Αναμνήσεις της Κωνσταντίνας από τη Γερμανία
Στο μυθιστόρημα Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες της (2002) η Άλκη Ζέη αφηγείται τις περιπέτειες μιας έφηβης που έρχεται στην Ελλάδα χωρίς τους γονείς της, για να ζήσει προσωρινά με τη γιαγιά της, ύστερα από εφτάχρονη παραμονή στη Γερμανία. Οι δυσκολίες προσαρμογής της Κωνσταντίνας στη νέα πραγματικότητα, μακριά από το σπίτι της και τους συμμαθητές της, την οδηγούν σε επικίνδυνους δρόμους, από τους οποίους όμως θα διαφύγει τελικά χάρη στη θέλησή της για ζωή και στην αγάπη των καινούριων της φίλων. Στο απόσπασμα που ακολουθεί, η δεκατριάχρονη ηρωίδα αναπολεί τις πρώτες μέρες στο Άαχεν και τη γνωριμία της με το περιβάλλον του γερμανικού σχολείου, στο οποίο η μητέρα της εργάζεται ως δασκάλα της ελληνικής γλώσσας
Λένε πως άμα πνίγεσαι στη θάλασσα, πριν βουλιάξεις για τα καλά, περνάει από μπροστά σου, σαν κινηματογραφική ταινία, όλη σου η ζωή. Κι εμένα τώρα, που βουλιάζω στη στεριά, περνάει από μπροστά μου όλη μου η ζωή στο Άαχεν.
Το σπίτι μας, σ' ένα μεγάλο δρόμο με δέντρα και στη μέση παρτέρια με λουλούδια. Μένουμε στον τρίτο όροφο, και στο ισόγειο είναι το μαγαζί που πουλάει τα ψωμάκια. Το δωμάτιό μου μεγάλο, μ' ένα κρεβάτι σχεδόν διπλό, μπρούντζινο, σαν του παλιού καιρού, με τσέρκι* και κουνουπιέρα να το σκεπάζει ολόκληρο και να χώνεσαι μέσα να κάνεις όνειρα ξύπνια. Το είχα δει σε μια βιτρίνα, όταν πήγαμε με τη μαμά και τον μπαμπά να διαλέξουμε έπιπλα. «Αυτό θέλω». Εκείνοι γέλασαν. «Ας της κάνουμε το χατίρι», είπε ο μπαμπάς και μου το πήραν. Όταν μας το έφεραν στο σπίτι, ξάπλωνα με τις ώρες. Μια τρύπωνα κάτω από την κουνουπιέρα, μια την άνοιγα και κοίταζα απέναντι, από το μεγάλο παράθυρο που έπιανε όλο τον τοίχο, τα φανάρια της Άννα- στράσσε - ένα δρόμο όχι πολύ μεγάλο, στολισμένο με παλιά φανάρια. Εκεί πηγαίναμε με τον μπαμπά, μόλις τέλειωνα τα μαθήματά μου, να κάνουμε μια βόλτα, παρόλο που άρχιζε να σκοτεινιάζει. Όταν χιόνιζε, στραφτάλιζαν οι νιφάδες στο φως των φαναριών. Τις Παρασκευές, που δεν είχαμε σχολείο την άλλη μέρα ούτε εγώ ούτε ο μπαμπάς, πηγαίναμε βόλτα στους πεζόδρομους που ήταν εκεί γύρω, χαζεύαμε τα μαγαζιά, δηλαδή εγώ χάζευα, και καταλήγαμε σ' ένα μεγάλο καφενείο, το Κινγκ Κόλετζ, που είχε καρέκλες από χοντρή ψάθα και ξύλινα τραπέζια. Εγώ έπαιρνα