Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου «Ars Poetica»:ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ -Α.Σ.. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου «Ars Poetica»:ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ -Α.Σ.. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 30 Ιανουαρίου 2022

Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου «Ars Poetica»:ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ -Α.Σ.

 


Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου (1931-1996)

http://ebooks.edu.gr/ebooks/v/html/8547/2712/Neoelliniki-Logotechnia_G-Lykeiou-AnthrSp_html-empl/index_3_03.html

Ars Poetica
Το ποίημα θέλω να είναι νύχτα, περιπλάνηση
σε ξεμοναχιασμένους δρόμους και σε αρτηρίες
όπου η ζωή χορεύει. Θέλω να είναι
αγώνας, όχι μια μουσική που λύνεται
μα πάθος για την μέσα έκφραση μιας ασυναρτησίας
μιας αταξίας που θα γίνει παρανάλωμα
αν δεν τα παίξουμε όλα για όλα.
Όταν οι άλλοι, αδιάφοροι, με σιγουριά
ξοδεύονται άσκοπα ή ετοιμάζονται το βράδυ
να πεθάνουν, όλη τη νύχτα ψάχνω για ψηφίδες
αδιάφθορες μες στον μονόλογο τον καθημερινό
κι ας είναι οι πιο φθαρμένες. Να φεγγρίζουν
μες στο πυκνό σκοτάδι τους σαν τ' αχαμνά ζωύφια
τυχαίες, σκοτωμένες απ' το νόημα
με αίσθημα ποτισμένες.

(Ο δύσκολος θάνατος, 1978)


Ποιήματα ποιητικής

Το ποίημα του Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου: «Ars Poetica»

Της Σταυρούλας Ηλία // 

https://fractal685.rssing.com/chan-55881143/article182-live.html


(...)

Ξεκινώντας από το ποίημα του Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου: «Ars Poetica» (Ποιητική Τέχνη) 

θα διερευνηθεί ο τρόπος σύνθεσης-σύλληψης, η στάση του δημιουργού απέναντι στην ποίηση και η σχέση του με την ποιητική τέχνη. 

Στην πρώτη στροφή 


Έτσι στην πρώτη στροφή του ποιήματος παρουσιάζεται η επιθυμία του ποιητικού υποκειμένου αναφορικά με το βάθος και την έκταση του ποιητικού Λόγου

Παράλληλα, εκφράζονται οι ανησυχίες και οι προβληματισμοί του δημιουργού για το αποτέλεσμα  αυτής της σύλληψης:

«Το ποίημα θέλω να είναι νύχτα,[…] η ζωή χορεύει». 


Εδώ με βάση μία νυχτερινή εικόνα από τη ζωή της πόλης, εκφράζονται τα «θέλω» του ποιητή: 

μακριά από το φως της ημέρας, μυστικά, κρυφά και σκοτεινά δημιουργείται το ποίημα, αφού η έμπνευση «περιπλανηθεί» σε έρημους-μοναχικούς δρόμους ή ακόμη και σε κεντρικές οδούς με θόρυβο και κίνηση στις οποίες «βουίζει» η ζωή. 


Φανταζόμαστε τον ποιητή να τριγυρνά νύχτα στους δρόμους της πόλης, μέσα σε μοναχικά σοκάκια ή αντίθετα πολύβουες λεωφόρους, «όπου η ζωή χορεύει»-χαρακτηριστική προσωποποίηση- να λαμβάνει ερεθίσματα, ούτως ώστε να προκύψει η γένεση του ποιήματος.


Ο Ασλάνογλου θεωρεί πως το ποίημα μπορεί να γεννηθεί είτε σε συνθήκες μοναξιάς είτε αντίθετα μέσα σε κόσμο, αρκεί πρώτα να έχει προηγηθεί η περιπλάνηση, το ταξίδι του νου και των αισθήσεων στον εσωτερικό του κόσμο ή στο εξωτερικό περιβάλλον.

«Θέλω να είναι αγώνας,[…] όλα για όλα». 

Το ποίημα ως αγώνας, ως σκληρή προσπάθεια έκφρασης των συναισθημάτων, ένα πραγματικό πάθος εξωτερίκευσης των πιο μύχιων σκέψεων, κυρίως των ανορθόδοξων και ασυνάρτητων


Δεν επιθυμεί η ποίηση να λειτουργεί σαν μια σύνθεση που έχει βασιστεί στους μουσικούς κανόνες και την αρμονία. 

Η πραγματική ποίηση δεν μπορεί να κινείται μέσα σε καλούπια, διότι έτσι χάνει το νόημά της κι αυτοακυρώνεται.

Κι αν ο ποιητής αδυνατεί να εκφραστεί τότε υπάρχει ο κίνδυνος της καταστροφής, συγκεκριμένα της αυτοκαταστροφής.


Στη δεύτερη στροφή:


Ο Ασλάνογλου στη δεύτερη στροφή περνά  στο  «σημαίνον», στα μέσα διατύπωσης της ποίησης, στο καθαρά γλωσσικό κομμάτι, τις λέξεις. 


Οι  λέξεις


Παρουσιάζει λοιπόν, μέσω της αντίθεσης ανάμεσα στο τι κάνουν οι άλλοι, οι μη ποιητές, και  στο πώς λειτουργεί εκείνος ,τον τρόπο εκλογής των λέξεων, που αποτελούν το όχημα εκφοράς του ποιητικού Λόγου. 


Έτσι ενώ οι άλλοι ξοδεύουν άσκοπα τη ζωή τους, μη γνωρίζοντας πώς να ζουν πραγματικά-εξαιρετικά παραστατική η μεταφορά «ετοιμάζονται το βράδυ να πεθάνουν»-ο ποιητής αναζητεί όλη τη νύχτα ψηφίδες, λέξεις δηλαδή  -στην ουσία ζητεί παράταση ζωής- που θα διατυπώσουν όσο πληρέστερα γίνεται τις σκέψεις του.


Κι αυτό είναι πολύ δύσκολο κομμάτι, επειδή αυτές οι λέξεις πρέπει να είναι άφθαρτες-όχι αγοραίες-αλλά παράλληλα μπορεί να είναι κι εξαιρετικά κοινότοπες, συνηθισμένες, «φθαρμένες».


Μονόλογος καθημερινός είναι η αίσθηση της προσωπικής-μοναχικής προσπάθειας, της οποίας βέβαια έχει απόλυτη συνείδηση ο ποιητής, καίτοι είναι υποχρεωμένος να ζει ως κοινωνικό ον: 


«Όταν οι άλλοι, αδιάφοροι, […] πιο φθαρμένες».


Ο ποιητής αναζητά λέξεις φωτεινές, ξεχωριστές αλλά και τυχαίες, λέξεις ευρισκόμενες στο περιθώριο του καθημερινού λεξιλογίου,  μα οπωσδήποτε πρέπει να εκπέμπουν συναισθήματα και κυρίως να διαθέτουν τη δύναμη να τα εκφράσουν.

Η αντίθεση-μεταφορά που χρησιμοποιεί: «να φεγγίζουν στο πυκνό σκοτάδι» δηλώνει την αμοιβαία σχέση ανάμεσα στον ίδιο και το υλικό του, οι  λέξεις που τελικά αυτός επιλέγει φαίνεται να τον έχουν κι αυτές με τη σειρά τους επιλέξει, τονίζοντας τη μαγική λειτουργία της ποίησης: να αναδεικνύει και τις πλέον τετριμμένες λέξεις, «σαν τα αχαμνά ζωύφια»-αντιποιητική παρομοίωση- να τις καθιστά σημαίνουσες, ζωντανές: 


«Να φεγγίζουν […] ποτισμένες».


Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου «Ars Poetica»


Το ποίημα θέλω να είναι νύχτα, περιπλάνηση
σε ξεμοναχιασμένους δρόμους και σε αρτηρίες
όπου η ζωή χορεύει. Θέλω να είναι
αγώνας, όχι μουσική που λύνεται
μα πάθος για την μέσα έκφραση μιας ασυναρτησίας
μιας αταξίας που θα γίνει παρανάλωμα
αν δεν τα παίξουμε όλα για όλα.

Όταν οι άλλοι, αδιάφοροι, με σιγουριά
ξοδεύονται άσκοπα ή ετοιμάζονται το βράδυ
να πεθάνουν, όλη τη νύχτα ψάχνω για ψηφίδες
αδιάφθορες μες στον μονόλογο τον καθημερινό
κι ας είναι οι πιο φθαρμένες. Να φεγγρίζουν
μες στο πυκνό σκοτάδι τους σαν τ’ αχαμνά ζωύφια
τυχαίες, σκοτωμένες απ’ το νόημα
με αίσθημα ποτισμένες.

(Ο δύσκολος θάνατος, 1978)

Ο Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου στο ποίημα «Ars Poetica» (Ποιητική Τέχνη) αναφέρεται στο πώς θεωρεί ότι θα πρέπει να συντίθεται η ποίηση.

 Ποια θα πρέπει, δηλαδή, να είναι η στάση του δημιουργού απέναντι στην ποίηση και ποια είναι, ειδικότερα, η δική του σχέση με την ποιητική τέχνη.


Στην πρώτη στροφή του ποιήματος ο Ασλάνογλου μας δίνει μια γενική εκτίμηση για τις βαθύτατες προεκτάσεις που θα πρέπει να λαμβάνει ο ποιητικός λόγος, εκφράζοντας ουσιαστικά όλες τις εσώτερες ανησυχίες και τους άναρχους προβληματισμούς του δημιουργού.

«Το ποίημα θέλω να είναι νύχτα, περιπλάνηση
σε ξεμοναχιασμένους δρόμους και σε αρτηρίες
όπου η ζωή χορεύει.»

Ο ποιητής αξιοποιώντας εικόνες από τη ζωή στις σύγχρονες πόλεις, μας παραθέτει την αίσθηση που επιθυμεί να υπάρχει στους ποιητικούς στίχους. 

Η ποίηση θέλει να είναι σαν βραδινή περιπλάνηση τόσο σε έρημους, απομονωμένους δρόμους, όσο και σε κεντρικούς μεγάλους δρόμους με πολλή κίνηση, όπου η ζωή μοιάζει να κυριαρχεί.

Ο Ασλάνογλου θέλει στην ποίηση να εκφράζεται και η αίσθηση της μοναξιάς, με όλη την ανησυχία και την αναστάτωση που νιώθει κάποιος όταν περπατά τη νύχτα σ’ έναν ερημικό δρόμο, όσο και η αίσθηση ζωτικότητας και ενέργειας που αισθάνεται κάποιος σ’ έναν κεντρικό δρόμο που είναι γεμάτος με ανθρώπους, κίνηση και ήχους.


Η ποίηση είναι και μοναξιά, αλλά είναι συνάμα και το κάλεσμα της ζωής για συμμετοχή στην ακατάπαυστη ροή και κυριαρχία της.

«Θέλω να είναι
αγώνας, όχι μουσική που λύνεται
μα πάθος για την μέσα έκφραση μιας ασυναρτησίας
μιας αταξίας που θα γίνει παρανάλωμα
αν δεν τα παίξουμε όλα για όλα.»

Ο ποιητής θέλει η ποίηση να είναι ένας αγώνας, μια διαρκή προσπάθεια για την έκφραση όλων εκείνων των συναισθημάτων, βιωμάτων και σκέψεων που συνιστούν τη μοναδική ιδιοσυγκρασία κάθε δημιουργού.


Ο ποιητής δεν επιθυμεί, όμως, η ποίηση να είναι σαν τη μουσική που λύνεται, σαν μια σύνθεση δηλαδή που έχει βασιστεί σε κανόνες κι έχει συντεθεί με σαφήνεια και εύληπτη αρμονία. 

Η πραγματική ποίηση δεν μπορεί να κινείται σε προκαθορισμένα πλαίσια, ούτε να αποζητά την ευκρινή διατύπωση που έχει μια μουσική μελωδία.

Η ποίηση πρέπει να χαρακτηρίζεται από το πάθος, από την ασίγαστη ένταση του δημιουργού να εκφράσει όλη εκείνη την ασυναρτησία και την αταξία που επικρατεί μέσα του.

Συναισθήματα που διαρκώς μεταβάλλονται, εμπειρίες που δεν έχουν ακόμη κατανοηθεί πλήρως, επιθυμίες που δεν έχουν διαμορφωθεί απόλυτα κι ένας ακατάλυτος στροβιλισμός της σκέψης, όλα αυτά ζητούν να βρουν την έκφρασή τους, ζητούν να εξωτερικευθούν.

Αν, μάλιστα, ο ποιητής δεν κατορθώσει να διασφαλίσει, μέσω της ποίησης, μια δίοδο για την πληθώρα αυτών των στοιχείων που ταράζουν την ψυχή του, υπάρχει ο κίνδυνος να γίνουν ένα παρανάλωμα που θα τον παρασύρει.

