Κυριακή 12 Ιουνίου 2016

Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΤΖΑΖ ,ΟΙ ΣΠΟΥΔΑΙΟΙ ΕΡΜΗΝΕΥΤΕΣ ΤΗΣ ΤΖΑΖ -VIDEO

All that Jazz!

εικόνα

Τα χαρακτηριστικά της τζαζ μουσικής


εικόνα
Η μουσική τζαζ αποτελεί μια από τις πιο σοβαρές και πολύπλοκες μορφές έκφρασης των ανθρώπινων συναισθημάτων και καλύπτει μια περίοδο που δεν είναι ιδιαίτερα εκτενής χρονικά, αλλά έχει επηρεάσει και εξακολουθεί να επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό την ιστορία της μουσικής.
Η τζαζ παρουσιάζει ιδιομορφίες σε σχέση με τη δυτικοευρωπαϊκή μουσική παράδοση, καθώς δεν χρησιμοποιεί μόνο τις βασικές κλίμακες της ευρωπαϊκής μουσικής, δηλ. μείζονες και ελάσσονες, αλλά και πολλές άλλες κλίμακες που χρησιμοποιούνται σε μίξη με τις ευρωπαϊκές αρμονίες.
Οι ρυθμοί της τζαζ μουσικής είναι σύνθετοι και με συνεχείς παραλλαγές που εναλλάσσονται, συνήθως σε μέτρα 2/4 ή 4/4.
Κύριο χαρακτηριστικό της τζαζ είναι πως τα όργανα χρησιμοποιούνται όπως η ανθρώπινη φωνή.
Οι δύο βασικές φόρμες που χρησιμοποιούνται στη τζαζ είναι το μπλουζ (ένα κύριο θέμα, κατά κανόνα 12 μέτρων) και η μπαλάντα (συνήθως 32 μέτρων).

εικόνα
Η ιστορία και τα στυλ της τζαζ

εικόνα
Η μουσική τζαζ εμφανίστηκε γύρω στα τέλη του 19ου αι. στη Νέα Ορλεάνη και αποτελεί εξέλιξη της μουσικής των Αφρικανών σκλάβων, σε συνδυασμό με τη μουσική των Ευρωπαίων αποίκων (κυρίως αυτή που παίζονταν από τις στρατιωτικές μπάντες).
Τα πρώτα βήματα προς τη διαμόρφωση του μουσικού ιδιώματος της τζαζ έγιναν με την εκτέλεση εμβατηρίων σε αφρικάνικο στυλ (έμφαση στο ρυθμό, μετατόπιση του τονισμού από το ισχυρό μέρος του μέτρου στο ασθενές και αυτοσχεδιαζόμενες μελωδίες στο στυλ των μπλουζ).

Ragtime (1880-αρχές 1900)

Σκοτ Τζόπλιν
Σκοτ Τζόπλιν
Γύρω στα 1890 εμφανίζεται ένα είδος μουσικής που ονομάζεται «ράγκταϊμ» (ragtime). Βασιζόταν στις πιανιστικές φόρμες του 19ου αι., φιλτραρισμένες μέσα από τον τρόπο παιξίματος των Αφρικανών. Συνδύαζε μια συγκοπτόμενη μελωδία με δέκατα έκτα, με τη φόρμα και την αίσθηση του ρυθμού μαρς (εμβατήριο).
Στο πιάνο, αυτό γινόταν εφικτό με το αριστερό χέρι του πιανίστα να παίζει ένα σταθερό ρυθμό 2/4 με μπάσο και συγχορδίες εναλλάξ, και το δεξί να παίζει τη συγκοπτόμενη μελωδία (=ragging).
Ο πιο διάσημος μουσικός του ράγκταϊμ θεωρείται ο Σκοτ Τζόπλιν (Scott Joplin).

