Ο Γιώργος Σαραντάρης ήταν Έλληνας ποιητής, φιλόσοφος και δοκιμιογράφος της Γενιάς του ’30. Βικιπαίδεια
Γέννηση: 20 Απριλίου 1908, Κωνσταντινούπολη
Απεβίωσε: 25 Φεβρουαρίου 1941, Αθήνα
Βιβλία: Ποιήματα, Stē doxa tōn pouliōn: eklogē apo to ergo tou
Γέννηση: 20 Απριλίου 1908, Κωνσταντινούπολη
Απεβίωσε: 25 Φεβρουαρίου 1941, Αθήνα
Βιβλία: Ποιήματα, Stē doxa tōn pouliōn: eklogē apo to ergo tou
Πιότερο επιθυμώ να δω παρά να πω.
(Ζωγραφισμένα, Κ.Π. Καβάφης)
(Ζωγραφισμένα, Κ.Π. Καβάφης)
Αυτός ο στίχος του Καβάφη που μεταξύ άλλων πρώτος μετέφρασε ο Σαραντάρης στα ιταλικά και παρουσίασε ένα χρόνο πριν πεθάνει ο Καβάφης, στην Ιταλία, τη χώρα που τον ανέθρεψε και τον σπούδασε, μπορούν να δείξουν τι επιθυμούσε και ο ίδιος στον ποιητικό του βίο. Φυσικά ο ίδιος βρισκόταν στην αντίπερα όχθη του μεγάλου αλεξανδρινού: Η πόλη όπου γεννήθηκες είναι η Κωνσταντινούπολη / Πόλη του μέλλοντος, (Κ.Π. Καβάφης), θα γράψει σ’ ένα βαρυσήμαντο ποίημα που αντιπαραβάλλει τον εαυτό του με τον μεγάλο Καβάφη, καθώς εκείνος όπως λέει αλλού: δεν έχει τη θρασύτητα μα ούτε και τη θυσία (Δυο ακόμα ποιήματα για τον Καβάφη).
Ποιος ήταν αυτός ο ποιητής που στα 23 του χρόνια άφησε την Ιταλία κι ήρθε στην Αθήνα για να δείξει ότι μπορεί και ο ίδιος να συμβάλλει στην ανανέωση του σκηνικού της ποίησης στην Ελλάδα; Κι όχι απλά να συμβάλλει, καθώς ο ίδιος έλεγε: «Όπως ο Σολωμός έδωσε στην Ελληνική Ποίηση τη νέα δημοτική γλώσσα, εγώ θα δώσω τη νέα ποίηση στην Ελλάδα». «Ο Σαραντάρης ήταν ο πρώτος μεταφυσικός λυρικός ποιητής της νεώτερης Ελλάδας» (Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος, Νέα Εστία, τχ 1285). «Ερχόταν όσο το δυνατόν αντίθετα απ’ την τέχνη: απ’ τη φυσική ιστορία της ψυχής που προσπαθούσε να μιλήσει την αληθινή της γλώσσα. Από την ειλικρίνεια˙ την ελευθερία˙ και -τι απίστευτο!- την αισιοδοξία» (Tέλλος Άγρας, 1937). «To να μιλάς για το Σαραντάρη είναι σαν μια προσευχή προς τον Κύριο» (Γιάννης Σκαρίμπας). Αυτός ο ποιητής λοιπόν δεν ήθελε να γράψει ποίηση γιατί έβλεπε σε αυτήν την ιδανική τέχνη, ή γιατί μπορούσε να γράψει με τρόπο υψηπετή και λυρικό όπως τόσοι είχαν κάνει ήδη στην ελληνική γλώσσα. Αυτός ο ποιητής ήρθε στην Ελλάδα γιατί πίστεψε σε μια ιδέα «για την οποία θα μπορούσε να ζήσει και να πεθάνει», όπως περίπου έγραφε κάποτε κι ο αγαπημένος του φιλόσοφος Σαίρεν Κίρκεγκωρ. Κι έτσι είχε το θάρρος να λέει στο φίλο του Ν. Γ. Πεντζίκη: «Τούτο είναι! Κανένας σας δεν νιώθει την ανάγκη μιας πίστης που να υπερβαίνει τα όρια της αισθητικής του» (από επιστολή στον Ν.Γ. Πεντζίκη). Και πως αλλιώς αφού για το Σαραντάρη: «Και η ανάπτυξη ενός στίχου …είναι μια ολόκληρη θέση που πρέπει να χρησιμοποιήσουν οι ποιητές για την ποιητική μεταμόρφωση που επιδιώκουν». Μπορούσε όμως να καταφέρει κάτι τέτοιο σε μια γλώσσα που του ήταν ξένη, καθώς αν και μητρική του, μπορεί να πει κανείς διαβάζοντας τα γαλλικά του ποιήματα ότι ήταν τρίτη του γλώσσα τα ελληνικά; Όμως ο ίδιος μας δίνει την απάντηση: «Μονάχα ελληνιστί η ποίηση μπορεί χωρίς φόβο να καταπιάνεται με ιδέες» (Παρενθέσεις).