Ο ποιητής οφείλει να «τα παίξει όλα για όλα», να ρισκάρει, να καταφύγει σε απρόσμενες ποιητικές διατυπώσεις, προκειμένου να μετουσιώσει το χάος της ψυχής του σε ποίηση, έστω κι αν το αποτέλεσμα δεν έχει την αναμενόμενη χάρη και  αρμονία. 
Το ζητούμενο, άλλωστε, είναι να έρθουν στην επιφάνεια οι δαίμονες που ταλανίζουν την ψυχή του δημιουργού, με κάθε ποιητικό κόστος.

«Όταν οι άλλοι, αδιάφοροι, με σιγουριά
ξοδεύονται άσκοπα ή ετοιμάζονται το βράδυ
να πεθάνουν, όλη τη νύχτα ψάχνω για ψηφίδες
αδιάφθορες μες στον μονόλογο τον καθημερινό
κι ας είναι οι πιο φθαρμένες.»

Ο Ασλάνογλου, έχοντας δώσει στην πρώτη στροφή το υλικό του ποιητικού λόγου, την άναρχη, δηλαδή, πληθώρα συναισθημάτων που υπάρχουν μέσα του, τώρα περνά στα μέσα διατύπωσης της ποίησης, στις λέξεις. Μας παρουσιάζει, λοιπόν, τη διαδικασία αποθησαύρισης των λέξεων εκείνων που αποτελούν το μέσο για να εκφέρει τον ποιητικό του λόγο.


Τη στιγμή που οι άλλοι άνθρωποι (πιθανώς και ομότεχνοί του) ξοδεύουν άσκοπα τη ζωή τους σε διασκεδάσεις ή ασήμαντες ενασχολήσεις και κάποιοι άλλοι έχοντας χάσει τη ζωτικότητά τους ετοιμάζονται να πεθάνουν (σκέψη που μπορεί να εκληφθεί είτε ως κυριολεκτική αναφορά σε άτομα μεγάλης ηλικίας είτε καλύτερα ως αναφορά σε άτομα που έχουν θέσει σε τόσο στενά όρια τη ζωής τους κι έχουν χάσει κάθε ίχνος απορίας και διάθεσης για αναζήτηση, που είναι πια σαν να περιμένουν απλώς το θάνατό τους), ο ποιητής καταφεύγει σε ολονύχτιες αναζητήσεις για τις ψηφίδες εκείνες, για τις λέξεις δηλαδή, που θα διατυπώσουν όσο πληρέστερα γίνεται τις σκέψεις του.


Οι ψηφίδες-λέξεις αυτές θα πρέπει να είναι αδιάφθορες, να μην έχουν χάσει το νόημά τους, έστω κι αν χρησιμοποιούνται διαρκώς στους καθημερινούς μονολόγους. 

(Ο ποιητής επιλέγει να μιλήσει για μονολόγους και όχι για διαλόγους, υπαινισσόμενος την έλλειψη ουσιαστικής επικοινωνίας μεταξύ των ατόμων, οι οποίοι όταν μιλούν είναι πια σα να εκφέρουν ο καθένας το δικό του εγωκεντρικό μονόλογο.)

Οι λέξεις, λοιπόν, που αναζητά ο ποιητής θα πρέπει, έστω κι αν βρίσκονται σε διαρκή χρήση, να διατηρούν τη δυνατότητα να μεταδώσουν το επιδιωκόμενο συναίσθημα. 
Ο ποιητής εδώ δεν επιδιώκει την έκφραση νοημάτων, δοθέντος ότι ούτως ή άλλως εκείνα που θέλει να διατυπώσει στην ποίησή του είναι ασυνάρτητα συναισθήματα και όχι ακέραιες σκέψεις.

«Να φεγγρίζουν
μες στο πυκνό σκοτάδι τους σαν τ’ αχαμνά ζωύφια
τυχαίες, σκοτωμένες απ’ το νόημα
με αίσθημα ποτισμένες.»

Ο ποιητής, επομένως, αναζητά λέξεις, οι οποίες να εκπέμπουν φως, να τους έχει απομείνει δηλαδή κάποια αξία ακόμη, μέσα στο σκοτάδι που έχουν περιέλθει από τη διαρκή χρήση. 

Λέξεις που είναι ακόμη ικανές να αγγίξουν τον αναγνώστη, έστω κι αν από τις τόσες φορές που έχουν ειπωθεί, μοιάζουν να έχουν χάσει κάθε ουσία.

Λέξεις τυχαίες, σαν ασήμαντα ζωύφια, οι οποίες αν κι έχουν χάσει πια το νοηματικό τους βάρος, παραμένουν εντούτοις ποτισμένες με αίσθημα.

Ο Ασλάνογλου δεν συνθέτει τα ποιήματά του αναζητώντας σπάνιες λέξεις, άφθαρτες από την καθημερινή χρήση. 
Δεν ψάχνει λέξεις που να είναι ανοίκειες στο αναγνωστικό κοινό, αντιθέτως, αναζητά το λεκτικό του υλικό στην καθημερινή ομιλία, γιατί εκείνες ακριβώς οι λέξεις που μοιάζουν να έχουν χάσει τη νοηματική τους υπόσταση, διαθέτουν ένα πολύτιμο χάρισμα, έχουν φορτιστεί, στην πάροδο των χρόνων, με ιδιαίτερη συναισθηματική ένταση.

Όσα θέλει να εκφράσει ο Ασλάνογλου δεν είναι περίπλοκα νοήματα ή στιβαρές σκέψεις, είναι μια ένταση συναισθηματική που με την αταξία της ταράζει τον εσωτερικό του κόσμο. 

Ο ποιητής θέλει να εκτονώσει τη δυναμική αυτή που προκαλείται στην ψυχή του, από την πληθώρα των ανέκφραστων συναισθημάτων και για να το κατορθώσει αυτό χρειάζεται λέξεις, όχι πρωτάκουστες, αλλά λέξεις δοκιμασμένες για χρόνια από τον κόσμο, που μπορούν ακόμη να μεταφέρουν το πιο πολύτιμο απ’ όλα, να μεταφέρουν τα αισθήματα του ποιητή. 

Δείτε επίσης:

Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου «Η ποίηση δε μας αλλάζει»



24 ~ Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου: Οι ποιητές είναι πουλιά που πετούν


* Έζησα πιστεύοντας στην απόλυτη ελευθερία της βούλησης. 'Εζησα πιστεύοντας ότι μπορούμε τελικώς να κάνουμε ό,τι θέλουμε προκειμένου να ολοκληρώσουμε την προσωπικότητά μας μέσα σε ένα κοινωνικό δεδομένο. 
Βασικά, τώρα πια ξέρω ότι η άσκηση της ελευθερίας της βούλησης έχει να κάνει με μια αλυσίδα μικροκαταναγκασμών. Δυστυχώς, η ελευθερία της βούλησης δεν περνάει μέσα από τις ιδανικότερες συνθήκες.
*
 Οι ποιητές δεν θέλουν χώρο. Οι ποιητές είναι πουλιά που πετούν. Σπάνια ξεκουράζονται ακουμπώντας στη γη. Οι ποιητές παντού είναι ανεπιθύμητοι γιατί είναι ριζοσπάστες, αρνητές, υπενθυμίζουν την πλήξη που φέρουν όλοι όσοι έχουν αφεθεί στην καθημερινότητα.
*
 Ξεκινώ πάντα από μια έμπνευση. Μια αφορμή ανεξήγητη, αυτό είναι η έμπνευση... σχεδόν κατακέφαλα σε βρίσκει. Με βρίσκει συχνά όταν κάνω πράγματα που δεν έχουν να κάνουν με τη δημιουργική εργασία. Όταν διαβάζω, όταν περπατάω, όταν χαζεύω στους δρόμους. Πολλές φορές το ερέθισμα είναι οπτικό ή ακουστικό. Βασικά είμαι εικονοπλάστης, δηλαδή στα ποιήματά μου υπάρχει έντονα μια εικονοπλασία και σκέψη. Απεχθάνομαι τις διανοητικές κατασκευές, απεχθάνομαι τα φραστικά κλισέ ή τη στιχουργική σκέψη. Με ενδιαφέρει η σκέψη να είναι βιωματική, να δένεται στενά με το βίωμα.
Συχνά στα ποιήματά μου μπερδεύεται το "εγώ" με το "εσύ". Στον προσεκτικό αναγνώστη αυτό φαίνεται καθαρά. Στα ποιήματά μου το "εγώ" και το "εσύ" είναι το ίδιο πρόσωπο. Αυτό είναι στοιχείο αυτιστικό. Μου το είπε ένας ψυχίατρος... αυτός το παρατήρησε, εγώ δεν το ήξερα.
Αποφεύγω τον κλειστό χώρο. Μ' αρέσει να ζω έξω από το σπίτι... να περπατάω, να χαζεύω στους δρόμους. Μ' αρέσει όπως γράφω και σ' ένα μου ποίημα, το σεργιάνι. Γενικά όταν βρίσκομαι στο δρόμο πολλαπλασιάζομαι, ταυτίζομαι με τον έξω κόσμο. Ενώ όταν είμαι μόνος στο δωμάτιό μου, σε ένα οποιοδήποτε δωμάτιο, απομονώνομαι, χάνω την επαφή μου με τον κόσμο.
 Κα αν μείνω μέσα πάνω από 24 ώρες χάνω κάθε επαφή. Αν μείνω μέρες; Tα πράγματα χειροτερεύουν επικίνδυνα.
 Γι αυτό είμαι συνεχώς έξω... οι κλειστοί χώροι για μένα είναι απειλή. Ενώ μέσα στους θορύβους της πόλης νιώθω μια ασφάλεια. Με τρελαίνουν οι εναλλασσόμενες οπτικές παραστάσεις.
 Γι αυτό και τρώω πάντα έξω. Τις περισσότερες ώρες της ημέρας είμαι έξω... γράφω έξω, διαβάζω έξω.
Ζω σε διάσταση με το κοινωνικό σύνολο αρχικά. Μετά εξαναγκάστηκα σ' αυτή την επιλογή και, τέλος, αυτή η επιλογή βοηθάει τη διάθεση που έχω για μια κοινωνική καταξίωση μέσα από μια καριέρα και μέσα από ένα δημιουργικό λογοτεχνικό έργο.
'Εγραφα ποιήματα από το '46... Πολλά από αυτά διαβάζονται ακόμη. Το πρώτο μου ποίημα το έγραψα σε ηλικία 15 χρονών... 
Ήμουν πρώιμο ταλέντο... Τελειώνοντας το σχολείο συνέχισα να γράφω ποίηση και το '53 δημοσιεύω στον "Πυρσό", ένα περιοδικό που έβγαζε ο Σύλλογος Αποφοίτων του Πειραματικού Σχολείου, το πρώτο μου ποίημα. 
Ήταν ο "Σταθμός Λιτόχωρου". Ήμουν τότε στρατιώτης, διαβιβαστής στο Χαϊδάρι. Ένα χρόνο πριν πάω στρατό βρέθηκα στο Λουτράκι για ένα μήνα... λίγο μετά το θάνατο του Σικελιανού. Τότε διάβαζα πολύ Σικελιανό, κυρίως τις τραγωδίες του.
Δεν έχω τηλεόραση σπίτι μου γιατί δεν μου δόθηκε η ευκαιρία να πάρω. Αν έπαιρνα πάντως, αν είχα την οικονομική δυνατότητα, θα έπαιρνα έγχρωμη... μ' αρέσει η έγχρωμη.
*
 ...προτιμώ τα ζαχαροπλαστεία του Πειραιά. Κατεβαίνω στον Πειραιά με λεωφορείο. Ο Πειραιάς μ' αρέσει περισσότερο από το κέντρο της Αθήνας... τον βρίσκω πιο τουριστικό. 
Γι αυτό κι εγώ πηγαίνω στο Πασαλιμάνι, που μ' αρέσει πολύ, στου Παπασπύρου. Και η Καστέλλα μ' αρέσει. Είναι εξάλλου τα πιο τουριστικά μέρη του Πειραιά. Επίσης μ' αρέσει και η Κηφισιά όταν κάνει πού ζέστη.
Διακατέχομαι πολλές φορές από τον φόβο του θανάτου. Φοβάμαι τον θάνατο, φοβάμαι την ανυπαρξία, φοβάμαι την μετάβαση από την κατάσταση της ζωής στην κατάσταση του θανάτου. 
Αυτό είναι το πιο βασικό μου πρόβλημα με την ιδέα του θανάτου.
Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου (1931-1996)




