Τετάρτη 27 Αυγούστου 2025

Οι Έλληνες ποιητές για τη Μικρασιατική Καταστροφή και το προσφυγικό ζήτημα

 

Οι Έλληνες ποιητές για τη Μικρασιατική Καταστροφή και το προσφυγικό ζήτημα

Φωτ. Αρχείo EKIM
Φωτ. Αρχείo EKIM


Τώ­ρα πια εί­ναι συ­νη­θι­σμέ­νο πράγ­μα να μι­λάς για τις κα­τα­στρο­φές των πο­λέ­μων. Όμως εί­ναι κά­τι βα­ρύ­τε­ρο να ’χεις μέ­σα στ’ άντε­ρά σου τον ξαφ­νι­κό ξο­λο­θρε­μό ενός ολο­ζώ­ντα­νου κό­σμου με τους φω­τι­σμούς του, με τους ίσκιους του, με τις τε­λε­τές της χα­ράς και της θλί­ψης, με το πυ­κνό δί­χτυ της ζω­ής του. Να ’χεις ακό­μη μέ­σα στ’ αυ­τιά σου το τρί­ξι­μο των αρ­μών του την ώρα του αφα­νι­σμού. Και τ’ άσχη­μα φερ­σί­μα­τα την ώρα εκεί­νη. Εί­ναι άλ­λο πράγ­μα αυ­τή η μοί­ρα μέ­σα στο αί­μα σου, που έσμι­ξε πια, όπως ήταν ανα­πό­τρε­πτο, με τη μοί­ρα της σύγ­χρο­νης οι­κου­με­νι­κής φρί­κης.[1]

