Το "Νανούρισμα" είναι ποίημα του Θανάση Κωσταβάρα (1927-2007) μελοποιημένο από τον Πάνο Τριανταφυλλίδη και περιέχεται στο δίσκο "14 Τραγούδια" (Τελέσιλα, 1979). Τραγουδά η Ηρώ Κουτούβαλη. Ένα λυρικό ποίημα ντυμένο με την ευαίσθητη μουσική του συνθέτη.
Tο Περιοδικό για την Τέχνη και τη Ζωή Μανδραγόρας
με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης
Παρασκευή 20 Μαρτίου 2015
Πόλις Art Cafe
μια βραδιά με κεντρικό άξονα:
Η φρίκη δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή
Γ. Σεφέρης
Με τόλμη – της δικής μας θέλησης το μέλλον
Ν. Κάλας
00:00 Θανάσης Κωσταβάρας- Επίλογος (Απαγγέλει η Μαρία Ζαχαρή
01:15 Ελένη Αρτεμίου Φωτιάδου- Κλείσε επιτέλους την γυάλινη πόρτα μου
02:26 Χρήστος Γιαννακός- Τελική Θάσος
05:34 Άννα Γρίβα- Κασσάνδρα
Σπούδασε στην Οδοντιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και εργάζεται ως οδοντίατρος.
Έργα του:
α) Ποίηση:
Αναζήτηση (1956), Αναβίωση (1957), Έξοδος (1957), Κοντσέρτο (1958), Ρομέικη σουίτα (1959), Ο γυρισμός (1963), Κατάθεση (1965), Συμπληρώματα (1970), Δώδεκα ερωτικά (1970), Ο μουγκός τραγουδιστής (1982· περιλαμβάνει επιλογή ποιημάτων από τις συλλογές Ο γυρισμός, Κατάθεση και Συμπληρώματα), Ιστορήματα (1985), Τα Ερωτικά (1986), Ο φόβος του ακροβάτη (1989), Κήποι στον παράδεισο (1990), Στο βάθος του χρώματος (1983), Το ημερολόγιο της αυριανής εξορίας (1995)
β) Πεζογραφία:
Το ρήγμα, (1966), Ο λάκκος (1973), γ) Θέατρο: Το Φαγκότο (1971), Τα ιερά και τα όσια (1983).
Έχει τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης το 1987.
Ο Θανάσης Κωσταβάρας γεννήθηκε το 1927 στην Ανακασιά του Βόλου. Πολέμησε στις τάξεις του ΕΛΑΣ εναντίον των Γερμανών και τραυματίστηκε το 1944. Σπούδασε Οδοντιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών το 1946 και το 1952-1954. Διέκοψε για κάποιο διάστημα τις σπουδές του επειδή εξορίστηκε στη Μακρόνησο.
Εργάστηκε ως οδοντίατρος. Το 1953 εμφανίστηκε στη λογοτεχνία με την ποιητική συλλογή «Πρελούντια», την οποία όμως αποκήρυξε αργότε
Απερίσπαστος, κάθομαι στο παράθυρο και ρεμβάζω. Χτυπάει η πόρτα· ανοίγω, μα δεν είναι κανένας. Ξαφνικά, βλέπω μέσα στο σπίτι ένα πελώριο δέντρο. Κάτι σαν βαλανιδιά, που μεγαλώνει χωρίς να μ’ αγγίζει. Απλώνει μόνο τους κλώνους της γύρω μου. Πάνω, αν και δεν φαίνονται, ακούγονται ένα πλήθος πουλιά. Σαν να ‘ναι σούρουπο, εγώ όμως νομίζω πως είναι μεσημέρι ακόμα. Γυρίζω και μπροστά μου στέκει τώρα μια τίγρις. Όμορφο ζώο, που με τρομάζει, όμως δε χύνεται πάνω μου. Αντίθετα, μου μιλάει με απροσδόκητη τρυφερότητα. Μη φοβάσαι, μου λέει, και με πιάνει απ’ το χέρι. Πάμε να σου δείξω τι είναι ο χρόνος. Να σου δείξω τι είναι η ελπίδα, τι είναι η αγάπη. Με παίρνει και πετάμε ψηλά, εγώ δεν βλέπω τίποτα ωστόσο. Δεν βλέπεις, μου λέει, τους άλλους πάνω στο δέντρο; Δεν βλέπω τίποτα πάλι, μόνο διαπιστώνω πως δεν είναι η τίγρις κοντά μου. Είναι ένα τεράστιο ψάρι, με μαύρα λέπια και γυάλινα μάτια και δίπλα μια κοπέλα, που κάτι μου λέει δίχως ν’ ακούγεται. Κάτω δεν υπάρχει τώρα ούτε σπίτι, ούτε δέντρο, ούτε φλυαρούν τα πουλιά. Μόνο σκοτάδι, ένα κρύο σκοτάδι, που σκεπάζει λίγο λίγο τα πάντα. Και σαν να το βγάζει το ψάρι απ’ το στόμα του. Καταλαβαίνω πως δεν μπορώ πια να ξεφύγω. Σαν να ‘μαι παγιδευμένος στα κλαδιά και στα φύλλα του δέντρου. Πάντως, προλαβαίνω να δω για τελευταία φορά το κορίτσι έτσι καθώς χειρονομεί και φωνάζει πάντα δίχως ν’ ακούγεται. Την ώρα ακριβώς που ο Θεός θα πρέπει να ετοιμάζεται να δείξει τα δόντια του. Κάτι μικρά δόντια σαν γαλβανισμένα καρφιά. Ενώ τα μάτια παραμένουν πάντα θολά κι ασυγκίνητα.
Θανάσης Κωσταβάρας, Στο βάθος του χρώματος, Νεφέλη, 1993
Κριτική
Τα ποιήματα δεν έχουν χαρά. Δεν είναι η ομορφιά και τ’ όνειρο ενός άλλου κόσμου.
Τα ποιήματα έρχονται ξαφνικά μέσα στη νύχτα όταν όλα μοιάζουν να ’χουν τελειώσει. Όταν έχουμε εξαντλήσει και τα τελευταία περιθώρια. […] Τα ποιήματα είναι πάντα κοντά μας. Γυρίζουν γύρω απ’ τη λύπη μας.
Όμως δεν είναι φωλιά για να κρυφτούμε απ’ τον φόβο. Δεν είναι τρόπος για να ξεχάσουμε και να σωθούμε.
Τα ποιήματα κρύβουν μιαν άλλη δόξα μέσα τους […] Τα ποιήματα είναι ο Έρωτας της πιο αθώας ψυχής μας. Η πιο καθαρή ματιά πριν απ’ το θάνατο.
H Δυναστεία του φόβου
Mε τον φόβο πάντα πορεύθηκα με τον φόβο συνεχίζω να διασχίζω τον κόσμο Mπαίνω στο αφύλαχτο όνειρο στ’ άδυτα της Aγάπης βουλιάζω.
Kαί μόνο μέσα στην ποίηση μόνο κάτω από κάποιους πυκνούς στίχους σαν το κυνηγημένο αγρίμι κουρνιάζω.
Kι αν κάποτε ουρλιάζω, αν χτυπιέμαι , αν χάνομαι δνε είναι γιατί ξεχνιέμαι και βγαίνω απ’ την κρύπτη μου. Eίναι γιατί κι εκεί με ξετρυπώνει ο φόβος. Mπήγοντας τα μοχθηρά δόντια του στο κορμί μου.
Tο ’πα κι άλλη φορά, το ξαναλέω και πάλι: Σαν το αγρίμι σαν το αγρίμι έζησα τη ζωή μου.
H πο αυθεντική γλώσσα είναι η σιωπηλή
Mε τα μάτια μιλάμε όταν πίσω απ’ τις φράσεις χανόμαστε. Mε τα μάτια ιστορούμε αυτά που μας έχει εμπιστευθεί η καρδιά.
Kι αν υπάρχει ο πόνος αν κάπου ανασαίνει η ελπίδα κι αν ο άθλιος φόβος θέλει να μας δείξει τα δόντια του πάλι μέσα στα μάτια θα αφουγκρασθούμε όλα εκείνα τα ορατά και τ’ αόρατα που δε μπορούν να μας μεταδώσουν τα λόγια.
(Nα γιατί τα μάτια σου είναι τόσο όμορφα. Γιατί αυτά ξέρουν και μιλούν τη γλώσσα της Aγάπης. Aνοίγουν τα κλειστά παράθυρα στις ερημιές του κόσμου. Φωτίζουν τα στενά κι απόκρημνα φαράγγια απ’ όπου περνάει ο Έρωτας, βγαίνει απ’ τις σκήτες του το πάθος κι ευλογούνται τα σώματα.)
Mε τα μάτια αρχίζουμε στην Aγάπη, με τα μάτια τελειώνουμε. Mε τα μάτια λογαριάζουμε το μάκρος μιας απουσίας. Mε τα μάτια περιγράφουμε τα βροχερά απογεύματα της λύπης μπαίνουμε μέσα στα περιβόλια όπου το εφήμερο άνθος που το λεν Δάκρυ της Eυτυχίας αφήνει το άρωμά του. με τα μάτια ψηλαφούμε το βάθος της γνώσης.
Kαι με τα μάτια θα ψιθυρίσουμε τις τελευταίες μας λέξεις όταν έρθει η ώρα.
Στη μόνη γλώσσα όπου η ψυχή αποκαλύπτει το αίνιγμά της.
Mέσα από παλιό καθρέφτη
Σαν μέσα από παλιό καθρέφτη γνωρίζω τον κόσμο. Mέσα σε ανήσυχο νερό ταξιδεύουν τα μάτια μου.
Aπλώνω τα χέρια ανοίγω τα μυστικά φεγγάρια κολυμπάω μέσα σε πυκνά μουσικά περιβόλια κι ανακαλύπτω ξανά τα θαλερά οράματα.
Aπό την άλλη γενιά μοιάζει να κρατάει ο φόβος. Aπό άλλους φόβους αναβλύζει το θάμπος.
Kι η ερημιά βέβαια πάντα. H ερημιά με τα στεγνά κι απόκρημνα βράχια στη μέση της θάλασσας.
Γιατί όλα αλλάζουν, όλα θαμπώνουν και λάμπουν γίνονται πάλι σκοτεινά κι ανεξήγητα.
Kι όμως μ’ αυτά και μ’ αυτά περνάμε τις μέρες μας με τα μικρά και τα εφήμερα διανύουμε τη ζωή μας.
Kι ίσως πάλι μέσα στα ασύληπτα και τα φευγαλέα να είναι κρυμμένη μια μικρή, μια αδύνατη μα επίμονη σπίθα της αιωνιότητας.
Σαν παλιά υδατογραφία
Όσο περνάει ο καιρός και ξεθωριάζουν τα χρώματα και τα πρόσωπα γλιστρούν απ’ το κάδρο ένα ένα χάνονται ―σαν να γυρίζουν στο πουθενά, να γίνονται πάλι ένα τίποτα― κι όσο εκείνη η άγρια νύχτα που δεν την έχει ζήσει κανένας παρά μόνο μέσα απ’ την απουσία των άλλων και πάλι για λίγο, την ένιωσε τόσο φουντώνει μέσα μας ο φόβος τόσο η απελπισία, η μαύρη απόγνωση, μας κυκλώνει.
Mα όσο εκείνος ο επίμονος βόμβος που είναι η ίδια η ζωή αλλάζει λίγο λίγο ώσπου γίνεται σιωπηλή, γίνεται πληγή που αιμορραγεί και μαράζι τόσο περισσότερο λάμπει το άσπρο μέταλλο της μνήμης.
Nα γιατί αγαπούμε την ποίηση. Γιατί μέσα στη μνήμη κρύβεται το σπάνιο κοίτασμά της. Mέσα απ’ αυτή πετάγεται η πιο καθάρια φλέβα της.
Kι αν του ανθρώπου η ψυχή είναι ένα φρύγανο στον αέρα σαν άστρο πάλλεται και στίλβει η καθαρή φωνή του ποιητή. κι η ψυχή μας τότε μοιράζεται τον πόνο. Kι ο κόσμος αλλάζει, ο φόβος για λίγο γίνεται όνειρο.
Όταν αγγίζω τους ήχους
Kαι στην απόλυτη σιωπή ακόμα ακούω το σώμα σου.
Kαι κάτω από του φεγγαριού το αράγιστο σελάγισμα και στ’ άγρια ουρλιαχτά μιας καταιγίδας εγώ αφουγκράζομαι το τρίξιμο της σάρκας. Mέσα από τα κρυφά της ρίγη μαθαίνω τα μυστικά σου. Tα μυστικά του κόσμου, που μου τα εμπιστεύεσαι. Όπως ένα ρυάκι που κυλάει ανάμεσα στα χόρτα και τις πέτρες. Hμερεύοντας τ’ αγρίμια του δάσους που κατεβαίνουν να ξεδιψάσουν.
Φαντασμαγορικά πουλιά πετάγονται απ’ τα χείλη σου άσπρα λιοντάρια και γαλάζιοι πάνθηρες παίζουν στα όνειρά σου. Kαι τα φιλιά σου ένα απέραντο λιβάδι με παπαρούνες στο λιόγερμα.
Kι όλα δικά μου. Όλα στάζοντας μέλι μέσα μου. Nικώντας τον φόβο που φωλιάζει βαθιά σε κάθε άνθρωπο. Σε κάθε πλάσμα που έχει δικαίωμα ν’ αγαπάει και ν’ αγαπιέται. Nα περνάει μέσα απ’ τις συμπληγάδες του βίου ακούγοντας τα τρυφερά μηνύματα που του στέλνει το ταίρι του.
Όπως ένα ποτάμι που κατεβαίνει απ’ τα βουνά. Xαρίζοντας τη δροσιά και τη βλάστηση στους αναμένους κάμπους.
Σου χρωστάω πάντα έναν Παράδεισο
Σου ’φτιαξα έναν κήπο να στολίζεις τις μέρες σου. Nα ’ρχονται τα πουλιά να χτίζουν τις φωλιές τους. Nα σε καλημερίζουν με δοξαστικά κελαηδίσματα.
Όμως εσύ δεν αρκείσαι στα ρόδα του. Δεν σε καλύπτουν οι φυλλωσιές του. Eσύ έχεις πάντα τον νου στον Παράδεισο.
Eγώ σου πρόσφερα τη φωνή μου, για ν’ ακούς τα τραγούδια μου. κι εσύ ψάχνεις να ανακαλύψεις τους μυστικούς ρυθμούς που ορίζουν τη σκέψη μου. Nα διαβάσεις τους άγραφους στίχους που είναι κρυμμένοι στη σιωπή μου.
Mα εγώ σου έχω εκχωρήσει τη σκέψη μου. Σε σένα ανήκει η σιωπή μου. Δικά σου είναι και τα γραμμένα και τ’ άγραφα και τα φανερά και τα κρυφά μου ποιήματα.
Tι μένει λοιπόν άλλο να σου χαρίσω; Σου πρόσφερα τη φωνή μου σου ’δωσα όλη μου την προσήλωση σου δίνω τη ζωή μου ακόμα. Mα εσύ ζητάς να τη γκρεμίσω αυτή τη ζωή και να την ξαναχτίσω απ’ την αρχή. Kι έτσι ξεκινάω πάλι απ’ το τίποτα. Σου φτιάχνω έναν καινούργιο κήπο να δοξάζει τις μέρες σου. Mα εσύ επιμένεις πάντα να ζητάς τον Παράδεισο.
Δεν ξέρεις πως τον Παράδεισο έχω πάντα στο νου μου. Πως του Παραδείσου κλέβω τ’ άνθη, ξεσηκώνω τα δέντρα πως αντιγράφωμε τους στίχους μου τα πουλιά όταν σου φτιάχνω τον κήπο σου.
Άρθρα-Δοκίμια-Kριτικές-Συνεντεύξεις του Θανάση
Κωσταβάρα:
Mάριος Xάκκας ―Mια περίπτωση της ελληνικής πεζογραφίας, η λέξη, τ. 16, Iούλι
H ποιητική κατάθεση του Mάριου Xάκκα. Mια αφετηρία και μια μετατόπιση,
περ. ΠEPIΠΛOYΣ, τ. 12, Xειμώνας 87.
Bραβεία και βιβλία, περ. Σύγχρονη Σκέψη, τ. 136, Φεβρουάριος ’88. Συνέντευξη στον Bαγγέλη Kάσσο και στον Hλία Kεφάλα, P/σ «Δίαυλος 10»,
30.12.87 και στο περιοδικό Γιατί, τ. 151-152, Φερβουάριος ’88. Συνέντευξη στον Mιχάλη Γκανά στην εκπομπή της EPT 1 «Ποιητικές βραδιές»,
10.8.1988. Tα θολά ποτάμια και οι φωταυγείς ορίζοντες της ποίησης του Nικηφόρου Bρεττά
κου, περ. Γιατί, τ. 185, Σεπτέμβριος ’91. H γέννηση ενός ποιήματος, περ. η λέξη, τευχ. 93, Mάρτης-Aπρίλης 1990,
σελ. 234-248. Όταν η εξουσία δεν έχει φαντασία, Συνέντευξη στον B.K. Kαλαμαρά, εφ. EΛEY
ΘEPOTYΠIA, 18.10.93. O ποιητής της μνήμης και των οραμάτων, συνέντευξη του Θ. K. στην Eιρήνη Bερ
γοπούλου, εφ. H Eποχή, 30.11.1994. H γλώσσα είναι ένα μαγνητικό πεδίο…, συνέντευξη του Θ.K. στον Παναγιώτη
Kαραβασίλη, εφ. EΞOPMHΣH, 6.10.1996. O ποιητής μέσα στο ποίημα. Mια προσπάθεια πλαγίου ορισμού της ποίησης. Oμι
λία στο «ΦIΛOΣ» Tρικάλων στις 12.5.1997 και στο συλλεκτικό τόμο TPIKAΛI
NA, τ.18ος, 1998. Συστήματα προβολής και μυθοποίησης, περ. O Πολίτης, τ. 34, Aπρίλιος ’97. Kανείς δεν δημιουργεί ερήμην της εποχής του, συνένετυξη του Θ. K. στη Δήμη
τρα Παυλάκου, εφ. H κυριακάτικη AYΓH, 5.10.1997. O ποιητής μέσα στην ιστορία. Oμιλία στο συνέδριο για τον Tάσο Λειβαδίτη, περ.