* Το κείμενο και οι φωτογραφίες είναι από την ΟΔΟ ΠΑΝΟΣ, τ.90/91/92
(αφιερωματικό τεύχος στον ποιητή). Είναι αποσπάσματα από συνέντευξη
που έδωσε ο Ν-Α.Α. στους Θ.Λάλα και Λ.Ταγματάρχη και
πρωτοδημοσιεύθηκε στο Βήμα, στις αρχές του 1991


ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ






redline  
Βιογραφικά Σημειώματα των Ποιητών που Ανθολογούνται
 
•  Καβάφης Κ.Π(1863-1933). Γεννήθηκε και πέθανε στην Αλεξάνδρεια. Κορυφαίος έλληνας ποιητής με παγκόσμια αναγνώριση. Επηρέασε καταλυτικά τους νεότερους ποιητές. (Βλ. βιογραφικά του ποιητή ΚΝΛ, Γ' Λυκείου, σ. 25. Από τα 256 σωζόμενα ποιήματά του, τα 100 έχουν κατά τρόπο άμεσο ή έμμεσο ως θέμα τους την ίδια την ποίηση, (βλ. Γ.Π. Σαββίδης, «Ποιήματα Ποιητικής του Καβάφη», Μικρά Καβαφικά, τόμ. Α', σ. 282-311).
•  Καρυωτάκης Κώστας (Τρίπολη 1896-Πρέβεζα 1928). Ο σημαντικότερος ποιητής της γενιάς των νεοσυμβολιστών του μεσοπολέμου. Επηρέασε σημαντικά τη νεότερη ποίηση, (Βλ. βιογραφικά του ποιητή ΚΝΛ, Γ' Λυκείου, σ. 37). Από τα 166 ποιήματα του Καρυωτάκη, τα 74 είναι ποιήματα «ποιητικής» (Βλ. Άντεια Φραντζή, «Η ποίηση της ποίησης», Αντί (αφιέρωμα στον Καρυωτάκη) τεύχ. 623, 13-12-1996, σ. 62-64).
•  Πολυδούρη Μαρία (Καλαμάτα 1902-Αθήνα 1930). Λυρική ποιήτρια της γενιάς των νεοσυμβολιστών του μεσοπολέμου. Η ποίησή της διακρίνεται από μελαγχολική διάθεση. Συγκεντρωτική έκδοση: Μαρία Πολυδούρη Άπαντα, εισαγ.-επιμ.-σχολ. Τάκης Μενδράκος, Αστέρι 1982.
  Σκαρίμπας Γιάννης (1893-1984). Γεννήθηκε στην Αγία Ευθυμία Παρνασσίδος, αλλά έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη Χαλκίδα, όπου και πέθανε. Ποιητής, πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Από τους τελευταίους εκπροσώπους του νεοσυμβολισμού (Βλ. βιογραφικά του ποιητή ΚΝΛ, Α' Λυκείου, σ. 358).
•  Αναγνωστάκης Μανόλης (γεν. 1925). Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Από τους πλέον αντιπροσωπευτικούς εκπροσώπους της πολιτικής ποίησης της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του: Μανόλης Αναγνωστάκης, Τα ποιήματα, (1941-1971), Στιγμή 1985. (Βλ. βιογραφικά του ποιητή ΚΝΛ, Β' Λυκείου, σ. 298). Για την πολιτική ποίηση του Αναγνωστάκη, βλ. Δημήτρης Μαρωνίτης, Ποιητική και πολιτική ηθική, Κέδρος 1976.
•  Σαχτούρης Μίλτος (γεν. 1919). Γεννήθηκε στην Αθήνα, όπου ζει. Από τους πιο αντιπροσωπευτικούς ποιητές της μεταπολεμικής ποίησης (Βλ. βιογραφικά του ποιητή ΚΝΛ, Β' Λυκείου, σ. 288). Συγκεντρωτική έκδοση: Μίλτος Σαχτούρης Ποιήματα (1945-1971), Κέδρος, 1977. «Κάθε ποίημά του είναι ένα μοντάζ από εικόνες» (Βλ. Γιάννης Δάλλας, Ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης, Κέδρος, 1997, σ. 61).
•  Εγγονόπουλος Νίκος (1910-1985). Γεννήθηκε και πέθανε στην Αθήνα. Ποιητής και ζωγράφος. Από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους του ελληνικού υπερρεαλισμού. (Βλ. βιογραφικά του ποιητή ΚΝΛ, Α' Λυκείου, σ. 244). Τελευταίο του έργο: Στην κοιλάδα με τους ροδώνες, 1978.
•  Ελύτης Οδυσσέας (Ηράκλειο 1911-Αθήνα 1996), Κορυφαίος έλληνας υπερρεαλιστής ποιητής. Τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ το 1979. (Βλ. βιογραφικά του ποιητή ΚΝΛ, Α' Λυκείου, σ. 234). Η τελευταία ποιητική συλλογή που κυκλοφόρησε όσο ζούσε (Δυτικά της λύπης, Ίκαρος, 1995), τελειώνει με τους στίχους: Ποίηση μόνο είναι /κείνο που απομένει. Ποίηση. Δίκαιη και ουσιαστική κι ευθεία.. / Όπως μπορεί και να την φαντασθήκαν οι πρωτόπλαστοι. /Δίκαιη στα στυφά του κήπου και στο ρολόι αλάθητη.
•  Παυλόπουλος Γιώργης (γεν. 1924). Γεννήθηκε στον Πύργο της Ηλείας όπου και ζει. Ανήκει στην πρώτη μεταπολεμική ποιητική γενιά. Έχει δημοσιεύσει τις συλλογές: Το Κατώγι, Ερμής 1971, Το Σακί, Κέδρος 1980, Τα Αντικλείδια, Στιγμή 1988, Τριάντα Τρία Χάι-κουΛίγος άμμος, Νεφέλη 1997. «Τα αντικλείδια του Παυλόπουλου πρέπει πρώτα να ακουστούν μόνα τους: ως δοκιμές για να οριστεί το άπιαστο είδωλο της ποίησης και το φάντασμα του ενός ποιήματος». (Βλ. Δημήτρης Μαρωνίτης, «Τα αντικλείδια της ποίησης», Διαλέξεις, Στιγμή 1992, σ. 135-151).

 

redline  Οι Ορισμοί της Ποίησης
 
α) Στην καθημερινή χρήση

Έχοντας ακούσει πάρα πολλές φορές τη φράση «αυτό δεν είναι ποίηση» να προφέρεται για τα πιο διαφορετικά έργα, κι όχι μονάχα τα λεγόμενα «σύγχρονα» ή «μοντέρνα», σκέφτηκα πως θα ήταν χρήσιμο να ερευνήσει κανείς και να κατατάξει, αν γίνεται, τις απόψεις που κυκλοφορούν στο ευρύτερο κοινό.

 Ρωτώντας, λοιπόν, «τι είναι ποίηση» πήρα ένα πλήθος απαντήσεις με προθυμία, γιατί δεν υπάρχει σχεδόν άνθρωπος που να μην είναι βέβαιος ότι ξέρει στα σίγουρα τι είναι ποίηση —και τούτο αντικρούει, βέβαια, τον ισχυρισμό ότι δήθεν «δεν ενδιαφέρεται κανείς»— απαντήσεις παράξενες, που, μερικές απ' αυτές, μ' ευσυνειδησία καταγράφω:

«Η πραγματική ποίηση έχει αλήθεια», «έχει πάθος», «έχει υψηλά νοήματα», «έχει προσιτά» ή «σημαντικά νοήματα». «Η πραγματική ποίηση έχει συγκίνηση», «μουσικότητα», «δυνατά συναισθήματα», «αυθορμητισμό» ή «εκφράζει» —δηλαδή έχει και την ιδιότητα να εκφράζει— όλα τα παραπάνω και πολλά ακόμη, παρόμοια, που για συντομία παραλείπονται...

... Ποιος άραγε είναι ο βυθός του ποιητικού «βάθους»; πρόκειται μήπως για το βάθος της σύγχρονης ψυχολογίας; ή για βάθος φιλοσοφικό; ή για τον πάτο της θάλασσας; Και με ποιον αλάνθαστο τρόπο θ' ανιχνεύσω και θα μετρήσω μέσα στα κείμενα την «συγκίνηση»; Και ποιο θα πρέπει να είναι το «σύνολο αναφοράς»... της αλήθειας που ζητώ; Ο κόσμος από την σκοπιά των επιστημών; 

Αποκλείεται. Δεν ζητάω από το ποίημα μαθηματικές, ηλεκτρονικές, νομικές, οικονομικές βεβαιότητες. (Άλλο θέμα αν ο ιστορικός ή ο κοινωνιολόγος μπορούν να συλλέξουν από το ίδιο κείμενο ορισμένες πληροφορίες).
 Ο κόσμος ως ορίζοντας της απλής εμπειρίας; Αποκλείεται. Δεν διαβάζω ένα ποίημα για να πληροφορηθώ ότι τα φύλλα είναι πράσινα, τα μήλα κόκκινα, ο ήλιος καίει το καλοκαίρι ή το φαγητό καίγεται στην κατσαρόλα.


Μένει ο κόσμος ως «άλλη διάσταση», με όποιο όνομα κι αν δίνεται· τα πράγματα της καρδιάς, τα πράγματα της συνείδησης, τα πράγματα ως «ιστορικότητα», τα πράγματα ως «υπαρξιακός ορίζοντας», τα πράγματα ως «νοούμενα», ο κόσμος ως παρουσία ή απουσία του όντος, και γι' αυτή τη διάσταση, όπως κι αν την ονομάσουμε, δεν υπάρχει υποδεκάμετρο, γενικά κι απόλυτα παραδεκτό...

Πλήθος οι «απόψεις» για την ποίηση, μονόπλευρες, συχνά ως την μισαλλοδοξία. Και, αλίμονο, αυτός που αρχίζει να μιλάει με τη φράση «ποίηση είναι...», ή, «ποίηση δεν είναι...» ετούτο ή εκείνο το αόριστο, ξεχνάει πως αναφέρεται σ' ένα χώρο ιδιωτικό, κατοικημένο από κάποια πλάσματα της ποίησης, κάποια κείμενα που έφερε να στεγάσει μια διάθεση ή μια ανάγκη της ψυχής, αλλά κι οι τύχες της στιγμής και, ακόμα, οι συνήθειες ενός περιβάλλοντος.
Τα ποιήματα που κάποιος αγαπάει του ανήκουν κατά κάποιο τρόπο, είναι κομμάτι της προσωπικότητάς του. Όμως, όσο ψυχολογικό ενδιαφέρον έχουν οι αποφάνσεις για την ποίηση, όπως κάθε τι που δίνει μια πληροφορία για τον κλειστό κύκλο μιας άλλης προσωπικότητας, άλλο τόσο μπερδεύουν τα πράγματα, δυσκολεύουν τη συζήτηση και στο τέλος πέφτουν στο νερό σαν τις πέτρες που δεν βεβαιώνουν παρά το παιχνίδι του παιδιού που τις πέταξε.

 

β) Στην «κριτική»

Ένα παρόμοιο παιχνίδι, με τις άδειες λέξεις και την πομπώδη προφορά μεταφερμένες από την ιδιωτική συζήτηση στις στήλες του τύπου και στις σελίδες των βιβλίων, είναι, κατά κανόνα, —οι ελάχιστες εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν— και η γύρω από την ποίηση ανεμολογία ή «παραφιλολογία». 

Με τη διαφορά ότι ο «κριτικός» δεν ξεχνάει αλλά συνειδητά παραβλέπει —εκτός αν δεν έχει ποτέ σκεφτεί τι του συμβαίνει— το γεγονός, ότι κι οι δικές του αποφάνσεις προσδιορίζονται από ορισμένα κείμενα που διάλεξε, ή έμαθε, ή έτυχε να πιστεύει, πως είναι η ποίηση· ότι αυτά φέρνει στο νου του όταν προσπαθεί να προβάλει, να εξηγήσει, να αποδείξει: «τι είναι η ποίηση».

... Όταν, στο ίδιο έργο, ο ένας κριτικός βρίσκει κάτι κι ο άλλος τίποτε, έχει οπωσδήποτε δίκιο αυτός που βρίσκει, γιατί ο αρνητικός προσδιορισμός είναι πάντα πιο αδύνατος και μάλιστα όταν δεν εξαντλεί τις αρνητικές περιπτώσεις· π.χ., όταν λέμε ότι το κείμενο που μας δίνεται δεν είναι ποίημα γλυστράμε στην εύκολη αοριστία· το μη-ποίημα είναι ένας ολόκληρος κόσμος.

