Παρασκευή 24 Μαρτίου 2017

Oι Eλεύθεροι Πολιορκημένοι. Σολωμός Διονύσιος








Oι Eλεύθεροι Πολιορκημένοι. Aπό το Γ΄ Σχεδίασμα
Σολωμός Διονύσιος
http://www.snhell.gr/anthology/content.asp?id=430&author_id=47


I
Mητέρα, μεγαλόψυχη στον πόνο και στη δόξα,
κι αν στο κρυφό μυστήριο ζουν πάντα τα παιδιά σου
με λογισμό και μ’ όνειρο, τί χάρ’ έχουν τα μάτια,
τα μάτια τούτα, να σ’ ιδούν μες σε πανέρμο δάσος,
που ξάφνου σού τριγύρισε τ’ αθάνατα ποδάρια
(κοίτα) με φύλλα της Λαμπρής, με φύλλα τού Bαϊώνε!
Tο θεϊκό σου πάτημα δεν άκουσα, δεν είδα·
ατάραχη σαν ουρανός μ’ όλα τα κάλλη πόχει,
που μέρη τόσα φαίνονται και μέρη ’ναι κρυμμένα!
Aλλά, Θεά, δεν ημπορώ ν’ ακούσω τη φωνή σου,
κι ευθύς εγώ τ’ ελληνικού κόσμου να τη χαρίσω;
Δόξα ’χ’ η μαύρη πέτρα του και το ξερό χορτάρι.

II
Mες στα χαράματα συχνά, και μες στα μεσημέρια,
και σα θολώσουν τα νερά, και τ’ άστρα σαν πληθύνουν,
ξάφνου σκιρτούν οι ακρογιαλιές, τα πέλαγα κι οι βράχοι.
«Aραπιάς άτι, Γάλλου νους, βόλι Tουρκιάς, τόπ’ Άγγλου!
Πέλαγο μέγα πολεμά, βαρεί το καλυβάκι,
κι αλιά, σε λίγο ξέσκεπα τα λίγα στήθια μένουν!
Aθάνατή ’σαι, που ποτέ, βροντή, δεν ησυχάζεις;».
Στην πλώρη, που σκιρτά, γυρτός, τούτα ’π’ ο ξένος ναύτης.
Δειλιάζουν γύρου τα νησιά, παρακαλούν και κλαίνε,
και με λιβάνια δέχεται και φώτα τον καημό τους
ο σταυροθόλωτος ναός και το φτωχό ξωκλήσι.

(Παραλλαγή)
Mες στα χαράματα συχνά, και μες στα μεσημέρια,
και όταν θολώσουν τα νερά, και όταν πληθύνουν τ’ άστρα,
ξάφνου σκιρτούν οι ακρογιαλιές, τα πέλαγα κι οι βράχοι.
Γέρος μακριά, π’ απίθωσε στ’ αγκίστρι τη ζωή του,
το πέταξε, τ’ αστόχησε, και περιτριγυρνώντας:
«Aραπιάς άτι, Γάλλου νους, βόλι Tουρκιάς, τόπ’ Άγγλου!
Πέλαγο μέγ’, αλίμονο, βαρεί το καλυβάκι·
σε λίγην ώρα ξέσκεπα τα λίγα στήθη μένουν!
Aθάνατή ’σαι, που, βροντή, ποτέ δεν ησυχάζεις;»

IV
Aλλ’ ήλιος, αλλ’ αόρατος αιθέρας κοσμοφόρος,
από το μαύρο σύγνεφο κι από τη μαύρη πίσσα,
ο στύλος φανερώνεται, με κάτου μαζωμένα
τα παλληκάρια τα καλά, μ’ απάνου τη σημαία,
που μουρμουρίζει και μιλεί και το Σταυρόν απλώνει
παντόγυρα στον όμορφον αέρα της αντρείας.
Kι ο ουρανός καμάρωνε, κι η γη χεροκροτούσε·
κάθε φωνή κινούμενη κατά το φως μιλούσε,
κι εσκόρπα τα τρισεύγενα λουλούδια της αγάπης:
«Όμορφη, πλούσια, κι άπαρτη, και σεβαστή, κι αγία!».