Dixieland (1917-1920)
Η ονομασία του είδους αυτού προέρχεται από την «Original Dixieland Jazz Band», ένα συγκρότημα από τη Νέα Ορλεάνη που το 1917 έκανε την πρώτη ηχογράφηση μουσικής τζαζ.
Συνήθως μια μπάντα σε στυλ «Ντίξιλαντ» (Dixieland) περιλάμβανε ένα «μελωδικό τμήμα» (melody section) που αποτελούνταν από τρομπέτα/κορνέτα, κλαρινέτο, τρομπόνι και περιστασιακά σαξόφωνο.

Το «ρυθμικό τμήμα» (rhythm section) περιλάμβανε μπάντζο, πιάνο, τύμπανα, μπάσο ή τούμπα. Η μουσική είχε ένα σταθερό, συχνά συγκοπτόμενο ρυθμό 4/4 και πολλές φορές έπαιζαν τρίηχα.
εικόνα
Το μπάσο έπαιζε συχνά στο πρώτο και το τρίτο μέρος του μέτρου, ενώ το πιάνο έπαιζε συγχορδίες στο δεύτερο και το τέταρτο, όπως περίπου στο ράγκταϊμ. Τα υπόλοιπα όργανα έπαιζαν μελωδίες αντιστικτικά (νότα προς νότα) και εναλλάσσονταν με σολιστικά μέρη.

Λούις Άρμστρονγκ
Λούις Άρμστρονγκ
Ο Λούις Άρμστρονγκ (Louis Armstrong, 1900- 1971) θεωρείται ο πρεσβευτής» της τζαζ. Ονομάστηκε μεγαλοφυΐα της τζαζ και «ο μεγαλύτερος τρομπετίστας όλων των εποχών». Εμπλούτισε τον ήχο του οργάνου του με μια ποικιλία χρωματισμών και ποικιλμάτων, χρησιμοποιώντας το σα να χρησιμοποιούσε τη φωνή του. Είναι επίσης γνωστός για το λεγόμενο «scat singing» (πρόκειται για φωνητικό αυτοσχεδιασμό πάνω σε συλλαβές χωρίς νόημα, το οποίο αποτέλεσε σημαντική τάση στην ιστορία της τζαζ). Ηχογράφησε την τελευταία του επιτυχία, το « What a Wonderful World» το 1968, το οποίο χρησιμοποιήθηκε το 1988 στην ταινία « Good Morning,Vietnam».
Ο Ντιουκ Έλλινγκτον («Duke» Ellington, 1899-1974) ήταν ο σημαντικότερος συνθέτης του 20ου αι., από πλευράς αριθμού συνθέσεων και ποικιλίας φορμών της τζαζ.
Λούις Άρμστρονγκ Ο Ντιουκ Έλλινγκτον και η ορχήστρα του
Λούις Άρμστρονγκ Ο Ντιουκ Έλλινγκτον και η ορχήστρα του
Συνέθεσε πολλά είδη Αμερικάνικης μουσικής-ράγκταϊμ, μπλουζ-με ένα στυλ που το διακρίνει η αμεσότητα και η απλότητα στην έκφραση.

Έγινε πολύ γνωστός με τη συμβολή του στη δημιουργία της διασκευασμένης τζαζ για μεγάλη ορχήστρα (Big Band), χαρακτηριστικό της περιόδου του σουίνγκ.

Swing (1935-1945)
Από το 1935, το νέο στυλ ονομάζεται «Σουίνγκ» (Swing) και αποτελεί ουσιαστικά ένα ενδιάμεσο σταθμό ανάμεσα στην παραδοσιακή και στη μοντέρνα τζαζ. 
Ο Μπένι Γκούντμαν και η ορχήστρα του
Ο Μπένι Γκούντμαν και η ορχήστρα του
Η ονομασία του προέρχεται από το αγγλικό ρήμα swing, που σημαίνει κουνιέμαι. Εξαιτίας του δυναμικού του ρυθμού συνδέθηκε στενά με το χορό.
Κύριος εκπρόσωπος της μουσικής σουίνγκ θεωρείται ο Μπένι Γκούντμαν (Benny Goodman). Ο Γκούντμαν κατάφερε να συνενώσει μουσικούς διαφορετικής φυλετικής προέλευσης για πρώτη φορά στην Αμερική εκείνης της εποχής, που μαστίζονταν από ρατσιστικά φαινόμενα.
Θεωρήθηκε επίσης μοναδικός εκτελεστής κλαρινέτου (με μεγάλο κλασικό ρεπερτόριο και ηχογραφήσεις με σπουδαίες συμφωνικές ορχήστρες).

