https://www.youtube.com/watch?v=w5H5YdXMFvE
Στη ΧΑΡΤΙΝΗ ΕΞΕΔΡΑ φτάνει ο Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου
Μια ΕΙΣΑΓΩΓΗ στον ΡΕΜΠΩ του ΝΙΚΟΥ ΑΛΕΞΗ ΑΣΛΑΝΟΓΛΟΥ.
ΠΡΟΣΩΠΑ σήμερα ο ΝΙΚΟΣ ΑΛΕΞΗΣ ΑΣΛΑΝΟΓΛΟΥ
ΝΙΚΟΣ ΑΛΕΞΗΣ ΑΣΛΑΝΟΓΛΟΥ.m4v
Ντοκιμαντέρ για τον Νίκο - Αλέξη Ασλάνογλου (6)
Ντοκιμαντέρ για τον Νίκο - Αλέξη Ασλάνογλου (3)
Ντοκιμαντέρ για τον Νίκο - Αλέξη Ασλάνογλου (9)
ΝΙΚΟΣ ΑΛΕΞΗΣ ΑΣΛΑΝΟΓΛΟΥ.m4v
Στο ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ ΒΑΛΚΑΝΙΑ φτάνει ο Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου.
Κι αν μου ρημάξατε το γήπεδο / Ν.Α.Ασλάνογλου/ Γ. Γιαννάκη/ Ε. Μπράτσου
Ντοκιμαντέρ για τον Νίκο - Αλέξη Ασλάνογλου (1)
Ντοκιμαντέρ για τον Νίκο - Αλέξη Ασλάνογλου (2)
Ντοκιμαντέρ για τον Νίκο - Αλέξη Ασλάνογλου (7)
Διονύσης Σαββόπουλος - Η θανάσιμη μοναξιά του Αλέξη Ασλάνη - Official Audio Release
Ντοκιμαντέρ για τον Νίκο - Αλέξη Ασλάνογλου (8)
Πυξ Λαξ - Η Θανάσιμη μοναξιά του Αλέξη Ασλάνη
Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου
«Ο δύσκολος θάνατος»
Εκδόσεις Νεφέλη
Νίκος - Αλέξης Ασλάνογλου (1931-1996)
Γεννήθηκε το 1931 στη Θεσσαλονίκη.
Σπούδασε αγγλική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Εργάστηκε ως καθηγητής ξένων γλωσσών.
Έργα:
Ποίηση:
Δύσκολος Θάνατος (1954), Ο θάνατος τον Μύρωνα (1960), Ποιήματα για ένα καλοκαίρι (1963), Νοσοκομείο εκστρατείας (1972), Αργό πετρέλαιο (1974), Ωδές στον πρίγκιπα (1981), Τρία ποιήματα (1987).
Άλλα έργα:
Θάλασσα και συγχρονισμός (ποιητικό μονόπρακτο) (1991), Ταξιδεύοντας στη δροσερή νύχτα (1991). Μεταφράσεις: Α. Ρεμπώ: Εκλάμψεις (1971), Ε. Ζολά: Η ταβέρνα.
Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου
Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 1931 Θεσσαλονίκη |
Θάνατος | 6 Αυγούστου 1996 Αθήνα |
Χώρα πολιτογράφησης | Ελλάδα |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Νέα ελληνική γλώσσα |
Σπουδές | Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | ποιητής |
Ο Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, φιλολογικό ψευδώνυμο του Νικολάου Αρσλάνογλου (Θεσσαλονίκη, 17 Σεπτεμβρίου 1931 - Αθήνα, 6 Αυγούστου 1996), είναι σημαντικός μεταπολεμικός Έλληνας ποιητής Μικρασιατικής καταγωγής.
Γραμματολογικά ανήκει στη δεύτερη μεταπολεμική γενιά. Εμφανίστηκε στα Γράμματα το 1952 με το πολυγραφημένο ποιητικό μονόπρακτο Θάλασσα και συγχρονισμός (β' έκδοση 1991, εκδ. Ύψιλον), ενώ συνεργαζόταν ήδη με περιοδικά της Θεσσαλονίκης.
Η πρώτη ποιητική συλλογή του, Ο δύσκολος θάνατος, τυπώθηκε το 1954 στη Θεσσαλονίκη (έκδοση του σημαντικού λογοτεχνικού περιοδικού Κοχλίας).
Έζησε στη Θεσσαλονίκη ως το φθινόπωρο του 1979, οπότε και μετακόμισε στην Αθήνα.
Στις 6 Αυγούστου 1996 πέθανε από καρδιακή προσβολή στο δώμα όπου διέμενε τα δύο τελευταία χρόνια (μετά τη Νέα Σμύρνη που αγάπησε και την αναγκαστική Νέα Ερυθραία).
Ταξίδεψε πολύ στην Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή, την Αφρική. «Γύρισα την Κεντρική και Δυτική Ευρώπη, την Βόρεια Ευρώπη και Μέση Ανατολή» (συνέντευξη, περιοδικό Οδός Πανός, τχ. 90-91-92-43).
Στην ίδια συνέντευξη, σχολιάζει την μάλλον αδιάφορη σχέση του με τους λογοτεχνικούς κύκλους της Θεσσαλονίκης.
Η Θεσσαλονίκη, η ευρύτερη περοχή της και το μακεδονικό τοπίο σφραγίζουν την ποιητική του δημιουργία.
Ο κριτικός Μιχάλης Μερακλής τον έχει χαρακτηρίσει έναν από τους τελευταίους συμβολιστές στην ποίησή μας (Η λέξη, τχ. 5, 1981), όπως άλλωστε δήλωνε και ο ίδιος.
Εργοβιογραφία
Γεννήθηκε το 1931 στη Θεσσαλονίκη από μικρασιάτες γονείς, τον Αναστάσιο Αρσλάνογλου από την Κασταμονή του Πόντου και την Όλγα Αλγιανάκη από τη Σμύρνη.
Ο πατέρας του σπούδασε ταπητουργία στο Μιλάνο και ίδρυσε την κλωστουφαντουργία ΜΑΚΕΡ ΑΕ, με έδρα τη Θεσσαλονίκη.
Χάνει τη μητέρα του το 1939, όταν ήταν οχτώ χρονών.
Στην εφηβεία υιοθέτησε το όνομα Αλέξης (όπως τον αποκαλούσαν ως το τέλος οι φίλοι και οι οικείοι) από τον ομώνυμο ήρωα στο μυθιστόρημα Ταπεινοί και καταφρονεμένοι του Ντοστογιέφσκι.
Τελείωσε το τετρατάξιο δημοτικό σχολείο των Εκπαιδευτηρίων Βαλαγιάννη, όπου φοιτούσε και ο λίγο μεγαλύτερός του Μανόλης Αναγνωστάκης και η αδερφή του Λούλα.
Όπως σημειώνει ο ίδιος (Οδός Πανός, τχ. 90-91-92), φοίτησε στο Πειραματικό Σχολείο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (όπου είχε φιλόλογο τον ποιητή Γιώργο Θέμελη). Αποφοίτησε το 1949. Έλαβε το Diplôme d'Études Littéraires του Γαλλικού Μορφωτικού Κέντρου (πρώτης μορφής του μετέπειτα Γαλλικού Ινστιτούτου, 1948-1950).
