Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2019

Μεταπολεμική πεζογραφία, λογοτεχνια γυμνασιου-λυκειου


βλεπε και:https://archive.ert.gr/8642/

(ΕΠΟΧΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ)

▲▲ Μεταπολεμική πεζογραφία


Το πρώτο πράγμα που θα είχε να επισημάνει κανείς στην ελληνική πεζογραφία των χρόνων 1949-1967 είναι ασφαλώς η έντονη πολιτικοποίησή της. Τι το φυσικότερο ανάμεσα σ’ έναν εμφύλιο και σε μια δικτατορία; Με λίγα λόγια, ό,τι είχε φανερωθεί ως άμεση εμπειρία από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, μέσα στη δεκαετία του 1950 αποκτά καθαρότερο πολιτικό περίγραμμα. Αλβανία, Κατοχή, Αντίσταση, Εμφύλιος πόλεμος: να οι τέσσερις θεματικοί πυρήνες που τροφοδοτούν σημαντικά, όχι μόνο το έργο της λεγόμενης Πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, αλλά ακόμη και το έργο της Γενιάς του ’30. Γιατί, σε τελευταία ανάλυση, αυτό που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως Ιδεολογική υπερφόρτιση (έτσι το είχα ονομάσει παλαιότερα), είναι κατανοητό όσο και αναμφισβήτητο: απορρέει από το σύνολο των μεταπολεμικών συνθηκών.
[…]
Στράτευση, στρατευμένη λογοτεχνία, αγωνία, άγχος, ανησυχία: λέξεις-σήματα μιας εποχής που αναζητάει το πρόσωπό της και που το βρίσκει, σε μεγάλο βαθμό, στον Sartre των Temps Modernes και του υπαρξισμού. Από το ένα μέρος, λοιπόν, η πολιτική και ιστορική εμπειρία, δηλαδή η συλλογικότητα· από το άλλο, η καθημερινή ζωή, η μοναξιά και τα ποικίλα αδιέξοδα του ατόμου. Κάπως έτσι, ανάμεσα στα δύο αυτά όρια, κινείται σαν εκκρεμές η εποχή που μας απασχολεί και η πεζογραφία της.
 Παναγιώτης Μουλλάς, «Σκέψεις για την πεζογραφία μας». 1949-1967. Η εκρηκτική εικοσαετία (10-12 Νοεμβρίου 2000), Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας (Ιδρυτής: Σχολή Μωραΐτη), Αθήνα 2002, 340-341.


[…] αυτοί οι συγγραφείς [όσοι εμφανίστηκαν στην πρώτη επταετία 1943-1949] αισθάνονται και συμπεριφέρονται ως νέα γενιά που έρχεται σε διάσταση με την προηγούμενη «γενιά του ’30». (Και είναι οι πρώτοι που ρίχνουν στη λογοτεχνική πιάτσα τον προσδιορισμό «γενιά του ’40» εγκαινιάζοντας τον τεμπέλικο χωρισμό «γενεών» κατά τις ημερολογιακές δεκαετίες). Υπάρχει δηλαδή η συνείδηση ότι ανήκουν σε ‘άλλο’ πνευματικό κλίμα και έχουν ‘άλλους’ ορίζοντες. Κυρίως η αντίθεση, που παίρνει τη μορφή ανοιχτής σύγκρουσης, μοιάζει να είναι ριζική: όπως φαίνεται κυρίως στα κριτικά τους σημειώματα και σχόλια: Η πεζογραφία της γενιάς του ’30 είναι αστυκή [sic], εστιάζεται στο άστυ, τις μεγάλες πόλεις όπου η ζωή «νοθεύεται» μακριά από τις ρίζες της, ενώ η «γνήσια ζωή» συντηρείται στο χωριό, τις μικρές κοινότητες. Πρόκειται συνεπώς για τάση που, καθώς κοιτάζει προς τα πίσω, μπορεί να χρεωθεί, από εμάς τους άλλους, ως ‘συντηρητική’. Ωστόσο το ανανεωτικό στοιχείο στην έκφραση, η ακραία συμβολική γλώσσα, συχνά εύστοχη, κάποτε πλεοναστική, και η απόρριψη των κλασικών γνωρισμάτων της πεζογραφίας (μύθος, χαρακτήρες, χρήση διαλόγου) τους τοποθετούσε σε μια ‘πρωτοπορία’.
 Αλέξανδρος Αργυρίου, «Εισαγωγή». Η μεταπολεμική πεζογραφία. Από τον πόλεμο του ’40 ως τη δικτατορία του ’67, τ. Α΄, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1988, 102-103.

[…] Τα κείμενα της εικοσαετίας 1945-1965 εικονίζουν καθαρά την αλλαγή. Η πεζογραφία του Αντώνη Σαμαράκη και του Βασίλη Βασιλικού, το Πέρα από το ανθρώπινο του Νίκου Αθανασιάδη, Το Φράγμα του Σπύρου Πλασκοβίτη, η Πολιορκία του Αλέξανδρου Κοτζιά, η έκφραση της ανθρωπιάς, της κατανόησης του ανθρώπου στην επικοινωνία του με τον πλαϊνό του, την οποία μας δίνουν η Γαλάτεια Σαράντη, οΆλκης Αγγελόγλου και ο Δημήτρης Χατζής, τα κοινωνιστικά, τέλος, μυθιστορήματα του Κώστα Κοτζιά, είναι βέβαιο πως δεν θα μπορούσαν να παρουσιασθούν πριν από το 1945. Στα έργα αυτά διακρίνουμε το διαφορετικό, το άλλο, ό,τι θα ονομάζαμε μεταπολεμικό, αφηγηματικά και πεζογραφικά μορφοποιημένο. Μια ποιοτική διαφορά στην παρουσίαση της ζωής, στις σχέσεις των ανθρώπων, γίνεται εδώ αμέσως αντιληπτή. Στη νεοελληνική πεζογραφία της εικοσαετίας 1945-1965 εισάγονται για πρώτη φορά θέματα σύγχρονα, που προσδιορίζουν και χαρακτηρίζουν βασικά την εποχή όπου ζούμε: τα θέματα της μοναξιάς, της ενοχής, της αποξένωσης, της εξέγερσης, του παράλογου της ζωής.
 Απόστολος Σαχίνης, «Γενική εισαγωγή». Νέοι πεζογράφοι. Είκοσι χρόνια νεοελληνικής πεζογραφίας: 1945-1965, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1965, 11.

Οι πιο πολλοί από τους πεζογράφους της Πρώτης μεταπολεμικής γενιάς —με λιγοστές εξαιρέσεις— είναι γεννημένοι στη δεκαετία του 1920. Έτσι οι πιο μεγάλοι στην ηλικία παίρνουν ενεργό μέρος στην Αντίσταση, καθώς και στις ιδεολογικές, αλλά και ένοπλες, συγκρούσεις της Κατοχής και στον Εμφύλιο, ενώ οι νεότεροι συμμετέχουν ψυχικά στα γεγονότα, αρκετοί όμως πάλι και έμπρακτα, παρά τη νεαρή τους ηλικία. Αναφέρουμε ορισμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα: Ο Στρατής Τσίρκας δούλεψε στον ημιπαράνομο αριστερό τύπο της ελληνικής παροικίας της Αιγύπτου, στα χρόνια της αγγλοκρατίας, κατά τη διάρκεια του πολέμου. Ο Ρόδης Ρούφος εντάσσεται στις ένοπλες αντιστασιακές ομάδες της δεξιάς. Ο Δημήτρης Χατζής στην Κατοχή είναι στην Αντίσταση και έπειτα, στον Εμφύλιο, εντάσσεται στα ένοπλα τμήματα του Δημοκρατικού Στρατού, καθώς και ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος. Μάλιστα οι δύο τελευταίοι θα ζήσουν περίπου είκοσι πέντε χρόνια ως πολιτικοί πρόσφυγες σε σοσιαλιστικές χώρες και θα επιστρέψουν στην Ελλάδα μετά το 1974. […]
 Χριστόφορος Μηλιώνης, «Η μεταπολεμική πεζογραφία. Πρώτη και δεύτερη μεταπολεμική γενιά». Με το νήμα της Αριάδνης. Μεταπολεμική Πεζογραφία. Ερμηνεία Κειμένων, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1991, 36-37.

