Τρίτη 11 Ιανουαρίου 2022

Οδυσσέας Ελύτης «Το Άξιον εστί»: Τα πάθη, Άσμα η΄(Λογοτεχνια Β΄ Λυκείου)

 





https://www.youtube.com/watch?v=YEdeJav1bOM

Το άξιον εστί - Μίκης Θεοδωράκης/Οδυσσέας Ελύτης



Άξιον Εστί - Τα πάθη


https://www.youtube.com/watch?v=uASUawzp6Sw

Μίκης Θεοδωράκης - Ναοί στο σχήμα τ' ουρανού (ορχηστρικό)

Το Άξιον εστί  Οδ. Ελύτης, «Το Άξιον εστί» [πηγή: Πολιτιστικός Θησαυρός της Ελληνικής Γλώσσας]

(Τα πάθη, άσμα η')

http://ebooks.edu.gr/ebooks/v/html/8547/2702/Keimena-Neoellinikis-Logotechnias_B-Lykeiou_html-empl/index_c_11_04.html

ΤΟ ΑΣΜΑ αυτό ακολουθεί μετά το Ανάγνωσμα Τέταρτο «Το οικόπεδο με τις Τσουκνίδες», που αναφέρεται στην Κατοχή και τα μπλόκα που έκαναν οι Γερμανοί στις συνοικίες της Αθήνας. Στις επιχειρήσεις τους αυτές χρησιμοποιούσαν προσωπιδοφόρους, που υποδείκνυαν τους αγωνιστές. Το άσμα έχει συντεθεί με βάση το γνωστό εγκώμιο «Αι γενεαί πάσαι». Το κάθε δίστιχο του έχει το ίδιο μέτρο και τον ίδιο αριθμό συλλαβών με το παραπάνω εγκώμιο. Για την κατανόηση του ποιήματος θα σας βοηθήσει πολύ το παρακάτω απόσπασμα από το βιβλίο του Τάσου Λιγνάδη Το Άξιον εστί του Ελύτη: «Περιεχόμενο του άσματος είναι η σκοτεινή νύχτα της δουλείας, η μαύρη περίοδος της Κατοχής. Στο φοβερό χειμώνα του 41-42 ο ποιητής, γεμάτος δάκρυα, βλέπει τις ερημωμένες κοιλάδες και σκέπτεται ότι ως και τα δέντρα θα ατιμασθούν, εφόσον θα γίνουν αγχόνες. Καμμία πνοή χαράς. Στις ερημωμένες πολιτείες, που έχουν γίνει πύλες του Άδη, αναπέμπει τη διαμαρτυρία του. Παντού ο θάνατος, σύννεφο της γης που σκοτεινιάζει τον ήλιο. Οι μαυροφορεμένες γυναίκες, αντί νερό τραβούν μέσ' από τα πηγάδια τα πτώματα των αδικοσκοτωμένων.

Η αγανάκτηση τον καίει πιο πολύ από φωτιά, όταν βλέπει τα καμιόνια του στρατού της Κατοχής να φορτώνουν τον επιούσιο άρτο, το λιγοστό σιτάρι, για να το πάνε στη Γερμανία. Μέσα στις έρημες πολιτείες μόνη ζωντανή παρουσία οι επιγραφές στους τοίχους. Σκοτάδι παντού, στη φύση, στην πολιτεία, στην ψυχή του ανθρώπου. Καμιά πόρτα δεν ανοίγει να δώσει κάποιο φως στοργής. Η ιστορική πείρα (μνήμη) τον κάνει να σκέπτεται ότι έρχονται ημέρες μαύρες για τον τόπο. Κάθε υπόλειμμα ζωής είναι τόσο φρικιαστικό, ώστε δηλητηριάζει ακόμα και τις ψυχές των τεράτων».

Η Κατοχή [πηγή: Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού]   Πείνα (πηγές) [πηγή: Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού]   Μπλόκο (πηγές) [πηγή: Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού]

ΓΥΡΙΣΑ τα μάτια

*

δάκρυα γιομάτα

κατά το παραθύρι

Και κοιτώντας έξω

*

καταχιονισμένα

τα δέντρα των κοιλάδων

Αδελφοί μου, είπα

*

ως κι αυτά μια μέρα

κι αυτά θα τ' ατιμάσουν

Προσωπιδοφόροι

*

μες στον άλλο αιώνα τις θηλιές

ετοιμάζουν

 

 

 

Δάγκωσα τη μέρα

*

και δεν έσταξε ούτε

σταγόνα πράσινο αίμα

Φώναξα στις πύλες

*

κι η φωνή μου πήρε

τη θλίψη των φονιάδων

Μες στης γης το κέντρο

*

φάνηκε ο πυρήνας*

που όλο σκοτεινιάζει

Κι η αχτίδα του ήλιου

*

γίνηκεν, ιδέστε

ο μίτος* του Θανάτου!*

 

 

 

Ω πικρές γυναίκες

*

με το μαύρο ρούχο

παρθένες και μητέρες

Που σιμά στη βρύση

*

δίνατε να πιούνε

στ' αηδόνια των αγγέλων

Έλαχε να δώσει

*

και σε σας ο Χάρος

τη φούχτα του γεμάτη

Μέσ' απ' τα πηγάδια

*

τις κραυγές τραβάτε

αδικοσκοτωμένων

 

 

 

Τόσο δεν αγγίζουν

*

η φωτιά με το άχτι

που πένεται* ο λαός μου

Του Θεού το στάρι

*

στα ψηλά καμιόνια

το φόρτωσαν και πάει

Μες την έρμη κι άδεια

*

πολιτεία μένει

το χέρι που μονάχα

Με μπογιά θα γράψει

*

στους μεγάλους τοίχους

ΨΩΜΙ ΚΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

 

 

 

Φύσηξεν η νύχτα

*

σβήσανε τα σπίτια

κι είναι αργά στην ψυχή μου

Δεν ακούει κανένας

*

όπου κι αν χτυπήσω

η μνήμη με σκοτώνει

Αδελφοί μου, λέει

*

μαύρες ώρες φτάνουν

ο καιρός θα δείξει

Των ανθρώπων έχουν

*

οι χαρές μιάνει

τα σπλάχνα των τεράτων

 

 

 

Γύρισα τα μάτια

*

δάκρυα γιομάτα

κατά το παραθύρι

Φώναξα στις πύλες

*

κι η φωνή μου πήρε

τη θλίψη των φονιάδων

Μες στης γης το κέντρο

*

φάνηκε ο πυρήνας

που όλο σκοτεινιάζει

Κι η αχτίδα του ήλιου

*

γίνηκεν, ιδέστε

ο μίτος του Θανάτου!