Ώστε ο Σαραντάρης καταπιανόταν με ιδέες, πάει να πει πως ήταν κάτι ακόμα εκτός από ποιητής, ήταν ένας άνθρωπος που μπορούσε και φιλοσοφούσε, μάλιστα με τρόπο καθαρά πρωτοποριακό για την εποχή του, καθώς πήγαινε κόντρα στη γνώση και έδινε προτεραιότητα στην υπόσταση, προσεγγίζοντας σ’ ένα ρεύμα που έμελε να δώσει πολλά και μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στον υπαρξισμό. «Είναι αδύνατο να ξεχωρίσουμε τον ποιητή Σαραντάρη από τον φιλόσοφο Σαραντάρη. Ο ένας εισχωρούσε στον άλλο» (Παναγιώτης Κανελλόπουλος). Αν και διαβάζοντάς τον κανείς βλέπει πόσο αφαιρετικός είναι στην ποίησή του και πόσο γλαφυρός στην φιλοσοφία του, ξεχωρίζοντας άρα κατά πολύ τη μια γραφή από την άλλη. Εδώ βέβαια είμαστε για τον ποιητή Σαραντάρη και στο έργο του οφείλουμε να ανατρέξουμε αφού «τoυς δημιουργούς μονάχα τα έργα διδάσκουν, όχι τα πρόσωπα κι ο χρόνος της ζωής» (από τα φιλοσοφικά κατάλοιπα, έργα Γιώργου Σαραντάρη, Εκδόσεις Βικελαίας Βιβιλιοθήκης), όπως μας δίδασκε. Και εκείνος ο Ανδρέας Καραντώνης χρόνια μετά ομολογούσε: «Νοιώθω μια τύψη που υπάρχει ένας ποιητής σαν τον Σαραντάρη και δεν ανατρέχουμε στο έργο του. Θα μπορούσε να μας προφυλάξει από πολλά φτηνά, ψεύτικα πράγματα τα οποία προσέχομε περισσότερο απ’ ό,τι πρέπει και τα διατυμπανίζουμε, όπως το άγχος και η άρνηση που τροφοδοτούν τη σύγχρονη ποίηση» (από το βιβλίο της Ολυμπίας Καράγιωργα: Γιώργος Σαραντάρης ο Μελλούμενος). Διαβάζω ένα ποίημά του:
Είταν μια μέρα γελαστή
Είταν μια μέρα γελαστή
Που τη χορεύαν όλοι
Ένας σοφός μας άκουγε ξανά
Να λέμε παραμύθια
Είταν καιρός που άνοιγε η καρδιά
Και μπαίναν τα λουλούδια
Εκελαϊδούσαν όλο πιο γλυκά
Τα σύννεφα στα δέντρα
Κ’ είταν μια τρέλλα τα πουλιά
Που ακόμπαγαν στην πλάση.
Πάνω στη θάλασσα εγώ τραγουδώ
Μα δε χορταίνω
Πάνω στη θάλασσα ο θάνατος
Έχει παλμό δικό μου
Και τρέχει με τα λάβαρα
Όταν εγώ σωπαίνω
(Με τα λάβαρα)
Πάνω στη θάλασσα λοιπόν, εκεί επιλέγει να γράψει ο Σαραντάρης, αλλά η θάλασσά του δεν έχει την αύρα του αιγαίου και την λάμψη τη μεσογειακή που της προσδίδει ο Ελύτης, τον οποίο άλλωστε ανακάλυψε. Η θάλασσά του είναι αυτή που σμίγει με τη στεριά και γίνεται το σημείο όπου τα όνειρά του παίρνουν μορφή, ίσως και ο μόνος τρόπος να ενώσει την αγαπημένη του Ελλάδα με την Ιταλία, όπου η μητέρα του μόνη τον περίμενε ακόμα και μετά το θάνατό του.
