Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2025

ΜΙΚΡΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ,BONSAI ,FLASH FICTION)

 ΜΙΚΡΟ ΔΙΗΓΗΜΑ

(BONSAI ,FLASH FICTION)


Η αισθητική της μικρής φόρμας στην αφήγηση

 

Το μικρό ή υπερμικρό διήγημα ή σύντομη αφήγηση, είναι μια σύντομη πεζογραφική φόρμα που τα βασικά της χαρακτηριστικά είναι η πλοκή και ο μικρός αριθμός λέξεων. Του έχουν αποδοθεί διάφορες ονομασίες: flash fiction, ιστορία ταχυδρομικής κάρτας μέχρι και διήγημα- αστραπήΤα τελευταία χρόνια το πεζογραφικό αυτό υποείδος του διηγήματος έχει πραγματοποιήσει μια εκπληκτική διαδρομή σε πολλές χώρες και γλώσσες, θυμίζοντάς μας την ανάλογη πορεία του χάικου εκτός Ιαπωνίας. Το είδος αυτό δεν θα μπορούσε βέβαια  να μην διαθέτει τους προγόνους του: αρχικά τα έργα του Αισώπου και αργότερα τα διηγήματα των: Τσέχωφ, Κάφκα, Μπόρχες, Λόβκραφτ, Μπράντμπερυ, Βόνεγκατ κ.ά.

Η συντομότερη ιστορία έξι λέξεων υπονοούμενης πλοκής, αποδίδεται στον Χέμινγουαιη: «Για πούλημα: παιδικά παπούτσια, εντελώς αφόρετα».


Το περιοδικό  «Πλανόδιον» εισηγήθηκε τον όρο «Μπονζάι», έναν πλατιά διαδεδομένο διεθνή φυτοκομικό όρο. Σύμφωνα με το λεξικό της «Βικιπαίδειας» το «Μπονζάι» είναι τέχνη. Είναι η τέχνη της αισθητικής σμίκρυνσης των δέντρων ή της ανάπτυξης ξυλωδών φυτών σε σχήμα δέντρου, πάντοτε σε φορητά δοχεία.

 

Ο Γιάννης Πατίλης ιδρυτής και ενεργό μέλος στο Πλανόδιον,

παρατηρεί ότι « οι  Ι­ΣΤΟ­ΡΙ­ΕΣ ΜΠΟΝ­ΖΑΙ συ­νι­στοῦν μυ­θο­πλα­σί­ες που δεν είναι ἁ­πλῶς καὶ μό­νον «μι­κρὰ» δι­η­γή­μα­τα, ἀλ­λὰ δι­η­γή­μα­τα γιὰ τὰ ὁ­ποῖ­α ἡ συ­νει­δη­τὴ ἐ­πι­δί­ω­ξη τῆς βρα­χύ­τη­τάς τους ἀ­πο­τε­λεῖ τὸν πρῶ­το s­i­ne q­ua n­on πα­ρά­γον­τα τοῦ εἴ­δους τους.»

Ο άλλος σημαντικός παράγοντας που προϋποθέτει μια ιστορία μπονζάι είναι η ισχυρή εντύπωση που αφήνει στην ψυχή του αναγνώστη.

Ως πατέρας του σύντομου διηγήματος θεωρείται σύμφωνα με τον Πατίλη, ο αμερικανός Εντγκαρ Αλλαν Πόε.

Η συν­το­μί­α όπως τόνιζε ο Πόε, ἔ­χει ἕ­ναν ἰ­δι­αί­τε­ρο σκο­πό: νὰ ἐ­ξα­σφα­λί­σει τὸ αἴ­σθη­μα τῆς ὁ­λό­τη­τας καὶ τῆς ἑ­νό­τη­τας τοῦ καλ­λι­τε­χνι­κοῦ ἔρ­γου – ποι­ό­τη­τες ποὺ κα­τα­στρέ­φον­ται, ὅ­πως ὑ­πο­στη­ρί­ζει, στὰ συ­νη­θι­σμέ­να μυ­θι­στο­ρή­μα­τα ὅ­πως καὶ στὰ με­γά­λα ἀ­φη­γη­μα­τι­κὰ ποι­ή­μα­τα. Ο ίδιος διατύπωσε την άποψη ότι «τὸ σω­στὸ λο­γο­τε­χνι­κὸ ἔρ­γο πρέ­πει νὰ μπο­ρεῖ νὰ δι­α­βα­στεῖ «in o­ne s­i­t­t­i­ng», δη­λα­δὴ «σὲ μιὰ μό­νο ἀ­νά­γνω­ση», «δια­μιᾶς», «μο­νο­ρού­φι», ἢ —σε μια λέ­ξη πρὸς λέ­ξη μετάφραση— «σὲ μιὰ κα­θι­σιά».

Ε­ὰν , συνεχίζει ο Πόε, «γιὰ τὴν ἀ­νά­γνω­σή του χρεια­στοῦν «δυ­ὸ κα­θι­σιές» («if t­wo s­i­t­t­i­n­gs be r­e­q­u­i­r­ed»­), ὑ­πει­σέρ­χον­ται στὴν πρόσ­λη­ψη τοῦ ἔρ­γου τὰ πράγ­μα­τα τοῦ κα­θ’ ἡ­μέ­ραν βί­ου καὶ κά­θε αἴ­σθη­μα ὁ­λό­τη­τας κα­τα­στρέ­φε­ται ἀ­μέ­σως.»

Αν αναλογιστούμε  στην εποχή που διανύουμε πόσο διαρκεί η «καθισιά» του σύγχρονου ανθρώπου θα απαντήσουμε προφανώς ότι διαρκεί πολύ λίγο.  

     Αυτό δεν σημαίνει ότι καταργείται βέβαια το καλό μυθιστόρημα «ὡς ἕ­να ἀ­πὸ τὰ σύμ­βο­λα τοῦ ἀ­γω­νι­ζό­με­νου γιὰ ψυ­χι­κὴ καὶ πνευ­μα­τι­κὴ ποι­ό­τη­τα νε­ω­τε­ρι­κοῦ ἀν­θρώ­που, μό­νο ποὺ ἐ­δῶ ἄλ­λες ἀ­ξί­ες, ὅ­πως εἶ­ναι ἡ ἀν­το­χὴ καὶ ἡ διά­ρκεια μέ­σῳ τῆς ἐ­πι­στρο­φῆς, δι­α­σώ­ζων­ται μέ­σα ἀ­πὸ ἄλ­λους δρό­μους τῆς γρα­φῆς.»

 

Συνοψίζοντας, αν ένα φυτό μπονσάι είναι ένα καλλιτεχνικό αντίγραφο ενός δέντρου σε μικρογραφία, κατά συνέπεια και ένα διήγημα μπονζάι είναι ένα καλλιτέχνημα σε μορφή μινιατούρας. Διότι «Το να φροντίζεις ένα μπονσάι είναι σαν να γράφεις. Το να γράφεις είναι σαν να φροντίζεις ένα μπονσάι». Είναι απαραίτητο να κατέχεις την τεχνική και να διαθέτεις την αισθητική της μικρής φόρμας.

palaiologoskonstantinos-mikrocuentoiminidiigima-eikona-01

Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος

Μι­κρο­c­u­e­n­to ἢ miniδιήγημα

06-sΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ὀ­νο­μά­ζε­ται μι­κρο­δι­ή­γη­μα, ἀλ­λὰ καὶ ὑ­πέρ­μι­κρο δι­ή­γη­μα, ὑ­πέρ­βρα­χυ δι­ή­γη­μα, μι­κρο­α­φή­γη­μα, ἱ­στο­ρί­α μπον­ζά­ι κ.λπ. Στὰ ἰ­σπα­νι­κά, ἀ­νά­λο­γα, οἱ προ­τει­νό­με­νες ὀ­νο­μα­σί­ες εἶ­ναι καὶ σὲ αὐ­τὴ τὴν πε­ρί­πτω­ση πολ­λές: mi­ni­cu­en­to, minir­rela­to, micror­rela­to, nano­cu­ento, re­la­to mí­ni­mo, tex­tí­cu­lo, cu­e­ntí­ni­mo κ.λπ. Ὅ­λοι αὐ­τοὶ οἱ ὄ­ροι προ­σπα­θοῦν νὰ ὁ­ρί­σουν ὄ­χι τό­σο τὴ μυ­θο­πλα­σί­α τοῦ σύν­το­μου (μὲ βά­ση τὸν ἀ­ριθ­μὸ τῶν λέ­ξε­ων) καὶ τοῦ φευ­γα­λέ­ου (μὲ ἀ­φορ­μὴ τὴν αἴ­σθη­ση ποὺ ἀ­φή­νει ἡ ἀ­νά­γνω­ση ἑ­νὸς τέ­τοι­ου κει­μέ­νου), ὅ­σο τὴν πε­ζο­γρα­φί­α τῆς ἀ­φαί­ρε­σης, τὴν πε­ζο­γρα­φί­α, δη­λα­δή, ποὺ ζη­τᾶ, σχε­δὸν ἀ­παι­τεῖ, ἀ­πὸ τὸν ἀ­να­γνώ­στη τὴν ἐ­νερ­γὴ συμ­με­το­χή του, ὥ­στε οὐ­σι­α­στι­κὰ νὰ εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νος ποὺ θὰ πλά­σει τὸ δι­κό του ἀ­φή­γη­μα παίρ­νον­τας ὡς ἀ­φορ­μὴ τὴ στοι­χει­ώ­δη ἱ­στο­ρί­α ποὺ τοῦ προ­σφέ­ρει ἡ 

