Ειρήνη Μάρρα |
_continue=28&v=Qn2KgyR_860
Τα κόκκινα
λουστρίνια
|
«Τα κόκκινα λουστρίνια» είναι ένα από τα δεκατρία διηγήματα της συλλογής Η τριλογία του δίφραγκου της Ειρήνης Μάρρα. Το περιεχόμενό τους αναφέρεται σε απλά, καθημερινά περιστατικά από τη ζωή των νεαρών βιοπαλαιστών. Χαρακτηριστικά στοιχεία της συλλογής, που απαντώνται και στο συγκεκριμένο διήγημα, είναι η λιτότητα της έκφρασης και τα ανθρωπιστικά μηνύματα. |
Το είχε βάλει από καιρό στο μάτι. Ήταν ένα κομμάτι κόκκινο γυαλιστερό
λουστρίνι, καθάριο και αστραφτερό. Ήξερε, βέβαια, πως κόστιζε πολλά, μα κι αυτός είχε κάνει το κουμάντο του από νωρίς. Σύναζε λεφτά κρυφά κι απόκρυφα, χωρίς να φανεί, γιατί φοβόταν πως θα τον παίρναν στο μεζέ αν μάθαιναν τι είχε κατά νου να κάνει.
Περίμενε τη μέρα που το αφεντικό θα τον έστελνε στον ταμπάκη για
πανωπέτσια. Του είχε εμπιστοσύνη, βλέπεις, κι όλο αυτόν έστελνε να ψωνίσει, γιατί χώρια που γνώριζε καλά δέρματα και προβιές, ήτανε και παζαριτζής και πάντα πετύχαινε σκόντο, που ’καναν το αφεντικό να τον κερνάει καφέ.
Ως λίγο καιρό πριν, τον κερνούσε γκαζόζα, γιατί τ’ αφεντικό δεν το
’χε προσέξει πως ήταν μεγαλωμένος κάπως πια… Τον είδε όμως που κρυφοκάπνιζε μια μέρα κι από τότε το μπαξίσι του παζαριού έγινε ο γλυκύς βραστός.
Έτσι, τη μέρα της αγοράς, τράβηξε κρυφά τον πάτο του
παπουτσιού του κι έβγαλε τα λεφτά. Τα ’σπρωξε βιαστικά στην τσέπη του και, με ύφος αδιάφορο κι ένοχο μαζί, τράβηξε για την αγορά. Το πήρε το λουστρίνι και σε καλή τιμή. Ήταν κομμάτι σπάνιο, ένα κομμάτι απ’ τη λαχτάρα της καρδιάς του.
Γύρισε όλους τους δρόμους εκείνο τ’ απόγιομα και διάλεξε σχέδιο.
Είχε στον νου το τι ζητούσε, βλέπεις, κι απ’ την αρχή ξέκοψε τα σχέδια και διάλεξε το πιο αρχοντικό, γιατί αυτό θα ταίριαζε στην περίπτωση.
Ζήτησε απ’ τ’ αφεντικό να δουλέψει μονάχος μερικές μέρες, αφού
θα ’κλειναν πια, γιατί, είπε, είχε μαζωχτεί δουλειά πολλή. Τα καλαπόδια θέλαν άδειασμα, για να τεντώσουν πάλι τις καινούριες παραγγελιές. Κι όπως πάντα ήτανε φιλότιμος στη δουλειά, τ’ αφεντικό δεν έβαλε υποψία.
Εδούλευε, λοιπόν, τα καλαπόδια του αφεντικού, να μην αποφανεί
στα μάτια του, κι απέ, δούλευε τα λουστρινένια γοβάκια. Καρφάκι και μαντινάδα, φόντι και τραγούδι, ψίδι και αναστε ναγμός. Το λουστρίνι έπαιρνε να γίνεται γοβάκι.
Τ’ όνειρό του έπαιρνε να γίνεται αλήθεια. Σαν τέλειωσε, είπε
στ’ αφεντικό πως είχε κουραστεί πια και δε θα δούλευε νυχτέρι άλλο. Έκρυψε τα γοβάκια και παραμόνευε την ώρα.
Η κόρη του δασκάλου δεν έβγαινε σεργιάνι ταχτικά. Είχε μάνα
αυστηρή και πατέρα σπουδαίο. Σαν έβγαινε όμως, όλοι την κοίταζαν· γιατί είχε σγουρά μαλλιά και μάτια μεγάλα. Είχε στητό κορμί και περπατησιά περήφανη. Του ’χε λαβώσει την καρδιά. Η μάνα του πήγαινε κάθε μέρα στο σπίτι του δασκάλου και παραδούλευε, έκανε τη λάτρα. Τον είχε πάρει κάνα δυο φορές μαζί της, σαν τύχαινε να κουβαλήσει τίποτα πράματα. Τότες την έβλεπε από κοντά και την καμάρωνε. Θάρρητα δεν είχανε, μα όσο να πεις, είχανε αλλάξει κουβέντες κάμποσες φορές. Σε μια τέτοια φορά πρόσπεσε να σηκώσει κάτι που έπεσε κι όσο να μπει και να βγει το κορίτσι, αυτός πρόκαμε και μέτρησε με την παλάμη του το παπούτσι της. Είχε κιόλας, βλέπεις, το σχέδιό του καρφωμένο στο φακιδερό κεφάλι του. Θα της έφτιαχνε ένα ζευγάρι κόκκινα λουστρινένια γοβάκια, που όμοιά τους δε φορεθήκανε ποτέ. Ύστερα θα περίμενε μια γιορτή και, με το μέσον της μάνας του που παραδούλευε στο σπίτι, θα πήγαινε να της τα δώσει ο ίδιος. Θα τα ’δινε, κι αυτή, δεν μπορεί, θα πηδούσε απ’ τη χαρά της. Δεν μπορούσε να γίνει αλλιώτικα, γιατί τέτοια παπούτσια δε γινόταν να ’χει ξαναβάλει. Η κόρη του δασκάλου θα χαιρότανε για το δώρο του, θα τον συμπάθαγε, κι άμα τον συμπάθαγε, ποιος ξέρει…
Την κρίσιμη μέρα τύλιξε τα παπούτσια, τα πήρε σπίτι και τα ’κρυψε.
Ήθελε πρώτα να μιλήσει της μάνας, να τα πούνε οι δυο τους και να τα συμφωνήσουνε. Για να γίνει τούτο, έπρεπε πρώτα να κοιμηθούνε τ’ άλλα παιδιά. Καθίσανε στο τραπέζι. Τα φαγητά ξανόσταιναν στο στόμα του. Yπομόνεψε να σηκώσουν το τραπέζι.
Είχε στον νου του ολοένα την κόρη του δασκάλου. Δεν έβλεπε
μπροστά του. Όλα τού φαίνονταν σκιές. Σκιά τα κρεβάτια με τ’ αδέρφια που μαλώνανε για τα μαξιλάρια. Σκιά ο πατέρας που ρουφούσε το βιδάνι στο ποτήρι του. Σκιά η αδερφή του που σήκωνε το τραπέζι.
