταν ο καθηγητής και δάσκαλός του, Γ.Π.Σαββίδης, ο οποίος ήταν μεγάλος θαυμαστής της ποίησης του Μόντη, είχε καλέσει τον Κύπριο ποιητή στη Θεσσαλονίκη. «Ο Σάββιδης», θυμάται ο κ.Πιερής, «τον προσκάλεσε σε μάθημά του στον νεοελληνικό τομέα του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου και τον παρουσίασε στους φοιτητές. Ο Μόντης μάς μίλησε, μας διάβασε ποιήματά του και νομίζω ότι αρκετοί μαθητές του Σαββίδη αγάπησαν την ποίησή του από εκείνη τη συνάντηση». Αυτή όμως δεν ήταν η πρώτη τους συνάντηση. «Θυμούμαι τώρα την πρώτη φευγαλέα γνωριμία μου με τον ποιητή. Ήμουν 13 χρόνων, μαθητής στο γυμνάσιο, συνεργαζόμουν στο κουκλοθέατρο Λεμεσού με την Αμαράντη Σήτας (που μαζί με τον Charles Dodd μετέφρασε τo 1965 στα αγγλικά μιαν επιλογή Στιγμών του Κωστα Μόντη), η οποία μια μέρα που θα πήγαινε στη Λευκωσία για να συναντήσει τον ποιητή με πήρε μαζί της. Θυμούμαι τη συνάντηση κάπως αχνά. Μου είχε κάνει εντύπωση ότι ο Μόντης έμοιαζε με δημόσιο υπάλληλο παρά με καλλιτέχνη και ότι είχε μεγάλη έγνοια για το πώς αποδίδονται οι στίχοι του στα αγγλικά. Τίποτε άλλο δεν θυμούμαι».

    19

    Ο Κώστα Μόντης στο γραφείο του στο τμήμα τουρισμού στο οποίο διετέλεσε διευθυντής από το 1961 μέχρι το 1976.

    Η γνωριμία τους όμως στη Θεσσαλονίκη, θεωρεί ο κ.Πιερής, ήταν πιο σημαντική. «Ένα βράδυ, που θα τον έβγαζε έξω ο Σαββίδης, με κάλεσε μαζί τους, υποθέτω επειδή ήμουν Κύπριος και καλός φοιτητής. Έτσι μου δόθηκε η ευκαιρία να τον γνωρίσω από κοντά. Ο Μόντης ήταν πολύ ευδιάθετος, ήταν σαφές ότι ένιωθε ευτυχής που είχε αυτή την ευκαιρία να έρθει στη Θεσσαλονίκη, να προσκληθεί στο Πανεπιστήμιο και να τύχει αναγνώρισης από έναν τόσο σημαντικό νεοελληνιστή όπως ο Γ.Π.Σαββίδης. Από τότε άρχισα να τον διαβάζω συστηματικά και μάλιστα το πρώτο μου δημοσίευμα, στο αθηναϊκό περιοδικό «Ο Πολίτης» το 1982, έχει τίτλο «Κώστας Μόντης, ο ενοχλητικός ποιητής». Είναι ένα άρθρο που άρεσε στον ποιητή, αλλά και δημιούργησε έντονο ενδιαφέρον στο αναγνωστικό κοινό του περιοδικού, ιδιαίτερα σε νεότερους ποιητές της Ελλάδας (μπορώ να αναφέρω τον Μιχάλη Γκανά, τον Μίμη Σουλιώτη, τον Γιάννη Πατίλη, τον Κώστα Σοφιανό, τον Διονύση Καψάλη κ.ά.).

    3

    Με τη σύζυγό του Έρση, κατά την τελετή βράβευσης του από την Ένωση Συντακτών Κύπρου το 1994.

    – Για ποιους λόγους δημιουργήθηκε τόσο έντονο ενδιαφέρον για το άρθρο;
    Δεν ξέρω. Είχα πάντως διακρίνει κάτι το οποίο είναι βασικό για τον Μόντη. Ενώ είναι ένας ποιητής ο οποίος συμβατικά θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ελληνοκεντρικός, ακόμη και δεξιός, η ποίησή του είναι ποίηση ενός ασυμβίβαστου διανοούμενου, ενός «ενοχλητικού» ποιητή όπως τον χαρακτήρισα. Νομίζω ότι αυτό το «ενοχλητικός» άρεσε. Ήταν γενικά μια καινούρια ποιητική γλώσσα, μια καινούρια γλωσσική και ποιητική αίσθηση. Το πιο σημαντικό στοιχείο που πιστεύω ότι εκόμισε στη νεοελληνική ποίηση ο Μόντης είναι ακριβώς αυτό: Ότι δημιούργησε νέο ποιητικό ύφος, το οποίο δεν περιείχε τίποτα από αυτό που είχε σκεπάσει σχεδόν όλη τη σύγχρονη νεοελληνική ποίηση, και αναφέρομαι στον σεφερικό τρόπο. Ο Μόντης δεν έχει ίχνος σεφερικής επίδρασης. Απεναντίας, η ποίησή του μπορεί να οριστεί και ως «αντισεφερική».