Αυτά έγρα­ψε στο ημε­ρο­λό­γιό του, τις Μέ­ρες, ο Μι­κρα­σιά­της στην κα­τα­γω­γή ποι­η­τής Γιώρ­γος Σε­φέ­ρης, στις 23 Οκτω­βρί­ου 1950. Ο άν­θρω­πος που δια βί­ου έμει­νε συ­νει­δη­σια­κά και ψυ­χο­συ­ναι­σθη­μα­τι­κά πρό­σφυ­γας θυ­μό­ταν τη Μι­κρα­σια­τι­κή Κα­τα­στρο­φή, ως πι­κρό κα­τα­στά­λαγ­μα του τα­ξι­διού του στη Μι­κρά Ασία, συ­γκε­κρι­μέ­να της επι­στρο­φής του, σχε­δόν 35 χρό­νια με­τά, στη Σμύρ­νη και στα Βουρ­λά, τους τό­πους όπου έζη­σε τα παι­δι­κά του χρό­νια. Ο Σε­φέ­ρης ανα­με­τριέ­ται με το ανε­πού­λω­το τραύ­μα της μνή­μης. Η μνή­μη ως τραύ­μα γί­νε­ται εφιαλ­τι­κό πα­ρόν, μία Ερι­νύα που σε κα­τα­διώ­κει ή μία Νέ­κυια, η επί­σκε­ψη στον Άδη, όπου αγα­πη­μέ­νοι νε­κροί σου ζη­τούν να τους αφή­σεις να πιούν λί­γο αί­μα για να σου μι­λή­σουν και να τους ακού­σεις.
Σε από­στα­ση ενός αιώ­να από τη Μι­κρα­σια­τι­κή Κα­τα­στρο­φή, σε αυ­τό το κεί­με­νο θα επι­χει­ρή­σω να κα­τα­γρά­ψω ορι­σμέ­νες βα­σι­κές πα­ρα­τη­ρή­σεις για το πώς οι Έλ­λη­νες ποι­η­τές δια­δο­χι­κών γε­νε­ών εξέ­φρα­σαν το τραύ­μα αρ­χι­κά της άμε­σης εμπει­ρί­ας και στη συ­νέ­χεια της μνή­μης τους, το τραύ­μα που άνοι­ξε ο ξε­ρι­ζω­μός και η άφι­ξη των προ­σφύ­γων και, αρ­γό­τε­ρα, η εγκα­τά­στα­σή τους, ή το ρί­ζω­μά τους, στη νέα τους πα­τρί­δα. Ξε­κι­νώ από μία επι­σκό­πη­ση του δια­θέ­σι­μου υλι­κού, μέ­νο­ντας στα κύ­ρια ση­μεία του, τους οδο­δεί­κτες προ­σα­να­το­λι­σμού στο θέ­μα μου. Το 1962 και σε συ­μπλη­ρω­μέ­νη έκ­δο­ση το 1972 ο Δη­μή­τρης Π. Λιά­τσος στο βι­βλίο του Η Μι­κρα­σια­τι­κή Κα­τα­στρο­φή στη νε­ο­ελ­λη­νι­κή λο­γο­τε­χνία κα­τέ­γρα­ψε και σχο­λί­α­σε βα­σι­κά ποι­ή­μα­τα ανα­φε­ρό­με­να στην Κα­τα­στρο­φή.[2] Το 1967 και το 1980 το ζή­τη­μα επα­νε­ξέ­τα­σε διε­ξο­δι­κό­τε­ρα ο Νί­κος Ε. Μη­λιώ­ρης σε δύο εκτε­τα­μέ­νες ερ­γα­σί­ες του, η δεύ­τε­ρη σε μορ­φή βι­βλί­ου.[3] Το 1981 εκ­δό­θη­κε το έρ­γο του Παύ­λου Χα­τζη­μω­υ­σή, Βι­βλιο­γρα­φία 1919-1978: Μι­κρα­σια­τι­κή εκ­στρα­τεία-ήτ­τα, προ­σφυ­γιά: άρ­θρα, αφη­γή­σεις, δι­η­γή­μα­τα, με­λέ­τες, μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, πε­ριο­δι­κά, ποί­η­ση, θέ­α­τρο. Το 1997 η ίδια βι­βλιο­γρα­φία εκ­δό­θη­κε σε συ­μπλη­ρω­μέ­νη ηλε­κτρο­νι­κή έκ­δο­ση, όπου το βι­βλιο­γρα­φι­κό υλι­κό φτά­νει μέ­χρι το έτος 1992.[4] Ο Χα­τζη­μω­υ­σής στις δύο εκ­δό­σεις της βι­βλιο­γρα­φί­ας του κα­τα­γρά­φει, με­τα­ξύ άλ­λων, και πολ­λά ποι­ή­μα­τα με θέ­μα τη Μι­κρα­σια­τι­κή Κα­τα­στρο­φή. Το 1988 ο Μι­κρα­σιά­της στην κα­τα­γω­γή λο­γο­τέ­χνης και δη­μο­σιο­γρά­φος Από­στο­λος Μαγ­γα­νά­ρης και η σύ­ζυ­γός του Καί­τη Μαγ­γα­νά­ρη επι­με­λή­θη­καν την αν­θο­λο­γία Θρή­νοι και παι­νέ­μα­τα για τις χα­μέ­νες πα­τρί­δες –η αν­θο­λο­γία αυ­τή επα­νεκ­δό­θη­κε εφέ­τος.