ο πυρήνας: της γης. Ως εκεί φτάνει το πένθος.
μίτος: το νήμα (που έδωσε η Αριάδνη στο Θησέα, για να ξαναβγεί από το λαβύρινθο).
ο μίτος του θανάτου: το νήμα που οδηγεί στο θάνατο.
πένεται: εδώ: πεινάει, λιμοκτονεί.
στρ.1. μες στον άλλον αιώνα: στη σκοτεινή περίοδο που θ' ακολουθήσει.
στρ. 2. σταγόνα πράσινο αίμα: η μεταφορά από τη βλάστηση. Ο ποιητής εννοεί ότι η ίδια η μέρα έχει νεκρωθεί. στις πύλες: των πόλεων.
στρ. 4. τόσο δεν αγγίζουν η φωτιά με το άχτι: δεν παραβάλλονται. Η αγανάκτηση (το άχτι) για την πείνα του λαού είναι πιο μεγάλη κι από τη φωτιά.

Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

Πριν απαντήσετε στις ερωτήσεις να διαβάσετε το Ανάγνωσμα Τέταρτο, που θα σας βοηθήσει περισσότερο στην κατανόηση του ποιήματος.

  1. Ο Ελύτης στο Άξιον εστί μιλάει συχνά ως εθνικός ποιητής (ή ποιητής-προφήτης, όπως τον χαρακτήρισαν πολλοί). Να τεκμηριώσετε την παραπάνω άποψη με στίχους και εκφράσεις του ποιήματος.
  2. Ποιο είναι το γενικότερο κλίμα της κατοχής που δίνουν οι στροφές 2, 3, 4 και πώς εκφράζεται;

Της πατρίδας μου πάλι ομοιώθηκα. Οδυσσέας Ελύτης, 1979 (βίντεο) [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ]

Γιάννης Τσαρούχης (1910-1989), Σύνθεση για το Άξιον Εστί

Γιάννης Τσαρούχης (1910-1989), Σύνθεση για το Άξιον Εστί


https://www.youtube.com/watch?v=GcOAebeVJkA

Ελύτης- Άξιον Εστί- Προφητικό

Ενότητα 18: 

Οδυσσέας Ελύτης, Άξιον εστί

 Απαντήσεις στις ερωτήσεις του σχολικού βιβλίου (σελ.260) 

https://fliphtml5.com/xpqa/ycui/basic

1. Ο Ελύτης στο Άξιον εστί μιλάει συχνά ως εθνικός ποιητής (ποιητής – προφήτης, όπως τον χαρακτήρισαν πολλοί). Να τεκμηριώσετε την παραπάνω άποψη με στίχους και εκφράσεις του ποιήματος.

 Ο Ελύτης στο έργο του Άξιον εστί γράφει προφητικά σε σχέση με τη μοίρα του λαού και του τόπου του.

 Αυτό γίνεται φανερό από το θέμα του ποιήματος αλλά και από τον γενικότερο τόνο, ο οποίος είναι σοβαρός και βαθύς. 

Επίσης, χρησιμοποιεί εκφράσεις, οι οποίες προβάλλουν τη συναισθηματική φόρτιση του ποιητή, πως και ο ίδιος είναι μέρος του συνόλου αλλά και των προβλημάτων, μέσα από τις εκφράσεις «αδελφοί μου είπα», «που πένεται ο λαός μου», «αδελφοί μου, λέει, μαύρες ώρες φτάνουν», «γύρισα τα μάτια δάκρυα γιομάτα κατά το παράθυρο», «φώναξα στις πύλες». 

Τέλος, μπορούμε να πούμε πως όλος ο χαρακτήρας του κειμένου θυμίζει εκκλησιαστικό κείμενο. 

2. Ποιο είναι το γενικότερο κλίμα της κατοχής που δίνουν οι στροφές 2, 3, 4 και πώς εκφράζεται; 

Το κλίμα της κατοχής φαίνεται ξεκάθαρα από τη στροφή 2 έως 4. 

Ο ποιητής αναφέρεται στην απουσία της ζωής στο χώρο. Μάλιστα, χρησιμοποιώντας διάφορα εκφραστικά μέσα προβάλλει την ένταση της κατάστασης. 

Μέσα από την προσωποποίηση - μεταφορά «δάγκωσα τη μέρα … πράσινο αίμα», δίνει μια Συσσίτιο στην κατεχόμενη Αθήνα εικόνα από αίμα και χλωροφύλλη των φυτών.

 Επίσης, μια άλλη εικόνα, η οποία δίνει την παρουσία του θανάτου στο χώρο είναι: «φώναξα

 στις πύλες» και «μες στης γης το κέντρο φάνηκε ο πυρήνας που όλο σκοτεινιάζει».

 Στην τρίτη στροφή πάλι συναντάμε σημαντικά εκφραστικά μέσα, τα οποία δίνουν στον αναγνώστη να δει την κατάσταση που επικρατεί.

 Η πείνα και ο θάνατος παρουσιάζονται με την εικόνα των γυναικών και των νεκρών μέσα στο πηγάδι, καθώς επίσης και με την προσωποποίηση του Χάρου που δίνει απλόχερα τις δωρεές. 

Στην τέταρτη στροφή ουσιαστικά δίνονται τα θέματα της κατοχής. Τα θέματα έχουν σχέση με την επιβίωση του λαού (πείνα, εξαθλίωση και αγανάκτηση), τη μεταφορά του σιταριού στη Γερμανία και τις αντιστασιακές οργανώσεις και την προσπάθεια των αγωνιστών να αποτινάξουν τον ζυγό από πάνω τους. 

Τέλος, η εικόνα με τη φράση «ΨΩΜΙ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ» θέλει όχι μόνο να αποδώσει την οπτική έκταση αλλά και την ένταση που μεταφέρει το μήνυμα. 
Το εξώφυλλο του δίσκου με τη μελοποιημένη έκδοση του Άξιον Εστί από τον Μίκη Θεοδωράκη


https://www.slideshare.net/katerinakalantzidou/ss-40813973


Οδυσσέας Ελύτης «Το Άξιον εστί» (Β΄ Λυκείου)

