Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αγγίζοντας αυτή τη νεότητα...:ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ Γ. Π.. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αγγίζοντας αυτή τη νεότητα...:ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ Γ. Π.. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 27 Ιανουαρίου 2022

Νίκος Καρούζος, Αγγίζοντας αυτή τη νεότητα...:ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ Γ. Π.

 


Νίκος Καρούζος

Αγγίζοντας αυτή τη νεότητα...

Το Ποιημα Περιλαμβανεται στη συλλογή Ποιήματα, που εκδόθηκε το 1961, αλλά περιέχει κυρίως επιλογή ποιημάτων των συλλογών Η επιστροφή του Χριστού (1954), Νέες δοκιμές (1954), Σημείο (1955), Είκοσι ποιήματα (1955), Διάλογοι (1956). Οι συλλογές αυτές δεν επανεκδόθηκαν από τον ποιητή και στους τόμους των συγκεντρωτικών του εκδόσεων περιλαμβάνεται μόνον ως πρώτη η συλλογή Ποιήματα του 1961.

 Όπως θα προσέξετε διαβάζοντας το ποίημα, η γραφή του είναι παρατακτική και ενίοτε ελλειπτική: οι εικόνες παρατίθενται συνήθως ασύνδετες, και σε ορισμένες περιπτώσεις, θέλοντας να κάμει δραστικότερο το λόγο του, ο ποιητής συνάπτει, κατά παράβαση των συντακτικών κανόνων, ουσιαστικά (λ.χ. προσμένουν/έρωτα θάνατο χαρτονόμισμα). Η ασύνδετη παράθεση των στίχων και των εικόνων και η απουσία σημείων στίξης, ιδίως του κόμματος, απαιτούν τη σωστή και προσεκτική ανάγνωση του ποιήματος.

Περίμενα όλο το βράδυ με τα μύρα

είχε πεθάνει μια γυναίκα

τα χαράματα

οι άνεργοι με τα φτυάρια περίμεναν

στην πρωινή πλατεία του ταχυδρομείου*

λίγο σκοτάδι έμενε ακόμη

και βασίλευεν η θαλπωρή που δίνει

η μια καρδιά δυστυχισμένη με την άλλη—

της χαραυγής μικρά εστιατόρια*

φως αχνισμένο πάνω στους υαλοπίνακες.

Η Αττική τη νέαν ημέρα υφαίνε στα μάτια

πονούσαν μέσ' στους άδειους δρόμους τα βήματα

ο βαθύς αυτός όρθρος.

Άλλοτε η χαρά ήτανε πιο βαθύ ποτάμι

με κρύσταλλα μοναχικά στην επιφάνεια

μ' ένα θεό κρυμμένο καθαρά

και δέντρα μόλις

καθρεφτισμένα*.

Βαθύ ποτάμι της ιαχής τώρα βαδίζω

στην οδό κι οι άνθρωποι δεν έχουν λόγια

να μιλήσουν τι να πουν...

Κοντές ελληνίδες άτονες μητέρες καθαρίστριες

πηγαίνουν στα σιωπηλά οικήματα

με λίγη άμυνα ρουχισμού* στο κρύο τόσο λίγη

δεν έχουν στα φτηνά φουστάνια τους άνθη.

Κι άλλες γυναίκες μάταια προσμένουν

έρωτα θάνατο χαρτονόμισμα

είναι αργά η νύχτα στάθηκε σκληρή*...

Δίνω το χαρτονόμισμα και χάνομαι

φεύγω μακριά μη μου φωνάζεις

η ερημιά μου είναι άσπρη βρομερή*.

Κι άλλες γυναίκες πλένουν

τις θύρες όπου θάμπει ο διάβολος

λίαν πρωί στη δούλεψη του σκύβουν.

Η κόλαση λοιπόν είν' η πατρίδα μας

αμάρτημα υψώνεται

ο μαύρος καπνός των εργοστασίων*

ψηλά στο ξημέρωμα.

Κι όμως άλλοτε η χαρά ήτανε το ποτάμι

Όχι εδώ στη ρημαγμένη γη μα στους ουράνιους

κόσμους εκεί με τη μονάχη μου ψυχή.


οι άνεργοι.... ταχυδρομείου: οι άνεργοι εκείνη την περίοδο πήγαιναν από το πρωί με τα σύνεργα της δουλειάς τους, ελπίζοντας να βρουν δουλειά· «πλατεία του ταχυδρομείου» αποκαλεί την πλατεία Κοτζιά των Αθηνών, γιατί τότε το Μέγαρο Μελά, που ανήκει σήμερα στην Εθνική Τράπεζα, λειτουργούσε ως Ταχυδρομείο.

της χαραυγής...εστιατόρια: στην οδό Αθηνάς και τους γύρω δρόμους υπήρχαν τότε πολλά λαϊκά εστιατόρια που λειτουργούσαν από πολύ πρωί.

Άλλοτε.... καθρεφτισμένα: εκείνο που τονίζεται με τους κάπως σκοτεινούς αυτούς στίχους είναι πως κάποτε υπήρχε η χαρά.

με λίγη άμυνα ρουχισμού: εννοεί πως είναι ελαφρά ντυμένες.

Κι άλλες γυναίκες...σκληρή: εννοεί τις γυναίκες που κάνουν αγοραίο έρωτα· στο δεύτερο στίχο συμφύρονται ασύνδετα τρία ουσιαστικά, για να συνθέσουν την εικόνα της πληρωμής για έναν έρωτα που δεν είναι έρωτας αλλά θάνατος (ηθικός αλλά και του έρωτα).

Δίνω....βρομερή: σ' αυτόν τον έρωτα υποκύπτει κι ο ποιητής και από τα συναισθήματα που του δημιουργεί δικαιολογούνται οι αντιδράσεις του. Ας προσέξουμε ότι αποδίδει στην ερημιά του δύο επίθετα με αντιφατικές ιδιότητες.

αμάρτημα....εργοστασίων: σε μια συνηθισμένη εικόνα της Αθήνας (ο καπνός των εργοστασίων) αποδίδει συμβολικές προεκτάσεις και την συνδυάζει με την άθλια πλευρά της καθημερινής ζωής.

Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

  1. Ποιος είναι ο χώρος και ο χρόνος του ποιήματος;
  2. Ποιες —σε γενικές γραμμές— εικόνες της καθημερινής ζωής της πρωινής Αθήνας δίνει το ποίημα και πώς ο ποιητής αντιδρά συναισθηματικά σε αυτές;
  3. Βασιζόμενοι στις απαντήσεις που δώσατε στις δύο πρώτες ερωτήσεις να παρακολουθήσετε τη διαδρομή των αντιδράσεων του ποιητή. Στην προσπάθεια σας αυτή να λάβετε υπόψη σας το στίχο Άλλοτε η χαρά ήτανε πιο βαθύ ποτάμι και άλλους στίχους-κλειδιά, που αναδεικνύουν τον πόνο και τη θλίψη του ποιητή.
  4. Το ποίημα γράφτηκε σε μια χρονική περίοδο που ο ποιητής ήταν σχετικά νέος. Ποιά στοιχεία του ποιήματος (περιεχόμενο, τίτλος) στηρίζουν αυτή την άποψη;
  5. Τι τελικά βαραίνει την ψυχή του ποιητή για να καταλήξει στη διαπίστωση των τριών τελευταίων στίχων;
Νίκος Καρούζος «Αγγίζοντας αυτή τη νεότητα...»

Το ποίημα περιλαμβάνεται στη συλλογή Ποιήματα, που εκδόθηκε το 1961, αλλά περιέχει κυρίως επιλογή ποιημάτων των συλλογών Η επιστροφή του Χριστού (1954), Νέες δοκιμές (1954), Σημείο (1955), Είκοσι ποιήματα (1955), Διάλογοι (1956). 
Οι συλλογές αυτές δεν επανεκδόθηκαν από τον ποιητή και στους τόμους των συγκεντρωτικών του εκδόσεων περιλαμβάνεται μόνον ως πρώτη η συλλογή Ποιήματα του 1961.
 Όπως θα προσέξετε διαβάζοντας το ποίημα, η γραφή του είναι παρατακτική και ενίοτε ελλειπτική: οι εικόνες παρατίθενται συνήθως ασύνδετες, και σε ορισμένες περιπτώσεις, θέλοντας να κάμει δραστικότερο το λόγο του, ο ποιητής συνάπτει, κατά παράβαση των συντακτικών κανόνων, ουσιαστικά (λ.χ. προσμένουν / έρωτα θάνατο χαρτονόμισμα).
 Η ασύνδετη παράθεση των στίχων και των εικόνων και η απουσία σημείων στίξης, ιδίως του κόμματος, απαιτούν τη σωστή και προσεκτική ανάγνωση του ποιήματος.

Περίμενα όλο το βράδυ με τα μύρα
είχε πεθάνει μια γυναίκα
τα χαράματα
οι άνεργοι με τα φτυάρια περίμεναν
στην πρωινή πλατεία του ταχυδρομείου
λίγο σκοτάδι έμενε ακόμη
και βασίλευεν η θαλπωρή που δίνει
η μια καρδιά δυστυχισμένη με την άλλη—
της χαραυγής μικρά εστιατόρια
φως αχνισμένο πάνω στους υαλοπίνακες.
Η Αττική τη νέαν ημέρα υφαίνε στα μάτια
πονούσαν μέσ’ στους άδειους δρόμους τα βήματα
ο βαθύς αυτός όρθρος.
Άλλοτε η χαρά ήτανε πιο βαθύ ποτάμι
με κρύσταλλα μοναχικά στην επιφάνεια
μ’ ένα θεό κρυμμένο καθαρά
και δέντρα μόλις
καθρεφτισμένα.
Βαθύ ποτάμι της ιαχής τώρα βαδίζω
στην οδό κι οι άνθρωποι δεν έχουν λόγια
να μιλήσουν τι να πουν...
Κοντές ελληνίδες άτονες μητέρες καθαρίστριες
πηγαίνουν στα σιωπηλά οικήματα
με λίγη άμυνα ρουχισμού στο κρύο τόσο λίγη
δεν έχουν στα φτηνά φουστάνια τους άνθη.
Κι άλλες γυναίκες μάταια προσμένουν
έρωτα θάνατο χαρτονόμισμα
είναι αργά η νύχτα στάθηκε σκληρή...
Δίνω το χαρτονόμισμα και χάνομαι
φεύγω μακριά μη μου φωνάζεις
η ερημιά μου είναι άσπρη βρομερή.
Κι άλλες γυναίκες πλένουν
τις θύρες όπου θάμπει ο διάβολος
λίαν πρωί στη δούλεψη του σκύβουν.
Η κόλαση λοιπόν είν’ η πατρίδα μας
αμάρτημα υψώνεται
ο μαύρος καπνός των εργοστασίων
ψηλά στο ξημέρωμα.
Κι όμως άλλοτε η χαρά ήτανε το ποτάμι
Όχι εδώ στη ρημαγμένη γη μα στους ουράνιους
κόσμους εκεί με τη μονάχη μου ψυχή.