Το 1952 εξελέγη Διευθύνων Σύμβουλος της ανώνυμης εταιρείας «Μακεδονική Εριουργία ΜΑΚΕΡ» στην Καλαμαριά, θέση την οποία διατήρησε μέχρι το 1963
. Έναν χρόνο πριν, η επιχείρηση, η οποία ανήκε στον πατέρα του Ασλάνογλου, χρεοκόπησε και πέρασε στα χέρια άλλου ιδιοκτήτη.
Το 1964-1965 υπήρξε υπότροφος της αιγυπτιακής κυβερνήσεως στο Πανεπιστήμιο του Καΐρου.
Το 1966 πήρε το Diplôme Supérieur d'Études françaises (Sorbonne).
Το 1966-1967 παρακολούθησε μαθήματα γαλλικής γλώσσας και γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο του Aix-en-Provence.
Από το 1968 εργάζεται ως καθηγητής της γαλλικής γλώσσας και λογοτεχνίας σε φροντιστήρια ξενων γλωσσών στη Θεσσαλονίκη.
Μέχρι το τελος της δεκαετίας του 1960 διαμένει στο πατρικό διαμέρισμα (Π. Π. Γερμανού 27) στο κέντρο της Θεσσαλονίκης.Κατόπιν μετακομίζει στην οδό Ερμού, μετά στην Κωνσταντινουπόλεως 29.
Την περίοδο 1970-1973 εργάζεται ως επιστημονικός συνεργάτης στο εργαστήριο της Ειδικής Κτηριολογίας της Πολυτεχνικής Σχολής Θεσσαλονίκης.
Το 1971 πτυχιούχος του Γαλλικού Τμήματος στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και από το 1972 αναπληρωτής Διευθυντής σε φροντιστηριακό όμιλο. Από το 1977 εργάζεται ως βιβλιοθηκάριος στη Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Είχε ενεργό συμμετοχή στην πολιτιστική ζωή της Θεσσαλονίκης ως μέλος του Δ.Σ. του Συλλόγου αποφοίτων του Πειραματικού Σχολείου Θεσσαλονίκης και της Γαλλικής Λαϊκής Αποστολής.
Ταξίδεψε σε πολλές χώρες της Ευρώπης και στη Μέση Ανατολή
. Μετά το 1980 έζησε στην Αθήνα, όπου εργάστηκε ως επιμελητής στον ξενόγλωσσο εκδοτικό οίκο Ευσταθιάδη.
Πέθανε στην Αθήνα στις 6 Αυγούστου 1996, σε ηλικία 65 ετών. Ετάφη στο Κοιμητήριο Αμαρουσίου.
Ο Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου συνεργάστηκε με το περιοδικό Χρονικά του Πειραματικού Σχολείου του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1947). Στη συνέχεια, το 1951 εκδίδει με τον Δ.Κ. Κατσανό, ένα και μοναδικό τεύχος του περιοδικού Σκέψη, όπου δημοσίευσε και το κριτικό του δοκίμιο "Θάνατος και γέννηση στην ποίηση του Γιώργου Θέμελη".
Επισήμως έκανε την εμφάνισή του στους λογοτεχνικούς κύκλους το 1952, με το μικρό ποιητικό μονόπρακτο Θάλασσα και συγχρονισμός, σε εκατό πολυγραφημένα αντίτυπα.
Το κείμενο θα δημοσιευτεί αργότερα στο δεύτερο τεύχος του περιοδικού Διαγώνιος, το 1961, αφού πρώτα απόσπασμά του έχει δημοσιευτεί το 1953 στις σελίδες του περιοδικού των Αποφοίτων του Πειραματικού Σχολείου Θεσσαλονίκης Πυρσός, στη συντακτική επιτροπή του οποίου συμμετείχε από 1953 ως το 1955.
Στο ίδιο περιοδικό ο ποιητής δημοσίευσε το πρώτο του ποίημα, "Σταθμός Λιτοχώρου", που θα ενσωματωθεί στη συλλογή Δύσκολος θάνατος, η οποία θα τυπωθεί το 1954 στη Θεσσαλονίκη, στις εκδόσεις Κοχλίας, και θα περιλαμβάνει ποιήματα της περιόδου 1946-1953.
Η συλλογή θα κυκλοφορήσει, όπως λέει ο ίδιος στη συνέντευξη στο Βήμα, ανήμερα Κωνσταντίνου και Ελένης.
Θα ακολουθήσουν τα ποιητικά:
- Ο Θάνατος του Μύρωνα (Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1960)
- Ποιήματα για ένα καλοκαίρι (Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1963)
- 44 ποιήματα. Επιλογή 1946-1964 (Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1970)
- Νοσοκομείο Εκστρατείας (ιδιωτική έκδοση, Θεσσαλονίκη, 1972)
- Αργό Πετρέλαιο. Ποιήματα 1971-1974 (Αθήνα, Πολύτροπον, 1974)
- Ο Δύσκολος Θάνατος (συγκεντρωτική έκδοση, ποιήματα 1946-1974, Θεσσαλονίκη, Εγνατία, 1978)
- Ωδές στον Πρίγκηπα (Αθήνα, Ύψιλον, 1981)
- Τρία ποιήματα (Αθήνα, Νεφέλη, 1987).
Δημοσίευσε επίσης το δοκίμιο Θάνατος και γέννηση στην ποίηση του Γιώργου Θέμελη (Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1959).
Μετέφρασε τις Εκλάμψεις του Ρεμπώ (Αθήνα, Πανδώρα, 1971 / δεύτερη -οριστική- έκδοση: Ηριδανός 1981) και την Ταβέρνα του Ζολά (Αθήνα, Ζαχαρόπουλος, 1981).
Εκτός από το ποιητικό μονόπρακτο με το οποίο εμφανίστηκε στα γράμματα, Θάλασσα και συγχρονισμός, που τυπώθηκε σε δεύτερη έκδοση το 1991,
την ίδια χρονιά εξέδωσε και μια σειρά από δημοσιογραφικά κείμενα σε έναν τόμο με τίτλο Ταξιδεύοντας στη δροσερή νύχτα (Αθήνα, Ύψιλον, 1991), κείμενα δημοσιευμένα αρχικά στην εφημερίδα 24 ώρες το 1989.
Συνεργάστηκε με τα περιοδικά Διαγώνιος (1957-1969), Διάλογος (1963-1963), Ausblicke (1970-1973) και Ροτόντα (1971), Εκλογή, Ευθύνη, Καινούργια εποχή και Τομές, καθώς και με τις εφημερίδες Δράσις και Ναυτεμπορική.
Δεν ενδιαφερόταν για τη δημοσιότητα ούτε καν για την έκδοση των βιβλίων του, που στη δεκαετία του 1970 ήταν δυσεύρετα ακόμη και στη Θεσσαλονίκη.
Το συμβόλαιο για την έκδοση της συγκεντρωτικής έκδοσης των ποιημάτων του το υπέγραψε το 1978 με τον Γιώργο Κάτο των εκδόσεων Εγνατία στο «Αχίλλειον», τη μέρα που έγινε ο μεγάλος σεισμός της Θεσσαλονίκης (20.6.1978).
