Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου (1931-1996)
Ars Poetica |
Το ποίημα θέλω να είναι νύχτα, περιπλάνηση σε ξεμοναχιασμένους δρόμους και σε αρτηρίες όπου η ζωή χορεύει. Θέλω να είναι αγώνας, όχι μια μουσική που λύνεται μα πάθος για την μέσα έκφραση μιας ασυναρτησίας μιας αταξίας που θα γίνει παρανάλωμα αν δεν τα παίξουμε όλα για όλα. |
Όταν οι άλλοι, αδιάφοροι, με σιγουριά ξοδεύονται άσκοπα ή ετοιμάζονται το βράδυ να πεθάνουν, όλη τη νύχτα ψάχνω για ψηφίδες αδιάφθορες μες στον μονόλογο τον καθημερινό κι ας είναι οι πιο φθαρμένες. Να φεγγρίζουν μες στο πυκνό σκοτάδι τους σαν τ' αχαμνά ζωύφια τυχαίες, σκοτωμένες απ' το νόημα με αίσθημα ποτισμένες. |
(Ο δύσκολος θάνατος, 1978)
Ποιήματα ποιητικής
Της Σταυρούλας Ηλία //
https://fractal685.rssing.com/chan-55881143/article182-live.html
(...)
Ξεκινώντας από το ποίημα του Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου: «Ars Poetica» (Ποιητική Τέχνη)
θα διερευνηθεί ο τρόπος σύνθεσης-σύλληψης, η στάση του δημιουργού απέναντι στην ποίηση και η σχέση του με την ποιητική τέχνη.
Στην πρώτη στροφή
Έτσι στην πρώτη στροφή του ποιήματος παρουσιάζεται η επιθυμία του ποιητικού υποκειμένου αναφορικά με το βάθος και την έκταση του ποιητικού Λόγου.
Παράλληλα, εκφράζονται οι ανησυχίες και οι προβληματισμοί του δημιουργού για το αποτέλεσμα αυτής της σύλληψης:
«Το ποίημα θέλω να είναι νύχτα,[…] η ζωή χορεύει».
Εδώ με βάση μία νυχτερινή εικόνα από τη ζωή της πόλης, εκφράζονται τα «θέλω» του ποιητή:
μακριά από το φως της ημέρας, μυστικά, κρυφά και σκοτεινά δημιουργείται το ποίημα, αφού η έμπνευση «περιπλανηθεί» σε έρημους-μοναχικούς δρόμους ή ακόμη και σε κεντρικές οδούς με θόρυβο και κίνηση στις οποίες «βουίζει» η ζωή.
Φανταζόμαστε τον ποιητή να τριγυρνά νύχτα στους δρόμους της πόλης, μέσα σε μοναχικά σοκάκια ή αντίθετα πολύβουες λεωφόρους, «όπου η ζωή χορεύει»-χαρακτηριστική προσωποποίηση- να λαμβάνει ερεθίσματα, ούτως ώστε να προκύψει η γένεση του ποιήματος.
Ο Ασλάνογλου θεωρεί πως το ποίημα μπορεί να γεννηθεί είτε σε συνθήκες μοναξιάς είτε αντίθετα μέσα σε κόσμο, αρκεί πρώτα να έχει προηγηθεί η περιπλάνηση, το ταξίδι του νου και των αισθήσεων στον εσωτερικό του κόσμο ή στο εξωτερικό περιβάλλον.
«Θέλω να είναι αγώνας,[…] όλα για όλα».
Το ποίημα ως αγώνας, ως σκληρή προσπάθεια έκφρασης των συναισθημάτων, ένα πραγματικό πάθος εξωτερίκευσης των πιο μύχιων σκέψεων, κυρίως των ανορθόδοξων και ασυνάρτητων.
Δεν επιθυμεί η ποίηση να λειτουργεί σαν μια σύνθεση που έχει βασιστεί στους μουσικούς κανόνες και την αρμονία.
Η πραγματική ποίηση δεν μπορεί να κινείται μέσα σε καλούπια, διότι έτσι χάνει το νόημά της κι αυτοακυρώνεται.
Κι αν ο ποιητής αδυνατεί να εκφραστεί τότε υπάρχει ο κίνδυνος της καταστροφής, συγκεκριμένα της αυτοκαταστροφής.
Στη δεύτερη στροφή:
Ο Ασλάνογλου στη δεύτερη στροφή περνά στο «σημαίνον», στα μέσα διατύπωσης της ποίησης, στο καθαρά γλωσσικό κομμάτι, τις λέξεις.
Οι λέξεις
Παρουσιάζει λοιπόν, μέσω της αντίθεσης ανάμεσα στο τι κάνουν οι άλλοι, οι μη ποιητές, και στο πώς λειτουργεί εκείνος ,τον τρόπο εκλογής των λέξεων, που αποτελούν το όχημα εκφοράς του ποιητικού Λόγου.
Έτσι ενώ οι άλλοι ξοδεύουν άσκοπα τη ζωή τους, μη γνωρίζοντας πώς να ζουν πραγματικά-εξαιρετικά παραστατική η μεταφορά «ετοιμάζονται το βράδυ να πεθάνουν»-ο ποιητής αναζητεί όλη τη νύχτα ψηφίδες, λέξεις δηλαδή -στην ουσία ζητεί παράταση ζωής- που θα διατυπώσουν όσο πληρέστερα γίνεται τις σκέψεις του.
Κι αυτό είναι πολύ δύσκολο κομμάτι, επειδή αυτές οι λέξεις πρέπει να είναι άφθαρτες-όχι αγοραίες-αλλά παράλληλα μπορεί να είναι κι εξαιρετικά κοινότοπες, συνηθισμένες, «φθαρμένες».
Μονόλογος καθημερινός είναι η αίσθηση της προσωπικής-μοναχικής προσπάθειας, της οποίας βέβαια έχει απόλυτη συνείδηση ο ποιητής, καίτοι είναι υποχρεωμένος να ζει ως κοινωνικό ον:
«Όταν οι άλλοι, αδιάφοροι, […] πιο φθαρμένες».
Ο ποιητής αναζητά λέξεις φωτεινές, ξεχωριστές αλλά και τυχαίες, λέξεις ευρισκόμενες στο περιθώριο του καθημερινού λεξιλογίου, μα οπωσδήποτε πρέπει να εκπέμπουν συναισθήματα και κυρίως να διαθέτουν τη δύναμη να τα εκφράσουν.
Η αντίθεση-μεταφορά που χρησιμοποιεί: «να φεγγίζουν στο πυκνό σκοτάδι» δηλώνει την αμοιβαία σχέση ανάμεσα στον ίδιο και το υλικό του, οι λέξεις που τελικά αυτός επιλέγει φαίνεται να τον έχουν κι αυτές με τη σειρά τους επιλέξει, τονίζοντας τη μαγική λειτουργία της ποίησης: να αναδεικνύει και τις πλέον τετριμμένες λέξεις, «σαν τα αχαμνά ζωύφια»-αντιποιητική παρομοίωση- να τις καθιστά σημαίνουσες, ζωντανές:
«Να φεγγίζουν […] ποτισμένες».
Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου «Ars Poetica»
Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου «Η ποίηση δε μας αλλάζει»
24 ~ Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου: Οι ποιητές είναι πουλιά που πετούν
*
*
*
*
*
*
*
*
(αφιερωματικό τεύχος στον ποιητή). Είναι αποσπάσματα από συνέντευξη
που έδωσε ο Ν-Α.Α. στους Θ.Λάλα και Λ.Ταγματάρχη και
πρωτοδημοσιεύθηκε στο Βήμα, στις αρχές του 1991
(Λύντια Στεφάνου. Το πρόβλημα της μεθόδου στη μελέτη της ποίησης, Κάλβος, 1972, σ. 13-22)
Παράλληλα Κείμενα |
Ποιήματα για την Ποίηση στα Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας:
- Κωνσταντίνος Καβάφης, Το πρώτο σκαλί (Γ ' Γυμνασίου).
- Κάρολος Μπωντλαίρ, Άλμπατρος, (μετ. Αλέξανδρου Μπάρα, Γ' Γυμνασίου και Νεότερη Ευρωπαϊκή
Λογοτεχνία, Β' Λυκείου, όπου και η μετάφραση του Νίκου Φωκά). - Αντρέας Εμπειρίκος, Ο πλόκαμος της Αλταμίρας (απόσπασμα, Α' Λυκείου).
- Νίκος Εγγονόπουλος, Νέα περί του θανάτου του ποιητού Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα... (Α' Λυκείου).
- Γιώργος Σαραντάρης, Δεν είμαστε ποιητές σημαίνει... (Α' Λυκείου).
- Κωνσταντίνος Καβάφης, Νέοι της Σιδώνος, 400 μ.Χ. (Β' Λυκείου).
- Τάκης Σινόπουλος, Ο καιόμενος (Β' Λυκείου).
- Κώστας Καρυωτάκης, Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων (Β' Λυκείου).
- Τίτος Πατρίκιος, Οφειλή (Β' Λυκείου).
- Μίλτος Σαχτούρης, Ο στρατιώτης ποιητής (Γ' Λυκείου).
- Κώστας Καρυωτάκης, [Είμαστε κάτι...] (Γ' Λυκείου).
Τα ποιήματα που ανθολογούνται στη συνέχεια, φωτίζουν και άλλες πλευρές του θέματος «Ποιήματα για την ποίηση» που δεν καλύπτονται από την κυρίως ενότητα. Επίσης δίνουν τη δυνατότητα να παρακολουθήσει κανείς μέσα από ενδεικτική ανθολόγηση το πώς αντιμετωπίζει το θέμα η πιο πρό σφατη ποιητική παραγωγή. |
Γιάννης Ρίτσος (1909-1990)
Το χρέος των ποιητών |
Πολλά ποιήματα είναι ποτάμια. Άλλα είναι χαμολούλουδα σε βραδινό κάμπο. Άλλα είναι σαν πέτρες που δε χτίζουν τίποτα. |
Πολλοί στίχοι είναι σα στρατιώτες έτοιμοι για τη μάχη. Άλλοι σα λιποτάχτες κρυμμένοι πίσω απ' τ' ανθισμένα δέντρα. Άλλοι σαν άγνωστοι στρατιώτες που δεν έχουν πρόσωπο. |
Πολλά ποιήματα φωνάζουν δυνατά χωρίς ν' ακούγονται. Άλλα σωπαίνουνε με σταυρωμένα χέρια άλλα σταυρώνονται και μιλούν σταυρωμένα. |
Πολλοί στίχοι είναι σαν εργαλεία, εργαλεία σκουριασμένα, ριγμένα στο χώμα κι άλλα καινούργια που δουλεύουν το χώμα. |
Πολλά ποιήματα είναι σαν όπλα όπλα πεταμένα στο χώμα κι όπλα στραμμένα στην καρδιά του εχθρού. |
Πολλοί στίχοι στέκονται πίσω απ' τη σιωπή σαν τα χλωμά παιδιά πίσω απ' τα τζάμια ενός ορφανοτροφείου — κοιτάζουν μακριά μες στη βροχή — δεν ξέρουν τι να κάνουν, πού να πάνε. |
Πολλά ποιήματα είναι σα δέντρα άλλα σαν κυπαρίσσια σ' ένα λιόγερμα θλίψης άλλα σα δέντρα οπωροφόρα σ' ένα κολχόζ. |
Πολλοί στίχοι είναι σαν πόρτες — πόρτες κλειστές σ' ερημωμένα σπίτια και πόρτες ανοιχτές σε ήμερες συγυρισμένες ψυχές. |
Είναι και μαύρες πόρτες καμένες σε μία πυρκαϊά, κι άλλες τιναγμένες από μιαν έκρηξη κι άλλες που μεταφέρουν ένα σκοτωμένο σύντροφο. |
Υπάρχουν ποιήματα που καλπάζουν μες στο χρόνο σαν το κόκκινο ιππικό του Σμύρνενσκη ποιήματα καβαλάρηδες που αφήνουν τα γκέμια και πιάνουν την αξίνα. |
Πολλά ποιήματα γονατίζουν στη μέση του δρόμου, πολλά ποιήματα άνεργα μ' αδούλευτα χέρια, πολλά ποιήματα εργάτες που ξεπερνούν χίλιες φορές τη νόρμα τους. |
Υπάρχουν στίχοι σα δαντέλες στο λαιμό των κοριτσιών ή σα δακτυλιδόπετρες με μικρές μυστικές παραστάσεις κι άλλοι που πλαταγίζουν ψηλά σα ρωμαλέες σημαίες. |
Πολλά ποιήματα μένουν αργά τη νύχτα στην ερημιά· βρέχουν κάθε τόσο τα τέσσερα δάκτυλα των στίχων τους σ' ένα ρυάκι, ύστερα χάνονται ονειροπαρμένα μες στο δάσος και πια δεν επιστρέφουν. |
Πολλοί στίχοι είναι σαν αργυρές κλωστές δεμένες στα καμπανάκια των άστρων — αν τους τραβήξεις, μια ασημένια κωδωνοκρουσία δονεί τον ορίζοντα. |
Πολλά ποιήματα βουλιάζουν μες στην ίδια τους τη λάμψη, περήφανα ποιήματα· δεν καταδέχονται τίποτα να πουν. Ξέρω πολλά ποιήματα που πνίγηκαν στο χρυσό πηγάδι της σελήνης. |
Ένα σωστό ποίημα ποτέ δεν καθυστερεί σε μια γωνιά του ρεμβασμού. Είναι πάντα στην ώρα του σαν τον συνειδητό, πρόθυμο εργάτη είναι ένας έτοιμος στρατιώτης που λέει παρών στο πρώτο κάλεσμα της εποχής του. |
