Δευτέρα 6 Ιουνίου 2016

ΛΟΓΟTΕΧΝΙΑ:ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ=ΟΜΟΡΦΙΑ


Ελεγεία των ΛουλουδιώνΑποκηρυγμένα
Εκτύπωση
Όσα λουλούδια υπάρχουν, το καλοκαίρι ανθίζουν
        Κι’ απ’ όλα τα λουλούδια του κάμπου φαίνεται
        η νεότης πιο ωραία. Aλλά μαραίνεται
        γρήγορα, και σαν πάει δεν ξαναγένεται·
η πασχαλι[αίς] με της δροσιάς τα δάκρυα την ραντίζουν.

Όσα λουλούδια υπάρχουν, το καλοκαίρι ανθίζουν.
        Aλλά τα ίδια μάτια δεν τα κυττάζουνε.
        Και άλλα χέρια σ’ άλλα στήθεια τα βάζουνε.
        Έρχοντ’ οι ίδιοι μήνες, πλην ξένοι μοιάζουνε·
τα πρόσωπα αλλάξαν και δεν τ’ αναγνωρίζουν.

Όσα λουλούδια υπάρχουν,το καλοκαίρι ανθίζουν.
        Aλλά με την χαρά μας πάντα δεν μένουνε.
        Aυτά οπού ευφραίνουν, αυτά πικραίνουνε·
        κ’ επάνω εις τους τάφους, που κλαίμε, βγαίνουνε,
καθώς τους γελαστούς μας τους κάμπους χρωματίζουν.

Πάλ’ ήλθε καλοκαίρι κ’ οι κάμποι όλοι ανθίζουν.
        Aλλ’ απ’ το παραθύρι δύσκολα φθάνεται.
        Και το υαλί μικραίνει-μικραίνει, χάνεται.
        Το πονεμένο μάτι θολώνει, πιάνεται.
Βαρυά τα κουρασμένα πόδια, δεν μας στηρίζουν.

Για μας δεν είναι φέτος που οι κάμποι όλοι ανθίζουν.
        Λησμονημένου Aυγούστου κρίνοι μάς στέφουνε,
        τ’ αλλοτεινά μας χρόνια γοργά επιστρέφουνε,
        σκιαίς αγαπημέναις γλυκά μάς γνέφουνε
και την φτωχή μας την καρδιά γλυκά αποκοιμίζουν.
(Από τα Αποκηρυγμένα, Ίκαρος 1983) 
Κ. Π. Καβάφης, «Τεχνητά Άνθη»
Δεν θέλω τους αληθινούς ναρκίσσους — μηδέ κρίνοι
μ’ αρέσουν, μηδέ ρόδ’ αληθινά.
Τους τετριμμένους, τους κοινούς κήπους κοσμούν. Με δίνει
η σάρκα των πικρία, κούρασι, κι οδύνη —
τα κάλλη των βαρυούμαι τα φθαρτά.
Δώστε με άνθη τεχνητά — οι δόξες του τσινιού και του μετάλλου —
που δεν μαραίνονται και δεν σαπίζουν, με μορφές που δεν γερνούν.
Άνθη των εξαισίων κήπων ενός τόπου άλλου,
που Θεωρίες, και Pυθμοί, και Γνώσεις κατοικούν.
Άνθη αγαπώ από υαλί ή από χρυσό πλασμένα,
της Τέχνης της πιστής δώρα πιστά•
με χρώματ’ απ’ τα φυσικά πιο εύμορφα βαμμένα,
και με σεντέφι και με σμάλτο δουλευμένα,
με φύλλα και κλωνάρια ιδανικά.