[5] Στις 590 σε­λί­δες της η εν λό­γω αν­θο­λο­γία πα­ρα­θέ­τει, χω­ρίς πά­ντως κα­μία πραγ­μα­το­λο­γι­κή πλη­ρο­φο­ρία και δί­χως κα­νέ­να ερ­μη­νευ­τι­κό ή άλ­λο σχό­λιο, κα­τά την αλ­φα­βη­τι­κή σει­ρά των ονο­μά­των των ποι­η­τών, εκα­το­ντά­δες ποι­ή­μα­τα 286 ποι­η­τών (ορι­σμέ­νοι εί­ναι ανώ­νυ­μοι ή τα ποι­ή­μα­τα εί­ναι δη­μο­τι­κά τρα­γού­δια) ανα­φε­ρό­με­να στη Μι­κρα­σία, γραμ­μέ­να πριν και κυ­ρί­ως με­τά από την Κα­τα­στρο­φή, τό­σο από Μι­κρα­σιά­τες όσο και από Ελ­λα­δί­τες ποι­η­τές. Πα­ρά την αμέ­θο­δη συ­μπα­ρά­θε­ση ποι­η­μά­των που εκ­θειά­ζουν τη Μι­κρά Ασία ως αγα­πη­μέ­νη γε­νέ­τει­ρα στα χρό­νια πριν από τη Μι­κρα­σια­τι­κή Εκ­στρα­τεία με ποι­ή­μα­τα στε­νά συν­δε­δε­μέ­να με τα γε­γο­νό­τα και κυ­ρί­ως με το συ­ντρι­πτι­κό κλί­μα της Κα­τα­στρο­φής, η αν­θο­λο­γία εί­ναι ένα πο­σο­τι­κά πλού­σιο απο­θε­τή­ριο ποι­η­μά­των, πο­λύ χρή­σι­μο για να αντι­λη­φθεί ο ανα­γνώ­στης το εύ­ρος του θέ­μα­τος, και ως άμε­σου γε­γο­νό­τος (η Κα­τα­στρο­φή), ιδί­ως ως προς τον πο­λύ με­γά­λο ψυ­χο­συ­ναι­σθη­μα­τι­κό αντί­κτυ­πό του στους δέ­κτες του, και ως τραυ­μα­τι­κής εμπει­ρί­ας-μνή­μης για τους με­τα­γε­νέ­στε­ρους. Ο τε­λευ­ταί­ος σταθ­μός της ανα­δρο­μής μου στο δια­θέ­σι­μο υλι­κό εί­ναι η με­λέ­τη της φι­λό­λο­γου νε­ο­ελ­λη­νί­στριας Νταϊ­ά­να Χά­ας, «Η ποι­η­τι­κή απά­ντη­ση στη Μι­κρα­σια­τι­κή Κα­τα­στρο­φή», δη­μο­σιευ­μέ­νη το 1992, η έρευ­να της οποί­ας εστιά­στη­κε στο πώς θε­μα­το­ποιεί­ται ή απη­χεί­ται η Μι­κρα­σια­τι­κή Κα­τα­στρο­φή στο έρ­γο τριών ση­μα­ντι­κών ποι­η­τών, του Κω­στή Πα­λα­μά, του Κ.Π. Κα­βά­φη και του Κ.Γ. Κα­ρυω­τά­κη.[6]
Βα­σι­σμέ­νος κυ­ρί­ως στο υλι­κό των αν­θο­λο­γιών, πα­ρα­τη­ρώ, πο­λύ αδρά, τα εξής. Εί­ναι σα­φής η διά­κρι­ση ανά­με­σα στα ποι­ή­μα­τα των Mι­κρα­σια­τών που εκ­φρά­ζουν την οδύ­νη για την απώ­λεια των πα­τρί­δων τους και για τα δει­νά που υπέ­στη­σαν κα­τά την Κα­τα­στρο­φή, από τη μια με­ριά, και τα ποι­ή­μα­τα των Eλ­λα­δι­τών, από την άλ­λη, που πρέ­πει να δια­χει­ρι­στούν και να εκ­φρά­σουν το δι­κό τους συγ­γε­νι­κό αλ­λά όχι και όμοιο τραύ­μα, άρ­ρη­κτα δε­μέ­νο αφε­νός με τη συ­ντρι­βή της Με­γά­λης Ιδέ­ας και αφε­τέ­ρου με το τε­ρά­στιο για την ελ­λη­νι­κή κοι­νω­νία ζή­τη­μα της εν­σω­μά­τω­σης των προ­σφύ­γων. Συ­νο­λι­κά θε­ω­ρη­μέ­να τα ποι­ή­μα­τα τό­σο των Mι­κρα­σια­τών όσο και των Eλ­λα­δι­τών στη συ­ντρι­πτι­κή πλειο­νό­τη­τά τους μας εν­δια­φέ­ρουν σή­με­ρα ως απο­τύ­πω­ση του ψυ­χο­συ­ναι­σθη­μα­τι­κού τραύ­μα­τος, χω­ρίς να κα­τορ­θώ­νουν να το με­τα­πλά­σουν σε έκ­φρα­ση της αν­θρώ­πι­νης εμπει­ρί­ας που, μέ­σα από το πέ­ρα­σμα του χρό­νου, γί­νε­ται ποι­η­τι­κή τέ­χνη. Ίσως αυ­τό οφεί­λε­ται στις συμ­βά­σεις του ποι­η­τι­κού εί­δους. Κυ­ρί­ως η συ­ναι­σθη­μα­τι­κή υπε­ρεκ­χεί­λι­ση, όπως υπα­γο­ρεύ­ε­ται από τη λυ­ρι­κή διά­θε­ση, θο­λώ­νει στα ποι­ή­μα­τα την εμπει­ρία, την εξω­ρα­ΐ­ζει με την κα­κή έν­νοια, σε αντί­θε­ση με