οι άνεργοι... ταχυδρομείου: οι άνεργοι εκείνη την περίοδο πήγαιναν από το πρωί με τα σύνεργα της δουλειάς τους, ελπίζοντας να βρουν δουλειά· «πλατεία του ταχυδρομείου» αποκαλεί την πλατεία Κοτζιά των Αθηνών, γιατί τότε το Μέγαρο Μελά, που ανήκει σήμερα στην Εθνική Τράπεζα, λειτουργούσε ως Ταχυδρομείο.

της χαραυγής... εστιατόρια: στην οδό Αθηνάς και τους γύρω δρόμους υπήρχαν τότε πολλά λαϊκά εστιατόρια που λειτουργούσαν από πολύ πρωί.

Άλλοτε... καθρεφτισμένα: εκείνο που τονίζεται με τους κάπως σκοτεινούς αυτούς στίχους είναι πως κάποτε υπήρχε η χαρά.

με λίγη άμυνα ρουχισμού: εννοεί πως είναι ελαφρά ντυμένες.

Κι άλλες γυναίκες... σκληρή: εννοεί τις γυναίκες που κάνουν αγοραίο έρωτα· στο δεύτερο στίχο συμφύρονται ασύνδετα τρία ουσιαστικά, για να συνθέσουν την εικόνα της πληρωμής για έναν έρωτα που δεν είναι έρωτας αλλά θάνατος (ηθικός αλλά και του έρωτα).

Δίνω... βρομερή: σ’ αυτόν τον έρωτα υποκύπτει κι ο ποιητής και από τα συναισθήματα που του δημιουργεί δικαιολογούνται οι αντιδράσεις του. Ας προσέξουμε ότι αποδίδει στην ερημιά του δύο επίθετα με αντιφατικές ιδιότητες.
αμάρτημα... εργοστασίων: σε μια συνηθισμένη εικόνα της Αθήνας (ο καπνός των εργοστασίων) αποδίδει συμβολικές προεκτάσεις και την συνδυάζει με την άθλια πλευρά της καθημερινής ζωής.

Ο τίτλος του ποιήματος «Αγγίζοντας αυτή τη νεότητα…» 
δημιουργεί την προσδοκία πως θα ακολουθήσει η περιγραφή μιας αγνής και γεμάτης υποσχέσεις και λαμπρές προοπτικές νεότητας, μόνο και μόνο για να διαπιστωθεί στη συνέχεια πως αυτή η θετική εικόνα δεν αποτελεί την πραγματικότητα που βιώνει ο νέος ποιητής.

 Ίσως να υπήρξε κάποτε, σε μια αλλοτινή εποχή, μα δεν υπάρχει πια. Τώρα, ό,τι αντικρίζει ο δημιουργός είναι η δυστυχία, η μιζέρια, η ψυχική κούραση, ο θάνατος και ο ηθικός ξεπεσμός. Θα μπορούσε, οπότε, να θεωρηθεί πως ο τίτλος με τα αποσιωπητικά του αποτελεί ένα κάλεσμα του ποιητή να προσεγγίσουμε και να διεκδικήσουμε εκείνη την ιδεατή νεότητα του παρελθόντος, που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την πραγματικότητα που ζει ο ίδιος και οι άλλοι νέοι άνθρωποι της εποχής του.  

Περίμενα όλο το βράδυ με τα μύρα
είχε πεθάνει μια γυναίκα
τα χαράματα
οι άνεργοι με τα φτυάρια περίμεναν
στην πρωινή πλατεία του ταχυδρομείου

Οι δύο πρώτοι στίχοι του ποιήματος σηματοδοτούν το δυσοίωνο ξεκίνημα της ποιητικής αφήγησης και φέρνουν τον αναγνώστη αντιμέτωπο με τη σκληρή πλευρά της ζωής. 

Το ποιητικό υποκείμενο έχει περάσει όλο του το βράδυ κρατώντας τα μύρα -θρησκευτικό στοιχείο- που θα χρησιμοποιηθούν αργότερα για τη φροντίδα του σώματος της γυναίκας που είχε πεθάνει.

Το ποίημα ξεκινά με μια αναφορά στο θάνατο, μα θα κλείσει με μια αναφορά στον ουράνιο κόσμο, αφήνοντας κατά έμμεσο τρόπο να υπονοηθεί η προσδοκία μιας μετά θάνατο δικαίωσης των ανθρώπων που έχουν γνωρίσει το πλήθος των δυσκολιών της επίγειας ζωής.

Η ταυτότητα της γυναίκας δεν αποσαφηνίζεται, όπως ούτε και η σχέση που είχε μαζί της ο ποιητής∙ ο θάνατός της διεκδικεί έτσι την αξία που έχει η απώλεια κάθε ανθρώπου, ανεξάρτητα από το ποιος ήταν. 

Το γεγονός, πάντως, ότι πρόκειται για μια γυναίκα βαρύνει ιδιαίτερα, μιας και είναι δεδομένη η τρυφερότητα και η αγάπη που αισθανόταν ο ποιητής για τις γυναίκες.

Ο θάνατος, ωστόσο, δεν μπορεί να θέσει τέρμα στη συνεχή δραστηριότητα της πόλης. 
Έτσι, προτού καν ξεκινήσει η μέρα, οι άνεργοι άνθρωποι έχουν ήδη συγκεντρωθεί στην πλατεία του ταχυδρομείου, κρατώντας τα φτυάρια τους κι ελπίζοντας πως θα βρεθεί κάποιος να τους προσφέρει ένα μεροκάματο.

Ο θάνατος της γυναίκας και η απελπισία που οδηγεί τους ανέργους από τα χαράματα να σταθούν στην πλατεία, συνιστούν δύο δυνατές εικόνες που φανερώνουν τη σκληρότητα της ζωής.

 Στην πραγματικότητα που βιώνει ο ποιητής, οι άνθρωποι, ακόμη κι όταν θέλουν να ζήσουν, να εργαστούν, να προσφέρουν, δεν έχουν πάντοτε αυτή τη δυνατότητα∙ η ζωή τους βρίσκεται σε μια κατάσταση άγονης και επώδυνης αναμονής.   

λίγο σκοτάδι έμενε ακόμη
και βασίλευεν η θαλπωρή που δίνει
η μια καρδιά δυστυχισμένη με την άλλη—

Χρονικά βρισκόμαστε λίγο προτού ξημερώσει∙ λίγο σκοτάδι απέμενε ακόμη, όπως σχολιάζει ο ποιητής, προτού βασιλεύσει, προτού δύσει η θαλπωρή -η αίσθηση ζεστασιάς, τρυφερότητας και εγκαρδιότητας- που προσφέρει η μία δυστυχισμένη καρδιά στην άλλη.

 Ο χρόνος που απομένει μέχρι το ξεκίνημα της νέας ημέρας δίνεται με μια ιδιαίτερη αντίθεση, αφού μετρά αντίστροφα ο χρόνος που απομένει στους δυστυχισμένους ανθρώπους να προσφέρουν ψυχική παρηγοριά ο ένας στον άλλο, προτού αναγκαστούν να ριχτούν στον αγώνα της καθημερινής βιοπάλης.
 Η θαλπωρή δύει, αφού οι απαιτήσεις της ημέρας που ξημερώνει δεν αφήνουν περιθώρια για συναισθηματισμούς και ψυχικά μοιράσματα.

της χαραυγής μικρά εστιατόρια
φως αχνισμένο πάνω στους υαλοπίνακες.

Ένας από τους χώρους όπου οι δυστυχισμένοι άνθρωποι της καθημερινότητας -οι άνθρωποι του λαού- είχαν μια τελευταία ευκαιρία να προσφέρουν συναισθηματική στήριξη ο ένας στη δυστυχία του άλλου, ήταν στα μικρά εστιατόρια της χαραυγής∙
 στα λαϊκά εκείνα εστιατόρια που λειτουργούσαν από πολύ πρωί, επιτρέποντας τις πρώτες συναναστροφές λίγο προτού ξεκινήσει ο καταιγισμός υποχρεώσεων της νέας ημέρας.
 Εστιατόρια φτωχικά, με το φως τους να δίνει την εντύπωση του θαμπάδας πάνω στα αχνισμένα από ατμούς και ανάσες τζάμια.

Η Αττική τη νέαν ημέρα υφαίνε στα μάτια
πονούσαν μέσ’ στους άδειους δρόμους τα βήματα
ο βαθύς αυτός όρθρος.

Η Αττική άρχιζε σιγά σιγά να υφαίνει τη νέα ημέρα στα μάτια των ανθρώπων με τις πρώτες ενδείξεις φωτός να κάνουν την εμφάνισή τους στο γύρω τοπίο, ενώ την ίδια στιγμή οι άνθρωποι -πιθανώς κι ο ίδιος ο ποιητής- που περπατούσαν στους άδειους δρόμους της πόλης, ένιωθαν τα βήματά τους να πονούν∙ αίσθηση που αποδίδει το γεγονός πως δεν είχαν βρεθεί τόσο νωρίς στο δρόμο για κάποια ευχάριστη ενασχόληση.

 Οι άνθρωποι είτε γύριζαν από τη δουλειά τους είτε πήγαιναν σε αυτή, πονούσαν πάντως από την κούραση, και πονούσαν και ψυχικά από το βαθύ χάραμα που επικρατούσε ακόμη γύρω τους.

Ο στίχος βαθύς όρθρος, μας παραπέμπει στην πρωινή εκκλησιαστική λειτουργία που τελείται κατά την ανατολή. 
Με το επίθετο βαθύς, ο ποιητής επιχειρεί να τονίσει πως ήταν ακόμη πολύ νωρίς το πρωί.

Άλλοτε η χαρά ήτανε πιο βαθύ ποτάμι
με κρύσταλλα μοναχικά στην επιφάνεια
μ’ ένα θεό κρυμμένο καθαρά
και δέντρα μόλις
καθρεφτισμένα.

Λίγο προτού παρουσιάσει ο ποιητής εικόνες από την πόλη που έχει πια ξυπνήσει, προχωρά σε μια αναδρομή στο παρελθόν για να τονίσει την ευτυχία που χαρακτήριζε παλαιότερες εποχές. 

Άλλοτε, σχολιάζει, η χαρά ήταν ένα πιο βαθύ ποτάμι, στην επιφάνεια του οποίου μπορούσε να διακρίνει κανείς τα κρυστάλλινα διαυγή συναισθήματα της ευδαιμονίας τον ανθρώπων∙

ένα βαθύ ποτάμι στο οποίο ήταν καθαρά κρυμμένος ένας θεός -υπήρχε ελπίδα, δυνατή πίστη και απαντοχή-, ενώ τα δέντρα -αυτό δηλαδή που θα περίμενε να δει κανείς- ήταν μόλις καθρεφτισμένα. 

Η αναφορά στα μόλις καθρεφτισμένα δέντρα έρχεται να τονίσει την αλληγορική διάσταση της αναφορά στο βαθύ ποτάμι, στον πλούσιο συναισθηματικό κόσμο των ανθρώπων, που δεν είχε γνωρίσει ακόμη το ψυχικό στέγνωμα των συνεχών διαψεύσεων, της προδοσίας, της κακίας και του συμφέροντος. 

Οι άνθρωποι ήταν πιο αγνοί, νοιάζονταν ειλικρινά ο ένας για τον άλλον, κι είχαν μέσα τους το στήριγμα της πίστης.