Καταστραμμένη θάλασσα, σε γέμισε ο φόβος,
Νύχτες γεμάτες θάλασσα
Σε τούτο δω τον κόσμο
Όπου δεν έχει θάλασσα
(Νύχτες γεμάτες θάλασσα…)
Κάτω από τις στέγες των σπιτιών η θάλασσα λουφάζει
(Κάτω από τις στέγες…)
Έλα γεμάτη θάλασσα για να σε δούν οι γλάροι (Μέρα στη μεσόγειο)
Η θάλασσα που λείπει θα μας φέρει
Την μυρωδιά όπου το φως γεννιέται
Τον έρωτα που γίνεται το κύμα
Η θάλασσα αργά λυώνει
Σα να είτανε από σίδερο κι από ατσάλι
Ω θάλασσα που λείπεις!
Θάλασσα υγείας η ζωή
Αληθινό ακρωτήρι! (Ο ήλιος ο ύπνος)
Μιλώ γιατί μιλούν τα μάτια σου
Και δεν υπάρχει θάλασσα δεν υπάρχει χώρα
Όπου τα μάτια σου δε μιλούν (Μιλώ)
Εγώ παντού αισθάνομαι
βλέπω τη θάλασσα
τον ήλιο
το τίποτα
ίσως άνθρωπο
ονειρεύομαι. (Θεός)
Ενώ από τον αγαπημένο του Ρεμπώ, εκείνο το κομμάτι που μεταφράζει στα ελληνικά δεν είναι άλλο από εκείνο όπου η θάλασσα γίνεται μεσογειακός ουρανός:
Ξαναβρέθηκε. Τι;
Η αιωνιότητα.
Είναι η θάλασσα
που σμίγει με τον ήλιο.
Πέρα από τη θάλασσα λοιπόν έχουμε τον ουρανό, εκεί πια ο Σαραντάρης υπάρχει πραγματικά, είναι ο χώρος του, είναι ο λόγος που λατρεύει τον Ντοστογιέφσκι, καθώς σ’ αυτόν «πάντα υπάρχει ένα κομμάτι ουρανού».
Πάλι ο ουρανός ανοίγει εδώ την πύλη
Αγαπούσαμε το χώμα
Τον αγέρα τα ονείρατά μας
Αλλά πιο τρελλά
Τον ορίζοντα
παίρνουν μορφή, ίσως και ο μόνος τρόπος να ενώσει την αγαπημένη του Ελλάδα με την Ιταλία, όπου η μητέρα του μόνη τον περίμενε ακόμα και μετά το θάνατό του.
Έχω δει τον ουρανό με τα μάτια μου
Με τα μάτια μου άνοιξα τα μάτια του
(Έχω δει τον ουρανό)
κι ανάμεσα στα σύννεφα τα χρόνια μου
ακέραια
(Περίπατος στο παρόν)
Σα να είμαστε πάνω απ’ τη χλόη
Οι μεγιστάνες τ’ ουρανού
Ένας ουρανός του φτάνει, από εκεί και μόνο αντλεί ευτυχία, αλλά δεν μπορεί, δεν θέλει να αφήσει αυτή τη γη χωρίς να αντικρύσει τον Θεο- άνθρωπο, όπως τον χαρακτηρίζει. Βαθιά συγκινημένος απ’ το παράδειγμα του Χριστού, είναι ολότελα αφοσιωμένος στον διπλανό του, και θέλει να παλέψει μαζί του για το όραμα του χριστιανισμού που αντιστέκεται στον ηδονισμό της δύσης, εκείνο το όραμα που μόνο σ’ αυτό το μέρος της ανατολικής μεσογείου θα μπορούσε για τον ίδιο να γεννηθεί.
Δεν είμαστε ποιητές σημαίνει φεύγουμε
Σημαίνει εγκαταλείπουμε τον αγώνα
(Δεν είμαστε ποιητές)
Όλοι να σηκωθούμε σαν ένας άνθρωπος
Σαν τίποτα να μην είχε γίνει
Σαν η μάχη να μην είχε περάσει πάνω απ’ τα κεφάλια μας
(Από μέσα μου)
Ολούθε μας μαζεύει ο Θεός
Έχουμε χέρια καθαρά και πάμε.