Στρατής Πασχάλης, «ΑΝΘΗ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ»
«Του νερού άνθη, αγγελικά! Λουλούδια πλωτά στις λίμνες των πάρκων, σκιρτά ο νους μου και σας παρασταίνει, όχι στην τεχνική ετούτη μίμηση δρυμού στο κέντρο της πολιτείας, αλλά στις φυσικές σας διαμονές, τις υδάτινες κρύπτες.
Τι αραχνοΰφαντα πλάσματα βλασταίνει ο βάλτος! Ποιους θεούς, ποιες νύμφες, ποιους πνιγμένους σκεπάζετε, κανείς ποτέ δεν θα μάθει. Όμως εγώ τις ώρες εκείνες – όταν κουρασμένος από φιλίες κι αισθήματα νοσταλγώ μια ζωή που να μην είν’ ανθρώπινη – με σας γυρεύω να ομοιωθώ, γιατί ριζωμένα σ’ έναν καθρέφτη πλέετε απρόσιτα, χωρίς τα γήινα δεσμά, τον ουράνιο θόλο κοιτώντας κατάματα.»
Νίκος Καρούζος, «Ἕνα ἔρημο ἄνθος»
Βαθύτερο ἀπ᾿ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ταραχὴ
ποὺ φέρνει μέσ᾿ στὸ στῆθος ἡ ἐπιθυμία
ζεῖ στὸ θαλάσσιο βράχο ἕν᾿ ἄνθος ὁλομόναχο.
Ποιὰ φωνὴ τὸ κυρίεψε καὶ μοιάζει σὰν νὰ δείχνει
τὴν ἄγνωστη γαλήνη μὲ μικρὰ χρώματα…
Εἶναι βγαλμένο στοὺς κινδύνους τῆς χαρᾶς
ἀμέριμνο σὰν ἰδέα.»https://itzikas.wordpress.com/2015/03/14/%CF%80%CE%B5%CF%82-%CF%84%CE%BF-%CE%BC%CE%B5-%CF%80%CE%BF%CE%AF%CE%B7%CF%83%CE%B7-90%CE%BF-%CE%AC%CE%BD%CE%B8%CE%B7-%CE%BB%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%BF%CF%8D%CE%B4%CE%B9%CE%B1/
– «Όποιος έχει λουλούδια ανάγκη τον Θεό δεν έχει»
(Φ. Πεσσόα)
-«…Άνθη της λεμονιάς
λουλούδια του ανέμου
στεφάνωσέ τον Άνοιξη
τον κλώθει ο θάνατος.»
(Ν. Καρούζος)
-«Τι μοίρα, αλήθεια αυτή!… πάντα να στέκεις/ γλυκός κι αλύγιστος σαν άνθος ανθρωπιάς…»
(Βύρων Λεοντάρης)
-Μυρτιώτισσα, «Ένα λουλούδι»
«Ένα λουλούδι εγύρεψα,
μονάχα ένα λουλούδι μ᾽ολόγλυκη ευωδιά.
Κι εγώ το αντάξιό του για σας θε νά ᾽λεγα τραγούδι
να σας ευφράνω την καρδιά.
Κανένας δε μου τό᾽φερε καθώς το λαχταρούσα,
και με περίζωσε ο καημός.
Μα ίσως και νά᾽τανε πολύ αυτό που σας ζητούσα,
νά᾽ταν ανθέων ανθός.
Και τώρα τρέμω μη βρεθεί το εξωτικό λουλούδι
με τη γλυκιά ευωδιά,
γιατί αν βαλθώ να σας το πω το αντάξιό του τραγούδι,
θα σας ραγίσω την καρδιά!»
-Ζακ Πρεβέρ «Στο μαγαζί της ανθοπώλισσας»
«Ένας άνδρας μπαίνει στο μαγαζί μιας ανθοπώλισσας
και διαλέγει κάποια άνθη
η ανθοπώλισσα περιτυλίγει τα άνθη
ο άνδρας βάζει το χέρι του στην τσέπη
να ψάξει για τα χρήματα
τα χρήματα για να πληρώσει τα άνθη
μα βάζει αυτός την ίδια ώρα
τελείως ξαφνικά
το χέρι πάνω στην καρδιά του
και ξαπλώνεται
Την ίδια ώρα που αυτός πέφτει
τα χρήματα κυλούν στη γη
κι ύστερα πέφτουνε τα άνθη
την ίδια ώρα με τον άνδρα
την ίδια ώρα με τα χρήματα
και η ανθοπώλισσα μένει εκεί
με τα χρήματα που κυλούν
με τ’ άνθη που μαραίνονται
με τον άνδρα που πεθαίνει
προδήλως όλα ετούτα είναι πολύ λυπητερά
και πρέπει αυτή κάτι να κάνει
η ανθοπώλισσα
μα δεν ξέρει τον τρόπο να το κάνει
δεν ξέρει
από πού να ξεκινήσει

Υπάρχουν τόσα πράγματα να γίνουν
μ’ αυτόν τον άνθρωπο που πεθαίνει
τα άνθη αυτά που παν να μαραθούν
και τούτα τα χρήματα
τα χρήματα ετούτα που κυλούν
που δε σταματάνε να κυλούν.»