Βαθύ ποτάμι της ιαχής τώρα βαδίζω
στην οδό κι οι άνθρωποι δεν έχουν λόγια
να μιλήσουν τι να πουν...

Στον αντίποδα του αλλοτινού ποταμιού της χαράς που χαρακτήριζε τη ζωή των ανθρώπων, τώρα κυριαρχεί το ποτάμι της ιαχής∙ το ποτάμι των κραυγών, που έρχονται να δηλώσουν την απόγνωση των ανθρώπων, αλλά και την πρόδηλη αποξένωσή τους. 

Ο ποιητής που βαδίζει στην πόλη -η μέρα έχει πια ξεκινήσει- ακούει αυτόν τον αδιάκοπο θόρυβο των χιλιάδων μετακινούμενων ανθρώπων, γνωρίζοντας ωστόσο πως στην πραγματικότητα κανένας από αυτούς δεν μπορεί να αρθρώσει αληθινό λόγο. Οι άνθρωποι δεν έχουν πια λόγια∙ οι άνθρωποι δεν έχουν πια τίποτε να πουν.

Οι πλείστες δυσκολίες της καθημερινότητας, ο ψυχικός πόνος, η μοναξιά, η βαθιά απογοήτευση κι η απόγνωση από τη μια, κι από την άλλη η απομάκρυνση των ανθρώπων, η αίσθηση πως δεν θα βρουν ειλικρινές ενδιαφέρον ο ένας στον άλλον, τους έχουν οδηγήσει πλέον στη σιωπή.  

Κοντές ελληνίδες άτονες μητέρες καθαρίστριες
πηγαίνουν στα σιωπηλά οικήματα
με λίγη άμυνα ρουχισμού στο κρύο τόσο λίγη
δεν έχουν στα φτηνά φουστάνια τους άνθη.

Ο ποιητής επιστρέφει στις γυναίκες, μετά την αρχική αναφορά στους πρώτους στίχους, φανερώνοντας έτσι πως θεωρεί ως μεγαλύτερη δυστυχία της σύγχρονης πραγματικότητας το γεγονός πως οι γυναίκες καλούνται να πληρώσουν μεγάλο τίμημα. 

Ο Καρούζος πικραίνεται περισσότερο βλέποντας τις γυναίκες γύρω του να υποφέρουν, διότι αισθάνεται πως είναι άδικο να φορτώνει η ζωή τόσα βάσανα σ’ ένα πλάσμα γεμάτο ευαισθησίες και αγάπη, όπως είναι η γυναίκα.

Οι πρώτες πρωινές ώρες αποκαλύπτουν πλήθος γυναικών, που βρίσκονται από νωρίς στους δρόμους για να διασφαλίσουν το κοπιαστικό και ψυχοφθόρο μεροκάματό τους. 

Κοντές Ελληνίδες∙ χαρακτηρισμός που αποδίδει τις σωματικές και συναισθηματικές κακουχίες και στερήσεις που γνώρισαν στη ζωή τους, οι οποίες στάθηκαν εμπόδιο στην υγιή και άρτια ανάπτυξή τους

Άτονες μητέρες∙ χαρακτηρισμός που φανερώνει την απουσία ζωντάνιας και ενεργητικότητας, αφού οι γυναίκες αυτές είναι καταβεβλημένες από τις ποικίλες καθημερινές τους υποχρεώσεις, αλλά και από την ψυχική εξουθένωση.


Οι κουρασμένες αυτές μητέρες δουλεύουν ως καθαρίστριες σε σιωπηλά οικήματα -σιωπηλά μιας και εκείνες ξεκινούν τη δουλειά τους τόσο νωρίς το πρωί, ώστε δεν έχουν πάει ακόμη σ’ αυτά οι υπόλοιποι εργαζόμενοι. 

Κι είναι τα πράγματα ακόμη πιο δύσκολα για εκείνες, διότι αναγκάζονται να δουλεύουν φορώντας φτηνά και ελαφρά ρούχα, τα οποία δεν τις προστατεύουν επαρκώς από το κρύο. Ρούχα, μάλιστα, τα οποία δεν έχουν πάνω τους άνθη κοσμητικά∙ δεν υπάρχει, δηλαδή, καμία αίσθηση ευδαιμονίας στη ζωή τους. 
Είναι, άλλωστε, αναγκασμένες να κάνουν μια πολύ σκληρή δουλειά μέσα στο κρύο, χωρίς καν την παρηγοριά μιας ζεστής ενδυμασίας.  

Κι άλλες γυναίκες μάταια προσμένουν
έρωτα θάνατο χαρτονόμισμα
είναι αργά η νύχτα στάθηκε σκληρή...

Ο ποιητής καταγράφει, ωστόσο, μια πτυχή της σύγχρονης πραγματικότητας που φανερώνει την ακόμη σκληρότερη μοίρα που αντιμετωπίζουν ορισμένες γυναίκες. Πρόκειται για εκείνες τις γυναίκες που προκειμένου να βγάλουν χρήματα επιδίδονται στον αγοραίο έρωτα, ξεπουλώντας το σώμα και την ψυχή τους για να διασφαλίσουν μια άθλια επιβίωση.


Οι γυναίκες αυτές που εξαθλιώνονται σωματικά, ψυχικά και ηθικά, περνούν τη νύχτα τους προσμένοντας εκείνον που θα τους προσφέρει χρήματα∙ εκείνον που θα τους προσφέρει ένα ελάχιστο οικονομικό αντάλλαγμα, ώστε να βιώσουν μαζί του ένα είδος νεκρού έρωτα. 

Η ερωτική επαφή αυτού του είδους δεν συνιστά μια πλήρη ή έστω μια ικανοποιητική βίωση του έρωτα, αφού επί της ουσίας κι οι δύο γνωρίζουν πως δεν υπάρχει καμία συναισθηματική συμμετοχή∙ μόνο μια κενή σωματική εκτόνωση. Πρόκειται για μια μορφή θανάτωσης του έρωτα και της ηθικής υπόστασης των ατόμων.

Πολλές φορές οι γυναίκες αυτές περιμένουν μάταια την εμφάνιση του πρόθυμου πελάτη και το ξημέρωμα τις βρίσκει εξαντλημένες από την άγονη αναμονή. Τέτοια υπήρξε κι η νύχτα που πέρασε∙ νύχτα σκληρή για τις γυναίκες του αγοραίου έρωτα, που δεν κατόρθωσαν να κερδίσουν έστω και τα ελάχιστα χρήματα για τα αναγκαία της επόμενης μέρας.

Δίνω το χαρτονόμισμα και χάνομαι
φεύγω μακριά μη μου φωνάζεις
η ερημιά μου είναι άσπρη βρομερή.

Ο ποιητής, αν και γνωρίζει πως συναινεί σε μια ανήθικη συναλλαγή, υποκύπτει στις ορμές του και δίνει το απαραίτητο αντίτιμο σε μία απ’ αυτές τις γυναίκες, προκειμένου να έρθει σ’ επαφή μαζί της.

 Η πράξη αυτή, που δεν τον τιμά και δεν βρίσκεται σε αντιστοίχηση με το σεβασμό που έχει για το γυναικείο φύλο, φανερώνει το νεαρό της ηλικίας του. 
Ο ποιητής επιτρέπει στη βαθιά μοναξιά που αισθάνεται να τον παρασύρει, έστω κι αν αντιλαμβάνεται πως πρόκειται για μια «βρομερή» πράξη που στερείται κάθε ουσιαστικού συναισθήματος. Κι αυτό ακριβώς υποδηλώνει όταν αποκαλεί την ερημιά του «άσπρη»
Το χρώμα εδώ δεν δηλώνει την αγνότητα, αλλά την απουσία κάθε συναισθηματικής ή άλλης ψυχικής έντασης

Πρόκειται για μια πράξη χωρίς ψυχικό αντίκρισμα∙ μια πράξη κενή συναισθηματικού περιεχομένου.

Ο ποιητής, όπως σχολιάζει, φεύγει μακριά∙ φεύγει για λίγο από τη γύρω του πραγματικότητα, έχοντας υποκύψει στο κάλεσμα του σώματος που ζητά την ερωτική εκτόνωση.

Το αίτημά του «μη μου φωνάζεις» θα μπορούσε να απευθύνεται ακόμη και στη συνείδησή του, που αγρυπνά και είναι έτοιμη να στηλιτεύσει τον ηθικό αυτό ξεπεσμό. 

Ένας ατελής εσωτερικός μονόλογος που υποδηλώνει πως ο νεαρός ποιητής έχει συναίσθηση πως ό,τι ετοιμάζεται να κάνει δεν συνάδει με τις αρχές και τις αξίες του.

Κι άλλες γυναίκες πλένουν
τις θύρες όπου θάμπει ο διάβολος
λίαν πρωί στη δούλεψη του σκύβουν.

Η τελευταία αναφορά στις γυναίκες παρουσιάζει μια εικόνα που σχετίζεται άμεσα με την έννοια της ηθικής αμαρτίας∙ εικόνα αμφίσημη που επιτρέπει διττή ανάγνωση, υπό την έννοια πως μπορεί αφενός να συσχετιστεί με τις γυναίκες του αγοραίου έρωτα, και άρα να εκληφθεί ως αναφορά στις γυναίκες που βρίσκονται στους οίκους ανοχής και καθαρίζουν το χώρο περιμένοντας να μπουν στη δούλεψη του διαβόλου από νωρίς το πρωί ή αφετέρου να εκληφθεί ως γενικότερη υποδήλωση της ηθικής παρακμής, και ειδικότερα εκείνων των ανθρώπων που εκμεταλλεύονται δίχως καμία ενοχή τους φτωχούς εργαζόμενους προκειμένου οι ίδιοι να πλουτίζουν υπέρμετρα. 

Ο διάβολος υπ’ αυτή την οπτική θα μπορούσε να είναι ο εργοδότης δυνάστης, που επιχειρεί με κάθε τρόπο να εκμεταλλευτεί εκείνους που εργάζονται γι’ αυτόν.

Η κόλαση λοιπόν είν’ η πατρίδα μας
αμάρτημα υψώνεται
ο μαύρος καπνός των εργοστασίων
ψηλά στο ξημέρωμα.

Έχοντας περιηγηθεί ο ποιητής στους δρόμους της Αθήνας οδηγείται στην εύλογη διαπίστωση πως η κόλαση τελικά είναι η ίδια η πατρίδα μας∙ η πατρίδα που αποδέχεται όλη αυτή τη φτώχεια, τη μιζέρια, την ανεργία, το ξεπούλημα των γυναικών, τον καθημερινό μόχθο για ένα ελάχιστο οικονομικό όφελος, και κάθε άλλη κατάσταση που οδηγεί σε περαιτέρω εξαθλίωση τους απλούς ανθρώπους.


Σύμβολο της εξαθλίωσης αυτής ο μαύρος καπνός των εργοστασίων που συνδέεται με τη συνεχή εκμετάλλευση των εργατών. Ο καπνός αυτός που υψώνεται ψηλά, συμβολίζει το σαφή διαχωρισμό των πολιτών σε έχοντες, σ’ εκείνους δηλαδή που τους ανήκουν τα εργοστάσια και τα κέρδη, και σ’ εκείνους που εργάζονται σκληρά σε αυτά για έναν πενιχρό μισθό.