μια ζεστή σοκολάτα κι ο μπαμπάς μια μπίρα. Αν χασομερούσαμε, μας έλεγε η μαμά γελώντας: «Πάλι έξω το ρίξατε;». Εκεί, σ' αυτόν το δρόμο με τα φανάρια, έλεγα στον μπαμπά όλα μου τα μυστικά. «Κωνσταντινιώ», έτσι με φώναζε ο μπαμπάς, «τι καινούριο έχουμε σήμερα;». Κι εγώ άρχιζα και δεν τέλειωνα· τα πιο πολλά για το σχολείο, που το λάτρευα. Το αγάπησα από τη στιγμή που το είδα. Παρόλο που, πριν μπούμε μέσα την πρώτη μέρα, χτυπούσε η καρδιά μου σαν τρελή, και τα χέρια μου, που κρατούσε το ένα ο μπαμπάς και το άλλο η μαμά, είχαν ιδρώσει. Μπήκαμε σε μια μεγάλη αυλή στρωμένη με πρασινόγκριζες πλάκες κι ένα μεγάλο στέγαστρο γύρω γύρω. «Ο διευθυντής, ο χερ Χάινερ, μας περιμένει στο γραφείο του», λέει η μαμά. Παίρνουμε ένα διάδρομο με πλακάκια μπεζ και βυσσινιά. Ο διάδρομος ατέλειωτος, μα σ' όλο το μήκος, από τη μια μεριά, απ' άκρη σ' άκρη, παράθυρα και στο περβάζι τους γλάστρες γλάστρες με διαφορετικά λουλούδια και φύλλα η καθεμιά. Στον απέναντι τοίχο, πίνακες. Η καρδιά μου δε χτυπούσε πια, γιατί αποξεχάστηκα και χάζευα. Ανεβήκαμε μια σκάλα, που αντί για κάγκελα είχε άσπρο μεταλλικό δίχτυ κι η κουπαστή της ήταν σκούρα βυσσινιά. Φτάσαμε στον πρώτο όροφο και σταθήκαμε μπροστά σε μια πόρτα, που ο μπαμπάς είπε πως ήταν το γραφείο του διευθυντή. Δεν ξέρω τι άλλο χρώμα πήρα εκτός από το κανονικό χλωμό μου. Σίγουρα θα έμοιαζα με λειψανάκι Η μαμά χτύπησε την πόρτα κι ο μπαμπάς γύρισε και με κοίταξε: «Κωνσταντινιώ, κουράγιο, αφού σου είπαμε πως είναι ο καλύτερος». Η πόρτα άνοιξε από μόνη της, ο μπαμπάς μ' έσυρε σχεδόν μέσα, μα, πριν μπούμε καλά καλά, ήρθε και στάθηκε μπροστά μας ένας κύριος όχι πολύ ψηλός, με κοκκινωπά μαλλιά και γαλανά μάτια, που χαμογελούσε και φαίνονταν τα κάτασπρα δόντια του. Ουφ! Η καρδιά μου έπαψε να παίζει ταμπούρλο. Εκείνος έσκυψε, με φίλησε και είπε ελληνικά: «Καλώς το παιντί μας». Ο μπαμπάς μού είχε πει πως ο χερ Χάινερ λατρεύει την Ελλάδα και μαθαίνει ελληνικά. Πήγε στο γραφείο του, που ήταν μεγάλο, φορτωμένο με πολλά χαρτιά, κι ανάμεσα στις στοίβες ξεπρόβαλε ένα μπλε βάζο με κίτρινα τριαντάφυλλα. Μας είπε να καθίσουμε, κι εγώ κάθισα στην άκρη άκρη μιας καρέκλας. Έτσι και κουνιόμουνα λίγο, θα 'πεφτα κάτω. Πού είσαι, Φάρμουρ,* ν' ακούσεις τι μου είπε. Πως βλέπει στο πρόσωπό μου ότι θα τα καταφέρω, και δεν είπε πως