Κάποτε οι ποιητές μοιάζουν με πουλιά στο δάσος του χρόνου, οι άλμπατρος του Μπωντλαίρ, τα κοράκια του Πόε, κάποτε σα σπουργίτια μες στο χιόνι ή σαν αητοί ψηλά σ' απόκρημνα ιδανικά. |
Υπάρχουν και ποιήματα όμορφα σαν τα πουλιά Γκλουχάρ — το Μάη και τον Απρίλη πνίγονται μες στο ίδιο τους ερωτικό τραγούδι πνίγονται μες στη μελωδία τους και κουφαίνονται. |
Το Μάη και τον Απρίλη τα χαράματα μες στην κρυστάλλινη δροσιά του δάσους βγαίνουν οι κυνηγοί με τα ντουφέκια τους και τα γκλουχάρ δεν τους ακούνε. |
Το νου σας σύντροφοι ποιητές, αδέλφια μου, ας κρατάμε τ' αυτί μας στυλωμένο στο γυαλί της σιωπής — τα βήματα του εχθρού και του φίλου μας μοιάζουν στο θαμπόφωτο του δάσους. Πρέπει να διακρίνουμε. |
Το νου σας σύντροφοι ποιητές, μη και βουλιάξουμε μέσα στο τραγούδι μας μη και μας εύρει ανέτοιμους η μεγάλη ώρα — ένας ποιητής δίνει παρών στο πρώτο κάλεσμα της εποχής του. |
Αλλιώς θα μείνουν τα τραγούδια μας πάνω απ' τις σκάλες των αιώνων ταριχευμένα, ωραία κι ανώφελα πουλιά σαν τα γκλουχάρ εκείνα τα γαλαζόμαυρα μες στους βασιλικούς διαδρόμους της Μπίστριτζας. |
Σαν τα γκλουχάρ εκείνα με τα δυο φτερά τα σταυρωμένα, σιωπηλά πένθιμα ταριχευμένα — διακόσμηση ξένων παλατιών — με τα μάτια δυο μάταιες στρογγυλές απορίες κάτω απ' τα κόκκινα φρύδια τους. |
Το νου σας σύντροφοι ποιητές, — ένας ποιητής είναι ένας εργάτης στο πόστο του, ένας στρατιώτης στη βάρδια του, ένας υπεύθυνος αρχηγός μπροστά στις δημοκρατικές στρατιές των στίχων του. |
(Τα επικαιρικά, Βάρνα, 20-6-58)
Νικηφόρος Βρεττάκος (1912-1991)
Αν δε μου ’δινες την ποίηση Κύριε |
Αν δε μου 'δίνες την ποίηση, Κύριε, δε θα 'χα τίποτα για να ζήσω αυτά τα χωράφια δε θα 'ταν δικά μου. Ενώ τώρα ευτύχησα να 'χω μηλιές, να πετάξουνε κλώνους οι πέτρες μου, να γιομίσουνε οι φούχτες μου ήλιο, η έρημος μου λαό, τα περιβόλια μου αηδόνια. |
Λοιπόν πώς σου φαίνονται; Είδες τα στάχυα μου, Κύριε; Είδες τ' αμπέλια μου; είδες τι όμορφα που πέφτει το φως στις γαλήνιες κοιλάδες μου; Κι έχω ακόμη καιρό! Δεν ξεχέρσωσα όλο το χώρο μου, Κύριε. Μ' ανασκάφτει ο πόνος μου κι ο κλήρος μου μεγαλώνει. Ασωτεύω το γέλιο μου σαν ψωμί που μοιράζεται Ωστόσο Δεν ξοδεύω τον ήλιο σου άδικα. Δεν πετώ ούτε ψίχουλο απ' ό,τι μου δίνεις γιατί σκέφτομαι την ερμιά και τις κατεβασιές του χειμώνα. Γιατί θα 'ρθει το βράδυ μου. Γιατί φτάνει όπου να 'ναι το βράδυ μου, Κύριε, και πρέπει να 'χω κάμει πριν φύγω την καλύβα μου εκκλησιά για τους τσοπάνηδες της αγάπης. |
(Ο χρόνος και το ποτάμι, 1957)
Νίκος Φωκάς (γεν. 1927)
Ο κάκτος |
Με χρώμα γέρικου παχύδερμου απ' τη σκόνη Μέρος κι εκείνος ενός σκουπιδαριού, Ο κάκτος που θεωρείτο νεκρός Άνθισε μετά από εννέα χρόνια. |
Πράγματι, το τρομερό φύλλο με τις βελόνες (Ένα ανάμεσα σε δώδεκα Καθώς αποτελούσε τμήμα Ενός πανίσχυρου συστήματος) |
Πέταξε από την κόψη του μοναδικό Το βαθυκόκκινο άνθος που, Έξω από το σύστημα σχεδόν, Θαρρείς ανήκε σε δικό του σύστημα |
Έτσι καθώς ακροβατούσε στο κενό Στην παρυφή του φύλλου, Σε δηλωμένη και χρωματική και ποιοτική Προς τον κάκτο αντίθεση. |
Η εν λόγω συστηματική διαφωνία Δεν είχ' άλλο ενδιαφέρον Παρά μόνο σαν ποίηση Σαν ακραία δυνατότητα μιας άνοιξης... |
(Προβολέας στα μάτια, Κρύσταλλο, 1985)
Άρης Αλεξάνδρου (1922-1978)
Η αναμμένη λάμπα |
Εσείς που υπακούτε σε κυβερνήσεις και Π.Γ. σαν τους νεοσύλλεκτους στο σιωπητήριο θ' αναγνωρίσετε μια μέρα πως η ποσότητα της πίκρας έτσι που νότιζε τούς τοίχους του κελιού ήταν αναπόφευκτο να φτάσει στην ποιοτική μεταβολή της και ν' ακουστεί σαν ουρλιαχτό σαν εκπυρσοκρότηση. |
Εσείς που άλλα λέγατε στους φίλους σας κι άλλα στην καθοδήγηση θ' αναγνωρίσετε μια μέρα πως εγώ ήμουνα μονάχα παραλήπτης των όσων μου 'στελναν γραμμένα με λεμόνι οι φυλακισμένοι και των δυο ημισφαιρίων. Αν μου πρέπει τιμή είναι που είχα πάντοτε τη λάμπα αναμμένη μέσα στην κάμαρά μου κι έκανα την εμφάνιση των μυστικών τους μηνυμάτων κρατώντας τις λογοκριμένες τους γραφές πάνω από τη φλόγα. |
(Ευθύτης οδών, 1947-1952)
*
Ντίνος Χριστιανόπουλος (γεν. 1931)
Εγκαταλείπω την ποίηση |
Εγκαταλείπω την ποίηση δε θα πει προδοσία, δε θα πει ανοίγω ένα παράθυρο για τη συναλλαγή. Τέλειωσαν πια τα πρελούδια, ήρθε η ώρα του κατακλυσμού· όσοι δεν είναι αρκετά κολασμένοι πρέπει επιτέλους να σωπάσουν, να δουν με τι καινούριους τρόπους μπορούν να απαυδήσουν στη ζωή. |