Ένα άλλο κομμάτι της πεζογραφικής δεκαετίας [1955-65] διαποτίζεται από το κλίμα της αγωνίας που τρέφει η σύγχρονη «αλλοτρίωση», χωρίς ν’ αναζητάει κάτω απ’ αυτή το στέρεο έδαφος της κοινωνικής πραγματικότητας. Ίσως το πιο σημαδιακό σ’ αυτή την τάση, όσο κι αν φαίνεται εξωτερικό, να είναι οι διάφορες ηλικίες και πνευματικές καταγωγές των συγγραφέων: προπολεμικοί, κατιόντες του «30», κατοπινοί, νεότεροι· παραδοσιακοί, μαστόροι του εσωτερικού μονολόγου, καλοπροαίρετοι, επαναστατημένοι, μιμητές του Κάφκα· με τρικυμία στη συνείδηση ή μόνοι στο μελανοδοχείο.
 Δημήτρης Ραυτόπουλος, «Πρόλογος». Οι ιδέες και τα έργα. Δοκίμια, Δίφρος, Αθήνα 1965, 8-9.

[…] μιλώντας για μεταπολεμική πεζογραφία, δεν αναφέρομαι σε πρόσωπα, αλλά σε λογοτεχνικά έργα. Γι’ αυτό και διαφωνώ με την προσωποκεντρική τάση να εξετάζονται συνήθως χωριστά, δηλαδή να μην αναγνωρίζονται ως μεταπολεμικά, τα μυθιστορήματα, λ.χ., του Καζαντζάκη […] ή τα πεζογραφήματα του Πρεβελάκη […], του Μυριβήλη […], του Βενέζη […], του Καστανάκη […], του Θεοτοκά, του Ξεφλούδα, του Γιαννόπουλου, του Πέτρου Χάρη και άλλων παλαιότερων, πολύ περισσότερο μάλιστα όταν μερικοί απ’ αυτούς, όπως ο Πεντζίκης […] ή ο Κοσμάς Πολίτης […], έχουν δώσει ωριμότατους και ευχυμότατους καρπούς στην περίοδο που μας ενδιαφέρει. Έτσι, συλλογίζομαι, οι ανθρώπινες ηλικίες διαιρούν, αλλά τα ανθρώπινα έργα ενώνουν. Γιατί να μην τα συναριθμούμε και να μην τα συστεγάζουμε; Στο κάτω κάτω, αυτά διασφαλίζουν τη διακειμενικότητα, την πολυφωνία και το διάλογο.
Αλλά υπάρχει κι ένας άλλος καθοριστικός συντελεστής: το λογοτεχνικό περιοδικό. Θυμίζω ενδεικτικά και κατά χρονολογική, όσο είναι δυνατόν, τάξη, ορισμένους μεταπολεμικούς τίτλους: Ελεύθερα ΓράμματαΜορφέςΕπιθεώρηση ΤέχνηςΝέα ΠορείαΔιαγώνιοςΚριτικήΠάλιΕποχές. Ζωντανό φυτώριο λογοτεχνικής παραγωγής, αλλά και βαρόμετρο των καιρών, το περιοδικό διαμορφώνει αποφασιστικά τις εξελίξεις. Ανάμεσα στο βιβλίο και στην εφημερίδα, ανάμεσα στο άχρονο και στο εφήμερο, έχει την ουσιαστική δυνατότητα να μετατρέπει την επικαιρότητα σε διάρκεια. Στα 1963, δημοσιεύοντας το διήγημα του Θανάση Βαλτινού «Η κάθοδος των εννιά», το περιοδικό Εποχές επέβαλε σχεδόν διαμιάς έναν από τους σημαντικότερους σημερινούς συγγραφείς μας.
 Παναγιώτης Μουλλάς, «Σκέψεις για την πεζογραφία μας». 1949-1967. Η εκρηκτική εικοσαετία (10-12 Νοεμβρίου 2000), Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας (Ιδρυτής: Σχολή Μωραΐτη), Αθήνα 2002, 342.

Ότι η εξωλογοτεχνική πραγματικότητα ενεργεί πολλές φορές καταλυτικά, είναι αναμφισβήτητο. Ας θυμηθούμε λ.χ., μέσα στη δεκαετία του 1950, ένα ορισμένο ψυχροπολεμικό «ξεπάγωμα», αισθητό κυρίως στα 1956 με το 20ό Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης και με την αποσταλινοποίηση. Ποιος μπορεί να αρνηθεί τη σημασία του γεγονότος, κυρίως για τον κόσμο της Αριστεράς; Ξαναπαίρνω ως παράδειγμα τον Τσίρκα: αν η λογοτεχνική απόσταση ανάμεσα στη νουβέλα του Νουρεντίν Μπόμπα (1957) και στην τριλογία Ακυβέρνητες Πολιτείες μας φαίνεται σημαντική, σχεδόν αγεφύρωτη, είναι γιατί, κατά τη γνώμη μου, η τομή του 1956 αποδεσμεύει το συγγραφέα και ενεργοποιεί δυνάμεις πολιτικού και αισθητικού χαρακτήρα ταυτόχρονα.
 Παναγιώτης Μουλλάς, «Σκέψεις για την πεζογραφία μας». 1949-1967. Η εκρηκτική εικοσαετία (10-12 Νοεμβρίου 2000), Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας (Ιδρυτής: Σχολή Μωραΐτη), Αθήνα 2002, 345.

Θα πρέπει να παρατηρήσουμε ακόμη ότι εγκαταλείπεται η τάση προς τον λυρισμό που, μερικές φορές —όπως π.χ. στα περισσότερα έργα του Ηλία Βενέζη— έφτανε στα όρια της γλυκερότητας, και χρησιμοποιείται τώρα μια γλώσσα περισσότερο αδρή, πιο ρεαλιστική, και συχνά εντελώς γυμνή και ωμή. Κυρίως όμως: μια γλώσσα πιο λειτουργική.
 Χριστόφορος Μηλιώνης, «Η μεταπολεμική πεζογραφία. Πρώτη και δεύτερη μεταπολεμική γενιά». Με το νήμα της Αριάδνης. Μεταπολεμική Πεζογραφία. Ερμηνεία Κειμένων, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1991, 38.

Η εικοσιπενταετία 1950-1975 είναι η περίοδος ακμής των μεταπολεμικών πεζογράφων, μέσα στην οποία διαμορφώνουν τα διακριτικά γνωρίσματά τους σε επίπεδο θεματογραφίας και αφηγηματικών τεχνικών. Οι επιδράσεις από το μοντέρνο ευρωπαϊκό μυθιστόρημα (J. Joyce, Fr. Kafka, M. Proust κ.ά.), σε συνδυασμό με τα τραυματικά βιώματα της ιστορικής πραγματικότητας και τις βαθιές ιδεολογικές αντιφάσεις, εξελίσσονται σε γενεσιουργούς πυρήνες του έργου τους. Μέσα σε αυτή την περιρρέουσα ατμόσφαιρα γράφτηκαν έργα-σταθμοί για την εξέλιξη της νεοελληνικής πεζογραφίας: η τριλογία Ακυβέρνητες πολιτείες (1961-1965) του Στρατή Τσίρκα και Το κιβώτιο (1975) του Άρη Αλεξάνδρου. Ο έντονος προβληματισμός πάνω σε θέματα πολιτικής ηθικής, όπως η θέση του συγγραφέα έναντι της εξουσίας, τα ανθρωπιστικά αισθήματα και ο αγώνας για την ειρήνη, διαπερνά το μεγαλύτερο μέρος της πεζογραφικής παραγωγής, με αντιπροσωπευτικότερα δείγματα τα βιβλία του Ανδρέα Φραγκιά, του Αντώνη Σαμαράκη κ.ά. Αξιομνημόνευτη επίσης είναι η συμβολή του Κώστα Ταχτσή, συγγραφέα του μυθιστορήματος Το τρίτο στεφάνι (1962). Συνεχές ενδιαφέρον προκαλεί η πειραματική γραφή συγγραφέων όπως ο Νίκος Καχτίτσης και ο Γιώργος Χειμωνάς.
Παράλληλα, στον χώρο της διηγηματογραφίας εμφανίζονται προικισμένοι λογοτέχνες, οι περισσότεροι από τους οποίους ανήκουν στη νεότερη γενιά μεταπολεμικών συγγραφέων. Ο Δημήτρης Χατζής, από τους παλαιότερους, με το Τέλος της μικρής μας πόλης (1953) δείχνει την αλλοίωση του παραδοσιακού τρόπου ζωής. Ο ταραγμένος μεταπολεμικός κόσμος, η κοινωνική αλλοτρίωση, η αστικοποίηση και η νοσταλγία του γενέθλιου χώρου, η ανθρώπινη μοναξιά αποτελούν τα πιο αγαπητά θέματα νεότερων πετυχημένων διηγηματογράφων, όπως είναι κυρίως ο Γιώργος Ιωάννου, ο Μένης Κουμανταρέας, ο Χριστόφορος Μηλιώνης, ο Μάριος Χάκκας, ο Νίκος Μπακόλας, ο Δημήτρης Νόλλας κ.ά.
 Δώρα Μέντη, Λεξικό της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Πρόσωπα. Έργα. Ρεύματα. Όροι, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2007, 1408.