Ντίζι Γκιλέσπι
Ντίζι Γκιλέσπι
Bebop (1940-1950)
Το «Μπήμποπ» (Bebop) εμφανίστηκε τη δεκαετία του ’40 ως αντίθεση προς τις μεγάλες μπάντες του σουίνγκ, με μικρά σύνολα μουσικών -τεσσάρων ως έξι ατόμων- με ένα σολιστικό συνήθως όργανο.
Με αυτόν τον τρόπο, οι μουσικοί είχαν περισσότερες ευκαιρίες να αυτοσχεδιάζουν. Η ίδια η μουσική είχε πιο σύνθετες μελωδίες και αρμονίες και ιδιαίτερη έμφαση στο ρυθμό. Επιπλέον, κάποιες φράσεις ήταν μερικές φορές ασύμμετρες με αποτέλεσμα να υπάρχει πιο ενδιαφέρον αποτέλεσμα, αλλά μάλλον ακατάλληλο για χορό.
  Οι μουσικοί στο μπήμποπ πειραματίζονταν με ασυνήθιστους χρωματισμούς, διάφωνους ήχους και τονισμούς κόντρα στη μελωδία, σηματοδοτώντας έτσι μια στροφή στην εξέλιξη της τεχνικής παιξίματος των κρουστών και του πιάνου.
  Κύριοι εκπρόσωποι του μπήμποπ είναι ο τρομπετίστας Ντίζι Γκιλέσπι (Dizzy Gillespie) και ο σαξοφωνίστας (άλτο σαξόφωνο) Τσάρλι Πάρκερ (Charlie Parker).

Cool Jazz (1940-1950)
Η «Κουλ τζαζ» (Cool jazz) αναπτύχθηκε στα τέλη του 1940, περίπου την ίδια εποχή με το μπήμποπ. Ήταν πιο εκλεπτυσμένη, ατμοσφαιρική, χαμηλών τόνων και συγκρατημένη και επηρεασμένη από τους σπουδαίους συνθέτες του 20ου αι., όπως τον Ι. Στραβίνσκι και τον Κλ. Ντεμπισύ.
Τσάρλι Πάρκερ και Μάιλς Ντέιβις
Τσάρλι Πάρκερ και Μάιλς Ντέιβις
Οι σπουδαιότεροι εκπρόσωποι της κουλ τζαζ θεωρούνται ο τρομπετίστας Μάιλς Ντέιβις (Miles Davis) και ο πιανίστας και συνθέτης Γκιλ Έβανς (Gil Evans).


  Ο Μάιλς Ντέιβις εισήγαγε μια πιο εγκεφαλική και περισσότερο πειθαρχημένη ενορχήστρωση από το παραδοσιακό μπήμποπ (ιδιαίτερα στα συντομότερα σόλο), με αποτέλεσμα να κάνει τη μουσική κουλ να διαφέρει αισθητά από το προηγούμενο είδος.
Στην τροπικότητα, οι συγχορδίες επιλέγονται πρώτα για τον ήχο τους και δευτερευόντως για τη σχέση τους με την τονικότητα του τραγουδιού. Κάθε συγχορδία σημαίνει και διαφορετική τονικότητα, ίσως και την απουσία τονικότητας.
Με το έργο του «The Birth of the Cool» («Η γέννηση της κουλ τζαζ»), ξεφεύγει από τα στερεότυπα χρησιμοποιώντας έντονα την τροπικότητα.
Free Jazz (δεκαετία του 1960)

