Τρίτη 21 Δεκεμβρίου 2021

Τ.Σ. Έλιοτ,Τα Τέσσερα Κουαρτέτα-ερμηνεία

https://www.mixanitouxronou.com.cy/stiles/sinevi-simera/stin-archi-mou-ine-to-telos-mou-ke-sto-telos-mou-i-archi-mou-t-eliot-o-piitis-pou-pisteve-oti-to-nobel-itan-to-isitirio-gia-tin-kidia-tou-pantreftike-kryfa-apo-tous-gonis-tou-ke-dystychise/




«Στην αρχή μου είναι το τέλος μου και στο τέλος μου η αρχή μου». Τ. Έλιοτ, ο ποιητής που πίστευε ότι το Νόμπελ ήταν το εισιτήριο για την κηδεία του! Παντρεύτηκε κρυφά από τους γονείς του και δυστύχησε...





Αρχική ΣΤΗΛΕΣ ΣΥΝΕΒΗ ΣΗΜΕΡΑ «Στην αρχή μου είναι το τέλος μου και στο τέλος μου η αρχή μου». Τ. Έλιοτ, ο ποιητής που πίστευε ότι το Νόμπελ ήταν το εισιτήριο για την κηδεία του! Παντρεύτηκε κρυφά από τους γονείς του και δυστύχησε 5 Shares Share Tweet Pin Email «To βραβείο Νόμπελ είναι για κάποιον το εισιτήριο για την κηδεία του. Επειδή κανένας δεν έκανε τίποτα μετά από αυτό.» Στις 4 Νοεμβρίου 1948 ο Τόμας Έλιοτ βραβεύτηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας για τη συμβολή του στη μοντέρνα ποίηση. Ανησυχούσε ότι μετά την απονομή του Νόμπελ, δεν θα έγραφε ποτέ ξανά κάτι αξιόλογο. Στην περίπτωσή του κάτι τέτοιο δεν ήταν δυνατό. Μέχρι το τέλος της ζωής του συνέχισε να εμπλουτίζει την ποιητική του συλλογή. Ο Τ.Σ. Έλιοτ  γεννήθηκε το 1888 στο Μισούρι της Αμερικής ως Τόμας Στερνς Έλιοτ. Οι γονείς του τον έστειλαν στα καλύτερα σχολεία της Αμερικής, όπου μελέτησε ελληνικά, λατινικά και φιλοσοφία. Έγραψε το πρώτο του ποίημα σε ηλικία 17 ετών. Το συγγραφικό ταλέντο το κληρονόμησε από τη μητέρα του, η οποία έγραφε ποιήματα σε τοπικές εφημερίδες. «Το αίμα της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας είναι λατινικό και ελληνικό, όχι σαν δύο κυκλοφορικά συστήματα αλλά σαν ένα, διότι μέσω της Ρώμης θα ιχνηλατήσουμε την ελληνική καταγωγή μας». Την περίοδο που σπούδαζε στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ ξεκίνησε τα ταξίδια του στην Ευρώπη. Τότε κέρδισε μια υποτροφία ενός έτους στην Οξφόρδη και μετακόμισε στο Λονδίνο. Με το τέλος των σπουδών του θα επέστρεφε στο Χάρβαρντ για να ακολουθήσει ακαδημαϊκή καριέρα, όπως επιθυμούσαν οι γονείς του. Ωστόσο, τα σχέδια άλλαξαν όταν γνώρισε μια όμορφη αγγλίδα παιδαγωγό, τη Βίβιαν Γουντ. Η σχέση του με τη Βίβιαν Γουντ Τρεις μήνες μετά τη γνωριμία τους ο Έλιοτ την παντρεύτηκε κρυφά από τους γονείς του και αποφάσισε να μείνει μόνιμα στο Λονδίνο. Η Βίβιεν αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για το συγγραφικό έργο του, αν και ο γάμος τους ήταν προβληματικός. Ο Έλιοτ έγραφε ότι δεν ήταν ευτυχισμένος. Η Βίβιεν υπέφερε από μια ασθένεια και πάθαινε συχνά κρίσεις υστερίας. Ζούσαν σε ένα σκοτεινό διαμέρισμα, δεν είχαν κοινωνική ζωή και απομακρύνθηκαν από τους φίλους τους. Ο Έλλιοτ με τη Βίβιεν Γουντ, Λονδίνο 1916 «Οι άνθρωποι στους οποίους δεν έχει συμβεί ποτέ τίποτα, δεν μπορούν να καταλάβουν την ασημαντότητα των γεγονότων» Εκείνη την περίοδο ο Έλιοτ έγραψε το πιο διάσημο έργο του, την «Έρημη Χώρα». “Είχα αρρωστήσει και οι γιατροί μου είχαν συστήσει ανάπαυση. Πήγα στο Margate, Νοέμβριο μήνα. Εκεί έγραψα το πρώτο μέρος. Έπειτα πήγα με άδεια στην Ελβετία, όπου τελείωσα το ποίημα. Ήταν διπλάσιο. Το έστειλα στον Pound έβγαλε τα μισά.» Ο Έλιοτ ήταν ο εκδότης ενός περιοδικού και συνεργαζόταν με την αγγλίδα μυθιστοριογράφο, Βιρτζίνια Γουλφ. Το 1922 δημοσίευσε το έργο αποσπασματικά στις σελίδες του περιοδικού. «Η «Έρημη χώρα» μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες και ο Έλιοτ έγινε γνωστός στον λογοτεχνικό κόσμο. «Το μισό από το κακό που γίνεται στον κόσμο γίνεται από ανθρώπους που θέλουν να αισθανθούν σπουδαίοι. Δεν έχουν την πρόθεση να κάνουν κακό. Αλλά το κακό δεν τους απασχολεί.» Καθώς περνούσαν τα χρόνια, τα ψυχολογικά προβλήματα της Βίβιεν χειροτέρευαν. Έπασχε από ρευματισμούς και νευραλγία που τις προκαλούσαν ψυχολογικές μεταπτώσεις. Ο Έλιοτ βρήκε διέξοδο στο αλκοόλ και ύστερα από πολλά χρόνια δυστυχίας, το 1933, ζήτησε διαζύγιο. Η Βίβιεν δεν μπορούσε να αποδεχτεί το τέλος της σχέσης τους και ο Έλιοτ παρακάλεσε τους κοινούς φίλους τους να μην της αποκαλύψουν που βρίσκεται. Τελευταία φορά συναντήθηκαν ήταν το 1938. Ο Έλιοτ παρουσίαζε το καινούργιο του βιβλίο σε έναν εκδοτικό οίκο του Λονδίνου και η Βίβιεν εμφανίστηκε στην παρουσίαση με τον σκύλο  της. Καθ όλη τη διάρκεια της ομιλίας του, τον κοιτούσε έντονα στα ματιά και του έκανε νοήματα. Στο τέλος τον πλησίασε και τον ρώτησε αν θα επιστρέψει σε εκείνη. Ο Έλιοτ της απάντησε χαμηλόφωνα ότι δεν μπορούσε να της μιλήσει και απομακρύνθηκε. Η Βιβιεν ήταν σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση. Ένα βράδυ ο αδερφός της τη βρήκε να κυκλοφορεί στους δρόμους του Λονδίνου και να ρωτά τους περαστικούς αν είχαν αποκεφαλίσει τον Έλιοτ. Μετά από αυτό το συμβάν, η οικογένεια της αποφάσισε να την κλείσει σε ψυχιατρείο, όπου και πέθανε το 1947 από καρδιακή προσβολή. «Είπα στην ψυχή μου, στάσου ακίνητη και περίμενε χωρίς ελπίδα. Γιατί η ελπίδα μπορεί να είναι ελπίδα για κάτι που είναι λάθος» Ο Έλιοτ είχε προχωρήσει τη ζωή του και ήταν ήδη καταξιωμένος ποιητής. Το 1950 παντρεύτηκε τη Βαλερί Φλέτσερ, η οποία τον θαύμαζε από τα 14 της χρόνια. Ο δεύτερος γάμος του ήταν ευτυχισμένος και έμειναν μαζί μέχρι το τέλος της ζωής του. Ο Έλιοτ άσκησε επίδραση στους ευρωπαίους λογοτέχνες και θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της μοντέρνας ποίησης. Ο Σεφέρης ήταν μεγάλος θαυμαστής του και το 1936 μετέφρασε την «Έρημη Χώρα» στα ελληνικά. Όπως έγραφε: “…θα ήθελα, αν είχα την άδεια, να παρακινήσω τον αναγνώστη να προσπαθήσει να χαρεί την ποίηση του Έλιοτ με όλες τις ικανότητες που έχει για να χαρεί την ποίηση και με τα συναισθήματα που έχει μέσα του, έστω και αν δεν συμπίπτουν διόλου με τα συναισθήματα του Έλιοτ.” Ο Πάουντ χαρακτήρισε το έργο του «Έρημη Χώρα» ως μία «δικαίωση του κινήματος του μοντέρνου πειράματος» Το αγαπημένο του έργο Έλιοτ ήταν τα «Τέσσερα Κουαρτέτα» που δημοσιεύτηκαν κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Τόμας Έλιοτ πέθανε στις 4 Ιανουαρίου 1965 στο Λονδίνο. Το μνήμα του συνόδευε επιγραφή με τον στίχο από το ποίημα East Cocker . «Στην αρχή μου είναι το τέλος μου, και στο τέλος μου η αρχή μου».  ...

Διαβάστε όλο το άρθρο: http://www.mixanitouxronou.com.cy/stiles/sinevi-simera/stin-archi-mou-ine-to-telos-mou-ke-sto-telos-mou-i-archi-mou-t-eliot-o-piitis-pou-pisteve-oti-to-nobel-itan-to-isitirio-gia-tin-kidia-tou-pantreftike-kryfa-apo-tous-gonis-tou-ke-dystychise/


Thomas Sterns Eliot: Τέσσερα κουαρτέτα - The Four Quartets «Burnt Norton» — «Οἱ λέξεις κινοῦνται, ἡ μουσική κινεῖται/μόνο στόν χρόνο·...»

ELIOT T.S. «Burnt Norton»

I
Ὁ παρών χρόνος καί ὁ παρελθών χρόνος
εἶναι ἴσως καί ὁ δύο παρόντες στόν μέλλοντα χρόνο,
καί ὁ μέλλων χρόνος περιέχεται στόν παρελθόντα χρόνο.
Ἄν ὅλος ὁ χρόνος εἶναι αἰωνίως παρών
ὅλος ὁ χρόνος δέν μπορεῖ νά πληρωθεῖ.
Ὅ,τι θά μποροῦσε νά συμβεῖ εἶναι μιά ἀφαίρεση
πού παραμένει μιά διαρκής δυνατότητα
μόνο σ’ ἕναν κόσμο ἀπό εἰκασίες.
Ὅ,τι θά μποροῦσε νά συμβεῖ καί ὅ,τι συνέβη
δείχνουν σ’ ἕνα τέλος, πού εἶναι πάντοτε παρόν.
Βήματα ἀντηχοῦν στή μνήμη
στό μονοπάτι πού δέν πήραμε
πρός τήν πόρτα πού ποτέ δέν ἀνοίξαμε
τοῦ κήπου μέ τίς τριανταφυλλιές. Οἱ λέξεις μου ἀντηχοῦν
ἑπομένως, στό μυαλό σου.
Ὅμως γιά ποιό λόγο
νά ταράξει κανείς τή σκόνη στήν κούπα μέ τά ροδόφυλλα
δέν ξέρω.
Ἄλλοι ἀντίλαλοι
κατοικοῦν στόν κῆπο. Θά τούς ἀκολουθήσουμε;
Γρήγορα, εἶπε τό πουλί, βρεῖτε τους, βρεῖτε τους,
ἐδῶ γύρω. Μέσα ἀπό τήν πρώτη πύλη,
στόν πρῶτο μας κόσμο, θ’ ἀκολουθήσουμε
τῆς τσίχλας τήν ἀπάτη; Στόν πρῶτο μας κόσμο.
Βρίσκονταν ἐκεῖ, ἐπιβλητικοί, ἀόρατοι.
Κινοῦνταν ἀβίαστα, πάνω ἀπό τά νεκρά φύλλα,
στή ζέστη τοῦ φθινοπώρου, μέσα ἀπό τόν παλλόμενο ἄνεμο,
καί τό πουλί λάλησε, ἀπαντώντας
στήν ἀνήκουστη μουσική κρυμμένης στούς θάμνους,
καί οἱ ἀθέατες ἀχτίνες τῶν ματιῶν διασταυρώθηκαν, γιατί τά τριαντάφυλλα
εἶχαν τήν ὄψη λουλουδιῶν πού κάποιος τά κοιτάζει.
Βρίσκονταν ἐκεῖ ὡς καλεσμένοι μας, πού τούς δεχόμασταν καί μᾶς δέχονταν.
Ἔτσι κινήσαμε, κι αὐτοί μαζί, μέ τρόπο τελετουργικό,
κατά μῆκος τῆς ἔρημης ἀλέας, στῶν πυξαριῶν τόν κύκλο,
νά δοῦμε τή στραγγισμένη λιμνούλα.
Στεγνή ἡ λιμνούλα, στεγνό τσιμέντο, καφετί στίς ἄκρες,
καί ἡ λιμνούλα γέμισε μέ νερό ἀπό τό φῶς τοῦ ἥλιου,
καί ὁ λωτός ἀναδύθηκε, ἥσυχα, ἥσυχα,
ἡ ἐπιφάνεια ἔλαμψε ἀπό τήν καρδιά τοῦ φωτός,
καί ἐκεῖνοι ἦταν πίσω μας, καθρεφτισμένοι στή λιμνούλα.
Ὕστερα πέρασε ἕνα σύννεφο, κι ἄδειασε ἡ λιμνούλα.
Φύγετε, εἶπε τό πουλί, γιατί οἱ φυλλωσιές ἦταν γεμάτες μέ παιδιά,
μέ ἔξαψη κρυμμένα, τά γέλια συγκρατώντας.
Φύγετε, φύγετε, φύγετε, εἶπε τό πουλί: τό ἀνθρώπινο εἶδος
δέν μπορεῖ ν’ ἀντέξει πολλή πραγματικότητα.
Ὁ παρελθών χρόνος καί ὁ μέλλων χρόνος
ὅ,τι θά μποροῦσε νά εἶχε συμβεῖ καί ὅ,τι συνέβη
δείχνουν σ’ ἕνα τέλος, πού εἶναι πάντοτε παρόν.

II
Σκόρδο καί ζαφείρια στή λάσπη.
Βουλιάζει καί κολλάει τῶν τροχῶν ὁ ἄξονας.
Τό παλλόμενο σύρμα στό αἷμα
τραγουδάει κάτω ἀπό ἀθεράπευτες πληγές
κατευνάζοντας πολέμους ἀπό καιρό ξεχασμένους.
Ὁ χορός κατά μῆκος τῆς ἀρτηρίας
ἡ κυκλοφορία τῆς λύμφης
διαγράφονται στήν τροχιά τῶν ἀστεριῶν.
Ἀνεβαίνοντας νά παραθερίσουμε στό δέντρο
κινούμαστε πάνω ἀπ’ τό κινούμενο δέντρο
σέ φῶς πάνω στό ἀχνογραμμένο φύλλο
κι ἀκοῦμε ἀπό κάτω μας πάνω στό βρεγμένο
χῶμα, τόν χοῖρο καί τό κυνηγόσκυλο
ν’ ἀκολουθοῦν ὅπως καί πρίν τό σχέδιό τους
συμφιλιωμένοι ὅμως ἀνάμεσα στ’ ἀστέρια.