την πε­ζο­γρα­φία της ίδιας επο­χής, όπου ο ρε­α­λι­σμός ευ­νο­εί σα­φώς πε­ρισ­σό­τε­ρο τη με­τά­πλα­ση της άμε­σης εμπει­ρί­ας σε λο­γο­τε­χνία, αν­θε­κτι­κή στον χρό­νο. Έτσι, ενώ πολ­λά από τα πε­ζο­γρα­φι­κά κεί­με­να μυ­θο­πλα­σί­ας για τη Μι­κρα­σια­τι­κή Κα­τα­στρο­φή, γραμ­μέ­να τό­σο στον Mε­σο­πό­λε­μο όσο και στα με­τα­πο­λε­μι­κά χρό­νια, κι­νού­νται στη γραμ­μή του ρε­α­λι­σμού, ενί­ο­τε ακό­μα και του στυ­γνού ρε­α­λι­σμού, και στο με­ταιχ­μια­κό όριο της εγ­γύ­τη­τάς τους με τα γρα­πτά ατό­φυας μαρ­τυ­ρί­ας, και γι’ αυ­τό πα­ρα­μέ­νουν δρα­στι­κά, τα πε­ρισ­σό­τε­ρα ποι­ή­μα­τα, αντι­θέ­τως, έλ­κο­νται και πα­γι­δεύ­ο­νται στην, ευ­ε­ξή­γη­τη βε­βαί­ως, συ­ναι­σθη­μα­τι­κή έξαρ­ση των αν­θρώ­πων που τα έγρα­ψαν, με απο­τέ­λε­σμα να αδρα­νο­ποιού­νται αι­σθη­τι­κά. Υπάρ­χουν, πα­ράλ­λη­λα, οι πε­ρι­πτώ­σεις των ποι­η­τών με ισχυ­ρή ιδιο­συ­γκρα­σία όπου αυ­τή η συ­ναι­σθη­μα­τι­κή έκ­φρα­ση ελέγ­χε­ται ή και δι­υ­λί­ζε­ται μέ­σα από την πε­ριο­χή της τέ­χνης τους. Η πε­ρί­πτω­ση του Σε­φέ­ρη, όπου η ιστο­ρία του ξε­ρι­ζω­μού ανά­γε­ται στον δια­χρο­νι­κό μύ­θο του κα­τα­τρεγ­μέ­νου ελ­λη­νι­σμού, στον καη­μό της Ρω­μιο­σύ­νης, ήδη από το συν­θε­τι­κό ποί­η­μα Μυ­θι­στό­ρη­μα (1935), εί­ναι πο­λύ γνω­στή για να τη σχο­λιά­σω. Σε ό,τι αφο­ρά τους τρεις ποι­η­τές που εξέ­τα­σε η Χά­ας πα­ρα­τη­ρώ επι­γραμ­μα­τι­κά τα εξής: ο Πα­λα­μάς, ο ποι­η­τής του και­ρού του και του τό­που του, με τα ανα­φε­ρό­με­να στη Μι­κρα­σια­τι­κή Κα­τα­στρο­φή ποι­ή­μα­τά του, λει­τουρ­γεί ως ο άμε­σος δέ­κτης και ο εκ­φρα­στής των κλυ­δω­νι­σμών που προ­κά­λε­σε η Κα­τα­στρο­φή, με την έκ­φρα­ση της πι­κρί­ας, της ορ­γής, της διά­ψευ­σης, αλ­λά και της ανα­γεν­νη­μέ­νης ελ­πί­δας και αντο­χής, των συγ­χρό­νων και ομο­ε­θνών του. Στον Κα­βά­φη η ιστο­ρι­κή εμπει­ρία λαν­θά­νει σε ποι­ή­μα­τα όπως το «Ιω­νι­κόν» και το «Υπέρ της Αχαϊ­κής Συ­μπο­λι­τεί­ας πο­λε­μή­σα­ντες», όπου η ει­κα­ζό­με­νη στο βά­θος του ποι­ή­μα­τος σύγ­χρο­νη ιστο­ρι­κή εμπει­ρία με­τα­πλά­θε­ται στη βιο­θε­ω­ρία ενός ποι­η­τή που έλε­γε ότι εί­ναι όχι Έλ­λην, αλ­λά Ελ­λη­νι­κός. Στον Κα­ρυω­τά­κη, τέ­λος, τα αρ­κε­τά στι­χουρ­γη­μέ­να και πε­ζά ποι­ή­μα­τά του εί­ναι από τις πιο δρα­μα­τι­κές και δρα­στι­κές ποι­η­τι­κές εκ­φρά­σεις του τραύ­μα­τος, δε­δο­μέ­νου ότι ηλι­κια­κά ανή­κει στη γε­νιά των Ελ­λα­δι­τών που συμ­με­τεί­χαν και υπέ­στη­σαν την Εκ­στρα­τεία και την Κα­τα­στρο­φή και στα πε­δία των μα­χών –το 1922 ήταν 26 ετών. Γι’ αυ­τό και θα πα­ρα­θέ­σω το άτι­τλο ποί­η­μά του «[Όταν άν­θη εδέ­να­τε…]», από την ενό­τη­τα «Ελε­γεία» της συλ­λο­γής του Ελε­γεία και σά­τι­ρες το 1927, επει­δή το θε­ω­ρώ ως την πιο πυ­κνή ποι­η­τι­κά έκ­φρα­ση του τραύ­μα­τος της μνή­μης ως συ­ντε­λε­σμέ­νης πλέ­ον απώ­λειας, της απώ­λειας των αν­θρώ­πων μί­ας ολό­κλη­ρης γε­νιάς:

