Παρασκευή 12 Απριλίου 2024

Κ.Π.Καβάφης ,Φωνές

 Κωνσταντίνος Καβάφης «Φωνές»


Ιδανικές φωνές κι αγαπημένες
εκείνων που πεθάναν, ή εκείνων που είναι
για μας χαμένοι σαν τους πεθαμένους.

Κάποτε μες στα όνειρά μας ομιλούνε•
κάποτε μες στην σκέψι τες ακούει το μυαλό.

Και με τον ήχο των για μια στιγμή επιστρέφουν
ήχοι από την πρώτη ποίησι της ζωής μας —
σα μουσική, την νύχτα, μακρυνή, που σβύνει.

Στο ποίημα Φωνές του Καβάφη κυριαρχεί η νοσταλγία για τα αγαπημένα πρόσωπα της ζωής του που χάθηκαν και ωθεί τον ποιητή σε μια αναδρομή στο παρελθόν με βασικό ερέθισμα την ανάκληση του ήχου της φωνής των αγαπημένων του ανθρώπων.
Ο ποιητής χαρακτηρίζει ιδανικές και αγαπημένες τις φωνές των ανθρώπων που πέθαναν ή έχουν πια απομακρυνθεί από τη ζωή του ποιητή, τοπικά ή συναισθηματικά, τόσο ώστε να θεωρούνται χαμένοι σα να έχουν ήδη πεθάνει.
Ο Καβάφης επιλέγει να μιλήσει για τις φωνές των αγαπημένων του και όχι για το πρόσωπό τους, καθώς η φωνή αποτελεί το βασικό μέσο έκφρασης συναισθημάτων και είναι συχνά φορέας πολύτιμων μηνυμάτων αγάπης ή σκέψεων ιδιαίτερης αξίας. Ο ποιητής, παράλληλα, επιλέγει να αναφερθεί στις φωνές των αγαπημένων του, μιας και στα πλαίσια του ιδιαίτερου υποβλητικού κλίματος που θέλει να δημιουργήσει, ο ήχος της φωνής παραπέμπει ευκολότερα στη μουσική. Το ποίημα Φωνές, άλλωστε, βασίζεται στην τεχνοτροπία του συμβολισμού, σύμφωνα με τον οποίο προέχει η δημιουργία μιας υποβλητικής συναισθηματικής κατάστασης. Ο ποιητής επιχειρεί εδώ να συσχετίσει τις μνήμες των αγαπημένων προσώπων με τη μουσική, δημιουργώντας μια σύνδεση ανάμεσα στις φωνές που επανέρχονται στη μνήμη μας με τη μουσική των νεανικών χρόνων, με το ιδιαίτερο εκείνο συναισθηματικό κλίμα που επικρατούσε στη ζωή μας κατά τα παιδικά μας χρόνια.
Επιπλέον, ο ποιητής αξιοποιεί το γεγονός πως ένας ήχος, μια φράση ή κάποτε και μια λέξη, μπορεί να πυροδοτήσει συχνά μια σειρά συνειρμών που μας επιστρέφουν σε πρόσωπα του παρελθόντος.
Ο ποιητής, μάλιστα, μη θέλοντας να καταστήσει το ποίημά του αυστηρά προσωπικό, χρησιμοποιεί πληθυντικό αριθμό στις κτητικές αντωνυμίες, ώστε να μπορούν ευκολότερα οι αναγνώστες να ταυτιστούν με τις σκέψεις του ποιητή. Οι μνήμες, η νοσταλγία για τα αγαπημένα πρόσωπα και η ανάκληση της ομορφιάς των παιδικών χρόνων, δεν αποτελούν συναισθήματα και ψυχολογικές λειτουργίες μοναχά του ποιητή. Κάθε άνθρωπος που έχει χάσει κάποιο δικό του πρόσωπο, μπορεί να βρεθεί σε μια κατάσταση νοσταλγίας και ανάκλησης αναμνήσεων.
Η ανάκληση της φωνής των αγαπημένων προσώπων γίνεται είτε συνειδητά με τη σκέψη είτε ασύνειδα στα όνειρα, καθώς ακόμη κι όταν εμείς δε σκεφτόμαστε τους ανθρώπους που χάσαμε, ο πόνος της απώλειας και η έντονη νοσταλγία δεν παύουν να υπάρχουν. Ακόμη και κατά τη διάρκεια του ύπνου τα συναισθήματά μας βρίσκουν τον τρόπο να επανέρχονται, υπενθυμίζοντας μας την αγάπη που αισθανόμασταν αλλά και την αγάπη που δεχτήκαμε από τους ανθρώπους που έχουν πια χαθεί από τη ζωή μας.
Η ανάμνηση του ήχου της φωνής των αγαπημένων προσώπων όταν επανέρχεται στη σκέψη μας, είτε συνειδητά είτε όχι, επαναφέρει παράλληλα και μνήμες από την πρώτη ποίηση της ζωής μας. Τα αγαπημένα πρόσωπα του παρελθόντος μας υπενθυμίζουν την ομορφιά, τη γαλήνη και την ευδαιμονία που επικρατούσε στη ζωή μας, στα παιδικά μας χρόνια, όταν όλα έμοιαζαν αρμονικότερα και η ψυχή μας δεν είχε σημαδευτεί από τον πόνο της απώλειας.
Η επαναφορά των ήχων από την πρώτη ποίηση της ζωής, η υπενθύμιση της γαλήνης και της ευτυχίας των παιδικών ή και νεανικών χρόνων, δεν είναι βέβαια παρά φευγαλέα, καθώς τα συναισθήματα αυτά αποτελούν απλώς ανάμνηση και δεν μπορούν να αποκατασταθούν σε μια ψυχή που έχει βιώσει τόσο πόνο. Ούτως ή άλλως τα πρόσωπα που πλαισίωναν τις ευδαιμονικές στιγμές του παρελθόντος έχουν πλέον χαθεί, οπότε οι μνήμες της χαράς των παλαιότερων χρόνων είναι στιγμιαίες κι έρχονται σαν ήχος μουσικής που ακούγεται από κάπου μακριά και σιγά – σιγά σβήνει.
Η παρομοίωση που κλείνει το ποίημα μας παραπέμπει σε μια εμπειρία της καθημερινότητας, καθώς σε όλους έχει τύχει να ακούσουν κάποια νύχτα μουσική από κάποιο απομακρυσμένο μέρος που ακούγεται για λίγο και μετά σταδιακά σταματά. Ο ποιητής, βέβαια, αξιοποιεί το απλό αυτό γεγονός δίνοντάς του ιδιαίτερες προεκτάσεις, καθώς με την παρομοίωση αυτή εκφράζει την αδυναμία των αναμνήσεων και των συναισθημάτων που ανακαλούνται στην ψυχή μας να παραμείνουν ζωντανά για πολλή ώρα. Οι μνήμες της χαράς του παρελθόντος είναι παροδικές και δεν μπορούν παρά να διαρκέσουν ελάχιστα, καθώς η πραγματικότητα επανέρχεται και μας υπενθυμίζει πως όλα αυτά ανήκουν πια στο παρελθόν και δεν μπορούν να συμβούν ξανά.

Κ.Π.Καβάφης, Τελειωμένα

 ΤΕΛΕΙΩΜΕΝΑ [1910, 1911]

Μέσα στον φόβο και στες υποψίες,
με ταραγμένο νου και τρομαγμένα μάτια,
λυώνουμε και σχεδιάζουμε το πώς να κάμουμε
για ν’ αποφύγουμε τον βέβαιο
τον κίνδυνο που έτσι φρικτά μας απειλεί.
Κι όμως λανθάνουμε, δεν είν’ αυτός στον δρόμο·
ψεύτικα ήσαν τα μηνύματα
(ή δεν τ’ ακούσαμε, ή δεν τα νοιώσαμε καλά).
Άλλη καταστροφή, που δεν την φανταζόμεθαν,
εξαφνική, ραγδαία πέφτει επάνω μας,
κι ανέτοιμους — πού πια καιρός — μας συνεπαίρνει.
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)



