Τρίτη 26 Ιουλίου 2016

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

1)http://www.lit.auth.gr/sites/default/files/documents/nef201_culler.pdf -[PDF]

(Jonathan Culler, Τι είναι η λογοτεχνία και γιατί μας ... - Τμήμα Φιλολογίας)


Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Με τον όρο Λογοτεχνία εννοούμε τα γραπτά και προφορικά προϊόντα του έντεχνου λόγου. Η λογοτεχνία είναι έννοια στενότερη από τη γραμματεία, που περιλαμβάνει το σύνολο των - γραπτών κατά κανόνα- κειμένων μιας συγκεκριμένης κοινότητας. Αυτό, λοιπόν, που διαφοροποιεί τα λογοτεχνικά κείμενα από τα μη λογοτεχνικά είναι η «λογοτεχνικότητα». Η έννοια της λογοτεχνικότητας βέβαια δεν μπορεί να οριστεί εύκολα, γι' αυτό και ο χώρος της Λογοτεχνίας δεν μπορεί να καθοριστεί με αυστηρά όρια.
Για τον καθορισμό της έννοιας της λογοτεχνικότητας έχουν γίνει πολλές προσπάθειες, οι οποίες μπορούν να διακριθούν σε δύο ομάδες, ανάλογα με τις κατευθύνσεις που ακολουθούν: η μία είναι η οντολογική εξέταση, αυτή δηλαδή που προσπαθεί να ορίσει τη Λογοτεχνία «εκ των έσω», με εσωτερικά κριτήρια, με τα οποία προσπαθεί να προσδιορίσει κάποια σταθερά χαρακτηριστικά του λογοτεχνικού λόγου. Κάποιες από τις προσπάθειες οντολογικού ορισμού είναι οι ορισμοί της Λογοτεχνίας ως «μυθοπλαστικής γραφής», ως «αποκλίνουσας χρήσης της γλώσσας» ή ως κειμένου που προσφέρει «αισθητική απόλαυση».
Η δεύτερη κατεύθυνση είναι η ιστορικο-εξελικτική εξέταση, που μελετά το «τι θεωρήθηκε κατά καιρούς λογοτεχνία». Μια τέτοια εξέταση, η οποία βέβαια δε στοχεύει στη διατύπωση κάποιου ορισμού, μας είναι ιδιαίτερα χρήσιμη, γιατί μας επιτρέπει να κατανοήσουμε τις διάφορες μεταβολές της αντιμετώπισης της Λογοτεχνίας και της λογοτεχνικότητας.

Ιστορία του όρου

Ο όρος Λογοτεχνία εμφανίζεται για πρώτη φορά τον 12ο αι. σε κείμενο του Νικήτα Ευγενειανού, με τη σημασία της ρητορικής χρήσης του λόγου, της καλλιέπειας. Με τη σημερινή σημασία χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Ιωάννη Πανταζίδη το 1886, στο άρθρο του «Φιλολογία, Γραμματολογία, Λογοτεχνία», στο περιοδικό Εστία[1]. Ο συντάκτης του άρθρου εξηγεί ότι χρησιμοποιεί τον όρο λογοτεχνία για να δηλώσει την τέχνη του λόγου, σε αντιστοιχία με τους όρους «καλλιτέχνης» και «καλλιτεχνία». Μια πρώτη νύξη για τη χρήση του όρου είχε γίνει το 1867 από τον Α. Κυπριανό, στον πρόλογο της μετάφρασης της Ιστορίας της ελληνικής φιλολογίας του K. O. Müller. Εκεί ο συγγραφέας εξηγούσε ότι προτίμησε τελικά τον καθιερωμένο όρο «φιλολογία», φοβούμενος μήπως ο καινοφανής όρος «λογοτεχνία» (τον οποίον χρησιμοποιούσε έπειτα από υπόδειξη του Ι. Πανταζίδη) ξενίσει τους αναγνώστες. Μέχρι τότε χρησιμοποιείτο ο όρος «φιλολογία» για να δηλώσει και το αντικείμενο, δηλαδή τα μνημεία του λόγου και την επιστήμη. Για να αποφεύγεται μάλιστα η σύγχυση υπήρχε και ο όρος «ελαφρά φιλολογία», που αναφερόταν στα λογοτεχνικά έργα. Σύμφωνα με μαρτυρίες της εποχής, ο όρος «ελαφρά φιλολογία» ήταν σε χρήση μέχρι και το 1920 περίπου

Απόπειρες ορισμού της λογοτεχνίας με εσωτερικά κριτήρια

Η Λογοτεχνία ως μυθοπλασία

Μυθοπλασία είναι η σύνθεση ενός πλαστού μύθου, δηλαδή ενός μύθου επινοημένου από τον συγγραφέα, με φαντασιακά στοιχεία [3] . Ο ορισμός της Λογοτεχνίας με αυτό το κριτήριο παρουσιάζει τις εξής αδυναμίες:
  • η διάκριση μεταξύ μυθοπλαστικής αφήγησης και αφήγησης γεγονότων δεν ήταν σαφής, ιδίως στους προηγούμενους αιώνες.
  • στη Λογοτεχνία παλαιότερα συμπεριλαμβάνονταν κείμενα που δεν μπορούν να θεωρηθούν μυθοπλαστικά, όπως επιστολές, πραγματείες, φιλοσοφικά κείμενα.
  • τα μυθοπλαστικά κείμενα δε θεωρούνται πάντα λογοτεχνικά, όπως για παράδειγμα τα κόμικς.

Η Λογοτεχνία ως ιδιαίτερη χρήση της γλώσσας

Ένας πολύ συνηθισμένος ορισμός της Λογοτεχνίας είναι ο ορισμός της λογοτεχνικής γραφής ως γραφής που αποκλίνει από τη συνηθισμένη χρήση της γλώσσας. Αυτήν την κατεύθυνση στη μελέτη της λογοτεχνίας έδωσαν οι Ρώσοι φορμαλιστές, οι οποίοι θεωρούσαν χαρακτηριστικό της λογοτεχνικότητας την ιδιαίτερη οργάνωση της γλώσσας: ο λογοτέχνης με τη χρήση διαφόρων «τεχνασμάτων» «παραμόρφωνε» τη συμβατική γλώσσα, η οποία γινόταν «ανοίκεια» -εξού και η περιώνυμη "ανοικείωση", στην οποία οι οπαδοί του κλάδου συμπύκνωναν τη λογοτεχνικότητα της λογοτεχνίας [4]. Η ανοικείωση δεν προέκυπτε μόνο από την τοποθέτηση μιας αλλότριας μορφής εκεί όπου η κοινή γλώσσα συνήθιζε να τοποθετεί μία άλλη, πιο οικεία, αλλά και ο ενοφθαλμισμός μιας απλής εκεί όπου αναμενόταν μία σύνθετη. Σε αυτή τη βάση η λογοτεχνικότητα υπάγεται στον όρο "δυσπρόσιτη μορφή", που καλύπτει και τις δύο περιπτώσεις. Το πρόβλημα που προκύπτει από αυτόν τον ορισμό είναι οι δυσκολίες του ακριβούς καθορισμού της συμβατικής γλώσσας, από την οποία αποκλίνει η λογοτεχνική. Δεν υπάρχει πλήρης αντιστοιχία μεταξύ τού όρου στην ελληνική γλώσσα (Λογοτεχνία) και εκείνου σε άλλες γλώσσες (Literature, littérature, letteratura). Ο όρος Literature καλύπτει το πεδίο των εργασιών που γενικώς θεωρούνται λογοτεχνία, γιατί δεν προδιαθέτει η θέτει όρια. Literature δείχνει προς την έννοια γράμματα, Belles-Lettres, και όχι σε μια τεχνική. Ο λογοτέχνης δεν είναι μόνο τεχνίτης (artisan) του λόγου.[5]