Όταν άν­θη εδέ­να­τε στα τε­φρά μαλ­λιά σας,
και μες στην καρ­διά σας
αντη­χού­σαν σάλ­πιγ­γες, κι ήρ­θα­τε σε χώ­ρα
πιο με­γά­λη τώ­ρα —
οι άν­θρω­ποι με τα έξαλ­λα πρό­σω­πα, τα ρί­γη,
εί­χαν όλοι φύ­γει.

Όταν άλ­λο επή­ρα­τε πρό­σταγ­μα, άλ­λο δρό­μο,
σκύ­βο­ντας τον ώμο,
τη βα­θιάν ακού­γο­ντας σιω­πή, τους γρύ­λους,
στην άκρη του χεί­λους
ένα στά­χυ βά­ζο­ντας με πι­κρία τό­ση –
εί­χε πια νυ­χτώ­σει.

Κι όταν εκι­νή­σα­τε λυ­τρω­μέ­να χέ­ρια
πά­νω από τ’ αστέ­ρια,
κι όταν στο κρυ­στάλ­λι­νο βλέμ­μα, που ανε­στρά­φη,
ο ου­ρα­νός εγρά­φη,
κι όταν εφο­ρέ­σα­τε το λα­μπρό στε­φά­νι –
εί­χα­τε πε­θά­νει
.[7]

Στο ποί­η­μά του ο Κα­ρυω­τά­κης ισορ­ρο­πεί αρι­στο­τε­χνι­κά τον βα­σι­σμέ­νο στη νε­ο­συμ­βο­λι­στι­κή τε­χνο­τρο­πία ελε­γεια­κό τό­νο με υπαι­νι­κτι­κά στοι­χεία ιστο­ρι­κού ρε­α­λι­σμού.

Περ­νώ­ντας στο πο­λύ εν­δια­φέ­ρον πε­δίο των ποι­η­μά­των που θε­μα­το­ποιούν την εμπει­ρία της προ­σφυ­γι­κής κρί­σης στο εσω­τε­ρι­κό της ελ­λη­νι­κής κοι­νω­νί­ας, ξε­χω­ρί­ζω το τολ­μη­ρό ποί­η­μα του Ελ­λα­δί­τη Ρώ­μου Φι­λύ­ρα, «Ο θρή­νος των προ­σφύ­γων», πε­ρι­λαμ­βα­νό­με­νο στη συλ­λο­γή του Θυ­σία (1923) – ο Φι­λύ­ρας ήταν 34 ετών το 1922. Το δια­βά­ζω και στη συ­νέ­χεια θα το σχο­λιά­σω συ­νο­πτι­κά:

Στο λευ­κό βρά­δυ της Αθή­νας έρ­χο­νται
οι πρό­σφυ­γες, οι αιχ­μά­λω­τοι κι οι σκλά­βοι,
σκλά­βοι Τουρ­κιάς αι­μό­δι­ψης και ρί­χνου­νε,
στην πί­κρα μας, λά­δι να την ανά­βει.