Οπωσδήποτε, μέσα στις μεταπολεμικές περιπέτειες, αρκετοί από αυτούς κατάφεραν να παρακολουθήσουν τις ιδεολογικές και τις λογοτεχνικές ζυμώσεις και τα καλλιτεχνικά κινήματα της Ευρώπης, να ενημερώνονται οι ίδιοι και να ενημερώνουν και τους άλλους μέσα από τα λογοτεχνικά περιοδικά και μεταφράζοντας χαρακτηριστικά έργα της ξένης λογοτεχνίας. Έτσι εκτός από τη ρωσική, την αγγλική, τη γαλλική και τη σκανδιναβική λογοτεχνία που ήταν πολύ γνωστές από παλαιότερα, γίνονται τώρα γνωστοί οι νεότεροι λογοτέχνες της Αμερικής (Φώκνερ, Χέμινγουέι, Στάινμπεκ), ο Τσέχος συγγραφέας Φραντς Κάφκα, οι Γάλλοι υπαρξιστές (Σαρτρ, Καμύ) και οι εκπρόσωποι των ριζοσπαστικών λογοτεχνικών κινημάτων (Μπέκετ και συγγραφείς του Νουβό Ρομάν). Σ’ αυτά θα πρέπει να προσθέσουμε την επίδραση που άσκησε ο κινηματογράφος και το θέατρο. Το «Θέατρο Τέχνης» ιδιαίτερα, που ίδρυσε ο Κάρολος Κουν στην Αθήνα μετά τον πόλεμο, έκανε γνωστά στο ελληνικό κοινό τα πιο πρωτοποριακά έργα του παγκόσμιου ρεπερτορίου.
Όλα αυτά συνέβαλαν στη διαμόρφωση των νέων εκφραστικών τάσεων που παρατηρούμε στους μεταπολεμικούς συγγραφείς.
Ιδιαίτερα οι συγγραφείς της δεύτερης γενιάς παρουσιάζουν στα έργα τους μεγαλύτερη θεματική ποικιλία, όπου εκτός από τις εξωτερικές, τις κοινωνικές, συνθήκες αναμοχλεύουν καταστάσεις πιο εσωτερικές. Παρουσιάζουν επίσης πιο επίμονες εκφραστικές αναζητήσεις και, μερικές φορές, πολύ τολμηρές λύσεις. Έχει μάλιστα κανείς την εντύπωση ότι είναι και ψυχολογικά διαφοροποιημένοι από τους προηγούμενους, μολονότι χρονικά απέχουν πολύ λίγο από εκείνους — περίπου μια δεκαετία. Αλλά οι δεκαετίες έχουν διαφορετικό περιεχόμενο και κυλούν με διαφορετικό ρυθμό, ανάλογα με την εποχή. Οι εξελίξεις (κοινωνικές, πολιτικές, ιδεολογικές, αισθητικές) ήταν ραγδαίες στην Ελλάδα τα μεταπολεμικά χρόνια.
 Χριστόφορος Μηλιώνης, «Η μεταπολεμική πεζογραφία. Πρώτη και δεύτερη μεταπολεμική γενιά». Με το νήμα της Αριάδνης. Μεταπολεμική Πεζογραφία. Ερμηνεία Κειμένων, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1991, 45-46.

Για να καταλάβει ο αναγνώστης την ανάγκη οριοθέτησης που κάνομε, όταν μελετάμε όχι μεμονωμένους συγγραφείς αλλά σύνολα συγγραφέων, ο χαρακτηρισμός: συγγραφείς της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, δεν έχει άλλο νόημα παρά να τους διαχωρίσει από τους συγγραφείς της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, των οποίων οι εμπειρίες είναι πολεμικές και προπαντός κατοχικές. Αν έπρεπε να δώσομε έναν τίτλο στους χρονικά δεύτερους, αυτούς συγγραφείς, θα μπορούσαμε να τους τιτλοφορήσομε, παίρνοντας τον τίτλο από τον Β. Βασιλικό: Θύματα ειρήνης. Αν έπαιρνα από τον Π. Αμπατζόγλου θα σκεφτόμουν τον τίτλο του: Ισορροπία τρόμου (1964). Θα πηγαίναμε στην αλληγορία όμως αν χρησιμοποιούσαμε τον τίτλο του Χριστόφορου Μηλιώνη Παραφωνία (1961), ή θα βρίσκαμε άλλης μορφής διεξόδους και άσκοπης σπατάλης του ‘κενού’ χρόνου, αν κεφαλοποιούσαμε με Τα μηχανάκια (1962) του Μένη Κουμανταρέα. Τέλος αν επρόκειτο να συμπληρώσομε τις ανα-γνώσεις της ίδιας (υποτίθεται) πραγματικότητας θα συναντούσαμε τον Πεισίστρατο του Γιώργου Χειμωνά, και αν ψάχναμε να βρούμε άκρες θα καταλήγαμε στον Γιώργο Μανιάτη που ομολογούσε ότι: Δραπέτευσα από τη Λεγεώνα των Ξένων (1962) — κάθου γύρευε δηλαδή πώς βρέθηκε εκεί και τί ζητούσε. Με άλλα λόγια, σκέπτομαι μήπως με τη ‘δεύτερη μεταπολεμική γενιά’ των πεζογράφων μας σημαδεύεται ένα αντιφατικό ζεύγος: Η πολυτέλεια και η απορία (έλλειψη πόρου) των νέων χρόνων που βιώνουν.
Ίσως, για να συνεχίσω να παίζω με τους τίτλους, ονόματα, και να ψάχνω για χαρακτηρισμούς, αν πηγαίναμε σε ευρύτερο χώρο, μπορεί να συναντούσαμε το αγγλικό αντίστοιχο ηλικιακό πλαίσιο, με τα οργισμένα νιάτα του Τζον Όσμπορν (γεν. 1929), όπως αποδόθηκε το Look Back in Anger, το θεατρικό αυτό έργο, που παίχθηκε στο «Εθνικό Θέατρο», όταν είχε τη διεύθυνση ο Αιμ. Χουρμούζιος, με το καλό αισθητήριό του, τουλάχιστον στο πεδίο των ιδεών.
Με ετούτα όλα θέλω να επισημάνω από τώρα ότι η κατηγορία αυτή των συγγραφέων, (πες τε τους, είπαμε, αν θέλετε: της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, οι οποίοι έχουν ασθενείς έως μηδενικές μνήμες από την Κατοχή και τον Εμφύλιο), παρουσιάζει μεγάλο άνοιγμα φάσματος: θεματικό, ιδεολογικό και (ίσως όχι πολύ) αισθητικό. Όπως συμβαίνει συνήθως με τα έργα συγγραφέων που έχουν την πολυτέλεια να ζουν σε ομαλές κοινωνικές περιόδους. Το έργο τους δεν έχει ένα θεματικό κέντρο, (κάποιο μείζον γεγονός), αλλά εστιάζεται σε διάφορα επιμέρους φαινόμενα της αστικοποιούμενης μεταπολεμικής κοινωνίας μας, φαινόμενα είτε ιθαγενή είτε εισαγόμενα.
 Αλέξανδρος Αργυρίου, «Εισαγωγή». Η μεταπολεμική πεζογραφία. Από τον πόλεμο του ’40 ως τη δικτατορία του ’67, τ. Α΄, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1988, 174.