Εγκαταλείπω την ποίηση δε θα πει προδοσία. Να μη με κατηγορήσουν για ευκολία, πως δεν έσκαψα βαθιά, πως δε βύθισα το μαχαίρι στα πιο γυμνά μου κόκαλα· όμως είμαι άνθρωπος και γω, επιτέλους κουράστηκα, πώς το λένε, κούραση πιο τρομαχτική από την ποίηση υπάρχει; |
Εγκαταλείπω την ποίηση δε θα πει προδοσία· βρίσκει κανείς τόσους τρόπους να επιμεληθεί την καταστροφή του. |
(Ποιήματα, «Διαγώνιος», 1985)
*
Βύρων Λεοντάρης (γεν. 1932)
[Τις λέξεις κουρταλώ και δε μου ανοίγουν] |
Τις λέξεις κουρταλώ και δε μου ανοίγουν γιατί πια δεν τις κατοικούν τα βάσανά μας. Τις εγκατέλειψαν σάμπως να επίκειται σεισμός ή έκρηξη. Ανάσα και χειρονομιά καμμιά μέσ' στα αδειανά φωνήεντα κι ούτε ένα τρίξιμο απ' τα σύμφωνα και μήτε τρέμισμα κορμιού ή κεριού και μήτε σάλεμα σκιών στους τοίχους. |
Ο κόσμος μετακόμισε στο απάνθρωπο βολεύτηκε σ' αυτή την προσφυγιά πήρε μαζί του για εικονίσματα φωτογραφίες δημίων όργανα βασανιστηρίων για φυλαχτά μιλάει μόνο με σήματα μέσ' στην οχλαγωγία της ερημιάς στις φαντασμαγορίες του τίποτε. Έτσι κι εμείς αδειάσαμε και μας ψεκάσαν με αναισθητικό έτσι που αποξενωθήκαμε απ' τον πόνο — αυτό δα είναι κι αν είναι αποξένωση... — κι η ποίηση έγινε κραυγή έξω απ' τον πόνο. Σμιλεύουμε σμιλεύουμε πληγές σκαρώνοντας μνημεία και μπιμπελό Αλλά το τρομερό καραδοκεί. |
Ό,τι δεν είναι τέχνη μέσ' στην τέχνη αυτό το ανθρώπινο αυτό κι εμάς κι αυτήν θα μας ξεκάνει. |
(Εν γη αλμυρά, 1996)
*
Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ (γεν. 1939)
Ο τζίτζικας
(Ενάντιος έρωτας, Κέδρος, 1982)
*
Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου (1931-1996)
Ars Poetica |
Το ποίημα θέλω να είναι νύχτα, περιπλάνηση σε ξεμοναχιασμένους δρόμους και σε αρτηρίες όπου η ζωή χορεύει. Θέλω να είναι αγώνας, όχι μια μουσική που λύνεται μα πάθος για την μέσα έκφραση μιας ασυναρτησίας μιας αταξίας που θα γίνει παρανάλωμα αν δεν τα παίξουμε όλα για όλα. |
Όταν οι άλλοι, αδιάφοροι, με σιγουριά ξοδεύονται άσκοπα ή ετοιμάζονται το βράδυ να πεθάνουν, όλη τη νύχτα ψάχνω για ψηφίδες αδιάφθορες μες στον μονόλογο τον καθημερινό κι ας είναι οι πιο φθαρμένες. Να φεγγρίζουν μες στο πυκνό σκοτάδι τους σαν τ' αχαμνά ζωύφια τυχαίες, σκοτωμένες απ' το νόημα με αίσθημα ποτισμένες. |
(Ο δύσκολος θάνατος, 1978)
Η ποίηση δε μας αλλάζει |
Η ποίηση δε μας αλλάζει τη ζωή το ίδιο σφίξιμο, ο κόμπος της βροχής η καταχνιά της πόλης σα βραδιάζει. |
Δε σταματά τη σήψη που προχώρησε δε θεραπεύει τα παλιά μας λάθη |
Η ποίηση καθυστερεί τη μεταμόρφωση κάνει πιο δύσκολη την καθημερινή μας πράξη. |
(Νοσοκομείο εκστρατείας, 1972)
Θωμάς Γκόρπας (γεν. 1935)
Ποίηση |
Ποίηση ανάμνηση από φίλντισι περίπατος τα ξημερώματα άναμμα τσιγάρου κατά λάθος από φεγγάρι χαρταετός που ξέφυγε απ' τα χέρια παιδιού κλάμα παιδιού στη μέση πανηγυριού φιλία ανάμεσα σε δυο προδοσίες κλωνάρι που ταξιδεύει δασκάλα μόνη μελαγχολική στο διάλειμμα ένα βιολί που παίζει μοναχό του αριθμός 7 της καρδιάς τα μέσα φυλλώματα χαλκός χαλκωματένια χαλκωματάς — όλα τα παλιά γυαλίζω χρυσάφι για όλους ή για κανένα πόλη που κυριεύτηκε άδεια μετά μακρά πολιορκία παλιές φωτογραφίες και μακρυμπάνι της μνήμης πεταλούδα που γλιτώνει απ' τη φωτιά φωτιά που γλιτώνει απ' τα νερά χαρά που γλιτώνει απ' τα γεράματα βιολέτες σ' άσπρο λαιμό άσπρο άλογο που τρέχει σε μαύρο ουρανό μαύρος ήλιος καλοκαιρινός άσπρος ήλιος χειμωνιάτικος λεμόνι κάρβουνο γλυκό του κουταλιού νύχτα στρωμένη τσιγάρα λέξεις. |
(Ποίηση '76, 1976)
*
Αργύρης Χιόνης (γεν. 1943)
[«Κούφον γαρ χρήμα»] |
Β' |
Είναι κάτι πρεσβυωπικά γερόντια οι ποιητές μονάχα μακριά μπορούν να δουν Μακριά στο παρελθόν μακριά στο μέλλον τα πράγματα τα κοντινά δεν τα διακρίνουν παραπατούν σκοντάφτουνε τρικλίζουν τα χέρια απλώνουνε ψαχουλευτά πασχίζουν σαν την τυφλόμυγα πού βρίσκονται να βρουν |
Το σήμερα μαντίλι γύρω από τα μάτια τους δεμένο. |
Δ' |
Η ποίηση πρέπει να 'ναι Ένα ζαχαρωμένο βότσαλο Πάνω που θα 'χεις γλυκαθεί Να σπας τα δόντια σου. |
(Τύποι ήλων, 1978)
*
Γιάννης Κοντός (γεν. 1943)
Το φαρμακείο
(Ανωνύμου Μοναχού, Κέδρος 1985)
*
Μιχάλης Γκανάς (γεν. 1944)
[Το ποίημα έρχεται από μακριά...] |