Στό ἀκίνητο σημεῖο, τοῦ κόσμου πού γυρίζει. Οὔτε σάρκα οὔτε μή σάρκα.
Οὔτε ἀπό, οὔτε πρός· στό ἀκίνητο σημεῖο, ἐκεῖ εἶναι ὁ χορός,
ἀλλά οὔτε στάση, οὔτε κίνηση. Καί μήν τό ὀνομάσεις μονιμότητα,
ὅπου συγκλίνουν παρελθόν καί μέλλον. Οὔτε κίνηση ἀπό, οὔτε πρός,
οὔτε ἄνοδος, οὔτε πτώση. Χωρίς τό σημεῖο, τό ἀκίνητο σημεῖο,
δέν θά ὑπῆρχε ὁ χορός, καί ὑπάρχει μόνον ὁ χορός.
Μπορῶ μόνο νά πῶ, ἐκεῖ ἔχουμε βρεθεῖ: ἀλλά δέν μπορῶ νά πῶ ποῦ.
Καί δέν μπορῶ νά πῶ γιά πόσο, γιατί αὐτό σημαίνει νά τό τοποθετήσω στόν χρόνο.
Ἡ ἐσωτερική ἐλευθερία ἀπό τήν πρακτική ἐπιθυμία,
ἡ λύτρωση ἀπό τή δράση καί τόν πόνο, ἡ λύτρωση ἀπό τόν ἐσωτερικό
καί τόν ἐξωτερικό καταναγκασμό, ὡστόσο περιβάλλεται
ἀπό μιά χάρη αἴσθησης, ἕνα λευκό φῶς κινούμενο κι ἀκίνητο,
Erhebung χωρίς κίνηση, συμπύκνωση
χωρίς ἐξάλειψη, ταυτόχρονα ἕνας καινούριος κόσμος
κι ὁ παλιός, γίνεται σαφής, κατανοητός
στήν ὁλοκλήρωση τῆς μερικῆς του ἔκστασης,
τή διάλυση τῆς μερικῆς του φρίκης.
Κι ὅμως τά δεσμά τοῦ παρελθόντος καί τοῦ μέλλοντος
ὑφασμένα μές στήν ἀδυναμία τοῦ σώματος πού ἀλλάζει,
προστατεύουν τήν ἀνθρωπότητα ἀπό τά οὐράνια καί τήν καταδίκη
πού ἡ σάρκα δέν μπορεῖ ν’ ἀντέξει.
Ὁ παρελθών χρόνος καί ὁ μέλλων χρόνος
ἐπιτρέπουν λίγη ἐπίγνωση.
Τό νά ἔχεις ἐπίγνωση σημαίνει νά μή βρίσκεσαι μέσα στόν χρόνο
ἀλλά μόνο μέσα στόν χρόνο μπορεῖ κανείς νά θυμηθεῖ
τή στιγμή στόν κῆπο μέ τά τριαντάφυλλα,
τή στιγμή στήν κληματαριά πού τή χτυπᾶ ἡ βροχή,
τή στιγμή στήν ἀνεμοδαρμένη ἐκκλησία ὅταν ὁ καπνός καταλαγιάζει.
Δεμένος μέ τό παρελθόν καί τό μέλλον
μόνο μέ τόν χρόνο ὁ χρόνος κατακτᾶται.

ΙΙΙ
Ἐδῶ εἶναι τόπος ἀποξένωσης.
Ὁ χρόνος πρίν καί ὁ χρόνος μετά
σέ φῶς ἀμυδρό: οὔτε τό φῶς τῆς μέρας
πού περιβάλλει τή μορφή μέ διαυγή ἀκινησία
μετατρέποντας τή σκιά σέ ἐφήμερη ὀμορφιά
μέ ἀργή περιστροφή πού ὑπαινίσσεται μονιμότητα
οὔτε σκοτάδι πού ἐξαγνίζει τήν ψυχή
ἐξαντλώντας τήν ἡδυπάθεια μέ στέρηση
ἀποκαθαίροντας τό συναίσθημα ἀπό τό πρόσκαιρο.
Οὔτε πληρότητα οὔτε κενότητα. Μόνο μιά ἀναλαμπή
πάνω στά καταπονημένα, βασανισμένα ἀπό τόν χρόνο, πρόσωπα
ἀφηρημένα ἀπό τήν ἀφαίρεση λόγω τῆς ἀφαίρεσης
γεμάτα φαντασιώσεις καί ἀπό νόημα κενά
στομφώδης ἀπάθεια χωρίς συγκέντρωση
ἄνθρωποι καί κουρελόχαρτα, στροβιλισμένα στόν παγωμένο ἄνεμο,
πού φυσάει πρίν καί μετά τόν χρόνο,
ἄνεμος πού μπαινοβγαίνει σέ ἀρρωστημένα πνευμόνια
ὁ χρόνος πρίν καί ὁ χρόνος μετά.
Ρέψιμο φιλάσθενων/νοσηρῶν ψυχῶν
στόν ἐξασθενημένο ἀέρα, οἱ νωθροί
παρασυρμένοι ἀπό τόν ἄνεμο πού σαρώνει τούς μουντούς λόφους τοῦ Λονδίνου.
Χάμστεντ καί Κλέρκενγουελ, Κάμπντεν καί Πάτνεϋ,
Χάιγκεητ, Πρίμροουζ καί Λάντγκεητ. Ὄχι ἐδῶ
ὄχι ἐδῶ τό σκοτάδι, στόν κόσμο αὐτόν πού τιτιβίζει.

Κατέβα χαμηλότερα, κατέβα μόνο
στόν κόσμο τῆς ἀέναης μοναξιᾶς,
κόσμος ὄχι κόσμος, ἀλλά ἐκεῖνο πού δέν εἶναι κόσμος,
ἐσώτερο σκοτάδι, στέρηση
καί ἀπώλεια ὅλης τῆς περιουσίας,
ἀφυδάτωση τοῦ κόσμου τῶν αἰσθήσεων,
ἐκκένωση τοῦ κόσμου τῆς φαντασίας,
ἀδράνεια τοῦ κόσμου τοῦ πνεύματος·
αὐτός εἶναι ἕνας τρόπος, κι ὁ ἄλλος
εἶναι ἴδιος, ὄχι σέ κίνηση
ἀλλά ἀπέχοντας ἀπό κίνηση· ἐνῶ ὁ κόσμος κινεῖται
μέ λαχτάρα, στούς ἀσφαλτοστρωμένους δρόμους
τοῦ παρελθόντος χρόνου καί τοῦ μέλλοντος χρόνου.

IV
Ὁ χρόνος καί ἡ καμπάνα ἔχουν θάψει τή μέρα,
τό μαῦρο σύννεφο μεταφέρει τόν ἥλιο μακριά.
Θά στραφεῖ πρός τό μέρος μας τό ἡλιοτρόπιο, θά λυγίσει πρός τό μέρος μας
ἡ ἀγράμπελη ξεστρατίζοντας, ψαλίδα καί κλαράκι
θά πιαστοῦν καί θά κολλήσουν;
Παγωνιά.
Δάχτυλα τοῦ ἔλατου θά τυλιχτοῦν
πάνω μας; Ἀφοῦ τό φτερό τῆς ἀλκυόνας
ἀποκρίθηκε μέ φῶς στό φῶς, καί σωπαίνει, τό φῶς εἶναι ἀκίνητο
στό ἀκίνητο σημεῖο τοῦ κόσμου πού γυρίζει.

V
Οἱ λέξεις κινοῦνται, ἡ μουσική κινεῖται
μόνο στόν χρόνο· ὅμως μόνο ἐκεῖνο πού ζεῖ
μπορεῖ καί νά πεθάνει. Οἱ λέξεις, μετά τόν λόγο, ἀγγίζουν
τή σιωπή. Μόνο μέ τή μορφή, τό μοτίβο
οἱ λέξεις ἤ ἡ μουσική μποροῦν ν’ ἀγγίξουν
τήν ἀκινησία, ὅπως ἕνα κινέζικο ἀκίνητο βάζο
κινεῖται ἀδιάκοπα μέσα στήν ἀκινησία του.
Ὄχι ἡ ἀκινησία τοῦ βιολιοῦ, ὅσο διαρκεῖ ὁ ἦχος,
ὄχι μόνο ἐκεῖνο, ἀλλά ἡ συνύπαρξη,
ἤ ἄς ποῦμε ὅτι τό τέλος προηγεῖται τῆς ἀρχῆς,
καί τό τέλος καί ἡ ἀρχή βρίσκονταν πάντοτε ἐκεῖ
πρίν ἀπό τήν ἀρχή καί μετά τό τέλος.
Καί ὅλα εἶναι πάντοτε τώρα. Οἱ λέξεις τεντώνονται
ραγίζουν καί κάποτε σπᾶνε, ἀπό τό βάρος τοῦ φορτίου,
ἀπό τήν ἔνταση, γλιστροῦν, παραπατοῦν, σβήνουν,
φθίνουν ἀπό τήν ἀνακρίβεια, δέν μένουν στή θέση τους,
δέν μένουν ἀκίνητες. Φωνές πού στριγκλίζουν
πού ἐπιπλήττουν, χλευάζουν, ἤ ἁπλῶς φλυαροῦν,
πάντοτε καταφέρονται ἐναντίον τους. Ὁ Λόγος στήν ἔρημο
περισσότερο προσβάλλεται ἀπό τίς φωνές τοῦ πειρασμοῦ
τή σκιά πού κλαίει στόν νεκρικό χορό,
τόν δυνατό θρῆνο τῆς ἀπαρηγόρητης χίμαιρας.
Ἡ λεπτομέρεια τοῦ μοτίβου εἶναι κίνηση,
ὅπως στήν εἰκόνα τῶν δέκα σκαλοπατιῶν.
Ἡ ἴδια ἡ ἐπιθυμία εἶναι κίνηση
ὄντας ἡ ἴδια ἀνεπιθύμητη·
ἤ ἴδια ἡ ἀγάπη εἶναι ἀκίνητη,
αἰτία μονάχα καί σκοπός τῆς κίνησης,
ἄχρονη καί χωρίς ἐπιθυμία
παρά μονάχα στήν προοπτική τοῦ χρόνου
παγιδευμένη σέ μιά μορφή περιορισμοῦ
ἀνάμεσα στό μή εἶναι καί τό εἶναι.
Ξαφνικά σέ μιά ἡλιαχτίδα φωτός
κι ἄς κινεῖται ἀκόμη ἡ σκόνη
ξεσπάει τό κρυμμένο χάχανο
τῶν παιδιῶν στίς φυλλωσιές
γρήγορα τώρα, ἐδῶ, τώρα, πάντα –
γελοῖος ὁ χαμένος θλιβερός χρόνος
πού ἁπλώνεται πρίν καί μετά.



ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΧΑΡΗΣ ΒΛΑΒΙΑΝΟΣ

Burnt Norton (I), από τα «τέσσερα κουαρτέτα» του T. S. Eliot








Burnt Norton (I), από τα «τέσσερα κουαρτέτα» του T. S. Eliot

μετάφραση: Ελένη Χωρεάνθη

 

Ο τωρινός κι ο περασμένος χρόνος

ίσως κι οι δυο είναι παρόντες μες σε χρόνο μέλλοντα,

κι ο μέλλων χρόνος είναι μέσα στον περασμένο χρόνο.

Αν όλος ο χρόνος είναι αιώνιο παρόν,

όλος ο χρόνος είναι ανεπανόρθωτος.

Αυτό που θα μπορούσε να έχει υπάρξει είναι μια αφαίρεση

που παραμένει αέναη δυνατότητα

μόνο σ’ έναν κόσμο από εικασίες.

Αυτό που θα μπορούσε να έχει υπάρξει κι αυτό που υπάρχει

δείχνουν ένα τέλος, που είναι πάντοτε παρόν.

Πατήματα ηχούν στη μνήμη

στο μονοπάτι που δεν πήραμε

μπροστά στη θύρα που ποτέ δεν την ανοίξαμε

προς τον ροδόκηπο. Οι λέξεις μου ηχούν

έτσι στον νου σας.

Αλλά σε τι σκοπεύω

ταράζοντας τη σκόνη πάνω σε μια γυάλα με ροδοπέταλα

κι εγώ δεν το γνωρίζω.

Άλλοι αντίλαλοι

κατοικούν στον κήπο. Ν’ ακολουθήσουμε;

Γρήγορα, είπε το πουλί, βρέστε τους, βρέστε τους

στρίβοντας τη γωνία. Μέσα από την πρώτη πύλη,

μέσα στον πρώτο μας κόσμο, θα ακολουθήσουμε

το πλάνεμα της τσίχλας; Μέσα στον πρώτο μας κόσμο.

Αυτοί ήταν εκεί αξιοπρεπείς, αόρατοι,

κινούμενοι δίχως βιασύνη, από πάνω στα ξερά τα φύλλα,

στη φθινοπωρινή ζέστη μες στον παλλόμενο αέρα,

και το πουλί κελάηδησε κι απολογήθηκε

στην ανήκουστη μουσική, που ήταν κρυμμένη στα χαμόκλαδα,

και η αόρατη ματιά λοξοδρόμησε, γιατί τα ρόδα

είχανε την όψη λουλουδιών που έχουν κοιταχτεί.

Αυτοί ήταν εκεί ωσάν φιλοξενούμενοί μας, αποδεκτοί κι αποδεχόμενοι.

Έτσι κινηθήκαμε μαζί τους, σ’ έναν επίσημο σχηματισμό,

κατά μήκος της άδειας δεντροστοιχίας, προς τον κύκλο από ζαρντινιέρες,

να δούμε κάτω μέσα στη στεγνή λιμνούλα.

Στεγνή η λιμνούλα, στεγνό τσιμέντο με καστανόχρωμη άκρη,

και η λιμνούλα είχε γεμίσει με νερό απ’ το φως του ήλιου,

και ο λωτός ορθώθηκε ήσυχα, ήσυχα,

η επιφάνεια άστραψε απ’ την καρδιά του φωτός

κι εκείνοι ήταν πίσω μας, καθρεφτισμένοι μέσα στη λιμνούλα.

Τότε ένα σύννεφο πέρασε, και η λιμνούλα άδειασε.

Πηγαίνετε, είπε το πουλί, γιατί τα φυλλώματα γέμισαν παιδιά,

που κρύβονταν ξετρελαμένα, πνίγοντας το γέλιο.

Πηγαίνετε, πηγαίνετε, πηγαίνετε, είπε το πουλί· το ανθρώπινο είδος

δεν μπορεί να σηκώσει πολλή πραγματικότητα.

Παρελθών χρόνος και μέλλων χρόνος,

τι μπορούσε να έχει γίνει και τι έχει γίνει,

δείχνουν προς ένα τέλος, που είναι πάντοτε παρόν.

Αθήνα, καλοκαίρι 1978-Παλαιό Φάληρο, καλοκαίρι 2013

[Με τα Κουαρτέτα του Τ. Σ. Έλιοτ ασχολούμαι τέσσερις και πλέον δεκαετίες, από το 1970. Αποπειράθηκα να μεταφράσω Κουαρτέτα για δική μου χρήση και για άσκηση, κυρίως στην κατανόηση της γλώσσας ενός τόσο στρυφνού ποιητικού κειμένου, με πλείστες αναφορές σε παρελθούσες καταστάσεις και βιώματα του ποιητή, που ίσως ελάχιστα ή καθόλου δεν ενδιαφέρουν τον Έλληνα αναγνώστη. Ίσως με τα δυσνόητα γλωσσικά σύμβολα, την περιπλοκή του λόγου, τις αναδιπλώσεις του στοχασμού, τις παλινδρομήσεις και τις πολυδαίδαλες διακλαδώσεις και ανακυκλώσεις του λόγου, τα Τέσσερα κουαρτέτα αποτελούν τη μαγεία αυτής ειδικά της ποιητικής ενότητας του Τ. Σ. Έλιοτ.

Σύμφωνα με τα έργα των μεγάλων τραγικών δημιουργών που απευθύνονταν στον λαό και παρασταίνονταν στη σκηνή για να διαπαιδαγωγήσουν τον λαό, τον δήμο, η μεγάλη τέχνη απευθύνεται στον άνθρωπο κάθε εποχής, κάθε ηλικίας, τουλάχιστο σε πρώτο επίπεδο. Και έχει υποχρέωση και καθήκον ο δημιουργός να δίνει στοιχεία που έχουν επαφή με την πραγματικότητα και αντίκρισμα στη ζωντανή πραγματικότητα. Από εκεί και πέρα ο κριτικός, ο μελετητής, ο αναλυτής έχει το ελεύθερο, και την υποχρέωση ίσως για να στηρίξει τις απόψεις του, να κάνει τη δουλειά του εργαστηρίου. Και φυσικά, ένα μεγάλο έργο τέχνης πρέπει να αντέχει στις δέουσες χειρουργικές επεμβάσεις στο εσωτερικό του σώματός του. Πέρα από αυτό, ο κάθε αναγνώστης και χωρίς τις αναλύσεις των ειδικών, θα βρει αυτό που τον ενδιαφέρει, θα βρει τον τρόπο να ανακαλύψει και την κρυμμένη ομορφιά του έργου τέχνης, αν διαθέτει ανάλογο καλλιτεχνικό, έμφυτο αισθητήριο και, προκειμένου για ποίηση, αίσθηση της μητρικής του γλώσσας.