Το λογοτεχνικό κείμενο ως «μη πρακτικό» κείμενο

Το λογοτεχνικό κείμενο μπορεί να οριστεί ως κείμενο που δεν εξυπηρετεί κάποιον πρακτικό σκοπό, για παράδειγμα την πληροφόρηση για κάποιο θέμα. Έτσι το λογοτεχνικό κείμενο διαφέρει, για παράδειγμα, από ένα επιστημονικό κείμενο.[6] Με μια τέτοια θεώρηση το ενδιαφέρον στη μελέτη ενός λογοτεχνικού κειμένου δεν εστιάζεται στο θέμα για το οποίο μιλάει το κείμενο, αλλά στον τρόπο με τον οποίο μιλάει [7]. Η πρακτική από τη μη πρακτική χρήση των κειμένων όμως είναι δύσκολο να διαχωριστεί, αφού δεν εξαρτάται μόνο από την πρόθεση του συγγραφέα να γράψει ένα κείμενο «πρακτικό» ή «λογοτεχνικό», αλλά (κυρίως) και από τον τρόπο με τον οποίο ο αναγνώστης επιλέγει να διαβάσει το κείμενο. Γι’ αυτό τον λόγο, είναι δυνατόν κάποιο κείμενο να γραφτεί με «λογοτεχνική» πρόθεση, αλλά σταδιακά να πάψει να αντιμετωπίζεται ως λογοτεχνικό, ενώ αντίθετα κάποιο άλλο να ανήκει σε είδος λόγου που δε θεωρείται «λογοτεχνικό», αλλά με την πάροδο του χρόνου να συμπεριλαμβάνεται στα λογοτεχνικά κείμενα.

Η Λογοτεχνία ως αισθητική απόλαυση

Υπάρχει η τάση να ορίζονται ως λογοτεχνικά κείμενα τα κείμενα που θεωρούνται «καλά», που έχουν δηλαδή αξιολογηθεί ως ανώτερα από κάποια άλλα και προσφέρουν στον αναγνώστη αισθητική απόλαυση. Μια τέτοια θεώρηση είναι προβληματική, γιατί δεν υπάρχουν κάποια εγγενή κριτήρια με τα οποία μπορεί να αξιολογηθεί ένα κείμενο˙ οι αισθητικές αντιλήψεις δεν παραμένουν αμετάβλητες μέσα στον χρόνο, γιατί εξαρτώνται απόλυτα από το περιβάλλον, τις πεποιθήσεις και τους προβληματισμούς κάθε εποχής. Είναι πολύ πιθανό λοιπόν, ένα κείμενο που σε μια συγκεκριμένη εποχή είχε αναγνωρισμένη λογοτεχνική αξία, σε κάποια άλλη να πάψει να ανταποκρίνεται στους σύγχρονους προβληματισμούς και να χάσει την αξία του. Επιπλέον, η αξιολόγηση ενός έργου συχνά καθορίζεται από τη συγκεκριμένη εικόνα που έχουμε σχηματίσει για τον «λογοτεχνικό κανόνα»: αν διαβάσουμε ένα έργο γνωρίζοντας ότι είναι έργο ενός αναγνωρισμένου και καταξιωμένου λογοτέχνη θα το αξιολογήσουμε θετικά με αυτό το κριτήριο, ενώ μπορεί να απορρίψουμε κάποιο άλλο γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι πρόκειται για έργο ενός λογοτέχνη που θεωρείται ελάσσων. Ενδεικτικό της σχετικότητας των αξιολογικών κρίσεων είναι το πείραμα του καθηγητή του Πανεπιστημίου του Cambridge I. A. Richards, ο οποίος το 1929 έδωσε στους φοιτητές του ποιήματα χωρίς να αποκαλύψει τους συγγραφείς τους και ζήτησε να εκφράσουν την αξιολογική τους κρίση: οι φοιτητές απέρριψαν πολλά ποιήματα καθιερωμένων ποιητών και προτίμησαν άλλα, άγνωστων ή υποτιμημένων.

Συμπέρασμα

Οι οντολογικές θεωρήσεις του φαινομένου της Λογοτεχνίας τελικά καταλήγουν σε αδιέξοδο, γιατί στηρίζονται στην παραδοχή ότι τα «λογοτεχνικά» χαρακτηριστικά είναι σταθερά και μόνιμα. Αυτή η άποψη όμως ανατρέπεται εύκολα από το γεγονός ότι «οι αντιλήψεις για τη φύση και τη λειτουργία της λογοτεχνίας αλλάζουν διαρκώς» και «τα χαρακτηριστικά της δεν γίνονται αποδεκτά ως ειδοποιά σε οποιονδήποτε τόπο και χρόνο» [8] .

Ιστορικο-εξελικτική θεώρηση του λογοτεχνικού φαινομένου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η εξέταση του «τι θεωρήθηκε κατά καιρούς λογοτεχνία» μας αποκαλύπτει ότι μέχρι τον 18ο αι. περίπου η έννοια της Λογοτεχνίας είχε τελείως διαφορετικό περιεχόμενο από σήμερα. Ο όρος «Λογοτεχνία» ταυτιζόταν με τον όρο «Γραμματεία» και λογοτεχνικά θεωρούνταν οποιαδήποτε κείμενα ήταν υποδείγματα ρητορικής τέχνης. Οι θεωρητικοί προβληματισμοί για τη λογοτεχνία βασίζονταν μέχρι τότε στην Ποιητική του Αριστοτέλη.