        Τὸ μι­κρο­δι­ή­γη­μα μπο­ρεῖ νὰ εἶ­ναι ἕ­να σχε­τι­κὰ νέ­ο λο­γο­τε­χνι­κὸ εἶ­δος (τὸ τέ­ταρ­το ἀ­φη­γη­μα­τι­κό, με­τὰ τὸ μυ­θι­στό­ρη­μα, τὴ νου­βέ­λα καὶ τὸ δι­ή­γη­μα) τὸ ὁ­ποῖ­ο δὲν ἔ­χει κλεί­σει ἀ­κό­μα κα­λὰ-κα­λὰ τρεῖς δε­κα­ε­τί­ες ζω­ῆς, ἡ μι­κρὴ σὲ ἔ­κτα­ση ἀ­φή­γη­ση, ὅ­μως, ἔρ­χε­ται ἀ­πὸ τὸ πα­ρελ­θόν, δὲν ἀ­πο­τε­λεῖ φροῦ­το τῆς ἐ­πο­χῆς μας. Μὲ μυ­θο­πλα­στι­κὸ ἀλ­λὰ κυ­ρί­ως δι­δα­κτι­κὸ χα­ρα­κτή­ρα μᾶς εἶ­ναι γνω­στὴ ἀ­πὸ τὴν ἐ­πο­χὴ τοῦ Ἡ­σί­ο­δου καὶ τοῦ Αἰ­σώ­που γιὰ νὰ πε­ρά­σου­με, στὴ συ­νέ­χεια, στὸν Ἀ­πολ­λό­δω­ρο, τὰ πα­ρα­μύ­θια τῆς Ἀ­να­το­λῆς, τοὺς ἀρ­χαί­ους πα­ρα­δο­ξο­γρά­φους (Ἀ­πολ­λώ­νιο, Ἀν­τί­γο­νο κ.ἄ.), τοὺς λα­τί­νους συγ­γρα­φεῖς (Κι­κέ­ρω­να, Πε­τρώ­νιο κ.λπ.), τὸν Πλού­ταρ­χο, ἀρ­γό­τε­ρα τὸν Βο­κά­κιο, τὰ με­σαι­ω­νι­κὰ ἀ­σκη­τι­κὰ καὶ ἁ­γι­ο­λο­γι­κὰ κεί­με­να κ.λπ. Ἀ­πὸ τὰ μέ­σα του 19ου αἰ­ώ­να, ἀλ­λὰ ἀ­κό­μα πιὸ ἔν­το­να ἀ­πὸ τὶς ἀρ­χὲς τοῦ 20οῦ, συ­ναν­τοῦ­με δείγ­μα­τα ὑ­περ­σύν­το­μης λο­γο­τε­χνί­ας στὴ λο­γο­τε­χνι­κὴ πα­ρα­γω­γὴ πολ­λῶν χω­ρῶν (κυ­ρί­ως ἰ­σπα­νό­φω­νων, γαλ­λό­φω­νων καὶ ἀγ­γλό­φω­νων) μὲ κυ­ρι­ό­τε­ρους ἐκ­προ­σώ­πους τοὺς Ἔν­τγκαρ Ἄ­λαν Πό­ε, Χά­ου­αρντ Λάβ­κρα­φτ, Ρουμ­πὲν Ντα­ρί­ο, Βι­σέν­τε Οὐ­ϊ­δόμ­προ, Ραμ­πιν­τρα­νὰθ Ταγ­κόρ, Ζε­ρὰρ ντὲ Νερ­βὰλ κ.ἄ.

        Προ­ϊ­όν­τος τοῦ 20οῦ αἰ­ώ­να, ἡ σύν­το­μη ἀ­φή­γη­ση ἐμ­πλου­τί­ζε­ται μὲ τὴ συ­νει­σφο­ρὰ με­γά­λων ὀ­νο­μά­των τῆς εὐ­ρω­πα­ϊ­κῆς καὶ τῆς ἀ­με­ρι­κα­νι­κῆς ἠ­πεί­ρου: ἀ­να­φε­ρό­μα­στε σὲ ἐ­ξέ­χον­τες συγ­γρα­φεῖς ὅ­πως ὁ Ἄν­τον Τσέ­χοφ, ὁ Φρὰν­τς Κάφ­κα, ὁ Τό­μας Μπέρ­νχαρντ, ὁ Ἄμ­προ­ουζ Μπίρς, ὁ Χού­λιο Κορ­τά­σαρ, ὁ Ἔρ­νε­στ Χέ­μιν­γου­ε­ϊ, ὁ Τζὸν Ἀπ­ντά­ικ, ὁ Χο­σὲ Ἀ­ρε­ό­λα ἢ ὁ Χόρ­χε Λου­ὶς Μπόρ­χες.   Ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ συγ­κε­κρι­μέ­να τὴν ἰ­σπα­νό­γρα­φη μι­κρο­α­φή­γη­ση μὲ λο­γο­τε­χνι­κὲς φι­λο­δο­ξί­ες, αὐ­τὴ ἐμ­φα­νί­ζε­ται πε­ρὶ τὰ τέ­λη τοῦ 19ου αἰ­ώ­να καί, ἀ­κό­μα πιὸ δυ­να­μι­κά, στὶς ἀρ­χὲς τοῦ 20οῦ, συμ­πί­πτον­τας μὲ τὸ ἀ­πό­γει­ο τοῦ ἰ­σπα­νο­α­με­ρι­κά­νι­κου Συμ­βο­λι­σμοῦ (Mo­der­ni­smo hi­spa­no­a­me­ri­ca­no). Ἀ­νά­με­σα στοὺς πο­λὺ ση­μαν­τι­κοὺς συγ­γρα­φεῖς ποὺ ἀ­σχο­λή­θη­καν μὲ τὸ εἶ­δος ξε­χω­ρί­ζου­με τὸν Ρουμ­πὲν Ντα­ρί­ο ἀ­πὸ τὴ Νι­κα­ρά­γου­α (τὸ 1888 ἐκ­δί­δει τὸ Azul, τὸ πρῶ­το βι­βλί­ο στὴν ἰ­σπα­νι­κὴ γλώσ­σα ποὺ πε­ρι­λαμ­βά­νει βρα­χέ­α ἀ­φη­γή­μα­τα), τὸν Χο­σὲ Ἀν­τό­νιο Ρά­μος Σοῦ­κρε ἀ­πὸ τὴ Βε­νε­ζου­έ­λα καὶ τὸν Χι­λια­νὸ Βι­σέν­τε Οὐ­ϊ­δόμ­προ. Στὴν ἐ­ξέ­λι­ξη τοῦ 20οῦ αἰ­ώ­να, ὅ­πως ση­μει­ώ­σα­με καὶ προ­η­γου­μέ­νως, ἡ ἰ­σπα­νό­φω­νη μι­κρο­α­φή­γη­ση γνω­ρί­ζει ἐκ­πλη­κτι­κὴ ἄν­θι­ση, κυ­ρί­ως στὴν Ἰσπα­νί­α, τὴν Ἀρ­γεν­τι­νὴ καὶ τὸ Με­ξι­κό: Λε­ο­πόλ­δο Λου­γό­νες, Ἀλ­φόν­σο Ρέ­γες, Χου­ὰν Ρα­μὸν Χι­μέ­νεθ (βρα­βεῖ­ο Νομ­πὲλ Λο­γο­τε­χνί­ας τὸ 1956), Χού­λιο Τό­ρι, Ρα­μὸν Γκό­μεθ δὲ λὰ Σέρ­να, Ἀ­ου­γοῦ­στο Μον­τε­ρό­σο, Χόρ­χε Λου­ὶς Μπόρ­χες, Χού­λιο Κορ­τά­σαρ, Ἀν­τόλ­φο Μπι­ό­ι Κα­σά­ρες, Ἐ­δουά­ρδο Γκα­λε­ά­νο κα­θὼς καὶ πολ­λοὶ ἄλ­λοι δί­νουν στὸ εἶ­δος τέ­τοι­α ὤ­θη­ση, ὥ­στε μπο­ροῦ­με νὰ ἰ­σχυ­ρι­στοῦ­με βά­σι­μα ὅ­τι ἄλ­λα­ξαν τὴν ἱ­στο­ρί­α τῆς σύν­το­μης ἀ­φή­γη­σης παγ­κο­σμί­ως.

        Ἀ­πὸ τὴ δε­κα­ε­τί­α τοῦ 1980 καὶ ἐν­τεῦ­θεν, ὅ­ταν πλέ­ον κα­θι­ε­ρώ­νον­ται οἱ ὄ­ροι microrrelato καὶ minicuento (ἀ­πο­δό­σεις τοῦ ἀγ­γλι­κοῦ short short story), ἡ πα­ρα­γω­γὴ καὶ ἡ δη­μο­τι­κό­τη­τα τοῦ σύν­το­μου ἀ­φη­γή­μα­τος ἐ­κτο­ξεύ­θη­κε, παγ­κο­σμί­ως, σὲ ἐ­πί­πε­δα ποὺ κα­νεὶς δὲν φαν­τα­ζό­ταν μέ­χρι τό­τε. Φυ­σι­κά, στὴν ἐκ­πλη­κτι­κὴ ἄν­θι­ση τοῦ μι­κρο­δι­η­γή­μα­τος ἔ­παι­ξαν κα­τα­λυ­τι­κὸ ρό­λο καὶ οἱ νέ­ες τε­χνο­λο­γί­ες οἱ ὁ­ποῖ­ες, τό­σο σὲ ἐ­πί­πε­δο πα­ρα­γω­γῆς ὅ­σο καὶ σὲ ἐ­πί­πε­δο δι­ά­χυ­σης, ἐ­ξα­σφα­λί­ζουν τα­χεί­α δι­ά­δο­ση καὶ εὐ­ρεί­α ἀ­να­γνω­σι­μό­τη­τα. Εἶ­ναι ἑ­κα­τον­τά­δες οἱ δι­α­δι­κτυα­κὲς το­πο­θε­σί­ες ποὺ ἀ­σχο­λοῦν­ται μὲ τὸ μι­κρο­δι­ή­γη­μα καὶ δί­νουν βῆ­μα τό­σο σὲ νέ­ους καὶ ἄ­γνω­στους συγ­γρα­φεῖς (στὴν πλει­ο­νό­τη­τα τῶν πε­ρι­πτώ­σε­ων) ὅ­σο καὶ σὲ κα­τα­ξι­ω­μέ­νους πε­ζο­γρά­φους, ἐ­ξα­σφα­λί­ζον­τάς τους ταυ­τό­χρο­να πλα­τύ­τα­το κοι­νό. Δὲν λεί­πουν οἱ πε­ρι­πτώ­σεις ποὺ ἡ δι­ά­χυ­ση αὐ­τοῦ του εἴ­δους λο­γο­τε­χνί­ας γί­νε­ται μέ­σω twitter ἢ SMS, ἐ­νῶ ἕ­να πο­λὺ ση­μαν­τι­κὸ μέ­ρος αὐ­τῆς τῆς πα­ρα­γω­γῆς δὲν ἐκ­δί­δε­ται τε­λι­κὰ σὲ κα­μί­α ἀ­πὸ τὶς πα­ρα­δο­σια­κὲς ἔν­τυ­πες μορ­φὲς ἔκ­δο­σης (βι­βλί­ο, πε­ρι­ο­δι­κό, ἐ­φη­με­ρί­δα κ.λπ.).