Eλί-τροχος & Πανεπιστήμιο Iωαννίνων, Πνευματικό Kέντρο Δήμου Aθηναίων
18-20 Δεκεμβρίου ’98. Kαι στην τιμητική εκδήλωση για τον Tάσο Λειβαδίτη από
τον Όμιλο «Έγχορδο», «Eναλλακτικό Bιβλιοπωλείο» Mάιος ’99, περ. O Πολίτης,
τ. 64, Mάιος ’99. Ποίηση και εμφύλιος, περ. O Πολίτης, τ. 71, Δεέμβριος ’99.
Kριτικογραφία
Για την ποιητική συλλογή Aναζήτηση Λευτέρης Pαυτόπουλος, εφ. Tαχυδρόμος Bόλου, 25.1.1956 Tάσος Λειβαδίτης, εφ. H AYΓH, 29.3.1956 Άγγελος Kαλοκαιρινός, εφ. Kήρυξ Xανίων, 6.4.1956 N. Παπαδημητρίου, εφ. Πελοπόννησος, 22.6.1956 Bελισσάριος Mουστάκας, εφ. NEA EΠOXH Xανίων, 14.1.1957
Για το Bάθος του Xρώματος B. H. Bογιατζόγλου, περ. K.Λ.Π., τ.3, Aπρίλιος ’93 Bαγγέλης Xατζηβασιλείου, εφ. EΛEYΘEPOTYΠIA, 15.9.1993 Δήμητρα Παυλάκου, Tο στίλβον ποδήλατο στρίβει, εφ. H AYΓH, 21.11.1993 Γιάννης Kουβαράς, H μουσική των χρωμάτων, H σκηνοθεσία του ονείρου «στο
βάθος του χρώματος» του Θ.K., εφ. H KAΘHMEPINH, 25.12.1993 Nίκος I. Xουρδάκης, Tελικά μόνο στο θαύμα αξίζει να πιστεύουμε, περ. Άλως,
τευχ. 1, Άνοιξη 1994 Γιάννης Kουβαράς, περ. POΠTPO Bόλου, τ. 8, Aπρίλιος ’94 Bαλεντίνη Λουρμπά, περ. EPEYNA, τ. 42-43, Aύγουστος ’94 Kώστας Kρεμμύδας, Ένα πρόσχημα για να παρατείνεις το χρέος σου, περ. Mαν
δραγόρας, τευχ. 18-19, Oκτωβριος ’97-Aπρίλιος ’98, σελ. 105 Bάσου H. Bογιατζόγλου, «Eκ του συστάδην», εκδ. Gutemberg 2000: ειδικό κεφά
λαιο υπό τον τίτλο O Θανάσης Kωσταβάρας στο «Bάθος του Xρώματος»
Για το Hμερολόγιο της αυριανής εξορίας Δήμητρα Παυλάκου, εφ. H AYΓH, 18.8.1996 Παντελής Mπουκάλας, Aπό τα τραύματα στα τραγούδια, «Tο ημερολόγιο της
Eκδόσεις». Nίκος I. Xουρδάκης, H ερωτική θεολογία στην ποίηση του Θ. K.―Mια συγκριτική
ανάγνωση, Aφιέρωμα στο περ. Eλί-τροχος, τευχ. 3, Φθινόπωρο 1994, σελ. 3-85). Θανάσης Bενέτης, Yπό την αιγίδα του μέλλοντος, Aφιέρωμα στο περ. Eλί-τροχος,
τευχ. 3, ο.π.. Bίκτωρ Iβάνοβιτς, Ένας Eλπήνωρ της «ήττας», Aφιέρωμα στο περ. Eλί-τροχος,
τευχ. 3, ο.π.. Nίκος I. Xουρδάκης, Mε οδύνη, θαυμασμό και δέος, εφ. H κυριακάτικη AYΓH,
5.10.1997. Hλίας Kεφάλας, Aπό το όραμα στο όνειρο, Πέντε κείμενα για τον ποιητή Θ.K.,
Aνάτυπο από τα «Tρικαλινά», τόμος 18ος, 1998. Kώστας Bούλγαρης, Δεσμώτης της ελπίδας, Mια περιήγηση στην ποίηση του
Θ.K., περιοδικό O Πολίτης, τευχ. 61, Φεβρουάριος 1999. Γιάννης Kουβαράς, O ποιητής ως πορτραιτίστας, O Πολίτης, ο.π.. Γιάννα Kατσιαμπούρα, O ποιητής και ο φόβος, O Πολίτης, ο.π..
Aποσπάσματα από κριτικές και συνεντεύξεις (ενδεικτική επιλογή από το αρχείο του «Mανδραγόρα»)
O Kωσταβάρας διαθέτει μεγάλη πληθωρικότητα, ευαισθησία κι ευρηματικότητα.
O λόγος του έχει αδρότητα και τόλμη όπου η ευρηματική εικόνα αντιστοιχεί τέ
λεια σε μια βαθειά συγκίνηση κι όπου η λυρική διάθεση συνδυάζεται αρμονικά
με την αίσθηση του δραματικού. (Kώστας Kουλουφάκος, Θ. Kωσταβάρα «Έξοδος», Eπιθεώρηση Tέχνης, τευχ. 32,
Aύγουστος 1957).
Aν υπήρχε σήμερα μια αληθινή κριτική στον τόπο μας, αν όσοι εκφράζουν, κι α
κόμα πιο πολύ γράφουν τις ιδέες και τις απόψεις τους για τα βιβλία του ποιητι
κού λόγου που κυκλοφορούν, είχαν πνυματική ανεξαρτησία και θάρρος γνώμης,
για την «Aναβίωση» του Θ. K. θα είχε γίνει πολύς θόρυβος… Oι σκληρές και
πραγματικά απάνθρωπες περιγραφές που δίνει ο ποιητής, δεν κουράζουν, γιατί
διανθίζονται από κομμάτια ελπίδα μελλοντικής: Άνθισε η γη εκεί που γείραν οι
νεκροί/ φύτρωσαν νέα δέντρα/ εκεί που κοιμήθηκε το γέλιο τους, αλλά και γιατί
ο K. είναι γνήσιος ποιητής και ξέρει να μεταχειρίζεται το υλικό του και να το
πλάθει με το λόγο του. Θεωρώ την «Aναβίωση» σαν ένα εύρωστο ποιητικό δημι
ούργημα, αντάξιο των ημερών μας. (Nίκος Παππάς, Eφημερίδα των ποιητών, τευχ. 3, 1957).
Kάθε ποιητής με την ποίησή του δεν ανασυνθέτει μόνο το ιστορικό και κοινωνι
κό πλαίσιο που μέσα του δημιουργήθηκε αυτή, αλλά και ένα ευρύτερο και καθο
λοκότερο ηθικό και πνευματικό κλίμα. Tο πρώτο είναι πάντα απόρροια του δεύ
τερου ενώ το δεύτερο ―σ’ ορισμένους τουλάχιστον ανθρώπους― μπορεί να μην ε
πηρεάζεται από το πρώτο. Kαι ο Kωσταβάρας δεν απιστεί σε κανένα από τα δύο
H ονοματοποιΐα των ηρώων αφορά ταπεινούς και ανώνυμους, που δεν βρέθηκαν
ούτεμια στιγμή μπροστά στο δρόμο της δημόσιας ιστορίας. Eπεκτείνεται όμως
και στους επώνυμους ταγούς, και στα ουδέτερα πρόσωπα για τα οποία η Iστορί
α μπορεί να αοριστολογεί κατά το δοκούν, ασυνεπής πάντα προς τη μυστική τους
ιδιαιτερότητα. Oι αναφερόμενοι ήρωες έχουν ένα κοινό σημείο:
Συνιστούν όλοι την έσχατη μοναχική στράτευση.
Tον αδιάκοπο αγώνα για το μαλάκωμα της τραγικής μοναξιάς.
H αναφορά των ηρώων συνοδεύεται πάντα με την υπόμνηση του παράπονου,
της αδικαίωτης φωνής που δεν καταλάγιασε ακόμα μέσα στη σιωπή και το
σφράγισμα του θανάτου, μέσα στην τέφρα του χρόνου.
H κυρίαρχη ιδεολογία ορίζεται από την προβολή της συγκεκριμένης μνήμης
φορτισμένης από την καθολική πια ήττα και τον ανθρώπινο καθημερινό πόνο. (Hλίας Kεφάλας, περιοδικό «Σχεδία», 1986).
Στίχοι ολάκεροι, γεμάτοι από της μνήμης τους χυμούς σε μια γραφή εύκαμπτη,
έντεχνη, περιρρέουσα και συχνά επιμεριστική, με μια νηφαλιότητα λεπτολόγα,
λειτουργική, εμπνευσμένη. Όχι το «τι» αλλά το «πώς». Aυτό βαραίνει εδώ στην
περιγραφή του αθέατου της πραγματικότητας, της εικαστικής δεινότητας του
λόγου του. (Δήμητρα Παυλάκου, Tο στίλβον ποδήλατο στρίβει, «στο βάθος του χρώματος»
του Θ.K., εφ. H AYΓH, 21.11.93).
Tο 12 είναι ο προσφιλής αριθμός του Kωσταβάρα, ίσως σαν το μισό των ραψω
διών, δεδομένου ότι είναι ο πιο ομηροτραφής της γενιάς του μετά τον Παπαδί
τσα. Kατοικεί στον δήμο ονείρων· ο ονειροκεντρισμός του έχει ανάλογο προηγούμε
νο μόνο στον Σολωμό, απ’ όπου έλκει πιθανόν την καταγωγή του. Aν και χρόνια έγκλειστος του άστεως, ο ποιητής προτιμά το ανοιχτό σκηνικό του
υπαίθριου χώρου. Eπιπλέον, ο ιστορικός χρόνος τον οποίο ως τώρα μεταποιούσε,
υποχωρεί για να εισβάλει ο αυστηρά ο ιδιωτικός χρόνος. (Γιάννης Kουβαράς, H μουσική των χρωμάτων, H σκηνοθεσία του ονείρου «στο
βάθος του χρώματος» του Θ.K., εφ. H KAΘHMEPINH, 25.12.1993).
Σήμερα όμως, εκ του μακρόθεν ιδωμένη, η «ποίηση της ήττας» μας φανερώνει
επίσης τη συγγένειά της προς ποικίλα άλλα πνευματικά και καλλιτεχνικά εγχει
ρήματα της ίδιας εποχής, που όμως, σε διάφορα μήκη και πλάτη του πλανήτη
μας απέβλεπαν μάλλον στην υποβολή μιας καινούργιας αισθητικής.
[Aναφέρω ενδεικτικά (από το χώρο της φιλολογίας μόνο): τη νεοπρωτοπορία
(π.χ. gruppo 63 στην Iταλία και «συγκεκριμένη ποίηση» (poesie concrete) στην
Aυστρία ή στη Bραζιλία· τη Γενιά του ’70 στην Iσπανία, η οποία αποποιήθηκε
την κορεσμένη «κοινωνική » ρητορεία για να ασπασθεί μια ιδιάζουσα αισθητική
αντίληψη της ποιητικής πράξεως· ή την επιβεβλημένη απάντηση των ποιητών
στην ασφυκτική πίεση του ολοκληρωτισμού στις Aνατολικές χώρες, που ένα επι
τυχημένο λογοπαίγνιο την χαρακτήρισε «aesthetica ως est-ethica»… (Bίκτωρ Iβάνοβιτς, Ένας Eλπήνωρ της «ήττας», Aφιέρωμα στο περ. Eλί-τροχος,
τευχ. 3, ο.π.).
«Δε με πολυβρίσκει σύμφωνο ο όρος γενιά και ποίηση της «ήττας»· θα προτιμού
σα απλά «μεταπολεμική γενιά». Δεν υπήρξε εν τούτοις αυτή η γενιά περιστασια
κά προσανατολισμένη σε κάποιο όραμα· άλλωστε ακόμη και με τη «διάψευσή»
του το όραμα εξακολουθεί να υπάρχει αφού η ποίηση που το ενσωματώνει είναι
κατεξοχήν υπαρξιακή ποίηση.
H διαφορά με τους επιγόνους βρίσκεται στα βιώματα. O αγώνας και η αγωνία
κάθε ποιητή, κάθε εποχής, είναι αγώνας και αγωνία για τη γλώσσα, δηλαδή για
την όσο το δυνατόν πυκνότερη και πληρέστερη έκφραση. H γλώσσα της ποίη
σης είναι πάντα μαγική. Θα ’λεγα πως τα ποιήματα δε γίνονται ούτε με τις ιδέες
αλλά ούτε και με τις λέξεις· τουλάχιστον δε γίνονται μόνο με αυτές. Xωρίς το
αίσθημα δεν μπορώ να εννοήσω την ποίηση». (O ποιητής της μνήμης και των οραμάτων, συνέντευξη του Θ. K. στην Eιρήνη
Bεργοπούλου, εφ. H Eποχή, 30.11.1994).
Aν υπάρχει κάποιο κέντρο στο έργο ενός λογοτέχνη, αυτό πρέπει να γίνεται αντι
ληπτό απ’ τον αναγνώστη. Kαι ως προς εμένα η συμμετοχή μου στην Eθνική Aντί
σταση και όχι μόνο βέβαια, σφράγισε την πνευματική μου πορεία. Δηλαδή την
τροφοδότησε με δυνατά οράματα και με τις αρχές μιας ιδεολογίας οι περιπέτειες
της οποίας έχουν εγγραφεί στο σώμα μιας γενιάς, σε σημείο που εξαλλάχτηκε σε
υπαρξιακό βίωμα. Γιατί αν κοιτάξει κανείς στο βάθος των ιστορικών γεγονότων,
τότε θα διαπιστώσει ότι αυτή η ματιά δεν αφορά μόνο τον περιορισμένο ορίζο
ντα εκείνης της εποχής, μα εκτείνεται πέραν και της ανθρώπινης ζωής, διαχρονι
κά.
Σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη εποχή, επιβάλλονται μηχανισμοί μεγάλης
εμβέλειας με σκοπό να παροχετεύουν το γούστο του κοινού προς ψευδεπίγραφα
έργα και ονόματα. Aυτοί οι πανίσχυροι μηχανισμοί που εμποδίζουν την πολυμορ
φία, διαμορφώνουν προτιμήσεις και επιταγές μιας δήθεν «πνευματικής» μόδας.
H Ποίηση, ως πιο ευαίσθητος δείκτης της γλώσσας, έχει ανάγκη από ανοικτές
διόδους πρόσβασης στην ανθρώπινη αισθαντικότητα.
Tα ποιήματα, εφ όσον κρατούν την ισορροπία μεταξύ της αλήθειας της γλώσσας
και αυτού που την περιβάλλει, μετέχουν επαξίως στη λογοτεχνική παράδοση
σαν μέρος μιας αλυσίδας που κανένας κρίκος, παρά την ιδιομορφία του, δεν πά
ει χαμένος. (H γλώσσα είναι ένα μαγνητικό πεδίο…, συνέντευξη του Θ.K. στον Παναγιώτη
Kαραβασίλη, εφ. EΞOPMHΣH, 6.10.1996).
Στα υπαρξιακά του ποιήματα αντικρύζει τον άνθρωπο και την ψυχή του με οδύ
νη, θαυμασμό και δέος. Oδύνη γιατί οι άνθρωποι είναι ταγμένοι να ζουν μη μπο
ρώντας ποτέ να ταυτιστούν με το όραμά τους. Θαυμασμό γιατί στο πρόσωπο του
ανθρώπου, της γυναίκας εν προκειμένω, μορφοποιείται ο έρωτας. Kαι δέος γιατί
η ουσία της ύπαρξης νομοθετείται σε μιαν άλλη πραγματικότητα, πέρα από το
φαίνεσθαι, αλλά και πέρα από την ικανότητα του ανθρώπου να διεισδύσει σ’
αυτήν χωρίς το αντίτιμο της θυσίας. Tα υπαρξιακά ποιήματα του Kωσταβάρα
βρίσκονται στην πρώτη γραμμή ενός άλλου αισθητικού προβληματισμού, που
διεκδικεί για την ποίηση και τον ποιητή ένα ρόλο σχεδόν ιερατικό!
Aν μεταφράζονταν, θα μπορούσαν να διεκδικήσουν μια σημαίνουσα θέση διε
θνώς , αφού κινούνται σταθερά στην περιοχή του κλασσικού.
Όσο περνά ο χρόνος τόσο θα καταξιώνεται στις συνειδήσεις μας, καθώς το έργο
του περιέχει τεκμήρια διαχρονικότητας. Tο μέλλον σίγουρα του ανήκει! (Nίκος I. Xουρδάκης, Mε οδύνη, θαυμασμό και δέος, εφ. H κυριακάτικη AYΓH,
5.10.1997).
«Aκόμα και τώρα, μέσα στους στίχους μας, ακούγεται νοερά ένας νομομέτρης
που ρυθμίζει τις σχέσεις του ανθρώπου με τον κόσμο, όπως τις πρωτογνωρίσαμε
τότε, έστω κι αν αυτό σήμερα ηχεί παράταιρα.
Kι αυτή η αίσθηση συντείνει ώστε να αποσαφηνιστεί ποιητικά το όραμα της επα
νάστασης, ως μια λαμπερή ανυψωτική δύναμη που δε γίνεται καθεστώς, είτε νι
κηθεί ένα κίνημα, είτε όχι.
Σήμερα την εποχή μας χαρακτηρίζει η πλήρης αντιστροφή των αξιών, στο όναμα
κάποιας μορφής «προόδου» την οποία αδυνατούμε να συλλάβουμε και να της
αντιταχθούμε.
Aκόμα και αριστεροί διανοούμενοι περνάνε στον πολίτη τη λογική «των ωφελι
μιστικών» κριτηρίων, που εμποδίζουν, λόγω των θεμελιωδών συμβιβασμών που
προϋποθέτουν, την ανάπτυξη νέων κοινωνικών και ανθρωπιστικών αξιών.
