Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα : ο βίος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα : ο βίος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 20 Φεβρουαρίου 2022

Ντίνος Χριστιανόπουλος : ο βίος ,το έργο του :ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ -Γ. Π. -

 



https://www.youtube.com/watch?v=PFPkhIdamFU

Στα Άκρα - Ντίνος Χριστιανόπουλος (Α' Μέρος)


Στα Άκρα - Ντίνος Χριστιανόπουλος (Β' Μέρος)

Νυχτερινός Επισκέπτης - Ντίνος Χριστιανόπουλος


Ντίνος Χριστιανόπουλος: Η ζωή μου και τα γραφτά μου

Συνέντευξη του Ντίνου Χριστιανόπουλου στην Πάολα / Παράξενο, πού βρίσκει το κουράγιο κι ανθίζει.




Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος στους Πρωταγωνιστές (01/09/2009)






Ντίνος Χριστιανόπουλος




Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος Διαβάζει Χριστιανόπουλο


http://ikee.lib.auth.gr/record/128905/files/GRI-2012-8380.pdf
<<ΠΑΘΟΣ ΚΑΙ ΗΘΟΣ ΣΤΟΝ ΝΤΙΝΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟ >>

Ντίνος Χριστιανόπουλος Μονόγραμμα. Ντίνος Χριστιανόπουλος (βίντεο) [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ] Αναγνώσεις ποιημάτων του Ντίνου Χριστιανόπουλου [πηγή: Ίδρυμα «Τάκης Σινόπουλος» – Σπουδαστήριο Νεοελληνικής Ποίησης]

εικόνα




Φιλολογικό ψευδώνυμο του Κωνσταντίνου Δημητριάδη. 

Γεννήθηκε το 1931 στη Θεσσαλονίκη

Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και 

εργάστηκε ως βιβλιοθηκάριος στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης. 


Ιδρυτής και διευθυντής του λογοτεχνικού περιοδικού Διαγώνιος.


Έργα:


 Ποίηση: 


Εποχή των ισχνών αγελάδων (1950), Ποιήματα 1950-1955 (1957), Ανυπεράσπιστος καημός (1960), Ποιήματα 1949-1960 (1962), Το κορμί και το σαράκι (1964), Ποιήματα 1949-1964 (1967), Προάστεια (1969), Ποιήματα 1949-1970 (1974), Μικρά ποιήματα (1975), Μικρά ποιήματα 1960-1978 (1979), Ιστορίες του γλυκού νερού (1980), Το αιώνιο παράπονο (1981), Νέα ποιήματα, 1977-1981Νεκρή πιάτσα (1984), Ποιήματα (συγκεντρ. έκδοση) (1984), Ποιήματα (συγκεντρ. έκδοση) (1998). 


Πεζά:


 Ιστορική και αισθητική διαμόρφωση του ρεμπέτικου τραγουδιού (1961), Έκθεσις βιβλίων περί Θεσσαλονίκης (1962), Η κάτω βόλτα (1963). Δοκίμια, σειρά πρώτη (1965), Στρατής Δούκας (1969), Τα γλυπτά της Νεότερης Θεσσαλονίκης (1969), Στιχάκια του στρατού (1973), Τα πρώτα λογοτεχνικά περιοδικά της Θεσσαλονίκης 1921-1924 (1975), 


Οι μεταφράσεις 


του «Ύμνου εις την Ελευθερίαν» του Σολωμού (1978), 

Λογοτεχνικά περιοδικά που τυπώθηκαν στη Θεσσαλονίκη1850-1980 (1980), 

Ρεμπέτες του ντουνιά (1986), 

Η ποίηση στη Θεσσαλονίκη από το 1913 έως το 1940 (1986),

 Με τέχνη και με πάθος (1988), Συμπληρώνοντας τα κενά (1988) κ.ά.


https://www.youtube.com/watch?v=8BZP69Vzo7g

"Η Θάλασσα" Ντίνος Χριστιανόπουλος

Ντῖνος Χριστιανόπουλος - Ποιήματα

Ντῖνος Χριστιανόπουλος (γεν. 1931): ψευδώνυμο τοῦ Κωνσταντίνου Δημητριάδη.
Ποιητής, πεζογράφος, φιλόλογος καὶ κριτικὸς ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη.



ΕΝΟΤΗΤΑ 9: Η λογοτεχνική παραγωγή στην Ελλάδα μέχρι το τέλος του 20ού αιώνα

Α. Η ποίηση

Οι νέοι ποιητές αισθάνονται πικραμένοι και προδομένοι και αυτό εκφράζεται στην ποίησή τους. Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος (Θεσσαλονίκη, 1931), φιλόλογος και υπεύθυνος του περιοδικού Διαγώνιος (που ιδρύθηκε το 1958 και υπήρξε φυτώριο για πολλούς ποιητές και πεζογράφους της εποχής), έγραψε ποίηση έντονα εξομολογητική, η οποία όμως δεν αποφεύγει να ασκεί κοινωνική κριτική.

Ἐπικίνδυνη Μοναξιά

Ὅταν τὶς νύχτες τριγυρνῶ στὴ μοναξιά μου,
ψάχνω μέσ᾿ σὲ χιλιάδες πρόσωπα νὰ βρῶ
ἐκεῖνο τὸ τρεμούλιασμα στὴν ἄκρη τοῦ ματιοῦ σου.

Ἂν ἔστω κι ἕνας μόνο ἀπηχοῦσε
κάτι ἀπ᾿ τὴ δική σου ὀμορφιά,
θὰ τοῦ ῾λεγα: -«Λοιπόν, τί περιμένεις;
μὲ τὰ καρφιὰ τῶν παπουτσιῶν σου κάρφωσέ με
».

καὶ δὲ θὰ καρτεροῦσα πιὰ γλυκὸ φιλὶ
οὔτε μία τρυφερὴ περίπτυξη.

Ἀναστολή

Ὅ,τι ὀνειρεύτηκα τόσα καὶ τόσα βράδια,
ὅ,τι πεθύμησα μὲ τόση ἀλλοφροσύνη,
ὅ,τι σχεδίασα μὲ τόσο πυρετό,
μόλις σὲ δῶ, γλυκιά μου ἐξουθένωση,
στὰ μάτια καὶ τὰ χείλη τὸ ἀναστέλλω,
γιὰ μία στιγμὴ πιὸ ἀπελπισμένη τὸ ἀναβάλλω,
γιατί μονάχα ὅταν τὰ χέρια μου σὲ χάνουν,
ἡ πονεμένη φαντασία μου σὲ κερδίζει.

(ἀπὸ τὴ Συλλογή: «Ξένα Γόνατα»)

Ἐκεῖνοι ποὺ μᾶς παίδεψαν

Ἐκεῖνοι ποὺ μᾶς παίδεψαν βαραίνουν μέσα μας πιὸ πολύ,
ὅμως ἡ δική σου τρυφερότητα πόσο καιρὸ ἀκόμα θὰ βαστάξει;
Ὅ,τι μᾶς γλύκανε, τὸ ξέπλυνε ὁ χρόνος κι ἡ συναλλαγή,
ἐκεῖνοι ποὺ μᾶς χαμογέλασαν βουλιάξαν σὲ βαθιὰ πηγάδια
καὶ μείναν μόνο κεῖνοι ποὺ μᾶς πλήγωσαν,
ἐκεῖνοι ποὺ ἀρνήθηκαν νὰ τοὺς ὑποταχτοῦμε.
Ἐκεῖνοι ποὺ μᾶς παίδεψαν βαραίνουν πιὸ πολύ...

(1955)

Ἑνὸς λεπτοῦ σιγή

Ἐσεῖς ποὺ βρήκατε τὸν ἄνθρωπά σας
κι ἔχετε ἕνα χέρι νὰ σᾶς σφίγγει τρυφερά,
ἕναν ὦμο ν᾿ ἀκουμπᾶτε τὴν πίκρα σας,
ἕνα κορμὶ νὰ ὑπερασπίζει τὴν ἔξαψή σας,

κοκκινίσατε ἄραγε γιὰ τὴν τόση εὐτυχία σας,
ἔστω καὶ μία φορά;
Εἴπατε νὰ κρατήσετε ἑνὸς λεπτοῦ σιγή
γιὰ τοὺς ἀπεγνωσμένους;

(ἀπὸ τὴ Συλλογή: «Ἀνυπεράσπιστος Καημός»)

Τὸ Δάσος

Δὲν ξεριζώνονται οἱ νύχτες ἀπὸ μέσα μας,
βλασταίνουν φύλλα καὶ κλαδιὰ
κι ἔρχονται τὰ πουλιὰ τοῦ ἔρωτα καὶ κελαηδοῦνε.

Δὲν ξεριζώνονται οἱ νύχτες ἀπὸ μέσα μας,
οἱ σπόροι τους φυτρώνουν δάσος σκοτεινό,
στὶς λόχμες του ὁ φόβος ἐνεδρεύει.

Ζῷα μικρὰ καὶ ζῷα ἄγρια τὸ κατοικοῦν,
ὄχεντρες ἕρπουν καὶ ρημάζουν τὶς φωλιές μας,
λιοντάρια ἑτοιμάζονται νὰ μᾶς ξεσκίσουν.

Δὲν ξεριζώνονται οἱ νύχτες ἀπὸ μέσα μας,
ἔγιναν δάσος σκοτεινὸ καὶ μᾶς πλακώνουν.

(ἀπὸ τὴ Συλλογή: «Ὁ Ἀλλήθωρος»)

Ὁ Φωτογράφος

Σ᾿ αὐτὴν ἐδῶ τὴ γειτονιὰ
σ᾿ αὐτὰ ἐδῶ τὰ μερὴ
ὁ φωτογράφος θά ῾πρεπε
νὰ ἤτανε ξεφτέρι
νά ῾ταν τεχνίτης, μερακλὴς
κι ἀπ᾿ ὀμορφιὰ νὰ ξέρει.

Σ᾿ αὐτὴν ἐδῶ τὴ γειτονιὰ
ἂς ἤμουν φωτογράφος
νὰ ὑπηρετῶ τὴν ὀμορφιὰ
μὲ τέχνη καὶ μὲ πάθος.

Νά ῾ρχοντ᾿ ὀμορφοκόριτσα
καὶ λαϊκὲς παρέες
νὰ παίρνουν πόζες ὄμορφες
καμαρωτὲς κι ὡραῖες
γιὰ εἰκοσιτετράωρες
καὶ ἑβδομαδιαῖες.

 

ΤΙ ΝΑ ΤΑ ΚΑΝΩ ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΣΑΣ

Τί νὰ τὰ κάνω τὰ τραγούδια σας
ποτὲ δὲ λένε τὴν ἀλήθεια
ὁ κόσμος ὑποφέρει καὶ πονᾷ
κι ἐσεῖς τὰ ἴδια παραμύθια

Τί νὰ τὰ κάνω τὰ τραγούδια σας
εἶναι πολὺ ζαχαρωμένα
ταιριάζουν σὲ σοκολατόπαιδα
μὰ δὲ ταιριάζουνε γιὰ μένα

 

Ποιήματα
ἔκδ. Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη, 1992

ΙΘΑΚΗ

Δὲν ξέρω ἂν ἔφυγα ἀπὸ συνέπεια
ἢ ἀπὸ ἀνάγκη νὰ ξεφύγω τὸν ἑαυτό μου,
τὴ στενὴ καὶ μικρόχαρη Ἰθάκη
μὲ τὰ χριστιανικά της σωματεῖα
καὶ τὴν ἀσφυχτική της ἠθική.
Πάντως, δὲν ἦταν λύση, ἦταν ἡμίμετρο.
Κι ἀπὸ τότε κυλιέμαι ἀπὸ δρόμο σὲ δρόμο
ἀποχτώντας πληγὲς κι ἐμπειρίες.
Οἱ φίλοι ποὺ ἀγάπησα ἔχουνε πιὰ χαθεῖ
κι ἔμεινα μόνος τρέμοντας μήπως μὲ δεῖ κανένας
ποὺ κάποτε τοῦ μίλησα γιὰ ἰδανικά…
Τώρα ἐπιστρέφω μὲ μίαν ὕποπτη προσπάθεια
νὰ φανῶ ἄψογος, ἀκέραιος, ἐπιστρέφω
κι εἶμαι, Θεέ μου, σὰν τὸν ἄσωτο ποὺ ἀφήνει
τὴν ἀλητεία, πικραμένος, καὶ γυρνάει
στὸν πατέρα τὸν καλόκαρδο, νὰ ζήσει
στοὺς κόλπους του μίαν ἀσωτία ἰδιωτική.
Τὸν Ποσειδῶνα μέσα μου τὸν φέρνω,
ποὺ μὲ κρατάει πάντα μακριά.
Μὰ κι ἂν ἀκόμα δυνηθῶ νὰ προσεγγίσω,
τάχα ἡ Ἰθάκη θὰ μοῦ βρεῖ τὴ λύση;


ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ

Σπασμένες μέσα μου εἰκόνες ἀνταπόκρισης,
ρήμαγμα μέσα σὲ ξένες ἀγκαλιές,
ἀπελπισμένο κρέμασμα ἀπὸ λαγόνια ξένα.
Πέσιμο ἐκεῖ ποὺ μοναχὰ ἡ μοναξιὰ ὁδηγεῖ:
νὰ ὑποτάξω ἀκόμη καὶ τὸ πνεῦμα μου,
νὰ τὸ προσφέρω σὰν τὴν ἔσχατη ὑποταγή.

(1953)

 

ΒΡΟΧΟΣ

Τώρα ποὺ σ᾿ ἔχω διαγράψει ἀπ᾿ τὴν καρδιά μου,
ξαναγυρνᾷς ὅλο καὶ πιὸ πολὺ ἐπίμονα,
ὅλο καὶ πιὸ πολὺ τυραννικά.
Δὲν ἔχουν ἔλεος τὰ μάτια σου γιὰ μένα,
δὲν ἔχουν τρυφερότητα τὰ λόγια σου,
τὰ δάχτυλά σου ἔγιναν τώρα πιὸ σκληρά,
ἔγιναν πιὸ κατάλληλα γιὰ τὸ λαιμό μου.

 

ΕΡΩΤΑΣ

Νὰ σοῦ γλείψω τὰ χέρια, νὰ σοῦ γλείψω τὰ πόδια –
ἡ ἀγάπη κερδίζεται μὲ τὴν ὑποταγή.
Δὲν ξέρω πῶς ἀντιλαμβάνεσαι ἐσὺ τὸν ἔρωτα.
Δὲν εἶναι μόνο μούσκεμα χειλιῶν,
φυτέματα ἀγκαλιασμάτων στὶς μασχάλες,
συσκότιση παραπόνου,
παρηγοριὰ σπασμῶν.
Εἶναι προπάντων ἐπαλήθευση τῆς μοναξιᾶς μας,
ὅταν ἐπιχειροῦμε νὰ κουρνιάσουμε σὲ δυσκολοκατάχτητο κορμί.

 

ΜΕ ΚΑΤΑΝΥΞΗ

Ἔλα νὰ ἀνταλλάξουμε κορμὶ καὶ μοναξιά.
Νὰ σοῦ δώσω ἀπόγνωση, νὰ μὴν εἶσαι ζῷο,
νὰ μοῦ δώσεις δύναμη, νὰ μὴν εἶμαι ράκος.
Νὰ σοῦ δώσω συντριβή, νὰ μὴν εἶσαι μοῦτρο,
νὰ μοῦ δώσεις χόβολη, νὰ μὴν ξεπαγιάσω.
Κι ὕστερα νὰ πέσω μὲ κατάνυξη στὰ πόδια σου,
γιὰ νὰ μάθεις πιὰ νὰ μὴν κλωτσᾶς.

ΟΤΑΝ ΣΕ ΠΕΡΙΜΕΝΩ

Ὅταν σὲ περιμένω καὶ δὲν ἔρχεσαι,
ὁ νοῦς μου πάει στοὺς τσαλακωμένους,
σ᾿ αὐτοὺς ποὺ ὧρες στέκονται σὲ μία οὐρά,
ἔξω ἀπὸ μία πόρτα ἢ μπροστὰ σ᾿ ἕναν ὑπάλληλο,
κι ἐκλιπαροῦν μὲ μία αἴτηση στὸ χέρι
γιὰ μία ὑπογραφή, γιὰ μία ψευτοσύνταξη.
Ὅταν σὲ περιμένω καὶ δὲν ἔρχεσαι,
γίνομαι ἕνα με τοὺς τσαλακωμένους.

ΤΕΛΟΣ

Τώρα ποὺ βρῆκα πιὰ μίαν ἀγκαλιά,
καλύτερη κι ἀπ᾿ ὅ,τι λαχταροῦσα,
τώρα ποὺ μοῦ ῾ρθαν ὅλα ὅπως τὰ ῾θελα
κι ἀρχίζω νὰ βολεύομαι μὲς στὴν κρυφὴ χαρά μου,
νιώθω πὼς κάτι μέσα μου σαπίζει.

ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΠΩ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ

Ἐγκαταλείπω τὴν ποίηση δὲ θὰ πεῖ προδοσία,
δὲ θὰ πεῖ ἀνοίγω ἕνα παράθυρο γιὰ τὴ συναλλαγή.
Τέλειωσαν πιὰ τὰ πρελούδια, ἦρθε ἡ ὥρα τοῦ κατακλυσμοῦ.
Ὅσοι δὲν εἶναι ἀρκετὰ κολασμένοι πρέπει ἐπιτέλους νὰ σωπάσουν,
νὰ δοῦν μὲ τί καινούριους τρόπους μποροῦν νὰ ἀπαυδήσουν τὴ ζωή.
Ἐγκαταλείπω τὴν ποίηση δὲ θὰ πεῖ προδοσία.
Νὰ μὴ μὲ κατηγορήσουν γιὰ εὐκολία, πὼς δὲν ἔσκαψα βαθιά,
πὼς δὲ βύθισα τὸ μαχαίρι στὰ πιὸ γυμνά μου κόκαλα.
ὅμως εἶμαι ἄνθρωπος κι ἐγώ, ἐπιτέλους κουράστηκα, πῶς τὸ λένε,
κούραση πιὸ τρομαχτικὴ ἀπὸ τὴν ποίηση ὑπάρχει;
Ἐγκαταλείπω τὴν ποίηση δὲ θὰ πεῖ προδοσία.
Βρίσκει κανεὶς τόσους τρόπους νὰ ἐπιμεληθεῖ τὴν καταστροφή του.

(1956)

Η ΘΑΛΑΣΣΑ

Ἡ θάλασσα εἶναι σὰν τὸν ἔρωτα:
μπαίνεις καὶ δὲν ξέρεις ἂν θὰ βγεῖς.
Πόσοι δὲν ἔφαγαν τὰ νιάτα τους –
μοιραῖες βουτιές, θανατερὲς καταδύσεις,
γράμπες, πηγάδια, βράχια ἀθέατα,
ρουφῆχτρες, καρχαρίες, μέδουσες.
Ἀλίμονο ἂν κόψουμε τὰ μπάνια
Μόνο καὶ μόνο γιατί πνίγηκαν πεντέξι.
Ἀλίμονο ἂν προδώσουμε τὴ θάλασσα
Γιατὶ ἔχει τρόπους νὰ μᾶς καταπίνει.
Ἡ θάλασσα εἶναι σὰν τὸν ἔρωτα:
χίλιοι τὴ χαίρονται – ἕνας τὴν πληρώνει.

(1962)

 

ΜΙΚΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Τὸ Κορμὶ καὶ τὸ Σαράκι

μπατιρημένο κουρεῖο
Σάββατο βράδυ
χωρὶς δουλειὰ
μπατιρημένο κορμὶ
Σάββατο βράδυ
χωρὶς ἔρωτα

τὸ φιλὶ
ἑνώνει πιὸ πολὺ
ἀπ᾿ τὸ κορμὶ
γι᾿ αὐτὸ τὸ ἀποφεύγουν
οἱ πιὸ πολλοὶ

τὸ γατί μου
δὲ χορταίνει μόνο μὲ χάδια
θέλει καὶ φαΐ
τὸ κορμί μου
δὲ χορταίνει μόνο μὲ φαΐ
θέλει καὶ χάδια

ἀπ᾿ ὅλα τὰ ἀφηρημένα οὐσιαστικὰ
πειράζει νὰ ἐξαιρέσουμε τὴ μοναξιά;

ἀφαίρεσε τὴ νύχτα ἀπ᾿ τὰ μάτια σου –
πῶς νὰ παλέψω μόνος με τοὺς δυό σας;

ἡ νύχτα εἶναι παγερὴ
καὶ μ᾿ ἔχεις στήσει
μὲ γέλασες
μὲ γέρασες

μὴν καταργεῖτε τὴν ὑπογεγραμμένη
ἰδίως κάτω ἀπὸ τὸ ὠμέγα
εἶναι κρῖμα νὰ ἐκλείψει
ἡ πιὸ μικρὴ ἀσέλγεια
τοῦ ἀλφαβήτου μας

κάθε φορὰ ποὺ νομίζω πὼς σ᾿ ἔχω στὸ χέρι
βλέπω πόσο ὁ ἔρωτας εἶναι ἀχειροποίητος

ἔλαιον θέλω καὶ οὐ θυσίαν
κι ἐμεῖς ποὺ θυσιαστήκαμε;
κι ἐμεῖς ποὺ δὲ λαδώσαμε;

ἔχτισα τὸν παράδεισό μου
μὲ τὰ ὑλικὰ τῆς κόλασής σου

θυσίασα τὸν ὕπνο μου κυρία
γιὰ νὰ διαβάσω τὰ ποιήματά σας
κι ἐκεῖνα μ᾿ ἀποκοίμησαν

Θανάση γιατί ἔκοψες τὸ ἄλφα ἀπὸ μπροστά;
γιὰ ἕνα γράμμα χάνεις τὴν ἀθανασία

τὰ πρόβατα ἀπήργησαν
ζητοῦν καλύτερες συνθῆκες σφαγῆς

«ὅταν πεθάνω, νὰ μὲ θάψτε στὸ χωριό» –
θέλουν νὰ τιμήσουν μὲ τὸ πτῶμα τους
τὴν πατρίδα ποὺ ἀρνήθηκαν μὲ τὸ σῶμα τους

ὡραῖα ἑρμηνεύεις τὰ τραγούδια
ἂς δοῦμε πῶς τὰ καταφέρνεις καὶ στὰ παρατράγουδα

καὶ τί δὲν κάνατε γιὰ νὰ μὲ θάψετε
ὅμως ξεχάσατε πὼς ἤμουν σπόρος

μιὰ γυναῖκα στὸ δρόμο
μαλώνει τὸ παιδάκι της
«δε θὰ πᾶμε στὸ σπίτι;
θὰ σὲ κρεμάσω ἀνάποδα»
γύρισα κι εἶδα τὸ μικρό:
ἤτανε κιόλας κρεμασμένο

ἡ νύχτα μὲ ὁδήγησε σ᾿ αὐτοὺς τοὺς δρόμους;
ἢ αὐτοὶ οἱ δρόμοι μὲ ὁδήγησαν στὴ νύχτα;

γιὰ τὸ πέτσινο σακάκι σου
ποὺ σὲ κάνει τόσο ὡραῖο
ἔχασε τὴ ζωή του ἕνα ζῷο
καὶ κοντεύω νὰ τὴ χάσω κι ἐγώ

 


Βιογραφικὰ στοιχεῖα

Γεννήθηκε τὸ 1931 στὴ Θεσσαλονίκη ὅπου καὶ ζεῖ. Σπουδὲς καὶ πτυχίο κλασικῆς φιλολογίας (Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης). 

Πρώτη ἐμφάνιση τὸ 1950, μὲ τὴν ποιητικὴ συλλογὴ «Ἐποχὴ τῶν Ἰσχνῶν Ἀγελάδων».

 Ἱδρυτὴς & διευθυντὴς τοῦ λογοτεχνικοῦ & καλλιτεχνικοῦ περιοδικοῦ «ΔΙΑΓΩΝΙΟΣ» (1958-1983), τῶν «Ἐκδόσεων Διαγωνίου» (1957-1998), τῆς Μικρῆς Πινακοθήκης «Διαγώνιος» (1974-1995.

 Ἐξέδωσε πολλὰ λογοτεχνικὰ καὶ φιλολογικὰ ἔργα. 

Βιβλία του μεταφράστηκαν στ᾿ ἀγγλικά, γαλλικά, σουηδικὰ καὶ δανέζικα.

Ἔγραψε τὶς ποιητικὲς συλλογές:

 «Ἐποχὴ Τῶν Ἰσχνῶν Ἀγελάδων», «Ξένα Γόνατα», «Ἀνυπεράσπιστος Καημός», «Ὁ Ἀλλήθωρος», «Τὸ Κορμὶ & Τὸ Σαράκι», «Νεκρὴ Πιάτσα», «Τὸ Αἰώνιο Παράπονο» & «Ἡ Πιὸ Βαθιὰ Πληγή».

Τὰ κυριότερα βιβλία του:

 Ποίηση:

 «Ποιήματα» συγκεντρωτικὴ ἔκδοση, 1998. «Ἡ Πιὸ Βαθιὰ Πληγή» 1998. Πεζογραφία: «Ἡ Κάτω Βόλτα» (διηγήματα καὶ μικρὰ πεζά, συγκεντρωτικὴ ἔκδοση, 1991). «Τέσσερα Παραμύθια: Σπουδὲς Λαϊκοῦ Λόγου» 1995. «Πίσω Ἀπ᾿ τὴν Ἁγια-Σοφιά» (ἀφήγημα, 1997). 

Μετάφραση: 

«Ἐντευκτήριο» (μεταφράσεις, συγκεντρωτικὴ ἔκδοση, 1989). «Τὸ Ἅγιο & Ἱερὸ Εὐαγγέλιο κατὰ τὸν Ματθαῖο» (μετάφραση, 1997). «Ἀρχαία Ἑλληνικὰ Λυρικὰ Ποιήματα» (μεταφράσεις, 2005). 

Δοκίμιο:

 «Δοκίμια» (συγκεντρωτικὴ ἔκδοση, 1999). Κριτική: «Ἀποθήκη Α´» (βιβλιοκρισίες, 1978). «Τὰ Ἀλαμπουρνέζικα, ἢ, Ἡ γλῶσσα τῶν Σημερινῶν Κουλτουριάρηδων» (συζήτηση, 1991). 

Μελέτη:

 «Συμπληρώνοντας κενά» (φιλολογικὲς μελέτες 1988). «Μελέτες Γιὰ Τὸν ΣΟΛΩΜΟ» (2001). «Στιχάκια Τοῦ Στρατοῦ» (μελέτη, ἀνθολογία, 2004). Γιὰ τὸ ρεμπέτικο: «Εἰσαγωγὴ στὰ Ρεμπέτικα» (1991). «Ὁ Βασίλης Τσιτσάνης & Τὰ Πρῶτα Τραγούδια Του» (1994). «Τὸ Ρεμπέτικο & Ἡ Θεσσαλονίκη» (1999). Γιὰ τὴ Θεσσαλονίκη: «Ἑλληνικὲς Ἐκδόσεις στὴ Θεσσαλονίκη Ἐπὶ Τουρκοκρατίας» (1980). «Ἑλληνικὲς Ἐφημερίδες στὴ Θεσσαλονίκη ἐπὶ Τουρκοκρατίας» (1992). «Λογοτεχνικὲς Ἐκδόσεις Θεσσαλονίκης, 1850-1950» (1997). «Λογοτεχνικὰ Περιοδικὰ Θεσσαλονίκης 1850-1950, Σύντομο Διάγραμμα» (1999). 

Γιὰ τὴ Μακεδονία: 

«Λογοτεχνικὲς Ἐκδόσεις Μακεδονικῶν Πόλεων Πλὴν Θεσσαλονίκης, 1879-1950» (1998). «Ὁ Παῦλος Μελᾶς σὲ Ποιήματα Μακεδόνων Ποιητῶν» (2004). 

Οἱ κυριότεροι δίσκοι - κασέτες - CD:

 Ποιήματα:

 «Ὁ Ντῖνος Χριστιανόπουλος διαβάζει Χριστιανόπουλο» (δίσκος, 1988). «Ὁ Ντῖνος Χριστιανόπουλος διαβάζει τὴ "Νεκρὴ Πιάτσα"» (κασέτα, 1993). 

Τραγούδια: 

«Ὁ Ντῖνος Χριστιανόπουλος τραγουδάει τὰ τραγούδια Του» (κασέτα 1982). «Βαρδάρι & Ἐγνατία» (τραγούδια, κασέτα, 1990). «Τὸ Αἰώνιο Παράπονο» (τραγούδια, δίσκος, 1994). «Μὲ τέχνη & μὲ πάθος» (τραγούδια, CD, 1998).

Περισσότερα στοιχεῖα γιὰ τὸν Ντῖνο Χριστιανόπουλο ὑπάρχουν στὸ βιβλίο του «Θεσσαλονίκην, Οὗ μ᾿ ἐθέσπισεν...» ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις ΙΑΝΟΣ (1999) καὶ στὸ «Ἐγώ, φαντάρος στὸ χακί...» ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις ΜΠΙΛΙΕΤΟ (2003).

https://www.lifo.gr/topics/ntinos-hristianopoylos-1931-2020

Η ζωή και ο θάνατος του Ντίνου Χριστιανόπουλου

Σαν σήμερα πεθαίνει ο σημαντικός ποιητής από τη Θεσσαλονίκη, που με τον παραδειγματικό χαρακτήρα του επέδρασε όσο λίγοι στη φιλολογική ζωή της χώρας. -11.8.2021


Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, επάνω από το γραφείο του –μικρή κάμαρα στην οδό Σκεπαστού στις Σαράντα Εκκλησιές, όπου υποδεχόταν θαυμαστές και φίλους− κρεμόντουσαν δύο πορτρέτα. Το ένα ήταν του Κ.Π. Καβάφη και το άλλο του Βασίλη Τσιτσάνη. Τον πρώτο, όπως έλεγε χαριτολογώντας, τον πρόλαβε για δύο χρόνια, καθώς εκείνος έφυγε το 1933, ενώ ο Ντίνος Χριστιανόπουλος γεννήθηκε το 1931. Φυσικά, δεν πρόλαβε να τον γνωρίσει, αλλά μερικές δεκαετίες αργότερα πολλοί ήταν εκείνοι που τον συνέκριναν με τον μεγάλο Αλεξανδρινό, κυρίως λόγω θεματολογίας, θεωρώντας τον συνεχιστή του καβαφικού έργου.


Με τον Τσιτσάνη γνωρίστηκαν και συνδέθηκαν φιλικά, αλλά όχι επαγγελματικά, καθώς ο δημιουργός των θρυλικών τραγουδιών δεν έβρισκε τους στίχους του ποιητή του γούστου του. Αυτό που δεν έμαθε ποτέ, όμως, ο σπουδαίος συνθέτης ήταν σε ποιον βαθμό συνέβαλε ο Χριστιανόπουλος στη διάδοση του έργου του αλλά και στην υστεροφημία του, με βιβλία, μελέτες, δημιουργία μουσικού συγκροτήματος, ακόμα και με τη μεσολάβησή του στον δήμο Θεσσαλονίκης ώστε να δοθεί το όνομά του σε πλατεία.



Αλλά τι πραγματικά συνέδεε τον Χριστιανόπουλο με τους δύο πυλώνες του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού;


Με τον Καβάφη, αναμφίβολα η λατρεία για την ποίηση – και η παραδοχή της ομοφυλοφιλίας. Με τον Τσιτσάνη, το ρεμπέτικο – και ο λαϊκός καημός, το σαράκι, ο σεβντάς. Σε όλη του τη ζωή ο ποιητής της Θεσσαλονίκης αυτά αναζητούσε: την ποίηση και τον έρωτα, την αυθεντικότητα των απλών ανθρώπων και το λαϊκό ένστικτο που γίνεται στίχος, μουσική, τραγούδι.

Η συμπεριφορά του απέναντι στους επίδοξους λογοτέχνες ήταν καταρχάς στυφή, συχνά δυσάρεστη, ενίοτε δηκτική, αλλά πάντοτε συνεπής. Μέσα από τις σελίδες της «Διαγωνίου» δεν χαρίστηκε σε κανέναν, όσο σημαντικός και διάσημος και αν ήταν.

Γιατί, όσο πιο πίσω πάει κανείς, ψάχνοντας τη ζωή του Χριστιανόπουλου, αυτά θα εντοπίσει, άλλοτε μέσα από τα Ευαγγέλια, άλλοτε μέσα από το τραγούδι, αλλά κυρίως μέσα από τη λογοτεχνία. Αυτά ακριβώς επούλωναν τα τραύματα μιας παιδικής ηλικίας γεμάτης στερήσεις, φτώχεια, μοναχικότητα.




Γεννήθηκε το 1931 στη Θεσσαλονίκη και την καταγωγή του καλύπτει μυστήριο. Δεν εννοώ τη μητέρα, βέβαια, αλλά τον πατέρα, για τον οποίον υπάρχουν ορισμένες αμφιβολίες. Πάντως, ο ίδιος ποτέ του δεν θέλησε να αποκαλύψει τίποτα ούτε να δώσει διευκρινίσεις.


Φυσικά, υπήρχαν φίλοι που γνώριζαν, αλλά δημοσίως δεν έχει ειπωθεί κάτι. Οπότε, ας πάρουμε κι εμείς την επίσημη εκδοχή, που τον θέλει γιο προσφύγων από την Κωνσταντινούπολη, της Φανής και του Αναστάση. Εκείνη από ξακουστή οικογένεια, εκείνος λαϊκής καταγωγής.

 

Το πραγματικό του όνομα ήταν Κωνσταντίνος Δημητριάδης και το πρώτο σπίτι όπου κατοίκησε βρισκόταν στη συμβολή των οδών Κωνσταντίνου Παλαιολόγου και Αγίου Δημητρίου. Σύντομα μετακόμισαν στην Κωνσταντίνου Μελενίκου 19, όπου και έζησε ως παιδί.


Φωτ.: Σπύρος Στάβερης/ LIFO
 
 

Μεταξύ 1937 και 1941 φοίτησε στο 1ο Δημοτικό Σχολείο της Β' Περιφέρειας Θεσσαλονίκης. Ήταν ένα ιδιαίτερα ντροπαλό και συνεσταλμένο παιδάκι που το φώναζαν Λάκη, από το Αγγελής, το όνομα του αδελφού του πατέρα του που είχε σκοτωθεί σε εργατικό δυστύχημα. Με αυτό το όνομα τον ήξεραν όλοι όσοι τον γνώρισαν εκείνα τα πρώτα χρόνια.


Την περίοδο της γερμανικής κατοχής η οικογένεια έζησε σε απόλυτη φτώχεια και ο μικρός Λάκης κινδύνευσε δύο φορές να πεθάνει από ασιτία. Τη μία από αυτές μάνα και γιος πήραν από κοινού την απόφαση να ξαπλώσουν έξω από την Παναγία των Χαλκέων, απ' όπου περνούσε καρότσα του δήμου κάθε πρωί και συνέλεγε όσους είχαν καταρρεύσει από την πείνα. Αν δεν τους είχε αντιληφθεί μια γειτόνισσα, δεν θα είχαν σωθεί.


Λίγο αργότερα, με ένα κασελάκι κρεμασμένο στο στήθος και με την πραμάτεια του, τσιγάρα, παστέλια και καρτ ποστάλ, έβγαζε ένα στοιχειώδες μεροκάματο για να μπορεί να επιβιώνει. Εκείνη την περίοδο συνάντησε για πρώτη φορά τον Βασίλη Τσιτσάνη.


Βιώματα τρομερά, τα οποία καθόρισαν την ψυχοσύνθεση του μικρού αγοριού και εξηγούν τη στάση του ως ενήλικα απέναντι στα πράγματα και στη ζωή.

 







Η απόλυτη ένδεια ήταν το χαρακτηριστικό των χρόνων που ακολούθησαν, όταν βρέθηκε να ζει με την οικογένειά του σε ένα δωματιάκι διαμερίσματος σε πολυκατοικία-κοινόβιο πίσω από την Αγία Σοφία – ήταν μαθητής στο οκτατάξιο 2ο Γυμνάσιο Θεσσαλονίκης τότε. Την ίδια περίοδο πήγαινε στο κατηχητικό, όπως πολλοί συνομήλικοί του, ιδίως φτωχών στρωμάτων, αφού τα ιδρύματα αυτά πρόσφεραν και σίτιση εκείνα τα σκοτεινά χρόνια μετά το τέλος του πολέμου.

 

Στους κόλπους τους εντάχθηκαν κι άλλες γνωστές προσωπικότητες της πόλης, όπως ο Γιώργος Ιωάννου και ο Δημήτρης Μαρωνίτης. Με τον τελευταίο συνδέθηκε χάρη σε κοινό τους φίλο, με τον οποίο τον στήριζαν τόσο, που καθημερινά του πήγαιναν φαγητό στο σπίτι του στην Άνω Πόλη.


Στο κατηχητικό, όμως, γνώρισε και τον πνευματικό του πατέρα, μια σημαντική μορφή της Θεσσαλονίκης, τον Βασίλη Χατζηανδρέου. Αυτός ήταν που έστρεψε το ενδιαφέρον του στην ποίηση, υποδεικνύοντάς του μάλιστα ποιητές που δεν ήταν στρατευμένοι στη χριστιανική διδαχή.


Όλα αυτά συνέθεταν μια εποχή και μια πόλη που σήμερα είναι αδύνατο να σκιαγραφήσουμε, πόσο μάλλον να κατανοήσουμε ως ατμόσφαιρα και ως πνεύμα. Αυτή η εποχή εξηγεί τα πατριωτικά και θρησκευτικά συναισθήματα του κατοπινού ποιητή, τις ενοχές και τις προκαταλήψεις του αλλά και την απόρριψη της υποκριτικής ηθικής αργότερα.