    – Από πού επηρεάστηκε ο Κώστας Μόντης;
    Ο Μόντης επηρεάστηκε από τον Καβάφη και τον Καρυωτάκη. Ταυτόχρονα, έχει μιαν ιδιαίτερη αδυναμία στους ελάσσονες ποιητές του Μεσοπολέμου (Λαπαθιώτη, Μαλακάση, Άγρα, Πορφύρα, Ουράνη κ.ά.). Από τη γενιά του ’30 δεν παίρνει τίποτε, την ξεπερνά χωρίς να υποταχθεί στην ποιητική της θεωρία όπως άλλοι σύγχρονοι Έλληνες ποιητές. Ο Μόντης είχε νομίζω συνειδητοποιήσει έγκαιρα ότι ο μοντερνισμός του Σεφέρη, αλλά και των υπερρεαλιστών –Εγγονόπουλου, Εμπειρίκου- δεν του ταίριαζε. Στην πορεία της αναζήτησης της ποιητικής του ταυτότητας, τον βοηθούν οι Καβάφης και Καρυωτάκης. Ο Καβάφης τον επηρεάζει περισσότερο προς την κατεύθυνση της ιστορικής συνείδησης, με τα θέματα του ελληνισμού της διασποράς και των πολιτισμικών οσμώσεων. Ο Καρυωτάκης, με τα στοιχεία της κοινωνικής σάτιρας, του εγκλεισμού και ως ένα βαθμό και του πεσιμισμού. Αυτά στην περίοδο της ποιητικής του διαμόρφωσης. Αργότερα, όταν ο Μόντης γράφει τις «Στιγμές», μια νεότροπη ποιητική γραφή που χαρακτηρίζει πια τη δική του ποιητική φωνή, είναι πιθανό ότι έπαιξαν ρόλο και άλλοι παράγοντες.

    F6

    Ο Κ. Μόντης σε ηλικία 50 ετών

    – Ποιοι παράγοντες πιστεύετε ότι οδήγησαν στην ανάδειξη της ποιητικής του προσωπικότητας;
    Ο Μόντης, εκείνη την εποχή, αντιμετωπίζει μεγάλα προβλήματα βιοπορισμού. Ανάμεσα σε άλλες εργασίες που υποχρεώνεται να κάνει είναι και ο ελληνικός υποτιτλισμός ξένων κινηματογραφικών ταινιών. Καθόταν, όπως μου έλεγε, έως πολύ αργά τα βράδια και μετέφραζε ταινίες. Αρκετές από αυτές, κατά τα λεγόμενά του, ήταν σπουδαίες, κάποιες ιδιαίτερα πρωτοποριακές. Μου έλεγε ακόμη ότι τότε για πρώτη φορά είχε αντιληφθεί πόσο ουσιαστικές για τη μοντέρνα τέχνη ήταν κάποιες έννοιες όπως το «flashback», το «in media res», ο θρυμματισμένος λόγος, οι αποσιωπήσεις, οι χειρονομίες, οι γκριμάτσες και όλες αυτές οι τεχνικές και τα στοιχεία ύφους που χαρακτηρίζουν την κινηματογραφική τέχνη. Έπρεπε τότε, ως μεταφραστής αυτών των ταινιών, να αποδώσει όλα αυτά τα στοιχεία, λ.χ. τον θρυμματισμένο λόγο, ο οποίος βέβαια στο σινεμά συμπληρωνόταν από την εικόνα. Στην ποίηση όμως θα έπρεπε να βρει ο ποιητής τρόπους ώστε η μία φράση ή η μία λέξη να μπορεί να δημιουργήσει «υποβολή» στον αναγνώστη, να μεταδίδει συγκίνηση. Πιστεύω ότι αυτή η εμπειρία, της δυναμικής επαφής με το σινεμά, ήταν ένα μοντερνιστικό κύμα που πέρασε μέσα στον Μόντη, χωρίς ίσως και ο ίδιος να συνειδητοποιήσει σε ποιο βαθμό τον επηρέασε.

    – Πότε έλαβε αυτά τα ερεθίσματα;
    Όταν ο Μόντης επέλεξε να σπουδάσει στη Νομική της Αθήνας, γνώριζε ότι στην Κύπρο δεν θα μπορούσε να ασκήσει το επάγγελμά του, καθώς, μετά τα Οκτωβριανά του 1931, οι Βρετανοί δεν επέτρεπαν στους απόφοιτους της Νομικής να εξασκούν στην Κύπρο το δικηγορικό επάγγελμα. Έτσι, έκανε διάφορες δουλειές. Επιστάτης σε μεταλλεία, δημοσιογράφος, μεταφραστής, εκπαιδευτικός σε ιδιωτικά σχολεία, επιθεωρησιογράφος (έγραψε πάνω από 40 επιθεωρήσεις). Παράλληλα, παντρεύεται με την Έρση Μόντη και αποκτά τέσσερα παιδιά. Καταλαβαίνετε ότι είχε να παλέψει σκληρά ανάμεσα στον βιοπορισμό και στην έφεσή του προς τη δημιουργία. Το ότι κατόρθωσε να δημιουργήσει ένα τόσο μεγάλο και σημαντικό έργο είναι ένα θαύμα. Σ’ αυτή την περίοδο, εκτός από αυτά που είπαμε και πέρα από τη γνωριμία με μια μοντέρνα τέχνη (το σινεμά), μελετά την κυπριακή παραδοσιακή ποίηση, τους ποιητάρηδες και τα δημοτικά τραγούδια. Με το δημοτικό τραγούδι ο Μόντης έχει μια δυναμική διαλογική σχέση, αφομοιώνει θέματα, μοτίβα και ποιητικές τεχνικές. Παράλληλα, και ως ένα βαθμό, αφομοιώνει και κάποια διδάγματα από την αγγλοσαξωνική ποίηση.

    Ο εθνικός ποιητής της Κύπρου

    20

    Με τον Μιχάλη Πασιαρδή κατά την τελετή βράβευσης του από την Ένωση Συντακτών Κύπρου το 1994.