Eκείνο όμως που προβληματίζει είναι η παθητικότητα των πολιτών σε πολύ ζωτι
κά θέματα. Eπιβάλλεται επομένως να επαναπροσδιοριστεί ο ρόλος του διανοουμέ
νου, όσο κι αν μας έχουν πείσει πως ζούμε την εποχή του άκρατου υποκειμενι
σμού, σύμφωνα με το σύνθημα «ο καθένας για πάρτη του». (Θανάσης Kωσταβά
ρας:
Kανείς δεν δημιουργεί ερήμην της εποχής του, συνέντευξη στη Δήμητρα Παυλά
κου, εφ. H κυριακάτικη AYΓH, 5.10.1997).
Συνηθίσαμε μέχρι τώρα να λέμε ότι οι ποιητές της α’ μεταπολεμικής γενιάς
(ο όρος «γενιά της ήττας» δεν ευδόκησε να υιοθετηθεί από τους ίδιους, αλλά
χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον απ’ τους απ’ έξω) κουβαλούν μέσα στην ποίησή
τους το βουλιαγμένο όραμα ενός κόσμου, που όσο ήλπισε, τόσο διαψεύσθηκε.
Oι ποιητές αυτοί πορεύτηκαν με το ένα μάτι μπροστά κια με το άλλο πίσω.
Tο όραμα, βαθιά τραυματισμένο, κλυδωνισμένο, συνέχιζε να ζει και να αγκαλιά
ζει μέσα στις ευρύχωρες διαστάσεις του ολόκληρο τον κόσμο.
O Θ. K. συνιστά μία από τις πιο δυνατές ποιητικές φωνές που χαρακτήρισαν με
τη συνέπεια και την ποιότητά τους τη δύσκολη οραματική εποχή των δεκαετιών
του ’50, ’60.
Όμως τα πράγματα αλλάζουν, το όραμα χτυπιέται από μέσα, από τους καθ’ ύλην
διαχειριστές του. O ανθρώπινος παράγων που ιδιωτεύει κρυφίως και στο κέρ
δος και στη ζημία δεν μελετήθηκε και δεν ελήφθη υπόψη.
O Θ. K. είναι το βαρόμετρο της προϊούσας αυτής θεμετικής αλλαγής.
H διαδρομή του από το όραμα μέχρι το όνειρο υπήρξε επώδυνη.
Σε ότι έχανε ο ίδιος, το κέρδιζε η ποίηση. …Kι ας ξέρει πως μετά το ποίημα ο ποιητής θα μείνει με τη στάχτη του.
(Hλίας Kεφάλας, Aπό το όραμα στο όνειρο, Aνάτυπο από τα «Tρικαλινά», τόμος
18ος, 1998).
O Θ. K. έχει χρεωθεί στους σεφερογενείς (και είναι σ’ ένα βαθμό στα πρώτα του
βήματα, χωρίς να παραβλέπουμε και τις αρχικές καρυωτακικές του καταβολές).
Όμως σε επίπεδο ποιητικής ιδιοσυγκρασίας, αρχών, ψυχολογίας, θα λέγαμε ότι
συγγενεύει περισσότερο με τον Σολωμό, με τον οποίο μοιράζεται λ.χ. την υψηλή
ρυθμική αγωγή, τον ονειροκεντρισμό, τον ιδανισμό γυναικείων μορφών, τη νόμι
μη μείξη επικού-λυρικού, την αφηγηματικότητα, τον απόηχο ή και τη συνήχηση
του δημοτικού τραγουδιού. Στο ολοκληρωτικό δόσιμο στην Eπανάσταση του
πρώτου, αντιστοιχεί η επώδυνη εμπλοκή στο όραμα της κοινωνικής επανάστα
σης του δεύτερου.
Όταν ο Θ. Kωσταβάρας γράφει μετέωρος: ανάμεσα στα ουράνια λειβάδια της
αφθαρσίας/ και στα φθαρτά τεκμήρια της αγωνίας του για την τελειότητα, την
πνευματική περιπέτεια του Σολωμού υπομνηματίζει κι ας μιλάει για τον «Aκρο
βάτη». (Γιάννης Kουβαράς, O ποιητής ως πορτραιτίστας, O Πολίτης, τευχ. 61, Φεβρουά
ριος 1999).
H σιωπή είναι το δεύτερο πράγμα, μετά τη λήθη, που διαπερνά ως φόβος την ποί
ηση του Θ. K.· παλεύει ενάντιά της συνεχώς. Mόνο μιλώντας αισθάνεται ότι πιθα
νόν να βρει την ηρεμία, το κουράγιο να συνεχίσει μετά από μια μάχη που και
γι’ αυτόν, όπως και για πολλούς άλλους, ήταν χαμένη.
Διπλός αγώνας λοιπόν η ποίηση για τον K.: να μην ξεχαστούν αυτοί που χάθη
καν, να μη σταματήσει η θύμηση γι’ αυτούς που έμειναν.
Nα τους μνημονεύουν, να τους κρατούν ζωντανούς, αφού η μνήμη αυτή είναι η
ίδια τους η ζωή. (Γιάννα Kατσιαμπούρα, O ποιητής και ο φόβος, O Πολίτης, τευχ. 61, Φεβρουάρι
ος 1999).
Σε μια αρκετά πρώιμη σύνοψη βίου, υπό τον τίτλο «Aυτοπροσωπογραφία»,
το 1965, ο ποιητής Θ. K. μνημονεύει το μείζον τραύμα (τις διώξεις που ακολούθη
σαν τη συμμετοχή του στην Aντίσταση) και προσδιορίζει τον κλήρο της γραφής
του και την ιδεολογική της σκόπευση:
«Σαν το αγρίμι έζησα./ Στυλώνοντας πάντα τ’ αυτί μου./ Aλλάζοντας πρόσωπο
κι όνομα/ ανάμεσα σε τουφέκια, σίδερα και σκοινιά./ Mέσα σε πηγάδια ρίξαν τον
ύπνο μου./ Σκυλιά και σύρματα ξέσκισαν το κορμί μου./ Δεν μου άφησαν τίποτε./
Tη σιωπή μου γλίτωσα μόνο». Όσος χρόνος κι αν ξοδεύτηκε εν τω μεταξύ, γενέ
θλιος τόπος και ιδρυτική συνθήκη της ποίησης του Kωσταβάρα, όπως και των
περισσότερων εταίρων του στην πρώτη μεταπολεμική γενιά, παραμένει αφενός
το αίσθημα ματαίωσης που γεννήθηκε όταν χάθηκε ένα στοίχημα ζωής και αφετέ
ρου η βούληση δαπανηρής αντιδικίας με αυτό το ασφυκτικό αίσθημα, μήπως και
ανοιχτεί μια μικρή ραγισματιά στο μεγάλο και υψηλό τείχος που επέβαλε την
υποταγμένη σιωπή. (Παντελής Mπουκάλας, H μνήμη, ο έρωτας, τ’ αγρίμια και τα ποιήματα.
Tο πολιτικό και ηθικό διάβημα της πρώτης μεταπολεμικής ποιητικής γενιάς,
«H KAΘHMEPINH», 8. 2. 2000.
O Θ. K. είναι ένας βαθιά ερωτικός ποιητής. (Aυτή ωστόσο είναι μια διάσταση
της ποίησής του πολύ λίγο συζητημένη). Δεν αφήνεται στη ρητορία του πάθους,
στις εύκολες μεγαλόστομες ανακοινώσεις που συχνά φτηναίνουν με την επιτη
δευμένη ηδυπάθεια, συντριβή και υποταγή.
Δεν κυνηγάει την πρωτοτυπία και την έκπληξη, δεν έλκεται από λεκτικούς εντυ
πωσιασμούς.
Προτιμά να ελέγχει με αυστηρότητα τα εκφραστικά του μέσα, ώστε να μεταδίδει
το προσωπικό βίωμα με την ηρεμία και τη σοφία των ανθρώπων που αληθινά
έπαθαν, που με σοβαρότητα και ειλικρίνεια έψαξαν την ψυχή και το κορμί τους
και τα υποχρέωσαν να μιλήσουν. Ωστόσο αυτά τα στοιχεία δεν τους στερούν την
αμεσότητα, δεν εγκλωβίζουν τη συγκίνηση σε γοητευτικούς εγκεφαλισμούς.
H χρήση του ενεστώτα μάλιστα εμπλέκει τον αναγνώστη στην προσωπική περι
πέτεια του ποιητή. στο διαρκώς ανανεούμενο τώρα. (Mαρώ Tριανταφύλλου, Aκαταπαύστως, περιοδικό Πλανόδιον, Iούνιος 2000,
σελ. 505-508).
Xρονολόγιο
1927 γεννιέται στην Aνακασιά, στο Bόλο. 1943 προσχωρεί στον EΛAΣ
Στην αρχή συνάντησα δυσκολίες, ήμουνα δεν ήμουν δεκαπέντε χρονών παλικα
ράκι και μάλιστα αδύνατο.
Tέλος πήρα τη σύνδεση, λίγο πιο πάνω απ’ τη Mακρυνίτσα, μαζί με πέντε-εξι άλ
λους, περάσαμε κάποιον έλεγχο.
Ήταν ένας γιατρός κι έκανε μια υποτυπώδη εξέταση. «Eίσαι πολύ αδύνατος»,
μου λέει, «θα μπορέσεις»; «Θα μπορέσω» του λέω. «Άκου να δεις», πετάγεται
τότε ένας άλλος― «καλύτερα να πας κάτω, εσύ είσαι παιδί του σχολείου, εκεί θα
προσφέρεις περισσότερα, σίγουρα…».
Δούλεψα επί πέντε μήνες πάλι σαν επονίτης. Mετά την Iταλική συνθηκολόγηση
ανεβαίναμε και κατεβαίναμε στο βουνό κουβαλώντας όλο τον ιταλικό οπλισμό.
Tελικά με στείλαν στο B/44 τάγμα, στον 5ο λόχο.
Ήμουν ο μόνος επονίτης ανάμεσα σε τριαντάρηδες και σαραντάρηδες, «καραβά
νες», όπως τους έβλεπα τότε στα μάτια μου¹…
1944 8.10. τραυματίζεται σε μάχη με τους Γερμανούς στη θέση Kάκαβος, έξω από
το Bόλο. 1946 αποστρατεύεται μετά τη συμφωνία της Bάρκιζας 1946 γράφεται στην Oδοντιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Aθηνών 1948 Iανουάριος, συλλαμβάνεται στα Eξάρχεια, δικάζεται στην Aθήνα και μετφέ
ρεται στις φυλακές Bούρλων.
1948 15.11. μεταφέρεται στις Στρατιωτικές Φυλακές Aθηνών, στη Mακρόνησο
όπου παρέμεινε 4 χρόνια: αρχικά ως πολιτικός κρατούμενος στις φυλακές Mα
κρονήσου και στη συνέχεια ως στρατιώτης. 1954 ολοκληρώνει τις σπουδές του και ξεκινά να εργάζεται ως οδοντίατρος στην
Aθήνα, παραμένοντας έως σήμερα μάχιμος, ενταγμένος στο όραμα για έναν κα
λύτερο κόσμο.
Έγραψε ποίηση, διήγημα, θέατρο, δοκίμιο.
Eίναι παντρεμένος με τη δοκιμιογράφο Aγγελική Kωσταβάρα· έχουν έναν γιο,
γιατρό, τον Kωνσταντίνο.
——— ¹Θανάσης Kωσταβάρας, Oι Eπονίτες στον ένοπλο αγώνα, (προσωπική μαρτυρία),
περ. ΘOYPIOΣ, τευχ. 170, 17.3.1983).
H άλλη πλευρά ενός προσώπου
Στο έργο του Θανάση Kωσταβάρα βαραίνει αποφασιστικά η αγωνιστική του δρά
ση που ξεκίνησε από τα πρώιμα εφηβικά του χρόνια.
Διατρέχοντας το σχετικό με τη Mακρόνησο ιστόρημα του Kώστα Γεώργιζα
«Γλαροφωλιά και απομόνωση», αποτανθήκαμε στο συγγραφέα προκειμένου
να φωτιστεί εναργέστερα το έργο του ποιητή.
O κ. Γεώργιζας με προθυμία μας παραχώρησε το κείμενο που ακολουθεί, καθώς
και φωτοτυπία της εφημερίδας «MAXH» του Iανουαρίου 1950, μαζί με την τιμη
τική περγαμηνή της θέσης των κρατουμένων στις δυο σκηνές της συρματοπλεγ
μένης «Γλαροφωλιάς» (απομονωτήριο) των φυλακών Mακρονήσου:
Πίσω απ’ το Γαλανόλευκο παραπέτασμα που σκέπαζε τη Mακρόνησο (απόσπασμα από δημοσίευμα στην εφημερίδα MAXH)
…Στις 15.11.1948 έφτασαν στις Στρατιωτικές Φυλακές Aθηνών (Mακρόνησος)
υπόδικοι από τις φυλακές Bούρλων.
Tους υποδέχτηκαν κατά τον γνωστό τρόπο 30 Aλφαμίτες και πολλοί κρατούμε
νοι φαντάροι και χωροφύλακες. Aπό τις 3 το μεσημέρι που ήρθε το καΐκι έως τις
8 το βράδυ, τους βασάνιζαν απάνθρωπα.
Στο τέλος ξεχώρισαν μια ομάδα από τους Δικαίο Kουράκο, Γ. Zερβίνο, Mηνά
Σαν το αγρίμι έζησα. Στηλώνοντας πάντα τʼ αυτί μου. Αλλάζοντας πρόσωπο κι όνομα ανάμεσα σε τουφέκια, σίδερα και σκοινιά.
Μες σε πηγάδια έριξαν τον ύπνο μου. Σκυλιά και σύρματα ξέσκισαν το κορμί μου. Δε μου άφησαν τίποτα. Τη σιωπή μου γλίτωσα μόνο.
Σαν το αγρίμι έζησα τη ζωή μου.
( «Κατάθεση», 1965)
Το ταξίδι
Πού πάμε. Πού σπαταλάμε τα πιο ωραία μας λόγια· τα πιο γενναία μας όνειρα…
Κινάμε σαν τη φωτιά και σβήνουμε, σβήνουμε αργά δίχως ν’ αφήσουμε τίποτα. Όταν μέσα μας κάποτε μουγκρίσαν ποτάμια. Όταν λουλούδισαν θάλασσες. Όταν δάση φουρτούνιασαν, ξεκινώντας για ταξίδια πέρ’ απ’ αυτά τα κλειστά βουνά.
Πού πάμε.
Επιστρέφουμε. Όλο και πιο αναπότρεπτα, όλο και πιο απελπισμένα επιστρέφουμε.
Δίχως ώς τώρα να ταξιδέψουμε. Πουθενά
Πριν απ’ τον κατακλυσμό
Βέβαιο πως όλα θα βουλιάξουν σε λίγο.
Και τα χέρια που άγγιξαν, έστω σε μια σύντομη ζάλη, τη λευτεριά σα θερισμένα κουπιά θ’ απομείνουν ριγμένα στην άκρη.
Μα εσένα θα ‘θελα ώς το τέλος να σκέφτομαι αγάπη μου ακριβή μου αγάπη.
Όπως όταν μέσα στα μάτια σου φουρτούνιαζαν οι πολύφωνες θάλασσες και στα νυχτερινά σου μαλλιά τα δάχτυλά μου χάνονταν ζητώντας καινούργιους δρόμους, καινούργιες σημαίες, ώς τα χαράματα.
Γιατί έτσι ρημαγμένη πια μου είναι αβάσταχτο να σε βλέπω σε ξένα χέρια – κι από μένα τον ίδιον ακόμα – παρατημένη σ’ επιτήδειους ψεύτες και σ’ επαγγελματίες εραστές να φθείρεσαι να γεράζεις ξεπουλώντας τα πιο ακριβά σου συνθήματα τραγουδώντας βραχνά, φτηνά τραγούδια ρεμπέτικα εσύ που τα λόγια σου κάποτε βούιζαν σαν πυκνά παράφορα δάση γεμάτα περήφανα αγρίμια και παραδείσια πτηνά,
Έτσι όπως ήσουν κάποτε θέλω ώς το τέλος να σε σκέφτομαι αγάπη μου μοναδική μου αγάπη.
Ίσως δε λησμονήσουν όταν θα ξαναρχίσουν μια καινούργια άνοιξη οι άλλοι.
Οι χαμένοι
Γλίτωσα. Για να φύγω ένας άθλιος γέροε γεμάτο ζάρες απογοητεύσεις και σφάλματα
Ξόδεψα τη ζωή μου σε λεπτομέρειες. Ζυγιάζοντας χειρονομίες και λόγια. Αγοράζοντας ακριβά με το αίμα πουλώντας στο τέλος φτηνά.
Είμαστε μια γενια΄που δεν έχει πια τίποτ’ άλλο από μνήμες. Ζήσαμε τη φωτιά και το φόβο την έπαρση και την πίκρα την απόφαση και την άρνηση.
Τώρα τελειωμένοι καθόμαστε και κάνουμε αθροίσεις τα βράδια βαίνοντας πάντα χαμένοι (κι ας μην ξέρουμε ακόμα πού θα ‘πρεπε να ‘ναι το κέρδος) βρίσκοντας πάντως λειψά τα χτυπήματα τούτο κυρίως: ατέλειωτη πάνω μας την τελευταία λαβωματιά.
Σαν το αγρίμι έζησα. Στυλώνοντας πάντα τʼ αυτί μου. Αλλάζοντας πρόσωπο κι όνομα Ανάμεσα σε τουφέκια, σίδερα και σκοινιά.
Μες σε πηγάδια έριξαν τον ύπνο μου. Σκυλιά και σύρματα ξέσκισαν το κορμί μου. Δεν μου άφησαν τίποτα. Τη σιωπή μου γλίτωσα μόνο.
Σαν το αγρίμι έζησα τη ζωή μου.
Από την «ΚΑΤΑΘΕΣΗ» – 1965
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ
Σαν το άνθος της βουκαμβίλιας αέρινο είναι το χάδι σου. Και σαν του ροδιού τους σπόρους αμέτρητα τα χαρίσματά σου. Κι όπως του ρυακιού το ανάβρυσμα έτσι κυλάει η φωνή σου. Καθώς μου τραγουδάει τα κελαρυστά ρήματα της Αγάπης. Μου περιγράφει τα φανταστικά ταξίδια που μας έχει προγραμματίσει ο Έρωτας. Τελικά, ένας ανθισμένος κήπος είσαι. Μια όαση μέσα στην έρημο. Με τα νερά, τα πουλιά τα φιλιά και τα χάδια σου.
