ο πρώτο επεισόδιο από την μεταφορά του μυθιστορήματος Τα ματωμένα χώματα στην τηλεόραση»
ΔΙΔΩ ΣΩΤΗΡΙΟΥ (1909-2004)
Η Διδώ Σωτηρίου γεννήθηκε στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας. Το 1919 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά της στη Σμύρνη και μετά την καταστροφή του 1922 κατέφυγαν στην Ελλάδα. Στην Αθήνα ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές της. Φοίτησε στο γαλλικό ινστιτούτο Αθηνών και το 1937 παρακολούθησε για λίγους μήνες μαθήματα γαλλικής λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο της Σορβόννης. Από το 1936 στράφηκε επαγγελματικά προς τη δημοσιογραφία. Συνεργάστηκε με το περιοδικό Γυναίκα (ως αρχισυντάκτρια) και τις εφημερίδες Νέος Κόσμος και Ριζοσπάστης (αρχισυντάκτρια από το 1944), ενώ κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής συνεργάστηκε με τις Μέλπω Αξιώτη, Έλλη Αλεξίου, Έλλη Παππά, Τιτίκα Δαμασκηνού, Ηλέκτρα Αποστόλου, Χρύσα Χατζηβασιλείου και άλλες ελληνίδες της αντίστασης. Πήρε μέρος στο συνέδριο της Κοινωνίας των Εθνών στη Γενεύη το 1935, όπου γνωρίστηκε με τη σύντροφο του Λένιν Αλεξάνδρα Κολοντάι και στο ιδρυτικό συνέδριο της Δημοκρατικής Ομοσπονδίας Γυναικών το 1945 στο Παρίσι. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1959 με την έκδοση του μυθιστορήματος «Οι νεκροί περιμένουν». Έργα της μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες. Η Διδώ Σωτηρίου ανήκει στους έλληνες πεζογράφους του μεσοπολέμου. Το έργο της κινείται στα πλαίσια του ρεαλισμού με έντονη την παρουσία του αυτοβιογραφικού στοιχείου και της συναισθηματικής συμμετοχής του συγγραφέως στις περιπέτειες των ηρώων της, και αντλεί τη θεματολογία του από τη μικρασιατική καταστροφή, την περίοδο του εμφυλίου και την μετά τον εμφύλιο περίοδο της ελληνικής ιστορίας. Με τα «Ματωμένα χώματα» η Σωτηρίου εγκαινίασε την πορεία της προς μια γραφή που συνδυάζει τη μυθιστορηματική τεχνική με μια προοπτική εξέτασης των θεμάτων της από ιστορική σκοπιά, πορεία που συνέχισε και στα δύο επόμενα μυθιστορήματά της την «Εντολή», με θέμα την υπόθεση Μπελογιάννη και το «Κατεδαφιζόμεθα». Πέθανε το 2004. .