Το βιβλίο θα κυκλοφορήσει το 1979 από τις εκδόσεις Εγνατία, εν συνεχεία από τις εκδόσεις Νεφέλη. Θα κάνει αλλεπάλληλες ανατυπώσεις μέχρι σήμερα, χωρίς δυστυχώς να αναφέρονται στη σελίδα τίτλου του βιβλίου.
Σταμάτησε να γράφει ποίηση το 1976, σε ηλικία σαράντα τεσσάρων ετών. Ακολούθησαν έως τον θάνατό του, το 1996, είκοσι χρόνια σιωπής.
Ποιήματά του μελοποιήθηκαν από έλληνες συνθέτες.
Το 2014 πραγματοποιήθηκε ωριαίο ντοκυμαντέρ για την τηλεόραση της ΕΡΤ, στη σειρά "Παρασκήνιο", με άφθονο αρχειακό υλικό.
Το Αρχείο Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου φυλάσσεται στο ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ Θεσσαλονίκης.
Λίγα λόγια για το έργο του
Ο ίδιος ο ποιητής λέει για τα ποιήματά του (Το Βήμα, 13.10.1996):
Είναι ποιήματα απουσίας, τοπολατρίας, ουσιαστικά είναι μετασυμβολικά με έντονες υπερρεαλιστικές επιδράσεις... Δηλαδή "μετά τον υπερρεαλισμό"... Κινούμαι σε ένα κλίμα μετα-υπερρεαλιστικό... αλλά είμαι μακριά από τον υπερρεαλισμό στην τέχνη... Δανείζομαι στοιχεία μόνο.
Την ίδια στιγμή που δηλώνει τη συνάφειά του, έστω και σε επίπεδο επιλεκτικού δανεισμού, με τον υπερρεαλισμό, διατείνεται ότι είναι ο τελευταίος συμβολιστής ποιητής και η μουσικότητα και η υπαινικτικότητα της ποίησής του συνάδει προς το συμβολιστικό πρόταγμα ut musica poesis.
Οι μελετητές έχουν εντοπίσει στο έργο του ποικίλες συγγένειες, από τον Σικελιανό, τον οποίο μνημονεύει και ο ίδιος, τον Καβάφη, τον Σεφέρη και τον Καρυωτάκη, ως τον Μπωντλαίρ και τον Λαφόργκ.
Ποιητής του πένθους, της απώλειας της αθωότητας, της ενότητας, της αρμονίας, ποιητής αστικός που σεργιανίζει στην πόλη, όπως λέει σε ένα ποίημά του, και μεταποιεί τις εικόνες της, συνδέοντάς τις με τις αισθήσεις και τα αισθήματα, ο Ασλάνογλου είναι χαμηλόφωνος, συγκρατημένος, υποβλητικός.
Τα ποιήματά του δεν έχουν ποτέ τελεία στο τέλος για να συνεχίζουν τον δρόμο τους μετά τη δημοσίευση, στον αναγνώστη και πέρα από αυτόν.
Έγραφε δύσκολα, διορθώνοντας ξανά και ξανά τα ποιήματά του.
Έρωτας, μνήμη, θάνατος, αίσθηση ματαιότητας σε έναν κόσμο που μοιάζει να έχει χάσει τον εσωτερικό ρυθμό του, αίσθημα, αίσθηση και ομορφιά, υπαρξιακή ερημία, αυτές είναι ορισμένες από τις κεντρικές θεματικές του.
«Η έννοια του θανάτου με πολιορκούσε από μικρό παιδί. Μου 'χε γίνει μια έμμονη σκέψη σε συνδυασμό με τον έρωτα, γιατί ο έρωτας, στα εφηβικά τουλάχιστον χρόνια δεν ήταν παρά μια μορφή θανάτου για μένα.
Από την άλλη μεριά, ο θάνατος του πατέρα μου με έκανε να καταλάβω πόσο δύσκολα κανείς πεθαίνει.
Ο θάνατος των αισθημάτων, λοιπόν, σ' ένα εσωτερικό νεκρό τοπίο όπου δεν υπήρχε σχεδόν τίποτε.
Αυτά ήταν τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια για όλους μας.»[1]
Η σχέση του Ασλάνογλου με τη Θεσσαλονίκη
Όπως είδαμε παραπάνω, ο ποιητής χαρακτηρίζει τα ποιήματά του ως ποιήματα απουσίας μεν, αλλά και τοπολατρίας δε.
Από την Καλαμαριά των απαρχών ως τη Βασιλίσσης Όλγας όπου έμενε στη δεκαετία του 1970, την οδό Κωνσταντινουπόλεως αργότερα, και το Ωραιόκαστρο, όπου έγραψε τις Ωδές στον πρίγκιπα, από το «Αχίλλειον» στα καφενεία του κέντρου της πόλης,
ο Ασλάνογλου κινείται και γράφει για τη Θεσσαλονίκη – όταν δεν εμπνέεται από τους τόπους που επισκέπτεται. Στη ραδιοφωνική συνέντευξή του στον Γιώργο Χρονά εξηγεί, για παράδειγμα, πώς έγραψε ολόκληρη σχεδόν τη συλλογή Ωδές στον πρίγκιπα στο υποβλητικό Ωραιόκαστρο. Μια συλλογή που αποτυπώνει, κατά τον ίδιον στην ίδια συνέντευξη, μια αριστοκρατική ερήμωση, μια ραφινάτη μοναξιά, όπως αυτή μέσα στην οποία έζησε ως το τέλος.
Ωστόσο η απομόνωση αυτή δεν εμποδίζει τον ποιητή να ζει στον «έξω χώρο». Ο ίδιος, σε συνέντευξή του, δηλώνει:
«Μ' αρέσει να ζω έξω από το σπίτι... να περπατάω, να χαζεύω στους δρόμους... όταν βρίσκομαι στο δρόμο πολλαπλασιάζομαι, ταυτίζομαι με τον έξω κόσμο... μέσα στους θορύβους της πόλης νιώθω μια ασφάλεια. Με τρελαίνουν οι εναλλασσόμενες οπτικές παραστάσεις...».
Το αστικό τοπίο, συνεπώς, αποτελεί για τον Ασλάνογλου τον οδηγό της ποιητικής του έμπνευσης και συχνά τον χώρο που φεγγρίζει πίσω από τους στίχους του, ως τόπος του ελάχιστου και την ίδια στιγμή συγκλονιστικού γεγονότος.
Η σχέση του ποιητή με την Θεσσαλονίκη, την πόλη όπου γεννήθηκε και πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, αποτυπώνεται και ρητά σε ορισμένα ποιήματά του: Αεροδρόμιο Μίκρας, Πένθιμο τραγούδι της Επανομής, Τάφοι της Αγίας Παρασκευής, Στο Καρνάγιο.
Κυρίως όμως ο Ασλάνογλου πετάει πάνω από την πόλη του, πάνω από όλες τις πόλεις που αγάπησε, αφού, όπως λέει, «Οι ποιητές είναι πουλιά που πετούν. Σπάνια ξεκουράζονται ακουμπώντας στη γη...»[2].