Τα πάθη, Άσμα η΄

Το Άσμα αυτό ακολουθεί μετά το Ανάγνωσμα Τέταρτο «Το οικόπεδο με τις Τσουκνίδες», που αναφέρεται στην Κατοχή και τα μπλόκα που έκαναν οι Γερμανοί στις συνοικίες της Αθήνας. Στις επιχειρήσεις τους αυτές χρησιμοποιούσαν πρωσοπιδοφόρους, που υποδείκνυαν τους αγωνιστές. Το άσμα έχει συντεθεί με βάση το γνωστό εγκώμιο «Αι γενεαί πάσαι». Το κάθε δίστιχό του έχει το ίδιο μέτρο και τον ίδιο αριθμό συλλαβών με το παραπάνω εγκώμιο. Για την κατανόηση του ποιήματος θα σας βοηθήσει πολύ το παρακάτω απόσπασμα από το βιβλίο του Τάσου Λιγνάδη Το Άξιον εστί του Ελύτη: «Περιεχόμενο του άσματος είναι η σκοτεινή νύχτα της δουλείας, η μαύρη περίοδος της Κατοχής. Στο φοβερό χειμώνα του 41-42 ο ποιητής, γεμάτος δάκρυα, βλέπει τις ερημωμένες κοιλάδες και σκέπτεται ότι ως και τα δέντρα θα ατιμασθούν, εφόσον θα γίνουν αγχόνες. Καμία πνοή χαράς. Στις ερημωμένες πολιτείες, που έχουν γίνει πύλες του Άδη, αναπέμπει τη διαμαρτυρία του. Παντού ο θάνατος, σύννεφο της γης που σκοτεινιάζει τον ήλιο. Οι μαυροφορεμένες γυναίκες, αντί νερό τραβούν μέσ’ από τα πηγάδια τα πτώματα των αδικοσκοτωμένων. 
Η αγανάκτηση τον καίει πιο πολύ από φωτιά, όταν βλέπει τα καμιόνια του στρατού της Κατοχής να φορτώνουν τον επιούσιο άρτο, το λιγοστό σιτάρι, για να το πάνε στη Γερμανία. Μέσα στις έρημες πολιτείες μόνη ζωντανή παρουσία οι επιγραφές στους τοίχους. Σκοτάδι παντού, στη φύση, στην πολιτεία, στην ψυχή του ανθρώπου. Καμιά πόρτα δεν ανοίγει να δώσει κάποιο φως στοργής. Η ιστορική πείρα (μνήμη) τον κάνει να σκέπτεται ότι έρχονται ημέρες μαύρες για τον τόπο. Κάθε υπόλειμμα ζωής είναι τόσο φρικιαστικό, ώστε δηλητηριάζει ακόμα και τις ψυχές των τεράτων».

ΓΥΡΙΣΑ τα μάτια * δάκρυα γιομάτα
            κατά το παραθύρι
Και κοιτώντας έξω * καταχιονισμένα
            τα δέντρα των κοιλάδων
Αδελφοί μου, είπα * ως κι αυτά μια μέρα
            κι αυτά θα τ’ ατιμάσουν
Προσωπιδοφόροι * μες στον άλλο αιώνα
            τις θηλιές ετοιμάζουν
Δάγκωσα τη μέρα * και δεν έσταξε ούτε
            σταγόνα πράσινο αίμα
Φώναξα στις πύλες * κι η φωνή μου πήρε
            τη θλίψη των φονιάδων
Μες στης γης το κέντρο * φάνηκε ο πυρήνας
            που όλο σκοτεινιάζει
Κι η αχτίδα του ήλιου * γίνηκεν, ιδέστε
            ο μίτος του Θανάτου!

Ω πικρές γυναίκες * με το μαύρο ρούχο
            παρθένες και μητέρες
Που σιμά στη βρύση * δίνατε να πιούνε
            στ’ αηδόνια των αγγέλων
Έλαχε να δώσει * και σε σας ο Χάρος
            τη φούχτα του γεμάτη
Μεσ’ απ’ τα πηγάδια * τις κραυγές τραβάτε
            αδικοσκοτωμένων

Τόσο δεν αγγίζουν * η φωτιά με το άχτι
            που πένεται ο λαός μου
Του Θεού το στάρι * στα ψηλά καμιόνια
            το φόρτωσαν και πάει
Μες την έρμη κι άδεια * πολιτεία μένει
            το χέρι που μονάχα
Με μπογιά θα γράψει * στους μεγάλους τοίχους
            ΨΩΜΙ ΚΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Φύσηξεν η νύχτα * σβήσανε τα σπίτια
            κι είναι αργά στην ψυχή μου
Δεν ακούει κανένας * όπου κι αν χτυπήσω
            η μνήμη με σκοτώνει
Αδελφοί μου, λέει * μαύρες ώρες φτάνουν
            ο καιρός θα δείξει
Των ανθρώπων έχουν * οι χαρές μιάνει
            τα σπλάχνα των τεράτων

Γύρισα τα μάτια * δάκρυα γιομάτα
            κατά το παραθύρι
Φώναξα στις πύλες * κι η φωνή μου πήρε
            τη θλίψη των φονιάδων
Μες στης γης το κέντρο * φάνηκε ο πυρήνας
            που όλο σκοτεινιάζει
Κι η αχτίδα του ήλιου * γίνηκεν, ιδέστε
            ο μίτος του Θανάτου!

ο πυρήνας: της γης. Ως εκεί φτάνει το πένθος.
μίτος: το νήμα (που έδωσε η Αριάδνη στο Θησέα, για να ξαναβγεί από το λαβύρινθο).
ο μίτος του θανάτου: το νήμα που οδηγεί στο θάνατο.
πένεται: εδώ: πεινάει, λιμοκτονεί.
στρ. 1. μες στον άλλον αιώνα: στη σκοτεινή περίοδο που θα ακολουθήσει.
στρ. 2. σταγόνα πράσινο αίμα: η μεταφορά από τη βλάστηση. Ο ποιητής εννοεί ότι η ίδια η μέρα έχει νεκρωθεί.
στις πύλες: των πόλεων
στρ. 4. τόσο δεν αγγίζουν η φωτιά με το άχτι: δεν παραβάλλονται. Η αγανάκτηση (το άχτι) για την πείνα του λαού είναι πιο μεγάλη κι από τη φωτιά.

Για να κατανοήσετε καλύτερα το 8ο Άσμα, διαβάστε το Ανάγνωσμα Τέταρτο:

