Παρασκευή 29 Ιουλίου 2016

ΚΛΕΦΤΙΚΑ ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ- ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ


 Κλέφτικα τραγούδια. Τα κλέφτικα τραγούδια αποτελούν τη νεότερη και πιο πλούσια κατηγορία δημοτικών τραγουδιών. Είναι γέννημα της ζωής των κλεφτών και αρματολών την εποχή της τουρκοκρατίας. Γι' αυτό και προέρχονται από περιοχές της Ελλάδας, όπου δρούσαν οι κλεφταρματολοί: Πελοπόννησο, Στερεά, Ήπειρο, Θεσσαλία, Νότια Μακεδονία και Χαλκιδική.Τα τραγούδια αυτά εγκωμιάζουν τη ζωή και τα κατορθώματα των κλεφτών και αρματολών ή θρηνούν το θάνατό τους. Μολονότι ομως αναφέρονται σε ιστορικά γεγονότα, δεν είναι αφηγηματικά, δεν είναι έπη, αλλά «κυρίως άσματα»1. Από το γεγονός που έχουν ως υπόθεση παίρνουν μονάχα τον πυρήνα ή, το πολύ, τις κύριες γραμμές του εισάγοντας άφθονα λυρικά στοιχεία. Η έκφρασή τους είναι λιτή, αλλά γεμάτη πάθος, τόλμη και δραματικότητα. Διακρίνονται επίσης για την ακρίβεια στη διήγηση και την προσήλωση στα συγκεκριμένα πρόσωπα και πράγματα. Δεν χρησιμοποιούν αφηρημένες έννοιες. Συχνή είναι η χρήση διαλόγου. Ήταν τραγούδια καθιστά (δε χορεύονταν), με πλούσια μελωδία.
Το πνεύμα που εκφράζουν είναι ο θαυμασμός για την ανδρεία, τη «λεβεντιά» και την ανεξάρτητη ζωή μέσα στα σκοτεινά χρόνια της δουλείας.http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSGL-A111/262/1913,6306/











Τα κλέφτικα τραγούδια ως διακριτό είδος των επικών δημοτικών τραγουδιών πήρε το όνομά του από το περιεχόμενο των στίχων του. Σε ό,τι αφορά στον ελλαδικό χώρο τα κλέφτικα τραγούδια είναι δημιουργήματα μιας συγκεκριμένης περιόδου της Τουρκοκρατίας μετά τον 16ο αιώνα και στα θέματά τους διαφαίνεται η επαναστατική δράση των κλεφτών και των αρματολών[1]. Στους στίχους εγκωμιάζεται η ζωή, τα κατορθώματα, η νικηφόρα μάχη ή ο ένδοξος θάνατός τους. Μολονότι αναφέρονται σε ιστορικά γεγο­νότα, δεν περιλαμβάνουν ακριβή διήγηση, ούτε προσήλωση σε συγκε­κριμένα πρόσωπα .Εδώ οι ήρωες, σε αντίθεση από τα ακριτικά, δεν έχουν υπερφυσικές ικανότητες και είναι απλοί θνητοί. Στα ολιγόστιχα λιτά, χωρίς εξηγήσεις και περιγραφές περιστατικών, κλέφτικα τραγούδια η μετάβαση από την μια εικόνα στην άλλη γίνεται γρήγορα. Σε όλα σχεδόν απαντάται ζωντανός διάλογος μεταξύ προ­σώπων, ενώ ενίοτε, όταν δεν υπάρχει δεύτερο πρόσωπο, ο δημιουργός εισάγει μια συμβατική εικόνα, ένα πουλί με ανθρώπινη λαλιά, μια κόρη, προκειμένου να παραχθεί ο διάλογος.



Γεωγραφική κατανομή

Αποτελεί γεγονός ότι σε επαρχίες της Στερεάς Ελλάδας, της Ηπείρου, της Θεσσαλίας, της δυτικής Μακεδονίας και της κεντρικής Μακεδονίας και ιδίως στις ορεινές και δυσπρόσιτες περι­οχές διαμορφώθηκε τους τελευταίους αιώνες της οθωμανικής αυτοκρατορίας ένα ιδιαίτερο σύστημα δημόσιας ασφάλειας, οργανωμένο σε τοπικό επίπεδο. Έτσι, η προστασία ενός αριθμού γειτονικών κοινοτήτωνπαραχωρείτο από τις οθωμανικές αρχές σε μιαν ομάδα τοπικών ενόπλων, των αρματολών. Αυτοί επιφορτίζονταν με το έργο αντιμετώπισης άλλων ομάδων τοπικών ενόπλων των κλεφτών, που με την παράνομη ένοπλη δράση τους, στοιχειοθετημένη από λεηλασίες, καταστροφές σοδειάς, ζωοκλοπές κ.ά., έθεταν σε κίνδυνο τη ζωή και την περιουσία των κατοίκων[2].