Εργογραφία
Ποιητικές συλλογές
- Δύσκολος θάνατος. Θεσσαλονίκη, Κοχλίας (1954)
- Ο θάνατος του Μύρωνα. Θεσσλονίκη, Διαγώνιος (1960)
- Ποιήματα για ένα καλοκαίρι. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, (1963)
- 44 ποιήματα. Επιλογή 1946-1964. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, (1970)
- Νοσοκομείο εκστρατείας. Ποιήματα 1964-1972. Θεσσαλονίκη, ιδιωτική έκδοση (1972)
- Αργό πετρέλαιο. Ποιήματα 1972-1974. Αθήνα, Πολύτροπον (1974)
- Ο δύσκολος θάνατος (1946-1974), Θεσσαλονίκη, Εγνατία, (συγκεντρωτική έκδοση 1978), β έκδοση: Νεφέλη
- Ωδές στον Πρίγκηπα. Αθήνα, Ύψιλον (1981)
- Τρία ποιήματα. Αθήνα, Νεφέλη (1987)
Πεζογραφία
- Θάλασσα και συγχρονισμός (ποιητικό μονόπρακτο, 1952)
- Ταξιδεύοντας στη δροσερή νύχτα (σύντομα κείμενα δημοσιογραφικού χαρακτήρα, 1991)
Μεταφράσεις
- Εκλάμψεις, Αρθούρου Ρεμπώ. Αθήνα, Πανδώρα, (1971), Ηριδανός, (1981)
- Η Ταβέρνα, Εμίλ Ζολά. Αθήνα, Ζαχαρόπουλος (1981)
Μελέτες
- Θάνατος και γέννηση στην ποίηση του Θέμελη, (1959)
Παραπομπές
- ↑ «Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου "Δύσκολος Θάνατος"». Πλειάς/ Τραμ/ένα όχημα. 1979.
- ↑ «tovima.gr - «Οι ποιητές είναι πουλιά που πετούν»». TO BHMA. Ανακτήθηκε στις 2 Μαρτίου 2016.
Βιβλιογραφία
- Αφιέρωμα, Οδός Πανός, τχ. 90 - 92 (Μαρ. - Αυγ. 1997), σ. 2 - 203
- Αφιέρωμα, Διαβάζω, τχ. 387 (Οκτ. 1996), σ. 21 - 32
- Αφιέρωμα, Εντευκτήριο, τχ. 36 (Φθιν. 1996), σ. 7 - 34
- Αφιέρωμα, Εντευκτήριο, τχ. 18 (Μαρ. 1992), σ. 89 - 107
- Α [λέξης], Ζ [ήρας], Λεξικό νεοελληνικής λογοτεχνίας, Εκδόσεις Πατάκη, 2007.
- Μαρκόπουλος, Θανάσης, Ένα πουλί στην άσφαλτο: ποίηση και ποιητική του Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου, Αθήνα, Μελάνι, 2003
- Μαρκόπουλος, Θανάσης, Βιβλιογραφία Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου 1948 - 1996, Παρέμβαση, 1996
- Παπαγεωργίου, Σωκράτης, Το τέλος μιας αρχής: αναφορά στο Νίκο-Αλέξη Ασλάνογλου, Αθήνα, Οδός Πανός, 1999.
- Σφυρίδης, Περικλής, Ο ποιητής Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου: μελέτη, Παιανία, Μπιλιέτο, 2009
- Φαρμάκης Φραγκ., "Ασλάνογλου Νίκος-Αλέξης", Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 2. Αθήνα, Χαρη Πάτση, 1968.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
- Για τον Νίκο-Αλέξη Ασλάνογλου: Αφιερωματικό Κείμενο των Εκδόσεων Γαβριηλίδης[νεκρός σύνδεσμος]
- Σελίδα για τον Νίκο-Αλέξη Ασλάνογλου στο Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών του ΕΚΕΒΙ
- Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου στον Πανδέκτη, του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών
- Μνήμη Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου, μια αισθητική της απομόνωσης του Δανη Κουμασίδη
- Από το blog «Αυτοβιογραφικά»
- Αφιέρωμα στον Νίκο-Αλέξη Ασλάνογλου από τον Γιώργο Βαϊλάκη, και το ηλεκτρονικό περιοδικό e-poema
- Πλειάς/Τραμ/ένα όχημα - Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου «Δύσκολος Θάνατος»
- Αφιέρωμα στον Νίκο-Αλέξη Ασλάνογλου από τον Γιώργο Χρονά (YouTube)
Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, Modus vivendi
14.04.2021 https://www.o-klooun.com/anadimosiefseis/nikos-aleksis-aslanoglou-modus-vivendiΝ' αφήνεσαι ράθυμα στο ρεύμα της θάλασσας, να λιμνάζεις
σε τόπους που πρόσκαιρα αγάπησες ή ν' αναλώνεσαι
διαγνώνοντας άσκοπα αθεράπευτες περιπτώσειςΝα προσμένεις μιαν άνοιξη πως τάχα πλησιάζει
με τη νωχέλεια ηλιόλουστης μέρας που ξάφνου ναυάγησε
μες στις κατάφωτες παραθαλάσσιες κωμοπόλειςΝα 'σαι κατάμονος κι όμως κρυμμένος σε χίλιες καρδιές
να περάσεις στο αίμα αυτών που σ' αγκάλιασαν πρόσκαιρα
να πληθαίνειςΝίκος-Αλέξης Ασλάνογλου | Ο δύσκολος θανάτος, Modus vivendi [Ενότητα Νοσοκομείο εκστρατείας (1964-1968)]
Ο Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, φιλολογικό ψευδώνυμο του Νικολάου Αρσλάνογλου, είναι σημαντικός μεταπολεμικός Έλληνας ποιητής. Γραμματολογικά ανήκει στη δεύτερη μεταπολεμική γενιά.
Πληροφορίες γέννησης: 1931, Θεσσαλονίκη
Απεβίωσε: 6 Αυγούστου 1996, Αθήνα24 ~ Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου: Οι ποιητές είναι πουλιά που πετούν
* Έζησα πιστεύοντας στην απόλυτη ελευθερία της βούλησης. 'Εζησα πιστεύοντας ότι μπορούμε τελικώς να κάνουμε ό,τι θέλουμε προκειμένου να ολοκληρώσουμε την προσωπικότητά μας μέσα σε ένα κοινωνικό δεδομένο.Βασικά, τώρα πια ξέρω ότι η άσκηση της ελευθερίας της βούλησης έχει να κάνει με μια αλυσίδα μικροκαταναγκασμών. Δυστυχώς, η ελευθερία της βούλησης δεν περνάει μέσα από τις ιδανικότερες συνθήκες.
*Οι ποιητές δεν θέλουν χώρο. Οι ποιητές είναι πουλιά που πετούν. Σπάνια ξεκουράζονται ακουμπώντας στη γη. Οι ποιητές παντού είναι ανεπιθύμητοι γιατί είναι ριζοσπάστες, αρνητές, υπενθυμίζουν την πλήξη που φέρουν όλοι όσοι έχουν αφεθεί στην καθημερινότητα.