Από τους «ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΥΣ» – 2006
ΘΑ ʼΡΘΕΙ ΜΙΑ ΜΕΡΑ
Θα ʼρθει μια μέρα που δε θα ξέρω ποιος είμαι. Δε θα μπορώ να χτίσω ένα λόγο να ψελλίσω ένα πρόσωπο. Θα ʼρθει μια μέρα που δε θα ʼμαι μόνο πολύ λυπημένος. Θα ʼμαι χαμένος σʼ έναν κόσμο ξένο για μένα θα ʼχω κιόλας απʼ αυτόν ξεχαστεί. Θα ʼρθει μια μέρα που δε θα ʼχω τίποτε ωραίο να σου χαρίσω. Θα κλείσω μόνο τα μάτια Και θα προσπαθήσω να σε δω μʼ έναν τρόπο αλλιώτικο. Μα ούτε τα ριγηλά σκιρτήματα του κορμιού σου θα μπορέσω να θυμηθώ ούτε τα φλογερά μας οράματα θα είμαι σε θέση να τραγουδήσω. Κι έτσι όπως ήρθα, ξένος κι απελπισμένος θα κινήσω να φύγω. Θα γυρίσω πάλι σε κείνο το σκοτεινό τίποτα χωρίς να κρατώ τίποτα πάνω μου. έξω μόνο απʼ τα βαθιά σημάδια που θα ʼχουν αφήσει στο σώμα μου τα εγκαυστικά φιλιά σου. Κι απʼ της φωνής σου τα χάδια που είναι χαραγμένα στους στίχους μου. Μʼ αυτά, μόνο απʼ αυτά εκεί που θα πάω, ίσως μπορέσω να με γνωρίσουν.
Από τις «ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΚΗΠΩΝ» – 2003
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΑΥΡΙΑΝΗΣ ΕΞΟΡΙΑΣ
Έψαχνα μέσα στις λύπες μου, να βρω τʼ αρχαία φτερά μου. Μα στα όνειρά μου χιόνιζε πάντα.
Κι ήμουνα μόνος στον κόσμο. Ήμουνα μόνος κι απελπισμένος σʼ έναν κόσμο που περνούσε πλάι μου αδιάφορος.
Όπως όταν περνάει μέσα στη νύχτα ένα πλοίο κατάφωτο. Με τις ορχήστρες του στα σαλόνια να παίζουν.
Κι έτσι, αργά και σίγουρα κι επιβλητικά περνάει πλάι σʼ έναν ναυαγισμένο και χάνεται.
Από το «ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΑΥΡΙΑΝΗΣ ΕΞΟΡΙΑΣ» – 1995
Ο ΚΗΠΟΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΣΑΝ ΠΙΝΑΚΑΣ ΤΟΥ ΡΟΥΣΣΩ
Έναν δυνάστη κρύβω στο σπίτι μου. Μέρα νύχτα γυροφέρνει γρυλίζοντας κι ούτε λεπτό δεν μʼ αφήνει να ησυχάσω να περιποιηθώ τις πληγές μου επιτέλους να κοιμηθώ να ξεχάσω για λίγο τον πόνο μου.
Με σκοτώνει αυτή η εξάρτηση. Μάταια προσπαθώ να βρω λύση στο πρόβλημα. Αν και το χειρότερο είναι πως έχω πια συνηθίσει κι ούτε ξέρω τι θα ʼκανα δίχως αυτό.
Κι όμως αυτό το καταραμένο θηρίο αυτό το αχόρταγο πλάσμα που μʼ έχει ρημάξει έρχονται ώρες που δείχνει σαν να με σκέφτεται. Σαν να με λυπάται, έρχεται και ξαπλώνει στα πόδια μου. Κι αρχίζει κάτι σαν κλάμα κάτι σαν κελάρυσμα ρυακιού αρχίζει να βγαίνει από το στόμα του.
Από τις «ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΚΗΠΩΝ» – 2003
ΜΑΖΕΥΟΝΤΑΣ ΒΑΤΟΜΟΥΡΑ ΣΤΑ ΠΕΡΙΧΩΡΑ ΤΟΥ ΒΟΛΟΥ
Κατακαλόκαιρο, μεσημέρι, σε ασπρόμαυρο όνειρο.
Πέρα από τα περιβόλια και τους Μπαξέδες. Πέρα από τʼ Αϊγιοργίτικα σπίτια. Προς τα χωράφια που απλώνονταν ως την Άλλη Μεριά.
Μαζεύοντας –παιδιά– κάτω απʼ τον ήλιο, βατόμουρα.
Κι αντίκρυ, ο αδερφός μου, άσπρος όπως το χιόνι. Μʼ έναν αιφνίδιο τρόμο κοιτάζοντας. Βαθιά στο μάκρος του δρόμου• όπου μέσα από σύννεφο σκόνης προχωρούσε το κάρο με τα τέσσερα κατάμαυρα άλογα.
Με τον καροτσέρη πάνω αδύνατο, σχεδόν οστεώδη. Σχεδόν δίχως πρόσωπο. Με το πρόσωπο λιωμένο κάτω από την καυτή αντηλιά.
Και ψηλά, πολύ ψηλά τα γεράκια. Σκίζοντας αργά, σάμπως ακίνητα, τον αέρα.
Κι όλα βουβά πέρα ως πέρα και σάμπως ρευστά και τρεμώδη. Και σάμπως φανταστικά μέσα στο θάμπος της μέρας κι ασάλευτα.
Μα ούτε λύπη μέσα μου, ούτε φόβος. Πάρεξ μια ομορφιά μόνο, αβάσταχτη, που μου κεντούσε τα μάτια. Και μια ευτυχία που σμίγαμε πάλι, παιδιά.
Μακριά, στα χωράφια που απλώνονταν πριν από την Άλλη Μεριά.
Μαζεύοντας, κάτω από έναν κάτασπρο ήλιο, βατόμουρα.
Από το «ΒΑΘΟΣ ΤΟΥ ΧΡΩΜΑΤΟΣ» – 1993
Η ΜΟΙΡΑ ΜΙΑΣ ΓΕΝΙΑΣ
Η φωνή μας σαν τα τσαλακωμένα χαρτιά που τα παίρνει ο άνεμος. Σαν πουλιά σκοτωμένα, φιμωμένοι οι στίχοι μας.
Κι όμως, κάτι κατορθώσαμε κάποτε. Κάτι πιστέψαμε πως χρωστάμε ακόμα.
Γι’ αυτό, έστω και με κομμένη τη γλώσσα δίχως μιλιά δεν σταματάμε να τραγουδάμε.
Έξω από το τραγούδι, ο άνθρωπος δεν είναι παρά ένα φοβισμένο αγρίμι. Μέσα στο τραγούδι η καρδιά του χτυπάει πιο ανθρώπινα. Ανάβει μυστικά φεγγάρια στα σκοτεινά, στα έρημα βράδια κρατάει συντροφιά στους ξένους, στους κυνηγημένους δίνει στους απελπισμένους κουράγιο.
Ας το πούμε μια φορά ακόμα: δίχως Ποίηση δεν ξέρω αν υπάρχει ελπίδα στον κόσμο. Πάντως δίχως τραγούδι δεν υπάρχει Ομορφιά
Από «ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΛΥΠΗΣ» – 2007
ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟ ΓΕΥΜΑ ΜΕ ΚΑΛΕΣΜΕΝΟΥΣ ΣΤΟ ΥΠΑΙΘΡΟ
Στρωμένα τραπέζια στη σειρά, με τη λιακάδα στον κήπο. Άσπρα τραπεζομάντιλα, φαγητά και κρασιά και φρέσκα λουλούδια στα βάζα. Και το γραμμόφωνο παίζοντας αποσπάσματα από όπερες.
Ξαφνικά περνάει γρήγορα ένα κοπάδι πουλιά. Κι ένα μαύρο σάλεμα στον αέρα, σαν προμήνυμα μπόρας.
Κι απʼ το βάθος φαίνεται να προβαίνει αργά ο απρόσκλητος επισκέπτης.
Παράξενος άντρας, φορώντας άσπρο κοστούμι ξεχειλωμένο και το πρόσωπο αθέατο. Κρυμμένο πίσω απʼ τα φύλλα.
Μοιάζει πάντως κανένας να μην τον γνωρίζει. Ίσως μόνο ο πατέρας, που τον κοιτάζει μʼ ένα φόβο αόριστο.
Εκείνος τον πλησιάζει και του απλώνει το χέρι. Σαν να του λέει κιόλα κάτι, σαν να τον καλεί για έναν περίπατο.
Κι όπως, τελείως απρόθυμος, ο πατέρας σηκώνεται αρχίζουν να πέφτουν οι πρώτες σταγόνες. Όχι δυνατή όμως βροχή, μια σιγανή ψιχάλα, περίπου αθόρυβη.
Παγερή σιωπή σφραγίζει τώρα τα χείλη. Από το γραμμόφωνο δεν ακούγεται παρά το ξύσιμο της βελόνας. Όλος ο κήπος μυρίζει βρεγμένο χώμα, όλοι έχουν πια σηκωθεί. Μερικοί ανοίγουν ομπρέλες.
Μια λύπη απλώνεται λίγο λίγο πάνω σʼ όλα τα πρόσωπα.
Από το «ΒΑΘΟΣ ΤΟΥ ΧΡΩΜΑΤΟΣ» – 1993
ΣΑΝ ΤΑ ΕΡΗΜΙΚΑ ΔΕΝΤΡΑ
Έπρεπε να περάσουν τόσα και τόσα χρόνια τόσοι μαύροι χειμώνες, τόση αφόρητη μοναξιά για να φτάσει κάποτε σε κείνη τη γενναία πραότητα που έχουν τα δέντρα. Όχι όλα τα δέντρα. Εκείνα που μέσα στην ερημιά μεγαλώνουν αφρόντιστα μόνα τους. Και γεμίζουν φύλλα και κλώνους και δίνουν καρπούς που, αλίμονο δεν έρχεται να τους μαζέψει κανένας. Ώσπου αρκούνται να περιμένουν κάποιον οδοιπόρο τουλάχιστον να του προσφέρουν τον ίσκιο τους.
Έτσι και κείνος. Τόσο πολύ τον είχε πλουτίσει η βασανισμένη ζωή του που τον έκανε ποιητή. Και περίμενε χρόνια κάποιον να του μιλήσει η ποίησή του. Να του χαρίσει έστω τον ίσκιο της.
Κι έτσι να ξοφλήσει κάτι απʼ το χρέος του.
Γιατί είχε τόσον πλούτο αθησαύριστον μέσα του που μια ζωή ονειρευόταν να του δοθεί κάποτε η χάρη με τη ζεστή του φωνή να ντύσει όλη τη γυμνή ανθρωπότητα.
Από τη «ΜΑΚΡΙΝΗ ΑΓΝΩΣΤΗ ΧΩΡΑ» – 1999
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΕΠΟΜΕΝΩΣ Η ΠΟΙΗΣΗ
Μη με ρωτάτε τι είναι η ποίηση. Πέστε μου μόνο τι θα ʼταν η ζωή δίχως αυτή.
Μιλάω για μένα βέβαια πάντα. Αν και τι θα ʼταν ο κόσμος ολόκληρος. Δίχως τʼ όνειρο, δίχως την κρυφή ελπίδα για φυγή μέσα απʼ τʼ όνειρο. Δίχως το άλλο πρόσωπο του χρόνου, την άλλη φωνή. Δίχως την αυταπάτη ακόμα πως πάντα ήμασταν φωτεινοί πως δεν είμαστε για πάντα κλεισμένοι μέσα σε μια τυφλή, σε μια απελπισμένη σε μια δίχως νόημα τέλος αναμονή.
(Άραγε θα μπορέσουμε να συναντήσουμε κάποτε τη μακρινή χώρα απʼ όπου πριν απʼ τη γέννηση μας εξοριστήκαμε;
Αυτή η ακοίμητη νοσταλγία αυτή η οδυνηρή περιπλάνηση για την αναζήτηση της χαμένης πατρίδας μπορεί να είναι η ποίηση.)
Από το «ΦΟΒΟ ΤΟΥ ΑΚΡΟΒΑΤΗ» – 1989
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΛΑΙ ΣΤΟ ΠΟΤΑΜΙ
Υπάρχει ένας θρύλος για έναν αρχαίο θησαυρό που τον φυλάει μέσα του κάποιο ψάρι.
Ο άνθρωπος έχει ένα όνειρο. Νομίζοντας πως είναι ο μόνος που κατέχει το μυστικό πηγαίνει κάτω στην όχθη και περιμένει. Περιμένει ελπίζοντας να περάσει το ψάρι.
Τα χρόνια περνούν, το ποτάμι κυλάει περνάει το νερό μπροστά του, πάντα σκοτεινό κι αθησαύριστο.
Ο άνθρωπος αρχίζει να γίνεται ανήσυχος. Μια σκέψη ωστόσο τον ημερεύει. Πιστεύει πως όπου να ʼναι θʼ αλλάξει η τύχη του.
Το σώμα του βαραίνει, τα μαλλιά του ασπρίζουν πυκνή ομίχλη κατεβαίνει στα μάτια του κι ενώ μια νύχτα αλλιώτικη σκοτεινιάζει τον κόσμο εκείνος, κουρασμένος, νυστάζει.
Παρʼ όλα αυτά επιμένει. Περιμένει πάντα να πιάσει το ψάρι.
Δεν ξέρει και ίσως προς το τέλος μόνο μαθαίνει πως το ποτάμι ήταν το ψάρι που περίμενε. Μα είναι αργά.
Το ποτάμι συνεχίζει να κυλάει όπως πάντα. Καταλήγοντας στην ατρύγετη θάλασσα.
Από το «ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΑΥΡΙΑΝΗΣ ΕΞΟΡΙΑΣ» – 1995
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Μη με ρωτάτε γιατί έρχομαι κι επανέρχομαι. Γιατί με βασανίζουν τα ίδια θέματα πάντα.
Στο βάθος δεν έκανα τίποτʼ άλλο παρά να μιλώ για το αίμα μου. Για τις μέρες που υπήρξαν τόσο θολές. Για τις νύχτες τις τόσο τρομερές και απάνθρωπες.
Γιʼ αυτό φαίνομαι τόσο μονότονος, τόσο περιορισμένος. Πιασμένος στο ίδιο δόκανο πάντα.
Γιατί δεν μπόρεσα να ξεφύγω απʼ αυτόν τον τρομερό εφιάλτη. Απʼ τον τετρακέφαλο σκύλο που δε μʼ άφησε ούτε λεπτό.
Θέλω να πω, η ζωή μου στάθηκε μετρημένη. Απʼ τον ένα, όχι στον άλλο φόβο, στον ίδιο πάλι. Γιʼ αυτό.
Από τον «ΜΟΥΓΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΗ» – 1982
Εργογραφία
Ι. Ποίηση
Αναζήτηση. 1956. Αναβίωση. 1957. Έξοδος. Αθήνα, 1957. Κοντσέρτο για κυκλάμινα και ορχήστρα ωρών. 1958. Ρωμαίικη σουίτα. 1959. Ο γυρισμός. 1963. Κατάθεση. 1965. Συμπληρώματα. 1970. Δώδεκα ερωτικά. 1970. Ο μουγκός τραγουδιστής. 1980. Ιστορήματα. 1985. Τα ερωτικά. 1986. Ο φόβος του ακροβάτη. 1989. Κήποι στον Παράδεισο. 1990. Στο βάθος του χρώματος. 1993. Το ημερολόγιο της αυριανής εξορίας. 1995. Η Μακρινή Άγνωστη Χώρα. 1999 Οι Μεταμορφώσεις των Κήπων. 2003 Χαιρετισμοί. 2006 Της Μοναξιάς και της Λύπης. 2007.
ΙΙ. Πεζογραφία
Το ρήγμα (διηγήματα). 1966. Ο λάκκος (διηγήματα). 1972.
ΙΙΙ. Θέατρο
Το Φαγκότο ή Το τραγικό τέλος του Νικηφόρου Φωκά και η ηρωική ζωή του Π.Ν.Πάστη. 1971
«Η πορεία της ποίησης του Κωσταβάρα μέσα από την ιστορική απόγνωση, είναι μαθητεία αξιοπρέπειας (...) Ο Κωσταβάρας είναι ταπεινός, συχνά ταπεινωμένος, αλλά συγκλονιστικά αξιοπρεπής»
Σάββας Μιχαήλ, περ. Μανδραγόρας
Ακριβώς αυτό το ίδιον, το ξεχωριστό στοιχείο του Κωσταβάρα -η αξιοπρέπεια- υπάρχει και στην ερωτική του ποίηση.
Παραμένει ειλικρινής και αξιοπρεπής στον τρόπο που προσεγγίζει το αντικείμενο του πόθου, τις χαρές, τις λύπες, τις ανησυχίες που αυτό του προκαλεί .
«Δύσκολη νύχτα,… αβάσταχτη σιωπή,… κραυγή απελπισμένη,… πληγή που ανθίζει μέσα μας»[1]
είναι τέλος πάντων ο έρωτας για τον Θανάση Κωσταβάρα αλλά χωρίς αυτόν, τον άνθρωπο«τον περιμένει μίζερη, αχάριστη ζωή».[2]
Είναι ο έρωτας για τον ποιητή μας ένα από τα μείζονα ζητήματα ύπαρξης που δεν χαρακτηρίζουν απλώς, αλλά καθοριστικά προσδιορίζουν του καθενός την πορεία.
Ιδιαίτερη η ποιητική συλλογή «Χαιρετισμοί», στην οποία κατά τον Ν. Χουρδάκη «καταλάμπειο στοχασμός της αποκαλυπτικής βεβαιότητας της Αγάπης».
Οι ποιητές προσφέρουν στις μούσες τους την αθανασία μέσω της γραφής τους.
Ο Κωσταβάρας κάνει το ίδιο στη δική του, την Αγγελική,μέσω του σπαραγμού της απώλειας∙
και ενώ η ερωτική ποίηση είναι συνήθως κάλεσμα του
Άλλου, εδώ γίνεται κ α ι αποχαιρετισμός της αγαπημένης.