Ο Καβάφης κατορθώνει να αποτυπώσει στην ποίησή του, πέραν από την προσωπική του φιλοσοφία, στοιχεία που απορρέουν από την εμπειρία του, αλλά και από την παρατήρηση των τρόπων και των αντιδράσεων των ανθρώπων γύρω του. Ο ποιητής κατανοεί απόλυτα τις ανησυχίες των ανθρώπων είτε αυτές είναι έκδηλες είτε ενδόμυχες, κι αυτό αποτυπώνεται με σαφήνεια στην ποίησή του.
Στο μοιρολατρικό «Τελειωμένα» ο Καβάφης καταγράφει τη διαρκή κατάσταση επαγρύπνησης στην οποία βρίσκονται οι άνθρωποι, καθώς αισθάνονται πως δεν μπορούν να ξεφύγουν από τη σκληρότητα της πραγματικότητας και πως αργά ή γρήγορα θα έρθουν αντιμέτωποι με κάποιο χτύπημα της μοίρας.
Η ατμόσφαιρα φόβου, αγωνίας και συνεχούς ανησυχίας που δημιουργεί ο ποιητής μας παραπέμπει στα έργα του Κάφκα, όπου η αίσθηση του κινδύνου που εκκρεμεί, η αίσθηση της επερχόμενης συμφοράς, δημιουργεί συναισθήματα καταστροφικού άγχους, καθώς οι άνθρωποι δε γνωρίζουν ποιος ακριβώς είναι ο κίνδυνος που τους απειλεί ώστε να μπορέσουν να τον αντιμετωπίσουν. Με παρόμοιο, λοιπόν, τρόπο ο Καβάφης στο «Τελειωμένα» δημιουργεί ένα κλίμα πλήρους εγκλωβισμού, στο οποίο βέβαια εντάσσει και τον εαυτό του, με τη χρήση του α΄ πληθυντικού προσώπου, μιας κι ο ίδιος έχει βρεθεί πολλές φορές σε παρόμοια κατάσταση και γνωρίζει καλά το ψυχοφθόρο αυτό συναίσθημα του φόβου.
Με ταραγμένο νου, από το φόβο και τις υποψίες, λιώνουμε, χάνουμε σταδιακά την υπόστασή μας, γινόμαστε υποδεέστεροι του πραγματικού μας εαυτού και αφιερώνουμε κάθε στιγμή και κάθε σκέψη μας, στο πώς θα αποφύγουμε τον κίνδυνο που με βεβαιότητα πιστεύουμε ότι μας απειλεί.
Κι όμως, κάναμε λάθος, ο κίνδυνος που φοβόμασταν δεν εμφανίζεται, καθώς οι ενδείξεις που λάβαμε υπόψη μας είτε δεν ήταν αληθινές είτε δεν τις αντιληφθήκαμε σωστά κι ενώ προετοιμαζόμασταν να αντιμετωπίσουμε ένα συγκεκριμένο κίνδυνο, άλλη καταστροφή πέφτει πάνω μας ξαφνικά και ραγδαία, βρίσκοντάς μας ανέτοιμους. Περιμένοντας με φόβο το συγκεκριμένο κίνδυνο, την απειλή που εμείς θεωρούσαμε ότι καραδοκεί, βρισκόμαστε ανέτοιμοι τελικά απέναντι στη συμφορά που έρχεται και συνταράζει τη ζωή μας. Και η συμφορά αυτή έρχεται τόσο γρήγορα και απροσδόκητα, ώστε από τη στιγμή που τίθεται σε κίνηση είναι όλα «τελειωμένα», δεν υπάρχει χρόνος αντίδρασης και δεν υπάρχει δυνατότητα αναστροφής της πορείας των πραγμάτων.
Η καταγραφή της αναπότρεπτης ανατροπής που επέρχεται στη ζωή των ανθρώπων, θυμίζει μια σειρά ποιημάτων του Καβάφη, στα οποία γίνεται εμφανής η αίσθηση εγκλωβισμού και η αδυναμία διαφυγής. Στο ποίημα «Τρώες» ο Καβάφης αποτυπώνει το γεγονός ότι η αποτυχία των προσπαθειών μας είναι δεδομένη, στο «Η πόλις» καταγράφει την αδυναμία των ανθρώπων να αλλάξουν τη ζωή τους και να ξεφύγουν από το παρελθόν τους, από τα λάθη και τις επιλογές τους, στα «Τείχη» δημιουργεί μια εικόνα πλήρους αποκλεισμού, όπου ο άνθρωπος δεν έχει καμία ελευθερία στη ζωή του, καθώς είναι εγκλωβισμένος από ένα ισχυρό πλέγμα κοινωνικών κανόνων αλλά και προσωπικών περιορισμών.
Τα ποιήματα του Καβάφη, πάντως, που αποτυπώνουν συναισθήματα φόβου, μοιρολατρίας και απαισιοδοξίας, δεν εκφράζουν γενικά τον τρόπο που σκέφτεται ο ποιητής, εκφράζουν μόνο τις στιγμές εκείνες, τις αμιγώς ανθρώπινες στιγμές, κατά τις οποίες ο ποιητής αφήνεται στην ανασφάλειά του και αντιμετωπίζει με ανησυχία τη ζωή. Ο Καβάφης γνώρισε από μικρός την απώλεια, τις ριζικές ανατροπές στη ζωή του και την ανησυχία για το τι του επιφυλάσσει το μέλλον, γεγονός που μπορεί να εξηγήσει γιατί στην ποίησή του συχνά καταγράφονται με τόση ακρίβεια συναισθηματικές καταστάσεις πλήρους αδυναμίας και φόβου.




Δευτέρα 1 Απριλίου 2024

Μαρία Πολυδούρη , Γλέντι

 ΓΛΕΝΤΙ

Σ' ένα γλέντι με κάλεσαν οι σύντροφοι.
Δε θ' αρνηθώ. Θα πάω να λησμονήσω!
Θα φορέσω το κόκκινό μου φόρεμα
και την ίδια ομορφιά μου θα φθονήσω.
Το νεκρό πόχω μέσα μου περήφανα
και στοργικά μαζί μου θα τον πάρω.
Θα 'μαι σα χαρωπή, σα μυστικόπαθη
θα 'μαι μια αποσταλμένη από το Χάρο.
Οι μελλοθάνατοι σύντροφοι στο γλέντι τους
κι αν πίνουνε κρασί δε θα μεθούνε.
Μια κατάρα θα στέκεται στο πλάι τους
μα θα 'μαι ωραία και δε θα υποψιασθούνε.
Έπειτα ένα τραγούδι θα ζητήσουνε
μήπως σε μια χλωμή χαράν ελπίσουν,
μα τόσο αληθινό θα 'ν' το τραγούδι μου
που σαστισμένοι θα σωπήσουν.

Κ. Π. Καβάφης ,Μελαγχολία τοῦ Ἰάσωνος Κλεάνδρου Ποιητοῦ ἐν Κομμαγηνῆ· 595 μ.Χ.

 

ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ ΤΟΥ ΙΑΣΟΝΟΣ ΚΛΕΑΝΔΡΟΥ· ΠΟΙΗΤΟΥ ΕΝ ΚΟΜΜΑΓΗΝΗ· 595 μ.Χ.

Το γήρασμα του σώματος και της μορφής μου
είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι.
Δεν έχω εγκαρτέρησι καμιά.
Εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως,
που κάπως ξέρεις από φάρμακα·
νάρκης του άλγους δοκιμές, εν Φαντασία και Λόγω.

Είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι.—
Τα φάρμακά σου φέρε Τέχνη της Ποιήσεως,
που κάμνουνε —για λίγο— να μη νοιώθεται η πληγή.

(Πατήστε πάνω στην εικόνα για να ακούσετε την απαγγελία της μαθήτριας)

μελαγχολία

Δομή του κειμένου, επαλήθευση ή διάψευση μιας κρίσης με βάση το κείμενο, εκφραστικά μέσα και τρόποι του κειμένου (υφολογική διερεύνηση, αφηγηματικές λειτουργίες, επιλογές του δημιουργού σε διάφορα επίπεδα γλωσσικής ανάλυσης):


1)    Τι πετυχαίνει ο ποιητής με τον τόσο εκτενή και πλούσιο σε λεπτομέρειες τίτλο του ποιήματος;

Το α’ πρόσωπο που χρησιμοποιεί ο Καβάφης μέσα στο ποίημα στρέφει το βλέμμα του αναγνώστη στον ίδιο. Καθιστά το θέμα του ποιήματος προσωπική ιστορία του Αλεξανδρινού. Πόσο μάλλον αν ο τίτλος ήταν «Μελαγχολία του ποιητού». Θα άφηνε ξεγυμνωμένη την προσωπική πληγή του ποιητή. Για τούτο ο Καβάφης σπεύδει  να χρεώσει τη μελαγχολία και την οδύνη στο φανταστικό ποιητή Ιάσωνα Κλεάνδρου.
Ο εκτενής τίτλος λοιπόν, μπαίνει για να ξεκαθαρίσει τα πράγματα. Μπαίνει για να αποστασιοποιηθεί  ο ποιητής από τον ήρωά του. Πολύ περισσότερο, τώρα που δεν υπάρχει κανένα άλλο στοιχείο που να διαφοροποιεί τον Καβάφη από τον Ιάσωνα. Πράγματι, μια χρονολογία, μια ένδειξη, ένα ιστορικό πρόσωπο, μια πόλη, αρκεί για να εξασφαλιστεί το άλλοθι. Ο τίτλος μας μεταφέρει μέσα στον ιστορικό χρόνο και τόπο. Βρισκόμαστε στα βάθη της Ασίας,- στην Κομμαγηνή, χώρα ανατολικά της Συρίας- και όχι βέβαια στις μέρες μας αλλά σε πολύ μακρινούς καιρούς, το 595 μ.Χ. Καμιά σχέση με τον Καβάφη και  τα συναισθήματά του. Το ποίημα λοιπόν είναι (δείχνει) ιστορικό.
Καθώς μάλιστα με τον τίτλο αποστασιοποιείται απ’ το προσωπικό του πρόβλημα, το καθιστά ξένο, πιο αντικειμενικό, αλλά και πιο αληθινό, αφού το συνδέει με κάποιο συγκεκριμένο και επώνυμο πρόσωπο. Από την άλλη, καθώς ο Ιάσωνας Κλεάνδρου είναι ανύπαρκτο ιστορικά  πρόσωπο, θα μπορούσε δηλαδή να είναι οποιοσδήποτε ποιητής, σε οποιαδήποτε εποχή, ο Καβάφης προσδίδει στο μήνυμά του –η ποίηση ως μέσο καταπράυνσης του γήρατος και της ασχήμιας- διαχρονική ισχύ.


2)    Το ποίημα αποτελείται από δύο δυσανάλογες ως προς το μέγεθος στροφές. Ποιο είναι το περιεχόμενο τους και πώς συνδέονται μεταξύ τους;

-Στην πρώτη στροφή ο ποιητής εκφράζει την οδύνη του, τον πόνο του. Διατυπώνει το πρόβλημα και τις ελπίδες λύτρωσής του. Στη δεύτερη στροφή κάνει την τελική του επίκληση προς την Ποίηση.
-Η σύνδεση των δύο στροφών επιτυγχάνεται με την επανάληψη της φράσης «Είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι».


3)    Με ποια εκφραστικά μέσα αποδίδεται παραστατικά ο «αναλγητικός» ρόλος της ποίησης;

-Επανάληψη: Η λέξη «φάρμακα» χρησιμοποιείται στους στίχους 5 και 8.
-Μεταφορά: Τα φάρμακά σου φέρε Τέχνη της Ποιήσεως (στ. 8)
-Προσωποποίηση: Τα φάρμακά σου φέρε Τέχνη της Ποιήσεως (στ. 8)
-Προστακτική (Δηλώνει ικεσία): Τα φάρμακά σου φέρε Τέχνη της Ποιήσεως (στ. 8)
Β’ ενικό πρόσωπο και διάλογος (εσωτερικός μονόλογος):
Εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως (στ. 4)
Ξέρεις…. (στ.5)
Τα φάρμακά σου φέρε… (στ.8)
-Αναστροφή και Υπερβατό: νάρκης του άλγους δοκιμές  (στ.6), αντί: δοκιμές νάρκης και του άλγους.