(Πάλι ο ουρανός ανοίγει εδώ την πύλη)
Όπως μας λέει ο Λορεντζάτος αναλύοντας τη φιλοσοφική πλευρά του έργου του: «Από την εποχή που τον βασάνιζε ο έρωτας είχε συνείδηση πως ο μέσα του άνθρωπος (ὁ ἔσωθεν ἡμῶν ἄνθρωπος) ζητούσε να γίνει «ελεύθερος από τον έρωτα» και το στάδιο της αβεβαιότητας, αυτό που οι άλλοι το θεωρούν ως την κορυφαία περίοδο ή το θαύμα της ζωής τους- τα νιάτα μας είναι ένα φυσικό θαύμα -εκείνος από τον καιρό που υποτασσόταν στο νόμο της νόησης το χαρακτήριζε: «οι πιο σκόρπιες στιγμές του βίου μου» (Διόσκουροι, Λορεντζάτος, σ. 46) Ή ακόμα και από τη σκοπιά μιας φιλολόγου: «Συνθέτοντας ποιήματα ήθελε πρώτα απ’όλα να διαρρήξει τα όρια του εαυτού του: οι φράσεις «για το διπλανό μου», «για όλα τα άτομα της γης» αρχίζουν από ένα σημείο και πέρα να κυριαρχούν στις σελίδες του» (Σοφία Σκοπετέα, εισαγωγή απ’ τον 1ο τόμο, Έργα, Βικελεαία Βιβλιοθήκη).
Όπως για τον Μπερντιάεφ ο άνθρωπος είναι κατ’ εξοχήν θρησκευτικό ον, έτσι περίπου και για τον Σαραντάρη που νιώθει ότι τίποτα δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την πίστη στην αιωνιότητα της ζωής -«Πολιτισμένος είναι μονάχα όποιος πιστεύει στην αιωνιότητα του ανθρώπου», την πίστη σ’ ένα χρόνο που διαρκεί και δεν είναι αυτός εδώ, η θρησκεία είναι αυτή που τον κάνει να μην επαναπαύεται στη γνώση. Όπως γράφει: «Η θρησκεία δεν είναι γνώση (…) είναι αρχικά η υποψία μιας ύπαρξης άλλης από τη δική μας, υποψία που τόσο περισσότερο γίνεται πεποίθηση όσο εμβαθύνεται το συναίσθημα τούτο που λέγουμε «θρησκεία»». Όμως «ο ποιητής είναι ένα ανήμερο πουλί που δεν ακούει τα της πείρας και τα της λογικής εκείνης που ακολουθεί την καθημερινή εμπειρία των θνητών», για εκείνον πρώτα έρχεται το χρέος που σημαίνει ύπαρξη, το να υπάρχεις για ένα σκοπό που είναι έξω από το καθημερινό πάρε–δώσε της κοινωνίας, «δεν απαντάται ύπαρξη που να μην έχει ένα ωρισμένο περιεχόμενο, και περιεχόμενο της ανθρώπινης ζωής είναι ένα χρέος». Και η επιτομή του χρέους του είναι η εξής πρόταση: «ονομάζω ηδονή την ακέραια ζωή του ανθρώπου». Μέσα από αυτή την πίστη που πλάθεται κάθε μέρα, καθώς όπως και ο Κίρκεγκωρ ο Σαραντάρης ήταν ένας χριστιανός που κάθε μέρα έπρεπε να παλεύει με την πίστη του για την οποία δεν μπορούσε να μην αμφιβάλλει, στόχευε σ’ «εκείνο το βίο που δε βρίσκεις ποτέ έτοιμο αλλά χρειάζεται εσύ ο ίδιος να τον επεξεργαστείς να το θεμελιώσεις», όπως έγραφε.
Επιθυμούσε την ομιλία, και όλη του η ποίηση δεν είναι παρά μια ομιλία, έστω και μεταφυσική κάποιες στιγμές, όπου ο διπλανός πρέπει να πειστεί κι αυτός να τραγουδήσει, (…) μια έγνοια μοναχά μας κατατρώει˙ μια έγνοια μοναχά, πιστέψτε μας˙ πως θα πείσουμε και σας, πως θ’ αλλάξουμε σε μέλι την κουβέντα μας για σας. Γιατί χωρίς μουσική δεν πάει πουθενά ο Σαραντάρης.
Όπου κι αν πηγαίνουμε μας υποδέχεται η μουσική˙ αλλά δεν είμαστε, δε γινήκαμε ακόμα όνειρα˙ και συνεπώς απορούμε.