Το ποίημα έρχεται από μακριά δεν ξέρεις αν χορεύει ή παραπατάει. |
Μοιάζει ανάρρωση γλυκειά με απουσίες δικαιολογημένες μέρα που λείπουν όλοι από το σπίτι κι οι θόρυβοι ακούγονται αχνά μέσα και έξω από το σώμα. Ο ήλιος συνομήλικος και σκασιάρχης καπνίζει σιωπή και φυσάει γύρη στο δωμάτιο. |
Σιγά σιγά το ποίημα μεγαλώνει με πόνους με χαρές και λύπες και ξανά χαρές ώσπου κάποτε βλέπει τις πρώτες άσπρες λέξεις και τυφλώνεται. |
Με τέσσερις αισθήσεις γυρίζει ή με έξι ραβδοσκοπώντας φλέβες τ' ουρανού ώσπου σκοντάφτει στον προτελευταίο στίχο. |
Αυτός ο στίχος είναι αχθοφόρος που σηκώνει στις πλάτες του το ποίημα και σταθερός βατήρας για τον τελευταίο στίχο που παίρνει φόρα και πηδάει στο κενό. Ο τελευταίος στίχος δεν μένει πάντα τελευταίος. Κάποτε γίνεται ο πρώτος στίχος ενός ποιήματος που γράφει κάποιος αναγνώστης. |
*
Γιάννης Πατίλης (γεν. 1947)
[Υπάρχω για να ληστεύω την ανυπαρξία] |
Υπάρχω για να ληστεύω την ανυπαρξία. Από κει κουβαλάω με κόπο Υπέροχα ποιήματα. Είναι διάφανα, φωτεινά κι ανέκφραστα. Αλλά στο δρόμο μού πέφτουνε, σπάνε. Τα μπαλώνω, τα κολλάω με λέξεις. Με λέξεις που οι άνθρωποι λένε. Μ' αυτά που ξέρω, που βλέπω κι ακούω. Και τα χαλάω μ' αυτό που υπάρχει. |
(Ζεστό μεσημέρι, Αθήνα 1984)
*
Γιώργος Μαρκόπουλος (γεν. 1951)
Τα ποιήματα, ένα ποτάμι, ο ποιητής |
Τα ποιήματα είναι τόσο δύσκολα, το ξέρετε. Και αν σηκώσεις τις λέξεις, είναι τόσο θλιμμένα σαν δάχτυλα που πόνεσες μια νύχτα με αγωνίες. |
Ένα ποτάμι είναι ένας ξένος που κρύβεται, το ξέρετε. Την ημέρα πηγαίνει στη θάλασσα. Το απόγευμα λουφάζει ακίνητο σαν αγρίμι που πέρασαν δίπλα του κυνηγοί. |
Ο ποιητής, ένας δήθεν αδιάφορος που κρύβει τα χέρια του στις τσέπες. |
(Οι πυροτεχνουργοί, 1979)
Ποιήματα ποιητικής
Της Σταυρούλας Ηλία // *
Στόχος της παρούσας είναι η παρουσίαση τριών ποιημάτων ποιητικής, ποιημάτων δηλαδή που έχουν θέμα τους την ποιητική τέχνη και την καλλιτεχνική δημιουργία γενικότερα, καθώς και του τρόπου μέσω του οποίου οι συγκεκριμένοι δημιουργοί περιγράφουν τη διαδικασία γένεσης ή πρόσληψης της ποίησης.
Επιπλέον θα γίνει απόπειρα συγκριτικής αποτίμησης αυτών των ποιημάτων, ως προς τη συγκεκριμένη διαδικασία.
Ομολογουμένως η επιλογή αποτέλεσε σχετικά δύσκολη υπόθεση, δεδομένης της ύπαρξης αναρίθμητων αξιόλογων ποιημάτων που εντάσσονται στη συγκεκριμένη θεματική.
Έτσι απολύτως ενδεικτικά μπορούν να αναφερθούν τα εξής:
αρχικά βέβαια τα κλασσικά όπως:
Κ. Καβάφης «Το πρώτο σκαλί», «Εκόμισα εις την Τέχνην» «Καισαρίων» και «Μελαγχολία του Ιάσονος Κλεάνδρου…»[1] Κ. Καρυωτάκης «Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων», «Μικρή ασυμφωνία εις Α Μείζον», «Είμαστε κάτι..», «Σταδιοδρομία»,[2] Γ. Σκαρίμπας «Χορός συρτός»,[3] Μ. Αναγνωστάκης «Επίλογος»,[4] Οδ. Ελύτης «Μικρή Πράσινη θάλασσα»,[5]Μ. Σαχτούρης «Ο ελεγκτής»,[6] Γ. Ρίτσος «Το χρέος των ποιητών»,[7] Γ. Παυλόπουλος «Τα αντικλείδια» [8]
αλλά και κάποια άλλα λιγότερα γνωστά ίσως όπως
: Θ. Γκόρπας «Ποίηση»,[9] Α. Χιόνης «Κούφον γαρ χρήμα», [10]Ν. Βαγενάς «Η μούσα»,[11] Ηλ .Λάγιος «Ο θαυματοποιός» [12]
(επίσης ενδεικτική αναφορά).
Επειδή από την αρχή ήμουν αποφασισμένη να μην ασχοληθώ με τους «κλασσικούς» Καβάφη, Καρυωτάκη, Ελύτη κλπ, τελικά κατέληξα στους παρακάτω δημιουργούς και τα σχετικά σύγχρονα ποιήματά τους:
ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ-ΣΧΕΤΙΚΑ ΣΥΓΧΡΟΝΑ-
1) Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου: «Ars Poetica»
Το ποίημα θέλω να είναι νύχτα, περιπλάνηση
σε ξεμοναχιασμένους δρόμους και σε αρτηρίες
όπου η ζωή χορεύει. Θέλω να είναι
αγώνας, όχι μουσική που λύνεται
μα πάθος για την μέσα έκφραση μιας ασυναρτησίας
μιας αταξίας που θα γίνει παρανάλωμα
αν δεν τα παίξουμε όλα για όλα.
Όταν οι άλλοι, αδιάφοροι, με σιγουριά
ξοδεύονται άσκοπα ή ετοιμάζονται το βράδυ
να πεθάνουν, όλη τη νύχτα ψάχνω για ψηφίδες
αδιάφθορες μες στον μονόλογο τον καθημερινό
κι ας είναι οι πιο φθαρμένες. Να φεγγρίζουν
μες στο πυκνό σκοτάδι τους σαν τ’ αχαμνά ζωύφια
τυχαίες, σκοτωμένες απ’ το νόημα
με αίσθημα ποτισμένες.[13]
2) Γιώργος Μαρκόπουλος: «Τα ποιήματα, ένα ποτάμι, ο ποιητής»
Τα ποιήματα είναι τόσο δύσκολα, το ξέρετε.
Και αν σηκώσεις τις λέξεις, είναι τόσο θλιμμένα
σαν δάχτυλα που πόνεσες μια νύχτα με αγωνίες.