4)    Στο ποίημα διατυπώνεται μια επίκληση. Ποιος μιλάει και ποιόν επικαλείται;

Η επίκληση εκφράζεται από τον φανταστικό ποιητή Ιάσωνα Κλεάνδρου το 595 μ.Χ. Πίσω όμως απ’ τον Ιάσωνα βρίσκεται ο μεγάλος Αλεξανδρινός ποιητής, ο Κ. Καβάφης. Ο Ιάσωνας Κλεάνδρου, ιστορικά ανύπαρκτο πρόσωπο, αποτελεί το προσωπείο κάτω απ’ το οποίο κρύβεται ο Κ. Καβάφης. Επιλέγει δε να αποδώσει την επίκληση σ’ ένα τρίτο πρόσωπο, γιατί θέλει να καταστήσει το πρόβλημά του πιο αληθινό, να το παρουσιάσει πιο αντικειμενικά, να του προσδώσει διαχρονικότητα και καθολικότητα μέσα απ’ το ιστορικό βάθος του τίτλου.

Ο ποιητής επικαλείται  την Τέχνη της Ποιήσεως. Πιστεύει ότι η ποίηση είναι αυτή που μπορεί να του δώσει λίγη ανακούφιση, μια μικρή παρηγοριά για να αντέξει το γήρας, την επερχόμενη ασχήμια του σώματος. Θυμίζουμε ότι το ποίημα το γράφει ο Κ. Καβάφης το 1918, σε ηλικία 55 ετών, ηλικία αρκετά μεγάλη για τις αντιλήψεις της εποχής. Επικαλείται λοιπόν την ποίηση, της ζητά να του προσφέρει τα φάρμακά της για να καταπραΰνει τον πόνο του, να απαλύνει τους φόβους του για το επερχόμενο γήρας.  

Μελαγχολία τοῦ Ἰάσωνος Κλεάνδρου Ποιητοῦ ἐν Κομμαγηνῆ· 595 μ.Χ.

Γράφει η Κλεοπάτρα Ζαχαροπούλου // *

 

 

Γραμματολογικά στοιχεία: Το ποίημα δημοσιεύτηκε το 1921 με τον παραπάνω τίτλο, στην πρώτη όμως γραφή του 1918 είχε τον τίτλο Μαχαίρι.

 

Θεματικός άξονας, ειδολογική κατηγοριοποίηση: Το ποίημα εμφανίζεται μέσα σε πλαίσιο ιστορικό ή καλύτερα ψευδοϊστορικό, έχει, όμως, χαρακτήρα φιλοσοφικό ή διδακτικό, εφόσον το θέμα του είναι η επίκληση της Ποίησης από κάποιο φανταστικό ποιητή, την οποία ικετεύει να τον θεραπεύσει από τα σημάδια του χρόνου. Με άλλα λόγια, θέμα του ποιήματος είναι η ευεργετική επίδραση της Τέχνης της Ποίησης στις πληγές της ψυχής που προέρχονται από τη φθορά του χρόνου. Η θλίψη του ποιητή για τα γηρατειά αναζητά παρηγοριά στην Τέχνη.

 

Ο τίτλος: Πρόκειται για έναν από τους εκτενέστερους τίτλους του Καβάφη. Οι τίτλοι στα ποιήματα του Καβάφη είναι, σχεδόν ανεξαίρετα, λόγιοι, επιγραφικοί. Προσθέτουν κάτι στο νόημα, γίνονται τίτλοι του ποιήματος. Ο τίτλος αυτός είναι σχολαστικότερος και δίνει την ιδιότητα του πλασματικού ποιητικού υποκειμένου και το ψευδοϊστορικό πλαίσιο. Οι λέξεις είναι προσεκτικά επιλεγμένες και η στίξη ιδιότυπη, ώστε όλα να εξασφαλίζουν την αναγκαία αποστασιοποίηση του Καβάφη από το φανταστικό ποιητή του τίτλου. Η χρονολογία φαίνεται τυχαία αλλά δεν είναι. Η τοπική και χρονική τοποθέτηση του συμβολικού προσώπου προβάλλει έναν εξελληνισμένο πεπαιδευμένο ανατολίτη, ίσως χριστιανό, επιφανειακά, όμως, αφού ο χριστιανισμός δεν του παρέχει τα απαραίτητα ψυχικά στηρίγματα, ώστε να υπομένει την ανθρώπινη φθορά.

 

 

Ιάσων Κλεάνδρου: Ο Καβάφης συχνά χρησιμοποιεί υπαρκτά ή ανύπαρκτα, φανταστικά και πλασματικά πρόσωπα της ιστορίας ως σύμβολα, για να εκφράσει τα προσωπικά του βιώματα.[1] Για να αποκρύψει τα συναισθήματα και τα αδιέξοδά του, τα μεταθέτει σε άλλο ιστορικό πλαίσιο και τους δίνει κατ’ αυτό τον τρόπο τη διάσταση καθολικού βιώματος. Βασικό πρόσωπο του ποιήματος είναι ο Ιάσων Κλεάνδρου, ένας φανταστικός ποιητής, ένας εξελληνισμένος ανατολίτης του 6ου αιώνα, πεπαιδευμένος και χριστιανός, που έχει πολλά κοινά σημεία με τον Καβάφη: κοινή ποιητική ιδιότητα, ηλικία, αποστροφή προς τα γηρατειά, υψηλή αντίληψη για την ποιητική τέχνη. Κατά τον Γ. Π. Σαββίδη, η ταύτιση του Ιάσωνος Κλεάνδρου με τον Καβάφη είναι αναπόφευκτη, γιατί το ιστορικό άλλοθι αυτού του εσωτερικού μονολόγου περιορίζεται στον τίτλο. Ο Καβάφης αποστασιοποιείται από τα λεγόμενα και εξασφαλίζει άλλοθι ότι δεν μιλά ο ίδιος, μεταθέτοντας τον αφηγητή του σε ένα εντελώς ξένο, χρονικά και τοπικά, ιστορικό πλαίσιο. Εν κατακλείδι, το πλασματικό αυτό πρόσωπο επινοήθηκε με το επιτηδευμένο ονοματεπώνυμο, για να δηλώσει το όνομα, την ιδιότητα του ποιητή και το γεγονός ότι είναι απόγονος ένδοξου άντρα. Η ποιητική του ιδιότητα υποβάλλει την αίσθηση της περισσής αισθαντικότητας.

 

Χώρος: Η Κομμαγηνή υπήρξε κάποτε ανεξάρτητο κρατίδιο στα βορειοανατολικά της Συρίας (164 π.Χ. – 72 μ.χ.) και αργότερα τμήμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μέχρι το 638 μ. Χ., οπότε καταλήφθηκε από τους Άραβες. Στο κρατίδιο αυτό γίνεται αναφορά στον Τελευταίο Σταθμό του Σεφέρη. Πρόκειται για το μεταξύ Ταύρου Αμανού και ποταμού Ευφράτη βορειοανατολικό τμήμα της Συρίας, στην οποία ανήκε μέχρι το 162 π.Χ., οπότε και αποσπάσθηκε αποτελώντας ιδιαίτερο βασίλειο, με πρωτεύουσα τα Σαμόσατα. Στα βυζαντινά χρόνια ονομαζόταν Ευφρασία ή Κομμαγηνή και αποτελούσε μία από τις επαρχίες του βυζαντινού κράτους. Από τις δώδεκα πόλεις της, πρωτεύουσα ήταν η Ιερόπολη. Το 1890 με τις εργασίες του Πουχστάιν ήλθε στο φως θαυμάσιο μνημείο του βασιλιά Αντίοχου του Α΄ στο όρος Νεμρούδ-νταγ.

 

Χρόνος: Ο χρόνος του ποιήματος καθορίζεται στον τίτλο. Είναι το 595 μ.Χ., τέσσερα χρόνια μετά την ειρήνη του Βυζαντινού αυτοκράτορα Μαυρίκιου με το Χοσρόη Β΄ της Περσίας. Η χρονολογία αυτή στοχεύει περισσότερο στην εξασφάλιση ενός ιστορικού άλλοθι για τον ποιητή, ώστε να μην ταυτιστεί με τον Ιάσωνα Κλεάνδρου. Γενικά, ο χρόνος είναι σημαντικός στο ποίημα από την άποψη της φθοράς που προκαλεί στο σώμα και στη μορφή του φανταστικού ποιητή.

 

Στροφικές ενότητες:

Το ποίημα διαρθρώνεται σε δύο άνισες στροφικές ενότητες:

α) Στην πρώτη (στ. 1-6) διατυπώνεται το πρόβλημα της φθοράς που προκαλεί ο χρόνος και απευθύνεται η πρώτη έκκληση στην Ποίηση να βοηθήσει και να θεραπεύσει τον πόνο.

β) Στη δεύτερη στροφική ενότητα (στ. 7-9) διατυπώνεται η τελική επίκληση στην ποίηση, με παράλληλη συμπύκνωση των καταπραϋντικών ιδιοτήτων της και του πόνου που προκαλεί η φθορά του χρόνου. Ο στ. 7, καθώς επαναλαμβάνει αυτούσιο το στ. 2, αποτελεί τον κυριότερο συνδετικό κρίκο μεταξύ των δύο ενοτήτων. Στην αγωνία, λοιπόν, για τη φθορά, τη χαμένη σωματική ομορφιά, την ψυχική ευεξία και τον έρωτα (η απόλαυση της ερωτικής ηδονής συνδέεται με το σώμα και τη μορφή) ο φανταστικός ποιητής αντιτάσσει την Τέχνη της Ποιήσεως.

 

Κεντρική ιδέα: Ο αβάσταχτος πόνος που προκαλούν στην ανθρώπινη ψυχή τα γηρατειά και η αέναη προσπάθεια ανίχνευσης διεξόδου από το άλγος του πεπερασμένου της ανθρώπινης ζωής. Πραγματεύεται το θέμα της ποίησης ως νηπενθούς φαρμάκου.

 

Επιμέρους ιδέες:

  • Η ζωή του ανθρώπου είναι πεπερασμένη
  • Η τέχνη, πέρα από μέσο έκφρασης των συναισθημάτων του καλλιτέχνη, είναι και τρόπος κατανόησης των πόθων, των παθών και των σκοπών μιας εποχής.
  • Η τέχνη και τα δημιουργήματά της αποτελούν διαχρονική αξία στη ζωή του ανθρώπου.