*Ξεκινώ πάντα από μια έμπνευση. Μια αφορμή ανεξήγητη, αυτό είναι η έμπνευση... σχεδόν κατακέφαλα σε βρίσκει. Με βρίσκει συχνά όταν κάνω πράγματα που δεν έχουν να κάνουν με τη δημιουργική εργασία. Όταν διαβάζω, όταν περπατάω, όταν χαζεύω στους δρόμους. Πολλές φορές το ερέθισμα είναι οπτικό ή ακουστικό. Βασικά είμαι εικονοπλάστης, δηλαδή στα ποιήματά μου υπάρχει έντονα μια εικονοπλασία και σκέψη. Απεχθάνομαι τις διανοητικές κατασκευές, απεχθάνομαι τα φραστικά κλισέ ή τη στιχουργική σκέψη. Με ενδιαφέρει η σκέψη να είναι βιωματική, να δένεται στενά με το βίωμα.
*Συχνά στα ποιήματά μου μπερδεύεται το "εγώ" με το "εσύ". Στον προσεκτικό αναγνώστη αυτό φαίνεται καθαρά. Στα ποιήματά μου το "εγώ" και το "εσύ" είναι το ίδιο πρόσωπο. Αυτό είναι στοιχείο αυτιστικό. Μου το είπε ένας ψυχίατρος... αυτός το παρατήρησε, εγώ δεν το ήξερα.*
Αποφεύγω τον κλειστό χώρο. Μ' αρέσει να ζω έξω από το σπίτι... να περπατάω, να χαζεύω στους δρόμους. Μ' αρέσει όπως γράφω και σ' ένα μου ποίημα, το σεργιάνι. Γενικά όταν βρίσκομαι στο δρόμο πολλαπλασιάζομαι, ταυτίζομαι με τον έξω κόσμο. Ενώ όταν είμαι μόνος στο δωμάτιό μου, σε ένα οποιοδήποτε δωμάτιο, απομονώνομαι, χάνω την επαφή μου με τον κόσμο.Κα αν μείνω μέσα πάνω από 24 ώρες χάνω κάθε επαφή. Αν μείνω μέρες; Tα πράγματα χειροτερεύουν επικίνδυνα.Γι αυτό είμαι συνεχώς έξω... οι κλειστοί χώροι για μένα είναι απειλή. Ενώ μέσα στους θορύβους της πόλης νιώθω μια ασφάλεια. Με τρελαίνουν οι εναλλασσόμενες οπτικές παραστάσεις.Γι αυτό και τρώω πάντα έξω. Τις περισσότερες ώρες της ημέρας είμαι έξω... γράφω έξω, διαβάζω έξω.
*Ζω σε διάσταση με το κοινωνικό σύνολο αρχικά. Μετά εξαναγκάστηκα σ' αυτή την επιλογή και, τέλος, αυτή η επιλογή βοηθάει τη διάθεση που έχω για μια κοινωνική καταξίωση μέσα από μια καριέρα και μέσα από ένα δημιουργικό λογοτεχνικό έργο.
*'Εγραφα ποιήματα από το '46... Πολλά από αυτά διαβάζονται ακόμη. Το πρώτο μου ποίημα το έγραψα σε ηλικία 15 χρονών...Ήμουν πρώιμο ταλέντο... Τελειώνοντας το σχολείο συνέχισα να γράφω ποίηση και το '53 δημοσιεύω στον "Πυρσό", ένα περιοδικό που έβγαζε ο Σύλλογος Αποφοίτων του Πειραματικού Σχολείου, το πρώτο μου ποίημα.Ήταν ο "Σταθμός Λιτόχωρου". Ήμουν τότε στρατιώτης, διαβιβαστής στο Χαϊδάρι. Ένα χρόνο πριν πάω στρατό βρέθηκα στο Λουτράκι για ένα μήνα... λίγο μετά το θάνατο του Σικελιανού. Τότε διάβαζα πολύ Σικελιανό, κυρίως τις τραγωδίες του.
*Δεν έχω τηλεόραση σπίτι μου γιατί δεν μου δόθηκε η ευκαιρία να πάρω. Αν έπαιρνα πάντως, αν είχα την οικονομική δυνατότητα, θα έπαιρνα έγχρωμη... μ' αρέσει η έγχρωμη.
*...προτιμώ τα ζαχαροπλαστεία του Πειραιά. Κατεβαίνω στον Πειραιά με λεωφορείο. Ο Πειραιάς μ' αρέσει περισσότερο από το κέντρο της Αθήνας... τον βρίσκω πιο τουριστικό.Γι αυτό κι εγώ πηγαίνω στο Πασαλιμάνι, που μ' αρέσει πολύ, στου Παπασπύρου. Και η Καστέλλα μ' αρέσει. Είναι εξάλλου τα πιο τουριστικά μέρη του Πειραιά. Επίσης μ' αρέσει και η Κηφισιά όταν κάνει πού ζέστη.
*Διακατέχομαι πολλές φορές από τον φόβο του θανάτου. Φοβάμαι τον θάνατο, φοβάμαι την ανυπαρξία, φοβάμαι την μετάβαση από την κατάσταση της ζωής στην κατάσταση του θανάτου.* Το κείμενο και οι φωτογραφίες είναι από την ΟΔΟ ΠΑΝΟΣ, τ.90/91/92
(αφιερωματικό τεύχος στον ποιητή). Είναι αποσπάσματα από συνέντευξη
που έδωσε ο Ν-Α.Α. στους Θ.Λάλα και Λ.Ταγματάρχη και
πρωτοδημοσιεύθηκε στο Βήμα, στις αρχές του 1991
Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου: ο ποιητής των ματαιωμένων φιλιών και των ναυαγισμένων σχέσεων Από parallaxi - September 17, 2021 0 Share Ενενήντα χρόνια συμπληρώνονται από τη γέννηση του ποιητή Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου. Έχει χαρακτηριστεί από πολλούς ως ένας άνθρωπος εύθραυστος, μοναχικός και με έντονο ψυχισμό με ποιήματα στα οποία νιώθουμε τις ματαιωμένες φιλίες, τις ναυαγισμένες σχέσεις, τις συγκινήσεις, τα δάκρυα και τον θάνατο. Ο ίδιος έγραφε βαθιά επηρεασμένος από την ομορφιά της εφηβείας που πέρασε και χάθηκε στον χρόνο, «στον χρόνο που καταστρέφει και δεν σέβεται τίποτα». «Μπορεί η έμπνευση να με επισκέπτεται συχνά, αλλά για να μετουσιωθεί ποιητικά θέλει συνεχή επεξεργασία, η οποία πολλές φορές μου κοστίζει μήνες, ίσως και χρόνια… Μερικά ποιήματα ολοκληρώνονται γρήγορα ή πιο εύκολα, άλλα με μεγάλη δυσκολία» αναφέρει ο ίδιος. Προς τιμήν του, ετοιμάσαμε μια λίστα με τα 10 πράγματα που θα πρέπει να γνωρίζεις για έναν εκ των σπουδαίων ποιητών της ελληνικής μεταπολεμικής περιόδου. 