Κι όμως άλλοτε η χαρά ήτανε το ποτάμι
Όχι εδώ στη ρημαγμένη γη μα στους ουράνιους
κόσμους εκεί με τη μονάχη μου ψυχή.

Ο ποιητής πληγώνεται από τις εικόνες εξαθλίωσης που αντικρίζει στην πόλη του και σκέφτεται πως παλαιότερα η χαρά ήτανε ένα ποτάμι που διέτρεχε τον κόσμο και καθιστούσε τη ζωή πηγή ευδαιμονίας και απόλαυσης.

 Μια έντονη αντίθεση σε σχέση με τη γύρω του πραγματικότητα, η οποία γεννά εύλογα την απορία του αναγνώστη σχετικά με το πότε υπήρξε μια περίοδος τόσο προφανούς ευτυχίας σ’ αυτή τη χώρα.

Η διευκρίνιση του ποιητή, που σπεύδει να τονίσει πως αυτό δε συνέβη σ’ αυτή τη ρημαγμένη γη, προσδίδει στο ποίημα με απρόσμενη διάσταση. Η αλλοτινή ευτυχία που μνημονεύει ο ποιητής δε βιώθηκε στη γη, μα στους ουράνιους κόσμους, όπου η ψυχή του, η μονάχη ψυχή του είχε την ευκαιρία να γνωρίσει την άδολη χαρά.


Σαφής εδώ η διακειμενική σύνδεση με τον πλατωνικό κόσμο των Ιδεών, και τη δυνατότητα που παρέχεται στην ψυχή, ενώ βρίσκεται ακόμη σε προσωματικό στάδιο, να αντικρίσει την ύπαρξη ιδεατών εκδοχών κάθε στοιχείου της γήινης πραγματικότητας. 

Έτσι, η αλλοτινή χαρά ταυτίζεται μ’ έναν απρόσιτο κόσμο, που δεν μπορεί να βρει την πραγμάτωσή του στη ρημαγμένη γη.

Πιθανή, ωστόσο, παραμένει και η θρησκευτική προσέγγιση των στίχων αυτών, που καθιστούν την ύπαρξη ενός παραδείσου ως θεμιτή προσδοκία για μια μελλοντική ανταμοιβή όλων εκείνων των ανθρώπων που έχουν βιώσει κάθε πιθανή δυστυχία στο πλαίσιο της επίγειας ζωής τους.

Σε κάθε περίπτωση, πάντως, είναι εμφανέστατη η απογοήτευση του ποιητή από την κοινωνία της εποχής του και από το μέγεθος της δυστυχίας στη ζωή των συνανθρώπων του.


Νίκος Καρούζος: Η καθημερινότητα και η απογοήτευση ως αίσθηση

9

Fernanda Lemos de Lima (*)




Από την αρχαιότητα, όλους αυτούς τους αιώνες της ζωής της ελληνικής γλώσσας, αυτός ο καταπληκτικός πολιτισμός, μάς έχει δώσει ποίηση, μυθιστοριογραφία, μια ατελείωτη λογοτεχνία γεμάτη ομορφιά και βαθιά σκέψη, η οποία από τον Πίνδαρο μέχρι τώρα, μιλά για  την ανθρώπινη κατάσταση. Και όταν αυτή η  λογοτεχνία επιλέγει να ασχοληθεί με την κατάσταση του θανάτου απέναντι στην απεραντοσύνη του χρόνου και τους πόνους της εφήμερης ζωής, δεν μιλά μόνο             εκ μέρους των Ελλήνων, αλλά εκπροσωπεί ολόκληρο τον κόσμο, και μέσω των στίχων φθάνει στο βάθος της συνείδησης μας. Αυτό συμβαίνει στην ποίηση του Νίκου Καρούζου, η οποία έχει την δύναμη να υπερβαίνει τα τοπικά χρώματα και τις εικόνες και να αγκαλιάζει την καθολικότητα της ύπαρξής μας, ακόμη και όταν μας περιγράφει τους δρόμους της Αθήνας  ή το βλέμμα του Οιδίποδα ή ακόμα και το θαύμα του αυτοκινήτου και της καθημερινότητας.

Σ’ αυτήν τη μελέτη επιχειρώ να διερευνήσω την καθημερινότητα ως σημαντικό θέμα στην ποίηση του Νίκου Καρούζου. Το θέμα αυτό εκφράζεται στις αντιθέσεις των συναισθημάτων μπροστά σε αυτό που κερδίζουμε και σε αυτό που χάνουμε, εξαιτίας της ταχύτητας της νεωτερικότητας της ζωής και του κενού νοήματός της.

Ο Καρούζος είναι ο ποιητής που έχει την ποίηση ως τρόπο ζωής, δεν έγραψε μόνο ποίηση αλλά ζούσε με την ποίηση πάντα, όπως λέει o ίδιος: ‘Ο ποιητής είναι απ` το πρωί έως το βράδυ μέσα στο πρόβλημα της ποίησης και εγώ είμαι έτσι απ` το πρωί έως το βράδυ είμαι αυτό το πράγμα’.

Σήμερα θα ήθελα να σκεφτούμε αυτό το ποιητικό βλέμμα του ποιητή της Αργολίδας στον οποίον φαίνεται μια δυνατή και βαθιά συνείδηση του καιρού που έζησε και στον οποίον ακόμα εμείς – οι αναγνώστες – ζούμε. Σε αυτά τα ποιήματα μπορούμε να δούμε πως ο Καρούζος εμπνέεται από απλές ημερήσιες καταστάσεις – όπως η ταχύτητα, τα γαλάζια φώτα, οι άδειες συναντήσεις – που αποτελούν τα υλικά για να δημιουργήσει μία ποιητική τέχνη που καταγγέλλει τη μοναξιά της ζωής στις τεράστιες μητροπόλεις, με τις γρήγορες μηχανές  που έχουν δημιουργηθεί για να γίνει η καθημερινότητα πιο εύκολη και με περισσότερο ελεύθερο χρόνο.  Η ποιητική φωνή είναι ικανή, βλέποντας το θαύμα της μηχανής της νεωτερικότητας, να καταλάβει ότι η σημασία της μηχανής είναι μηδενική, όταν διαπιστώνει τι έχει μένει από όλα αυτά στην άδεια ζωή του ανθρώπου.

Το ποίημα πάνω στο οποίο θα ήθελα να προβληματιστούμε μαζί, είναι αυτό που βρίσκεται στο βιβλίο ‘Οιδίπους τυρανούμενος και άλλα ποιήματα`  και έχει ως τίτλο `

Οι μεγάλες ταχύτητες`[1].

Είμαστ` ερωτευμένοι με τ` αυτοκίνητα

Είμαστ’ υποχρεωμένοι να παίρνουμε το αεροπλάνο.

Είν `αλήθεια πως το σύμπαν είναι τρέξιμο

Είν` αλήθεια πως το φως ακόμη τρέχει

Και θα τρέχει πάντα με φρενίτιδα.

Είν` αλήθεια πως απλώνει το μυαλό μας

Είν` αλήθεια πως χαϊδεύουμε τ `αστέρια.

Και μας έρχονται χιλιάδες οι αλήθειας όπως όταν

Η Άνοιξη δοξάζεται με τ` αμέτρητα

Πουλιά και τ` αφάνταστα άνθη. Μα όμως

Αυτή η τόση εποχή

Δεν  έχει χρόνο

Να ζυγίσει και τον πόνο του θανάτου.

 

Σε αυτή την πρώτη στροφή η ποιητική φωνή παρουσιάζει τα ερωτικά αντικείμενα αυτής της εποχής – τα αυτοκίνητα, με όλα τα νοήματα που συμπεριλαμβάνουν, ταχύτητα, μοντερνισμό, πλούτο, και το αεροπλάνο που `είμαστε υποχρεωμένοι να παίρνουμε`. Εδώ υπάρχει μια αντίθεση η οποία ευθύνεται για την περίεργη κατάσταση στην οποία ζει ο άνθρωπος και σήμερα ακόμα. Ο κόσμος, από τη μία μεριά, έχει την τεχνολογία για να βοηθά τα άτομα, από την άλλη μεριά όμως, η χρήση της είναι και κάτι υποχρεωτικό  και αυτή η δύσκολη σχέση δημιουργεί στην καθημερινότητα την ανάγκη να τρέχουμε. Όμως αυτό το τρέξιμο δεν έχει το ρυθμό της φύσης, του σύμπαντος, το οποίο, για παράδειγμα, δίνει το καταπληκτικό θέαμα της άνοιξης και των άλλων εποχών.  Ο ρυθμός της καθημερινότητας πλέον είναι τεχνητός.

Στην τρίτη στροφή, διαβάζουμε:

Μ` αρέσει η μυρουδιά της βενζίνης

Η εξάτμιση των αυτοκινήτων

Όπως αθροίζω γρήγορα τους αριθμούς τους ενώ τρέχουν

Και χαίρομαι να βγαίνει το άθροισμα επτά και εννέα

Καλός οιωνός!

Είναι κύμα ζωής τ` αυτοκίνητα, είναι το σήμερα

Που βιάζεται και δεν περιμένει. Μα όμως

Αυτή η τόση εποχή

Δεν  έχει χρόνο

Να ζυγίσει και τον πόνο του θανάτου.

 

Σε αυτές τις ταχύτητες τρέχει ο άνθρωπος χωρίς λόγο, χωρίς σημασία, και ούτε μπορεί ο ίδιος να καταλάβει την άδεια ζωή που ζει. Ζει μια ζωή με τον αυτοματισμό των μηχανών τις οποίες μεταχειρίζεται και στις δουλειές και στον κύκλο της ημέρας, όπως βλέπουμε και σε άλλα ποιήματα, παραδείγματος χάρη  στο ‘Αγγίζοντας αυτή τη νεότητα’. Η μυρωδιά είναι της βενζίνης και όχι πια των λουλουδιών, αυτή είναι η τυραννία του αυτοματισμού.

Μ` αρέσει να πηγαίνω στο αεροδρόμιο

Και να πίνω τον καφέ μου σαν ταξιδιώτης

Απολαμβάνοντας έρημος κι έρημος

Προσγειώσεις και απογειώσεις

Της μηχανής εκείνο το σκούξιμο που με αχρηστεύει.

Βρήκαμε μαγείες ισχυρές, είν` αλήθεια. Μα όχι

Αυτή η τόση εποχή

Δεν  έχει χρόνο

Να ζυγίσει και τον πόνο του θανάτου.

 

Στην τέταρτη στροφή έχουμε το αεροδρόμιο που παρουσιάζεται ως χώρος παρατήρησης, τον οποίον η ποιητική φωνή έχει διαλέξει σαν σημείο απόδειξης της κίνησης των αυτομάτων όντων. Ο ποιητής τώρα φορά την μάσκα του ταξιδιώτη ο οποίος είναι υποχρεωμένος να πάρει το αεροπλάνο που βάζει τον άνθρωπο σε κίνηση. ‘Όμως σαν κάποιος που δεν είναι ένας αναίσθητος σε τέτοια διαδικασία με μαγείες ισχυρές, η ποιητική φωνή λέει `όχι`. Η διαφορά στο βλέμμα του ποιητή είναι ευδιάκριτη, καθώς υποστηρίζει ότι ο αυτοματισμός είναι μια ανάγκη που σταματά τον άνθρωπο από το να νιώθει, να σκέπτεται και να ζυγίζει τον πόνο του θανάτου`.