Υπό αυτές τις προϋποθέσεις καταπιάστηκα με τη μετάφραση των κουαρτέτων και χρησιμοποίησα την έκδοση FourQuartets, byT. S. Eliot, FaberandFaber, 24 RussellSquare, London. χ.χ.]

 
















 

 

«Τέσσερα Κουαρτέτα», T.S.Eliot, Μετάφραση: Χάρης Βλαβιανός, εκδ. Πατάκη

https://www.fractalart.gr/i-ypervasi-ston-eliot/ 

 

Το βιβλίο Four Quartets είναι ένα αριστούργημα της ποίησης του μοντερνισμού του 20ου αιώνα, από έναν από τους κορυφαίους αγγλόφωνους ποιητές τον T.S Eliot( 1888- 1965)

Τα “Tέσσερα Kουαρτέτα” αποτελούνται από τα εξής ποιήματα:

  • Burnt Norton (1936) – East Coker (1940) – The Dry Salvages
  • ( 1941) Little Gidding (1942) .
  • Εκδόσεις Πατάκη – Μετάφραση Χάρης Βλαβιανός.
  • Δίγλωσση έκδοση Αγγλικά- Ελληνικά
  • Περιλαμβάνεται CD στο οποίο ποιητής να απαγγέλει το έργο.

Η ποίηση του Eliot είναι ιδιαίτερη, στοχαστική, μυστικιστική, πνευματική, διάφανη, ουσιαστική. Μιλάμε για υψηλή ποίηση γιατί ο ποιητής δε

δημιούργησε ποίηση μόνο για την συναισθηματική ή για την αισθητική κάλυψη του αναγνώστη- εξάλλου κατά τον Eliot δεν είναι η ποίηση που προέχει ( The Poetry does not matter- East Coker)-αλλά μια ποίηση που θα γίνει το μέσο, ώστε o αναγνώστης να ξεπεράσει την προσωπικότητα του, το εγώ του, και να οδηγηθεί σε βαθύτερες αξίες, στην ωριμότητα, στον Θεό, στην κάθαρση.

Τα τέσσερα κουαρτέτα είναι η αποκατάσταση του Θεού στα μάτια του ανθρώπου .

Σημαντικό ρόλο στη δημιουργία των τεσσάρων κουαρτέτων έπαιξε η επιρροή του Eliot από τον Δάντη (Θεία Κωμωδία) ειδικά στο ποίημά του Little Gidding. .

Με τις έντονες αντιφάσεις στους στίχους των «Τεσσάρων Κουαρτέτων», συγκεκριμένα χρησιμοποιώντας συνεχώς το σχήμα οξύμωρο αλλά και την άρνηση, δείχνει τον τρόπο για να βρει ο αναγνώστης ξεφεύγοντας από τη δίπολο, την ενδιάμεση κατάσταση των πραγμάτων, το σταθερό σημείο στη ροή της ζωής, την ισορροπία. Σχεδόν σε όλα του τα ποιήματα επισημαίνει την ταπεινότητα, την απλότητα αλλά και την προσευχή, την υπακοή, την πειθαρχία, δίνοντας τα με ένα τρόπο προστακτικό δείχνοντας ένα δρόμο απόλυτο, μη έχοντας άλλη επιλογή αλλά συνάμα ελεύθερο (…αυτός είναι ένας τρόπος και ο άλλος είναι ο ίδιος… Burnt Norton)

Στο Burnt Norton εισάγει το θέμα του χρόνου, το άχρονο, τον χαμένο παράδεισο των πρωτοπλάστων και της παιδικής ηλικίας.

Στο East Coker αναφέρεται στην συνύπαρξη της αρχής και του τέλους, της ζωής και του θανάτου, την υπέρβαση της ποίησης και των λέξεων ώστε ο άνθρωπος να επιτύχει την συνείδηση που υπερβαίνει τον χρόνο.

Στο Dry Salvages αναφέρεται στα παιδικά του χρόνια αφού ο Έλιοτ μεγάλωσε δίπλα στον Μισισιπή, αλλά και η αναφορά του στον ποταμό συμβολίζει την ροή της ζωής ενώ η θάλασσα τον συναισθηματικό κόσμο του ανθρώπου και την αιωνιότητα.

 

 

Στο Little Gidding κάνει έναν παραλληλισμό ανάμεσα στην Κόλαση του Δάντη και στους συνεχείς βομβαρδισμούς του Λονδίνου κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Συνομιλεί με το φάντασμα από τον κάτω κόσμο και ταυτόχρονα βρίσκεται ένα πρωί στους δρόμους του κατεστραμμένου Λονδίνου μετά από αεροπορική επιδρομή. Αναφέρεται στη φωτιά ως μέσο καταστροφής αλλά και καθαρμού (Πεντηκοστή) και ανανέωσης που θα μας οδηγήσει στην σωτηρία της ψυχής, στην αγάπη.

Κατά τους φίλους του Eliot, τον διέκρινε η ανεκτικότητα, η συμπάθεια, η διακριτικότητα, η ταπεινοφροσύνη, η πνευματικότητα, η θρησκευτικότητα. Ήταν πολύ πονεμένος άνθρωπος, ψάχνοντας τις ρίζες του δεν είναι τυχαίο που πήρε την αγγλική υπηκοότητα και έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του στην Αγγλία σε μια χώρα που ταίριαζε τόσο πολύ στην ιδιοσυγκρασία του.

Η μετάφραση του Χάρη Βλαβιανού είναι εξαιρετική χωρίς ψεγάδι.

Το θαυμαστό με τα «Τέσσερα Κουαρτέτα» είναι ότι μπορούν να διαβαστούν ξανά και ξανά ανακαλύπτοντας πάντα κάτι καινούριο, κάτι που δεν είχαμε αντιληφθεί, μη όντας οι ίδιοι άνθρωποι μέσα στο πέρασμα του χρόνου.

Ξαναμεταφράζοντας τα "Τέσσερα κουαρτέτα"

https://www.lifo.gr/prosopa/synenteyjeis/xanametafrazontas-ta-tessera-koyarteta
Ο ποιητής και μεταφραστής Χάρης Βλαβιανός παραδίδει τη δική του εκδοχή στο αριστούργημα του Τ.Σ. Έλιοτ κι εξηγεί στη Βένα Γεωργακοπούλου πώς καταβυθίστηκε στον κόσμο του μεγάλου λογοτέχνη.
Ξαναμεταφράζοντας τα "Τέσσερα κουαρτέτα"
Ο Τ.Σ Έλιοτ στο νησί New Providence, στις Μπαχάμες, το 1957.

Δεν νομίζω να υπάρχει  Έλληνας που αγαπάει την ποίηση και δεν ξέρει απέξω λίγους στίχους από τα «Τέσσερα Κουαρτέτα» του Τ.Σ Έλιοτ. 

Ας πούμε το «In my beginning is my end”, που τόσο αγαπούσε ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, ή το «Time present and time past are both perhaps present in time future».


 H νέα μετάφραση του μείζονος αυτού ποιήματος από τον Χάρη Βλαβιανό θα ήταν από μόνη της εκδοτικό γεγονός. Γίνεται ακόμα πιο ερεθιστικό για τον απαιτητικό αναγνώστη, γιατί το βιβλίο των εκδόσεων Πατάκη έχει κι άλλα ατού.


 Είναι δίγλωσσο, συνοδεύεται από ένα CD στο οποίο ο ίδιος ο Τ.Σ Έλιοτ διαβάζει τα «Τέσσερα Kουαρτέτα» αλλά και από μια εκτενή εισαγωγή.


 Ο Χάρης Βλαβιανός, ποιητής με πλούσιο μεταφραστικό έργο, μας δίνει μερικά από τα κλειδιά του ποιήματος, πριν βυθιστούμε μόνοι μας στον κόσμο του.


Προσωπικά, τι σας συγκίνησε περισσότερο στα «Τέσσερα Κουαρτέτα»;

Ο τρόπος με τον οποίο ο Έλιοτ καταβυθίζεται στο παρελθόν του και στοχάζεται το τέλος του, με νηφαλιότητα και μεταφυσική ενατένιση. 


Το ότι, παρά τον προσωπικό του χαρακτήρα, το ποίημα διαρρηγνύει τα όρια του ιδιωτικού και γίνεται μέρος ενός καθολικού προβληματισμού.


 Επίσης, επειδή ο Έλιοτ είναι ειλικρινής ως προς τα μέσα του, με άγγιξαν ιδιαίτερα τα σημεία όπου μιλάει για την επισφάλεια των λέξεων, για τη δυσκολία που αντιμετωπίζει κάθε ποιητής όταν προσπαθεί να συλλάβει τον πυρήνα των πραγμάτων.


Όντας το τελευταίο του ποιητικό έργο (στη συνέχεια το ενδιαφέρον του στράφηκε στο θέατρο, παράλληλα με την ενασχόλησή του με το δοκίμιο), 

αποτελεί έναν απολογισμό της ποιητικής του πορείας και μια κατάφαση στη λυτρωτική δύναμη της ποίησης.


Ο Έλιοτ των «Κουαρτέτων» δεν είναι ο Έλιοτ της «Έρημης Χώρας», δηλαδή ένας τολμηρός πειραματιστής που δεν διστάζει να γίνει εικονοκλαστικός και ανατρεπτικός. Εδώ μιλάει ένας σοφός, ο οποίος φτάνει να δυσπιστεί ακόμη και απέναντι στις δάφνες της νεότητάς του, υπογραμμίζοντας έτσι τη γονιμοποιό δύναμη της αμφιβολίας.


Ποια είναι η σημασία του Έλιοτ στη σύγχρονη ποίηση; Εξακολουθεί να είναι σημείο αναφοράς;


Ο ρόλος του Έλιοτ και του Πάουντ στη διαμόρφωση του μοντερνιστικού προτάγματος, στην ανανέωση του ποιητικού ιδιώματος, είναι κεντρικός.


 Αυτό που ονομάζουμε μοντερνισμό στην ποίηση ορίζεται από θεμελιώδη έργα, όπως η «Έρημη Χώρα», το «Χιου Σέλγουιν Μώμπερλυ», τα «Τέσσερα Κουαρτέτα» και τα «Κάντος». 


Φυσικά, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Πάουντ και ο Έλιοτ δεν ήταν μόνοι: και άλλοι ποιητές, όπως ο Στήβενς και ο Κάμμινγκς στην Αμερική, ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Εμπειρίκος και ο Εγγονόπουλος στα καθ’ ημάς, διαμόρφωσαν από κοινού μια νέα αντίληψη για την ποίηση.



Ειδικά τα «Τέσσερα Κουαρτέτα», πέρα από τη μορφική τους ιδιαιτερότητα, τι έχουν να μας πουν σήμερα;


Κάποια έργα, όπως τα «Κουαρτέτα», θέτουν καίρια ζητήματα, όπως ο ρόλος της ποίησης στη σύγχρονη κοινωνία,

 η σχέση του ατόμου με την ιστορία και

 η δυνατότητα να αποτυπωθεί μέσω της γλώσσας, ενός ασταθούς και αμφίσημου υλικού, ένας στοχασμός που αφορά την ίδια μας την ύπαρξη. 


Όλα αυτά είναι ερωτήματα που δεν απασχολούν μια συγκεκριμένη εποχή, αλλά διαπερνούν το ανθρώπινο βίωμα ανεξαρτήτως χρόνου και κοινωνικής συγκυρίας.


 Οι αναζητήσεις ενός ποιητή που γράφει σήμερα δεν είναι δυνατόν να μην αντλήσουν από τα έργα του μοντερνισμού, έστω και για να τα αρνηθούν ή να τα υπερβούν.



Ποιες ήταν οι δυσκολίες που αντιμετωπίσατε στη μετάφραση;



Η βασική πρόκληση ήταν να βρω έναν τόνο φωνής που να αντιστοιχεί σ’ αυτόν του αγγλικού πρωτοτύπου, όπως εγώ φυσικά τον προσέλαβα.

 Η γλώσσα του Έλιοτ είναι ακριβής, διαυγής, χωρίς λεκτικές ακρότητες, επομένως θέλησα η ελληνική μετάφραση ν’ αποτυπώνει αυτά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. 


Δεν πιστεύω στις ελεύθερες διασκευές όταν μιλάμε για μετάφραση και θεωρώ ότι ο μεταφραστής πρέπει να προσπαθεί να είναι πολύ κοντά στο κείμενο που μεταφράζει.


 Η άποψη παλιών μεταφραστών ότι η μετάφραση σημαίνει οικειοποίηση του ξένου κειμένου ώστε να εξαλείφονται οι πολιτισμικές και γλωσσικές του ιδιαιτερότητες με βρίσκει εντελώς αντίθετο. 


Η μετάφραση πρέπει να μπορεί να υποδέχεται την ξενότητα του πρωτοτύπου και όχι με προκρούστειες μεθόδους να επιχειρεί να το υποτάξει σε μια αντίληψη για την εντοπιότητα που είναι και στενή και άγονη.


Ο priest του Μπλέικ δεν είναι «τραγόπαπας», ούτε το innocent stranger του Πάουντ «κουζουλός ξενομερίτης». Και το walking dully along του Ώντεν προφανώς δεν είναι «γκεζεράω», όπως θέλει ο Λορεντζάτος, για παράδειγμα, και κάποιοι επίγονοί του. 


Αν θέλει κανείς να μεταφράζει Άγγλους ή Αμερικανούς ποιητές σε ιδίωμα μακρυγιαννικό, δεν έχει κανέναν λόγο να μπαίνει στον κόπο.


 Μπορεί κάλλιστα να διαβάζει τα «Οράματα και Θάματα» του στρατηγού και ν’ αφήνεται στη συμπλεγματική νοσταλγία μιας γλώσσας που ούτε μιλιέται ούτε γράφεται πια.



Θα λέγατε ότι υπάρχει κάποια ξεχωριστή σχέση Έλιοτ και Σεφέρη, η οποία και τον ώθησε να εγκύψει και ως μεταφραστής στο έργο του;



Ως προς τα «Κουαρτέτα» καταρχάς, ο Σεφέρης, όπως πονηρά είχε πει, δεν θέλησε να καταπιαστεί με το έργο αυτό, επειδή δεν χωράει στα καλούπια της γλώσσας μας - εννοώντας, προφανώς, τα καλούπια της γλώσσας του (βέβαια και άλλοι μεταφραστές δεν πειθάρχησαν στην προτροπή του Σεφέρη και κονταροχτυπήθηκαν με τα «Κουαρτέτα» στο παρελθόν, με πιο επιτυχημένη ,κατά τη γνώμη μου, την προσπάθεια του Κλείτου Κύρου πριν από είκοσι πέντε χρόνια περίπου).


Αν θέλαμε να εξηγήσουμε τη σεφερική επιταγή, θα λέγαμε, ελαφρώς αστειευόμενοι, ότι έχοντας ο ίδιος μεταφράσει την «Έρημη Χώρα» ίσως θεωρούσε πως το ελληνικό αναγνωστικό κοινό είχε εισπράξει αρκετή δόση Έλιοτ και δεν χρειαζόταν περισσότερη. Τώρα πια θ’ μπορούσε να αρκεστεί στον Σεφέρη.


 Από την άλλη πλευρά, ο τρόπος που ο Σεφέρης προσέλαβε το έργο του Έλιοτ και μέσω αυτού διαμόρφωσε τη δική του ποιητική, επηρεάζοντας στη συνέχεια τους επιγόνους του, είναι γνωστός.