Τι συμβαίνει περί το 1960; Ποια θέματα κυριαρχούν; Ασφαλώς ούτε οι πολιτικές εντάσεις έχουν αμβλυνθεί, ούτε το υπαρξιακό άγχος και το «παράλογο της ζωής» έχουν εκλείψει. Κάθε άλλο. Μόνο που εμφανίζονται νέες πινελιές στον πίνακα: Η αγωνία, που μετατρέπεται και εκδηλώνεται ως οργή. Η ολική σύγκρουση μ’ ένα «κατεστημένο» που δεν είναι αποκλειστικά πολιτικό. Ο παραλογισμός θεσμών και συμπεριφορών. Ο μαζικός πολιτισμός και η καταναλωτική κοινωνία («κοινωνία της αφθονίας»), αυτό δηλαδή που ο Ά. Τερζάκης ονόμαζε τότε «χυδαίο ευδαιμονισμό». Η απειλή ενός πυρηνικού πολέμου (Α. Σαμαράκης). Το άγχος της μηχανής, της τεχνολογικής εξέλιξης, της «διαστημικής εποχής». Η ανθρώπινη μοναξιά.
Μερικά έργα μιλούν και μόνο με τους τίτλους τους: Θύματα ειρήνης (Β. Βασιλικός, 1956), Το φράγμα (Σπ. Πλασκοβίτης, 1960), Τα μηχανάκια (Μ. Κουμανταρέας, 1962), Οδοστρωτήρας (Τηλ. Αλαβέρας, 1963), Ισορροπία τρόμου (Π. Αμπατζόγλου, 1964) κ.ά.
Νέοι καιροί, νέα ήθη.
 Παναγιώτης Μουλλάς, «Σκέψεις για την πεζογραφία μας». 1949-1967. Η εκρηκτική εικοσαετία (10-12 Νοεμβρίου 2000), Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας (Ιδρυτής: Σχολή Μωραΐτη), Αθήνα 2002, 345-346.

Μεταπολεμική Πεζογραφία : Χαρακτηριστικά

πηγή :https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/1262

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Μετά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο εμφανίζονται στα γράμματα πεζογράφοι, οι οποίοι έχουν σημαντικές διαφορές αλλά και πολλά κοινά γνωρίσματα με τη γενιά του’ 30. Οι περισσότεροι μεταπολεμικοί πεζογράφοι φτάνουν στην ωριμότητά τους στην κρίσιμη δεκαετία του’ 40, ενώ υπάρχουν και μερικοί μεγαλύτεροι σε ηλικία που δημοσίευσαν ποιητικές συλλογές πριν από τον πόλεμο, αλλά τα πεζά τους δημοσιεύονται αυτή την περίοδο (π.χ. Στρατής Τσίρκας 1911-1980).
Οι μεταπολεμικοί πεζογράφοι έχουν εμπειρίες από τη δικτατορία του Μεταξά (1936-1941), τον πόλεμο του’ 40, την Κατοχή, την Αντίσταση και τον Εμφύλιο. Ορισμένοι από αυτούς διαδραμάτισαν κάποιο ρόλο στα γεγονότα εκείνα, ενώ πολλοί άλλοι, τοποθετημένοι ιδεολογικά στην Αριστερά, δοκιμάστηκαν από τις συνέπειες του Εμφυλίου.
Οι εμπειρίες από το πρόσφατο παρελθόν, τα αδιέξοδα του παρόντος και η άγνωστη έκβαση των μελλοντικών πραγμάτων ρίχνουν τη σκοτεινή σκιά τους στη μεταπολεμική πεζογραφία. `Ετσι η πεζογραφία αποκτά σκυθρωπό χαρακτήρα, καθώς προσεγγίζει την πραγματικότητα, είτε θεματικά είτε ψυχολογικά, και δεν αναζητά καταφύγιο σε θέματα ιστορικά και στη λυρική απεικόνιση της ζωής.
Τα πρώτα έργα των μεταπολεμικών πεζογράφων εκδίδονται ανάμεσα στα χρόνια 1944-47.
Ι. ΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗΣ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑΣ
1. ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ
Χαρακτηριστικά των πεζογράφων αυτής της τάσης
  • Στροφή στη μελέτη και απεικόνιση της πραγματικότητας.
  • Κριτική διάθεση και απομάκρυνση από το αστικό περιβάλλον.
  • Μερικοί επιμένουν στην απόδοση των πιο αποκρουστικών και ωμών πλευρών της πραγματικότητας, απογυμνώνοντάς την από κάθε συμβατικό εξωραϊσμό (π.χ. Κ. Ταχτσής, Αλέξ. Κοτζιάς, Αντρέας Φραγκιάς).
2. ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΙ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ
Θέματα των πεζογράφων αυτής της τάσης
  • Οι πολιτικές και κοινωνικές συγκρούσεις.
  • Η αυταρχική εξουσία.
  • Οι οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές.
  • Η ανασφάλεια.
  • Η αβεβαιότητα για το μέλλον.
  • Οι επιπτώσεις των παραπάνω στη ζωή των ανθρώπων.
Αποτέλεσμα:Η μεταπολεμική πεζογραφία επανασυνδέεται με τη ρεαλιστική παράδοση της γενιάς του 1880 και τους πρώτους κοινωνικούς ηθογράφους.
Χαρακτηριστικοί πεζογράφοι της τάσης αυτής είναι: Δημήτρης Χατζής, Κώστας Κοτζιάς, Αντρέας Φραγκιάς, Στρατής Τσίρκας κ.ά.

3. ΦΥΓΗ ΑΠΌ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Χαρακτηριστικά των πεζογράφων αυτής της τάσης
  • Αποφυγή της ζοφερής πραγματικότητας με καταφύγιο στη λυρική πεζογραφία του κλειστού χώρου.
  • Οι ήρωες ζουν τα ιδιωτικά τους προβλήματα ανεξάρτητα από τα εξωτερικά γεγονότα.
Κυριότεροι εκπρόσωποι (κυρίως γυναίκες): Μαργαρίτα Λυμπεράκη «Ψάθινα καπέλα» (1946), Μιμίκα Κρανάκη «Contre – temps» (1947), Τατιάνα Γκρίτση – Μιλλιέξ «Χωριάτες» (1951), Εύα Βλάμη «Γαλαξίδι» (1947), «Σκελετόβραχος» (1949), `Αγγελος Βλάχος «Ο κύριός μου ο Αλκιβιάδης» (1953), «Οι τελευταίοι γαληνότατοι» (1961).

4. ΝΕΕΣ ΕΚΦΡΑΣΤΙΚΕΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΙΣ
Χαρακτηριστικά των πεζογράφων αυτής της τάσης
  • Καταφεύγουν στη φαντασία, για να απεικονίσουν εφιαλτικούς κόσμους.
  • Αναζητούν τολμηρούς εκφραστικούς τρόπους.
  • Επηρεάζονται από τα νέα ευρωπαϊκά λογοτεχνικά ρεύματα.
Εκπρόσωποι της τάσης αυτής είναι: Γιώργος Χειμώνας, Νίκος Μπακόλας.
5. ΡΕΑΛΙΣΤΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ
Χαρακτηριστικά των πεζογράφων αυτής της τάσης


  • Τα πράγματα δηλώνονται με το όνομά τους χωρίς σεμνοτυφία
  • Εγκαταλείπεται η καλλιέπεια και η ωραιολογία των παλαιοτέρων.
  • Η γλώσσα χρησιμοποιείται με τραχύτητα ή αποδιοργανώνεται συντακτικά και λογικά, για να αποδώσει καλύτερα βάναυσες, παράλογες και εφιαλτικές καταστάσεις.Πηγή : http://www.odyssey.com.cy/

Μεταπολεμική λογοτεχνία: Η πεζογραφία.

