Εξαγωγή – σύνταξη της περίληψης
Κ. Καρεμφύλλης
(Πρακτικός οδηγός)
Α. Προετοιμασία
- Πρώτη ανάγνωση του κειμένου, αργά και προσεκτικά, για να βρεθεί το Θεματικό Κέντρο (Θ.Κ)
- Δεύτερη ανάγνωση και αντιμετώπιση του κειμένου κατά παράγραφο:
α. διαβάζωβ. υπογραμμίζωγ. κατανοώδ. διατυπώνω το νόημα με απλά λόγιαε. βγάζω διευρυμένο πλαγιότιτλο - συμπυκνωμένο νόημα της παραγράφου - Ο διευρυμένος πλαγιότιτλος αποτελεί φράση – πρόταση με ολοκληρωμένο νόημα, διότι, πρόκειται να αποτελέσει περίοδο λόγου στη μελλοντική μου περίληψη
- Κάποτε μπορεί να αντιμετωπίσω το κείμενο και κατά ενότητα, ενώνοντας 2-3 παραγράφους που έχουν νοηματική συνάφεια και βγάζοντας ένα ενιαίο νόημα.
- Εντοπίζω τις διαρθρωτικές λέξεις καθώς και τις φράσεις με τις οποίες επιτυγχάνεται η συνοχή του ευρύτερου κειμένου. Βρίσκω τις νοηματικές σχέσεις που σημαίνουν και τις μεταφέρω στο κείμενο της περίληψης.
- Δημιουργία πρώτα μιας προφορικής περίληψης. Είναι αναγκαία η συνολική γνώση και εποπτεία του κειμένου, των βασικών ιδεών, της δομής και των νοηματικών του συνδέσεων και έπειτα περίληψη στο πρόχειρο
- Συγγραφή περίληψης:
- Συνδέουμε τα μικρά συμπυκνωμένα νοήματα που γράψαμε (διευρυμένοι πλαγιότιτλοι), αξιοποιώντας τις διαρθρωτικές λέξεις – φράσεις που έχουμε υπογραμμίσει, για να αποδώσουμε τη δομή της σκέψης και την οργάνωση του λόγου του συγγραφέα.
- Στη θεματική περίοδο της περίληψης μας παρουσιάζουμε το θεματικό κέντρο του κειμένου
- Χρησιμοποιούμε κάποτε (π.χ στην αρχή, τη μέση και το τέλος, χωρίς να κάνουμε κατάχρηση) εκφράσεις του πλαγίου λόγου (π.χ. ο συγγραφέας υποστηρίζει, τονίζει, επισημαίνει, αντιπαραθέτει, παρουσιάζει, συμπεραίνει, προσδιορίζει...)
- Χρησιμοποιούμε όρους του κειμένου. Δεν αντιγράφουμε ποτέ αυτούσιες εκφράσεις ή προτάσεις
- Δεν κρίνουμε τις απόψεις του συγγραφέα
- Δε μιμούμαστε το ύφος του συγγραφέα
- Δεν προσθέτουμε δικά μας σχόλια στην περίληψη
- Δεν διατυπώνουμε δικά μας συμπεράσματα
- Δε γράφουμε παραδείγματα, παρά μόνο υπό προϋποθέσεις
- Πιθανή αρχή της περίληψης: «Στο κείμενο αυτό ο Χ / ο συγγραφέας /δοκιμιογράφος / αρθρογράφος πραγματεύεται / διερευνά... + (Θ.Κ)»
- Πιθανό τέλος της περίληψης: «Τέλος / συνοψίζοντας / τελειώνοντας ο συγγραφέας προτείνει / συμπεραίνει / διαπιστώνει...»