Οι κακεντρεχείς μιλούν για απλή μίμηση. Εγώ θα έλεγα ότι δεν θα αρκούσε η μίμηση ώστε να παραχθεί το πολύτροπο, σημαντικό έργο που μας άφησε ο Σεφέρης.


Επιπλέον, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι ο ελληνικός μοντερνισμός έχει πολλά χαρακτηριστικά, ξένα προς τον αγγλοσαξωνικό, συναφή προς την αναζήτηση της ελληνικής ιδιοσυστασίας.

 



BB0350

Τα Τέσσερα Κουαρτέτα του Τ. Σ. Έλιοτ

ΣΕΛ.24

Φωτίζοντας την αόρατη καμπύλη του Απόλυτου

  | 29/06/2017

Ο Τ. Σ. Έλιοτ προσπάθησε με την ποίηση του να συλάβει το άπιαστο. Προσπάθησε να το κατανοήσει και να το παραδώσει στο αναγνωστικό κοινό.

Ο ποιητής, όπως και κάθε άνθρωπος, κινείται στον χωροχρόνο. Η ύπαρξή του αποτελεί ένα ιδιότυπο ράγισμα σε μια αέναη κίνηση. Ο Έλιοτ ήθελε να βρει το ακίνητο-κινητό σημείο του χρόνου. Κατά κάποιο τρόπο επιδίωξε να μείνει στη μέση δύο άκρων και να διαπιστώσει τί τα ενώνει. Κανείς δεν μπορεί να πει αν τα κατάφερε. Το σίγουρο είναι ότι έριξε λίγο φως στην αόρατη καμπύλη του χωροχρόνου. Στο Απόλυτο.

[hr]

Η χαρτογράφηση των ποιητικών τόπων

Η επιρροή του στην ποίηση και την κριτική ήταν τεράστια. Ο Εζρα Πάουντ δήλωσε γι’ αυτόν: “Στην πραγματικότητα, εκπαίδευσε και εκμοντέρνισε τον εαυτό του με τον δικό του τρόπο”. Η Ερημη Χώρα ήταν αυτή που τον τοποθέτησε στο επίκεντρο της παγκόσμιας ποίησης. Παρ’ όλα αυτά, το έργο που τον έκανε να κερδίσει την υστεροφημία του και οι κριτικοί το χαρακτήρισαν μεγαλειώδες, είναι τα Τέσσερα Κουαρτέτα. Μάλιστα, χρειάστηκαν αρκετά χρόνια για να το ολοκληρώσει.

Περιλαμβάνει τέσσερα μεγάλα ποιήματα, αποτελούμενα από πέντε μέρη το καθένα. Στην ποιητική σύνθεση ενσωματώνονται μια σειρά από θέματα τα οποία ήταν ουσιώδη στο πρότερο έργο του. Μολαταύτα, το μήκος και η διάρθρωση, συνδυασμένα με επιμονή και ωριμότητα, επέτρεψαν στον Έλιοτ στο να τα απλώσει σε μεγαλύτερο βάθος και με μεγαλύτερη συνεκτικότητα.

Οι τίτλοι των ποιημάτων αφορούν σε μέρη που είχαν σημασία για τον ποιητή. Γι’ αυτό και η αποκωδικοποίηση του συνολικού μηνύματος του ποιητή, περνά από τη χαρτογράφηση και τη γνωριμία με αυτούς τους… ποιητικούς τόπους. Βήμα-βήμα θα φτάσουμε στο τέλος, που για τον Έλιοτ είναι η αρχή.

ts-eliot-pensive

Burnt Norton

Το Burnt Norton αφορά σε ένα μοναχικό και εγκαταλειμμένο αρχοντικό του 14ου αιώνα στο Aston-sub-Edge, κάτω από τους λόφους του Cotswold, στο Gloucester. Εκεί κοντά είχε ζήσει ο Έλιοτ το καλοκαίρι του 1934.

Από την πρώτη ενότητα ο χρόνος απασχολεί τον ποιητή. Του δίνει ζωή όταν γράφει ότι είναι παρών, ενώ μάς υπενθυμίζει ότι δεν αγοράζεται, μια και πάντα υπάρχει. Είναι αιώνια παρών. Στη συνέχεια πλάθει ένα μυθικό, παραδεισένιο σκηνικό. Μάς μιλά για τον πρώτο κόσμο και τη συνάντηση των παιδιών με τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος είναι κομμάτι του χρόνου, αλλά δεν βρίσκεται στο σωστό σημείο, μια και όπως σημειώνει Το ανθρώπινο είδος δεν μπορεί ν’ αντέξει πάρα πολλή πραγματικότητα (στχ.44-45).

Στη δεύτερη ενότητα από τον χρόνο πάμε στο ακίνητο σημείο κι αυτό μπορεί να εκφραστεί μέσω της συνειδητότητας. Εδώ ο Έλιοτ ξεκινά κάτι υπεράνθρωπο. Μας λέει ότι ο άνθρωπος κατανοεί τον χρόνο όταν βγαίνει εκτός χρόνου! Όταν στέκεται απέναντι του μπορεί να δει την αξία του χρόνου. Με αυτόν ζωντανεύει η μνήμη (παρελθόν – μέλλον) και με αυτόν κατακτιέται το όλον του χρόνου. Όταν ο άνθρωπος κατανοεί τις διαστάσεις του, τότε είναι και συνειδητός.

Η τρίτη ενότητα μάς μεταφέρει σε τόπο αποξένωσης. Τόπος που υπάρχει σε χρόνο πριν και χρόνο μετά. Εκεί, μόνο ο άνεμος ζει, μια και ακολουθεί και προπορεύεται του χρόνου. Παρ’ όλα αυτά πάντα υπάρχει κι άλλη πλευρά. Ο Έλιοτ πιστεύει ότι υπάρχει κόσμος που τιτιβίζει, αλλά για να φτάσεις εκεί χρειάζεται δυνατή επιθυμία.

Στην επόμενη ενότητα δίνει ακουστική ταυτότητα στον χρόνο, αφού συνοδοιπορεί με τον ήχο της καμπάνας. Το ακίνητο σημείο κάνει και πάλι την εμφάνιση του. Αν ο άνθρωπος μείνει ακίνητος το φως θα πέσει πάνω του και θα επιστρέψει στην πηγή του. Το Burnt Norton ολοκληρώνεται με την συνύπαρξη. Την συμπόρευση ύλης και μη ύλης (ένα κινέζικο βάζο ακίνητο κινείται διαρκώς μες την ακινησία του, στχ. 145-146). Την περιγραφή του αδύνατου και το «ξάφνιασμα» του χρόνου. Την αδυναμία του μπροστά στο κρυμμένο γέλιο παιδιών μες στα φυλλώματα/Γρήγορα τώρα, εδώ, τώρα, για πάντα/Γελοίος ο θλιβερός αχρηστεμένος χρόνος (στχ. 174-176).

East Coker

Ο τίτλος προέρχεται από ένα μικρό χωριό στο Somerset, στα σύνορα των κομητειών Dorsetshire και Somersetshire. Στο ενοριακό παρεκκλήσι του Somerset βρίσκεται θαμμένη η τέφρα του Έλιοτ. Το East Coker συνδέεται με τους προγόνους του από την πλευρά του πατέρα του, που έζησαν εκεί για δύο περίπου αιώνες, αλλά και της μητέρας του.

Σ’ αυτό το ποίημα ο Έλιοτ μάς δίνει ξεκάθαρα το μήνυμα του. Την σκέψη που κινεί τα Κουαρτέτα και εντοπίζεται στη φράση Στην αρχή μου είναι το τέλος μου. Ο χρόνος αμετακίνητος στο κείμενο. Στην δεύτερη ενότητα ενώνεται με τη διάρκεια και τη γνώση. Η πείρα είναι η πορεία μας στον χρόνο. Η γνώση την καθορίζει, αλλά μόνο οι ταπεινοί γίνονται σοφοί. Βέβαια, ο χρόνος «κουβαλά» και το σκοτάδι και σ’ αυτό μας βάζει στην τρίτη ενότητα. Μας ζητά να βυθιστούμε στο σκοτάδι, γιατί μόνο έτσι θα βρούμε το φως. Κατά κάποιο τρόπο γίνεται μηδενιστής, ενώ εμφανίζει και κάποια συγγένεια με τον Σωκράτη, μια και κλείνει την ενότητα με την φράση Κι εκεί που είσαι είναι εκεί που δεν είσαι (στχ.148). Η τέταρτη ενότητα είναι γεμάτη αντιθέσεις σε ένα ιδιαίτερο χωροχρονικό συνεχές. Πυρήνας του η υγεία και η αρρώστεια. Οι δύο καταστάσεις δεν σταματάνε ποτέ και η γη ολόκληρη είναι το νοσοκομείο μας (στχ 159). Στους πέντε τελευταίους στίχους αναδεικνύει, διακριτικά, την θεϊκή μας καταγωγή και την δική της αντίφαση. Το τέλος του ποιήματος ανήκει στις λέξεις και στην προσπάθεια του να μάθει τις χρησιμοποιεί. Οι λέξεις μεταφέρουν τα πάντα. Όταν τις προσπερνάμε μένει μόνο το συναίσθημα και η σύγχυση του. Το να μην τις προσπερνάς είναι αδύνατο. Μπορείς όμως να προσπαθείς να εκφράσεις τα πάντα μέσω αυτών.

BB0350

The Dry Salvages

Ο τίτλος του ποιήματος προέρχεται, όπως αναφέρεται σε σημείωση του ίδιου του Έλιοτ, από μια ομάδα βράχων μ’ ένα φάρο στα ανοιχτά της Μασαχουσέτης.

Η μεταφορά του τίτλου στα γαλλικά πιθανώς είναι les trios sauvages, που σημαίνει οι τρείς άγριοι. Ο βράχος που συμβολίζει με τον καλύτερο τρόπο την κίνηση του ακίνητου σημείου.  Παράλληλα, σ’ αυτό το ποίημα ξεκινά η συνάντηση με το υγρό στοιχείο. Στον στίχο 15 δηλώνει: Ο ποταμός είναι μέσα μας, η θάλασσα ολόγυρα μαςΑπό το νερό, πηγή ζωής, ξεκινούν όλα. Στη συνέχεια δείχνει την παντοδυναμία του χρόνου, αφού είναι καταστροφέας και συντηρητής. Στην τρίτη ενότητα ανατρέπει την στερεότυπη αντίληψη πως ο χρόνος γιατρεύει. Ο χρόνος δεν είναι θεραπευτής (στχ. 133). Ο χρόνος παίρνει μαζί του παρελθόν και μέλλον. Μόνο ο θάνατος μπορεί να σταματήσει τον χρόνο. Η ώρα του θανάτου είναι η μόνη δράση. Στο τέλος της ενότητας, ζητά από τους ταξιδιώτες, αυτούς που θα υποφέρουν τη δοκιμασία και την κρίση της θάλασσας (στχ. 167) να τραβήξουν προς τα εμπρός. Αυτός είναι ο μόνος δρόμος για να εκπληρωθεί η αέναη κίνηση της ζωής μια και ο δρόμος προς τα εμπρός είναι ο δρόμος τα πίσω (στχ. 130). Η επόμενη ενότητα εμφανίζει την αγωνία του για την ανθρωπότητα και τονίζει τη δύναμη της προσευχής, καθώς ζητά από την Δέσποινα (την Παναγία) να δεηθεί για όλους αυτούς που είναι σε πλοία. Το τέλος του ποιήματος επικεντρώνεται στο σημείο διατομής του άχρονου με το χρόνο. Η κατανόηση του σημείου είναι δουλειά αγίου, αλλά σύμφωνα με τον Έλιοτ, όλοι μπορούμε να είμαστε άγιοι αρκεί να πληρώσουμε το τίμημα (πεθαίνοντας μια ολόκληρη ζωή). Από την κατανόηση μπορούμε να περάσουμε στην βίωση με την μετενσάρκωση. Εδώ η αδύνατη ένωση σφαιρών ύπαρξης είναι πραγματική. (στχ. 220-221). Η μετενσάρκωση ξεπερνά χώρο και χρόνο. Μας οδηγεί στην ελευθερία. Ωστόσο, δεν θα πραγματοποιηθεί ποτέ εδώ (στχ. 231). Μόνο πρόσκαιρα μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο. Να επιστρέψουμε στη ζωή με νέο σώμα και να φθάσουμε στην άλλη σφαίρα ύπαρξης.

Little Gidding

Τον τίτλο του τελευταίου ποιήματος τον έχει εμπνευσθεί ο Έλιοτ από το χωριό του Huntingtonshire Little Gidding, τη θρησκευτική κοινότητα του Nicholas Ferrar.

Εδώ, μας ταξιδεύει σε μια τοποθεσία που ξεπερνά τον χρόνο. Κινούμαστε εκτός χρόνου. Σε μια ξεχωριστή εποχή. Την άνοιξη του μεσοχείμωνου, όπου το κρύο έρχεται χωρίς τον άνεμο. Εκεί συναντάμε ένα υδάτινο καθρέφτη. Σε αυτή την εποχή το χιόνι ανθίζει και σ’ αυτό το μέρος ο σκοπός είναι πέρα από το τέλος. Όταν φτάσεις εκεί, αφήνεις για πάντα την λογική και τις ιδέες. Το μόνο που χρειάζεται να κάνεις είναι να προσευχηθείς. Να προσευχηθείς με τη δύναμη της ψυχής για να «μιλήσεις» με τους νεκρούς. Ναι, εκεί βρίσκεται ο Έλιοτ. Στον χώρο των νεκρών και για να ακουστείς, ο ήχος της φωνής πρέπει να διαρρήξει το χώρο για να δει το μη ανθρώπινο: Οι νεκροί επικοινωνούν μόνο με τη φωτιά. Αυτό το ταξίδι, είναι η διατομή της άχρονης στιγμής.

Σε αυτή την πέρα από τον χρόνο μετακίνηση, ο ταξιδευτής δεν είναι μόνος. Κάποιος-κάτι τούς περιμένει. Βέβαια, πριν την συνάντηση όλα πεθαίνουν. Ο αέρας, η γη, το νερό και η φωτιά. Η ζωή. Τότε, στο πουθενά εμφανίζεται ένα γνώριμο, εξαγριωμένο, πνεύμα. Η περιγραφή του Έλιοτ μάς οδηγεί στο πουθενά,  μια και κάνει λόγο για την αβέβαιη ώρα πριν απ’ απ’ το πρωί/κοντά στο τέλος ατέρμονης νύχτας/στο παλίνδρομο τέλος του ατέλειωτου (στχ. 80-82). Το πουθενά βρίσκεται μεταξύ χρόνου και άχρονου. Ο Έλιοτ μιλά με τον άλλο του εαυτό. Όχι αυτόν που πέθανε, αλλά αυτόν που άφησε πριν πεθάνει. Ο λόγος μας δίνει ζωή, αλλά πριν ξαναγεννηθούμε, η τιμωρία είναι αναπόφευκτη γι’ αυτό και το πνεύμα δίνει τέσσερα δώρα-βασανιστήρια.

Ο δρόμος είναι πάντα μοναχικός, γι’ αυτό και στην τρίτη ενότητα η μνήμη είναι που μας βοηθά να θυμηθούμε τί αξίζει να αγαπάμε. Να αγαπάμε χωρίς να περιμένουμε τίποτα. Αν θυμάσαι τι είναι αυτό που αγάπησες, ξέρεις και τι θα είναι στο μέλλον. Βέβαια, όλα κινούνται και βρίσκονται στον χρόνο. Ο χρόνος παίρνει πράγματα, πρόσωπα και τα μεταμορφώνει σ’ ένα άλλο σχήμα και η ροή δεν σταματά ποτέ. Με τον χρόνο, όμως, ταξιδεύει στο άπειρο και ο θάνατος και τα πάντα συνομολογούν σ’ ένα καθεστώς σιωπής. Λίγο πριν το τέλος, βάζει το περιστέρι (σύμβολο ειρήνης) να κατέβει με φλόγα πυρωμένου τρόμου. Η φωτιά είναι το στοιχείο που μάς καίει και μας λυτρώνει. Ή αλλιώς, στην αμαρτία υπάρχει η αγάπη.