Αφού σε προηγούμενη ανάρτηση αναφερθήκαμε στην ποίηση των μεταπολεμικών χρόνων, ας μιλήσουμε τώρα για λίγο και για την πεζογραφία.
Πεζογραφία
Η μεταπολεμική πεζογραφία περιλαμβάνει πεζογράφους  που εμφανίστηκαν στα Γράμματα από το 1940 ως το 1974.
Στην πρώτη γενιά ανήκουν αυτοί που έζησαν και μετείχαν ενεργά  στα γεγονότα της δεκαετίας του ’40 κι πρωτοεμφανίζονται στη Λογοτεχνία ως το 1960. Στη δεύτερη γενιά ανήκουν αυτοί που γεννήθηκαν μετά το 1930. Εμφανίζονται μέσα στην δεκαετία του ’60 και, επειδή δεν μετείχαν στα γεγονότα της δεκαετίας του '40, στρέφονται σε προσωπικά βιώματα και υπαρξιακές ανησυχίες. "Σύγχρονοι πεζογράφοι" θεωρούνται αυτοί που γεννήθηκαν μετά τον Εμφύλιο (1949).    
Τα κοινά σημεία των πεζογράφων  σε κάθε γενιά  είναι:
Ø Οι κοινές ιστορικές του εμπειρίες και η συνείδηση ότι αυτές τους διακρίνουν από τους προηγούμενους.
Ø Παίρνουν ενεργό μέρος στα τεκταινόμενα (Ειδικά αυτοί της πρώτης γενιάς)
Ø Εξαιτίας αυτών κρατούν απαισιόδοξη στάση.
Ø Προσεγγίζουν θεματικά και ψυχολογικά την πραγματικότητα και δεν ξεφεύγουν σε λυρικές εκφράσεις.
Ø Παίρνουν προσωπική θέση απέναντι στα πράγματα.
Κατά τ’ άλλα,  υπάρχουν οι εξής τάσεις!
α)Ρεαλιστές.
Μελετούν την πραγματικότητα με κριτική ματιά, απομακρύνονται από το αστικό περιβάλλον και το απογυμνώνουν τα θέματα τους από καθετί που θα μπορούσε να τα εξωραΐσει. Χρησιμοποιούν αυτοβιογραφικές μεθόδους αφήγησης (αυτοαναφορικότητα/ αφήγηση σε α’ πρόσωπο/ αφήγηση βιωμάτων)
Κυριότεροι εκπρόσωποι: Κάσδαγλης (από τη Ρόδο.  "Κεκαρμένοι" - δεν θα βάλω βίντεο, είμαστε εκπαιδευτικό ιστολόγιο, " Χώμα και νερό - δεν βρήκα βίντεο", Ταχτσής 

("Το τρίτο στεφάνι")
Α. Κοτζιάς ("Ιαγουάρος" - δεν βρήκα βίντερο), Φραγκιάς ("Λοιμός", πάνω σ' αυτό βασίζεται η ταινία του Παντελη Βούλγαρη "Happy Day"), 
Χατζής
 "Το διπλό βιβλίο"
- σε ένα από τα διηγήματα βασίζεται η ταινία "Η φωτογραφία" του Νίκου Ππαπατάκης που αξίζει να δείτε, έστω εδώ, "Το τέλος της μικρής μας πόλης".
Πεζογράφοι μνήμης (αφήγηση βιωμάτων): Ιωάννου, Μηλιώνης, Σφυρίδης, Παπαδημητρακόπουλος.
β)Φυγή από την πραγματικότητα.
Αποφεύγουν τη ζόρικη πραγματικότητα στρεφόμενοι σε μια λυρική πεζογραφία εσωτερικού χώρου που ασχολείται με ιδιωτικά προβλήματα.
Κυριότεροι εκπρόσωποι: Κρανάκη, Βλάμη, Λυμπεράκη ("Τα ψάθινα καπέλα" ), 
Γκρίτση-Μίλλιεξ.
Ασχολούνται με την ηθογραφία, την αστική πεζογραφία και το ιστορικό μυθιστόρημα.
Κυριότεροι εκπρόσωποι: Βλάχος, Αθανασιάδης 

"Οι τελευταίοι εγγονοί 
", 




("Πάνθεοι"

"Οι φρουροί της Αχαΐας", 
"Η αίθουσα του θρόνου"- αμφοτερα έχουν γυριστεί 
σε τηλεοπτική σείρα), Σωτηρίου 
("Ματωμένα χώματα" 


,"Οι νεκροί περιμένουν"), 

 Σαράντη.
γ) Κοινωνικός προβληματισμός.
Απηχούνται οι συγκρούσεις της εποχής και η αβεβαιότητα του μέλλοντος. Ενδιαφέρονται για την αλλαγή της κοινωνίας. Οι ήρωες τοποθετούνται στην καρδιά των πραγματικών γεγονότων και μετέχουν σ’ αυτά.
Κυριότεροι εκπρόσωποι: Τσίρκας ("Ακυβέρνητες Πολιτείες", 
"Η χαμένη άνοιξη"), Φραγκιάς, Αλεξάνδρου ("Το κιβώτιο"), 
Αξιώτη

 (
"Δύσκολες νύχτες")  Νάκου, Αλεξίου, Λουντέμης, Μαγκλής, 
Κ. Κοτζιάς ("Καπνισμένος ουρανός"), Πλασκοβίτης ("Το φράγμα").
δ)Νέες εκφραστικές αναζητήσεις
Ήδη πό την 10ετία του ’30 επιρροές από τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό. Η ‘Σχολή της Θεσσαλονίκης’, δηλαδή οι πεζογράφοι του περιοδικού ‘Μακεδονικά Γράμματα’ (Πετζίκης, Βαφόπουλος, Ξεφλούδας, Δέλιος, Γιαννόπουλος) χρησιμοποιεί τον εσωτερικό μονόλογο. Κάτι παρόμοιο κάνει ο Σκαρίμπας με ροπή στη φαντασία, στο παράλογο και το κωμικό. Η Αξιώτη μπλέκει και υπερρεαλιστικές μαζί με τις μοντερνιστικές τεχνικές (1938). Ο Μπεράτης με το "Πλατύ ποτάμι".
Μεταπολεμικά αυτή η κίνηση συνεχίζει με κυριότερο εκπρόσωπο τον Μπακόλα στην Θεσσαλονίκη και τον Πάνου στην Αθήνα.
Στη Θεσσαλονίκη με ναυαρχίδα το περιοδικό ‘Διαγώνιος’ του Χριστιανόπουλου γίνεται μια απόπειρα να συνδυαστούν τα νεοτερικά στοιχεία με την παράδοση της αφηγηματογραφίας και περιεχόμενο ρεαλιστικό και βιωματικό (Ιωάννου, Καχτίτσης).
Σε άλλους πεζογράφους κυριαρχεί η φαντασία ή περιγράφονται εφιαλτικοί κόσμοι πολύ κοντά στη πραγματικότητα. Επηρεάζονται από δυτικά ρεύματα(θέατρο του παραλόγου). Χρησιμοποιούν τολμηρούς εκφραστικούς τρόπους και η γλώσσα τους προσεγγίζει την ποιητική γλώσσα.
Κυριότεροι εκπρόσωποι: Κουφόπουλος, Χειμωνάς ("Ο Άμλετ της Σελήνης 
του γνωστού τραγουδιού"
.  
Διαβάστε εδώ για το αφήγημα του "Έξι χιλιάδες νέοι") που περιέχεται .

Άλλοι πεζογράφοι: Χάκκας, Ρένος Αποστολίδης, Κουμανταρέας( "Η φανέλλα με το 9"

"
("Ζ), Βασιλικός 
 , 

"Το φύλλο. Το πηγάδι. Τ' αγγέλιασμα".