Εκείνα ακριβώς τα χρόνια, με αιματηρές οικονομικές θυσίες, γράφτηκε συνδρομητής στο παιδικό περιοδικό «Ελληνόπουλο» με το ψευδώνυμο «Το Χριστιανόπουλο», με το οποίο δημοσίευσε το πρώτο του ποίημα, «Παράπονο ξενιτεμένου», το οποίο και μελοποίησε εμπειρικά.

 


Φωτ.: Σπύρος Στάβερης/ LIFO
 

Τότε άρχισε να γράφει ποιήματα, που τελικά έφτασαν τα 300! Το 1945 εξέδωσε το πρώτο του περιοδικό με τίτλο «Χριστιανόπουλο» σε τέσσερα χειρόγραφα αντίτυπα με 16 έγχρωμες εικονογραφημένες σελίδες. Η κυκλοφορία του συνεχίστηκε άλλα δύο χρόνια και ο ίδιος το υπέγραφε ως Ντίνος Χριστιανόπουλος. Έβγαλε συνολικά δέκα τεύχη.


Μέχρι που το 1948, σε ηλικία 17 ετών, δημοσίευσε στο περιοδικό «Μορφές» το ποίημα «Βιογραφία», υιοθετώντας ένα πιο μοντέρνο ύφος σε σχέση με τις πρώτες του απόπειρες.


Το 1949 πέρασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και έναν χρόνο μετά κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κοχλία, με δικά του έξοδα, την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Εποχή των ισχνών αγελάδων» σε 300 αντίτυπα.


Η τολμηρότητα της συλλογής σόκαρε ιδιαίτερα, καθώς τη χαρακτήριζε μια εξομολογητική διάθεση ερωτικού χαρακτήρα. Το κατηχητικό καταδίκασε το περιεχόμενο της συλλογής και τον έδιωξε από τους κόλπους του – όλα αυτά υπό την ηγεσία του Λεωνίδα Παρασκευόπουλου, μετέπειτα χουντικού μητροπολίτη Θεσσαλονίκης.


Παρόμοιες ήταν οι αντιδράσεις και από τους καθηγητές του στο πανεπιστήμιο αλλά και από τον συντηρητικό Τύπο της πόλης. Η πιο δριμεία κριτική, όμως, ήταν εκείνη του εύπορου θείου του, ο οποίος στήριζε οικονομικά τις σπουδές του.


Οι μόνοι που τον υποστήριξαν ήταν ορισμένοι λογοτέχνες. Τότε ήταν που ξεκίνησε η μεγάλη του φιλία με τον Μανόλη Αναγνωστάκη.

 

Δεν το έβαλε κάτω. Το 1952 τύπωσε τη δεύτερη έκδοση της συλλογής, ενώ με την ίδρυση των εκδόσεων και του περιοδικού «Διαγώνιος» εγκαινίασε τη συνεργασία του με τον γραφίστα Κάρολο Τσίζεκ, με τον οποίο θα έμεναν συνεργάτες και φίλοι το υπόλοιπο της ζωής τους.

 

Η αγάπη που σε όλη του τη ζωή έδειχνε στους λαϊκούς ανθρώπους τού επιστράφηκε στο ακέραιο. Κατά τα άλλα, κυριαρχούσαν η λήθη και η σιωπή. Ο τετραπέρατος και λαλίστατος ποιητής που ξιφουλκούσε και συζητούσε με τις ώρες, που έδινε μακροσκελείς διαλέξεις χωρίς σημειώσεις, είχε χάσει τη μνήμη του και ως εκ τούτου τη δυνατότητα ουσιαστικής επικοινωνίας.


Η Γενική Ασφάλεια κατέσχεσε το βιβλίο με την αιτιολογία ότι αποκαλούσε τους αστυνομικούς «μπασκίνες», ενώ η χριστιανική κίνηση «Ζωή» τον έδιωξε από τους κύκλους της. Δημιουργήθηκε ένα μικρό σκάνδαλο στην πόλη και οι μόνοι που έσπευσαν να τον υπερασπιστούν ήταν ο Ρένος Αποστολίδης και ο Κώστας Μαρινάκης.


Όπως λένε οι μελετητές του, το σκάνδαλο δεν προκαλούνταν τόσο από τη δημόσια παραδοχή του πάθους του όσο από την αμεσότητα, την τολμηρότητα και το ύφος της γλώσσας.


Την ίδια περίοδο έδωσε μια σειρά διαλέξεων για την ποιήτρια Ζωή Καρέλλη, για τον Ν.Γ. Πεντζίκη και το 1954 την ιστορική διάλεξη για το ρεμπέτικο στο Εμπορικό Επιμελητήριο. Τα ρεμπέτικα ουσιαστικά τα ήξερε από τις παρέες που άκουγε τις νύχτες από το παράθυρό του να τραγουδάνε, επιστρέφοντας στα σπίτια τους.

 

Ακόμα και αυτό σκανδάλισε τη συντηρητική Θεσσαλονίκη των καθωσπρέπει νοικοκυραίων, καθώς το ρεμπέτικο θεωρούνταν το τραγούδι των καταγωγίων και των περιθωριακών. Στη διάλεξη εκείνη κατήγγειλε τον Μάνο Χατζιδάκι ως τον κύριο εκμαυλιστή του είδους. Όπως είχε πει χαρακτηριστικά, ο Χατζιδάκις «ελαφροποίησε το ρεμπέτικο και ρεμπετοποίησε το ελαφρύ».

  

Πολλά χρόνια αργότερα ο τελευταίος θα αποδεικνυόταν ο πιο ειλικρινής υπερασπιστής του στους αθηναϊκούς κύκλους, ενώ θα αφιέρωνε τον τελευταίο κύκλο των τραγουδιών του στην ποίησή του.


Η επόμενη συλλογή του «Ξένα γόνατα» ενόχλησε ακόμα και τους υποστηρικτές του. Το διάστημα 1955-56 υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία και με αυτή την ευκαιρία επισκέφτηκε την Αθήνα όπου και έζησε για ένα διάστημα, πραγματοποιώντας ταξίδια σε γύρω περιοχές, π.χ. στο Ναύπλιο.


Αργότερα τοποθετήθηκε στο Κιλκίς, όπου αποδείχτηκε συνεπέστατος σε όλες τις υποχρεώσεις του, και καθώς διέθετε πολλές ελεύθερες ώρες, ξεκίνησε να μεταφράζει το «Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο», μια «άσκηση» της οποίας η τελειοποίηση και έκδοση θα έπαιρνε 40 χρόνια.


Φωτ.: Σπύρος Στάβερης/ LIFO
 
 


Με τη λήξη της θητείας του αποφάσισε συνειδητά να μην κάνει αίτηση για καθηγητής μέσης εκπαίδευσης. Αντ' αυτού, έπιασε δουλειά ως έκτακτος υπάλληλος στον δήμο Θεσσαλονίκης.


Με πρωτοβουλία του διευθυντή της Γ. Βαφόπουλου διορίστηκε στη Δημοτική Βιβλιοθήκη. Όσο υπηρέτησε στη θέση αυτή αποδείχτηκε επιμελής υπάλληλος, χάρη στον οποίον όλα μπήκαν σε τάξη. Νοικοκύρεψε τη βιβλιοθήκη, κατέγραψε όλα τα έργα τέχνης της συλλογής της και το 1962, στο πλαίσιο του εορτασμού των 50 χρόνων από την απελευθέρωση της πόλης, οργάνωσε έκθεση βιβλίων στην Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών.


Τότε ήταν που ίδρυσε επισήμως τις εκδόσεις της Διαγωνίου, από τις οποίες κυκλοφόρησε την πρώτη του συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Η κάτω βόλτα» και τη συγκεντρωτική έκδοση «Ποιήματα 1949-1960». Στα διηγήματα συμπεριλαμβάνονταν ένα από τα χαρακτηριστικότερα γκέι ελληνικά διηγήματα («Ο κ. Γαρύφαλλος»), μια καταγγελία για τον θρησκευτικό ρατσισμό («Ο χιλιαστής») και η αποκαλυπτική εκδοχή της ζωής εθνικής ηρωίδας («Η καπετάνισσα»). Το 1964 ξεκίνησε να πειραματίζεται με επιγραμματικά ποιήματα στη συλλογή «Το κορμί και το σαράκι».

 

Τον Αύγουστο του 1965, όταν ο Σαββόπουλος μελοποίησε και τραγούδησε το ποίημά του «Τι να τα κάνω τα τραγούδια σας» σε 45άρι δισκάκι, ο Χριστιανόπουλος παραιτήθηκε από τη Δημοτική Βιβλιοθήκη.


Ο κυριότερος λόγος ήταν ο πόλεμος που υπέστη τόσο ο ίδιος όσο και ο Βαφόπουλος εξαιτίας αφοριστικού κειμένου που δημοσίευσε εναντίον του Βασίλη Βασιλικού. Αυτό το κείμενο αργότερα το αποκήρυξε εν μέρει και ο ίδιος, αλλά τη δεδομένη στιγμή η ισχυρή οικογένεια και το φιλικό περιβάλλον του συγγραφέα τού έψησαν το ψάρι στα χείλη.


Ο Χριστιανόπουλος δεν πτοήθηκε, όπως ούτε και αργότερα, όταν κατακεραύνωνε μέσα από τις κριτικές του τα σημαντικότερα ονόματα του ελληνικού λογοτεχνικού κατεστημένου.


Έπιασε δουλειά ως διορθωτής τυπογραφικών δοκιμίων και νοίκιασε ένα γραφειάκι σε στοά της οδού Μητροπόλεως 19, το οποίο έμελλε να γίνει στέκι και φυτώριο μιας ολόκληρης γενιάς λογοτεχνών και αργότερα και ζωγράφων.

 

Εκεί μέσα, με τη συνδρομή των συνεργατών του, ιδιαίτερα αξιόλογων ανθρώπων, άλλαξε τη συνθήκη των εκδόσεων της Θεσσαλονίκης. Ο ένας, όπως είπαμε, ήταν ο Τσίζεκ και ο άλλος ο καλλιτέχνης-τυπογράφος Νίκος Νικολαΐδης. Οι δυο τους συνέβαλαν τα μέγιστα, ανάγοντας το βιβλίο σε υψηλή τέχνη, κάτι σπάνιο για την εκδοτική πιάτσα της πόλης μέχρι εκείνη τη στιγμή.

 

Τα μικρού μεγέθους βιβλία με τη χαρακτηριστική γραμματοσειρά και τα άκοπα φύλλα παραμένουν μέχρι σήμερα σήμα κατατεθέν των εκδόσεων της Διαγωνίου.


Ο Χριστιανόπουλος, γαλουχημένος όπως ήταν μέσα στα κατηχητικά και σκληραγωγημένος από την ανέχεια, είχε διαμορφώσει μέχρι τα 30 του έναν ιδιαίτερα πειθαρχημένο και απαιτητικό χαρακτήρα. Τα πρώτα στοιχεία που κοιτούσε σε όσους ενδιαφέρονταν να συνεργαστούν μαζί του ήταν η ποιότητα του χαρακτήρα, η εντιμότητα, η κόσμια εμφάνιση και, φυσικά, το ταλέντο και το μεράκι.


Η συμπεριφορά του απέναντι στους επίδοξους λογοτέχνες ήταν καταρχάς στυφή, συχνά δυσάρεστη, ενίοτε δηκτική, αλλά πάντοτε συνεπής. Μέσα από τις σελίδες της «Διαγωνίου» δεν χαρίστηκε σε κανέναν, όσο σημαντικός και διάσημος και αν ήταν.


Οι ομώνυμες εκδόσεις έβγαλαν μερικούς από τους σημαντικότερους ποιητές και πεζογράφους της Θεσσαλονίκης, όπως ο Ασλάνογλου, ο Ιωάννου (αυτοί οι δύο αποτελούσαν, μαζί με τον Χριστιανόπουλο, την τριάδα των εκπροσώπων της ερωτικής ποίησης και ήταν στενοί του φίλοι, μέχρι που κάποια στιγμή ήρθαν σε μεγάλη ρήξη), ο Καχτίτσης, ο Καζαντζής και ο Σφυρίδης, στην κριτική και στο δοκίμιο τον Μουλλά και τον Κόρφη, τον μουσικολόγο Παπαδημητρίου.


Το λογοτεχνικό περιοδικό, συνεχίζοντας τη μεγάλη παράδοση ανάλογων εντύπων της Θεσσαλονίκης, όσα χρόνια κυκλοφορούσε παρουσίασε τη δουλειά περισσοτέρων από 250 λογοτεχνών, ανάμεσά τους και σημαντικά διεθνή ονόματα που έκαναν πρώτη φορά την εμφάνισή τους στα ελληνικά γράμματα.


Κάθε πέντε χρόνια, ο ποιητής-εκδότης, έχοντας καθιερώσει διαλείμματα που τα αποκαλούσε «αγραναπαύσεις», ανέστελλε την κυκλοφορία της «Διαγωνίου» για δύο χρόνια, έπαιρναν όλοι μια ανάσα και «φόρτιζαν» το μυαλό τους με νέες ιδέες και αναζητήσεις.

 

Η προσωπική του ζωή γινόταν όλο και πιο τολμηρή, καθώς περνούσαν τα χρόνια. Έχοντας ομολογήσει την ομοφυλοφιλία του μέσα από τα γραπτά του, βίωνε την ερωτική του αναζήτηση κυρίως ενοχικά, βάζοντας ουσιαστικά ηθικούς φραγμούς σε αυτήν.


Το αποτέλεσμα ήταν, τα πρώτα τουλάχιστον χρόνια, να ζήσει περισσότερες στερήσεις απ' ό,τι απολαύσεις, κι ας ήταν μια εποχή μεγάλης προσφοράς, μια ιδιότυπη για τα σημερινά δεδομένα εκδοχή ερωτικής αναζήτησης, η οποία επικεντρωνόταν κυρίως γύρω από την πλατεία Βαρδαρίου και επί της οδού Εγνατίας, όπως και για την πλειονότητα των ομοφυλοφίλων της εποχής.


Κάθε απόγευμα πλημμύριζε ο τόπος από φαντάρους που κατέβαιναν για την απογευματινή τους βόλτα από τα στρατόπεδα Παύλου Μελά και Καρατάσου. Ήταν μια εποχή κατά την οποία η ομοφυλοφιλία αποτελούσε συνθήκη κρυφής ερωτικής συνενοχής. Μια εκδοχή κρυφού κώδικα που δεν είχε μεν την αποδοχή της κοινωνίας αλλά μέσα στα σκοτάδια και πίσω από τους τοίχους την απόλυτη συνδρομή της.


Οι κατά κανόνα ετεροφυλόφιλοι νεαροί άντρες, με δικαιολογία την έλλειψη ερωτικής συντρόφου, επιδίδονταν σε ερωτικές περιπτύξεις με ομοφυλόφιλους, κάτι που σήμερα θα ήταν περίπου αδιανόητο.


Αλλά τότε ήταν μια άλλη Ελλάδα και μια άλλη Θεσσαλονίκη και ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, θεωρώντας, όπως όλοι οι ομοφυλόφιλοι της γενιάς του, ότι διέπραττε ένα είδος αμαρτίας, υπηρετούσε μια ερωτική «διαστροφή».


Μόνο που εκείνος μετέτρεπε τη στέρηση, την ενοχή και την ταπείνωση σε στίχους. Γιατί αυτό ακριβώς ήταν που αντανακλούσε η εξομολογητική ποίησή του, τη μοναξιά, τους περιορισμούς, τον οίκτο. Παράλληλα, ανέπτυξε μια ομοερωτική αισθητική, εξιδανικεύοντας το λαϊκό αρσενικό, τον σκληραγωγημένο βιοπαλαιστή, τον αρρενωπό στρατιώτη, ανάγοντας σε φετίχ και συμβολοποιώντας τον στρατό και τη στολή.

 

00:00
-04:11
 


Πρόκειται για όλα εκείνα που πολλά χρόνια αργότερα θα ανακάλυπτε η επόμενη γενιά των γκέι, που ήταν πιο απελευθερωμένη, αναγνωρίζοντας στην ποίηση του Χριστιανόπουλου τον ερωτισμό μιας εποχής και την τόλμη της παραδοχής του, την απόρριψη της χλεύης και την άρνησή του να διεκδικήσει την περηφάνια του ως ομοφυλόφιλου.


Οι συλλογές του «Ανυπεράσπιστος καημός», «Ο αλλήθωρος», «Το κορμί και το σαράκι», «Νεκρή πιάτσα», «Το αιώνιο παράπονο», αποκάλυπταν μια ποίηση μεγάλης ακρίβειας και οικονομίας, ανεπιτήδευτη, καθαρή, γυμνή από φτιασίδια, καθόλου συμβολική ή υπερρεαλιστική, βαθιά ανθρωποκεντρική. Και, βέβαια, υψηλού ήθους και συνεπή στις αξίες του.


Χαρακτηριστικά ποιήματα: «Νύχτα, χάρισέ μου ένα κορμί», «Όταν σε περιμένω», «Προκοπή από τους όμορφους δεν έχει», «Κατατρεγμένοι», «στα προάστια του έρωτα», «βγάλε τη στολή», «η νύχτα είναι παγερή», «καημένε Μακρυγιάννη να 'ξερες», «τα πρόβατα απήργησαν».


Ποιήματα που μιλάνε για ανικανοποίητους έρωτες, άνισες κοινωνικές καταστάσεις, παραδοχή πολιτικής ουδετερότητας και με κάθε ευκαιρία εξυμνούν την παλιά Θεσσαλονίκη. Κάποια από αυτά, πολύ αργότερα βέβαια, θα γινόντουσαν και πολιτικά σχόλια-γκραφίτι στους τοίχους των Εξαρχείων!


Το 1968 εξέδωσε το περιοδικό τέχνης και λογοτεχνίας «Κόσκινο» που θα κυκλοφορούσε σε 12 τεύχη. Το 1974 επέκτεινε το γραφείο του, ιδρύοντας τη Μικρή Πινακοθήκη «Διαγώνιος», όπου διοργάνωνε εκθέσεις Θεσσαλονικιών κυρίως ζωγράφων. Τη δεκαετία του '70 επανεξέδωσε ποιητικές συλλογές, πεζά, δοκίμια, μελέτες για τον Σολωμό. Ο Σαββόπουλος συμπεριέλαβε το παλιό του τραγούδι «Τι να τα κάνω τα τραγούδια σας» σε άλμπουμ του και έγινε ακόμα μεγαλύτερη επιτυχία, ενώ ποιήματά του μελοποίησε και ο Σταύρος Κουγιουμτζής σε δικές του συνθέσεις.


Η δικτατορία απείλησε να κλείσει τη Διαγώνιο, αλλά φίλοι του στρατιωτικοί έσπευσαν να τον υποστηρίξουν και το πέτυχαν. Τα ποιήματα του Χριστιανόπουλου άρχισαν να μεταφράζονται σε διάφορες γλώσσες, συχνά από διαφορετικούς μεταφραστές στην ίδια γλώσσα.


Το 1977 δημοσίευσε το περίφημο κείμενό του «Εναντίον», μέσω του οποίου καταφερόταν εναντίον των τιμητικών διακρίσεων, των βραβείων, των επιχορηγήσεων, των λογοτεχνικών συντάξεων, των εφημερίδων, της κλίκας, των «κουλτουριάρηδων», κάθε ιδεολογίας και, κυρίως, εναντίον κάθε ατομικής φιλοδοξίας.


Την ίδια εκείνη χρονιά έγραψε και το περίφημο «και τι δεν κάνατε για να με θάψετε», που δεκαετίες αργότερα θα γινόταν πολιτικό σύνθημα στο Μεξικό για να καταγγελθεί η εξόντωση φοιτητών από τη μαφία και συγχρόνως παγκόσμιο τσιτάτο μέσα από το Διαδίκτυο.


Το 1981 πέθανε η μητέρα του και ένας νέος κύκλος ζωής ξεκίνησε. Παράλληλα με νέες εκδόσεις ποιητικών συλλογών, κυκλοφόρησε στίχους τραγουδιών, τους οποίους μελοποίησε ο ίδιος, ενώ το 1984 διέκοψε οριστικά την έκδοση της Διαγωνίου.


Όλον αυτό τον καιρό ο Χριστιανόπουλος αρνούνταν να ταξιδέψει μακριά από τη Θεσσαλονίκη. Αλλά τα χρόνια που ακολούθησαν σταδιακά γινόταν όλο και πιο γνωστός στο πανελλήνιο. Η έκρηξη του περιοδικού Τύπου τις δεκαετίες του '80 και του '90 τον έκαναν τρομερά γνωστό και αγαπητό σε ένα κοινό που μέχρι τότε αγνοούσε την ύπαρξή του.


Συχνά, μιλούσε από καθέδρας εναντίον της Αθήνας και του κατεστημένου προκαλώντας, αλλά παράλληλα εκτινάσσοντας τη φήμη του σε απρόσμενα επίπεδα δημοτικότητας.


Το ότι αμφισβητούσε ποιητές καταξιωμένους, όπως οι νομπελίστες Σεφέρης και Ελύτης, αλλά και ο Ρίτσος, ενοχλούσε και ενίοτε εξόργιζε. Ο ίδιος όμως επέμενε να στοιχειοθετεί τις απόψεις του.


Και βέβαια εναντιωνόταν σε κάθε είδους «μόδα» που σάρωνε τη γνήσια λογοτεχνική έκφραση. Όπως ακριβώς στο διήγημα «Βίοι παράλληλοι», όπου περιγράφει τη μεγάλη απόσταση μεταξύ ενός Μακρυγιάννη κι ενός Ραγκαβή, υπέρ της αυθεντικότητας του πρώτου.


Έτσι, όταν η εποχή άρχισε να χαρακτηρίζεται από ημιμαθή, κουλτουριάρικα τσιτάτα, συχνά ξένα δάνεια, δημοσίευσε το απολαυστικό «Τα αλαμπουρνέζικα» (1990), μια συνομιλία-καταγγελία με τον Περικλή Σφυρίδη για τη γλώσσα των νεαρών κουλτουριάρηδων.


Αυτή η κίνηση όμως απέδειξε την απόσταση που τον χώριζε από τη νέα γενιά σκεπτόμενων και φιλότεχνων, οι οποίοι βρήκαν την ευκαιρία να τον χλευάσουν και να τον λοιδορήσουν με τον δικό τους τρόπο. Εκείνος έμεινε σταθερός στις προσωπικές του, πολύ υψηλές αξίες, χωρίς να πτοείται.


Το 1988 η Λύρα κυκλοφόρησε τον δίσκο «Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος διαβάζει Χριστιανόπουλο». Το 1994 ξεκίνησε σειρά ραδιοφωνικών εκπομπών για την ΕΡΤ3, στην οποία αυτοβιογραφούνταν, και το 1995 η Ομάδα Εδάφους, σε σκηνοθεσία και χορογραφία Δημήτρη Παπαϊωάννου, παρουσίασε την παράσταση «Ενός λεπτού σιγή» με τα «Τραγούδια της αμαρτίας», δεκατρία τραγούδια σε στίχους του Χριστιανόπουλου και μουσική του Μάνου Χατζιδάκι.


Αυτά αποτέλεσαν τον τελευταίο κύκλο τραγουδιών που ο σπουδαίος συνθέτης πρόλαβε να ολοκληρώσει πριν από τον θάνατό του, αναθέτοντας στον νεαρό τότε χορογράφο την εικονοποίηση και δραματοποίησή τους.

 

Το 1996 τα αντικειμενικά κριτήρια τον ανάγκασαν να κλείσει το γραφείο του και τη Μικρή Πινακοθήκη, αφού αρνήθηκε να δεχτεί τη χρηματοδότηση του δήμου Θεσσαλονίκης, ενώ για το ίδιο θέμα έγινε επερώτηση στη Βουλή. Πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, αφού είχε αποτελέσει ένα φυτώριο πολιτισμού;

 


Τα χρόνια που ακολούθησαν οι πάμπολλες προσκλήσεις-διαλέξεις του σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα κατακλύζονταν από κόσμο. Μιλούσε για μια ποικιλία θεμάτων και ο ίδιος επαίρονταν πως μπορούσε να μιλάει χωρίς σημειώσεις και χωρίς σταγόνα νερό για ώρες.


Οι τηλεοπτικές εμφανίσεις πλήθαιναν και οι Θεσσαλονικείς ένιωθαν περήφανοι που ένας συντοπίτης τους αποκτούσε διασημότητα πανελληνίων διαστάσεων. Η αλήθεια είναι ότι οι συνεντεύξεις του ήταν απολαυστικές και ιδιαίτερα διδακτικές.


Οι εκδηλώσεις θαυμασμού στους δρόμους της πόλης, σε εμφανίσεις και συγκεντρώσεις από ανθρώπους που ούτε καν υποπτεύονταν το είδος των ποιημάτων που ο Χριστιανόπουλος είχε γράψει στο παρελθόν είχαν παραληρηματικό χαρακτήρα. Κολακεύονταν, βέβαια, από τις εθνικοπατριωτικές του κορόνες, τις ατέλειωτες ιστορίες που είχε να πει για την παλιά Θεσσαλονίκη και, τέλος, από το γεγονός ότι αυτός ο πνευματικός άνθρωπος εξέφραζε το θρησκευτικό αίσθημα! Αλλά ούτε κουβέντα περί ομοφυλοφιλίας...


Ο ίδιος, μετά από μια δεκαετία στην Άνω Πόλη (1990-2000), μετακόμισε στις Σαράντα Εκκλησιές και η συχνή του παρουσία στον Ναό της Κοίμησης της Θεοτόκου ενθουσίαζε τους απλούς ανθρώπους της ενορίας.


Τον Ιανουάριο του 2004 υπεβλήθη σε εγχείρηση καρδιάς και βγήκε για μία ακόμα φορά νικητής. Πέρασε μια σύντομη περίοδο ξεκούρασης και αμέσως επέστρεψε στην ενεργό δράση. Σε κάθε του κάθοδο στην Αθήνα δημιουργούνταν το αδιαχώρητο και όσο περισσότερο εριστικές ήταν οι δηλώσεις του τόσο περισσότερο αγαπητός γινόταν στο κοινό.


Όπως ομολογούσε και ο ίδιος, ίσως γινόταν γραφικός, αλλά παρέμενε απολύτως συνεπής στις απόψεις του, όπως και στο ξεκίνημά του. Όταν ήρθε η ώρα να συνταξιοδοτηθεί, απέρριψε με σθένος την περίφημη «λογοτεχνική σύνταξη», κάτι που θα του πρόσφερε μεγάλη βοήθεια, δεδομένων των πενιχρών του εσόδων.


Η αποδοχή της θα ερχόταν σε αντίθεση με την αρχή του για ουδεμία σχέση με το κράτος. Το ίδιο συνέβη όταν το 2005, στο πλαίσιο της Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου Θεσσαλονίκης, το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου διοργάνωσε εκδήλωση προς τιμήν του και εκείνος αρνήθηκε να παραλάβει την τιμητική πλακέτα.


Και όταν το 2012 του απένειμαν το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Γραμμάτων για το σύνολο του έργου του δεν το δέχτηκε, δηλώνοντας: «Το ότι απέρριψα το βραβείο ήταν για μένα μια πράξη ζωής».


Η μόνη περίπτωση που ενέδωσε, και μάλιστα μετά από πολλή σκέψη, ήταν όταν το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο τον αναγόρευσε επίτιμο διδάκτορα. Αυτός, ο ποιητής και εκδότης που αρνήθηκε την περίφημη «λογοτεχνική σύνταξη», επιμένοντας να ζει πάμφτωχος, όπως πάντα!


Οι δημόσιες εμφανίσεις του ήταν πια συνηθισμένες, και μάλιστα με την ιδιότητα του τραγουδιστή, καθώς ίδρυσε, μαζί με τον ερασιτέχνη μπουζουξή Νίκο Στρουθόπουλο, την «Παρέα του Τσιτσάνη», με σκοπό τη διάδοση και μελέτη του έργου του μεγάλου λαϊκού συνθέτη. Με αυτήν επισκέπτονταν από φιλανθρωπικά ιδρύματα μέχρι φυλακές.


Παράλληλα, εξέδωσε τη μελέτη ετών «Ανθολογία τραγουδιών του Βασίλη Τσιτσάνη, με κριτικό υπόμνημα», ενώ, μετά από μεγάλες προσπάθειες, έπεισε τον δήμο Θεσσαλονίκης να δώσει σε μια μικρή πλατεία στην Άνω Πόλη το όνομα του συνθέτη που τίμησε όσο λίγοι τη Θεσσαλονίκη.


Τον Οκτώβριο του 2016 αποφάσισαν από κοινού με τον ξάδελφο και κληρονόμο του, τον γνωστό συλλέκτη Γιάννη Μέγα, να δωρίσουν τη συλλογή και το αρχείο του στη Βιβλιοθήκη και Κέντρο Πληροφόρησης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

 

Η δωρεά περιλάμβανε βιβλία, ολόκληρη σειρά από αδημοσίευτα ποιήματα και λογοτεχνικά κείμενα, χειρόγραφα έργων, το αρχείο του περιοδικού «Διαγώνιος», 52 ετήσια ημερολόγια (1953-2006), την αλληλογραφία του, τεράστιο φωτογραφικό υλικό, πίνακες, αρχείο με τις συνεντεύξεις που έδωσε σε ραδιόφωνα και τηλεοράσεις και ένα πολύ σημαντικό αρχείο συναυλιών και ηχογραφήσεών του κυρίως σε σχέση με τον Τσιτσάνη.

 


Φωτ.: Σπύρος Στάβερης/ LIFO
 
 

 

Η υγεία του άρχισε να φθίνει. Ο αεικίνητος περιπατητής της Θεσσαλονίκης καθηλώθηκε σε μια αναπηρική καρέκλα, ενώ σταδιακά τον κατέβαλε η γεροντική άνοια. Στο πλευρό του πάντα ο Μέγας, που ανταποκρινόταν σε κάθε του ανάγκη, αλλά η αλήθεια είναι ότι ο ποιητής έχανε όλο και πιο πολύ την επαφή του με την πραγματικότητα.

 

Οι επισκέψεις φίλων και θαυμαστών δεν έλεγαν να κοπάσουν στο μικρό διαμέρισμα των Σαράντα Εκκλησιών, όπως ούτε και οι μουσικές και τα τραγούδια, χάρη στους μουσικούς της «Παρέας του Τσιτσάνη». Οι γείτονες και οι γειτόνισσες συχνά του πρόσφεραν ένα πιάτο σπιτικό φαγητό ή οτιδήποτε μπορούσε να κάνει τη ζωή του πιο υποφερτή.

 

Η αγάπη που σε όλη του τη ζωή έδειχνε στους λαϊκούς ανθρώπους τού επιστράφηκε στο ακέραιο. Κατά τα άλλα, κυριαρχούσαν η λήθη και η σιωπή. Ο τετραπέρατος και λαλίστατος ποιητής που ξιφουλκούσε και συζητούσε με τις ώρες, που έδινε μακροσκελείς διαλέξεις χωρίς σημειώσεις, είχε χάσει τη μνήμη του και ως εκ τούτου τη δυνατότητα ουσιαστικής επικοινωνίας.

 

Είναι το μόνο που δεν θα περίμενε κανείς ότι θα του συνέβαινε όσο είχε ακόμα αντίληψη των πραγμάτων. Παρ' όλα αυτά, εξακολουθούσε να δέχεται κόσμο και στο μέτρο του δυνατού ανταποκρινόταν και μιλούσε με όσους τον επισκέπτονταν, κι ας μην ήταν βέβαιο ότι καταλάβαινε με ποιον συνομιλούσε. Τους αποχαιρετούσε όλους ευγενικά, με τον σκαμπρόζικο τρόπο που διέθετε όλη του τη ζωή: «Να περνάς πάντα καυλά, μωρό μου, και να μη με ξεχνάς».

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 11.8.2020

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΗ:https://www.lifo.gr/culture/pethane-o-ntinos-hristianopoylos-enas-spoydaios-ellinas-poiitis

 Πέθανε ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, ένας σπουδαίος Έλληνας ποιητής


19.5.2020

Μοιραίος Χριστιανόπουλος

https://www.lifo.gr/blogs/imerologio/moiraios-hristianopoylos

Κάθε χρόνο με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο στον Επιτάφιο, στις Σαράντα Εκκλησιές

«Σώπα, χρυσό μου. Ξέρεις τι καλή είναι η μοναξιά;»
Βιβλίοherotikes-istoriesΤρεις Αυγουστιάτικες ερωτικές ιστορίες

Ντίνος Χριστιανόπουλος, Μαργαρίτα Λυμπεράκη και Νίκος Νικολαΐδης αφηγούνται τις πιο ερωτικές καλοκαιρινές τους αναμνήσεις.

+ ΕΞΤΡΑ ΑΔΗΜΟΣΙΕΥΤΕΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ


Ανέκδοτες επιστολές

Ντίνος Χριστιανόπουλος : Η άγνωστη αλληλογραφία ενός αιρετικού ποιητή


Τα «ΝΕΑ» παρουσιάζουν για πρώτη φορά, τέσσερις μόλις μήνες μετά τον θάνατό του, τις ανέκδοτες επιστολές που έλαβε ο Ντίνος Χριστιανόπουλος από τον Οδυσσέα Ελύτη και τον Γιώργο Ιωάννου

Τα «ΝΕΑ» παρουσιάζουν για πρώτη φορά, τέσσερις μόλις μήνες μετά τον θάνατό του, τις ανέκδοτες επιστολές που έλαβε ο Ντίνος Χριστιανόπουλος από τον Οδυσσέα Ελύτη και τον Γιώργο Ιωάννου

Κατερίνα Ροββά

To 1950 ένας 19χρονος φοιτητής από τη Θεσσαλονίκη, ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, έκανε το ποιητικό του ντεμπούτο με ένα έργο που ξάφνιαζε τους πάντες- και κυρίως το οικείο του περιβάλλον. Η  «Εποχή των Ισχνών Αγελάδων» είχε θεωρηθεί άκρως προκλητική στην συντηρητική μεταπολεμική Ελλάδα και ο Χριστιανόπουλος είχε σχεδόν «λυντσαριστεί» γι' αυτό. 

Αν και μεγαλωμένος ως παιδί του Κατηχητικού, ο νεαρός ποιητής διηγιόταν στους στίχους του, μεταξύ άλλων, τις ιστορίες του Αυνάν, γιου του Ιούδα, και τον παράνομο έρωτα μεταξύ δύο Αγίων. Το ποίημα απέπνεε ερωτική παρέκκλιση, πρότασσε την «αίρεση» έναντι των χριστιανικών ηθών, ήταν αρκετό για να προκαλέσει σάλο.

Και ταυτόχρονα έναν «τυφώνα» στη ζωή του Ντίνου Χριστιανόπουλου: Ο ποιητής εκδιώχθηκε από τους κύκλους της Εκκλησίας που αποτελούσε ζωτικό κομμάτι της καθημερινότητάς του, δέχτηκε σοβαρές επιπλήξεις από τους καθηγητές του στη Φιλοσοφική Σχολή, απομονώθηκε από τους πάντες- «οι συμφοιτήτριες μου στο Πανεπιστήμιο είχαν εντολή να μην μου λένε ούτε καλημέρα», θυμόταν αργότερα- ενώ  κλήθηκε και σε απολογία από την αστυνομία. Τα αντίτυπα τελικά κατασχέθηκαν, με αντάλλαγμα να μην του ασκηθεί μήνυση και να μην αγγίξει αυτή η περιπέτεια τη φτωχή οικογένειά του. «Όλα' αυτά (…) είχαν ως αποτέλεσμα να στραπατσαριστεί η ζωή μου τουλάχιστον δύο χρόνια και με πολύ βραδύ ρυθμό άρχισα να συνέρχομαι», είχε πει ο ίδιος μιλώντας στο περιοδικό «Εντευκτήριο» το 1988.
Σε αυτά τα «δύσκολα χρόνια της κατακραυγής, το 1952, ο Ντίνος Χριστιανόπουλος λαμβάνει μια χειρόγραφη επιστολή που αποτελεί πραγματική έκπληξη. Μια επιστολή ιστορική- λόγω και της ψυχρής σχέσης του με τον αποστολέα- , ένα συγκινητικό σημείωμα γραμμένο από τον Οδυσσέα Ελύτη, το οποίο παρουσιάζουν σήμερα για πρώτη φορά ΤΑ ΝΕΑ. 

Αποτελεί τμήμα της άγνωστης αλληλογραφίας του εμβληματικού ποιητή Ντίνου Χριστιανόπουλου, την οποία φέρνει στο φως η εφημερίδα μας τέσσερις μήνες μετά τον θάνατό του: Μία επιστολή του Ελύτη και τρεις του λογοτέχνη Γιώργου Ιωάννου, γραμμένες την δεκαετία του '50 και του '60 με παραλήπτη το Ντίνο Χριστιανόπουλο, τον λογοτέχνη που επέδρασε όσο λίγοι στην φιλολογική ιστορία της χώρας.

Όλες οι επιστολές είναι ανέκδοτες και αναμένεται να δημοπρατηθούν στις αρχές του 2021 από τον Οίκο Δημοπρασιών Α. Καραμήτσος.