έχω βλέμμα εξεταστικό, αλλά έξυπνο και θεληματικό. Ύστερα σηκώθηκε και με πήρε από το χέρι να με πάει στην τάξη μου. Η μαμά κι ο μπαμπάς με κοίταξαν σαν να μου 'λεγαν «κουράγιο», μα εγώ δεν είχα πια ανάγκη από κουράγιο. Περπατούσα στους διαδρόμους πλάι στο διευθυντή, προσπαθούσα να μην καμπουριάζω και κοίταζα ολόγυρα με το... έξυπνο και θεληματικό μου βλέμμα, ώσπου φτάσαμε στην τάξη. Όσο ο χερ Χάινερ μιλούσε με τη δασκάλα, εγώ κοίταζα την αίθουσα, που είχε μεγάλα παράθυρα με γλάστρες στα περβάζια και ζωγραφιές στους τοίχους. Τα παιδιά κάθονταν το καθένα σε δικό του θρανίο. Ήταν σχεδόν όλα κατάξανθα με γαλανά μάτια, μα εγώ ξεχώρισα ένα με λοξά σκούρα μάτια κι ένα μαυράκι με σγουρά μαλλιά. Όλα είχαν το βλέμμα καρφωμένο πάνω μου. Ο χερ Χάινερ μού χάιδεψε το κεφάλι κι έφυγε. Η δασκάλα, μια ξανθιά κοπέλα με πρόσωπο γεμάτο πανάδες, μου έδειξε να καθίσω σ' ένα άδειο θρανίο στην πρώτη σειρά. Στο διπλανό καθόταν ένα κοριτσάκι με μαλλιά κόκκινα σαν φλόγες, που μου χαμογελούσε. Η δασκάλα πήγε να γράψει σ' έναν τεράστιο πίνακα, που έπιανε όλο τον τοίχο. Ευτυχώς που το καλοκαίρι, πριν φύγουμε από την Ελλάδα, έκανα γερμανικά, κι έτσι μπορούσα τουλάχιστον να ξεχωρίζω τα γράμματα. Ύστερα η φράου Στέφανι -έτσι κατάλαβα πως την έλεγαν τη δασκάλα μας, γιατί μου έδειξε τον εαυτό της και είπε «Φράου Στέφανι»- μας έλεγε μία μία τις λέξεις που είχε γράψει στον πίνακα, κι εγώ την κοίταζα στο στόμα, για να καταφέρω να τις προφέρω. Στο απογευματινό σχολείο, στα ελληνικά, δεν έχω πρόβλημα. Ο μπαμπάς κι η μαμά μού έχουν μάθει να διαβάζω. Πρώτη και δευτέρα δημοτικού κάνουν μαζί μάθημα - είμαστε έντεκα παιδιά όλα κι όλα. Ευτυχώς δεν έχω δασκάλα τη μαμά. Θα ένιωθα παράξενα. Εκείνη διδάσκει στην πέμπτη και στην έκτη, και τα παιδιά τη λατρεύουν. Μόλις τη δουν, τρέχουν και την αγκαλιάζουν και φωνάζουν όλα μαζί «κυρία Στέλλα, κυρία Στέλλα». Είμαι πολύ περήφανη για τη μαμά μου. Μια μέρα, συναντήσαμε το χερ Χάινερ στο διάδρομο. Στην αρχή τής μίλησε γερμανικά κι ύστερα χαμογέλασαν τα μάτια του και της είπε ελληνικά: «Κυρία Στέλλα, είστε το ντιαμάντι του σχολείου μας». Πού να τον άκουγε η Φάρμουρ, που το ξέρω πως δεν πολυαγαπούσε τη μαμά, τα πρώτα χρόνια τουλάχιστον που παντρεύτηκε τον μπαμπά. Κι αν δεν επέμενε τόσο ο μπαμπάς, μπορεί να μην την είχα τώρα μαμά μου!