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΤΕΤΑΡΤΟ

ΤΟ ΟΙΚΟΠΕΔΟ ΜΕ ΤΙΣ ΤΣΟΥΚΝΙΔΕΣ

ΜΙΑΝ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΝΗΛΙΑΓΕΣ μέρες εκείνου του χειμώνα, ένα πρωί Σαββάτου, σωρός αυτοκίνητα και μοτοσυκλέτες εζώσανε το μικρό συνοικισμό του Λευτέρη, με τα τρύπια τενεκεδένια παράθυρα και τ’ αυλάκια των οχετών στο δρόμο. Και φωνές άγριες βγάνοντας, εκατεβήκανε άνθρωποι με χυμένη την όψη στο μολύβι και τα μαλλιά ολόισια ίδιο άχερο. Προστάζοντας να συναχτούν οι άντρες όλοι στο οικόπεδο με τις τσουκνίδες. Και ήταν αρματωμένοι από πάνου ως κάτου, με τις μπούκες χαμηλά στραμμένες κατά το μπουλούκι. Και μεγάλος φόβος έπιανε τα παιδιά, επειδή τύχαινε, σχεδόν όλα, να κατέχουνε κάποιο μυστικό στην τσέπη ή στην ψυχή τους. Αλλά τρόπος άλλος δεν ήτανε, και χρέος την ανάγκη κάνοντας, λάβανε θέση στη γραμμή, και οι άνθρωποι με το μολύβι στην όψη, το άχερο στα μαλλιά και τα κοντά μαύρα ποδήματα, ξετυλίξανε γύρω τους το συρματόπλεγμα. Και κόψανε στα δύο τα σύγνεφα, όσο που το χιονόνερο άρχισε να πέφτει, και τα σαγόνια με κόπο κρατούσανε τα δόντια στη θέση τους, μήπως τους φύγουν ή σπάσουνε.
Τότε, από τ’ άλλο μέρος φάνηκε αργά βαδίζοντας νά ‘ρχεται Αυτός με το Σβησμένο Πρόσωπο, που σήκωνε το δάχτυλο κι οι ώρες ανατρίχιαζαν στο μεγάλο ρολόι των αγγέλων. Και σε όποιον λάχαινε να σταθεί μπροστά, ευθύς οι άλλοι τον αρπάζανε από τα μαλλιά και τον εσούρνανε χάμου πατώντας τον. Ώσπου έφτασε κάποτε η στιγμή να σταθεί και μπροστά στο Λευτέρη. Αλλά εκείνος δε σάλεψε. Σήκωσε μόνο αργά τα μάτια του και τα πήγε μεμιάς τόσο μακριά – μακριά μέσα στο μέλλον του – που ο άλλος ένιωσε το σκούντημα κι έγειρε πίσω με κίντυνο να πέσει. Και σκυλιάζοντας, έκανε ν’ ανασηκώσει το μαύρο του πανί, νάν του φτύσει κατάμουτρα. Μα πάλι ο Λευτέρης δε σάλεψε.
Πάνω σε κείνη τη στιγμή, ο Μεγάλος Ξένος, αυτός που ακολουθούσε με τα τρία σειρήτια στο γιακά, στηρίζοντας στη μέση τα χέρια του, κάγχασε: ορίστε, είπε, ορίστε οι άνθρωποι που θέλουνε, λέει, ν’ αλλάξουνε την πορεία του κόσμου! Και μη γνωρίζοντας ότι έλεγε την αλήθεια ο δυστυχής, καταπρόσωπο τρεις φορές του κατάφερε το μαστίγιο. Αλλά τρίτη φορά ο Λευτέρης δε σάλεψε. Τότε, τυφλός από τη λίγη πέραση που ‘χε η δύναμη στα χέρια του, ο άλλος μη γνωρίζοντας τι πράττει, τράβηξε το περίστροφο και του το βρόντηξε σύρριζα στο δεξί του αυτί.
Και πολύ τρομάξανε τα παιδιά, και οι άνθρωποι με το μολύβι στην όψη και το άχερο στα μαλλιά και τα κοντά μαύρα ποδήματα, κέρωσαν. Επειδή πήγανε κι ήρθανε γύρω τα χαμόσπιτα, και σε πολλές μεριές το πισσόχαρτο έπεσε και φανήκανε μακριά, πίσω απ’ τον ήλιο, οι γυναίκες να κλαίνε γονατιστές, πάνω σ’ ένα έρμο οικόπεδο, γεμάτο τσουκνίδες και μαύρα πηχτά αίματα. Ενώ σήμαινε δώδεκα ακριβώς το μεγάλο ρολόι των αγγέλων. 

Ανάλυση η΄ Άσματος:

ΓΥΡΙΣΑ τα μάτια * δάκρυα γιομάτα
            κατά το παραθύρι
Και κοιτώντας έξω * καταχιονισμένα
            τα δέντρα των κοιλάδων
Αδελφοί μου, είπα * ως κι αυτά μια μέρα
            κι αυτά θα τ’ ατιμάσουν
Προσωπιδοφόροι * μες στον άλλο αιώνα
            τις θηλιές ετοιμάζουν

Ο ποιητής, με δάκρυα στα μάτια, κοιτάζει απ’ το παράθυρο τα καταχιονισμένα δέντρα (ο χειμώνας του 1941-42 υπήρξε δριμύτατος) στις κοιλάδες (πληθυντικός για να τονιστεί η κυριαρχία του ίδιου σκηνικού σε όλη τη χώρα), και προλέγει στους Έλληνες, που τους νιώθει όλους σαν αδέλφια του, πως ακόμη και τα δέντρα θα ατιμαστούν από τους κατακτητές. Άνθρωποι με προσωπίδες (καταδότες) ετοιμάζονται να προδώσουν τους αγωνιστές -τις θηλιές ετοιμάζουν- και τα αγνά δέντρα του ελληνικού τοπίου θα χρησιμοποιηθούν, από τους Γερμανούς, ως αγχόνες για να κρεμάσουν εκεί όσους τολμούν να αντιστέκονται στη θέλησή τους.
Οι Προσωπιδοφόροι είναι εκείνοι οι Έλληνες -οι Γερμανοί δεν είχαν λόγο να κρύβουν το πρόσωπό τους, ενώ οι Έλληνες καταδότες προσπαθούσαν να προφυλάξουν την ταυτότητά τους-, που θα εκμεταλλευτούν τη νέα κατάσταση, θα συνεργαστούν με τους κατακτητές και θα προδώσουν τους αδελφούς τους, μόνο και μόνο για αποκομίσουν οικονομικά οφέλη και φυσικά να μη χρειαστεί να υποφέρουν μαζί με τους συμπατριώτες τους.
Η λέξη γράφεται με κεφαλαίο για να δοθεί με έμφαση η κατηγορία αυτών των ανθρώπων που μπροστά στο δικό τους συμφέρον δεν αναγνωρίζουν ούτε πατρίδα, ούτε φιλικούς και εθνικούς δεσμούς.
Η προφητική διατύπωση του ποιητή «μες στον άλλον αιώνα», έρχεται να υπενθυμίσει πως τα γεγονότα εκείνα είναι ακόμη η αρχή της συμφοράς και ότι τα πράγματα θα χειροτερέψουν πολύ περισσότερο, καθώς οι άνθρωποι θα λυγίζουν μπροστά στις κακουχίες και θ’ αρχίσουν να στρέφονται ο ένας κατά του άλλου, προκειμένου να επιβιώσουν.
Η φράση αυτή, πάντως, διατήρησε ακέραια την προφητική της διάσταση, υπό την έννοια πως έκτοτε υπήρξαν πολλές φορές που Έλληνες πρόδωσαν την πατρίδα τους, εξυπηρετώντας ξένα συμφέροντα και αποκομίζοντας ίδιον όφελος.

Δάγκωσα τη μέρα * και δεν έσταξε ούτε
            σταγόνα πράσινο αίμα
Φώναξα στις πύλες * κι η φωνή μου πήρε
            τη θλίψη των φονιάδων
Μες στης γης το κέντρο * φάνηκε ο πυρήνας
            που όλο σκοτεινιάζει
Κι η αχτίδα του ήλιου * γίνηκεν, ιδέστε
            ο μίτος του Θανάτου!