Με λόγο λιτό, ευθύ αλλά και συγκινησιακά φορτισμένο ο Κωσταβάρας -ο ανήκων στους ποιητές της ήττας- ηττάται από το αναπόφευκτο του θανάτου∙
όχι για τον ίδιο, όχι για τον άνθρωπο εν γένει, αλλά για το αγαπημένο πρόσωπο, τη σύντροφο, το αντικείμενο λατρείας.
Γράφει έτσι, τρυφερά και νοσταλγικά σμιλεύοντας στο χαρτί το συναισθηματικό φορτίοκαι ταυτόχρονα το ερωτικό βίωμα χρόνων.
Συγκινεί, εκλιπαρεί για το πλάσμα που νοηματοδότησε τη ζωή, που ενσάρκωσε τον πόθο και προσανατόλισε την καθημερινότητά του.
Και όσο κι αν όλοι πια -οικείοι του και ερευνητές- γνωρίζουμε ότι τα ερωτικά αυτά ποιήματα είναι γραμμένα ως αντίδωρο στην κοινή ζωή της Αγγελικής και του Θανάση, έχουμε στα χέρια μας καταγεγραμμένη την ομολογία της ποιότητας μίας σχέσης και την παρουσίαση του αγαπημένου προσώπου μέσα από τα μάτια του αιώνιου θαυμαστή, του παράφορα ερωτευμένου.
Μια προσφορά του ποιητή σε κάθε ερωτευμένο που αδυνατεί να εκφρασθεί, διστάζει να τολμήσει, φοβάται να αποκαλυφθεί στη δική του αγαπημένη.
Νατουραλισμός και συναίσθημα συνυπάρχουν και συν δημιουργούν την ερωτική ποίηση του Θανάση Κωσταβάρα.
Η φύση επιστρατεύεται για να περιγραφεί η μοναδικότητα της αγαπημένης, τα άνθη για να την υμνήσουν, να την απαθανατίσουν ως «καλοκαιρινό απόγευμα στον κήπο»[3].
Παρατηρείται μια εμμονική σχεδόν, θα λέγαμε, ταύτιση και ένας μόνιμος παραλληλισμός της φύσης με την αγαπημένη γυναίκεια μορφή.
Ο αγαπημένος άνθρωπος μοιάζει με «όαση μέσα στην έρημο»[4] και μπορεί ο δημιουργός να οδηγείται στη συνειδητοποίηση και κάποτε στην εξιδανίκευση των συμπεριφορών του
Άλλου «και αν κάποτε με πληγώνει/ αν ματώνει από τα λόγια της η καρδιά μου/ για το καλό μου το κάνει./ Γλυκά με κεντρίζει η μέλισσα μου./ Ένα δώρο για μένα είσαι πάντα αγάπη μου».[5]
Σημαντικός παραμένει ο ρόλος του ποιητή∙ είναι εκείνος που έχει την πρωτοκαθεδρία στη γνώση εαυτού της αγαπημένης:
«όμως εγώ μόνο μπορώ να μετρήσω /όλη την ομορφιά της./ Εγώ μόνο ξέρω/ πόσο ανεξάντλητος είναι ο μέσα της πλούτος»[6]
Και ενώ αρνείται κάθε τι που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια και στις αρχές που εκείνος θεωρεί σημαντικές, ενώ αντιμάχεται με κάθε ικμάδα της ψυχής του το «φαίνεσθαι» και την ανηθικότητα σε όποια της μορφή, δεν αρνείται τη δύναμη του έρωτα και την καταλυτικά απόλυτη ήττα του από αυτόν:
«Κι ούτε ποτέ θα πιστέψεις/ πόσο πολύ σ’ αγάπησα/ Πόσο παθιασμένα σου δόθηκα/ Πόσο βαθιά ωρίμασα δυστυχώντας, για σένα»[7].
Συγκλονιστικά αποκαλυπτικός άγει την ψυχή του αναγνώστη του καθώς παρουσιάζει μια μεταφυσική οπτική της ανθρώπινης συνεύρεσης, όπου το σύμπαν συνωμοτεί για τη συνύπαρξη των αγαπημένων:
«Γιατί σε είχα ξεχωρίσει/ πολύ πριν να συναντηθούμε./ Μέσα στους κήπους των παιδικών μου πόθων/ εγώ ο ονειροπόλος και εσύ η ονειρεμένη/ σαν διαλεγμένοι από την καλή μας τη μοίρα/ είχαμε ήδη/ αγαπηθεί»[8].
Από άποψη τεχνοτροπίας η μόνιμη χρήση του ενεστώτα νικά τον χρόνο, προσδίδει παντοτινή παρουσία στην Αγάπη του, τοποθετεί τη μούσα του στην αιωνιότητα.
Με ιδιαίτερα εικονοπλαστική δύναμη λόγου, περίσσειες ηχητικές εικόνες και κινηματογραφικές αποδόσεις ονειρικών τοπίων δίνει ένταση στα γραφόμενα του.
Η προσωποποίηση της μανόλιας, της ροδιάς, των χρυσανθέμων, της ίδιας της αγάπης συμβάλλει στη λυρική γραφή του Κωσταβάρα μέσω της οποίας δεν ξεχνά να επιβραβεύει την ομορφιά της αγαπημένης:
«Να μου στέλνεις με το θρόισμα των φύλλων της λεύκας/ τρυφερές υποσχέσεις για τις αυριανές συναντήσεις μας./ Είσαι όπως πάντα ασύγκριτα ωραία».[9]
Το συναίσθημα του φόβου το οποίο εκφράζεται σταθερά σ’ όλο του το έργο:
«με τον φόβο πάντα πορεύθηκα με τον φόβο συνεχίζω να διασχίζω τον κόσμο»[10], δεν τον εγκαταλείπει ούτε στην ερωτική του ποίηση.
Ο φόβος τον κυριεύει, τον αναστατώνει, τον ταλαιπωρεί· φοβάται για την αγαπημένη.
Και όσο κι αν δεν πρόκειται για μόνιμη κατάσταση, εντούτοις αποδεικνύεται ιδιαίτερα παραγωγική· μετατρέπει ακόμα και τον φόβο του για το περιεχόμενο των ονείρων της όμορφης συντρόφου σε ποιητικές δημιουργίες.
Η απόλυτη αγάπη αφήνει «την καρδιά άδεια και φοβισμένη»[11] ακόμα και όταν η αγαπημένη "λείπει κοιμώμενη" και βιώνει ο ίδιος
Μοναδικός αντίζηλός ο ύπνος, που του στερεί τη δυνατότητα να γνωρίζει απόλυτα τα τεκταινόμενα στη ζωή της.
Του δημιουργεί ανησυχία για τους άλλους δρόμους της σκέψης και της πνευματικής διαφυγής εκείνης, όταν «γλιστρά αθόρυβα»[13], χωρίς αυτόν συνοδοιπόρο.
Η εμπιστοσύνη, η αγάπη, η ανησυχία, το άγχος, η αγαλλίαση, ο πόθος, η ανακούφιση, η αγωνία, η τρυφερότητα -όλες οι καταστάσεις που σηματοδοτούν το ενδιαφέρον ενός ερωτευμένου και προβάλλουν τον καημό του για το πρόσωπο της λατρείας του-
όχι απλώς καταγράφονται στην ερωτική ποίηση του Κωσταβάρα, αλλά και λειτουργούν ως η γενεσιουργός αιτία της ποιητικής δυναμικής των «Χαιρετισμών».
Ο ποιητής αμφιβάλλει και αγωνία αλλά εν πλήρει συνειδήσει γνωρίζει το αντίτιμο που απαιτείται για να έχει την ευλογία της μοναδικά μεγάλης αγάπης.
Γνώστης των μεταμορφώσεων του έρωτα ζητά το ελάχιστο: « έστω και μόνο να μ’ αξιώνεις μ’ ένα σου βλέμμα/ μου φτάνει…/ Κι αν δεν πετάω μακριά σου, αν δεν χάνομαι/ είναι γιατί δεν μπορώ να φύγω από κοντά σου/ Είμαι βαθιά ριζωμένος στον Έρωτα μας».[14]
Διαμηνύει πως ο ερωτικός κώδικας είναι μια «άλλη άγνωστη γλώσσα»[15]που στέλνει «μηνύματα από τους αστερισμούς του ονείρου».[16]
Είναι ένας κώδικας που δύναται να μετατρέψει τον απλό άνθρωπο σε δημιουργό ποιητή.
«Εγώ ο δειλός, ο σκοτεινός, ο αμήχανος/ σου γράφω παθιασμένα ποιήματα».[17]
Μέσω των στίχων του αποδεικνύει την αγάπη του εις επήκοον όλων με το «ραγισμένο του κελάηδισμα».[18]
Μέσω της ποιητικής του με απλό και συνάμα στιβαρό λόγο περιγράφει σταδιακά το επώδυνο του έρωτα, αλλά και δυστυχώς το μοιραίο του θανάτου.
Ο θάνατος και η ζωή είναι αλληλένδετα συνυφασμένες έννοιεςκαι όσο σκληρός και αληθινός μπορεί να γίνει ο πρώτος, τόσο καταλυτικότερη μπορεί να γίνει η ενσυναίσθηση της αιχμηρότητας της αγάπης που χαράζει αιματηρά τη ζωή, όταν ταξιδεύει για άλλα μετερίζια, για άλλους γαλαξίες το αγαπημένο, το πολυπόθητο πλάσμα και κάνει τον ποιητή«να περνά τις ώρες του κεντώντας μαύρους στίχους».[19]
Ακόμα όμως και στον θλιβερό αποχωρισμό, στη θλίψη για τον «θάνατο του κύκνου»[20], στο οριστικό ταξίδι φυγής της «ονειρεμένης και ονειρικής»[21], συνάμα και πολυαγαπημένης γυναίκας ο ποιητής
-μέχρι και ο ίδιος να ακολουθήσει- εξακολουθεί να δημιουργεί με ένα στόχο:
«Με τα δάχτυλά μου θα σε τραγουδήσω./ Θ’ αφήσω το όνομά σου στα χρόνια που έρχονται./ Για να μη σε πάρει ο άνεμος./ Να μη σε σκεπάσουν τα χρόνια».[22]
Η Μίνα Π. Πετροπούλου είναι φιλόλογος, δρ Κοινωνιολογίας
Δεν έχει λόγια τρυφερά δεν ξέρει άλλο πέρασμα απ’ το φόβο.
Όταν την κοιτάει τα μάτια του γίνονται δάσος που άρπαξε φωτιά όταν μιλάει για κείνη τα μαλλιά του αλλάζουν χρώματα.
Θέλει να δείξει τα φιλιά της και τα χέρια του χάνονται μέσα σε σκοτεινά πηγάδια.
Ανάβει την καρδιά του και ξενυχτάει κατάμονος. Γράφοντας με το αίμα του μεγάλα γράμματα σπαρακτικά.
Μέσα σε φύλλα σ’ έφερα πάλι κοντά μου
Μέσα σε φύλλα σ’ έφερα πάλι κοντά μου. Μέσα από πράσινα κύματα.
Δεν είχες λόγια κι άνθη στ’ αρμυρά σου βλέφαρα. Δεν είχες νοτιάδες στα μαλλιά. Βρύσες τα μάτια σου άνοιξαν γεμίζοντας τις παλάμες μου.
Μέσα σε φύλλα σ’ έφερα πάλι κοντά μου. Πλάι στη μεγάλη τη θάλασσα.
Ακούγοντας μέσα στο αίμα σου τα φωτεινά καράβια σου ν’ αρμενίζουν μ’ ανοιγμένα όλα τους τα πανιά
Μέσα σε φύλλα σ’ έφερα πάλι κοντά μου.
Θανάσης Κωσταβάρας
Από τη συλλογή: Τα ερωτικά (Δώδεκα παλαιότερα ερωτικά ποιήματα και δεκαπέντε πρόσφατα τραγούδια της αγάπης γραμμένα για το ίδιο πρόσωπο), 1986
Ημ/νία δημοσίευσης: 26 Μαΐου 2008
Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ (1962)
Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ
Μη με ζητάτε εκεί που ξέρατε κάποτε. Εκεί που η σιωπή άνθιζε σαν χαμόγελο σε περήφανη μουσική.
Γιατί όλα αλλάζουν μια μέρα σε κάποιους. Τόσο που δεν ξέρω αν είναι φωνή αυτή που χτυπάει πίσω απ’ τα δόντια μου ή αν είναι ένα μυστρί που ζητάει να με χτίσει.
Όμως πρέπει σε κάποιον κάποτε να μιλήσω. Και δεν βρίσκω άλλη στιγμή πιο κατάλληλη από τούτη που είμαι σαν τον πνιγμένο. Σαν τον χωμένο μέχρι το κάτω χείλι σε μια στέρνα γεμάτη που πια δεν τον τρομάζει η βροχή.
Πολλοί είχαμε τότε κινήσει. Πολλοί γυρίσαμε πάλι. Οι λίγοι έμειναν εκεί πάνω. Σαν τις όρθιες πέτρες που σημαδεύουν τους δρόμους. Δείχνοντας πόσο απέχει απ’ την κάθε πράξη μας η τιμή…
Πάλι δεν καταφέρνω να συνεχίσω. Όχι επειδή είναι τόσα πολλά που στριμώχνονται μέσα μου. Μα φαίνεται κάποτε πως η πιο μεγάλη βρωμιά βρίσκεται στην ελπίδα. Κι εγώ ελπίζω ακόμα.
Γυρίζω στους δρόμους χτυπώντας τις πόρτες. ζητώντας και βρίσκοντας, όπως κάποιος που τον έχουν κυ- κλώσει τα πάθη του. Μα θα’ ρθει μια μέρα που κανένας δε θα μου δώσει. Και θα πέσω στη μέση του δρόμου ουρλιάζοντας. χτυπώντας τα στήθια μου. βγάζοντας όλα τ’ αγρίμια που κρύβονται μέσα μου.
Ακόμα δεν έχω μάθει τι χτυπάει πρωτύτερα. Ο πόνος για η μαχαιριά.
ΚΑΤΑΘΕΣΗ (1965)
ΤΑ ΡΗΜΑΔΙΑ
Τι μένει τώρα να πούμε, τι μένει να κάνουμε. Σ’ αυτά τα άθλια σπίτια που κυλάμε τις μέρες μας. Ξανα- ζώντας το ναυάγιο της φωτιάς. Ακούγοντας, πάλι, στις πλάκες τα προδομένα της βήματα.
Μέρες και νύχτες αγρύπνιας και μοναξιάς. Κόβοντας αποκόμματα εφημερίδων Κολλώντας πλάι πλάι απρόοπτους θανάτους. Μετρώντας τι μας μένει ακόμα να χάσουμε.
Η ζωή μας άρχισε με σημαίες. Θυμάμαι ακόμα τραγούδια. Θυμάμαι ντουφέκια, θυμάμαι συνθήματα, θυμάμαι αποσπάσματα…
Μα δε θυμάμαι καμιά φωνή δίχως σώμα. Σε ποιον λοιπόν να γράψω μηνύματα; Τι ονόματα να χαράξω; Τα λόγια μας είναι βαριά. Βουλιάζουν μέσα μας σαν τα γέρικα πλοία. Σαν τα ζώα πάνω στα πλοία, σαν εμάς τους ίδιους, βουλιά- ζουν και χάνονται.
Τι μένει τότε να πούμε – αν προφταίνουμε κάτι να πούμε ας το πούμε μια κι έξω: Ρημάξαμε.
ΣΟΥ ΧΡΩΣΤΑΩ ΠΑΝΤΑ ΕΝΑΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
Σου ‘φτιαξα έναν κήπο να στολίζεις τις μέρες σου. Να ‘ρχονται τα πουλιά να χτίζουν τις φωλιές τους. Να σε καλημερίζουν με δοξαστικά κελαηδίσματα.
Όμως εσύ δεν αρκείσαι στα ρόδα του. Δεν σε καλύπτουν οι φυλλωσιές του. Εσύ έχεις πάντα στο νου τον Παράδεισο.
Εγώ σου πρόσφερα τη φωνή μου, για ν’ ακούς τα τραγούδια μου Κι εσύ ψάχνεις να ανακαλύψεις τους μυστικούς ρυθμούς που ορίζουν τη σκέψη μου. Να διαβάσεις τους άγραφους στίχους που είναι κρυμμένοι στη σιωπή μου.
Μα εγώ σου την έχω εκχωρήσει τη σκέψη μου. Σε σένα ανήκει η σιωπή μου. Δικά σου είναι και τα γραμμένα και τ ‘ άγραφα και τα φανερά και τα κρυφά μου ποιήματα. Τι μένει λοιπόν άλλο να σου χαρίσω;
Κι έτσι ξεκινάω πάλι απ’ το τίποτα. Σου φτιάχνω έναν καινούριο κήπο να δοξάζει τις μέρες σου. Μα εσύ επιμένεις να ζητάς τον Παράδεισο.
Δεν ξέρεις πως τον Παράδεισο έχω πάντα στο νου μου. Πως του Παραδείσου κλέβω τ ‘ άνθη, ξεσηκώνω τα δέντρα πως αντιγράφω με τους στίχους μου τα πουλιά όταν σου φτιάχνω τον κήπο σου.
ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
Σαν το αγρίμι έζησα. Στυλώνοντας πάντα τʼ αυτί μου. Αλλάζοντας πρόσωπο κι όνομα Ανάμεσα σε τουφέκια, σίδερα και σκοινιά.
Μες σε πηγάδια έριξαν τον ύπνο μου. Σκυλιά και σύρματα ξέσκισαν το κορμί μου. Δεν μου άφησαν τίποτα. Τη σιωπή μου γλίτωσα μόνο.
Σαν το αγρίμι έζησα τη ζωή μου.
.
ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΑ (1970)
Ο ΠΥΡΓΟΣ
Δε μιλάω βέβαια για τα νιάτα που είχα όταν άρχισα για την ομορφιά που πήγε χαμένη για τις χαρές που δε γνώρισα (υπάρχουν πάντα τόσα πολλά για να μετανιώσει κανένας…)
Τι δουλειά έχω έξω παρέα με τους άλλους. Με τις γυναίκες τους τα λεφτά τους τ’ αστεία τους. Με τις συνηθισμένες κουβέντες τους για παιδιά για σπίτια αυτοκίνητα για επιτυχίες και προγράμματα που δεν οδηγούν πουθενά.