 Θα πρέπει να διακρίνουμε ανάμεσα στον κριτικό που βρίσκει και παραθέτει ορισμένα πραγματικά στοιχεία και στον άλλο που αναμασάει βάθη, ύψη, συγκινήσεις κλπ. Αντίστροφα, θα πρέπει να διακρίνουμε ανάμεσα στον «κριτικό» που δεν βρίσκει βάθη, ύψη, συγκινήσεις κλπ. και σ' εκείνον που βρίσκει πραγματικά στοιχεία και δείχνει για ποιες συγκεκριμένες αιτίες το κείμενο που κρίνει είναι π.χ. μια απομίμηση ενός γνωστού προτύπου. 

Το «δεν βρίσκω» του «κριτικού» δεν σημαίνει τίποτε. Μεταφερμένο σε άλλους όρους είναι τόσο χρήσιμο όσο π.χ. μια δημοσιογραφική ανταπόκριση που θα μας πληροφορούσε ότι κάποιος δεν βρήκε ούτε ένα πιγκουίνο στον Ισημερινό, ούτε μια λεοπάρδαλη —ή ακόμα και τίποτε πράσινα άλογα— στον Βόρειο Πόλο. 

Μα ο ανταποκριτής μας μπορεί να ψάχνει το σωστό ζώο στον σωστό τόπο και χάρη σε μια σειρά κακών συμπτώσεων, να μην καταφέρει να δει ούτε μια λεοπάρδαλη στο ταξίδι. Μια ανταπόκριση που θα επαναλάμβανε με δεκαπέντε τρόπους «δεν είδα τη λεοπάρδαλη», θα 'ταν δημοσιογραφία απαράδεκτη. 
Δεν πληροφορούμαστε τίποτε όταν κάποιος αρχίζει και τελειώνει λέγοντας «δεν βρήκα αυτό που περίμενα να βρω, αυτό που εγώ νομίζω ότι είναι η ποίηση, ο Βόρειος Πόλος ή η Αφρική».

... Στο τέλος τι άλλο κάνει ο «κριτικός» παρά να διαβάζει για λογαριασμό των άλλων για να πληροφορεί, για να βάζει μια τάξη στο πλήθος των εκδόσεων, έτσι που να μπορεί να διαλέγει ένα βιβλίο ο ενδεχόμενος αναγνώστης; 
Εκείνο που ενδιαφέρει τον ενδεχόμενο αναγνώστη δεν είναι οι «περί Ποιήσεως» συνταγές του «κριτικού» αλλά μερικές ακριβείς πληροφορίες για τα έργα που κυκλοφορούν.

Σε κάθε περίπτωση, δεν υπάρχουν συνταγές για τη ποίηση. Το μυστικό που κρύβεται μέσα στο ποίημα, ίσως μέσα στον ποιητή, ισχύει για μια μονάχα περίπτωση και δεν έχει καμιά σχέση με τις αόριστες γενικεύσεις είτε του ανειδίκευτου αναγνώστη, είτε του «κριτικού», είτε του θεωρητικού της ποίησης.
Γιατί;

 

γ) Οι καθαυτό ορισμοί

«Ποίηση», κατά τον Ντιλτάυ, «είναι το βίωμα που υψώνεται ως τη σημαντικότητά του αποκαλύπτοντας μια χαρακτηριστική άποψη της ζωής». «Είναι η γλώσσα όχι της αλήθειας αλλά της δημιουργίας», κατά τον Βαλερύ. 
«Η αφηρημένη σύλληψη μιας ιδιωτικής εμπειρίας που στην οριακή της ένταση γίνεται παγκόσμια», κατά τον Έλιοτ «Η υπέρτατη μορφή της συγκινησιακής χρήσης της γλώσσας», κατά τον Ρίτσαρντς. Και, κατά το λεξικό της Οξφόρδης, «Υψηλή έκφραση υψηλής σκέψης ή συναισθήματα σε έμμετρη μορφή».

Μένουμε έκθαμβοι για μια στιγμή. Όλα αυτά είναι πολύ ωραία και, με κάποιο τρόπο, σωστά. 
Ωστόσο, προσέχοντας καλύτερα, θα διαπιστώσουμε ότι καθένας από τους ορισμούς αυτούς περιέχει και μια δόση αυθαιρεσίας· εισάγει έναν όρο που δεν προσδιορίζεται συλλογιστικά· έναν απαραίτητο, καθώς φαίνεται, άγνωστο. Ας αναλύσουμε:

«Ποίηση είναι το βίωμα που υψώνεται ως τη σημαντικότητά του αποκαλύπτοντας μια χαρακτηριστική άποψη της ζωής».

«Βίωμα», γνωρίζουμε λίγο-πολύ τι σημαίνει. Ακόμη, μπορούμε να εννοήσουμε το «αποκαλύπτοντας μια χαρακτηριστική άποψη της ζωής». Πώς συνδυάζονται τα δύο; Εδώ μπαίνει στη μέση η αυθαιρεσία και μας λέει ότι δεν πρόκειται για ένα οποιοδήποτε βίωμα, αλλά μόνο για εκείνο «που υψώνεται ως τη σημαντικότητά του αποκαλύπτοντας...». 
Πώς ακριβώς, με ποιο τρόπο γίνεται αυτή η ανύψωση, αυτή η μετατροπή; Χάρη σε ποιαν αλχημεία; Δεν το μαθαίνουμε.

 Ο άγνωστος, με τη μορφή εκθέτη «ν», έχει κάνει την εμφάνισή του. Το ίδιο και με τους υπόλοιπους ορισμούς. Ο καθένας φέρει τον δικό του άγνωστο που καλείται να προσδιορίσει είτε το «βίωμα» είτε την «αφηρημένη σύλληψη», είτε την «χρήση της γλώσσας», είτε την «έκφραση».

Ο άγνωστος «ν» αντιστοιχεί σε μιαν αλήθεια που μοιράζονται σιωπηρά όλοι οι ορισμοί: Απ' όπου κι αν ξεκινήσουμε για να δώσουμε έναν ορισμό της ποίησης, όπου κι αν ρίξουμε το βάρος, θα καταλήξουμε στο ίδιο αποτέλεσμα, στην εισαγωγή ενός συντελεστή ρευστού, απροσδιόριστου και, κατά συνέπεια, στην παραδοχή μιας ποιητικής αλχημείας· στο «κάτι» που ξεφεύγει, γλυστράει μέσα απ' τα χέρια μας, είναι συνεχώς πιο πέρα, έτσι που να μη μπορεί καμιά διανοητική ευστροφία να το περικλείσει.

Παρ' ολα αυτά, το ερώτημα «τι είναι ποίηση» δεν έπαψε ποτέ να απασχολεί και, συχνά, να βασανίζει την ανθρώπινη σκέψη. Κάθε τόσο δίνεται μια απάντηση που θεωρείται οριστική, ώσπου μια επόμενη απάντηση να την καταργήσει ή να την τροποποιήσει. 

Το φαινόμενο της διαδοχής των ποιητικών θεωριών το έχουν επισημάνει και ο Βαλερύ και ο Μάνλεϋ Χόπκινς και, στον ελληνικό χώρο, ο Σεφέρης. Οι ποιητικές θεωρίες συστηματοποιούν τους κανόνες που θέτουν κάθε φορά τα ποιητικά έργα. Καθώς τα περιθώρια για καινούργια έργα είναι ανεξάντλητα, θα υπάρχουν πάντα περιθώρια για νέες θεωρίες. Η ποίηση «γίγνεται» αδιάκοπα. 

Ο οριστικός ορισμός θα μπορούσε να διατυπωθεί όταν θα 'χε γραφτεί και το τελευταίο ποίημα. Ας σημειωθεί, ότι υπάρχει κάποια διαφορά ανάμεσα στη γενίκευση του Έλιοτ και του Βαλερύ από τη μια μεριά, του Ντιλτάυ, του Ρίτσαρντς και του λεξικού, από την άλλη. Οι πρώτοι, δημιουργοί και οι δυο, ξεκινούν από τους κανόνες της δικής τους ποίησης. 

Οι άλλοι ξεκινούν από μιαν ειδική θέα του κόσμου και προσπαθούν να περικλείσουν μέσα σ' αυτήν και την ποίηση. Όλοι, ωστόσο, «υψώνουν» —για να μεταχειριστούμε κι εμείς την λέξη— στον εκθέτη της συγκροτημένης σκέψης τις κουβέντες των ανειδίκευτων συνομιλητών μας, που ο ένας βρήκε την «μουσικότητα» στο σονέτο και μένει αμετακίνητος πιστός του Μαβίλη, ο άλλος βρήκε την «συγκίνηση» στο Σολωμό και δεν θέλει να πάει πιο πέρα, και, ο τρίτος, ψάχνει παντού, πρώτ' απ' όλα για σημαντικά «νοήματα».

Οι γενικεύσεις εξαρτούν την ποίηση είτε από κάτι που στέκει έξω, μια αυθαίρετη προστακτική, είτε από κάτι «εντός και εν μέρει», π.χ. «το ποίημα πρέπει να έχει μέτρο»· αλλά κάθε έμμετρος λόγος δεν είναι ποίημα. Ή, «το ποίημα πρέπει να περιέχει ιδέες»· στους αντίποδες ο Μαλλαρμέ: «το ποίημα φτιάχνεται όχι με ιδέες αλλά με λέξεις». 

Όταν η ιδέα είναι του Σολωμού και η λέξη του Βαλερύ, σταματούμε και σωπαίνουμε. Μα και η πιο σημαντική ιδέα, μόνη της, δεν φτάνει για να φτιάξει ένα στίχο· ούτε καν το «Cogito ergo sum». Και με τις λέξεις, πολλά φτιάχνονται, ακόμα κι ένα λεξικό, ακόμα και οι παραποιήσεις των μιμητών του Μαλλαρμέ.
Πώς όμως θ' ασφαλιστεί η μελέτη της ποίησης από την αυθαιρεσία; Να φανταστούμε μια γενίκευση βασισμένη στις σύγχρονες τεχνικές μεθόδους; Π.χ., μια υπολογιστική μηχανή, τροφοδοτούμενη με τα έργα των μεγάλων ποιητών θα ήταν ίσως δυνατό να αποδώσει μερικούς σταθερούς όρους που θα μπορούσαν να χρησιμοποιούνται για την σύγκριση, ενώ συγχρόνως θα ήσαν, όλοι μαζί, ο τελικός ορισμός της ποίησης; Πάλι δεν παρακάμπτεται η αρχική δυσκολία. 

Το πρόβλημα θα μετατοπιζόταν στο ποιος, με τι, και ζητώντας τι, τροφοδοτεί τον υπολογιστή. Κι αν ακόμα κατορθώναμε να περικλείσουμε κάποια από τα μονιμότερα χαρακτηριστικά των διαφόρων περιπτώσεων ποίησης, πάλι δεν θα μπορούσαμε να προβλέψουμε π.χ. μιαν Ιλιάδα του μέλλοντος· και πώς θ' αποκλείσουμε ότι θα γραφτούν στο μέλλον σημαντικά έργα που θα 'ναι το αποτέλεσμα δυνατοτήτων που μας διαφεύγουν ολότελα σήμερα;

Είναι σημάδι της ζαλισμένης από την τεχνική πρόοδο εποχής μας, τ' ότι άνθρωποι σοβαροί προσπαθούν να βγάλουν σοβαρά συμπεράσματα από το ενδεχόμενο ότι μια μηχανή, που θα εργαζόταν απεριόριστα όλες τις λέξεις που χρησιμοποίησε ο Σαίξπηρ, θα έφτανε κάποτε να γράψει την Τρικυμία. 

Ξεχνάνε, πρώτα, πώς η μηχανή τροφοδοτήθηκε με τις λέξεις του Σαίξπηρ και, ακόμα, πως υπάρχει ήδη, πριν από το αποτέλεσμα, το πρότυπο που περιμένουμε ν' αναγνωρίσουμε, η Τρικυμία. 
Όμως, ακόμα κι αν εδίναμε ολόκληρο το αγγλικό λεξικό για να κατασκευαστεί ένα ποίημα είκοσι μονάχα στίχων, πάλι θα ήμασταν αναγκασμένοι να συγκρίνουμε το αποτέλεσμα προς τους σταθερούς όρους που αναφέρθηκαν πιο πάνω, για ν' αποφασίσουμε κατά πόσο παρουσιάζει τα διάφορα μόνιμα χαρακτηριστικά· και τότε, ο οποιοσδήποτε τραγέλαφος που θα συνδύαζε, π.χ., τον τρόπο του Κητς μ' εκείνον του Έλιοτ θα ονομαζόταν ποίημα, ενώ θα ήταν αδύνατο ν' ανιχνευθεί η αξία ενός πραγματικά νέου και πρωτότυπου έργου...