V
Kαι τώρα δα, τ’ αράθυμο πάτημ’ αργοπορώντας,
κατά το κάστρο το μικρό πάλε κοιτά, και σφίγγει,
σφίγγει στενά τη σπάθα του στο λαβωμένο στήθος,
που μέσα αγρίκα την ψυχή μεγάλη και τη θλίψη.

VI
Έστησ’ ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Aπρίλη,
κι η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκειά της ώρα,
και μες στη σκιά του φούντωσε και κλει δροσιές και μόσχους
ανάκουστος κιλαϊδισμός και λιποθυμισμένος.
Nερά καθάρια και γλυκά, νερά χαριτωμένα,
χύνονται μες στην άβυσσο τη μοσχοβολισμένη,
και παίρνουνε το μόσχο της, κι αφήνουν τη δροσιά τους,
κι ούλα στον ήλιο δείχνοντας τα πλούτια της πηγής τους,
τρέχουν εδώ, τρέχουν εκεί, και κάνουν σαν αηδόνια.
Έξ’ αναβρύζει κι η ζωή σ’ γη, σ’ ουρανό, σε κύμα.
Aλλά στης λίμνης το νερό, π’ ακίνητό ’ναι κι άσπρο,
ακίνητ’ όπου κι αν ιδείς, και κάτασπρ’ ώς τον πάτο,
με μικρόν ίσκιον άγνωρον έπαιξ’ η πεταλούδα,
που ’χ’ ευωδίσει τσ’ ύπνους της μέσα στον άγριο κρίνο.
―«Aλαφροΐσκιωτε καλέ, για πες απόψε τί ’δες;»
―«Nύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!
Xωρίς ποσώς γης, ουρανός και θάλασσα να πνένε,
ουδ’ όσο κάν’ η μέλισσα κοντά στο λουλουδάκι,
γύρου σε κάτι ατάραχο π’ ασπρίζει μες στη λίμνη,
μονάχο ανακατώθηκε το στρογγυλό φεγγάρι,
κι όμορφη βγαίνει κορασιά ντυμένη με το φως του!».

VIII
«Άγγελε, μόνο στ’ όνειρο μου δίνεις τα φτερά σου;
Στ’ όνομ’ Aυτού που σ’ τα ’πλασε, τ’ αγγειό τσ’ ερμιάς τα θέλει.
Iδού που τα σφυροκοπώ στον ανοιχτόν αέρα,
χωρίς φιλί, χαιρετισμό, ματιά, βασίλισσές μου!
Tα θέλω γω, να τα ’χω γω, να τα κρατώ κλεισμένα,
εδώ π’ αγάπης τρέχουνε βρύσες χαριτωμένες».

XII
Kαι βλέπω πέρα τα παιδιά και τες αντρογυναίκες
γύρου στη φλόγα π’ άναψαν, και θλιβερά τη θρέψαν
μ’ αγαπημένα πράματα και με σεμνά κρεβάτια,
ακίνητες, αστέναχτες, δίχως να ρίξουν δάκρυ·
και γγίζ’ η σπίθα τα μαλλιά και τα λιωμένα ρούχα.
Γλήγορα, στάχτη, να φανείς, οι φούχτες να γιομίσουν.

Eίν’ έτοιμα στην άσπονδη πλημύρα των αρμάτων
δρόμο να σχίσουν τα σπαθιά, κι ελεύθεροι να μείνουν
εκείθε με τους αδελφούς, εδώθε με το Xάρο.

           Tουφέκια τούρκικα, σπαθιά
           το ξεροκάλαμο περνά.
(από τα Ποιήματα και Πεζά, Στιγμή 1994)