Η Διδώ Σωτηρίου γεννήθηκε στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας. Το 1919 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά της στη Σμύρνη και μετά την καταστροφή του 1922 κατέφυγαν στην Ελλάδα. Στην Αθήνα ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές της. Φοίτησε στο γαλλικό ινστιτούτο Αθηνών και το 1937 παρακολούθησε για λίγους μήνες μαθήματα γαλλικής λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο της Σορβόννης. Από το 1936 στράφηκε επαγγελματικά προς τη δημοσιογραφία. Συνεργάστηκε με το περιοδικό Γυναίκα (ως αρχισυντάκτρια) και τις εφημερίδες Νέος Κόσμος και Ριζοσπάστης (αρχισυντάκτρια από το 1944), ενώ κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής συνεργάστηκε με τις Μέλπω Αξιώτη, Έλλη Αλεξίου, Έλλη Παππά, Τιτίκα Δαμασκηνού, Ηλέκτρα Αποστόλου, Χρύσα Χατζηβασιλείου και άλλες ελληνίδες της αντίστασης. Πήρε μέρος στο συνέδριο της Κοινωνίας των Εθνών στη Γενεύη το 1935, όπου γνωρίστηκε με τη σύντροφο του Λένιν Αλεξάνδρα Κολοντάι και στο ιδρυτικό συνέδριο της Δημοκρατικής Ομοσπονδίας Γυναικών το 1945 στο Παρίσι. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1959 με την έκδοση του μυθιστορήματος «Οι νεκροί περιμένουν». Έργα της μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες. Η Διδώ Σωτηρίου ανήκει στους έλληνες πεζογράφους του μεσοπολέμου. Το έργο της κινείται στα πλαίσια του ρεαλισμού με έντονη την παρουσία του αυτοβιογραφικού στοιχείου και της συναισθηματικής συμμετοχής του συγγραφέως στις περιπέτειες των ηρώων της, και αντλεί τη θεματολογία του από τη μικρασιατική καταστροφή, την περίοδο του εμφυλίου και την μετά τον εμφύλιο περίοδο της ελληνικής ιστορίας. Με τα «Ματωμένα χώματα» η Σωτηρίου εγκαινίασε την πορεία της προς μια γραφή που συνδυάζει τη μυθιστορηματική τεχνική με μια προοπτική εξέτασης των θεμάτων της από ιστορική σκοπιά, πορεία που συνέχισε και στα δύο επόμενα μυθιστορήματά της την «Εντολή», με θέμα την υπόθεση Μπελογιάννη και το «Κατεδαφιζόμεθα». Πέθανε το 2004. .
ΘΕΜΑ: Οι πρώτες εντυπώσεις του Μανόλη από τη Σμύρνη και η αίσθηση ανεξαρτησίας που δοκιμάζει απελευθερωμένος από την εξουσία του πατέρα και ξεκινώντας τη ζωή του εργαζομένου.
ΒΑΣΙΚΗ ΙΔΕΑ: Οι πρωτόγνωρες εμπειρίες και τα συναισθήματα ενός εφήβου που περνά πρόωρα στην ενηλικίωση αρχίζοντας τη βιοπάλη.
ΔΟΜΗ 1 η Ενότητα: «Σεπτέμβρης ήταν του 1910… οι περαστικοί». 2 η Ενότητα: «Μόλις βγήκα… την καρδιά της». 3 η Ενότητα: «Οι άνθρωποι στη Σμύρνη… το σουλάτσο». 4 η Ενότητα: «Τονε βρήκα τον κυρ φατόρο… για την πλερωμή». 5 η Ενότητα: «Όταν βγήκα έξω… δίχως να τρώω ξύλο».
ΠΛΑΓΙΟΤΙΤΛΟΙ: 1 η Ενότητα: Το άγχος της πρώτης εξόδου στη Σμύρνη. 2 η Ενότητα: Ευχάριστες εντυπώσεις από τον περίπατο στην προκυμαία. 3 η Ενότητα: Περιήγηση στο Φραγκομαχαλά, προσκύνημα στην Αγία Φωτεινή και βόλτα στην αγορά. 4 η Ενότητα: Συμφωνία για εργασία στο μαγαζί του Χατζησταυρή. 5 η Ενότητα: Ευχάριστες εντυπώσεις από τη ζωή της πόλης και ο ενθουσιασμός της πρώτης βραδιάς.
ΤΕΧΝΙΚΗ: - Α’ πρόσωπη αφήγηση. - Ο αφηγητής συμμετέχει στην ιστορία που αφηγείται ως κεντρικός ήρωας. - Στην αφήγηση κυριαρχεί η προοπτική του ώριμου αφηγητή.
ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ: - Αναδρομική αφήγηση. - Περιγραφή. - Μονόλογοι. - Διάλογοι. - Σκέψεις του αφηγητή.
ΓΛΩΣΣΑ: Απλή δημοτική με το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ότι περιέχει σε μεγάλο βαθμό το γλωσσικό ιδίωμα των Μικρασιατών Ελλήνων.