Μέσα σ’ αυτά τα δωμάτια πρέπει να βρίσκομαι πάντα. Μαζί μ’ αυτά τα άγρια θηρία που μου δόθηκε να φροντίζω. Αυτά τα τρομερά τέρατα που δε μου αφήνουν λίγη ανάσα. Που αν δουν λίγη χαρά μέσα μου αρχίζουν να δείχνουν τα δόντια τους να γρυλλίζουν κι αν κάνω να βγω να δω κι εγώ θεού πρόσωπο ρίχνονται πί- σω μου και τότε είναι που πρέπει να γυρίσω να τα φροντίσω με περισσότερο ζήλο με περισσότερο αίμα να τα ποτίσω να μην κλείσω μάτι μέρες και νύχτες ολόκληρες να μένω κοντά τους κι ας με κατηγορούν οι άλλοι πως δε νοιάζομαι γι’ άλλα πράγματα πως αποστρέφω όπως λένε το πρόσωπό μου απ’ τα κοινά πως κλείνομαι με μια λέξη στον πύργο μου.
Έζησαν και μια ώρα έστω μέσα σ’ αυτόν τον πύργο; Άκουσαν κι έναν ακόμα απ’ τους θορύβους του; Ξέρουν τι θα πει θηρίο ανήμερο τι θα πει ποίημα: πού θέλει να φάει να πιει και να ζεσταθεί. Τι θα πει να δίνεις σάρκα και αίμα να δίνεις ψυχή τη ζωή σου ολόκληρη κλεισμένος μέσα σ’ αυτά τα ντουβάρια μακριά απ’ τους άλλους μακριά απ’ τις παρέες και τα γλέντια μακριά απ’ τις κουβέντες ακόμα που κι αν δεν οδηγούν που- θενά είν’ ένα ξέδομα πάντως μια ανάσα τόσο ανθρώπινη επιτέλους μια έστω και σύντομη παρηγοριά.
.
Ο ΜΟΥΓΚΟΣ ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΗΣ (1982)
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Μη με ρωτάτε γιατί έρχομαι κι επανέρχομαι. Γιατί με βασανίζουν τα ίδια θέματα πάντα. Στο βάθος δεν έκανα τίποτ’ άλλο παρά να μιλώ για το αίμα μου. Για τις μέρες που υπήρξαν τόσο θολές. Για τις νύχτες τις τόσο τρομερές και απάνθρωπες.
Γι’ αυτό φαίνομαι τόσο μονότονος, τόσο περιορισμένος. Πιασμένος στο ίδιο δόκανο πάντα.
Γιατί δεν μπόρεσα να ξεφύγω απ’ αυτόν το φοβερό εφιάλτη. Απ’ τον τετρακέφαλο σκύλο που δε μ’ άφησε ούτε λεπτό.
Θέλω να πω, η ζωή μου στάθηκε μετρημένη. Απ’ τον ένα, όχι στον άλλο φόβο, στον ίδιο πάλι. Γι’ αυτό.
ΕΝΝΙΑ ΜΙΚΡΑ ΚΟΜΜΑΤΙΑ ΓΙΑ ΤΣΑΜΠΟΥΝΑ
Ι
Απ’ τα πικρά τα βάσανα γεννιέται η περηφάνια.
ΙΙ
Πέρα απ’ τα φώτα κι απ’ τα πρόσωπα. Πέρα απ’ τη δόξα των άλλων και τη σιγουριά υπάρχει πάντα μια καρδιά που ξαγρυπνάει ασκλάβωτη.
ΙΙΙ
Ματωμένο αγρίμι γυρνώντας στην ερημιά. Με δαγκωμένο σκούξιμο αλυχτώντας. Με τρία ποδάρια πηγαίνοντας. Με τρία ποδάρια κι απ’ αυτά το ένα χτυπημένο και το άλλο αφημένο στο δόκανο.
Και το αίμα να πέφτει πάνω στο χιόνι, παγώνοντας.
ΙV
(Καλά την έχουν τώρα οι φρόνιμοι στα σπίτια τους. Καλά τη βγάζουν στα ζεστά τους σπίτια καλά κοιμούνται σε ζεστή αγκαλιά.
Και τα ντουφέκια πέρα πέφτουν. Πέρα γαβγίζουν τα σκυλιά, χτενίζουν τ’ αποσπάσματα).
V
Κυκλωμένο αγρίμι παλεύοντας μονάχο του στα σκοτεινά και στ’ άγρια.
Ξέροντας πως δεν έχει άλλη ελπίδα. Ξέροντας πως δεν έχει άλλο πια μήτε γλυκό ζευγάρωμα κάτω από το φεγγάρι μήτε γιουρούσια, μήτε πανηγυράκια κάτω από τα δασιά πλατάνια κι απ’ τα έλατα.
VI
Πεθαμένο αγρίμι κομμένο μέσα στη νύχτα. Με το κορμί του παρατημένο στα όρνια και το κεφάλι του μπηγμένο στη φούρκα, δοσμένο στο ανάθεμα.
Δοσμένο στο ανάθεμα και στους προσκυνημένους.
VII
Ά, τι πικρή, τι μπάσταρδη εποχή για τους κατατρεγμένους. Γι’ αυτούς που πέφτει ο δύσκολος καιρός κι ο ανάποδος χειμώνας Που σκοτεινιάζουν τα βουνά και κλείνουν τα φαράγγια και σταματούν τα ρέματα.
Και πουθενά ν’ ανοίξει μια χάντρα ο ήλιος. Να ρίξει ο κλέφτης τη βελέντζα απάνω στα χαμόκλαδα να πέσουν και τα κρούσταλλα, να λιώσουν και τα χιόνια.
VIII
Όμως δεν είναι τούτος ο χειμώνας, χρόνια τώρα που κρατάει δεν είναι τούτος ο κακός χειμώνας πέρασμα.
Να’ ρθει ξανά μια άνοιξη, να’ ρθει ένα καλοκαίρι. Να σμίξει ασκέρι στα βουνά.
Χλωμά τσογλάνια έχουν πιάσει τα στενά. Πιάσαν τα πόστα, πιάσαν τα περάσματα.
IX
Δε μένει άλλος δρόμος. Με τα κοντά μαχαίρια τώρα. Στα τυφλά. Με τα κοντά μαχαίρια να ριχτούμε, να τελειώνουμε.
.
ΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ (1985)
Ο ΙΣΚΙΟΣ
Και πάλι οι επισκέπτες της νύχτας Ζώντας πλάι μας, όχι όμως όπως πρώτα. Όχι με κείνη την ξεγνοιασιά που έπαιζαν τη ζωή τους παλιότερα.
Ξαφνικά, γύρισε και μου είπε: «Φοβάμαι». Δεν ξέρω αν ήταν με λόγια που μίλησε ή τα λόγια του ήταν κρυμμένα πίσω από φευγαλέα νοήματα. Πάντως, έτσι όπως κοίταζε κάπου αόριστα γύρισε και μου είπε: «Φοβάμαι. Δεν είναι μόνο που όλα εδώ κάτω είναι πνιγμένα στο πιο μαύρο σκοτάδι. Δεν είναι που όλα είναι τόσο κρύα, όσο η πιο βαθιά λησμονιά. Είναι που δεν υπάρχει ελπίδα να βρούμε δικαιοσύνη. Να δούμε εκείνους που επέζησαν να μοιράζουν σωστά τα δίκαια και τ’ άδικα.
Ανυπεράσπιστους, είπε, μας ρίχνει στο βαθύ φαράγγι του ο θάνατος.
Τα λόγια μας, σκορπισμένα κι άπιαστα, σαν τον αγέρα. Και χαμένα τα έργα που επράξαμε όπως η στάχτη μέσα στη στάχτη.
Και τίποτα δε θα μπορέσει ν’ αλλάξει τη μοίρα μας.
Αυτοί που θα’ ρθουν, θα βαδίσουν πάλι στα ίδια τυφλά μονοπάτια.
Για τα ίδια είδωλα θα μιλήσουν. Θα κυνηγήσουν τα ίδια οράματα.
Και πάντα, μπροστά πάντα στα μάτια τους θα υπάρχει το παραμορφωμένο πρόσωπο των ημερών μας. Απελπισμένο, σαν το ανεξιχνίαστο αίνιγμα.
Και κανένας δεν θα είναι παρών, απ’ των νεκρών το πλήθος, να προτείνει μια λέξη. Ούτε λησμονημένος, ούτε αθάνατος.
Γιατί αναπολόγητους μας αφήνει στων ζωντανών τις πλάτες, ο θάνατος».
.
ΤΑ ΕΡΩΤΙΚΑ (1986)
ΜΕΣΑ ΣΕ ΦΥΛΛΑ Σ’ ΕΦΕΡΑ ΠΑΛΙ ΚΟΝΤΑ ΜΟΥ
Μέσα σε φύλλα σ’ έφερα πάλι κοντά μου. Μέσα από πράσινα κύματα.
Δεν είχες λόγια κι άνθη στ’ αρμυρά σου βλέφαρα. Δεν είχες νοτιάδες στα μαλλιά. Βρύσες τα μάτια σου άνοιξαν γεμίζοντας τις παλάμες μου.
Μέσα σε φύλλα σ’ έφερα πάλι κοντά μου. Πλάι στη μεγάλη τη θάλασσα.
Ακούγοντας μέσα στο αίμα σου τα φωτεινά καράβια σου ν’ αρμενίζουν μ’ ανοιγμένα όλα τους τα πανιά
Μέσα σε φύλλα σ’ έφερα πάλι κοντά μου.
ΔΩΔΕΚΑ ΕΡΩΤΙΚΑ
Ι
Δεν έχει λόγια τρυφερά δεν ξέρει άλλο πέρασμα απ’ το φόβο.
Όταν την κοιτάει τα μάτια του γίνονται δάσος που άρπαξε φωτιά όταν μιλάει για κείνη τα μαλλιά του αλλάζουν χρώματα.
Θέλει να δείξει τα φιλιά της και τα χέρια του χάνονται μέσα σε σκοτεινά πηγάδια.
Ανάβει την καρδιά του και ξενυχτάει κατάμονος. Γράφοντας με το αίμα του μεγάλα γράμματα σπαρακτικά.
Μέσα σε φύλλα σ’ έφερα πάλι κοντά μου
Μέσα σε φύλλα σ’ έφερα πάλι κοντά μου. Μέσα από πράσινα κύματα.
Δεν είχες λόγια κι άνθη στ’ αρμυρά σου βλέφαρα. Δεν είχες νοτιάδες στα μαλλιά. Βρύσες τα μάτια σου άνοιξαν γεμίζοντας τις παλάμες μου.
Μέσα σε φύλλα σ’ έφερα πάλι κοντά μου. Πλάι στη μεγάλη τη θάλασσα.
Ακούγοντας μέσα στο αίμα σου τα φωτεινά καράβια σου ν’ αρμενίζουν μ’ ανοιγμένα όλα τους τα πανιά
Μέσα σε φύλλα σ’ έφερα πάλι κοντά μου.
Τα ερωτικά (Δώδεκα παλαιότερα ερωτικά ποιήματα και δεκαπέντε πρόσφατα τραγούδια της αγάπης γραμμένα για το ίδιο πρόσωπο)
Ο ΦΟΒΟΣ ΤΟΥ ΑΚΡΟΒΑΤΗ (1989
«ΕΝΘΥΜΙΟΝ» ή Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΜΕΣΑ ΑΠ’ ΤΟ ΑΡΥΤΙΔΩΤΟ
ΟΝΕΙΡΟ
Λυπημένο τραγούδι, κατεβαίνοντας λίγο λίγο. Και τα πρόσωπα φωτισμένα από πίσω. Θαμπά μάτια και τα χείλη βουλιάζοντας.
Και τα χέρια αφημένα νωθρά πάνω στα γόνατα.
Κι όλα να χάνονται αργά, αργά κι αναπότρεπτα μέσα στο άδειο, στο άδειο, στο άδειο απόγευμα.
(Ως πού λοιπόν μπορούν να μας φέρουν; Σε ποια φωταγωγημένα λιμάνια μπορούν να οδηγήσουν το σκοτεινιασμένο σκάφος τους τα ποιήματα;)
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΕΠΟΜΕΝΩΣ Η ΠΟΙΗΣΗ
Μη με ρωτάτε τι είναι η ποίηση. Πέστε μου μόνο τι θα ʼταν η ζωή δίχως αυτή.
Μιλάω για μένα βέβαια πάντα. Αν και τι θα ʼταν ο κόσμος ολόκληρος. Δίχως τʼ όνειρο, δίχως την κρυφή ελπίδα για φυγή μέσα απʼ τʼ όνειρο. Δίχως το άλλο πρόσωπο του χρόνου, την άλλη φωνή. Δίχως την αυταπάτη ακόμα πως πάντα ήμασταν φωτεινοί πως δεν είμαστε για πάντα κλεισμένοι μέσα σε μια τυφλή, σε μια απελπισμένη σε μια δίχως νόημα τέλος αναμονή.
(Άραγε θα μπορέσουμε να συναντήσουμε κάποτε τη μακρινή χώρα απʼ όπου πριν απʼ τη γέννηση μας εξοριστήκαμε;
Αυτή η ακοίμητη νοσταλγία αυτή η οδυνηρή περιπλάνηση για την αναζήτηση της χαμένης πατρίδας μπορεί να είναι η ποίηση.)
Ανάποδη μέρα σημαδεμένη από παράξενο όνειρο. Όταν οι πεθαμένοι περνούν το μαύρο ποτάμι και εισχωρούν στη ζωή μας μ’ έναν τρόπο αλλιώτικο.
Όχι για να μας συμπαρασταθούν ή για να μας χαρίσουν μια σύντομη έστω ψευδαίσθηση. Ούτε για να μας προσφέρουν τη γνώση τους.
Έρχονται μέσα απ’ το θειάφι, κρατώντας τα μαραμένα φύλλα στα χέρια τους. Έρχονται και στέκουν αμίλητοι έξω από την αφύλακτη, τη λησμονημένη πληγή.
Και τότε είναι που μέσα στη νύχτα ξυπνάει το κοράκι. Το σαρκοφάγο πουλί με τα σάπια κομμάτια στα νύχια του.
Τότε είναι που χιμάει πάνω στα μάτια, κρώζοντας, να ραμφίσει. Να τρέξει το αίμα, να πιεί τη φωνή να μπει βαθιά μέσα στην απόκρυφη μνήμη.
Εκεί που η κάτασπρη όψη του σκοτωμένου σκοτεινιάζει ζητώντας απεγνωσμένα μια εξήγηση.
Και η ψυχή μας τότε πιασμένη μέσα στο δίχτυ σπαράζει.
Τρομαγμένη κι ανίσχυρη.
‘
ΣΤΟ ΒΑΘΟΣ ΤΟΥ ΧΡΩΜΑΤΟΣ (1993)
ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟ ΓΕΥΜΑ ΜΕ ΚΑΛΕΣΜΕΝΟΥΣ ΣΤΟ ΥΠΑΙΘΡΟ
Στρωμένα τραπέζια στη σειρά, με τη λιακάδα, στον κήπο. Άσπρα τραπεζομάντιλα, φαγητά και κρασιά και φρέσκα λουλούδια στα βάζα. Και το γραμμόφωνο παίζοντας αποσπάσματα από όπερες.
Ξαφνικά, περνάει γρήγορα ένα κοπάδι πουλιά. Κι ένα μαύρο σάλεμα στον αέρα, σαν προμήνυμα μπόρας.
Κι απ’ το βάθος φαίνεται να προβαίνει αργά ο απρόσκλητος επισκέπτης.
Παράξενος άντρας, φορώντας άσπρο κουστούμι ξεχειλωμένο και το πρόσωπο αθέατο. Κρυμμένο πίσω απ’ τα φύλλα.
Μοιάζει πάντως κανένας να μην τον γνωρίζει. Ίσως μόνο ο πατέρας, που τον κοιτάζει μ’ έναν φόβο αόριστο.
Εκείνος τον πλησιάζει και του απλώνει το χέρι. Σαν να του λέει κιόλα κάτι, σαν να τον καλεί για έναν περίπατο.
Κι όπως, τελείως απρόθυμος, ο πατέρας σηκώνεται αρχίζουν να πέφτουν οι πρώτες σταγόνες. Όχι δυνατή όμως βροχή, μια σιγανή ψιχάλα, περίπου αθόρυβη.
Παγερή σιωπή σφραγίζει τώρα τα χείλη. Απ’ το γραμμόφωνο δεν ακούγεται παρά το ξύσιμο της βελόνας. Όλος ο κήπος μυρίζει βρεγμένο χώμα, όλοι έχουν πια σηκωθεί. Μερικοί ανοίγουν ομπρέλες.
Μια λύπη απλώνεται λίγο λίγο πάνω σ’ όλα τα πρόσωπα.
ΜΑΖΕΥΟΝΤΑΣ ΒΑΤΟΜΟΥΡΑ ΣΤΑ ΠΕΡΙΧΩΡΑ ΤΟΥ ΒΟΛΟΥ
Κατακαλόκαιρο, μεσημέρι, σε ασπρόμαυρο όνειρο.
Πέρα από τα περιβόλια και τους Μπαξέδες. Πέρα από τʼ Αϊγιοργίτικα σπίτια. Προς τα χωράφια που απλώνονταν ως την Άλλη Μεριά.
Μαζεύοντας –παιδιά– κάτω απʼ τον ήλιο, βατόμουρα.
Κι αντίκρυ, ο αδερφός μου, άσπρος όπως το χιόνι. Μʼ έναν αιφνίδιο τρόμο κοιτάζοντας. Βαθιά στο μάκρος του δρόμου• όπου μέσα από σύννεφο σκόνης προχωρούσε το κάρο με τα τέσσερα κατάμαυρα άλογα.
Με τον καροτσέρη πάνω αδύνατο, σχεδόν οστεώδη. Σχεδόν δίχως πρόσωπο. Με το πρόσωπο λιωμένο κάτω από την καυτή αντηλιά.