Την κοίταξε πιο προσεχτικά. Πόσο ξέθωρη ήταν μπροστά στην
άλλη! Τα μαλλιά της δεν έπεφταν σγουρά στους ώμους. Είχε μια πλεξούδα ίσια που τη σφιχτόδενε στον σβέρκο της μ’ ένα λαστι χάκι των πακέτων. Δεν περπατούσε καμαρωτά. Η μάνα την είχε μάθει να κοιτάζει το χώμα, έτσι που καλά καλά δεν έβλεπες τι χρώμα είχανε τα μάτια της. Αλήθεια, τι χρώμα να ’χανε τα μάτια της αδερφής του;
Της μίλησε κι αυτή σήκωσε το κεφάλι κι αποκρίθηκε. Τα μάτια της
ήταν καφετιά, ίδια με τα μάτια των κοριτσιών όλου του κόσμου, και το φουστάνι της με την ποδιά του μαγειρέματος μπροστά ήτανε ξέθωρο κι αυτό, μα τώρα πρόσεξε πως ήταν ξέθωρο απ’ την πολυκαιρία.
Η αδερφή… Στα πόδια φορούσε κουτσοφτέρνια, για να γλι
τώνει τα παπούτσια, να τα ’χει σκολιανά να τα ’χει σκολιανά. Η άλλη θα ’χε οπωσδήποτε πασουμάκια μεταξένια και παπούτσια πολλά. | |
Μα ναι, είχε πολλά κι ένα
ζευγάρι παραπάνω που θα της πήγαινε αυτός θα τη γιόμιζαν χαρά μονάχα για λίγο, ως να μπουν στο ράφι με τ’ άλλα παπού τσια. Θα του ’λεγε σίγουρα ευχαριστώ, μα το ευχαριστώ της θα ’τανε για τα παπούτσια μονάχα κι όχι γι’ αυτό τον ίδιο. Σε μια στιγμή κατάλαβε πολλά και σβήστηκε μονοκο ντυλιά η κόρη του δασκάλου.
Έδωσε τα λουστρινένια γοβά
κια στην αδελφή. Της άξιζαν. Το ’νιωθε πως της άξιζαν. Χιλιάδες ήλιοι φώ τισαν τα καφετιά ματάκια και μύρια αστέρια μπερ δεύτηκαν στην πλεξούδα της. Πουλιά τρελά τιριτίριζαν στ’ αυτιά της και η καρδιά της μεθυσμένη χόρευε. Τα κόκ κινα γοβάκια φωτίσανε το ξέθωρο φουστάνι κι η αδελφή ένιωσε ν’ ανεβαίνει, η ίδια μέσα της, ένα σκαλί πιο πά νω. Το σπίτι άστραψε και γέμισε με το γέλιο της.
Το άλλο πρωί πήγε στη
δουλειά λίγο πιο ώριμος. Παρήγγειλε γλυκύ βραστό καφέ κι έπιασε τη φαλτσέτα με το τραγούδι.
Ειρ. Μάρρα,
Η τριλογία του δίφραγκου, Ελληνικά Γράμματα |
*σύναζε: μάζευε, συγκέντρωνε *τον παίρναν στο μεζέ: τον περιέπαιζαν, τον
κορόιδευαν *ταμπάκης: τεχνίτης που κατεργάζεται τα δέρματα, βυρσοδέψης
*παζαριτζής: αυτός που κάνει παζάρια *σκόντο: έκπτωση *μπαξίσι:
φιλοδώρημα *καλαπόδι: ξύλινο ομοίωμα του κάτω μέρους του ποδιού,
που χρησιμοποιείται για την κατασκευή, την επιδιόρθωση ή τη διατήρηση
της φόρμας των παπουτσιών *μην αποφανεί: μην αποκαλυφθεί *απέ:
μετά, ύστερα *φόντι: το πάνω μέρος του παπουτσιού *ψίδι: το
μπροστινό πάνω τμήμα της μύτης του *νυχτέρι: νυχτερινή εργασία
*λάτρα: οι εργασίες καθαριότητας του σπιτιού *πρόσπεσε:
προθυμοποιήθηκε *φακιδερός: γεμάτο φακίδες, φακιδιάρης *ξανό
σταιναν: έχαναν τη νοστιμάδα τους, γίνονταν άνοστα *βιδάνι: ό,τι απο
μένει μέσα στο ποτήρι από το ποτό, απόπιομα *ξέθωρος: αυτός που έχασε
το χρώμα του, ξεθωριασμένος, κατώτερος *κουτσοφτέρνια: εξώφτερνα παπού
τσια *να τα 'χει σκολιανά: να τα έχει για καλά της *μεστωμένος: ώριμος
*φαλτσέτα: μικρό κοπίδι (κοφτερό μαχαίρι) για την κοπή των δερμάτων
κορόιδευαν *ταμπάκης: τεχνίτης που κατεργάζεται τα δέρματα, βυρσοδέψης
*παζαριτζής: αυτός που κάνει παζάρια *σκόντο: έκπτωση *μπαξίσι:
φιλοδώρημα *καλαπόδι: ξύλινο ομοίωμα του κάτω μέρους του ποδιού,
που χρησιμοποιείται για την κατασκευή, την επιδιόρθωση ή τη διατήρηση
της φόρμας των παπουτσιών *μην αποφανεί: μην αποκαλυφθεί *απέ:
μετά, ύστερα *φόντι: το πάνω μέρος του παπουτσιού *ψίδι: το
μπροστινό πάνω τμήμα της μύτης του *νυχτέρι: νυχτερινή εργασία
*λάτρα: οι εργασίες καθαριότητας του σπιτιού *πρόσπεσε:
προθυμοποιήθηκε *φακιδερός: γεμάτο φακίδες, φακιδιάρης *ξανό
σταιναν: έχαναν τη νοστιμάδα τους, γίνονταν άνοστα *βιδάνι: ό,τι απο
μένει μέσα στο ποτήρι από το ποτό, απόπιομα *ξέθωρος: αυτός που έχασε
το χρώμα του, ξεθωριασμένος, κατώτερος *κουτσοφτέρνια: εξώφτερνα παπού
τσια *να τα 'χει σκολιανά: να τα έχει για καλά της *μεστωμένος: ώριμος
*φαλτσέτα: μικρό κοπίδι (κοφτερό μαχαίρι) για την κοπή των δερμάτων
Ερωτή σεις | ||||||||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
1 Σε ποια σημεία του διηγήματος γίνονται φανερά τα αισθήματα του
μικρού βιοπαλαιστή για την κόρη του δασκάλου;
2 Γιατί το νεαρό τσαγκαρόπουλο χάρισε τελικά τα κόκκινα γοβάκια
στην αδελφή του;
3 Σχολιάστε την τελευταία παράγραφο του κειμένου. Γιατί ο ήρωας είναι
στο τέλος «πιο μεστωμένος»;
4 Δώστε γραπτά μια άλλη εξέλιξη στο διήγημα, υποθέτοντας, για
παράδειγμα, ότι ο νεαρός χαρίζει τελικά τα γοβάκια στην κόρη του δασκάλου.