(Όπου κι αν πηγαίνουμε…)
Κοιμούνται τ’ άστρα,
Κοιμάται η μουσική ποτέ της;
Με τους ανθρώπους να με δένει το τραγούδι
Με τα ζώα η σιωπή
Μπορεί να πει κανείς πως όχι όλος ο εαυτός μας κοιμάται˙ η ποίηση είναι εκείνος ο εαυτός μας που δεν κοιμάται ποτέ.
Μας εξηγεί γιατί είναι τόσο σημαντική η ομιλία και γιατί μόνο αυτή συνεπάγεται την ποίηση: «Γράφοντας σε στίχους, γράφουμε για να μείνει η ομιλία μας και για μας τους ίδιους και για τους άλλους, σαν να σκεπτόμαστε πως διαφορετικά χάνεται, σα να μην τρέφουμε εμπιστοσύνη στη μνήμη μας, σαν μην ξέρουμε άλλο διαρκή χώρο για την ομιλία μας από κείνον που γεννιέται τότε που γεννιέται και ο στίχος». Και δε διστάζει να γίνει δογματικός: «Η ομιλία είναι ο προορισμός του ατόμου, ο προορισμός εκείνος που καταργεί το άτομο προτού ακόμα πεθάνει». Ή ακόμη και αγωνιώδης: «Πρέπει να πούμε, να πούμε πριν μας προφτάσει η σιωπή».
Δε σημαίνει πως βρήκαμε ένα ποιητή πιστό ή ταγμένο στο όραμα και μόνο, ο Σαραντάρης είναι ένας κατ’ εξοχήν ερωτικός ποιητής, να πως σκεφτόταν για την αγαπημένη του: «Μην σε αποκαρδιώνει, που θέλω ν’ απορροφήσω την ουσία σου˙ η ουσία σου είναι ακόμα άθικτη˙ μαζύ της θα τρυπήσω το σκοτάδι που περιβάλλει τη ζωή μου. Γιατί είσαι ακόμα σάρκα, η ταραχή μου δε δικαιολογείται, τόσο είναι καθαρό που κάποτε η σάρκα σου θα γίνει(ς) όλο βλέμμα». Μάλιστα ένας βασανισμένος ερωτικός, που μέσα στην πίστη του δεν έφτανε ποτέ το ιδανικό που έπρεπε να αγγίξει ο έρωτας για να τον αγκαλιάσει ολότελα. Και ο Σαραντάρης πονούσε και στεκόταν μάλλον στο περιθώριο όντας πολύ συχνά ανεπαρκής για να εκπληρώσει ένα πρότυπο ανδρός που η εποχή επέβαλε. Ένας ποιητής όλος ταπεινοφροσύνη, χωρίς καμία έπαρση και πραγματικά χωρίς κακία.
Η άλλη όψη της εικόνας
Δεν είμαι ένας σοβαρός άνθρωπος˙ η γνώμη μου θα έπρεπε να μην είναι υπολογίσιμη από τους συνανθρώπους μου, ο βίος μου θα όφειλε να περνάει απαρατήρητος παρ’όλες τις προκλητικές ανούσιες φωνές του, να μη σηκώνει την περιέργεια πίσω του σα σκόνη. Είμαι ένα ζώο χωρίς αξιοπρέπεια. Οι αγάπες μου είναι φτηνές. Τρέφω ένα σπασμωδικό έρωτα για την ύπαρξή μου, για τούτη την υπόθεση που δεν εξοφλείται σε μια μέρα μέσα˙ μήτε σ’ ένα μήνα, μήτε σε χρόνο, και μας ακολουθεί προς το άπειρο με το περιττό βάρος της.
Εγώ δε στέκομαι πουθενά, όπως ένα δέντρο μια ρίζα. Αλλά τούτο μη το αποκαλείτε ευφυία˙ είναι κατάρα... Θα μ’ έπλασε ο δημιουργός σε μια στιγμή βλακείας. Αλλά γιατί αυτή η εύκολη βρισιά;… άλλωστε, ο δημιουργός αποτελεί πάντοτε ένα πρόσχημα˙ εγώ δεν ενδιαφέρομαι γι’ αυτόν!