 

Τα συγχαρητήρια στον Ελύτη

Στο λεπτυσμένο από το χρόνο χαρτί τους ζωντανεύουν συνεννοήσεις για καλλιτεχνικά και εκδοτικά ζητήματα αλλά και προσωπικές πινελιές που σκιαγραφούν κομμάτια από τη ζωή του Χριστιανόπουλου. Τις σελίδες τους διατρέχουν ο μόχθος για το καλλιτεχνικό περιοδικό «Διαγώνιος» που στιγμάτισε τις πνευματικές εκδόσεις της χώρας αναδεικνύοντας μερικούς από τους σημαντικότερους σύγχρονους ποιητές και πεζογράφους, η δημιουργική μελαγχολία του Γιώργου Ιωάννου στη Βεγγάζη της δεκαετίας του '60, η κοινωνική κατακραυγή που βίωσε ο Χριστιανόπουλος -και που τον σημάδεψε σχεδόν για πάντα- μετά την έκδοση του πρώτου του ποιητικού έργου.

Και ήταν αυτό το τελευταίο που έγινε η αφορμή για να λάβει την περίφημη επιστολή από τον Οδυσσέα Ελύτη, κόντρα στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής. Διαβάζουμε σε αυτήν:  «Φίλε κ. Χριστιανόπουλε, πολλές αναποδιές με εμποδίσανε όταν ήταν καιρός, να σας ευχαριστήσω προσωπικώς για την «Εποχή των ισχνών αγελάδων». Το κάνω σήμερα κι ελπίζω να μην με παρεξηγήσετε. Ο ποιητικός σας κόσμος βρίσκεται στον αντίποδα του δικού μου, αυτό όμως δεν με εμποδίζει διόλου να κατανοήσω και να επικροτήσω τον βαθμό της επιτυχίας σας. Δεχθείτε τα θερμά μου συγχαρητήρια και την ηθική μου συμπαράσταση για τους διωγμούς που σας έκαναν μερικοί άθλιοι άνθρωποι… Συναδελφικούς χαιρετισμούς, Οδυσσέας Ελύτης, 09/07/1952». Παρά την γενναιόδωρη κατάθεση του Ελύτη ο Χριστιανόπουλος, πιστός στο αιρετικό στυλ που τον συνόδευσε σε ολόκληρη τη ζωή του, δεν θα διστάσει να μιλήσει τα επόμενα χρόνια απαξιωτικά για το νομπελίστα ποιητή ενώ σχεδόν θα τον εξορίσει από τις σελίδες των εκδοτικών του προσπαθειών.

«Αγαπητέ Λάκη»

Σε άλλο ύφος, ωστόσο εξίσου ενδιαφέρουσα, είναι η αλληλογραφία του Γιώργου Ιωάννου με το Ντίνο Χριστιανόπουλο την δεκαετία του '60, ανάμεσα στους οποίους αναπτύχθηκε μια σχέση τουλάχιστον αντιφατική, όπως ήταν, άλλωστε, και οι περισσότερες σχέσεις στη ζωή του αντισυμβατικού ποιητή. Παρότι τους συνέδεε μακρά φιλία και στενή συνεργασία, ειδικά κατά την πρώτη περίοδο της «Διαγωνίου», ο Χριστιανόπουλος δεν δίσταζε να μοιράσει κατά την διάρκεια της ζωής του δηκτικά σχόλια ακόμη και για ανθρώπους που υπήρξαν πολύ κοντά του- το ίδιο θα γινόταν και με τον Ιωάννου. Οι συγκεκριμένες επιστολές, όμως, είναι γραμμένες στο κλίμα μιας άλλης εποχής.
Και οι τρεις ταχυδρομήθηκαν το χρονικό διάστημα μεταξύ Φεβρουαρίου και Απριλίου του 1962 από τη Βεγγάζη της Λιβύης, στην οποία έζησε επί δύο χρόνια ο Γιώργος Ιωάννου διδάσκοντας στο Ελληνικό Γυμνάσιο της πόλης.

 

 

Η πρώτη από τις επιστολές είναι γραμμένη σε τόνο ιδιαίτερα προσωπικό. Ξεκινά με τη φράση «Αγαπητέ Λάκη», καθώς ο Ιωάννου χρησιμοποιεί το υποκοριστικό με το οποίο αποκαλούσαν τον Χριστιανόπουλο οι οικείοι του κατά την διάρκεια της παιδικής του ηλικίας- ένα όνομα βγαλμένο από το «Αγγελής», όπως έλεγαν τον αδελφό του πατέρα του Χριστιανόπουλου ο οποίος είχε σκοτωθεί σε εργατικό δυστύχημα. Στο γράμμα αυτό, με ημερομηνία 26 Φεβρουαρίου του 1962, ο αποστολέας τού ζητά να διευθετήσει κάποια οικονομική εκκρεμότητα προς την οικογένειά του και του γράφει: «Ξεροψήνονται κι αυτοί οι κακομοίρηδες (σ.σ οι δικοί του) χρόνια τώρα κι εσύ ξέρεις από φτώχεια, από συνεχή φτώχεια». Πράγματι την απόλυτη ένδεια που έζησε η οικογένεια του Χριστιανόπουλου είχε περιγράψει ο ίδιος πολλά χρόνια αργότερα σε μια συνέντευξή του στο περιοδικό Schooligans: «Λίγο αργότερα, το '41-'42, ήμασταν απ' τις πρώτες οικογένειες που χτυπήθηκαν από την Κατοχή. Πεινούσαμε -κάθε τρεις μέρες έτρωγα μισή φέτα ψωμί. Και ήμουν ευτυχής αν ήταν πραγματικό ψωμί, γιατί συνήθως ήταν κιούσπα, ένα φριχτό πράγμα από αλεσμένα χαρούπια που το δίνανε στα γουρούνια,. Εννοείται βέβαια ότι, με τέτοιες συνθήκες, κινδύνευα να πεθάνω. Σώθηκα χάρη στα συσσίτια του κατηχητικού», είχε πει.
Στην ίδια επιστολή ο Ιωάννου εκφράζει τον θυμό του προς τον Χριστιανόπουλο: «Όταν ήμουν στην Αθήνα και άργησα μερικές μέρες να σου γράψω αμέσως με άρπαξες , όχι με παράπονα, αλλά με χαρακτηρισμούς που ακόμη τους θυμάμαι. Τώρα εγώ τι να πω που μέσα σε τέσσερις μήνες μου έχεις στείλει όλα κι όλα τρία γράμματα κι αυτά σχεδόν «υπηρεσιακά». (….) Ύστερα παραπονιέσαι πως έμεινες χωρίς φίλους και μόνο με τα τυπογραφικά πονήματα, αν δεν δοθείς θα πάθεις ακόμη χειρότερα…».

Η δεύτερη επιστολή, συνταχθείσα στις 18 Μαρτίου της ίδιας χρονιάς ξεκινά με την προσφώνηση «Αγαπητέ μου Ντίνο»- η αλλαγή στο ύφος είναι εμφανής.
Στο γράμμα παρατίθενται λεπτομερείς πληροφορίες για «το χειρόγραφο από το πρώτο του πεζό» που είχε στείλει ο Ιωάννου στον ποιητή, προκειμένου να δημοσιευτεί στο καλλιτεχνικό περιοδικό «Διαγώνιος». Δεν είναι σαφές αν πρόκειται για αποσπάσματα του έργου «Για ένα φιλότιμο», το οποίο γράφει την ίδια περίοδο ο Ιωάννου και με το οποίο εγκαινιάζει τελικά την είσοδο του στην πεζογραφία και την απαρχή μιας σημαντικής λογοτεχνικής πορείας. Σε προηγούμενη αλληλογραφία τους ο Χριστιανόπουλος έχει εκφράσει την επιθυμία να τυπωθούν τα πρώτα ποιήματα του Ιωάννου στο περιοδικό του και εκείνος συμφωνεί. «Αν όμως δω ότι υπάρχει κίνδυνος να μην βγάλω βιβλίο με τις αργοπορίες θα το τυπώσω αλλού», απαντά ο Ιωάννου. «Υπάρχουν κάποιοι οικονομικοί λόγοι που δεν μπορώ τώρα να σου εξηγήσω» λέει ενώ στο τέλος του γράμματος επαναλαμβάνει ένα από τα συνήθη αιτήματά του: Να μην τυπώνονται τα κείμενά του με… βαρείες όπως τα κείμενα του Χριστιανόπουλου.

 

«Θα θυμώσω γιατί θα με προσβάλεις». Έκδηλη είναι η ευαισθησία του επιστολογράφου και έντονο το παράπονο που εκφράζει και στην τρίτη επιστολή του, ακριβώς έναν μήνα μετά, στις 18 Απριλίου του 1962, καθώς ο Ιωάννου αισθάνεται «αποκλεισμένος» από τη «Διαγώνιο».  «Ένα ζήτημα που θέλω από καιρό να σου γράψω και το ξεχνώ είναι το εξής. Μου είχες πει ότι στο τελευταίο τεύχος της Διαγωνίου θα έχει μία παρουσίαση και για μένα. Από την μέχρι τούδε σιωπή σου όμως και από άλλες ενδείξεις είμαι σχεδόν βέβαιος ότι αυτό δεν πρόκειται να γίνει», διαβάζουμε. «Το πράγμα με πειράζει αλλά όχι αυτό καθ' αυτό. Εκείνο που θα με κάνει να αγανακτήσω, αν τελικά είναι έτσι, είναι η τακτική σου. Αφού άλλαξες γνώμη γιατί δεν μου το γράφεις; Γιατί δεν μου εξηγείς τους λόγους για να με ενημερώσεις; Ή δεν με λογαριάζεις καθόλου ή οι λόγοι αυτοί δεν είναι διόλου ξεκαθαρισμένοι. Δεν είμαστε πλέον Ντίνο ούτε παιδιά ούτε ανεύθυνοι, ούτε απλώς γνωστοί για να ακολουθούμε κάποια τακτική ο ένας απέναντι στον άλλον. Οπωσδήποτε αν είναι έτσι τα πράγματα, θα θυμώσω πάρα πολύ γιατί θα με προσβάλεις. Αυτό όχι σαν απειλή, απλώς σαν διαθέσεις που άρχισαν ήδη μέσα μου να σχηματίζονται. Γράψε μου. Σου το έγραψα αμέσως, γράψε νεότερά σου», σημειώνει στην επιστολή.
Ο Ιωάννου εγκαταστημένος στη Βεγγάζη νοσταλγεί την Ελλάδα. Γι' αυτό και στην επιστολή ξεδιπλώνει έναν τόνο συναισθηματικό, ενθυμούμενος παλιές στιγμές της φιλίας του με το Ντίνο Χριστιανόπουλο. «Σου εύχομαι καλό Πάσχα», του γράφει. «Πέρυσι είμασταν μαζί στην Αχειροποίητο (σ.σ εκκλησία της Θεσσαλονίκης). Είναι λίγο άσχημα εδώ ώρες ώρες. Χαιρετισμούς και φιλιά στη μητέρα σου, πατέρα, Κάρολο (σ.σ Τσίζεκ), Ναυσικά (σ.σ πιθανότατα Κατάκη), Αρώνη και Φαίδωνα. Επίσης χαιρετίσματα στον Τόλη (σ.σ προφανώς εννοεί τον συγγραφέα Τόλη Καζαντζή), γράψε μου για την υγεία του». 

Και κλείνει με το περιεκτικό: 

«Σε φιλώ, Γιώργος».


Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Κωνσταντίνου Δημητριάδη)

γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 20 Μαρτίου 1931. 

Φοίτησε στο Τμήμα Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και από το 

1958 ως το 1965 εργάστηκε ως βιβλιοθηκάριος στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της πόλης.

 Παράλληλα το 1958 ίδρυσε και ανέλαβε υπό τη διεύθυνσή του το περιοδικό "Διαγώνιος", που

 κυκλοφόρησε ως το 1983 με ολιγόχρονες παύσεις.

 Το 1962 δημιούργησε τις "Εκδόσεις της Διαγωνίου" και από το 1965 εργάστηκε ως διορθωτής

 και επιμελητής.

 Το 1974 ίδρυσε τη Μικρή Πινακοθήκη της Διαγωνίου που λειτούργησε έως το 1995,

 με στόχο την προβολή νέων καλλιτεχνών της συμπρωτεύουσας, με στενούς συνεργάτες του

 τον Κάρολο Τσίζεκ και τον Νίκο Νικολαΐδη. 

Την πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία πραγματοποίησε το 1949 με τη δημοσίευση του

 ποιήματος "Βιογραφία" στο περιοδικό της Θεσσαλονίκης "Μορφές". 

Τον επόμενο χρόνο κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο

 "Εποχή των ισχνών αγελάδων". Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος τοποθετείται ανάμεσα στους

 σημαντικότερους ποιητές της ομάδας που είναι γνωστή ως "Κύκλος της Διαγωνίου" και 

κινήθηκε στο πλαίσιο του ομώνυμου περιοδικού που ο ίδιος ίδρυσε

 (Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, Γιώργος Ιωάννου, Τάσος Κόρφης, Βασίλης Καραβίτης, κ.ά.).


 Η ποίησή του χαρακτηρίζεται από επιρροές από το έργο του Κωνσταντίνου Καβάφη, με

 θεματικές της την ερωτική επιθυμία και την ανεκπλήρωτη διάστασή της, την ερωτική επίτευξη,

 απόρριψη ή και εκμηδένιση, την κατά χριστιανική έννοια αυτοταπείνωση αλλά και την πολιτική

 διάσταση του έρωτα και την κοινωνική κριτική.


 Εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές "Εποχή των ισχνών αγελάδων" (1950), "Ξένα γόνατα" (1957),

 "Ανυπεράσπιστος καημός" (1970), "Ο αλλήθωρος" (1970, συγκεντρωτική έκδοση 

των τεσσάρων συλλογών με τίτλο "Ποιήματα", Διαγώνιος 1986, γ' 1998· Ιανός 2004· θ' 2018),

 "Το κορμί και το σαράκι" (1998, συμπληρωμένη έκδοση με νέο τίτλο "Μικρά ποιήματα", Ιανός 

2004· η' 2016), "Νεκρή πιάτσα" (1999), "Η πιο βαθιά πληγή" (1999), "Παράξενο, που βρίσκει 

κουράγιο κι ανθίζει" (2010), συγκεντρωτική έκδοση των συλλογών με τίτλο "Πεζά ποιήματα" 

(Ιανός 2004· 2010· στ' 2016). Εξέδωσε επίσης διηγήματα ("Η κάτω βόλτα", Διαγώνιος 1963, 

1991· στ' Ιανός 2004· ζ' 2012), μικρά πεζά ("Οι ρεμπέτες του ντουνιά", Διαγώνιος 1986·

 γ' Ιανός 2004· ε' 2016), μεταφράσεις αρχαίων λυρικών (Μπιλιέτο 2005, στη συνέχεια ως 

"Εντευκτήριο Ι", Ιανός 2007), ξένων λογοτεχνών ("Εντευκτήριο", α' Διαγώνιος 1989, στη 

συνέχεια ως "Εντευκτήριο ΙΙ", ε' Ιανός 2007), του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου

 ("Το Άγιο και Ιερό Ευαγγέλιο κατά τον Ματθαίο", Το Ροδακιό, 1997, β' Ιανός 2012), στίχους

 και ηχογραφήσεις με τραγούδια ("Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος τραγουδάει τα τραγούδια του", 

1982, "Βαρδάρι και Εγνατία", 1990, "Το αιώνιο παράπονο", 1994, "Με τέχνη και με πάθος", 

1998, "Τα τραγούδια του Ντίνου Χριστιανόπουλου"-επανακυκλοφορία των δύο κύκλων,

 Ιανός 2012), μελέτες ("Συμπληρώνοντας κενά", 1988, "Εισαγωγή στα ρεμπέτικα", 1991,

 "Ο Βασίλης Τσιτσάνης και τα πρώτα τραγούδια του", 1994, "Το ρεμπέτικο και η Θεσσαλονίκη",

 1999, "Τα παλιά βιβλιοπωλεία της Θεσσαλονίκης", 1999, "Η λογοτεχνία της Θεσσαλονίκης 

1850-1950: σύντομο διάγραμμα", 1999, "Μελέτες για τον Σολωμό", 2001, "Ο Παύλος Μελάς σε

 ποιήματα Μακεδόνων ποιητών", 2004, κ.ά.), δοκίμια ("Δοκίμια", Μπιλιέτο 1999, "Εναντίον",

 Ιανός 2012, κ.ά.), βιβλιοκρισίες ("Αποθήκη Α'", 1978), βιβλιογραφικές εργασίες

 ("Λογοτεχνικές εκδόσεις Θεσσαλονίκης 1850-1950", 1980, β' 1997,

 "Λογοτεχνικά περιοδικά Θεσσαλονίκης 1889-1945", 1996, "Λογοτεχνικές εκδόσεις

 Μακεδονικών πόλεων πλην Θεσσαλονίκης 1879-1950", ΙΝΒΑ 1998, κ.ά.), ανθολογίες

 ("Στιχάκια του στρατού", 2004), συνεντεύξεις, αυτοβιογραφικά κείμενα. 

Το 2011 αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτορας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. 

Το ίδιο έτος τιμήθηκε με το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Γραμμάτων για το σύνολο του έργου του, 

το οποίο αρνήθηκε ωστόσο να παραλάβει, συνεπής με τη στάση του ότι ο πνευματικός

 δημιουργός οφείλει να μένει μακριά από βραβεύσεις. Έφυγε από τη ζωή στη Θεσσαλονίκη

 στις 11 Αυγούστου 2020, σε ηλικία 89 ετών. Κηδεύτηκε, δαπάνη του Δήμου Θεσσαλονίκης,

 στον Ιερό Ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου (Σαράντα Εκκλησιών) και ενταφιάστηκε στο 

Κοιμητήριο Αναστάσεως του Κυρίου, στη Θέρμη. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του

 Ντίνου Χριστιανόπουλου βλ. Αλέξης Ζήρας, "Χριστιανόπουλος Ντίνος", στο 

"Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό", τ. 9β, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, 1988, 

Δημήτρης Δασκαλόπουλος, "Χριστιανόπουλος Ντίνος", στο "Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", 

Αθήνα: Πατάκης, 2007, σελ. 2381-2· συμμετοχή του στις τηλεοπτικές εκπομπές της ΕΡΤ

 "Μονόγραμμα" (1991), "Νυχτερινός επισκέπτης" (1996) και "Στα Άκρα" (2011)· καθώς και 

τα αυτοβιογραφικά κείμενα "Πίσω απ' την Αγιά-Σοφιά" (Ιανός, 1997), 

"Θεσσαλονίκη, ου μ' εθέσπισεν" (Ιανός 1999) και "Εγώ, φαντάρος στο χακί..." (Μπιλιέτο, 2003).


Βραβεία:
Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Γραμμάτων 2011

Ντίνος Χριστιανόπουλος, «Είμαι, ας πούμε, 

πέρα-βρέχει! Μια άλλη εποχή…» [Α’ δημοσίευση-

 Αποκλειστικότητα ΠΟΙΕΙΝ]

http://www.poiein.gr/2013/04/26/ooiyioaoic-oio-iossiio-neooeaiudhioeio-ooi-nthooi-iaonth-a-

aciiossaooc-adhieeaeooeeuocoa-dhieassi/

 

Συνέντευξη στον Χρήστο Μαυρή

 

«Θα σε περιμένω απόψε στις 7, στο σπίτι μου, στην οδό Σκεπαστού 17, στις Σαράντα Εκκλησιές

», μου είπε και αμέσως άρχισε να μου ερμηνεύει από τηλεφώνου την ετυμολογία της λέξης Σκε

παστό, η οποία, απ’ ότι θυμάμαι, προέρχεται από τ’ όνομα του χωριού (από τα μεγαλύτερα και 

παλαιότερα) που βρίσκεται στην περιοχή των Καλαβρύτων, μερικά χιλιόμετρα από την πόλη και

 απέναντι από την ιστορική Μονή της Αγίας Λαύρας. Το δωμάτιο το οποίο χρησιμοποιεί σαν

 γραφείο του ο ποιητής, του οποίου οι τοίχοι ήταν κρυμμένοι, απάνω μέχρι κάτω, από ξύλινες 

βιβλιοθήκες, ασφυκτικά γεμάτες με βιβλία, πρέπει να ομολογήσω ότι μ’ εντυπωσίασε! Λιτό και 

απέριττο αλλά εφοδιασμένο με όλο εκείνο τον απαραίτητο εξοπλισμό που χρειάζεται για να λει

τουργήσει σωστά ο πνευματικός κόσμος του και κυρίως η έμπνευσή του. 

Η συνάντησή μου εκείνο το βράδυ με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο κράτησε σχεδόν τρεις ώρες! 

Μία συνέντευξη στην οποία ο ποιητής μιλάει ελεύθερα και άφοβα, όπως εξάλλου συνηθίζει να

 κάνει εδώ και δεκαετίες, αφήνοντας το λόγο του να πέφτει άλλοτε δεξιά και άλλοτε αριστερά, 

ακριβώς όπως τους απρόβλεπτους καλοκαιριάτικους κεραυνούς που, μοιραία όμως, εκείνο το

 βροχερό βράδυ, κατέληγαν όλοι σωρηδόν απάνω στο απροστάτευτο κεφάλι μου, εφόσον ή

μουν ο μόνος ακροατής του.

 

Χ.Μ.: Έχω την εντύπωση, κύριε Χριστιανόπουλε, ότι η Θεσσαλονίκη αδειάζει από λογο

τέχνες πρώτης γραμμής. Έφυγε ο Πεντζίκης, η Καρέλλη, ο Βαφόπουλος, ο Θέμελης, ο

Ασλάνογλου, ο Βαρβιτσιώτης και άλλοι. Πώς βιώνετε αυτή τη μοναξιά γύρω σας;
N.X.: Κοιτάξτε, δύο είναι οι αιτίες που χάνουμε και τους ανθρώπους μας και τους λογοτέχνες 

μας. Η πρώτη αιτία είναι ο θάνατος. Όταν πεθαίνουμε. Η δεύτερη και εξίσου πονηρή, ύποπτη 

και ύπουλη, είναι η Αθήνα. Μας αρέσει δεν μας αρέσει όλοι φεύγουν στην Αθήνα. Όλοι! Απόδει

ξη ότι εγώ πια είμαι ένα φρούτο που επιμένω να μην φεύγω! Και με ερωτούν όλοι: «Μα γιατί 

δεν φεύγεις κι’ εσύ;». Λοιπόν, κακά τα ψέματα, με αυτούς του δύο «εχθρούς» θα παλεύουμε μια

 ολόκληρη ζωή. Βέβαια, κάποιοι θα μένουν. Αλλά το θέμα είναι ότι ήδη έχει αδειάσει η Θεσσαλο

νίκη.

Χ.Μ.: Δεν υπάρχουν νέοι λογοτέχνες, κατά την άποψή μου, για να συνεχίσουν το δρόμο

 που χαράξατε εσείς.
Ν.Χ.:
 Υπάρχουν, και αρκετά καλοί μερικοί, αλλά, παρόλα αυτά, δεν υπάρχουν μεγάλοι. 

Μεταξύ των νέων δεν υπάρχουν μεγάλοι. Γιατί και ο Αναγνωστάκης νέος ήταν. 

Και όμως υπήρχε ένας Αναγνωστάκης!

Χ.Μ.: Είναι δημιουργική η ατομική μοναξιά για ένα ποιητή κύριε Χριστιανόπουλε; Να σας

 θυμίσω εδώ τον Οδυσσέα Ελύτη που έλεγε ότι η αντοχή στη μοναξιά, έτσι όπως είναι

 τα πράγματα σήμερα, είναι η πρώτη αρετή που οφείλει να διαθέτει ένας ποιητής.
Ν.Χ.:
 Είναι αλήθεια ότι ο Ελύτης έχει πει πολλές και ωραίες κουβέντες. Και θυμάμαι κι’ εγώ, σε 

συζητήσεις μας, επέμενε γύρω απ’ αυτό. Ότι πρέπει ν’ αντέχουμε στη μοναξιά μας. 

Βέβαια, ο Ελύτης είχες πολλές φιλεναδούλες. Και μια, δύο, τρεις, λες νισάφι, τέλος πάντων, 

πρέπει να υπάρξει και κάποιος φραγμός. 

Είχα γνωρίσει μια από αυτές η οποία δεν ήταν και τόσο σπουδαία αλλά η τελευταία, αυτή που 

τον κληρονόμησε, κατά κάποιον τρόπο, είναι σπουδαίο άτομο.

 Εγώ δεν την ήξερα, τη γνώρισα πολύ αργά…

Χ.Μ.: Μιλάμε για την Ιουλίτα Ηλιοπούλου;
Ν.Χ.:
 Την Ηλιοπούλου! Της βγάζω το καπέλο! Είναι περισσότερο σοβαρή απ’ ότι φανταζόμου

να! Οι άλλες και μικρότερες ήταν και σοβαρές δεν ήταν.

Χ.Μ.: Πρέπει να είναι και καλή φιλόλογος η Ηλιοπούλου.
Ν.Χ.:
 Δεν την ξέρω, αλλά πάντως μ’ αρέσει ο τρόπος που συμπαραστάθηκε τον Ελύτη. 

Ο Ελύτης στο τέλος της ζωής του ήταν άρρωστος. Έκανε μεγάλη θυσία αυτή η κοπέλα!

Χ.Μ.: Και είναι και αρκετά νεαρή κοπέλα.
Ν.Χ
.: Νεαρή και αληθινά τον αγαπούσε! Τον αγαπούσε! Γι’ αυτό είμαι σίγουρος. Όταν την γνώρι

σα το κατάλαβα. 

Λοιπόν, όταν υπάρχει μια αγάπη, σαν ένα κλείσιμο μιας σχέσης, θα της βγάλουμε το καπέλο! 

Και την συγχάρηκα! Της είπα: «Μπράβο σας, χαράς το κουράγιο σας. Σας χαίρομαι πάρα πο

λύ!». Αυτό βάστηξε χρόνια. Αυτή είναι σπουδαία! Οι άλλες ήταν κάτι μη χειρότερα.

Χ.Μ.: Δηλαδή, είναι καλό πράγμα να έχει κάθε ποιητής μια Ιουλίτα Ηλιοπούλου.
Ν.Χ.:
 Α! πολύ καλό! Πάρα πολύ καλό! Και ξέρεις, δεν είναι ο μόνος.

 Το ίδιο συνέβη και με τον Νίκο Καρούζο. Ο Καρούζος ήταν και αυτός γκομενιάρης.

 Και σπάταλος, άσωτος! Αφού έφαγε όλα τα λεφτά του μπαμπά του, που είχε ένα φούρνο στο 

Ναύπλιο, δεν είχε πια να φάει. Και ήταν τεμπέλης και δεν δούλευε. 

Και τότε ανέλαβαν δύο στενές φιλενάδες, πρώην γκόμενες υποθέτω, να του πηγαίνουν φαϊ 

κάθε μέρα. Αυτό βάστηξε χρόνια, μέχρι που πέθαιναν και οι δύο και ο Καρούζος.

 Φαντάζεσαι, λοιπόν, σε μια δύσκολη στιγμή, που δεν είχε να φάει, βρέθηκαν δύο τσουλιά, ας

 πούμε, να τον ταΐζουν! Και αυτά τα τσουλιά αποδείχθηκαν μεγάλης ποιότητας άνθρωποι! 

Το φαντάζεσαι! Μπράβο! Αυτά με συγκινούν πολύ! 

Ο τρόπος ζωής του Καρούζου δεν μου άρεσε αλλά αυτό το πράγμα με συγκίνησε πολύ. 

Το ίδιο και η Ηλιοπούλου. Μην νομίζεις όμως αυτά πως είναι συνηθισμένα φαινόμενα.

Χ.Μ.: Δεν μου απαντήσατε όμως αν σας βοήθησε εσάς η προσωπική μοναξιά, σε ότι 

αφορά το έργο σας;
Ν.Χ
.: Πάρα πολύ! Σε αφάνταστο βαθμό!

Χ.Μ.: Να σας θυμίσω εδώ ένα δίστιχο σας που λέει «κάθε φορά που βρέχει μοναξιά/ 

φουσκώνουνε της ποίησης τα ρυάκια».
Ν.Χ.:
 Ναι, είναι ένα από τα μικρά ποιηματάκια μου. 

Τέτοια, όποτε έχω κάνει, τα εννοώ και τα πιστεύω. 

Δηλαδή, η μοναξιά, σε γενικές γραμμές, με βοήθησε. Αντίθετα, οι κάποιες απολαύσεις,

 ας πούμε…δεν ξέρω…δεν ξέρω. 

Ας πούμε από ανύπαρκτα άτομα έχω εμπνευσθεί συγκεκριμένα ποιήματα. 

Από άτομα που θέλησα να εμπνευσθώ εγώ δεν έγραψα τίποτε απολύτως. Γιατί; 

Αλλά είναι γεγονός. Λοιπόν, η μοναξιά, έστω και εξ αντιθέτου, βοηθάει, κακά τα ψέματα.

Χ.Μ.: Νομίζετε ότι υπάρχει κοινό που ενδιαφέρεται σήμερα για την ποίηση και τους ποιη

τές κύριε Χριστιανόπουλε;
Ν.Χ.:
 Παραδόξως υπάρχει! Μικρό μεν αλλά σταθερό. Και αυτό ανέκαθεν υπήρχε. 

Δηλαδή, ίσως από κάποιους που είχαν μια έφεση προς την ποίηση και μέσω των εφημερίδων

 ήθελαν να επιμορφωθούν ακόμη περισσότερο, αυτό τους βοήθησε πολύ και συνέχισαν να 

ασχολούνται με την ποίηση.
Εμένα, κατά καιρούς, με σταματούν διάφορα άτομα, άγνωστοι, στο δρόμο και μου λένε διάφο

ρα. Προχθές έπαθα απίθανα πράγματα. Με σταμάτησαν έξι μπάτσοι, οπλισμένοι και τα λοιπά, 

και είπα: «Εγώ είμαι αθώο παιδάκι, δεν έκανα τίποτε, τι θέλουν από εμένα;».

Χ.Μ.: Σας γνώριζαν σαν ποιητή;
Ν.Χ.:
 Έτσι φαίνεται!

Χ.Μ.: Και τι σας είπαν;
Ν.Χ.:
 Ρώτησα: «Τι θέλετε;», λίγο τρομαγμένος. Και μου απαντά ο νεότερος: «Σας λατρεύουμε!»

. Το φαντάζεσαι! Ένας δε, ο μεγαλύτερος, μου είπε: «Αν δεν ντρεπόμουνα θα σας φιλούσα».

 Έμεινα κατάπληκτος! Και όμως, ήταν σωστοί. Το εννοούσαν αυτό το πράγμα.

Χ.Μ.: Γι’ αυτό σας είπα προηγουμένως ότι πρέπει να είσθε ικανοποιημένος από τη μέχρι

 τώρα προσφορά σας;
Ν.Χ.:
 Τώρα τελευταία ναι, γιατί τα νιάτα μου τα πέρασα πολύ άσχημα αλλά, τώρα τελευταία, 

δόξα τω Θεώ, είμαι παρά ευχαριστημένος! Μα, μπορείς να φαντασθείς να με συναντούνε γυναί

κες 92 χρονών και να μου λεν «επιτρέψτε μου να σας φιλήσω!». Είναι η μεγαλύτερη χαρά της 

ζωής μου αυτό! Τώρα, αλήθεια ή ψέματα, γυναίκες είναι, μπορεί και να μην τις πιστέψεις αλλά,

 πάντως, μου το είπαν.

Χ.Μ.: Ποιους θεωρείτε υπεύθυνους γι’ αυτή τη αδιαφορία γενικά που περιβάλλει την ποί

ηση; Το κράτος ή το κοινό;
Ν.Χ.:
 Δεν έχω ξεκαθαρισμένη γνώμη γι’ αυτό το θέμα, ούτε το έψαξα για να μπορώ να ξέρω τι

 περίπου συμβαίνει. Φαίνεται ότι είναι και το κράτος λίγο αμέτοχο και το κοινό ίσως λίγο περισ

σότερο αμέτοχο. Πάντως, όποιος και να είναι ο λόγος, το θέμα είναι πως άλλοι υποστηρίζουν 

και άλλοι αδιαφορούν.

 

Χ.Μ.: Η κριτική κύριε Χριστιανόπουλε νομίζετε ότι μπορεί να παίξει κάποιο ρόλο για την

 κατανόηση της σύγχρονης ποίησης; Εννοώ την προσέγγιση του κοινού προς τη σύγ

χρονη ποίηση.
Ν.Χ.:
 Όχι και τόσο, γιατί η κριτική γίνεται πια από κουλτουριάρηδες που πιο πολύ μας κάνουν 

να τους βαριόμαστε και λιγότερο να τους πιστεύουμε. 

Εγώ πάντως, άμα θέλω να γράψω, εξαντλώ τα όρια της απλότητας. 

Προσπαθώ δηλαδή να γράψω μια κριτική όσο γίνεται πιο απλά. 

Όχι βαρύγδουπες κουβέντες, όχι παχιά λόγια. Αυτοί οι ερμητισμοί του Σεφέρη, απ’ τους παλαιό

τερους, και των κουλτουριάρηδων, από τους νεότερους, δεν κάνουν καλό. 

Πρέπει να είμαστε απλοί, απλοϊκοί. Αλλά οι πιο πολλοί δυστυχώς δεν είναι.
Χ.Μ.: Τώρα που μιλάτε για το απλοϊκό στην κριτική, θέλω να σας θυμίσω πως για σαρά

ντα τόσα χρόνια απορρίπτατε την ποίηση του Γιάννη Ρίτσου. Το 2005 όμως, αναθεωρή

σατε την άποψή σας και επαινέσατε το απλοϊκό και την καθαρότητα της έκφρασης που

 υπάρχει στην ποίηση του Ρίτσου.
Ν.Χ.:
 Ναι, διότι βρήκα ότι ο Ρίτσος, τουλάχιστον, ήταν απλός στο γράψιμό του. 

Δεν έγραψε σπουδαία πράγματα. 

Αναμφισβήτητα, ο Αναγνωστάκης ήταν δέκα φορές ανώτερος από τον Ρίτσο! 

Αυτό το έχω ξαναπεί. Αλλά, εν πάση περιπτώσει, δεν σκεφτόμουνα τόσο καιρό την απλή αλή

θεια, ότι ο ποιητής πρέπει να γράφει απλά. Άμα γράφει ερμητικά τα μουσκέψαμε!

 Πραγματικά, όσοι ποιητές είναι απλοί μου αρέσουν. Εγώ είμαι το Marque de pose

 (χαρακτηριστικό γνώρισμα) της απλότητος. 

Δηλαδή εξαντλώ τα όρια, είμαι κυριολεκτικός, ας πούμε. Οι άλλοι θέλουν λίγο μασημένα 

πράγματα. 

Ο Σεφέρης, λόγου χάρη, λέγοντας «οι κύκνοι του χειμώνα»-τι θα πει «οι κύκνοι του χειμώνα;»

-εννοεί τις νιφάδες του χιονιού. Μα, είναι το ίδιο πράγμα οι κύκνοι και οι νιφάδες του χιονιού; 

Θέλω, λοιπόν, να σου πω πως η απλότητα θα βοηθήσει και την ποίηση. 

Όχι μόνο την κριτική, και την ποίηση. 

Και αυτός ο Δημήτρης Κόκορης λέει για μένα πως «πραγματικά, εκπλήσσομαι που γράφει τόσο απλά και

 μπορεί να ικανοποιεί ένα κοινό λίγο πιο απαιτητικό».

Χ.Μ.: Ο ποιητής με το έργο του πρέπει να εκφράζει τα προβλήματα της εποχής του;
Ν.Χ.:
 Το «πρέπει» δεν υπάρχει για μένα. Είναι άκυρη αυτή η ερώτηση.

 Το «πρέπει» στην ποίηση δεν υπάρχει. Είτε τα εκφράζει είτε δεν τα εκφράζει. 

Ή πιστεύει και ακούει τον εαυτό του ή δεν ξέρει τι του γίνεται. 

Όσο για μένα, δεν θέλω να χωθώ σε θεωρίες. Είμαι φανατικός εχθρός πάσης θεωρίας.

Χ.Μ.: Τότε ποια πρέπει να είναι η αποστολή του σύγχρονου ποιητή;
Ν.Χ.:
 Κάθε ερώτησή σας που έχει μέσα τη λέξη «πρέπει» είναι απαράδεκτη. 

Δεν ξέρω ποια είναι η αποστολή του ποιητή. Ειλικρινά δεν ξέρω και γι’ αυτό και δεν θέλω

 ν’ απαντήσω.

Χ.Μ.: Ο Οδυσσέας Ελύτης έλεγε πως η ποιητική λειτουργία είναι ένας ανταγωνισμός με

 τον Θεό ή μια επαναδιόρθωση του έργου του Θεού. Πως το σχολιάζετε;
Ν.Χ.:
 Αυτό ομολογώ δεν το θυμάμαι. Δεν ξέρω από που είναι.

Χ.Μ.: Δεν είναι λίγο υπερβολικός αυτός ο αφορισμός του Ελύτη;
Ν.Χ.:
 Κοιτάξτε, αυτό αφορά γενικότερα τον Ελύτη ο οποίος, προσπαθώντας να πει βαρύγδου

πα αποφθέγματα, εντυπωσίαζε με κάτι τέτοια πράγματα τα οποία δεν νομίζω ότι είναι και πολύ

 σωστά. Σε αυτή την περίπτωση εγώ τουλάχιστον θα έλεγα «δεν ξέρω».

 Σας αρέσει, δεν σας αρέσει, θα φύγεις απογοητευμένος, δεν ξέρω! 

Αντίθετα, ο Ελύτης τα ήξερε όλα. Ε, δεν γίνεται αυτό το πράγμα.

Χ.Μ.: Γενικά πως βλέπετε την πορεία της σύγχρονης ελληνικής ποίησης; Οδηγεί σε μια

 δυναμική ανανέωσης ή οπισθοδρόμησης; Πιστεύω πως έχετε καλή εποπτεία σε ότι αφο

ρά την ελληνική ποίηση.
Ν.Χ.:
 Βεβαίως! Μέχρι το 1980 σχεδόν αποκλειστική. Αλλά πρόσεξε να δεις. 