Διαθεματική εργασία
O παλαιός ελληνικός κινηματογράφος αλλά και η λαϊκή και έντεχνη
μουσική έχουν συνδέσει τη βιοπάλη με την αγάπη και τον έρωτα. Δείτε σχετικές ταινίες και αναζητήστε τραγούδια με αυτό το θέμα (π.χ. «Δραπετσώνα» του Μ. Θεοδωράκη, «Τζαμάικα» του Μ. Λοΐζου). ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΗΓΗ http://2stav-glossa.blogspot.com/2016/01/blog-post.html Τα κόκκινα λουστρίνια Μάρρα Ειρήνη
Η ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ
Μάρρα Ειρήνη
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΕΙΔΟΣ: Είναι ένα από τα διηγήματα
της συλλογής «Η τριλογία του δίφραγκου».
Χρόνος:
Ο εξωκειμενικός χρόνος αναφέρεται στο παρελθόν,
χωρίς να προσδιορίζεται συγκεκριμένα. Ίσως είναι στις
αρχές του 20ου αι. όταν ο δάσκαλος ήταν σημαντικό
πρόσωπο της κοινωνίας και τα παιδιά δούλευαν από
μικρά για να βοηθούν στα οικονομικά της οικογένειας.
Ο ενδοκειμενικός χρόνος μπορεί να είναι μερικές
εβδομάδες ή και μήνες, όσο χρειάζεται για να
κατασκευαστούν τα γοβάκια.
χώρο και αντίστροφα. Η αγορά των δερμάτων, το
τσαγκαράδικο, ο χώρος της βόλτας της όμορφης
κοπέλας, το σπίτι της και το σπίτι του νεαρού.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ – ΙΔΕΕΣ – ΘΕΜΑΤΑ
- Βασικό θέμα του έργου είναι η ζωή ενός νεαρού
βιοπαλαιστή (του νεαρού τσαγκάρη).
Οι οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει και η
εργατικότητα και αποφασιστικότητά του
- Το δίλημμα του νεαρού ήρωα ανάμεσα στον έρωτά
του για την όμορφη και πλούσια κόρη του δάσκαλου
και την αγάπη του για την φτωχή αδερφή του
Η ωρίμανση με την έκφραση της αγάπης και του
καθήκοντος απέναντι στην οικογένεια.
ΔΟΜΗ – ΕΝΟΤΗΤΕΣ
1η ενότητα: «Τον είχε βάλει από καιρό... και
παραμόνευε την ώρα.»
Ο νεαρός τσαγκάρης και το μυστικό του σχέδιο
να κατασκευάσει ένα ζευγάρι λουστρινένια γοβάκια
2η ενότητα: «Η κόρη του δάσκαλου... το τραπέζι.»
Η κόρη του δάσκαλου: το πρόσωπο για το οποίο
προορίζονται τα γοβάκια
3η ενότητα: «Την κοίταξε πιο προσεκτικά... με
το τραγούδι.»
Η αδερφή του νεαρού τσαγκάρη στην οποία τελικά
χαρίζει τα γοβάκια
ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ
Αφήγηση / περιγραφή
Μέσα από την αφήγηση δίνεται η εξέλιξη των
γεγονότων της ιστορίας που διαβάζουμε.
Η αφήγηση στο κείμενο αυτό γίνεται σε τρίτο πρό
σωπο.
In media res: H φράση σημαίνει στη μέση των
πραγμάτων. Σ’ αυτή την αφηγηματική τεχνική η
ιστορία ξεκινά από το μέσο, και στη συνέχεια δίνεται
με αναδρομική αφήγηση ό,τι έχει προηγηθεί. Έτσι
προσελκύεται περισσότερο το ενδιαφέρον του αναγνώστη.
Αναδρομική αφήγηση: Είναι η αφηγηματική τεχνική
όπου στην κανονική σειρά των γεγονότων παρεμβάλλεται
η αφήγηση γεγονότων που έχουν συμβεί στο παρελθόν.
Η αφήγηση ξεκινά από το
μέσο της υπόθεσης, in media res. Αναδρομικά αναφέρεται το
κόκκινο λουστρίνι, πώς αποκτήθηκε, πώς βρέθηκε το
σχέδιο και πώς κατασκευάστηκαν τα παπούτσια. Με ανα
δρομική αφήγηση παρουσιάζεται η κόρη του δασκάλου και
όταν ο νεαρός βρίσκεται στο σπίτι του με τα γοβάκια
ολοκληρωμένα.
Με την περιγραφή παρουσιάζονται-περιγράφονται
πρόσωπα, ζώα, πράγματα, τοπία-τόποι.
Στο κείμενο υπάρχουν επίσης κάποιες περιγραφές: π.χ.
- η κόρη του δάσκαλου: «είχε σγουρά μαλλιά και
μάτια μεγάλα. Είχε στητό κορμί και περπατησιά
περήφανη.»
- η αδερφή του ήρωα: «τα μαλλιά της δεν έπεφταν
σγουρά στους ώμους. Είχε μια πλεξούδα ίσια που
τη σφιχτόδενε στο σβέρκο της μ’ ένα λαστιχάκι των
πακέτων.»
Ύφος – Γλώσσα
Υφος: το ύφος του κειμένου είναι απλό και λιτό με
λίγα σχήματα λόγου και καλολογικά στοιχεία.
Γλώσσα: Η γλώσσα του κειμένου είναι απλή
δημοτική, εμπλουτισμένη μειδιωματικές λέξεις
και φράσεις: πχ παζαριτζής (αυτός που κάνει παζάρια),
μην αποφανεί (= μην αποκαλυφθεί), απέ (= μετά),
μπαξίσι (φιλοδώρημα), ξανόσταιναν (= γίνονταν
άνοστα) κλπ. Επίσης υπάρχουν λέξεις από τολεξι
λόγιο των τσαγκάρηδων: πχ φόντι (= το πάνω
μέρος του παπουτσιού), φαλτσέτα (= μικρό κο
πίδι), ψίδι (= το μπροστινό τμήμα της μύτης του).
Μεταφορές: «το είχε βάλει από καιρό στο μάτι»,
«μύρια αστέρια μπερδεύτηκαν στην πλεξούδα της»,
ΧΑΡΑΚΤΗΡΕΣ
Τα συναισθήματα του νεαρού τσαγκάρη
- ο έρωτας που νιώθει για την κόρη του δάσκαλου (φαίνεται από τον τρόπο που την περιγράφει (νιώθει θαυμασμό για την ομορφιά της) και από το γεγονός ότι θέλει να της φτιάξει τα λουστρινένια γοβάκια: διαλέγει προσεκτικά το υλικό και αφιερώνει πολλή ώρα να τα φτιάξει). Επίσης φαντάζεται τη στιγμή που θα της τα χαρίσει.