        Ποι­ά εἶ­ναι ὅ­μως τὰ ἰ­δι­αί­τε­ρα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ τοῦ μι­κρο­δι­η­γή­μα­τος; Ἡ συν­το­μί­α εἶ­ναι, ἀ­ναμ­φί­βο­λα, τὸ πρῶ­το ἀ­πὸ αὐ­τά. Βέ­βαι­α δὲν ὑ­πάρ­χει συμ­φω­νί­α γιὰ τὸν ἀ­νώ­τα­το ἀ­ριθ­μὸ λέ­ξε­ων: Ἑ­κα­τό; Δι­α­κό­σι­ες; Πεν­τα­κό­σι­ες; Μιὰ σε­λί­δα; Δύ­ο; Με­ρι­κὲς γραμ­μὲς μό­νο; Τὸ ὅ­ριο εἶ­ναι συ­ζη­τή­σι­μο, ἄλ­λω­στε τὸ ση­μαν­τι­κὸ σὲ ἕ­να μι­κρο­δι­ή­γη­μα δὲν εἶ­ναι τό­σο τὸ νὰ πε­ρι­έ­χει λί­γες λέ­ξεις, ὅ­σο τὸ νὰ μὴν ἔ­χει πε­ρισ­σό­τε­ρες λέ­ξεις ἀ­πὸ ὅ­σες χρει­ά­ζον­ται.

         Τὸ δεύ­τε­ρο ση­μαν­τι­κὸ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ τοῦ μι­κρο­δι­η­γή­μα­τος εἶ­ναι ἡ ἀ­φη­γη­μα­τι­κό­τη­τα, δη­λα­δή, ὅ­σο μι­κρὴ καὶ ἂν εἶ­ναι ἡ ἔ­κτα­σή του εἶ­ναι προ­ο­ρι­σμέ­νο νὰ ἀ­φη­γη­θεῖ μιὰ ἱ­στο­ρί­α καὶ πρέ­πει νὰ τὴν ἀ­φη­γη­θεῖ μὲ ἔν­τα­ση, ἀ­φοῦ (ἀν­τί­θε­τα μὲ τὰ μυ­θι­στο­ρή­μα­τα) στὴ σύν­το­μη ἀ­φή­γη­ση δὲν ὑ­πάρ­χει χῶ­ρος γιὰ «φλυ­α­ρί­ες». Συ­νε­πῶς ἔ­χει πλο­κὴ (ἀλ­λὰ ὄ­χι πε­ρί­πλο­κη), συγ­κε­κρι­μέ­νο χῶ­ρο στὸν ὁ­ποῖ­ο ἐ­ξε­λίσ­σε­ται ἡ ἀ­φή­γη­ση (ἀλ­λὰ μὲ ἐ­λά­χι­στες ἢ κα­θό­λου πε­ρι­γρα­φὲς) καὶ χα­ρα­κτῆ­ρες (ἀλ­λὰ μὲ μη­δα­μι­νὴ ἀ­να­φο­ρὰ στὰ φυ­σι­κὰ ἢ ψυ­χο­λο­γι­κὰ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά τους).

         Τὸ σπου­δαι­ό­τε­ρο ὅ­μως χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ τοῦ μι­κρο­δι­η­γή­μα­τος εἶ­ναι, κα­θὼς προ­εί­πα­με, ἡ ἀ­φαί­ρε­ση (ἤ, ἀλ­λι­ῶς, ἡ ἔλ­λει­ψη, ἡ βρα­χυ­λο­γί­α), ἄλ­λω­στε, ὅ­πως ὑ­πο­στη­ρί­ζει ὁ ση­μαν­τι­κὸς ἰ­σπα­νὸς μι­κρο­δι­η­γη­μα­το­γρά­φος Χουὰν Πέ­δρο Ἀ­πα­ρί­θιο: «αὐ­τὸ ποὺ δὲν ἐμ­φα­νί­ζε­ται στὸ κεί­με­νο ἔ­χει με­γα­λύ­τε­ρη βα­ρύ­τη­τα ἀ­πὸ αὐ­τὸ ποὺ ἐμ­φα­νί­ζε­ται». Μὲ ἄλ­λα λό­για, τὸ μι­κρο­δι­ή­γη­μα δὲν ὑ­φί­στα­ται δί­χως τὴν ἐ­νερ­γὸ συμ­με­το­χὴ τοῦ ἀ­να­γνώ­στη, ὁ ὁ­ποῖ­ος πρέ­πει, κα­τα­φεύ­γον­τας στὶς γνώ­σεις καὶ τὴ φαν­τα­σί­α του, νὰ «ἐ­φεύ­ρει» αὐ­τὸ ποὺ δὲν εἶ­ναι ἐμ­φα­νές: ἀ­πὸ τὰ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ τῶν ἡ­ρώ­ων ἢ τοῦ το­πί­ου ἐν­τὸς τοῦ ὁ­ποί­ου ἐ­κτυ­λίσ­σε­ται ἡ δρά­ση μέ­χρι τὸ ἴ­διο τὸ τέ­λος (τὸ ὁ­ποῖ­ο στὰ πε­ρισ­σό­τε­ρα μι­κρο­δι­η­γή­μα­τα πα­ρα­μέ­νει ἐν­τε­λῶς ἀ­νοι­κτό).

        Τὸ μι­κρο­δι­ή­γη­μα ἔ­χει συγ­κρι­θεῖ, πα­ρο­μοια­σθεῖ ἢ καὶ ταυ­τι­στεῖ, ἀ­πὸ πλευ­ρᾶς κρι­τι­κῶν ἀλ­λὰ καὶ ἀ­να­γνω­στι­κοῦ κοι­νοῦ, μὲ ἄλ­λες μορ­φὲς σύν­το­μης ἔκ­φρα­σης τό­σο ἀ­πὸ τὸ χῶ­ρο τῆς λο­γο­τε­χνί­ας: σύν­το­μες ποι­η­τι­κὲς συν­θέ­σεις (π.χ. χα­ϊ­κού, ποί­η­ση σὲ πε­ζὸ λό­γο κ.λπ.), ἀ­φο­ρι­σμούς, πα­ρα­βο­λές, μύ­θους κ.ἄ. ὅ­σο καὶ ἐ­κτὸς λο­γο­τε­χνί­ας: ἀ­νέκ­δο­τα, γκρά­φι­τι, δι­α­φη­μι­στι­κὰ σπότ, ἄρ­θρα στὸν πε­ρι­ο­δι­κὸ Τύ­πο κ.ἄ. Σὲ αὐ­τὴν τὴ «σύγ­χυ­ση» συ­νέ­τει­ναν, σκο­πί­μως ἢ ἄ­θε­λά τους, συγ­γρα­φεῖς ὅ­πως ὁ Μπόρ­χες μὲ τοὺς πει­ρα­μα­τι­σμούς του ἢ ἡ συμ­πα­τρι­ώ­τισ­σά του Κλά­ρα Ὀμ­πλι­γά­δο, ἡ ὁ­ποί­α το­νί­ζει κα­τὰ τρό­πο ἐμ­φα­τι­κὸ τὴν πο­λυ­συλ­λε­κτι­κό­τη­τα ποὺ χα­ρα­κτη­ρί­ζει αὐ­τὸ τὸ λο­γο­τε­χνι­κὸ εἶ­δος, τὴν εὐ­χέ­ρεια, δη­λα­δή, μὲ τὴν ὁ­ποί­α οἰ­κει­ο­ποι­εῖ­ται χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ ἀ­πὸ ἄλ­λα εἴ­δη κει­μέ­νων, ὑ­πο­νο­μεύ­ον­τας ἀ­κό­μα καὶ τὶς κα­θι­ε­ρω­μέ­νες τυ­πο­γρα­φι­κὲς συμ­βά­σεις, καὶ προ­σαρ­μό­ζει τὰ πάν­τα στὰ μέ­τρα του: «[Τὰ μι­κρο­δι­η­γή­μα­τα] δι­α­τρέ­χουν ὅ­λα τὰ εἴ­δη, ὅ­λες τὶς τε­χνι­κές: στη­ρί­ζον­ται σὲ ἄλ­λα κεί­με­να, ὑ­φαί­νουν δε­σμοὺς μὲ ἄλ­λες μορ­φὲς κει­μέ­νων: εἶ­ναι παι­χνί­δι, ποί­η­μα, ἀ­πό­φθεγ­μα, πα­ρα­μύ­θι μὲ ζῶ­α, ἀ­νέκ­δο­το, μυ­θι­στό­ρη­μα, μύ­θος, μέ­χρι καὶ μι­κρὴ ἀγ­γε­λί­α.» Ἀν­τί­θε­τα, ὁ πε­ρου­βια­νὸς συγ­γρα­φέ­ας Φερ­νάν­το Ἰ­γου­α­σά­κι ἀ­πορ­ρί­πτει κα­θέ­τως τὴν οἱ­αν­δή­πο­τε σχέ­ση τοῦ μι­κρο­δι­η­γή­μα­τος μὲ ὅ­λα τα προ­α­να­φερ­θέν­τα εἴ­δη κει­μέ­νων: «Ἕ­να μι­κρο­δι­ή­γη­μα ἔ­χει ὡς στό­χο νὰ ἀ­φη­γη­θεῖ μιὰ ἱ­στο­ρί­α, ὡς ἐκ τού­του, μπο­ρεῖ νὰ ἔ­χει πλο­κή, ἀ­τμό­σφαι­ρα, χα­ρα­κτῆ­ρες. Αὐ­τὰ ὅ­μως ποὺ σὲ κα­μί­α πε­ρί­πτω­ση δὲν συ­νά­δουν μὲ τὸ μι­κρο­δι­ή­γη­μα εἶ­ναι οἱ μα­κρο­σκε­λεῖς ἀ­φο­ρι­σμοί, τὰ ποι­ή­μα­τα σὲ πε­ζὸ λό­γο, τὰ ἐ­κτε­νῆ ἀ­νέκ­δο­τα ...