Το βρά­δυ, ενώ η Χα­ρά πά­ει στο περ­πά­τη­μα
κι η Αθη­ναία προ­βαί­νει να ξε­σκά­σει
στον Κή­πο και στο Ζάπ­πειο και στο Σύ­νταγ­μα
κι ανά­πνοια κά­ρω­σης τι­νά­ζει όλη την Πλά­ση,

πα­σπα­τευ­τά προ­βάλ­λουν απ’ τα πέ­ριο­ρα,
τις συ­νοι­κί­ες τις ευ­τυ­χι­σμέ­νες
αλ­λο­τι­νά και πά­ντα και το χέ­ρι τους
απλώ­νου­νε, ζη­τιά­νοι, στις παρ­θέ­νες.

Δεν εί­ν’ οι χθε­σι­νοί, δεν εί­ν’ οι από­κλη­ροι,
κα­θη­μερ­νά ναυά­για της Αθή­νας,
δεν εί­ναι μιας πρω­τεύ­ου­σας ξα­στό­χη­μα,
γέ­ροι αφη­μέ­νοι, σκέ­λε­θρα της πεί­νας.

Δεν εί­ν’ απο­μει­νά­ρια ξαφ­νορ­φά­νευ­της
γε­νιάς και ξε­κλη­ρί­σμα­τα φα­μί­λιας,
δεν εί­ν’ ατυ­χι­σμέ­να γυ­ναι­κό­παι­δα
μά­νας, που κύ­λη­σε σα­ρά­κι ζή­λιας.

Εί­ν’ οι αδελ­φοί μας της Ασί­ας, στο χά­λα­σμα
που ρή­μα­ξε απ’ το ντρό­πια­σμα τη Σμύρ­νη,
που φύ­γαν ξάφ­νου, στη φο­βέ­ρα του άνο­μου,
ενώ ως τα χθες εζή­σαν σ’ ευ­φρο­σύ­νη.

Να τοι! περ­νούν και μας ζη­τούν πε­ρί­κλαυ­τοι 
βο­ή­θεια στην τρα­νή τους δυ­στυ­χία,
εί­ναι πολ­λοί, κου­ρε­λια­σμέ­νοι κι άμοι­ροι
κι εμάς η μπό­ρε­σή μας για έναν, μία.

Α! Α! πίκρα, αλόη και το ποτό να γίνεται

στα χείλη μας, σαν ’γγίξουν το ποτήρι,
αχ! δάκρυα στερεμένα που δε χύνεστε 
πλημμύρα, στης ζωής το πανηγύρι.

Δάκρυα κλαμένα κι άκλαυτα, μα αιώνια,
πιο δυνατά τ’ άχυτα απ’ τα χυμένα,
να σπαρταράτε στις αδένες, στα μελίγγια μας,
για όλους πλούσια κι ούτε για τον ένα.
[8]

Η αντιπαράθεση, τοποθετημένη στον δημόσιο χώρο της κοσμικής Αθήνας, ανάμεσα στην ευκατάστατη αθηναϊκή κοινωνία, από τη μια μεριά, και τους αξιολύπητους Μικρασιάτες πρόσφυγες, από την άλλη, τους «αδελφούς μας της Ασίας», καταλήγει στην πικρή διαπίστωση ότι η συναισθηματική φίμωση και η κοινωνική υποκρισία μάς κάνουν να χύνουμε δάκρυα για όλους αδιακρίτως αλλά δεν μας αφήνουν εντέλει να νιώθουμε οίκτο και να συμπαραστεκόμαστε στον καθένα ξεχωριστά. Έτσι, αυτό το απλό ποίημα-αθηναιογράφημα μίας πολύ αλγεινής κοινωνικής δοκιμασίας αποκτά διαχρονική αξία, καθώς αντανακλάται στη σύγχρονη προσφυγική κρίση και γίνεται και ο δικός μας σκληρός καθρέφτης.