- Η αγάπη του για την αδερφή του, που είναι φτωχή
και πολύ ντροπαλή (κοιτάζει στο χώμα)
- Ο ήρωας νιώθει ένα ηθικό δίλημμα. (Δίλημμα
νιώθουμε όταν πρέπει να διαλέξουμε ανάμεσα σε
δυο πράγματα) Εδώ ο νεαρός τσαγκάρης πρέπει
να διαλέξει σε ποιον θα χαρίσει τα γοβάκια που
έφτιαξε με πολλή φροντίδα: στην πλούσια κόρη
του δάσκαλου που δεν τα χρειάζεται και που θα
της είναι μάλλον περιττά ή στην φτωχή αδερφή
του που τα έχει ανάγκη και θα χαρεί πολύ
να τα φορέσει. Ο νεαρός αντιμετωπίζει
ψυχολογική δυσκολία και έχει συναισθηματική
ένταση.
- Στο τέλος βάζει τη λογική πάνω από τα συ
ναισθήματά του.
Ερμηνεία φράσεων:
Ένα κομμάτι κόκκινο γυαλιστερό λουστρίνι: Το
λουστρίνι είναι ένα είδος δέρματος πολυτελείας, γιατί
καταστρέφεται γρήγορα. Επομένως το λουστρίνι
παραπέμπει στην καταγωγή της κόρης του δασκάλου
που φαίνεται στο νεαρό αρχοντική. Το κόκκινο
συμβολίζει την έλλειψη προβλημάτων της όμορφης
κοπέλας.
Ένα κομμάτι απ’ τη λαχτάρα της καρδιάς του: Το
λουστρίνι το αγόρασε με αιματηρές οικονομίες, επειδή
το λαχταρούσε πολύ, επειδή η καρδιά του λαχταρούσε
πολύ την κοπέλα για την οποία προοριζόταν
Καρφάκι και μαντινάδα, φόντι και τραγούδι,
ψίδι και αναστεναγμός: Οι τεχνίτες όταν
τραγουδούν, δείχνουν ότι απολαμβάνουν τη δουλειά
τους. Πιο συγκεκριμένα, ο μικρός βιοπαλαιστής έβαζε
όλη την τέχνη του στα γοβάκια, γιατί αγαπούσε την
κοπέλα και η καρδιά του αναστέναζε από έρωτα.
Η κόρη του δασκάλου: Σε παλιότερες εποχές το
επάγγελμα του δασκάλου ήταν στοιχείο κοινωνικής
υπεροχής και αποδεκτός από όλους, γιατί ίσως
ήταν ο μοναδικός φορές γνώσης
Όλα του φαίνονταν σκιές: Από την αγωνία του να
μιλήσει στη μητέρα του, όλα του φαίνονταν ανάξια
να τα προσέξει, σαν σκιές
Σβήστηκε μονοκοντυλιά η κόρη του δασκάλου:
Ο νεαρός παρατηρώντας την αδελφή του συνειδητο
ποιεί ότι αυτή χρειάζεται τα γοβάκια, γιατί δεν έχει
άλλα και γιατί θα νιώσει καλύτερα σαν προσωπικό
τητα. Η κόρη του δασκάλου έχει πολλά παπού
τσια και επιπλέον δεν θα σημαίνει γι’ αυτήν
τίποτα περισσότερο ο νεαρός τσαγκάρης
Χαρακτηρισμός του ήρωα
Στη δουλειά του: Εργατικός, ευσυνείδητος. Παίρνει
πρωτοβουλίες (φτιάξει τα γοβάκια), είναι έξυπνος
(καταστρώνει σχέδιο και το κρατά μυστικό) και
είναι αποφασισμένος να το φέρει σε πέρας.
Με την κόρη του δάσκαλου: είναι ερωτευμένος
και ενθουσιασμένος, τη σκέφτεται συνέχεια και θέλει
να τραβήξει την προσοχή της και να την εντυπωσιάσει.
Απέναντι στην αδερφή του: νιώθει αληθινή αγάπη
και τη νοιάζεται πολύ. Γι αυτό και στο τέλος της χα
ρίζει τα γοβάκια.
Η τελική του απόφαση δείχνει ώριμος(«μεστωμένος»), γιατί αποφασίζει να θυσιάσει τα συναισθήματά του για την κόρη του δάσκαλου μπροστά στην αγάπη για την αδερφή του χαρίζοντας τα γοβάκια σ’ αυτήν που τα χρειάζεται πραγματικά και θα χαρεί πάρα πολύ με το δώρο.
Σύγκριση της αδερφής και της κόρης του δάσκαλου
Η αδερφή:
- είναι φτωχιά, έχει ένα ζευγάρι καλά παπούτσια (σχολιανά) και κάθε μέρα φοράει τα εξώφτερνα παπούτσια (κουτσοφτέρνια)
- το δώρο θα της δώσει μεγάλη χαρά
- τα καινούρια παπούτσια θα έχουν γι αυτήν
ουσιαστική αξία (λειτουργικό ρόλο) διότι τα χρειά
ζεται.
Η κόρη του δάσκαλου:
- είναι πλούσια, η οικογένειά της έχει οικονομική άνεση
- η χαρά που θα νιώσει για το δώρο θα είναι προσωρινή
- το δώρο θα είναι μάλλον περιττό. Τα γοβάκια δεν της
χρειάζονται διότι έχει ήδη πολλά ζευγάρια παπούτσια.
Τελικό συμπέρασμα: Ο νεαρός τσαγκάρης εξαιτίας
της βιοπάλης ωριμάζει γρήγορα και προτιμά να
εκφράσει την αγάπη του στην αδελφή του, παρά
να εκδηλώσει το ερωτικό του συναίσθημα σε μια
κοπέλα που μάλλον δεν πρόκειται να ενδιαφερθεί
γι’ αυτόν με τον ίδιο τρόπο.
ΠΗΓΗ
https://blogs.sch.gr/earkouli/2018/02/26/%CF%84%CE%B1-%CE%BA%CF%8C%CE%BA%CE%BA%CE%B9%CE%BD%CE%B1-%CE%BB%CE%BF%CF%85%CF%83%CF%84%CF%81%CE%AF%CE%BD%CE%B9%CE%B1-%CE%B5%CE%B9%CF%81%CE%AE%CE%BD%CE%B7-%CE%BC%CE%AC%CF%81%CF%81%CE%B1/
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΙΡΗΝΗΣ ΜΑΡΡΑ
Η Ειρήνη Μάρρα γεννήθηκε στην Αθήνα το 1943. Ακολούθησε εμπορικές σπουδές και γαλλική φιλολογία. Από την εφηβεία της ήδη έκανε τις πρώτες εμφανίσεις στα γράμματα με δημοσιεύσεις κειμένων της, πεζών και ποιητικών, καθώς και μεταφράσεις σε εφημερίδες και περιοδικά. Με την παιδική λογοτεχνία ασχολήθηκε συστηματικά μετά το 1972. Έγραψε παραμύθια, διηγήματα, μυθιστορήματα, θέατρο. Μετέφρασε Γάλλους συγγραφείς και μεγάλο αριθμό παιδικών βιβλίων. Έχει τιμηθεί με βραβεία και διακρίσεις. Για πολλά χρόνια έγραφε και παρουσίαζε εκπομπές στην τηλεόραση και στο ραδιόφωνο. Δίδαξε λογοτεχνία και μυθοπλασία σε σχολεία και σε σεμινάρια. Πέθανε το 1998. «Τα κόκκινα λουστρίνια» είναι ένα από τα δεκατρία διηγήματα της συλλογής «Η τριλογία του δίφραγκου».