Η Φάρμουρ λέει πως, για να τον εμπιστεύονται να συνοδεύει τόσο σπουδαίους όπως ο παππούς, θα ήταν μεγάλος φασίστας. Εκείνη βέβαια, ακόμα και την Κοκκινοσκουφίτσα να σου διηγηθεί, θα σου πει πως την έφαγε ο λύκος γιατί ήταν φασίστας. Τότε όμως ο μπαμπάς δεν είχε ακόμα γνωρίσει τη μαμά, κι όταν τη γνώρισε, είχαν πεθάνει και οι δύο παππούδες μου. Όταν ο μπαμπάς τής είπε πως θα παντρευτεί τη μαμά, η Φάρμουρ χάλασε τον κόσμο: «Θα τρίζουν τα κόκαλα του πατέρα σου». Αυτό το έλεγε πολύ συχνά, και δεν μπορώ να καταλάβω πώς θα έτριζαν τα κόκαλα του καημένου του παππού μου. Μα ο μπαμπάς, άμα του μπει κάτι στο μυαλό, ίδιος η Φάρμουρ, και... ίδιος εγώ, πήγα να πω. Κι έτσι παντρεύτηκε τη μαμά, που στο μεταξύ έμεινε ολομόναχη στον κόσμο, γιατί πέθανε κι η μητέρα της. Πολύ θα στενοχωριόμουν αν ο μπαμπάς είχε ακούσει τη Φάρμουρ και τώρα εγώ είχα άλλη μαμά κι όχι τη μαμά μου, που είναι πολύ σπουδαία και είναι το «ντιαμάντι του σχολείου», που λέει και ο χερ Χάινερ. Εγώ βέβαια δεν είμαι το... ντιαμάντι της τάξης, αλλά στο τέλος του χρόνου κατάφερα να έρθω τρίτη. Το γερμανικό σχολείο δεν αστειεύεται. Όταν στο δημοτικό -που έχει τέσσερις τάξεις- δεν είσαι πολύ καλός, δεν περνάς στο γυμνάσιο, που έχει άλλες οκτώ τάξεις και που αποκεί μπορείς να πας στο πανεπιστήμιο, αλλά συνεχίζεις υποχρεωτικά έξι ακόμα χρόνια και ύστερα μπορείς να παρακολουθήσεις επαγγελματικές ή τεχνικές σχολές. Η μαμά λέει πως αυτό είναι πολύ άδικο, γιατί δεν μπορεί ένα παιδί από τα δέκα του να κριθεί για την υπόλοιπη ζωή του. Εκτός από τη Σίγκριντ, την κοκκινομάλλα, που έγινε κολλητή μου, έκανα παρέα με πολλά παιδιά από την τάξη, κι από αγόρια πιο πολύ με το μαυράκι, το Διαγόρα, που μου φάνηκε παράξενο να έχει ελληνικό όνομα. Ο μπαμπάς όμως μου εξήγησε πως σε κάποια μέρη της Αφρικής υπάρχει το συνήθειο να δίνουν αρχαία ελληνικά ονόματα. Ο Διαγόρας είναι πρώτος μαθητής στην τάξη, κι όσο κι αν ιδρώνει ο Ντάβιντ, που είναι δεύτερος, δεν μπορεί να τον φτάσει, και κυρίως στην αριθμητική, όπου ο Διαγόρας μπορεί να αφαιρέσει από το σαράντα εννιά το δεκατρία έτσι απέξω, ενώ εμείς μόλις που μπορούμε να πούμε τρία πλην ένα πόσο κάνει.
Α. Ζέη, Η Κωνσταντίνα
και οι αράχνες της, Κέδρος
* τσέρκι: μεταλλικό στεφάνι· στο παρελθόν χρησιμοποιούνταν από τα παιδιά ως παιχνίδι * λειψανάκι: από τη λέξη λείψανο που σημαίνει νεκρό σώμα. Επειδή η Κωνσταντίνα μικρή ήταν πολύ χλωμή, η γιαγιά τής έλεγε πως μοιάζει με λειψανάκι * Φάρμουρ: στα σουηδικά η γιαγιά από την πλευρά του πατέρα. Η Κωνσταντίνα έμαθε τη λέξη από τη φίλη της Σίγκριντ
|
Αφίσα της Εθνικής Ατμοπλοίας, το πλοίο Πατρίς
Αναμνήσεις της Κωνσταντίνας από τη ΓερμανίαΗ Κωνσταντίνα και οι αράχνες της
Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες της είναι ένα από τα πιο πρόσφατα βιβλία της Άλκης Ζέη
αφού η πρώτη έκδοση του έγινε το 2002 από τις εκδόσεις Κέδρος. Μάλιστα από την 1/6/11 κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο Έχει μεταφραστεί στα γαλλικά , τα αγ γλικά , τα ισπανικά καστίλλης και τα καταλανικά.
Στο οπισθόφυλλο διαβάζουμε :
Κωνσταντίνα! Κωνσταντίνα! Κωνσταντίνα! Κωνσταντίνα!
