Ο Γιώργος Κοτζιούλας
Βιογραφικό :http://www.poiein.gr/archives/3790
Ο Γιώργος Κοτζιούλας γεννήθηκε στην Πλατανούσα Αγνάντων, στα Τζουμέρκα της Ηπείρου το 1909. Αποφοίτησε από το σχολαρχείο Καλεντζίου και στη συνέχεια από το γυμνάσιο Άρτας. Το 1927 ήρθε πάμπτωχος στην Αθήνα, σπούδασε στη Φιλοσοφική, εργάστηκε ως διορθωτής, μεταφραστής και συντάκτης σε περιοδικά.
Σαν ήρθε στην “καταραμένη Αθήνα', όπως την ονόμαζε, τα ‘χασε. Γνώρισε την πείνα, δούλεψε σαν γκαρσόνι και ίσως και λούστρος. Την επιβίωση στην αφιλόξενη πολιτεία δεν τη γύρεψε από τους πλούσιους - ήξερε πως αυτοί έχουνε πορτοφόλι, μα όχι και καρδιά. Ο Κοτζιούλας - βγάζοντας ίσα ίσα το ψωμί του - ζούσε κάνοντας διορθώσεις σε περιοδικά κι εφημερίδες. Γράφτηκε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας και εντυπωσίασε τους καθηγητές του με τις γνώσεις του για την αρχαία ελληνική γλώσσα και τα λατινικά. Μονάχος του, από μια μέθοδο, έμαθε καλά τα γαλλικά. Οι ταλαιπωρίες που είχε περάσει τον έκαναν φθισικό. Τον πήγαν σε σανατόριο στην Πεντέλη. (αναμνήσεις φίλου του)
Το ένα του παπούτσι ήταν σχισμένο και φαινόταν καθαρά από μέσα το πόδι του. Με κατάπληξη άκουσα την απάντηση πως δεν ήθελε θέση, για να μη θάψει το ταλέντο του σ’ ένα γραφείο και ότι προτιμούσε να παλέψει σκληρά, αλλά να ‘χει καιρό ελεύθερο να γράφει ποιήματα… Εκείνο που θυμάμαι είναι ότι κάθε βράδυ έτρωγε μόνο ένα μαρούλι και κοιμόταν μια χαρά. (αναμνήσεις Δ. Φωτιάδη).
Στην κατοχή επέστρεψε στο χωριό του και πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Οργάνωσε το καλλιτεχνικό τμήμα της 8ης Μεραρχίας ΕΛΑΣ Ηπείρου, συγκρότησε τον θίασο Λαϊκή Σκηνή και περιόδευσε στα χωριά.
«Με παρακινούσε κι αυτός να συνεχίσω. Αλλά πιο επίμονος ήταν ένας άλλος, περαστικός από κει, φιλοξενούμενός μας. Λεγόταν Δημήτρης Καλλιτέχνης. Το δεύτερο ήταν ψευδώνυμό του. Αυτός περιόδευε μαζί με ένα συνεργείο φωτογράφων τα τμήματά μας κι έβγαζαν αράδα φωτογραφίες με κάτι ειδικές μηχανές. Συγκέντρωναν αυθεντικές μαρτυρίες για τις μέλλουσες γενιές. Τον θυμάμαι να μου λέει: Από σένα απαιτώ να μην αφήσεις το θέατρο. Δεν ξέρω τι άλλα κάνεις, αλλά έχουμε ανάγκη από Θέατρο. Είδες πόσο τους αρέσει, πόσο σε χειροκρότησαν προχτές; Εγώ προκάλεσα το ανέβασμά σου στη σκηνή. Ήθελα να σε δέσω. Τους άκουσες. Τους είδες. Τώρα έδεσες συμβόλαιο μαζί τους. Έτσι δεν είναι; Θα γράφω. Υποσχέθηκα και στρώθηκα στο γράψιμο… Γύριζαν από τις μάχες οι αντάρτες και ρωτούσανε: Θάχουμε τίποτε την Κυριακή; Θα ‘πρεπε νάσαι αναίσθητος για να μην τους ετοιμάσεις κάτι. Αυτοί ξεθεώνονταν στις πορείες, φύλαγαν σκοπιές σε μέρη άγρια, μάζευαν ξύλα, παιδευόντουσαν. Για φαγητό είχανε κουρκούτι και γυφτοφάσουλα. Μα δεν τους άκουγες να μουρμουρίζουν. Ήταν πάντα έτοιμοι να τρέξουν για τη μάχη, μην ξέροντας αν θα γυρνούσαν ζωντανοί. Μπορούσες λοιπόν να μη χρωστάς σε τέτοια αυτοθυσία»; (Απόσπασμα από το βιβλίο του «Θέατρο στα βουνά».