Ο ποιητής εκφράζει την καθολικότητα των ανθρώπων που είναι  μέσα στην απάθεια και στην ταχύτητα του καθημερινού, στην  άδεια χαρά μπροστά στα αυτοκίνητα  και στις επαναληπτικές, χωρίς λόγο, κινήσεις, και θέτει υπό έλεγχο την ανθρώπινη ύπαρξη που υποκύπτει σε μια τέτοια κατάσταση που δεν της επιτρέπει να νιώθει.  Αυτή η αντίληψη ταυτίζεται με την ιδέα του Βάλτερ Μπένιαμιν στο βιβλίο του `Σαρλ Μπωντλαίρ – ένας λυρικός στην ακμή του καπιταλισμού`[2]. Η μελέτη του Γερμανού φιλοσόφου μάς βοηθά να καταλάβουμε καλύτερα τους μηχανισμούς του μοντέρνου καιρού  που ελέγχουν τις ζωές των ατόμων  στην κοινωνία της κατανάλωσης. Για τον Μπένιαμιν ο ποιητής με το λυρισμό και την τέχνη μπορεί να κάνει τον αναγνώστη να φύγει από τον αυτοματισμό του καθημερινού βιώματος και να καταδυθεί στην εμπειρία, την βαθιά εμπειρία η οποία επιτρέπει στο άτομο να νιώθει και να ζυγίζει τα πάντα και τον θάνατο.

Βήμα βήμα , στροφή, στροφή, ο ποιητής μάς οδηγεί στην απλή καθημερινότητα,  για να αντιληφθούμε με το δικό του βλέμμα, τι ζει ο άνθρωπος, χωρίς λόγο, στο καθημερινό τρέξιμο του κόσμου του αυτοκινήτου, του αεροπλάνου, των μηχανών.

 

Και σε αυτή την στροφή έρχεται η ερώτηση:

Μα όμως

Αυτή η τόση εποχή

Δεν θα `βρει χρόνο

Να ζυγίσει και τον πόνο του θανάτου;

 

Αυτή την ερώτηση θα απαντήσει ο ποιητής, με τα λόγια του Ποταμίου που λέει  `Εκείνος που νιώθει σταθερά το θάνατο προσθέτει ολοένα στη ζωή`.

Χρειάζεται να νιώθουμε για να ζήσουμε αληθινά. Χρειάζεται η εμπειρία, εκτός από το μηχανισμό της ταχύτητας της μοντέρνας ζωής (με τόσο glamour). Και σε αυτό το θέμα, ο ποιητής της Αργολίδας συνδιαλέγεται με τον Μπωντλαίρ, με τον Φερνάντο Πεσσόα,  και με άλλους ποιητές που μεταφέρουν στην ποίηση το σοκ απέναντι στον κόσμο της λατρείας του αυτοματισμού.

Στην έβδομη στροφή η ποιητική φωνή απαντά, τοποθετώντας την αγάπη και τον θάνατο ως τα βασικά υλικά για την αληθινή εμπειρία της ζωής.

 

Δε μιλώ για το φόβο του τάφου

Δε μιλώ για αισθήματα άχρηστα.

Μα για κάθε στιγμή που ο θάνατος απλουστεύει

Κι αν τον δούμε κατάματα

Κάτι μέσα μας, αλήθεια, ζεσταίνει

Και δεσπόζει στην κάθε ταχύτητα

Η αγάπη.

Που μπορεί να μας δείξει πως είναι μονάχη της

Η καλύτερη φύση στη φύση.

 

Η ποιητική φωνή η οποία πριν φόρεσε την μάσκα του ταξιδιώτη και μίλησε για το θαύμα των μηχανών της νεοτερικότητας, τώρα  μιλάει για `μας` , και για την σημασία του θανάτου, όχι μόνο ως συνώνυμο του φόβου και της απώλειας, αλλά σαν μία κατάσταση που κυριαρχεί σε  κάθε μας στιγμή, λόγω της βεβαιότητας του τέλους που πάντα μας περιμένει. Εξαιτίας λοιπόν της ενατένισης του θανάτου, εμείς μπορούμε να δοκιμάσουμε αληθινά την αίσθηση της ζωής.  Ο ποιητής  μάς προσκαλεί να το καταλάβουμε και να δοκιμάσουμε τα πάντα στην φύση και όχι μόνο τις μεγάλες, χωρίς νόημα,  ταχύτητες.

Ο ποιητής τελειώνει αναφερόμενος στους δύο κανόνες στο παιχνίδι που καταλαβαίνουμε ως ζωή: Αγάπη και Θάνατος.

 

Δεν υπάρχει στις λέξεις μου πρόβλημα

Κι αν το δούμε της μοίρας ελεύθερα το παιχνίδι.

Και σ` αυτό το παιχνίδι δυο κανόνες υπάρχουν/

Η αγάπη και ο θάνατος.

Που σημαίνει για μένα για σένα

Είμαστε με ό,τι ανεβάζει τους ανθρώπους

Είμαστε με τους καημούς τους

Είμαστε με τα όνειρά τους

Και τούτο

Καθώς ο πιο μεγάλος ήλιος του καλοκαιριού

Είναι η ερημική τιμή μας.

 

Στην τελευταία στροφή η ποιητική φωνή δεν μιλάει μόνο στον πρώτο  ή στο τρίτο πρόσωπο, αλλά χρησιμοποιεί το ‘είμαστε’ – εμείς και ο ποιητής είμαστε μαζί να νιώθουμε, να έχουμε μαζί την εμπειρία των καημών και των ονείρων των ανθρώπων, ως άνθρωποι που είμαστε. Και στην απλή αίσθηση του ηλίου στο δέρμα μας `είναι η ερημική τιμή μας`.

Ο ποιητής και η τέχνη του έχουν την δύναμη να ξαναγράψουν τον κόσμο και την καθημερινότητά του, μακριά από τα προγράμματα των μεγάλων ταχυτήτων της νεωτερικής ζωής μας. Σε μια άλλη προοπτική ο ποιητής βλέπει και αντιλαμβάνεται την κίνηση σαν τρέλα η οποία οδηγεί σε μια ύπαρξη χωρίς νόημα. Όμως η ποίηση και οι υπόλοιπες τέχνες σώζουν την ζωή. Και με τον Καρούζο εμείς έχουμε την ευκαιρία να ζήσουμε την εμπειρία των διαφόρων συναισθημάτων της ύπαρξης, καθώς σπάμε τα δεσμά και γινόμαστε ελεύθεροι από τον αυτοματισμό της άδειας καθημερινότητας της εποχής μας.

(*)

Ή Φερνάντα Λέμος ντε Λίμα είναι καθηγήτρια Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας και θεωρίας της λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο του Ρίο ντε Τζανέιρο, όπου διευθύνει και τον τομέα Ελληνικών Σπουδών.Η διδακτορική της διατριβή αφορούσε την ποίηση του Καβάφη. Έχει δημοσιεύσει μελέτες για την την αρχαία ελληνική λογοτεχνία.

 

[1] ΚΑΡΟΥΖΟΣ, Νίκος. ‘Οιδίπους τυρανούμενος και άλλα ποιήματα. Αθήνα: Ίκαρος, 2014, σελ. 146-148.

[2] ΜΠΕΝΙΑΜΙΝ, Βάλτερ. Σαρλ Μπωντλαίρ – ένας λυρικός στην ακμή του καπιταλισμού. Αθήνα: Αλεξάνδρεια, 2002, σελ. 132-136.


Νίκος Καρούζος «Αγγίζοντας αυτή τη νεότητα...»

https://latistor.blogspot.com/2016/03/bl


Το ποίημα περιλαμβάνεται στη συλλογή Ποιήματα, που εκδόθηκε το 1961
, αλλά περιέχει κυρίως επιλογή ποιημάτων των συλλογών
 Η επιστροφή 
του Χριστού (1954), Νέες δοκιμές (1954), Σημείο (1955), Είκοσι ποιήματα 
(1955), Διάλογοι (1956).
Οι συλλογές αυτές δεν επανεκδόθηκαν από τον ποιη
τή και στους τόμους των συγκεντρωτικών του εκδόσεων περιλαμβάνετ
αι μόνον ως πρώτη η συλλογή Ποιήματα του 1961.

Όπως θα προσέξετε 
διαβάζοντας το ποίημα, η γραφή του είναι παρατακτική και ενίοτε ελλειπτική:
 οι εικόνες παρατίθενται συνήθως ασύνδετες, και σε ορισμένες περιπτώ
σεις, θέλοντας να κάμει δραστικότερο το λόγο του, ο ποιητής συνά
πτει, κατά παράβαση των συντακτικών κανόνων, ουσιαστικά (λ.χ. προ
σμένουν / έρωτα θάνατο χαρτονόμισμα). 

Η ασύνδετη παράθεση των στίχων
 και των εικόνων και η απουσία σημείων στίξης, ιδίως του κόμματος, 
απαιτούν τη σωστή και προσεκτική ανάγνωση του ποιήματος.

Περίμενα όλο το βράδυ με τα μύρα
είχε πεθάνει μια γυναίκα
τα χαράματα
οι άνεργοι με τα φτυάρια περίμεναν
στην πρωινή πλατεία του ταχυδρομείου
λίγο σκοτάδι έμενε ακόμη
και βασίλευεν η θαλπωρή που δίνει
η μια καρδιά δυστυχισμένη με την άλλη—
της χαραυγής μικρά εστιατόρια
φως αχνισμένο πάνω στους υαλοπίνακες.
Η Αττική τη νέαν ημέρα υφαίνε στα μάτια
πονούσαν μέσ’ στους άδειους δρόμους τα βήματα
ο βαθύς αυτός όρθρος.
Άλλοτε η χαρά ήτανε πιο βαθύ ποτάμι
με κρύσταλλα μοναχικά στην επιφάνεια
μ’ ένα θεό κρυμμένο καθαρά
και δέντρα μόλις
καθρεφτισμένα.
Βαθύ ποτάμι της ιαχής τώρα βαδίζω
στην οδό κι οι άνθρωποι δεν έχουν λόγια
να μιλήσουν τι να πουν...
Κοντές ελληνίδες άτονες μητέρες καθαρίστριες
πηγαίνουν στα σιωπηλά οικήματα
με λίγη άμυνα ρουχισμού στο κρύο τόσο λίγη
δεν έχουν στα φτηνά φουστάνια τους άνθη.
Κι άλλες γυναίκες μάταια προσμένουν
έρωτα θάνατο χαρτονόμισμα
είναι αργά η νύχτα στάθηκε σκληρή...
Δίνω το χαρτονόμισμα και χάνομαι
φεύγω μακριά μη μου φωνάζεις
η ερημιά μου είναι άσπρη βρομερή.
Κι άλλες γυναίκες πλένουν
τις θύρες όπου θάμπει ο διάβολος
λίαν πρωί στη δούλεψη του σκύβουν.
Η κόλαση λοιπόν είν’ η πατρίδα μας
αμάρτημα υψώνεται
ο μαύρος καπνός των εργοστασίων
ψηλά στο ξημέρωμα.
Κι όμως άλλοτε η χαρά ήτανε το ποτάμι
Όχι εδώ στη ρημαγμένη γη μα στους ουράνιους
κόσμους εκεί με τη μονάχη μου ψυχή.