 

Το γήρασμα του σώματος και της μορφής μου

Το ποίημα ξεκινάει με το μοτίβο των γηρατειών. Η λέξη μορφή πιθανόν αναφέρεται στην ψυχική μορφολογία του αφηγηματικού υποκειμένου, δεν αποκλείεται, όμως, να αφορά και το πρόσωπο, το μέρος δηλαδή του σώματος που το μορφοποιεί (= πρόσωπο και προσωπικότητα). Το σώμα αναφέρεται στη βιολογική ευεξία, στην υγεία. Ο ποιητής αδυνατεί να αντιμετωπίσει και να αποδεχθεί τα γηρατειά με απάθεια. Υπερευαίσθητος μπροστά στη φθορά του χρόνου εκφράζει την υπαρξιακή του αγωνία. Ο Καβάφης ως ηδονιστής και λάτρης των ωραίων καμωμένων σωμάτων πληγώνεται και σπαράζει από το μερτικό των γηρατειών: το δέρμα του ρυτιδώνεται, χάνει το νεανικό του σφρίγος, γίνεται πλαδαρό. Η κινητική δραστηριότητα μειώνεται, οι ορμές και οι ερωτικές επιθυμίες κάμπτονται. Με τον όρο μορφή, εννοεί το πρόσωπο. Τοποθετείται τελευταίο για έμφαση. Π0ληγώνεται να βλέπει τις ρυτίδες. Φοβάται το άσπρισμα των μαλλιών, την εξασθένιση της όρασης, κ.ά. Η ύπαρξη της αντωνυμίας «μου» φορτίζει το ποίημα σε δραματικότητα και αισθητική συγκίνησης. Η αφήγηση γίνεται «εκ των έσω» και εστιάζεται στο προσωπικό δράμα. Δεν κρατά καμία αισθητική απόσταση και αντικειμενικότητα, οδηγώντας στο συναισθηματισμό και στην προσωπική, οδυνηρή εξομολόγηση μιας ατομικής δραματικής κρίσης. Η επώδυνη ειλικρίνεια των αισθημάτων όμως ελέγχεται από τον ποιητή, ώστε να αποφύγει τη φτηνή αισθηματολογία. Το α΄ πρόσωπο θυμίζει το δόγμα «η ποίησή μου είμαι εγώ», που παρατηρεί ο Vitti.

 

είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι.

Η λέξη πληγή επαναλαμβάνεται άλλες δυο φορές (στ. 7 και 9) ως η χαρακτηριστικότερη μορφή φθοράς στο σώμα και τον εσωτερικό κόσμο, στην εξωτερική όψη και στις εσωτερικές ψυχολογικές διεργασίες. Η φράση φρικτό μαχαίρι, που επαναλαμβάνεται και στην επόμενη στροφή (στ. 7) χρησιμοποιείται μεταφορικά για τη δύναμη του χρόνου. Άλλωστε η λέξη μαχαίρι αποτελούσε και τον τίτλο της πρώτης γραφής του ποιήματος. Ολόκληρο το ποίημα, λοιπόν, αποτελεί έναν εσωτερικό μονόλογο του Ιάσωνος Κλεάνδρου, ο οποίος παρομοιάζει τη μελαγχολία του, που προέρχεται από τη γήρανση του σώματος και της μορφής του, με πληγή από φρικτό μαχαίρι. Το γήρασμα είναι φρικτό μαχαίρι γιατί πληγώνει την ψυχή και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

 

Δεν έχω εγκαρτέρησι καμιά.

Το νόημα του στίχου είναι ότι ο φανταστικός ποιητής αδυνατεί μόνος του να υπομείνει τη φθορά των γηρατειών και να παρηγορηθεί. Ο ποιητής αντικρίζει με αβάστακτο πόνο τα σημάδια που αφήνει ο αδυσώπητος χρόνος στο σώμα και στην ψυχή και δηλώνει άοπλος απέναντι στη φθορά, χωρίς καρτερική υπομονή. Ο Καβάφης γνωρίζοντας την ανθρώπινη ψυχολογία αποδίδει τις λεπτές εσωτερικές κινήσεις της σε μια κρίσιμη στιγμή της ζωής του. Η κατάθλιψη, η μελαγχολία, η έλλειψη υπομονής και καρτερίας χαρακτηρίζουν τον ήρωα. Στους γέροντες ο ποιητής δε βλέπει, παρά την αθλιότητα.

 

Εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως,

Λύση αποτελεί η Τέχνη της Ποιήσεως, που με την επίκληση και τα κεφαλαία πρώτα στοιχεία θεωρείται κάτι σαν θεά. Ο ποιητής ζητά την αρωγή της Ποίησης για να καταπραΰνει προσωρινά, με τη δύναμη της φαντασίας και τη μαγεία του λόγου της, το οξύ άλγος. Η αφοσίωση στην ποιητική δημιουργία είναι η μόνη άμυνα κατά της φθοράς που υφίσταται το σώμα, το πιο συχνό καβαφικό ίνδαλμα. Δεν είναι ο φόβος του θανάτου, αλλά η παρακμή του σώματος που οδηγεί τον Ιάσωνα να αναζητά στα φάρμακα της Τέχνης μια κάποια παρηγοριά, ένα βοτάνι που θα αποπειραθεί να ναρκώσει την οδύνη της σωματικής φθοράς, με τη μετάθεση της προσοχής σε μιαν άλλη πραγματικότητα, στην ποιητική δημιουργία.  Ο ποιητής ανυπόμονος, αδημονώντας προσπέφτει και προστρέχει στην Τέχνη για ίαση από τα ανυπόφερτα γηρατειά. Το ρήμα «προστρέχω» δικαιολογεί το «δεν έχω εγκαρτέρησι» και εκφράζει την ανυπομονησία του. Από πολύ νωρίς οι μελετητές επισήμαναν ότι όταν χρησιμοποιεί τη λέξη Τέχνη με Τ, εννοεί την ερωτική τέχνη, η οποία σχετίζεται με την ερωτική μνήμη. Με άλλα λόγια, ο ποιητής συντριμμένος από τη γήρανση του σώματος και την αναστολή των ερωτικών επιθυμιών καταφεύγει για παρηγοριά στις ερωτικές αναμνήσεις του παρελθόντος, που αποτελούν και τη δεξαμενή της ποίησής του. Επιπροσθέτως, το Τ παραπέμπει στην ανωτερότητα και τελειότητα της καλλιτεχνικής έκφρασης. Για τον Καβάφη δεν είναι διανοητικές επινοήσεις, απόμακρες, χωρίς υπόσταση. Τις θεοποιεί και τις αποστρέφεται. Το «σε» φορτίζει την επικοινωνία του ποιητή με την Τέχνη του μέσα από ένα φανταστικό διάλογο, που στην ουσία είναι εσωτερικός μονόλογος. Επιπλέον, προσδίδει θεατρικότητα, αμεσότητα, δραματικότητα, παραστατικότητα. Η ποίηση γίνεται προσωποποιητική, δηλαδή οι έννοιες υποδύονται προσωπεία, γίνονται ήρωες του δράματος. Η σύζευξη του προηγούμενου α΄ με το τωρινό β΄ πρόσωπο δημιουργεί μια ισορροπία μεταξύ της διανοητικότητας και του αυτάρεσκου λυρισμού και της τρυφερότητας, συγκίνησης. Έτσι, το ποίημα αποφεύγει την παγίδα του ρηχού συναισθηματισμού και της φτηνής αισθηματολογίας.

 

που κάπως ξέρεις από φάρμακα·

 Το μόνο καταφύγιο του ποιητή είναι η Τέχνη της Ποίησης. Το επίρρημα κάπως αναιρεί τη δραστικότητα της προηγούμενης λύσης: η λύση είναι πρόσκαιρη και περιστασιακή, αφού δεν μπορεί να επουλώσει οριστικά τις πληγές.

 

νάρκης του άλγους δοκιμές, εν Φαντασία και Λόγω.

Η φράση νάρκης του άλγους δοκιμές[2] σημαίνει ότι οι απόπειρες να ναρκωθεί, να κατευνασθεί ο πόνος συνιστούν προσωρινή θεραπεία και όχι οριστική ίαση. Η διαδικασία της φθοράς είναι αναπότρεπτη και η ποιητική πράξη λειτουργεί ως ναρκωτικό αντίδοτο. Η λέξη Φαντασία παραπέμπει στην αναπαραστατική φαντασία (= φανταστική ανάπλαση εξωτερικού ερεθίσματος) του Καβάφη, ενώ ο Λόγος σε γνωσιολογικά και μεταφυσικά χαρακτηριστικά. Με τα δημιουργήματα της τέχνης, εφόσον αυτά είναι αριστουργήματα, μπορεί ο ποιητής να λησμονήσει τη φθορά, γιατί αυτά απορροφούν τη σκέψη και την ψυχή του, τον δεσμεύουν στη θέα τους ή την αναπόλησή τους.

 

Σημείωση: Στους στίχους που κάπως ξέρεις από φάρμακα·/ νάρκης του άλγους δοκιμές, εν Φαντασία και Λόγω, ο Καβάφης αισθητοποιεί τις ακόλουθες θεωρίες:

 

Είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι.—

Η δεύτερη στροφή συνδέεται άμεσα με την πρώτη επανάληψη της φράσης που αποτελεί το νοηματικό πυρήνα του ποιήματος. Η ειδοποιός διαφορά έγκειται στη χρήση —. Ο Σεφέρης πρόσεξε τη σπασμένη στιχουργική του Καβάφη, με τους στίχους του γεμάτους από συγκοπές ή εγκοπές, που παρεμβάλλουν μια στιγμή σιωπής στο ρυθμό του. Ο Καβάφης είναι ποιητής δραματικός που μιλάει με σιωπές. Έχει στο νου του πάντα τον αναγνώστη ως συμμέτοχο στην παραγωγή του ποιητικού νοήματος. Η σιωπή του Καβάφη αποτελεί έκφραση της απόγνωσής του και αφορμή για στοχασμό και προβληματισμό του αναγνώστη.


Τα φάρμακά σου φέρε Τέχνη της Ποιήσεως,

Ο ποιητής επικαλείται την Τέχνη της Ποιήσεως για να θεραπεύσει με τα φάρμακά της. Η Τέχνη είναι παρηγοριά, προσφέρει λύτρωση και κάθαρση. Είναι το αντίδοτο στο γήρας, που περικυκλώνει τον άνθρωπο, τον αδρανοποιεί. Η προστακτική δηλώνει έντονη επιθυμία, παράκληση. Πάλι δημιουργείται ένας φανταστικός διάλογος με μια προσωποποιημένη έννοια, ενώ στην ουσία είναι ένας δραματικός εσωτερικός μονόλογος.