    – Ο Κώστας Μόντης κατέχει τον προσδιορισμό του εθνικού ποιητή της Κύπρου. Πιστεύετε ότι τεκμηριώνεται αυτός ο χαρακτηρισμός;
    Καταρχήν να πούμε ότι ο πρώτος ποιητής που κέρδισε τον τίτλο του εθνικού ποιητή της Κύπρου είναι ο Βασίλης Μιχαηλίδης. Βεβαίως και ο Μόντης δικαιούται αυτό τον τίτλο, όχι όμως για στενά εθνικιστικούς λόγους όπως θα νόμιζαν μερικοί, π.χ. επειδή ήταν ενωτικός. Όχι! Ο Κώστας Μόντης δικαίως μπορεί να θεωρηθεί ως εθνικός ποιητής της Κύπρου για τον τρόπο που η ιδιαίτερη πατρίδα του εκφράζεται μέσα στο έργο του. Όλα όσα συνθέτουν την κυπριακή αντίληψη περί βίου, την κυπριακή νοοτροπία, όλα όσα αποτελούν την Κύπρο, αισθήσεις, οράματα, αγωνίες, χρώματα, γεύσεις, αλλά και όλα όσα χαρακτηρίζουν τον Κύπριο ως έναν ιδιαίτερο πολίτη της Μεσογείου, όλα αυτά αποτελούν το υλικό του έργου του. Είναι πολύ ενδιαφέρων ένας στίχος του που δείχνει σε τι ιστορικό και πολιτισμικό βάθος κινείται ο προβληματισμός του στο θέμα της κυπριακής ταυτότητας: «Αν ήξερα ποιο σκυθρωπό Κύπριο του ΙΓ’ π.Χ. αιώνα αντιπροσωπεύω…», ενώ σ’ ένα από τα πιο συγκινητικά ποίηματά του για την Κύπρο λέει: «“Η Τζύπρος”, αν μου πουν, “ποτζεί στην Κόλασιν έν πώνι”/εν καρτερώ απόφασην,/στην Κόλασιν τζ’ εγιώνι!».

    – Τι περιλαμβάνει ο ποιητικός κόσμος του;
    Ο ποιητικός κόσμος του Μόντη είναι ο κόσμος της Κύπρου. Βέβαια, ένας μεγάλος ποιητής όπως ο Μόντης δεν περιορίζεται μόνο στον χώρο του. Στην ποίησή του υπάρχουν θέματα που αφορούν ένα διεθνές αναγνωστικό κοινό (η εισβολή των Ρώσων στη Τσεχοσλοβακία, ο πόλεμος του Βιετνάμ, η λιμοκτονία των παιδιών της Αφρικής κ.ά.). Αν ζούσε σήμερα, πιστεύω ότι θα έγραφε ποιήματα για την Παλαιστίνη, το Ιράκ, το Αφγανιστάν, γιατί ο Μόντης ήταν ένας παρατηρητής που βίωνε με πολύ τραγικό τρόπο τα δράματα όλων των λαών. Πάρα πολύ τον επηρέασε και η δύναμη της τηλεόρασης που έφερνε μέσα στο δωμάτιό του όλα εκείνα τα πρόσωπα της απόγνωσης και της δυστυχίας. Θυμάμαι που σε κάποιους στίχους του λέει περίπου ότι «δεν μπορούν να μας πετάν έτσι στο δωμάτιό μας τα κοκκαλιάρικα πεινασμένα παιδιά της Αφρικής» ή το «τεμαχισμένο σώμα» ενός στρατιώτη ή το «κομμένο χέρι μιας κούκλας». Αυτό το γεγονός, μου είπε κάποτε, ότι με το μέσο της τηλεόρασης «μπορούν και μου τα πετούν όλα αυτά οποιαδήποτε ώρα μέσα στο δωμάτιό μου, είναι κάτι που με αναστατώνει σε τέτοιο βαθμό που δεν μπορώ να ησυχάσω για ολόκληρες μέρες».

    Ο άνθρωπος Κώστας Μόντης

    – Πέραν της συνεχούς επαφής και ενασχόλησής σας με το έργο του, γνωρίσατε τον ποιητή και στις προσωπικές του στιγμές. Τι άνθρωπος ήταν;
    Η φιλία που δημιουργήθηκε μεταξύ μας ήταν μέσα από την επαφή ενός νεότερου ποιητή και φιλολόγου, ο οποίος έγραψε κάποια κείμενα για έναν καθιερωμένο ποιητή του τόπου του. Και θεωρώ βέβαια τον εαυτό μου ιδιαίτερα προνομιούχο, γιατί ο Μόντης έγραψε ένα σύντομο σημείωμα για τη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων μου «Μεταμορφώσεις πόλεων». Έτσι, ενόσω ζούσα στο εξωτερικό είχαμε μιαν αλληλογραφία, ενώ όποτε ερχόμουν στην Κύπρο τον επισκεπτόμουν. Ήταν ένας άνθρωπος που δεν ανοιγόταν εύκολα ούτε χαλάρωνε με τον καθένα, αλλά όταν ένιωθε άνετα ήταν χαρισματικός αφηγητής, ιδίως όταν αφηγείτο τις αναμνήσεις του από το θέατρο. Του άρεσε μάλιστα να τραγουδά τα μελοποιημένα ποιήματά του. Είχε σωστή, ζεστή και ωραία φωνή. Θυμάμαι μια φορά στο σπίτι μου στην Αθήνα τραγούδησε μαζί με τη γυναίκα μου Θεοδώρα, η οποία επίσης τραγουδά καλά, τη «Δροσούλα» και το «Σταυρώνει μαυρομάνικον το δειν της». Έχω αυτές τις εκτελέσεις, μαζί με κάποιες απαγγελίες του, γιατί τις ηχογράφησε εντελώς τυχαία η κόρη μου Μυρτάνη (που ήταν τότε τριών χρονών), παίζοντας κάτω απ’ το τραπέζι μ’ ένα κασετόφωνο. Γενικά, ήταν ένας άνθρωπος που όταν ένιωθε εμπιστοσύνη γινόταν πολύ ζεστός και ανοιγόταν σε κουβέντες και σχόλια. Είχα την τύχη να τον επισκέπτομαι συχνά. Η τελευταία φορά ήταν μαζί με τον Μιχάλη Πασιαρδή, λίγους μήνες πριν από τον θάνατό του. Θυμάμαι ότι μου το είχε ζητήσει. «Την επόμενη φορά που θα έρθεις», μου είπε, «θέλω να μου φέρεις και τον Μιχάλη». Νομίζω «πως ένιωθε τον θάνατο κοντά» και ήθελε να δει κάποιους αγαπημένους φίλους του. Έχουμε και φωτογραφίες από εκείνη τη μέρα.