οι άνεργοι... ταχυδρομείου: οι άνεργοι εκείνη την περίοδο πήγαιναν από το
 πρωί με τα σύνεργα της δουλειάς τους, ελπίζοντας να βρουν δουλειά· «πλα
τεία του ταχυδρομείου» αποκαλεί την πλατεία Κοτζιά των Αθηνών, γιατί τό
τε το Μέγαρο Μελά, που ανήκει σήμερα στην Εθνική Τράπεζα, λειτουργούσε 
ως Ταχυδρομείο.

της χαραυγής... εστιατόρια: στην οδό Αθηνάς και τους γύρω δρόμους υ
πήρχαν τότε πολλά λαϊκά εστιατόρια που λειτουργούσαν από πολύ πρωί.

Άλλοτε... καθρεφτισμένα: εκείνο που τονίζεται με τους κάπως σκοτεινούς 
αυτούς στίχους είναι πως κάποτε υπήρχε η χαρά.
με λίγη άμυνα ρουχισμού: εννοεί πως είναι ελαφρά ντυμένες.

Κι άλλες γυναίκες... σκληρή: εννοεί τις γυναίκες που κάνουν αγοραίο έρω
τα· στο δεύτερο στίχο συμφύρονται ασύνδετα τρία ουσιαστικά, για να συν
θέσουν την εικόνα της πληρωμής για έναν έρωτα που δεν είναι έρωτας αλ
λά θάνατος (ηθικός αλλά και του έρωτα).

Δίνω... βρομερή: σ’ αυτόν τον έρωτα υποκύπτει κι ο ποιητής και από τα 
συναισθήματα που του δημιουργεί δικαιολογούνται οι αντιδράσεις του. Ας 
προσέξουμε ότι αποδίδει στην ερημιά του δύο επίθετα με αντιφατικές ιδιότη
τες.

αμάρτημα... εργοστασίων: σε μια συνηθισμένη εικόνα της Αθήνας (ο κα
πνός των εργοστασίων) αποδίδει συμβολικές προεκτάσεις και την συνδυά
ζει με την άθλια πλευρά της καθημερινής ζωής.

Ο τίτλος του ποιήματος «Αγγίζοντας αυτή τη νεότητα…» δημιουργεί 
την προσδοκία πως θα ακολουθήσει η περιγραφή μιας αγνής και γεμάτης 
υποσχέσεις και λαμπρές προοπτικές νεότητας, μόνο και μόνο για να διαπι
στωθεί στη συνέχεια πως αυτή η θετική εικόνα δεν αποτελεί την πραγματικό
τητα που βιώνει ο νέος ποιητής.

 Ίσως να υπήρξε κάποτε, σε μια αλλοτινή 
εποχή, μα δεν υπάρχει πια. Τώρα, ό,τι αντικρίζει ο δημιουργός είναι η δυστυ
χία, η μιζέρια, η ψυχική κούραση, ο θάνατος και ο ηθικός ξεπεσμός. Θα
 μπορούσε, οπότε, να θεωρηθεί πως ο τίτλος με τα αποσιωπητικά του α
ποτελεί ένα κάλεσμα του ποιητή να προσεγγίσουμε και να διεκδικήσουμε ε
κείνη την ιδεατή νεότητα του παρελθόντος, που έρχεται σε πλήρη αντίθεση
 με την πραγματικότητα που ζει ο ίδιος και οι άλλοι νέοι άνθρωποι της εποχής 
του.  

Περίμενα όλο το βράδυ με τα μύρα
είχε πεθάνει μια γυναίκα
τα χαράματα
οι άνεργοι με τα φτυάρια περίμεναν
στην πρωινή πλατεία του ταχυδρομείου

Οι δύο πρώτοι στίχοι του ποιήματος σηματοδοτούν το δυσοίωνο ξεκίνημα 
της ποιητικής αφήγησης και φέρνουν τον αναγνώστη αντιμέτωπο με τη σκλη
ρή πλευρά της ζωής.

 Το ποιητικό υποκείμενο έχει περάσει όλο του το βρά
δυ κρατώντας τα μύρα -θρησκευτικό στοιχείο- που θα χρησιμοποιηθούν αρ
γότερα για τη φροντίδα του σώματος της γυναίκας που είχε πεθάνει.

Το ποίημα ξεκινά με μια αναφορά στο θάνατο, μα θα κλείσει με μια αναφο
ρά στον ουράνιο κόσμο, αφήνοντας κατά έμμεσο τρόπο να υπονοηθεί η προσ
δοκία μιας μετά θάνατο δικαίωσης των ανθρώπων που έχουν γνωρίσει το 
πλήθος των δυσκολιών της επίγειας ζωής.


Η ταυτότητα της γυναίκας δεν αποσαφηνίζεται, όπως ούτε και η σχέση που εί
χε μαζί της ο ποιητής∙ ο θάνατός της διεκδικεί έτσι την αξία που έχει η α
πώλεια κάθε ανθρώπου, ανεξάρτητα από το ποιος ήταν. Το γεγονός, πά
ντως, ότι πρόκειται για μια γυναίκα βαρύνει ιδιαίτερα, μιας και είναι δεδομέ
νη η τρυφερότητα και η αγάπη που αισθανόταν ο ποιητής για τις γυναίκες.


Ο θάνατος, ωστόσο, δεν μπορεί να θέσει τέρμα στη συνεχή δραστηριότητα 
της πόλης. Έτσι, προτού καν ξεκινήσει η μέρα, οι άνεργοι άνθρωποι έχουν 
ήδη συγκεντρωθεί στην πλατεία του ταχυδρομείου, κρατώντας τα φτυάρια 
τους κι ελπίζοντας πως θα βρεθεί κάποιος να τους προσφέρει ένα μεροκάμα
το.
Ο θάνατος της γυναίκας και η απελπισία που οδηγεί τους ανέργους από 
τα χαράματα να σταθούν στην πλατεία, συνιστούν δύο δυνατές εικό
νες που φανερώνουν τη σκληρότητα της ζωής.

 Στην πραγματικότητα 
που βιώνει ο ποιητής, οι άνθρωποι, ακόμη κι όταν θέλουν να ζήσουν, να ερ
γαστούν, να προσφέρουν, δεν έχουν πάντοτε αυτή τη δυνατότητα∙ η ζωή
 τους βρίσκεται σε μια κατάσταση άγονης και επώδυνης αναμονής.   

λίγο σκοτάδι έμενε ακόμη
και βασίλευεν η θαλπωρή που δίνει
η μια καρδιά δυστυχισμένη με την άλλη—

Χρονικά βρισκόμαστε λίγο προτού ξημερώσει∙ λίγο σκοτάδι απέμενε ακό
μη, όπως σχολιάζει ο ποιητής, προτού βασιλεύσει, προτού δύσει η θαλπω
ρή -η αίσθηση ζεστασιάς, τρυφερότητας και εγκαρδιότητας- που προσφέ
ρει η μία δυστυχισμένη καρδιά στην άλλη. 

Ο χρόνος που απομένει μέχρι το ξε
κίνημα της νέας ημέρας δίνεται με μια ιδιαίτερη αντίθεση, αφού μετρά αντί
στροφα ο χρόνος που απομένει στους δυστυχισμένους ανθρώπους 
να προσφέρουν ψυχική παρηγοριά ο ένας στον άλλο, προτού αναγκαστούν 
να ριχτούν στον αγώνα της καθημερινής βιοπάλης.

 Η θαλπωρή δύει, αφού οι
 απαιτήσεις της ημέρας που ξημερώνει δεν αφήνουν περιθώρια για συναι
σθηματισμούς και ψυχικά μοιράσματα.

της χαραυγής μικρά εστιατόρια
φως αχνισμένο πάνω στους υαλοπίνακες.

Ένας από τους χώρους όπου οι δυστυχισμένοι άνθρωποι της καθημερινό
τητας -οι άνθρωποι του λαού- είχαν μια τελευταία ευκαιρία να προσφέρουν
 συναισθηματική στήριξη ο ένας στη δυστυχία του άλλου, ήταν στα μικρά ε
στιατόρια της χαραυγής∙ στα λαϊκά εκείνα εστιατόρια που λειτουργού
σαν από πολύ πρωί, επιτρέποντας τις πρώτες συναναστροφές λίγο προτού
 ξεκινήσει ο καταιγισμός υποχρεώσεων της νέας ημέρας. 

Εστιατόρια φτωχι
κά, με το φως τους να δίνει την εντύπωση του θαμπάδας πάνω στα αχνι
σμένα από ατμούς και ανάσες τζάμια.

Η Αττική τη νέαν ημέρα υφαίνε στα μάτια
πονούσαν μέσ’ στους άδειους δρόμους τα βήματα
ο βαθύς αυτός όρθρος.

Η Αττική άρχιζε σιγά σιγά να υφαίνει τη νέα ημέρα στα μάτια των ανθρώπων
 με τις πρώτες ενδείξεις φωτός να κάνουν την εμφάνισή τους στο γύρω τοπί
ο, ενώ την ίδια στιγμή οι άνθρωποι -πιθανώς κι ο ίδιος ο ποιητής- που περ
πατούσαν στους άδειους δρόμους της πόλης, ένιωθαν τα βήματά τους να
 πονούν∙ αίσθηση που αποδίδει το γεγονός πως δεν είχαν βρεθεί τόσο νω
ρίς στο δρόμο για κάποια ευχάριστη ενασχόληση. 

Οι άνθρωποι είτε γύριζαν 
από τη δουλειά τους είτε πήγαιναν σε αυτή, πονούσαν πάντως από την κού
ραση, και πονούσαν και ψυχικά από το βαθύ χάραμα που επικρατούσε ακόμη
 γύρω τους.


Ο στίχος βαθύς όρθρος, μας παραπέμπει στην πρωινή εκκλησιαστική λει
τουργία που τελείται κατά την ανατολή. 
Με το επίθετο βαθύς, ο ποιητής επιχει
ρεί να τονίσει πως ήταν ακόμη πολύ νωρίς το πρωί.

Άλλοτε η χαρά ήτανε πιο βαθύ ποτάμι
με κρύσταλλα μοναχικά στην επιφάνεια
μ’ ένα θεό κρυμμένο καθαρά
και δέντρα μόλις
καθρεφτισμένα.

Λίγο προτού παρουσιάσει ο ποιητής εικόνες από την πόλη που έχει πια ξυ
πνήσει, προχωρά σε μια αναδρομή στο παρελθόν για να τονίσει την ευ
τυχία που χαρακτήριζε παλαιότερες εποχές. 