Από το 1980 και πέρα εγώ θεληματικά δεν παρακολουθώ την ποίηση. Έχω αποτραβηχτεί.

 Καλώς ή κακώς δεν το συζητώ. Και έχω αποτραβηχτεί για ένα και μόνο λόγο.

 Έχω απογοητευτεί! Δηλαδή, οι νεότεροι ποιητές οι οποίοι βγάζουν ποιητικές συλλογές, ακόμη 

και καλοτυπωμένες και…και…δεν μου μιλούν μεσ’ την καρδιά μου, το καταλαβαίνεις; 

Μια του κλέφτη, δύο του κλέφτη. 

Ενώ, οι παλαιότεροι, ακόμη και αυτοί που με ανάγκαζαν να θυμώσω μαζί τους, μου μιλούσαν.

 Εγώ είμαι μεγάλος θαυμαστής του Σεφέρη.

 Και όμως, έχω μαλλιοτραβηχτεί πολλές φορές μιλώντας εναντίον του. 

Αλλά αυτά τα νέα τσουτσέκια δεν είναι σοβαρές περιπτώσεις.

 Δεν μπορώ να τους πάρω στα σοβαρά όταν λένε το μακρύ τους και το κοντό τους. 

Άλλο τίποτε σοβαρό δεν λένε.

Χ.Μ.: Άρα είσθε απογοητευμένος από τη σύγχρονη ποίηση;
Ν.Χ.:
 Ναι, το λέω και το υπογράφω. Είμαι απογοητευμένος! Και γι’ αυτό το λόγο δεν διαβάζω

 και πολύ.

Χ.Μ.: Απ’ τους Έλληνες ποιητές ποιος σας αρέσει περισσότερο; Έχετε κάποιον σαν 

πρότυπό σας ή κάποιο που να συγγενεύει μαζί σας;
Ν.Χ.:
 Εδώ θα σου πω όχι ποιος συγγενεύει μαζί μου, αυτό δεν ενδιαφέρει και είναι συμπτωματι

κό, αλλά θα σου πω μια θεωρία που έχω και που νομίζω ότι πρέπει να την εκλάβει κανείς σοβα

ρά. 

Δηλαδή, κάθε πενήντα χρόνια γίνονται κάποιες μικρό ανακατατάξεις στον ποιητικό χώρο, που

 πολλές φορές είναι και σοβαρές και κρίσιμες. 

Λόγου χάρη, το 1900 ήταν μέγα σουξέ ο Παλαμάς. Τόσο μέγα και τόσο αδιαμφισβήτητο που 

δεν μπορούσε να τον αμφισβητήσει κανείς απολύτως. 

Μέσα σε πενήντα χρόνια, το 1950, ο Παλαμάς δεν υπάρχει, εξαφανίστηκε, καταποντίστηκε! 

Και στη θέση του βρέθηκε ο Καβάφης. 

Λοιπόν, είτε το θέλουμε είτε όχι, έφυγε ένας μεγάλος και τον αντικατέστησε ένας άλλος μεγάλος

. Και, βεβαίως, είναι και πιο μεγάλος ο Καβάφης διότι δεν είναι πια Έλληνας, είναι οικουμενικός 

ποιητής!

 Αυτό, όσο και να φαίνεται βαρύγδουπο είναι μια θεωρία πολύ σωστή. 

Κάθε λίγο αλλάζει το τροπάριο. Λόγου χάρη, μετά τον Παλαμά ποιος ήταν; Ο Γρυπάρης; 

Πάει καταποντίστηκε.

 Αλλά ο Καρυωτάκης είναι ο αντικαταστάτης του Γρυπάρη. 

Δηλαδή είναι δευτέρας κλάσεως ποιητής αλλά πάντως είναι ποιητής με αρχίδια! 

Πρέπει να το παραδεχθούμε αυτό το πράγμα. Λοιπόν, μαζί με τον Γρυπάρη, τον οποίο εγώ 

θαυμάζω απερίγραπτα, υπάρχει και κάποιος λίγο πιο παρακατιανός-τον έχω κτυπήσει κιόλας-

που είναι ο Νίκος Καββαδίας.

 Ο Νίκος Καββαδίας είναι μιμητής ενός Γάλλου ποιητή που ήταν μαθητούδι του Μπωντλαίρ. 

Και παραδόξως είναι άγνωστος στην Ελλάδα. 

Κάποιος τρίτης κλάσεως ποιητής, μιμητής του Μπωντλαίρ, που λέγεται Λεβέ. 

Δεν ήταν πολύ σπουδαίος τον καιρό του αλλά δεν ήτανε και για πεταμό. 

Μόνο που ο Καββαδίας από ποιητικής αξίας είναι λίγο καλύτερος από το Λεβέ.

 Καλύτερος από το πρότυπό του.

Χ.Μ.: Είσθε σίγουρος ότι ο Καββαδίας μελέτησε το Λεβέ;
Ν.Χ.:
 Ναι, αν και η αδελφή του Καββαδία, η οποία ήταν ένα τέρας, ισχυρίζεται ότι είχε μεσάνυ

κτα. Αλλά εγώ είμαι σίγουρος ότι τον είχε διαβάσει. Δεν βγήκε από το νου του όλη αυτή η μίμη

ση.

Χ.Μ.: Διάβαζε γαλλικά ο Καββαδίας;
Ν.Χ.:
 Δεν ξέρω. Ξέρω πάντως ότι η ομοιότητα είναι απίθανη! 

Βέβαια, αυτό έγινε αιτία να με μισήσει η Έλγκα Καββαδία, η αδελφή του, αλλά πολλοί άλλοι με

 παραδέχθηκαν. 

Πρόσεξε, λοιπόν, να δεις-για ν’ αφήσω τους τυχαίους ή τους μικρούς-μέσα σε 50 χρόνια, γιατί

 μετά ’50 και οι τρεις καθιερώθηκαν, απλούστατα στην αρχή ήταν τα προϊδεάσματα, τρεις ποιη

τές καλύπτουν αυτή τη στιγμή την Ελλάδα σε μεγάλο βαθμό, παρακάμπτοντας τον Σικελιανό, 

το Σεφέρη και τον Ελύτη. 

Είναι ανώτεροι και οι τρεις.

 Ο δε Καρυωτάκης είναι απίθανη περίπτωση, ιδιομορφία απίθανη!

 Λοιπόν, αυτοί όλοι θα πέσουν. Σεφέρης, Ελύτης και Ρίτσος να μου του θυμηθείς, θα πέσουν! 

Και κάποτε θα λες «μα, σοφός ήσουνα;». Πότε θα πέσουν; Όταν πια θα είναι γεγονός ότι

 έπεσαν. 

Τώρα δεν έπεσαν ακόμη. Τώρα, που να τολμήσεις να μιλήσεις περί Σεφέρη; Θα σε φάνε

 λάχανο! Αλλά σιγά-σιγά για εκεί βαδίζουμε. Είναι αυτό που λέει ο Καβάφης:

 «Σοφοί δε Προσιόντων». Τα προσιόντα κάποιοι μοιράζονται και όχι οι δημοσιογράφοι οι οποίοι

 αναμηρυκάζουν τα γνωστά. 

Είναι ο Σεφέρης μεγάλος; Μεγάλος είναι, αλλιώς δεν πάει. Δεν είναι όμως μεγάλος.

 

Χ.Μ.: Ο Διονύσιος Σολωμός τι είναι για σας κύριε Χριστιανόπουλε;
Ν.Χ.:
 Απίθανη κορυφή! Απίθανη κορυφή! Είμαι φανατικά με τον Σολωμό. 

Έχω γράψει τέσσερα βιβλία για το Σολωμό! Και νομίζω δεν πέφτω έξω.

 Αντίθετα, εκεί που πέφτω έξω, χωρίς όμως και να υποχωρώ, είναι ο Κάλβος.

Χ.Μ.: Τι δεν σας αρέσει στον Κάλβο;
Ν.Χ.:
 Δεν ξέρω. Κάτι κρύο έχει το οποίο με απωθεί, αντίθετα με το πολύ ζεστό του Σολωμού.

 Και διαβάζοντας τώρα τις βιογραφίες αυτών των δύο, είδα ότι και αυτοί δεν χωνεύονταν

 καθόλου όσο ζούσαν.

Χ.Μ.: Είκοσι χρόνια ζούσαν και οι δύο στην Κέρκυρα και δεν συναντήθηκαν ποτέ!
Ν.Χ.:
 Ναι, αυτό είναι ένα τυπικό παράδειγμα. Αλλά είναι πολλά και συγκεκριμένα τέτοια.

 Δεν είμαι φίλος του Κάλβου αλλά ο Σολωμός ήταν μεγάλη φυσιογνωμία.

 Μάλιστα, έκανα και μια συνέντευξη που λέω «έφαγα είκοσι χρόνια να μελετώ 

τον ΄΄Ύμνο εις την ελευθερία΄΄ και έγραψα γι’ αυτόν μια συναγωγή μεταφράσεων του σε ξένες

 γλώσσες». 

Οι μεταφράσεις είναι 100! Εκατό φορές μεταφράσθηκε ο Εθνικός μας ύμνος! 

Πρόσεξε λοιπόν. Μετάνιωσα γιατί έφαγα τη ζωή μου με τον ΄΄Εθνικό Ύμνο΄΄ .

 Μετάνιωσα διότι είναι χρόνος που δεν εξαγοράζεται. Και ότι ήταν να γίνει έγινε.

 Καλώς ή κακώς. Καλώς έγινε διότι είμαι ο μόνος που πρόσφερε 100 μεταφράσεις του

 ΄΄Εθνικού Ύμνου΄΄ . Που έπρεπε να στραφώ αλλά ήμουν βλάκας; 

Στους ΄΄Ελεύθερους πολιορκημένους΄΄!

Χ.Μ.: Είναι πιο δυνατό έργο οι ΄΄Ελεύθεροι πολιορκημένοι΄΄;
Ν.Χ.:
 Πολύ! Δηλαδή ο ΄΄Εθνικός Ύμνος΄΄ είναι λίγο παιδικό. 

Οι ΄΄Ελεύθεροι πολιορκημένοι΄΄ όμως είναι υψηλής κλάσεως ποίημα! 

Έχει μερικά αποσπάσματα, μερικά κομμάτια δυσθεώρητα αλλά είναι σπουδαίο έργο! 

Κρίμα, δεν είχα μάτια τότε.

 Η εργασία μου αυτή άρχισε από το 1975 και βάστηξε ακριβώς είκοσι χρόνια, μέχρι το 1995! 

Ξεπατώθηκα, εξοντώθηκα αλλά δεν είχα νιονιό να διαλέξω από πριν το έργο. 

Τώρα είναι πια αργά. Είναι τετελεσμένο έργο. Έχω δημοσιεύσει τρεις φορές γύρω από το θέμα

 αυτό. Για τις μεταφράσεις εννοώ του ΄΄Εθνικού Ύμνου΄΄ .

 Και μέσα σ’ αυτό εντάσσεται και ο Λαφών.

 Όχι για τα ωραία του μάτια αλλά διότι δούλεψε σωστά. Και από την άποψη αυτή είναι τιμή για

 την Κύπρο, διότι οι άλλοι μεταφραστές στα γαλλικά δεν είναι τόσο καλοί.

Χ.Μ.: Τι έχετε να μου πείτε για τον Μανώλη Αναγνωστάκη;
Ν.Χ.:
 Ο Αναγνωστάκης είναι πολύ μεγάλος, όσο δεν φαντάζονταν οι Αριστεροί οι οποίοι θέλουν

 ένα ίνδαλμα και είχαν ως τώρα τον Ρίτσο.

 Εγώ, λοιπόν, αυτό το ίνδαλμα ευχαρίστως το σχίζω και βάζω στη θέση του τον Αναγνωστάκη. 

Εντελώς σοβαρά και χωρίς να είμαι και ιδιαίτερα φίλος του.

 Δεν είχα ιδιαίτερες φιλίες και αγάπες με τον Αναγνωστάκη.

Χ.Μ.: Γράψατε όμως μια σημαντική κριτική για την ποίησή του όταν ήταν φυλακισμένος

 στο Γεντί Κουλέ.
Ν.Χ.:
 Το άξιζε, αλλά πολύ μετά έγινε η κριτική.

Χ.Μ.: Νομίζω ότι τη διάβασε στη φυλακή.
Ν.Χ.:
 Όχι, στη φυλακή πήρε τα ποιήματά μου. Η τόλμη μου ήταν να του στείλω στην φυλακή τα

 ποιήματά μου, που σήμαινε ότι θα με πιάναν αμέσως διότι απαγορευόταν η αλληλογραφία με

 κρατουμένους.

Χ.Μ.: Σίγουρα, αυτό ήταν πολύ τολμηρό εκ μέρους σας!
Ν.Χ.:
 Όχι, δεν ήταν τολμηρό. Ο Αναγνωστάκης έχει και μια αδελφή, τη Λούλα Αναγνωστάκη, 

η οποία είναι θαυμάσια θεατρική συγγραφέας. Η Λούλα είχε και λεφτά. 

Είχε τρεις χιλιάδες λίρες το ’50, οι οποίες ξοδεύτηκαν όλες για να ταϊστούν και να λαδωθούν

 διάφοροι υπουργοί και έτσι να γλιτώσει το θάνατο ο Αναγνωστάκης. Και τον γλίτωσε! 

Βέβαια, ο Αναγνωστάκης από τότε θρηνούσε και οδύρετον διότι οι άλλοι σύντροφοι του εκτελέ

στηκαν και αυτός σώθηκε, επειδή είχε λίρες η αδελφή του.

Χ.Μ.: Γνώριζε όμως ότι έγινε αυτό το πράγμα από την αδελφή του;
Ν.Χ.:
 Το ήξερε! Η αδελφή του όμως ποικιλοτρόπως τον συμπαραστάθηκε! 

Εκτός του ότι τάιζε υπουργούς, και συγκεκριμένα ένας υπουργός ονόματι Μπακαλπάσης*-

του οποίου γνώρισα τον γιο, ασήμαντο πρόσωπο-πήρε λεφτά από τη Λούλα.

Χ.Μ.: Ήταν υπουργός σε ελληνική Κυβέρνηση;
Ν.Χ.:
 Σε ελληνικότατη Κυβέρνηση, του Τσαλδάρη**, το 1949! 

Η μάνα της Λούλας είχε συνδέσεις. Με ποιους, μπορείς να φαντασθείς; 

Με τις κυρίες των τιμών! Δηλαδή με το Παλάτι! 

Το δε Παλάτι είχε μια φράξια στην Κυβέρνηση που την ήλεγχε.

 Αυτός ο Μπακαλπάσης, φερ’ ειπείν, ήταν οργανέτο της αυλής.

 Και επανέρχομαι στη Λούλα. Εκτός το ότι τάισε τον Μπακαλπάση με πολλές λίρες-

μεγάλη δόση, δύο χιλιάδες λίρες επί συνόλου τριών-τάισε και διάφορα τσογλάνια, παρακοιμώ

μενους, χαφιέδες και μούτρα του Διευθυντή των φυλακών. 

Λοιπόν, έπιασε τον κατάλληλο, αυτός που ήταν επί της αλληλογραφίας, τον φλόμωσε στα 

λεφτά και μπορούσε η αλληλογραφία Αναγνωστάκη να μπαινοβγαίνει ελεύθερα στις φυλακές.

 Τότε ήταν που έβγαλα την ΄΄Εποχή των ισχνών αγελάδων΄΄ και είπα στην Λούλα να του πάει 

και τα ποιήματά μου. «Θα τα πάρω, θα τα πάρω», μου είπε, γιατί με θαύμαζε και με εκτιμούσε

 πολύ, όπως την εκτιμούσα κι εγώ.

 Και πράγματι, τα πήρε, τα έδωσε στον Αναγνωστάκη, κανείς δεν πήρε χαμπάρι, ο Αναγνωστά

κης τα διάβασε, έγραψε μια κριτική πολύ επαινετική, μου την έστειλε η Λούλα και έφθασε στα

 χέρια μου χωρίς να περάσει από λογοκρισία.
Έτσι που λες. Έχω μεγάλη εκτίμηση στον Αναγνωστάκη.

 Δεν ξέρω αν μπορεί να είναι ισοβάθμιος με τον Ρίτσο, ο οποίος είναι μια κορυφή εκ των

 προτέρων αλλά, είτε είναι λίγο ανώτερος είτε είναι λίγο κατώτερος, ο Αναγνωστάκης είναι

 σπουδαίος ποιητής.

 Δεν θέλω να πω μεγάλος ποιητής, γιατί πάει πολύ, αλλά σπουδαίος ποιητής είναι! 

Και όλη μου τη ζωή προσπάθησα να το διαφημίζω και να λέω: «Προσέξτε, είστε Αριστεροί; 

Δεν είναι μόνο ο Ρίτσος. Αφήστε τον Ρίτσο. Ο Ρίτσος δεν λέει τίποτε ουσιαστικό». 

Και πράγματι, ο Ρίτσος δεν είπε τίποτε ουσιαστικό. Που και που κανένα ωραίο στίχο.

 Αλλά ωραίους στίχους έχουν γράψει όλοι. 

Ο Αναγνωστάκης όμως έγραψε λίγα αλλά ζουμερά!

Χ.Μ.: Η γνώμη σας για το Μίλτο Σαχτούρη ποια είναι;
Ν.Χ.:
 Τον ξέρω. Δεν είναι πάρα πολύ καλή. Είναι σπουδαίος και αυτός ποιητής αλλά πιο 

παρακατιανός.

 Εδώ υπάρχει και κάτι το οποίο θεωρώ αρνητικό. Ο Μίλτος Σαχτούρης είναι επηρεασμένος

 από Γάλλους. 

Ο Αναγνωστάκης δεν είναι ούτε από Γάλλους ούτε από Άγγλους.

 Ο φίλος του ο Κλείτος Κύρου όμως είναι επηρεασμένος από Άγγλους, αλλά ο Αναγνωστάκης

 δεν είναι. 

Λοιπόν, έχει και μια ιδιοτυπία ως προς αυτό. Ακολουθεί πιο πολύ τα χνάρια του Καβάφη ο 

οποίος έλεγε πως η μόνη λύση είναι να ξεχάσουμε τους Άγγλους και τους Γάλλους και να θυμη

θούμε ότι είμαστε απόγονοι των ελληνιστών. Δηλαδή των ελληνιστικών χρόνων.

 Του Καλλίμαχου απόγονοι. Από εκεί να πάρουμε διδάγματα.

 Και πράγματι, είναι μια ολόκληρη ιστορία. 


Ο Καβάφης είναι σπουδαίος για δύο λόγους. 

Πρώτον, διότι είναι μεγάλος ποιητής. Δεύτερον, γιατί μας έδωσε ένα δίδαγμα ποιητικής. 

Από που ν’ αρμέγουμε. Να αρμέγουμε μόνο από ένα βυζί, τους ελληνιστικούς χρόνους.

 Και πράγματι, δεν έπεσε έξω, ούτε ο Καβάφης ούτε όσοι τον μιμήθηκαν. 

Αλλά ποιοι τον μιμήθηκαν; Όλοι αυτοί αντιγράφουν Γάλλους και Άγγλους! 

Ο Αναγνωστάκης είναι σπουδαίος και ως προς αυτό. 


Αυτό που σου είπα να το προσέξεις σαν μια βασική μου αρχή. 

Ότι, δηλαδή, στον Καβάφη οφείλουμε δύο πράγματα. Την ύπαρξη ενός μεγάλου ταλέντου, 

καλώς ή κακώς δεν το συζητώ, και τη διδασκαλία-μια διδασκαλία σοβαρή-ότι αν θέλουμε να

 προκόψουμε πρέπει να ξεχάσουμε και τους Γάλλους και τους Άγγλους και να στραφούμε

 στους αρχαίους Έλληνες.

 Και μάλιστα, όχι της κλασικής εποχής, γιατί δεν ταιριάζουν και οι εποχές μας, της ελληνιστικής

 εποχής που είναι λίγο παρηκμασμένη, λίγο παρακατιανή, λίγο πεσμένη.

 Δεν γράφουν πια τραγωδίες, γράφουν όμως επιγράμματα που ταιριάζουν πιο πολύ με τα δικά

 μας τα ποιήματα.

Χ.Μ.: Απ’ ότι φαίνεται κύριε Χριστιανόπουλε, μέσα από το έργο σας, ο έρωτας έπαιξε με

γάλο ρόλο στην ζωή και στην ποίησή σας. Όσο όμως περνούν τα χρόνια βλέπω ότι 

εκμηδενίζεται το ερωτικό στοιχείο στην ποίησή σας και υπερισχύει το ιστορικό στοιχείο.

 Είναι όντως έτσι τα πράγματα ή κάνε λάθος;

Ν.Χ.: Περίπου έτσι είναι. Πρώτα-πρώτα έχω και σ’ αυτό μια θεωρία.

 Η θεωρία μου λέγει πως είμαστε ερωτικοί όσο ο πούτσος μας είναι σηκωμένος.

 Σ’ αυτά τα χάλια που είμαστε τώρα, που ούτε σηκώνεται ούτε…ούτε…η ποίηση τι θα κάνει; 

Θα σηκωθεί η ποίηση; Δεν σηκώνεται.

 Υπάρχει λοιπόν μεγάλη αναλογία.

Είμαστε ερωτικοί ποιητές όσο συμβαίνει αυτό το πράγμα. 

Όταν δεν συμβαίνει παύομε να είμαστε ερωτικοί. Και επειδή αυτό το πιστεύω, το εφαρμόζω και

 στη ζωή μου. Όσο υπήρχε ακόμη κάποιος δυναμισμός, εντάξει, έκανα ότι έκανα.

 Όταν όμως άρχισε να πέφτει αυτός ο δυναμισμός, με πιο δικαίωμα; 

Με τις αναμνήσεις; Γι’ αυτό στράφηκα περίπου στην Ιστορία.

 Από την άποψη αυτή δεν σας κρύβω ότι πλησιάζω πιο κοντά προς τον Καβάφη γιατί τα 

ερωτικά του ποιήματα δεν είναι πολύ καλά κατά τη γνώμη μου. 

Και είναι το πιο αδύνατο κομμάτι. 

Πρώτα είναι τα φιλοσοφικά, μετά τα ιστορικά και τρίτο τα ερωτικά. 

Αλλά, κι’ εγώ, είτε θέλω είτε δεν θέλω, τον τελευταίο καιρό, που πια δεν έχω ν’ ασχοληθώ με

 τον έρωτα, ασχολούμαι με αυτά τα πράγματα.

 Η ποιητική μου συλλογή ΄΄Η πιο βαθιά πληγή΄΄ είναι σπουδαία ακριβώς διότι έρχεται σε μια

 εποχή πτώσης των ερωτικών αξιών.

 Και πράγματι, προκειμένου να κοροϊδεύω τον εαυτό μου, με απομιμήσεις και αναμνήσεις ερω

τικών ιστοριών, που δεν έχουν καμιά βάση, προτιμώ να δέχομαι τα ιστορικά, τα οποία κάτι μου 

λένε, παρά τα ερωτικά που αυτή τη στιγμή δεν μου λεν σχεδόν τίποτα.

 Τι να κάνω; Δηλαδή είναι η πρώτη φορά που ανακάλυψα την αναλογία της ερωτικής ποίησης

 με το βίωμα και όχι με την ανάμνηση. 

Γιατί, δυστυχώς, ο Καβάφης έκανε αναμνήσεις: ΄΄Μέρες του 1903΄΄, του 1906, του 1909! 

Ναι, αλλά είχε παρέλθει το πράγμα. Η τσουτσού δεν σηκώνονταν. Και αυτό είναι πολύ σοβαρό 

και πρέπει όλοι να το ξέρουν και να μην κάνουν μπούρδες με το νου τους.

 Δηλαδή υπάρχει μεγάλη αναλογία της ωριμότητας του ανθρώπου με τον έρωτα.

 Και όσο είναι η αρχή της ωριμότητας καλά, αλλά μετά, όταν γυρίσει το φύλο, δεν είναι τίποτα

. Είναι ένας αυνανισμός της μνήμης.

Χ.Μ.: Πιστεύετε κύριε Χριστιανόπουλε ότι το έργο σας έχει κατανοηθεί σε βάθος; 


Ν.Χ.: Πρώτα πρώτα, να σας πω την αλήθεια, δεν ξέρω αν εγώ το έχω κατανοήσει σε

 βάθος. Και αφού δεν το έχω κατανοήσει σε βάθος, θα το κατανοήσουν οι ερευνητές μου;

 Χ.Μ.: Τι θέλετε να μου πείτε με αυτό; Ότι δεν ξέρατε τι γράφατε;

Ν.Χ.: Ναι, και εγώ καλά-καλά δεν ξέρω τι έχω κάνει. Ναι, δεν ξέρω και μην σου φαίνεται παρά

ξενο. Και ποιος θα το κρίνει; Ο χρόνος! 

Είναι όμως ακόμη νωρίς. Ακόμη δημιουργώ, που λέει ο λόγος. Τώρα τι δημιουργώ δεν έχει

 σχέση. Πάντως ακόμη δημιουργώ! 

Και δεν υπάρχει καμιά απόσταση. 

Πρέπει να πεθάνω και μετά ν’ αρχίσει ο χρόνος, είτε να καταλύει είτε ν’ ανυψώνει. 

Ο Καβάφης συνέχεια ανεβαίνει. Αυτό δεν είναι τυχαίο. Πολλοί το αντίθετο. 

Πέφτουν, πέφτουν, πέφτουν! Εγώ δεν αντέχω πια να διαβάσω ένα ποίημα του Παλαμά. 

Έχω διαβάσει 33 ποιητικές συλλογές του Παλαμά! Γιατί ο Παλαμάς έγραψε 33 συλλογές! 

Τι κατάφερα ξέρεις; Επειδή είμαι καλοπροαίρετος άνθρωπος, απ’ την κάθε συλλογή πήρα ένα

 ποίημα. Επομένως, 33 συλλογές 33 ποιήματα! 34 δεν υπάρχουν!

Χ.Μ.: Είμαι βέβαιος ότι οι νέοι αγαπούν την ποίηση σας…

Ν.Χ.: Πάρα πολύ!

Χ.Μ.: Γιατί κύριε Χριστιανόπουλε; Μήπως αυτό γίνεται γιατί οι νέοι ανακαλύπτουν στην

 ποίησή σας μηνύματα που τους ενδιαφέρουν;

 Ν.Χ.: Δεν μπορώ να απαντήσω για ένα απίθανο λόγο. Έχω ξεκόψει πια από τους νέους. 

Δεν μπορώ να εκφράσω τα αισθήματα ενός νέου παιδιού που με αγαπάει. Το καταλαβαίνεις;

 Μου είναι αδύνατο.

Χ.Μ.: Λόγω ηλικίας;

 Ν.Χ.: Λόγω ηλικίας! Είμαι 81 χρονών! Έζησα τρεις γενιές! Την πρώτη, τη δεύτερη και τώρα

 διανύω την τρίτη. Που θα πάει αυτό το πράγμα; Μάλιστα, δεν ξέρω αν γνωρίζεις ότι, όταν μια 

επιτροπή έφτιαχνε τα νεοελληνικά αναγνώσματα, για τα γυμνάσια και τα λύκεια, ρώτησαν τους

 ποιητές να πούνε ποια ποιήματά τους δέχονται για τα καλύτερά τους, ώστε να τα έχει υπόψη

 της η επιτροπή, είτε τα δεχθεί είτε όχι.

 Τότε εγώ απάντησα ότι αρνούμαι να δεχθώ να συμπεριλάβουν ποιήματά μου για τα παιδιά.

 Διότι θεωρώ ότι τα ποιήματά μου δεν είναι για ανώριμες ηλικίες. Είναι για ώριμες ηλικίες. 

Επειδή πίστευα ότι είναι ανώριμες δεν ήθελα.

Χ.Μ.: Το πιστεύετε και τώρα; Δηλαδή ότι οι νέοι μας είναι ανώριμοι; Η ανθρωπότητα έχει

 προχωρήσει σημαντικά κύριε Χριστιανόπουλε και οι νέοι μας τα γνωρίζουν όλα από την

 παιδική τους ηλικία.

Ν.Χ.: Ναι, το ξέρω. Αυτό μου το έχουν πει και πολλές καθηγήτριες. Ότι έχουν αλλάξει πάρα

 πολύ τα πράγματα. Εγώ όμως, που δεν έχω ανάλογες εμπειρίες, δεν μπορώ να πιστέψω ότι,

 όντως, για τους νέους, έχουν αλλάξει. Αλλά άλλαξαν! 

Απόδειξη ότι ποιήματά μου που εγώ τα θεωρούσα, ας πούμε, ανήθικα, τώρα οι νέοι κατενθου

σιάζονται που τα διαβάζουν! 

Αυτό το ποίημα ο ΄΄Δημάς΄΄, παίρνει και δίνει επειδή μπήκε στα νεοελληνικά αναγνώσματα.

 Και μπήκε χωρίς να μου ζητήσουν την άδειά μου. Σαν ξέφραγο αμπέλι, ότι θέλουν βάζουνε.

 Τέλος πάντων! Και πολλά άλλα, πιο μικρά, είναι και πιο αγαπητά.

 Κάτι δε μικρούλια που έχω τα λατρεύουν. Αλλά, θέλω να σου πω, είμαι τίμιος.

 Δηλαδή, δεν αρκεί να μου το πει κάποιος ή να το σκεφτώ. Δεν έχω συνειδητοποιήσει αυτή την 

αλλαγή που έγινε με τη νέα γενιά. Είμαι, ας πούμε, πέρα βρέχει! 

Μια άλλη εποχή! Καλώς ή κακώς, ας κριθώ με τη λογική: κακώς.

 Και ας κριθώ με την εντιμότητα: καλώς.

Χ.Μ.: Σήμερα γράφετε κύριε Χριστιανόπουλε;

Ν.Χ.: Όχι.

Χ.Μ.: Δεν σας απασχολεί κάποιο θέμα σήμερα;

Ν.Χ.: Πολλά!

Χ.Μ.; Μπορείτε να μου αναφέρετε κάποιο;

 Ν.Χ.: Πάλι θέλω να γράψω μια ερωτική σειρά αλλά, αυτή τη φορά, να είναι πράγματι μια σειρά

. Δηλαδή, να είναι καμιά δεκαπενταριά ποιήματα ομοειδή, να αποτελούν ένα κύκλο, αλλά δεν

 έχω ούτε καιρό ούτε διάθεση. Έχω τόσες πολλές απασχολήσεις που δεν μπορείς να φαντα

σθείς! Θέλω και δεν μπορώ! Και δεν γράφω. Το πήρα απόφαση.

Χ.Μ.: Όταν λέτε «απασχολήσεις» εννοείτε με το έργο σας;

Ν.Χ.: Όχι, με αγγαρείες! Πιθανές και απίθανες! Εν πάση περιπτώσει, και αυτά που έγραψα

 ξέρεις τι λίγα είναι!

Χ.Μ.: Αυτά που γράψατε τον τελευταίο καιρό;

Ν.Χ.: Όλα, απ’ το ’50 που άρχισα μέχρι τώρα. Εξήντα χρόνια, 350 ποιήματα! 

Όσα ακριβώς και του Καβάφη. 

Ο Καβάφης έκανε 154 παραδεκτά και 188 μη παραδεκτά. Σύνολο έγραψε 330, περίπου όσα

 και εγώ.

 Αλλά με μια διαφορά. Τα μισά ποιήματά μου είναι μικρά. Δυο στιχάκια. 

Ενώ ο Καβάφης δεν έχει ποτέ δύο στιχάκια.

 Έχει ποιήματα 8 μέχρι 18 στίχων. Αυτή είναι η μόνη διαφορά.       

Χ.Μ.: Πως είδατε τη μελοποίηση στίχων σας από τον Μάνο Χατζιδάκι; Εννοώ τα 

΄΄Τραγούδια της αμαρτίας΄΄ .

 Ν.Χ.: Προσέξτε να δείτε. Για τον Χατζιδάκι νιώθω μεγάλο σεβασμό αλλά και μεγάλη αδιαφορία 

για το μουσικό έργο του. Δεν είμαι θαυμαστής του. Το φαντάζεσαι! Δεν είμαι θαυμαστής του

 έργου του Χατζιδάκι!

Χ.Μ..: Με εκπλήσσετε! Και αυτό γιατί η μισή σχεδόν Υφήλιος έχει υποκλιθεί στο έργο και

 στο ταλέντο του Χατζιδάκι!

Ν.Χ.: Καλά, πειράζει εγώ να έχω διαφορετική γνώμη;

Χ.Μ.: Όχι, δεν πειράζει. Εξάλλου είναι και θέμα γούστου αυτό.

Ν.Χ.: Ακριβώς, αλλά είναι κι’ ένα γούστο που συνδυάζεται και με μια κάποια σοβαρότερη αντιμε

τώπιση. Δεν είναι μόνο γούστο.

 Είναι και κάτι άλλο. 

Ο Χατζιδάκις ορκίστηκε να μυήσει την καλή κοινωνία στα λαϊκά θέματα.

 Επειδή όμως, ήταν ευρύτερη μουσική προσωπικότητα, δεν ήταν μόνο λαϊκά θέματα. 

Πήρε και από τη σοβαρή μουσική πολλά. Και περίπου έκανε ένα κουρκούτι ανάμεσα στο λαϊκό

 και στο σοβαρό. Και αυτό το κουρκούτι επέτυχε πάρα πολύ!

 Η μητέρα μου, λόγου χάρη, η οποία αποτροπιάζονταν ν’ ακούει ρεμπέτικα, άκουγε με πολύ 

ευχαρίστηση Χατζιδάκι. Και δεν ήταν τίποτε ιδιαίτερα μορφωμένη. Μια λαϊκή γυναίκα ήταν αλλά

 το αισθητήριο της την οδηγούσε προς τα εκεί. 

Ο Χατζιδάκις με ανακάλυψε πολύ αργά και έμεινε κατάπληκτος απ’ την ποιότητά μου. 

Και, μάλιστα, μου είχε πει-τώρα δεν ξέρω αν πρέπει να τα λέμε αυτά:

 «Δυστυχώς, σε ανακάλυψα πολύ αργά. Όλη μου τη ζωή την έφαγα με τον Γκάτσο». 

Και αυτό το είπε σαν μια απολογία. Να απολογηθεί που έχασε τη ζωή του με τον Γκάτσο! 

Ο Νίκος Γκάτσος πάλι, ύστερα από την ΄΄Αμοργό΄΄, η οποία ήταν ένα εκπληκτικό πράγμα,

 έπεσε σε μια στιχουργία του γλυκού νερού, «σ’ αγαπώ, θα στο πω».

 Αλλά ο Χατζιδάκις μου το είπε μ’ ένα τρόπο απολογητικό: 

«Τι κρίμα, δυστυχώς, γιατί να μην σε γνωρίσω νωρίτερα».

Χ.Μ.: Είχατε γνωριστεί με τον Χατζιδάκι;

Ν.Χ.: Όχι, ποτέ! Λίγο με το τηλέφωνο. Μιλήσαμε καμιά δεκαριά φορές. Μου είπε ότι ετοίμαζε

 ένα νέο δίσκο, ΄΄Τα τραγούδια της αμαρτίας΄΄ . Δεν ήξερε τι τίτλο να βρει. Βρήκε ένα τίτλο που

 μου άρεσε πάρα πολύ αλλά τελικά τον ακύρωσε: 

΄΄Η αμαρτία είναι βυζαντινή και ο έρωτας είναι αρχαίος΄΄ .

 Αυτός θα ήταν ο τίτλος. Αλλά αυτό ήταν ένα απόφθεγμα, το οποίο είναι ωραίο ως απόφθεγμα

 αλλά για τίτλος τραγουδιών δεν πάει. Και γι’ αυτό προτίμησε ΄΄Τα τραγούδια της αμαρτίας΄΄,

 ο οποίος δεν μου αρέσει καθόλου εμένα. 

Διότι εγώ πουθενά δεν έχω τη λέξη αμαρτία. Άλλο το τι θέλω και σκέφτομαι και άλλο το τι λέω. 

Γιατί δεν την έχω πει ποτέ; Δεν μπορούσα; Γιατί ας πούμε τη λέξη ΄΄καύλα΄΄ την έχω 100 φορές

 στα ποιήματά μου και τη λέξη «αμαρτία» καμιά; 

Και, μάλιστα, όταν έγιναν χορόδραμα από την ΄΄Ομάδα εδάφους΄΄, του Παπαϊωάννου, 

ο Παπαϊωάννου ήλθε και μου είπε: «Θέλω να κάνω αυτό το χορόδραμα αλλά δεν μου αρέσει ο 

τίτλος ΄΄Τα τραγούδια της αμαρτίας΄΄, έχετε μήπως καμιά καλύτερη ιδέα εσείς;».

 Εγώ πάλι, μισό κουτοπόνηρα, λέω: «Όχι, δεν έχω». «Έχω όμως εγώ», μου απάντησε. 

Του λέω: «Τι έχετε;». Έχω τον τίτλο ενός ποιήματός σας που ονομάζεται ΄΄Ενός λεπτού σιγή΄΄ 

. «Μπράβο», του λέω, «πολύ ευχαρίστως!».

 Και έτσι αυτό κυκλοφόρησε με τον τίτλο ΄΄Ενός λεπτού σιγή΄΄, για ένα μήνα στο Γκάζι.

 Λοιπόν, θέλω να σου πω, είχα διαφορές με τον Χατζιδάκι. 

Και οι διαφορές μου είναι βαθύτερες. 