    – Είχε αίσθηση της ποιητικής του αξίας;
    Νομίζω ότι αντιλαμβανόταν την αξία του και είχε μάλιστα κι ένα αίσθημα ότι ήταν αδικημένος από το ελλαδικό κέντρο σε ποικίλα επίπεδα (για παράδειγμα στον τρόπο που του συμπεριφέρθηκαν ορισμένοι εκδοτικοί οίκοι). Ο τρόπος που ασκούσε νηφάλια κριτική σε γνωστούς ποιητές της Ελλάδας έδειχνε ότι γνώριζε ποια ήταν η διαφορά της δικής του προσφοράς, ήξερε ότι έκανε κάτι άλλο, κάτι διαφορετικό, για το οποίο ήταν σίγουρος ότι κάποια μέρα θα αναγνωριζόταν στον βαθμό που του άξιζε.

    – Ήταν ένας πονεμένος άνθρωπος…
    Πάρα πολύ… Είχε μια ζωή πολύ δύσκολη, με πολλά οικογενειακά δράματα, από την παιδική του ηλικία. Αντιμετώπισε απανωτούς θανάτους στην οικογένειά του, έχασε πολύ νωρίς τη μητέρα του, τα αδέλφια του, τον πατέρα του… Μετά την εισβολή ήταν πολύ μελαγχολικός, μιλούσε πολύ για την προσφυγιά, τους αγνοουμένους, τον Πενταδάκτυλο, τη Μόρφου, την Αμμόχωστο, την Κερύνεια και τα μάτια του γέμιζαν δάκρυα…

    – Και όλα αυτά τα αυτοβιογραφικά στοιχεία, τα τραγικά γεγονότα της ζωής του περνούσαν και στην ποίησή του;
    Φυσικά. Φιλτραρισμένα όμως από την τέχνη της ποίησης. Ο Μόντης ήταν από τους ποιητές που ό,τι έγραφε ήταν βιωματικό (ή εν πολλοίς βιωματικό). Έγραφε ποίηση γιατί μέσα του υπήρχε μια δύναμη που τον πίεζε σε τέτοιο βαθμό, ώστε δεν μπορούσε να πράξει διαφορετικά. Μου έχει πει ότι συχνά του είχε συμβεί να ξυπνήσει έντρομος το βράδυ από κάποιο όνειρο ή εφιάλτη και να αρχίσει να γράφει. Μου έλεγε ότι είχε πάντα δίπλα από το κρεβάτι του χαρτί και μολύβι, γιατί η ποιητική έμπνευση δεν είχε συγκεκριμένη ώρα. Ακόμη, μου έλεγε ότι του έτυχε να σταματήσει ενώ οδηγούσε γιατί έπρεπε να γράψει κάτι που έφτασε απρόβλεπτα. Για να γράψει δηλαδή κάτι, ένιωθε πρώτα την πίεση από μιαν ισχυρή βιωματική συγκίνηση. Συγκίνηση για ένα εθνικό, ένα προσωπικό, ένα παγκόσμιο θέμα. Γι’ αυτό η ποίησή του έχει ένα αυτοβιογραφικό χαρακτήρα, όπως η μεγάλη ποίηση.

    24

    22

    – Πώς βλέπετε το μέλλον της ποίησης του Κώστα Μόντη;
    Πιστεύω ότι κάποια στιγμή θα επιβληθεί ως ένας από τους πιο σημαντικούς ποιητές του ελληνισμού, μετά τον Καβάφη. Μετά την Κρήτη και τα Εφτάνησα, μετά τη Μικρασία, αλλά και μετά τον μεγάλο ανώνυμο Κύπριο ποιητή του 16ου αιώνα, η Κύπρος όφειλε να μπολιάσει ξανά τη νεοελληνική λογοτεχνία με το έργο ενός μεγάλου εξωελλαδικού ποιητή. Αυτός ο ποιητής είναι ο Κώστας Μόντης. Επομένως, θεωρώ ότι σιγά-σιγά θα αυξάνεται το αναγνωστικό κοινό της ποίησής του, θα αυξάνονται οι ειδικές μελέτες για το έργο του και η ποίησή του θα καθιερώνεται έως ότου τοποθετηθεί εκεί που της αξίζει. Ο Μόντης θα πάρει μια θέση ανάμεσα στους μεγάλους ποιητές της εποχής του σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