Άλλοτε, σχολιάζει, η χαρά ή
ταν ένα πιο βαθύ ποτάμι, στην επιφάνεια του οποίου μπορούσε να διακρί
νει κανείς τα κρυστάλλινα διαυγή συναισθήματα της ευδαιμονίας τον αν
θρώπων∙ ένα βαθύ ποτάμι στο οποίο ήταν καθαρά κρυμμένος ένας θεός 
-υπήρχε ελπίδα, δυνατή πίστη και απαντοχή-, ενώ τα δέντρα -αυτό δηλαδή
 που θα περίμενε να δει κανείς- ήταν μόλις καθρεφτισμένα. 

Η αναφορά 
στα μόλις καθρεφτισμένα δέντρα έρχεται να τονίσει την αλληγορική διάσταση
 της αναφορά στο βαθύ ποτάμι, στον πλούσιο συναισθηματικό κόσμο των 
ανθρώπων, που δεν είχε γνωρίσει ακόμη το ψυχικό στέγνωμα των συ
νεχών διαψεύσεων, της προδοσίας, της κακίας και του συμφέροντος. Οι άν
θρωποι ήταν πιο αγνοί, νοιάζονταν ειλικρινά ο ένας για τον άλλον, κι είχαν
 μέσα τους το στήριγμα της πίστης.

Βαθύ ποτάμι της ιαχής τώρα βαδίζω
στην οδό κι οι άνθρωποι δεν έχουν λόγια
να μιλήσουν τι να πουν...

Στον αντίποδα του αλλοτινού ποταμιού της χαράς που χαρακτήριζε τη ζω
ή των ανθρώπων, τώρα κυριαρχεί το ποτάμι της ιαχής∙ το ποτάμι των 
κραυγών, που έρχονται να δηλώσουν την απόγνωση των ανθρώπων,
 αλλά και την πρόδηλη αποξένωσή τους. 

Ο ποιητής που βαδίζει στην 
πόλη -η μέρα έχει πια ξεκινήσει- ακούει αυτόν τον αδιάκοπο θόρυβο των χι
λιάδων μετακινούμενων ανθρώπων, γνωρίζοντας ωστόσο πως στην πραγ
ματικότητα κανένας από αυτούς δεν μπορεί να αρθρώσει αληθινό λόγο. Οι 
άνθρωποι δεν έχουν πια λόγια∙ οι άνθρωποι δεν έχουν πια τίποτε να πουν.


Οι πλείστες δυσκολίες της καθημερινότητας, ο ψυχικός πόνος, η μοναξιά, η 
βαθιά απογοήτευση κι η απόγνωση από τη μια, κι από την άλλη η απομά
κρυνση των ανθρώπων, η αίσθηση πως δεν θα βρουν ειλικρινές ενδιαφέρον
 ο ένας στον άλλον, τους έχουν οδηγήσει πλέον στη σιωπή.  

Κοντές ελληνίδες άτονες μητέρες καθαρίστριες
πηγαίνουν στα σιωπηλά οικήματα
με λίγη άμυνα ρουχισμού στο κρύο τόσο λίγη
δεν έχουν στα φτηνά φουστάνια τους άνθη.

Ο ποιητής επιστρέφει στις γυναίκες, μετά την αρχική αναφορά 
στους πρώτους στίχους, φανερώνοντας έτσι πως θεωρεί ως μεγαλύτερη 
δυστυχία της σύγχρονης πραγματικότητας το γεγονός πως οι γυναίκες κα
λούνται να πληρώσουν μεγάλο τίμημα. 

Ο Καρούζος πικραίνεται περισσότερο
 βλέποντας τις γυναίκες γύρω του να υποφέρουν, διότι αισθάνεται πως εί
ναι άδικο να φορτώνει η ζωή τόσα βάσανα σ’ ένα πλάσμα γεμάτο ευαισθησί
ες και αγάπη, όπως είναι η γυναίκα.


Οι πρώτες πρωινές ώρες αποκαλύπτουν πλήθος γυναικών, που βρίσκο
νται από νωρίς στους δρόμους για να διασφαλίσουν το κοπιαστικό και ψυχο
φθόρο μεροκάματό τους. 
Κοντές Ελληνίδες∙ χαρακτηρισμός που αποδί
δει τις σωματικές και συναισθηματικές κακουχίες και στερήσεις που γνώ
ρισαν στη ζωή τους, οι οποίες στάθηκαν εμπόδιο στην υγιή και άρτια ανάπτυ
ξή τους. Άτονες μητέρες∙ χαρακτηρισμός που φανερώνει την απουσία ζωντά
νιας και ενεργητικότητας, αφού οι γυναίκες αυτές είναι καταβεβλημένες από
 τις ποικίλες καθημερινές τους υποχρεώσεις, αλλά και από την ψυχική εξουθέ
νωση.


Οι κουρασμένες αυτές μητέρες δουλεύουν ως καθαρίστριες σε σιωπηλά οική
ματα -σιωπηλά μιας και εκείνες ξεκινούν τη δουλειά τους τόσο νωρίς το 
πρωί, ώστε δεν έχουν πάει ακόμη σ’ αυτά οι υπόλοιποι εργαζόμενοι. 

Κι είναι
 τα πράγματα ακόμη πιο δύσκολα για εκείνες, διότι αναγκάζονται να δουλεύ
ουν φορώντας φτηνά και ελαφρά ρούχα, τα οποία δεν τις προστατεύουν 
επαρκώς από το κρύο. Ρούχα, μάλιστα, τα οποία δεν έχουν πάνω τους άνθη
 κοσμητικά∙ δεν υπάρχει, δηλαδή, καμία αίσθηση ευδαιμονίας στη ζωή
 τους. Είναι, άλλωστε, αναγκασμένες να κάνουν μια πολύ σκληρή δουλειά 
μέσα στο κρύο, χωρίς καν την παρηγοριά μιας ζεστής ενδυμασίας.  

Κι άλλες γυναίκες μάταια προσμένουν
έρωτα θάνατο χαρτονόμισμα
είναι αργά η νύχτα στάθηκε σκληρή...

Ο ποιητής καταγράφει, ωστόσο, μια πτυχή της σύγχρονης πραγματικότη
τας που φανερώνει την ακόμη σκληρότερη μοίρα που αντιμετωπίζουν ορισμέ
νες γυναίκες. Πρόκειται για εκείνες τις γυναίκες που προκειμένου να βγά
λουν χρήματα επιδίδονται στον αγοραίο έρωτα, ξεπουλώντας το σώμα 
και την ψυχή τους για να διασφαλίσουν μια άθλια επιβίωση.


Οι γυναίκες αυτές που εξαθλιώνονται σωματικά, ψυχικά και ηθικά, 
περνούν τη νύχτα τους προσμένοντας εκείνον που θα τους προσφέρει χρήμα
τα∙ εκείνον που θα τους προσφέρει ένα ελάχιστο οικονομικό αντάλλαγμα, ώ
στε να βιώσουν μαζί του ένα είδος νεκρού έρωτα. 

Η ερωτική επαφή αυτού του
 είδους δεν συνιστά μια πλήρη ή έστω μια ικανοποιητική βίωση του έρωτα, 
αφού επί της ουσίας κι οι δύο γνωρίζουν πως δεν υπάρχει καμία συναισθη
ματική συμμετοχή∙ μόνο μια κενή σωματική εκτόνωση. Πρόκειται για μια
 μορφή θανάτωσης του έρωτα και της ηθικής υπόστασης των ατόμων.


Πολλές φορές οι γυναίκες αυτές περιμένουν μάταια την εμφάνιση του 
πρόθυμου πελάτη και το ξημέρωμα τις βρίσκει εξαντλημένες από την άγονη
 αναμονή. Τέτοια υπήρξε κι η νύχτα που πέρασε∙ νύχτα σκληρή για τις γυναί
κες του αγοραίου έρωτα, που δεν κατόρθωσαν να κερδίσουν έστω και τα 
ελάχιστα χρήματα για τα αναγκαία της επόμενης μέρας.

Δίνω το χαρτονόμισμα και χάνομαι
φεύγω μακριά μη μου φωνάζεις
η ερημιά μου είναι άσπρη βρομερή.

Ο ποιητής, αν και γνωρίζει πως συναινεί σε μια ανήθικη συναλλαγή, υποκύ
πτει στις ορμές του και δίνει το απαραίτητο αντίτιμο σε μία απ’ αυτές τις γυ
ναίκες, προκειμένου να έρθει σ’ επαφή μαζί της. 

Η πράξη αυτή, που δεν τον 
τιμά και δεν βρίσκεται σε αντιστοίχηση με το σεβασμό που έχει για το γυναι
κείο φύλο, φανερώνει το νεαρό της ηλικίας του. Ο ποιητής επιτρέπει 
στη βαθιά μοναξιά που αισθάνεται να τον παρασύρει, έστω κι αν αντιλαμβά
νεται πως πρόκειται για μια «βρομερή» πράξη που στερείται κάθε ουσιαστι
κού συναισθήματος. Κι αυτό ακριβώς υποδηλώνει όταν αποκαλεί την ερημιά 
του «άσπρη».

 Το χρώμα εδώ δεν δηλώνει την αγνότητα, αλλά την απουσία 
κάθε συναισθηματικής ή άλλης ψυχικής έντασης. Πρόκειται για μια πράξη 
χωρίς ψυχικό αντίκρισμα∙ μια πράξη κενή συναισθηματικού περιεχομένου.


Ο ποιητής, όπως σχολιάζει, φεύγει μακριά∙ φεύγει για λίγο από τη γύ
ρω του πραγματικότητα, έχοντας υποκύψει στο κάλεσμα του σώματος
 που ζητά την ερωτική εκτόνωση. Το αίτημά του «μη μου φωνάζεις» θα 
μπορούσε να απευθύνεται ακόμη και στη συνείδησή του, που αγρυ
πνά και είναι έτοιμη να στηλιτεύσει τον ηθικό αυτό ξεπεσμό. 

Ένας ατελής
 εσωτερικός μονόλογος που υποδηλώνει πως ο νεαρός ποιητής έχει
 συναίσθηση πως ό,τι ετοιμάζεται να κάνει δεν συνάδει με τις αρχές και τις 
αξίες του.

Κι άλλες γυναίκες πλένουν
τις θύρες όπου θάμπει ο διάβολος
λίαν πρωί στη δούλεψη του σκύβουν.

Η τελευταία αναφορά στις γυναίκες παρουσιάζει μια εικόνα που σχετίζεται 
άμεσα με την έννοια της ηθικής αμαρτίας∙ εικόνα αμφίσημη που επιτρέπει 
διττή ανάγνωση, υπό την έννοια πως μπορεί αφενός να συσχετιστεί με τις
 γυναίκες του αγοραίου έρωτα, και άρα να εκληφθεί ως αναφορά στις γυναί
κες που βρίσκονται στους οίκους ανοχής και καθαρίζουν το χώρο περι
μένοντας να μπουν στη δούλεψη του διαβόλου από νωρίς το πρωί ή α
φετέρου να εκληφθεί ως γενικότερη υποδήλωση της ηθικής παρακμής, και
 ειδικότερα εκείνων των ανθρώπων που εκμεταλλεύονται δίχως καμία
 ενοχή τους φτωχούς εργαζόμενους προκειμένου οι ίδιοι να πλουτίζουν υ
πέρμετρα. 