Να λοιπόν που υπάρχει ένας Σαραντάρης πολύ μακριά απ’ τον αέρινο και πειθήνιο εκείνο μεταφυσικό λυρικό που νομίζαμε, ένας ποιητής που είναι ειλικρινής γιατί η υπόστασή του προηγείται. Όταν δε ζούμε δεν μπορούμε να είμαστε ειλικρινείς. Η ειλικρίνεια εκφράζει τη ζωή μας, όταν τούτη είναι ή γίνεται ακέρια, όταν συγκροτεί δηλαδή μια άρτια πραγματικότητα.
Τι γίνηκαν οι τόσες εποχές της γης, οι φλούδες από τα πρόσωπα των κοριτσιών που φιλήσαμε;
Σε ποια βρώμικη ώρα
Σε ποια τρέλλα σε ποια μουσική
Την αγάπη την είχα χαρίσει
Σαν να είταν η ζωή μας ένα πουλί
Πού χάθηκε χωρίς να τραγουδήσει
Δίχως ήλιο ένα πουλί τραγουδά
Ακουμπώντας τη φωνή του στα νερά
Του φεγγαριού
Πώς να υπάρξει ο ποιητής χωρίς την αγάπη; Εκείνο το χρέος που λέγαμε είναι ποτέ δυνατόν αν δε συνοδευτεί από την αγάπη; Εκεί ποντάρει ο ποιητής, θέλοντας να δείξει στους ξένους πως γίνεται να ενωθούμε όλοι κάτω από μια σημαία, κάτω από ένα ξεκάθαρα ποιητικό λάβαρο. (..) η αγάπη είναι η πιο άμεση, η πιο φυσιολογική και ήσυχη, έξοδος από τη θνητή μας υπόσταση (..)
Κι έτσι θα λάμψει ο έρωτας, τα κύματα θα γίνουν κτήμα μας, τα λουλούδια θα δείξουν το πρόσωπο της αγαπημένης, η ομορφιά θα φορεθεί ολοκαίνουρια, θα σωματοποιηθεί η άνοιξη, θα νικηθεί ο θάνατος.
Εχτές μας είδαν τα πουλιά
Και είπαν το μυστικό στα δέντρα
Τώρα μοσχοβολάν ψυχές
Και μας ακολουθάνε
Όλοι θα μάθουμε ξανά τον έρωτα
Σαν να μην το ξέραμε ποτέ
(Γιατί τον είχαμε λησμονήσει)
Τα κύματα είναι οι ψυχές των ανθρώπων που αληθινά δεν πεθαίνουν (…)
(Θάλασσα, απ’την εξέδρα του Φαλήρου)
Ω λουλούδια
Καθρέφτες των κοριτσιών
Που αγαπούσαμε
Να φιλήσουμε την ομορφιά
Στα χείλη
Και στο λεπτό της φόρεμα
(Της ομορφιάς)
Το σώμα είναι έτοιμο
Άνοιξη άσπρο τριαντάφυλλο
(Σπουργίτια)
Θα σβύσουμε από τη μνήμη το θάνατο
(Εμβατήριον)
Η γραφή του Σαραντάρη είναι μεταθανάτια, πεθαίνοντας ο ίδιος τόσο νέος μας αφήνει όλη της την έξαρση και σηματοδοτεί μια νέα εποχή, μια νέα ποίηση. Γίνεται μοίρα της νέας ποίησης, και σύμβολο της τραγουδισμένης αγνότητας. «Δεν έχω γνωρίσει, θα ‘θελα να το διακυρήξω, μορφή πνευματικού ανθρώπου αγνότερη από τη δική του» (Οδυσσέας Ελύτης, Ανοιχτά Χαρτιά). Ο Σαραντάρης, η μόνη πρόωρη απώλεια αυτής της γενιάς ποιητών, θα μείνει μόνος να σκάβει ένα χώμα που δεν ανήκει σε καμία άλλη αυγή παρά σ’ αυτή της ποίησης που ανοίγει και πάλι το δρόμο της. Ο Σαραντάρης πέθανε σε μια ξένη γλώσσα όπως ο ίδιος θέλησε, αλλά της έδωσε καινούργια πνοή, και το ξένο που εκείνος αντιπροσώπευε τότε σήμερα μπορούμε να το αναγνωρίσουμε ολοδικό μας.