    – Πέντε χρόνια μετά τον θάνατο του, εσείς τι αναμνήσεις έχετε σήμερα;
    Τον Μόντη τον θυμούμαι και τον σκέφτομαι συνέχεια. Δεν υπάρχει περίπτωση σε μια κουβέντα φιλολογική, σ’ ένα πανεπιστημιακό μάθημα να μην έρθουν από μόνοι τους στο μυαλό μου στίχοι του Μόντη. Πολύ συχνά αισθάνομαι κάποιους στίχους του να μου δίνουν απαντήσεις σε μεγάλα διλήμματα που αντιμετωπίζω ως ένας άνθρωπος που ζει στην Κύπρο. Ας πούμε ο στίχος «Εμείς τζαμαί: Ελιές τζαι τερατσιές, πάνω στον ρότσον τους!». Είναι ένας στίχος που δείχνει το αρχέγονο πείσμα, την αντοχή του κυπριακού λαού απέναντι στις ποικίλες ταλαιπωρίες, που δείχνει ότι έχουμε μια δύναμη, ότι είμαστε ριζωμένοι εδώ και δεν μπορούν εύκολα να μας ξεπουλήσουν.

    – Ποια άποψη ή ποια αντίδραση πιστεύετε ότι θα είχε σήμερα ο ποιητής απέναντι στις πολιτικές εξελίξεις γύρω από το Κυπριακό;
    Έχω συζητήσει πολλές φορές μαζί του αυτό το θέμα. Έχει γράψει μάλιστα και πολλά ποιήματα, όπου ασκεί κριτική στον δικό του ιδεολογικό χώρο για το γεγονός ότι χάσαμε τη μισή Κύπρο. Αυτοί είναι οι πιο τραγικοί στίχοι που έγραψε. Ξέρω και είμαι σίγουρος γι’ αυτό, ότι δεν θα δεχόταν υποχωρήσεις τύπου «ναι» στο Σχέδιο Ανάν, για να μιλήσουμε ευθέως. Αυτό άλλωστε συνάγεται και από την ποίησή του. Ο Μόντης πίστευε ότι ο κυπριακός λαός έχει μεγάλα αποθέματα δυνάμεων και υπομονής. Έλεγε ότι η Κύπρος είχε κατακτηθεί πολλές φορές από διαφορετικούς κατακτητές και ο λαός άντεξε, ακριβώς γιατί ταμπουρώθηκε στις παραδοσιακές του αξίες. Αν και ήταν ένας ποιητής σαφέστατα αντιμιλιταριστής και φιλειρηνιστής (όπως αποδεικνύεται και από την ποίησή του), δεν ήταν διατεθειμένος να δεχτεί την αδικία και δεν ήθελε την αδικία επάνω στο σώμα της πατρίδας του. Ένιωθε ότι είχε μοιραστεί το δικό του σώμα. Αυτή την αίσθηση αποκόμισα από τις συζητήσεις που είχα μαζί του για τέτοια ζητήματα.

    – Τέλος, ένας τίτλος που θα του δίνατε;
    Εκτός από το «ενοχλητικός ποιητής» που του έδωσα πριν από 27 χρόνια, θα έλεγα ότι του ταιριάζει και ο τίτλος του «αναρχικού ποιητή». Η ποιητική του ύλη είναι αναρχική, δεν μπαίνει σε καλούπια. Είναι πάρα πολύ τολμηρός, ιδίως στο να μην αποδέχεται τις ποικίλες εξουσίες. Ακόμη και τη θεϊκή: «Δεν θέμε τη στέγη σου Κύριε. Κάνε μια ρωγμή να βγάνουμε έξω το κεφάλι». Είναι ένα από τα αναρχικά ποιήματά του. Αν η εκκλησιαστική εξουσία είχε μαζέψει και μελετήσει όλα όσα έχει γράψει για τη θρησκεία και την Εκκλησία, νομίζω ότι ίσως θα τον είχε αφορίσει.

    montis_new

    3.https://www.blogger.com/blog/post/edit/4104221877614060806/6806581392077997729?hl=el :Ο ΒΙΟΣ ,ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ 

Κώστας Μόντης

Νύχτες

Απο τη Συλλογη Τα τραγούδια της ταπεινής ζωής (Λευκωσία 1954).

Καλά, θ' απορροφήσουν κάτι από την έγνοια σου
η μέρα, η κίνηση, η δουλειά σου, οι φίλοι,
και θα μπορέσεις ύστερα να πας
σε κάνα θέατρο ή κέντρον ή όπου αλλού.
Όμως όταν τελειώσουν όλα
τα θέατρα και τα κέντρα κλείσουν,
και πουν οι φίλοι καληνύχτα,
και πρέπει να γυρίσεις πια στο σπίτι, τι θα γίνει;
Το ξέρεις πως σκληρή, αδυσώπητη
σε περιμένει στο κρεβάτι σου η έγνοια.
Θα 'σαι μονάχος.
Και τότες θα λογαριαστείτε.
Θες ή δε θες θα μπουν κάτω όλα, να λογαριαστείτε.
Θα 'σαι μονάχος
κι ανυπεράσπιστος απ' τα θέατρα και τα κέντρα,
κι απ' τη δουλειά σου και τους φίλους.
Σε περιμένει στο κρεβάτι σου η έγνοια.
Θά 'ρθεις, δεν γίνεται. Είν' τόσο σίγουρη γι' αυτό, και περιμένει.
Είναι στο σπίτι και σε περιμένει.