(Λύντια Στεφάνου. Το πρόβλημα της μεθόδου στη μελέτη της ποίησης, Κάλβος, 1972, σ. 13-22)

 


img5
Παράλληλα Κείμενα

 

redline  Ποιήματα για την Ποίηση στα Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας:
 

  1. Κωνσταντίνος Καβάφης, Το πρώτο σκαλί (Γ ' Γυμνασίου).
  2. Κάρολος Μπωντλαίρ, Άλμπατρος, (μετ. Αλέξανδρου Μπάρα, Γ' Γυμνασίου και Νεότερη Ευρωπαϊκή
          Λογοτεχνία
    , Β' Λυκείου, όπου και η μετάφραση του Νίκου Φωκά).
  3. Αντρέας Εμπειρίκος, Ο πλόκαμος της Αλταμίρας (απόσπασμα, Α' Λυκείου).
  4. Νίκος Εγγονόπουλος, Νέα περί του θανάτου του ποιητού Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα... (Α' Λυκείου).
  5. Γιώργος Σαραντάρης, Δεν είμαστε ποιητές σημαίνει... (Α' Λυκείου).
  6. Κωνσταντίνος Καβάφης, Νέοι της Σιδώνος, 400 μ.Χ. (Β' Λυκείου).
  7. Τάκης Σινόπουλος, Ο καιόμενος (Β' Λυκείου).
  8. Κώστας Καρυωτάκης, Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων (Β' Λυκείου).
  9. Τίτος Πατρίκιος, Οφειλή (Β' Λυκείου).
  10. Μίλτος Σαχτούρης, Ο στρατιώτης ποιητής (Γ' Λυκείου).
  11. Κώστας Καρυωτάκης, [Είμαστε κάτι...] (Γ' Λυκείου).

 

img10

 
Τα ποιήματα που ανθολογούνται στη συνέχεια, φωτίζουν και άλλες
 πλευρές του θέματος «Ποιήματα για την ποίηση» που δεν καλύπτονται
από την κυρίως
 ενότητα.

Επίσης δίνουν τη δυνατότητα να παρακολουθήσει κανείς μέσα
από ενδεικτική ανθολόγηση το πώς αντιμετωπίζει το θέμα η πιο πρό
σφατη ποιητική παραγωγή.

 

Γιάννης Ρίτσος (1909-1990)

Το χρέος των ποιητών
Πολλά ποιήματα είναι ποτάμια.
Άλλα είναι χαμολούλουδα σε βραδινό κάμπο.
Άλλα είναι σαν πέτρες που δε χτίζουν τίποτα.
Πολλοί στίχοι είναι σα στρατιώτες έτοιμοι για τη μάχη.
Άλλοι σα λιποτάχτες κρυμμένοι πίσω απ' τ' ανθισμένα δέντρα.
Άλλοι σαν άγνωστοι στρατιώτες που δεν έχουν πρόσωπο.
Πολλά ποιήματα φωνάζουν δυνατά χωρίς ν' ακούγονται.
Άλλα σωπαίνουνε με σταυρωμένα χέρια
άλλα σταυρώνονται και μιλούν σταυρωμένα.
Πολλοί στίχοι είναι σαν εργαλεία,
εργαλεία σκουριασμένα, ριγμένα στο χώμα
κι άλλα καινούργια που δουλεύουν το χώμα.
Πολλά ποιήματα είναι σαν όπλα
όπλα πεταμένα στο χώμα
κι όπλα στραμμένα στην καρδιά του εχθρού.
Πολλοί στίχοι στέκονται πίσω απ' τη σιωπή
σαν τα χλωμά παιδιά πίσω απ' τα τζάμια ενός ορφανοτροφείου —
κοιτάζουν μακριά μες στη βροχή — δεν ξέρουν τι να κάνουν, πού να πάνε.
Πολλά ποιήματα είναι σα δέντρα
άλλα σαν κυπαρίσσια σ' ένα λιόγερμα θλίψης
άλλα σα δέντρα οπωροφόρα σ' ένα κολχόζ.
Πολλοί στίχοι είναι σαν πόρτες —
πόρτες κλειστές σ' ερημωμένα σπίτια
και πόρτες ανοιχτές σε ήμερες συγυρισμένες ψυχές.
Είναι και μαύρες πόρτες καμένες σε μία πυρκαϊά,
κι άλλες τιναγμένες από μιαν έκρηξη
κι άλλες που μεταφέρουν ένα σκοτωμένο σύντροφο.
Υπάρχουν ποιήματα που καλπάζουν μες στο χρόνο
σαν το κόκκινο ιππικό του Σμύρνενσκη
ποιήματα καβαλάρηδες που αφήνουν τα γκέμια και πιάνουν την αξίνα.
Πολλά ποιήματα γονατίζουν στη μέση του δρόμου,
πολλά ποιήματα άνεργα μ' αδούλευτα χέρια,
πολλά ποιήματα εργάτες που ξεπερνούν χίλιες φορές τη νόρμα τους.
Υπάρχουν στίχοι σα δαντέλες στο λαιμό των κοριτσιών
ή σα δακτυλιδόπετρες με μικρές μυστικές παραστάσεις
κι άλλοι που πλαταγίζουν ψηλά σα ρωμαλέες σημαίες.
Πολλά ποιήματα μένουν αργά τη νύχτα στην ερημιά·
βρέχουν κάθε τόσο τα τέσσερα δάκτυλα των στίχων τους σ' ένα ρυάκι,
ύστερα χάνονται ονειροπαρμένα μες στο δάσος και πια δεν επιστρέφουν.
Πολλοί στίχοι είναι σαν αργυρές κλωστές
δεμένες στα καμπανάκια των άστρων —
αν τους τραβήξεις, μια ασημένια κωδωνοκρουσία δονεί τον ορίζοντα.
Πολλά ποιήματα βουλιάζουν μες στην ίδια τους τη λάμψη,
περήφανα ποιήματα· δεν καταδέχονται τίποτα να πουν.
Ξέρω πολλά ποιήματα που πνίγηκαν στο χρυσό πηγάδι της σελήνης.
Ένα σωστό ποίημα ποτέ δεν καθυστερεί σε μια γωνιά του ρεμβασμού.
Είναι πάντα στην ώρα του σαν τον συνειδητό, πρόθυμο εργάτη
είναι ένας έτοιμος στρατιώτης που λέει παρών στο πρώτο κάλεσμα της εποχής του.
Κάποτε οι ποιητές μοιάζουν με πουλιά στο δάσος του χρόνου,
οι άλμπατρος του Μπωντλαίρ, τα κοράκια του Πόε,
κάποτε σα σπουργίτια μες στο χιόνι ή σαν αητοί ψηλά σ' απόκρημνα ιδανικά.
Υπάρχουν και ποιήματα όμορφα σαν τα πουλιά Γκλουχάρ —
το Μάη και τον Απρίλη πνίγονται μες στο ίδιο τους ερωτικό τραγούδι
πνίγονται μες στη μελωδία τους και κουφαίνονται.
Το Μάη και τον Απρίλη τα χαράματα
μες στην κρυστάλλινη δροσιά του δάσους
βγαίνουν οι κυνηγοί με τα ντουφέκια τους και τα γκλουχάρ δεν τους ακούνε.
Το νου σας σύντροφοι ποιητές, αδέλφια μου,
ας κρατάμε τ' αυτί μας στυλωμένο στο γυαλί της σιωπής —
τα βήματα του εχθρού και του φίλου μας μοιάζουν στο θαμπόφωτο του δάσους.
Πρέπει να διακρίνουμε.
Το νου σας σύντροφοι ποιητές, μη και βουλιάξουμε μέσα στο τραγούδι μας
μη και μας εύρει ανέτοιμους η μεγάλη ώρα
— ένας ποιητής δίνει παρών στο πρώτο κάλεσμα της εποχής του.
Αλλιώς θα μείνουν τα τραγούδια μας πάνω απ' τις σκάλες των αιώνων
ταριχευμένα, ωραία κι ανώφελα πουλιά σαν τα γκλουχάρ εκείνα
τα γαλαζόμαυρα μες στους βασιλικούς διαδρόμους της Μπίστριτζας.
Σαν τα γκλουχάρ εκείνα με τα δυο φτερά τα σταυρωμένα,
σιωπηλά πένθιμα ταριχευμένα — διακόσμηση ξένων παλατιών —
με τα μάτια δυο μάταιες στρογγυλές απορίες κάτω απ' τα κόκκινα φρύδια τους.
Το νου σας σύντροφοι ποιητές, — ένας ποιητής
είναι ένας εργάτης στο πόστο του, ένας στρατιώτης στη βάρδια του,
ένας υπεύθυνος αρχηγός μπροστά στις δημοκρατικές στρατιές των στίχων του.

(Τα επικαιρικά, Βάρνα, 20-6-58)

img11

 

Νικηφόρος Βρεττάκος (1912-1991)

 

Αν δε μου ’δινες την ποίηση Κύριε
Αν δε μου 'δίνες την ποίηση, Κύριε,
δε θα 'χα τίποτα για να ζήσω
αυτά τα χωράφια δε θα 'ταν δικά μου.
Ενώ τώρα ευτύχησα να 'χω μηλιές,
να πετάξουνε κλώνους οι πέτρες μου,
να γιομίσουνε οι φούχτες μου ήλιο,
η έρημος μου λαό,
τα περιβόλια μου αηδόνια.
Λοιπόν πώς σου φαίνονται; Είδες
τα στάχυα μου, Κύριε; Είδες τ' αμπέλια μου;
είδες τι όμορφα που πέφτει το φως
στις γαλήνιες κοιλάδες μου;
Κι έχω ακόμη καιρό!
Δεν ξεχέρσωσα όλο το χώρο μου, Κύριε.
Μ' ανασκάφτει ο πόνος μου κι ο κλήρος μου μεγαλώνει.
Ασωτεύω το γέλιο μου σαν ψωμί που μοιράζεται
Ωστόσο
Δεν ξοδεύω τον ήλιο σου άδικα.
Δεν πετώ ούτε ψίχουλο απ' ό,τι μου δίνεις
γιατί σκέφτομαι την ερμιά και τις κατεβασιές του χειμώνα.
Γιατί θα 'ρθει το βράδυ μου. Γιατί φτάνει όπου να 'ναι
το βράδυ μου, Κύριε, και πρέπει
να 'χω κάμει πριν φύγω την καλύβα μου εκκλησιά
για τους τσοπάνηδες της αγάπης.

(Ο χρόνος και το ποτάμι, 1957)

img12

Νίκος Φωκάς (γεν. 1927)

 

Ο κάκτος
Με χρώμα γέρικου παχύδερμου απ' τη σκόνη
Μέρος κι εκείνος ενός σκουπιδαριού,
Ο κάκτος που θεωρείτο νεκρός
Άνθισε μετά από εννέα χρόνια.
Πράγματι, το τρομερό φύλλο με τις βελόνες
(Ένα ανάμεσα σε δώδεκα
Καθώς αποτελούσε τμήμα
Ενός πανίσχυρου συστήματος)
Πέταξε από την κόψη του μοναδικό
Το βαθυκόκκινο άνθος που,
Έξω από το σύστημα σχεδόν,
Θαρρείς ανήκε σε δικό του σύστημα
Έτσι καθώς ακροβατούσε στο κενό
Στην παρυφή του φύλλου,
Σε δηλωμένη και χρωματική και ποιοτική
Προς τον κάκτο αντίθεση.
Η εν λόγω συστηματική διαφωνία
Δεν είχ' άλλο ενδιαφέρον
Παρά μόνο σαν ποίηση
Σαν ακραία δυνατότητα μιας άνοιξης...

(Προβολέας στα μάτια, Κρύσταλλο, 1985)


img12

Άρης Αλεξάνδρου (1922-1978)

Η αναμμένη λάμπα
Εσείς που υπακούτε σε κυβερνήσεις και Π.Γ.
σαν τους νεοσύλλεκτους στο σιωπητήριο
θ' αναγνωρίσετε μια μέρα πως η ποσότητα της πίκρας
έτσι που νότιζε τούς τοίχους του κελιού
ήταν αναπόφευκτο να φτάσει στην ποιοτική μεταβολή της
και ν' ακουστεί
σαν ουρλιαχτό
σαν εκπυρσοκρότηση.
Εσείς που άλλα λέγατε στους φίλους σας κι άλλα στην
καθοδήγηση
θ' αναγνωρίσετε μια μέρα πως εγώ
ήμουνα μονάχα παραλήπτης
των όσων μου 'στελναν γραμμένα με λεμόνι
οι φυλακισμένοι
και των δυο ημισφαιρίων.
Αν μου πρέπει τιμή
είναι που είχα πάντοτε τη λάμπα αναμμένη μέσα στην
κάμαρά μου
κι έκανα την εμφάνιση των μυστικών τους μηνυμάτων
κρατώντας τις λογοκριμένες τους γραφές πάνω από τη
φλόγα.