Το τέλος του ποιήματος και των Κουαρτέτων είναι μοναδικό. Στην πέμπτη ενότητα ο Έλιοτ μας υπενθυμίζει ότι κάθε τέλος και μια αρχή. Από το ίδιο σημείο τελειώνουν κι αρχίζουν τα πάντα. Οι σωστές προτάσεις η καθημερινή απόδειξη της αδιάκοπης σχέσης τέλους-αρχής. Με κάθε μας πράξη πλησιάζουμε το τέλος, άρα και την αρχή. Μολαταύτα, ο χρόνος έχει και μια αδυναμία. Δεν μπορεί να «σβήσει» στιγμές που τον ξεπερνούν. Η Ιστορία γεννιέται κάθε στιγμή. Ζει στο τώρα. Στους τελευταίους στίχους μας καλεί να βρούμε τα παιδιά και να φτάσουμε σε μια κατάσταση τέλειας απλότητας δίνοντας τα πάντα. Τότε, φωτιά και ρόδο θα γίνουν ένα. Το τέλος και η αρχή θα συναντηθούν.

41xPxQ0Qr-L._SX305_BO1,204,203,200_

Εργο μεγάλης δύναμης και ομορφιάς

Αναμφίβολα, τα Τέσσερα Κουαρτέτα είναι έργο μεγάλης δύναμης και ομορφιάς. Ο Ελιοτ προσπάθησε να ξεπεράσει τις διαστάσεις του χώρου και του χρόνου. Να ανακαλύψει όσα δεν φαίνονται. Να ερμηνεύσει το σημείο-μηδέν. Το σημείο που συναντώνται αρχή και τέλος. Εκεί που βρίσκονται τα στοιχεία της ζωής. Αέρας, γη, νερό, φωτιά. Όπως αναφέρει η Έφη Αθανασίου: “Ένα μήνυμα για το μέλλον της ανθρωπότητας, το έργο είναι ένα μήνυμα εσωτερικής εμπειρίας από την υπερβατική Γνώση για το σκοπό της ανθρώπινης ζωής και τη σχέση της με την αιωνιότητα […] μια εξαιρετικά αρμονική δομή που προσεγγίζει την τελειότητα της μορφής. Είναι μια εξελικτική πορεία προς την Υπέρβαση, που κορυφώνεται στην Ενωση με το Απόλυτο”.

  [br] 

Σημειώσεις

  1. Τ.Σ. Έλιοτ, Τέσσερα Κουαρτέτα. Ένα μήνυμα για το μέλλον της ανθρωπότητας. Μετάφραση και ερμηνευτικό δοκίμιο Έφη Αθανασίου (εκδ. Ικαρος)The Wall Street Journal

  2. T. S. Eliot: Η μόνη σοφία που μπορούμε να ελπίζουμε πως θα αποκτήσουμε είναι η σοφία της ταπεινοφροσύνης

    Ο Τόμας Έλιοτ θεωρείται από τους σημαντικότερους ποιητές του 20ου αιώνα, και ηγετική φυσιογνωμία του μοντερνιστικού κινήματος στην ποίηση.

    Από το 1917-1919 ήταν εκδότης του περιοδικού Egoist. Το 1922 άρχισε να εκδίδει το Κριτήριο, φιλοσοφικό και φιλολογικό περιοδικό. Τον ίδιο καιρό δημοσίευσε το ποίημα Waste Land (Έρημη Χώρα) που θεωρήθηκε το σημαντικότερο ποίημα του καιρού του και είχε μεγάλη επίδραση στη σύγχρονη ποίηση.

    1

    Το σημαντικότερο έργο του είναι τα Τέσσερα Κουαρτέτα (ό ίδιος πίστευε ότι ήταν το καλύτερο έργο του), 

    Τα τέσσερα κουαρτέτα με τον συμβολισμό τους και τη στοχαστική φιλοσοφική διάθεση, απευθύνονται διαχρονικά στους ανθρώπους κάθε εποχής όπως κάθε μεγάλη τέχνη που αντέχει στο χρόνο. Είναι μια εξελικτική πορεία προς την Υπέρβαση που κορυφώνεται στην Ένωση με το Απόλυτο.

    Είχα την τύχη πριν από μια δεκαετία περίπου να πάρω στα χέρια μου μια μετάφραση και ερμηνευτικό δοκίμιο του έργου αυτού, γραμμένο το 1978, από τη φιλόλογο και λογοτέχνιδα Έφη Αθανασίου με μεγάλο ζήλο. Οι αναλύσεις που γίνανε στο ποίημα, είναι διεξοδικές και ορισμένες φορές προχωρούν στίχο με στίχο.

    Σας παραθέτω δυο αποσπάσματα, με τις ερμηνευτικές σημειώσεις από αυτό το δοκίμιο.

    BURNT NORTON

    Χρόνος παρών και περασμένος χρόνος
    Είναι ίσως κι οι δυο παρόντες στον μελλοντικό καιρό,
    Και το μέλλον περιέχεται στο παρελθόν.
    Αν όλος ο χρόνος είναι αιώνια παρών
    Όλος ο χρόνος είναι ανεξαγόραστος.
    Αυτό που θα μπορούσε να έχει γίνει είναι μια αφαίρεση
    Που παραμένει μια αιώνια δυνατότητα
    Μέσα σε έναν κόσμο από εικασίες.
    Ότι θα μπορούσε να έχει γίνει κι ό,τι έγινε
    Κατευθύνουν σ’ ένα σκοπό που είναι πάντοτε παρών.
    Βήματα αντηχούν στη μνήμη
    Κάτω στο μονοπάτι που δεν πήραμε
    Προς τη θύρα του ροδόκηπου
    Που δεν ανοίξαμε ποτέ. Τα λόγια μου αντηχούν
    Έτσι, μέσα στο νου σου.
    Αλλά για ποιο σκοπό
    Ταράζουν τη σκόνη σ’ ένα βάζο με ροδοπέταλα
    Δεν ξέρω.
    Άλλοι ήχοι ενοικούν τον κήπο. Θ’ ακολουθήσουμε;
    Γρήγορα, είπε το πουλί, βρέστε τους, βρέστε τους,
    Εκεί πίσω απ’ τη γωνιά. Μέσα απ’ την πρώτη πύλη,
    Στον πρώτο μας τον κόσμο, θ’ ακολουθήσουμε
    Το ξεγέλασμα της τσίχλας;

    3

    Η παρουσία του παρόντος και του παρελθόντος στο μέλλον συνδέεται εδώ με την έννοια του νόμου ανταπόδοσης των πράξεων προηγούμενων ζωών, ο παρελθών χρόνος είναι πάντα παρών, δεν λυτρώνεται γιατί πάντα σχετίζεται με τον παρόντα χρόνο. Ο χρόνος δεν εξαγοράζεται. Ότι θα μπορούσε να έχει γίνει κι ότι έγινε, κατευθύνουν σ’ ένα σκοπό που είναι πάντοτε παρών σαν μια δυνατότητα για τον άνθρωπο να διαλέξει αυτό το μονοπάτι που οδηγεί σε μια άλλη σφαίρα ύπαρξης, διαφορετική που θα αλλάξει τη μοίρα του. Αναμνήσεις έρχονται στη μνήμη από βήματα που έπρεπε να γίνουν και δεν έγιναν στο μονοπάτι που οδηγεί στο ροδόκηπο της υπερβατικής ζωής για το δρόμο της γνώσης.

    Η σκόνη στα ροδοπέταλα συμβολίζει τη σύγχυση της εξωτερικής ζωής που δυσκολεύει την καθαρή εσωτερική όραση του ανθρώπου. Αλλά στον κήπο, τη ζωή δηλαδή, υπάρχουν μόνιμα οι άλλο ήχοι, που είναι η αλληγορία της εξωτερικής ζωής κι έτσι οι λέξεις αυτές του μηνύματος δεν μπορούν να ακουστούν. Υπάρχει πάντα ο κατώτερος εαυτός(εδώ συμβολίζεται με το πουλί) που παροτρύνει τον άνθρωπο να βρει και να τρέξει στους άλλους ήχους της εξωτερικής ζωής. Η ζωή όμως αποκαλύπτεται μόνο αν μείνουμε στη γωνιά, αν αποσυρθούμε από το θόρυβο της εξωτερικής ζωής και οδηγηθούμε στον πρώτο, τον πρωταρχικό μας κόσμο, στην πρώτη θύρα της παιδικής μας αθωότητας.

    EAST COKER

    Να το πω πάλι; Για να φτάσεις εκεί,
    Να φτάσεις εκεί που είσαι, να ‘ρθεις από κει που δεν είσαι,
    Πρέπει να πας από ένα δρόμο που δεν υπάρχει έκταση.
    Για να φτάσεις σ’ αυτό που δεν γνωρίζεις
    Πρέπει να πας από ένα δρόμο που είναι ο δρόμος της άγνοιας.
    Για ν’ αποκτήσεις ό,τι δεν κατέχεις
    Πρέπει να πας από το δρόμο της στέρησης.
    Για να φτάσεις σ’ αυτό που δεν είσαι
    Πρέπει να πας από το δρόμο που δεν είσαι.
    Κι ό,τι δεν ξέρεις είναι το μόνο πράγμα που ξέρεις
    Κι ό,τι κατέχεις είναι αυτό που δεν κατέχεις
    Κι εκεί που είσαι είναι εκεί που δεν είσαι.

    Εδώ πλησιάζει το Σωκρατικό «Εν οίδα ότι ουδέν οίδα» που είναι η αρχή κάθε ξεκινήματος στην πραγματική γνώση και σοφία.

    Όμως το έργο του Έλιοτ είναι μεγάλο, βαθύ και ανεξάντλητο, το μέγεθός του και η σημασία του δεν εξαντλούνται σε μια πρώτη ελάχιστη αναφορά, η οποία ίσως κινήσει το ενδιαφέρον σε όσους αναγνώστες θα ήθελαν να ασχοληθούν περισσότερο με ένα ποίημα που χαρακτηρίζεται από τα σημαντικότερα ποιήματα όλων των αιώνων.

    Επιμέλεια: Ελένη Μ. Ματαράγκα

  3. ένα μήνυμα μυστικιστικής εμπειρίας από τη μυστικιστική εσωτεριστική γνώση για το σκοπό της ανθρώπινης ζωής και τη σχέση της με την αιωνιότητα, όπου η σύμπτωση μορφής και ουσίας δίνουν ένα έργο μεγάλης δύναμης και ομορφιάς.

  4.  Γεννήθηκε στο St. Louis, του Missouri στις 26 Σεπτεμβρίου 1888.
    Το 1909 αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο Harvard, και στα 1909-1910 έκανε Master’s Degree. Έμεινε για ένα διάστημα στο Μόναχο και το 1911 επέστρεψε στο Harvard όπου έκανε επί τρία χρόνια σπουδές Σανσκριτικής Γλώσσας και Ινδικής Φιλοσοφίας. Μελέτησε επίσης Ελληνική Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Oxford (1914) και Γαλλική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού. Έγινε βοηθός στη Φιλοσοφική Σχολή του Harvard και πήρε υποτροφία για το Marburg απ’ όπου επέστρεψε στην Αγγλία με την κήρυξη του πολέμου. Ασχολήθηκε επί τρία χρόνια με μελέτες λογικής, ψυχολογίας, Μεταφυσικής.

  5. https://aromalefkadas.gr/t-s-eliot-%CE%B7-%CE%BC%CF%8C%CE%BD%CE%B7-%CF%83%CE%BF%CF%86%CE%AF%CE%B1-%CF%80%CE%BF%CF%85-%CE%BC%CF%80%CE%BF%CF%81%CE%BF%CF%8D%CE%BC%CE%B5-%CE%BD%CE%B1-%CE%B5%CE%BB%CF%80%CE%AF%CE%B6%CE%BF/



  6. Σχόλια στο East Coker από τα "Τέσσερα Κουαρτέτα" του T.S. Eliot

    Συγγραφέας: Blamires Harry

     

    WORD UNHEARD

    A GUIDE THROUGH ELIOT’S FOUR QUARTETS       

     HARRY BLAMIRESΔΕΥΤΕΡΟ ΚΟΥΑΡΤΕΤΟ: EAST COKER                                                       III

  7.  https://www.enoriako.info/index.php/2011-05-07-22-15-26/277-east-coler-q-q-ts-eliot

    Ώ σκοτάδι σκοτάδι σκοτάδι. Όλα χάνονται μες στο σκοτάδι

     

    Αφήνοντας το προσωπικό παρόν, ο ποιητής μεταφέρεται και πάλι, αυτή τη φορά στο  παρόν του τεχνικού πολιτισμού. Απηχεί τις λέξεις του Μilton από το  Samson Agonistes. Με τον τρόπο αυτόν, οικειώνεται τη στάση του προφητικού ποιητή καθώς  κρίνει τον σύγχρονο τεχνικό πολιτισμό. Βλέπει τη δημόσια ζωή των ημερών του σαν μια λιτανεία μορφών, που υποτίθεται πως είναι ενδιαφέρουσες, από τον στρατιωτικό, τον εμπορικό, τον πολιτισμικό, τον πολιτικό, τον διοικητικό και τον βιομηχανικό χώρο. Όλες χάνονται στο σκοτάδι, όλες βαδίζουν προς τον θάνατο – ‘το κενό μες στο κενό’, γιατί η εγκόσμια κατάστασή τους αποκρύβει μια εσωτερική κενότητα, και ο θάνατος προς τον οποίον πορεύονται γίνεται αντιληπτός από τον τεχνικό πολιτισμό τους μόνο με όρους κενότητας. (Για διευκρίνιση των ‘διαστρικών διαστημάτων’, EC 102, ο σ. παραπέμπει στο σχόλιό του πάνω στο τελευταίο μέρος του κουαρτέτου, όπου σημειώνει: Θυμηθείτε ότι η πορεία προς τον θάνατο του κενού μες στο κενό οδηγεί στα ‘διαστρικά διαστήματα’, εκεί που δεν υπάρχουν άστρα.) Τα πολιτισμικά παραφερνάλια που κουβαλούν μαζί τους, επειδή αυτά είναι ό,τι εκτιμούσαν στη γη, εκπροσωπούνται από τόμους βιβλίων. Αυτή είναι η αληθινά αντιπροσωπευτική βιβλιοθήκη ενός παρακμάζοντος πολιτισμού – όχι τα έργα μεγάλων ποιητών και στοχαστών, ή έστω οι εγκυκλοπαίδειες που μπορεί να ανοίγουν πόρτες προς την αλήθεια, αλλά κατάλογοι που κατηγοριοποιούν άνδρες και γυναίκες με όρους κοινωνικής θέσης και που οδηγούν στον κόσμο της οικονομίας και του εμπορίου. Αυτά τα καθαρώς χρησιμοθηρικά βιβλία κατοπτρίζουν το υλιστικό θεμέλιο του πολιτισμού μας. Προσκολλημένος σ’ αυτά, ο σύγχρονος άνθρωπος, στον οποίον έχουν ατροφήσει οι αληθινά ανθρώπινες ευαισθησίες και τα αληθινά ανθρώπινα κίνητρα έχουν πεθάνει, κινείται προς τη ‘σιωπηλή κηδεία’ (δεν υπάρχει εδώ αλκυών ν’ απαντήσει ‘φως στο φως’). Εμείς οι ίδιοι περιλαμβανόμαστε σ’ αυτή τη νεκρώσιμη λιτανεία, που δεν τη χαρακτηρίζει καν η αξιοπρέπεια του τραγικού, γιατί είναι μια κηδεία χωρίς νεκρό. Αυτή η νότα κορύφωσης - της ειρωνείας και της φάρσας - δεν θα πρέπει να παραβλεφθεί από εκείνους ειδικά που τείνουν να πιστεύουν ότι η οξύτητα των νυγμών του νεαρού Έλιοτ λείπει από το όψιμο έργο του. Η κίνηση του πολιτισμού είναι εντελώς νεκρώσιμη, εντελώς πορεία προς τον θάνατο, μολονότι εδώ ‘κανένας δεν υπάρχει να τον θάψεις’, επειδή κατά βάθος έχουμε ήδη πεθάνει – ή μάλλον δεν ζήσαμε ποτέ, ποτέ δεν γευτήκαμε την πλήρη συναίσθηση, επειδή ‘να συναισθάνεσαι δεν σημαίνει πως είσαι μες στον χρόνο’(ΒΝ 84) και είμαστε εγκλωβισμένοι μέσα στην καθημερινότητα επειδή δεν βλέπουμε, ή απορρίπτουμε, τις αποκαλυπτικές στιγμές (και μαζί μ’ αυτές και το διδακτικό και θεσμικό σύστημα μέσα στο οποίο περιέχεται η ερμηνεία τους και είναι εγγυημένη η αναγνώρισή τους).    