Σ' όλες τις τάσεις - λιγότερο ή περισσότερο-  και με προεξάρχοντες τον Κάσδαγλη και τον Ταχτσή χρησιμοποιείται γλώσσα απογυμνωμένη, που λέει τα πράγματα όπως είναι, με το όνομα τους και  χωρίς να τα εξωραίζει και χρησιμοποιώντας  ‘κακές’ λέ

ξεις. Η γλώσσα αποδιοργανώνεται για να εκφράσει την εφιαλτικότητα
 της πραγματικότητας. 




Μεταπολεμική Πεζογραφία
πηγή :https://latistor.blogspot.com/

Κρίσεις για τη μεταπολεμική πεζογραφία


«Μεταπολεμικούς πεζογράφους θεωρούμε […] όσους: α) πρωτοεμφανίζονται εκδίδο
ντας σε βιβλίο το έργο τους από το 1943 και έπειτα, και β) αποκλείονται όσοι πριν α
πό το 1943 έχουν έστω και μικρή εκδοτική δραστηριότητα είτε στην πεζογραφία είτε σε άλ
λους τομείς της λογοτεχνίας ή της κριτικής».

(Αλεξ. Αργυρίου, Η Μεταπολεμική Πεζογραφία, τ. Α΄, Εισαγωγή, Σοκόλης,
Αθήνα, 1992, σελ. 20)