1. Ο Νίκος Ασλάνογλου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 17 Σεπτεμβρίου 1931 και έζησε στη πόλη μέχρι το 1979. Οι γονείς του ήταν πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Τέλειωσε το πειραματικό σχολείο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης το 1949, όπου στη συνέχεια σπούδασε γαλλική φιλολογία. Γύρω στο 1950 και μετά το θάνατο του πατέρα του ανέλαβε συνδιευθυντής στην εριουργία Μάκερ, που χρεοκόπησε λίγο αργότερα. Στη συνέχεια έφυγε στη Γαλλία και την Αίγυπτο και συνέχισε τις σπουδές του στα Πανεπιστήμια Καΐρου και Αιξ – αν Προβάνς. 2. Εργάστηκε ως βιβλιοθηκάριος στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, ως καθηγητής σε φροντιστήριο ξένων γλωσσών, ως επιστημονικός συνεργάτης στην Αρχιτεκτονική Σχολή Θεσσαλονίκης και μετά το 1980, οπότε εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, ως επιμελητής και λογοτεχνικός σύμβουλος στον εκδοτικό οίκο Ευσταθιάδη. Η ποίηση δε μας αλλάζει τη ζωή το ίδιο σφίξιμο, ο κόμπος της βροχής η καταχνιά της πόλης σα βραδιάζει Δε σταματά τη σήψη που προχώρησε δε θεραπεύει τα παλιά μας λάθη Η ποίηση καθυστερεί τη μεταμόρφωση κάνει πιο δύσκολη την καθημερινή μας πράξη Η ποίηση δε μας αλλάζει -Δύσκολος Θάνατος, 1954 3.Το 1951 ίδρυσε από κοινού με τον Κ.Κατσανό το περιοδικό «Σκέψη», που κυκλοφόρησε ένα μόνο τεύχος, στο οποίο ο Ασλάνογλου δημοσίευσε το πρώτο του δοκίμιο, με τίτλο «Θάνατος και γέννηση στην ποίηση του Γιώργου Θέμελη». Στιγμιότυπο βίντεο
4. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1952 με την πολυγραφημένη έκδοση του έμμετρου θεατρικού μονοπράκτου έργου «Θάλασσα και συγχρονισμός», απόσπασμα του οποίου δημοσίευσε το 1953 στις σελίδες του φοιτητικού περιοδικού Πυρσός. Ο ίδιος αναφέρει σε συνέντευξη του «Έγραφα ποιήματα από το ’46… Πολλά από αυτά διαβάζονται ακόμη. Το πρώτο μου ποίημα το έγραψα σε ηλικία 15 χρόνων… Ήμουν πρώιμο ταλέντο…». 5. Στο όνομα του προστέθηκε το ψευδώνυμο Αλέξης, το οποίο ο ίδιος διάλεξε στα εφηβικά του χρόνια από τον ομώνυμο ήρωα του Ντοστογιέφσκι στο έργο του «Ταπεινοί και Καταφρονεμένοι». Το φθινοπωρινό του φως λάμπει στα κρύσταλλα της πόλης καθώς σιγά σιγά το καλοκαίρι λιώνει Κι όμως ταξίδεψα πολύ κατά τις δυτικές ακτές είδα τα σώματα των όψιμων κολυμβητών να φθίνουν μέσα στο ηλιόγερμα, κάτω απ’ τις λάμπες του γκαζιού Θε μου, τα είδα σε αμμουδιές από άσπρη πορσελάνη Μα εγώ εκείνον θέλησα. Στην πόλη του ξαναγυρνώ στους πολυέλαιους της νύχτας ξαναρχίζω Φως του Σεπτέμβρη – Αργό πετρέλαιο, 1974 6. Όπως σημειώνει ο Γιώργος Βαϊλάκης σε ένα κείμενο του για τον ποιητή «Η ασυνήθιστη οικονομική δυσχέρεια στην οποία περιέπεσε, σε συνδυασμό με την ερωτική ιδιοτυπία του σε εποχές απόλυτης κατακραυγής της ομοφυλοφιλίας, δημιούργησαν συνθήκες απροσπέλαστης απελπισίας σ’ έναν άνθρωπο ιδιαίτερα ευαίσθητο κι αξιοπρεπή. Ως εκ τούτου, το θέαμα της διαπόμπευσής του από κοινωνικά αποβράσματα στο ζαχαροπλαστείο «Αχίλλειον» της Θεσσαλονίκης ή οι βρισιές που άγνωστοι έγραφαν στις σκάλες της πολυκατοικίας που διέμενε, αποτελούν εν μέρει μια εξήγηση για την πληγωμένη εσωστρέφεια και την πνιγηρή απομόνωση του ποιητή». 7. Ο Διονύσης Σαββόπουλος έγραψε ένα τραγούδι απευθυνόμενος στον παλιό του φίλο Αλέξη Ασλάνογλου που τιτλοφορήθηκε ως «η θανάσιμη μοναξιά του Αλέξη Ασλάνη» με πρώτη κυκλοφορία το 1975 στο δίσκο του «Δέκα Χρόνια Κομμάτια». Σε παλαιότερη συνέντευξη του είχε αναφέρει γι’ αυτό: «Ισως… δεν τιμά όμως εμένα ως ποιητή να με τιμά ο κ. Σαββόπουλος… «Η θανάσιμη μοναξιά του Αλέξη Ασλάνη» είναι πράγματι ένα τραγούδι αφιερωμένο σ’ εμένα. Δεν έχει στίχους δικούς μου τόσο… πού και πού χρησιμοποιούνται μερικοί στίχοι μου, σε ένα μοντάζ στίχων… Ο Σαββόπουλος δεν χρησιμοποιεί στίχους άλλων… γράφει μόνος τους στίχους των τραγουδιών του…». Λίγα χρόνια αργότερα το 1998 στο δίσκο των Πυξ Λαξ «Τραγούδια Έγραψα Για Φίλους» διασκεύασαν το τραγούδι. 8. Στην ποίηση του η καθημερινότητα αποτυπώνεται μέσα από χαμηλωμένα φώτα, φωνές που σβήνουν, μια ομίχλη φωτεινή, βροχή και δάκρυα, μουσική και ψιθυρίσματα αλλά και μεγάφωνα ανοιχτά, αυτοκίνητα κτλ. Ο ίδιος σημειώνει «ξεκινώ πάντα από μια έμπνευση… Μια αφορμή ανεξήγητη, αυτό είναι η έμπνευση… Σχεδόν κατακέφαλα σε βρίσκει… Με βρίσκει συχνά όταν κάνω πράγματα που δεν έχουν να κάνουν με τη δημιουργική εργασία… Όταν διαβάζω, όταν περπατάω και χαζεύω στους δρόμους… Πολλές φορές το ερέθισμα είναι οπτικό ή ακουστικό… Βασικά είμαι εικονοπλάστης, δηλαδή στα ποιήματά μου υπάρχει έντονα μια εικονοπλασία και σκέψη… Απεχθάνομαι τις διανοητικές κατασκευές, απεχθάνομαι τα φραστικά κλισέ ή τη στιχουργική σκέψη… Με ενδιαφέρει η σκέψη να είναι βιωματική, να δένεται στενά με το βίωμα…»