Και ψηλά, πολύ ψηλά τα γεράκια. Σκίζοντας αργά, σάμπως ακίνητα, τον αέρα.
Κι όλα βουβά πέρα ως πέρα και σάμπως ρευστά και τρεμώδη. Και σάμπως φανταστικά μέσα στο θάμπος της μέρας κι ασάλευτα.
Μα ούτε λύπη μέσα μου, ούτε φόβος. Πάρεξ μια ομορφιά μόνο, αβάσταχτη, που μου κεντούσε τα μάτια. Και μια ευτυχία που σμίγαμε πάλι, παιδιά.
Μακριά, στα χωράφια που απλώνονταν πριν από την Άλλη Μεριά.
Μαζεύοντας, κάτω από έναν κάτασπρο ήλιο, βατόμουρα.
ΤΟΠΙΟ ΓΥΜΝΟ ΜΕ ΟΜΙΧΛΗ
Σαν να είχα κατέβει σε βαθύ κρύο πηγάδι. Και σαν να είχα περάσει από κει στη ζοφερή χώρα της νύχτας. Εκεί που ούτε λουλούδι ανθίζει ούτε λαλεί ποτέ πουλί.
Παρά μόνο ένας αέρας, φτασμένος κάπου απο τα βάθη, σφυρίζοντας.
Τότε είδα τον λυπημένο πάλι μπροστά μου.
Λέξη δεν είπε, όπως τότε, μόνο πάλι μου έγνεψε. «Τι θέλεις» του είπα «και γιατί με παιδεύεις. Και γιατί φανερώνεσαι έτσι πάντα μπροστά μου;»
Δεν μου αποκρίθηκε αμέσως. Ώσπου βρήκα το κουράγιο και γύρισα.
«Μη φεύγεις» μου είπε τότε, σχεδόν με ικέτεψε. «Μα μείνε λίγο ακόμα κοντά μου. Να μου θυμίζεις όλα εκείνα που έζησα.
Για λίγο, μείναμε πετρωμένοι κι αμίλητοι.
«Ώ, να μπορούσα» πρόσθεσε ύστερα. «να μπορούσα ν’ ανέβαινα μια ψίχα μαζί σου. Να ξαναντίκριζα το φως του ήλιου. και τις αμέτρητες χάρες του πάνω κόσμου να ξαναζούσα».
«Έστω ας ήταν μόνο» κατέληξε και με κοίταξε με απόγνωση «ας ήταν μόνο μέσα από των θνητών τα εφήμερα όνειρα σαν φευγαλέος άσαρκος άνεμος να περνούσα».
Έτσι είπε, μα εγώ κινούσα να φύγω. καθώς εκείνος χανόταν λίγο λίγο σε μια κίτρινη πάχνη.
Κι ούτε φωνή πια ακουγόταν ούτε ίσκιος φαινόταν την ώρα που ανέβαινα.
Παρά μόνο ένας αέρας, ένας πηχτός κρύος αέρας χτυπώντας με δύναμη πάνω στο φως.
Βγαίνοντας σκοτεινιασμένος μέσα από το μαύρο πηγάδι του ύπνου σφυρίζοντας.
Η ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΠΛΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ Ή ΤΑΠΕΙΝΗ
ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΗΝ ΩΡΑ ΠΟΥ ΒΡΑΔΙΑΖΕΙ
Θεέ της ποίησης και των ποιητών χάρισέ μου ένα ποίημα. Ένα απλό, στρογγυλό, ευανάγνωστο ποίημα. Γιατί τα βαρέθηκα όλα αυτά τα στρυφνά και τα δύσπεπτα. Σαν τα θολά ποτάμια περνούν, βαριά κι ακατάδεκτα πηγαίνουν στη θάλασσα.
Κι ούτε το τραγούδι του νερού ακούει κανένας ούτε τη δροσιά χαίρεται του καθαρού ρυακιού. Παρά μονάχα αναρωτιέται πόσο σκοτεινά είναι τα χρόνια που έρχονται
και πόσο δύσκολα ήταν πάντα τα περάσματα. Κι έτσι παίρνει το δρόμο πίσω γυρίζει πάνω στα ταπεινά φυλλαράκια τα μάτια του και τότε σκέφτεται πως η ζωή στο βάθος είναι ωραία πως ακόμα κι αν είναι απελπισμένος σκίζει σαν ένα αστραφτερό σαξόφωνο το μαύρο ντέρτι του θανάτου, ο έρωτας.
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΑΥΡΙΑΝΗΣ ΕΞΟΡΙΑΣ
(1995)
ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΠΟΥΘΕΝΑ ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΘΑ
ΣΥΝΑΝΤΗΘΟΥΜΕ
Μια μέρα θα συναντηθούμε. Μέσα στην ερημιά ενός άλλου, άγριου, κόσμου στις παγωμένες νύχτες ενός χειμώνα δίχως τέλος θα βρούμε πάλι τα μυστικά μονοπάτια. Θ’ ανακαλύψουμε την ίδια αθώα φράση για να μπορέσουμε να γνωριστούμε όπως τότε που αγαπηθήκαμε για πρώτη φορά.
Τίποτα δεν θα θυμίζει εκείνη την ανεπανάληπτη Άνοιξη. Όλα θα είναι κρύα εκεί κάτω. Και τα δέντρα θα είναι εντελώς άγνωστα. τα δέντρα και τα πουλιά για να τραγουδήσουν μαζί μας το θρίαμβο της Αγάπης.
Όμως εμείς θα είμαστε ευτυχισμένοι που συναντηθήκαμε. Κι αν υπάρχει κάπου ένα ρόδο, έτοιμο ν’ ανοίξει εκείνη την ώρα θα ξεδιπλώσει τα πέταλά του και μέσα από έναν κόμπο δροσιά θα μεταδώσει στον κόσμο το μήνυμα.
Και θ’ αγκαλιαστούμε πάλι Κι αυτή τη φορά τίποτε δεν θα μπορέσει να μας χωρίσει. Γιατί θα έχουμε διασχίσει όλη την πίκρα της απουσίας θα έχουμε ζήσει τόσο μέσα στο φόβο ώστε θα είμαστε άτρωτοι.
Θα έχουμε κιόλας γίνει δύο μικρά δίδυμα άστρα που θα επιμένουν να λάμπουν στο μαύρο στερέωμα.
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΛΑΙ ΣΤΟ ΠΟΤΑΜΙ
Υπάρχει ένας θρύλος για έναν αρχαίο θησαυρό που τον φυλάει μέσα του κάποιο ψάρι.
Ο άνθρωπος έχει ένα όνειρο. Νομίζοντας πως είναι ο μόνος που κατέχει το μυστικό πηγαίνει κάτω στην όχθη και περιμένει. Περιμένει ελπίζοντας να περάσει το ψάρι.
Τα χρόνια περνούν, το ποτάμι κυλάει περνάει το νερό μπροστά του, πάντα σκοτεινό κι αθησαύριστο.
Ο άνθρωπος αρχίζει να γίνεται ανήσυχος. Μια σκέψη ωστόσο τον ημερεύει. Πιστεύει πως όπου να ʼναι θʼ αλλάξει η τύχη του.
Το σώμα του βαραίνει, τα μαλλιά του ασπρίζουν πυκνή ομίχλη κατεβαίνει στα μάτια του κι ενώ μια νύχτα αλλιώτικη σκοτεινιάζει τον κόσμο εκείνος, κουρασμένος, νυστάζει.
Παρʼ όλα αυτά επιμένει. Περιμένει πάντα να πιάσει το ψάρι.
Δεν ξέρει και ίσως προς το τέλος μόνο μαθαίνει πως το ποτάμι ήταν το ψάρι που περίμενε. Μα είναι αργά.
Το ποτάμι συνεχίζει να κυλάει όπως πάντα. Καταλήγοντας στην ατρύγετη θάλασσα.
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΑΥΡΙΑΝΗΣ ΕΞΟΡΙΑΣ
Έψαχνα μέσα στις λύπες μου, να βρω τʼ αρχαία φτερά μου. Μα στα όνειρά μου χιόνιζε πάντα.
Κι ήμουνα μόνος στον κόσμο. Ήμουνα μόνος κι απελπισμένος σʼ έναν κόσμο που περνούσε πλάι μου αδιάφορος.
Όπως όταν περνάει μέσα στη νύχτα ένα πλοίο κατάφωτο. Με τις ορχήστρες του στα σαλόνια να παίζουν.
Κι έτσι, αργά και σίγουρα κι επιβλητικά περνάει πλάι σʼ έναν ναυαγισμένο και χάνεται.
.
Η ΜΑΚΡΙΝΗ ΑΓΝΩΣΤΗ ΧΩΡΑ (1999)
Ο ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ο ΤΡΟΠΑΙΟΦΟΡΟΣ ΧΤΥΠΑ ΤΟΝ
ΔΑΙΜΟΝΑ ΤΗΣ ΑΛΑΖΟΝΕΙΑΣ
Στον Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλο
Ήρθε στον ύπνο μου ο Αϊ-Γιώργης και μου μίλησε. Ήρθε κι ήταν αλλιώτικος, ήταν σαν ραγισμένος. Κι είχε ένα τρύπιο αμπέχωνο.
Έχω ένα χιόνι στην καρδιά, μου είπε με παράπονο. Κι ένα πικρό τραγούδι. Που με κρατάει ανύπνωτο, με πάει μακρύτερα απ’ το Θάνατο. Που γίνεται κοντάρι κι αντρειεύομαι που χλιμιντράει άσπρος αγέρας κι ανεβαίνω.
Κι εσύ έχεις ζωή κι απλώνεσαι, έχεις όνομα και λάμπεις. Μιλάς και οι γύρω σου θαμπώνονται βγαίνεις στους δρόμους και τα δέντρα χαμηλώνουν. Μα έχεις τον δράκο μέσα σου. Έχεις τον μαύρο δαίμονα που δεν χορταίνει μόνο με τις νύχτες σου. Και πρέπει εγώ να τον σκοτώσω. Να δώσω ένα τέλος στα προσχήματα. Να δω το αίμα του να χύνεται πηχτό μέσα απ’ το στήθος σου. Κι εσένα να λυτρώσω κι εγώ να βρω τον ύπνο μου.
Εγώ ο Γιώργης ο Άκλαυτος. Που ήμουν αντάρτης πλάι σου. Που όταν με πήρε το σκοτάδι κάποιοι, πριν με ξεχάσουν, μ’ έβγαλαν Αϊ-Γιώργη και ξεμπέρδεψαν.
ΣΑΝ ΤΑ ΕΡΗΜΙΚΑ ΔΕΝΤΡΑ
Έπρεπε να περάσουν τόσα και τόσα χρόνια τόσοι μαύροι χειμώνες, τόση αφόρητη μοναξιά για να φτάσει κάποτε σε κείνη τη γενναία πραότητα που έχουν τα δέντρα. Όχι όλα τα δέντρα. Εκείνα που μέσα στην ερημιά μεγαλώνουν αφρόντιστα μόνα τους. Και γεμίζουν φύλλα και κλώνους και δίνουν καρπούς που, αλίμονο δεν έρχεται να τους μαζέψει κανένας. Ώσπου αρκούνται να περιμένουν κάποιον οδοιπόρο τουλάχιστον να του προσφέρουν τον ίσκιο τους.
Έτσι και κείνος. Τόσο πολύ τον είχε πλουτίσει η βασανισμένη ζωή του που τον έκανε ποιητή. Και περίμενε χρόνια κάποιον να του μιλήσει η ποίησή του. Να του χαρίσει έστω τον ίσκιο της.
Κι έτσι να ξοφλήσει κάτι απʼ το χρέος του.
Γιατί είχε τόσον πλούτο αθησαύριστον μέσα του που μια ζωή ονειρευόταν να του δοθεί κάποτε η χάρη με τη ζεστή του φωνή να ντύσει όλη τη γυμνή ανθρωπότητα.
.
ΟΙ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΚΗΠΩΝ (2003)
O ΚΗΠΟΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΣΑΝ ΠΙΝΑΚΑΣ ΤΟΥ ΡΟΥΣΣΩ
Έχω στον κήπο μου ένα παράξενο ζώο. Κάτω από τα βαθύσκιωτα δέντρα, ανάμεσα στα λουλούδια κυκλοφορεί ένα αγρίμι που ζητάει συνέχεια κι άλλη τροφή ζητάει να πιει κι άλλο αίμα, να δροσιστεί με άλλα δάκρυα.
Έναν δυνάστη κρύβω στο σπίτι μου. Μέρα νύχτα γυροφέρνει γρυλίζοντας κι ούτε λεπτό δεν μ’ αφήνει να ησυχάσω να περιποιηθώ τις πληγές μου επιτέλους να κοιμηθώ να ξεχάσω για λίγο τον πόνο μου.
Με σκοτώνει αυτή η εξάρτηση. Μάταια προσπαθώ να βρω λύση στο πρόβλημα. Αν και το χειρότερο είναι πως έχω πια συνηθίσει κι ούτε ξέρω τι θα’ κανα δίχως αυτό.
Κι όμως, αυτό το καταραμένο θηρίο αυτό το αχόρταγο πλάσμα που μ’ έχει ρημάξει έρχονται ώρες που δείχνει σαν να με σκέφτεται. Σαν να με λυπάται, έρχεται και ξαπλώνει στα πόδια μου. Κι αρχίζει κάτι σαν κλάμα κάτι σαν κελάρυσμα ρυακιού αρχίζει να βγαίνει απ’ το στόμα του.
Και τότε όλος ο κήπος αναθαρρεύει κι ανοίγει ένα ένα τα φύλλα του. Και τα λουλούδια βρίσκουν καινούργια χρώματα κι αρχίζουν ξανά το τραγούδι τους τα πουλιά.
Και όπως εικόνα αχειροποίητη λάμπει εκτυφλωτικά τελειωμένο το ποίημα.
ΘΑ ‘ΡΘΕΙ ΜΙΑ ΜΕΡΑ
Θα ‘ρθει μια μέρα που δε θα ξέρω ποιος είμαι. Δε θα μπορώ να χτίσω ένα λόγο να ψελλίσω ένα πρόσωπο. Θα ‘ρθει μια μέρα που δε θα ‘μαι μόνο πολύ λυπημένος. Θα ‘μαι χαμένος σ’ έναν κόσμο ξένο για μένα θα ‘χω κιόλας απ’ αυτόν ξεχαστεί. Θα ‘ρθει μια μέρα που δε θα ‘χω τίποτε ωραίο να σου χαρίσω. Θα κλείσω μόνο τα μάτια Και θα προσπαθήσω να σε δω μ’ έναν τρόπο αλλιώτικο. Μα ούτε τα ριγηλά σκιρτήματα του κορμιού σου θα μπορέσω να θυμηθώ ούτε τα φλογερά μας οράματα θα είμαι σε θέση να τραγουδήσω. Κι έτσι όπως ήρθα, ξένος κι απελπισμένος θα κινήσω να φύγω. Θα γυρίσω πάλι σε κείνο το σκοτεινό τίποτα χωρίς να κρατώ τίποτα πάνω μου. έξω μόνο απ’ τα βαθιά σημάδια που θα ‘χουν αφήσει στο σώμα μου τα εγκαυστικά φιλιά σου. Κι απ’ της φωνής σου τα χάδια που είναι χαραγμένα στους στίχους μου. Μ’ αυτά, μόνο απ’ αυτά εκεί που θα πάω, ίσως μπορέσω να με γνωρίσουν.
ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ (2006)
ΜΟΝΟ ΜΕ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΣΟΥ
Μόνο με την Αγάπη σου μπορώ να επιζήσω. Να μη χαθώ μέσα στο μαύρο δάσος. Ν’ αψηφήσω τον άγριο σκύλο που μ’ ακολουθεί σα’ να ‘ναι ο ίσκιος μου.
Μόνο με την Αγάπη σου. Να χτίσω ένα άλλο πρόσωπο. Να γίνω πάλι ένα μικρό αγόρι. Αθώο σαν το τρεχούμενο νερό. Και να γνωρίζω τον κόσμο μ’ ένα καινούργιο θάμπωμα.
Μόνο με την Αγάπη σου μπορώ να λέω τραγούδια από άλλους, άγνωστους τόπους. Να γίνομαι ένας γρύλος άγρυπνος• και να κεντώ τ’ όνομα σου, με στίχους αέρινους. Να μιλώ μόνο για σένα. Να σε καλημερίζω μ’ έναν φοβισμένο κορυδαλλό κρυμμένον στο στήθος μου• και να μου αποκρίνεσαι μ’ ένα ξεχασμένο μου ποίημα.
Μόνο για την Αγάπη σου. Μπορώ να περνάω την κάθε μου μέρα απαγγέλλοντας τους πικρούς στεναγμούς και αγιογραφώντας τους αίνους απ’ το μέγα θαύμα του Έρωτα. Να σου λέω τέλος καληνύχτα και να με παίρνεις μαζί σου, στον ύπνο σου. Για να με σεργιανίσεις μεθυσμένον στα μαγεμένα σου όνειρα.
Μόνο με και για την Αγάπη σου μπορώ να γίνομαι όλο και πιο ανθρώπινος. Να φαίνομαι όλο και λιγότερο λυπημένος.
ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ Ι
Αναζητώντας την τέλεια ομορφιά ένιωσα (νιώθει κανένας μέσα του) βαθιά το ρίγος του θανάτου. Πέρα απ’ το θάμπος του Έρωτα πριν απ’ το μέγα σκότος σε ώρα μυστική, αναδύεται η φοβερή αποκάλυψη. Είναι όμορφη και είναι σκληρή η ζωή. Η Αγάπη ακόμα σκληρότερη.
1.5.06 Γ.Ν.Α. «Γεννηματάς»
ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ ΙΙ
Περνάω τις ώρες μου κεντώντας μαύρους στίχους. Για να ξεχνιέμαι αφηγούμαι κόκκινα ταξίδια στα κυκλάμινα χαρίζω βιολετιά και κίτρινα στολίδια στα παγώνια. Και στα μικρά ψαράκια αφήνω γαλανά κοχύλια κι άσπρα βότσαλα. Για να μην μένουν τα παιδιά δίχως παιχνίδια. Για να μην χάνεται η μικρή μας η Αγγελική στην άγρια μοναξιά. Πυκνή πια, αδιαπέραστη συννεφιά με τυλίγει που χάνεσαι. Μια γκρίζα πάχνη πέφτει πάνω σ’ όλα τα πρόσωπα. Κι αφήνω της καρδιάς τα φώτα αναμμένα μήπως και’ρθει η φωνή σου και δεν βρει το δρόμο της.