        Στὶς μέ­ρες μας, ὅ­πως το­νί­σα­με προ­η­γου­μέ­νως, τὸ μι­κρο­δι­ή­γη­μα, τὸ λο­γο­τε­χνι­κὸ εἶ­δος, δη­λα­δή, τῆς βρα­χεί­ας ἀ­φή­γη­σης γνω­ρί­ζει ἐκ­πλη­κτι­κὴ δι­ά­δο­ση: ἐκ­δί­δον­ται ἀν­θο­λο­γί­ες μι­κρο­δι­η­γη­μά­των, δι­ορ­γα­νώ­νον­ται δι­ε­θνεῖς δι­α­γω­νι­σμοὶ (μὲ πο­λυ­ά­ριθ­μη συμ­με­το­χὴ συγ­γρα­φέ­ων), πραγ­μα­το­ποι­οῦν­ται συ­νέ­δρια, θε­σπί­ζον­ται βρα­βεῖ­α, γρά­φον­ται δι­δα­κτο­ρι­κὲς δι­α­τρι­βές, ἔ­χει στη­θεῖ ἐν ὀ­λί­γοις μιὰ ὁ­λό­κλη­ρη «βι­ο­μη­χα­νί­α» γύ­ρω ἀ­πὸ αὐ­τὸ τὸ εἶ­δος. Ἐν­δει­κτι­κή των μα­ζι­κῶν δι­α­στά­σε­ων ποὺ ἔ­χει λά­βει ἡ συγ­γρα­φὴ μι­κρο­δι­η­γη­μά­των εἶ­ναι ἡ πα­ρα­κά­τω πλη­ρο­φο­ρί­α: τὸ 2015, στὸ VI Δι­ε­θνῆ Δι­α­γω­νι­σμὸ Μι­κρο­δι­η­γή­μα­τος Museo de la Palabra ποὺ δι­ορ­γά­νω­σε τὸ ἰ­σπα­νι­κὸ Ἵ­δρυ­μα César Egido Serrano δι­α­γω­νί­στη­καν 35.609 μι­κρο­δι­η­γή­μα­τα ἀ­πὸ 149 χῶ­ρες!

        Ὅ­πως εἶ­ναι λο­γι­κό, αὐ­τὴ ἡ μα­ζι­κό­τη­τα δὲν προ­ά­γει (πάν­τα) τὴν ποι­ό­τη­τα, δε­δο­μέ­νου ὅ­τι σὲ πολ­λὲς πε­ρι­πτώ­σεις ὑ­πε­ρι­σχύ­ει, κα­τὰ τρό­πο πα­ρα­πλα­νη­τι­κό, ἡ ἄ­πο­ψη ὅ­τι ἡ συγ­γρα­φὴ ἑ­νὸς μι­κρο­δι­η­γή­μα­τος εἶ­ναι ἔρ­γο εὔ­κο­λο καὶ ἁ­πλο­ϊ­κό, δί­χως ἰ­δι­αί­τε­ρες ἀ­παι­τή­σεις, στὸ ὁ­ποῖ­ο μπο­ρεῖ νὰ ἐ­πι­δο­θεῖ ὁ κα­θέ­νας. Τὴν ἀ­πα­τη­λὴ αὐ­τὴ ἀν­τί­λη­ψη προ­σπα­θεῖ νὰ κα­ταρ­ρί­ψει μιὰ ἀ­πὸ τὶς ση­μαν­τι­κὲς θε­ω­ρη­τι­κοὺς τῆς σύγ­χρο­νης ἰ­σπα­νι­κῆς λο­γο­τε­χνί­ας, ἡ Ἰ­ρέ­νε Ἄν­τρες-Σουά­ρεθ, το­νί­ζον­τας ὅ­τι: «σὲ κά­θε πε­ρί­πτω­ση, τὸ μι­κρο­δι­ή­γη­μα εἶ­ναι ἕ­να λο­γο­τε­χνι­κὸ εἶ­δος ἰ­δι­α­ζόν­τως δύ­σκο­λο, τό­σο ἐ­κλε­πτυ­σμέ­νο καὶ ἀ­παι­τη­τι­κὸ ὅ­σο καὶ ἡ ποί­η­ση, ἀ­φοῦ καὶ τὰ δύ­ο εἴ­δη χτί­ζον­ται μὲ ἀ­κρί­βεια χι­λι­ο­στοῦ καὶ φι­λο­δο­ξοῦν στὸ ἀ­κραῖ­ο ξε­γύ­μνω­μα καὶ στὴν οὐ­σι­α­στι­κὴ χρή­ση τῆς γλώσ­σας.» Αὐ­τὰ ἀ­κρι­βῶς εἶ­ναι τὰ στοι­χή­μα­τα τοῦ μι­κρο­δι­η­γή­μα­τος, στὶς ἀρ­χὲς τοῦ 21οῦ αἰ­ώ­να: νὰ κα­τα­ξι­ω­θεῖ στὴ συ­νεί­δη­ση τῶν ἀ­να­γνω­στῶν ὡς αὐ­τό­νο­μο λο­γο­τε­χνι­κὸ εἶ­δος καὶ νὰ ἀ­παλ­λα­γεῖ ἀ­πὸ τὴν ἤ­ρα τῆς μα­ζι­κο­ποι­η­μέ­νης πα­ρα­γω­γῆς. Αὐ­τὸ τὸ δεύ­τε­ρο δὲν φαν­τά­ζει κα­θό­λου εὔ­κο­λο.

Ποι­ά εἶ­ναι ὅ­μως τὰ ἰ­δι­αί­τε­ρα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ τοῦ μι­κρο­δι­η­γή­μα­τος; Ἡ συν­το­μί­α εἶ­ναι, ἀ­ναμ­φί­βο­λα, τὸ πρῶ­το ἀ­πὸ αὐ­τά. Βέ­βαι­α δὲν ὑ­πάρ­χει συμ­φω­νί­α γιὰ τὸν ἀ­νώ­τα­το ἀ­ριθ­μὸ λέ­ξε­ων: Ἑ­κα­τό; Δι­α­κό­σι­ες; Πεν­τα­κό­σι­ες; Μιὰ σε­λί­δα; Δύ­ο; Με­ρι­κὲς γραμ­μὲς μό­νο; Τὸ ὅ­ριο εἶ­ναι συ­ζη­τή­σι­μο, ἄλ­λω­στε τὸ ση­μαν­τι­κὸ σὲ ἕ­να μι­κρο­δι­ή­γη­μα δὲν εἶ­ναι τό­σο τὸ νὰ πε­ρι­έ­χει λί­γες λέ­ξεις, ὅ­σο τὸ νὰ μὴν ἔ­χει πε­ρισ­σό­τε­ρες λέ­ξεις ἀ­πὸ ὅ­σες χρει­ά­ζον­ται.

         Τὸ δεύ­τε­ρο ση­μαν­τι­κὸ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ τοῦ μι­κρο­δι­η­γή­μα­τος εἶ­ναι ἡ ἀ­φη­γη­μα­τι­κό­τη­τα, δη­λα­δή, ὅ­σο μι­κρὴ καὶ ἂν εἶ­ναι ἡ ἔ­κτα­σή του εἶ­ναι προ­ο­ρι­σμέ­νο νὰ ἀ­φη­γη­θεῖ μιὰ ἱ­στο­ρί­α καὶ πρέ­πει νὰ τὴν ἀ­φη­γη­θεῖ μὲ ἔν­τα­ση, ἀ­φοῦ (ἀν­τί­θε­τα μὲ τὰ μυ­θι­στο­ρή­μα­τα) στὴ σύν­το­μη ἀ­φή­γη­ση δὲν ὑ­πάρ­χει χῶ­ρος γιὰ «φλυ­α­ρί­ες». Συ­νε­πῶς ἔ­χει πλο­κὴ (ἀλ­λὰ ὄ­χι πε­ρί­πλο­κη), συγ­κε­κρι­μέ­νο χῶ­ρο στὸν ὁ­ποῖ­ο ἐ­ξε­λίσ­σε­ται ἡ ἀ­φή­γη­ση (ἀλ­λὰ μὲ ἐ­λά­χι­στες ἢ κα­θό­λου πε­ρι­γρα­φὲς) καὶ χα­ρα­κτῆ­ρες (ἀλ­λὰ μὲ μη­δα­μι­νὴ ἀ­να­φο­ρὰ στὰ φυ­σι­κὰ ἢ ψυ­χο­λο­γι­κὰ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά τους).

         Τὸ σπου­δαι­ό­τε­ρο ὅ­μως χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ τοῦ μι­κρο­δι­η­γή­μα­τος εἶ­ναι, κα­θὼς προ­εί­πα­με, ἡ ἀ­φαί­ρε­ση (ἤ, ἀλ­λι­ῶς, ἡ ἔλ­λει­ψη, ἡ βρα­χυ­λο­γί­α), ἄλ­λω­στε, ὅ­πως ὑ­πο­στη­ρί­ζει ὁ ση­μαν­τι­κὸς ἰ­σπα­νὸς μι­κρο­δι­η­γη­μα­το­γρά­φος Χουὰν Πέ­δρο Ἀ­πα­ρί­θιο: «αὐ­τὸ ποὺ δὲν ἐμ­φα­νί­ζε­ται στὸ κεί­με­νο ἔ­χει με­γα­λύ­τε­ρη βα­ρύ­τη­τα ἀ­πὸ αὐ­τὸ ποὺ ἐμ­φα­νί­ζε­ται». Μὲ ἄλ­λα λό­για, τὸ μι­κρο­δι­ή­γη­μα δὲν ὑ­φί­στα­ται δί­χως τὴν ἐ­νερ­γὸ συμ­με­το­χὴ τοῦ ἀ­να­γνώ­στη, ὁ ὁ­ποῖ­ος πρέ­πει, κα­τα­φεύ­γον­τας στὶς γνώ­σεις καὶ τὴ φαν­τα­σί­α του, νὰ «ἐ­φεύ­ρει» αὐ­τὸ ποὺ δὲν εἶ­ναι ἐμ­φα­νές: ἀ­πὸ τὰ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ τῶν ἡ­ρώ­ων ἢ τοῦ το­πί­ου ἐν­τὸς τοῦ ὁ­ποί­ου ἐ­κτυ­λίσ­σε­ται ἡ δρά­ση μέ­χρι τὸ ἴ­διο τὸ τέ­λος (τὸ ὁ­ποῖ­ο στὰ πε­ρισ­σό­τε­ρα μι­κρο­δι­η­γή­μα­τα πα­ρα­μέ­νει ἐν­τε­λῶς ἀ­νοι­κτό).