που κάμνουνε —για λίγο— να μη νοιώθεται η πληγή.

Η καταφυγή στην Ποίηση αποτελεί πολύτιμο βάλσαμο, παυσίπονο στην πληγή των γηρατειών, αλλά δεν προσφέρει ριζική θεραπεία. Μέσω της ποίησης επιτυγχάνονται σύντομες αποδράσεις από την πραγματικότητα. Η ποιητική δημιουργία εκτονώνει τη συναισθηματική φόρτιση και λυτρώνει τον ποιητή, ναρκώνοντας έστω και για λίγο το οξύ άλγος. Η στάση του ποιητή αν και καταφατική είναι κατά βάση τραγική. Έχει πνεύμα αυστηρά απαισιόδοξο. Ψάχνει απεγνωσμένα για τη λύτρωση και την ανακούφιση, αλλά αυτό δεν τον εμποδίζει με οδυνηρή αυτογνωσία και με μια μικρή δόση ειρωνείας να παραδεχτεί ότι τελικά αυτή είναι για λίγο, πρόσκαιρη, απατηλή.

 

 

 

Η τεχνική: Η ποιητική αφήγηση ανατίθεται σ’ ένα φανταστικό πρόσωπο, το οποίο σε πρώτο πρόσωπο και με την τεχνική του εσωτερικού μονολόγου αποκαλύπτει την προσωπική πληγή, την αγωνία, την οδύνη και τη μελαγχολία που του προκαλεί η φρίκη των γηρατειών. Ωστόσο, ο Ιάσων Κλέανδρος δεν αποτελεί τίποτε άλλο παρά το προσωπείο του ίδιου του ποιητή.  Ο δυσανάλογα μεγάλος σε σύγκριση με το μέγεθος του ποιήματος τίτλος, με την προσεκτική στίξη και τις λεπτομέρειες, δημιουργεί ένα ιστορικό άλλοθι (= ψευδοϊστορικό πλαίσιο). Κι αυτό σε συνδυασμό με τον πλασματικό ποιητή επιτρέπει στον Καβάφη να εκφράζεται με τρόπο αποστασιοποιημένο αποδίδοντας διαχρονική ισχύ στα λεγόμενά του. Ταυτόχρονα, η χρήση του πρώτου προσώπου του παρέχει τη δυνατότητα μιας έμμεσης ταύτισης και έμμεσου διδακτισμού: ό,τι λέγεται χρεώνεται στο φανταστικό ποιητή, ανήκει όμως στον ίδιο. Άλλωστε, ο Καβάφης τη χρονιά που δημοσιεύτηκε το ποίημα ήταν 58 ετών.

 

Ύφος: Το ποίημα είναι γραμμένο σε χαμηλούς, μελαγχολικούς τόνους, μια και έχει εξομολογητικό χαρακτήρα. Αξιοσημείωτο είναι το ύφος: είναι πιο πεζολογικό, ρεαλιστικό και οικείο, όταν γίνεται αναφορά στα αποτελέσματα της φθοράς που προκαλεί ο χρόνος. Μεταβάλλεται, όμως, σε επισημότερο, με τη χρήση λόγιων, καθαρευουσιάνικων εκφράσεων, όταν ο ποιητής επικαλείται την ποίηση και την αναλγητική επίδρασή της. Επιπροσθέτως, θα μπορούσε κανείς να προσδώσει χαρακτηρισμούς τύπου: λυρικό, φιλοσοφικό, δραματικό, ερωτικό, διδακτικό, ψευδοϊστορικό.

 

Γλώσσα: Η γλώσσα που υιοθετεί ο Καβάφης είναι η ιδιότυπη γλώσσα του έξω-ελλαδικού ελληνισμού, γενικά και ειδικά, του αιγυπτιώτικου ελληνισμού σ’ εκείνους τους καιρούς που η αόριστη τάση προς τον εθνικό γλωσσικό κορμό θα πάρει πιο συγκεκριμένο περιεχόμενο: η γλώσσα του, αφού πρόκειται για ποιητή, το εργαλείο της τέχνης του, θα εκφράσει τη συνοχή του ελληνισμού μέσα στην ιστορία, θα γίνει πιο πλούσια από όλους τους χυμούς, όσους έφεραν οι αιώνες για να την αναδείξουν αγέραστη.

 

Σχήματα λόγου: Ο κύριος εκφραστικός τρόπος, με τον οποίο επιτυγχάνεται η επικοινωνία του ποιητή με την Τέχνη της Ποίησης είναι η προσωποποίηση. Η Τέχνη της Ποίησης γίνεται θεραπευτής των πληγών που αφήνει στον ποιητή ο χρόνος. Τα φάρμακά της, που επίσης προσωποποιούνται, η Φαντασία και ο Λόγος, είναι δύο μαγικές δυνάμεις που απαλύνουν τη σκληρότητα της πραγματικότητας και προσφέρουν πρόσκαιρη ανακούφιση. Άλλα σχήματα λόγου που χρησιμοποιεί ο ποιητής είναι οι μεταφορές (Το γήρασμα του σώματος και της μορφής μου/ είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι, Τα φάρμακά σου φέρε Τέχνη της Ποιήσεως), οι επαναλήψεις (Τέχνη της Ποιήσεως, πληγή από φρικτό μαχαίρι), το υπερβατό (νάρκης του άλγους δοκιμές), σχήμα υπαλλαγής (πληγή από φρικτό μαχαίρι αντί φρικτή πληγή από μαχαίρι). Επιπλέον, στη σύνθεση κυριαρχούν τα ουσιαστικά σε πτώση γενική και δοτική. Ο αδύνατος τύπος «μου» της προσωπικής αντωνυμίας δίνει στο ποίημα μια τραγική, προσωπική διάσταση κι έναν εξομολογητικό τόνο. Τέλος, η διαπλοκή α΄ και β΄ προσώπου προσδίδει θεατρικότητα, οικειότητα και ισορροπία ανάμεσα στη διανοητικότητα και τη συγκίνηση.

 

Μέτρο: Είναι ιαμβικό, με κάποιες ανατροπές στο ρυθμό, που ελκύουν την προσοχή του αναγνώστη (στ. 2, 6).

 

Το βίωμα του γήρατος στον Καβάφη: Όταν ο Καβάφης γράφει αυτό το ποίημα είναι 58 ετών και φαίνεται να αντιμετωπίζει με πόνο το γήρασμα του σώματος και της μορφής του. Ο ποιητής σε πολλά ποιήματά του, άλλωστε, ατενίζει και θαυμάζει την ομορφιά και αποθεώνει τα νιάτα. Αποστρέφεται το γήρας και θλίβεται για τη φθορά που προκαλεί. Έτσι, αναζητά μέσα στην Ποίηση τα βότανα που θα τον ξαναγυρίσουν για λίγο στη νεότητα και θα τον ξεκουράσουν από τα πικρά γηρατειά και τις δοκιμασίες, προσφέροντάς του την έσχατη παρηγοριά. Γνωρίζει, όμως, πως από τη φθορά κερδίζει η τέχνη του και από το θησαύρισμα της πολύχρονης πείρας του αναβρύζει η ποίησή του.

 

Ψυχογραφία του Ιάσωνος Κλεάνδρου: Ο φακός εστιάζεται στην ψυχολογική κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο ποιητής. Ο φανταστικός ποιητής Ιάσων Κλεάνδρου είναι μια τραγική μορφή, που απευθύνεται με απόγνωση στο τελευταίο καταφύγιό του, την Τέχνη του, για να παρηγορηθεί για την απώλεια της σωματικής ομορφιάς και της νεότητας, που έχει επιφέρει ο χρόνος. Ο πόνος του είναι βαθύς και παρομοιάζεται με πληγή από φρικτό μαχαίρι, γι’ αυτό και ικετεύει την Ποίηση να τον ανακουφίσει, έστω και προσωρινά, με τη μαγεία του λόγου και της φαντασίας της. Δεν έχει ψευδαισθήσεις πως θα τον θεραπεύσει για πάντα, γιατί η φθορά είναι μια διαδικασία αδυσώπητη, χωρίς επιστροφή. Ο ποιητής είναι απογοητευμένος και πικραμένος, υα γηρατειά τον έχουν νικήσει, δείχνει την ενδόμυχη λαχτάρα του για νεότητα, ομορφιά, καλοχτισμένο σώμα. Ωστόσο, καθώς βλέπει οι αντοχές του να μη τον συγκρατούν, η ελπίδα του μέλλοντος να μη μπορεί να του δώσει κουράγιο για τη ζωή, θεωρεί επίσης ότι είναι παραδομένος εξ ολοκλήρου στη φθορά. Τότε ακριβώς βρίσκει λύτρωση στις ηδονές και την απόλαυση μέσω της Τέχνης. Η ηδονή, η απόλαυση, γίνονται στο εξής τα μέσα για την τελείωση της τέχνης του. Πάνω από καθετί στην ανθρώπινη ζωή τοποθετείται η τέχνη και η αφιλοκερδής θεραπεία της. Χαρακτηριστική είναι η άποψη του ίδιου του ποιητή για την Τέχνη, όταν λέει κάπου αλλού: «Την εργασία μου την προσέχω και την αγαπώ».

 

Ένα ποίημα για την ποίηση: Ποιήματα ποιητικής ονομάζονται τα αναστοχαστικά ποιήματα, στα οποία οι ποιητές στρέφουν το βλέμμα τους στην ίδια τους την τέχνη, στα εκφραστικά τους μέσα και στον τρόπο με τον οποίο δομείται ο λόγος τους. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι πρόκειται για προγραμματικά ποιήματα, τα οποία συνδυάζουν την καλλιτεχνική πρόθεση με την αισθητική αποτίμηση: ο ποιητής λειτουργεί, σε αυτά, ταυτόχρονα ως καλλιτέχνης και ως κριτικός. Ο Γ. Π. Σαββίδης ορίζει τα ποιήματα ποιητικής ως τα ποιήματα που έχουν άμεσα ή έμμεσα ως αντικείμενο την ποιητική πράξη ή γενικότερα την καλλιτεχνική δημιουργία, τις προϋποθέσεις της, τις ατομικές και κοινωνικές συνθήκες και τις συνέπειές της. Το ποίημα αναφέρεται στην πράξη της ποιητικής δημιουργίας, που αποτελεί μέγιστη ευτυχία και πολύτιμο βάλσαμο. Το ποίημα παρουσιάζεται ως διάλογος ενός φανταστικού ποιητή με την Ποίηση, την οποία ικετεύει να επουλώσει τις πληγές που αφήνει ο χρόνος. Ο ποιητής πιστεύει στη λυτρωτική δύναμη της Ποίησης, που αποτελεί γι’ αυτόν δικαίωση ζωής. Η ποίηση αποτελεί υψηλή παρηγοριά, που κατευνάζει το άλγος της φθοράς με τη μνημονική αναδρομή. Όπως γράφει ο Καβάφης σε άλλο ποίημά του: Πλην του τεχνίτου πώς εκέρδισε η ζωή./ Αύριο, μεθαύριο ή μετά χρόνια θα γραφούν/ οι στίχ’ οι δυνατοί που εδώ ήταν η αρχή των.