εικόνα
Από αυτή την εποχή εμφανίζεται ένας κατακλυσμός νέων ρευμάτων και στυλ με κύριο χαρακτηριστικό τον αυτοσχεδιασμό.
Ο όρος «Φρη τζαζ» (Free jazz) δίνει την εικόνα της νέας κατεύθυνσης της μουσικής τζαζ στη δεκαετία του 1960. Πειραματική, προκλητική και ενδιαφέρουσα για αρκετούς ακροατές, έχει ως χαρακτηριστικό τον υψηλό βαθμό διαφωνίας. Οι εκτελεστές δοκιμάζουν νέους ήχους εμπνεόμενοι από έξω-ευρωπαϊκούς πολιτισμούς.
Ο ομαδικός αυτοσχεδιασμός, όπου όλοι οι εκτελεστές αυτοσχεδιάζουν ταυτόχρονα και ανεξάρτητα από την αρμονική διαδοχή της σύνθεσης, ήταν κάτι το σύνηθες, προσδίδοντας μερικές φορές την αίσθηση του «οργανωμένου χάους».



Ορνέτ Κόλμαν
Σημαντικός εκπρόσωπος της Φρη τζαζ είναι ο σαξοφωνίστας Ορνέτ Κόλμαν (Ornette Coleman).
Σύμφωνα με τη θεωρία του, δεν υπάρχουν συγκεκριμένοι τρόποι να κάνει κάποιος μουσική. Έτσι οι μουσικοί εκφράζουν ελεύθερα τα συναισθήματά τους μέσα από τη μουσική.
Η μελωδία, ο ρυθμός και η αρμονία χρησιμοποιούνται ισότιμα και έτσι οι μουσικοί παίζουν, σκέφτονται και αισθάνονται μέσα από ένα συνδυασμό ήχων, έχοντας με αυτόν τον τρόπο απεριόριστη ελευθερία.

Η τζαζ δε σταματά ποτέ (Δεκαετία του 1970 μέχρι και σήμερα)
Μετά τη δεκαετία του 1960, εμφανίζονται ρεύματα όπως «άβανγκαρντ» (avant-garde), «λάτιν» (latin), «άσιντ τζαζ» (acid jazz) κ.ά.
Ακόμα και συνθέτες μουσικής του 20ου αι. έχουν γράψει επηρεασμένοι από τη τζαζ μουσική (όπως οι Κουρτ ΒάιλΤζορτζ Γκέρσουιν, Λέοναρντ Μπέρνσταϊν κ.ά.). O Κλωντ Ντεμπισύ το 1908
εικόνα
συνέθεσε το έργο «Gollywog’s Cakewalk», ο Ιγκόρ Στραβίνσκι έγραψε συνθέσεις σε στυλ ράγκταϊμ και συνέθεσε το «Ebony Concerto» για το τζαζίστα Γούντι Χέρμαν (W. Herman), ενώ ο Άλμπαν Μπεργκ χρησιμοποίησε στοιχεία τζαζ στην όπερα «Lulu».
Η τζαζ μουσική πλέον αναγνωρίστηκε ως η μουσική που αντιπροσώπευε την ελευθερία. Οι μουσικοί άρχισαν να χρησιμοποιούν στοιχεία της τζαζ στις συνθέσεις τους, δημιουργώντας νέα είδη μουσικής.

  Εξάλλου, όπως έχει πει και ο συγγραφέας και διευθυντής του περιοδικού «Jazz Magazine», Φίλιπ Κάρλς (Ph. Carles): «η έννοια της τζαζ δεν πρέπει να περιορίζεται μόνο στη μουσική. Αν προσπαθήσουμε να την ερμηνεύσουμε αποκλειστικά με μουσικολογικούς όρους, τότε παραβλέπουμε το πιο σημαντικό της σημείο, το βασικό της κλειδί, ότι πάνω απ’ όλα η τζαζ είναι μια στάση ζωής, ένας τρόπος να αντιμετωπίζεις τον κόσμο και την καθημερινή ζωή».
εικόνα
Sounds


ΤΑ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΚΟΜΜΑΤΙΑ ΤΗΣ ΤΖΑΖ...