Κ. Δημουλά, «Κάποιες νύχτες»

Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

  1. Ποιο πρόβλημα απασχολεί τον ποιητή; Ποιοι στίχοι κυρίως το εκφράζουν;
  2. Ποια είναι η διέξοδος στο πρόβλημα; Είναι αποτελεσματική;
  3. Σε ποιους ανθρώπους νομίζετε ότι παρουσιάζονται τέτοια προβλήματα;



Το ποίημα του Κώστα Μόντη αποδίδει με ιδιαίτερα παραστατικό τρό
π μια κατάσταση πολύ οικεία στους σύγχρονους ανθρώπους, οι οποίοι
 συχνά, μη θέλοντας ν’ αντιμετωπίσουν κατά πρόσωπο τα προβλήματα 
και τις ανησυχίες τους, καταφεύγουν σε ποικίλους περισπασμούς. 

Γεμίζουν έτσι το καθημερινό τους πρόγραμμα με διάφορες ασχολίες, 
αλλά τελικά το μόνο που κατορθώνουν είναι να ξεχνούν για λίγο αυτό 
που τους προβληματίζει, αφού είναι βέβαιο πως, όταν μείνουν μόνοι 
τους τη νύχτα, η σκέψη τους θα επιστρέψει στην έγνοια εκείνη που 
τόσο επίμονα απέφευγαν κατά τη διάρκεια της ημέρας.


Η χρήση του β΄ ενικού προσώπου, όπως και το επίρρημα καλά 
που ξεκινά το ποίημα, δημιουργούν την αίσθηση πως τα λόγια του 
ποιητή αποτελούν μιαν απάντηση στο πλαίσιο ενός διαλόγου που 
κάνει με κάποιο άλλο πρόσωπο. Επί της ουσίας, όμως, το ποίημα είναι
ένας μονόλογος, όπου ο ποιητής καταγράφει σκέψεις που θα μπορού
σαν ν’ απευθύνονται σε κάθε άνθρωπο ή ακόμη και στον ίδιο του τον εαυ
τό.

Συνάμα, το β΄ ενικό πρόσωπο, το «εσύ» στ’ οποίο απευθύνεται ο ποιητής
, καθιστά ευκολότερη την ταύτιση του αναγνώστη με τον αποδέ
κτη του μεταδιδόμενου μηνύματος. Η τεχνική αυτή, που τη συναντάμε 
επίσης σε αρκετά από τα διδακτικά ποιήματα του Κωνσταντίνου 
Καβάφη, ενισχύει την αμεσότητα του ποιήματος, του προσδίδει ζω
ντάνια και φέρνει τον αναγνώστη πιο κοντά στη συνειδητοποίηση 
πως ό,τι λέει ο ποιητής βρίσκεται σε στενή συσχέτιση με τη δική του πραγ
ματικότητα.

Ο ποιητής, πολύ εύστοχα, αποφεύγει να συγκεκριμενοποιήσει την «έ
γνοια» που κατατρύχει τον άνθρωπο, αφήνοντας έτσι ανοιχτή την ερ
μηνεία της και άρα την πρόσληψη του ποιήματος. Η έγνοια μπορεί ν’ αφο
ρά κάποιο προσωπικό πρόβλημα, μια υπαρξιακή ανησυχία, ένα επαγ
γελματικό ζήτημα ή μια σειρά προβλημάτων που προκαλούν αναστάτω
ση στον άνθρωπο και κρατούν δέσμια τη σκέψη του. 

Η πιθανή της ερμη
νεία είναι τόσο ευρεία όσο ευρύ είναι και το σύνολο των αποδεκτών 
του ποιήματος, υπό την έννοια πως κάθε άνθρωπος έχει και δια
φορετικές ανησυχίες ή προβλήματα, ανάλογα με την ηλικία ή τις συ
γκεκριμένες περιστάσεις που συντρέχουν κάθε φορά στη ζωή του.
Εκείνο, άλλωστε, που επιθυμεί να τονίσει ο ποιητής είναι η γενικευμένη 
τάση που υπάρχει στους ανθρώπους ν’ αποφεύγουν, όσο περισ
σότερο μπορούν, την αντιμετώπιση των προβλημάτων τους.

 Έτσι, ενώ θα περίμενε κανείς πως οι άνθρωποι, ιδίως οι ενήλικες, θα 
είχαν τη δύναμη και το κουράγιο να σταθούν με αποφασιστικότητα απέ
ναντι στα προβλήματά τους και να πάρουν τις κατάλληλες απο
φάσεις, ώστε να τ’ αντιμετωπίσουν ριζικά, εκείνοι εμφανίζονται αναβλη
τικοί και απρόθυμοι να δουν την πραγματικότητα κατάματα. Προτιμούν
 να κάνουν οτιδήποτε για να ξεχαστούν, για να κρατήσουν τη σκέψη τους
 μακριά απ’ την πηγή της ανησυχίας τους, παρά ν’ αντικρίσουν το πρό
βλημά τους κάτι που θ’ απαιτούσε ίσως μια αυστηρή αυτοκριτική και
 μια γενναία παραδοχή των σφαλμάτων και των ελλείψεών τους.


Ο ποιητής, βέβαια, επισημαίνει πόσο ανώφελο είναι ν’ αποφεύγει κα
νείς τη βασική αιτία του άγχους και της ανησυχίας του, αφού, όπως και
 να γίνει, μόλις βρεθεί μόνος του, μακριά από τους περισπασμούς της σκέ
ψης, θα είναι και πάλι στο έλεος της έγνοιας του. Όσο κι αν ξεχνιέται κά
ποιος κατά τη διάρκεια της μέρας, σ’ όσες διασκεδάσεις κι αν καταφύγει, 
από τη στιγμή που δεν έχει επιλύσει το πρόβλημά του, από τη στιγ
μή που δεν έχει δώσει απάντηση σ’ ό,τι τον απασχολεί, αργά ή γρήγο
ρα θα βρεθεί και πάλι δέσμιος του άγχους του.