         Αυτό το κενό σκοτάδι ταιριάζει μόνο στο κενό. Ο Ποιητής / προφήτης μιλάει και πάλι σαν κάποιος που δίνει μαρτυρία για τη λιτανεία, όχι σαν κάποιος που συμμετέχει σ’ αυτήν. ‘Είπα στην ψυχή μου ησύχασε’(ΕC 112). Πρέπει να αποτραβηχτούμε από την πορεία του σύγχρονου πολιτισμού προς τον θάνατο. Πρέπει ν’ αναζητήσουμε ένα βαθύτερο σκοτάδι από το σκοτάδι του κενού – το σκοτάδι που βρίσκεται στον δρόμο της αποχής από την κίνηση, στον δρόμο της άσκησης, της απάρνησης. Γιατί αυτό είναι το ‘σκοτάδι του Θεού’(ΕC 113).

         Ο Έλιοτ περιγράφει την άσκηση της απομάκρυνσης από την πορεία προς τον θάνατο με τρεις εικόνες, καθεμιά τους φορτισμένη με υποβλητικούς τόνους. Στην πρώτη εικόνα, η σύγχρονη ζωή είναι μια θεατρική παράσταση. Η εικόνα μεταφέρει την τελική προσωρινότητα τόσο του φυσικού βάθους, ‘οι λόφοι και τα δέντρα’ (ΕC 116), όσο και του βάθους του τεχνικού πολιτισμού, ούτε καν ακέραια κτίρια, αλλά μια ‘φανταχτερή επιβλητική πρόσοψη’. Στο ξαφνικό σκοτάδι ανάμεσα στις σκηνές, ξέρει κανείς ότι το σκηνικό αλλάζει. Το συζητητικό ιδίωμα, που ταιριάζει σε αφήγηση κοινής εμπειρίας ανθρώπων του θεάτρου, εμπλουτίζεται με φράσεις (‘κίνηση από σκοτάδι πάνω σε σκοτάδι’) που προσθέτουν μια θρησκευτική διάσταση σ’ αυτό. Η ισχυρή αμφισημία της λέξης ‘φτερά’ (με τους αγγελικούς τόνους της) ενδυναμώνει την έννοια ότι τις στιγμές μεταξύ των σκηνών έχουμε μια κατάλληλη αναλογία σε μικρογραφία της δυνατότητας να ευαισθητοποιηθεί ολόκληρη η φυσική τάξη. Με τη συνήθη του δεξιότητα, χωρίς ‘να κάνει κήρυγμα’, ο Έλιοτ έκανε προς στιγμήν να αιωρηθεί μπροστά στον νου μας το αμυδρό, μόλις αναγνωρίσιμο ερώτημα – Θα μπορούσε ένα ‘φτεροκόπημα’ σ’ ένα όλο και πιο βαθύ σκοτάδι να προμηνύσει μια μέρα το τύλιγμα του χάρτη του χρόνου, την απάλειψη του χρόνου;

         Στη δεύτερη εικόνα η σύγχρονη ζωή είναι ακόμα μια φορά ένα ταξίδι στον Υπόγειο, όπως ήταν στο μέρος ΙΙΙ του Βurnt NortonΤο απρόσμενο σταμάτημα ανάμεσα σε στάσεις, που επεκτείνεται ώσπου να σβήσει η ομιλία, φέρνει στο φως το ‘νοητικό κενό’ που συνήθως σκεπάζεται κάτω από την κίνηση και την ομιλία. Αυτά τα δύο (κίνηση και ομιλία) πηγαίνουν μαζί ως περισπασμός από την ακινησία και τη σιωπή που απαιτούνται για την ασκητική αυτο-προσφορά στον Θεό. (Ο φόβος πιθανής επαπειλούμενης επείγουσας ανάγκης, που πάντα παρεισδύει στη σκέψη όταν το σταμάτημα ανάμεσα σε στάσεις παρατείνεται, δηλώνεται με τον ‘τρόμο που όλο μεγαλώνει’.) Έτσι, στις δύο πρώτες εικόνες, το επιβεβλημένο σκοτάδι, η ακινησία και η σιωπή μάς αποτράβηξαν για μια στιγμή, ώστε να αισθανθούμε την κενότητα της σύγχρονης ζωής σαν μια ψεύτικη (θεατρική) παράσταση και ένα δίχως νόημα ταξίδι.

         Η τρίτη εικόνα είναι η συντομότερη, αλλά εκείνη που ίσως λέει τα πιο πολλά. Η στιγμή που αποτραβιόμαστε από την πορεία προς τον θάνατο είναι όπως τα πρώτα λεπτά κάτω από την επίδραση του αναισθητικού. Βρισκόμαστε τώρα στα χέρια του αναισθησιολόγου. Την πλήρη βαρύτητα της κατάστασης θα την αισθανθούμε μόνο όταν θα έχουμε αφομοιώσει ό,τι έπεται στο μέρος ΙV αυτού του Κουαρτέτου. Πρόκειται να χειρουργηθούμε. Δεν αρκεί να συγκεφαλαιώνουμε την κατάστασή μας, όταν αποτραβιόμαστε από τη λιτανεία, μόνο σε εικόνες ανθρώπων χαμένων ή που βρίσκονται σε σύγχυση μέσα σ’ ένα ξαφνικό σκοτάδι ή ακινησία ή σιωπή. Που τους λείπουν οι συνηθισμένες ανέσεις του φωτεινού θεάματος, η μηχανική κίνηση προς τα εμπρός, η ακατάπαυστη φλυαρία: η ουσία είναι πως είμαστε ανάπηροι. Αλλά η περαιτέρω εξερεύνηση αυτού του θέματος θα γίνει στο επόμενο μέρος. Σημειώστε ωστόσο πώς οι τρεις εικόνες συμπληρώνουν η μία την άλλη. Στην πρώτη μάς έγινε οικεία η προσωρινότητα της φυσικής σκηνής και της σκηνής του τεχνικού πολιτισμού. Στη δεύτερη τονίστηκε η κενότητα στη ζωή και στον νου των συνταξιδιωτών μας μέσα στον χρόνο. Στην τρίτη έχουμε την προσωπική καθαρτήρια εμπειρία της ενσυνείδητης εγκατάλειψης των αντικειμενικών περισπασμών που κάνουν συνήθως τη συνείδηση να εθελοτυφλεί προς την πραγματικότητα. Από τη στιγμιαία συνειδητοποίηση ότι ο κόσμος γύρω μας μπορεί να είναι ‘τίποτα’ και οι άνθρωποι γύρω μας μπορεί να μην έχουν ‘τίποτα’ να σκεφτούν (σε καθεμιά απ’ αυτές τις περιπτώσεις συνειδητοποιούμε πράγματι κάτι), περνάμε οι ίδιοι στην άμεση συνειδητοποίηση του ‘τίποτα’. Προφανώς ο στίχος (ΕC 122) πρέπει να τελειώσει σε μια παύλα και το θέμα να διακοπεί, αλλά το ποίημα θα πρέπει να φτάσει σε μια τελεία. Πόσο αποτελεσματικά ενήργησε το αναισθητικό θα το δούμε στο επόμενο μέρος.

         Στο μεταξύ η απομάκρυνσή μας από την πορεία προς τον θάνατο είναι απαιτητική και ηθικά και πνευματικά. Δεν πρόκειται μόνο να διαχωρίσουμε διανοητικά τον  εαυτό μας από τη λατρεία της προόδου και της εγκοσμιότητας σε μια υλιστική εποχή. Έχουμε να καθαρίσουμε τον εαυτό μας από τις ψεύτικες τοποθετήσεις που η ψευτο-ηθική ακόμα και η ψευτο-θρησκεία προβάλλουν πάνω μας για να προωθήσουν την αυτάρκειά μας. Πρέπει ν’ απεκδυθούμε την ελπίδα, που στην κοινή σημασία του όρου είναι εμπιστοσύνη σε πράγματα που στο μέλλον θα πάρουν καλή τροπή για μας (ή για τους άλλους). Αυτού του είδους η ελπίδα θα μπορούσε να είναι ‘ελπίδα για το λάθος πράγμα’, δηλαδή για ικανοποίηση ή εκπλήρωση, για βελτίωση και ευημερία, σε πρόσκαιρα θέματα. Η χριστιανική ελπίδα απαιτεί να αποθέσει κανείς κατά μέρος αυτού του είδους την ‘ελπίδα’. Εκείνη η ελπίδα εμπεριέχει μια εμπιστοσύνη που θα μπορούσε να επιζήσει μετά την αποτυχία ή την απογοήτευση από όλες τις γήινες ελπίδες. (Πράγματι από το Φονικό στη Μητρόπολη  γνωρίζουμε ότι ακόμα και η ελπίδα του μαρτυρίου ή της λύτρωσης, ως αγκυροβόλι  για την εμπιστοσύνη ή την έμφαση στον εαυτό μας, πρέπει να υποστεί την ίδια θυσία.) Κατά τον ίδιο τρόπο οφείλουμε να απεκδυθούμε την αγάπη που, στην κοινή έννοια, σημαίνει κυνήγι ενός επιθυμητού αντικειμένου ή προσκόλληση σε ένα επιθυμητό πρόσωπο ως χορηγού ή εγγυητή της ευτυχίας κάποιου. Η χριστιανική αγάπη απαιτεί την υπέρβαση αυτού του είδους της αγάπης. Επικεντρώνεται σε ένα στοιχείο αυτο-θυσίας μέσω της οποίας αυτό που εγγυάται την ευτυχία κάποιου δεν πρέπει να συντηρείται μ’ εκείνους τους όρους. Μόνο η πίστη, που είναι εξ ολοκλήρου χωρίς απαιτήσεις ως προσωπική στάση, είναι η αρχή που μας στηρίζει – και η ‘αγάπη’ και η ‘ελπίδα’, στο μέτρο όμως που αυτές οι αρετές, χριστιανικά εννοούμενες, καθαρισμένες από όλα τα στοιχεία της επιθυμίας και συνεπώς από κάθε κίνηση προς ένα επιθυμητό μέλλον, αποτελούν μια προϋπόθεση ‘αναμονής’ (ΕC 126).

         Η ηθική και η πνευματική άσκηση έχουν τα δικά τους διανοητικά επακόλουθα.

    Πρέπει ‘να προσμένουμε δίχως σκέψη’. Ο Έλιοτ έδωσε μάχη μέσα από πολλά παράδοξα προκειμένου να καθορίσει για μας την αναγκαιότητα της διανοητικής ταπείνωσης που είδε πως την αντιμαχόταν η επικρατούσα ουμανιστική φιλοσοφία της προόδου. Ως ποιητής που ήταν, αγωνίστηκε να μεταδώσει αυτή την ενόραση, όχι με πολεμική, αλλά ως μέρος μιας ζωντανής εμπειρίας αλήθειας που, αφού τη γνώρισε, οφείλει να τη μοιραστεί. Εκείνο που μας καθιστά (ώς τώρα) ‘όχι έτοιμους για σκέψη’ είναι η βεβαίωση της αυτάρκειας που εμπεριέχεται στην πρόθεση να καταλήξουμε σε λύσεις με τη σκέψη.

         Ενδεχομένως, ο Έλιοτ δέχεται μια ειδική συνάφεια ανάμεσα στην παύση μεταξύ των σκηνών και στην προσμονή ‘χωρίς ελπίδα’ (ότι θα υπάρξει αναγκαστικά μια άλλη σκηνή που θ’ ακολουθήσει: γιατί κάθε στιγμή μπορεί να είναι η τελευταία μας: βλ. DS 124 την αναφορά στα λόγια του Κρίσνα που παραθέτει στο DS 156-8). Είναι επίσης πιθανό ο Έλιοτ να δέχεται μια ειδική συνάφεια ανάμεσα στο σταμάτημα μεταξύ στάσεων και στην προσμονή ‘χωρίς αγάπη’. (Γιατί η ‘αγάπη’, με την πιο εύκολη,  φτηνή έννοια, μπορεί εδώ να μας οδηγήσει σ’ εκείνο το είδος παραμυθητικής πράξης που απλώς αυξάνει τον περισπασμό των άλλων από αυτό που οφείλουν ν’ αντιμετωπίσουν. Αυτό σημαίνει ότι αν, από συμπάθεια, αρχίσουμε μια συνομιλία μέσα στη σιωπηλή σήραγγα, απλώς ξαναζωντανεύουμε την κενή ομιλία που εμποδίζει τους ανθρώπους ν’ αντιμετωπίσουν την κενότητα της ζωής τους και το αναξιόπιστο του οικείου τους κόσμου.) Κατά τον ίδιο τρόπο, η κατάσταση υποταγής στο αναισθητικό είναι παράλληλη προς την εμπιστοσύνη σε μόνη την πίστη. Μ’ αυτή την προϋπόθεση μπορούμε πράγματι να προσμένουμε ‘δίχως σκέψη’. Πηγαίνουμε να θέσουμε τον εαυτό μας στα χέρια του χειρουργού. Μόνο όταν θα έχει τελειώσει μαζί μας θα είμαστε έτοιμοι για σκέψη.

          Και μετά; Το ‘σκοτάδι θα είναι το φως, και η ακινησία ο χορός’. Το αληθινό φως βρίσκεται στο σκοτάδι ανάμεσα στις πράξεις, όταν το τεχνητά φωτισμένο θέαμα διακόπτεται προσωρινά: η κίνηση με νόημα (σχεδιασμένη και οργανωμένη) ανακαλύπτεται στην ακινησία, όταν το δίχως νόημα μηχανικό ταξίδεμα από στάση σε στάση προσωρινά σταματά. Σε τέτοια σημεία εκκρεμότητας, όταν έχουμε αποσυρθεί από την πορεία προς τον θάνατο, μπορούμε να φτάσουμε σε καινούργιες αποκαλυπτικές στιγμές. Οι εικόνες στις οποίες περιέχονται αυτές οι αναλαμπές φωτισμού εμπλουτίζονται με υψηλούς τόνους. Ο ‘ψίθυρος από ρυάκια που τρέχουν’ επαναφέρει ασφαλώς από το Burnt Norton το θέμα του αέρα που τον ζωντανεύουν οι θόρυβοι, αέρα που παίρνει το σχήμα μισοαναγνωρίσιμου λόγου, και που ανακαλεί επίσης μια αντίθεση προς το σιωπηλό, στατικό, ζωγραφισμένο σκηνικό που το έχουν βγάλει από τη μέση. Η ‘χειμωνιάτικη αστραπή’ στοχεύει μπροστά προς την ανανέωση της αποκαλυπτικής εμπειρίας στα γηρατειά, δίνοντάς μας ακόμα ένα παράδειγμα του νοήματος που τέμνει ακριβώς την ανθρώπινη διαδρομή ως βιωμένη δουλικά στο εποχικό υπόδειγμα της κυκλικής Φύσης, επιβεβαιώνοντας και πάλι, με όρους τόσο ποιητικής μορφής (επειδή αποβλέπει στο Little Gidding) όσο και προσωπικής αυτοβιογραφίας, την αλήθεια ότι το μέλλον όπως και το παρελθόν βρίσκονται μαζί μέσα στο αληθινά νοηματοδοτημένο παρόν. Το ‘άγριο θυμάρι αθέατο’ και η ‘αγριοφράουλα’ (EC 130) υποδηλώνουν αιφνίδιες μη συμφωνημένες αποκαλύψεις δύο ειδών – εκείνες που έχουν δοθεί στην ποίηση μέσα από την εμπειρία άλλων (αφού το ‘άγριο θυμάρι’ είναι κατά τεκμήριο Σαιξπηρικό), κι εκείνες που έχουν δοθεί απευθείας σε προσωπική εμπειρία. Όλα αυτά, και το ‘γέλιο’ και οι απηχήσεις από τον κήπο του Burnt Norton (για να μην αναφέρουμε τον John Donne και την ‘έκστασή’ του που ήδη έχουμε απηχήσεις της), συγκεντρωμένα μαζί (επειδή ‘δεν είναι χαμένα’), απαιτούν και σημαδεύουν προς το καίριο χριστιανικό παράδοξο να έρχεται κανείς στη ζωή μέσα από τον θάνατο. Τα δύο ρήματα ‘απαιτώ’ και ‘σημαδεύω’ (ΕC 132) ισοσταθμίζουν επιδέξια το ένα το άλλο: γιατί οι αποκαλυπτικές εμπειρίες ξεκαθαρίζουν την ανάγκη για ανθρώπινη αυτο-παραίτηση, αν αυτές μακροπρόθεσμα πρόκειται να είναι κάτι περισσότερο από αναλαμπές εκπληρώσεων τύπου Ταντάλου, τις οποίες η πρόσκαιρη ζωή αδυνατεί να δώσει εξαιτίας του αναπόφευκτου πεπερασμένου της, και ταυτόχρονα αυτές οι ίδιες μας δίνουν μια ελπιδοφόρα γεύση από τις χαρές της αληθινής γέννησης επέκεινα του θανάτου. Είναι εντελώς αξιοσημείωτη η κειμενική ακρίβεια όπως φαίνεται στον τρόπο που ο Έλιοτ χρησιμοποιεί τη λέξη ‘point’ σημαδεύω, προβάλλω. Στο ΕC 47 (‘η αυγή ξεμυτίζει’) βρίσκουμε το ίδιο ρήμα που χρησιμοποιήθηκε για να σημάνει τον επαναληπτικό ημερήσιο κύκλο ως κάτι που μας εξαναγκάζει να προχωρήσουμε στην τελικά δίχως νόημα (και μηχανική) διαδικασία της ‘διαδοχής’. Η αντίθεση εδώ είναι ισχυρή. Όπως η αυγή σημάδευε ένα ακόμα στάδιο στην πορεία προς τον θάνατο μέσα στο χρόνο, έτσι και οι αποκαλυπτικές στιγμές ( που συμβαίνουν στη διάρκεια της διακοπής της δουλείας στο έγχρονο) σημαδεύουν έξω από τον χρόνο τη γέννηση πέραν του θανάτου.