Το 1945 γύρισε στην Αθήνα. Ταλαιπωρήθηκε στα αστυνομικά κρατητήρια. Παντρεύτηκε το 1950, έκανε ένα γιο. Η υγεία του ήταν πάντοτε κακή. Πέθανε το 1956 από καρδιακή προσβολή. Άφησε πίσω του πλούσιο μεταφραστικό έργο από τα αρχαία ελληνικά, τα λατινικά και τα γαλλικά. Το συγγραφικό του έργο συγκεντρώθηκε μετά το θάνατό του σε τρεις τόμους με τη βοήθεια φίλων του. Ανεξάρτητα κυκλοφορούν οι αναμνήσεις του «Θέατρο στα βουνά» και «Όταν ήμουν με τον Άρη».
Επίμετρο:Σοφία Κολοτούρου
Τον Γιώργο Κοτζιούλα οι περισσότεροι από μας τον γνωρίζουμε κατ’ όνομα. Ισως μάλιστα να έχουμε πετύχει κανα-δυό ποιήματά του σε ανθολογίες, ίσως και κάποια αναφορά του ονόματός του σε σχέση με την αντιστασιακή του δράση.
Ωστόσο, τον γνωρίζουμε πραγματικά; Ως ποιητής με ενδιέφερε προσωπικά πάρα πολύ εδώ και πολλά χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων αναζητούσα τα ποιήματά του, μα έβρισκα ελάχιστα σκόρπια εδώ κι εκεί.
Συγκεκριμένα, είχα βρει το 1998 λίγα ποιήματα σε κάποιες ανθολογίες, και κυρίως στην ανθολογία “η Χαμηλή Φωνή' του Μανόλη Αναγνωστάκη, όπου ανθολογούνταν ο Κοτζιούλας με 7-8 ποιήματα.
Από τότε όμως, όσο κι αν έψαχνα σε βιβλιοπωλεία και στο ίντερνετ, δεν έβρισκα πουθενά τα ποιήματα του Κοτζιούλα, μέχρι που ο Νίκος Σαραντάκος στην πολύ καλή ιστοσελίδα του αποφάσισε να ανεβάσει ένα εκτεταμένο δείγμα της δουλειάς του, ποιητικής και συγγραφικής.
Μετά από επικοινωνία με τον Νίκο Σαραντάκο, επιλέξαμε σήμερα από κοινού, να παρουσιάσουμε στους αναγνώστες του Ποιείν ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα της ποιητικής του δουλειάς, ώστε να θυμηθούν οι παλαιότεροι και να πληροφορηθούν οι νεότεροι σχετικά με αυτόν τον ποιητή, που παραμένει γνωστός-άγνωστος για πολλούς από μας. Γι’ αυτό το λόγο προσθέσαμε και ένα σύντομο βιογραφικό του Κοτζιούλα.
Οι αναγνώστες που θέλουν να πληροφορηθούν περισσότερα, τόσο για το ποιητικό και συγγραφικό του έργο, όσο και για τον βίο του, παρακαλούνται να ανατρέξουν στις επόμενες ιστοσελίδες του Νίκου Σαραντάκου, τον οποίον και ευχαριστούμε για την παραχώρηση.