ΙΔΕΕΣ – ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ: - Πρωταγωνιστεί η Σμύρνη των τελευταίων χρόνων πριν από την Καταστροφή. - Κυριαρχούν οι ζωηρές εντυπώσεις του εφήβου, η χαρά και η μαγεία της πρώτης επαφής με το χώρο και τους ανθρώπους
ΟΜΩΣ Ο ΜΠΑΜΠΑΣ ΔΕΝ ΕΡΧΟΤΑΝ ΕΛΛΗ ΑΛΕΞΙΟΥ
ΕΛΛΗ ΑΛΕΞΙΟΥ
(1894-1988)
Η Έλλη Στυλ. Αλεξίου γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης στις 22 Μαΐου 1894 και είναι το τέταρτο παιδί της οικογένειας Αλεξίου.
Υπηρέτησε επί 25 χρόνια την εκπαίδευση. Τα πρώτα χρόνια ως δημοδιδασκάλισσα, αργότερα ως καθηγήτρια γαλλικών σε δημόσια γυμνάσια. Ήταν διπλωματούχος της γαλλικής και γερμανικής γλώσσας. Γνώριζε καλά και τη ρωσική. Έκανε μακροχρόνιες σπουδές μουσικής (πιάνο και μαντολίνο), καθώς και ζωγραφικής.
Ήταν αρραβωνιασμένη για τέσσερα χρόνια με τον Κώστα Βάρναλη, παντρεύτηκε όμως το 1920 το Βάσο Δασκαλάκη. Χώρισαν το 1938. Δεν απέκτησε παιδιά.
Από το 1949 έως το 1962 έζησε στις Ανατολικές χώρες ως αυτοεξόριστη, όπου μαζί με άλλους συναγωνιστές της και συντρόφους της εκπαιδευτικούς βοήθησαν στη μόρφωση των προσφυγόπουλων.
Σκληροί αγώνες για μικρή ζωή, Παραπόταμοι, Μυστήρια, Κατερειπωμένα αρχοντικά, Για να γίνει μεγάλος, Δεσπόζουσα, Ρωτώ και μαθαίνω, Από πολύ κοντά κ.α. Τα έργα τηςΓ΄Χριστιανικόν Παρθεναγωγείον και Λούμπεν έγιναν σήριαλ για την τηλεόραση. Το θεατρικό Μια μέρα στο γυμνάσιο ανέβηκε πολλές φορές στη σκηνή.
Για την ιδεολογία της -ήταν από το 1928 έως το θάνατό της μέλος του ΚΚΕ- φυλακίστηκε, έχασε τη δουλειά της, σύρθηκε στα δικαστήρια με το Ν.509, αλλά στη δίκη το φτιαχτό κατηγορητήριο κατέρρευσε και αθωώθηκε. Πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση.
Η Έλλη Αλεξίου είχε τη σπάνια τύχη να αναγνωριστεί το έργο της όσο ζούσε ακόμα και να γνωρίσει την ικανοποίηση της επιβεβαίωσης. Το έργο της είναι εμπνευσμένο από την καθημερινή ζωή, από τη ζωή του λαού. Ίσως γι΄ αυτό αγαπήθηκε τόσο θερμά, ειλικρινά κι αυθόρμητα από το πολυπληθές αναγνωστικό της κοινό.
Ως άνθρωπος ήταν σεμνός, συνεπής και φιλαλήθης κι είχε την πόρτα της ανοιχτή για όλους.
(1894-1988)
Η Έλλη Στυλ. Αλεξίου γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης στις 22 Μαΐου 1894 και είναι το τέταρτο παιδί της οικογένειας Αλεξίου.
Υπηρέτησε επί 25 χρόνια την εκπαίδευση. Τα πρώτα χρόνια ως δημοδιδασκάλισσα, αργότερα ως καθηγήτρια γαλλικών σε δημόσια γυμνάσια. Ήταν διπλωματούχος της γαλλικής και γερμανικής γλώσσας. Γνώριζε καλά και τη ρωσική. Έκανε μακροχρόνιες σπουδές μουσικής (πιάνο και μαντολίνο), καθώς και ζωγραφικής.