Και έλεγε ότι δε θα ακούσει σήμερα τη γιαγιά της και τις τρεις αχώριστες φίλες της. Γκρί
νια , γκρίνια , γκρίνια. Ε , βέβαια , που να καταλάβουν αυτές από εφηβεία , που είναι της γενιάς της Κατοχής! <<Μα δεν πήρες είδηση τίποτα;>> ρωτάει και ξαναρωτάει η γιαγιά. <<Όχι , τίποτα.>> Είχε τόσο χαρεί για την καινούρια τους ζωή στη Γερμανία , που ούτε της πέρασε απ' το νου πως οι γονείς της μια μέρα θα χώριζαν. Κι ακόμη χειρότερα : ότι θα την έστελναν πίσω στην Ελλάδα να ζήσει με τη γιαγιά της για κάποιο διάστημα.
Όμως την Κωνσταντίνα δεν τη νοιάζει τίποτε πια. Ούτε το διαζύγιο των γονιών της και οι
καινούριες τους οικογένειες , ούτε η γκρίνια της γιαγιάς και τα προβλήματα στο νέο της σχολείο. Αυτή την έχει βρει τη λύση. Ας είναι καλά ο Λουμίνης , ένα αγόρι από μεγαλύτε ρη τάξη. Ένα γαλάζιο θαυματουργό χαπάκι κι ύστερα κι άλλο ένα κι ύστερα πολλά θαυμα τουργά χαπάκια , κι ύστερα πολλά θαυματουργά ψέματα , και μια στα ουράνια , μια στον γκρεμό , κι ύστερα... δεν έχει επιστροφή.
YΠΟΘΕΣΗ
Η Κωνσταντίνα είναι το μόνο παιδί που έχουν αποκτήσει οι γονείς της, όχι όμως και το
μόνο εγγόνι που έχει
αποκτήσει η γιαγιά της, η οποία όπως φαίνεται δεν της έχει ιδιαίτερη αδυναμία. Ιδιαίτερη
αδυναμία είχε
μόνο στην ξαδέλφη της που δεν βρίσκεται στη ζωή πια. Όλα ξεκίνησαν από την πρώτη
μέρα που
ήρθε η
Κωνσταντίνα στη ζωή. Οι πιθανότητες να ζήσει ήταν ελάχιστες. Κι όμως το μικρό αυτό
λειψανά
κι
πήγαινε
πια δημοτικό στην Ελλάδα, έχοντας και τους δυο της γονείς εκπαιδευτικούς. Όταν όμως
οι γονείς
της
βρίσκουν καλύτερη δουλειά στην Γερμανία – την οποία λόγω Κατοχής μισεί η γιαγιά της
– μετα
κο
μί
ζουν εκεί. Η Κωνσταντίνα γράφεται σε ένα μεγάλο, καινούριο σχολείο στο οποίο θα γνωρί
σει την κολλητή της αλλά
και ένα άλλο άνθρωπο που θα της σταθεί αργότερα: τον Χερ Χάινερ, ο οποίος είναι διευθυ
ντής του
νέου
της σχολείου. Εντοπίζει στην Κωνσταντίνα πολλά καλά χαρακτηριστικά, πράγμα που την
κάνει
να
τον
συμπαθήσει αμέσως. Μετά από πολύ καιρό οι γονείς της χωρίζουν. Ο πατέρας της είναι αποφασισμένος να
ξαναφτιάξει τη ζωή του
με τη
μαμά της Μπριγκίτε, συμμαθήτριας της Κωνσταντίνας, ενώ η μαμά της με τον κύριο Γιάν
νη. Σε
μια
τόσο
δύσκολη κατάσταση αποφασίζουν όλοι μαζί να στείλουν την Κωνσταντίνα για λίγο καιρό ,
ίσως και
πολύ,
στην Ελλάδα να μείνει με την γιαγιά της. Εκεί η Κωνσταντίνα φοιτά στο Γυμνάσιο της περ