Β. Διορθωτικές κινήσεις
- Η περίληψη γράφεται πρώτα στο πρόχειρο, όπου γίνονται οι απαραίτητες διορθώσεις, προσθαφαιρέσεις κ.λπ. και έπειτα μεταφέρεται στο καθαρό
- Διαρθρωτικές λέξεις μπορούν να είναι οι ίδιες ή παρόμοιας σημασίας με εκείνες του ευρύτερου κειμένου
- Θα πρέπει να περιοριστεί η πλατειαστική χρήση αναφορικών προτάσεων και να συμπυκνωθεί το νόημα με τη χρήση προσδιοριστικών επιθέτων
- Η πύκνωση του νοήματος μπορεί να επιτευχθεί με τη διευρυμένη χρήση της παθητικής σύνταξης
Γ. Αρετές της περίληψης
- Περιεχόμενο: μεταφορά των βασικών ιδεών του κειμένου (= θεματικές περίοδοι και κάποιες σημαντικές λεπτομέρειες της κάθε παραγράφου)
- Δομή: οι περίοδοι λόγου (τα βασικά νοήματα της περίληψης) πρέπει να χαρακτηρίζονται από συνοχή νοηματική και εκφραστική, δηλαδή να συνδέονται μεταξύ τους και να υπάρχουν αντίστοιχες διαρθρωτικές λέξεις, αντωνυμίες, λέξεις – κλειδιά.
- Έκφραση: Να υπάρχει εκφραστική αυτονομία και να μη χρησιμοποιούνται αυτούσιες φράσεις του αρχικού κειμένου (εξαιρούνται οι λέξεις – κλειδιά που είναι απαραίτητες για την κατανόηση του κειμένου).
Να μη γίνεται κατάχρηση του πλάγιου λόγου («ο συγγραφέας πιστεύει, νομίζει, ισχυρίζεται…» κ.λπ) - Έκταση: Να μην ξεπερνά κατά πολύ το όριο των επιτρεπόμενων λέξεων (ανοχή + 10%)
-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Γιῶργος Σεφέρης
Ὁμιλία στὴ Στοκχόλμη
Τούτη τὴν ὥρα αἰσθάνομαι πὼς εἶμαι ὁ ἴδιος μία ἀντίφαση. Ἀλήθεια, ἡ Σουηδικὴ Ἀκαδημία, ἔκρινε πὼς ἡ προσπάθειά μου σὲ μία γλώσσα περιλάλητη ἐπὶ αἰῶνες, ἀλλὰ στὴν παροῦσα μορφή της περιορισμένη, ἄξιζε αὐτὴ τὴν ὑψηλὴ διάκριση. Θέλησε νὰ τιμήσει τὴ γλώσσα μου, καὶ νὰ - ἐκφράζω τώρα τὶς εὐχαριστίες μου σὲ ξένη γλώσσα. Σᾶς παρακαλῶ νὰ μοῦ δώσετε τὴ συγνώμη ποὺ ζητῶ πρῶτα -πρῶτα ἀπὸ τὸν ἑαυτό μου.
Ἀνήκω σὲ μία χώρα μικρή. Ἕνα πέτρινο ἀκρωτήρι στὴ Μεσόγειο, ποὺ δὲν ἔχει ἄλλο ἀγαθὸ παρὰ τὸν ἀγώνα τοῦ λαοῦ, τὴ θάλασσα, καὶ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου. Εἶναι μικρὸς ὁ τόπος μας, ἀλλὰ ἡ παράδοσή του εἶναι τεράστια καὶ τὸ πράγμα ποὺ τὴ χαρακτηρίζει εἶναι ὅτι μας παραδόθηκε χωρὶς διακοπή. Ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα δὲν ἔπαψε ποτέ της νὰ μιλιέται. Δέχτηκε τὶς ἀλλοιώσεις ποὺ δέχεται καθετὶ ζωντανό, ἀλλὰ δὲν παρουσιάζει κανένα χάσμα. Ἄλλο χαρακτηριστικὸ αὐτῆς τῆς παράδοσης εἶναι ἡ ἀγάπη της γιὰ τὴν ἀνθρωπιά, κανόνας της εἶναι ἡ δικαιοσύνη. Στὴν ἀρχαία τραγωδία, τὴν ὀργανωμένη μὲ τόση ἀκρίβεια, ὁ ἄνθρωπος ποὺ ξεπερνᾶ τὸ μέτρο, πρέπει νὰ τιμωρηθεῖ ἀπὸ τὶς Ἐρινύες. Ο ίδιος νόμος ισχύει και όταν ακόμη πρόκειται για φυσικά φαινόμενα: «Ἥλιος οὐχ ὑπερβήσεται μέτρα» λέει ὁ Ἡράκλειτος «εἰ δέ μή Ἐρινύες μίν Δίκης ἐπίκουροι ἐξευρήσουσι».