Ήταν αρραβωνιασμένη για τέσσερα χρόνια με τον Κώστα Βάρναλη, παντρεύτηκε όμως το 1920 το Βάσο Δασκαλάκη. Χώρισαν το 1938. Δεν απέκτησε παιδιά.
Από το 1949 έως το 1962 έζησε στις Ανατολικές χώρες ως αυτοεξόριστη, όπου μαζί με άλλους συναγωνιστές της και συντρόφους της εκπαιδευτικούς βοήθησαν στη μόρφωση των προσφυγόπουλων.
Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα το 1923 στο περιοδικό Φιλική Εταιρεία με το διήγημά της “Ο Φραντζέσκος” και το ψευδώνυμο Έλλη Κληροδέτη. Ασχολήθηκε με την ποίηση, το θέατρο, το παιδικό βιβλίο, το δοκίμιο, το πεζό. Είναι γνωστή όμως ως πεζογράφος.
Έγραψε πάνω από 30 βιβλία. Από το 1978 εκδίδονται από τις Εκδόσεις Καστανιώτη στη σειρά των Απάντων της.
Μερικοί τίτλοι:Έγραψε πάνω από 30 βιβλία. Από το 1978 εκδίδονται από τις Εκδόσεις Καστανιώτη στη σειρά των Απάντων της.
Σκληροί αγώνες για μικρή ζωή, Παραπόταμοι, Μυστήρια, Κατερειπωμένα αρχοντικά, Για να γίνει μεγάλος, Δεσπόζουσα, Ρωτώ και μαθαίνω, Από πολύ κοντά κ.α. Τα έργα τηςΓ΄Χριστιανικόν Παρθεναγωγείον και Λούμπεν έγιναν σήριαλ για την τηλεόραση. Το θεατρικό Μια μέρα στο γυμνάσιο ανέβηκε πολλές φορές στη σκηνή.
Για την ιδεολογία της -ήταν από το 1928 έως το θάνατό της μέλος του ΚΚΕ- φυλακίστηκε, έχασε τη δουλειά της, σύρθηκε στα δικαστήρια με το Ν.509, αλλά στη δίκη το φτιαχτό κατηγορητήριο κατέρρευσε και αθωώθηκε. Πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση.
Ως άνθρωπος ήταν σεμνός, συνεπής και φιλαλήθης κι είχε την πόρτα της ανοιχτή για όλους.
Σ΄ένα φιλελεύθερο πνεύμα , μια σπουδαία παιδαγωγό , μια μεγάλη αγωνίστρια ένα σπουδαίο άνθρωπο.
http://2stav-glossa.blogspot.gr/2013/12/blog-post_4.html
ΟΜΩΣ Ο ΜΠΑΜΠΑΣ ΔΕΝ ΕΡΧΟΤΑΝ
http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSGL105/229/1693,5427/
Όταν πρωτοκατέβηκα στη Σμύρνη
Κεντρικός ήρωας στο μυθιστόρημα της Δ. Σωτηρίου Ματωμένα Χώματα είναι ο Μανόλης Αξιώτης, αγρότης από τον Κιρκιντζέ, ο οποίος εκθέτει, με αυτοβιογραφικό λόγο, την οικογενειακή και την προσωπική του ιστορία και, διά μέσου αυτής, καταγράφει την περιπέτεια του μικρασιατικού ελληνισμού. Το απόσπασμα προέρχεται από το πρώτο μέρος του μυθιστορήματος και αναφέρεται στην πρώτη επίσκεψη του νεαρού αφηγητή στη Σμύρνη το 1910. Πηγαίνοντας στη μεγάλη πολιτεία βρίσκει εργασία, απογαλακτίζεται από την οικογενειακή του εστία και ενηλικιώνεται.