        Τὸ μι­κρο­δι­ή­γη­μα ἔ­χει συγ­κρι­θεῖ, πα­ρο­μοια­σθεῖ ἢ καὶ ταυ­τι­στεῖ, ἀ­πὸ πλευ­ρᾶς κρι­τι­κῶν ἀλ­λὰ καὶ ἀ­να­γνω­στι­κοῦ κοι­νοῦ, μὲ ἄλ­λες μορ­φὲς σύν­το­μης ἔκ­φρα­σης τό­σο ἀ­πὸ τὸ χῶ­ρο τῆς λο­γο­τε­χνί­ας: σύν­το­μες ποι­η­τι­κὲς συν­θέ­σεις (π.χ. χα­ϊ­κού, ποί­η­ση σὲ πε­ζὸ λό­γο κ.λπ.), ἀ­φο­ρι­σμούς, πα­ρα­βο­λές, μύ­θους κ.ἄ. ὅ­σο καὶ ἐ­κτὸς λο­γο­τε­χνί­ας: ἀ­νέκ­δο­τα, γκρά­φι­τι, δι­α­φη­μι­στι­κὰ σπότ, ἄρ­θρα στὸν πε­ρι­ο­δι­κὸ Τύ­πο κ.ἄ. Σὲ αὐ­τὴν τὴ «σύγ­χυ­ση» συ­νέ­τει­ναν, σκο­πί­μως ἢ ἄ­θε­λά τους, συγ­γρα­φεῖς ὅ­πως ὁ Μπόρ­χες μὲ τοὺς πει­ρα­μα­τι­σμούς του ἢ ἡ συμ­πα­τρι­ώ­τισ­σά του Κλά­ρα Ὀμ­πλι­γά­δο, ἡ ὁ­ποί­α το­νί­ζει κα­τὰ τρό­πο ἐμ­φα­τι­κὸ τὴν πο­λυ­συλ­λε­κτι­κό­τη­τα ποὺ χα­ρα­κτη­ρί­ζει αὐ­τὸ τὸ λο­γο­τε­χνι­κὸ εἶ­δος, τὴν εὐ­χέ­ρεια, δη­λα­δή, μὲ τὴν ὁ­ποί­α οἰ­κει­ο­ποι­εῖ­ται χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ ἀ­πὸ ἄλ­λα εἴ­δη κει­μέ­νων, ὑ­πο­νο­μεύ­ον­τας ἀ­κό­μα καὶ τὶς κα­θι­ε­ρω­μέ­νες τυ­πο­γρα­φι­κὲς συμ­βά­σεις, καὶ προ­σαρ­μό­ζει τὰ πάν­τα στὰ μέ­τρα του: «[Τὰ μι­κρο­δι­η­γή­μα­τα] δι­α­τρέ­χουν ὅ­λα τὰ εἴ­δη, ὅ­λες τὶς τε­χνι­κές: στη­ρί­ζον­ται σὲ ἄλ­λα κεί­με­να, ὑ­φαί­νουν δε­σμοὺς μὲ ἄλ­λες μορ­φὲς κει­μέ­νων: εἶ­ναι παι­χνί­δι, ποί­η­μα, ἀ­πό­φθεγ­μα, πα­ρα­μύ­θι μὲ ζῶ­α, ἀ­νέκ­δο­το, μυ­θι­στό­ρη­μα, μύ­θος, μέ­χρι καὶ μι­κρὴ ἀγ­γε­λί­α.» Ἀν­τί­θε­τα, ὁ πε­ρου­βια­νὸς συγ­γρα­φέ­ας Φερ­νάν­το Ἰ­γου­α­σά­κι ἀ­πορ­ρί­πτει κα­θέ­τως τὴν οἱ­αν­δή­πο­τε σχέ­ση τοῦ μι­κρο­δι­η­γή­μα­τος μὲ ὅ­λα τα προ­α­να­φερ­θέν­τα εἴ­δη κει­μέ­νων: «Ἕ­να μι­κρο­δι­ή­γη­μα ἔ­χει ὡς στό­χο νὰ ἀ­φη­γη­θεῖ μιὰ ἱ­στο­ρί­α, ὡς ἐκ τού­του, μπο­ρεῖ νὰ ἔ­χει πλο­κή, ἀ­τμό­σφαι­ρα, χα­ρα­κτῆ­ρες. Αὐ­τὰ ὅ­μως ποὺ σὲ κα­μί­α πε­ρί­πτω­ση δὲν συ­νά­δουν μὲ τὸ μι­κρο­δι­ή­γη­μα εἶ­ναι οἱ μα­κρο­σκε­λεῖς ἀ­φο­ρι­σμοί, τὰ ποι­ή­μα­τα σὲ πε­ζὸ λό­γο, τὰ ἐ­κτε­νῆ ἀ­νέκ­δο­τα καὶ οἱ ἀμ­πε­λο­φι­λο­σο­φί­ες.»

Διαφήμισ

        Στὶς μέ­ρες μας, ὅ­πως το­νί­σα­με προ­η­γου­μέ­νως, τὸ μι­κρο­δι­ή­γη­μα, τὸ λο­γο­τε­χνι­κὸ εἶ­δος, δη­λα­δή, τῆς βρα­χεί­ας ἀ­φή­γη­σης γνω­ρί­ζει ἐκ­πλη­κτι­κὴ δι­ά­δο­ση: ἐκ­δί­δον­ται ἀν­θο­λο­γί­ες μι­κρο­δι­η­γη­μά­των, δι­ορ­γα­νώ­νον­ται δι­ε­θνεῖς δι­α­γω­νι­σμοὶ (μὲ πο­λυ­ά­ριθ­μη συμ­με­το­χὴ συγ­γρα­φέ­ων), πραγ­μα­το­ποι­οῦν­ται συ­νέ­δρια, θε­σπί­ζον­ται βρα­βεῖ­α, γρά­φον­ται δι­δα­κτο­ρι­κὲς δι­α­τρι­βές, ἔ­χει στη­θεῖ ἐν ὀ­λί­γοις μιὰ ὁ­λό­κλη­ρη «βι­ο­μη­χα­νί­α» γύ­ρω ἀ­πὸ αὐ­τὸ τὸ εἶ­δος. Ἐν­δει­κτι­κή των μα­ζι­κῶν δι­α­στά­σε­ων ποὺ ἔ­χει λά­βει ἡ συγ­γρα­φὴ μι­κρο­δι­η­γη­μά­των εἶ­ναι ἡ πα­ρα­κά­τω πλη­ρο­φο­ρί­α: τὸ 2015, στὸ VI Δι­ε­θνῆ Δι­α­γω­νι­σμὸ Μι­κρο­δι­η­γή­μα­τος Museo de la Palabra ποὺ δι­ορ­γά­νω­σε τὸ ἰ­σπα­νι­κὸ Ἵ­δρυ­μα César Egido Serrano δι­α­γω­νί­στη­καν 35.609 μι­κρο­δι­η­γή­μα­τα ἀ­πὸ 149 χῶ­ρες!

        Ὅ­πως εἶ­ναι λο­γι­κό, αὐ­τὴ ἡ μα­ζι­κό­τη­τα δὲν προ­ά­γει (πάν­τα) τὴν ποι­ό­τη­τα, δε­δο­μέ­νου ὅ­τι σὲ πολ­λὲς πε­ρι­πτώ­σεις ὑ­πε­ρι­σχύ­ει, κα­τὰ τρό­πο πα­ρα­πλα­νη­τι­κό, ἡ ἄ­πο­ψη ὅ­τι ἡ συγ­γρα­φὴ ἑ­νὸς μι­κρο­δι­η­γή­μα­τος εἶ­ναι ἔρ­γο εὔ­κο­λο καὶ ἁ­πλο­ϊ­κό, δί­χως ἰ­δι­αί­τε­ρες ἀ­παι­τή­σεις, στὸ ὁ­ποῖ­ο μπο­ρεῖ νὰ ἐ­πι­δο­θεῖ ὁ κα­θέ­νας. Τὴν ἀ­πα­τη­λὴ αὐ­τὴ ἀν­τί­λη­ψη προ­σπα­θεῖ νὰ κα­ταρ­ρί­ψει μιὰ ἀ­πὸ τὶς ση­μαν­τι­κὲς θε­ω­ρη­τι­κοὺς τῆς σύγ­χρο­νης ἰ­σπα­νι­κῆς λο­γο­τε­χνί­ας, ἡ Ἰ­ρέ­νε Ἄν­τρες-Σουά­ρεθ, το­νί­ζον­τας ὅ­τι: «σὲ κά­θε πε­ρί­πτω­ση, τὸ μι­κρο­δι­ή­γη­μα εἶ­ναι ἕ­να λο­γο­τε­χνι­κὸ εἶ­δος ἰ­δι­α­ζόν­τως δύ­σκο­λο, τό­σο ἐ­κλε­πτυ­σμέ­νο καὶ ἀ­παι­τη­τι­κὸ ὅ­σο καὶ ἡ ποί­η­ση, ἀ­φοῦ καὶ τὰ δύ­ο εἴ­δη χτί­ζον­ται μὲ ἀ­κρί­βεια χι­λι­ο­στοῦ καὶ φι­λο­δο­ξοῦν στὸ ἀ­κραῖ­ο ξε­γύ­μνω­μα καὶ στὴν οὐ­σι­α­στι­κὴ χρή­ση τῆς γλώσ­σας.» Αὐ­τὰ ἀ­κρι­βῶς εἶ­ναι τὰ στοι­χή­μα­τα τοῦ μι­κρο­δι­η­γή­μα­τος, στὶς ἀρ­χὲς τοῦ 21οῦ αἰ­ώ­να: νὰ κα­τα­ξι­ω­θεῖ στὴ συ­νεί­δη­ση τῶν ἀ­να­γνω­στῶν ὡς αὐ­τό­νο­μο λο­γο­τε­χνι­κὸ εἶ­δος καὶ νὰ ἀ­παλ­λα­γεῖ ἀ­πὸ τὴν ἤ­ρα τῆς μα­ζι­κο­ποι­η­μέ­νης πα­ρα­γω­γῆς. Αὐ­τὸ τὸ δεύ­τε­ρο δὲν φαν­τά­ζει κα­θό­λου εὔ­κο­λο…

 

Οι μικροαφηγήσεις ως είδος

Μεγάλη είναι η συζήτηση γύρω από τον ειδολογικό χαρακτήρα των μικροαφηγήσεων. Πρέπει να αντιμετωπίζονται ως σύντομες απλώς εκδοχές ενός τυπικού διηγήματος (short story) ή πρόκειται στην πραγματικότητα για ένα νέο, αυτόνομο, λογοτεχνικό είδος (genre), το «τέταρτο», κατά σειρά, μετά το μυθιστόρημα, τη νουβέλα και το διήγημα, όπως δηλώνεται στον τίτλο μιας πρόσφατης ισπανόφωνης ανθολογίας (Andres-Suárez 2012); Από την άλλη, δεν είναι λίγες οι φορές που οι μικροαφηγήσεις συγχέονται με άλλα λογοτεχνικά είδη (λ.χ. τα πεζόμορφα ποιήματα), ενώ αρκετά συχνά τους αποδίδονται χαρακτηριστικά που προσιδιάζουν στην ποίηση, ακόμα και σε ό,τι αφορά τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει να τις διαβάζει ο αναγνώστης, όπως φανερώνει η ακόλουθη προτροπή της αμερικανίδας συγγραφέα Grace Paley:

Ένα διήγημα βρίσκεται πιο κοντά στο ποίημα παρά σε ένα μυθιστόρημα (το έχω πει ένα εκατομμύριο φορές) και όταν είναι πάρα πολύ σύντομο —1,5, 2,5 σελίδες— πρέπει να διαβάζεται σαν ποίημα. Δηλαδή αργά. Οι αναγνώστες που τους αρέσει να προσπερνούν περιγραφές ή αφηγήσεις δεν μπορούν να το κάνουν σε μια τρισέλιδη ιστορία.