Αφηγήσεις

Στα κλέφτικα τραγούδια αποτυπώνονται στιγμές από τη δράση των ομάδων αυτών. Πρόκειται κυρίως για περιστατικά ένοπλης αντιπαράθεσης κλέφτικων ομάδων με αρματολικές, αλλά και όψεις από τη ζωή τους γενικότερα. Επιπλέον σε αυτά εκβάλλουν συστήματα αξιών, στάσεις ζωής και πολιτισμικές πρακτικές που ανα­πτύσσονται ιδιαίτερα στον αγροτικό χώρο και τους ορεσίβιους. Από αυτή την άποψη τα κλέφτικα συνιστούν πολιτισμική παραγωγή μιας ιστορικά και κοινωνικά προσ­διορισμένης κοινωνικής πραγματικότητας: των ορεινών αγροτικών και ποιμε­νικών κοινοτήτων του ηπειρωτικού χώρου της νότιας Βαλκανικής κατά τον 18ο αιώνα.
Ωστόσο, οι ένοπλες αυτές ομάδες περιβλήθηκαν με μυθοποιητική διάσταση και ανάχθηκαν σε εθνικούς μύθους, ως τεκμήρια για τη διαρκή αντίσταση του ελληνικού έθνους ενάντια στους Οθωμανούς. Συνεπώς, οι λαογραφικές αναλύσεις για το κλέφτικο τραγούδι και την εξέχουσα θέση του στο οικοδόμημα της ελληνικής λαο­γραφίας, δεν αντλούν τεκμήρια ούτε από την κειμενική ανάλυση, ούτε από άλλες συναφείςιστορικές μαρτυρίες[3]. Γίνεται αντιληπτό ότι εφόσον ο γραπτός λόγος ήταν το μέσο έκφρασης και επικοινωνίας των διευθυντικών τάξεων και της νόμιμης κοινω­νίας -είτε το κοινωνικό σώμα που παρήγαγε το κλέφτικο τραγούδι ήταν οι κλέφτες, δηλαδή τα λησταντάρτικα σώματα που δρούσαν σε ολόκληρη τη Βαλκανική και την Εγγύς Ανατολή, είτε οι αρματολοί- συμπεραίνεται ότι έγινε όχημα έκφρασης ιδεο­λογιών της συγκεκριμένης εποχής[4].
Οι δεσπόζουσες αντιθέσεις που αναπτύσσονται στους διάλογους των κλέφτικων τραγουδιών είναι μεταξύ πλούσιων κατά φτωχών ή κυρίων κατά δούλων, γαιοκτημόνων κατά μικροκαλλιεργητών, αρχόντων κατά ραγιάδων, εντέλει της κοινότητας κατά του ατόμου.
[…]Εγώ ραγιάς δε γένομαι, Τούρκους δεν προσκυνάω,
Δεν προσκυνώ τους άρχοντες και τους κοτζαμπασήδες,
Μον’ καρτερώ την άνοιξη[…]
Η βαριά φορολογία και η συναφής κερδοσκοπία ή η αυθαίρετη άσκηση εξουσίας συνιστούν τις κύριες εστίες έντασης. Στο επίπεδο των κοινωνικών συγκρούσεων, με εστία έντασης την κατανομή πλούτου και τη διεκδίκηση δύναμης και αυθεντίας, οι άξονες αντίθεσης επικεντρώνονται στην κατοχή αγαθών σε αντιπαράθεση με την κοινωνική ληστεία, στην νόμιμη εξουσία κατά της αντιεξουσίας, των αρματολών κατά των κλεφτών και της νομοταγούς κοινωνίας κατά της παρακοινωνίας των ληστανταρτών. Η κοινωνία κατά της παρακοινωνίας, η νομιμότητα κατά της παρα­νομίας, η υποταγή κατά της ανταρσίας, καταλήγουν στη θεμελιώδη αντίφαση ότι η επίσημη δίωξη των παρανόμων αντιτίθεται στην έμπρακτη θεσμοποίηση του ρυθμι­στικού κοινωνικού τους ρόλου.