Η Λογοτεχνία ως "μίμηση"

Η Ποιητική του Αριστοτέλη ήταν η πρώτη αυτοτελής και συστηματική μελέτη για την ποίηση[9], όχι όμως με τη σημερική σημασία της ποίησης, αλλά με τη σημασία αυτού που σήμερα αποκαλούμε Λογοτεχνία. Ο Αριστοτέλης ορίζει την ποίηση ως «μίμηση» (κεφ. Ι, 1447a), δηλαδή ως αναπαράσταση της πραγματικότητας. Τα ποιητικά είδη που εξετάζει είναι η τραγωδία και το έπος και αποκλείει από τη μελέτη του τη λυρική ποίηση, επειδή το περιεχόμενό της είναι μη αφηγηματικό, επομένως μη μιμητικό[10]. Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Αριστοτέλης δεν ταυτίζει την έννοια της ποίησεως με την έννοια του μέτρου, αφού τονίζει ότι ένα έργο σε έμμετρη μορφή δεν είναι κατ' ανάγκην ποιητικό (κεφ. Ι, 1447b).
Από την εποχή της Αναγέννησης ως το τέλος της περιόδου του κλασικισμού η θεώρηση της λογοτεχνίας στηριζόταν στην Ποιητική του Αριστοτέλη. Για την αναφορά στο λογοτεχνικό φαινόμενο χρησιμοποιείτο ακόμα ο όρος «ποίηση», ενώ ο πεζός λόγος (Prosa) δεν είχε ακόμα θέση στον λογοτεχνικό κανόνα[11]

Η λογοτεχνία ως «έκφραση»

Η μεγάλη αλλαγή στη θεώρηση της λογοτεχνίας σημειώθηκε τον 18ο-19ο αι. υπό την επίδραση του Ρομαντισμού. Από τότε η λογοτεχνία άρχισε να αντιμετωπίζεται όχι πλέον ως «μίμηση» της πραγματικότητας, αλλά ως «έκφρασή» της. Σύμφωνα με αυτή τη θεώρηση, ο συγγραφέας με το έργο του δε μιμείται την πραγματικότητα, αλλά «δημιουργεί» μια δική του πραγματικότητα. Η λογοτεχνία θεωρείτο πλέον «έκφραση» του ψυχικού κόσμου του δημιουργού και η έννοιά της περιορίστηκε και αποκλείστηκαν όσα κείμενα είχαν μόνο κάποια χρηστική λειτουργία (για παράδειγμα την πληροφόρηση ή την πειθώ). Εκείνη την εποχή εισήχθησαν και οι έννοιες της «φαντασίας», της «δημιουργικότητας» και της «πρωτοτυπίας» ενός έργου, οι οποίες παλαιότερα δε θεωρούνταν απαραίτητες, αφού η σύνθεση ενός έργου έπρεπε να υπακούει σε αυστηρούς κανόνες.
Την ίδια περίοδο άρχισε να χρησιμοποιείται συχνότερα ο όρος «litteratura» και να αντικαθιστά σταδιακά τον όρο «ποίηση», ο οποίος τελικά περιορίστηκε στη σημασία της «λυρικής ποίησης» [12]. Τα λογοτεχνικά γένη αποκρυσταλλώθηκαν σε ένα νέο σχήμα (Δράμα, Έπος, Λυρική ποίηση) από τον Γκαίτε και τον Χέγκελ τον 19ο αι. και παράλληλα άρχισε σταδιακά να διευρύνεται η έννοια της Λογοτεχνίας για να συμπεριλάβει τελικά και τον πεζό λόγο (διήγημα, νουβέλα, μυθιστόρημα), οποίος είχε αρχίσει να γνωρίζει μεγάλη ανάπτυξη.

Λογοτεχνική γλώσσα

Η επόμενη θεώρηση της λογοτεχνίας στηριζόταν αποκλειστικά στην εξέταση της λογοτεχνικής γλώσσας, η οποία ήταν το κριτήριο που διαφοροποιούσε τα λογοτεχνικά από τα μη λογοτεχνικά κείμενα. Η στροφή προς αυτήν την κατεύθυνση έγινε στις αρχές του 20ού αι. με τους Ρώσους Φορμαλιστές αρχικά και στη συνέχεια με τους Τσέχους και τους Γάλλους δομιστές. Μπορεί μάλιστα να πει κανείς ότι με αυτήν τη θεώρηση η έννοια της Λογοτεχνίας περιορίστηκε και αντί για το σύνολο κειμένων αναφέρεται πλέον στο μεμονωμένο κείμενο.[13].

Σύγχρονη θεώρηση

Από τη δεκαετία του '80 έγινε έντονος ο προβληματισμός σχετικά με το αν η Λογοτεχνία μπορεί να οριστεί με οντολογικά-εσωτερικά κριτήρια. Αμφισβητήθηκε η άποψη ότι τα λογοτεχνικά έργα έχουν κάποια εγγενή αισθητική αξία, η οποία παραμένει αμετάβλητη. Δόθηκε έμφαση στην ιστορική θεώρηση του φαινομένου και η Λογοτεχνία άρχισε να μελετάται και να προσδιορίζεται σε σχέση με τις κατά καιρούς απόπειρες ορισμού της και θεωρήσεις της λειτουργίας της.