Ο ποιητής, χρησιμοποιώντας μια υπερρεαλιστική εικόνα, λέει πως δάγκωσε την ημέρα και δεν έσταξε ούτε μια σταγόνα πράσινο αίμα, θέλοντας να εκφράσει έτσι την απόλυτη απουσία ζωτικότητας, αλλά και ελπίδας. Η χώρα αντιμέτωπη με το θάνατο, την πείνα, το φόβο και τη δυστυχία, νεκρώνει και οι πολίτες δεν έχουν πια την παραμικρή ελπίδα.
Ο Ελύτης προτιμά να αναφερθεί σε πράσινο αίμα, που παραπέμπει στην ελπίδα, αλλά και στους χυμούς των φυτών, που συμβολίζουν τη ζωή και την άνοιξη, αποφεύγοντας μια αναφορά σε κόκκινο αίμα που θα ηχούσε επώδυνη και εξαιρετικά οικεία στους ανθρώπους που είχαν αντικρίσει πολλαπλές δολοφονίες.
Αμέσως μετά ο ποιητής φωνάζει στις πύλες -μπορούμε να εννοήσουμε εδώ τις πύλες της πόλεως ή ακόμη και τις πύλες του Άδη, μιας και ο θάνατος κυριαρχεί και χαρακτηρίζει εκείνη την εποχή- και η φωνή του παίρνει τη θλίψη των φονιάδων. Η σκέψη αυτή του ποιητή, που εντοπίζεται και στο Τέταρτο Ανάγνωσμα «και οι άνθρωποι με το μολύβι στην όψη και το άχερο στα μαλλιά και τα κοντά μαύρα ποδήματα, κέρωσαν», υποδηλώνει πως ακόμη και οι φαινομενικά άσπλαχνοι και συναισθηματικά απρόσιτοι Γερμανοί στρατιώτες, τρομάζουν, θλίβονται και συγκλονίζονται μπροστά στο θάνατο. Ο θάνατος, άλλωστε, είναι η μόνη έννοια (κατάσταση) που προκαλεί τρόμο και ταπεινώνει όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους, καθώς όλοι αντιλαμβάνονται πως στο σημείο αυτό επέρχεται η πλήρης εξίσωσή τους. Κανείς δεν μπορεί να γλιτώσει από το θάνατο και κανείς δεν μπορεί να τον αντικρίσει, χωρίς να συλλογιστεί πως πλησιάζει κι η δική του σειρά.
Κι ενώ, ακόμη και οι φονιάδες θλίβονταν μπροστά στο άθλιο θέαμα του καταστροφικού τους έργου, ο πυρήνας στο κέντρο της γης όλο και σκοτεινιάζει. Η φρίκη, ο πόνος και το πένθος που έχει καλύψει όλη την Ελλάδα, διαπερνά τη γη και φτάνει ως τον πυρήνα της. Τίποτε δε μένει ασυγκίνητο μπροστά στο θέαμα των χιλιάδων νεκρών, που πεθαίνουν όχι μόνο από εχθρικά πυρά, αλλά και από την πλήρη έλλειψη τροφής.
Ο θάνατος κυριαρχεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε ακόμη και η αχτίδα του ήλιου, που άλλοτε αποτελούσε πηγή ζωής και ευδαιμονίας, τώρα γίνεται ο μίτος, το νήμα που οδηγεί τους ανθρώπους σ’ αυτόν. Ο ερχομός της καινούριας μέρας, έπαψε να είναι η αρχή μιας καινούριας ελπίδας, έπαψε να ξυπνά την αισιοδοξία στους ανθρώπους. Τώρα πια, το μόνο που έχει να τους προσφέρει είναι νέες συμφορές και ακόμη περισσότερους θανάτους.

Ω πικρές γυναίκες * με το μαύρο ρούχο
            παρθένες και μητέρες
Που σιμά στη βρύση * δίνατε να πιούνε
            στ’ αηδόνια των αγγέλων
Έλαχε να δώσει * και σε σας ο Χάρος
            τη φούχτα του γεμάτη
Μεσ’ απ’ τα πηγάδια * τις κραυγές τραβάτε
            αδικοσκοτωμένων

Τραγικές φιγούρες της νέας φρικτής εποχής οι γυναίκες, ανύπαντρες ή παντρεμένες, μητέρες ή όχι, που μένουν πίσω να πενθούν τους χαμένους άντρες και να θρηνούν τα παιδιά τους. Κι ενώ παλιότερα πήγαιναν στη βρύση για να δώσουν νερό στα αηδόνια των αγγέλων (εξαιρετική απόδοση των εύθυμων φωνών και γέλιων που συνοδεύουν τα μικρά παιδιά), τώρα έρχονται αντιμέτωπες με τη γενναιοδωρία του Χάρου, που τους προσφέρει μια γεμάτη χούφτα απ’ το μακάβριο έργο του. Οι γυναίκες πια πηγαίνουν στα πηγάδια κι αντί να τραβήξουν πάνω νερό, τραβούν, με φρίκη, τα αποσυντιθέμενα κορμιά των εκτελεσμένων, που πετούσαν στα πηγάδια οι κατακτητές.

Τόσο δεν αγγίζουν * η φωτιά με το άχτι
            που πένεται ο λαός μου
Του Θεού το στάρι * στα ψηλά καμιόνια
            το φόρτωσαν και πάει
Μες την έρμη κι άδεια * πολιτεία μένει
            το χέρι που μονάχα
Με μπογιά θα γράψει * στους μεγάλους τοίχους
            ΨΩΜΙ ΚΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Ούτε η οργή και η δύναμη της φωτιάς δεν μπορεί να συγκριθεί με την αγανάκτηση και την οργή που αισθάνεται ο ποιητής βλέποντας τους συνανθρώπους του να πεθαίνουν κατά εκατοντάδες απ’ την πείνα. Η πόλη των Αθηνών χτυπιέται περισσότερο από κάθε άλλη περιοχή απ’ το λιμό και οι νεκροί μαζεύονται με τα κάρα απ’ τους δρόμους και τα πεζοδρόμια.
Οι Γερμανοί κατακτητές φροντίζουν να πάρουν τα αποθέματα σιταριού της χώρας, και να τα φορτώσουν σε καμιόνια για να τα στείλουν στα στρατεύματά τους. Ο ελληνικός λαός θυσιάζεται με το φρικτότερο τρόπο, προκειμένου να τραφούν οι Γερμανοί στρατιώτες και να συνεχίσουν το φονικό τους έργο.
Το μόνο που απομένει στην πολιτεία που νεκρώνεται από την απάνθρωπη πείνα, η μόνη μορφή αντίστασης που παραμένει και δίνει μια ελάχιστη σπίθα ελπίδας στους Έλληνες, είναι το χέρι εκείνων που γράφουν συνθήματα στους τοίχους. Τα πολύτιμα αυτά συνθήματα, γράφονταν συνήθως τις νύχτες με μεγάλη δυσκολία, καθώς οι Γερμανοί είχαν επιβάλει ρητή απαγόρευση κυκλοφορίας μετά τη δύση του ήλιου. «ΨΩΜΙ ΚΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ» είναι τα αιτήματα των ανθρώπων που λιμοκτονούν και υποφέρουν κάτω απ’ την ανελέητη γερμανική εξουσία.