ιοχής, στην πρώτη τάξη και γνωρίζει νέα παιδιά. (Δεν ξεχνά όμως και την κολλητή της φί λη στην οποία στέλνει συχνά γράμματα). Στο σχολείο της γνωρίζει τον Λουμίνη, που βρί σκεται σε παρόμοια κατάσταση με εκείνη. Ο Λουμίνης, όμως είναι χρήστης ναρκωτικών και σιγά –σιγά μπλέκει και την ίδια στο περίεργο αυτό «παιχνίδι». Αρκετό καιρό αργότερα η Κωνσταντίνα για να μπορεί να παίρνει το πολυπόθητο αυτό χαπάκι, κλέβει μερικά από τα σπάνια γραμματόσημα της γιαγιάς της. Τα δίνει στον Λουμίνη και εκείνος με τη σειρά του στη Λαίδη Ντι, έμπορο ναρκωτικών η οποία τους δίνει τον «θησαυρό» τους. Μετά α πό κάποιο καιρό η Κωνσταντίνα συναντά τον Λουμίνη μ’ ένα κουτί στα χέρια του. Της απο καλύπτει μια κουκουβάγια που, καθώς λέει, του έσωσε τη ζωή πετώντας χτυπημένη δίπλα του πριν κάνει ένεση. Έτσι ξεκινάει το ταξίδι της διάσωσής της. Κατά τη διάρκειά του η Κωνσταντίνα λέει στο Λουμίνη το σχέδιο για να γυρίσουν «εκεί πραγματικά που θέλουν» . Του δίνει γραμματόσημα κρυφά από τη γιαγιά της και τις τρεις Ασπασίες για να τα που λήσει στη Λαίδη Ντι. Το σχέδιο ξεκινά, όμως ο Λουμίνης δεν εμφανίζεται. Η Κωνσταντίνα λοιπόν επισκέπτεται μόνη της την Λαίδη Ντι, η οποία για την ηρεμήσει της κάνει μια ένε ση. Όταν ο Λουμίνης βρίσκει το κορίτσι λιπόθυμο, το αφήνει κάτω από το σπίτι της για γιάς της. Εκείνη τότε καταλαβαίνει τι συμβαίνει. ( Οι φίλες της γιαγιάς, οι τρεις Ασπασίες, συνεχώς την ρωτάνε το ίδιο που ρώταγε κι εκείνη την εγγονή της για τον χωρισμό των γο νιών της: - Μα καλά, δεν κατάλαβες τίποτα; - Όχι, τίποτα. ) Όλοι αντιμετωπίζουν το γεγο νός πολύ ψύχραιμα. Μάλιστα το άρρωστο κορίτσι επισκέπτεται και ο αγαπημένος της δά σκαλος, ο κύριος Μπένος μαζί με τη γλυκιά γυναίκα του, την οποία αμέσως συμπαθεί η Κωνσταντίνα. Η γυναίκα του κυρίου Μπένου είχε περάσει κι εκείνη ένα παρόμοιο πρόβλη μα και καταλαβαίνει απόλυτα το νεαρό κορίτσι. Τέλος αυτό που θα παρακινήσει την Κων σταντίνα να δεχθεί εξωτερική βοήθεια είναι μία επίσκεψη της Λαίδη Ντι η οποία εμφανίζε ται για πρώτη φορά σαν ένα απλό καθημερινό κορίτσι. Την ενημερώνει για τον θάνατο του φίλου της Λουμίνη και της δίνει το αγαπημένο του φυλαχτό.
Αναμνήσεις της Κωνσταντίνας από τη Γερμανία
ΕΝΟΤΗΤΕΣ – ΔΟΜΗ
1η ενότητα: «Λένε πως άμα πνίγεσαι... τα πιο πολλα για το σχολείο που το λάτρευα»
Οι αναμνήσεις της Κωνσταντίνας από τη ζωή της στο Άαχεν με τους γονείς της
2η ενότητα: «Το αγάπησα από τη στιγμή που το είδα. «Κυρία Στέλλα είστε το ντιαμάντι
του Σχολείου.»
Οι εντυπώσεις της Κωνσταντίνας από την πρώτη μέρα στο γερμανικό σχολείο – Η εγκάρ
δια υποδοχή του διεθυντή του σχολείου, Χερ Χάινερ
3η ενότητα: «Πού να τον άκουγε η Φαρμουρ... γιατί πέθανε κι η μητέρα της.»
Οι αντιδράσεις της γιαγιάς (Φαρμούρ) για τον γάμο των γονιών της εξαιτίας πολιτικών λό
γων
4η ενότητα: «Πολύ θα στενοχωριόταν... τρία πλήν ένα πόσο κάνει.»