http://tovivlio.net/%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%BF%CF%84%CE%B5%CF%87%CE%BD%CE%AF%CE%B1-%CF%84%CE%B9-%CE%B5%CE%AF%CE%BD%CE%B1%CE%B9-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%BF%CF%82-%CE%BF-%CF%83%CE%BA%CE%BF%CF%80%CF%8C%CF%82/
Η Λογοτεχνία είναι μία από τις καλές τέχνες που χρησιμοποιεί ως εκφραστικό της μέσο τον λόγο, όπως η μουσική χρησιμοποιεί τον ήχον, η ζωγραφική τα χρώματα, η γλυπτική τον μπρούτζο ή το μάρμαρο και τον πηλό και η αρχιτεκτονική τα γνωστά οικοδομικά υλικά. Λογοτεχνικό έργο είναι ένα γραπτό κείμενο πεζό ή έμμετρο που δεν έχει καμία σχέση με κανένα κλάδο της Επιστήμης. Δεν έχει σκοπό να μεταδώσει γνώσεις. Ποιος όμως είναι ο σκοπός της Λογοτεχνίας και της καλλιτεχνίας γενικώς. Δύσκολη απάντηση και γι' αυτό δόθηκαν πολλές λύσεις όπως
  • Σκοπός είναι η κάθαρση των παθών. Είναι η θεωρία του Αριστοτέλη για το σκοπό της τραγωδίας, όπου τραγωδία είναι μία μίμηση πράξεως σπουδαίας και τελείας, με κανονικό μέγεθος με τραγουδισμένο λόγο, εννοεί τα χορικά, με πρόσωπα που δρουν και που τελειώνει με έλεγχο και φόβο την κάθαρση των παθών και των αμαρτημάτων των προσώπων που αναφέρονται στην τραγωδία.
  • H τέρψη! H καλλιτεχνία γενικά είναι το ανώτερο είδος του παιχνιδιού και όπως με το παιχνίδι έχουμε μια διαφυγή από την καθημερινή ρουτίνα της ζωής (θεωρία του Σπένσερ, Σίλλερ, Βιζυηνού, Ξενόπουλου)
  • Η τελειοποίηση ή εξιδανίκευση. Ο καλλιτέχνης παριστάνει την πραγματικότητα, όχι όπως είναι, αλλά πολύ τελειότερη δηλαδή την εξιδανικεύει, διότι έχει σκοπό να εξυψώσει τον άνθρωπο. Η τέχνη δηλαδή έχει σκοπό διδακτικό. Είναι η θεωρία του κλασικισμού.
  • Η τεχνική δραστηριότητα. Ο καλλιτέχνης επεξεργάζεται το έργο του για να βάλει σε ενέργεια ορισμένες διανοητικές ή σωματικές του ικανότητες που είναι πολύ αναπτυγμένες. Είναι η θεωρία του Ρομαντισμού.
  • Η ενδυνάμωση. Ο καλλιτέχνης παριστάνει την πραγματικότητα όπως είναι χωρίς να την τροποποιεί. Είναι η θεωρία του ρεαλισμού.
Είναι δύσκολο να πούμε ποιος τελικά είναι ο σκοπός της καλλιτεχνίας και ποια θεωρία είναι εξ’ όλων η σωστή. Γεγονός είναι ότι η καλλιτεχνική απόλαυση είναι μια έμφυτη ανάγκη της ανθρώπινης ζωής σε κάθε βαθμίδα του πολιτισμού. Αυτή η ανάγκη ικανοποιείται με τη θεώρηση των καλλιτεχνικών έργων. Και όπως η καλλιτεχνία ικανοποιεί την ανάγκη της απολαύσεως, έτσι και η Επιστήμη ικανοποιεί την ανάγκη της μαθήσεως και η ηθική την ανάγκη της συμπεριφοράς στην κοινωνία. Επιστήμη, λοιπόν, Ηθική και Τέχνη αποτελούν την τριλογία του Πνεύματος
ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ
Οι αρχές της Λογοτεχνίας τοποθετούνται περί τον 10 αιώνα μ,Χ και διαιρούνται σε τέσσερες μεγάλες περιόδους. α) Πρώτη περίοδος (1000-1204) δηλαδή, ως την άλωση της Πόλης από τους Φράγκους, β) Περίοδος (1204-1453) ως την άλωση της Πόλης από τους Τούρκους, γ) Περίοδος (1453-1821) μέχρι την Ελληνική επανάσταση του 1821 και δ) Περίοδος (1821 έως και σήμερα). Κατά την πρώτη περίοδο, αλλά και κατά τη διάρκεια της επομένης διαμορφώνεται η δημοτική γλώσσα και παράλληλα περνά και στο γραπτό λόγο. Σπουδαίο χαρακτηριστικό της εποχής είναι ότι αφυπνίζεται η Εθνική συνείδηση των Ελλήνων και επίσης την ίδια εποχή η εθνική συνείδηση των γεγονότων αυτών γίνεται αιτία της δημιουργίας των ηρωικών επών. Έτσι στην Ελλάδα δημιουργείται το Έπος του Διγενή Ακρίτα, στη Γερμανία το έπος του Νιμπελούγκεν, στη Γαλλία το τραγούδι του Ρολάνδου και στην Ισπανία το τραγούδι του "Σιντ". Κυρίως θα ασχοληθούμε με τις τάσεις που ακμάζουν μετά την επανάσταση στην Ελλάδα, στα Επτάνησα και στην Αθήνα, όπου έχουμε την Επτανησιακήν σχολήν και την Φαναριωτικήν σχολήν και κυρίως και πρώτα με το Σολωμό και τον Κάλβο, που φλογεροί πατριώτες και οι δύο τραγούδησαν και έκλαψαν για τη σκλαβωμένη Πατρίδα.

της Αλίκης Οικονόμου Γιωτάκου

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΛΥΚΟΦΩΣ ΤΗΣ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗΣ ΑΞΙΑΣ
Δημήτρης Τζιόβας, Μετά την Αισθητική, Οδυσσέας, 2003, σ. 15-33 (αποσπάσματα)