Φύσηξεν η νύχτα * σβήσανε τα σπίτια
            κι είναι αργά στην ψυχή μου
Δεν ακούει κανένας * όπου κι αν χτυπήσω
            η μνήμη με σκοτώνει
Αδελφοί μου, λέει * μαύρες ώρες φτάνουν
            ο καιρός θα δείξει
Των ανθρώπων έχουν * οι χαρές μιάνει
            τα σπλάχνα των τεράτων

Καθώς η νύχτα πλησιάζει, τα σπίτια σβήνουν, σχολιάζει ο ποιητής, δίνοντας μια εικόνα που παρουσιάζει την απαγόρευση που είχαν θέσει οι κατακτητές για το φωτισμό των σπιτιών. Μόλις νύχτωνε οι Έλληνες όφειλαν να παραμείνουν μέσα στα σπίτια τους και να σβήνουν τα φώτα, χρησιμοποιώντας κατ’ ανάγκη κεριά για να κινούνται μέσα στα ίδια τους τα σπίτια. Έτσι, ο στίχος φύσηξεν η νύχτα / σβήσανε τα σπίτια, μας παραπέμπει στο φύσημα που σβήνει τα κεριά.
Ο ερχομός της νύχτας χρησιμοποιείται απ’ τον ποιητή και ως συμβολισμός για το σκοτείνιασμα της ψυχής του. Ο πόνος και η απόγνωση που γεννιούνται στην ψυχή του, τον κυριεύουν πλέον, ενώ παράλληλα αισθάνεται πως δεν υπάρχει κανείς που να μπορεί να μοιραστεί μαζί του τις επώδυνες αυτές σκέψεις. Όπου κι αν χτυπήσει -εννοεί σ’ όποια πόρτα κι αν χτυπήσει- η μνήμη τον σκοτώνει, καθώς κάθε σπίτι, κάθε φίλος και συμπολίτης του έχει υποστεί κάποια τραγική απώλεια. Έτσι, ο ποιητής βιώνει μιαν αποπνικτική μοναξιά και συνάμα γνωρίζει πως όσα ήδη έζησε (η μνήμη) προμηνύουν ακόμη χειρότερες καταστάσεις. Γι’ αυτό όταν δίνει το λόγο στη μνήμη, ό,τι ακούγεται είναι μια σκοτεινή πρόβλεψη για ακόμη πιο δύσκολες ώρες, για ακόμη πιο επώδυνες εμπειρίες.
Το καταληκτικό δίστιχο, άλλωστε, είναι ενδεικτικό ως προς αυτό: «οι χαρές των ανθρώπων», -ένας τραγικός ευφημισμός για τους θανάτους και την εξαθλίωση των Ελλήνων- έχουν μιάνει τα σπλάχνα των τεράτων. Όλοι αυτοί οι θάνατοι έχουν μολύνει πια τις ψυχές των Γερμανών φονιάδων και τους έχουν κάνει εντελώς απάνθρωπους. Όσα έκαναν μέχρι τώρα λειτουργούν ως μέσο απευαισθητοποίησης και τους προετοιμάζουν για ακόμη σκληρότερες συμπεριφορές, για ακόμη φονικότερες διαθέσεις, καθώς πλέον όχι μόνο δε νιώθουν ενοχές για τη φονική τους δράση, αλλά αποκτούν μια χαιρέκακη και σαδιστική ψυχολογία απέναντι στους εξαθλιωμένους Έλληνες.

Οδυσσέας Ελύτης «Το άξιον εστί» Ψαλμός Δ΄



ΚΕΙΜΕΝΟ

 Οδυσσέας Ελύτης: Το Άξιον Εστί Τα Πάθη, άσµα η (Κ.Ν.Λ. Α Λυκείου, σσ 

 2. ΠΑΡΑΔ ΕΙΓΜΑΤΑ ΕΡΩΤΗΣΕΩΝ 

2.1. Παραδείγµατα ερωτήσεων ελεύθερης ανάπτυξης

 1. Με το «Άξιον Εστί», ο Ελύτης πέρασε από την αυτόµατη υπερρεαλιστική γραφή των πρώτων του συλλογών στην έντεχνη ποίηση

 1. Όπως γράφει ο Καραντώνης, µε το έργο αυτό ο Ελύτης µεταµορφώθηκε «σε τέλειο εργαστηριακό τεχνίτη, αλλά που δε σκότωσε µέσα του τον υπερρεαλιστή θαυµατοποιό».2 Να συζητήσετε την άποψη αυτή µε βάση το η άσµα. 

2. Με δεδοµένο ότι η φύση µε τα επιµέρους στοιχεία της (τον ήλιο, το φως, το νερό, τα δέντρα), στο άσµα αυτό αισθητοποιείται αρνητικά, υπάρχει δηλαδή για να αναιρεθεί (π.χ. τα δέντρα θα τα ατιµάσουν, ο πυρήνας της γης σκοτεινιάζει κ.λπ.), να βρείτε κι άλλα παρόµοια παραδείγµατα από το άσµα και να δώσετε µια πιθανή εξήγηση αυτής της παρουσίασης της φύσης.

 3. Υπάρχει η άποψη ότι οι τρεις ενότητες του Άξιον Εστί συµβολίζουν την εναλλαγή του φωτός και του σκότους 

3. Να µελετήσετε στο άσµα αυτό την απουσία του φωτός και τη λειτουργία του σκότους µε αναφορά σε συγκεκριµένους στίχους

. 4. Ποιες πληροφορίες µπορούµε να αντλήσουµε από το άσµα για το χειµώνα του ; 

5. Να ερµηνεύσετε τους στίχους «Κι η αχτίδα του ήλιου * γίνηκεν, ιδέστε / ο µίτος του Θανάτου!», συνδέοντάς τους µε το µίτο της Αριάδνης από την αρχαία ελληνική µυθολογία. 

1 Κ. Φράιερ, Άξιον Εστί το τίµηµα, Κέδρος 1980, σ Καραντώνης, 1983, 

σ Γένεση: φως, Πάθη: σκότος, οξαστικό: επαναφορά φωτός. Βλ. Λ. Λυχναρά, Σεµινάριο Π.Ε.Φ. 23, 1997, σ

6. Την ποίηση του Ελύτη τη διαπνέει η ελληνική παράδοση, από τον Όµηρο µέχρι το Βυζάντιο: «τη ζωγράφιζε µε την πένα του και την έγραφε µε το χρωστήρα του», γράφει κάποιος µελετητής του. 