Ξεπερνούν και τον Χατζιδάκι. Ξεπερνούν τον χώρο που ήταν. Ο χώρος της καλής κοινωνίας 

που θέλει ένα σπουδαίο μουσικό για να την εκφράζει. Γι’ αυτό, από την άποψη αυτή, ευθύς

 εξ’ αρχής, ήμουν υπέρ του Τσιτσάνη.   

 

Χ.Μ.: Πως έτυχε να καταπιαστείτε με τον Βασίλη Τσιτσάνη;

Ν.Χ.: Κατ’ αρχήν, τον γνώρισα από μωρό.

Χ.Μ.: Που τον γνωρίσατε; Εδώ στη Θεσσαλονίκη;

Ν.Χ.:Ναι, έντεκα χρονών, εδώ στη Θεσσαλονίκη. Τον γνώρισα το ’42. 

Τρεις μήνες πριν παντρευτεί… 


Χ.Μ.: Πριν παντρευτεί τη Ζωή;

 Ν.Χ.: Ναι, τη Ζωή, η οποία αυτή ήταν μια ωραία γυναίκα αλλά δεν ξέρω αν ταίριαζαν.

 Από το αποτέλεσμα φαίνεται ότι δεν ταίριαζαν, διότι τα δυο τους παιδιά, που μοιάσαν της

 Ζωής και δεν μοιάσαν του Τσιτσάνη, είναι ντενεκεδάκια. 

Τίποτα δεν πήραν απ’ τον μπαμπά. Μα, τίποτα! Ο Τσιτσάνης κάτι είχε. Δεν φαίνονταν το τι

 είχε, αλλά είχε! Και όντως μπορούσες να καταλάβεις, και μπούφος να ήσουν, ότι είχε κάτι. 

Ήταν δηλαδή μια ι-δι-ο-φυ-ϊ-α! Σας αρέσει δεν σας αρέσει αυτή η μεγάλη λέξη, είναι γεγονός. 

Είχε μια ιδιοφυϊα!

 Χ.Μ.: Πέραν από το ταλέντο;

Ν.Χ.: Πέραν από το ταλέντο, βέβαια! Αυτό υπήρχε! Λόγου χάρη, μισούσε τα σμυρναίικα. 

Πρωτοφανές! Δεν ήθελε ν’ ακούσει για σμυρναίικα! Και όχι μόνο τα σμυρναίικα αλλά και για την

 Ρόζα Εσκενάζυ, που ήταν Κωνσταντινουπολίτισσα. Δεν ήθελε ούτε και να την ακούσει και γι’

 αυτό δεν συνεργάστηκε ποτέ μαζί της. 

Συνεργάστηκε με την Μαρίκα Νίνου η οποία ήταν περίπου στο ίδιο κλίμα. 

Λοιπόν, αυτός είχε ένα τζίνι, ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω τι ακριβώς ήταν, αλλά το είχε.

 Και αυτό φαίνεται από τ’ ότι και τ’ άλλα τέσσερα αδέλφια του ψευτοτραγουδούσαν ή 

ψευτοέπαιζαν μπουζούκι αλλά δεν έγιναν συνθέτες. Δηλαδή δεν ήταν ταλέντα.

 Αυτός όμως ήταν από μωρό! Μπορείς να φαντασθείς ότι η ΄΄Μάγισσα της Αραπιάς΄΄ γράφτηκε

 όταν ήταν σε ηλικία 14 χρόνων! Εγώ, σ’ αυτή την ηλικία, δεν ήξερα από που έρχονται τα

 παιδιά. Πίστευα πως τα φέρνει ο άγγελος απ’ τον ουρανό. Το φαντάζεσαι; Τέτοιες αφέλειες,

 14 χρόνων! Λοιπόν, κάτι είχε ο άνθρωπος αυτός. Με γοήτευσε! Πρόλαβα, βέβαια, να τον

 χαρακτηρίσω «παιδί θαύμα»! Και όντως έτσι ήταν! 

Αλλά, όπως ξέρεις, τα «παιδιά θαύμα», όσο μεγαλώνουν ξεφουσκώνουν. 

Και, δυστυχώς, αυτό έγινε και με τον Τσιτσάνη. Επειδή δεν είχε και μια ουσιαστικότερη παιδεία

 που είχε ο Χατζιδάκις. Και καθώς βρέθηκε στο κέντρο της Αθήνας, και χάθηκε η Θεσσαλονίκη 

η οποία τον τάιζε πάρα πολύ, σιγά-σιγά άρχισε να ξεφουσκώνει.

 Το έτος όπου φαίνεται πια το ξεφούσκωμα είναι το 1953. 

Μέχρι που πέθανε, 25 χρόνια, δεν έδωσε τίποτα.

 Χ.Μ.: Εννοείτε πως από το 1953 και μετά ήταν υποδεέστερα τα τραγούδια του;

Ν.Χ.: Ναι, σαφώς! Αλλά μέχρι τότε κάλπαζε! 23 χρονών έγραψε την ΄΄Αρχόντισσα΄΄ . 

Το φαντάζεσαι! Μεγάλης κλάσεως τραγούδι! Πολύ ανώτερο απ’ την ΄΄Συννεφιασμένη Κυριακή΄΄

 . Και, μάλιστα, κάποτε με ρώτησαν: «Τι σας αρέσει πιο πολύ από τον Τσιτσάνη, 

η ΄΄Συννεφιασμένη Κυριακή΄΄;». Και απάντησα: «Όχι, εμένα μου αρέσουν τα τρία ΄΄Α΄΄».

 Και διερωτήθηκαν ποια είναι τα τρία ΄΄Α΄΄. «Η ΄΄Αρχόντισσα΄΄, η ΄΄Αχάριστη΄΄ και η 

΄΄Αθηναίισα΄΄», απάντησα. Και έμειναν κατάπληκτοι! 

Εν πάση περιπτώσει, για τον Τσιτσάνη, πράγματι, έφαγα 15 χρόνια για το βιβλίο του, κουράστη

κα πάρα πολύ, αλλά νομίζω έκανα κάποιο έργο.

 Ο Τσιτσάνης έγραψε 700 τραγούδια, μετρημένα και αριθμημένα. Τα ¾ όμως είναι σαβούρες.

 Κάτω του μετρίου! Μου λέει ένας: 

«Μην το λες βρε παιδί μου και τον υποτιμάς τον άνθρωπο». Του λέω: 

«Έχω κάθε δικαίωμα να τον υποτιμήσω διότι το ¼ είναι να πέσεις κάτω ξερός!».


 Χ.Μ.: Δηλαδή είναι αριστουργήματα!


 Ν.Χ.: Βεβαίως! Γι’ αυτό λοιπόν έχω κάθε δικαίωμα. Τ’ άλλα δεν τα λέω, είναι σαβούρες. 

Και, πράγματι, κάθισα, λοιπόν, και τα μέτρησα. Αυτά είναι σύνολο 680.

 Από αυτά επέλεξα 187.

Χ.Μ.: Περίμενα ν’ ακούσω από εσάς κάτι για το στίχο του Τσιτσάνη. Γιατί είναι γνωστό

 πως σε όλα σχεδόν τα τραγούδια του έγραψε αυτός τους στίχους.

 Ν.Χ.: Όχι σ’ όλα, στα μισά. Και παραδόξως αυτά τα μισά, είναι τα μισά της καλής εποχής.

 Τ’ άλλα μισά, που είναι της κακής εποχής, είναι ξένων οι στίχοι.

Ν.Χ.: Δηλαδή, εκεί που έγραψε τους στίχους και τη μουσική έχουμε επιτυχίες;

Χ.Μ.: Ναι! Και με δικαιώνει και αυτό το πράγμα. Βρήκε στην Αθήνα πολλούς στιχουργούς

 οι οποίοι τον ξεμυάλισαν, όπως κάποια Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου. 

Κάτι χαζομάρες, ας πούμε, σπουδαίες.

 Δεν είναι έτσι. Αυτά που έγραψε μόνος του είναι απίθανα! 

Αυτή την ποιήτρια, την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, δήθεν ποιήτρια, του κώλου ήταν, τέλος

 πάντων, στην αρχή την επαινούσε ο Τσιτσάνης και μετά την κατηγορούσε. 

Τρελοκομείο! Το θέμα είναι ότι ο Τσιτσάνης είχε και στοιχεία ποιητικά.

 Συνεργάστηκε με μια ποιήτρια σπουδαία, η οποία ήταν η πρώτη σύζυγος του ποιητή 

Γιώργου Βαφόπουλου, εδώ στη Θεσσαλονίκη. 

Ο Βαφόπουλος παντρεύτηκε δύο φορές. 

Την πρώτη φορά παντρεύτηκε μια σχεδόν τρελή. Την Ανθούλα Σταθοπούλου-Βαφοπούλου, 

η οποία ήταν απίθανη ομορφιά! 

Την είδε ο Ξενόπουλος και την ερωτεύτηκε παράφορα! 

Σε ηλικία 70 χρονών έτρεχε από πίσω της σαν σκυλάκι! 

Και δεν του πέρασε του Ξενόπουλου παρά μόνο όταν πέθανε. Τέτοιος νταλκάς! 

Το φαντάζεσαι! Ενώ λοιπόν αυτή είχε απίθανη ομορφιά-εγώ δεν την είδα, είδα φωτογραφία της

 αλλά ήταν όντως κάτι το απίθανο-είχε όμως μερικά κουσούρια. Πολλά κουσούρια. 

Πρώτον, ήταν τρελή. Σκέψου τώρα να συζήσεις με μια τρελή! 

Δεύτερον, ήταν κουτσή. Όχι, δεν είχε άλλα κουσούρια. Αυτά τα δύο ήταν. Τρελή και κουτσή!

 Και είχε εκπληκτική ομορφιά!

 Αυτή δεν τη γνώριζε ο Τσιτσάνης παρά μόνο απ’ τα ποιήματά της.

 Πήρε λοιπόν μερικά ποιήματα και τι έκανε; Είχε τη μανία να τα διορθώνει. 

Και παραδόξως, όσα της διόρθωσε τα έκανε καλύτερα. Καλύτερα, το φαντάζεσαι! 

Και τώρα έχουμε και αυτής και του αλλουνού τους στίχους.

 Και οι στίχοι του Τσιτσάνη έχουν αισθητή διαφορά προς το καλύτερο! 

Λοιπόν, αυτά που έχω διαλέξει του Τσιτσάνη, τα 187, είναι αριστουργήματα, ένα και ένα!

 Γενικά είναι πιο λαϊκός τύπος, πιο ανόθευτος, πιο αχάλαστος, ενώ ο Χατζιδάκις είναι

 το αντίθετο. Είχε μια πλήρη εποπτεία του όλου υλικού του.

 Είτε είναι λαϊκή μουσική είτε είναι κλασική μουσική, έχει μια απίθανη ικανότητα να τα ανακατώ

νει όπως θέλει προς το καλύτερο αποτέλεσμα και γι’ αυτό ξετρελαίνονται όλοι.

 Αλλά αυτό είναι ένα μαγειρεμένο πράγμα.

 Και αυτό, χωρίς να θέλω, το ομολογώ και το επαληθεύω κάθε λίγο και λιγάκι. 

Σπουδαία πράγματα έκανε, πραγματικά! Χαίρομαι που οι άνθρωποι κατάλαβαν 

ότι δεν κορόιδευε ο Χατζιδάκις το ακροατήριο του. 

Αλλά, παρόλα αυτά, δεν βλέπω τι θα βαστάξει πολύ. 

Ο Χατζιδάκις θα πέσει διότι δεν είναι μόνο η ικανότητα για να κάνεις σωστό κουρκούτι.

 Πρέπει το κουρκούτι, απ’ τη στιγμή που βγαίνει, να είναι σωστό και όχι να πλάθεται.

 Άντε, να τελειώνουμε. Αρκετά είπα και κουράστηκα.

Χ.Μ.: Κύριε Χριστιανόπουλε, σας ευχαριστώ θερμά γι’ αυτή την ωραία συνομιλία μας.

 Αλλά θέλω να σας πω, πως παρά τα 81χρόνια σας, θαύμασα τη σκέψη σας και τη δεινό

τητα του λόγου σας.

 Ν.Χ.: Έλα τώρα! Η αλήθεια είναι ότι έτσι σκέφτομαι για όλα τα ζητήματα….


*********************

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

*Ο Αναστάσιος Μπακαλμπάσης(1889-1957) ήταν Έλληνας πολιτικός. Γεννήθηκε και μεγάλωσε

 στην Καλλίπολη της Ανατολικής Θράκης. Αποφοίτησε από τη Μεγάλη Σχολή του Γένους στην

 Κωνσταντινούπολη και στη συνέχεια σπούδασε Νομικά στην Κωνσταντινούπολη, στο Βέλγιο

 και το Παρίσι και οικονομικά στη Γενεύη της Ελβετίας. Εκλέχτηκε βουλευτής Καλλίπολης το

 1920 και από το 1923 βουλευτής Ροδόπης σε αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις. Το 1923 

συμμετείχε στη σύσκεψη της Λωζάνης μαζί με τον Ελευθέριο Βενιζέλο με την ιδιότητα του δεύτε

ρου γραμματέα. Πολιτικά ήταν ενταγμένος στο κόμμα της Δημοκρατικής Ένωσης του Αλέξαν

δρου Παπαναστασίου και διετέλεσε υπαρχηγός του Κόμματος. Ως Υπουργός Αεροπορίας το 

1948 επί κυβερνήσεως Θεμιστοκλή Σοφούλη μερίμνησε για την κατασκευή και λειτουργία στην

 Κομοτηνή πολιτικού αεροδρομίου, το οποίο σήμερα φέρει το όνομά του. Συμμετείχε σε κυβερ

νήσεις του Αλέξανδρου Παπαναστασίου, του Αλέξανδρου Ζαίμη, του Ελευθέριου Βενιζέλου και 

του Θεμιστοκλή Σοφούλη.

**Ο Ντ. Χριστιανόπουλος φαίνεται ότι έχει μπερδέψει τον Θεμιστοκλή Σοφούλη με τον Παναγή 

Τσαλδάρη εφόσον ο Μπακαλμπάσης υπουργοποιήθηκε για τελευταία φορά το 1948 επί πρωθυ

πουργίας Θεμιστοκλή Σοφούλη. ***Κουρκούτι: Βρασμένος χυλός από αλεύρ


Μία συνέντευξη εκ βαθέωνhttps://www.tanea.gr/2020/08/11/lifearts/ntinos-xristianopoulos-an-pethano-tora-tha-fygo-eyxaristimenos-egrapsa-oti-eixa-na-grapso/

Ντίνος Χριστιανόπουλος: «Αν πεθάνω τώρα θα φύγω

 ευχαριστημένος, έγραψα ό,τι είχα να γράψω»

Ο μεγάλος ποιητής, μελετητής, μεταφραστής, εκδότης και κριτικός, ο 

οποίος έφυγε σήμερα από τη ζωή είχε παραχωρήσει στο 

«Βήμα της Κυριακής» μια μεγάλη και αποκαλυπτική 

συνέντευξη

Ντίνος Χριστιανόπουλος: «Αν πεθάνω τώρα θα φύγω ευχαριστημένος, έγραψα ό,τι είχα να γράψω» | tanea.gr

Έφυγε  από τη ζωή σε ηλικία 89 ετών ο σπουδαίος Ντίνος Χριστιανόπουλος.

Ο μεγάλος ποιητής, μελετητής, μεταφραστής, εκδότης και κριτικός, είχε παραχωρήσει στο «Βήμα της Κυριακής» (της 3ης Μαϊου 2015) και στον Μάκη Προβατά μια μεγάλη και αποκαλυπτική συνέντευξη.

«Ο θάνατος με αφήνει αδιάφορο, αλλά  αν πεθάνω τώρα, θα φύγω ευχαριστημένος γιατί εκείνα που ήταν να γράψω τα έχω γράψει» είχε δηλώσει μεταξύ άλλων.

Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος κατά την διάρκεια της συνέντευξης με τον Μάκη Προβατά για το «Βήμα της Κυριακής»

Ακολουθεί ολόκληρη η συνέντευξη:

«Δεν μου αρέσουν τα δώρα γιατί είναι μια προσπάθεια αυτού που σου τα δίνει 

να σε εξευμενίσει και κατά κάποιον τρόπο να σε πάρει με το μέρος του». 

Αυτή ήταν η αντίδραση του Ντίνου Χριστιανόπουλου στο δώρο που του είχα

 φέρει από την Αθήνα. Παρ’ όλα αυτά, η χροιά της φωνής του είχε μια γλυκύτη

τα.

Ο σημαντικότερος ποιητής της Θεσσαλονίκης και από τους σπουδαιότερους

 στην Ελλάδα.

 Εχει γράψει λίγα ποιήματα σε μόλις έξι ποιητικές συλλογές και όμως φαίνεται 

ότι είναι από τους πολυγραφότερους.

 «Δεν μπορώ και εγώ να καταλάβω το πώς και το γιατί. Ισως γιατί πολλά πράγματα μέσα στα ποιήματα είναι ανεξήγητα».

 Μεταξύ άλλων, έχει μεταφράσει και το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο
 και είναι 

πολύ υπερήφανος για αυτό.

Μας περίμενε καθισμένος στο γραφείο του.

 «Ας ξεκινήσουμε και στο τέλος ίσως βάλουμε μαζί τον τίτλο που αρμόζει στη συζήτησή μας».

Εχετε γράψει κάποιον στίχο τις τελευταίες ώρες ή ημέρες;

«Οχι, δυστυχώς. Εδώ και έναν χρόνο, ίσως και παραπάνω, έπαψα να είμαι ποιητής. Και κάπως απωθητικά θέλω να ξεκόψω από την ποίηση.

 Επειδή είμαι και λίγο θρησκευόμενος, αυτά όλα τα αποδίδω στον Θεό.

 Λέω «έτσι ήθελε ο Θεός». Περίπου υποτάσσομαι δηλαδή και δέχομαι να παραδεχτώ μια λογική λίγο παράλογη για το κοινό μυαλό».

Γεννηθήκατε και ζήσατε τα πρώτα σας χρόνια σε μια πολύ φτωχή οικογένεια. Πώς σας επηρέασε αυτό;

«Εζησα μια ζωή διχασμένη, με δύο τρόπους, και αυτό κράτησε για πολλά χρό

νια. Ο ένας ήταν να ταυτιστώ εντελώς με την απόλυτη φτώχεια, αφού ο πατέρας

 μου ήταν μπογιατζής πάμφτωχος ενώ η μητέρα μου δεν δούλευε».

Εννοείτε ότι ο άλλος τρόπος ήταν το σχολείο, που λειτουργούσε σαν

 ενός είδους καταφύγιο;

«Σωστά. Οσο και να σας φανεί παράξενο, διέπρεπα μεταξύ των συμμαθητών

 μου, ήμουν μια προσωπικότητα. 

Αυτό το πρόσεξαν αργότερα και οι δάσκαλοι. 

Θυμάμαι είχα μια δασκάλα η οποία ήρθε στο σπίτι για να ψαρέψει τη μάνα μου.

 Ρωτούσε «πώς γεννήθηκε;», «πού τον βρήκατε;». 

Η μάνα μου με πολλή αφέλεια τής είπε ότι γεννήθηκα κανονικά και ότι το ζευγά

ρι ήταν πολύ αγαπημένο. 

Με αυτό το «έχει κάτι ιδιαίτερο αυτό το παιδί» βολευτήκαμε όλοι. 

Χάρηκαν και οι γονείς μου, παρότι μόνο η μάνα μου το καταλάβαινε,

 ο μπαμπάς μου όχι».

Οι γονείς μπήκαν ποτέ εμπόδιο στην πορεία σας;

«Ηταν εντελώς αγράμματοι αλλά όταν διαπίστωναν τις αντιφάσεις μεταξύ εκεί

νων και του παιδιού τους το χαίρονταν πάρα πολύ. 

Θυμάμαι τον πατέρα μου να λέει «εγώ είμαι ένα τίποτα, αλλά το παιδί μου επιθυμώ και πρέπει να μορφωθεί όσο γίνεται περισσότερο»».

Υπήρξε κάτι για το οποίο έχετε ντραπεί σε σχέση με τους γονείς σας;

«Για τον πατέρα μου. Οταν στο τέλος τον έφερναν από την ταβέρνα και μου φώναζαν οι γειτόνισσες: «Ντίνο, βγες, έφεραν τον πατέρα σου»».

Εχει ενδιαφέρον που το λέτε με μια συναισθηματική ουδετερότητα. Ως 

παιδί νιώθατε άνετα μέσα στα παραμύθια;

«Στα παραμύθια όπως είναι στη γέννησή τους: τέλεια. Από εκεί και πέρα αρχί

ζουν να καταστρέφονται καθώς τα παίρνουν διάφοροι άξεστοι και λαϊκοί άνθρω

ποι οι οποίοι τα τροποποιούν και τα χαλούν.

 Το παραμύθι είναι έργο τέχνης υψηλής κλάσεως και μάλιστα από όσο χαμηλό

τερα προέρχονται τόσο υψηλότερης τέχνης είναι.

 Γενικά ο λαός, όσο πιο ανεπεξέργαστος τόσο πιο σπουδαίος είναι. 

Τα παραμύθια και τα δημοτικά τραγούδια, όταν προέρχονται από αυτόν τον

 λαό, είναι καταπληκτικά».

Υπήρξε κάποιο απρόσμενο πρόσωπο στη ζωή σας στο οποίο χρωστάτε πολλά;

«Πράγματι, είχα έναν πλούσιο θείο ο οποίος με βοήθησε πάρα πολύ και στο

 να σπουδάσω αλλά και γενικότερα. 

Από πολύ νωρίς, χάρη σε αυτόν τον θείο, συνειδητοποίησα ότι διαφέρω σε 

κάποια πράγματα από τα υπόλοιπα παιδιά».

Στην Κατοχή ήσασταν ήδη δεκάχρονο παιδί. Κινδυνέψατε;

«Κινδύνεψα να πεθάνω από την πείνα δύο φορές. Το 1941 ήταν λίγο πιο υποφερτά τα πράγματα, το 1942 όμως είχαν φτάσει στο άκρο».

Θυμάστε το συναίσθημα;

«Πολύ καλά. Εζησα και ένα βήμα παραπάνω. 

Εφτασα στο απροχώρητο και έλεγα «τώρα θα πεθάνω». 

Η μάνα μου, που επίσης κινδύνευε από την πείνα, με προέτρεπε να πεθάνου

με

 μαζί. 

Ελεγε «σώθηκαν πια τα ψωμιά μας, τόσο ήταν να ζήσουμε».

 Μέναμε κοντά στην Αχειροποίητο, στο κέντρο, όπου επί Κατοχής γινόταν κάτι

 φοβερό, ακόμη και τώρα που το λέω ανατριχιάζω.

 Κάθε απόγευμα μαζεύονταν διάφοροι φουκαράδες για να πεθάνουν και όταν 

την άλλη μέρα δεν τους έβλεπα, μου έλεγαν ότι τους πήρε το κάρο της Δημαρ

χίας. 

Εζησα πολλές φορές αυτό που αργότερα καταντήσαμε να θέλουμε μάνα και

 γιος, να καθήσουμε σε μια άκρη της Αχειροποιήτου και να πεθάνουμε.

 Ηταν τραγικό, δεν μπορείς να φανταστείς».

Σήμερα τι συναίσθημα σας δημιουργεί ο θάνατος;

«Προς το παρόν, με αφήνει αδιάφορο, αλλά αν πεθάνω τώρα, θα φύγω ευχαριστημένος γιατί εκείνα που ήταν να γράψω τα έχω γράψει».

Η ζωή σας πού πήγε;

«Η ζωή μου πήγε θυσία στην ποίηση».

Αργότερα βρεθήκατε στο Πανεπιστήμιο, με σπουδαίους δασκάλους, τον Κριαρά, τον Λίνο Πολίτη.

«Οσο και αν σας φανεί παράξενο, ήμουν πνεύμα αντιλογίας. Υποτίθεται ότι 

ήμουν και λίγο προοδευτικός και είχα κάποιες πρωτότυπες ιδέες».

Για να είμαι ειλικρινής, ήμουν σχεδόν βέβαιος ότι θα μαλώνατε ακόμη και 

με αυτούς.

«Είχα μαλώσει με όλους τους σπουδαίους καθηγητές μου. Με τον Κακριδή, ας

 πούμε, ο οποίος ήταν ο σημαντικότερος φιλόλογος, ο τσακωμός μας κράτησε πολλά χρόνια. Μεταξύ άλλων μαλώσαμε άγρια και για τη Σαπφώ. Υστερα από

 χρόνια που ούτε καν μιλιόμασταν, τον είδα και μου έκανε νόημα «θέλω να σου

 μιλήσω». 

Τον πλησίασα. «Ξέρω ότι η στάση μου σε έβλαψε και θέλω να σου ζητήσω

 συγγνώμη» μου είπε.

 Εκτοτε ήμασταν πολύ στενοί φίλοι, μέχρι την ημέρα που πέθανε.

 Κέρδισα πάρα πολλά από τη σχέση μας».

Με αφορμή αυτά, ποια είναι η άποψή σας για τους ανθρώπους της κουλτούρας στην Ελλάδα; Πιστεύετε ότι συχνά είναι υπερβολικά φανατι

κοί;

«Βεβαίως το πιστεύω αυτό. Το θέμα είναι ότι δεν θα αλλάξουμε. 

Απλά πότε-πότε θα υπάρχουν μερικές μεμονωμένες φωνές να ανατρέπουν κάποια στάτους. Τίποτε παραπάνω. 

Πολύ λίγες φωνές θα λένε το αντίθετο από ό,τι λέει όλος ο κόσμος».

Στο «Φακελάκι» περιγράφετε τις πολύ δυνατές ανθρώπινες σχέσεις που καταλήγουν σε απόλυτη αδιαφορία.

«Πολλές φορές αυτή η ανατροπή γίνεται για το καλό. Προσωπικά το επιδιώκω

 με κάθε τρόπο όταν μια σχέση στο τέλος «καταντάει».

Υπάρχει κάποιος εντός ή εκτός Ελλάδας που τον θαυμάζετε βαθιά;

«Θαυμάζω σε μεγάλο βαθμό τον Γκάντι. Τον θεωρώ πολύ μεγάλη φυσιογνωμία.

 Υπάρχουν κι άλλοι πολύ σπουδαίοι, κυρίως ξένοι. Και τον Κρισναμούρτι».

Αυτούς πού έκαναν άλλου είδους επαναστάσεις: ο Μότσαρτ, ο Ντα Βίντσι,

 ο Πικάσο;

«Εχω αφαιρέσει τους καλλιτέχνες από όλη αυτή την ιστορία γιατί είναι μια θάλασσα που δεν βρίσκεις άκρη. Υπάρχουν όλοι αυτοί που λέτε, αλλά δεν

 τους χρησιμοποιώ γιατί δεν με ενδιαφέρουν. Υπάρχουν άλλοι που με ενδιαφέρουν πιο πολύ».

Εχετε βγάλει κάποια ποιήματα χωρίς τίτλο. Στη ζωή σας έχετε δώσει 

κρυφά κάποιον τίτλο;

«Γιατί πρέπει να έχει και έναν χαρακτηρισμό αυτή η έρημη η ζωή; 

Δεν τη χαρακτηρίζω. 

Πάντως έχω μια ποιητική συλλογή άτιτλη, που ίσως κάποτε αξιωθεί να

 αποκτήσει κάποιους στίχους.

 Αυτή η συλλογή προς το παρόν λέγεται «Παράξενο… Πού βρίσκει το κουράγιο

 και ανθίζει;». Αν ποτέ αξιωθώ, θα της βάλω κάποιους στίχους».

Ισως είναι πιο εύκολο να χαρακτηρίσετε την ποίησή σας.

«Είναι διάφορα απίθανα πράγματα, διάφοροι συσχετισμοί. Συσχετισμοί του ασυσχέτιστου. Τα ποιήματά μου είναι μια αντιμαχία με την κοινή λογική».

Κοινή λογική εδώ εννοείτε τη λογική του μέσου όρου;

«Ναι. Για αυτό συχνά η γλώσσα που χρησιμοποιώ είναι αντίστροφη από το πρόσωπο που την εκφέρει. Πόρνες μιλούν με ευσέβεια και άγιες για τον κρυφό ερωτισμό τους».

Δεν είναι καταπληκτικό πώς μερικές φορές μια παρανόηση οδηγεί στην απόλυτη κατανόηση μιας κατάστασης; Πώς καμιά φορά η παρανόηση

 με την κατανόηση ενώνονται…

«Είναι μαγικό. Για αυτό η πολλή λογική που κυριαρχεί στα πανεπιστήμια είναι βλακώδης. Εγώ πήγαινα κόντρα σε αυτή τη λογική».

Στην ποίησή σας νιώθετε ότι συμφιλιώνετε χυδαιότητα και αγνότητα;

«Μόνο που στην αρχή τα ποσοστά της αγνότητας ήταν πολύ μεγαλύτερα».

Εχετε πει ότι στα ποιήματά σας αντιμάχεστε τη διαστροφή σας. Υπάρχει κάτι που είναι διαστροφή σε αυτή τη ζωή;

«Δυστυχώς ναι. Τώρα, βέβαια, μπαίνουμε σε βαθιά νερά αλλά την επικρίνω 

σε ένα ποίημά μου και με πολύ κακές εκφράσεις για όλους τους διεστραμμέ

νους

. Πιστεύω ότι η διαστροφή είναι πολύ κακή αμαρτία. 

Βέβαια, πολλοί διεστραμμένοι δεν έχουν συνείδηση ότι είναι τέτοιοι και ούτε ξέρουν ποιος τους την έδωσε. Ο Θεός; Ο Διάβολος;».

Επομένως, αν είχατε ένα μαγικό ραβδάκι για να αλλάξετε κάτι στην προσωπικότητά σας, αυτό θα ήταν;

«Δεν ξέρω, γιατί η αλήθεια είναι ότι όσο πιο μεγάλη είναι η διαστροφή τόσο πιο

 πολύ εξωθούνται οι ποιητές να την εκμεταλλευτούν.

 Επομένως είναι δίκοπο μαχαίρι και πιστεύω ότι οι διεστραμμένοι είναι και οι

 καλύτεροι ποιητές».

Εχετε την τόλμη της εξομολόγησης. Από ποιον την διδαχτήκατε;

«Από τον Καβάφη».

Νιώθετε ότι είστε καλός μαθητής του;

«Στην ποίησή μου υπήρξαν και άλλες επιδράσεις που συγκρούονταν με αυτή 

του Καβάφη, τόσο που μια εποχή ένιωθα ένας κακός μαθητής του».

Eχετε πιάσει τον εαυτό σας να κοιτάζεται αυτάρεσκα ή να αυτοσαρκάζε

ται στον καθρέφτη;

«Οχι, δεν μου αρέσουν αυτά. Τα θεωρώ πόζες και τις αποφεύγω a priori.

 Η ιδέα του να κοιταχτώ στον καθρέφτη με έχει απασχολήσει πολλές φορές 

αλλά πάντοτε την απέρριπτα και δεν την εφάρμοζα.

 Παρεμπιπτόντως, δεν έχω γράψει κανένα ποίημα με τη λέξη καθρέφτης».


Οταν είστε μόνος εκφράζεστε καμιά φορά με γέλιο ή κλάμα;

«Ισχύει. Ομως είτε γελώ είτε κλαίω είναι το ίδιο πράγμα».

Εχετε μεταφράσει μερικά σπουδαία έργα. Εχετε μπει στον πειρασμό να κάνετε μια κάποια «δολιοφθορά» σε κάποια από αυτά;

«Μπήκα στον πειρασμό και πράγματι έχω αλλάξει μερικές λέξεις αλλά δεν μετανιώνω καθόλου. 

Μεταφράζω Σαπφώ και κάπου αλλάζω μία λέξη, δεν χάλασε ο κόσμος.

 Ομως η λέξη αυτή έχει νόημα και δεν θα ήθελα να ξαναβάλω αυτήν που 

πέταξα. Είναι θέματα που αντιμετωπίζω σοβαρά».

Σας έχουν προτείνει ποτέ να ασχοληθείτε με την παιδεία;

«Ναι, άλλα όλες τις φορές έχω αρνηθεί. Δεν έχει νόημα να προσπαθήσεις να διορθώσεις κάτι το οποίο βρίσκεται σε εντελώς στραβό δρόμο. Οσο και να το διορθώσεις, θα συνεχίσει να είναι στον στραβό δρόμο».

Βρίσκεται σε στραβό δρόμο από ανικανότητα των πολιτικών ή από 

κάποιου είδους στρατηγική;

«Πιστεύω ότι είναι από στρατηγική. Προφανώς έχουν υπάρξει πολλοί ανίκανοι

 υπουργοί Παιδείας αλλά τόση αδιαφορία είναι στρατηγική. 

Aυτά αν τα ακούσουν θα τους ξεσηκώσουν αλλά τουλάχιστον μου δίνουν την ευκαιρία να τους γαργαλήσω λιγάκι».

Εχετε όμως άποψη για την παιδεία στην Ελλάδα…

«Με ενδιαφέρει πάρα πολύ αλλά θεωρώ τον εαυτό μου ακατάλληλο για να δώ

σω ακόμη και συμβουλές. 

Ασ’ τους λοιπόν να κάνουν μια στραβή παιδεία. Οσο γίνεται πιο στραβή. 

Η παιδεία τους τραβάει έναν στραβό δρόμο ευθύς εξαρχής και θα είναι έτσι αιωνίως. Εγώ τι ρόλο παίζω ώστε να εμφανιστώ ως αναμορφωτής της;».

Φαντάζομαι ότι εδώ στη γειτονιά θα σας πλησιάζουν συχνά για να τους πείτε τη γνώμη σας για τη ζωή.

«Δεν ξέρω από επιγράμματα και αυτό που θα ήθελαν θα ήταν ολόκληρη φουρ

νιά επιγραμμάτων. Υπάρχει ένα πράγμα πολύ σοβαρό το οποίο θα ήθελα να

 μην το ξεχάσετε ποτέ. 

Ημουν άριστος μαθητής στο Δημοτικό, στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο.

 Αυτοί που με θαύμαζαν με κατέκριναν γιατί δεν ήθελα να γίνω καθηγητής. 

«Μα, εσείς θα είχατε να προσφέρετε τόσο πολλά στη μαθητιώσα νεολαία». 

Τους εξηγούσα ότι δεν είχα να πω απολύτως τίποτε και γενικά δεν είμαι για τη νεολαία. 

Και μόνο που είμαι ποιητής δεν απευθύνομαι σε μαθητιώσα νεολαία».

Τώρα που τελειώσαμε την κουβέντα μας νομίζετε ότι είπατε κάτι που σας ξέφυγε;

«Το θέμα είναι πως ό,τι λέω και ό,τι μου ξεφεύγει, μου ξεφεύγει ενσυνείδητα. Επομένως είμαι πλήρως ενήμερος των όσων λέω.

 Είναι κουβέντες σοβαρές και αν είναι λίγο χυδαίες, να τις δεχτούν με τον 

λιγότερο χυδαίο τρόπο που μπορεί να έχει η κάθε λέξη».

Ειλικρινά, πιστεύετε ότι είστε προκλητικός;

«Εσείς το πιστεύετε; Δεν ξέρω αν είμαι. Ξέρω ότι μου αρέσει να προκαλώ τους

 υποκριτές».

Ντίνος Χριστιανόπουλος, o αιρετικός της Θεσσαλονίκης

H αγωνία του δεν ήταν ο θάνατος, ούτε τι θα γίνει μετά θάνατον.

 Παρά μόνον η τύχη του έργου του. 

Αν θα εξακολουθεί να συγκινεί και μετά 50 χρόνια.

 «Πιο πολύ με ενδιαφέρει το μέλλον των ποιημάτων μου παρά το μέλλον 

του σαρκίου μου», έλεγε σε μία από τις τελευταίες του μεγάλες συνεντεύ

ξεις στην κρατική τηλεόραση.

Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, ο ποιητής της Θεσσαλονίκης, πέρασε στη 

σφαίρα του μύθου και στην αθανασία μέσω του έργου του. 

Πέθανε χθες σε ηλικία 89 ετών, ήσυχα στο σπίτι του, στην περιοχή

 Σαράντα Εκκλησιές. 

Ανήμπορος από την επιβαρυμένη υγεία του, είχε αποσυρθεί τα τελευταία

 χρόνια από τη δημόσια ζωή. 

Απουσίαζε από τις λογοτεχνικές εκδηλώσεις και μαζί έλειπαν το χιούμορ

 του, οι ιδιότυπες ατάκες του, η δηλητηριώδης κριτική του για πρόσωπα 

και καταστάσεις. 

«Ετσι είμαι εγώ. Δεν διστάζω να τα πω χύμα και τσουβαλάτα, προπάντων

 όταν μιλώ εις βάρος του εαυτού μου αυτο-υποτιμητικά. Δεν μετανιώνω», 

έλεγε.

Μορφή μυθική ήταν ήδη εν ζωή ο Ντίνος Χριστιανόπουλος.

 Για την τολμηρή ποίησή του, τα πεζά ρεαλιστικά του κείμενα, τα κριτικά 

του δοκίμια, τις μελέτες του –αποθησαύρισμα του πνευματικού έργου 

αυτού του τόπου–, τη σαραντάχρονη ενασχόλησή του με το «Ευαγγέλιο το

 κατά Ματθαίον», τις μελέτες του για τον Τσιτσάνη και το ρεμπέτικο, αλλά 

για την ακέραιη και ηθική, παρά τις αντιφάσεις της, στάση ζωής.

Μιας ζωής γεμάτης, δημιουργικής, πληθωρικής, με πάθη και με λάθη, την

 οποία έζησε στη Θεσσαλονίκη επί 85 χρόνια. 