Συλλογίζομαι πώς δέν ἀποκλείεται ὁλωσδιόλου να ὠφεληθεῖ ἕνας σύγχρονος ἐπιστήμων, ἄν στοχαστεῖ τοῦτο τό ἀπόφθεγμα τοῦ Ἴωνα φιλοσόφου. Ὅσο γιὰ μένα συγκινοῦμαι παρατηρώντας πῶς ἡ συνείδηση τῆς δικαιοσύνης εἶχε τόσο πολὺ διαποτίσει τὴν ἑλληνικὴ ψυχή, ὥστε νὰ γίνει κανόνας τοῦ φυσικοῦ κόσμου. Καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς διδασκάλους μου, τῶν ἀρχῶν τοῦ περασμένου αἰώνα, γράφει: «... θὰ χαθοῦμε γιατί ἀδικήσαμε ...». Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἦταν ἀγράμματος. Εἶχε μάθει νὰ γράφει στὰ τριάντα πέντε χρόνια τῆς ἡλικίας του. Ἀλλὰ στὴν Ἑλλάδα τῶν ἡμερῶν μας, ἡ προφορικὴ παράδοση πηγαίνει μακριὰ στὰ περασμένα ὅσο καὶ ἡ γραπτή. Τὸ ἴδιο καὶ ἡ ποίηση. Εἶναι γιὰ μένα σημαντικὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Σουηδία θέλησε νὰ τιμήσει καὶ τούτη τὴν ποίηση καὶ ὅλη τὴν ποίηση γενικά, ἀκόμη καὶ ὅταν ἀναβρύζει ἀνάμεσα σ᾿ ἕνα λαὸ περιορισμένο. Γιατί πιστεύω πὼς τοῦτος ὁ σύγχρονος κόσμος ὅπου ζοῦμε, ὁ τυρρανισμένος ἀπὸ τὸ φόβο καὶ τὴν ἀνησυχία, τὴ χρειάζεται τὴν ποίηση. Ἡ ποίηση ἔχει τὶς ρίζες της στὴν ἀνθρώπινη ἀνάσα - καὶ τί θὰ γινόμασταν ἂν ἡ πνοή μας λιγόστευε; Εἶναι μία πράξη ἐμπιστοσύνης - κι ἕνας Θεὸς τὸ ξέρει ἂν τὰ δεινά μας δὲν τὰ χρωστᾶμε στὴ στέρηση ἐμπιστοσύνης.
Παρατήρησαν, τὸν περασμένο χρόνο γύρω ἀπὸ τοῦτο τὸ τραπέζι, τὴν πολὺ μεγάλη διαφορὰ ἀνάμεσα στὶς ἀνακαλύψεις τῆς σύγχρονης ἐπιστήμης καὶ στὴ λογοτεχνία. Παρατήρησαν πὼς ἀνάμεσα σ᾿ ἕνα ἀρχαῖο ἑλληνικὸ δράμα καὶ ἕνα σημερινό, ἡ διαφορὰ εἶναι λίγη. Ναί, ἡ συμπεριφορὰ τοῦ ἀνθρώπου δὲ μοιάζει νὰ ἔχει ἀλλάξει βασικά. Καὶ πρέπει νὰ προσθέσω πὼς νιώθει πάντα τὴν ἀνάγκη ν᾿ ἀκούσει τούτη τὴν ἀνθρώπινη φωνὴ ποὺ ὀνομάζουμε ποίηση. Αὐτὴ ἡ φωνὴ ποὺ κινδυνεύει νὰ σβήσει κάθε στιγμὴ ἀπὸ στέρηση ἀγάπης καὶ ὁλοένα ξαναγεννιέται. Κυνηγημένη, ξέρει ποὺ νά ῾βρει καταφύγιο, ἀπαρνημένη, ἔχει τὸ ἔνστικτο νὰ πάει νὰ ριζώσει στοὺς πιὸ ἀπροσδόκητους τόπους. Γι᾿ αὐτὴ δὲν ὑπάρχουν μεγάλα καὶ μικρὰ μέρη τοῦ κόσμου. Τὸ βασίλειό της εἶναι στὶς καρδιὲς ὅλων τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς. Ἔχει