Σεπτέμβρης ήταν του 1910, όταν πρωτοκατέβηκα στη Σμύρνη. Θυμούμαι πόσο σκιάχτηκα* μόλις βρέθηκα μοναχός σε μια τόσο μεγάλη πολιτεία. Άγνωστοι, αλλιώτικοι ανθρώποι, άγνωστα και τα σοκάκια. Κανένα δεν ήξερα και κανένας δε μ' ήξερε να με καλωσορίσει· ένιωθα σαν το ξεριζωμένο δεντρί.
Ακούμπησα σ' ένα χάνι* το τρίχινο ζεμπίλι* με τις αλλαξιές και τα φαγώσιμα που μου 'δωκε η μάνα μου, και βγήκα ν' ανταμώσω το σταφιδέμπορα που θα μ' έπαιρνε στη δούλεψή του. Με την αντρέσα* στο χέρι, με τα πρώτα παπούτσια που φόραγα στη ζωή μου να με στενεύουνε, με το ντρίλινο* φράγκικο*πανταλόνι, κάπως κοντό για τις μακριές κανάρες* μου, να με κόβει κι αυτό στον καβάλο, περπατούσα, άτσαλα, δειλά. Ωστόσο ήμουνα περήφανος για το νέο σουλούπι* μου και κάθε τόσο έσκυφτα και καθάριζα με το χέρι τα παπούτσια μου κι έριχνα κλεφτές, φοβισμένες ματιές ολούθε* ν' αντιληφθώ πού βρίσκομαι κι αν με προσέχουν οι περαστικοί. Μόλις βγήκα στην προκυμαία τα ξέχασα όλα, ακόμα και τη δειλία μου. Ήρθαν οι εντυπώσεις και με πήραν απαλά και με μερώσανε και δεν ήξερα τι να πρωτοδώ και τι να πρωτοχαρώ. Τη θάλασσα; Τα βαποράκια της Χαμιδιέ που σκίζανε το νερό δίχως να βουλιάζουν; Τα μεγάλα μαρμαρένια σπίτια, με τα ξύλινα κλειστά, όλο μυστήριο, μπαλκόνια τους; Τις καρότσες με το ρυθμικό χτύπο τους πάνω στο γρανιτένιο πλακόστρωτο; Τα τράμια* που τα σέρνανε άλογα; Ή όλον εκείνον το χαρωπό, ξέγνοιαστο κόσμο που μπαινόβγαινε με σαματά* στις λέσχες και στα καφενεία κι έμοιαζε να ζει πανηγύρι; κι όχι μια κοινή, καθημερινή μέρα δουλειάς! Στάθηκα άκρη άκρη στο μουράγιο, βόλεψα τα χέρια μου στις τσέπες κι έμεινα εκειδά εντυπωσιασμένος. Τα κύματα ανεβοκατεβαίνανε και καθώς ένιφταν* τις μαλτεζόπετρες σκορπούσανε μια ανεσημιά* που μοσκοβόλαγε θαλασσινά. Μύδια, εκατομμύρια μύδια ήταν σφηνωμένα πάνω στις σιδερένιες τραβέρσες* που συγκρατούσαν τις Σκάλες. Αυτές οι Σκάλες, η Εγγλέζικη Σκάλα, η Καινούρια Σκάλα, η Μακριά Σκάλα, λες κι ήταν τα χέρια του μεγάλου λιμανιού. Εδώ γινόταν το μπάρκο· * έφευγε ο βλογημένος καρπός της Ανατολής για τις ξένες χώρες κι έμπαινε το χρυσάφι. «Λέγε, Εμμανουήλ, τι γνωρίζεις διά το χρυσόμαλλον δέρας;» Δάσκαλε, δε σ' αποκρίθηκα κατά που πρόσμενες κείνη τη μέρα. Τώρα όμως εδώ καταλαβαίνω την ερώτησή σου, ζωντανεύουν μπρος στα μάτια μου όλες οι ιστορίες που μου διηγήθηκες, καθαρές, στρωτές, παρμένες θαρρείς από τη Χρηστομάθειά* μας. Όμως από κοντά έρχονται χορεύοντας κι οι ζωηρές ιστορίες που άκουσα για τη Σμύρνη από τον παιχνιδιάτορα* το Χρίστο. Τις έλεγε στα πανηγύρια μας κρούοντας το σάζι* του, ένα μακρύ ίσαμ' ένα μέτρο όργανο, που λαλούσε σαν Θεός και μεις τα παιδιά λαχταρούσαμε: «Αχ, πότε θα τηνε γνωρίσουμε τούτη την πολιτεία!».