     

     Λες πως επαναλαμβάνω

    Το παράδοξο ότι ο δρόμος για την καινούργια ζωή περνάει μέσα από τον θάνατο εξετάζεται τώρα σε μια σειρά από μαγευτικές προτάσεις που απηχούν ένα χωρίο από Την Άνοδο στο όρος Κάρμηλο  (The Ascent of Mount Carmel ) του αγίου Ιωάννου του Σταυρού. Οι προτάσεις δίνουν διάφορες εκδοχές της ανάγκης του ανθρώπου να ασκηθεί με την αυτο-παραίτηση ώστε να φτάσει στην αληθινή αυτο-πληρότητα. Η επανάληψη είναι επίμονη και η πρέπουσα. Το αποτέλεσμά της είναι καίριο για το μήνυμα του Έλιοτ, δηλαδή ότι η ζωή επανειλημμένα σφυρηλατεί την ίδια αλήθεια στο οικοδόμημα της ανθρώπινης εμπειρίας. Αν εύχεσαι να φτάσεις εκεί όπου αληθινά και πλήρως υπάρχεις (όχι μόνο μερικώς, ‘να ζεις και να ζεις εν μέρει’) και να μείνεις μακριά από τον κόσμο αυτόν που τιτιβίζει (ΒΝ 113), από τον ‘τόπο της δυσμένειας’ (ΒΝ 90), τότε πρέπει να ασκηθείς βαδίζοντας τον δρόμο της άρνησης μάλλον παρά να επιδιώξεις απευθείας και συνειδητά το είδος της ‘έκστασης’ που κάποιους απόηχούς της συνέλαβες στις χαρισμένες αποκαλυπτικές στιγμές  φωτισμού και χαράς. Αν εύχεσαι να έχεις γνώση της αλήθειας, πρέπει ν’ αποστραφείς το εγωκεντρικό κτητικό κυνήγι του γεγονότος και της αυθεντίας που εκπροσωπούνται από τον ουμανιστικό πολιτισμό, και να δεχτείς τα όρια της ανθρώπινης άγνοιας: πρέπει ν’ αδειάσεις το μυαλό από την επιβεβαιωτική απληστία για πληροφόρηση και να το ανοίξεις στη σιωπή. Αν εύχεσαι ν’ αποκτήσεις εκείνο που σου λείπει, πρέπει να μάθεις ν’ αποστερείς τον εαυτό σου. Γιατί το κτητικό και κατέχον εγώ, περισπασμένο από τη δική του κτητικότητα και δουλωμένο στη δική του φιλοκτημοσύνη σ’ εμποδίζει από το άδειασμα του εαυτού σου και από το άνοιγμα του εαυτού σου, που είναι το αναγκαίο προοίμιο για την απόκτηση εκείνου που μόνο αυτό αξίζει να το κατέχεις. Παρόμοια αν εύχεσαι να γίνεις το αληθινό σου εγώ που τώρα αποτυχαίνεις να είσαι, πρέπει να πας από τον δρόμο όπου το ψεύτικο ‘εγώ’ σου (το βέβαιο, διεκδικητικό, γνωρίζον, κατέχον ‘εγώ’) έχει απορριφθεί, έχει αποβληθεί, και έχει πάψει να υπάρχει.

           Τρία περιληπτικά παράδοξα αποτελειώνουν επιδέξια τη μαγεία, και καθένα απ’ αυτά είναι αναστρέψιμο. ‘Κι ό,τι δεν γνωρίζεις είναι το μόνο που γνωρίζεις’ -Εκείνο που εσύ, ως εμφατικά γνωρίζον δημιούργημα, δεν ισχυρίζεσαι ότι κατέχεις ως γνώση, εκείνο ακριβώς είναι η αληθινή γνώση που μόνο αυτήν αξίζει να έχεις. Το σημείο της παραδοχής της άγνοιάς σου είναι ακριβώς το σημείο της εισόδου σου στη γνώση. ‘Κι ό,τι σου ανήκει είναι αυτό που δεν σου ανήκει’ – Αυτό που αληθινά κατέχεις είναι εκείνο πάνω στο οποίο το πλεονεκτικό σου ‘εγώ’ βεβαιώνει ότι δεν έχει κτητική διεκδίκηση. Αντίστροφα, ό,τι διεκδικείς κτητικά για δικό σου είναι ακριβώς εκείνο που το αληθινό σου εγώ δεν μπορεί να κατέχει. Γιατί εμφατική κυριότητα είναι δουλεία σ’ εκείνο που φανταζόμαστε ότι κατέχουμε. Νομίζουμε ότι κατέχουμε όταν στην πραγματικότητα κατεχόμαστε από το κακό, όταν μάθουμε να μην κατέχουμε τίποτα τότε θα κατεχόμαστε από την αλήθεια και θα καρποφορούμε. Τέλος ‘Κι όπου βρίσκεσαι είναι εκεί όπου δεν βρίσκεσαι’ – Όπου το αληθινό σου  εγώ πλήρως υπάρχει είναι εκεί όπου το εγωκεντρικό σου ‘εγώ’ έχει εγκαταλείψει όλες τις διεκδικήσεις του, έχει πάψει να υπάρχει. Επομένως, αντίστροφα, όπου το συνειδητά εμφατικό ‘εγώ’ υπάρχει, εκεί είναι ακριβώς όπου το αληθινό το ταπεινό εγώ δεν μπορεί πραγματικά να υπάρχει.   



  8. «Είναι προφανές ότι δεν μπορούμε να εξηγήσουμε ένα πάθος σε κάποιον που δεν το έχει ζήσει, όπως δεν μπορούμε να εξηγήσουμε το φως σε έναν εκ γενετής τυφλό» / «Η ποίηση δεν είναι η απελευθέρωση των αισθημάτων, αλλά η δραπέτευση από τα αισθήματα. Δεν είναι η έκφραση της προσωπικότητας αλλά η δραπέτευση από την προσωπικότητα. Αλλά θα πρέπει κανείς να έχει αισθήματα και προσωπικότητα για να θέλει να δραπετεύσει από αυτά» - Τ.Σ. Έλιοτ

    Τόμας Στερνς Έλιοτ (26 Σεπτεμβρίου 1888 – 4 Ιανουαρίου 1965) υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους ποιητές του 20ου αιώνα και ηγετική φυσιογνωμία του κινήματος του μοντερνισμού στην ποίηση. Οι στάχτες του βρίσκονται στην εκκλησία Saint Michael στο East Cocker μαζί με μια επιγραφή: «In my beginning is my end, in my end is my beginning» (Στην αρχή μου είναι το τέλος μου, στο τέλος μου είναι η αρχή μου). Η ανάγνωση του έργου του αποτελεί μια πραγματική πρόκληση τόσο για τους λάτρεις της ποίησης, όσο και για αυτούς που θέλουν να μυηθούν σε αυτό τον κόσμο.

    Το έργο του ποιητή, κριτικού και δοκιμιογράφου Τ.Σ. Έλιοτ είναι άρρηκτα δεμένο με τις κοινωνικές και πολιτιστικές ανακατατάξεις της περιόδου μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Απογοητευμένος από την εποχή του στράφηκε στο παρελθόν, αντλώντας από τις αξίες και παραδόσεις του. Υποστήριζε ότι η ποίηση δεν απευθύνεται στις μάζες αλλά σε μια πνευματική ελίτ και δημιούργησε τομή στον χώρο της λογοτεχνικής κριτικής αναδεικνύοντας την αυτονομία του κειμένου ως μοναδικού φορέα του νοήματος.

    Ο Έλιοτ, επιλέγει τις λέξεις του με μοναδική μαεστρία και διερευνά μέσα στα ποιήματά του και τα δοκίμιά του όλες τις πτυχές της ανθρώπινης ψυχής και τις δομές της κοινωνίας. Φυσικά η τεράστια μόρφωσή του υπήρξε γι’ αυτόν ένα πολύτιμο όπλο. Χωρίς συμβιβασμούς, αρνήθηκε τον αστικό πολιτισμό, κατέληξε όμως σε συντηρητικές θέσεις, όπως η υποστήριξη μιας «κοινωνίας αρμονίας» με τις αρχές της μοναρχίας, ενώ ταυτόχρονα έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της αγγλόφωνης ποίησης.




    Τα πρώτα χρόνια

    Γεννήθηκε στο St. Louis, του Missouri, ως το μικρότερο παιδί μιας πολυμελούς οικογένειας, που αποτελούνταν από τέσσερις μεγαλύτερες αδερφές και έναν αδερφό. Το μικρόβιο της γραφής φαίνεται να το πήρε από τη μητέρα του, Σαμπ Στερνς, που εργαζόταν ως δασκάλα και παράλληλα έγγραφε ποιήματα, τα οποία συνήθιζε να στέλνει σε φίλους ή να δημοσιεύει σε εφημερίδες.

    Από μικρός φάνηκε ότι είχε έφεση στα γράμματα και τον Ιούνιο του 1906, πέρασε με επιτυχία τις εισαγωγικές εξετάσεις του Χάρβαρντ, όπου παρακολούθησε μαθήματα του συνταγματικού δικαίου, ελληνικής και αγγλικής φιλολογίας, μεσαιωνικής ιστορίας και γερμανικής γραμματικής. Παράλληλα, έγινε γρήγορα μέλος σε όλους τους σημαντικούς πανεπιστημιακούς συλλόγους. Τον Ιούνιο του 1909 πήρε το πτυχίο του και αποφάσισε να ακολουθήσει μεταπτυχιακές σπουδές στην αγγλική φιλολογία, ταξίδεψε στην Ευρώπη και κυρίως στο Παρίσι όπου γνώρισε εξέχουσες προσωπικότητες της εποχής.

    Ο Έλιοτ έφθασε στο Λονδίνο τον Αύγουστο του 1914 και το πρώτο διάστημα της παραμονής του στην αγγλική πρωτεύουσα, συνδέθηκε με τον Έζρα Πάουντ, που ήδη ζούσε εκεί για περίπου πέντε χρόνια και είχε γνώση του λογοτεχνικού έργου του Έλιοτ από τον Κόνραντ Άικεν. Ο Πάουντ ήταν ενθουσιασμένος με τα ποιήματα του Έλιοτ και τον σύστησε σε άλλους Αμερικανούς συγγραφείς, προσφέροντάς του την ευκαιρία να βρεθεί σε ένα γόνιμο καλλιτεχνικό περιβάλλον, αλλά και να γίνει ευρύτερα γνωστό το έργο του. 

    Λίγο αργότερα, ξεκίνησε να εργάζεται ως δάσκαλος στη μέση εκπαίδευση και στη συνέχεια ανέλαβε να γράφει κριτικές αναλύσεις στο περιοδικό International Journal of Ethics ενώ ήρθε επίσης σε επαφή με το φιλολογικό περιοδικό New Statesman. Στη συνέχεια δούλεψε στη Lloyds και τέλος, το 1925 ανέλαβε διευθυντής εκδόσεων στον γνωστό εκδοτικό οίκο Faber&Faber, όπου προώθησε το έργο πολλών ποιητών.

    Το έργο του

    Το έργο του Έλιοτ είναι χωρισμένο σε διάφορα είδη: ποίηση, θεατρικά, πεζά. Τα ποιήματα του είναι μία «κραυγή αγωνίας», ενάντια στη φθορά και στη σήψη της κοινωνίας και των ατόμων. Ωστόσο, υπάρχει πάντα ένα ελπιδοφόρο μήνυμα. Η αρχή της σταδιοδρομίας του Έλιοτ ως ποιητή, χρονολογείται το 1915, χρονιά κατά την οποία δημοσιεύτηκε το ποίημα Ερωτικό τραγούδι του Τζ. Προύφροκ (The Love Song of J. Alfred Prufrock), στο περιοδικό του Σικάγο Poetry.

    Ωστόσο, το πιο γνωστό του έργο θεωρείται η «Έρημη Χώρα» (1922).  Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς γράφτηκε αλλά θεωρείται πιθανό πως σημαντικό μέρος του ποιήματος άρχισε να προετοιμάζεται το αργότερο στις αρχές του 1921. Οι πρώτες εκδοχές του ποιήματος διέφεραν σημαντικά από την τελική του μορφή και είχαν περίπου διπλάσια έκταση. Σημαντική συμβολή στον περιορισμό των αρχικών χειρογράφων του Έλιοτ είχε ο Έζρα Πάουντ, ο οποίος προέβη γενικά σε ριζοσπαστικές αλλαγές στο ποίημα, συμβάλλοντας καθοριστικά στη μορφή που τελικά δημοσιεύτηκε και αργότερα εκδόθηκε με συνοδευτικές σημειώσεις του Έλιοτ.

     

    Η Έρημη Χώρα έχει πολλές ερμηνείες και είναι ουσιαστικά η περιγραφή μίας παρακμάζουσας κοινωνίας, αλληγορία ή αυτοβιογραφία. Ο Πάουντ χαρακτήρισε το έργο ως μία «δικαίωση του κινήματος του μοντέρνου πειράματος» ενώ ο Γουίλιαμ Κάρλος Γουίλιαμ το θεώρησε πλήγμα κατά της «νέας τέχνης» που ξεπρόβαλε στην Αμερική.