Υπάρχουν στοιχεία στο άσµα που στηρίζουν την άποψη αυτή;

7.α) Ποια συναισθήµατα εκφράζει στο ποίηµα ο ποιητής απέναντι σε ό,τι βιώνει;

 β) Φαίνεται από το άσµα ότι ο Ελύτης είναι άνθρωπος που αγαπά πραγµατικά τη φύση, τον άνθρωπο, τη ζωή, την Ελλάδα και αν ναι, πώς

8α) Πώς λειτουργεί η ιστορική µνήµη του ποιητή στους στίχους: «δεν ακούει κανένας * όπου κι αν χτυπήσω / η µνήµη µε σκοτώνει / Αδελφοί µου, λέει, * µαύρες ώρες φτάνουν / ο καιρός θα δείξει / Των ανθρώπων έχουν, * οι χαρές µιάνει / τα σπλάχνα των τεράτων». 

β) Ποια ερµηνεία θα δίνατε εσείς στους δύο τελευταίους στίχους; 

9. Το ποίηµα κλείνει µε επιλεγµένους στίχους των δύο πρώτων στροφών: Τι πετυχαίνει µ αυτό ο ποιητής; 

10. Πώς παρουσιάζονται οι γυναικείες µορφές στο ποίηµα; 

11. Στο άσµα συναντάµε τις εκφράσεις ο µίτος του θανάτου, τα αηδόνια των αγγέλων.

 α) Ποια λογοτεχνική σχολή θυµίζουν αυτά τα λεκτικά σύνολα; 

β) Να βρείτε κι άλλες παρόµοιες εκφράσεις και να προσπαθήσετε να τις ερµηνεύσετε. 

12. Σε ποιους στίχους του άσµατος ο Ελύτης χρησιµοποιεί προφητικό λόγο; Να δικαιολογήσετε την απάντησή σας

 Παραδείγµατα ερωτήσεων σύντοµης απάντησης

 1. Ποιος είναι ο χρόνος και το «σκηνικό» του άσµατος;

2. Σε ποιο χώρο βρίσκεται ο ποιητής; Τι προφητεύει; 

3. Τι συµβολίζει, κατά τη γνώµη σας, η χιονισµένη φύση; 

4. Ποια στοιχεία του ποιήµατος προέρχονται από την παραδοσιακή ποίηση και ποια από τον υπερρεαλισµό; 

5. Το άσµα έχει συντεθεί κατά το πρότυπο του εγκωµίου «Αι γενεαί πάσαι»: 

α) Να βρείτε το µέτρο και τον αριθµό των συλλαβών των µονών και ζυγών στίχων.

 β) Τι κερδίζει το ποίηµα µε τη µετρική αυτή ποικιλία; 

 6. Βασικά προτερήµατα της ποίησης του Ελύτη θεωρούνται «η εικονοπλαστική φαντασία και το πλούσιο αίσθηµα ρυθµού»  Υπάρχουν οι αρετές αυτές στο συγκεκριµένο ποίηµα; Να στηρίξετε την άποψή σας παραπέµποντας σε στίχους του άσµατος.


 7. Ποιους χαρακτηρίζει ως «προσωπιδοφόρους» ο ποιητής;

 8. 

α) Σε ποια πρόσωπα απευθύνεται ο ποιητής και µε ποιους χαρακτηρισµούς; 

β) Ποιοι είναι οι θύτες και ποια τα θύµατα; 9. Το άσµα είναι πλούσιο σε µεταφορικές εκφράσεις και οπτικοακουστικές εικόνες. Να δώσετε παραδείγµατα. 

10. Σε ποιους στίχους ο ποιητής, παρά την απογοήτευση του παρόντος, αφήνει µια ελπίδα για το µέλλον;

 11. Γιατί νοµίζετε ότι ο ποιητής µιλάει στο άσµα σε α πρόσωπο; 2.3. Συνδυασµός ερωτήσεων σύντοµης απάντησης και ελεύθερης ανάπτυξης 

1. α) Ποια στοιχεία κατατάσσουν, κατά τη γνώµη σας, το ποίηµα στην ενότητα του «Άξιον Εστί, τα Πάθη»; 

β) Να συνθέσετε τα στοιχεία αυτά σε µια παράγραφο, παρουσιάζοντας κατ αυτόν τον τρόπο τα πάθη των Ελλήνων στην Κατοχή. 

2. Είναι αισιόδοξο ή απαισιόδοξο το άσµα; Να δικαιολογήσετε τη γνώµη σας. 

3. Στο άσµα αυτό, εκτός από το µαύρο, ο ποιητής χρησιµοποιεί και άλλα χρώµατα. Να τα επισηµάνετε και να αναλύσετε τη λειτουργία τους.

 4. α) Να κατατάξετε τα κυριότερα ρήµατα του άσµατος σε δύο στήλες (ενεστώτα και αορίστου).

 β) Να εξετάσετε αν η εναλλαγή αυτή των χρόνων υπακούει σε κάποια «λογική». Αιτιολογήστε την άποψή σας. 

5. Να εξετάσετε την αρχιτεκτονική του ποιήµατος: έχουν οι στροφές νοηµατική σύνδεση µεταξύ τους; Αν ναι, να την επισηµάνετε.  Καραντώνης, 1983, σ

2.4. Παραδείγµατα ερωτήσεων αντικειµενικού τύπου

Ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής 

Βάλτε σε κύκλο το γράµµα της απάντησης που θεωρείτε σωστή: 

1. Με το σύνθηµα «ΨΩΜΙ ΚΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ» ο ποιητής δείχνει ότι: 

α) Ο λαός αντιστέκεται σθεναρά ενάντια στη µεταφορά του σταριού στη Γερµανία.

 β) Ο ποιητής τιµά τον άγνωστο αντιστασιακό που αγωνίζεται για πνευµατικά και υλικά αγαθά. γ) Η ελευθερία είναι πολύτιµο αγαθό, χρειάζεται όµως και η υλική ευηµερία. 

δ) Πραγµατικά ελεύθερος είναι αυτός που έχει ικανοποιήσει όλες του τις υλικές ανάγκες 

Ερωτήσεις σύζευξης 

Να γράψετε δίπλα από τον κάθε αριθµό της πρώτης στήλης το γράµµα του στοιχείου της δεύτερης στήλης που αντιστοιχεί σ αυτό (περισσεύει ένα): 

Α Β 

1. «ω πικρές γυναίκες» α. ψευδοοµοιοκαταληξία 5 

2. «... και δεν έσταξε ούτε / σταγόνα...» β. παρήχηση 

3. «... τις κραυγές τραβάτε / αδικοσκοτωµένων» γ. αναφώνηση 

4. «Φύσηξεν η νύχτα * σβήσανε τα σπίτια» δ. ειρωνεία

 5. «Των ανθρώπων έχουν * οι χαρές µιάνει» ε. προσωποποίηση 

6. «Έλαχε να δώσει * και σε σας ο Χάρος» στ. συνεκδοχή

 7. «κι αυτά θα τ ατιµάσουν... τις θηλιές 

ζ. παροµοίωση ετοιµάζουν» η. οµοιοτέλευτο 

5 Ο όρος ανήκει στον Τ. Λιγνάδη, Άξιον Εστί. 