Θάθελα να πεθάνω σε μια ξένη γλώσσα
Στη χώρα της πηγής σου
Με τα μάτια σου
Και το στόμα σου
Δε μας χρειάζεται η στιχουργία για να είμαστε επίσημοι
Για να έχουν αξία και ατράνταχτη σημασία τα λόγια μας
Η στιχουργία θ’ ακολουθήσει όταν εμείς θα πεθάνουμε
Δεν είναι πια ο καιρός της απάτης
Το κομψό ψέμα μας παράτησε
(Θάνατος)
γύρω μας βουίζει
μυθικό έντομο
ένας Θεός
(Φιλοσοφία)
Μα δεν επλάγιασα στο ακρογιάλι
Λιγωμένος από την ηδονή,
Δεν έσβυσα τον εαυτό μου
Από την άμμο,
Δεν απέδωσα με την αναπνοή
Τη συνείδηση και την κακία
(Από την άμμο)
Ήταν ήλιος ήταν πρωί όταν τραγουδούσα
Όταν μόνος μου έσκαβα ένα δικό μου χώμα
Και δεν τη σκεφτόμουνα πια εκείνη.
(Ήταν γυναίκα, ήταν όνειρο…)
Καιρός που ανάβει τώρα!
Αυτό που μένει και αυτό που ήθελε να μείνει είναι η χαρά, η παιδική αφέλεια, η αγάπη, η ανάσα του ανθρώπου, γιατί αυτό ήταν ο Σαραντάρης, ένας άνθρωπος που δε φοβήθηκε το θάνατο και αγάπησε μόνο γιατί υπήρχε.
Αυτά τα παιδιά που είναι τόσο ολοφάνερα χαρούμενα, τόσο σίγουρα για την πραγματικότητα των παιχνιδιών τους, είναι για μένα τόσο μακρυνά! Και ποιος ξέρει αν έτσι από κάποιο θαύμα ξαναγινόμαστε παιδιά, αν θα μπορούσαμε να παίξομε μαζύ τους!
(Η αυλή)
Χαρά χαρά λέμε
Κ’ η γλώσσα μας ανάβει
Παντού αναπνέω˙ δε μπορεί, παντού αναπνέει ο άνθρωπος
Ξέρει τελικά κανείς τον Σαραντάρη, ή πέθανε μέσα σε μια αχλύ πνευματική που κανείς δε θα μπορούσε να έχει εξιχνιάσει; «Είχε θυσαυρούς που δεν έδειχνε σε κανέναν. Δεν αυτοεπαινούτο όπως οι νεόπλουτοι. Ήταν αντίθετος από τους λογοτέχνες που είχα γνωρίσει» (Γιάννης Τσαρούχης, Η λέξη τχ. 27). «Δεν μπορούσε να ήταν τυχαίο το γεγονός της ζωής και του έργου του Σαραντάρη. Μια τέτοια κάθετη φωνή στην Ελλάδα!»
Λίτσα Παπαντωνίου). Τελικά όμως τον ακούσαμε και τον αναγνωρίσαμε, κάποιοι ήδη αρκετά νωρίς όπως ο Σκαρίμπας: «Ήταν ο μοναδικος άνθρωπος που θα μπορούσε να γίνει ηγέτης των ελληνικών νιάτων» (Γιάννης Σκαρίμπας). Ένω η Μελισσάνθη: «Να όμως τώρα που όχι μόνο οι «ολίγοι», αλλά οι «πολλοί» έλκονται απ’τον ψυχισμό του Σαραντάρη που έχει τη δύναμη να ελευθερώνει ό,τι αγγίζει από το γήινο βάρος του. Έφυγε η ζωή μας ή έφυγαν πουλιά απ’ την παλάμη του Θεού;
«Είδα τον άλλο χώρο! Υπάρχει. Πρέπει να εξαγνιστούμε για να γίνουμε άξιοι αυτής της άλλης ζωής Μελισσάνθη!» Την άλλη μέρα πέθανε. Πέθανε μέσα σε μια έξαρση. Αυτό που νοιώσαμε όσοι ήμασταν κοντά του, το δίνει η λέξη «σπαραγμός».