Οι άνθρωποι στη Σμύρνη μιλούσανε όλοι ελληνικά, ακόμα κι οι Τούρκοι κι οι Λεβαντίνοι κι οι Οβραίοι κι οι Αρμεναίοι. Στο Φραγκομαχαλά ωστόσο, πολλά μεγάλα καταστήματα είχανε ξενικά ονόματα που δεν τα καταλάβαινα: «Κοντουάρ», «Λουβρ», «Μπον μαρσέ», «Παραντί ντε Νταμ» κι άλλα. Και τι δεν έβρισκες σε τούτα τα μαγαζιά! Από παραδείσια φτερά για τα μαλλιά των γυναικών, μέχρι σκαρπίνια* για Σταχτοπούτες. Και παιχνίδια, όμορφα κουρντιστά παιχνίδια! Πόσο ευτυχισμένα θα 'πρεπε να 'ναι εδώ τα παιδιά και πόσο παραχαϊδεμένες οι γυναίκες! Τράβηξα ίσια στην Αγια-Φωτεινή κι άναψα στη χάρη της το κεράκι που μου παράγγειλε η μάνα μου. Κι ύστερα καρφώθηκα να βλέπω και να μη χορταίνω το καμπαναριό. Είκοσι μέτρα μπόι, τέσσερα πατώματα, όλο μάρμαρο. Κι ανάγλυφος ο Χριστός να κάθεται στο πηγάδι και να τα λέει με τη Σαμαρείτιδα. Κι οι καμπάνες φανταχτερές, γλυκόλαλες, δώρο των μεγάλων δουκώνε της Ρωσίας, και κατάκορφα, στον τρούλο, ο χρυσός σταυρός να λάμπει στον ήλιο, παρηγοριά και σκέπη για τους ραγιάδες, που το 'χαν καύχημα, γιατί ο σταυρός έστεκε πιο ψηλά από την ημισέληνο που ήταν στημένη στο μιναρέ του Ισάρ τζαμί. Εκειδά πλάι στον περίβολο της Αγια-Φωτεινής βρήκα και την Ευαγγελική Σχολή. Είχα κάνει όνειρο να μπω εδώ μέσα, κι ο δάσκαλός μου ο Πυθαγόρας Λάριος με σιγοντάριζε.* Μα ο πατέρας μου τόνε πρόγκηξε: «Κυρ δάσκαλε, να με συμπαθάς. Αεροκοπανιτζή* δεν τόνε θέλω τον υγιό μου. Εμείς είμαστερεσπέρηδες* και χρειαζούμαστε χέρια.». Μόλις άκουσα την καμπάνα της Αγια-Φωτεινής να χτυπάει δώδεκα, τινάχτηκα. Μπρε για πότε μεσημεριάστηκα; Είπα να βιαστώ, να τρέξω για τη δουλειά, μα θυμήθηκα πως δεν είχα να δώσω λόγο σε κανένα, μιας κι ήμουνα, για πρώτη φορά, αυτεξούσιος, και τότες μ' έπιασε τρελή χαρά. Χώθηκα μέσα στο πλήθος, στο τσαρσί* κι έπινα τσιτσιμπίρια και σερμπέτια* κόκκινα και πράσινα «μπουζ-γκιμπί, κεκίκ-σουγιού»,* και χαιρόμουνα που σπαταλούσα τα λίγα τεσσαράκια που μου 'βαλε στην τσέπη η μάνα μου, κρυφά απ' τον πατέρα. Ύστερα κάτι με σταμάτησε· ο χωριάτης στιμέρνει* τον ακριβοκερδισμένο παρά. Κι είπα να πάω κατευθείαν στο μαγαζί του κυρ Μιχαλάκη Χατζησταυρή, να σιγουρέψω τη θέση μου και συνεχίζω έπειτα το σουλάτσο.