9. Σταμάτησε να γράφει ποίηση το 1976, σε ηλικία σαράντα τεσσάρων ετών. Ακολούθησαν έως τον θάνατό του είκοσι χρόνια σιωπής. Έκτοτε, ποιήματά του μελοποιήθηκαν από Έλληνες συνθέτες. Το 2014 προβλήθηκε ντοκιμαντέρ στη τηλεόραση της ΕΡΤ, στη σειρά “Παρασκήνιο”, με άφθονο αρχειακό υλικό. Το Αρχείο Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου φυλάσσεται στο ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ Θεσσαλονίκης. Στιγμιότυπο βίντεο Το ποίημα θέλω να είναι νύχτα, περιπλάνηση σε ξεμοναχιασμένους δρόμους και σε αρτηρίες όπου η ζωή χορεύει. Θέλω να είναι αγώνας, όχι μια μουσική που λύνεται μα πάθος για την μέσα έκφραση μιας ασυναρτησίας μιας αταξίας που θα γίνει παρανάλωμα αν δεν τα παίξουμε όλα για όλα Όταν οι άλλοι, αδιάφοροι, με σιγουριά ξοδεύονται άσκοπα ή ετοιμάζονται το βράδυ να πεθάνουν, όλη τη νύχτα ψάχνω για ψηφίδες αδιάφθορες μες το μονόλογο τον καθημερινό κι ας είναι και οι πιο φθαρμένες. Να φεγγρίζουν μες το πυκνό σκοτάδι τους σαν τ’ αχαμνά ζωύφια τυχαίες, σκοτωμένες απ’ το νόημα με αίσθημα ποτισμένες. ARS POETICA Ο θάνατος του Μύρωνα , 1954 – 1959 10. Πέθανε στην Αθήνα στις 6 Αυγούστου 1996. Ο καθηγητής Ιορδάνης Κουμασίδης αναφέρεται στο θάνατο του λέγοντας: « Ήταν 6 Αυγούστου του 1996 –κανείς δε θα μάθει ποτέ την ακριβή ώρα του ‘θανάτου’ κάποιου που εξύμνησε το θάνατο όσο λίγοι… 3 μέρες μετά, ο Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, ένας από τους πιο αδικημένους ποιητές της ελληνικής γλώσσας βρέθηκε νεκρός στο κρεβάτι του, σε ‘αρχόμενη αποσύνθεση’». Αξίζει να αναφέρουμε πως εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές ως ακολούθως: «Δύσκολος θάνατος», 1954, «Ο θάνατος του Μύρωνα», 1960, «Ποιήματα για ένα καλοκαίρι», 1963, «44 ποιήματα, Επιλογή 1946-1966», 1970, «Νοσοκομείο εκστρατείας», 1972, «Αργό πετρέλαιο», 1974 «Δύσκολος θάνατος» (συγκεντρωτική έκδοση), 1978, «Ωδές στον Πρίγκιπα», 1981, «Τρία ποιήματα», 1987 ενώ ασχολήθηκε και με τη πεζογραφία με έργα του το, «Θάλασσα και συγχρονισμός» (ποιητικό μονόπρακτο) το 1952 και «Ταξιδεύοντας στη δροσερή νύχτα» (σύντομα κείμενα δημοσιογραφικού χαρακτήρα)το 1991 και συνέγραψε μια μελέτη το 1959 με τίτλο «Θάνατος και γέννηση στην ποίηση του Θέμελη». Δείτε επίσης: ΕΤΙΚΕΤΕΣμεταπολεμική περίοδοςΝίκος Αλέξης ΑσλάνογλουΠοίησηποιητής
Read more at: https://parallaximag.gr/featured/nikos-aleksis-aslanoglou-poiitis-ton-mataiomenon-filion-kai-ton-navagismenon-scheseon
https://parallaximag.gr/thessaloniki/imetapolemikilogotechnia-sti-thessal-2
Η Μεταπολεμική Λογοτεχνία στη Θεσσαλονίκη. Οι Ποιητές. Από Λέων Α. Ναρ - March 21, 2020 1 Share Κυρίαρχος είναι ο ρόλος της κοινωνικής ποιητικής τριπλέτας που συγκροτούν οι Μανόλης Αναγνωστάκης, Κλείτος Κύρου και Πάνος Θασίτης. Το πρώιμο έργο των Αναγνωστάκη και Κύρου κυρίως, και δευτερευόντως του Θασίτη, αναφέρεται σε πολύ μεγάλη συχνότητα σε πρόσωπα και σημεία που συνδέονται με τα βιώματά της ταραγμένης νεότητάς τους. Στις μετέπειτα ποιητικές συλλογές τους επιχειρείται αφενός μια προσπάθεια σύνδεσης με τις κοινές θεματικές της γενιάς τους και αφετέρου ένας διάλογος με ποιητικές φωνές που λειτουργούν ως πρότυπα (Καβάφης, Σεφέρης, Ρίτσος, Έλιοτ και Καρυωτάκης). Το έργο του Αναγνωστάκη χάραξε το δρόμο της προσωπικής αναζήτησης του καθενός, άνοιξε νέες διόδους και δημιούργησε τις κατάλληλες προϋποθέσεις για επανατοποθετήσεις και προβληματισμούς. Το ύφος του, προσωπικό, γεμάτο υπαινιγμούς και αποσιωπήσεις, άλλοτε με πικρή ειρωνεία και άλλοτε με συγκρατημένη οργή, εκτός από τη διάψευση εκφράζει και τη βαθιά απογοήτευση της γενιάς του. Παράλληλα με τους «πολιτικούς» εμφανίστηκαν και οι ποιητές του ερωτικού αδιέξοδου, Ντίνος Χριστιανόπουλος, Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου, Γιώργος Ιωάννου, ο αρχικός δηλαδή πυρήνας της Διαγωνίου. Η Διαγώνιος, στα μέσα της δεκαετίας του 50 συσπείρωσε αξιόλογους λογοτέχνες και κριτικούς και συγκρότησε έναν ξεχωριστό, από κάθε άποψη, λογοτεχνικό και εικαστικό πυρήνα. Ο Ασλάνογλου έγραψε σχετικά με τη συγκρότηση της τριάδας των ερωτικών ποιητών της Θεσσαλονίκης: «… Μερικοί νέοι ποιητές έψαχναν το δρόμο τους μέσα στη σύγχυση και την αταξία της εποχής, ένα δρόμο που έπρεπε οι ίδιοι να ανοίξουν αν ήθελαν να επιβιώσουν. Τι του έκανε να συσπειρωθούν και ν΄αγωνιστούν συνειδητοποιώντας την ανάγκη της αλλαγής; Πρώτα πρώτα η αίσθηση ότι ήταν διαφορετικοί από τους προγενέστερους και πως κανένα έτοιμο αισθητικό καλούπι δεν θα μπορούσε να φορμάρει την ουσία της ποίησής τους. Οι νέοι ποιητές του 50 ήθελαν να μιλήσουν για το προσωπικό τους δράμα που δεν φαίνονταν να οσφραίνονταν οι παλιότεροι». Στο έργο του Χριστιανόπουλου, από τη δημοσίευση της συλλογής “Εποχή των Ισχνών Αγελάδων” (1950), ο ρεαλισμός ακολουθεί από κοντά το πρότυπο της καβαφικής ποίησης. Η λαϊκή τοπογραφία αναμιγνύεται με ιστορικά σύμβολα κα θεμελιώνεται ένας ιδιότυπος ρεαλισμός που θα συνοδεύει