(Ευθύτης οδών, 1947-1952)

*

Ντίνος Χριστιανόπουλος (γεν. 1931)

Εγκαταλείπω την ποίηση
Εγκαταλείπω την ποίηση δε θα πει προδοσία,
δε θα πει ανοίγω ένα παράθυρο για τη συναλλαγή.
Τέλειωσαν πια τα πρελούδια, ήρθε η ώρα του κατακλυσμού·
όσοι δεν είναι αρκετά κολασμένοι πρέπει επιτέλους να σωπάσουν,
να δουν με τι καινούριους τρόπους μπορούν να απαυδήσουν στη ζωή.
Εγκαταλείπω την ποίηση δε θα πει προδοσία.
Να μη με κατηγορήσουν για ευκολία, πως δεν έσκαψα βαθιά,
πως δε βύθισα το μαχαίρι στα πιο γυμνά μου κόκαλα·
όμως είμαι άνθρωπος και γω, επιτέλους κουράστηκα, πώς το λένε,
κούραση πιο τρομαχτική από την ποίηση υπάρχει;
Εγκαταλείπω την ποίηση δε θα πει προδοσία·
βρίσκει κανείς τόσους τρόπους να επιμεληθεί την καταστροφή του.

(Ποιήματα, «Διαγώνιος», 1985)

*

Βύρων Λεοντάρης (γεν. 1932)

[Τις λέξεις κουρταλώ και δε μου ανοίγουν]
Τις λέξεις κουρταλώ και δε μου ανοίγουν
γιατί πια δεν τις κατοικούν τα βάσανά μας.
Τις εγκατέλειψαν σάμπως να επίκειται σεισμός ή έκρηξη.
Ανάσα και χειρονομιά καμμιά μέσ' στα αδειανά φωνήεντα
κι ούτε ένα τρίξιμο απ' τα σύμφωνα
και μήτε τρέμισμα κορμιού ή κεριού
και μήτε σάλεμα σκιών στους τοίχους.
Ο κόσμος μετακόμισε στο απάνθρωπο
βολεύτηκε σ' αυτή την προσφυγιά
πήρε μαζί του για εικονίσματα φωτογραφίες δημίων
όργανα βασανιστηρίων για φυλαχτά
μιλάει μόνο με σήματα
μέσ' στην οχλαγωγία της ερημιάς
στις φαντασμαγορίες του τίποτε.
Έτσι κι εμείς αδειάσαμε
και μας ψεκάσαν με αναισθητικό
έτσι που αποξενωθήκαμε απ' τον πόνο
— αυτό δα είναι κι αν είναι αποξένωση... —
κι η ποίηση έγινε κραυγή έξω απ' τον πόνο.
Σμιλεύουμε σμιλεύουμε πληγές
σκαρώνοντας μνημεία και μπιμπελό
Αλλά το τρομερό καραδοκεί.
Ό,τι δεν είναι τέχνη μέσ' στην τέχνη
αυτό
το ανθρώπινο
αυτό
κι εμάς κι αυτήν θα μας ξεκάνει.

(Εν γη αλμυρά, 1996)

*

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ (γεν. 1939)

Ο τζίτζικας

Μέσα μου χιλιάδες τραγούδια στοιβάζονται καλοκαιρινά. Ανοίγω το στόμα μου και μες στο πάθος μου προσπαθώ να τους βάλω μια σειρά. Τραγουδώ. Άσχημα. Αλλά χάρη στο τραγούδι μου ξεχωρίζω από τις φλούδες των κλάδων και από τ' άλλα άφωνα ηχεία της φύσης. Η απέριττη περιβολή μου —γκρίζα κι ασβεστένια— μου αποκλείει κάθε παραφορά αισθητισμού κι έτσι αποκομμένος απ' τα φανταχτερά πανηγύρια του χρόνου, τραγουδάω. Άνοιξη, Πάσχα και βιολέτες δε γνωρίζω. Τη μόνη ανάσταση που ξέρω είναι όταν μόλις σηκώνεται κάποιο αεράκι και δροσίζει λίγο τη φοβερή κάψα της ζωής μου. Τότε παύω να ουρλιάζω —ή να τραγουδάω όπως νομίζει ο κόσμος— γιατί το θαύμα μιας δροσιάς μέσα μου βαθιά λέει περισσότερα απ' όλα όσα δημιουργώ για να μην πεθάνω από τη ζέστη.

(Ενάντιος έρωτας, Κέδρος, 1982)

*

Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου (1931-1996)

Ars Poetica
Το ποίημα θέλω να είναι νύχτα, περιπλάνηση
σε ξεμοναχιασμένους δρόμους και σε αρτηρίες
όπου η ζωή χορεύει. Θέλω να είναι
αγώνας, όχι μια μουσική που λύνεται
μα πάθος για την μέσα έκφραση μιας ασυναρτησίας
μιας αταξίας που θα γίνει παρανάλωμα
αν δεν τα παίξουμε όλα για όλα.
Όταν οι άλλοι, αδιάφοροι, με σιγουριά
ξοδεύονται άσκοπα ή ετοιμάζονται το βράδυ
να πεθάνουν, όλη τη νύχτα ψάχνω για ψηφίδες
αδιάφθορες μες στον μονόλογο τον καθημερινό
κι ας είναι οι πιο φθαρμένες. Να φεγγρίζουν
μες στο πυκνό σκοτάδι τους σαν τ' αχαμνά ζωύφια
τυχαίες, σκοτωμένες απ' το νόημα
με αίσθημα ποτισμένες.

(Ο δύσκολος θάνατος, 1978)

 

Η ποίηση δε μας αλλάζει
Η ποίηση δε μας αλλάζει τη ζωή
το ίδιο σφίξιμο, ο κόμπος της βροχής
η καταχνιά της πόλης σα βραδιάζει.
Δε σταματά τη σήψη που προχώρησε
δε θεραπεύει τα παλιά μας λάθη
Η ποίηση καθυστερεί τη μεταμόρφωση
κάνει πιο δύσκολη την καθημερινή μας πράξη.

(Νοσοκομείο εκστρατείας, 1972)

 

Θωμάς Γκόρπας (γεν. 1935)

Ποίηση
Ποίηση
ανάμνηση από φίλντισι
περίπατος τα ξημερώματα
άναμμα τσιγάρου κατά λάθος από φεγγάρι
χαρταετός που ξέφυγε απ' τα χέρια παιδιού
κλάμα παιδιού στη μέση πανηγυριού
φιλία ανάμεσα σε δυο προδοσίες
κλωνάρι που ταξιδεύει
δασκάλα μόνη μελαγχολική στο διάλειμμα
ένα βιολί που παίζει μοναχό του
αριθμός 7
της καρδιάς τα μέσα φυλλώματα
χαλκός χαλκωματένια χαλκωματάς — όλα τα παλιά γυαλίζω
χρυσάφι για όλους ή για κανένα
πόλη που κυριεύτηκε άδεια μετά μακρά πολιορκία
παλιές φωτογραφίες και μακρυμπάνι της μνήμης
πεταλούδα που γλιτώνει απ' τη φωτιά
φωτιά που γλιτώνει απ' τα νερά
χαρά που γλιτώνει απ' τα γεράματα
βιολέτες σ' άσπρο λαιμό
άσπρο άλογο που τρέχει σε μαύρο ουρανό
μαύρος ήλιος καλοκαιρινός
άσπρος ήλιος χειμωνιάτικος
λεμόνι κάρβουνο γλυκό του κουταλιού
νύχτα στρωμένη τσιγάρα
λέξεις.

(Ποίηση '76, 1976)

*

Αργύρης Χιόνης (γεν. 1943)

[«Κούφον γαρ χρήμα»]
Β'
Είναι κάτι πρεσβυωπικά γερόντια οι ποιητές
μονάχα μακριά μπορούν να δουν
Μακριά στο παρελθόν μακριά στο μέλλον
τα πράγματα τα κοντινά δεν τα διακρίνουν
παραπατούν σκοντάφτουνε τρικλίζουν
τα χέρια απλώνουνε ψαχουλευτά πασχίζουν
σαν την τυφλόμυγα πού βρίσκονται να βρουν
Το σήμερα μαντίλι γύρω από τα μάτια τους δεμένο.
Δ'
Η ποίηση πρέπει να 'ναι
Ένα ζαχαρωμένο βότσαλο
Πάνω που θα 'χεις γλυκαθεί
Να σπας τα δόντια σου.

(Τύποι ήλων, 1978)

*

Γιάννης Κοντός (γεν. 1943)

Το φαρμακείο

Είμαι ευτυχισμένος όταν ακούω μουσική και κατοικώ στο παλιό φαρμακείο, με τις πορσελάνες, τα φάρμακα, το λίγο φως. Κάθομαι και ζυγίζω ποσότητες φαρμάκων και λέξεων — εκτελώ πολλές φορές ανύπαρκτες συνταγές — όμως δουλεύω με συνέπεια και υπομονή υποδειγματική. Ακίνητος κοιτάζω πίσω από το θαμπό τζάμι τους περαστικούς. Περιμένω να ανοίξει η πόρτα, να ακουστεί το κουδουνάκι, να σηκώσω με κόπο το ημίπληκτο πόδι μου, να το σύρω μέχρι την είσοδο και να χαμογελάσω στον πελάτη. Όπως ανοίγει η πόρτα μπαίνουν μέσα άλλες εποχές —προηγούμενες και επόμενες— και χάνω για λίγο την ισορροπία μου. Τη βρίσκω αμέσως. Αρχίζω να παιδεύω πάλι τη ζυγαριά και το σώμα μου. Χρόνια διανυκτερεύω. Έχω να κοιμηθώ χιλιάδες ώρες. Πίνω όλα τα φάρμακα (ποιήματα) που φτιάχνω και δε λέω να πεθάνω. Μάλλον δυναμώνω. Φοράω το μαύρο παλτό, το μαύρο κεφάλι. Έξω χιονίζει, δεν ακούει κανείς.

(Ανωνύμου Μοναχού, Κέδρος 1985)

*

Μιχάλης Γκανάς (γεν. 1944)

[Το ποίημα έρχεται από μακριά...]
Το ποίημα έρχεται από μακριά
δεν ξέρεις αν χορεύει ή παραπατάει.
Μοιάζει ανάρρωση γλυκειά
με απουσίες δικαιολογημένες
μέρα που λείπουν όλοι από το σπίτι
κι οι θόρυβοι ακούγονται αχνά
μέσα και έξω από το σώμα.
Ο ήλιος συνομήλικος και σκασιάρχης
καπνίζει σιωπή
και φυσάει γύρη στο δωμάτιο.
Σιγά σιγά το ποίημα μεγαλώνει
με πόνους με χαρές και λύπες
και ξανά χαρές ώσπου κάποτε
βλέπει τις πρώτες άσπρες λέξεις
και τυφλώνεται.
Με τέσσερις αισθήσεις γυρίζει ή με έξι
ραβδοσκοπώντας φλέβες τ' ουρανού
ώσπου σκοντάφτει στον προτελευταίο στίχο.
Αυτός ο στίχος είναι αχθοφόρος
που σηκώνει στις πλάτες του το ποίημα
και σταθερός βατήρας για τον τελευταίο στίχο
που παίρνει φόρα και πηδάει στο κενό.
Ο τελευταίος στίχος δεν μένει πάντα τελευταίος.
Κάποτε γίνεται ο πρώτος στίχος ενός ποιήματος
που γράφει κάποιος αναγνώστης.

*

Γιάννης Πατίλης (γεν. 1947)

[Υπάρχω για να ληστεύω την ανυπαρξία]
Υπάρχω για να ληστεύω την ανυπαρξία.
Από κει κουβαλάω με κόπο
Υπέροχα ποιήματα.
Είναι διάφανα, φωτεινά κι ανέκφραστα.
Αλλά στο δρόμο μού πέφτουνε, σπάνε.
Τα μπαλώνω, τα κολλάω με λέξεις.
Με λέξεις που οι άνθρωποι λένε.
Μ' αυτά που ξέρω, που βλέπω κι ακούω.
Και τα χαλάω μ' αυτό που υπάρχει.

(Ζεστό μεσημέρι, Αθήνα 1984)

*

Γιώργος Μαρκόπουλος (γεν. 1951)

Τα ποιήματα, ένα ποτάμι, ο ποιητής
Τα ποιήματα είναι τόσο δύσκολα, το ξέρετε.
Και αν σηκώσεις τις λέξεις, είναι τόσο θλιμμένα
σαν δάχτυλα που πόνεσες μια νύχτα με αγωνίες.
Ένα ποτάμι είναι ένας ξένος που κρύβεται, το ξέρετε.
Την ημέρα πηγαίνει στη θάλασσα.
Το απόγευμα λουφάζει ακίνητο
σαν αγρίμι που πέρασαν δίπλα του κυνηγοί.
Ο ποιητής, ένας δήθεν αδιάφορος
που κρύβει τα χέρια του στις τσέπες.