«Θέλω διαβάζοντας έναν ποιητή, να κατανοήσω μέσα στον κόσμο του τον παλμό του δικού μου κόσμου», έλεγε, έτσι διαβάζω κλείνοντας στίχους από τους εκατοντάδες αδημοσίευτους, γραμμένους λίγους μήνες πριν πεθάνει πηγαίνοντας στον πιο παράλογο των πολέμων, να πολεμήσει την Ιταλία του, με το φόβο όχι μη σκοτωθεί αλλά μη σκοτώσει:
Μια τέλεια μουσική μας ικετεύει
Εδώ παιδιά να φέρουμε το γέλιο
Εδώ να κολυμπήσουμε
Που τα νερά τραβάνε
Προς τις κορφές του ύπνου
Εκεί που τα πουλιά μοιάζουν με σύννεφα
Τόσο λευκά που οι νύφες έχουν αίγλη
Περσότερη
Σαν περπατώντας δεν κυττάξουν πίσω
Και μονάχα οι άγγελοι μπροστά τους
Ανοίξουνε τα σύννεφα
Βγάλουν λαλιά με την ουράνια χλόη
Τότε εμείς με την καρδιά στην πλώρη
Θα πούμε ευθύς˙ Βάλτε κρασί στην μέρα
Βάλτε κρασί στην ήσυχη ημέρα
Και θα ροδίσουν οι φωνές και θα σκιρτήσει ο Μάης
Ω οι βελόνες του ήλιου μας στολίζουν
Οι λεχώνες μας χαιρετούν
Με αγέρα και με κρασί
Τυλίγονται τα έλατα
Στη φαντασία μας
Που άξαφνα γίνεται
Η ωραία δέσποινα των βράχων
Σημείωση: Το κείμενο γράφτηκε για την εκδήλωση στον Γιώργο Σαραντάρη, που διεξήχθη στις 13 Δεκεμβρίου 2012 στο art bar Ποιήματα και Εγκλήματα, στο Μοναστηράκι, στα πλαίσια του δεύτερου κύκλου εκδηλώσεων Ποιητές στη Σκια,που επιμελείται ο Γιώργος Μπλάνας και διοργανώνουν οι Εκδόσεις Γαβριηλίδης και το Τρίτο Πρόγραμμα της ΕΡΤ. Θα περιληφθεί στη συλλογική έκδοση Ποιητές στη Σκια Κύκλος Β', που θα κυκλοφορήσουν οι Εκδόσεις Γαβριηλίδης το φθινόπωρο του 2013.
Μιλῶ...
Μιλῶ γιατὶ ὑπάρχει ἕνας οὐρανὸς ποὺ μὲ ἀκούει
Μιλῶ γιατὶ μιλοῦν τὰ μάτια σου
Καὶ δὲν ὑπάρχει θάλασσα δὲν ὑπάρχει χώρα
Ὅπου τὰ μάτια σου δὲ μιλοῦν
Τὰ μάτια σου μιλοῦν ἐγὼ χορεύω
Λίγη δροσιὰ μιλοῦν κι ἐγὼ χορεύω
Λίγη χλόη πατοῦν τὰ πόδια μου
Ὁ ἄνεμος φυσᾶ πού μᾶς ἀκούει
Τῆς Ὕπαρξης
Ὕπαρξη,
Δῶρο στὴν ἁγνή μας οὐσία
Γέλιο ποὺ χαράζει
Τὴν παντοτινὴ νύχτα
Πάνω στὶς λεῦκες
Ἀπαράτησε τὸ στεφάνι σου
Φέρε στὸ κοιμισμένο δάσος
Τὸ θρόισμα τοῦ ὀνείρου,
Ποὺ ἐμᾶς τοὺς σιωπηλοὺς
Ἐξύπνησε
Ἡ καρδιά μας
Ψυχή
Συνείδηση φανέρωμα συγκίνησης
περιπαίζεις τὴν ὕπαρξη
Οἱ ἀγάπες τοῦ χρόνου
συχνάζουν τὰ τοπία σου
τρέμεις στὰ φύλλα τοῦ εἶναι
γεμίζεις τὸ σύμπαν
δὲν ξέρεις φυγὴ
ποθεῖς ταξίδια
Στὶς πλάτες σου φτερουγίζει ὁ κόσμος
φῶς σὲ λούζει ὁ ἥλιος.
Σελήνη
Ἀπὸ ἕνα θαῦμα
Ἀπὸ ἕνα πρόσωπο πρωίας
Παίρνεται ὁ θυμός μου
Σελήνη ἀθρόα παρουσία
Ἑλένη ἡ καμπύλη τοῦ κόσμου
M᾿ ἐβένινη σημασία
Ἡ πύλη ἀνοίγει στὸν ξένο
Στ᾿ ἀγέρι
T᾿ ἀλέτρι ὀργώνει τὸν κάμπο
Ἐκεῖ ποὺ δὲ βλέπει ἡ καρδιὰ
Βελάζουν τ᾿ ἀστέρια στὴν κρύπτη