«Η λογοτεχνική δημιουργία -όπως και κάθε άλλη καλλιτεχνική δημιουργία- κρίνεται συ
νήθως ως η πιο ελεύθερη πράξη. Αλλά αυτό είναι πολύ γενικό. Επειδή, δηλαδή, ο δημιουρ
γός διαμορφώνεται μέσα σ’ ένα ορισμένο ιστορικό, κοινωνικό και πολιτιστικό περιβάλλον
, η συνάφεια του λογοτεχνικού έργου και της εποχής, μέσα στην οποία ο δημιουργός δια
μορφώθηκε είναι πολύ στενή. Και παραμένει ιδιαίτερα στενή στη Μεταπολεμική Πεζο
γραφία για τους λόγους που θα ιδούμε σε λίγο, τόσο στενή μάλιστα, που δε θα ήταν δυνατό
να την κατανοήσουμε στο βάθος της, αν δεν αναλογιζόμασταν τις ιστορικές συνθήκες μέσα
στις οποίες αναπτύχθηκε.
Υπενθυμίζω λοιπόν σύντομα:
Είναι πρώτα-πρώτα ο πόλεμος του ’40, απρόκλητος και γι’ αυτό άδικος, και συνάμα άνι
σος. Καθώς μάλιστα διεξάγεται υπό δικτατορική διακυβέρνηση εναντίον ενός φασι
στικού καθεστώτος, παίρνει -για πολλούς- ιδιαίτερο περιεχόμενο και δημιουργεί
ελπίδες και για την εσωτερική απελευθέρωση. Κι ακόμα: οι νίκες στο αλβανικό μέτωπο α
νορθώνουν το ηθικό ενός λαού που δεν είχε ακόμα συνέλθει από τη δοκιμασία της
 Μικρασιατικής Καταστροφής. Την ευφορία αυτή διαδέχεται η Γερμανική Κατοχή: πεί
να και δυστυχία, δοσιλογισμός και μαυραγοριτισμός, αλλά και Αντίσταση και εθνική α
νάταση και οραματισμοί για την επαύριον. Και συγχρόνως: οξείς ανταγωνισμοί και οι
 πρώτες εμφύλιες αντιπαρατάξεις -συχνά αιματηρές. Ισχυρή πάντως είναι η εντύπωση
πως ένας κόσμος καταλύεται και ένας άλλος καλύτερος γεννιέται και, λίγο-πολύ, όλοι αισθά
νονται υποχρεωμένοι, με χίλιους τρόπους, να μπουν στο πολιτικό παιγνίδι -επικίνδυνο ή α
θώο κατά τις περιπτώσεις και τις περιστάσεις. Μετά την απελευθέρωση και τις τραγι
κές συγκρούσεις που διέψευσαν αμέσως τις ελπίδες, ακολούθησε μια διετία όχι
απλώς αμφίβολης ειρήνης, αλλά κυριολεκτικά εφιαλτική, όπου αφιονισμένοι ζεϊμπέκη
δες ρίχνανε λάδι στη φωτιά των πολιτικών και άλλων παθών, ετοιμάζανε κι ετοιμάζονταν
 για το μεγάλο μίσος.
Τα χρόνια που ακολουθούν μετά τον Εμφύλιο, από το 1949 ως το 1963, είναι χρόνια α
πόλυτης κυριαρχίας της νικήτριας παράταξης που επιβάλλει ένα κλίμα ασφυκτικό στο εσω
τερικό της χώρας. Ασφυκτικό όχι μονάχα για όσους είχαν κάποια ανάμιξη στον Εμφύλιο,
 αλλά και για όλους τους πολίτες που τυχόν θα εκδήλωναν διάθεση για κριτική του καθε
στώτος ή διαφωνία. Και βέβαια ένα από τα βαρύτερα αμαρτήματα κατάντησε
να θεωρείται η συμμετοχή στις αντιστασιακές οργανώσεις κατά την Κατοχή (είναι
μάλιστα χαρακτηριστικό ότι μόλις πρόσφατα, έπειτα από σαράντα ολόκληρα χρόνια, ανα
γνωρίστηκε στην Ελλάδα η Εθνική Αντίσταση).
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα άρχισαν και οι προσπάθειες για την οικονομική ανα
συγκρότηση της χώρας και για την εκβιομηχάνιση της. Αλλά η επιδίωξη του εύκολου
 κέρδους και η έλλειψη κρατικού προγραμματισμού οδήγησαν στη συγκέντρωση των πε
ρισσοτέρων βιομηχανικών μονάδων στο λεκανοπέδιο της Αττικής (δηλ. στην περιο
χή της Αθήνας). Και η έλλειψη οικονομικού προγραμματισμού και το ασφυκτικό πολιτι
κό κλίμα είχαν ως αποτέλεσμα να ερημωθεί σε μεγάλο βαθμό η ύπαιθρος, που κιόλας εί
χε υποστεί μεγάλες καταστροφές στην Κατοχή, και να συγκεντρωθεί ο πληθυσμός στα
 μεγάλα αστικά κέντρα και κυρίως στο λεκανοπέδιο της Αττικής, όπου συνέρρευσε περίπου
 ο μισός πληθυσμός της Ελλάδας. Οι οικονομικές, κοινωνικές και ηθικές συνέπειες
αυτών των ανακατατάξεων ήταν καθοριστικές για τη διαμόρφωση της φυσιογνωμίας της
σύγχρονης ζωής στην Ελλάδα.
Την ίδια εποχή παρουσιάζεται και το ισχυρό ρεύμα της μετανάστευσης του εργατι
κού δυναμικού της χώρας προς το εξωτερικό. Μέσα στη δεκαετία του 1950 περισσότεροι
 από 400.000 εργάτες, από τα πιο δυναμικά στοιχεία, αναζητούν εργασία στις μεγάλες
 βιομηχανίες της Ευρώπης, κυρίως στη Γερμανία, αλλά και στο Βέλγιο, την Αυστραλία και
 την Αμερική. Ακόμα πιο σοβαρές ήταν οι συνέπειες του Εμφυλίου στον ιδεολογικό και
τον πολιτιστικό χώρο, όπου για ένα τουλάχιστον διάστημα επικράτησε είτε η φίμωση είτε
 η πόλωση. Πάντως οι αριστερές πνευματικές δυνάμεις αρκετά σύντομα θα ανασυγκροτη
θούν και θα συσπειρωθούν γύρω από το λογοτεχνικό περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης, που
 εμφανίζεται στην Αθήνα το 1954, και, αργότερα, στο περιοδικό Κριτική που εκδίδει στη
 Θεσσαλονίκη από το 1959 ως το 1961 ο ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης.
Όσο για την εξέλιξη των πολιτικών πραγμάτων, θα χρειαστεί να φτάσουμε στις αρχές
της δεκαετίας του 1960, οπότε οι δημοκρατικές πολιτικές δυνάμεις συνενώνονται (άνο
δος στην Κυβέρνηση της “Ένωσης Κέντρου”, 1963) και μοιραία οδηγούνται σε σύγκρου
ση με τα ανάκτορα (1965) που επιμένανε να κηδεμονεύουν την πολιτική ζωή του
τόπου. Το 1967 με στρατιωτικό πραξικόπημα εγκαθιδρύεται η στρατιωτική δικτατορία που
 θα παραμείνει ως το 1974. Αλλά τα γεγονότα αυτά αποτελούν μια νέα τομή στην πορεία
της σύγχρονης Ελλάδας.
Οι εθνικές περιπέτειες, οι πολιτικές συγκρούσεις και οι κοινωνικές αναστατώσεις
μετά τον Β’ Εμφύλιο πόλεμο προσδιόρισαν αποφασιστικά τη μεταπολεμική μας λογοτε
χνία. Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που μιλάμε για μεταπολεμική πεζογραφία, χαρα
κτηρισμός που στη γλώσσα της φιλολογικής κριτικής δεν αναφέρεται στο σύνολο
 των λογοτεχνικών έργων που δημοσιεύτηκαν μετά τον πόλεμο, αλλά στα έργα των μετα
πολεμικών συγγραφέων, δηλαδή των συγγραφέων που διαμορφώθηκαν (και πρωτοπαρου
σιάστηκαν) μέσα στις ιδιότυπες μεταπολεμικές συνθήκες στον τόπο μας. Και ίσως σ’ αυ
τές τις συνθήκες να οφείλεται, εν μέρει τουλάχιστον, το γεγονός ότι, παρ’ όλο που στην ει
κοσαετία από το 1945 ως το 1967 παρουσιάστηκαν συνολικά περίπου πενήντα αξιό
λογοι πεζογράφοι, εντούτοις ως πρόσφατα δεν είχε δημοσιευτεί ούτε μια αξιόλογη φιλο
λογική εργασία που να εξετάζει αναλυτικά και σε βάθος τη μεταπολεμική πεζογραφία […].
Γενικά, μπορούμε να πούμε ότι κατά τις δύο πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες κυριαρ
χούν στο προσκήνιο της φιλολογικής μας ζωής οι συγγραφείς της γενιάς του ’30,
 που σε μεγάλο βαθμό μάλιστα την κηδεμονεύουν. Επίσης, όπως θα ιδούμε, επηρεά
ζουν κιόλας μερικούς από τους νεότερους. Καθώς όμως ένας-ένας φυσιολογικά αποσύρο
νται, αρχίζουν να αναφαίνονται οι συγγραφείς της Πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, που τα
 πρώτα τους βιβλία δημοσιεύονται κιόλας μέσα στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’40,
 αλλά πληθαίνουν στην επόμενη δεκαετία. Από το 1960 και μετά διακρίνουμε τους συγγρα
φείς της Δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, στους οποίους μπορούμε να επισημάνουμε ε
πίσης ορισμένα διαφοροποιητικά γνωρίσματα. Οι πιο πολλοί από τους πεζογράφους της
Πρώτης μεταπολεμικής γενιάς -με λιγοστές εξαιρέσεις- είναι γεννημένοι στη δεκαετία
του 1920. Έτσι οι πιο μεγάλοι στην ηλικία παίρνουν ενεργό μέρος στην Αντίσταση, κα
θώς και στις ιδεολογικές, αλλά και ένοπλες, συγκρούσεις της Κατοχής και στον Εμφύ
λιο, ενώ οι νεότεροι συμμετέχουν -ψυχικά στα γεγονότα, αρκετοί όμως πάλι και έμπρα
κτα, παρά τη νεαρή τους ηλικία […]. Εξάλλου η εποχή εκείνη ήταν τόσο πολύ φορτισμένη,
 ώστε να παρασέρνει στη δίνη της τους ανθρώπους κιόλας από τα πρώτα χρόνια της εφη
βείας τους. Ιδιαίτερα η περίοδος της Κατοχής ήταν μια εποχή που έδινε την εντύπωση
πως ένας κόσμος καταλύεται κι ένας άλλος καλύτερος γεννιέται, και τους υποχρέωνε
με χίλιους τρόπους να μπούνε στο “πολιτικό” παιγνίδι - επικίνδυνο ή αθώο. Ένα μεγάλο