ΕΝΟΤΗΤΕΣ
1η «Το είχε βάλει….και παραμόνευε την ώρα»:Η αγορά του κόκκινου λουστρινιού και η κατασκευή των παπουτσιών.
2η «Η κόρη του δασκάλου….ποιος ξέρει..»: Η κόρη του δασκάλου.
3η «Την κρίσιμη μέρα…με το τραγούδι»: Η προσφορά των παπουτσιών στην αδερφή.
ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ
Σύντομο αφήγημα, με γρήγορη εξέλιξη, όπου πρωταγωνιστεί ένα πρόσωπο, από τη ζωή του οποίου παρατηρούμε ένα σημαντικό γεγονός.
ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΟΥ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ
Κεντρικό θέμα αρχικά είναι ο αγνός, δειλός νεανικός έρωτας ενός μικρού παιδιού αλλά στη συνέχεια κυριαρχεί η δύναμη και η ζεστασιά της αδελφικής αγάπης που αποδεικνύεται πολύ πιο ισχυρή από οτιδήποτε άλλο.
ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΚΥΡΙΑΡΧΟΥΝ ΣΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ
Ο αγνός νεανικός έρωτας, η ζεστασιά της αδελφικής αγάπης και γενικότερα η ανθρωπιά και η ευαισθησία.
ΟΙ ΔΥΟ ΠΟΛΟΙ ΑΣΚΗΣΗΣ ΠΙΕΣΗΣ ΣΤΟΝ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΗ
Η δράση του κειμένου κινείται ανάμεσα σε δύο κύριους πόλους, οι οποίοι ασκούν ψυχολογική πίεση στον βιοπαλαιστή. Από τη μια είναι η αγάπη του για την κόρη του δασκάλου, που είναι όμορφη και την ερωτεύεται. Από την άλλη είναι η αγάπη για την αδερφή του που τώρα μόλις αναγνωρίζει την ύπαρξή της. Καθώς περιμένει να κοιμηθούν τα αδέρφια του, για πρώτη φορά την παρατηρεί. Του φαίνεται άχρωμη και άσχημη. Ως εδώ κυριαρχούσε ο έρωτας. Μόλις, όμως, παρατηρεί τα μάτια της συνειδητοποιεί ότι η φτώχεια και η πολυκαιρία των ρούχων της τα κάνει ξεθωριασμένα. Τα γυμνά της πόδια κάνουν τη ζυγαριά της αγάπης να γείρει προς την αδερφή. Για την κόρη του δασκάλου, τα παπούτσια δεν είναι ένα τόσο φοβερό δώρο. Για την αδερφή του όμως θα είναι θείο δώρο. Η ζυγαριά έχει γείρει. Το οικογενειακό καθήκον και η αδερφική αγάπη βαραίνουν περισσότερο μέσα του. Έτσι κατακτά την ωριμότητα.
ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΗ
Εργατικός, δραστήριος φιλότιμος, έντιμος και ικανός διαπραγματευτής. Αγαπά τη δουλειά του κι αυτό φαίνεται όταν τραγουδάει μαντινάδες και τραγούδια, ενώ δουλεύει. Είναι υπεύθυνος και γι’ αυτό τον εμπιστεύεται το αφεντικό του. Βοηθάει τη μητέρα του στις εργασίες και τη σέβεται. Δεν θέλει να κάνει κάτι χωρίς να την ενημερώσει και να συζητήσει μαζί της. Είναι αγνός και αθώος. Αν και είναι ερωτευμένος, παραμένει ντροπαλός και συνεσταλμένος και γι΄ αυτό δεν έχει το θάρρος να μιλήσει στο κορίτσι. Είναι αρκετά ώριμος για να καταλάβει τις ανάγκες της αδερφής του, την οποία αγαπά και συμπονά. Βλέπουμε ότι σταδιακά αρχίζει να ξεπερνά την παιδική ηλικία και να ωριμάζει (Για την κόρη του δασκάλου τα παπούτσια δεν είναι ένα τόσο φοβερό δώρο. Για την αδερφή του όμως θα είναι θείο δώρο).
Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΑΔΕΡΦΗΣ ΣΕ ΑΝΤΙΠΑΡΑΒΟΛΗ ΜΕ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΚΟΡΗΣ ΤΟΥ ΔΑΣΚΑΛΟΥ
Η αδερφή του πρωταγωνιστή είναι ένα πλάσμα κουρασμένο (καταπονημένο), χωρίς την ομορφιά και τη χάρη
της κόρης του δασκάλου. Τα μαλλιά της είναι δεμένα και τα ρούχα της φθαρμένα και ξεθωριασμένα Είναι μετρημένη και αμίλητη, περπατά σκυφτή, σιωπηλή και αφανής. Έτσι ήταν η εικόνα όλων των κοριτσιών της κατώτερης οικονομικά και κοινωνικά τάξης. Η άλλη είναι όμορφη, καλοντυμένη και περπατά καμαρωτή, έχοντας επίγνωση της ανώτερης κοινωνικής της θέσης. Η αδερφή του δεν έχει λάβει ποτέ δώρα, όπως η κόρη του δασκάλου. Η ζωή της είναι γεμάτη φτώχεια και χωρίς χαρές. Τα πόδια της είναι γυμνά καθώς φορά εξώφτερνα παπούτσια. Το αντίθετο ακριβώς συμβαίνει με την άλλη. Ο πρωταγωνιστής, όταν τα συνειδητοποιεί αυτά, ξεχνά τον αρχικό σκοπό του.
Η ΧΑΡΑ ΤΗΣ ΑΔΕΡΦΗΣ
Ο συγγραφέας περιγράφει γλαφυρά την αντίδραση της αδερφής, όταν έλαβε τα παπούτσια. Με πολλές
μεταφορές (χιλιάδες ήλιοι φώτισαν τα καφετιά ματάκια…κ.α.) δίνει την ένταση της χαράς της. Τα γοβάκια είχαν μαγική δύναμη. Έγιναν πηγή ευτυχίας, αισιοδοξίας, γέλιου και έδωσαν χρώμα στην ως τότε άχρωμη και ξεθωριασμένη εμφάνιση αλλά και ζωή της αδερφής του πρωταγωνιστή.
Ο ΧΡΟΝΟΣ
Α) ΕΝΔΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟΣ ΧΡΟΝΟΣ (ο χρόνος που διαρκούν τα γεγονότα)
Είναι μερικές εβδομάδες ή και μήνες, ώσπου ο ήρωας να αγοράσει το δέρμα και να κατασκευάσει
τη λουστρίνια.
Β) ΕΞΩΚΕΙΜΕΝΙΚΟΣ (σε ποια εποχή συνέβησαν όσα αναφέρει το διήγημα)
Δεν τον γνωρίζουμε. Τα γεγονότα συνέβησαν στο παρελθόν, ίσως στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν
ο δάσκαλος ήταν αυθεντία και τα παιδιά εργάζονταν από νωρίς για να βοηθήσουν την οικογένειά τους.