 

Γενική αξιολόγηση: Το ποίημα αποτελεί ένα μονόλογο του ποιητή με την Τέχνη του, που τη βλέπει ως αντίδοτο της σωματικής φθοράς του. Είναι ένα ποίημα για την ποίηση και το μαγικό της ρόλο να απαλύνει με τη δύναμη της φαντασίας και του λόγου την αβάσταχτη πληγή που αφήνουν τα σημάδια του χρόνου. Ο στοχαστικός αυτός μονόλογος αποκαλύπτει τα βασικά μοτίβα της καβαφικής ποίησης: τη λατρεία του σώματος και της ομορφιάς του, την αίσθηση της φθοράς, τον ρόλο του χρόνου, τη μαγική δύναμη της ποίησης, την άρνηση να αποδεχτεί ο ποιητής την παρακμή. Ο εσωτερικός μονόλογος του υποθετικού ποιητή υπηρετεί καλύτερα τον τύπο της ικεσίας, της προσευχής, προς εκείνο που υπηρέτησε σε όλη τη ζωή του και του πρόσφερε όλη του την έγνοια, την ποίηση.

[1] Ως εκ τούτου, πρόκειται για ένα αυτοβιογραφικό ποίημα, για έναν στοχαστικό μονόλογο, που αντικατοπτρίζει τον ψυχισμό του ποιητή. Επειδή, όμως, δεν θέλει να αποκαλύψει ο ίδιος τα συναισθήματά του, παρόλο που νιώθει έντονη την ανάγκη να τα εκφράσει, εφευρίσκει ένα προσωπείο, το οποίο συντελεί στην καθολικότητα του βιώματος και διευκολύνει την εξωτερίκευση – εξομολόγηση.

[2] Νάρκη = προσωρινή απώλεια των αισθήσεων και της κινητικής ικανότητας, λήθαργος. Άλγος = πόνος σωματικός ή ψυχικός.

 

 

 

* Η Κλεοπάτρα Ζαχαροπούλου είναι πτυχιούχος Φιλολογίας και πρωτεύσασα του Πανεπιστημίου Πατρών, κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος με τίτλο «Σύγχρονες προσεγγίσεις στη γλώσσα και στα κείμενα» και Πιστοποιητικού Συμπληρωματικής Εκπαίδευσης του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών με θέμα  «Μαθησιακές δυσκολίες – δυσλεξία». Η πτυχιακής της εργασία «Ζητήματα ποιητικής και ιδεολογίας στο έργο του Ηλία Βενέζη και της Αιολικής Σχολής» βρίσκεται στο ΕΛΙΑ και η διπλωματική της διατριβή «Μακεδονικές Ημέρες: η διαμόρφωση του νεωτερικού λόγου στην πρωτεύουσα του βορρά και οι μεσοπολεμικές πνευματικές αναζητήσεις» στο http://nemertes.lis.upatras.gr. Το 2010 ταξινόμησε μαζί με την Άννα Κατσιγιάννη το αρχείο της Νένης Ευθυμιάδη. Έκτοτε εργάζεται ως εκπαιδευτικός στην ιδιωτική εκπαίδευση, ενώ παράλληλα αρθρογραφεί σε εφημερίδες και 



7ος στίχος αποτελεί επανάληψη του 2ου, γεγονός που του προσδίδει ιδιαίτερη σημασία, μιας κι ο Καβάφης απέφευγε γενικότερα της επαναλήψεις. Καθίσταται, επομένως, σαφές πως ο πόνος που βιώνει ο ποιητής κατέχει κεντρική σημασία για το ποίημα.
ð Η χρήση των σημείων στίξης παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον, καθώς η τελεία που ακολουθείται από την παύλα, μεταδίδει την αίσθηση μιας τελειωτικής και αμετάκλητης δήλωσης. Μιας αλήθειας ή μιας πραγματικότητας που δεν μπορεί να αρθεί ή να μεταβληθεί. Ενώ, η παύλα, όπως προηγουμένως το διπλό διάστημα ανάμεσα στις δύο στροφές, καλούν σε μια σύντομη παύση στην ανάγνωση, ώστε να γίνει πληρέστερα αισθητή η οδύνη κι η απόγνωση του ποιητή.
ð Ο ποιητής, άλλωστε, επαναλαμβάνει αυτόν τον στίχο, ώστε να υπονομεύσει ή και να άρει πλήρως οποιαδήποτε εντύπωση πως με τα φάρμακα της ποιήσεως μπορεί ή είναι δυνατόν να απαλυνθεί δραστικά ο φρικτός αυτός πόνος που τον ταλανίζει. Είναι, επομένως, σαφές πως όσο κι αν η Ποίηση παρηγορεί και γαληνεύει τον ποιητή, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να τον απαλλάξει απ’ το συνεχές και αδιάκοπο μαρτύριο της έλευσης των γηρατειών.

«Τα φάρμακά σου φέρε Τέχνη της Ποιήσεως,
που κάμνουνε —για λίγο— να μη νοιώθεται η πληγή.»

Ο Ιάσονας προχωρά εκ νέου σε μιαν αποστροφή προς την προσωποποιημένη Τέχνη της Ποιήσεως, αποζητώντας, αν όχι ικετεύοντας, τη συνδρομή της. Η χρήση του δραματικού Ενεστώτα (φέρε) καθιστά την ικεσία αυτή παραστατικότερη, ως παροντικό γεγονός, κι ενισχύει τη θεατρικότητα του ποιήματος.
Ωστόσο, τα φάρμακα της ποίησης δεν μπορούν να θεραπεύσουν την πληγή του ποιητή, το μόνο που είναι ικανά να πετύχουν είναι να προσφέρουν ένα προσωρινό ξέχασμα του πόνου. Έτσι, για λόγους έμφασης, ο ποιητής τοποθετεί τον χρονικό προσδιορισμό «για λίγο» μέσα σε παύλες, ενώ χρησιμοποιεί σκοπίμως το ρήμα «να μη νοιώθεται», ώστε να καταστεί σαφές πως δεν γίνεται λόγος για θεραπεία, αλλά για σύντομο κατευνασμό του πόνου.
Η αλήθεια είναι ότι παρά την ευεργετική επίδραση που μπορεί να έχει στον ποιητή η ενασχόληση με την τέχνη του και η αφοσίωσή του στην προσπάθειά του να συνθέσει ένα ποίημα, τίποτε από αυτά δεν μπορεί στην πραγματικότητα να αναιρέσει την αιτία της μελαγχολίας και του πόνου του. Το γήρασμα της μορφής του είναι κάτι που έχει συντελεστεί και θα συνεχίσει να συντελείται κι αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να αλλάξει ή να αποτραπεί, οπότε ο ποιητής έστω κι αν ξεχάσει για λίγο την οδύνη του, σύντομα θα αναγκαστεί να αντιμετωπίσει εκ νέου την πραγματικότητα.
Όσο κι αν ο ποιητής αφεθεί στο κάλεσμα της φαντασίας του, όσο κι αν αφοσιωθεί στο παιχνίδι των λέξεων, θα υπάρξει κατ’ ανάγκη κάποια στιγμή που θα πρέπει να αφήσει κατά μέρους την ενασχόλησή του με την ποιητική δημιουργία κι επομένως θα έρθει πάλι αντιμέτωπος με τον πόνο του. Επομένως, τα φάρμακα της ποιήσεως είναι σύντομα σε διάρκεια, καθώς σύντομο είναι και το διάστημα που μπορεί κάθε φορά ο ποιητής να βρίσκεται σε μια κατάσταση δημιουργίας και να διατηρεί τη σκέψη του μακριά από τα καθημερινά του προβλήματα και τις στεναχώριες του. Η ποιητική τέχνη, όπως και κάθε πνευματική δραστηριότητα, είναι αρκετά απαιτητική γι’ αυτό και δεν μπορεί να παρατείνεται επί πολύ ώρα.
ð Εμφανής και στους καταληκτικούς στίχους η χρησιμοποίηση του β΄ προσώπου («σου»), που φανερώνει την οικειότητα του ποιητή απέναντι στην τέχνη του. Ενώ, συνάμα, γίνεται αισθητή η θεατρικότητα του όλου κειμένου, καθώς ο αναγνώστης μπορεί να ανασυνθέσει νοερά την εικόνα της ικεσίας του απελπισμένου και απαρηγόρητου ποιητή.  

ð Το ποίημα κλείνει σκοπίμως με τη λέξη πληγή (3η επανάληψη της λέξης), ώστε να παραμείνει ως τελευταία εντύπωση η αίσθηση μιας σωματικής πληγής, προσδίδοντας έτσι έντονη έμφαση στο πόσο πολύ υποφέρει ο ποιητής. Συναίσθημα που καθιστά πρόδηλη την ταύτιση του Καβάφη με τον Ιάσονα. 