Το τι είναι λογοτεχνία ή τι ξεχωρίζει ένα καλό λογοτέχνημα από ένα κακό συνιστούν θεμελιακές απορίες για όποιον ασχολείται και προβληματίζεται θεωρητικά πάνω στη λογοτεχνία. Εντούτοις, το να επιχειρήσει κανείς να δώσει οριστικούς ορισμούς ή τελεσίδικες απαντήσεις σ' αυτά τα ερωτήματα είναι εξ ορισμού μια απόπειρα μάταιη, γιατί κάθε απάντηση στο τι είναι λογοτεχνία είναι προσωρινή, εποχιακά φορτισμένη και ίσως μεροληπτική. Για πολλούς μάλιστα το οντολογικό ερώτημα τι είναι λογοτεχνία, δηλώνει μια ιδεαλιστική προκατάληψη, γιατί δέχεται ότι η λογοτεχνία ως κατηγορία προϋπάρχει a priori και αυτό που απαιτείται είναι το να επισημανθούν τα εγγενή ειδοποιά της γνωρίσματα αποσιωπώντας έτσι την κοινωνική καταγωγή και λειτουργία της αισθητικής αξίας. Αυτός ο φετιχισμός της λογοτεχνίας είναι ανάλογος με τη θεολογία της ηθικής. Όπως κανείς δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι η ηθική προϋπάρχει και παραμένει άτρωτη στις ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες, το ίδιο ισχύει και για την αισθητική αυτονομία της λογοτεχνίας. Και η ηθική και η λογοτεχνία δεν είναι άχρονες και υπερβατικές οντότητες αλλά έννοιες ιστορικά και ιδεολογικά βεβαρημένες. Επομένως η ταυτότητα τους δεν είναι ενδογενής αλλά εξωγενής.
Έως τώρα ο συνήθης τρόπος προσδιορισμού της λογοτεχνικής ή μη λογοτεχνικής ιδιοσυστασίας ενός κειμένου υπήρξε ενδοκειμενικός ή ενδογλωσσικός. Η λογοτεχνικότητα αντιμετωπιζόταν ως κάτι το ενυπάρχον και αισθητό αλλά συνάμα λανθάνον μέσα στο λαβύρινθο της γλώσσας και στις υφολογικές της διαπλοκές. Τα τελευταία χρόνια όμως διαπιστώνουμε πως η προσπάθεια να προσδιοριστούν οι ενδιάθετες ποιότητες των λογοτεχνικών κειμένων αμφισβητείται από τον ιστορικό σκεπτικισμό, που δεν βλέπει πια τη λογοτεχνία ως άχρονη και αμετάβλητη κατηγορία αλλά ως έννοια σχετική και ιστορικά εξαρτημένη. Μια τέτοιου είδους θεώρηση γίνεται πιο πειστική, αν παρακολουθήσουμε ιστορικά την εμφάνιση και την εδραίωση αυτής της έννοιας στον ευρωπαϊκό χώρο.
Η λογοτεχνία με τη σημερινή της σημασία είναι ένα αρκετά πρόσφατο φαινόμενο, που η εμφάνιση του ανάγεται στα τέλη του δέκατου όγδοου αιώνα. Μόνο από την περίοδο του Ρομαντισμού και μετέπειτα η λογοτεχνία ταυτίζεται με το ευφάνταστο γράψιμο και αποτελεί το καταφύγιο ορισμένων αξιών, που απειλούσε ο ορθολογισμός του βιομηχανικού καπιταλισμού. Η έμφαση στην έμπνευση, την αυθορμησία και τη συναισθηματική ένταση της λογοτεχνικής έκφρασης αντιστάθμιζε ιδεολογικά τον αυξανόμενο μηχανιστικό ορθολογισμό της βιομηχανικής κοινωνίας και υποκαθιστούσε σταδιακά τη θρησκεία ως ηθικοπλαστικό μέσο και συνεκτικό κοινωνικό δεσμό.
Αντίθετα στο Μεσαίωνα ο όρος 'λογοτεχνία' χρησιμοποιούνταν ελάχιστα και οι λέξεις literatus ή literator δήλωναν όποιον μπορούσε να διαβάζει και να γράφει. Ακόμη και στο σχήμα των εφτά ελευθέριων τεχνών που ο Μεσαίωνας κληρονόμησε από την ύστερη αρχαιότητα, η λογοτεχνία δεν έχει καμία θέση ούτε στην πρώτη υποδιαίρεση τους τη γνωστή ωςTrivium (γραμματική, ρητορική, διαλεκτική) ούτε στη δεύτερη το Quadrivium (αριθμητική, γεωμετρία, αστρονομία και μουσική). Όταν με την ανάπτυξη των πανεπιστημίων η φιλοσοφία, η ιατρική, η νομολογία και η θεολογία καθιερώθηκαν, έξω από τις ελευθερίες τέχνες, ως νέα αντικείμενα σπουδής, οι Καλές Τέχνες δεν φαίνονται προς το παρόν να σχηματίζουν το δικό τους σύστημα αλλά ενσωματώνονται σε άλλα γνωστικά πεδία. Για παράδειγμα, η μουσική συσχετίζεται με τις μαθηματικές επιστήμες ενώ η ποίηση συνδέεται με τη γραμματική, τη ρητορική και τη λογική.1
Αλλά και στην Αναγέννηση δεν παρατηρούμε την ανάπτυξη μιας συνολικής αισθητικής θεωρίας παρά μόνο την ανάδειξη διάφορων όρων όπως litterae humanaelettres humainsbonnes lettres για να διακριθούν τα κοσμικά κείμενα από τα θεολογικά. Αυτοί οι όροι χρησιμοποιήθηκαν ευρύτατα από τον Rabelais, τον Du Bellay, τον Montaigne και άλλους Γάλλους συγγραφείς του δέκατου έκτου αιώνα και μόνο αργότερα στο δέκατο έβδομο αιώνα εμφανίζεται ο όρος belles-lettres για να δηλώσει εκτός από την ποίηση και άλλα είδη γραπτού λόγου όχι στενά λογοτεχνικά. Εδώ πρέπει να σημειωθεί πως προς τα τέλη αυτού του αιώνα ο όρος literature χρησιμοποιείται για να δηλώσει φιλολογική γνώση ή καλλιέργεια και μόνο από τις αρχές του δέκατου όγδοου αρχίζει ν' αντιπροσωπεύει ένα σώμα γραπτών κειμένων όχι όμως αποκλειστικά λογοτεχνικών. Αργά και βαθμιαία η περιεκτικότητα του όρου αρχίζει να συρρικνώνεται για ν' αποκτήσει τελικά το σημερινό του περίγραμμα και νόημα και αυτή η εξέλιξη οφείλεται βέβαια και στην ανάπτυξη της Αισθητικής και των Καλών Τεχνών, που παλαιότερα δεν ξεχωρίζονταν από τις επιστήμες αφενός και από τη χειροτεχνία αφετέρου.
Πράγματι λίγοι είναι αυτοί που έχουν κατά καιρούς διανοηθεί και συνειδητοποιήσει ότι η έννοια Τέχνη με τη σημερινή της σημασία καθώς και ο συγγενικός όρος Καλές Τέχνεςκαθιερώνονται στα τέλη του δέκατου όγδοου αιώνα ταυτόχρονα με τις βασικές έννοιες της σύγχρονης αισθητικής: καλαισθησία, πρωτοτυπία, δημιουργική φαντασία κ.λπ. Εκλαμβάνοντας συχνά την τέχνη, τη λογοτεχνία και την αισθητική ως αιώνιες και άχρονες κατηγορίες επιβάλλουμε αναδρομικά τη δική μας αίσθηση στις αντιλήψεις των Αρχαίων περί τέχνης και ωραίου. Όπως υποστηρίζει ο Eco, η σύγχρονη αισθητική, από το Ρομαντισμό και μετέ¬πειτα, ταύτισε την τέχνη με τη μεταφορά, γιατί όπως η μεταφορά είναι ένας τρόπος να δηλώσουμε κάτι με το όνομα κάτι άλλου παρουσιάζοντας το μ' έναν ασυνήθιστο και απροσδόκητο τρόπο, έτσι και το σύγχρονο κριτήριο για την καλλιτεχνική αξία έγινε η νεωτεριστική πρωτοτυπία. Η απολαυστική επανάληψη ενός ήδη γνωστού σχήματος, μοτίβου ή θέματος θεωρήθηκε από τις νεότερες αισθητικές θεωρίες γνώρισμα της χειροτεχνίας και της βιομηχανίας αλλά όχι της Τέχνης. Αυτή δεν έπρεπε να επαναλαμβάνει αλλά να πρωτοτυπεί και έτσι η σύγχρονη αισθητική διαφοροποιείται από την κλασική θεωρία για την τέχνη, που αδιαφορούσε για τη διάκριση τέχνης και χειροτεχνίας και αναζητούσε τη διάρκεια και τη σταθερότητα.
Στην αρχαιότητα πίστευαν ότι η τέχνη αποκτάται αποκλειστικά με μάθηση και διδασκαλία ενώ η σύγχρονη αισθητική θεωρεί πως δεν διδάσκεται. Και όταν ακόμη οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς αντιπαράθεταν την Τέχνη στη Φύση εννοούσαν με τον πρώτο όρο την ανθρώπινη δραστηριότητα στο σύνολο της. Εξάλλου η λέξη τέχνη στην ελληνική αρχαιότητα και το λατινικό της ισοδύναμο ars αναφερόταν σ' ένα ευρύ φάσμα της ανθρώπινης δραστηριότητας, που εκτεινόταν από τη χειροτεχνία μέχρι το ό,τι θα ονομάζαμε σήμερα επιστήμη. Αλλά και η βασική έννοια της σύγχρονης αισθητικής, το ωραίο, δεν εμφανίζεται στα αρχαία κείμενα με τις σημερινές της συνδηλώσεις, γιατί το ελληνικό καλόν και το λατινικό pulchrum δεν ξεχωρίζουν από το αγαθόν. Όταν ο Πλάτων συζητά το ωραίο στο Συμπόσιο και το Φαιδρό δεν αναφέρεται απλώς στη φυσική ομορφιά των ατόμων αλλά και στις ωραίες συνήθειες της ψυχής χωρίς να δηλώνει τίποτα για την ωραιότητα των έργων τέχνης.
Γενικά η κλασική αρχαιότητα δεν διέθετε κανένα επεξεργασμένο αισθητικό σύστημα και η κλασική έννοια του όρου τέχνη διαιωνίζεται και στο Μεσαίωνα, όπου ο νεόκοπος όρος artista δήλωνε είτε τον χειροτέχνη ή το σπουδαστή των ελευθέριων τεχνών. Ούτε στο Δάντη ούτε στον Aquinas η λέξη τέχνη έχει το σημερινό της νόημα και για τον δεύτερο μάλιστα η μαγειρική, η υποδηματοποιία και η αριθμητική δεν ήταν λιγότερο τέχνες από τη ζωγραφική, την ποίηση ή τη μουσική. Ακόμη και η έννοια της ομορφιάς, που απασχόλησε ορισμένους μεσαιωνικούς φιλοσόφους, δεν αντιμετωπίζεται ως γνώρισμα των τεχνών αλλά κυρίως ως μεταφυσικό γνώρισμα του θεού και των δημιουργημάτων του. Αν, λοιπόν, στο Μεσαίωνα είναι δύσκολο να μιλήσουμε για σύστημα Καλών Τεχνών ή για αισθητική, στην Αναγέννηση τα πράγματα δεν αλλάζουν κατά πολύ, γιατί πάλι το ωραίο δεν συνδέεται αποκλειστικά με τις τέχνες και η επίδραση των αρχαίων αντιλήψεων εξακολουθεί να είναι εμφανής και ισχυρή.
σ. 15-19