μέρος από αυτούς που ανήκαν στην αριστερά πλήρωσαν την αριστερή τους δράση
ή και απλώς την ιδεολογική τους τοποθέτηση με εξορίες, φυλακίσεις και άλλες διώξεις.
 Αλλά οποιαδήποτε κι αν ήταν η πολιτική τους τοποθέτηση, όλοι, σαν συγγραφείς, κατά
 τον ένα ή τον άλλο τρόπο σήκωσαν με αίσθημα ευθύνης το βάρος της δύσκολης εκείνης
εποχής. Και όταν, κατόπιν, μιλούν για τους ομότεχνους πολύ συχνά χρησιμοποιούν
την έκφραση “η γενιά μας”, μ’ ένα αίσθημα πνευματικής αλληλεγγύης.
Ένα κοινό λοιπόν χαρακτηριστικό που επισημαίνεται στα έργα των περισσοτέρων μετα
πολεμικών συγγραφέων είναι ο πολιτικός χαρακτήρας τους. Η παρουσία της Ιστορίας,
με όλες τις συνέπειες της, είναι παντού εμφανής. Μυθιστορήματα με πολιτικό περιεχό
μενο είχαν γραφτεί και από τους συγγραφείς της γενιάς του ’30 (π.χ. η Αργώ, 1933/36,
του Γιώργου Θεοτοκά) ή γράφονται από αυτούς και μετά τον πόλεμο. Αλλά ο τρόπος που
βιώνονται τώρα και εκφράζονται τα πολιτικά φαινόμενα είναι πολύ διαφορετικός. Ό
πως παρατηρεί ο κριτικός Αλέξ. Αργυρίου “οι προπολεμικοί συγγραφείς είναι θεατές πραγ
μάτων, ενώ οι άλλοι συμμετέχουν. Και ο Φραγκόπουλος και ο Ρούφος και ο Αλέξανδρος
 Κοτζιάς και ο Κάσδαγλης και ο Τσίρκας και ο Χατζής και ο Φραγκιάς και ο Κώστας Κο
τζιάς, όλοι αυτοί, έχουν παίξει το ρόλο τους, είναι δηλαδή πρόσωπα μέσα στην Ιστορία.
Και
 εκφράζοντας την
Ιστορία, εκφράζουν προσωπικά τους βιώματα. Δεν περιγράφουν, αυτοβιογραφούνται
κατά κάποιον τρόπο”. Την ίδια περίπου άποψη διατυπώνει και ο μεταπολεμικός ποιητής
Μανόλης Αναγνωστάκης: «Μέσα στο δαιδαλώδη “παραλογισμό” του μεταπολεμικού κό
σμου, πιστεύω πως μόνο η γενιά μας κατέχει τον αποκαλυπτικό μίτο που οδηγεί κατευθεί
αν στο κεντρικό νόημα της εποχής. Οι παλιότεροι, διαμορφωμένες ήδη συνειδήσεις από
τα προπολεμικά χρόνια, στέκονται περισσότερο συνθεατές, σαν κριτές ή σαν ευσυνείδη
τοι “επιστημονικοί” μελετητές ενός εποχιακού φαινομένου, που όταν επιχειρούν να το προ
βάλουν στα βιβλία τους ξεχωρίζει εύκολα η εμβόλιμη διανοητική κατασκευή...». Θα πρέ
πει να παρατηρήσουμε ακόμη ότι εγκαταλείπεται η τάση προς τον λυρισμό που, μερικές
φορές -όπως π.χ. στα περισσότερα έργα του Ηλία Βενέζη- έφτανε στα όρια της γλυκερό
τητας, και χρησιμοποιείται τώρα μια γλώσσα περισσότερο αδρή, πιο ρεαλιστική, και συ
χνά εντελώς γυμνή και ωμή. Κυρίως όμως: μια γλώσσα πιο λειτουργική.
Ως προς τη θεματική, πολύ εύστοχα έχει παρατηρηθεί3 πως ενώ η εποποιία
του ’40, η Κατοχή, ο κατοχικός αλληλοσπαραγμός, οι παρενέργειες του μετακατοχικού
 εμφύλιου πολέμου, οι πολύχρονες επιπτώσεις της φοβερής δεκαετίας 1940-1950 έχουν εμ
πνεύσει ‘πολλά και βαρυσήμαντα’ έργα πεζογραφίας, εντούτοις η ίδια η δοκιμασία
του Εμφύλιου Πολέμου 1946-1949 “θαρρείς και απωθείται σαν τραυματικό πλέγμα
-κάτι ανάλογο έχει συμβεί με τη Μικρασιατική Καταστροφή-, οι συγγραφείς, αρνούνται
 να
την εκφράσουν” […].
Κάτι ανάλογο και μάλλον συναφές συμβαίνει με τη λογοτεχνία της Αντίστασης. Πολύ λίγα,
νομίζω, είναι τ’ αξιόλογα κείμενα που την εκφράζουν […]. Τα αίτια, νομίζω, είναι κι εδώ τα
 ίδια. Η Αντίσταση στην Ελλάδα, πολύ γρήγορα συνδέθηκε με τον Εμφύλιο, που ακολού
θησε (εν μέρει τη συνόδευσε) και λειτούργησαν κι εδώ οι ίδιες ανασχέσεις -εσωτερικές
και εξωτερικές. Ένα άλλο θέμα που κυριαρχεί επίσης σε πολλά έργα αυτής της περιόδου εί
ναι οι κοινωνικές συνθήκες, όπως παρουσιάζονται μετά τον πόλεμο (για τις οποίες
μιλήσαμε και στην αρχή) με τις ψυχολογικές και τις ηθικές τους συνέπειες, δηλαδή την α
νατροπή πατροπαράδοτων αξιών, μαζί με ένα αίσθημα αδιαχώρητου και ανασφάλει
ας. Φυσικά και το θέμα αυτό δεν παρουσιάζεται ανεξάρτητο, αλλά διαπλέκεται με τα πο
λιτικά και τα ιστορικά συμβάντα, και μάλιστα, αν πιστέψουμε έναν κοινωνιολόγο, κατά τρό
πο ιδιάζοντα […].
Πριν προχωρήσουμε, να κάνουμε μια γενική παρατήρηση που ισχύει γενικά για
τους μεταπολεμικούς συγγραφείς, πεζογράφους και ποιητές, της Α’ και Β’ μεταπολεμικής
 γενιάς: Στο σύνολο τους σχεδόν, προέρχονται από μικροαστικές ή λαϊκές οικογένειες.
 Μερικοί από αυτούς μόλις που πρόλαβαν να κάνουν κάποιες πανεπιστημιακές σπου
δές, άλλοι αναγκάστηκαν να τις αφήσουν στη μέση εξαιτίας των περιστάσεων, και πά
ντως η όποια παιδεία τους οφείλεται μάλλον στην προσωπική τους επιμονή, έξω από
τα Πανεπιστήμια, και σε τυχαία συναπαντήματα. Ο λόγος του Γιώργου Σεφέρη
 πως “στην Ελλάδα είμαστε τραγικά αυτοδίδακτοι” (λόγος που αναφέρονταν σ’ άλλα πράγ
ματα) έχει κυριολεκτική σημασία για τους μεταπολεμικούς συγγραφείς.
Οπωσδήποτε, μέσα στις μεταπολεμικές περιπέτειες, αρκετοί από αυτούς κατάφεραν να
 παρακολουθήσουν τις ιδεολογικές και τις λογοτεχνικές ζυμώσεις και τα καλλιτεχνι
κά κινήματα της Ευρώπης, να ενημερώνονται οι ίδιοι και να ενημερώνουν και τους
 άλλους μέσα από τα λογοτεχνικά περιοδικά και μεταφράζοντας χαρακτηριστικά έργα
 της ξένης λογοτεχνίας. Έτσι εκτός από τη ρωσική, την αγγλική, τη γαλλική και τη σκανδι
ναβική λογοτεχνία που ήταν πολύ γνωστές από παλαιότερα, γίνονται τώρα γνωστοί οι
νεότεροι λογοτέχνες της Αμερικής (Φώκνερ, Χέμινγουέι, Στάινμπεκ), ο Τσέχος συγγρα
φέας Φραντς Κάφκα, οι Γάλλοι υπαρξιστές (Σαρτρ, Καμύ) και οι εκπρόσωποι των ριζο
σπαστικών λογοτεχνικών κινημάτων (Μπέκετ και συγγραφείς του Νουβό Ρομάν). Σ’
αυτά θα πρέπει να προσθέσουμε την επίδραση που άσκησε ο κινηματογράφος και
το θέατρο. Το “Θέατρο Τέχνης” ιδιαίτερα, που ίδρυσε ο Κάρολος Κουν στην Αθήνα, με
τά τον πόλεμο, έκανε γνωστά στο ελληνικό κοινό τα πιο πρωτοποριακά έργα του παγκόσμι
ου ρεπερτορίου.
Όλα αυτά συνέβαλαν στη διαμόρφωση των νέων εκφραστικών τάσεων που παρα
τηρούμε στους μεταπολεμικούς συγγραφείς. Ιδιαίτερα οι συγγραφείς της δεύτερης γε
νιάς παρουσιάζουν στα έργα τους μεγαλύτερη θεματική ποικιλία, όπου εκτός από τις εξω
τερικές, τις κοινωνικές, συνθήκες αναμοχλεύουν καταστάσεις πιο εσωτερικές. Παρο
υσιάζουν επίσης πιο επίμονες εκφραστικές αναζητήσεις και, μερικές φορές, πολύ τολμη
ρές λύσεις. Έχει μάλιστα κανείς την εντύπωση ότι είναι και ψυχολογικά διαφοροποιη
μένοι από τους προηγούμενους, μολονότι χρονικά απέχουν πολύ λίγο από κείνους -περί
που μια δεκαετία. Αλλά οι δεκαετίες έχουν διαφορετικό περιεχόμενο και κυλούν με δια
φορετικό ρυθμό, ανάλογα με την εποχή. Οι εξελίξεις (κοινωνικές, πολιτικές, ιδεολογικές,
 αισθητικές) ήταν ραγδαίες στην Ελλάδα τα μεταπολεμικά χρόνια. Οι συγγραφείς αυτοί
γεννήθηκαν στις αρχές της 10ετίας του 1930, ήταν περίπου 10 χρονών όταν άρχισε ο πό
λεμος και περάσανε την Κατοχή ανάμεσα στα έντεκα και στα δεκαπέντε τους. Έτσι
οι ιδεολογικές συγκρούσεις και ο Εμφύλιος τους βρήκε σε μια ηλικία που η πολιτική τους
συνείδηση δεν είχε αρχίσει ακόμα να λειτουργεί. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι ενώ
 -όσο ξέρω- όλοι τους ανήκουν λίγο-πολύ στον “προοδευτικό χώρο”, κανένας τους δεν
 έχει σαφή κομματική ένταξη. Ο πολιτικός προβληματισμός που ήταν επικίνδυνος για πολύ
ν καιρό μέσα στο μετεμφυλιακό κλίμα, απωθήθηκε σε απόκρυφες γωνιές και αναπληρώ
θηκε από περίπλοκα αισθηματικά πλέγ
ματα που διαβαθμίζονται από τον εσωτερικό διχασμό ως τη διαμαρτυρία. Λίγες είναι οι
ε
ξαιρέσεις, όπως π.χ. του
Μάριου Χάκκα, που ο πολιτικός προβληματισμός κρατήθηκε στον πυρήνα του έργου
τους,
αλλά κι εδώ διαποτίζεται
από τόσους πικρούς χυμούς της ατομικής εμπειρίας, ώστε τελικά αλλοιώνεται η σύστα
ση
του και γίνεται πρόβλημα της ατο
μικής ύπαρξης […]».
(Χριστόφορος Μηλιώνης, Με το νήμα της Αριάδνης, Μεταπολεμική πεζογραφία
Ερμηνεία Κειμένων, Σοκόλης, Αθήνα, 1991, σελ. 31-49)