Με την προσωποποίηση μάλιστα της έγνοιας, η οποία περιμένει υπομονε
τικά στο κρεβάτι μέχρι να γυρίσει εκείνος που την αποφεύγει, δημιουρ
γεί ο ποιητής μια εικόνα που δεσμεύει τη φαντασία του αναγνώστη και
 καθιστά εναργέστερα σαφές πόσο μάταιο είναι να επιχειρεί κά
ποιος ν’ αποφύγει την αναμέτρηση με τα προβλήματά του, με την έγνοια 
του.

Καλά, θ’ απορροφήσουν κάτι από την έγνοια σου
η μέρα, η κίνηση, η δουλειά σου, οι φίλοι,
και θα μπορέσεις ύστερα να πας
σε κάνα θέατρο ή κέντρον ή όπου αλλού.
Όμως όταν τελειώσουν όλα
τα θέατρα και τα κέντρα κλείσουν,
και πουν οι φίλοι καληνύχτα,
και πρέπει να γυρίσεις πια στο σπίτι, τι θα γίνει;

Ο ποιητής παρουσιάζει με συνοπτικό τρόπο τις καθημερινές εκεί
νες δραστηριότητες, υποχρεώσεις και διασκεδάσεις που μπορούν 
να λειτουργήσουν ως επαρκείς περισπάσεις για τη σκέψη, φέρνο
ντας πολύ σύντομα τον συνομιλητή/αναγνώστη του αντιμέτωπο με την
 πραγματικότητα της επιστροφής στο σπίτι, στο χώρο όπου δε θα έχει 
τρόπο να διαφύγει από την έγνοια, από τις σκέψεις του.


Έχει ενδιαφέρον να προσέξουμε πως στο ποίημα γίνεται συνεχής 
επανάληψη των μέσων εκείνων που βοηθούν τον άνθρωπο να ξεχαστεί
 (τα θέατρα, τα κέντρα, η δουλειά, οι φίλοι), στοιχείο που καθρε
φτίζει την καθημερινή παρουσία τους στη ζωή του ανθρώπου. Οι πε
ρισπασμοί της σκέψης υπάρχουν κάθε μέρα, επαναλαμβάνονται κάθε
 μέρα, ως ρουτίνα, ως τρόπος ζωής και διασφαλίζουν στον άνθρωπο 
μια καθημερινή, αλλά προσωρινή διαφυγή από τις ανησυχίες του.


Εντούτοις, όσο κι αν τον βοηθούν να ξεχνιέται, δεν του παρέχουν λύση 
σε ό,τι πραγματικά τον απασχολεί. Χαρακτηριστικός είναι, άλλωστε, ο
 τρόπος με τον οποίο ο ποιητής παραθέτει τις επιλογές διασκέδα
σης: «σε κάνα θέατρο ή κέντρον ή όπου άλλου», με μια σκόπιμη αδιαφο
ρία ως προς το τι τελικά μπορεί να επιλέξει για να περάσει την ώρα 
του, αφού ούτως ή άλλως όποια κι αν είναι η επιλογή, δεν πρόκειται
 παρά για μια ακόμη απέλπιδα προσπάθεια ν’ αποσπάσει τη σκέψη του, 
να ξεγελάσει το άγχος του. 
Ανούσιες διασκεδάσεις, ανώφελη δαπάνη πολύτιμου χρόνου, με 
μόνο στόχο μια ακόμη αναβολή εκείνου που έχει πραγματική αξία, της
 αναμέτρησης δηλαδή του ανθρώπου με ό,τι τον απασχολεί, με ό,τι τον α
νησυχεί.

Το ξέρεις πως σκληρή, αδυσώπητη
σε περιμένει στο κρεβάτι σου η έγνοια,
Θα ‘σαι μονάχος.
Και τότες θα λογαριαστείτε.
Θες ή δε θες θα μπουν κάτω όλα, να λογαριαστείτε.
Θα ‘σαι μονάχος
κι ανυπεράσπιστος απ’ τα θέατρα και τα κέντρα,
κι απ’ τη δουλειά σου και τους φίλους.

Όταν, λοιπόν, οι ποικίλες δραστηριότητες της ημέρας τελειώσουν, όταν ο 
άνθρωπος επιστρέψει στο σπίτι του κι έρθει η στιγμή που θα ξαπλώσει στο
 κρεβάτι του, τότε πια θα είναι ανυπεράσπιστος απέναντι στην έγνοια. 
Την ώρα που θα θελήσει να κοιμηθεί, την ώρα που τίποτε δε θα μπορεί ν’
 αποσπάσει τη σκέψη του, τότε θα επανέλθει δεσπόζουσα η έγνοια, 
τότε θα τον κυριεύσει ολοκληρωτικά το άγχος κι η ανησυχία του, και θέ
λοντας ή μη θα πρέπει πια ν’ αντιμετωπίσει ό,τι απέφευγε όλη τη μέρα.