Η επίδοση και οι φίλοι της Κωνσταντίνας στο γερμανικό σχολείο – Χαρακτηρισμός του
γερ μανικού εκπαιδευτικού συστήματος
ΘΕΜΑΤΑ
- Η Κωνσταντίνα βρισκόμενη τώρα σε απελπισία και απόγνωση, αναπολεί τις παλαι
ότερες στιγμές, που έζησε στη Γερμανία.
- Ένα σχολείο με μαθητές διαφόρων εθνικοτήτων: ένα διαπολιτισμικό σχολείο
- Οι δυσκολίες του γερμανικού εκπαιδευτικού συστήματος.
- Ο Ελληνικός Εμφύλιος Πόλεμος
Βρισκόμαστε στην εποχή του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου (1946-1949) λίγο μετά τον
Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου οι Έλληνες χωρισμένοι σε πολιτικές παρατάξεις πολεμούν μεταξύ τους για το ποιος θα αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας. Διεξάγονται ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ του Δημοκρατικού Στρατού (υπό των έλεγχο των κομμουνιστών) και του Ελληνικού Στρατού (υπό τον έλεγχο της δεξιάς κυβέρνησης στην Αθήνα), που είχαν ως αποτέλεσμα την ήττα των κομμουνιστών.
ΧΑΡΑΚΤΗΡΕΣ
Κωνσταντίνα
Στην αρχή του κειμένου η Κωνσταντίνα βρίσκεται σε απελπισία και απόγνωση εξαιτίας
κάποιου προβλήματος που αντιμετωπίζει.
Αναπολεί (=θυμάται) με νοσταλγία τις ευτυχισμένες μέρες στη Γερμανία και τις εμπειρίες
της στο γερμανικό σχολείο.
Για τους γονείς της μιλά με τρυφερότητα, εκτίμηση και αγάπη.
Θυμάται με νοσταλγία τις βόλτες με τον μπαμπά της.
Νιώθει θαυμασμό και υπερηφάνεια για τη (δασκάλα) μητέρα της.
Νιώθει πικρία και μιλά με κάποια δόση ειρωνείας και με επικριτική διάθεση για τη γιαγιά
της, τη Φαρμούρ.
Πρώτη μέρα στο σχολείο
Νιώθει μεγάλη αγωνία, άγχος, ταραχή στην ιδέα και μόνο πως θα συναντήσει τον διευθυ
ντή του σχολείου.
Βλέποντας το ζεστό και όμορφο περιβάλλον του σχολείου με τις γλάστρες στα περβάζια
και τους πίνακες στους τοίχους αρχίζει να ηρεμεί.
Στη συνέχεια, πριν μπει στο γραφείο του διευθυντή κυριεύεται και πάλι από μεγάλο άγ
χος, αμηχανία και φόβο.
Η εγκάρδια συμπεριφορά του τη βοηθά να χαλαρώσει.
Στην τάξη
Μέσα στην τάξη νιώθει άνετα γιατί υπάρχουν και άλλοι μαθητές από διαφορετικές εθνικό
τητες. Η κοκκινομάλλα Σίγκριντ και ο Διαγόρας το αγόρι από την Αφρική που είναι πρώ τος μαθητής στην τάξη. Δεν αισθάνεται να γίνονται διακρίσεις εις βάρος της επειδή είναι ξένη (Ελληνίδα σε γερμανικό σχολείο) ούτε νιώθει διαφορετική και αποξενωμένη από τους άλλους μαθητές.
Προσαρμόζεται στην τάξη και περνάει ευχάριστα με τους συμμαθητές της.
Η μητέρα
Είναι πολύ ευσυνείδητη στο επάγγελμά της (είναι δασκάλα ελληνικών στο γερμανικό σχο
λείο) με αποτέλεσμα να έχει κερδίσει την αγάπη και τον σεβασμό των μαθητών αλλά και του διευθυντή στο γερμανικό σχολείο. (Ο διευθυντής την ονομάζει: «το ντιαμάντι του σχο λείου».)
Η γιαγιά της Κωνσταντίνας, η Φαρμούρ, κράτησε αρχικά αρνητική στάση απέναντί της
(πριν τον γάμο της με τον μπαμπά της Κωνσταντίνας) για πολιτικούς λόγους, αλλά δεν κατάφερε να τους χωρίσει και έτσι παντρεύτηκαν.
