Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας
Β΄ Γυμνασίου
Διαπολιτισμικό Γυμνάσιο Ευόσμου
Διδώ Σωτηρίου, «Όταν πρωτοκατέβηκα στη Σμύρνη»
Πρόκειται για ένα απόσπασμα από το μυθιστόρημα Ματωμένα Χώματα
(1962), που περιγράφει την πρώτη επίσκεψη του αφηγητή και κεντρικού ήρωα, Μανώλη
Αξιώτη, αγρότη από τον Κιρκιτζέ, στη μεγάλη πολιτεία, τη Σμύρνη,
όπου βρίσκει εργασία και ενηλικιώνεται.
ΕΝΟΤΗΤΕΣ
1η: Ο φόβος του χωριατόπαιδου στη θέα της Σμύρνης
«Σεπτέμβρης ήταν του 1910 ... κι αν με προσέχουν οι περαστικοί.»
2η: Εντυπώσεις από την προκυμαία της Σμύρνης
3η: Εντυπώσεις από την αγορά και τα σοκάκια της πολιτείας
«Οι άνθρωποι στη Σμύρνη μιλούσαν όλοι ελληνικά ... έπειτα το σουλάτσο.»
4η: Εξασφάλιση εργασίας στη Σμύρνη
«Τονε βρήκα τον κυρ φατόρο ... ξέγνοιαστη μέρα της ζωής μου.»
5η: Ο έρωτας του αφηγητή για τη Σμύρνη
«Όταν βγήκα έξω πετούσα από χαρά. ... δίχως να τρώω ξύλο.»
Τα ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ και οι ΕΝΤΥΠΩΣΕΙΣ του αφηγητή μόλις φτάνει
στη Σμύρνη:
-
φόβος, δειλία (αρχικά): «σκιάχτηκα», «σαν
ξεριζωμένο δεντρί», «έριχνα φοβισμένες ματιές»
-
θαυμασμός, έκπληξη (στη συνέχεια): «δεν ήξερα τι να
πρωτοδώ και τι να πρωτοχαρώ; Τη θάλασσα; Τα βαποράκια; (...) Ή όλον εκείνο το
χαρωπό, ξέγνοιαστο κόσμο που μπαινόβγαινε με σαματά στις λέσχες και στα
καφενεία κι έμοιαζε να ζει πανηγύρι; Κι όχι μια μικρή καθημερινή μέρα
δουλειάς!»
-
αίσθηση
ελευθερίας: «δεν είχα να δώσω
λόγο σε κανέναν κι ήμουνα για πρώτη φορά αυτεξούσιος, και τότες μ’ έπιασε τρελή
χαρά»
-
χαρά (μετά τη συμφωνία με τον κυρ Μιχαλάκη να
δουλέψει): «Όταν βγήκα έξω πετούσα από χαρά (...) Τώρα μπορούσα να χαρώ τη μέρα
μου, την πρώτη και μοναδική λεύτερη και ξέγνοιαστη μέρα της ζωής μου»
-
όλοι μιλούν
ελληνικά (και οι Τούρκοι, κι οι Λεβαντίνοι, κι οι Εβραίοι και οι
Αρμεναίοι), αλλά στον Φραγκομαχαλά τα καταστήματα έχουν ξενικό ονόματα
Ο ήρωας αρχικά «σκιάζεται», γιατί βρίσκεται «μονάχος» σε μια μεγάλη
πολιτεία. Νιώθει σαν «ξεριζωμένο δεντρί», μη μπορώντας να συνηθίσει τη μοναξιά
και την ανωνυμία της μεγαλούπολης και τις φωνές του απρόσωπου πλήθους. Γρήγορα
βρίσκει θάρρος και αυτοπεποίθηση, ενώ νιώθει χαρά για τα καινούρια ρούχα και τα
παπούτσια του. Η ζωντάνια και η ομορφιά του πρωτόγνωρου τοπίου του προκαλούν
κατάπληξη και απορροφούν τις αισθήσεις του. Μαγεμένος, θαμπωμένος, χαρούμενος,
ελεύθερος, χάνεται μέσα στο πλήθος. Μεταμορφωμένος, θέλει να τα δει όλα και
αρχίζει να ονειρεύεται.
Οι ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ του αφηγητή. Θυμάται:
-
τα μαθήματα
του δασκάλου Π. Λαρίου από το βιβλίο «Χρηστοήθεια»
-
τις ιστορίες
του Χρίστου του οργανοπαίκτη για την ομορφιά της Σμύρνης
-
την επίσκεψη
με τη μάνα του στην εκκλησία, όταν ήταν μικρός και το πελώριο μάτι του Θεού
-
τη φτώχεια,
τη χαμηλή κοινωνική θέση και τον ξυλοδαρμό από τον πατέρα του («εδώ στη Σμύρνη
θα μπορούσα να κάνω όνειρα, δίχως να τρώω ξύλο», «Κυρ δάσκαλε, να με συμπαθάς.
Αεροκοπανιτζή δεν τονε θέλω τον υγιό μου. Εμείς είμαστε ρεσπέρηδες (=αγρότες),
και χρειαζόμαστε χέρια».
ΦΥΛΕΣ, ΕΘΝΗ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΙ της
Σμύρνης:
Έλληνες, Τούρκοι, Εβραίοι, Λεβαντίνοι (Ευρωπαίοι)
Έντονη κοινωνική ζωή
Κοσμοπολίτικος χαρακτήρας
Πολυεθνικό περιβάλλον
ΓΛΩΣΣΑ & ΥΦΟΣ
Η γλώσσα είναι δημοτική με ιδιωματικές εκφράσεις και πολλές ξένες λέξεις.
Το ύφος είναι γλαφυρό, περιγραφικό, νοσταλγικό.