Η ώρα του ύπνου, η ώρα που ο κάθε άνθρωπος απομένει μόνος με 
τις σκέψεις του, είναι ακριβώς η στιγμή που είναι απόλυτα ευάλωτος σε 
ό,τι τον προβληματίζει. Όσο εύκολο είναι κατά τη διάρκεια της μέρας 
ν’ αποσπάσει τη σκέψη του, τόσο δύσκολο είναι να ξεφύγει από τους 
προβληματισμούς του τη στιγμή που απομένει μόνος με τον εαυτό του. 
Τότε πια είναι έρμαιο της «σκληρής» και «αδυσώπητης» έγνοιας, που
 χωρίς κανένα δισταγμό, χωρίς τίποτε να την εμποδίζει πια καταλαμβάνει
 πλήρως τη σκέψη και το είναι του ανθρώπου.

Σε περιμένει στο κρεβάτι σου η έγνοια.
Θά ‘ρθεις, δεν γίνεται. Είν’ τόσο σίγουρη γι’ αυτό, και περιμένει.
Είναι στο σπίτι και σε περιμένει.

Η εικόνα που δημιουργεί ο ποιητής, η βεβαιότητα που αποδίδει στην προ
σωποποιημένη έγνοια, κι η αίσθηση του αναπόφευκτου, λειτουργούν καί
ρια για την αφύπνιση του αναγνώστη. Ο ποιητής δεν αφήνει κανένα περι
θώριο διαφυγής απ’ το άγχος και την έγνοια, θέλοντας να τονίσει στον α
ποδέκτη των λόγων του πως δεν υπάρχει κανένας τρόπος να γλιτώσει 
από τις ανησυχίες του, πέρα από την αποφασιστική και αποτελεσμα
τική αντιμετώπιση του προβλήματος που γεννά την έγνοια του. 

σελ.15-19:ΕΡΜΗΝΕΙΑ
ΒΙΒΛΙΟΤΕΤΡΑΔΙΟ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ Γ΄ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ 
Με ανθολόγηση κειμένων

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΑΛΑΡΑΣ - Ο ΠΕΝΤΑΔΑΧΤΥΛΟΣ (15)

Μουσικη: Μαριος Τοκας Στιχοι: Κωστας Μοντης


Σύμφυρση στίχων και δημιουργικές αναπαραστάσεις στο μάθημα της Λογοτεχνίας

Επεξεργασία κειμένου 

· Διάλογος με το κείμενο -
 
Ανάπτυξη ερωτημάτων:

Είναι η έγνοια του ή η έγνοια που βασανίζει κάθε άνθρωπο; 

Ποιες είναι οι καταστάσεις της ζωής που ενδυναμώνουν την έγνοια; 

Ποιους τρόπους επιλέγει ο άνθρωπος για να τη διώξει;
 
Πότε τα καταφέρνει; 

Ποιες συνέπειες υπάρχουν στον ψυχισμό του, όταν η έγνοια δεν απομακρύνεται; 

Ποιες αντιστάσεις αναπτύσσει ο ανθρώπινος ψυχισμός; 

Ποια μέσα χρησιμοποιεί; 

Ποιος είναι ο ρόλος των 'άλλων' στη ζωή μας; 

Με βάση τα ερωτήματα οι μαθητές συμπληρώνουν το ομαδικό σημειωματάριο (Πίνακας 1) 

Πίνακας 1:

 Κειμενικοί δείκτες και 'ατμόσφαιρα'
 
Επισημάνσεις - Ο αφηγητής: τεχνικός αγωγός επικοινωνίας με απεύθυνση σε β' ενικό - 

Οι πρωταγωνιστές: ο ήρωας / οι φίλοι / η έγνοια -

 Τρόποι διαφυγής:

η μέρα, η κίνηση, η δουλειά, οι φίλοι, θέατρο,κέντρο, αλλού. -

 Ο χρόνος: 

«Όταν... και πρέπει... σε περιμένει»: (δεοντική τροπικότητα / αναγκαιότητα) -
 Οι επαναλήψεις: Θάσαι μονάχος θα λογαριαστείτε, να λογαριαστείτε, περιμένει, σε περιμένει (αδυναμία διαφυγής) -

 Χαρακτηριστικά πρωταγωνιστών:

 ήρωας: ανυπεράσπιστος / μονάχος, έγνοια: σκληρή / αδυσώπητη 

Σχόλια - 

H μέρα ηπιότερη από τη νύχτα - 

Ο τίτλος 'νύχτες' δίνει έμφαση στην έγνοια -

 Η λέξη- κλειδί: έγνοια -

 Η στάση του ήρωα: αμυντική -

 Επίπεδο επικοινωνίας του ήρωα με τους άλλους: χαμηλό -

Το πρόβλημα: η έγνοια (μέσα στην ανθρώπινη κατάσταση) - 

Οι εκδοχές της 'δύναμης' της έγνοιας: 

εξωτερικοί παράγοντες / μειωμένες αντιστάσεις του υποκειμένου - 

Κυρίαρχο αίσθημα: ο φόβος (σκληρή, αδυσώπητη= ανεπιθύμητη, θα/να λογαριαστείτε = αναμέτρηση) 

Στη συνέχεια αναπτύσσονται οι δυνητικές εκδοχές της 'έγνοιας'. ·
 Οι "νύχτες" του Κ. Μόντη και ο κόσμος μας: (Γιατί κάποιος απειλείται) 

Οι έγνοιες: 

γεωπολιτικές ανακατατάξεις ανθρώπινα δικαιώματα ο δύσκολος δρόμος της αειφορίας στον κοινωνικο-πολιτικό στίβο η μοναξιά η απόκλιση από τα πρότυπα η αδυναμία στην επικοινωνία με τους οικείους η αδυναμία προσαρμογής σε κοινωνικές απαιτήσεις η ψυχρότητα της τεχνολογίας ως νέου συγγενή η μόρφωση και η εύρεση εργασίας