τὴ χάρη ν᾿ ἀποφεύγει πάντα τὴ συνήθεια, αὐτὴ τὴ βιομηχανία. Χρωστῶ τὴν εὐγνωμοσύνη μου στὴ Σουηδικὴ Ἀκαδημία ποὺ ἔνιωσε αὐτὰ τὰ πράγματα, ποὺ ἔνιωσε πὼς οἱ γλῶσσες, οἱ λεγόμενες περιορισμένης χρήσης, δὲν πρέπει νὰ καταντοῦν φράχτες ὅπου πνίγεται ὁ παλμὸς τῆς ἀνθρώπινης καρδιᾶς, ποὺ ἔγινε ἕνας Ἄρειος Πάγος ἱκανὸς νὰ κρίνει μὲ ἀλήθεια ἐπίσημη τὴν ἄδικη μοίρα τῆς ζωῆς, γιὰ νὰ θυμηθῶ τὸν Σέλλεϋ, τὸν ἐμπνευστή, καθὼς μᾶς λένε, τοῦ Ἀλφρέδου Νομπέλ, αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ μπόρεσε νὰ ἐξαγοράσει τὴν ἀναπόφευκτη βία μὲ τὴ μεγαλοσύνη τῆς καρδιᾶς του.
Σ᾿ αὐτὸ τὸν κόσμο, ποὺ ὁλοένα στενεύει, ὁ καθένας μας χρειάζεται ὅλους τοὺς ἄλλους. Πρέπει ν᾿ ἀναζητήσουμε τὸν ἄνθρωπο, ὅπου καὶ νὰ βρίσκεται.
Ὅταν στὸ δρόμο τῆς Θήβας, ὁ Οἰδίπους συνάντησε τὴ Σφίγγα, κι αὐτὴ τοῦ ἔθεσε τὸ αἴνιγμά της, ἡ ἀπόκρισή του ἦταν: ὁ ἄνθρωπος. Τούτη ἡ ἁπλὴ λέξη χάλασε τὸ τέρας. Ἔχουμε πολλὰ τέρατα νὰ καταστρέψουμε. Ἂς συλλογιστοῦμε τὴν ἀπόκριση τοῦ Οἰδίποδα.
Ὁμιλία κατὰ τὴν ἀπονομὴ τοῦ Νόμπελ Λογοτεχνίας στὴ Στοκχόλμη, 11 Δεκεμβρίου 1963
Μια πρόταση περίληψης
Στην ομιλία του αυτή, κατά την τελετή βράβευσής του με το βραβείο Νόμπελ, ο Γ. Σεφέρης αναφέρεται στην ελληνική γλώσσα και τη σχέση της με την ποίηση και τον άνθρωπο. Η ελληνική γλωσσική παράδοση είναι μακραίωνη και αδιάλειπτη και τα κύρια χαρακτηριστικά της είναι η αγάπη της για την ανθρωπιά και τη δικαιοσύνη. Εξίσου ισχυρή με την προφορική γλωσσική παράδοση είναι και η γραπτή, που εκφράζεται κυρίως με την ποίηση. Αυτή την ποιητική λειτουργία έχει σήμερα περισσότερο παρά ποτέ ανάγκη ο σύγχρονος κόσμος, ο οποίος χαρακτηρίζεται από το φόβο και την ανησυχία. Η ποίηση αποτελεί μια πράξη εμπιστοσύνης πολύτιμη για το σύγχρονο άνθρωπο, στο μέτρο που εκφράζει την καρδιά του. Ο ομιλητής κλείνει το λόγο του λέγοντας ότι σ’ αυτόν τον κόσμο της αβεβαιότητας και του φόβου θα πρέπει να ανευρεθεί ξανά η αξία του ανθρώπου, η μόνη ικανή να αντιμετωπίσει τα «τέρατα» που απειλούν τον άνθρωπο και τον πολιτισμό του.
Κ. Καρεμφύλλης, φιλόλογος