Ένα ποτάμι είναι ένας ξένος που κρύβεται, το ξέρετε.
Την ημέρα πηγαίνει στη θάλασσα.
Το απόγευμα λουφάζει ακίνητο
σαν αγρίμι που πέρασαν δίπλα του κυνηγοί.
Ο ποιητής, ένας δήθεν αδιάφορος
που κρύβει τα χέρια του στις τσέπες.[14]
3) Γιάννης Κουβαράς :«In vino veritas»
Κι ο ποιητής αμπελουργός
φυτεύει σειρές τους στίχους του
στις χέρσες αυλακιές του χαρτιού
-τούτο εστί το αίμα του-
το Αμετάληπτο.[15]
Σχόλια για τα παραπάνω:
Και τα τρία αυτά ποιήματα εντάσσονται στον κύκλο ποιήματα για την ποίηση ή ποιήματα ποιητικής εφόσον διαπραγματεύονται τον τρόπο γένεσης του ποιητικού κειμένου, την ποιητική σύλληψη και τη μεταμόρφωσή της σε ποιητικό Λόγο.
Ξεκινώντας από το ποίημα του Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου: «Ars Poetica» (Ποιητική Τέχνη) θα διερευνηθεί ο τρόπος σύνθεσης-σύλληψης, η στάση του δημιουργού απέναντι στην ποίηση και η σχέση του με την ποιητική τέχνη.
Έτσι στην πρώτη στροφή του ποιήματος παρουσιάζεται η επιθυμία του ποιητικού υποκειμένου αναφορικά με το βάθος και την έκταση του ποιητικού Λόγου.
Παράλληλα, εκφράζονται οι ανησυχίες και οι προβληματισμοί του δημιουργού για το αποτέλεσμα αυτής της σύλληψης: «Το ποίημα θέλω να είναι νύχτα,[…] η ζωή χορεύει». Εδώ με βάση μία νυχτερινή εικόνα από τη ζωή της πόλης, εκφράζονται τα «θέλω» του ποιητή: μακριά από το φως της ημέρας, μυστικά, κρυφά και σκοτεινά δημιουργείται το ποίημα, αφού η έμπνευση «περιπλανηθεί» σε έρημους-μοναχικούς δρόμους ή ακόμη και σε κεντρικές οδούς με θόρυβο και κίνηση στις οποίες «βουίζει» η ζωή.
Φανταζόμαστε τον ποιητή να τριγυρνά νύχτα στους δρόμους της πόλης, μέσα σε μοναχικά σοκάκια ή αντίθετα πολύβουες λεωφόρους, «όπου η ζωή χορεύει»-χαρακτηριστική προσωποποίηση- να λαμβάνει ερεθίσματα, ούτως ώστε να προκύψει η γένεση του ποιήματος.
Ο Ασλάνογλου θεωρεί πως το ποίημα μπορεί να γεννηθεί είτε σε συνθήκες μοναξιάς είτε αντίθετα μέσα σε κόσμο, αρκεί πρώτα να έχει προηγηθεί η περιπλάνηση, το ταξίδι του νου και των αισθήσεων στον εσωτερικό του κόσμο ή στο εξωτερικό περιβάλλον.
«Θέλω να είναι αγώνας,[…] όλα για όλα».
Το ποίημα ως αγώνας, ως σκληρή προσπάθεια έκφρασης των συναισθημάτων, ένα πραγματικό πάθος εξωτερίκευσης των πιο μύχιων σκέψεων, κυρίως των ανορθόδοξων και ασυνάρτητων. Δεν επιθυμεί η ποίηση να λειτουργεί σαν μια σύνθεση που έχει βασιστεί στους μουσικούς κανόνες και την αρμονία.
Η πραγματική ποίηση δεν μπορεί να κινείται μέσα σε καλούπια, διότι έτσι χάνει το νόημά της κι αυτοακυρώνεται. Κι αν ο ποιητής αδυνατεί να εκφραστεί τότε υπάρχει ο κίνδυνος της καταστροφής, συγκεκριμένα της αυτοκαταστροφής.
Ο Ασλάνογλου στη δεύτερη στροφή περνά στο «σημαίνον», στα μέσα διατύπωσης της ποίησης, στο καθαρά γλωσσικό κομμάτι, τις λέξεις. Παρουσιάζει λοιπόν, μέσω της αντίθεσης ανάμεσα στο τι κάνουν οι άλλοι, οι μη ποιητές, και στο πώς λειτουργεί εκείνος ,τον τρόπο εκλογής των λέξεων, που αποτελούν το όχημα εκφοράς του ποιητικού Λόγου.
Έτσι ενώ οι άλλοι ξοδεύουν άσκοπα τη ζωή τους, μη γνωρίζοντας πώς να ζουν πραγματικά-εξαιρετικά παραστατική η μεταφορά «ετοιμάζονται το βράδυ να πεθάνουν»-ο ποιητής αναζητεί όλη τη νύχτα ψηφίδες, λέξεις δηλαδή -στην ουσία ζητεί παράταση ζωής- που θα διατυπώσουν όσο πληρέστερα γίνεται τις σκέψεις του.
Κι αυτό είναι πολύ δύσκολο κομμάτι, επειδή αυτές οι λέξεις πρέπει να είναι άφθαρτες-όχι αγοραίες-αλλά παράλληλα μπορεί να είναι κι εξαιρετικά κοινότοπες, συνηθισμένες, «φθαρμένες».
Μονόλογος καθημερινός είναι η αίσθηση της προσωπικής-μοναχικής προσπάθειας, της οποίας βέβαια έχει απόλυτη συνείδηση ο ποιητής, καίτοι είναι υποχρεωμένος να ζει ως κοινωνικό ον: «Όταν οι άλλοι, αδιάφοροι, […] πιο φθαρμένες».
Ο ποιητής αναζητά λέξεις φωτεινές, ξεχωριστές αλλά και τυχαίες, λέξεις ευρισκόμενες στο περιθώριο του καθημερινού λεξιλογίου, μα οπωσδήποτε πρέπει να εκπέμπουν συναισθήματα και κυρίως να διαθέτουν τη δύναμη να τα εκφράσουν.
Η αντίθεση-μεταφορά που χρησιμοποιεί: «να φεγγίζουν στο πυκνό σκοτάδι» δηλώνει την αμοιβαία σχέση ανάμεσα στον ίδιο και το υλικό του, οι λέξεις που τελικά αυτός επιλέγει φαίνεται να τον έχουν κι αυτές με τη σειρά τους επιλέξει, τονίζοντας τη μαγική λειτουργία της ποίησης: να αναδεικνύει και τις πλέον τετριμμένες λέξεις, «σαν τα αχαμνά ζωύφια»-αντιποιητική παρομοίωση- να τις καθιστά σημαίνουσες, ζωντανές:
«Να φεγγίζουν […] ποτισμένες».