  • 7ος στίχος αποτελεί επανάληψη του 2ου, γεγονός που του προσδίδει ιδιαίτερη σημασία, μιας κι ο Καβάφης απέφευγε γενικότερα της επαναλήψεις. Καθίσταται, επομένως, σαφές πως ο πόνος που βιώνει ο ποιητής κατέχει κεντρική σημασία για το ποίημα.
    ð Η χρήση των σημείων στίξης παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον, καθώς η τελεία που ακολουθείται από την παύλα, μεταδίδει την αίσθηση μιας τελειωτικής και αμετάκλητης δήλωσης. Μιας αλήθειας ή μιας πραγματικότητας που δεν μπορεί να αρθεί ή να μεταβληθεί. Ενώ, η παύλα, όπως προηγουμένως το διπλό διάστημα ανάμεσα στις δύο στροφές, καλούν σε μια σύντομη παύση στην ανάγνωση, ώστε να γίνει πληρέστερα αισθητή η οδύνη κι η απόγνωση του ποιητή.
    ð Ο ποιητής, άλλωστε, επαναλαμβάνει αυτόν τον στίχο, ώστε να υπονομεύσει ή και να άρει πλήρως οποιαδήποτε εντύπωση πως με τα φάρμακα της ποιήσεως μπορεί ή είναι δυνατόν να απαλυνθεί δραστικά ο φρικτός αυτός πόνος που τον ταλανίζει. Είναι, επομένως, σαφές πως όσο κι αν η Ποίηση παρηγορεί και γαληνεύει τον ποιητή, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να τον απαλλάξει απ’ το συνεχές και αδιάκοπο μαρτύριο της έλευσης των γηρατειών.

    «Τα φάρμακά σου φέρε Τέχνη της Ποιήσεως,
    που κάμνουνε —για λίγο— να μη νοιώθεται η πληγή.»

    Ο Ιάσονας προχωρά εκ νέου σε μιαν αποστροφή προς την προσωποποιημένη Τέχνη της Ποιήσεως, αποζητώντας, αν όχι ικετεύοντας, τη συνδρομή της. Η χρήση του δραματικού Ενεστώτα (φέρε) καθιστά την ικεσία αυτή παραστατικότερη, ως παροντικό γεγονός, κι ενισχύει τη θεατρικότητα του ποιήματος.
    Ωστόσο, τα φάρμακα της ποίησης δεν μπορούν να θεραπεύσουν την πληγή του ποιητή, το μόνο που είναι ικανά να πετύχουν είναι να προσφέρουν ένα προσωρινό ξέχασμα του πόνου. Έτσι, για λόγους έμφασης, ο ποιητής τοποθετεί τον χρονικό προσδιορισμό «για λίγο» μέσα σε παύλες, ενώ χρησιμοποιεί σκοπίμως το ρήμα «να μη νοιώθεται», ώστε να καταστεί σαφές πως δεν γίνεται λόγος για θεραπεία, αλλά για σύντομο κατευνασμό του πόνου.
    Η αλήθεια είναι ότι παρά την ευεργετική επίδραση που μπορεί να έχει στον ποιητή η ενασχόληση με την τέχνη του και η αφοσίωσή του στην προσπάθειά του να συνθέσει ένα ποίημα, τίποτε από αυτά δεν μπορεί στην πραγματικότητα να αναιρέσει την αιτία της μελαγχολίας και του πόνου του. Το γήρασμα της μορφής του είναι κάτι που έχει συντελεστεί και θα συνεχίσει να συντελείται κι αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να αλλάξει ή να αποτραπεί, οπότε ο ποιητής έστω κι αν ξεχάσει για λίγο την οδύνη του, σύντομα θα αναγκαστεί να αντιμετωπίσει εκ νέου την πραγματικότητα.
    Όσο κι αν ο ποιητής αφεθεί στο κάλεσμα της φαντασίας του, όσο κι αν αφοσιωθεί στο παιχνίδι των λέξεων, θα υπάρξει κατ’ ανάγκη κάποια στιγμή που θα πρέπει να αφήσει κατά μέρους την ενασχόλησή του με την ποιητική δημιουργία κι επομένως θα έρθει πάλι αντιμέτωπος με τον πόνο του. Επομένως, τα φάρμακα της ποιήσεως είναι σύντομα σε διάρκεια, καθώς σύντομο είναι και το διάστημα που μπορεί κάθε φορά ο ποιητής να βρίσκεται σε μια κατάσταση δημιουργίας και να διατηρεί τη σκέψη του μακριά από τα καθημερινά του προβλήματα και τις στεναχώριες του. Η ποιητική τέχνη, όπως και κάθε πνευματική δραστηριότητα, είναι αρκετά απαιτητική γι’ αυτό και δεν μπορεί να παρατείνεται επί πολύ ώρα.
    ð Εμφανής και στους καταληκτικούς στίχους η χρησιμοποίηση του β΄ προσώπου («σου»), που φανερώνει την οικειότητα του ποιητή απέναντι στην τέχνη του. Ενώ, συνάμα, γίνεται αισθητή η θεατρικότητα του όλου κειμένου, καθώς ο αναγνώστης μπορεί να ανασυνθέσει νοερά την εικόνα της ικεσίας του απελπισμένου και απαρηγόρητου ποιητή.  

    ð Το ποίημα κλείνει σκοπίμως με τη λέξη πληγή (3η επανάληψη της λέξης), ώστε να παραμείνει ως τελευταία εντύπωση η αίσθηση μιας σωματικής πληγής, προσδίδοντας έτσι έντονη έμφαση στο πόσο πολύ υποφέρει ο ποιητής. Συναίσθημα που καθιστά πρόδηλη την ταύτιση του Καβάφη με τον Ιάσονα. 


  • Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου ποιητού εν Κομμαγηνή· 595μ.Χ.

    Μορφή:
    1) ποίηση απογυμνωμένη από παραδοσιακά λυρικά σχήματα, πεζολογική.
    2) παραστατικότητα,
    3) εξαιρετική γλωσσική ευστοχία,
    4) υποβολή
    5) ιδιότυπη γλώσσα, μακριά και απ’ τη δημοτική της εποχής και από την
    καθαρεύουσα .Συχνή χρήση όρων της καθαρεύουσας ως ηθελημένο, ίσως, πεζολογικό, ρεαλιστικό στοιχείο. Πολίτικοι ιδιωματισμοί.
    6) Ο στίχος καλλιεργεί τα «αντιποιητικά», τα πεζολογικά στοιχεία.
    7) Στίχος ελεύθερος, με άνισο αριθμό συλλαβών
    8) Μέτρο χαλαρό ιαμβικό
    9) Πολλές φορές φανερώνεται και η ομοιοκαταληξία – σαν παιχνίδι ή ειρωνεία.
    10) Κάποτε ο στίχος κόβεται, διαλύεται στα δύο, σα να μην έχει δύναμη να ολοκληρωθεί.
    11) Προσοχή και λεπτουργία ως την τελευταία λεπτομέρεια.(στίξη, παύσεις, περίοδοι)
    12) Κομψότητα και καλαισθησία.

    Περιεχόμενο:
    1) λεπτή ειρωνεία, «συνοδευμένη από μια γκριμάτσα τραγική»
    2) οξύτατη σκέψη,
    3) βαθιά αίσθηση τραγικού, συνειδητοποίηση της δραματικής ουσίας της ζωής
    4) εκλεπτυσμένη ευαισθησία
    5) διάκριση ποιημάτων σε ιστορικά-φιλοσοφικά-ερωτικά
    6) σοβαρότητα και βαρυθυμία
    7) αίσθηση παρακμής και ματαιότητας (που δεν οδηγεί, όμως, στη διάλυση και την απιστία)
    8) αίσθημα αξιοπρέπειας και υπερηφάνειας
    9) στην άλλη πλευρα των decadents του 1920

    Στη μορφή: 1) ποίηση απογυμνωμένη από παραδοσιακά λυρικά σχήματα, πεζολογική ( απουσία ομοιοκαταληξίας, φόρτου σχημ. λόγου, καλολογικών επιθέτων, χρήση «αντιποιητικών» λέξεων-φάρμακα, φέρε κ.α)
    2) παραστατικότητα (από τις προσωποποιήσεις, την ποιητ. αποστροφή, τη θεατρικότητα που επιτυγχάνεται, τις μεταφορές – πληγή, μαχαίρι).
    3) γλωσσική ευστοχία ( η παράλληλη χρήση των λέξεων»σώμα»-«μορφή», το μόνο επίθετο στην κατάλληλη θέση -«φρικτό», η σύνταξη των δύο πρώτων στίχων)
    4) υποβολή ( από τη χρήση της Κομμαγηνής, ως σύμβολο φθοράς, από τον εξομολογητικό τόνο του ποιήματος)
    5) Τύποι καθαρεύουσας (εις, εν, δοτικές, ποιήσεως, ποιητού, άλγους)
    6) Ιδιοτυπίες ( εγκαρτέρησι, κάμνουνε)
    7) Στίχος ελεύθερος, με άνισο αριθμό συλλαβών. Μέτρο χαλαρό ιαμβικό (π.χ μέτρου καλό οι δυο πρώτοι στίχοι)
    8) Προσοχή και λεπτουργία ως την τελευταία λεπτομέρεια.-στίξη, παύσεις, περίοδοι. ( οι άνω τελείες του τίτλου, οι παύλες στη β΄στροφή, η σύνταξη των δύο πρώτων στίχων, η επιλεκτικές επαναλήψεις στη β΄στροφή)
    9) Κομψότητα και καλαισθησία. ( Γενικά μόνο μπορεί να υποστηριχθεί, με αναφορά σε λεξιλογικές επιλογές, προσεκτική χρήση γλωσσικών και σημείων στίξης, πιθανώς και σε χρήση τύπων καθαρεύουσας)

    Στο περιεχόμενο:
    1)βαθιά αίσθηση τραγικού, συνειδητοποίηση της δραματικής ουσίας της ζωής
    ( αναφορά στο χρόνο και την επίδρασή του στην ανθρώπινη ύπαρξη, στην αδυναμία του ανθρώπου, τη θέση του)
    2) εκλεπτυσμένη ευαισθησία ( όπως προκύπτει από το 7ο χαρακτηριστικό της μορφής)
    3) σοβαρότητα και βαρυθυμία ( τίτλος, μελαγχολία, τρίτος στίχος αλλά και οι δύο πρώτοι)
    4) αίσθηση παρακμής και ματαιότητας, που δεν οδηγεί, όμως, στη διάλυση και την απιστία. ( δήλωση μεν φθοράς – στ.1, 2, 7 – αλλά και απόπειρα αντιμετώπισης, πίστη στην Ποίηση και στην ευεργετική της λειτουργία.)
    5) Το ποίημα μπορεί να ενταχθεί, ως προς το πλαίσιό του, στα ψευδοϊστορικά, ένα πλάισιο, όμως, που είναι έτσι τοποθετημένο, ώστε να οδηγεί στο πεδίο του στοχασμού, των φιλοσοφικών ποιημάτων του Καβάφη.