εξακολουθητικά το έργο του ποιητή. Ο Χριστιανόπουλος άλλοτε σχολιάζει την εμπορευματική αίσθηση της καθημερινής ζωής, ενώ άλλες είναι σαρκαστικά ειρωνικός και καταγγελτικός. Όπως ο Χριστιανόπουλος και ο Ιωάνννου, έτσι και ο Ασλάνογλου έγραψε για την πίκρα της μοναξιάς, που είναι πανταχού παρούσα στο έργο του, τη μελαγχολία ενός ανεκπλήρωτου έρωτα και για τα ασφυκτικά πλαίσια της ατομικής του οδύνης. Ήταν με άλλα λόγια απόλυτα εναρμονισμένος με το μονωτικό κλίμα που καλλιέργησε η ερωτική γενιά της Θεσσαλονίκης στη μεταπολεμική εποχή των θρυμματισμένων ιδανικών. Τα ποιήματα του Ιωάννου προαναγγέλλουν το πεζογραφικό του έργο, καθώς εμπεριέχουν τους θεματικούς άξονες που τον απασχόλησαν αργότερα και στα πεζά του κείμενα. Οι ποιητικές συνθέσεις του χαρακτηρίζονται από εξαιρετική λιτότητα, ακριβολογία και νοηματική συμπύκνωση. Η επίδραση του Καβάφη δεν περιορίστηκε στους ερωτικούς και πολιτικούς ποιητές της Θεσσαλονίκης αλλά με τη διδακτική και ειρωνική προβολή της επεκτάθηκε στο ευρύ φάσμα των ποιητών που εμφανίστηκαν μετά το 1950 ως και τη δεκαετία του 70: τον Ανέστη Ευαγγέλου, που εξετάζει την αποβολή από την κοινωνική πραγματικότητα και την ανάγκη για συμφιλίωση μαζί της, τον Πρόδρομο Μάρκογλου και τον Τόλη Νικηφόρου που ασκεί κριτική στα κοινωνικά στερεότυπα της μεταδιδακτορικής Ελλάδας, στα νέα ήθη και τις συμπεριφορές. Την ίδια στιγμή, ο Μάρκος Μέσκος, ενσωματώνοντας στο έργο του τον απόηχο του κλέφτικου τραγουδιού, επιχειρεί γόνιμους ποιητικούς πειραματισμούς, αντιστρέφοντας συχνά τις απολήξεις των δημοτικών θρήνων. Η Μαρία Κέντρου–Αγαθοπούλου επιζητεί την προστατευτική ασπίδα των παιδικών της χρόνων, προσπαθώντας παράλληλα να συγκρατήσει όσα φεύγουν μια για πάντα. Στα τέλη της δεκαετίας του 70 η Νέα Πορεία, το περιοδικό που εξέδιδε ο Τηλέμαχος Αλαβέρας, εμφανίζει μια τάση σύγκλισης και συνάντησης παλαιότερων και νέων ποιητών και πεζογράφων που είναι δεκτικότεροι στις τεχνικές του μοντερνισμού. Εκτός από την Αλεξάνδρα Δεληγιώργη, στις σελίδες της Νέας Πορείας εμφανίζεται η Ρούλα Αλαβέρα, μια ποιήτρια που το έργο της χαρακτηρίζεται από την πυκνά συμβολιστική της γλώσσα. Ανάλογη πολυσυλλεκτικότητα εμφανίζει και το περιοδικό Τραμ, ιδιαίτερα στη δεύτερη εκδοτική του πορεία. Ο Μάρκος Μέσκος αποτελεί μια από τις μεγάλες μορφές της ποίησης της πόλης, ανήκει στην γενιά της ήττας. Το 1983 η Διαγώνιος ανέστειλε οριστικά την κυκλοφορία της, προλαβαίνοντας ωστόσο να αναδείξει μια από τις πιο ιδιαίτερες ποιητικές φωνές της δεκαετίας, τον Σάκη Σερέφα, που από τις πρώτες κιόλας ποιητικές του καταθέσεις δεν έδειχνε απόλυτα προσηλωμένος στη ρεαλιστική τεχνική, αλλά καθοδηγούταν απόλυτα από τη φαντασία που συγγενεύει με το παράδοξο. Σημείο αναφοράς και κέντρο της περιπλάνησής του στο έργο του στέκεται πάντα η αθέατη πλευρά και ο χώρος της πόλης στην οποία γεννήθηκε και ζει. Ο Σερέφας δεν περιορίζεται μόνο στη φωτογράφηση της πραγματικότητας αλλά εξερευνά και τις κλειστές γωνίες του κόσμου που βιώνει, αναπαράγει τα συμβάντα κάθε εποχής, χωρίς να τα αλλοιώνει και τα παρουσιάζει με τρόπο φυσικό και ιδιαίτερα αυθεντικό. Στους πιο προικισμένους ποιητές της μετά το 1975 περιόδου συγκαταλέγονται η Κατερίνα Καριζώνη, η Ελένη Μερκενίδου και ο Σταύρος Ζαφειρίου. Η Καριζώνη στράφηκε με ιδιαίτερη επιτυχία στον πεζό λόγο. Η ποίηση της Ελένης Μερκενίδου προσφεύγει συχνά στη χρησιμοποίηση ενός έντονα ρυθμικού λόγου, ώστε να δώσει μεγαλύτερη υποβλητική δύναμη σ΄έναν κόσμο γεμάτο από λατρευτικά και αρκετές φορές παγανιστικά σύμβολα. Η ποίηση του Σταύρου Ζαφειρίου, λυρική με παραμυθητικές προεκτάσεις, ιδίως μετά από το 1985, περνά από το νευρωτικό λόγο των πρώτων ποιημάτων του στην επίμονη αναζήτηση μιας γραμμής που συνδέει την ατομική ζωή με την ιστορία. Θα κλείσω με ένα απόσπασμα από το εισαγωγικό κείμενο του Σερέφα που έχει τίτλο «Τέσσερις μικροσκέψεις για τη λογοτεχνημένη Θεσσαλονίκη», το οποίο περιλαμβάνεται στο βιβλίο: Θεσσαλονίκη, μια πόλη στη λογοτεχνία» (Μεταίχμιο, 2001): «Η λογοτεχνημένη Θεσσαλονίκη παραμένει ένα τρικούβερτο εργοτάξιο. Ιδρύθηκε μόλις πριν από έναν αιώνα. Πότε με αζαλέο και πότε με λιγυρό ύφος, πότε με λαβραγόρη οίστρο και πότε με οικονομημένη λεξιχρησία, μέσα σ΄αυτά τα χρόνια απέκτησε κέντρο και κι απόκεντρο, υπόγεια και ανώγεια καταλύματα, αλάνηδες χώρους και απόρρητα ενδιαιτήματα… Σκαρφαλωμένοι στις σκαλωσιές τους οι μαστόρηδες του λόγου την ιστόρησαν και την ιστορούν πότε εν χορώ και πότε με μερακλίδικη κρυπτικότητα». *Στην αρχική φωτογραφία, από τα δεξιά: Πρόδρομος Μάρκογλου, Ανέστης Ευαγγέλου, Τόλης Καζαντζής
Read more at: https://parallaximag.gr/thessaloniki/imetapolemikilogotechnia-sti-thessal-2