Thomas & Shapard 2006

Παρακάμπτοντας, ωστόσο, τις επιμέρους διαφωνίες αναφορικά με τον ακριβή τους ειδολογικό προσδιορισμό, οι περισσότεροι κριτικοί συντείνουν στην άποψη πως οι μικροαφηγήσεις χαρακτηρίζονται από μιαν ιδιάζουσα υβριδικότητα που καθιστά δύσκολη την περιγραφή των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων τους. Ως είδος εν εξελίξει, τα μικρά πεζά κινούνται στο όριο των λογοτεχνικών ειδών ενσωματώνοντας στη μινιμαλιστική τους φόρμα τρόπους και εκφραστικά μέσα από διάφορα είδη και ποικίλους λόγους (την ποίηση, το θέατρο, τον κινηματογράφο, τις εικαστικές τέχνες, τη μουσική, τον δημοσιογραφικό λόγο κ.ά.). Συνεπώς, οι μικροαφηγήσεις θα πρέπει να νοούνται κυρίως ως

ένας χώρος χωρίς μία μονάχα ταυτότητα, αλλά με χαρακτηριστικά και ίχνη από διακριτές πηγές.

Guimarães 2012, 30

Πρόκειται, όπως εξίσου εύστοχα έχει παρατηρηθεί, για ένα «παράδοξο στη λογοτεχνία» (Howitt-Dring 2011, 57), για ένα είδος που αντιστέκεται σθεναρά και επίμονα στον ορισμό του και το οποίο αυτοπροσδιορίζεται συνεχώς υπακούοντας κάθε φορά σε διαφορετικούς κανόνες.

Ελληνική Πύλη  για τη Γλώσσα

ΔΙΗΓΗΜΑ-ΜΙΝΙΑΤΟΥΡΑ (BONSAI)

ΔΙΗΓΗΜΑ-ΜΙΝΙΑΤΟΥΡΑ (BONSAI) (FLASH FICTION)

Είναι η συντομότερη μορφή διηγήματος. Μπορεί να αποτελείται από 4-5 έως 200 λέξεις.

ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ
1) Έντονη πλοκή σε ελάχιστο αριθμό λέξεων
2) Εξαιρετικά πυκνός λόγος, αφού σε λίγες λέξεις πρέπει να υπάρξει υπόθεση, σκιαγράφηση χαρακτήρων, συναισθήματα κλπ.
3) Στο τέλος, υπάρχει κορύφωση, κάποιος υπαινιγμός για κάτι που θα γίνει.

Το συντομότερο διήγημα του κόσμου που λέγεται ότι ανήκει στον Ernest Hemingway είναι:

Baby shoes for sale. Never worn.

Άλλα διηγήματα-μινιατούρες:

«Τι είναι αυτό;» Η μικρή Λυν έδειξε το σκουριασμένο μοντέλο 747. Ο πατέρας της χαμογέλασε: «Παλιά οι άνθρωποι πετούσαν στον ουρανό».

Τρέμοντας ο Ομπάμα εισήγαγε τον κωδικό και γύρισε τον διακόπτη. Η πόρτα άνοιξε διάπλατα. «Πρωταπριλιά!», χαχάνισε ο αρχηγός του Πενταγώνου.


Ένα παράθυρο για το μικρό διήγημα

Υπεύθυνη στήλης | Ηρώ Νικοπούλου

Η στήλη αυτή ασχολείται αποκλειστικά με το μικρό διήγημα, που τις τελευταίες τρεις τουλάχιστον δεκαετίες έχει αγαπηθεί για την αμεσότητα και την σπιρτάδα του, ανταποκρίνεται στους ρυθμούς της ψηφιακής εποχής και έχει αναδειχθεί ως νέο λογοτεχνικό είδος. Αποτελεί αντικείμενο μελέτης και θεωρητικής προσέγγισης πολλών Διεθνών Συνεδρίων. Μικρό διήγημα, μικροδιήγημα, μικροαφήγημα, ιστορία μπονζάι, flash fiction, short story, minicuento, nanocuento κ.ά ορίζουν τον τρόπο και τον στόχο της μικρής σε αριθμό λέξεων μυθοπλαστικής φόρμας, που χαρακτηρίζεται από πλοκή και χαρακτήρες, από υπαινικτικότητα και αφαίρεση, συχνά έχει ανοιχτό τέλος και πάντοτε ζητά την ενεργή συμμετοχή του αναγνώστη, που καλείται να συμπληρώσει την πλοκή, όπως φαίνεται καθαρά στην πιο γνωστή σύντομη ιστορία του 20ου αιώνα, που αποδίδεται στον Χέμινγουέι: «Προς πώληση: βρεφικά παπούτσια εντελώς αφόρετα».

Η στήλη θα φιλοξενεί κάθε μήνα ένα συγγραφέα με τρία αδημοσίευτα διηγήματά του, το αφιέρωμα θα ολοκληρώνεται με μία συνέντευξή του την τέταρτη εβδομάδα.καθε μήνα. 

 


Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2025

Κατερινα Μαλακατέ: διήγημα "Μνήμη "

 




Μνήμη,Κατερίνα Μαλακατέ 

Δεν είχε πολλά πράγματα καταγεγραμμένα στη μνήμη της πια. Ίσως να έμενε περισσότερο η εμπιστοσύνη στην αφή και μερικές φορές στην όσφρηση. Τους αναγνώριζε από τη μυρωδιά, μια οσμή σχεδόν σκυλίσια που αναδυόταν από τις μασχάλες του εκάστοτε δυνάστη της. Οι άντρες είχαν πάντα τέτοια επίδραση πάνω της. Ειδικά ετούτοι εδώ, που είχαν όλη την εξουσία.

Ζάρωσε στη γωνιά της μόλις αντιλήφθηκε πως ο γέρος δεσμοφύλακας ήταν πάλι μέσα στο δωμάτιο. Του άρεσε που και που να αφήνει το πόστο του έξω από την πόρτα, να ανοίγει με αργές, τελετουργικές κινήσεις την κλειδαριά και να μπαίνει μέσα. Τον παρακολούθησε με το βλέμμα αλλά δε φοβήθηκε. Με τα χρόνια είχε μάθει να τον ανέχεται, να καμώνεται πως της αρέσουν τα καπρίτσια του, κάποτε να προσποιείται ηδονή όταν τα βρωμόχερά του έβρισκαν τον δρόμο προς το κορμί της. Ήταν ο μόνος που τη βοηθούσε, της έδινε τίποτα έξτρα να φάει, της έριχνε έναν κουβά νερό για να συνέλθει από το ξύλο ή το ηλεκτροσόκ. Με τον τρόπο του την αγαπούσε, μάλιστα κάποιες φορές την άφηνε να του περνάει ραβασάκια∙ άλλη επικοινωνία με τον έξω κόσμο δεν είχε, έπρεπε να προσέχει μην την χάσει κι αυτή.

Το όνειρο της ελευθερίας δεν είχε χαθεί, ζούσε μέσα της κι ας έμοιαζε ολοένα και πιο μακρινό με κάθε καινούργια αναποδιά. Όχι, όχι, δεν το σκεφτόταν την ώρα των βασανισμών, ούτε όσο της έδιναν τα χάπια που την έκαναν ζωντανή νεκρή, φυτό. Όμως όσο έμπαινε στο δωμάτιο ο γέρος υπήρχε ακόμα ελπίδα. Ήταν πολύ νεότερή του, και με τις λειψές δυνάμεις της έπειτα από τόσα χρόνια σε αυτό το μπουντρούμι θα μπορούσε να τον αποκρούσει, να του πάρει τα κλειδιά, να τρέξει στον διάδρομο, να βγει από δω. Κι έπειτα να προσπέσει στα πόδια του πρώτου περαστικού για βοήθεια.

Ήταν ακόμα καλοκαίρι, το καταλάβαινε από τη βοή των κλιματιστικών, κι ας μην είχε το κελί της ούτε ένα παράθυρο. Ήθελαν να μην ξέρει τους χρόνους και τις εποχές, να χάνεται στη σκοτεινιά και την ομοιομορφία της θερμοκρασίας, να αποπροσανατολιστεί τόσο ώστε να ομολογήσει. Μα εκείνη είχε μάθει να μετρά τα αγκομαχητά του εξαερισμού, να οσμίζεται τον αέρα, να καταλαβαίνει με τη διαίσθηση. Ήταν ακόμα καλοκαίρι κι ερχόταν μια υποψία της αψάδας του καύσωνα στα μέλη της. Ίσως αν το λιμάνι ήτανε κοντά, να έβρισκε κάποιο καράβι να μπαρκάρει, τι το είχε το ναυτικό φυλλάδιο.

Ο γέρος δίπλα της σάλεψε αλλά δεν έκανε άλλη κίνηση. Σχεδόν την αποθάρρυνε αυτό. Όλο το κορμί της το ένιωθε μωλωπισμένο από την τελευταία «συνεδρία» με τα καθάρματα, αλλιώς θα τον χάιδευε μαλακά, θα τον αποκοίμιζε κι έπειτα θα του έδινε μία γερή και ο δρόμος θα ήταν ανοιχτός. Δεν θα τον σκότωνε, όχι δεν ήταν αγνώμων, αναγνώριζε τη συμβολή του. Ίσως απλά να τον άφηνε αιμόφυρτο ή αναίσθητο. Έπρεπε να υπολογίσει καλά την δύναμή της, δεν ήθελε να τον ξεκάνει.