2.5. Συνδυασµός ερωτήσεων αντικειµενικού τύπου και ελεύθερης ανάπτυξης 

Βάλτε σε κύκλο την ερµηνεία που θεωρείτε ότι σας εκπροσωπεί περισσότερο:

 1. Α. Ο ποιητής στρέφει την προσοχή µας προς τα πηγάδια, επειδή:

 α) Θέλει να εντοπίσει το χρόνο του ποιήµατος στο παρελθόν, όταν τα πηγάδια χρησιµοποιούνταν για την άντληση νερού. 

β) Θέλει να συνδέσει συνειρµικά τα πηγάδια µε τη µνήµη, που, όπως δηλώνει, «τον σκοτώνει», θέλει δηλαδή να πει ότι τον πληγώνουν οι ιστορικές εµπειρίες.

 γ) Συνδέει τα πηγάδια µε τη βασανισµένη, πικραµένη ζωή των γυναικών, που εδώ δοκιµάζονται µε το θάνατο των παιδιών τους. 

δ) Τα πηγάδια συνδέονται συνειρµικά µε το νερό, βασικό στοιχείο ζωής και ποιητικό σύµβολο του Ελύτη, που εδώ είναι πηγή φρίκης και θανάτου. 

Β. Να εξηγήσετε γιατί προτιµήσατε τη συγκεκριµένη ερµηνεία. 

3. ΠΑΡΑ ΕΙΓΜΑΤΑ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΣΠΙΤΙ 

1. Ο Οδυσσέας Ελύτης στα Ανοιχτά Χαρτιά προσδιορίζει το περιεχόµενο του όρου Έλληνας ως εξής: «Έλληνας σηµαίνει να αισθάνεσαι και να αντιδράς κατά ένα ορισµένο τρόπο, τίποτε άλλο. Είναι µια λειτουργία που έχει σχέση µε το δράµα του σκότους και του φωτός που παίζουµε όλοι µας σ αυτή τη γωνιά της υδρογείου». 6 Πιστεύετε ότι τα παραπάνω λόγια του ποιητή βρίσκουν εφαρµογή στο συγκεκριµένο ποίηµα; 

2. Το άσµα αυτό ακολουθεί το Ανάγνωσµα Τέταρτο, «Το οικόπεδο µε τις τσουκνίδες». Πώς συµπληρώνεται το πληροφοριακό υλικό του άσµατος από το Ανάγνωσµα αυτό; 7 6

 Πρβλ. την άποψη της Ανθούλας ανιήλ (Σεµινάριο Π.Ε.Φ. 23, 1997, σ. 11) ότι το «Άξιον Εστί» µπορεί επάξια να αποδώσει τον τίτλο του εθνικού ποιητή στον Ελύτη. 7 Βλ. εισαγωγή στο «Άξιον Εστί», Κ.Ν.Λ. Α Λυκείου, σ

 4. ΠΑΡΑ ΔΕΙΓΜΑΤΑ ΣΥΝΘΕΤΙΚΩΝ - ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ 

1. Ο Ελύτης, εκτός από ποιητής, ήταν και ζωγράφος. 

Αφού µελετήσετε τις εικονιστικές συνθέσεις του ποιητή που συνοδεύουν µερικές ποιητικές του συλλογές (π.χ. «Ιδιωτική οδός», «Ο κήπος µε τις αυταπάτες»), 

να απαντήσετε στο ερώτηµα:

 Υπάρχει συσχετισµός του Ελύτη-λογοτέχνη και του Ελύτη-ζωγράφου

  ; Αν ναι, ως προς τι;

 2. Να παρουσιάσετε στους συµµαθητές σας ολόκληρη την ποιητική σύνθεση «Άξιον Εστί», διαβάζοντας χαρακτηριστικά αποσπάσµατα. Συνοδέψτε την παρουσίασή σας µε τη µουσική του Μ. Θεοδωράκη από το οµώνυµο έργο. 

3. Να αναλύσετε σε ένα µικρό δοκίµιο το ρόλο των συνθηµάτων στη ζωή ενός λαού, καθώς και τις ανάγκες που εκφράζουν σε κάθε εποχή (π.χ. ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ, ΨΩΜΙ, ΠΑΙ ΕΙΑ, ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ). 8 Βλ. επίσης Φράιερ, ο.π., σσ

5. ΠΑΡΑ ΕΙΓΜΑ ΚΡΙΤΗΡΙΟΥ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ

 Κριτήριο για ωριαία γραπτή δοκιµασία 

ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ..

. ΤΑΞΗ... ΤΜΗΜΑ...

 ΜΑΘΗΜΑ: Κείµενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Οδυσσέα Ελύτη, «Άξιον Εστί» 

ΗΜΕΡ/ΝΙΑ:... 

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ: 

1. Α. Βάλτε σε κύκλο το γράµµα της ερµηνείας που σας εκπροσωπεί περισσότερο: Οι στίχοι «κι η αχτίδα του ήλιου * γίνηκεν, ιδέστε ο µίτος του Θανάτου» δείχνει ότι:

 α) Ο ήλιος δεν είναι πια ζωοποιό στοιχείο, αλλά οδηγεί προς το θάνατο.

 β) Η πορεία της Ελλάδας την εποχή αυτή δεν είναι προς τη ζωή, αλλά προς το θάνατο.

 γ) Ο ήλιος στέλνει τις ζοφερές του αχτίνες µέσα στο µαύρο κλίµα της Κατοχής. 

δ) Έχουν διακειµενική σχέση µε τις αρχαίες ελληνικές ρίζες και τη µυθολογία. 

Οι στίχοι «Μες στης γης το κέντρο * φάνηκε ο πυρήνας / που όλο σκοτεινιάζει»:

 α) Συνδέουν το ποίηµα µε το υποσυνείδητο του ποιητή.

 β) Συµβολίζουν την επιστροφή του ποιητή στις ρίζες του. 

γ) Συνδέουν το ποίηµα µε σκοτεινές δυνάµεις και τονίζουν την απελπισία του ποιητή για τα πάθη του λαού. 

δ) Αφήνουν ένα περιθώριο αισιοδοξίας, αφού δεν επικρατεί πλήρως το σκοτάδι. 

Β. Να δικαιολογήσετε την προτίµηση των συγκεκριµένων επιλογών.

 Μονάδες 4 




Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Α΄ Λυκείου Ανάλυση (τχ.β)