Μετά τη συντριβή της Μεγάλης Ιδέας, τον τερματισμό του μοντέλου του εθνικού ποιητή και τα συλλογικά δεινά που ακολούθησαν στον ιστορικό χρόνο (Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, Κατοχή, Εμφύλιος, δικτατορία των Συνταγματαρχών) η ένταση της μνήμης του τραύματος της Μικρασιατικής Καταστροφής ελαττώθηκε, με αποτέλεσμα τα ποιήματα που την εξέφραζαν, στη μεταπολεμική και τη μεταπολιτευτική εποχή, να είναι πολύ λιγότερα σε σύγκριση με τα ύστερα από το 1922 μεσοπολεμικά χρόνια. Αναφέρω, ενδεικτικά, με βάση το υλικό της ανθολογίας Μαγγανάρη, ποιήματα των Γιώργου Γεραλή, Νίκου Γρηγοριάδη, Άρη Δικταίου και Γιώργου Θέμελη. Σε αυτή πλέον την εποχή το τραύμα της μνήμης, που στο βάθος του μένει ακόμα ανοιχτό, φιλτράρεται συνάμα μέσα από την ειρωνεία για την αλλαγή των εποχών –ο ιστορικός χρόνος, έστω ψευδαισθητικά, προχωρά. Επέλεξα ως παράδειγμα το ποίημα του Γιώργου Γεραλή «Αναζητήσεις μέσω του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού», δημοσιευμένο το 1966 στη συλλογή του Κλειστός κήπος:

Όταν κατασιγάζει ο αλαλαγμός
από το πρώτο ημίχρονο,
κι ενώ προβάλλει το εναγώνιο ερώτημα
αν ως το τέλος θα προηγείται ο Άρης,
συνήθως μεταδίδονται οι «Αναζητήσεις
μέσω του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού».
Σχεδόν πανομοιότυπα: Η Αγγελική
αναζητεί τον σύζυγόν της Γαβριήλ Γαβριήλογλου
εκ Πισιδίας. Εξηφανίστη
κατά την Μικρασιατικήν καταστροφήν
εν έτει 1922. Έκτοτε
η Αγγελική στερείται ειδήσεών του…» Το παράδοξο
δεν είναι, βέβαια, η αναμονή
σαράντα τέσσερα χρόνια, όταν σκεφτεί κανείς
εκείνους που έζησαν διαστήματα τρομαχτικά
χωρίς να περιμένουν τίποτα (κι ας αφήσουμε πια,
γιατί παράγινε, των αγαλμάτων τη μοίρα).
Το παράδοξο
είναι η σιωπή του Γαβριήλ, που αγνοώντας
τις τόσες δυνατότητες επιστροφής
–ή έστω μιας κάποιας επικοινωνίας–
τα ουράνια φέγγη χαίρεται και στων αγγέλων
το ουδέτερο κάλλος εντρυφά, κι ασυλλόγιστα
από την υπεργήινη μουσική μεθυσμένος,
της συζύγου τη θαλερήν αγκάλη ελησμόνησε.

Κι εκείνη
μέσω του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού
επίμονα εκπέμπει
το ραδιοφωνικό της άγγελμα
ανάμεσα σε δύο ημίχρονα. Πιστή
σε όσα από τους πατέρες διδάχτηκε,
το χρέος της εκτελεί, το μήνυμά της ακούει
και ήσυχη πια, μπορεί να παρακολουθήσει,
–ίσως με έγνοια για τη δόξα του εγγονού–
αν ως το τέλος θα προηγείται ο Άρης.
[9]