(Οι πυροτεχνουργοί, 1979)


Ποιήματα ποιητικής

Της Σταυρούλας Ηλία // *

 

 

Στόχος της παρούσας είναι η παρουσίαση τριών ποιημάτων ποιητικής, ποιημάτων δηλαδή που έχουν θέμα τους την ποιητική τέχνη και την καλλιτεχνική δημιουργία γενικότερα, καθώς και του τρόπου μέσω του οποίου οι συγκεκριμένοι δημιουργοί περιγράφουν τη διαδικασία γένεσης ή πρόσληψης της ποίησης.

 Επιπλέον θα γίνει απόπειρα συγκριτικής αποτίμησης αυτών των ποιημάτων, ως προς τη συγκεκριμένη διαδικασία.


Ομολογουμένως η επιλογή αποτέλεσε σχετικά δύσκολη υπόθεση, δεδομένης της ύπαρξης αναρίθμητων αξιόλογων ποιημάτων που εντάσσονται στη συγκεκριμένη θεματική.


 Έτσι απολύτως ενδεικτικά μπορούν να αναφερθούν τα εξής

αρχικά βέβαια τα κλασσικά όπως:

 Κ. Καβάφης «Το πρώτο σκαλί», «Εκόμισα εις την Τέχνην»   «Καισαρίων» και «Μελαγχολία του Ιάσονος Κλεάνδρου…»[1] Κ. Καρυωτάκης «Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων», «Μικρή ασυμφωνία εις Α Μείζον», «Είμαστε κάτι..», «Σταδιοδρομία»,[2] Γ. Σκαρίμπας «Χορός συρτός»,[3] Μ. Αναγνωστάκης «Επίλογος»,[4] Οδ. Ελύτης «Μικρή Πράσινη θάλασσα»,[5]Μ. Σαχτούρης «Ο ελεγκτής»,[6] Γ. Ρίτσος «Το χρέος των ποιητών»,[7] Γ. Παυλόπουλος «Τα αντικλείδια» [8] 

αλλά και κάποια άλλα λιγότερα γνωστά ίσως όπως

: Θ. Γκόρπας «Ποίηση»,[9] Α. Χιόνης «Κούφον γαρ χρήμα», [10]Ν. Βαγενάς  «Η μούσα»,[11] Ηλ .Λάγιος «Ο θαυματοποιός» [12]

(επίσης ενδεικτική αναφορά).


Επειδή από την αρχή ήμουν αποφασισμένη να μην ασχοληθώ με τους «κλασσικούς» Καβάφη, Καρυωτάκη, Ελύτη κλπ, τελικά κατέληξα στους παρακάτω δημιουργούς και τα σχετικά σύγχρονα ποιήματά τους:

 

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ-ΣΧΕΤΙΚΑ ΣΥΓΧΡΟΝΑ-

1) Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου: «Ars Poetica»

Το ποίημα θέλω να είναι νύχτα, περιπλάνηση

σε ξεμοναχιασμένους δρόμους και σε αρτηρίες

όπου η ζωή χορεύει. Θέλω να είναι

αγώνας, όχι μουσική που λύνεται

μα πάθος για την μέσα έκφραση μιας ασυναρτησίας

μιας αταξίας που θα γίνει παρανάλωμα

αν δεν τα παίξουμε όλα για όλα.

 

Όταν οι άλλοι, αδιάφοροι, με σιγουριά

ξοδεύονται άσκοπα ή ετοιμάζονται το βράδυ

να πεθάνουν, όλη τη νύχτα ψάχνω για ψηφίδες

αδιάφθορες μες στον μονόλογο τον καθημερινό

κι ας είναι οι πιο φθαρμένες. Να φεγγρίζουν

μες στο πυκνό σκοτάδι τους σαν τ’ αχαμνά ζωύφια

τυχαίες, σκοτωμένες απ’ το νόημα

με αίσθημα ποτισμένες.[13]

2) Γιώργος Μαρκόπουλος: «Τα ποιήματα, ένα ποτάμι, ο ποιητής»

Τα ποιήματα είναι τόσο δύσκολα, το ξέρετε.

Και αν σηκώσεις τις λέξεις, είναι τόσο θλιμμένα

σαν δάχτυλα που πόνεσες μια νύχτα με αγωνίες.

 

Ένα ποτάμι είναι ένας ξένος που κρύβεται, το ξέρετε.

Την ημέρα πηγαίνει στη θάλασσα.

Το απόγευμα λουφάζει ακίνητο

σαν αγρίμι που πέρασαν δίπλα του κυνηγοί.

 

Ο ποιητής, ένας δήθεν αδιάφορος

που κρύβει τα χέρια του στις τσέπες.[14]

3) Γιάννης Κουβαράς :«In vino veritas»

Κι ο ποιητής αμπελουργός

φυτεύει σειρές τους στίχους του

στις χέρσες αυλακιές του χαρτιού

-τούτο εστί το αίμα του-

το Αμετάληπτο.[15]

 

 Σχόλια για τα παραπάνω:

Και τα τρία αυτά ποιήματα εντάσσονται στον κύκλο ποιήματα για την ποίηση ή ποιήματα ποιητικής εφόσον διαπραγματεύονται τον τρόπο γένεσης του ποιητικού κειμένου, την ποιητική σύλληψη και τη μεταμόρφωσή της σε ποιητικό Λόγο.

Ξεκινώντας από το ποίημα του Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου: «Ars Poetica» (Ποιητική Τέχνη) θα διερευνηθεί ο τρόπος σύνθεσης-σύλληψης, η στάση του δημιουργού απέναντι στην ποίηση και η σχέση του με την ποιητική τέχνη. 


Έτσι στην πρώτη στροφή του ποιήματος παρουσιάζεται η επιθυμία του ποιητικού υποκειμένου αναφορικά με το βάθος και την έκταση του ποιητικού Λόγου. 

Παράλληλα, εκφράζονται οι ανησυχίες και οι προβληματισμοί του δημιουργού για το αποτέλεσμα  αυτής της σύλληψης: «Το ποίημα θέλω να είναι νύχτα,[…] η ζωή χορεύει». Εδώ με βάση μία νυχτερινή εικόνα από τη ζωή της πόλης, εκφράζονται τα «θέλω» του ποιητή: μακριά από το φως της ημέρας, μυστικά, κρυφά και σκοτεινά δημιουργείται το ποίημα, αφού η έμπνευση «περιπλανηθεί» σε έρημους-μοναχικούς δρόμους ή ακόμη και σε κεντρικές οδούς με θόρυβο και κίνηση στις οποίες «βουίζει» η ζωή. 

Φανταζόμαστε τον ποιητή να τριγυρνά νύχτα στους δρόμους της πόλης, μέσα σε μοναχικά σοκάκια ή αντίθετα πολύβουες λεωφόρους, «όπου η ζωή χορεύει»-χαρακτηριστική προσωποποίηση- να λαμβάνει ερεθίσματα, ούτως ώστε να προκύψει η γένεση του ποιήματος.

Ο Ασλάνογλου θεωρεί πως το ποίημα μπορεί να γεννηθεί είτε σε συνθήκες μοναξιάς είτε αντίθετα μέσα σε κόσμο, αρκεί πρώτα να έχει προηγηθεί η περιπλάνηση, το ταξίδι του νου και των αισθήσεων στον εσωτερικό του κόσμο ή στο εξωτερικό περιβάλλον.

«Θέλω να είναι αγώνας,[…] όλα για όλα». 

Το ποίημα ως αγώνας, ως σκληρή προσπάθεια έκφρασης των συναισθημάτων, ένα πραγματικό πάθος εξωτερίκευσης των πιο μύχιων σκέψεων, κυρίως των ανορθόδοξων και ασυνάρτητων. Δεν επιθυμεί η ποίηση να λειτουργεί σαν μια σύνθεση που έχει βασιστεί στους μουσικούς κανόνες και την αρμονία. 

Η πραγματική ποίηση δεν μπορεί να κινείται μέσα σε καλούπια, διότι έτσι χάνει το νόημά της κι αυτοακυρώνεται. Κι αν ο ποιητής αδυνατεί να εκφραστεί τότε υπάρχει ο κίνδυνος της καταστροφής, συγκεκριμένα της αυτοκαταστροφής.


Ο Ασλάνογλου στη δεύτερη στροφή περνά  στο  «σημαίνον», στα μέσα διατύπωσης της ποίησης, στο καθαρά γλωσσικό κομμάτι, τις λέξεις. Παρουσιάζει λοιπόν, μέσω της αντίθεσης ανάμεσα στο τι κάνουν οι άλλοι, οι μη ποιητές, και  στο πώς λειτουργεί εκείνος ,τον τρόπο εκλογής των λέξεων, που αποτελούν το όχημα εκφοράς του ποιητικού Λόγου.


 Έτσι ενώ οι άλλοι ξοδεύουν άσκοπα τη ζωή τους, μη γνωρίζοντας πώς να ζουν πραγματικά-εξαιρετικά παραστατική η μεταφορά «ετοιμάζονται το βράδυ να πεθάνουν»-ο ποιητής αναζητεί όλη τη νύχτα ψηφίδες, λέξεις δηλαδή  -στην ουσία ζητεί παράταση ζωής- που θα διατυπώσουν όσο πληρέστερα γίνεται τις σκέψεις του.

 Κι αυτό είναι πολύ δύσκολο κομμάτι, επειδή αυτές οι λέξεις πρέπει να είναι άφθαρτες-όχι αγοραίες-αλλά παράλληλα μπορεί να είναι κι εξαιρετικά κοινότοπες, συνηθισμένες, «φθαρμένες».

 Μονόλογος καθημερινός είναι η αίσθηση της προσωπικής-μοναχικής προσπάθειας, της οποίας βέβαια έχει απόλυτη συνείδηση ο ποιητής, καίτοι είναι υποχρεωμένος να ζει ως κοινωνικό ον: «Όταν οι άλλοι, αδιάφοροι, […] πιο φθαρμένες».

Ο ποιητής αναζητά λέξεις φωτεινές, ξεχωριστές αλλά και τυχαίες, λέξεις ευρισκόμενες στο περιθώριο του καθημερινού λεξιλογίου,  μα οπωσδήποτε πρέπει να εκπέμπουν συναισθήματα και κυρίως να διαθέτουν τη δύναμη να τα εκφράσουν. 

Η αντίθεση-μεταφορά που χρησιμοποιεί: «να φεγγίζουν στο πυκνό σκοτάδι» δηλώνει την αμοιβαία σχέση ανάμεσα στον ίδιο και το υλικό του, οι  λέξεις που τελικά αυτός επιλέγει φαίνεται να τον έχουν κι αυτές με τη σειρά τους επιλέξει, τονίζοντας τη μαγική λειτουργία της ποίησης: να αναδεικνύει και τις πλέον τετριμμένες λέξεις, «σαν τα αχαμνά ζωύφια»-αντιποιητική παρομοίωση- να τις καθιστά σημαίνουσες, ζωντανές: 

«Να φεγγίζουν […] ποτισμένες».

Συνεχίζω με το ποίημα του Μαρκόπουλου, ένα ποίημα ποιητικής το οποίο παρουσιάζει τη δυσκολία της ποιητικής δημιουργίας και τη στάση του ποιητή απέναντι στην ιδέα και την πράξη της σύλληψης (κοινή θεματική και των τριών ποιημάτων).

 Στην πρώτη στροφή παρουσιάζεται η δυσκολία της πράξης της γραφής, η οποία διαμεσολαβείται στους αναγνώστες με τη χρήση του β΄ πληθυντικού προσώπου.

 Οι λέξεις κρύβουν θλίψη, η γραφή είναι μια επίπονη διαδικασία, η οποία παρομοιάζεται με μια νύχτα αγωνίας και ψυχικής οδύνης «σαν δάχτυλα που πόνεσες».

 Η οικειότητα του β΄ ενικού προσώπου εντάσσει κάθε άνθρωπο στη γνώση αυτή, τον κάνει κοινωνό της αγωνίας και του μόχθου του ποιητή. Αυτός ο συνεχής μόχθος εξαντλεί το ποιητικό υποκείμενο, αφού αναμετράται με τις πλέον επώδυνες εμπειρίες και τα συναισθήματα που οποιοσδήποτε άλλος, μη ποιητής, θα προτιμούσε να απωθήσει. «Τα ποιήματα είναι [….] με αγωνίες».