[…]
Οι απόψεις του Kant πρόσφεραν τις προϋποθέσεις για τη διάκριση των λογοτεχνικών κειμένων από τα λοιπά γραπτά κείμενα με καλλιτεχνικά - αισθητικά κριτήρια και μ' αυτό τον τρόπο η έννοια της λογοτεχνίας από τις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα και πέρα οριοθετείται αισθητικά και κατ’ ακολουθίαν αξιολογικά. Το λογοτεχνικό κείμενο και ιδιαίτερα η ποίηση έπαψε πλέον να θεωρείται σύνθεση στηριζόμενη σε ποιητικές συμβάσεις δεδομένες και απαραβίαστες όπως στην Αναγέννηση. Υπεισέρχεται το Εγώ του λογοτέχνη και έτσι ανακύπτουν οι έννοιες της πρωτοτυπίας και της δημιουργικότητας που είχαν υποχωρήσει παλαιότερα στην κανονιστική κυριαρχία της Ποιητικής και της Ρητορικής. Από το θεμελιώδες κείμενο του Edward Young Conjectures on Original Composition  (1759) κυριαρχεί η έννοια της πρωτοτυπίας, που οδηγεί στη σύλληψη της λογοτεχνίας όχι ως σύνθεσης αλλά ως δημιουργίας. Έτσι η λογοτεχνία συνδέθηκε με τη δημιουργικότητα του συγγραφέα και τούτο είχε ως συνέπεια τη διάκριση και την αξιολόγηση του λογοτεχνικού κειμένου ανάλογα με τη δημιουργικότητα, το ταλέντο και τη φαντασία του δημιουργού. Έκτοτε η κριτική απόκτησε εξαιρετικό κύρος και επιδιώχθηκε η συστηματική αναζήτηση και διατύπωση της 'λογοτεχνικότητας' ενός κειμένου.
Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι στον ευρωπαϊκό χώρο, από την αρχαιότητα μέχρι και την Αναγέννηση, η έννοια της λογοτεχνίας με το σημερινό της νόημα δεν υπήρχε. Η ποίηση βέβαια ξεχώριζε, γιατί ήταν σε στίχους, αλλά τα πεζά κείμενα συγχέονταν με άλλα είδη γραπτού λόγου. Η άποψη ότι υπάρχει η κατηγορία της λογοτεχνίας ως τέχνη του λόγου που περιλαμβάνει ποίηση και πεζογραφία, αποκλείοντας όμως ό,τι αποβλέπει στην πληροφόρηση, στη ρητορική πειθώ ή στην επιχειρηματολογία, εδραιώθηκε στο δέκατο ένατο αιώνα μαζί με την καθιέρωση του σύγχρονου συστήματος των τεχνών. Αυτό το συμπέρασμα μπορούμε να το επιβεβαιώσουμε αν ρίξουμε μια ματιά και στον ελληνικό χώρο.
σ. 20-21


Η τελική επιβολή του όρου 'λογοτεχνία' πρέπει να συντελέστηκε στις δύο πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα συμπεραίνοντας απ' όσα λέει ο Ξενόπουλος στο άρθρο του 'Φιλολογία και Λογοτεχνία' το 1923. Εκεί επισημαίνει ότι η λογοτεχνία καθιερώθηκε εκτοπίζοντας τον όρο 'ελαφρά φιλολογία'.
Τι διαφορά υπάρχει μεταξύ Φιλολογίας και Λογοτεχνίας, Φιλόλογου και Λογοτέχνη; Η διαφορά είναι τόσο μεγάλη, όσο κι η σύγχυση που γίνεται ακόμα μ’ αυτούς τους δύο όρους. Γιατί, ως προ ολίγου ακόμα, δεν είχαμε παρά μόνον ένα: Φιλόλογος λεγόταν κι εκείνος που έκανε σχόλια σε μια τραγωδία του Ευριπίδη- φιλόλογος κι εκείνος που έγραψε μια καινούργια τραγωδία! [...] Έβλεπαν και τότε πως ήταν ανάγκη να γίνη μια διάκριση. Κι ονόμασαν τη δεύτερη, δηλαδή την Τέχνη, 'ελαφρά Φιλολογία'. Φαντασθήτε όμως πόσο λίγο ταίριαζε αυτό το επίθετο σε μια τόσο υψηλή, σοβαρή και βαρειά πνευματική εργασία! 'Ελαφρά φιλολογία' τα ποιήματα του Σολωμού και του Κάλβου· όχι δα! (...) Κι επιτέλους βρέθηκε ο κατάλληλος όρος. Τη δημιουργική μα όχι, για το θεό, ελαφρά φιλολογία, την είπαν Λογοτεχνία. Και τον ποιητή, το δημιουργικό συγγραφέα, τον είπαν Λογοτέχνη. Κι αυτό πια επικράτησε. (Γρ. Ξενόπουλος, ‘Φιλολογία και Λογοτεχνία’, Άπαντα, τομ. 11, εκδ. Μπίρη [Αθήνα 1972], σ. 301)