Αντισυμβατικός, αιρετικός, απρόβλεπτος, προκλητικός, αντικρατιστής, δεν

 χάιδευε αυτιά, δεν κολάκευε φίλους, γνωστούς, συνεργάτες, ομοτέχνους, 

θαυμαστές του, κανένα σύστημα και κρατικοδίαιτους φορείς, καμία κυβέρ

νηση.

ntinos-christianopoylos-o-airetikos-tis-thessalonikis0

«Η ποίηση είναι μια μορφή εξομολόγησης που ανακουφίζει και λυτρώνει τον
 άνθρωπο», έλεγε.

Ποιος δεν θυμάται τη μεγάλη άρνησή του στο κρατικό Βραβείο

 Λογοτεχνίας 2011 του υπουργείου Πολιτισμού, για το σύνολο 

του έργου του; «Ούτε θα εμφανιστώ ούτε θα απλώσω το χέρι για

 να το πάρω. 

Δεν θέλω ούτε τα βραβεία ούτε τα λεφτά τους», δήλωνε ακολουθώντας

 πιστά την προσωπική του «διακήρυξη» – το κείμενο «Εναντίον», που

 είχε γράψει πριν από 35 χρόνια. Και ας ζούσε επί δεκαετίες με μια ελά

χιστη σύνταξη του ΙΚΑ, σχεδόν με ψίχουλα, αυτάρκης, ολιγαρκής, διάγο

ντας μια λιτή, ασκητική ζωή, μοναχική, αγκαλιά με τις γάτες του.

 «Εγραψα το “Εναντίον“ σαν ένα πιστεύω ή και ευαγγέλιο, όχι για τους

 άλλους, αλλά για τον εαυτό μου. 

Ημουν αποφασισμένος να μην αφήσω το κράτος να χωθεί στην ιδιωτική

 μου ζωή. Αρνήθηκα τη σύνταξη κατηγορηματικά, όταν όλοι οι λογοτέ

χνες που θα έπρεπε να έχουν ένα ανάστημα βγήκαν ανθρωπάκια του 

κερατά. Οχι μόνο πήραν τη σύνταξη, αλλά έκαναν και τεμενάδες».

Ανορθόδοξος

Γιος προσφύγων από την Ανατολική Θράκη, ο ποιητής, πεζογράφος,

 δοκιμιογράφος, κριτικός, μεταφραστής, στιχουργός και εκδότης Ντίνος

 Χριστιανόπουλος (Κωνσταντίνος Δημητριάδης) –ψευδώνυμο που καθιέ

ρωσε στα δεκατέσσερά του για να υπογράφει τα ποιήματά του στο περι

οδικό της Αθήνας «Ελληνόπουλο»– γεννήθηκε στις 20 Μαρτίου 1931 

στη Θεσσαλονίκη. Απόφοιτος του τμήματος Φιλολογίας του ΑΠΘ 

(τομέα κλασικών σπουδών) και επίτιμος διδάκτορας –τίτλος που του 

απονεμήθηκε το 2011–, εργάστηκε ως βιβλιοθηκάριος στη Δημοτική

 Βιβλιοθήκη της πόλης (1958-1965) και ως επιμελητής εκδόσεων. 

Το περιοδικό «Διαγώνιος» (1958-1983), ο ομότιτλος εκδοτικός οίκος και

 η ομώνυμη πινακοθήκη που διηύθυνε / διατηρούσε από το 1958 ώς

το 1983, άνοιξαν καινούργιους δρόμους στη λογοτεχνία και στη ζωγραφι

κή. 

Ηταν η στέγη που κυοφορούσε τη λεγόμενη γενιά της μεταπολεμικής

 πεζογραφίας.

Η περίοδος της Κατοχής, η φτώχεια και η πείνα στα παιδικά του χρονιά

 (επέζησε χάρη στη βοήθεια του θείου του, Κώστα Μέγα, τα συσσίτια 

της χριστιανικής οργάνωσης «Ζωή» και μιας γειτόνισσας), η ανορθόδο

ξη σκέψη του κατά της ορθόδοξης κατήχησής του («ένας ανορθόδοξος

 έρωτας μπορεί να εκφράσει πληρέστερα έναν ορθόδοξο έρωτα») πότι

σαν την κατεξοχήν ερωτική ποίηση και τα πεζά του.

 Στους στίχους του και στα κείμενά του, με ρεαλισμό και αφηγηματική

 λιτότητα, άλλοτε εξομολογείται περιστατικά της προσωπικής του ζωής,

 άλλοτε καταστάσεις που τον συγκλόνισαν είτε κατά τη διάρκεια της 

στρατιωτικής του θητείας είτε κατά την πορεία των πνευματικών του 

σχέσεων και των ερωτικών του αναζητήσεων.

Η ποίησή του, κατεξοχήν ερωτική, ρεαλιστική, συμπυκνώνει το απόσταγ

μα της ζωής του. Βαδίζοντας στα χνάρια του Καβάφη και του Ρίλκε, το 

σύνολο του ποιητικού του έργου περιλαμβάνει περίπου 350 ποιήματα.

 «Είμαι μαθητής του Καβάφη και δεν ντρέπομαι να το λέω, αλλά έχουμε 

βασικές διαφορές.

Ο Καβάφης είναι ηδονιστής, δηλαδή ενδιαφέρεται για την ηδονή του έ

ρωτα. Εγώ, αντίθετα, είμαι οπαδός και εκφραστής της ερωτικής αγωνίας

», τόνιζε. Τα ποιήματά του, άκρως τολμηρά, ξεγυμνώνουν τον άνθρωπο

 – ποιητή: «Αξιώθηκα ανθρωπιά, μέσα στην παραβαρδάρια πουτανιά», 

ένα ξεγύμνωμα που του στοίχισε ταπείνωση και μοναξιά. 

«Η ποίηση είναι μια μορφή εξομολόγησης που ανακουφίζει και λυτρώνει

 τον άνθρωπο», έλεγε.

Η ψευδαίσθηση της προσδοκίας, η ερωτική τραυματική εμπειρία, η 

κοινωνική κριτική, ένα πλέγμα τύψεων και ενοχών, αλλά και η πολιτική

 διάσταση του έρωτα διαβρώνουν τους στίχους του.

 «Κάθε ποίημα είναι ξεζουμισμένο, γι’ αυτό θα έχει διάρκεια στο μέλ

λον», έλεγε. Η Θεσσαλονίκη εμπνέει την ποίησή του και η ποίησή του 

χαρτογραφεί τη Θεσσαλονίκη.

 «Η ανθρωπογεωγραφία της ερωτικής αναζήτησης ενάγεται σε κινητή

ριο μοχλό της γραφής του», αναφέρει η Μαρία Ιατρού (περιοδικό 

«Εντευκτήριο»).

«Θησαυροφυλάκιο»

«Ποιο είναι το μέγεθος του Χριστιανόπουλου;» είχα ρωτήσει τον συγγρα

φέα Θωμά Κοροβίνη. «Τεράστιο», μου απάντησε, «Ο Ντίνος είναι μια ι

διαίτερη περίπτωση σε πολλά επίπεδα. Για όσους πρόλαβαν και τον 

έζησαν, ήταν ένα θησαυροφυλάκιο. 

Ημουν μαθητής του πολλά χρόνια.

 Ηταν ένας άνθρωπος με πολύ χιούμορ, δηκτικό, ένα σχολείο με πολλές

 αντιφάσεις.

 Ανατρεπτικός, αντικρατιστής, αναρχικός και παράλληλα άκρως συντηρη

τικός στο περιβάλλον του, στους φίλους του, στην οικογένειά του.

 Από τη μια αποκαλύπτει την ομοφυλοφιλία του ή αντιστρατεύεται τον

 comme il faut τρόπο ζωής, τον ψευτοαστισμό, τον φαρισαϊσμό.

 Είναι εναντίον του συστήματος, με μια στάση ζωής ηθική, αξιοπρεπή 

και παράλληλα, θα έλεγα, αγωνιστική, ενώ ταυτόχρονα συντηρεί μέσα

 του τα κατηχητικά, την ηθικολογία, το συντηρητικό ντύσιμο.

 Στο έργο του τολμηρός για τα χρόνια του, μοντέρνος, έφτιαξε μία από 

τις ωραιότερες γκαλερί, φυτώριο ανάδειξης ταλαντούχων ανθρώπων.

 Εγραψε μια περιεκτική, ωμή, εύστοχη ποίηση της καθημερινότητας, 

που μέσα από το μερικό φθάνει το ολικό και που καταλήγει –σε αντιστοι

χία και με τον Καβάφη, θα τολμούσα να πω– να μην ενδιαφέρει καθόλου

 τον αναγνώστη η ιδιωτική ιδιαιτερότητα, αλλά ο κάθε άνθρωπος να μπο

ρεί να ταυτιστεί με τον πόνο της εμπειρίας».

Η εξόδιος ακολουθία θα γίνει την Πέμπτη 13 Αυγούστου στον Ιερό Ναό

 Κοιμήσεως της Θεοτόκου, στις Σαράντα Εκκλησιές Θεσσαλονίκης και 

ώρα 10 π.μ.

Ντίνος Χριστιανόπουλος (1931-2020)

Posted by sarant στο 16 Αυγούστου, 2020

https://sarantakos.wordpress.com/2020/08/16/xristianopoulos-2/


























Μέσα στη βδομάδα είχαμε την απώλεια του σημαντικού

 ποιητή μας Ντίνου Χριστιανόπουλου. Τον τιμήσαμε βεβαι

α στα σχόλια της μέρας εκείνης, όμως αξίζει κι ένα αυτο

τελές άρθρο, όπως είχε ζητήσει και η φίλη μας η Nwjsj.

Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος γεννήθηκε Κωνσταντίνος Δη

μητριάδης, από πρόσφυγες γονείς. 

Σπούδασε κλασικός φιλόλογος. 

Εργάστηκε πρώτα στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Θεσσαλονί

κης και στη συνέχεια επιμελητής εκδόσεων. 

Εξέδωσε το πολύ σημαντικό περιοδικό Διαγωνιος.

Ήταν ομοφυλόφιλος και δεν έκρυψε την ομοφυλοφιλία 

του στα ποιήματά του, ωστόσο αρνιόταν ότι γράφει 

«ομοφυλόφιλη ποίηση». 

Ήταν πάντοτε αιρετικός, μόνιμα «εναντίον», όχι μόνο 

στα γραφτά του αλλά και έμπρακτα: το 2011 αρνήθηκε

 το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων, δεν το έχουν κάνει πολ

λοί αυτό.

Δεν ήταν εύκολος χαρακτήρας, δεν μασούσε τα λόγια 

του, έκανε πολλούς φιλολογικούς καβγάδες, έλεγε τη 

γνώμη του απερίφραστα.

Οι λογοτέχνες συνηθίζουν να αλληλοπαινεύονται. 

Ο Χριστιανόπουλος δεν δίσταζε να γραψει την πραγματι

κή άποψή του σε οσους ομοτέχνους του στέλναν τη συλ

λογή τους. 

Θυμάμαι κάποτε, που ένας νεαρός ποιητής, οικογενεια

κός μας φίλος, είχε συγκεντρώσει σε ένα λεύκωμα όλες 

τις κριτικές που του έκαναν διάφοροι για τις συλλογές 

των ποιημάτων του, που βέβαια τους τις είχε στείλει τι

μής ένεκεν. 

Όλοι έλεγαν καλά λόγια που εύκολα διέκρινες πως ήταν

 τυπικότητες.

 Ο Χριστιανόπουλος για την πρώτη συλλογή είχε να πει

 δυο καλά λόγια και μετά απαριθμούσε ψεγάδια, ενώ για

 τη δεύτερη συλλογή ήταν πιο αυστηρός, κάτι σαν 

«Φοβάμαι πως τα ελαττώματα που είχα επισημάνει στην

 πρώτη συλλογή σας εδώ φαίνονται πιο καθαρά. 

Δεν κανατε πρόοδο, βιαστήκατε πολύ να τυπώσετε».

Τα τελευταία χρόνια σε κάποιες εμφανίσεις του στην τη

λεόραση σαν να απολάμβανε που είχε το ελεύθερο να

 λέει διάφορα ου φωνητά. 

Στη συνέχεια ταλαιπωρήθηκε πολύ με την υγεία του. 

Κυκλοφόρησε κι ένα βιβλίο με τα σώψυχά του, μάλλον

 κουτσομπολίστικου περιεχομένου (δεν το έχω δει) στο

 οποίο δεν είναι βέβαιο ότι είχε δει και εγκρίνει το τελικό

 κείμενο οσο βρισκόταν σε διαύγεια -πάντως, πολλοί

 διανοούμενοι διαμαρτυρήθηκαν γι’ αυτό τον λόγο.

Δεν θα μεινει το κουτσομπολιό, θα μεινει το έργο του. 

Μας θύμισε ότι η ποίηση μπορει να είναι απλή και να συ

γκινεί, όσο κι αν έχει κάποια βάση η κριτική που του έγι

νε ότι κυνηγούσε την ατάκα -έδωσε όμως και ατάκες αρι

στοτεχνικές. Θίγοντας μιαν άλλη παράμετρο, ο ποιητής

 Κώστας Κουτσουρέλης έγραψε: 

«Μάνος Ελευθερίου, Νάνος Βαλαωρίτης, Κατερίνα Αγγε

λάκη-Ρουκ, Γιάννης Δάλλας, Κική Δημουλά, Ντίνος 

Χριστιανόπουλος… 

Μέσα σε δύο χρόνια, η ελληνική ποίηση έχασε όλες σχε

δόν τις προβεβλημένες φυσιογνωμίες της, τους ανθρώ

πους που τη συνέδεαν με ένα ευρύτερο κοινό, που εκπρο

σωπούσαν καθένας με τον τρόπο του μια δημόσια, όχι 

μια στενά ιδιωτική, στάση για την τέχνη και τη ζωή«.

Στον παλιό μου ιστότοπο εχω συγκεντρώσει πολλούς 

συνδέσμους σε ποιήματα και πεζά του Χριστιανόπουλου,

 αν και δεν λειτουργούν όλοι.

Μεταφέρω εδώ μερικά ποιήματα του Χριστιανόπουλου, 

με πρώτο ένα που έχει γλωσσικό ενδιαφέρον:

«Έτσι στο τσάμπα
με ρώτησε ο νεαρός
τόσο πολύ με σόκαρε το σίγμα
που τον παράτησα.

Πριν από χρόνια ένας λεβέντης
«όχι και τζάμπα»
μου είπε γελαστός
το ζήτα του με μάγεψε
του τα ‘δωσα όλα.

* * * * *

Αυτό μου αρέσει περισσότερο

Αποστρατευμένος

Τώρα δεν έχει πια ΕΣΑ,
φωνές δεκανέων να σου ξηλώνουν τα όνειρα,
κυρίες ταγματαρχών να σφουγγαρίζεις την κουζίνα τους,
και κάθε βράδυ στο θάλαμο διψώντας λίγη θαλπωρή,
καπνίζοντας απανωτά τσιγάρα.

Τώρα,
δίχως μπερέ και ζωστήρα,
οι λερωμένες αρβύλες δίνουν μια ιδέα λευτεριάς,
ξεκουμπωμένο στήθος θα πει είμαι κύριος,
νά και το κορδονάκι που καθάριζα το όπλο μου,
θα το κρατήσω να θυμάμαι τις επιθεωρήσεις.

Θά’ θελα κάτι ν’ αγοράσω πριν φύγω,
ένα τσιτάκι για την αδερφή μου, κανένα παιχνίδι για τα

 μικρά,
μα η τσέπη μου είναι άδεια σαν την καρδιά μου.
Θά’ θελα να τριγυρίσω και πάλι στους δρόμους,
να δω για τελευταία φορά τη Σαλονίκη,
όμως δεν έχω πόδια πια, δεν έχω μάτια,
δεν έχω όρεξη ούτε να μιλήσω,
ο νους μου κιόλας ταξιδεύει στο χωριό.

‘Ιπποι 8, άνδρες 40
(αυτό ας είναι το τελευταίο μας στρίμωγμα,
η τελευταία ανταμοιβή απ’ την πατρίδα),
όμως ετούτο το τράνταγμα γιατί μου σφίγγει έτσι την 

καρδιά;
Αυτό που πέρασε δεν ήταν τίποτα μπροστά σ’ αυτό που

 θά’ ρθει,
αναδουλειά, ξηρασίες, καταστροφή της σοδειάς,
η καθημερινή αγωνία για το καρβέλι,
και τ’ αδερφάκια να κλαίνε, κι η σύνταξη του πατέρα 

μικρή,
κι ο θείος από την Αμερική μονάχα υποσχέσεις.

Δεν έχει τέλος αυτή η θητεία.

* * * * *

Κι ένα άλλο:

Η αγκίδα

Το βράδυ που σκοτώσαν τον Λαμπράκη,
γυρνούσα από ένα ραντεβού.
«Τι έγινε;» ρώτησε κάποιος στο λεωφορείο.
Κανείς δεν ήξερε. Είδαμε χωροφύλακες
μα δε διακρίναμε τίποτε άλλο.

Πέρασαν τρία χρόνια. Ξανακύλησα
στην ίδια αδιαφορία για τα πολιτικά.
‘Ομως το βράδυ εκείνο με ενοχλεί
σα μια ανεπαίσθητη αγκίδα που δε βγαίνει:
άλλοι να πέφτουν χτυπημένοι για ιδανικά,
άλλοι να οργιάζουν με τα τρίκυκλα,
κι εγώ ανέμελος να τρέχω σε τσαΐρια.

* * * * *

Και βέβαια,

ΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΣΙΓΗ

Εσείς που βρήκατε τον άνθρωπό σας
κι έχετε ένα χέρι να σας σφίγγει τρυφερά,
έναν ώμο ν’ ακουμπάτε την πίκρα σας,
ένα κορμί να υπερασπίζει την έξαψή σας,
κοκκινίσατε άραγε για την τόση ευτυχία σας,
έστω και μια φορά;
είπατε να κρατήσετε ενός λεπτού σιγή
για τους απεγνωσμένους;

* * * * *

Κατατρεγμένοι

[Ενότητα Ο αλλήθωρος (ποιήματα 1949-1970)]

Σαν τους αριστερούς σάς αγαπώ, αδέλφια μου·
κι αυτοί κι εμείς διαρκώς κατατρεγμένοι:
αυτοί για το ψωμί — εμείς για το κορμί,
αυτοί για λευτεριά — εμείς για έρωτα,
για μια ζωή δίχως φόβο και χλεύη.

Σαν τους αριστερούς σάς αγαπώ, αδέλφια μου,
παρόλο που κι αυτοί μας κατατρέχουν.

* * * * *

Τσαϊράδα
Εδώ δεν είναι τόπος να πλαγιάσουμε.
Τ’ αγκάθια τσιμπούν και τα τριβόλια κολνούν και προδί

νουν.
Το λασπωμένο ρέμα, όλο κουνούπι και κακό.

Εδώ δεν είναι τόπος να ξανάρθουμε.
Έχτισαν κι άλλο σπίτι, βλέπω το φως στο παράθυρο.
Ο χωματόδρομος περνάει σχεδόν δίπλα μας.
Ζευγάρια επιστρέφουν με το μοτοσακό.

Εδώ δεν είναι τόπος να ησυχάσουμε.
Αυτό το ρεμπέτικο μου χάλασε όλο το κέφι.
Βουρκώνει το μέσα μου καθώς σ’ αγκαλιάζω.
Μου κάνει κακό ν’ ακούω για ξενιτεμούς.

Εδώ δεν είναι τόπος για μας.
Ακόμη κι η εξοχή έχει τον τρόπο της να μας πληγώνει.

Από τη συλλογή Ανυπεράσπιστος καημός (1960)

* * * * *

Από την ίδια συλλογή:

Ρημαγμένο νταμάρι

Έρχονται ώρες που τι να σου κάνουν πια και τα χαμόγε

λα,
πέφτουν ένα ένα σαν τα εφτά πέπλα της Σαλώμης,
και στο τέλος απομένεις γυμνός, και τότε αρχίζουν όλα 

να κραυγάζουν·
τα μάτια κραυγάζουν: εμείς είμαστε που ρουφήξαμε τόση

 ομορφιά,
τα χέρια κραυγάζουν: εμείς είμαστε που συντελέσαμε 

στην υποταγή,
το σώμα κραυγάζει: εγώ είμαι που συσπάστηκα στην
 κτηνωδία του καλοκαιριού,
οι στίχοι διαλαλούν τα μυστικά μας,
γίναμε πια σαν ιδιωτικό ημερολόγιο σε ξένα χέρια.

Έτσι είναι, δεν ωφελούν πια τα χαμόγελα, όσο κι αν είναι

 ανοιχτόκαρδα,
ούτε ωφελεί να κρατάς το στόμα κλειστό όταν όλα κραυ

γάζουν·
και τι να την κάνεις τη διπλομανταλωμένη αξιοπρέπεια 

της σιωπής
τώρα που όλοι ξέρουν ποιους ικετέψαμε, σε ποιες αγκα

λιές συσπειρωθήκαμε,
κι είναι το πρόσωπό μας σα νταμάρι ρημαγμένο
κι είμαστε σαν ψημένα κάστανα που εύκολα τα ξεφλουδί

ζει κανείς.

Εδώ, το διαβάζει ο ίδιος.

* * * * *

Θα προσθέσετε κι εσείς τα δικά σας αγαπημένα ποιήματα.


Ο φίλος μας ο Μπλογκ μάς θύμισε το εξής δοκίμιο:




























* * * * *

Kαι το δοκίμιο «Εναντίον» στο οποίο παρέπεμψε όταν

 αρνήθηκε το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων.

Ντίνος Χριστιανόπουλος, Εναντίον (1984)

Είμαι εναντίον της κάθε τιμητικής διάκρισης, απ’ όπου 

και αν προέρχεται. 

Δεν υπάρχει πιο χυδαία φιλοδοξία, απ’ το να θέλουμε να

 ξεχωρίζουμε. 

Αυτό το απαίσιο «υπείροχον έμμεναι άλλων», που μας

 άφησαν οι αρχαίοι.

Είμαι εναντίον των βραβείων, γιατί μειώνουν την αξιοπρέ

πεια του ανθρώπου. 

Βραβεύω σημαίνει αναγνωρίζω την αξία κάποιου κατώτε

ρου μου -και κάποτε θα πρέπει να απαλλαγούμε από την

 συγκατάβαση των μεγάλων. 

Παίρνω βραβείο σημαίνει παραδέχομαι πνευματικά αφε

ντικά -και κάποτε θα πρέπει να διώξουμε τα αφεντικά 

από τη ζωή μας.

Είμαι εναντίον των χρηματικών επιχορηγήσεων. 

Σιχαίνομαι τους φτωχοπρόδρομους που απλώνουν το

 χέρι τους για παραδάκι. 

Οι χορηγίες μεγαλώνουν την μανία μας για διακρίσεις

 και τη δίψα μας για λεφτά· ξεπουλάνε την ατομική ανε

ξαρτησία μας.

Είμαι εναντίον των λογοτεχνικών συντάξεων. 

Προτιμώ να πεθάνω στην ψάθα, παρά να αρμέγω το υ

πουργείο -κι ας με άρμεξε το κράτος μια ολόκληρη ζωή. 

Γιατί να με ταΐζει το Δημόσιο επειδή έγραψα μερικά ποιή

ματα;

 Και γιατί να αφήσω το Κράτος να χωθεί ακόμη περισσό

τερο στη ζωή μου;

Είμαι εναντίον των σχέσεων με το κράτος και βρίσκομαι

 σε διαρκή αντιδικία μαζί του. 

Ποτέ μου δεν πάτησα σε υπουργείο και το καυχιέμαι. 

Η μόνη μου εξάρτηση από το κράτος είναι η εφορεία, 

που με γδέρνει.

Είμαι εναντίον των εφημερίδων.

 Χαντακώνουν αξίες, ανεβάζουν μηδαμινότητες, προβάλ

λουν ημετέρους, αποσιωπούν τους απροσκύνητους. 

Όλα τα μαγειρεύουν, όπως αυτές θέλουν.

 Δεξιές, αριστερές, κεντρώες -όλες το ίδιο σκατό.

Είμαι εναντίον των κλικών. 

Προωθούν τους δικούς τους· τους άλλους, όλους τους

 θάβουν. 

Όποιοι δεν τους παραδέχονται, καρατομούνται.

 Κυριαρχούν οι γλύφτηδες και οι τζουτζέδες. 

Δεν έχω καμμιά αμφιβολία πως το μέλλον ανήκει στα

 σκουπίδια.

Είμαι εναντίον των κουλτουριάρηδων.

 Όλα τ’ αμφισβήτησαν, εκτός από τις τρίχες τους. 

Τους έχω μάθει για καλά. Xαλνούν τον κόσμο με την 

κριτική τους.

 Όλους τους βγάζουν σκάρτους και πουλημένους.

 Και μόλις πάρουν το πτυχίο, αμέσως διορίζονται στα 

υπουργεία· από παντού βυζαίνουν και ο ιδεαλισμός τους

 ξεφουσκώνει μέσ’ στα βολέματα του κατεστημένου.

Είμαι εναντίον κάθε ιδεολογίας, σε οποιαδήποτε απόχρω

ση και αν μας την πασέρνουν. 

Όσο πιο γοητευτικές και προοδευτικές είναι οι ιδέες, 

τόσο πιο τιποτένια ανθρωπάκια μπορεί να κρύβονται από

 πίσω τους.

 Όσο πιο όμορφα τα λόγια τους, τόσο πιο ύποπτα τα

 έργα τους.

 Όσο πιο υψηλοί οι στόχοι, τόσο πιο άνοστοι οι στίχοι.

Είμαι, προπάντων, εναντίον κάθε ατομικής φιλοδοξίας, 

που καθημερινά μας οδηγεί σε μικρούς και μεγάλους 

συμβιβασμούς.

 Αν σήμερα κυριαρχούν παραγοντίσκοι και τσανάκια,

 δεν φταίει μόνο το κωλοχανείο· φταίνε και οι δικές μας

 παραχωρήσεις και αδυναμίες.

 Αν πιάστηκε η μέση του οδοκαθαριστή, φταίμε και εμείς

 που πετάμε το τσιγάρο μας στον δρόμο.

 Κι αν η λογοτεχνία μας κατάντησε σκάρτη, μήπως δεν

 φταίει και η δική μας σκαρταδούρα;…

* * * * *

Θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρουμε τη λατρεία που

 είχε στα ρεμπέτικα και ειδικά στον Τσιτσάνη.

 Είχε φτιάξει και την κομπανία 

«Η παρέα του Τσιτσάνη». 

Εδώ ένα βίντεο από εκδήλωση στον Ιανό και εδώ ένα

 ακόμα:

 

Και μια συνεντευξη του 2000 στον Νυχτερινό Επισκέπτη

 (Άρης Σκιαδόπουλος)

 

Και η εκπομπή Μονόγραμμα η αφιερωμένη στον Χριστια

νόπουλο (1991).

Και κλείνω με ένα παλιότερο άρθρο του ιστολογίου, για

 τα γραφτά του έφηβου Κώστα Δημητριάδη: 

Ένα χριστιανόπουλο γράφει στο Ελληνόπουλο.

Περιμένω τη δική σας συμβολή!

https://www.academia.edu/44869219/%CE%9D%CF%84%CE%AF%CE%BD%CE%BF%

CF%82_%CE%A7%CF%81%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%B1%CE%BD%

CF%8C%CF%80%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%BF%CF%82_%CE%B1%CF%83%

CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AD%CF%82_%CF%80%CE%B5%CF%81%CE%B9%

CE%B4%CE%B9%CE%B1%CE%B2%CE%AC%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%82_%

CF%83%CF%84%CE%B1_%CF%87%CF%81%CF%8C%CE%BD%CE%B9%CE%B1_%

CF%84%CE%B7%CF%82_%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B9%CF%80%CE%B1%CF

%81%CE%BF%CF%87%CE%AE%CF%82

Ντίνος Χριστιανόπουλος: αστικές περιδιαβάσεις στα χρόνια της αντιπαρο

χής*

«Τι γυρεύω»

Τι γυρεύω εγώ σ’ αυτές τις νύχτες
οδεύοντας σε λασπωμένες ερημιές
μ’ ένα απαίσιο συνάχι και το παπούτσι να με χτυπάει
και το φεγγάρι να μη λέει να κρυφτεί
κι η νύχτα να με σφίγγει απ’ το λαιμό σαν τοκογλύφος -
τι γυρεύω εγώ αυτές τις νύχτες;

Τι γυρεύω εγώ σ’ αυτούς τους δρόμους
που άγρια τους φορολογεί η νύχτα;
Ελεεινά υποκείμενα δυναστεύουν τις γειτονιές,
γεμίσαν καθάρματα τα ξεροπόταμα,
σπίτια που είδαν πολλούς ξυλοδαρμούς -
τι γυρεύω εγώ σ’ αυτούς τους δρόμους;

Γυρεύω να επενδύσω την καρδιά μου∙
δεν τα αντέχω πια αυτά τα βλέμματα,
στοιβάχτηκαν πολλά παράπονα στα μάτια μου,
τα χαμόγελά μου πικρίζουν,
το πρόσωπό μου έγινε ολοκαύτωμα -
γυρεύω να επενδύσω την καρδιά μου…

Το παραπάνω ποίημα από τη συλλογή Ανυπεράσπιστος καημός 

(1960)[1] είναι εμβληματικό για τη σχέση της ποίησης του Ντίνου 

Χριστιανόπουλου με τον αστικό χώρο: Μια σχέση έλξης και άπωσης, ενα

γώνιας αναζήτησης και σωματικού μαρτυρίου, που αποτελεί και ένα 

από τα βασικά θεματικά νήματα που διατρέχουν το έργο του. Αν η πόλη

 με τη γοητευτική ασχήμια της επανήλθε στη νεοελληνική ποίηση μετα

πολεμικά, μετά το σχετικό «φωτεινό» διάλειμμα της γενιάς του 30, ο Χρι

στιανόπουλος είναι ίσως ο πρώτος που ανέπτυξε και θεματοποίησε 

τόσο επίμονα τη σκηνογραφία του Καβάφη, του Καρυωτάκη και κά

ποιων χαμηλόφωνων «περιπατητών» της γενιάς του 20. Με μια,

 κυρίως, προσθήκη: την πρόταξη του στοιχείου του φυσικού και ψυχο

λογικού πόνου και της δηλωμένης ανάγκης για ανθρώπινη επαφή.

 «Εγγόνι του Μποντλέρ», όπως ο ίδιος έχει αποκαλέσει τον εαυτό του, 

flâneur της απελπισίας, ο ποιητής της Θεσσαλονίκης – ό, τι κι αν 

σημαίνει αυτό – κυκλοφορεί συστηματικά στον μοντέρνο εφιαλτικό χρο

νότοπο που έχει υποκαταστήσει στη θεματολογία της λογοτεχνικής νεω

τερικότητας την παραδοσιακή θεολογική κόλαση ή τις καταδύσεις 

των ρομαντικών σε υπόγειους λαβυρίνθους. Όπως πολύ εύστοχα σημειώ

νει ο Ν. Δαββέτας:

«Τα δαντελωτά ακρογιάλια, οι αρχαίες κολόνες και τα πεύκα που τόσο πο

λύ χρησιμοποίησε η γενιά του ΄30 έχουν τώρα δώσει τη θέση τους στα μη

χανουργεία, στα γιαπιά, στα λασπωμένα σοκάκια, στις μάντρες των εργο

στασίων, στα εργατικά προάστια. […] Ο μικρόκοσμος που διαλέγει για 

σκηνικό των ατελέσφορων ερώτων του είναι το αυριανό πρόσωπο μιας με

ταπολεμικής κοινωνίας σε κρίση, σε κρίση οικονομική, ηθική, πολιτική. 

Πίσω από τις περιγραφές των λαϊκών γειτονιών υπάρχει διάχυτη η πίκρα 

του κοινωνικού αποκλεισμού, η μελαγχολία της βιοπάλης, οι ανεκπλήρω

τες επιθυμίες για μια καλύτερη ζωή. Και ακόμη η μετεμφυλιακή Θεσσαλο

νίκη, η τρομοκρατία, το παρακράτος.»[2]

Πρέπει να σημειωθεί μάλιστα ότι η πόλη, και συγκεκριμένα η Θεσ

σαλονίκη,[3] για τον Χριστιανόπουλο δεν αποτελεί μόνο πλαίσιο των

 ποιημάτων και των πεζών του, αλλά και  αντικείμενο του ερευνητι

κού και δοκιμιακού έργου του, το οποίο αναφέρεται στο γραμματεια

κό (και στο ευρύτερα ιστορικό) παρελθόν της πόλης. 

Εξάλλου, η παρουσία του άστεως στο λογοτεχνικό του έργο δεν ανι

χνεύεται μόνο στη μνεία συγκεκριμένων δρόμων, κτιρίων, προαστί

ων. 

Γίνεται αισθητή και με την αναφορά σε λειτουργίες της αστικής ζω

ής (συναλλαγές, επαγγέλματα, κοινωνική ζωή, ερωτική δραστηριό

τητα, λογοτεχνικό πεδίο, κοινωνικοοικονομικες-δημογραφικές και 

χωροταξικές εξελίξεις). Αυτός ο κοινωνικός και γραφειοκρατικός ρε

αλισμός αναπτύσσεται βασικά σε δύο ανθρωπογεωγραφικές ζώνες: 

 Αφ’ ενός στο κέντρο (με  άξονα την οδό Τσιμισκή), που συνδέεται με

 τη συμβατική  κοινωνική ζωή. Αφ’ ετέρου στις συνοικίες και τα

 προάστια, όπου παίζεται το δράμα του περιθωρίου.

 Δίαυλο μεταξύ των δύο αποτελεί η Εγνατία οδός, μίτος των (συχνά 

άκαρπων) δρομολογίων του έρωτα και συχνά δίοδος ανεπαίσθητης

 ώσμωσης ανάμεσα στο αποδεκτό και το απαγορευμένο.

 Επιμέρους σκηνικά του αστικού δράματος αποτελούν το λιμάνι, οι

 λεροί, ασήμαντοι δρόμοι, οι ψωριάρες φτωχογειτονιές, οι άχαρες 

πλατείες και τα αμφίσημα πάρκα, στρατώνες, ταβερνάκια και μπατι

ρημένα κουρεία,  μισάνθρωπα γραφεία, λεωφορεία, αλάνες και αναι

μικές προαστιακές εξοχές: Τυπικοί χώροι της ματαιωμένης ζωής, 

που συχνά όμως, όπως αντίστοιχα συμβαίνει και στον Καβάφη, 

αγλαϊζονται από το πέρασμα του έρωτα.  

Τα παραπάνω θέματα θα εξεταστούν αδρά στη συνέχεια.

 Ας επιστρέψουμε προς το παρόν στην απτή ασφάλεια του αρχικού 

κειμένου.

Το ποίημα «Τι γυρεύω» αποτελείται από τρεις εξάστιχες στροφές σε

 ελεύθερο βασικά στίχο. Κατά τόπους όμως προκύπτουν διάσπαρτοι

 ίαμβοι και δημιουργείται κάποια διακεκομμένη μετρική αίσθηση. 

Αυτός ο διασπασμένος ρυθμός, η απόπειρα κανονικότητας μέσα 

στην περιρρέουσα ανομία, μοιάζει να αναπαράγει το διστακτικό βά

δισμα του ποιητικού υποκειμένου στις δύσβατες νυχτερινές διαδρο

μές του. 

Η εντύπωση αυτή ενισχύεται και μέσω των επαναφορών και των

 παραλληλισμών. Η ερώτηση-επωδός «τι γυρεύω εγώ..» επανέρχε

ται τέσσερις φορές, στην αρχή και στο τέλος της πρώτης και της

δεύτερης στροφής. 

Η τρίτη στροφή απαντά στο ερώτημα χρησιμοποιώντας το ίδιο ρή

μα- «γυρεύω», πιο εκφραστικό από το ουδέτερο και λογιότερο

 «ζητώ» και πιο περιεκτικό, εφόσον παραπέμπει στον «γύρο» και 

στο «γυρίζω». 

Συνάπτεται έτσι και σε ετυμολογικό επίπεδο η εσωτερική αναζήτη

ση με την εξωτερική μετακίνηση και, συνακόλουθα, η ψυχή με το

 σώμα. Αντίστοιχα μεταξύ της διπλής ερώτησης και της απάντησης

 ξεδιπλώνεται το σκληρό τοπίο της πόλης -και της ψυχής:

 Ένας νεωτερικός locus terribilis, μια ημιαστική κόλαση της λά

σπης και της βίας, κατοικημένη τόσο από ρεαλιστικά τέρατα όσο

 και από τα ανάλογα σχήματα λόγου, που αντλούν την εικονοπλασία

 τους από την ανάλγητη αγορά: η νύχτα σαν τοκογλύφος, η φορολο

γία των δρόμων, η επένδυση της καρδιάς. Και βέβαια, κάτω από 

τέτοιες συνθήκες, το φεγγάρι δεν είναι πια το μυστικό φως της ρομα

ντικής σκηνοθεσίας αλλά μια αδιάκριτη παρέμβαση στα προσωπι

κά αδιέξοδα. Εξάλλου, η δίψα για συναισθηματική κάλυψη γειώνε

ται  στο συνάχι, στο στενό παπούτσι και στους νυκτόβιους δυνάστες 

της γειτονιάς, και η ειρωνική ένταση που παράγεται έτσι απομακρύ

νει κάθε υποψία «αισθηματολογίας»[4]

Το αίτημα της λύτρωσης παραμένει βέβαια πάντα επίκαιρο, απογυ

μνωμένο όμως από κάθε υπερβατικό άλλοθι αναζητά με νεωτερικό

 ζήλο τη δικαίωσή του στην αισθητική της πτώσης και της φθοράς.