Η δεύτερη στροφή του ποιήματος αναφέρεται στα στοιχεία της έμπνευσης, της σύλληψης του ποιητικού κειμένου. Αυτή η έμπνευση- η πιο σημαντική ίσως στιγμή της ποιητικής λειτουργίας-περιλαμβάνει τα βιώματα, τις εμπειρίες, τις αναμνήσεις και τα συναισθήματα του ποιητή, τα οποία επιδρούν επάνω του καταλυτικά. 

Είναι μια διαδικασία επεξεργασίας όλων των παραπάνω στοιχείων που αποτελούν την ιδιαίτερη και μοναδική φυσιογνωμία του, το «είναι» του. Το ποτάμι συμβολίζει το υλικό από το οποίο αντλεί τη θεματική του, τον χώρο επεξεργασίας του, την καθημερινότητά του. Όλα αυτά τον υποστηρίζουν στη δημιουργία της τέχνης του.

Με την παρομοίωση του αγριμιού, που επιχειρεί με την ακινησία του να διαφύγει την προσοχή των κυνηγών, ο ποιητής παρουσιάζει τη δυσκολία αξιοποίησης του υλικού που είναι κρυμμένο στο μυαλό του, ως απόρροια των βιωμάτων του, αφού «το ποτάμι είναι ένας ξένος που κρύβεται»(προσωποποίηση). 

Η ανάδυση αυτού του κρυφού υλικού στην επιφάνεια και η χρησιμοποίησή του συνιστά διαδικασία απαιτητική κι επίπονη, αφού η ρευστότητά του είναι παρόμοια με εκείνη του υγρού στοιχείου του ποταμού. «Την ημέρα [….] κυνηγοί».

Η καταληκτική στροφή του ποιήματος εκθέτει τη στάση του ποιητή απέναντι στην ίδια του τη ζωή και συνεκδοχικά απέναντι στην ποίηση, αφού ζωή και ποίηση ταυτίζονται. Στέκεται με τα χέρια στις τσέπες, δήθεν αδιάφορος. Προσποιείται πως αδιαφορεί, μα στην πραγματικότητα παρατηρεί όλα όσα συμβαίνουν γύρω του. 

Βρίσκεται σε μια συνεχή επαγρύπνηση προκειμένου να μετουσιώσει τα στοιχεία που υποπίπτουν στην αντίληψή του σε ποιητικό Λόγο: «Ο ποιητής, […] στις τσέπες».


Στο τρίτο και τελευταίο προς ανάλυση ποίημα «Στο κρασί βρίσκεται η αλήθεια», παρομοιάζεται το ποιητικό κείμενο με τον οίνο. Η φράση του τίτλου παραπέμπει στην κύρια λειτουργία της ποίησης που είναι η καταγραφή της αλήθειας. 

Ο ποιητής παρομοιάζεται με αμπελουργό που φυτεύει τα αμπέλια-στίχους του στο χέρσο έδαφος –κόλλα χαρτί.. Τα αμπέλια- στίχοι αντικατοπτρίζουν την αλήθεια όχι μόνο του ποιητικού υποκειμένου αλλά και του αναγνώστη ο οποίος καλείται να αναμετρηθεί κι αυτός με τον εαυτό του και να προχωρήσει στην αναζήτηση της δικής του προσωπικής αλήθειας. 

Έτσι η αλήθεια (α στερητικό +λήθη) παρουσιάζεται αφενός ως ζητούμενο της ποιητικής σύλληψης κι αφετέρου ως ζητούμενο της αναγνωστικής ευαισθησίας. Η αναφορά στη χέρσα γη οπωσδήποτε συσχετίζεται με την τεράστια δυσκολία «τιθάσευσης» των στίχων, προκειμένου να προχωρήσει ανεμπόδιστα η καταγραφή της αλήθειας.

 Απαιτείται όμως συνεχής προσπάθεια προς την κατεύθυνση αυτή, διότι η ποιητική έμπνευση και η κατάθεση μεστού ποιητικού Λόγου,  προϋποθέτει  τον μόχθο και τον αδιάκοπο αγώνα του ποιητή.

Οι συσχετίσεις ανάμεσα  στον οίνο και την ποίηση συνεχίζονται με την αναφορά  στη θρησκευτική χρήση του κρασιού και στους συμβολισμούς που αυτή η χρήση αξιοποιεί. 

Έτσι οι στίχοι του ποιητή, τα πνευματικά του παιδιά, είναι το αίμα του, η ίδια του η ζωή. Παρόλα αυτά, το αίμα  του ποιητή παραμένει «Αμετάληπτο». Αυτό σημαίνει πως η θυσία του, η προσπάθειά του να κυριαρχήσει στις λέξεις και να προσφέρει γυμνή την αλήθεια, η σημαντική αυτή προσφορά του προς την κοινωνία δε βρίσκει την ανταπόκριση που θα έπρεπε από το αναγνωστικό κοινό.


 Επομένως η ποιητική δημιουργία δεν εκτιμάται όσο πραγματικά το αξίζει κι αυτό το γεγονός  προβληματίζει και λυπεί τον ποιητή.


Σχετικά με τη συγκριτική αποτίμηση των τριών επιλεγμένων ποιημάτων έχει  καταστεί σαφές πως έχουν κοινή θεματική: 

περιγράφουν τον τρόπο γένεσης του ποιήματος, παρουσιάζουν την αγωνία, τους φόβους, την ψυχική οδύνη και τον τεράστιο μόχθο των ποιητών προκειμένου να εμπνευστούν, να συλλάβουν την ιδέα και να τη μετουσιώσουν σε ποιητικό Λόγο.

 Έγινε βέβαια πολύς λόγος για την επίπονη, σχεδόν επώδυνη αυτή διαδικασία και τους τρόπους που μετέρχεται έκαστος των ποιητών προκειμένου να την αποδώσει έχοντας απειλητικό «τον φόβο του λευκού χαρτιού». 


Τα εκφραστικά μέσα που χρησιμοποιούν είναι τα πάμπολλα σχήματα λόγου: μεταφορές, παρομοιώσεις, προσωποποιήσεις, οι αντιθέσεις και οι υπερρεαλιστικές-σε κάποιες περιπτώσεις-εικόνες π.χ ενδεικτικά: «ο ποιητής αμπελουργός φυτεύει σειρές τους στίχους του». 


Επιπλέον η γλώσσα των ποιημάτων είναι εξαιρετικά παραστατική, ζωντανή, εκφραστική, αλληγορική, υπαινικτική στα όρια του σουρεαλιστικού. 

Η γραφή εμφανίζεται ελλειπτική, χαρακτηριστικό της μοντέρνας ποιητικής. 

Η αυτοαναφορικότητα κι η εξομολογητική διάθεση –εννοείται-  αποτελούν βασικά στοιχεία και των τριών ποιημάτων. 


Ο Ασλάνογλου, έχοντας  συνείδηση της ιδιαιτερότητάς του, ξεχωρίζει τον εαυτό του από τους υπόλοιπους που καταναλώνουν τη ζωή τους, τονίζοντας με αυτήν την αντίθεση το προσωπικό του δράμα, τη συναισθηματική του ένταση προκειμένου να βρει τις κατάλληλες λέξεις-ψηφίδες για να εκφραστεί. 


Ο Μαρκόπουλος απευθύνεται στους αναγνώστες,  με την επιθυμία να τους καταστήσει κοινωνούς στη δική του προσωπική ,συναισθηματική φόρτιση, στην αγωνία του, που αφορά στη δημιουργία του ποιήματος


. Τέλος ο Κουβαράς στο ολιγόστιχο ποίημά του χρησιμοποιεί την παρομοίωση-παραβολή προκειμένου να αποδώσει αφενός τον μόχθο του ποιητή, με μια έντονη εικόνα από τη φύση κι αφετέρου να δηλώσει πως η ποίηση ταυτίζεται με την αλήθεια, αφού αλληγορικά και με όρους συσχέτισης «in vino veritas» (στοιχείο που δεν παρουσιάζεται τόσο εμφατικά στα δύο προηγούμενα ποιήματα).


Εν κατακλείδι


Οι τρεις ποιητές στην προσπάθειά τους να τιθασεύσουν τις προσωπικές τους χίμαιρες προβληματίζονται κι αγωνιούν -σχεδόν με βουβή απελπισία- όχι μόνο για το δικό τους προσωπικό ποιητικό παρόν και μέλλον αλλά και γενικότερα της Ποίησης ως αξία ζωής και ύψιστης καλλιτεχνικής έκφρασης.

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

  • Αναγνωστάκης Μ., Τα ποιήματα 1941-1971, Νεφέλη, Αθήνα, 2000.
  • Ασλάνογλου Ν.Α., Ο δύσκολος θάνατος, Νεφέλη, Αθήνα, 1978.
  • Βαγενάς Ν., Σκοτεινές μπαλάντες και άλλα ποιήματα, Κέδρος, Αθήνα, 2001.
  • Βαρελάς Λ., κ.ά., Γράμματα  Νεοελληνική Φιλολογία(19ος και 20ός αιώνας).Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία 19ος και 20ός αιώνας, Εγχειρίδιο Μελέτης, ΕΑΠ, Πάτρα,2008.
  • Γκόρπας  Θ., Τα ποιήματα, Κέδρος, Αθήνα,2006.
  • Ελύτης Ο., Φωτόδεντρο και η Δέκατη Τέταρτη Ομορφιά, Ίκαρος, Αθήνα,1971.
  • Καβάφης Κ Π., Τα ποιήματα(1896-1933),Ύψιλον,Αθήνα,1990.
  • Καρυωτάκης Κ., Τα ποιήματα, φιλολογική επιμέλεια Γ. Π. Σαββίδη, Νεφέλη,     Αθήνα, 1992.
  • Κουβαράς Γ., Επί πτερύγων βιβλίων. Κριτικά σχεδιάσματα 1987-1994, Σοκόλης, Αθήνα, 1995.
  • Λάγιος Η., Το βιβλίο της Μαριάννας, Ίκαρος, Αθήνα, 1993.
  • Μαρκόπουλος Γ Οι πυροτεχνουργοί, Εγνατία, Θεσσαλονίκη, 1979.
  •  Παυλόπουλος  Γ.Τα αντικλείδια, Στιγμή, Αθήνα,1988.
  • Ρίτσος Γ., Ποιήματα, Κέδρος, Αθήνα,1978.
  • Σαχτούρης Μ., Τα φάσματα ή η χαρά στον άλλο δρόμο, Ίκαρος, Αθήνα  1958.
  • Σκαρίμπας Γ., Εαυτούληδες, Μαυρίδης,Αθήνα,1950.
  • Χιόνης  Α., Τύποι ήλων, Εγνατία, Θεσσαλονίκη,1978.

 

[1] Κωνσταντίνος Π. Καβάφης, Ποιήματα(1896-1933),εκδ. Ύψιλον, Αθήνα 1990.

[2] Κώστας Γ. Καρυωτάκης, Ποιήματα, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1992.

[3] Γιάννης Σκαρίμπας, Εαυτούληδες ,εκδ. Μαυρίδη, Αθήνα 1950.

[4] Μανώλης Αναγνωστάκης, Τα ποιήματα 1941-1971,εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 2000.

[5] Οδυσσέας Ελύτης, Φωτόδεντρο και η Δέκατη Τέταρτη Ομορφιά, εκδ .Ίκαρος Αθήνα 1971.

[6] Μίλτος Σαχτούρης, Τα φάσματα ή η χαρά στον άλλο δρόμο ,εκδ .Ίκαρος, Αθήνα 1958.

[7] Γιάννης Ρίτσος, Ποιήματα, εκδ .Κέδρος, Αθήνα 1978.

[8]  Γιώργος Παυλόπουλος, Τα αντικλείδια, εκδ.Στιγμή,Αθήνα1988.

[9] Θωμάς Γκόρπας, Τα ποιήματα, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2006.

[10] Αργύρης Χιόνης., Τύποι ήλων, εκδ. Εγνατία, Θεσσαλονίκη 1978.

[11] Νάσος Βαγενάς, Σκοτεινές μπαλάντες και άλλα ποιήματα, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2001.

[12] Ηλίας Λάγιος, Το βιβλίο της Μαριάννας, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1993

[13]Νίκος-Αλέξης  Ασλάνογλου, Ο δύσκολος θάνατος, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1978

[14] Γιώργος Μαρκόπουλος, Οι πυροτεχνουργοί, εκδ. Εγνατία, Θεσσαλονίκη 1979.

[15] Γιάννης Κουβαράς, Επί πτερύγων βιβλίων. Κριτικά σχεδιάσματα 1987-1994, εκδ. Σοκόλης, Αθήνα 1995.