Αυτή η σύντομη αναδρομή στην ιστορία των όρων, πιστεύω να μας πείθει ότι η λογοτεχνία αναγνωρίζεται ως αυτόνομη αισθητική οντότητα αρκετά πρόσφατα στην Ελλάδα, όπως και στην Ευρώπη, και αυτή η αναγνώριση αναπόφευκτα πρέπει να συνδεθεί με την ανάπτυξη της Αισθητικής, που επέβαλε τη θεώρηση της ως αυθύπαρκτης αισθητικής κατηγορίας. Έκτοτε η κυριαρχία της Αισθητικής συσκότισε την ιστορικότητα και συνάμα τη σχετικότητα της έννοιας της λογοτεχνίας αναγορεύοντας την σε αιώνια και άχρονη κατηγορία, κάτι που τώρα αρχίζει να κλονίζεται με τη διερεύνηση της ιστορικότητας του όρου, εφόσον δείχνεται ότι η λογοτεχνία δεν μπορεί να οριστεί σ' ένα ιστορικό κενό με αποκλειστικά και μόνο τις υποτιθέμενες εγγενείς της ιδιότητες. Είμαστε πια αναγκασμένοι να εγκαταλείψουμε την ψευδαίσθηση ότι η 'λογοτεχνία' είναι μια αντικειμενική έννοια, σταθερή και εκ των προτέρων δεδομένη και ν' αναθεωρήσουμε τη χιμαιρική αντίληψη ότι η μελέτη της λογοτεχνίας είναι η μελέτη μιας σταθερής και καθορισμένης οντότητας με ενδιάθετες ιδιότητες. Εκεί που φαίνεται αυτή η αδυναμία να ορισθεί η λογοτεχνία με βάση τις εγγενείς της ιδιότητες είναι στη θεωρία των Ρώσων Φορμαλιστών, που, αν και απέφευγαν ιστορικές ή κοινωνικές παραμέτρους στον προσδιορισμό της λογοτεχνικότητας, αποδέχονταν έμμεσα τη σχετικότητα της έννοιας 'λογοτεχνία'. Θα το διαπιστώσουμε αυτό, αν κάνουμε μια σύντομη επισκόπηση ορισμένων βασικών θέσεων τους.
Ένα από τα κύρια ενδιαφέροντα των Φορμαλιστών ήταν το ζήτημα της 'λογοτεχνικότητας': να καθορίσουν δηλαδή τι διακρίνει τη λογοτεχνία από άλλες μορφές λόγου. Η βασική τους θέση ήταν πως η λογοτεχνία δεν αντικαθρεφτίζει την πραγματικότητα αλλά μας την παρουσιάζει μέσα από ένα καλειδοσκοπικό πρίσμα διαψεύδοντας ή κλονίζοντας τις συνηθισμένες μας εντυπώσεις. Ο,τι, λοιπόν, διακρίνει τη λογοτεχνία από άλλες μορφές λόγου είναι, σύμφωνα με τους Φορμαλιστές, αυτή η ικανότητα της ν’ ανοικειώνει τα συνηθισμένα σχήματα και τους τρόπους που προσλαμβάνουμε τον κόσμο. Για τον Σκλόφσκι η τέχνη ανοικειώνει τα πράγματα που φαίνονταν οικεία ή έχουν καταντήσει αυτοματισμοί και μας ωθεί να τα δούμε από μια διαφορετική γωνία παρακωλύοντας ή διασπώντας τους προσληπτικούς μηχανισμούς που έχουν γίνει αυτοματικοί. Γι’ αυτό το λόγο η ποιητική γλώσσα μας φαίνεται συχνά αρκετά ξένη, παράδοξη και απροσπέλαστη σε σχέση με την καθημερινή ομιλία στην οποία έχουμε εθιστεί.
Οι Φορμαλιστές έτειναν να δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στις μορφικές ιδιότητες της λογοτεχνίας, γιατί πίστευαν ότι μέσα από την ανανέωση και την ενεργοποίηση των μορφικών επινοήσεων επιτυγχάνεται η ανοικείωση. Έτσι ταύτισαν τη λογοτεχνικότητα με τη μορφή και την τεχνική επιμένοντας στην αυτονομία της λογοτεχνίας. Την επωνυμία τους, άλλωστε, την πήραν, γιατί υποστήριζαν ότι η ιδιαιτερότητα της λογοτεχνίας έγκειται κυρίως στις μορφικές της ιδιότητες και τις τεχνικές της επινοήσεις ενώ εξωκειμενικοί παράγοντες δεν υπεισέρχονται καθόλου.
Το αδύνατο σημείο όμως στη φορμαλιστική θεωρία είναι η λογοτεχνική εξέλιξη. Πώς νέες μορφές και τεχνικές ανακύπτουν, ανανεώνουν ή και διαλύουν τις παλιές φόρμες και συμβάσεις; Τι δηλαδή κινεί τη διαδικασία της ανοικείωσης; Για τους Φορμαλιστές δεν υπάρχει κίνητρο, γιατί το λογοτεχνικό τέχνασμα και η ανοικείωση που προκαλεί δεν έχει κανένα άλλο σκοπό από το να φρεσκάρει και να οξύνει την όραση μας απέναντι στην πραγματικότητα. Έτσι η ανοικείωση αποφορτίζεται από τυχόν ιδεολογικές και ιστορικές εντάσεις και αποκτά μια αισθητική αυτονομία, που αγγίζει τα όρια του 'η τέχνη για την τέχνη'.
σ. 26-28