Ο διάβολος υπ’ αυτή την οπτική θα μπορούσε να είναι ο ερ
γοδότης δυνάστης, που επιχειρεί με κάθε τρόπο να εκμεταλλευτεί εκείνους
 που εργάζονται γι’ αυτόν.

Η κόλαση λοιπόν είν’ η πατρίδα μας
αμάρτημα υψώνεται
ο μαύρος καπνός των εργοστασίων
ψηλά στο ξημέρωμα.

Έχοντας περιηγηθεί ο ποιητής στους δρόμους της Αθήνας οδηγείται στην 
εύλογη διαπίστωση πως η κόλαση τελικά είναι η ίδια η πατρίδα μας∙ η πατρί
δα που αποδέχεται όλη αυτή τη φτώχεια, τη μιζέρια, την ανεργία, το ξεπού
λημα των γυναικών, τον καθημερινό μόχθο για ένα ελάχιστο οικονομικό 
όφελος, και κάθε άλλη κατάσταση που οδηγεί σε περαιτέρω εξαθλίωση τους 
απλούς ανθρώπους.


Σύμβολο της εξαθλίωσης αυτής ο μαύρος καπνός των εργοστασίων που 
συνδέεται με τη συνεχή εκμετάλλευση των εργατών. Ο καπνός αυτός
 που υψώνεται ψηλά, συμβολίζει το σαφή διαχωρισμό των πολιτών σε έχο
ντες, σ’ εκείνους δηλαδή που τους ανήκουν τα εργοστάσια και τα κέρ
δη, και σ’ εκείνους που εργάζονται σκληρά σε αυτά για έναν πενιχρό μισθό.


Κι όμως άλλοτε η χαρά ήτανε το ποτάμι
Όχι εδώ στη ρημαγμένη γη μα στους ουράνιους
κόσμους εκεί με τη μονάχη μου ψυχή.

Ο ποιητής πληγώνεται από τις εικόνες εξαθλίωσης που αντικρίζει στην πό
λη του και σκέφτεται πως παλαιότερα η χαρά ήτανε ένα ποτάμι που 
διέτρεχε τον κόσμο και καθιστούσε τη ζωή πηγή ευδαιμονίας και απόλαυσης.
 

Μια έντονη αντίθεση σε σχέση με τη γύρω του πραγματικότητα, η οποία 
γεννά εύλογα την απορία του αναγνώστη σχετικά με το πότε υπήρξε μια πε
ρίοδος τόσο προφανούς ευτυχίας σ’ αυτή τη χώρα.


Η διευκρίνιση του ποιητή, που σπεύδει να τονίσει πως αυτό δε συνέβη σ’ 
αυτή τη ρημαγμένη γη, προσδίδει στο ποίημα με απρόσμενη διάσταση. 


Η αλλοτινή ευτυχία που μνημονεύει ο ποιητής δε βιώθηκε στη γη, μα 
στους ουράνιους κόσμους, όπου η ψυχή του, η μονάχη ψυχή του είχε την 
ευκαιρία να γνωρίσει την άδολη χαρά.


Σαφής εδώ η διακειμενική σύνδεση με τον πλατωνικό κόσμο των Ιδεών, 
και τη δυνατότητα που παρέχεται στην ψυχή, ενώ βρίσκεται ακόμη σε
 προσωματικό στάδιο, να αντικρίσει την ύπαρξη ιδεατών εκδοχών κά
θε στοιχείου της γήινης πραγματικότητας. Έτσι, η αλλοτινή χαρά ταυτίζεται
 μ’ έναν απρόσιτο κόσμο, που δεν μπορεί να βρει την πραγμάτωσή του στη 
ρημαγμένη γη.


Πιθανή, ωστόσο, παραμένει και η θρησκευτική προσέγγιση των στίχων αυ
τών, που καθιστούν την ύπαρξη ενός παραδείσου ως θεμιτή προσδο
κία για μια μελλοντική ανταμοιβή όλων εκείνων των ανθρώπων που έ
χουν βιώσει κάθε πιθανή δυστυχία στο πλαίσιο της επίγειας ζωής τους. 

Σε κά
θε περίπτωση, πάντως, είναι εμφανέστατη η απογοήτευση του ποιητή από 
την κοινωνία της εποχής του και από το μέγεθος της δυστυχίας στη ζωή των
 συνανθρώπων του.

Νίκος Καρούζος, Γραμματική της αγωνίας όταν τα φωνήεντα πλεονάζουν την αθώα πραγματικότητα υπονομεύονταςπέτρες, εννιά μίλια ρήγμα η διάψευση στον κρόταφο!

Ένας ανάγλυφος και ανοξείδωτος στίχος: εδώ και η χημική πανοπλία των όντων, εδώ και ο κατάστικτος από νεογνά φιλήματα στίχος τριγύρω στο μυαλό μεσολαβώντας άνεμος ή τίποτα. Το ζήτημα είναι να μην κάνουν ίσκιο οι λέξεις του!

Σύμφωνα με τις σύγχρονες θεωρίες του Λόγου «η Ποίηση δεν γίνεται με ιδέες αλλά με λέξεις» γι’ αυτό ίσως ποτέ δεν θα μάθουμε τι είναι στ’ αλήθεια τα Ποιήματα (φενάκη, φρεναπάτη; ταραχώδη κύματα; είναι εκδορές, απλά γδαρσίματα;):πολλοί «τα βαλσαμώνουν ως μηνύματα», ο Νίκος Καρούζος τα λέει «ενθύμια φρίκης».Για του λόγου το αληθές…


 

Σχεδίασμα για σύγχρονο ευχέλαιο  (από τη συλλογή ΑΝΑΜΝΗΣΤΙΚΗ ΛΗΘΗ 1982)


Πρέπει να υψώσω ψελλίζοντας  ένα όραμα, ύστερα να κάνω έναν περίπατο στα βιβλία και ν’ αδράξω από το παμπάλαιο ράφι τη ξεχασμένη «Μυστική Νεκρονομία». Πρέπει να λησμονήσω ολότελα τα φωνασκούντα σοσιαλιστικά στόματα με τα άγρια αστικά στομάχια. Τελεταία ίσως φράση μου σ’ αυτό το σκοτεινό πρελούδιο: Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΠΡΟΒΑΡΕΙ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ ΣΤΗΝ ΟΡΑΤΗ ΑΠΟΤΕΦΡΩΣΗ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΣΠΙΝΘΗΡΩΝ. Ένα τηλεφώνημα στον μάνα μου, σα λυχναράκι στα νοτισμένα Μυστήρια της Απτότητας.

Αγάπη αγάπη


οντολογικό ικρίωμα.


Ύστερα βέβαια, η τελείων νυχτερινή διατύπωση:


Γραμματική της αγωνίας


όταν τα φωνήεντα πλεονάζουν


την αθώα πραγματικότητα υπονομεύοντας.


μα όμως γιατί περιζώνουμε το ασυνήθες;

Σ’ αυτό το σημείο θα βάλω τη φωνοληψία


Ωμέγα της Αρχαιότερης Βιολογικής Εαροκρατίας


κι αμέσως ύστερα θα μιλήσει ολομόναχος ο κύκλος

Το ζώο βασιλεύει στην όσφρηση


-        ραγιάδες, ραγιάδες –


τη γεύση την αφή,


το πνεύμα ζητιανεύει στην όραση


-        ραγιάδες, ραγιάδες


και μας κλαδεύει την ακοή.
Τέλος και τα μαλλιά σου πρέπει ναν τα κάνεις σκέψη: μονόλογος του θανάτου, τα κάπως αναμμένα κίτρινα, δίχως όμως οξείες θανάσιμες και βαρείες. Ένας ανάγλυφος και ανοξείδωτος μονόλογος. Εδώ και η χημική πανοπλία των όντων, εδώ και ο κατάστικτος από νεογνά φιλήματα στίχος

χιλιάδες  τα βλογήματα τριγύρω στο μυαλό σου


μεσολαβώντας άνεμος


ή τίποτα


ή τίποτα


και τέλος η μεγάλη βυσσινιά καμπύλη του λεγόμενου φωτός:


ο ήλιος απάνω στα υγρά φυλλώματα


την έχει κατακάψει τη φιλοσοφία.


Πιλότος της ψυχής ο θάνατος. Η ζωή είναι ωραία το βράδυ.


Καλή ανάσταση

Ξεθωριασμένο χειρόγραφο  (από τη συλλογή ΑΝΑΜΝΗΣΤΙΚΗ ΛΗΘΗ 1982)



Σας έλεγα: γιατρός κι ετοιμοθάνατος το ίδιο πεθαμένοι


σας έλεγα: γιατρός κι ετοιμοθάνατος ανάμιχτοι


στην άνθηση του λάκκου σαν αμφίβλαστοι


τα χείλη τους απόχρονα λιθώματα μια μέρα


στον ίδιο πικροπίδακα στο ίδιο ρήμα.


Ιθαγενής είναι ο θάνατος


απ’ έω δεν υπάρχει χάρος


ιθαγενής είναι ο θεός δεν είναι αλλόχθονας


κι αυτό σημαίνει πως ο κόσμος πρυτανεύει.


Το ζήτημα είναι να μην κάνεις ίσκιο


κι αγάπηση φριχτή στην ορατότητα


Ο άκλαυτος μαρκήσιος DeSade (από τη συλλογή ΑΝΑΜΝΗΣΤΙΚΗ ΛΗΘΗ 1982)

Ας μιλήσει τώρα στην εύκρατη σιγή της ερημίας

ο άπλυτος ετούτος ουρανός ο καλαμοκάνης.


Όχι πυκνό το ποίημα σήμερα


να μην αφήσουμε τη λεκτική


ψαχνίδα ναν το κυριέψει.


Δεν ήτανε σα γαλανή φλογίτσα του καημού και μονοχάκης


ήτανε καύχος μ’ ένα στήθος από κουρελιάρικα έντομα.


Κι είχε θα λέγαμε γοερά στα χέρια του την ηλάγρα


για να βγάλει το καρφί του θανάτου:


τον είχε πάρει μονοσκοίνι τον έρωτα


γυρεύοντας αδιάκοπα να καρφώνει


την ηδονή στα δροσομέλανα βάθια.


Ένα εγώ έχω το όμορφο: που δεν αποφεύγω τη θανή μου.


Σ’ αυτά τα λόγια ο ανέθρεψε το άπειρο


μ’ αυτά τα λόγια σαν αμέτρητα πεσμένα φύλλα


τον τάφο του τον έκανε αόρατο στον κόσμο


 [επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Νίκου Καρούζου, κάτι σαν ΔΟΚΙΜΕΣ ΝΑΡΚΗΣ ΤΟΥ ΑΛΓΟΥΣ, που, «εν Φαντασία και Λόγω», «κάμνουνε για λίγο να μη νοιώθεται η πληγή απ’ το φρικτό μαχαίρι…» του χρόνου… «Διερώτηση για να μην κάθομαι άεργος; ή   «Δουλειά δεν είχε ο διάβολος…]