Συνεχίζω με το ποίημα του Μαρκόπουλου, ένα ποίημα ποιητικής το οποίο παρουσιάζει τη δυσκολία της ποιητικής δημιουργίας και τη στάση του ποιητή απέναντι στην ιδέα και την πράξη της σύλληψης (κοινή θεματική και των τριών ποιημάτων).
Στην πρώτη στροφή παρουσιάζεται η δυσκολία της πράξης της γραφής, η οποία διαμεσολαβείται στους αναγνώστες με τη χρήση του β΄ πληθυντικού προσώπου.
Οι λέξεις κρύβουν θλίψη, η γραφή είναι μια επίπονη διαδικασία, η οποία παρομοιάζεται με μια νύχτα αγωνίας και ψυχικής οδύνης «σαν δάχτυλα που πόνεσες».
Η οικειότητα του β΄ ενικού προσώπου εντάσσει κάθε άνθρωπο στη γνώση αυτή, τον κάνει κοινωνό της αγωνίας και του μόχθου του ποιητή. Αυτός ο συνεχής μόχθος εξαντλεί το ποιητικό υποκείμενο, αφού αναμετράται με τις πλέον επώδυνες εμπειρίες και τα συναισθήματα που οποιοσδήποτε άλλος, μη ποιητής, θα προτιμούσε να απωθήσει. «Τα ποιήματα είναι [….] με αγωνίες».
Η δεύτερη στροφή του ποιήματος αναφέρεται στα στοιχεία της έμπνευσης, της σύλληψης του ποιητικού κειμένου. Αυτή η έμπνευση- η πιο σημαντική ίσως στιγμή της ποιητικής λειτουργίας-περιλαμβάνει τα βιώματα, τις εμπειρίες, τις αναμνήσεις και τα συναισθήματα του ποιητή, τα οποία επιδρούν επάνω του καταλυτικά.
Είναι μια διαδικασία επεξεργασίας όλων των παραπάνω στοιχείων που αποτελούν την ιδιαίτερη και μοναδική φυσιογνωμία του, το «είναι» του. Το ποτάμι συμβολίζει το υλικό από το οποίο αντλεί τη θεματική του, τον χώρο επεξεργασίας του, την καθημερινότητά του. Όλα αυτά τον υποστηρίζουν στη δημιουργία της τέχνης του.
Με την παρομοίωση του αγριμιού, που επιχειρεί με την ακινησία του να διαφύγει την προσοχή των κυνηγών, ο ποιητής παρουσιάζει τη δυσκολία αξιοποίησης του υλικού που είναι κρυμμένο στο μυαλό του, ως απόρροια των βιωμάτων του, αφού «το ποτάμι είναι ένας ξένος που κρύβεται»(προσωποποίηση).
Η ανάδυση αυτού του κρυφού υλικού στην επιφάνεια και η χρησιμοποίησή του συνιστά διαδικασία απαιτητική κι επίπονη, αφού η ρευστότητά του είναι παρόμοια με εκείνη του υγρού στοιχείου του ποταμού. «Την ημέρα [….] κυνηγοί».
Η καταληκτική στροφή του ποιήματος εκθέτει τη στάση του ποιητή απέναντι στην ίδια του τη ζωή και συνεκδοχικά απέναντι στην ποίηση, αφού ζωή και ποίηση ταυτίζονται. Στέκεται με τα χέρια στις τσέπες, δήθεν αδιάφορος. Προσποιείται πως αδιαφορεί, μα στην πραγματικότητα παρατηρεί όλα όσα συμβαίνουν γύρω του.
Βρίσκεται σε μια συνεχή επαγρύπνηση προκειμένου να μετουσιώσει τα στοιχεία που υποπίπτουν στην αντίληψή του σε ποιητικό Λόγο: «Ο ποιητής, […] στις τσέπες».
Στο τρίτο και τελευταίο προς ανάλυση ποίημα «Στο κρασί βρίσκεται η αλήθεια», παρομοιάζεται το ποιητικό κείμενο με τον οίνο. Η φράση του τίτλου παραπέμπει στην κύρια λειτουργία της ποίησης που είναι η καταγραφή της αλήθειας.
Ο ποιητής παρομοιάζεται με αμπελουργό που φυτεύει τα αμπέλια-στίχους του στο χέρσο έδαφος –κόλλα χαρτί.. Τα αμπέλια- στίχοι αντικατοπτρίζουν την αλήθεια όχι μόνο του ποιητικού υποκειμένου αλλά και του αναγνώστη ο οποίος καλείται να αναμετρηθεί κι αυτός με τον εαυτό του και να προχωρήσει στην αναζήτηση της δικής του προσωπικής αλήθειας.
Έτσι η αλήθεια (α στερητικό +λήθη) παρουσιάζεται αφενός ως ζητούμενο της ποιητικής σύλληψης κι αφετέρου ως ζητούμενο της αναγνωστικής ευαισθησίας. Η αναφορά στη χέρσα γη οπωσδήποτε συσχετίζεται με την τεράστια δυσκολία «τιθάσευσης» των στίχων, προκειμένου να προχωρήσει ανεμπόδιστα η καταγραφή της αλήθειας.
Απαιτείται όμως συνεχής προσπάθεια προς την κατεύθυνση αυτή, διότι η ποιητική έμπνευση και η κατάθεση μεστού ποιητικού Λόγου, προϋποθέτει τον μόχθο και τον αδιάκοπο αγώνα του ποιητή.
Οι συσχετίσεις ανάμεσα στον οίνο και την ποίηση συνεχίζονται με την αναφορά στη θρησκευτική χρήση του κρασιού και στους συμβολισμούς που αυτή η χρήση αξιοποιεί.
Έτσι οι στίχοι του ποιητή, τα πνευματικά του παιδιά, είναι το αίμα του, η ίδια του η ζωή. Παρόλα αυτά, το αίμα του ποιητή παραμένει «Αμετάληπτο». Αυτό σημαίνει πως η θυσία του, η προσπάθειά του να κυριαρχήσει στις λέξεις και να προσφέρει γυμνή την αλήθεια, η σημαντική αυτή προσφορά του προς την κοινωνία δε βρίσκει την ανταπόκριση που θα έπρεπε από το αναγνωστικό κοινό.
Επομένως η ποιητική δημιουργία δεν εκτιμάται όσο πραγματικά το αξίζει κι αυτό το γεγονός προβληματίζει και λυπεί τον ποιητή.
Σχετικά με τη συγκριτική αποτίμηση των τριών επιλεγμένων ποιημάτων έχει καταστεί σαφές πως έχουν κοινή θεματική:
περιγράφουν τον τρόπο γένεσης του ποιήματος, παρουσιάζουν την αγωνία, τους φόβους, την ψυχική οδύνη και τον τεράστιο μόχθο των ποιητών προκειμένου να εμπνευστούν, να συλλάβουν την ιδέα και να τη μετουσιώσουν σε ποιητικό Λόγο.