Στο ποίημα του Γεραλή αξιοποιείται ένα προφανώς πραγματικό κοινωνικό συμβάν, οι ανακοινώσεις μέσω ραδιοφώνου του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, ενώ μεταδίδονται ποδοσφαιρικοί αγώνες. Η τραγικότητα η πρόσφυγας και σύζυγος να μην αποδέχεται, ύστερα από 44 χρόνια, ότι είναι πλέον χήρα και να συνεχίζει να αναζητεί τον αγνοούμενο Μικρασιάτη σύζυγό της σχολιάζεται από τον αφηγητή του ποιήματος με πικρή ειρωνεία: οι καιροί έχουν αλλάξει, το οδυνηρό ιστορικό γεγονός απομακρύνεται στο παρελθόν, ο νεκρός δεν πρόκειται να επιστρέψει, η πρόσφυγας ως γιαγιά πια οφείλει να νοιαστεί για τη δόξα του φίλαθλου ή και ποδοσφαιριστή εγγονού της· συνάμα, όμως, οι παραδόσεις τηρούνται, η αφοσίωση στον νεκρό παραμένει, η μνήμη ως χρέος δεν διαγράφεται. Έτσι το ποίημα, παρά τον μέσω της ειρωνείας σκεπτικιστικό τόνο του, υπερασπίζεται την αξία τού «δεν ξεχνώ», αιτήματος που θα ανατροφοδοτηθεί, επίσης τραγικά, μερικά χρόνια ύστερα από τη γραφή του ποιήματος, όταν θα συμβεί η τουρκική εισβολή στην Κύπρο και θα ακολουθήσει η κυπριακή τραγωδία.

Θεωρώντας συνολικά, εν κατακλείδι, τα αναφερόμενα στη Μικρασιατική Καταστροφή και στο προσφυγικό ζήτημα ποιήματα, η γενική διαπίστωση είναι ότι η οδύνη για την απώλεια της πατρίδας και το συνεπακόλουθο τραύμα της ένταξης των προσφύγων στην ελληνική κοινωνία παρέμειναν ζωντανά για μεγάλο χρονικό διάστημα, λειτουργώντας συνάμα ως πηγή γόνιμης τροφοδοσίας για την ελληνική ποίηση του 20ού αιώνα, συγκεκριμένα για τον επαναπροσδιορισμό της ταυτότητάς της ως προς την έννοια της πατρίδας. Υπό αυτή την έννοια, ένα μέρος αυτών των ποιημάτων συνέβαλε στη διατήρηση της κληροδοτημένης από το παρελθόν έκφρασης της βαθιάς αγάπης για την πατρίδα και τη συλλογική ιδέα. Από την άλλη πλευρά, ένα έτερο μέρος των σχετικών με το θέμα μας ποιημάτων εντάχθηκε και τροφοδότησε την ισχυρή ύστερα από τη Μικρασιατική Καταστροφή τάση της ελληνικής ποίησης να θεματοποιεί την πατρίδα ως πληγή και την εθνική συλλογικότητα ως χαμένη ιδέα ή ως εναγώνιο ζητούμενο.
Πώς η μνήμη του τραύματος, εν προκειμένω της Μικρασιατικής Καταστροφής, εκβάλλει, μέσα από το σκοτεινό ποτάμι της ιστορίας, στο παρόν μας; Νομίζω ότι ο καλύτερος τρόπος που έχω για να σχολιάσω αυτό το ερώτημα είναι να παραθέσω το τέλος της ημερολογιακής εγγραφής του Γιώργου Σεφέρη με την οποία ξεκίνησα αυτό το κείμενο:
Το λυκόφως απλώνει στον ουρανό και στη θάλασσα το χρώμα μιας ανεξάντλητης αγάπης. Και ντρέπεσαι που έχεις όρεξη να ουρλιάξεις πως είναι ένα υπέρογκο ψέμα. Γιατί το ξέρεις πως ο κύκλος δεν έκλεισε· πως οι Ερινύες που εξαπολύθηκαν σε τούτον εδώ τον περιορισμένο και απόμακρο τόπο για τους μεγάλους και τους μικρούς της γης, δεν κοιμούνται, και δε θα τις δεις, μήτε συ μήτε τα παιδιά σου, «γας υπό κεύθος».[10]

Το κείμενο αυτό αναγνώστηκε σε προγενέστερη μορφή του στην ημερίδα «ὦ γῆ, 1922-2022, Αφιέρωμα του Ιδρύματος Αικατερίνης Λασκαρίδη στα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή» (28 Μαΐου 2022) που διοργανώθηκε από το Ίδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη.


Νοσοκομείο προσφύγων στη Χίο
Νοσοκομείο προσφύγων στη Χίο