    Τίτλος : ένας τεράστιος τίτλος για ένα μικρό ποίημα. Το 1921 η λέξη « μελαγχολία» ως τίτλος ποιημάτων ήταν από τις πιο χρησιμοποιημένες. Έρχεται λοιπόν ο Καβάφης να γράψει κι αυτός ένα ποίημα με τον οποίο θέλει να εκφράσει τη μελαγχολία του.. καταλαβαίνει όμως ότι η λέξη είναι φθαρμένη ..Έπρεπε να ανανεώσει τον κλασικό τίτλο που περιείχε μόνο τη λέξη «μελαγχολία». Απ’ την άλλη κλείνει ειρωνικά το μάτι σε όλους αυτούς τους ποιητές του καιρού του. Μην κάνετε έτσι , μελαγχολούσαν κι άλλοι ποιητές σε άλλους τόπους και άλλους καιρούς.

    Επιπλέον , θα μπορούσε ο τίτλος να είναι « μελαγχολία ποιητού» τι χρειάζεται ο Ιάσωνας Κλεάνδρου , ένα φανταστικό πρόσωπο και μάλιστα στο τίτλο. Διαβάζοντας το ποίημα , βλέπουμε ότι ο ποιητής μέσα σ’ αυτό ξεγυμνώνει τον πόνο του. Θέλει να εκφράσει τον δικό του πόνο για τα γηρατειά, αλλά δε θέλει να τον φανερώσει. Για να κρυφτεί απ’ τον αναγνώστη χρησιμοποιεί ένα προσωπείο, το οποίο σκιαγραφεί στον τίτλο. Χρεώνει όλο τον πόνο του σε άλλο. Ποιητής βέβαια είναι και ο Καβάφης . Στο ποίημα μάλιστα δεν υπάρχει αναφορά στον Ιάσωνα, παρά μόνο στον τίτλο. Ο Καβάφης λοιπόν και κρύβεται αλλά και φανερώνεται. Μας λέει : μην πιστέψετε το προσωπείο . και εγώ ποιητής είμαι . και εγώ τον ίδιο πόνο νιώθω.

    Ιάσωνας Κλεάνδρου. = φανταστικό πρόσωπο  :όπως και στην περίπτωση του Φερνάζη ο Ιάσωνας δίνει μια διαχρονική και καθολική αξία στα όσα λέει στο ποίημα. Αφού είναι ένα φανταστικό πρόσωπο θα μπορούσε να είναι ο οποισδήποτε ποιητής σε οποιαδήποτε εποχή. Τι χρειάζονται τότε οι προδσδιορισμοί «εν Κομμαγηνή» και «595 μ.Χ.» ; ένα φανταστικό πρόσωπο θα μπορούσε να κινείται στο χώρο της φαντασίας , έξω από την πραγματικότητα. Ο Καβάφης είναι όμως ρεαλιστής ποιητής. Του χρειάζεται το ιστορικό πλαίσιο για να μας πείσει ότι πράγματι ο ποιητής αυτός και τα αισθήματά του δεν είναι προιόντα του ονείρου. Η ποιητική μορφή αποκτά σάρκα και οστά.

    Το ποίημα

    «Το γήρασμα. καμιά» η φθορά του σώματος και της μορφής που επέρχεται με το πέρασμα του χρόνου αρχίζει να γίνεται ορατή στον Ιάσωνα. Ο Καβάφης είναι τώρα 55 ετών. Βλέπει και αισθάνεται τα πρώτα σημάδια του γήρατος. Η λάμψη , η φρεσκάδα , η ομορφιά των χαρακτηριστικών χάνονται σταδιακά. Δε γερνάει όμως μόνο το σώμα , που βέβαια για τον ηδονικό Καβάφη είναι πολύ σημαντικό, πρωταρχικό θα λέγαμε. «γερνάει» και η όρεξη και η δύναμη για ζωή. Όλα αυτά τον τρομοκρατούν , τον πανικοβάλλουν. Ο ποιητής δεν έχει συμφιλιωθεί με την ανημποριά και την ασχήμια. Δεν μπορεί να τα αντέξει. «δεν έχει εγκαρτέρηση καμιά» έτσι βιώνει αυτήν την κατάσταση ως πληγή από φρικτό μαχαίρι». Η παρομοίωση του πόνου των γηρατειών με το πόνο από ένα μαχαίρι είναι αρκετά δυνατή και στόχο έχει να δείξει τη φρίκη αλλά και τη μη δυνατότητα σωτηρίας.   ο στίχος μάλιστα επαναλαμβάνεται για να καταστήσει ολοφάνερη την επίδραση που έχει στον ποιητή το γήρασμα του σώματος και της μορφής..

    «Εις σε προστρέχω τέχνη της ποιήσεως». Η τέχνη είναι το καταφύγιο του ποιητή. Η μόνη του παρηγοριά. Με αυτήν πιστεύει ότι θα γιατρέψει τη φθορά του χρόνου. Η προσωποποίηση το δεύτερο πρόσωπο « σε» δίνει ζωντάνια στο ποίημα αλλά και το ρήμα «προστρέχω» και τα κεφαλαία γράμματα «Τέχνη» και «Ποίηση» δίνουν στην επίκληση έναν λατρευτικό τόνο. Μπροστά μας έχουμε μια εικόνα ικεσίας. Ο ποιητής ,ως πιστός, προστρέχει ικέτης στο βωμό της θεάς – Ποίησης για να ζητήσει τη βοήθειά της.

    «Κάπως- νάρκης του άλγους- δοκιμές» : ο ποιητής όμως είναι βαθιά συνειδητοποιημένος άνθρωπος. Ξέρει το αναπόφευκτο των γηρατειών. Ξέρει ότι κανείς δεν μπορεί να νικήσει τον χρόνο. Δεν περιμένει μια ριζική θεραπεία. Επιζητά απλώς μια πρόσκαιρη ανακούφιση ,να κατευνάσει τον πόνο , να ναρκώσει το άλγος, να μη νιώθεται η πληγή.. Και βέβαια δεν είναι σίγουρος για το αποτέλεσμα. Η ποίηση θα δοκιμάσει, ξέρει κάπως , δε μπορεί να θεραπεύσει τα πάντα . ο Καβάφης λοιπόν δεν έχει αυταπάτες .

    «εν φαντασία και λόγω» τα φάρμακα της ποίησης είναι αφενός η δύναμη της φαντασίας, που οδηγεί το νου του ποιητή εκεί όπου ο κοινός νους των ανθρώπων δε μπορεί να φτάσει. Τη φαντασία τη χρησιμοποιεί ειδικά ο Καβάφης σε πολλά ποιήματά του για να ξαναζωντανέψει τις μνήμες από το παρελθόν , τις όμορφες εμπειρίες της νιότης. (ας θυμηθούμε και τον Καισαρίωνα «τόσο πλήρως σε φαντάσθηκα»). Αφετέρου η μαγική λειτουργία του Λόγου, της γλώσσας , που αισθητοποιεί τις ποιητικές συλλήψεις. Βέβαια η λέξη λόγος έχει πάντα και την έννοια της ενδιάθετης σκέψης.

    «που κάμνουνε για λίγο- να μη νιώθεται η πληγή» η ποίηση δύναται να βοηθήσει τον ποιητή να ξεχαστεί για λίγο , να ευτυχήσει μέσα απ’ τη χαρά της δημιουργίας, να εκτονωθεί με την αισθητοποίηση του πάθους του, να ξεπεράσει τα γηρατειά μα την ανάπλαση και την αναβίωση των χαρούν της νιότης.

    Αυτά όμως δεν κρατούν πολύ. Η πραγματικότητα είναι αμείλικτη.η δράση των φαρμάκων της Ποίησης είναι πρόσκαιρη προσωρινή.

    «-για λίγο-»    άλλη μια ένδειξη της σημασίας που παίζει η στίξη στον Καβάφη. το για λίγο μπαίνει ανάμεσα σε δύο παύλες και έτσι και η μορφή του ποιήματος μας δείχνει αυτό το μικρό χρονικό διάστημα στο οποίο καταφέρνει η ποίηση να δράσει και να ανακουφίσει τον ποιητή από τον πόνο των γηρατειών. Το μικρό αυτό κομμάτι αποκόπτεται από το υπόλοιπο ποίημα με τις δύο παύλες , όπως το μικρό κομμάτι της ποιητικής λειτουργίας παραμένει ξεχωριστό από την υπόλοιπη ζωή.

    Εκφραστικά μέσα

    Υπαλλαγή: φρικτό μαχαίρι αντί φρικτή πληγή

    Μεταφορά: φρικτή πληγή

    Προσωποποίηση : η Ποίηση , η Φαντασία και ο Λόγος

    Υπερβατό: νάρκης του άλγους δοκιμές αντί δοκιμές νάρκης του άλγους

    Αποστροφή και προσφώνηση : εις σε προστρέχω

    Δύο ενότητες

    Η δεύτερη ενότητα επαναλαμβάνει το περιέχομενο της πρώτης. Υπάρχει μάλιστα μια σαφής αντιστοιχία

    Στιχ 1-2 «το γήρασμα του σώματος και της μορφής μου είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι» —– στιχ7 «είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι»

    Στιχ 3 «δεν έχω εγκαρτέρηση καμιά»  —– η παύλα στον 7ο στίχο

    Στιχ4-5 εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως που κάπως ξέρεις από φάρμακα» —- στιχ 8 «τα φάρμακα σου φέρε Τέχνη της Ποιήσεως»

    Στιχ 6 νάρκης του άλγους δοκιμές» — που κάμνουνε –για λίγο- να μη νιώθεται η πληγή.

    Η δεύτερη ενότητα αποτελεί μια γενίκευση της πρώτης. Ο ποιητής εκφράζει τον ίδιο πόνο , επαναλαμβάνει την ίδια παράκληση προς την ποίηση με λιγότερα λόγια. Η επανάληψη αυτή προσφέρει ένταση και δραματικότητα στο ποίημα , καθώς κάνει πιο έντονο τον πόνο του ποιητή και επιπλέον δίνει και την εικόνα της παράκλησης στο ποίημα  , αφού στις προσευχές μας συνήθως επαναλαμβάνουμε τα αιτήματά μας προς 

  • 26/03/2024, 10:27 ΜΜ