Έγινε βέβαια πολύς λόγος για την επίπονη, σχεδόν επώδυνη αυτή διαδικασία και τους τρόπους που μετέρχεται έκαστος των ποιητών προκειμένου να την αποδώσει έχοντας απειλητικό «τον φόβο του λευκού χαρτιού».
Τα εκφραστικά μέσα που χρησιμοποιούν είναι τα πάμπολλα σχήματα λόγου: μεταφορές, παρομοιώσεις, προσωποποιήσεις, οι αντιθέσεις και οι υπερρεαλιστικές-σε κάποιες περιπτώσεις-εικόνες π.χ ενδεικτικά: «ο ποιητής αμπελουργός φυτεύει σειρές τους στίχους του».
Επιπλέον η γλώσσα των ποιημάτων είναι εξαιρετικά παραστατική, ζωντανή, εκφραστική, αλληγορική, υπαινικτική στα όρια του σουρεαλιστικού.
Η γραφή εμφανίζεται ελλειπτική, χαρακτηριστικό της μοντέρνας ποιητικής.
Η αυτοαναφορικότητα κι η εξομολογητική διάθεση –εννοείται- αποτελούν βασικά στοιχεία και των τριών ποιημάτων.
Ο Ασλάνογλου, έχοντας συνείδηση της ιδιαιτερότητάς του, ξεχωρίζει τον εαυτό του από τους υπόλοιπους που καταναλώνουν τη ζωή τους, τονίζοντας με αυτήν την αντίθεση το προσωπικό του δράμα, τη συναισθηματική του ένταση προκειμένου να βρει τις κατάλληλες λέξεις-ψηφίδες για να εκφραστεί.
Ο Μαρκόπουλος απευθύνεται στους αναγνώστες, με την επιθυμία να τους καταστήσει κοινωνούς στη δική του προσωπική ,συναισθηματική φόρτιση, στην αγωνία του, που αφορά στη δημιουργία του ποιήματος
. Τέλος ο Κουβαράς στο ολιγόστιχο ποίημά του χρησιμοποιεί την παρομοίωση-παραβολή προκειμένου να αποδώσει αφενός τον μόχθο του ποιητή, με μια έντονη εικόνα από τη φύση κι αφετέρου να δηλώσει πως η ποίηση ταυτίζεται με την αλήθεια, αφού αλληγορικά και με όρους συσχέτισης «in vino veritas» (στοιχείο που δεν παρουσιάζεται τόσο εμφατικά στα δύο προηγούμενα ποιήματα).
Εν κατακλείδι
Οι τρεις ποιητές στην προσπάθειά τους να τιθασεύσουν τις προσωπικές τους χίμαιρες προβληματίζονται κι αγωνιούν -σχεδόν με βουβή απελπισία- όχι μόνο για το δικό τους προσωπικό ποιητικό παρόν και μέλλον αλλά και γενικότερα της Ποίησης ως αξία ζωής και ύψιστης καλλιτεχνικής έκφρασης.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Αναγνωστάκης Μ., Τα ποιήματα 1941-1971, Νεφέλη, Αθήνα, 2000.
- Ασλάνογλου Ν.Α., Ο δύσκολος θάνατος, Νεφέλη, Αθήνα, 1978.
- Βαγενάς Ν., Σκοτεινές μπαλάντες και άλλα ποιήματα, Κέδρος, Αθήνα, 2001.
- Βαρελάς Λ., κ.ά., Γράμματα Νεοελληνική Φιλολογία(19ος και 20ός αιώνας).Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία 19ος και 20ός αιώνας, Εγχειρίδιο Μελέτης, ΕΑΠ, Πάτρα,2008.
- Γκόρπας Θ., Τα ποιήματα, Κέδρος, Αθήνα,2006.
- Ελύτης Ο., Φωτόδεντρο και η Δέκατη Τέταρτη Ομορφιά, Ίκαρος, Αθήνα,1971.
- Καβάφης Κ Π., Τα ποιήματα(1896-1933),Ύψιλον,Αθήνα,1990.
- Καρυωτάκης Κ., Τα ποιήματα, φιλολογική επιμέλεια Γ. Π. Σαββίδη, Νεφέλη, Αθήνα, 1992.
- Κουβαράς Γ., Επί πτερύγων βιβλίων. Κριτικά σχεδιάσματα 1987-1994, Σοκόλης, Αθήνα, 1995.
- Λάγιος Η., Το βιβλίο της Μαριάννας, Ίκαρος, Αθήνα, 1993.
- Μαρκόπουλος Γ , Οι πυροτεχνουργοί, Εγνατία, Θεσσαλονίκη, 1979.
- Παυλόπουλος Γ.Τα αντικλείδια, Στιγμή, Αθήνα,1988.
- Ρίτσος Γ., Ποιήματα, Κέδρος, Αθήνα,1978.
- Σαχτούρης Μ., Τα φάσματα ή η χαρά στον άλλο δρόμο, Ίκαρος, Αθήνα 1958.
- Σκαρίμπας Γ., Εαυτούληδες, Μαυρίδης,Αθήνα,1950.
- Χιόνης Α., Τύποι ήλων, Εγνατία, Θεσσαλονίκη,1978.
[1] Κωνσταντίνος Π. Καβάφης, Ποιήματα(1896-1933),εκδ. Ύψιλον, Αθήνα 1990.
[2] Κώστας Γ. Καρυωτάκης, Ποιήματα, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1992.
[3] Γιάννης Σκαρίμπας, Εαυτούληδες ,εκδ. Μαυρίδη, Αθήνα 1950.
[4] Μανώλης Αναγνωστάκης, Τα ποιήματα 1941-1971,εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 2000.
[5] Οδυσσέας Ελύτης, Φωτόδεντρο και η Δέκατη Τέταρτη Ομορφιά, εκδ .Ίκαρος Αθήνα 1971.
[6] Μίλτος Σαχτούρης, Τα φάσματα ή η χαρά στον άλλο δρόμο ,εκδ .Ίκαρος, Αθήνα 1958.
[7] Γιάννης Ρίτσος, Ποιήματα, εκδ .Κέδρος, Αθήνα 1978.
[8] Γιώργος Παυλόπουλος, Τα αντικλείδια, εκδ.Στιγμή,Αθήνα1988.
[9] Θωμάς Γκόρπας, Τα ποιήματα, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2006.
[10] Αργύρης Χιόνης., Τύποι ήλων, εκδ. Εγνατία, Θεσσαλονίκη 1978.
[11] Νάσος Βαγενάς, Σκοτεινές μπαλάντες και άλλα ποιήματα, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2001.
[12] Ηλίας Λάγιος, Το βιβλίο της Μαριάννας, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1993
[13]Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, Ο δύσκολος θάνατος, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1978
[14] Γιώργος Μαρκόπουλος, Οι πυροτεχνουργοί, εκδ. Εγνατία, Θεσσαλονίκη 1979.
[15] Γιάννης Κουβαράς, Επί πτερύγων βιβλίων. Κριτικά σχεδιάσματα 1987-1994, εκδ. Σοκόλης, Αθήνα 1995.