            Βέβαια στο εν λόγω ποίημα ο τόπος δεν έχει ακόμα όνομα. Θα χρεια

στεί κι άλλος καιρός και κόπος για να προκριθεί και να καθιερωθεί η δια

φάνεια στη σχέση της λέξης με το πράγμα στη λογική μιας ποιητικής της

 «απογύμνωσης» και της «ειλικρίνειας».[5] Ωστόσο, σαφείς τοπωνυμικές

 αναφορές απαντούν ήδη στην πρώτη ποιητική συλλογή του Χριστιανόπου

λου, τη βιβλική Εποχή των Ισχνών Αγελάδων (1950). 

Εκεί, μέσω τολμηρών αναχρονισμών, η σύγχρονη σκηνογραφία αναδύεται

 κατά τόπους διαρρηγνύοντας τον ιστορικοφανή ιστό.[6]

Το πρώτο ποίημα αυτής της κατηγορίας είναι το «Μαρία η Αιγυπτία». 

Ο μονόλογος της αμαρτωλής αγίας ξεκινά με μια πανοραμική απόδοση 

του πεδίου της απωλείας και της αλλοτρίωσης, όπως αυτό διαθλάται μέσα

 από τα θραύσματα της μνήμης:

Ακόμα θυμούμαι την επιγραφή OUT OF BOUNDS.
Συχνά μας επισκέπτονταν ναύτες του N.A.A.F.I. Club.
Μάλιστα ένας μου έλεγε: «Είσαι ένα τίποτα
στο σκοπευτήριο, στο πανδοχείο, στο καπηλειό, στο μπορντέλο».

Παρόν και παρελθόν, πραγματικότητα και μύθος συγχωνεύονται σε αυτήν

 την αποσπασματική αναπαράσταση της μεταπολεμικής  έρημης χώρας. 

Η πρώτη αναφορά στα σημάδια του τόπου είναι μια  παράθεση λειτουρ

γιών μαζικής, απρόσωπης ψυχαγωγίας, που συνάπτονται συντακτικά με έ

να περιφερόμενο «τίποτα» και σφραγίζονται από αυτό.

 Οι ξενόγλωσσες σφήνες, κεφαλαιογράμματες όπως τα αναφερόμενά τους,

 εξόφθαλμα ένθετες, αποτελούν από μόνες τους πολιτικό σχόλιο για την ξέ

νη στρατιωτική παρουσία ως πλαίσιο εκπόρνευσης.[7] 

Ταυτόχρονα μπολιάζουν τον χώρο με τη σύγχρονη ιστορία, εγκαινιάζοντας

 μια πρακτική που θα συνεχιστεί με διάφορους τρόπους στις επόμενες συλ

λογές του Χριστιανόπουλου (αλλά και σε άλλους ποιητές της ίδιας γενιάς

[8]). Στην ίδια πάντα συλλογή, ο πρώτος γνήσιος αστικός διαβάτης του 

μεταπολέμου πρέπει να είναι μάλλον ο ένστολος «Δημάς» (σ. 16), που γρά

φει νοσταλγικά στον Παύλο μέσα  από ένα «πολυθόρυβο μπαρ με το ράδιο

 να παίζει σουίγκ»:

 […] Όλοι με θεωρούν ευτυχισμένο καθώς με βλέπουν με το χακί,
το περίστροφο στα δεξιά, να βαδίζω γεμάτος αυτοπεποίθηση,
στη Μπάρα, στα θέατρα, στα ζαχαροπλαστεία, στα γυμναστήρια
. […]

Η αναφορά στην κακόφημη συνοικία Μπάρα είναι ίσως η πρώτη συγκε

κριμένη μνεία της Θεσσαλονίκης.

 Στη φάση αυτή ο συμβολικός ακόμα χαρακτήρας της ποίησής του Χρι

στιανόπουλου επιτρέπει ενδεχομένως αυτή την αναγνωρισιμότητα.

 Από τη στιγμή όμως που ο λόγος του γίνεται πιο προσωπικός και εξομολο

γητικός, μεσολαβεί ένα διάστημα σχετικής αοριστίας, μέχρι να εμφανι

στούν ξανά τα πρώτα συγκεκριμένα τοπωνύμια, στην τρίτη πια συλλογή,

 τον «Ανυπεράσπιστο καημό».

 Προς το παρόν, στα ίδια περίπου χρόνια με την Εποχή γράφονται κάποια 

ποιήματα αστικής ως επί το πλείστον σκηνοθεσίας, που θα συμπεριλη

φθούν αργότερα στη συλλογή «Ο αλλήθωρος».

 Όπως το «Ατμόσφαιρα 1949» (1949, σ. 103), ποίημα κατά βάση ποιητολο

γικό, με έναν φιλολογικό ρεαλισμό που παραπέμπει σε ανάλογα μοτίβα του

 Καρυωτάκη. 

Εδώ κινούμαστε ακόμα στο κέντρο της πόλης (και της τρέχουσας ευπρέπει

ας): 

Έτσι περνούσαμε τον καιρό μας και κάναμε βόλτες στην Τσιμισκή

μιλώντας γι’ αμερικανική λογοτεχνία κι ωραία κορίτσια.

Η κεντρική εμπορική οδός της Θεσσαλονίκης μοιάζει να συνοψίζει τη μα

ταιόσπουδη μελαγχολία των σύγχρονων αυτών νέων της Σιδώνος, ενώ στο 

κατώφλι του υπαινικτικού τίτλου βαραίνει η μοιραία χρονολογία: 1949, το

 τέλος του εμφύλιου. 

Το γεγονός δεν αναφέρεται πουθενά στο σώμα του ποιήματος αλλά εντείνει

 δραματικά τη χλιαρή παραίτηση των προσώπων από τα βίαια δρώμενα 

της ιστορίας. Ο ίδιος δρόμος και οι ίδιοι νέοι επανεμφανίζονται στο ποίη

μα «Στον φίλο που πάει για δάσκαλος» (1951, σ. 106) από την ίδια συλλο

γή.[9] Στο «διδακτικό» -με την καβαφική έννοια- αυτό ποίημα το ποιητικό

 υποκείμενο δίνει συμβουλές σε έναν φίλο σχετικά με την πολιτεία του στη

 νέα του θέση στην επαρχία:

Στην ενδοχώρα, να εργαστείς. Έτσι προσφέρεις

πολύ περισσότερα από τους νεανίσκους της Τσιμισκή.

Γίνεται σαφές ότι η Τσιμισκή εκπροσωπεί την αβάσταχτη αστική ελαφρό

τητα, την άγονη αργόσχολη ύπαρξη σε αντίθεση με τη σκληραγωγία και 

την ανιδιοτελή προσφορά που αρμόζουν στην ύπαιθρο, η οποία μάλιστα 

συνδέεται επιπλέον με την εγκράτεια, την ηθική ακεραιότητα αλλά και με

 τον κοινωνικό έλεγχο:

Ωστόσο κοίτα και την ηθική σου ακεραιότητα:

Από έναν νέο δροσερό κι αγνό, κυρίως αγνό,

Ιδιότητα δεν έχει η ανθρωπότης τιμιωτέραν.

Ήδη την εποχή αυτή διαμορφώνεται το δίπολο πόλη- χωριό,  που ανάγεται

 στις αρχές της εμφάνισης της αστικής λογοτεχνίας το δεύτερο μισό του 

δέκατου ένατου αιώνα.[10]

Η αντίθεση αυτή στοιχίζεται μια σειρά από ανάλογα ζεύγη, με ρευστά 

πάντα όρια μεταξύ των κατηγοριών:

 νεοτερικότητα-παράδοση, αλλαγή-επανάληψη, εγγραματοσύνη-προφορι

κότητα, ιστορία-μύθος, πολιτισμός-φύση.

 Ο κατάλογος θα μπορούσε να συνεχιστεί εις το διηνεκές, με την προσθήκη

 κατηγοριών του τύπου ελευθεριότητα-εγκράτεια, εγωκεντρισμός-αλλη

λεγγύη, μοναξιά-επικοινωνία, προσποίηση-γνησιότητα. 

Τα στοιχεία αυτά μπορούν να ανιχνευθούν στην ποίηση του Χριστιανόπου

λου, χωρίς όμως ακραίες τάσης μυθοποίησης, ούτε προς την εξιδανίκευση 

ούτε προς τη δαιμονοποίηση.[11] 

Η πόλη, παρά τη φοβερή της όψη, διατηρεί πάντα μια παμφάγο γοητεία, 

ενώ η ύπαιθρος, παρά την ενδιάθετη αρετή της, παρουσιάζεται συχνά ευά

λωτη και επιρρεπής στις προκλήσεις των νέων καιρών.

 Ωστόσο, περισσότερο από την οριζόντια, χωρική αντίθεση πόλη-χωριό, 

πιο χαρακτηριστική για την ποίηση του Χριστιανόπουλου είναι η κάθετη,

 χρονική αντίθεση παρόν-παρελθόν.

 Το παρακάτω ποίημα από την ίδια συλλογή (σ. 119), γραμμένο το 1958, 

είναι ένα ελεγείο για τον χαμένο παράδεισο των προ-αντιπαροχής χρόνων :

Κατατρέχουν τη γραφικότητα

Ήρθαν κύριοι με τσάντες και μεζούρες,
μέτρησαν το οικόπεδο, άνοιξαν χαρτιά,
οι εργάτες έδιωξαν τα περιστέρια,
ξήλωσαν το χαγιάτι, έριξαν το σπίτι,
σβήσαν ασβέστη μες στον κήπο,
φέραν τσιμέντο, στήσαν σκαλωσιές -
θα χτίσουν κι άλλη πολυκατοικία.

Ρίχνουν τα ωραία σπίτια ένα ένα,
τα σπίτια που μας ανάστησαν από μικρά,
με τα φαρδιά παράθυρα, τις ξύλινες σκάλες,
με τα ψηλά νταβάνια, τις λάμπες στους τοίχους,
τρόπαια λαϊκής αρχιτεκτονικής.

Κατατρέχουν τη γραφικότητα,
τη διώχνουν διαρκώς στην πάνω πόλη,
εκπνέει σαν προδομένη επανάσταση,
σε λίγο δε θα υπάρχει ούτε στις καρτ-ποστάλ,
ούτε στη μνήμη και την ψυχή των παιδιών μας

Πού είναι τα μεγάλα παλαιικά δωμάτια που φύλαξαν την άγνοιά μας” θα

 αναρωτηθεί λίγο αργότερα ο Ανέστης Ευαγγέλου,[12] ένας κατά τι νεότε

ρος ποιητής, ο οποίος ανέδειξε τον θρήνο για το χαμένο σπίτι σε πυρήνα 

της ποίησής του.[13]Τα σπίτια της μνήμης των ποιητών, όπως φαίνεται 

και παραπάνω, είναι κάτι περισσότερο από απλά κτίσματα. 

Αρκεί να θυμηθούμε τα ανθρωπομορφικά σπίτια του Σεφέρη στην Κίχλη

[14] και να τα συνδέσουμε με τα περιστέρια που φεύγουν από το σπίτι του

 Χριστιανόπουλου σαν ψυχή που εγκαταλείπει το σώμα. 

Ή ακόμα και την πολιτική νύξη της προδομένης επανάστασης, που ολοένα

 υποχωρεί στην παραδοσιακή και παρωχημένη πάνω πόλη μαζί με ό, τι 

γνήσιο μπορεί ακόμα να αντιπαρατεθεί στη θριαμβεύουσα καπιταλιστική 

εκζήτηση της Τσιμισκή.

            Ένα ακόμα δίπολο που απαντά στον Χριστιανόπουλο είναι η αντίθε

ση μέσα-έξω, ιδιωτικό-δημόσιο, σπίτι-κόσμος.

 Αν η κλασική αστική γραμματεία του δέκατου ένατου αιώνα φετιχοποίη

σε την οικογενειακή εστία ως αντίποδα του επικίνδυνου «δρόμου», του χώ

ρου όπου φυτρώνουν τα άνθη του κακού της βιομηχανικής επανάστασης,

[15] σίγουρα κάτι τέτοιο δεν ισχύει για την ποίηση που εξετάζουμε εδώ, 

και ίσως δεν ισχύει και για αρκετές άλλες περιπτώσεις στη νεότερη ελληνι

κή λογοτεχνία.[16]

Ο Χριστιανόπουλος είναι γενικά ποιητής του δημόσιου χώρου, τα λίγα

 ποιήματά του όμως που διαδραματίζονται σε εσωτερικό σπιτιών κάθε 

άλλο παρά γαλήνη και ασφάλεια αποπνέουν. 

Η «αρρώστια» της πόλης διαπερνά και μολύνει το σπίτι, που δεν προσφέ

ρει παρά συμπύκνωση και όξυνση των αδιεξόδων:

Το σπίτι μας (1970)

[…]

Ας δίνει μια επίφαση ειρήνης

το ταραγμένο σπίτι μας. Όταν γυρνώ απ’ τη δουλειά

κατάκοπός, ας μην τα βρίσκω όλα

κλειστά και θεοσκότεινα, κι η γριά στο ντιβάνι,

μόλις η πόρτα τρίξει, ν’ αρχινάει τα βογγητά.[…]

 

Στα λυρικά  Ξένα γόνατα (1957), αν και η σκηνοθεσία είναι σαφώς αστική,

 ωστόσο δεν απαντούν ακόμα συγκεκριμένα τοπωνύμια. 

Ο τοπωνυμικός λόγος εγκαινιάζεται προγραμματικά στον Ανυπεράσπιστο

 καημό (1960), όπου τα ονόματα δεν παραπέμπουν βέβαια τόσο στα ίδια 

τα πράγματα όσο στις συνδηλώσεις τους και λειτουργούν ως οδοδείκτες 

της μνήμης στοιχειωμένοι από βιώματα:[17]

«Σταυρούπολη»

Σταυρούπολη, νυχτερινή μου πατρίδα,

Σιτοβολώνα του έρωτα,

Ανάμεσα στα δυο στρατόπεδά σου

Κορμί για κάθε μοναξιά.[…]

Ο χώρος είναι τόσο φορτισμένος συγκινησιακά, ώστε, κατά τον καβαφικό 

τρόπο, αισθηματοποιείται ολόκληρος.[18] 

 Έτσι δημιουργείται μια πόλη πλασματική, προϊόν του ποιητικού ανοικει

ωτικού βλέμματος.

 Και μάλιστα διπλά ανοικειωτικού: πρώτον λόγω της ερωτικά αποκλίνου

σας προοπτικής  και δεύτερον λόγω της ματιάς του ενήλικου που προβάλ

λει το παρόν στον χρονότοπο της πρώτης νεανικής ηλικίας και τον ανάγει

 κατά κανόνα σε έναν χλωρό παράδεισο συναισθηματικής αφθονίας. 

Αν λοιπόν ο ιδανικότερος παρατηρητής ενός τόπου είναι ο ξένος, επειδή η 

άδολη ματιά του αναβαπτίζει τα τετριμμένα, τότε ο παρατηρητής του 

Χριστιανόπουλου, αν και αυτόχθων, λειτουργεί ως διπλά ξένος, εξόριστος 

μέσα στον ίδιο του τον τόπο: [19]

Εγνατία

Με τσάκισε κι απόψε η Εγνατία
με τα κεσάτια της.
Δε μυρμηγκιάζει πια η ομορφιά
στα παραβαρδάρια -
κάτι έχει αλλάξει,
αρχίσαμε κι εδώ τα καμώματα της Αθήνας,
όσοι δε φεύγουν για τη Γερμανία ακριβοπληρώνονται,
ανέβηκαν πολύ οι ταρίφες,
πού ο καιρός που τριγυρνούσαμε χωρίς λεφτά,
κάνοντας κιόλας και τον δύσκολο.

Πρέπει να βρω μια άλλη Εγνατία.

Αυτή η «άλλη Εγνατία» του τελευταίου στίχου είναι που κυρίως αποκαλύ

πτει τον συμβολικό χαρακτήρα των ονοματισμένων δρόμων του έρωτα. 

Ωστόσο, η άλλη Εγνατία φαίνεται ανέφικτη. 

Χωρίς προγραμματικά ιδεολογικές προθέσεις, το σκηνικό της ποίησής του

 Χριστιανόπουλου ζυμώνεται με τη διαχρονία, καθώς παρακολουθείται 

στενά η μεταμόρφωση του χώρου μέσα στον χρόνο της στρεβλής μεταπολε

μικής ανάπτυξης, με όλες τις σχετικές κοινωνικές συνέπειες. 

Η πόλη ως άπληστο τέρας γιγαντώνεται συνεχώς, καταπατώντας στο πέρα

σμά της τα υπαίθρια καταφύγια του έρωτα:

«Μυγδαλιές»

Αυτό το μέρος το λέγαν Μυγδαλιές.

Τις πρόλαβα. Μοσκοβολούσε ο τόπος.

Φίσκα η αγράμπελη, κι ένα ρυάκι

Κατέβαζε ξερόφλουδα απ’ τα αλώνια.

 

Εδώ ερχόμασταν τα βράδια για κορμί.

                                                                                       

Σιγά σιγά τις κόψαν όλες. Ένα ένα

Ξεφύτρωναν στη θέση τους σπιτάκια.

Πρώτοι εμείς τα εγκαινιάζαμε. Η αγάπη μους

Ζυμώθηκε στις σκαλωσιές και τα τσιμέντα τους.

 

Τώρα δεν έμεινε ούτε μια μυγδαλιά.

Γέμισε ο τόπος μαγαζιά και κατοικίες.

Μας έφαγαν ακόμα ένα τσαϊρι.

 

Παράλληλα με την αστική επέκταση διαγράφεται μέσα από το πρίσμα 

του έρωτα και η θεματική της εμπορευματοποίησης των σχέσεων, του 

κυνισμού, της στροφής στον ωφελιμισμό και τον καταναλωτισμό:

«Τόση λατρεία, τόση τρυφερότητα»

«Δυο μήνες του πουλούσα έρωτα,

του ‘φαγα κάμποσα λεφτά».                         

Τυχαία τ’ άκουσα σ’ ένα λεωφορείο

Και σφίχτηκε η καρδιά μου. […]

Ανυπεράσπιστος καημός, σ. 77

Τα παραδείγματα θα μπορούσαν να επεκταθούν επ’ αόριστον, τόσο στα 

μικρά ποιήματα όσο και στα πεζά, αλλά η ποιητική φυσιογνωμία του 

Χριστιανόπουλου έχει ήδη διαμορφωθεί στις τρεις πρώτες συλλογές του 

μαζί με τη θλιμμένη καταγραφή μιας συλλογικής απώλειας.

 Όπως και η εικόνα μιας πόλης, της Θεσσαλονίκης της ηδονής και του 

μαρτυρίου, μιας πόλης που δεν υπάρχει πια.

 Για την ακρίβεια, δεν υπήρξε ποτέ έξω από τις γραμμές αυτής της ποίη

σης. Μια ακόμα ανύπαρκτη πολιτεία στον λογοτεχνικό χάρτη.



*Το κείμενο αποτελεί γραπτή επεξεργασία μαθήματος που πραγματοποιή

θηκε στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο του Δήμου Θεσσαλονίκης στις 30. 01. 

2012

[1] Ντίνος Χριστιανόπουλος, Ποιήματα. Τέταρτη έκδοση. Θεσσαλονίκη,

 Ιανός, 2004, σ. 64. Από την έκδοση αυτή προέρχονται όλα τα παραθέματα 

ποιημάτων του Χριστιανόπουλου.

[2] Ν. Δαββέτας, «Το κορμί και το σαράκι», στο Για τον Χριστιανόπουλο.

 Κριτικά κείμενα για την ποίησή του. Εισαγωγή, επιλογή κειμένων Δ. Κόκο

ρης, Λευκωσία, Αιγαίον, 2003,  σσ. 361-365, ειδικά σ. 363.

[3] Σε άλλη περίπτωση ο τόπος δηλώνεται ρητά, όπως στο «Περιστατικό

 στην Αθήνα», το τελευταίο ποίημα της Εποχής των ισχνών αγελάδων.

[4] Όπως δηλώνει και ο ίδιος ο ποιητής, η γραφή του σημειώνει μια εξέλι

ξη από μια ποίηση όπου κυριαρχεί το συναίσθημα προς μια έκφραση βιω

ματική, γυμνή και τολμηρή, η οποία επιτυγχάνεται με τον Ανυπεράσπιστο

 καημό. Βλ. σχετικά Ντίνος Χριστιανόπουλος, Το επ’ εμοί. Δοκίμια, Αθήνα,

 Μπιλιέτο, 1993, σσ. 12-14.

[5] Για μια κριτική της αντίληψης αυτής βλ. Γ. Κοροπούλης, «Υπάρχει 

αλήθεια ΄βιωματικός στίχος΄; Ιδεολογήματα περί ποιήσεως και οι ευκολίες

 του αναγωγισμού- τα κλισέ και τα ίχνη μιας μαζικής ιδεοληψίας», εφ. 

«Η Καθημερινή», 26.08. 1997.

[6] Για μια ανάλυση της χρήσης των αναχρονισμών στην Εποχή βλ. 

Μ. Ιατρού, Η «Εποχή των ισχνών αγελάδων» του Ντίνου Χριστιανόπουλου.

 Ανίχνευση διακειμενικών σχέσεων. Θεσσαλονίκη, Βάνιας, 1996, σσ. 59-89.


[7] Αντίστοιχη πρακτική απαντά και στο ποίημα «NIGHT CLUB» από τη

 συλλογή Ο αλλήθωρος (1949-70), σ. 117. Το OUT OF BOUNDS ήταν προει

δοποίηση σε οίκους ανοχής που δεν ελέγχονταν από την αγγλική υγειονομι

κή υπηρεσία, ενώ το NAAFI (Navy, Army and Air Force Institutes) Club

ήταν υπηρεσία επισιτισμού του αγγλικού στρατού.

[8][8] Πολύ χαρακτηριστικό είναι το ίδιο φαινόμενο (με πολύ πιο προβε

βλημένη βέβαια την πολιτική διάσταση) στον Μάρκο Μέσκο, βλ. σχετικά 

Μιχ. Γ. Μπακογιάννης, "Στο δροσάτο φως της ποίησης του Μάρκου Μέ

σκου", περ. Εμβόλιμον, τχ, 67/68 (Χειμώνας 2012-Άνοιξη 2013) 73-81 και

 Ιωάννα Ναούμ, "Η ποίηση του Μάρκου Μέσκου: Το θρόισμα της γλώσ

σας ενός μεθόριου τόπου", αυτόθι 88-95.

[9] Πρβ. και το ποίημα «Κοσμικοί νέοι» από τον Ανυπεράσπιστο καημό, σ.

 65

[10] Για το θέμα βλ. τη βασική μελέτη της Λ. Τσιριμώκου, Γραμματολογία

 της πόλης. Λογοτεχνία της πόλης. Πόλεις της λογοτεχνίας, Αθήνα. Λωτός, 

1988, σσ. 13-15.

[11] Πρβ. Τσιριμώκου, ό. π., σημ. 10, σσ. 25-27.

[12]«Ποιος μπορούσε λοιπόν να φανταστεί», Περιγραφή εξώσεως, 1960. Βλ

. Α. Ευαγγέλου, Τα ποιήματα (1956-1993), Θεσσαλονίκη, 2007, σ. 9.

[13] Για το σπίτι  ως σύμβολο στον Ευαγγέλου βλ. Θ. Μαρκόπουλος, 

Ανέστης Ευαγγέλου. Ο ποιητής, ο πεζογράφος, ο κριτικός. Αθήνα, Σοκόλης,

 2006, σσ. 128-149.

[14] Κίχλη, Α΄, «Το σπίτι κοντά στη θάλασσα», βλ. Γιώργος Σεφέ

ρης, Ποιήματα. Δέκατη έβδομη έκδοση, Αθήνα, Ίκαρος, 1992, σ.

 219: […]δεν ξέρω πολλά πράγματα από σπίτια /ξέρω πως έχουν

 τη φυλή τους, τίποτε άλλο./ Καινούργια στην αρχή, σαν τα 

μωρά / που παίζουν στα περβόλια με τα κρόσια του ήλιου,/κε

ντούν παραθυρόφυλλα χρωματιστά και πόρτες / γυαλιστερές 

πάνω στη μέρα /όταν τελειώσει ο αρχιτέκτονας αλλάζουν,/ ζαρώ

νουν ή χαμογελούν ή ακόμη πεισματώνουν /μ' εκείνους που έμει

ναν μ' εκείνους που έφυγαν /μ' άλλους που θα γυρίζανε αν 

μπορούσαν/ή που χαθήκαν, τώρα που έγινε /ο κόσμος ένα απέρα

ντο ξενοδοχείο. […]

[15] Τσιριμώκου, ό. π., σημ., σ. 28.

[16] Το σπίτι σε σχέση με μια αίσθηση απώλειας, προσφυγιάς και πληγω

μένης ευαισθησίας εμφανίζεται αρκετά συχνά στην ελληνική λογοτεχνία

 και θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο μελέτης.

[17] Τσιριμώκου, ό. π., σημ. , σσ. 43-45.

[18] Πρβ. Κ. Π. Καβάφης «Στον ίδιο χώρο» (Ποιήματα Β’, 1919-1933, Αθή

να, Ίκαρος, 1966, σ. 81.)

 

Οικίας περιβάλλον, κέντρων, συνοικίας
που βλέπω κι όπου περπατώ· χρόνια και χρόνια.

Σε δημιούργησα μες σε χαρά και μες σε λύπες:
με τόσα περιστατικά, με τόσα πράγματα.

Κ’ αισθηματοποιήθηκες ολόκληρο, για μένα. 

[19] Τσιριμωκου, ό. π., σημ. , σ. 48-51.

– Μια ξεχωριστή συνέντευξη 

στο σπίτι του το 2014


Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος με κάλεσε στο σπίτι του,

 στον ιδιωτικό του χώρο για μια συνέντευξη ανάμε

σα κυριολεκτικά στα χιλιάδες βιβλία και τις σημειώ

σεις του. Αγέρωχος, ασταμάτητος, αιώνιος έφηβος.

 Όσα μου είπε τότε είναι επίκαιρα όσο ποτέ… 

Πρωινό στις 40 Εκκλησίες.

 Βρισκόμαστε στη Θεσσαλονίκη, σε μια γραφικότα

τη γειτονιά.

 Στο ισόγειο πολυώροφης πολυκατοικίας ένα διαμέ

ρισμα γεμάτο… πολιτισμό και ιστορία.

Δωμάτια γεμάτα βιβλία, κάθε είδους βιβλία. 

Παντού βιβλιοθήκες. Βιβλιοθήκες και φωτογραφίες

 γεμάτες με μνήμες από το παρελθόν και υποσχέ

σεις. 

Βρισκόμαστε στο διαμέρισμα του Ντίνου Χριστιανό

πουλου…

Σύγχρονος, βραβευμένος Έλληνας

 

ποιητής, διηγηματογράφος, δοκιμιο

 

γράφος, μεταφραστής, ερευνητής,

 

στοχαστής, λαογράφος, εκδότης

 

και βιβλιοκριτικός

Το πραγματικό όνομα του πολυγραφότατου λογοτέ

χνη είναι Κωνσταντίνος Δημητριάδης.

 Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Γιος προσφύγων 

από την Ανατολική Θράκη. Φοίτησε στο Αριστοτέ

λειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Από τις πρώτες του δουλειές ήταν βιβλιοθηκάριος.

 Μια θέση που βρήκε στη βιβλιοθήκη της πόλης 

από το 1958 έως το 1965.

 Στη συνέχεια η σχέση με τα βιβλία και το χαρτί 

συνεχίστηκε καθώς εργάστηκε ως επιμελητής

 εκδόσεων. 

Το 1974 ίδρυσε τη Μικρή Πινακοθήκη της Διαγωνίου

 που έχει ως στόχο την προβολή νέων καλλιτεχνών

 της συμπρωτεύουσας, με στενούς συνεργάτες του

 Κάρολο Τσίζεκ και Νίκο Νικολαΐδη.

 Την πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία πραγματο

ποίησε το 1949 με τη δημοσίευση του ποιήματος

 Βιογραφία στο περιοδικό της Θεσσαλονίκης

 Μορφές. 

Τον επόμενο χρόνο κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιη

τική συλλογή με τίτλο Εποχή των ισχνών αγελάδων.

 Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος τοποθετείται ανάμεσα

 στους σημαντικότερους ποιητές της ομάδας που

 είναι γνωστή ως Κύκλος της Διαγωνίου και κινήθη

κε στο πλαίσιο του ομώνυμου περιοδικού που ο

 ίδιος ίδρυσε (Νίκος – Αλέξης Ασλάνογλου, Γιώργος

 Ιωάννου, Τάσος Κόρφης, Βασίλης Καραβίτης κ.α.)

. Η ποίησή του χαρακτηρίζεται από έντονα ερωτική

 διάθεση και επιρροές από το έργο του Κωνσταντί

νου Καβάφη. 

-Έχετε γράψει έναν στίχο που για τους χρήστες

 των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, δεν ξέρω 

αν τα παρακολουθείτε αυτά Facebook, twitter…

Τίποτε απολύτως δεν παρακολουθώ

Είμαι σπόρος, ναι!

-Από τον κόσμο του διαδικτύου και κυρίως από

 την νεολαία χρησιμοποιείται εκτενώς ο στίχος

 “και τι δεν κάνατε για να με θάψετε, όμως 

ξεχάσατε πως είμαι ο σπόρος”

Είμαι! Είμαι σπόρος, ναι. Είναι ένα ωραίο ποίημα 

ας πούμε και πολυδιαφημισμένο… 

Πολυχρησιμοποιημένο σε αφάνταστο βαθμό. 

Πάντως είναι καλό το ποίημα αλλά δεν είναι το μό

νο! Τέτοια έχω γράψει πάρα πολλά.

-Ξέρετε πόση δύναμη έχετε δώσει με αυτόν τον

 στίχο σε ανθρώπους, τους οποίους δεν απασχο

λεί η ποίηση; Δεν τους απασχολεί τι λένε οι ποι

ητές, όμως ήρθε μια λέξη δική σας και μπορεί

 να “σήκωσε” έναν άνθρωπο που είχε λυγίσει

 εκείνη τη στιγμή και του έδωσε κουράγιο

Φυσικά… Τώρα τι να πω; Ότι είμαι ευχαριστημένος;

Είμαι ευχαριστημένος. Από εκεί και πέρα, δεν μπο

ρώ να καυχηθώ, γιατί αυτά που γράφω μη σας φαί

νονται καθόλου αστεία, τα γράφω καθ’υπαγόρευσιν

 Θεού και αυτό είναι πάρα πολύ σοβαρό. Και καθετί

 που γράφω, είναι περίπου καθ’υπαγόρευσιν Θεού,

 δηλαδή μιας δυνάμεως που είναι πιο πάνω από 

εμάς. Τέλος πάντων, θέλω να πω ότι έχω κάνει τέ

τοια πάρα πολλά και εννοώ τέτοια πολλά και ουσια

στικά, τα οποία επιβιώνουν.

-Γενικά στον δημόσιο λόγο σας, σε κάθε συνέ

ντευξη ή κουβέντα που κάνετε, έχετε μια άρνηση

 και τι εννοώ άρνηση… Προσπαθείτε να βάλετε

 τον συνομιλητή σας, εμένα τώρα, στη διαδικα

σία να σκεφτώ από μόνος μου τα αυτονόητα

 της ζωής και να μην περιμένω από κάποιον να

 μου βρει τη λύση ή την απάντηση που θα με ο

δηγήσει στο ξέφωτο από τη δύσκολη θέση στην

 οποία βρίσκομαι

Σε αυτό έχεις δίκιο, είναι αλήθεια. Θέλω πραγματικά

 έναν τέτοιο ρόλο. Εάν δεν μπορείς, χάνεις. Αν μπο

ρείς όμως, κερδίζεις. Και φαντάζομαι ότι, εσύ δεν

 ξέρω τι, αλλά θα σε περίμενα πολύ καλύτερο…


– Πιστεύω ότι θα βελτιωθώ σιγά, σιγά…

Ε, ακόμη είσαι τζόβενο!

-Δεν ξέρω, όπως με κρίνετε. Σημασία έχει ότι 

έχω πάθος για αυτό που κάνω, οπότε πιστεύω

 ότι σιγά, σιγά κάτι καλό θα κερδίσω

Το χρώμα της τρίχας σου λέει πολλά

– Είμαστε φιλοξενούμενοι στο φτωχικό σας, στο

 υπέροχο σπίτι σας και έχουμε ανάγκη να μοιρα

στούμε κάποιες σκέψεις σας.

 Εγώ θέλω τι δική σας σκέψη γιατί μέσα στο DNA

 του Έλληνα συνήθως μπολιάζει ο διχασμός. 

Πάντα στη δύσκολη στιγμή ενωνόμαστε και μόλις

 αισθανθούμε λίγο απελευθερωμένοι χωρίζουμε τα

 τσανάκια μας.

Αυτό είναι μια αλήθεια, και είναι μια αλήθεια που

 χαρακτηρίζει κατ’εξοχιν τους Έλληνες. 

Ο διχασμός. Από εκεί και πέρα το καλύτερο είναι να

 μην θίγεις αυτό το θέμα, να το παρακάμπτεις, διότι 

ωραία και τι θα κάνουμε; 

Μπορούμε να αντιδράσουμε; Δεν μπορούμε!

 Όλοι αυτοί που κλαίγονται ότι μας κλέβουν, θα κά

νουν το ίδιο πράγμα μόλις τους δοθεί η ευκαιρία. 

Θα κλέψουν και αυτοί! Το φαντάζεσαι; Ξέρω πολ

λούς από αυτούς τους κλέφτες που είναι σπουδαί

οι. Και τι έγινε; Μερικούς μάλιστα τους ρώτησα. 

Τους λέω “Εσύ τι έκανες; Δεν έκλεψες;”, λέει όχι δεν

 έκλεψα, εγώ είμαι μια σπάνια περίπτωση.

 Λέω πόσο σπάνια είσαι; αλλά εγώ ξέρω ότι περί

που και εσύ έκλεψες. Εν πάση περίπτωσει είτε έ

κλεψες είτε δεν έκλεψες είμαστε μια οικογένεια

κλεφτών, να το πάρουμε απόφαση. 

Ξεκάθαρα.


-Λέτε με τόσο ευθύ τρόπο ότι είμαστε μια φάρα,

 μια ράτσα που είμαστε μολυσμένη με την ανά

γκη να διεκδικήσουμε κάτι, να το κερδίσουμε

 ακόμη κι αν το κάνουμε παράνομα. Ακόμα κι

 αν το βουτήξουμε, αν το αρπάξουμε…

Φρίκη, φρίκη… Είναι και από παλαιότερα. Εκείνοι 

που δολοφόνησαν τον Καποδίστρια και εκείνοι κλέ

φτες ήταν. 

Μόνο για καημό κλεψιάς τον δολοφόνησαν. 

Είναι τραγικό γιατί ο Καποδίστριας ήταν ο σπουδαιό

τερος άνθρωπος που κυβέρνησε την Ελλάδα. 

Κανείς άλλος δεν την κυβέρνησε όπως αυτός.

 Αλλά με τέτοια μυαλά πες μου τι να κάνουμε;

 Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε. Και δεν θα κάνου

με τίποτα γιατί αυτή η ιστορία θα εξακολουθήσει 

έως το τέλος. 

Είναι θλιβερό πράγμα, ότι είμαστε πράγματι μια ιστο

ρία κλεφτών. Δεν θα αλλάξουμε με τίποτα απολύ

τως. 

Αν αλλάξουμε, θα μείνω κατάπληκτος, αλλά ελπίζω

 ότι δεν θα προλάβω να ζήσω και θα πεθάνω.

 Επομένως θα τους αφήσω από πίσω μου αφού

 πεθάνω να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα και τα 

πρόβατα και τα ερίφια. Θα τα ξεκαθαρίσουν; 

Πολύ φοβούμαι, όχι! Το έχουμε μέσα στο αίμα μας

 την κλεψιά. 

Σας φαίνονται υπερβολικά αυτά τα πράγματα, αλλά

 δεν είναι. 

Όλα και το πιο μικρό και το πιο αστείο, έχουν ως

 βάση την κλεψιά. 

Ε, με αυτά τα μυαλά, καταλαβαίνεις ότι δεν έχουμε

 καμία δυνατότητα να συνεννοηθώ είτε με ανθρώ

πους σαν και εσένα που έρχονται για να μου πά

ρουν διάφορες συνεντεύξεις είτε με ξένους ανθρώ

πους και σοβαρούς, αλλά βασικά μπορείς να αμφι

σβητήσεις ότι ο Έλληνας κλέβει;

-Μα υπάρχει νόμος και τάξη θα σας πει κάποιος.

 Πόσο αφελής μπορεί να είναι αυτός λέτε;

Ο νόμος και η τάξις είναι αστεία πράγματα. 

Δεν υπάρχει ούτε νόμος ούτε τάξις τουλάχιστον 

επισήμως.

 Θα πεις “πως υπάρχει, βεβαίως υπάρχουν χιλιάδες

 νόμοι”. 

Στην πραγματικότητα είναι σαν να μην υπάρχουν.

-Γιατί δεν εφαρμόζονται λέτε; Ή γιατί εφαρμόζο

νται κάτω από ένα πνεύμα θολής δικαιοσύνης;

Δεν είναι, όταν ένας που έκλεψε παίρνει τους 

10 διασημότερους δικηγόρους ας πούμε και βγαί

νει στο λάδι, πες μου τώρα τι να πω και τι να κάνω

 για τέτοιες περιπτώσεις. Και είναι πάρα πολλές.