* Τόνε βρήκα τον κυρ φατόρο* πάνω στην άψα* της δουλειάς. Τέτοιες μέρες που κατέβαιναν οι χωριάτες να πουλήσουνε τη σοδειά τους, οι εμπόροι δεν κλείνανε. Μόλις μπήκα στο στενόμακρο μαγαζί με τα πολλά πατάρια, με πήρε από τη μύτη η γνώριμη γλυκόστυφη μυρουδιά της σταφίδας και του σύκου. Ο Χατζησταυρής στεκότανε καταμεσής και ζύγιαζε, όλο φροντίδα. Εργάτες με χαμαλίκες* στην πλάτη μπαινοβγαίνανε από το πίσω πορτί, όπου ήταν το ντάμι· * εκεί αφήνανε τις καμήλες, τουςαραμπάδες,* τα γαϊδούρια και τις βοϊδάμαξές τους. Δυο ξυπόλητοι χαμάληδες, με δασά γυμνά τα στήθια, σήκωναν στον ώμο τη μανέλα* που πάνω κει κρεμόταν το καντάρι.* Ο Χατζη- σταυρής μ' ολοστρόγγυλη κοιλίτσα, διπλά προγούλια και ολοκόκκινα, σαν βουτυρωμένα, μάγουλα ξεφώνιζε τις οκάδες.* Είχε μάτι ξύπνιο που σπίθιζε κι έπαιζε ολούθε ακούραστο. Τα χέρια και τα ποδάρια του, πολύ αδύνατα ανάλογα με το σώμα, τον κάνανε να μοιάζει με βάτραχο. Όλες οι κινήσεις του και η σβελτάδα* του κι οι τρόποι του δείχνανε πως είχε δουλέψει κι η αφεντιά του παραγιός.* Και τόντις,* όπως έμαθα αργότερα, παραγιός ήτανε κάποτες, μα ήξερε σου λέει ν' αρπάζει την περίσταση και συνεταιρίστηκε με το Σελήμ εφέντη και πατούσανε κι οι δυο, με το ελεύθερο, πάνω σε καρδιές και σε πορτοφόλια, κι από κει και πέρα τα βολέψανε κι έρεε το χρήμα. Πλησίασα τον κυρ Μιχαλάκη, του μίλησα θαρρετά, του 'δωκα και το συστατικό γράμμα που είχα από τη δημογεροντία* του χωριού μας. Αυτό το γράμμα πολύ τον εκολάκεψε, γιατί τ' άρεζε να τον υπολογίζουνε οι ισχυροί. Με ξέταξε με ματιά που τρύπωσε ίσαμε την ψυχή. - Ναι, ξέρω, έκανε, μου μίλησαν κι άλλοι για σένα. Θα σε κρατήσω. Με βολεύει που ξέρεις τα τούρκικα. Αύριο πρωί έλα να πιάσεις δουλειά, να σε δοκιμάσω και τα ξαναλέμε για την πλερωμή. Όταν βγήκα έξω πετούσα από χαρά· αν είχα μουστάκι θα το 'στριβα, τόσο ένιωθα άντρας. Τώρα μπορούσα να χαρώ τη μέρα μου, την πρώτη και μοναδική λεύτερη και ξέγνοιαστη μέρα της ζωής μου. Ώρες ολόκληρες τριγύριζα μέσα στα μπεζεστένια* και στα σοκάκια της Σμύρνης, ίσαμε που με βρήκε η νύχτα. Εργάτες με μακριά ραβδιά ανάβανε τα φανάρια του γκαζιού. Ομορφοστολισμένες κυράδες κατεβαίνανε με τις καρότσες τους για τις λέσχες, τα προβέγγερα και τις «γιαβάν σουπέδες».