«Λατρεία μου, μόνο το κεχριμπάρι των ματιών σου έμεινε», της είπε και χάιδεψε το μέτωπό της. Ένιωσε ανείπωτη σιχασιά όσο την ακουμπούσε, σα να είχε περπατήσει πάνω της γυμνοσάλιαγκας, κρύος και γλοιώδης. Ευτυχώς ο γέρος δεν προχώρησε σε περισσότερα χάδια, δε διεκδίκησε τη σεξουαλική του ικανοποίηση από το κουρασμένο φύλο της. Τώρα στο δωμάτιο ήταν κι άλλος ένας άντρας, ένας από αυτούς. Ανατρίχιασε στη σκέψη, την αναμονή του τελευταίου τους κόλπου. Δεν μπορούσε πια να φανταστεί τι θα σκαρφίζονταν για να την κάνουν να πει τα ανείπωτα.«Θέλω τη γυναίκα μου πίσω αλλά αυτό δε γίνεται, ε γιατρέ;», του είπε ο γέρος.

Ο πιο βάρβαρος βασανιστής της ήταν τώρα πάνω από το κρεβάτι της.

«Μόνο αναλαμπές θα έχει από δω κι εμπρός. Κρίσεις διαύγειας που θα συνοδεύονται από όλο και μεγαλύτερες περιόδους σύγχυσης. Πρέπει να συμφιλιωθείτε με την ιδέα. Τώρα πια όλο και λιγότερο θα σας αναγνωρίζει. Μετά θα αρχίσει να φτιάχνει ιστορίες, να γίνεται επιθετική, έπειτα θα χάσει σιγά σιγά την ικανότητα να αυτοεξυπηρετείται, στο τέλος μπορεί να την εγκαταλείψουν όλες της οι αισθήσεις, να μη βλέπει να μην ακούει. Θα είναι σα να έχει πεθάνει μέσα σε ένα κορμί που ακόμα ανασαίνει και χτυπάει η καρδιά του. Είναι άσχημη ασθένεια, πρέπει να είστε δυνατός».

Ο βασανιστής πήγε να την ακουμπήσει. Εκείνη απομακρύνθηκε ακόμα περισσότερο. «Δε θα σε πειράξω γιαγιά, μόνο το σφυγμό σου να πάρω», είπε ο άντρας με την άσπρη μπλούζα. Φυσικά δεν τον πίστεψε ύστερα από όλα αυτά που είχε υποφέρει στα χέρια του. Σκέφτηκε πως αν την ανέκριναν κι άλλο για σήμερα, μπορεί και να έσπαγε. Ο άντρας με την άσπρη μπλούζα όμως δεν είχε κέφια, έφυγε γρήγορα.

«Ευχαριστούμε για όλα γιατρέ», άκουσε τον γέρο να του λέει. Ανάσανε με ανακούφιση. Για την ώρα τα χειρότερα είχαν περάσει.

Κατερίνα Μαλακατέ 

Υ.Γ. 42 Το διήγημα πήρε την 7η θέση στον Διαγωνισμό ΛόγωΤέχνης και εκδόθηκε στην συλλογικό τόμο "7 λέξεις" από τις εκδόσεις Μεταίχμιο

Ατωνης Τσακίρης ,ζωγράφος

 

Αντώνης Τσακίρης – Riviera: Έκθεση στην Αίθουσα Τέχνης Αθηνών

Στην Αίθουσα Τέχνης Αθηνών εγκαινιάζεται η ατομική έκθεση του Αντώνη Τσακίρη με τίτλο “Riviera”.




Σύμφωνα με την ιστορικό τέχνης Δρ Σωζήτα Γκουντούνα που υπογράφει το κείμενο της έκθεσης “Riviera”:

Η ακτογραμμή του Αντώνη Τσακίρη, η δική του «ριβιέρα», είναι ένα ταξίδι στον κόσμο της μνήμης, του ενστίκτου και της φαντασίας, μέσα από τον μοναδικό τρόπο ζωγραφικής του. Ο καλλιτέχνης, με βιωματική αφετηρία και εσωτερική αναζήτηση, δημιουργεί μια σειρά έργων που αποτυπώνουν την κίνηση ανάμεσα στο υπαρξιακό, το προσωπικό και το συλλογικό. Η πολυδιάστατη και βαθιά προσωπική αυτή έκθεση συνδιαλέγεται με την ιστορία της τέχνης και την ίδια την αισθητική της δύναμη. Μέσα από περίπου τριάντα έργα, ο ζωγράφος αναζητά τον αντίλογο στην πραγματικότητα που μας περιβάλλει, επιχειρώντας ένα είδος εικαστικού διαλόγου με την ιστορική κληρονομιά και τη σύγχρονη πολιτισμική ταυτότητα.

Βασικός πυλώνας της έκθεσης είναι μια επίμονη σκέψη που ξεκίνησε από ένα θραύσμα της μνήμης: μια βραδινή βόλτα στην Αθηναϊκή Ριβιέρα, κατά την πανσέληνο του καλοκαιριού. Σύμφωνα με τον ίδιο, το υποσυνείδητο, λειτουργώντας συνθετικά, πρόβαλε τη συγκεκριμένη εικόνα άρρηκτα και αυθαίρετα συνδεδεμένη με μια άλλη, εκείνη ενός διαλυμένου αυτοκινήτου στον παραλιακό δρόμο, δίπλα στη νυχτερινή, παραθαλάσσια πόλη. Μέσα από μια φωτεινή και λιτή ζωγραφική γλώσσα, ο ζωγράφος απεικονίζει όχι απλά το ίδιο το αυτοκινητιστικό δυστύχημα, αλλά, κυρίως, την ευρύτερη ατμόσφαιρα, τα ανθρώπινα πρόσωπα και τα περιβάλλοντα που το συνοδεύουν.

Οι πίνακες, με γεωμετρική αυστηρότητα και ζωηρό χρώμα, αναδεικνύουν μια δομημένη αλλά και παιχνιδιάρικη σχέση με το χώρο και την προοπτική, εντείνοντας την αίσθηση της αμφισβήτησης και της φαντασίας, καθώς αναμειγνύει πραγματικότητα και μνήμη, μύθο και ψυχολογία.


8H έκθεση αποτελεί μια σύνθεση έργων, ελαιογραφίες και μελάνια, που ταξιδεύουν τον θεατή σε μια φαντασιακή πόλη, όπου οδηγοί-πεταλούδες, οι ερωτευμένοι, οι θρυμματισμένοι, εργαζόμενοι και περαστικοί, πολίτες της καθημερινότητας, αντιπροσωπεύουν τις ψυχικές και κοινωνικές διαστάσεις της σύγχρονης ανθρώπινης συνθήκης. Ο ζωγράφος δημιουργεί ένα αίνιγμα, μια αφήγηση ζωής που αποκαλύπτει πώς το παρελθόν και το υποσυνείδητο μπορούν να γίνουν η καύσιμη ύλη για τη ζωγραφική έκφραση.

Στη νέα του σειρά, ο καλλιτέχνης διαμορφώνει ένα νέο εξωτερικό, ανθρώπινο πεδίο, όπου η θάλασσα και η ακτογραμμή μετατρέπονται σε συμβολική «ριβιέρα», ένα μεταβατικό σκηνικό, μια αλήθεια που αναδύεται και εξαφανίζεται, ενώ παράλληλα ενώνεται με την ανθρώπινη ιστορία και το συλλογικό ασυνείδητο.

Ο Τσακίρης, πειραματίζεται και εμβαθύνει, αναζητώντας την ουσία σε κάθε σύσταση χρώματος και μορφής. Συνεχίζει την παράδοση των μοντερνιστών και των πρωτοποριακών, αλλά παράλληλα διαμορφώνει ένα στίγμα που είναι μοναδικό στην ελληνική εικαστική σκηνή.

Οι πίνακες του Αντώνη Τσακίρη λειτουργούν ως μικροί μύθοι, αντανάκλαση των φόβων και των επιθυμιών μας. Εκφράζουν τις ψυχικές και κοινωνικές διαστάσεις του σύγχρονου ανθρώπου καθώς διερευνά την πραγματική του θέση και στάση στο σήμερα, στο τώρα. Ο ίδιος βλέπει την τέχνη ως ένα διαχρονικό όχημα επικοινωνίας και συλλογικής αντίδρασης, και μέσω αυτής προσπαθεί να κατανοήσει και να εκφράσει το βαθύτερο εγώ του.

Στα έργα του, συνδέεται η τόλμη με τη σύνεση, το παρελθόν με το παρόν, η καθημερινότητα με το φαντασιακό. Και η αλήθεια με την ανάμνηση κάποιας νυχτερινής βόλτας στην Αθηναϊκή Ριβιέρα».

Αντώνης Τσακίρης:

Αντώνης Τσακίρης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1970. Το 1996 αποφοίτησε από την Γερμανική Σχολή Εφαρμοσμένων Γραφικών Τεχνών και Σχεδίου–Παράρτημα Αθηνών» (Gebrauchsgraphikder Akademie fuer das Graphische Gewerbe in Muenchen, Αthen) με επικεφαλής τον καθηγητή Fritz Lüdtke.

Έχει πραγματοποιήσει τέσσερις ατομικές εκθέσεις σε Ύδρα, Αθήνα και Παρίσι και έχει συμμετάσχει σε πολλές ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα, τις Η.Π.Α. και την Ευρώπη. Η «Ριβιέρα» είναι η πέμπτη του ατομική έκθεση και η πρώτη ως συνεργάτης της Αίθουσας Τέχνης Αθηνών.

Έργα του βρίσκονται σε Ιδιωτικές και Δημόσιες συλλογές στην Ελλάδα και το εξωτερικό (Συλλογή Δάκη Ιωάννου, Καλλιτεχνική Συλλογή Εθνικής Τράπεζας, Συλλογή Luciano Benetton (Imago Mundi), Συλλογή Μουσείου Οικογένειας Κοπελούζου, Συλλογή Αντώνη & Άζιας Χατζηιωάννου, Συλλογή Πινακοθήκης Γιώργου Βογιατζόγλου, Συλλογή Μουσείου Φρυσίρα κ.α.