Συγκεκριμένα, στη σελίδα
μπορείτε να δείτε πάρα πολλά από τα ποιήματα και πεζά του Κοτζιούλα, καθώς και να διαβάσετε τα βιογραφικά του στοιχεία,ενώ στη σελίδα
μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρο το αφήγημα: “από μικρός στα γράμματα'.
Φτενά χωράφια κρατημένα σε πεζούλια
κι άπιαστες γίδες που κρεμιούνται σε γκρεμνούς,
ετούτ’ είν’ η πατρίδα μας· μα η πούλια
δε λάμπει πιο καθάρια σ’ άλλους ουρανούς.
Ξεσηκωμένος ο φτωχός απ’ το ζευγάρι
κι ο άλλος αφήνοντας αφύλαχτη κοπή,
τ’ ακονισμένο σίδερο έτρεξε να πάρει
λαός που, αδιάβαστος, δε σήκωνε ντροπή.
Βαρείτε την οχιά! –μας το ’μαθαν οι πάπποι
πως δεν τη θέλει ούτ’ ο Θεός την αδικιά.
Νωρίς μάς ξύπνησες, ασβέ, κλεφτοζουλάπι,
για τον καρπό που μόλις μπήκε στα σακιά.
Τι, θα μας πάρετε κι εσείς αυτά τα λίγα
που τα ’χουμε ποτίσει μ’ ίδρωτα πικρόν;
Έλα, μικρόσωμε, στυλώσου μπρος στο γίγα
για ν’ αλαλάξει κι η χορεία των νεκρών!
Τα πόδια πόχουνε τριφτεί στις κοφτερίδες
ξέρουν καλά τον τόπο, κάθε πιθαμή.
Θα ιδείς εσύ πώς γίνονται άξαφνα κιοτήδες
όσοι πατούν ανίερα τ’ άλλου το ψωμί.
Θα ιδείς εσύ τυραγνισμένες απ’ τη γέννα
νοικοκυρούλες λιγοκρέατες πώς μεμιάς
ολόιδιες λιόντισσες τινάζονται οργισμένα,
στο έμπασμα απόκοτος αν φτάσει τής μονιάς.
Φυλή τόσο άφοβη, ποτέ δεν θα πεθάνει.
Τα χέρια που έκαναν αθώα το σταυρό
θηλιές θα γίνουν να σας πνίξουν, νυχτοπλάνοι,
που βρήκατε κι εσείς γι’ αντρείες τον καιρό.
Μην τον πειράζετε τον ήσυχο που είν’ όλο
φροντίδα και δουλειά και προκοπή,
γιατ’ η απαλάμη η μαθημένη από το σβώλο,
με λόχη φονική θ’ αλλάξει το τσαπί.
Εκεί βυζαίνουν απ’ της μάνας τους τον κόρφο,
με γάλα ξένο δεν αξαίνουν τα παιδιά,
κι εκεί θα βρεις ακόμα απάρθενη μια Μόρφω
με καταπλούμιστη από κλάρες την ποδιά.
Στον τόπο μας δε μεγαλώνουν οκνοί δούλοι.
κανένας δεν ακούει τυράννου προσταγή:
το ξακουσμένο πέφτει εδώ, το μέγα Σούλι,
που’ ν’ αγιασμένη η κάθε πέτρα του στη γη.
1941
Γραμμένο το 1941, αλλά δημοσιευμένο το 1953 στη συλλογή «Ηπειρώτικα» και στη συνέχεια στον τρίτο τόμο των Απάντων του. Πρόκειται για το ποίημα που ανοίγει τη συλλογή και το πρώτο τετράστιχο το βρίσκω σε αρκετούς ηπειρώτικους ιστότοπους –περίεργο που κανείς δεν αναδημοσιεύει άλλα τετράστιχα πέρα απ’ αυτό. Μια και οι Ηπειρώτες δεν αξιώθηκαν να παραθέσουν ακέραιο το ποίημα, ας το αντιγράψω εγώ ο μη Ηπειρώτης.
3wtojw