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΟΥ ΑΠΟΥΣΙΑΖΟΥΝ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ
Το διήγημα ξεκινάει απότομα από τη μέση της ιστορίας in media res και στη συνέχεια ενημερωνόμαστε
για όσα έχουν συμβεί στο παρελθόν. Όταν ξεκινάει η ιστορία δεν γνωρίζομε για ποιον μιλάει ο αφηγητής. Όσο προχωράει το διήγημα, οι πληροφορίες έρχονται σταδιακά και αποκαλύπτεται το πρόσωπο του πρωταγωνιστή, ο χαρακτήρας του, η οικονομική του κατάσταση, ο λόγος για τον οποίο θέλει τα παπούτσια, κ.τ.λ.
Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΣΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ
Το διήγημα ξεκινά in media res, τη στιγμή που ο ήρωας συγκεντρώνει χρήματα να αγοράσει το κόκκινο
λουστρινένιο δέρμα για τα παπούτσια. Με αναδρομές στο παρελθόν, αναφέρεται ο χρόνος που το είχε δει και είχε σκεφτεί πως ήταν κατάλληλο για τα παπούτσια του κοριτσιού, η αγορά του δέρματος, η αναζήτηση του σχεδίου, η κατασκευή των παπουτσιών και η γνωριμία με την κόρη του δασκάλου. Μετά τη σύλληψη του σχεδίου για τα γοβάκια, ακολουθούν προλήψεις («θα της έφτιαχνε, θαπερίμενε, θα πήγαινε, θα τα ‘δινε, θα πηδούσε, θα χαιρότανε θα τον συμπάθαγε..»). Από την κρίσιμη μέρα που θα μιλήσει στη μητέρα του, ο χρόνος κυλάει γραμμικά.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ
Είναι τριτοπρόσωπος, παντογνώστης και με τη φωνή του επικαλύπτει τις φωνές των άλλων ηρώων.
Δεν συμμετέχει στη δράση. Απλώς παρακολουθεί και μεταφέρει όσα συμβαίνουν στον αναγνώστη.
ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ
Αφήγηση του τριτοπρόσωπου αφηγητή και περιγραφές που και πάλι δίνονται από τον αφηγητή
(του λουστρινιού, της αδερφής κ.τ.λ.). Απουσιάζει τελείως ο διάλογος.
ΓΛΩΣΣΑ
Είναι απλή δημοτική, λιτή και με πολλές καθημερινές εκφράσεις (το είχε βάλει στο μάτι, είχε κάνει
κουμάντο κ.λ.π). Επίσης, υπάρχει ειδικό λεξιλόγιο με λέξεις σχετικές με το επάγγελμα του τσαγκάρη (κοπίδι, καλαπόδι κ.α.).
ΥΦΟΣ
Είναι απλό, λιτό, συγκινητικό και διδακτικό.
ΕΚΦΡΑΣΤΙΚΑ ΜΕΣΑ
Μεταφορές (ένα κομμάτι απ’ τη λαχτάρα της καρδιάς του), επαναλήψεις (σκιά…σκιές…σκιά..),
υπερβολή (που όμοιά τους δεν φορέθηκαν ποτέ), εικόνες (οπτικές, απτικές δηλαδή αφής, κινητικές, οπτικοακουστικές).
ΤΟΠΟΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Εναλλάσσονται σε ανοιχτό (η αγορά δέρματος, το σεργιάνι της κόρης του δασκάλου) και κλειστό
(το σπίτι,το τσαγκαράδικο, το σπίτι του δασκάλου).
ΕΠΙΠΛΕΟΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
ΤΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΤΟΥ TΣΑΓΚΑΡΗ
Σήμερα όταν λέμε τσαγκάρης εννοούμε τον τεχνίτη που επιδιορθώνει τα χαλασμένα μας παπούτσια.
Παλαιότερα όμως ο τσαγκάρης κατασκεύαζε τα παπούτσια. Η κατασκευή τους ήταν εξ ολοκλήρου χειροποίητη. Δεν υπήρχαν τότε κόλες και μηχανές. Τα παπούτσια ήταν ραφτά και καρφωτά. Για να κατασκευάσει ο τσαγκάρης αγόραζε το δέρμα. Τα δέρματα ήταν δύο ειδών, τα ψιλά που τα χρησιμο ποιούσε για το πάνω μέρος του παπουτσιού και τα χοντρά, με τα οποία έφτιανε το κάτω μέρος, τις σόλες δηλαδή.
Το τσαγκαράδικο, ο χώρος όπου ήταν στημένος ο πάγκος του με όλα τα σύνεργα, ήταν ανοιχτό απ’
το πρωί μέχρι αργά το βράδυ. Στον πάγκο βρίσκονταν, βελόνες, σακοράφες, σουβλιά, σφυράκια, λίμες, τανάλιες καλαπόδια, που έβαζε μέσα στο παπούτσι. Εκεί, σκυμμένος πάνω από τον πάγκο του, δούλευε ώρες ατελείωτες φορώντας πάντα τη χαρακτηριστική δερμάτινη ποδιά του. Εκεί δεχόταν και τις παραγγελίες των πελατών του. Όταν ερχόταν ο πελάτης για να παραγγείλει ένα ζευγάρι παπούτσια, τον έβαζε ο τσαγκάρης να πατήσει πάνω σ’ ένα χοντρό πετσί κι μ’ ένα μολύβι, που το σάλιωνε προηγουμένως ζωγράφιζε το πέλμα του.
Στις μεγάλες πόλεις υπήρχαν μεγάλα τσαγκαράδικα, όπου δούλευαν πολλοί τσαγκάρηδες, μαζί με καλφάδες
και τσιράκια. Τα τσιράκια, που έκαναν βοηθητικές δουλειές, δούλευαν χωρίς αμοιβή. Μερικές φορές μόνο τους έδινε ένα συμβολικό ποσό το αφεντικό ή κάποιο χαρτζιλίκι το Σαββατοκύριακο. Κι όλα αυτά, αν ήταν υπάκουα και είχε πάει καλά ο τζίρος του μαγαζιού. Έπαιρναν όμως από τους πελάτες φιλοδωρήματα, ενώ οι καλφάδες έπαιρναν ένα μικρό μεροκάματο.
Τα τσαγκαράδικα αυτά δέχονταν μεγάλες παραγγελίες και για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των πελατών,
δούλευαν ασταμάτητα. Ένα ζευγάρι παπούτσια, τότε κόστιζαν σχεδόν μια χρυσή λίρα, για να φτιαχτούν χρειάζονταν 2-3 ημέρες δουλειά. Είχαν φυσικά στη διάθεση τους και μερικά μέσα, όπως ποδοκίνητες μηχανές, για να ράβουν γρηγορότερα τα παπούτσια. Πολλοί τσαγκάρηδες γύριζαν τις γειτονιές και μάζευαν παπούτσια για επιδιόρθωση. Σήμερα όταν λέμε τσαγκάρης εννοούμε τον τεχνίτη που επιδιορθώνει τα χαλασμένα μας παπούτσια. ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΚΛΕΙΠΟΥΝ ΣΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΜΑΣ
Παγωτατζής , γανωτής ή γανωματής, λούστρος, πλανόδιος μανάβης, νερουλάς, υαλοποιός, εφημεριδοπώλης,
σαμαρτζής ή σαμαράς, αλμπάνης (από το τουρκικό nalbant, αλμπάνης = πεταλωτής), βαρελάς , αγωγιάτης, ντελάλης, καλαθάς, γανωτής , ομπρελάς, καρεκλάς, ξυλοκόπος, ρετσινοσυλλέκτης, εργάτης σε καμίνι.