Οι δύο οικογένειες των γονιών της Κωνσταντίνας είχαν διαφορετικές πολιτικές πεποιθή
σεις και ανήκαν σε διαφορετικές πολιτικές παρατάξεις.
Ο πατέρας
Η Κωνσταντίνα θυμάται με νοσταλγία και τρυφερότητα και νοσταλγία τους περιπάτους με
τον μπαμπά της και τις ατελείωτες κουβέντες που είχε μαζί του για όλα τα θέματα που την απασχολούσαν.
Η Φαρμούρ (η γιαγιά της Κωνσταντίνας)
Παρουσιάζεται αντιπαθητική με ακλόνητες και απόλυτες πολιτικές πεποιθήσεις.
Κρατάει στάση αρνητική και επικριτική απέναντι στη μελλοντική της νύφη.
Δεν καταφέρνει να χωρίσει τους δύο νέους που τελικά παντρεύτηκαν.
Ο σύζυγος της γιαγιάς (ο παππούς της Κωνσταντίνας) διώχθηκε κατά τον Ελληνικό Εμφύ
λιο Πόλεμο. Μάλιστα ο άλλος παππούς της Κωνσταντίνας (ο πατελρας της μητέρας της), που ήταν αξιωματικός της χωροφυλακής, έτυχε να τον συνοδεύσει στην εξορία.
Παρά το γεγονός ότι η γνωριμία και ο γάμος των δύο νέων έγινε μετά τον θάνατο των δύ
ο παππούδων, η Φαρμούρ δεν μπόρεσε να ξεπεράσει τα άσχημα βιώματα που κουβαλού σε από εκείνα τα χρόνια, με αποτέλεσμα να νιώθει αντιπάθεια για τη μελλοντική νύφη της.
Ο χερ Χάινερ (ο Διευθυντής του σχολείου)
Προσιτός, ευγενικός, εγκάρδιος.
Αγαπάει τα παιδιά, δεν είναι ρατσιστής απέναντι στους ξένους.
Εκτιμά και επιβραβεύει το έργο των συναδέλφων του.
Εκτιμά και θαυμάζει ιδιαίτερα τη μητέρα της Κωνσταντίνας.
ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ
Αφήγηση
- Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση έχει ζωντάνια και παραστατικότητα.
- Αποτελεί μια αυθεντική εμπειρία (εμπειρία από πρώτο χέρι) εφόσον περιγράφει γεγο
νότα που έχει ζήσει η ίδια.
Σχήματα λόγου
Μεταφορές: «βουλιάζω στη στεριά», «βλέμμα καρφωμένο πάνω μου», «το ντιαμάντι της τάξης» Προσωποποιήσεις: «Το γερμανικό σχολείο δεν αστειεύεται», «Η καρδιά μου έπα
ψε να παίζει ταμπούρλο»
Παρομοιώσεις: «σαν κινηματογραφική ταινία», «έμοιαζε με λειψανάκι», «μαλλιά κόκκινα
σα φλόγες»
Εικόνες: το σπίτι μας, βόλτα στους πεζόδρομους με τον μπαμπά, η τάξη
Γλώσσα – Ύφος
Η γλώσσα του αποσπάσματος είναι η δημοτική. Ο λόγος είναι μακροπερίοδος. Έχουμε περισσότερο αφηγηματική παρουσίαση των γεγονότων (διήγηση γεγονότων), παρά ψυχο
λογική απεικόνιση των χαρακτήρων (παρουσίαση της ψυχολογίας (= πώς νιώθουν) των χαρακτήρων)
Το ύφος είναι απλό (όχι περίτεχνο). Ειναι νοσταλγικό (η Κωνσταντίνα αναπολεί το παρελ
θόν της στη Γερμανία), αυτοβιογραφικό (αναφέρεται στα γεγονότα της ζωής της) και ρεαλιστικό (αποδίδει τα γεγονότα όπως έγιναν).
http://epimorfosi-nikaia.blogspot.gr/2011/07/2.html
http://2stav-glossa.blogspot.gr/2014/01/blog-post_5228.html
|