Κεντρική φωτογραφία θέματος: Ένορκοι (2020), 42 x 29,7 εκ., πενάκι γραφής σε χαρτί




Η “Riviera”, σε όλη την ενότητα των έργων είναι στην πραγματικότητα μια αλληγορία. Είναι η Ύδρα που βρίσκομαι από παιδί και στην οποία επιστρέφω πάντα. Είναι η θάλασσα. Η ιδιοσυγκρασία και η σύστασή μου. Δεν έχει τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα που θα περίμενε κανείς βάσει του τίτλου, ούτε περιγράφει μια κατάσταση ευζωίας. Η ακτογραμμή είναι το γεωγραφικό στίγμα μιας καθημερινότητας, τόσο πεζής όσο και ονειρικής. Οι φιγούρες στον ομότιτλο πίνακα που περιγράφετε, δεν συνδέονται εμφανώς μεταξύ τους, όμως υπάρχουν επιμέρους συνδέσεις. Αρχικά τους ενώνει το περιβάλλον που βρίσκονται, αυτό είναι μια κοινή κατάσταση για όλους όσους βρίσκονται εκεί. Το μωρό και το παιδί πάνω από την κούνια, το αγόρι-μαέστρος κάτω δεξιά και το άλλο αγόρι πάνω δεξιά που σαν να στηρίζεται σε ένα περβάζι χαζεύοντας την κίνηση του κόσμου που περνά από κάτω, είναι σε όλα ο γιός μου. Τον ζωγράφισα πριν γεννηθεί, πριν καν μάθω πως θα γίνω πατέρας. Και αυτό δεν το κατάλαβα παρά μερικά χρόνια μετά που αποκτήσαμε τον Μάνο. Είναι από αυτά που συνειδητοποιώ σε δεύτερο χρόνο, μου έχει συμβεί και σε άλλα έργα στο παρελθόν, για διαφορετικές αναφορές.

Riviera

-Στον πίνακα σας “The Ride Home” εμφανίζεται μια γυναικεία μορφή σε ένα αστικό λεωφορείο, ενώ σε μια θέση βρίσκεται ακουμπισμένη μια θρησκευτική εικόνα. Έχετε την πρόθεση να δημιουργήσετε έναν διάλογο του μοντερνισμού και της βυζαντινής εικονογραφίας εδώ;

Μια γυναίκα, παίρνει το νυχτερινό λεωφορείο της επιστροφής για το σπίτι, μετά τη δουλειά. Είναι κατάκοπη, όμως η ομορφιά της και η καθαρότητα του βλέμματός της δεν επισκιάζονται. Εκείνη δεν ήταν μια καλή μέρα για εκείνη. Με την πλάτη γυρισμένη στη θάλασσα, μοιάζει να έχει παραδοθεί σε μια προσωρινή, ελπίζω για λογαριασμό της, παραίτηση. Στο πίσω κάθισμα βρίσκεται μια ξεχασμένη θρησκευτική εικόνα, από αυτές τις φτηνές που πωλούνται έξω από τους ναούς. Είναι κάποιες στιγμές που η πίστη, όπως κι αν ορίζεται για τον καθένα, μοιάζει να μην έχει σημασία ή να βουλιάζει στην καθημερινότητα, πίσω από τις δουλειές που πρέπει ακόμα να γίνουν. Η χειρολαβή μετατρέπεται σε ένα είδος κρεμάλας. Και τότε, μέσα από τη ζοφερή αυτή πραγματικότητα, ξεχύνονται τα κίτρινα γύρω από το κεφάλι της γυναίκας αυτής, σαν φωτοστέφανο. Το πρόσωπο φωτίζεται από τολμηρούς χρωματικούς συνδυασμούς. Χωρίς να μπω σε περισσότερες λεπτομέρειες, τέτοια νοητικά παιχνίδια συμβαίνουν όταν ζωγραφίζω, και ίσως για αυτό να υπάρχει μια κινηματογραφική αισθητική, οι πίνακες μοιάζουν σαν καρέ από φιλμ. Ειδικά σε αυτό το έργο, όπως σωστά παρατηρείτε, θέλησα να συνδέσω τη βυζαντινή παράδοση και την πνευματικότητα που τη χαρακτηρίζει με το τολμηρό χρώμα και την εκφραστική ελευθερία του μοντερνισμού και της πρωτοπορίας.

The Ride Home (2020), 70 x 70 εκ., λάδι σε καμβά

-Πώς θα περιγράφατε τη χρωματική σας παλέτα σχετικά με τα έργα της έκθεσης;

Όπως είπα και στην περιγραφή του παραπάνω έργου, το χρώμα αποτελεί πάντα ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό στη ζωγραφική μου. Το αντιμετωπίζω όμως κατά κάποιο τρόπο και ως σωσίβιο. Οι εικόνες που ζωγραφίζω δεν έχουν συνήθως ευχάριστη θεματολογία, οι πρωταγωνιστές, οι αντιήρωες των ιστοριών μου ζουν στο σήμερα το οποίο είναι σκληρό. Έρχεται το χρώμα και η ελευθερία της χειρονομίας να με αποκόψουν από αυτή τη σκληρότητα, η πιο σωστά, να τη μεταφράσουν, κάνοντας συνδυασμούς που αποκαλύπτουν διαδρομές προς μια αισθητική πρακτική, η οποία αποτελεί ανάχωμα. Το γούστο είναι πολύ ισχυρό όπλο. Επίσης, χρησιμοποιώ πολύ την τεχνική impasto, απλώνω το χρώμα με σπάτουλα για τους πρώτους όγκους και τη βασική περιγραφή της σύνθεσης και στη συνέχεια επεμβαίνω με το πινέλο για τις διάφορες λεπτομέρειες. Στη «Riviera» περιγράφεται μια ατμόσφαιρα που προέρχεται, θεωρητικά, από την πανσέληνο του καλοκαιριού και τα φώτα της πόλης, δημιουργώντας ανάλογους χρωματικούς συνδυασμούς αλλά με υπερβατική και όχι ρεαλιστική προσέγγιση.

-Μπορείτε να μας περιγράψετε τη δημιουργική διαδικασία που ακολουθείτε;

Η εικαστική μου «ρουτίνα» μεταβάλλεται όσο προχωράνε τα χρόνια και αλλάζουν οι απαιτήσεις και οι ρυθμοί. Πηγαίνω στο εργαστήριο συνήθως νωρίς το πρωί μέχρι το μεσημέρι και μετά πάλι το βράδυ αργά, ανάλογα πάντα με το τι φτιάχνω εκείνη την περίοδο. Κάποτε το πρώτο πράγμα που έκανα πηγαίνοντας στο εργαστήριο ήταν να πάρω καφέ, να βάλω μουσική και να ανάψω ένα τσιγάρο χαζεύοντας ό,τι υπήρχε στο καβαλέτο. Τώρα που έχω κόψει το τσιγάρο, παραμένει ο καφές και η ζωγραφική. Πλέον, τα πρωινά πηγαίνω για περπάτημα, σαν καλό παιδί και μετά ξεκινάω να ζωγραφίζω. Χαίρομαι με πράγματα που παλαιότερα περνούσαν απαρατήρητα. Δεν τσιμπάω πια στην εικόνα του μποέμ, ιδιοφυή και μοναχικού ζωγράφου που δεν καταλαβαίνει κανείς, αλλά χαίρομαι που πέρασα κι από αυτό το στάδιο.

-Όταν καλείστε να εκφραστείτε με λέξεις για τη ζωγραφική σας, νιώθετε ότι αυτό περιορίζει ή στερεί δύναμη από έργα σας, ή αντίθετα σας δίνει μια διαφορετική δυνατότητα επικοινωνίας με το κοινό;

Ο ζωγράφος ζωγραφίζει. Αυτός είναι ο τρόπος της έκφρασης που διαθέτει. Ο διάλογος είναι επικοινωνία. Οπότε, όχι, δεν μπλέκεται το ένα με το άλλο. Δεν προσπαθώ να εξηγήσω, μιλάω για ζωγραφική που την αγαπώ. Κι αυτό είναι υπέροχο.

Photo Credit κεντρικής εικόνας ανάρτησης: Eleni Vasileiadou


Αντώνης Τσακίρης: «Τα έργα είναι οι τελικοί αφηγητές»

«Από μικρός έπιασα το μολύβι και τους μαρκαδόρους και, εν τέλει, δεν τους άφησα ποτέ»

Villy Calliga
ΤΕΥΧΟΣ799
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Αντώνης Τσακίρης

Προτζέκτορας: Ο ζωγράφος Αντώνης Τσακίρης μιλάει στην Athens Voice για τη διαδρομή του στον χώρο της τέχνης.

Αντώνης Τσακίρης θα μπορούσε πιο εύκολα να μιλήσει για τα κίνητρα, τις στιγμές, για οτιδήποτε του δίνει το έναυσμα για να ζωγραφίσει, παρά για τα ολοκληρωμένα έργα του. Έχοντας ζήσει μια μεγάλη ή μικρή περιπέτεια με κάθε ένα από αυτά, πάντα πίστευε πως το αποτέλεσμα είναι ο τελικός αφηγητής, ο οποίος –στα κέφια του– θα αυτοσχεδίαζε σε κάθε νέα ανάγνωση.

Εμφάνισα από νωρίς μια σαφή κλίση προς το καλλιτεχνικό στοιχείο, ήταν στη φύση μου. Από μικρός έπιασα το μολύβι και τους μαρκαδόρους και, εν τέλει, δεν τους άφησα ποτέ. Αλλά, έχοντας τη βεβιασμένη πεποίθηση μιας φυσικής άνεσης στην εικαστική έκφραση, η αγάπη για τη Μουσική πήρε τη θέση της ως το πρώτο μεγάλο πάθος. Τα μαθήματα στο ωδείο, δυστυχώς για μένα, απαιτούσαν μια πειθαρχία που οι αρετές της δεν είχαν ακόμα πλήρως ευδοκιμήσει εντός μου. Καιγόμουν σιωπηλά. Έτσι, με σχεδόν παιδικό πείσμα και έχοντας καταναλώσει αμέτρητες ώρες σ’ ένα δωμάτιο, έμαθα να παίζω κιθάρα, να γράφω τραγούδια και μουσική. Λίγο μετά βρέθηκα σε μεταμεσονύχτια live στη σκηνή, στο θρυλικό πάλαι ποτέ “Ξεχασμένο Πηγάδι” στα Άνω Πατήσια που είχε πάρει το όνομά του απ’ το τραγούδι του Δημήτρη Πουλικάκου «Το ξεχασμένο πηγάδι καραδοκούσε το θύμα του». Σ’ αυτό το μπαρ, μετα-μπουάτ θα το χαρακτήριζα στην πραγματικότητα, κυριολεκτικά μέσα σε σύννεφα καπνού, πέρασα μεγάλο διάστημα παρέα με φίλους καλλιτέχνες, μουσικούς, ποιητές. Είναι αδύνατο να υπολογίσω πόσα αυθόρμητα σκιτσάκια έκανα στην μπάρα του, γεμίζοντας τα χαρτάκια των μπλοκ με τις παραγγελίες και τις χαρτοπετσέτες με το λογότυπο, δίπλα σε ένα ωραίο ουίσκι με έναν πάγο, καλή παρέα και υπέροχη μουσική.
Τhe Ride Home, 2020.

Τhe Ride Home, 2020. © Χρίστος Σιμάτος