Θεωρήσεις

Από τη μελέτη της ιστορικοκοινωνικής πραγματικότητας του 18ου αιώνα στις γεωγραφικές περιοχές του κλέφτικου τραγουδιού, προκύπτει ότι προβάλλονται δύο διαφορετικάπολιτισμικά πρότυπα εν είδει πολιτισμικού δυισμού. Η περιβάλλουσα κοινωνία απαρτίζεται από τη νόμιμη, κρατική οθωμανική εξουσία, τις κυρίαρχες τάξεις και τους υποταγμένους πληθυσμούς των κοινοτήτων που εκφράζει στο σύνολό της έναν ηγεμονικό λόγο. Στις παρυφές αυτού του κυρίαρχου λόγου αναπτύσσεται μια μορφή κοινωνικής αντίδρασης όχι μόνον στον ελλαδικό αλλά γενικότερα στον βαλκανικό χώρο, από τους κλέφτες και τις ορεινές νομαδικές και αγροτικές κοινό­τητες που στήριξαν την ύπαρξή τους. Έτσι, τα κλέφτικα τραγούδια ιδωμένα υπό μία συγκεκριμένη οπτική γωνία παρα­πέμπουν στον κλέφτη, προκειμένου να τεκμη­ριώσουν την άρνηση της κατε­στημένης νομιμότητας.
Επιπλέον, μπορεί να αναφέρονται σε συγκεκριμένα ιστορικά γεγονότα και επώνυμους κλέφτες, [...]Το που’ σαι Τσόγκα μ’ αδερφέ και συ Λάμπρο Σουλιώτη;[…]. Ο στόχος τους, ωστόσο, δεν είναι η ιστορική ακρίβεια αλλά το συγκεκριμένο ήθος που εκφράζει ένα σύστημα αξιών, μια συγκεκριμένη ιδεολογία. Ο λαϊκός ήρωας στα κλέφτικα τραγούδια, αμυνόμενος, απορρίπτει αδίστακτα την εντολή σε υποταγή και προκρίνει τον θάνατο, αρνούμενος να διαχωρίσει την ατομική του ύπαρξη από την ανεξαρτησία και την ακεραιότητα του εγώ[5]. Επειδή λοιπόν τον 18ο αιώνα ήταν σχεδόν αποκλεισμένη η ομαδική συλλογική επαναστατική δράση, ο κλέφτης αποτελεί αιτιο­λογημένο σύμβολο της ατομικής αντιπαράθεσης με τους φορείς της εξουσίας.
Παρόλο που το κλέφτικο τραγούδι δεν είχε πιθανώς καθολική κοινωνική απήχηση και αποδοχή στις περιοχές δράσης των κλεφτών, έξω από αυτές το ιδεολογικό του μήνυμα είχε μια διαταξική πρόσληψη και λειτουργία[6]. Έτσι η ποιητική έκφραση των πληθυσμών της υπαίθρου, ειδικότερα των καταπιεσμένων κοινωνικών στρωμάτων που είναι γενικότερα οι φυσικοί φορείς του δημοτικού τραγουδιού και οι παράγοντες που το συντηρούν και το αναπαράγουν, μεταφέρθηκε κωδικοποιημένη στα μπαϊράκια των επαναστατικών σωμάτων, ως απόλυτο αίτημα ελευθερίας[7].

Σημειώσεις-παραπομπές

  1. Άλμα πάνω Οι Fauriel, Σ. Αδραχτάς, Ν. Σβορώνος και ο Γ. Κοντογιώργης κ.ά υποστηρίζουν την άποψη ότι τα κλέφτικα τραγούδια εκφράζουν το πνεύμα ανταρσίας κοινωνικών στρωμάτων ενάντια στην οθωμανική αρχή. Από την άλλη ο Ν. Πολίτης θεωρεί το κλέφτικο τραγούδι αρματολικό. Βλ. Καψωμένος Ε., 1996, Δημοτικό τραγούδι. Μια διαφορετική προσέγγιση, Αθήνα: Πατάκης, 279-280.
  2. Άλμα πάνω Κωστής Γιούργος (επιμ.), «Κλεφταρματολοί, 'ένα χρονικό' των Ορέων από την τουρκοκρατία στην Αντίσταση», εφ. Η Καθημερινή, 21/3/1999, Επτά Ημέρες ανάκτηση 29/10/2013.
  3. Άλμα πάνω Ο Σ. Δαμιανάκος θεωρεί αδύνατη μια μελέτη της μορφολογίας της προφορικής λαϊκής δημιουργίας μετά από τόσες αποκαταστάσεις, διορθώσεις επεμβάσεις. Βλ. Δαμιανάκος Σ., 1987,Παράδοση ανταρσίας και λαϊκός πολιτισμός, Αθήνα: Πλέθρον, 68.
  4. Άλμα πάνω Καψωμένος Ε., ό.π., 295.
  5. Άλμα πάνω Στο ίδιο, 307.
  6. Άλμα πάνω Κοντογιώργης Γ., Η ελλαδική λαϊκή ιδεολογία. Πολιτικο-κοινωνική μελέτη του δημοτικού τραγουδιού, Αθήνα: Ν. Σύνορα, 1979, 24-25.
  7. Άλμα πάνω Ε. Καψωμένος, ό.π., 325.
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9A%CE%BB%CE%AD%CF%86%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%BF_%CF%84%CF%81%CE%B1%CE%B3%CE%BF%CF%8D%CE%B4%CE%B9