*Κοπέλες ξεντεκολτεδιασμένες,* μελαψές και πεταχτές σεργιανούσανε, γελούσανε, κορτάρανε. Ζευγάρια εύθυμα αγοράζανε λουλούδια. Στα καφενεία παίζανε μουσικές, τραγουδούσανε πολιτάκια και γκαρσόνια πηγαινοφέρνανε δίσκους με καραφάκια και μεζέδες. Η προκυμαία μοσχοβολούσε ούζο, αγγουράκι, τηγανητό κρέας και θαλασσινά. Μασουλίζανε οι καθιστοί, κι οι σουλατσαδόροι σπόρους,τσεμπλεμπούδες,* παγωμένα αμύγδαλα, λιμπινάρια,* μα και γλασσάδες* και ζαχαρωτά και γλειφιτζούρια. Τα σπίτια, ακόμα και στους απόμακρους μαχαλάδες, ανοιχτά, συντροφεμένα. Στις πόρτες καθισμένες φαμελιές* είχαν στρωμένο εύθυμο λακιρντί.* Δε μου 'κανε καρδιά να πάω για ύπνο. Είχα μόλις γνωριστεί με τη Σμύρνη και μου φαινότανε πως γεννήθηκα κι έζησα εδώ τα δεκάξι χρόνια της ζωής μου. Όταν έπεσα να κοιμηθώ, στριφογύριζα και της μίλαγα σαν ερωτευμένος. "Είσαι όμορφη, το ξέρεις; Είσαι πολύ όμορφη!" Εδώ στη Σμύρνη θα μπορούσα να κάνω όνειρα, όσα όνειρα ήθελα, δίχως να τρώω ξύλο...
Δ. Σωτηρίου, Ματωμένα χώματα, Κέδρος
* σκιάχτηκα: φοβήθηκα * χάνι: πανδοχείο * ζεμπίλι: σάκος * αντρέσα: διεύθυνση * ντρίλινο: από φτηνό βαμβακερό ύφασμα *φράγκικο: γαλλικό * κανάρες: μακριά πόδια (κανιά) * σουλούπι: εμφάνιση * ολούθε: παντού * τράμια: μέσα μεταφοράς, τραμ* σαματάς: θόρυβος * ένιφταν: έπλεναν * ανεσημιά: ανάσα * τραβέρσες: στηρίγματα * μπάρκο: φόρτωση του εμπορεύματος στα πλοία * Χρηστομάθεια: διδακτικό βιβλίο με ηθοπλαστικά διηγήματα * παιχνιδιάτορας: οργανοπαίκτης * σάζι: κρουστό μουσικό όργανο * σκαρπίνια: παπούτσια * σιγοντάριζε: ενθάρρυνε * αεροκοπανιτζής: αργόσχολος * ρεσπέρηδες: αγρότες *τσαρσί: αγορά * τσιτσιμπίρια και σερμπέτια: αρωματικά ποτά * «μπουζγκιμπί, κεκίκ-σουγιού»: παγωμένοι χυμοί *στιμέρνει: εκτιμά, υπολογίζει * σουλάτσο: περίπατος * κυρ φατόρο: το αφεντικό * άψα: ένταση * ντάμι: ζυγαριά *αραμπάδες: κάρα * μανέλα: μοχλός * καντάρι: ζυγαριά * οκά: μονάδα βάρους * σβελτάδα: γρηγοράδα * παραγιός: βοηθός τεχνίτη, υπηρέτης * τόντις: πραγματικά * δημογεροντία: αιρετοί άρχοντες της ελληνικής κοινότητας * μπεζεστένια: στεγασμένες αγορές * προβέγγερα και «γιαβάν σουπέδες»: εσπερινές κοινωνικές συγκεντρώσεις για ψυχαγωγία *ξεντεκολτεδιασμένες: με αποκαλυπτικά ντεκολτέ * τσεμπλεμπούδες: στραγάλια * λιμπινάρια: σπόρια από λούπινα *γλασσάδες: παγωτά * φαμελιές: οικογένειες * λακιρντί: κουβέντα, κουτσομπολιό
|
|