ΠΗΓΕΣ
Βιογραφικά: Ηλεκτρονικός άτλαντας ελληνικής παιδικής λογοτεχνίας
Βιβλίο του εκπαιδευτικού
Ψηφιακό βιβλίο κειμένων Α΄ Γυμνασίου
ΔΕΣ ΚΑΙ https://www.scribd.com/document/336833090/ %CE%A4%CE%B1-%CE%BA%CF%8C%CE%BA%CE%BA%CE%B9%CE %BD%CE%B1-%CE%BB%CE%BF%CF%85%CF%83%CF%84%CF%81% CE%AF%CE% BD%CE%B9%CE%B1
Α΄γυμν.-Λογοτ.-«Τα κόκκινα λουστρίνια»-Ειρήνη Μάρρα
Πηγή: Πυλαρινός, Θ., Χατζηδημητρίου, Σ. & Βαρελάς, Λ. Κείμενα Νεοελληνικής
Λογοτεχνίας Α΄Γυμνασίου.Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων.
ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΛΟΥΣΤΡΙΝΙΑΤα κόκκινα λουστρίνια Ειρήνη Μάρρα
Περίληψη
Ένα παιδί δουλεύει σε ένα τσαγκαράδικο για να μάθει την δουλειά αλλά και για να
βοηθά την οικογένειά του. Θέλει να κατασκευάσει ένα ζευγάρι κόκκινα λουστρινένια γοβάκια με
σκοπό να τα δωρίσει στην κόρη του δασκάλου. Ο νεαρός έχει γνωρίσει την κοπέλα στο σπίτι της όπου
η μητέρα του εργάζεται ως υπηρέτρια. Συμπάθησε τόσο πολύ την κοπέλα αυτή που ήθελε να της φτιάξει
και να της δωρίσει τα παπούτσια για να κερδίσει την συμπάθειά της. Αφού μάζεψε τα χρήματα, αγόρασε το λουστρίνι και κατασκεύασε τα γοβάκια. Στο σπίτι του ενώ σκεφτόταν την κοπέλα και τη χαρά που θα έκανε
από το δώρο του, παρατήρησε την αδελφή του που ήταν συγκριτικά με την πρώτη φτωχοντυμένη και λιγότερο όμορφη. Τότε αισθάνθηκε την ανάγκη να δώσει τα γοβάκια στην αδελφή του. Η επιλογή του αυτή τον έκανε να νιώσει πιο ώριμος και τον γέμισε με χαρά.
Τα χαρακτηριστικά του διηγήματος είναι: Έχει μικρή έκταση
ü Υπάρχει ένας κεντρικός ήρωας, ο νεαρός βιοπαλαιστής, και κάποια δευτερεύοντα πρόσωπα,
η κόρη του δασκάλου, η αδελφή του. Ανάμεσα στα δευτερεύοντα πρόσωπα δημιουργείται έντονη
αντίθεση: όμορφη – άσχημη, πλούσια – φτωχή, θαρραλέα – δειλή κά. Η σύγκριση μεταξύ των δυο
κοριτσιών επηρέασε καταλυτικά τον κεντρικό ήρωα.
ü Η αφήγηση είναι σύντομη, λιτή και πυκνή. Δεν υπάρχουν πολλά σχήματα λόγου και καλολογικά
στοιχεία. Η υπόθεση εξελίσσεται γρήγορα (πολλά ρήματα).
ü Το διήγημα οργανώνεται γύρω από ένα βασικό στοιχείο πλοκής, τα κόκκινα γοβάκια.
Αφηγηματικοί τρόποι
Η αφήγηση γίνεται σε τρίτο πρόσωπο: το χε βάλει στο μάτι, περίμενε τη μέρα, την κοίταξε κτλ
(τριτοπρόσωπος αφηγητής)
Αυτός που αφηγείται την ιστορία (αφηγητής) δεν συμμετέχει στην ιστορία (ετεροδιηγητικός), αλλά
είναι παντογνώστης, δηλαδή γνωρίζει όλα όσα συμβαίνουν στην σκέψη και στην ψυχή του ήρωα.
Η αφήγηση αρχίζει από τη μέση της ιστορίας (in media res) :το χε βάλει από καιρό στο μάτι.
Η αφήγηση είναι πυκνή και λιτή.
Υπάρχουν σύντομες περιγραφές: η περιγραφή της κατασκευής των παπουτσιών, η περιγραφή της κόρης του δασκάλου, η περιγραφή της αδελφής, η περιγραφή του σπιτιού την ώρα του δείπνου.
Τόπος
Η αγορά, οι δρόμοι της πόλης όπου ο ήρωας αναζητά το σχέδιο για τα παπούτσια, το τσαγκαράδικο,
ο χώρος του σπιτιού.
Ο κεντρικός ήρωας και η αλλαγή του (χαρακτηρισμός)
Ο νεαρός βιοπαλαιστής: φτωχός, εργατικός, φιλότιμος, έμπιστος, ικανός στην εργασία. Επιθυμεί
πολύ να κατασκευάσει τα παπούτσια. Χαίρεται πολύ όταν τα καταφέρνει. Είναι ανυπόμονος να
τα δωρίσει στην κόρη του δασκάλου. Λαχταρά να δει την αντίδραση του κοριτσιού με την κρυφή
ελπίδα πως θα ανταποκριθεί στα συναισθήματά του. Είναι ευτυχισμένος και τις ώρες της δουλειάς τραγουδά και εργάζεται με κέφι γεμάτος προσδοκίες και όνειρα.
Αισθάνεται στενόχωρα και ψυχικά πιεσμένος στο σπίτι του. Παρατηρεί με θλίψη την εικόνα της
αδελφής του. Τότε, μέσα του συμβαίνει μια μεγάλη ψυχική μεταβολή. Συνειδητοποιεί ότι πρέπει να παραμερίσει την προσωπική του ευχαρίστηση, για να προσφέρει χαρά στην στερημένη αδελφή. Αναλαμβάνει
με υπευθυνότητα το ρόλο του στοργικού αδελφού και συνειδητοποιεί την αγάπη που τρέφει για την αδελφή του και την οικογένειά του. Η πράξη του τον ωριμάζει. Η χαρά της αδελφής του μεταφέρεται και
σε αυτόν. Αισθάνεται πιο δυνατός, πιο ώριμος, πιο έτοιμος να αναλάβει τα καθήκοντα της ζωής.
ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΛΟΥΣΤΡΙΝΙΑ - ΕΙΡΗΝΗ ΜΑΡΡΑ
ΠΗΓΗ http://eu-mathein.gr/wp-content/uploads/2015/04/%CE%A4%CE%91-%CE%9A%CE%9F%CE%9A%CE%9A%CE%99%CE %9D%CE%91-%CE%9B%CE%9F%CE%A5%CE%A3%CE%A4%CE%A1% CE%99% CE%9D%CE%99%CE%91.pdf
ΘΕΜΑ:
Η επιθυμία του νεαρού βιοπαλαιστή να προσφέρει
ένα ζευγάρι κόκκινα παπούτσια στην κόρη του δασκάλου. ΒΑΣΙΚΗ ΙΔΕΑ: Η ωρίμανση του νεαρού βιοπαλαιστή. ΥΠΟΘΕΣΗ: Ένας νεαρός που δουλεύει σε εργαστήριο κατασκευής παπουτσιών φτιάχνει ένα ζευγάρι κόκκινα λουστρίνια, για να το χαρίσει στην κοπέλα που αγαπάει, την κόρη του δασκάλου. Τελικά, όμως, το χαρίζει στην αδελφή του. ΔΟΜΗ 1 η Ενότητα: «Το είχε βάλει από καιρό… παραμόνευε την ώρα». 2 η Ενότητα: «Η κόρη του δασκάλου… ποιος ξέρει…». 3 η Ενότητα: «Την κρίσιμη μέρα… τη φαλτσέτα με το τραγούδι». ΠΛΑΓΙΟΤΙΤΛΟΙ 1 η Ενότητα: Το σχέδιο για το δώρο και η υλοποίησή του. 2 η Ενότητα: Ο κρυφός έρωτας. 3 η Ενότητα: Οι ώριμες σκέψεις και το αποτέλεσμα της προσφοράς του δώρου. ΤΕΧΝΙΚΗ - γ’ πρόσωπη αφήγηση. - Αφηγητής παντογνώστης. - Ο αφηγητής δε συμμετέχει αλλά παρεμβαίνει στην ιστορία σχολιάζοντας. - Αναδρομική αφήγηση (αναφορά στο παρελθόν) - Προλήψεις (αναφορές σε μελλοντικά γεγονότα) ΓΛΩΣΣΑ: Δημοτική με αρκετά γλωσσικά στοιχεία από τη γλώσσα των τσαγκάρηδων. ΕΚΦΡΑΣΗ: Λιτή. ΛΟΓΟΣ: Πυκνός. ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ ΠΡΟΣΩΠΩΝ Ο βιοπαλαιστής: παιδί εργατικό, φιλότιμο, ικανός στις συναλλαγές, με γνώσεις του επαγγέλματος, τολμηρός, ανυπόμονος, ενθουσιώδης, νιώθει ενοχές, συνειδητοποιεί τις ευθύνες του, ωριμάζει, νιώθει στοργή για την αδερφή του, είναι αποφασιστικός και ευαίσθητος. Η κόρη του δασκάλου: πλούσια, όμορφη, ανώτερης κοινωνικής και οικονομικής τάξης, έχοντας μια ζωή χωρίς στερήσεις. Η αδελφή του βιοπαλαιστή: ταπεινή, σεμνή, υποταγμένη στη μοίρα της, σιωπηλή, κατώτερης κοινωνικής και οικονομικής τάξης. ΙΔΕΕΣ - ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ - Συγκινητική είναι η τελική απόφαση του βιοπαλαιστή, όπου παραμερίζει την προσωπική του ευχαρίστηση για να δώσει χαρά στην αδελφή του. - Η ωριμότητά του μας εκπλήσσει και μας προκαλεί θαυμασμό. Απαντήσεις στις ερωτήσεις του σχολικού βιβλίου 1. Σε ποια σημεία του διηγήματος γίνονται φανερά τα αισθήματα του μικρού βιοπαλαιστή για την κόρη του δασκάλου; Τα συναισθήματα του μικρού βιοπαλαιστή για την κόρη του δασκάλου γίνονται φανερά από τα ακόλουθα σημεία: - Μαζεύει κρυφά χρήματα, αγοράζει ακριβό λουστρίνι και εργάζεται, προκειμένου να κατασκευάσει τα παπούτσια που επιθυμεί να της προσφέρει. - Οι αναστεναγμοί του κατά την ώρα της εργασίας φανερώνουν τα ερωτικά συναισθήματα του. - Επίσης, τα συναισθήματα του παιδιού γίνονται φανερά τη στιγμή της περιγραφής της κοπέλας. - Είναι τόσο ερωτευμένος, ώστε δεν έχει μάτια για τίποτε άλλο, οι γονείς και η αδελφή του μοιάζουν να είναι ανύπαρκτοι. 2. Γιατί το νεαρό τσαγκα ρόπουλο χάρισε τελικά τα κόκκινα γοβάκια στην αδελφή του; Το νεαρό τσαγκαρόπουλο αποφασίζει τελικά να χαρίσει τα κόκκινα γοβάκια στην αδελφή του για τους ακόλουθους λόγους: α. Όταν κοιτάζει την αδελφή του, βλέπει ένα πλάσμα καταπονημένο, ένα πλάσμα που δεν έχει τη χάρη και την ομορφιά της κόρης του δασκάλου και αρχίζει να την πονά. β. Παρατηρώντας την ξεθωριασμένη ποδιά της, σκέφτεται τη φτώχεια και την έλλειψη χαρών στη ζωή της και καταλαβαίνει, πως το δώρο του θα της προξενούσε πολύ μεγάλη χαρά. γ. Τέλος, βλέπει τα γυμνά πόδια της αδελφής του και συνειδητοποιεί την αξία που θα είχαν για εκείνη τα παπούτσια. 3. Σχολιάστε την τελευταία παράγραφο του κειμένου. Γιατί ο ήρωας είναι στο τέλος «πιο μεστωμένος»; Ο ήρωας αισθανόταν στο τέλος «πιο μεστωμένος», επειδή συνειδητοποίησε, ότι έπραξε σωστά που σκέφτηκε την αδελφή του και χωρίς να επηρε άζεται από τα ερωτικά του συναισθήματα για την κόρη του δασκάλου. Το γεγονός ότι οδηγήθηκε σε μια τέτοια πράξη καθώς έθεσε ως προτεραιότητα να βοηθήσει την οικογένειά του, που τον είχε περισσό τερο ανάγκη του έδινε την πεποίθηση πως είχε πλέον ωριμάσει. Το μικρό παιδί είχε πια μετατραπεί σε έναν άνθρωπο ώριμο, ο οποίος μπορούσε να επιλέγει τις πράξεις του με κριτήριο το δίκαιο και το λογικό. ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ http://fliphtml5.com/xpqa/hwjt/basic ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΕ ΔΙΑΦΑΝΕΙΕΣ ΠΗΓΗ https://www.slideshare.net/xspanaki/ss-48372698 ΦΥΛΛΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ https://www.slideshare.net/mrsevi/ss-68082128 https://www.slideshare.net/evageliapatera/docx-42155978 ΔΕΣ ΚΑΙhttps://drive.google.com/file/d/0B0US8xHJpqKBNUpWM1puT3N CWnBoSEtJRlZLM01tdC1ub1V3/view |