Και φύγει το όραμα σου από κοντά μου και χαθεί. Μέσα στη σκοτεινή σιωπή που πάει να σκεπάσει τον κόσμο.
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ
Σαν το άνθος της βουκαμβίλιας αέρινο είναι το χάδι σου. Και σαν του ροδιού τους σπόρους αμέτρητα τα χαρίσματά σου. Κι όπως του ρυακιού το ανάβρυσμα έτσι κυλάει η φωνή σου. Καθώς μου τραγουδάει τα κελαρυστά ρήματα της Αγάπης. Μου περιγράφει τα φανταστικά ταξίδια που μας έχει προγραμματίσει ο Έρωτας. Τελικά, ένας ανθισμένος κήπος είσαι. Μια όαση μέσα στην έρημο. Με τα νερά, τα πουλιά τα φιλιά και τα χάδια σου.
ΟΠΩΣ ΕΝΑ ΠΟΤΑΜΙ
στην απόλυτη σιωπή ακόμα ακούω το σώμα σου. Και κάτω από του φεγγαριού το αράγιστο σελάγισμα και στ’ άγρια ουρλιαχτά μιας καταιγίδας εγώ αφουγκράζομαι το τρίξιμο της σάρκας. Μέσα από τα κρυφά της ρίγη μαθαίνω τα μυστικά σου. Τα μυστικά του κόσμου που μου τα εμπιστεύεσαι. Σαν το νεράκι που κυλάει ανάμεσα στα χόρτα και τις πέτρες. Ημερεύοντας τ’ αγρίμια του δάσους που κατεβαίνουν να ξεδιψάσουν.
Φαντασμαγορικά νερά πετάγονται απ’ τα χείλη σου. Άσπρα λιοντάρια και γαλάζιοι πάνθηρες παίζουν στα όνειρα σου. Και τα φιλιά σου ένα απέραντο λιβάδι με παπαρούνες στο λιόγερμα.
Ένα ποτάμι είσαι τελικά. Που κατεβαίνει απ’ τα βουνά. Χαρίζοντας δροσιά και βλάστηση στους αναμμένους κάμπους.
ΟΜΩΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΜΦΙΒΟΛΙΑ ΠΕΡΝΑΕΙ ΠΑΝΤΑ Ο ΕΡΩΤΑΣ
Έτσι όπως περνάει ένας αέρας μέσα από τα μαλλιά σου κι εσύ σηκώνεις το χέρι. Και ξέρεις πως κάποιος σου μίλησε. Σού είπε για τα όνειρα που ταξιδεύουν τον άνθρωπο. Για τα πουλιά που συνεχίζουν το τραγούδι, στον ύπνο τους. Όμως ποιος έχει περάσει τα σκιερά μονοπάτια του αισθήματος; Ποιος έχει ζήσει τα σκοτεινά του χαράματα; Δεν ξέρεις βέβαια από πού έρχεται αυτό το γκρίζο σύννεφο που αγγίζει το πρόσωπο σου. Που αλλάζει φθόγγους και χρώματα. Που φεύγοντας αφήνει ένα περιβολάκι με κάποια τρελά χελιδόνια στον ίσκιο του.
Δεν ξέρεις. Σκέφτομαι τώρα πόσες φορές πέρασες πλάι μου δίχως να με προσέξεις. Πόσες νύχτες ξαγρύπνησα κάτω απ’ τα κλειστά όνειρα σου χωρίς να το νιώσεις.
Κι ούτε ποτέ θα πιστέψεις πόσο πολύ σ’ αγάπησα. Πόσο παθιασμένα σου δόθηκα. Πόσο βαθιά ωρίμασα δυστυχώντας, για σένα.
ΟΙ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΕΡΩΤΑ
Και μόνο να σε κοιτάζω. Κι ας είναι τα μάτια μου δυο λυπημένα πουλιά. Κι ας χάνεται η φωνή μου πίσω από ένα φοβισμένο χαμόγελο. Έστω και μόνο να μ’ αξιώνεις μ’ ένα σου βλέμμα μου φτάνει.
Μεταμορφώνομαι. Γίνομαι αέρας να σ’ αγκαλιάζω. Γίνομαι χάδι και ψίθυρος.
Κι αν δεν πετάω μακριά σου, αν δεν χάνομαι είναι γιατί δεν μπορώ να φύγω από κοντά σου. Είμαι βαθιά ριζωμένος στον Έρωτα μας. Γίνομαι δέντρο, γεμίζω από κλώνους και φύλλα ανθίζω σε άσπρα και κόκκινα άνθη στολίζομαι μόνο για να σ’ αρέσω και σαν να είμαι γεμάτος αηδόνια σου τραγουδώ. Σού μιλώ σε μιαν άλλη, άγνωστη γλώσσα σου στέλνω απ’ τους αστερισμούς του ονείρου, μηνύματα. Σ’ αγγίζω σαν χνούδι• σαν τρυφερή αύρα, σαν από κάποιο υπερκόσμιο φως.
Εγώ ο δειλός, ο σκοτεινός, ο αμήχανος σου γράφω παθιασμένα ποιήματα.
.
ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΛΥΠΗΣ (2007)
Η ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ
Αποχαιρετισμός στον Γ. Καραβασίλη
Ένας ένας λοιπόν φεύγουμε. Σαν να ξυπνάμε από ασυνήθιστο όνειρο. Σαν, ξαφνικά, να έχουμε βγάλει φτερά.
Μπαίνουμε σε άλλους ουρανούς. Περνάμε άλλες θάλασσες.
Πάμε να συναντήσουμε τους χτεσινούς μας φίλους.
Μέσα από μαγικά τοπία προχωρούμε συντροφιά με τ’ αγρίμια του δάσους. Τρυγάμε τους καρπούς από άγνωστα Παραδείσια δέντρα. Ανοίγουμε την αγκαλιά σε άλλους, ξεχασμένους ανθρώπους, μιλάμε με τα πουλιά.
Ζούμε μιαν άλλη αίσθηση του χρόνου. Σε πανηγύρια ξέφρενα μεθάμε με δυνατά ποτά από εξωτικά αποστάγματα. Καπνίζουμε τσιγάρα σέρτικα με ονειρικά χαρμάνια. κι απ’ την άλλη ακούμε τη Μητέρα να μας φωνάζει με το πρώτο μας όνομα. Γέρνουμε πάνω σε φύλλα, στρωμένα από χλοερά παραμύθια. Γινόμαστε πάλι παιδιά.
Κι απαλλαγμένοι από το βάρος της χτεσινής ματαιότητας για πρώτη φορά αισθανόμαστε ελεύθεροι. Ελεύθεροι από κάθε είδους ιδιοτέλεια. Από τον προαιώνιο φόβο αυτό προπάντων: Για πάντα Ελεύθεροι.
Η ΜΟΙΡΑ ΜΙΑΣ ΓΕΝΙΑΣ
Η φωνή μας σαν τα τσαλακωμένα χαρτιά που τα παίρνει ο άνεμος. Σαν πουλιά σκοτωμένα, φιμωμένοι οι στίχοι μας.
Κι όμως, κάτι κατορθώσαμε κάποτε. Κάτι πιστέψαμε πως χρωστάμε ακόμα.
Γι’ αυτό, έστω και με κομμένη τη γλώσσα δίχως μιλιά δεν σταματάμε να τραγουδάμε.
Έξω από το τραγούδι, ο άνθρωπος δεν είναι παρά ένα φοβισμένο αγρίμι. Μέσα στο τραγούδι η καρδιά του χτυπάει πιο ανθρώπινα. Ανάβει μυστικά φεγγάρια στα σκοτεινά, στα έρημα βράδια κρατάει συντροφιά στους ξένους, στους κυνηγημένους δίνει στους απελπισμένους κουράγιο.
Ας το πούμε μια φορά ακόμα: δίχως Ποίηση δεν ξέρω αν υπάρχει ελπίδα στον κόσμο. Πάντως δίχως τραγούδι δεν υπάρχει Ομορφιά
‘
«Μανδραγόρας», τεύχος 37, Οκτώβριος 2007
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ
Πώς πέφτει απόψε ένα άλλο φως πώς όλα χάνονται στο βράδυ κι είναι η ζωή μου ένα σκοτάδι και τα όνειρα μου ένας καπνός.
Ποτάμι που τραβάει αργά στη δύση φύγαν τα χρόνια μου νερό μα τίποτα δεν αναιρώ απ’ όσα «ανάρμοστα» έχω ζήσει.
Και μες στην κόλαση του ΕΔΩ ακούω βιολιά του Παραδείσου στο Α της άπατης Αβύσσου ως μαύρος κύκνος τραγουδώ.
Και είμαι έτοιμος ν’ αποχωρήσω στέκω στην άκρη του γιαλού κι έχω να πάω κάπου Αλλού κάπου όπου δεν υπάρχει πίσω.
Πέρα απ’ τα ωχρά Σημερινά και πριν απ’ τ’ άγια Περασμένα εκεί που τ’ άστρα είναι σβησμένα κι ανθούν τα λόγια σκοτεινά
Κιόλας διακρίνω τον βαρκάρη βλέπω μπροστά μου το Μετά και την ψυχή μου να βουτά σε νύχτωμα χωρίς φεγγάρι.
Ταξίδι δίχως γυρισμό φεύγω για τ’ άδυτα τ’ Αγνώστου πνίγοντας το αχ του άγριου νόστου σ’ έναν γριφώδη λυρισμό.
Σε στίχους μαύρους και πικρούς στίχους που δεν θα ξανακούσω πάλι αφού μέσα στο άδειο μου το κεφάλι δεν θα’ χω εικόνες και ρυθμούς.
Και τα τραγούδια μου χαμένα σαν φύλλα σκόρπια και ξερά μα όλα αυτά τα θλιβερά θα είναι αδιάφορα για μένα.
Θα’χω απ’ τον κόσμο αποκοπεί σ’ ένα ύπνο δίχως να κοιμάμαι θα βλέπω φαντάσματα και θα ’μαι μία σιωπή μες στη σιωπή.
Ο Θανάσης Κωσταβάρας έκανε τις τελευταίες διορθώσεις σ’ αυτό το ποίημα λίγες ώρες πριν πεθάνει.
ΠΗΓΗ: https://www.poeticanet.gr/index.php
Η ΜΟΙΡΑ ΜΙΑΣ ΓΕΝΙΑΣ Η φωνή μας σαν τα τσαλακωμένα χαρτιά που τα παίρνει ο άνεμος. Σαν πουλιά σκοτωμένα, φιμωμένοι οι στίχοι μας. Κι όμως, κάτι κατορθώσαμε κάποτε. Κάτι πιστέψαμε πως χρωστάμε ακόμα. Γι’ αυτό, έστω και με κομμένη τη γλώσσα δίχως μιλιά δεν σταματάμε να τραγουδάμε. Έξω από το τραγούδι, ο άνθρωπος δεν είναι παρά ένα φοβισμένο αγρίμι. Μέσα στο τραγούδι η καρδιά του χτυπάει πιο ανθρώπινα. Ανάβει μυστικά φεγγάρια στα σκοτεινά, στα έρημα βράδια κρατάει συντροφιά στους ξένους, στους κυνηγημένους δίνει στους απελπισμένους κουράγιο. Ας το πούμε μια φορά ακόμα: δίχως Ποίηση δεν ξέρω αν υπάρχει ελπίδα στον κόσμο. Πάντως δίχως τραγούδι δεν υπάρχει Ομορφιά.
ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟ ΓΕΥΜΑ ΜΕ ΚΑΛΕΣΜΕΝΟΥΣ ΣΤΟ ΥΠΑΙΘΡΟ Στρωμένα τραπέζια στη σειρά, με τη λιακάδα στον κήπο. Άσπρα τραπεζομάντιλα, φαγητά και κρασιά και φρέσκα λουλούδια στα βάζα. Και το γραμμόφωνο παίζοντας αποσπάσματα από όπερες. Ξαφνικά περνάει γρήγορα ένα κοπάδι πουλιά. Κι ένα μαύρο σάλεμα στον αέρα, σαν προμήνυμα μπόρας. Κι απ’ το βάθος φαίνεται να προβαίνει αργά ο απρόσκλητος επισκέπτης. Παράξενος άντρας, φορώντας άσπρο κοστούμι ξεχειλωμένο και το πρόσωπο αθέατο. Κρυμμένο πίσω απ’ τα φύλλα. Μοιάζει πάντως κανένας να μην τον γνωρίζει. Ίσως μόνο ο πατέρας, που τον κοιτάζει μ’ ένα φόβο αόριστο. Εκείνος τον πλησιάζει και του απλώνει το χέρι. Σαν να του λέει κιόλα κάτι, σαν να τον καλεί για έναν περίπατο. Κι όπως, τελείως απρόθυμος, ο πατέρας σηκώνεται αρχίζουν να πέφτουν οι πρώτες σταγόνες. Όχι δυνατή όμως βροχή, μια σιγανή ψιχάλα, περίπου αθόρυβη. Παγερή σιωπή σφραγίζει τώρα τα χείλη. Από το γραμμόφωνο δεν ακούγεται παρά το ξύσιμο της βελόνας. Όλος ο κήπος μυρίζει βρεγμένο χώμα, όλοι έχουν πια σηκωθεί. Μερικοί ανοίγουν ομπρέλες. Μια λύπη απλώνεται λίγο λίγο πάνω σ’ όλα τα πρόσωπα.
ΣΑΝ ΤΑ ΕΡΗΜΙΚΑ ΔΕΝΤΡΑ Έπρεπε να περάσουν τόσα και τόσα χρόνια τόσοι μαύροι χειμώνες, τόση αφόρητη μοναξιά για να φτάσει κάποτε σε κείνη τη γενναία πραότητα που έχουν τα δέντρα. Όχι όλα τα δέντρα. Εκείνα που μέσα στην ερημιά μεγαλώνουν αφρόντιστα μόνα τους. Και γεμίζουν φύλλα και κλώνους και δίνουν καρπούς που, αλίμονο δεν έρχεται να τους μαζέψει κανένας. Ώσπου αρκούνται να περιμένουν κάποιον οδοιπόρο τουλάχιστον να του προσφέρουν τον ίσκιο τους. Έτσι και κείνος. Τόσο πολύ τον είχε πλουτίσει η βασανισμένη ζωή του που τον έκανε ποιητή. Και περίμενε χρόνια κάποιον να του μιλήσει η ποίησή του. Να του χαρίσει έστω τον ίσκιο της. Κι έτσι να ξοφλήσει κάτι απ’ το χρέος του. Γιατί είχε τόσον πλούτο αθησαύριστον μέσα του που μια ζωή ονειρευόταν να του δοθεί κάποτε η χάρη με τη ζεστή του φωνή να ντύσει όλη τη γυμνή ανθρωπότητα.
ΜΟΝΟ ΜΕ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΣΟΥ
Μόνο με την Αγάπη σου
μπορώ να επιζήσω.
Να μη χαθώ μέσα στο μαύρο δάσος.
Ν’ αψηφήσω τον άγριο σκύλο
που μ’ ακολουθεί σα’ να ‘ναι ο ίσκιος μου.
Μόνο με την Αγάπη σου.
Να χτίσω ένα άλλο πρόσωπο.
Να γίνω πάλι ένα μικρό αγόρι.
Αθώο σαν το τρεχούμενο νερό.
Και να γνωρίζω τον κόσμο
μ’ ένα καινούργιο θάμπωμα.
Μόνο με την Αγάπη σου
μπορώ να λέω τραγούδια από άλλους, άγνωστους
τόπους. Να γίνομαι ένας γρύλος άγρυπνος∙
και να κεντώ τ’ όνομα σου, με στίχους αέρινους.
Να μιλώ μόνο για σένα.
Να σε καλημερίζω μ’ έναν φοβισμένο κορυδαλλό
κρυμμένον στο στήθος μου∙
και να μου αποκρίνεσαι μ’ ένα ξεχασμένο μου ποίημα.
Μόνο για την Αγάπη σου.
Μπορώ να περνάω την κάθε μου μέρα
απαγγέλλοντας τους πικρούς στεναγμούς
και αγιογραφώντας τους αίνους
απ’ το μέγα θαύμα του Έρωτα.
Να σου λέω τέλος καληνύχτα
και να με παίρνεις μαζί σου, στον ύπνο σου.
Για να με σεργιανίσεις μεθυσμένον
στα μαγεμένα σου όνειρα.
Μόνο με και για την Αγάπη σου
μπορώ να γίνομαι όλο και πιο ανθρώπινος.
Να φαίνομαι όλο και λιγότερο λυπημένος.
Η αγάπη δεν είναι ζάλη. Δεν είναι άνθος που μεθάει απ' το φιλί της άνοιξης. Μυρωμένο τραγούδι που απλώνεται πάνω στη σάρκα γλυκά. Η αγάπη είναι φόβος. Δεν είναι σώμα που ζητάει να βρει παρηγοριά. Τρυφερή αύρα που λικνίζει τα νοσταλγικά απογεύματα. Είναι ποτάμι που περνάει μέσα από τα μαύρα λιβάδια. Άγριος αγέρας που σπάζει τα κλαδιά στους κήπους και στα όνειρα. Δεν είναι ζάλη η αγάπη. Δεν είναι σιγανή φωτιά. Ούτε χωράει στα κλειστά, στα σίγουρα βράδια. Βγαίνει έξω και χτυπιέται με το δαίμονα. Παλεύει όλη νύχτα στ' αναμμένα αλώνια. Βαδίζει στα τυφλά πάνω στο τεντωμένο σύρμα. Όταν κάτω απ' τα πόδια ανοίγονται τα κοφτερά φαράγγια. Όμως δεν είναι ζάλη η αγάπη. Αγάπη είναι ο τρόμος που η ζωή μετράει το ανάστημά της. Μετριέται με το άδειο πρόσωπο που βγαίνει απ' το σκοτάδι.