Τα τελευταία χρόνια αρχίζει να κερδίζει έδαφος η αντίληψη ότι δεν υπάρχει 'εγγενής' αισθητική αξία, γιατί κάθε αξία είναι μεταβατική. «Η λογοτεχνική αξία», σύμφωνα με τον Τ. Eagleton, «είναι ένα φαινόμενο που παράγεται σ’ αυτή την ιδεολογική οικειοποίηση του κειμένου, σ’ αυτή την 'καταναλωτική παραγωγή' του έργου, που είναι η πράξη της ανάγνωσης. Είναι πάντοτε μια συσχετιστική αξία: 'ανταλλακτική αξία'. Οι ιστορίες της 'αξίας' είναι μια υποκατηγορία των ιστοριών που μελετούν τις λογοτεχνικο-ιδεολογικές πρακτικές πρόσληψης - πρακτικές που δεν είναι με καμία έννοια μια απλή 'κατανάλωση' ενός ολοκληρωμένου προϊόντος αλλά οι οποίες πρέπει να μελετηθούν ως μία ορισμένη (ανα)παραγωγή του κειμένου». Όλα τα έργα τέχνης και λογοτεχνίας φέρνουν τα ίχνη της αξιολόγησης τους στο παρελθόν και μια νέα ιστορία της λογοτεχνίας θα ήταν η ιστορία των διαδοχικών τους προσλήψεων. Πώς και για ποιους λόγους ορισμένα κείμενα υπερτιμήθηκαν ή απορρίφθηκαν ή ποιοι παράγοντες διαμορφώνουν τη λογοτεχνική ιεραρχία; Πώς ολόκληρα είδη, όπως η τραγωδία και το έπος, εξαφανίστηκαν και άλλα εμφανίστηκαν σχετικά πρόσφατα, όπως το μυθιστόρημα; Το να επικαλεστούμε αποκλειστικά αισθητικούς λόγους ή αλλαγές στην καλαισθησία των διαφόρων εποχών είναι σαν να εθελοτυφλούμε προσπαθώντας μάταια και αδικαιολόγητα ν' αποστειρώσουμε ιδεολογικά και πολιτιστικά τις έννοιες της λογοτεχνίας και της αξίας. Εκεί που οδηγούμαστε σήμερα είναι να παραδεχτούμε τη σχετικότητα τους και την αδυναμία μας να μιλήσουμε με όρους της παραδοσιακής αισθητικής, που βλέπει την αξία οντολογικά ως εκπορευόμενη από το ίδιο το κείμενο.
Ό,τι αμφισβητείται τελευταία και εξορίζεται από τις συζητήσεις και τις μελέτες για τη λογοτεχνία δεν είναι η αξιολόγηση αυτή καθαυτή, γιατί απ' αυτή δεν μπορούμε να ξεφύγουμε, αλλά η έννοια της αισθητικής αξίας ως ουσιακής και αμετάλλακτης ιδιότητας των κειμένων. Από την εποχή του Καντ η αισθητική αξία οριζόταν ως κάτι το ενδιάθετο και ανιδιοτελές και αντιδιαστελλόταν προς κάθε μορφή χρηστικότητας και πρακτικότητας. Αλλά αν αποκλείσουμε τα πρακτικά ενδιαφέροντα και τις ποικίλες έννοιες της αξίας -συναισθηματική, διακοσμητική, ιστορική, ιδεολογική- τότε δεν απομένει τίποτε για να ορισθεί ως αισθητική αξία παρά μόνο εάν υποθέσουμε ότι η 'ουσιακή αξία' ενός καλλιτεχνήματος συνίσταται από όλα όσα συνήθως διακρίνεται. Αν, επομένως, δεχτούμε ότι η αισθητική αξία ενός έργου είναι εσωτερική, τότε το να πούμε ότι η Θεία Κωμωδία επιβίωσε λόγω της αισθητικής της ιδιοσυστασίας αποτελεί τελικά ταυτολογία, γιατί είναι σαν να λέμε ότι το έργο τέχνης επιβιώνει επειδή ακριβώς είναι έργο τέχνης. Αναμφισβήτητα ορισμένα έργα τέχνης υπερβαίνουν τη χρονική τους στιγμή αλλά αυτό καθορίζεται από τις εκάστοτε ιδεολογικές και ιστορικές συγκυρίες που είτε αποσιωπούνται είτε μεταμφιέζονται αισθητικά.
Κάθε αξία, υποστηρίζει η Barbara Herrnstein Smith, είναι εξαρτημένη, εφόσον δεν αποτελεί ούτε εγγενή ιδιότητα του αντικειμένου ούτε αυθαίρετη υποκειμενική εκτίμηση αλλά μάλλον το προϊόν της δυναμικής ενός οικονομικού συστήματος. Η παραδοσιακή -ιδεαλιστική, ουμανιστική, αριστοκρατική- τάση ν’ απομονώνει ή να προφυλάσσει ορισμένες πλευρές της ζωής και της κουλτούρας, ανάμεσα τους την τέχνη και τη λογοτεχνία, από τη θεώρηση τους με βάση οικονομικούς όρους είχε ως αποτέλεσμα τη μυστικοποίηση της αξίας τους και την παραγνώριση της μεταβλητότητας της. Κάποιος σ’ αυτό το σημείο θα μπορούσε βέβαια ν’ αντιτάξει το επιχείρημα του RWellek ότι η σχετικοποίηση της λογοτεχνικής αξίας θα οδηγήσει σε παράλυση της κριτικής. Αυτή η δυσοίωνη προοπτική διαψεύδεται έμμεσα από αρκετές σύγχρονες θεωρητικές τάσεις (στρουκτουραλισμός, αποδομισμός), που, αν και φαινομενικά δεν ενδιαφέρονται για αξιολογήσεις, εντούτοις επιλέγουν και προβάλλουν κείμενα κατάλληλα για τις ερμηνευτικές τους μεθόδους, όπως κείμενα με σύνθετη και πολύπλοκη δομή, έντονη αυτοαναφορικότητα και γλωσσική επιτήδευση.
Ωστόσο, το ερώτημα παραμένει ανοικτό, θα επιβιώσει η λογοτεχνία στον εικοστό πρώτο αιώνα, ανθιστάμενη σ’ όσους αντιπροτείνουν τις έννοιες της κειμενικότητας και της γραφής και διαψεύδοντας εκείνους που προμελετούν το θάνατο της; Ό,τι μπορούμε προς το παρόν να ισχυριστούμε είναι πως η λογοτεχνία τείνει να θεωρείται πλέον ως έννοια ιστορικά πεπερασμένη και όχι ως αισθητική κατηγορία. Στην περίπτωση της ισχύει αυτό που έλεγε ο Wittgenstein για τη λέξη. Όπως το νόημα μιας λέξης για τον Wittgenstein είναι η χρήση της, το ίδιο και η έννοια της λογοτεχνίας εξαρτάται από τη χρήση της, δηλαδή με ποιο τρόπο μια κοινότητα ανθρώπων, ένα έθνος ή μια κουλτούρα χρησιμοποιεί, αξιολογεί, εξαντλεί και απορρίπτει τα κείμενα της.
http://users.sch.gr/symfo/sholio/kimena/theoria/1logo_tziovas.htm
σ. 31-33
Ερασιτεχνική δημιουργία τον Οκτώβριο του 2004.  Τελευταία ενημέρωση:  Κυριακή, 08 Μαρτίου 2015.

Jean-Paul Sartre

Ο Jean-Paul Sartre (1905-1980) είναι ένας από τους σημαντικότερους στοχαστές του 20ού αιώνα. Από πολύ νέος άρχισε να ασκεί κριτική στις αξίες και τις παραδόσεις της αστικής τάξης. Σπούδασε Φιλοσοφία και από τα πρώτα φιλοσοφικά του κείμενα είναι εμφανής η παρουσία μιας σκέψης που τον οδηγεί στον υπαρξισμό, τις θέσεις του οποίου ανέπτυξε στα έργα του Το Είναι και το Μηδέν (1943) και Ο υπαρξισμός είναι ανθρωπισμός(1946). Το ευρύ κοινό γνώρισε τον Sartre κυρίως από τα αφηγηματικά του έργα, νουβέλες και μυθιστορήματα: Η ναυτία (1938), Ο τοίχος (1939) κ.ά. και τα δοκίμιά του λογοτεχνικής και πολιτικής κριτικής. Επίσης έγραψε πολλά θεατρικά έργα: Οι μύγες (1943), Ο διάβολος και ο καλός θεός (1951) κ.ά. Ως το τέλος της ζωής του υπήρξε ιδιαίτερα πολιτικοποιημένος και όταν το 1964 του απονεμήθηκε το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας αρνήθηκε να το παραλάβει.
http://www.metaixmio.gr/author/1773-jean-paul.aspx