-Βρισκόμαστε στο σπίτι σας, στον χώρο του


 γραφείου σας, και ακούμε 

διάφορους ήχους

(όπως το τηλέφωνο

 που χτύπησε πριν απ

λίγο).

 Μήπως οι ήχοι δίνουν

 πιο δυνατές

 εικόνες

 από ό,τι δίνει η τηλεόραση;

Δεν ξέρω και δεν έχω και καμία σχέση με αυτά τα

 πράγματα. Μπορεί να είναι καλύτερα, μπορεί να 

είναι και χειρότερα. Πάντως εγώ το υφίσταμαι με

 δυσφορία.

-Γράφετε αυτή την περίοδο;

Δυστυχώς, τίποτε απολύτως. Έτσι ήθελε ο Θεός,

 το πήρα απόφαση και εγώ και προσαρμοστηκα.

-Τι είναι κινητήριος δύναμη για εσάς;

Γιατί το λες με έναν τρόπο θαρρείς και το ανακάλυ

ψες για πρώτη φορά; 

Το θέμα είναι ότι δεν γράφω τίποτα. 

Είτε μας αρέσει είτε δεν μας αρέσει.

 Και είμαι ευχαριστημένος που δεν γράφω. 

Το τελευταίο μου βιβλίο το έγραψα πριν από έξι

 χρόνια και έχει τον παράξενο τίτλο

 “Παράξενο, που βρίσκει το κουράγιο και ανθίζει”. 

Ποιος; Υποτίθεται βέβαια, εγώ! 

Αλλά εν πάση περιπτώσει, και τι είναι όλο κι όλο;

 Οκτώ ποιήματα. 

Αυτά τα τελευταία που έγραψα και τίποτε άλλο.

 Και από εκεί και πέρα βέβαια, είναι καλά τα ποιήμα

τα, έχουν ενδιαφέρον αλλά ό,τι και να πεις είναι

 λίγα. Τέλος πάντων δεν βαριέσαι…

-Το γραφείο σας είναι γεμάτο βιβλία. Ένα γρα

φείο που τοίχοι είναι οι βιβλιοθήκες. Είτε βιβλία

 που έχετε γράψει είτε …

Στην κυριολεξία! Πρέπει να σου πω ότι το σπίτι εί

ναι πάρα πολύ μεγάλο, περίπου 150 τ.μ., 

και είναι όλο φίσκα από βιβλία. 

Δηλαδή και εδώ που είναι το κυρίως σπίτι, και πιο

 πέρα που είναι τα υπνοδωμάτια… 

Ξέρεις πόσες βιβλιοθήκες έχω; 

Δεν μπορείς να φανταστείς

-Όχι, δύο τρεις; Από τους ανθρώπους στο δικό

 μου περιβάλλον τόσες έχουν περίπου και ίσως

 το θεωρούν και υπερβολή. Βέβαια δεν είναι 

άνθρωποι του πνεύματος…

93 βιβλιοθήκες. Το φαντάζεσαι; Φίσκα! 93 !

-Διαπιστώνω ότι στο γραφείο σας και στα άλλα

 δωμάτια υπάρχουν παντού βιβλία. 

Δεν βλέπω πουθενά τηλεόραση, ένα ανοιχτό

 ραδιόφωνο. 

Δεν βλέπω ένα μέσο πληροφόρησης, είναι επι

λογή σας;

Βεβαιότατα και είναι συνειδητή και συστηματική. 

Είμαι σε μια προσπάθεια όσο μπορώ να έχω λιγότε

ρη ενημέρωση. 

Και όσο υπάρχει λιγότερο ενημέρωση, τόσο καλύτε

ρα.

 Αυτό συμβαίνει ύστερα από δική μου συνειδητή 

επιλογή και είμαι κατευχαριστημένος!

-Ίσως γιατί όσο λιγότερη ενημέρωση λαμβάνεις,

 λαμβάνεις καλύτερη ποιότητα ενημέρωσης 

ή γιατί ζούμε σε μια εποχή που είναι πρόσφορη

 και καταιγιστική η λεγόμενη ενημέρωση;

Ζητάς πολλά. Γιατί πρέπει σώνει και καλά να σου 

τα εξηγήσω όλα; Όταν το χειρότερο, δεν είμαι σε θέ

ση να τα εξηγήσω; Δεν είμαι σε θέση να ερμηνεύσω

 τίποτε. Αυτά που βλέπεις, αυτά είναι και αρκέσου

 σε αυτά. Αν πάλι δεν ικανοποιείσαι, δεν φταίω εγώ! 

Εσύ με διάλεξες! Θα τα υποστείς!

-Τιμή μου. Αναρωτιέμαι αν δεν είστε εσείς σε 

θέση να τα εξηγήσετε ποιοι είναι;

Δεν ξέρω. Πάντως το θέμα είναι ότι δεν είναι παρά

ξενο. Εγώ δεν είμαι σε θέση να τα εξηγήσω. Επομέ

νως δέξου τα όπως έρχονται. Αν δεν μπορείς να τα

 εξηγήσεις μόνος σου κάνε βούβα! Εγώ δεν είμαι

 σε θέση να εξηγώ. 

Λόγου χάρη έρχεται ένας μεγαλόσχημος και μου 

λέει “πες μας τι είναι ποίηση”. 

Σε μια τέτοια ερώτηση κανονικά θα έπρεπε να απα

ντήσω με μια βρισιά, αλλά ντρέπομαι και δεν απα

ντώ. 

Θέλω να σου πω ότι πολλές περιπτώσεις δεν υπάρ

χουν με μια σωστή ερώτηση, αλλά περίπου με μια

 βρισιά. 

Είναι δυνατόν τώρα ένας τύπος να μου πει τι είναι 

ποίηση; Και εγώ αμέσως σαν κουρδισμένη λατέρνα

 να του πω ποίηση είναι αυτό και αυτό; 

Αφού δεν ξέρω καν! Έτσι λοιπόν, αρκέσου σε αυτά

 τα μισόλογα διότι δεν έχω δυνατότητα να τα πω

 ολόκληρα. Άλλο παρακάτω!

-Επιλέξατε μου είπατε να μην ενημερώνεστε,

ήρθε βιωματικά ;

Όλο θέλετε κάποια απάντηση. Κάποια απάντηση 

πολύ πιθανή και πολύ πειστική.

 Δεν έχω! Δεν ξέρω αν έγινε κάτι ή δεν έγινε. 

Πάντως είναι μια πραγματικότητα και δεν είναι και

 άσχημη. Γενικά νομίζω ότι στη ζωή μας όλα τα

 ξέρουμε με μισόλογα και πρέπει να είμαστε και

 ευχαριστημένοι. 

Σας βεβαιώνω και εγώ δεν είμαι σε θέση να γνωρί

ζω περισσότερα για να απαντώ πληρέστερα.

-Κάποιος που συναντά τον Ντίνο Χριστιανόπου

λο, είτε γνωρίζει λίγα ή πολλά για την λαμπρή 

σας πορεία, θα σας ρωτήσει αν πιστεύετε αν 

σήμερα η νεολαία απολαμβάνει Παιδεία οφέλιμη

 και για την ίδια αλλά και για την κοινωνία. 

Αισθάνεστε ότι έχουμε την Παιδεία που μας αξί

ζει ως λαός;

Ζητάς τόσο πολύ φιλοσοφικά ερωτήματα που πραγ

ματικά είμαι ανίκανος να απαντήσω. Τώρα αν 

υπάρχει κάποιος άλλος ικανός να απαντήσει ή είναι

 όλοι μαθημένοι σε μπούρδες. 

Λένε, λένε, λένε και ότι λένε κάτι είναι… 

Δεν βαριέσαι, άστους! 

Το θέμα είναι ότι εγώ είμαι ανίκανος να απαντήσω

 σωστά.

Ήμασταν τόσο φτωχοί που ο πατέρας μου δεν

 

είχε ούτε να με ταΐσει

-Η σχέση σας με την πολιτική; Παρακολουθείτε

 τι κάνει η κυβέρνηση;

Την κυβέρνηση τι να την κάνω; Οι κυβερνήσεις μάλ

λον, γιατί έχω μετρήσει καμία 20αριά κυβερνήσεις,

 με την μία να διαδέχεται την άλλην, και πλέον ξέ

ρεις με τι μοιάζει αυτό; 

Με κάποιους που αντικαθιστούν τις κυβερνήσεις με

 τα βρακιά τους! 

Αυτό είναι οι κυβερνήσεις, η μία και η άλλη και η άλ

λη. 

Και από την άποψη αυτή δεν είμαι καθόλου ευχαρι

στημένος. 

Όλοι είναι μετριότητες που δεν προσφέρουν τίποτε

 απολύτως ή αν προσφέρουν ένα minimum καλό 

είναι, αλλά είναι πολύ λίγο.

-Ο πολίτης τι πρέπει να κάνει σε μια παραπλά

νηση ή σε ένα πολιτικό ψέμα;

Πάντα με ρωτάτε να σας πω μια απάντηση, αλλά 

απάντηση δεν ξέρω.

 Όταν με ρωτάς τι πρέπει να κάνω, δεν μπορώ να 

είμαι σίγουρος αν σκέφτομαι σωστά. 

Η μόνη σωστή απάντηση είναι να πάνε και να κό

ψουν τον λαιμό τους, αλλά δεν το λέει κανείς.

 Μπορείς να πας στον Σαμαρά και να πεις

 “ξέρετε κύριε Πρωθυπουργέ, μπορείτε να κόψετε

 τον λαιμό σας; Πολύ θα ευχαριστηθώ”. 

Δεν τολμάς και για λόγους ευγενείας και για λόγους

 ευπρέπειας. 

Αλλά αυτό συμβαίνει με κάτι τέτοια ψευτοπράγματα,

 ψευτοσυνεννοούμαστε και ουσιαστικά δεν έχουμε

 καμία απάντηση θετική και ουσιαστική. 

Στο λέω για να δεις ότι όλοι αυτοί που έρχονται και

 ρωτούν, θέλουν μήπως σε τσακώσουν σε καμία 

έξυπνη απάντηση.

 Αλλά και οι έξυπνες απαντήσεις δεν είναι τόσο εύ

κολες. 

Γενικά ρωτάτε πολλά. 

Όταν ρωτάτε γιατί, ο άλλος πρέπει να απαντήσει

 για αυτόν τον λόγο, αλλά δεν ξέρω ποιος είναι ο 

λόγος που πρέπει να απαντήσω.

 Έτσι δεν απαντώ. Και το καλύτερο είναι να το

 βουλώσουμε, να τα κλείσουμε και να φύγουμε. 

Εν τω μεταξύ τόση ώρα φλυαρήσαμε, είπαμε λόγια

 στον βρόντο. Και τίποτε ουσιαστικό βέβαια…

-Τα ποιήματά σας έχουν μεταφραστεί σε πολλές

 γλώσσες

Μόνο σε 18 γλώσσες. Και σε μερικές στην αγγλική 

γλώσσα τουλάχιστον 25 φορές. 

Τρελοκομείο! 

Και τι έγινε, έγινα σπουδαίος επειδή μεταφράστη

κα 25 και όχι 26; 

Δεν βαριέσαι! Και στα κινέζικα βέβαια!

-Αρνηθήκατε το μεγάλο βραβείο των Γραμμάτων

 για το σύνολο του έργου σας

Τι να σου πω, ότι και να σου πω προσκρούομαι ί

σως στην νοοτροπία που έχουμε εμείς οι Έλληνες,

 που τα θέλουμε όλα δικά μας.

 Αλλά άμα τους πεις για σταθείτε δεν είναι έτσι τα

 πράγματα. 

Δεν είναι όλα δικά μας, θα θυμώσουν και θα σε πά

ρουν με κακό μάτι.

 Θέλω να πω δηλαδή ότι και στη μια και στην άλλη

 περίπτωση, τίποτα δεν είναι ωραίο και ευχάριστο.


-Γιατί μεγαλώνουμε ή διαρκώς ποτιζόμαστε με

 την αναζήτησή μιας πρωτιάς;

Περίπου έτσι είναι. Ακόμη και οι γονείς μου που

 ήταν αγράμματοι και πάμφτωχοι, είχαν και αυτοί 

κάποια αξιοπρέπεια και ήθελαν να φανούν ως 

σπουδαίοι και έλεγαν… αλλά βασικά τι έλεγαν; 

Τίποτε απολύτως. 

Θυμούμαι μάλιστα μια κουβέντα, η μάνα μου έλεγε

 “κοίταξε, είμαστε φτωχικοί αλλά έχουμε αρκετά

 σπουδαία καταγωγοί από Φαναριώτες κτλ., 

αλλά σε παρακαλώ μην λες τίποτα γιατί μην φανού

με ότι είμαστε σπουδαίοι. 

Καλύτερα να κάνουμε τον ψόφιο κοριό, παρά να 

καυχιόμαστε”.

 Και με έπεισε με κάθε τρόπο να μην καυχιέμαι για

 τους ένδοξους προγόνους μου.

-Για εσάς τι είναι το βραβείο;

Πρόκειται για αστεία, παιδαριώδη πράγματα. 

Ο ένας βραβεύει τον άλλον, αρκεί να βρε την ευκαι

ρία να βραβεύσει και από εκεί και πέρα ας είναι ότι

 να ‘ναι αυτό που λέγεται βραβείο.

 Δεν είναι έτσι τα πράγματα.

 Γελιόμαστε πολύ γιατί νομίζουμε ότι είμαστε κάτι 

ενώ στην πραγματικότητα είμαστε σκουπίδια. 

Αρχίζοντας από τα μεγάλα βραβεία της Ακαδημίας

 Αθηνών μέχρι τα τελευταία που δίδονται για κάτι 

παιδάκια του δημοτικού. 

Επομένως, δεν μου αρέσουν όλα αυτά ούτε ως ονο

μασία. 

Δεν νομίζω ότι υπάρχει κάτι ουσιαστικό που μπορώ

 να μιλήσω με θαυμασμό. Τίποτε απολύτως.

-Αν καταλαβαίνω σωστά λέτε ότι το βραβείο 

είναι τόσο νοσηρό που μπορεί να σε κολλήσει 

πολύ εύκολα με την ασθένεια να βραβεύσεις και

 να βραβευτείς

Ακριβώς, πολύ σωστή η λέξη. Ακριβώς, και ίσως αν 

το ολοκληρώσεις θα φτάσεις πιο κοντά στις απόψεις

 μου. 

Τι είναι το βραβείο; Αστείο πράγμα! Ποιοι τα δίνουν;

 Ποιοι τα δέχονται; Πρόκειται για έναν φαύλο κύκλο,

 ο οποίος είναι πραγματικά φαύλος και δεν έχει τίπο

τα ουσιαστικό. 

Από τότε που αρνήθηκα το βραβείο, άρχισαν να τα

 κόβουν και ας μην δίνουν φράγκο. 

Γιατί τι νόημα έχει; Αντίκρισμα πάντως δεν έχει 

το βραβείο.

 Και το να δίνουν κάποιο οικονομικό αντίκρισμα

 καταντάει γελοίο.

 Να λείπει λοιπόν βύσσινο και να μας αφήσουν

 ήσυχους.

-Όλοι διαμαρτυρόμαστε για την κρίση, ότι ζούμε

 οικονομικά αδιέξοδα, σαφώς τα ποσοστά ανερ

γίας είναι τεράστια. Υπάρχει ένας ψυχικό αδιέξο

δο και μιας διαρκής διαμαρτυρία για το πώς φτά

σαμε έως εδώ ως χώρα.

 Όταν υπήρχε χρήμα ήμασταν μια χαρά 

ως ;

Και χρήμα να υπάρχει, τα ίδια σκατά θα ήμασταν, 

να το ξέρεις. Διότι ένας άνθρωπος αλλάζει ανάλογα

 με το αν αλλάζει ο χαρακτήρας του.

 Όταν ο χαρακτήρας είναι ολόιδιος με ό,τι κακό και

 αρνητικό υπάρχει, θα είναι το ίδιο και το αποτέλε

σμα. Τέλος πάντως, δεν βαριέσαι…

-Ποια είναι η χειρότερη μορφή φτώχειας για 

εσάς;

Έτσι και αλλιώς ζούμε σε μια κατάσταση πτωχείας, 

πρέπει να σου πω ότι εγώ υπέφερα πάρα πολύ από

 φτώχεια. 

Ήμασταν τόσο φτωχοί που ο πατέρας μου δεν είχε

 ούτε να με ταΐσει.

 Ερχόταν το βράδυ και έλεγε “παιδάκι μου λυπού

μαι, σήμερα δεν δούλεψα”. 

Ο μπαμπάς μου ήταν μπογιατζής και ψευτοδούλευε.

 Περίπου περιμέναμε αν θα βγάλει κανένα φράγκο 

κι αν δεν βγάλει δεν τρώγαμε. 

Ευτυχώς, που δούλευε η μάνα μου, η οποία ήταν 

κεντίστρα.

 Την φώναζαν οι γειτόνισσες και της έλεγαν να τους

 κάνει ένα πλέξιμο και όσο κάνει θα την πληρώ

σουν. 

Και καθόταν η μάνα μου και κεντούσε και στο τέλος

 πράγματι την πλήρωναν.

 Όταν απελπισμένος ο μπαμπάς μου έλεγε,

 παιδί μου δεν έχω να σε ταΐσω, έλεγε η μάνα μου

 λίγο χαιρέκακα.

 “Μπορώ να σε ταΐσω εγώ παιδάκι μου”. 

Έπαιρνε από τα κεντήματα και από αυτά μου αγόρα

ζε διάφορα πράγματα και τουλάχιστον ζούσα.

 Αλλά ζούσα σε φριχτή κατάσταση, του κερατά που

 λέμε.





Βγάλτε τα ποιήματά μου
από τα σχολικά βιβλία!
Είναι ανήθικα!”


Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος είναι ένας ποιητής που πλήρωσε 

ακριβά 

τα ποιήματά του. 

Κυνηγήθηκε από τους παπάδες, τους μπάτσους, τους 

Χρυσαυγίτες και 

τους φιλολόγους.

 Γέρασε και μυαλό δεν έβαλε. Συνεχίζει να προκαλεί με αθώες κακές 

λέξεις. 

Παρακαλούνται τα παιδιά να απομακρύνουν τους γονείς 


από τη συνέ

ντευξη..

.


Στο τηλέφωνο ήταν κοφτός. «Σας περιμένω στις 5.30 ακριβώς. Μία ώρα να μιλήσουμε και να σας ξεφορτωθώ!». Στις 5.29 χτυπούσαμε το κουδούνι του μικρού διαμερίσματος στη Θεσσαλονίκη. Φορούσε κουστούμι και γραβάτα. «Περάστε... καθίστε...». Στο τραπεζάκι είχε ήδη βάλει δυο ποτήρια νερό και δύο πιατάκια γλυκό βύσσινο. Την πρώτη ερώτηση την έκανε εκείνος. «Τι περιοδικό βγάζετε;» 

Να, δείτε το τελευταίο τεύχος. Έχουμε αφιέρωμα στο γκράφιτι. 
(το ξεφυλλίζει) Διάβασα πρόσφατα ένα πολύ ωραίο βιβλίο ενός Ανδριανάκη. Γράφει όχι μόνο για τα γκράφιτι, αλλά και για τα... πώς τα λένε... τα στένσιλς. 
Ξέρετε τα στένσιλς; 
Πώς δεν τα ξέρω! Εδώ δίπλα σ' έναν τοίχο της γειτονιάς υπάρχει ένα θαυμάσιο στένσιλ. Δείχνει κάποιον που τον παίρνει τσιμπούκι. Κι εμείς το βλέπουμε κάθε πρωί -θέλουμε, δε θέλουμε! (γέλια) ...Αλλά είναι πολύ καλά σχεδιασμένο, καταπληκτικό! 
Έχετε δει πολλά στένσιλς στη Θεσσαλονίκη; 
Πολύ λίγα. Ενώ γκράφιτι πάρα πολλά. Κάποτε είχαν γράψει σε τοίχο κι ένα δικό μου ποίημα -απ' αυτά τα μικρά, σαν κουτσουλιές, που έχω γράψει. 
Ποιο; 
«Τα πρόβατα απήργησαν/ ζητούν καλύτερες συνθήκες σφαγής». 
Χαρήκατε; 
Τι να χαρώ; Δε βαριέσαι. Τα ποιήματα είναι για να κυκλοφορούν... 
Είστε σήμερα 75 χρονών. Θυμάστε τον εαυτό σας στα 15; 
Πώς δεν τον θυμάμαι! Δεκατεσσάρων χρονών άρχισα να γράφω ημερολόγιο, το οποίο κρατώ καθημερινά μέχρι και σήμερα. 

Ήσασταν παιδί συνεσταλμένο; 
Ου, πάρα πολύ συνεσταλμένο. Αυτά τα παιδιά να φοβάσαι! Ξέρουν πιο πολλά από αυτά που δείχνει η φάτσα τους. Και πραγματικά εγώ ήξερα πάρα πολλά. Δεν ήξερα βέβαια πώς γεννιούνται τα παιδιά. Για πολύ καιρό -μέχρι τα 18 μου- νόμιζα ότι τα φέρνει ο πελαργός. Ήξερα όμως πολλά άλλα πράγματα για τον εαυτό μου και για τις σχέσεις μου με τους άλλους.
Είχατε επίγνωση και της ομοφυλοφιλίας σας; 
Ναι, βέβαια. Δεν τολμούσα φυσικά να το πω σε κανέναν. Ήταν «η επιθυμία που δεν τολμά να πει τ' όνομά της» -έτσι το λέγαν οι παλιοί. Το ένιωθα όμως, το ζούσα. Δεν είχα απλώς επίγνωση, αλλά επιμονή. Να επιμένω σ' αυτό το πράγμα, όταν ήταν κάτι σαν τον σατανά που τον αποτάσσονται όλοι οι άλλοι. 
Και δεν ερχόταν αυτό σε ισχυρή κόντρα με το κατηχητικό στο οποίο πηγαίνατε;
Άκου μωρό μου! Εγώ μπορεί να ήμουν στο κατηχητικό, αλλά την ίδια στιγμή μπορεί να ήμουν και εντελώς αντίθετος με το κατηχητικό. Ή να ήμουν το «καλό παιδί» και την ίδια στιγμή να ήμουν και αναρχικός. Εσύ που δεν το ξέρεις, απλοποιείς τα πράγματα. Λες «ο Χριστιανόπουλος ήταν στο κατηχητικό». Τρίχες! Το πράγμα είναι πολύ πιο περίπλοκο. 
Πότε φύγατε από το κατηχητικό; Πώς φύγατε; 
Βγάζετε μερικά πράγματα απ' τη μνήμη μου, τα οποία δεν είναι και τόσο τρυφερά... Στο κατηχητικό πήγα εννέα χρονών, γιατί η μαμά μου ήθελε να μην κλέβω το γλυκό απ' το ντουλάπι και μ' έστειλε εκεί για να πάρω μερικά μαθήματα ηθικής. Αργότερα όμως, εγώ το πήρα πολύ ζεστά και η μάνα μου ενοχλούνταν: «Είπαμε να πας στα κατηχητικά, αλλά όχι και να είσαι με το σταυρό στο χέρι!».




 




ΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΣΙΓΗ
 

Εσείς που βρήκατε τον άνθρωπό σας
κι έχετε ένα χέρι να σας σφίγγει τρυφερά
έναν ώμο ν' ακουμπάτε την πίκρα σας,

κοκκινίσατε άραγε για την τόση ευτυχία σας,
έστω και μια φορά;
είπατε να κρατήσετε ενός λεπτού σιγή
για τους απεγνωσμένους;



 


Όχι μόνο το ποίημα, αλλά και τους φοιτητές σου!». Γιατί βέβαια οι φοιτητές που θα τους πει «ελάτε να σας εξετάσω σε αυτό το ποίημα», θα με μισήσουν. Δεν ξέρω τι έκανε, πάντως μετά το εξάμηνο αυτό εξαφανίστηκε η διδασκαλία κι εγώ πια είμαι... ευτυχεσμένος. 
Ευτυχεσμένος;! (γέλια) 
Είδατε τι ωραίες καταστάσεις μπορεί να μας δημιουργήσει το λεξιλόγιο; Εγώ έχω ένα δικό μου λεξιλόγιο. Ας πούμε, έχω αντικαταστήσει τη λέξη «επιθυμία» με τη λέξη «κάβλα». Αυτό σου φαίνεται αστείο. Όταν όμως το ακούσεις για πρώτη φορά, μένεις ξερός. Βρίσκω δηλαδή έναν τρόπο να καθηλώσω τον άλλον με λέξεις που δεν τις περιμένει... Ή, ας πούμε, αντικαθιστώ τη φράση «είμαι καλά» με τη φράση «είμαι καβλά». Μπήκε ένα βήτα, άλλαξε όλο το περιβάλλον... Οι Αμερικάνοι γίνονται Αμερικλάνοι. Ο ευτυχισμένος, ευτυχεσμένος. Αυτά τα γραμματάκια κάτι προσφέρουν. Το πολύ-πολύ ένα χαμόγελο. Λίγο είναι να κάνεις τον άλλον να χαμογελάσει; 
Έχουμε εδώ μαζί μας το βιβλίο Λογοτεχνίας της Τρίτης Λυκείου... 
Εγώ το λέω της Τρίτης Καβλυκείου!... Είναι η κατεξοχήν ηλικία που καβλώνουν τα παιδιά. 
Ωραία, της Τρίτης Καβλυκείου. Το ξέρετε ότι έχει συμπεριληφθεί και ένα δικό σας ποίημα, ο «Δημάς»; 
Αυτό έγινε εν αγνοία μου. Δεν έπρεπε να το κάνουν. Είχα στείλει επιστολή στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο να μη συμπεριλάβει ποιήματά μου, διότι τα θεωρώ ανήθικα και θα βλάψουν τους νέους. Παρ' όλα αυτά το συμπεριέλαβαν.
Γιατί είναι ανήθικο ποίημα ο «Δημάς»;  
Ακούστε, ο Δημάς ήταν ένας μαθητής του Αποστόλου Παύλου.


Καλώς ή κακώς κάποτε τον απαράτησε και πήγε κι έγινε του κόσμου τούτου. Δηλαδή από κει που ήταν πιστός χριστιανός, άρχισε να κουνιέται στα μπαράκια (τα μπαράκια είναι δική μου επέμβαση -ο Απόστολος Παύλος δε λέει τίποτα). Αν αυτό όμως είναι γαργαλιστικό, παρακάτω έχει χειρότερα! Τον εμφανίζω ως μπάτσο! Ενδεχομένως του δίνω και κάτι απ' τις δικές μου κάβλες. Τι σημαίνει, ας πούμε, ότι ο Δημάς κυκλοφορεί με το περίστροφο στα δεξιά; 
Τι σημαίνει; 
Μπορεί να σου φαίνεται αδιάφορο, αλλά δεν είναι. Εγώ έχω βάλει μια μικροκάβλα εκεί μέσα... Αυτό το λέει κανένας φιλόλογος στους μαθητές; Δε νομίζω! 
Πόσο χρονών το γράψατε αυτό το ποίημα; 
19 χρονών. Ήμουν ακόμα στο κατηχητικό. Θεωρήθηκε διασυρμός του Απόστολου Παύλου. 
Ποια είναι η γνώμη σας για τον Απόστολο Παύλο; 
E, είναι λίγο μυστήριο πρόσωπο... Είναι ο μόνος που καταδικάζει την ομοφυλοφιλία. O Χριστός ποτέ δε μίλησε εναντίον της ομοφυλοφιλίας. Ήταν τόσο ταπεινός, που πολλές φορές έκανε παρέα με πουτάνες. Είχε ένα λόγο κατανόησης για όλους. Αντίθετα, ο Απόστολος Παύλος ήταν Φαρισαίος. Κουβαλούσε μέσα του όλη την ιουδαϊκή σκληρότητα του νόμου της Παλαιάς Διαθήκης. Γι' αυτό και χτυπάει αγρίως τις ομοφυλόφιλες πράξεις. Πιστεύω, λοιπόν, ότι ορισμένα χωρία του Αποστόλου Παύλου πρέπει να αναθεωρηθούν. Δεν έχουν σχέση με τον λόγο του Χριστού. 
Ας αλλάξουμε θέμα... Την επικαιρότητα την παρακολουθείτε; 
Όχι, καθόλου. Σκέψου ότι δεν έχω τηλεόραση.
Εφημερίδες διαβάζετε; 





Από τη συλλογή "Ποιήματα" (1992)



«Ελληνικά δεν ξέρεις, μωρή;» της φώναζαν, «Δεν ξέρω, τα ξέχασα...», «Φτου σου!» της λέγανε... Ευτυχώς πρόλαβα και γνώρισα σοβαρότερες τραγουδίστριες. Εγώ, φερ' ειπείν, εκτιμώ πάρα πολύ την Μπέλλου. Η μόνη της αμαρτία ήταν ότι προς το τέλος τραγούδησε και μερικά μη ορθόδοξα ρεμπέτικα ενός... πώς τον λένε... Ανδριόπουλου. Ήταν σφάλμα, αλλά έστω. Ήθελε να πει κάτι πιο μοντέρνο για να είναι κοντά στη νεολαία.
Τη σημερινή νεολαία την ξέρετε καθόλου; Έχετε καμιά επαφή; 
Τι να σας πω; Περνούσα προχτές από την παραλία και είδα μερικούς νεαρούς που είχαν τα πόδια τους επάνω στην καρέκλα και ξύναν τ' αρχίδια τους. Κι ενώ τα έξυναν εμφανώς, λένε σε μια γκαρσόνα «φέρε μας ένα φραπέ!». Αλίμονο, λείπει το φιλότιμο! Αλλά έχω μια μεγάλη παρηγοριά. Για ποια νεολαία μιλάμε; Και με ποιο δικαίωμα μιλάμε για τη νεολαία σαν σύνολο; Μπορείς να ξέρεις πόσοι νεαροί είναι κρυμμένοι σ' ένα δωμάτιο, δεν ξύνουν τ' αρχίδια τους και είναι πάρα πολύ σεμνοί; Δεν μπορείς! 
Εμείς παίρνουμε πολλά γράμματα από τέτοια παιδιά. Mας λένε ότι νιώθουν μόνα. Τι συμβουλή θα τους δίνατε; 
Τίποτα! Να συνεχίσουν τον μονήρη βίο. Θα τους βγει σε καλό.
Θέλουν όμως ν' αγαπήσουν και ν' αγαπηθούν! Δε θέλουν να συνεχίσουν να μένουν μόνα! 
Μα το ένα δεν αίρει το άλλο. Δεν χρειάζεται να βγαίνεις με θορυβώδεις παρέες και να λες ότι είσαι μοντέρνος ή αναρχικός. Τίποτα να μην είσαι! Μόλις βάζεις ταμπέλα, αμέσως αυτοεξευτελίζεσαι. Τα παιδιά αυτά λοιπόν κάνουν καλά τη δουλειά τους, κάθονται σ' ένα γραφείο, διαβάζουν, γράφουν, ακούν μουσική -είναι ό,τι καλύτερο. Και θα έρθει κι ο έρωτας.
Τον θάνατο τον φοβάστε;   

Όχι. Γιατί να τον φοβάμαι; Πρέπει να καταλάβεις ότι υπάρχουν δύο πράγματα. Το ένα είναι το φθαρτό μας σώμα, το άλλο είναι το έργο μας. Το φθαρτό κορμί άστο. Έτσι κι αλλιώς είναι φθαρτό, θα κλατάρει, θα εξαφανιστεί. Το έργο όμως είναι κάτι άπιαστο, θα ζήσει και μετά. Λοιπόν, γιατί να φοβηθώ; Αντίθετα, ξέρω πολλούς που τα κλάνουν και δεν μπορώ να καταλάβω γιατί. Τόσος καημός πια; Για τι πράγμα; Για να συνεχίσουν να γαμούνε; Φουκαράδες μου! 
Υπάρχει κάτι που φοβάστε; 
Όχι. Έκανα μια εγχείριση πρόσφατα και έμειναν κατάπληκτοι οι γιατροί από το πόσο δυναμικά την αντιμετώπισα. Όλοι κλαίγανε κι εγώ τραγουδούσα.
Κλαίτε ποτέ; 
Παραδόξως όχι. Από μικρός δεν έκλαιγα καθόλου. 
Δεν έχετε κλάψει ποτέ στη ζωή σας; 
Νομίζω ποτέ. 
Τι είναι το πιο προσβλητικό που σας έχουν πει;
Μου 'χουν πει τόσα πολλά που δεν ιδρώνει πια το αυτί μου με τίποτα. Οι εχθροί, όσο πιο πολύ ταλέντο βλέπουν να έχεις, τόσο λυσσιάζουν να σε φάνε. Δεν ξέρεις οι ομότεχνοι τι φίδια κολοβά είναι!
Είστε εκδικητικός άνθρωπος; 
Στην αρχή λέω να τους τρίψω λιγάκι τη μούρη. Μετά μού περνάει. 
Η ποίηση είναι κι ένα είδος εκδίκησης; 
Μόνο η ποιότητά της μπορεί να εκδικηθεί. Από την άποψη αυτή, νομίζω ότι ναι, συνεχώς εκδικούμαι. 
Η ποίηση σάς έφερε έρωτες; 
Άντε καλέ! Ούτε γι' αστείο! Μόνο στεναχώριες από ανταγωνιστές.
Έχετε διακινδυνεύσει τη ζωή σας για έναν έρωτα;
Αυτό ομολογώ δεν μου έτυχε. Δεν είχα δραματικές στιγμές στη ζωή μου.


Επειδή 

είχε 

αντα

πό

κριση; 

Έχω 

ένα 

δικό 

μου λε

ξι

λό

γιο. 

Ας πού

με,

 έχω

 αντι

κατα

στήσει 

τη

 λέξη 

«επιθυμία» με τη

 λέξη 

«καύ

λα».

 Βρί

σκω

 δηλαδή 

έναν 

τρό

πο να 

καθηλώσω τον

 άλλον

 με 

λέξεις που δεν 

τις περι

μέ

νει.

Βεβαίως! Αυτό που ποθείς, μόλις το κατακτάς είναι σα να μην υπάρχει. Το κλασικό παράδειγμα: «Πόσο θα ήθελα να μπω μέσα σε μια ωραία, γαλάζια θάλασσα!». Ε, μπήκες! Και τι έγινε; Τι νιώθεις που μπήκες στη θάλασσα; 
Ε, πώς! Μια δροσιά! 
Τίποτα δε νιώθεις! Μια ιδέα είναι. Έτσι κι ο έρωτας, είναι τίποτα. 
Απωθημένα έχετε; 
Ε, πώς δεν έχω; Όλη η ποίησή μου είναι ένα απωθημένο πράγμα. 
Είστε εθισμένος σε κάτι; Ας πούμε, καπνίζετε; Πίνετε; 
Εγώ; Μα όταν σου είπα πριν ότι είμαι αγγελούδι, εσύ χαμογελούσες και δεν εννοούσες να το πιστέψεις... Ουδέποτε κάπνισα στη ζωή μου και ουδέποτε ήπια ποτό.
Χασίς; 
(γελάει) Κάποτε τραγουδούσα κάτι χασικλίδικα του Τσιτσάνη και έρχεται μια κυρία και μου λέει: «Κύριε Χριστιανόπουλε, δεν φανταζόμουν ότι κι εσείς είστε μέσα στα ναρκωτικά». Και της λέω: «Κυρία μου, πέσατε διάνα. Δεν τα 'χω δει καν!». «Αδύνατον!» μου λέει. «Καλά», της λέω, «φύγετε με το αδύνατον».
Θα θέλατε να γραφτεί κάτι πάνω από τον τάφο σας; 
Όχι. Αυτά τα καμώματα του Καζαντζάκη δε μ' αρέσουν καθόλου.  

Έχετε σκεφτεί καθόλου την κηδεία σας; 
Πώς! Κάποτε έλεγα να τους απαγορεύσω τις νεκρολογίες. Μετά λέω «Γιατί να το κάνω; Και πεθαμένος θα παρασταίνω τον φασίστα;». Ας πούνε ό,τι θέλουνε. 
Σάμπως εσείς θ' ακούτε! 
Έλα ντε! 
Ξέρετε τι είναι το Ίντερνετ; 
Ξέρω. Μακριά από μένα. 
Κινητό έχετε; 
Τι λες; Μη με προσβέλνεις! Ίντερνετ και κινητό... μη χειρότερα! Άλλη ερώτηση! Φλέγομαι για ερωτήσεις! 
Κοιτάζεστε συχνά στον καθρέφτη; 
Μόνο όταν χρειαστεί να ξυριστώ. 
Το μουστάκι σας το ξυρίσατε ποτέ; 
Μία και μόνο φορά, γιατί μου το ζήτησε ένας εραστής μου. Επέμενε πάρα πολύ, εγώ του 'κανα το χατίρι και την επομένη το ξανάφησα. 
Το «σ' αγαπώ» το έχετε πει; 
Το 'χω πει μια-δυο φορές. Και τι έγινε; Είναι βλακεία. 
Γιατί είναι βλακεία; 
Καθετί που αισθανόμαστε και δεν λέμε, είναι απείρως πιο σοβαρό από αυτό που λέμε. Αν αισθάνεσαι για κάποιον αγάπη, δε χρειάζεται να σαλιαρίζεις και να του λες «Ξέρεις πόσο σ' αγαπώ; Λιώνω για σένα!».
Ε τώρα πηγαίνετε στο άλλο άκρο! 
Άντε καημένε! Να μάθετε να είστε συγκρατημένοι.



Τίτλοι:
Συγγραφέας
Μετάφραση
Επιμέλεια
Εισήγηση
Ανθολόγος