    «Ο παρών χρόνος και ο παρελθών χρόνος
    είναι ίσως και οι δύο παρόντες στο μέλλοντα χρόνο
    και ο μέλλλων χρόνος να περιέχεται στον παρελθόντα χρόνο.
    Αν όλος ο χρόνος είναι αιωνίως παρών
    όλος ο χρόνος δεν μπορεί να πληρωθεί.
    Ο,τι θα μπορούσε να συμβεί είναι μια αφαίρεση
    που παραμένει μια διαρκής δυνατότητα
    μόνο σ' έναν κόσμο από εικασίες.
    Ο,τι θα μπορούσε να συμβεί και ό,τι συνέβη
    δείχνουν σ' ένα τέλος που είναι παντοτε παρόν»

    Έτσι ξεκινάνε τα «Τέσσερα Κουαρτέτα», το σημαντικότερο έργο του όπως πίστευε ο ίδιος. Γραμμένα τα δύσκολα χρόνια του πολέμου, από το 1936 ως το 1942, τα τέσσερα μακροσκελή ποιήματα είναι ένα είδος διαλογισμού γύρω από την έννοια του χρόνου. Τα «Τέσσερα κουαρτέτα» με τον συμβολισμό τους και τη στοχαστική φιλοσοφική διάθεση, απευθύνονται διαχρονικά στους ανθρώπους κάθε εποχής όπως κάθε μεγάλη τέχνη που αντέχει στο χρόνο.

    Το κίνημα του μοντερνισμού

    Ο μοντερνισμός δεν είναι μόνο ποιητικό κίνημα, αλλά και κίνημα που αφορούσε και στην πεζογραφία. Ο Έλιοτ ήταν ένας από τους κύριους εκφραστές του κινήματος του μοντερνισμού μαζί με τον Πάουντ. Κύριο θέμα των μοντερνιστών ήταν η παρακμή του πολιτισμού και ο ισχυρισμός ότι ο σύγχρονος  άνθρωπος πρέπει να ολοκληρωθεί για να λυτρωθεί.  Παράλληλα, ο μοντερνισμός μιλάει για την αστάθεια της ταυτότητας του ανθρώπινου υποκειμένου και τη διάσπαση της προσωπικότητας του. Στα έργα του Κάφκα και του Πιραντέλλο, το άτομο βρίσκεται σε κατάσταση εσωτερικής σύγκρουσης, όπου το συνειδητό παλεύει ενάντια στις δυνάμεις του ασυνείδητου ή, άλλοτε η λογική του αντικρούεται από τον παραλογισμό του εξωτερικού κόσμου. Σε άλλες περιπτώσεις, όπως στην Έρημη χώρα του Τ.Σ Έλιοτ, η ταυτότητα του ιστορικού υποκειμένου καταργείται και τη θέση της παίρνει μια σειρά χαρακτήρων που συναιρούνται σ’ ένα ρόλο.

    Ένα από τα βασικά γνωρίσματα της μοντερνιστικής ποίησης είναι η διάθεση για πειραματισμό. Εδώ κυριαρχεί ο ελεύθερος στίχος, ενώ οι γραμματικοί και συντακτικοί κανόνες παραβιάζονται και τα σημεία στίξης καταργούνται. Δεν υπάρχουν πια διακοσμητικά στοιχεία και το ύφος που υιοθετείται κρίνεται από πολλούς ως «αντι-ποιητικό» και ασύμβατο με τις γνωστές και αποδεκτές ποιητικές τεχνικές και φόρμες.

    Ο Έλιοτ βραβεύτηκε το 1948 με το Νόμπελ λογοτεχνίας. Η ανάγνωση και η εξερεύνηση του έργου του δεν είναι εύκολη υπόθεση. Ωστόσο δεν μπορεί κανείς να πει ότι δεν αξίζει τον κόπο. Η δυσκολία των ποιημάτων του θα μπορούσαν να απωθήσουν το κοινό μετά την πρώτη ανάγνωση και κατηγορήθηκε αρκετές φορές γι΄ αυτό. Αυτό οφείλεται κυρίως στον τρόπο συνοχής των ποιημάτων, ο οποίος δεν βασίζεται σε λογική, αλλά περισσότερο σε ψυχολογική και συναισθηματική αλληλουχία των ιδεών και των εικόνων.

    Σημαντική και ιδιαίτερη είναι επίσης και η επίδραση που άσκησε ο Έλιοτ στον Γιώργο Σεφέρη. «Είπανε εναντίον του πως αφήνει τον αναγνώστη μέσα στη στεγνή, στέρφα και άνυδρη Έρημη Χώρα, μόνο, χωρίς ελπίδα σωτηρίας. Αυτό θα ήταν αλήθεια αν ο Έλιοτ δεν είχε δημιουργήσει ποίηση. Και η ποίηση όσο απελπισμένη κι αν είναι, μας σώζει πάντα, με κάποιον τρόπο, από την ταραχή των παθών», γράφει ο Γιώργος Σεφέρης για τον Τ.Σ. Έλιοτ.

    Απόσπασμα από το ποίημα «Οι Κούφιοι Άνθρωποι»

    Είμαστε οι κούφιοι άνθρωποι/ είμαστε οι βαλσαμωμένοι άνθρωποι

     σκύβοντας μαζί κεφαλοκαύκι άχυρο. Αλίμονο!

     Οι στεγνές φωνές μας, όταν/ ψιθυρίζουμε μαζί

     είναι ήσυχες και ανόητες/ σαν άνεμος σε ξερό χορτάρι

     ή πόδια ποντικών σε σπασμένο γυαλί/

     στο ξερό μας κελάρι.

     Σχήμα χωρίς μορφή, σκιά χωρίς χρώμα

     παραλυμένη δύναμη, χειρονομία χωρίς κίνηση.

     Αυτοί που πέρασαν με ολόισια μάτια, στου θανάτου το άλλο  Βασίλειο

     μας θυμούνται-αν καθόλου-όχι ως χαμένες

     βίαιες ψυχές, μα μονάχα ως κούφιους ανθρώπους

     τους βαλσαμωμένους ανθρώπους….

                              III

     «…αυτή είναι η νεκρή χώρα αυτή είναι του κάκτου η χώρα

     εδώ τα πέτρινα είδωλα σηκώνονται, εδώ λαμβάνουν

     την ικεσία ενός χεριού νεκρού ανθρώπου
    κάτω από το σπίθισμα σβησμένου άστρου…

                               V

     …Mεταξύ ιδέας και πραγματικότητας
    μεταξύ κίνησης και δράσης πέφτει η Σκιά

     Γιατί δικό σου είναι το βασίλειο
    Μεταξύ αντίληψης και δημιουργίας

     μεταξύ κίνησης και απάντησης/ πέφτει η Σκιά

     Η ζωή είναι πολύ μακριά

     Μεταξύ πόθου και σπασμού

     μεταξύ δύναμης και ύπαρξης
    μεταξύ ουσίας και πτώσης

     πέφτει η Σκιά

     Γιατί δικό σου είναι το βασίλειο
    γιατί δική σου είναι η ζωή/ γιατί η ζωή είναι δική σου

     δική σου αυτός είναι ο τρόπος
    που ο κόσμος τελειώνει

     όχι με ένα πάταγο αλλά με ένα λυγμό».

  9. «Έρημη Χώρα»

"Τέσσερα Κουαρτέτα" του Τόμας Στερν Έλιοτ (το ποίημα για την Παναγία)


6 + 1 μεταφραστικές εκδοχές από τα Τέσσερα Κουαρτέτα
      Αύγουστος, ο μήνας της Παναγίας, των εορταστικών πανηγυριών της Κοίμησης της Μητέρας του Φωτός. Αύγουστος των σταφυλιών και των διακοπών. Το Μικρό Πάσχα του Καλοκαιριού. Σε παλαιότερο σημείωμα, σχεδίασα ένα μικρό ποιητικό ανθολόγιο με ποιήματα ελλήνων ποιητών που είναι αφιερωμένα ή έχουν σαν θέμα τους την Παναγία. Κύκλοι ποιημάτων που εικονογραφούν ή μας περιγράφουν στιγμιότυπα σκηνών από την επίγεια ζωή της Θεοτόκου. Στιγμές του βίου της, από τον ευαγγελισμό της έως την κοίμησή της μετά την σταύρωση του Υιού και Θεού της. Οι ποιητικές αυτές συνθέσεις ή αυτόνομες μονάδες της θύραθεν παιδείας,-των ποιητών που δεν εντάσσονται στην κατηγορία των αμιγώς ορθόδοξων εκκλησιαστικών δημιουργών-βασίζονται στα ιερά κείμενα της εκκλησιαστικής γραμματείας και της λαϊκής παράδοσης. Σε βυζαντινές αγιογραφικές χαράξεις βαθειάς μνήμης και αυθεντικότητας πίστης των ανθρώπων εδώ και αιώνες μέσα στην ιστορία και τον μεσογειακό και ευρωπαϊκό πολιτισμό. Στηρίζονται και ιχνομυθούν καλλιτεχνικά, ποικιλόμορφα και διαχρονικά  τις βιωματικές τους εμπειρίες και στάσεις ζωής των θρησκευτικών και εκκλησιαστικών της κοινής τους παράδοσης καθημερινών πρακτικών και συνηθειών. Ήθη και έθιμα καταστάσεις ζωής που κρυσταλλώνουν και συμπλέκονται αρμονικά και ισορροπημένα με τους κύκλους της φύσης και των εποχών. Σαν μια διαρκή επαναλαμβανόμενη συνέχεια της φυσικής αιωνιότητας στον παρόντα χρόνο και την πεπερασμένη φθαρτότητα της ύλης. Μια αρχέγονη ιερουργία τελετουργιών και εικόνων της τέχνης, ψαλμών και δεήσεων, ύμνων χαρμολυπικής ατμόσφαιρας και μυστηριακού κλίματος, που, δεν άφησε αδιάφορους ούτε και τους πλέον αδιάφορους πάνω σε ζητήματα πίστης και μεταφυσικών δοξασιών. Εκτός από τους ορθόδοξους έλληνες συγγραφείς και ποιητές, ποιήτριες, που το έργο τους ακουμπά πάνω στην εκκλησιαστική γραμματεία και τέχνη, εμπεριέχει μεγάλα ή μικρά συγγραφικά φρέσκα της θείας δραματουργίας, υπάρχουν αντίστοιχα και πολλοί ξένοι ευρωπαίοι θρησκευτικού συναισθήματος δημιουργοί, που, συνέθεσαν ή έγραψαν ποιήματα που έχουν σαν θέμα τους ή είναι αφιερωμένα στην Αειπάρθενο Μαρία. Όπως είναι στην παρούσα περίπτωση ο άγγλος νομπελίστας ποιητής Τόμας Στερν Έλιοτ, ή η παρόμοια περίπτωση του ποιητή Ράινερ Μαρία Ρίλκε, ή του Πωλ Κλωντέλ για να περιοριστώ σε ενδεικτικά γνωστά μας ονόματα. Όπως στην ελληνική έτσι και στην δυτική γραμματεία αναγνωρίζουμε δημιουργούς που βάσισαν τις συνθέσεις τους πάνω, ή περιέλαβαν θεματικούς κύκλους αναφορών και περιγραφών που προέρχονται από τον επίγειο βίο, το πρόσωπο, την μητρική χαμηλόφωνη συν-δράση και τον ρόλο της Παναγίας μέσα στην θεία οικονομία και τον σχεδιασμό της, που διασώθηκε μέσα στον ιστορικό χρόνο μέσω της παράδοσης. Οι συμβολισμοί είναι έντονοι, η καλλιτεχνική τυπολογία συγκεκριμένη και προσδιορίζει τους στόχους συμμετοχής των πιστών ανθρώπων στο θείο δράμα και τα πρόσωπα που το συναποτελούν, και τα οποία επίσης επιδρούν στις ψυχές και συνειδήσεις των ανθρώπων. Το ζήτημα της πίστης ή αντίστοιχης απιστίας στους πανάρχαιους αυτούς παραμυθιακούς μύθους της ανθρωπότητας, είναι μια προσωπική και συνειδητή υπόθεση του κάθε ανθρώπου, Έλληνα ή Ευρωπαίου, παρά το ξεκαθάρισμα αυτό στις ζωές και συνειδήσεις των ευρωπαίων δημιουργών, (των οντολογικών στην ουσία τους αποδοχών ή αμφιβολιών, ανοιχτών ερωτημάτων), οι συγγραφείς και οι ποιητές της δυτικής γραμματείας δεν έμειναν αδιάφοροι και εξακολουθούν να ενδιαφέρονται για την καθαρή εκκλησιαστική και θρησκευτική ποίηση και τον διάσπαρτο μέσα στον χρόνο και την ιστορική παράδοση πλούτο και ευφρόσυνα της τέχνης αριστουργήματα που μας έχουν κληροδοτήσει οι θρησκευτικοί αυτοί κύκλοι δοξαστικών δημιουργημάτων. Κοινές οι γέφυρες επικοινωνίας μεταξύ του ποιητή Τόμας Στερν Έλιοτ και του Αντρέι Ταρκόφσκι. Παράλληλοι δρόμοι ενώνουν το «Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο» του Πιέρ Πάολο Παζολίνι και το «Χαίρε Μαρία» του Ζακ Λυκ Γκοντάρ. Τους δρόμους πίστης του σλάβου συγγραφέα Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι και του προτεστάντη υπαρξιακού αμφισβητία σουηδού σκηνοθέτη Ίνγκμαρ Μπέργκμαν. Την εκκλησιαστικών χρωματισμών ποίηση του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και τον ποιητικό σπαραγμό του Νίκου Καρούζου. Το ποίημα «Δέηση» του αλεξανδρινού Κωνσταντίνου Π. Καβάφη και την «Δέηση» μέρος από την σύνολη σύνθεση «Τέσσερα Κουαρτέτα» του άγγλου ποιητή Έλιοτ. Κοινοί δρόμοι αναζήτησης έκφρασης της ανθρώπινης περιπέτειας. Η Δέσποινα-Παναγία, το πρόσωπο της Μαρίας, είναι σεβαστό από μεγάλη μερίδα ποιητών, και αποτελεί σταθερό μοτίβο στις δημιουργίες τους, είτε σαν δέηση για βοήθεια είτε σαν επίκληση επίτευξης προσωπικών στόχων, είτε σαν μια σειρά εικόνων που εκφράζουν τον συναισθηματικό κόσμο των δημιουργών ή καταγράφουν τοπία και αρχιτεκτονήματα που έχουν οικοδομηθεί στο όνομά της. Τόσο ο ανώνυμος δημοτικός λόγος της ποιητικής παράδοση όσο και ο επώνυμος, ποιητικός, είναι γεμάτος με ποιήματα, εικόνες, συμβολισμούς, παραστάσεις, στιγμιότυπα, περιστατικά, από την ζωή και τον βίο, την κοίμηση της πικρολεβεντομάνας Παναγιάς. Όπως η «Δέηση» αυτή των θαλασσινών, των ψαράδων που διαβάζουμε στο ποίημα αυτό του Έλιοτ. Που ο άγγλος ποιητής ικετεύει την Δέσποινα-Παναγία που το ξωκλήσι της στέκει βιγλάτορας των ζωών των απλών ψαράδων, των ναυτικών, των θαλασσινών, και της ζητά να μεσιτεύσει στον γιό και θεός της να σταθεί αρωγός στις ζωές τους. Αποκούμπι παρηγοριάς στις οικογένειες εκείνες των θαλασσινών που δεν θα επιστρέψουν. Ζητά από την Βασίλισσα των Ουρανών να προσευχηθεί για τις μανάδες και τα παιδιά των ναυτικών. Εκείνη, η Κόρη του Υιού της, όπως την αποκαλεί ο μεσαιωνικός ποιητής Δάντης. Βλέπε το έργο του «Θεία Κωμωδία» τρίτο μέρος «Παράδεισος XXXIII, “Vergine madrefiglia del tuo figlio” (Παρθένα μητέρα, κόρη του δικού σου γιου»). Την φράση στην λατινική της γλωσσική αποτύπωση υιοθετεί και αφήνει ως έχει ο Έλιοτ μέσα στους στίχους του. Όπως και την άλλη του Δάντη που μεταφράζει “E la regina del cielo” («Η Βασίλισσα των Ουρανών»). Μια συγκινητική επίκληση και βαθειά ικεσία, χωρίς μάλλον, τους έντονους νοτισμούς απαισιοδοξίας που διαθέτει το αντίστοιχο Καβαφικό ποίημα.  Να συμπληρώσουμε ότι και σε άλλη ποιητική σύνθεση του Τόμας Σ. Έλιοτ, στην «Η Τετάρτη των «Τεφρών» αναγνωρίζουμε σε δύο του ποιήματα να αναφέρεται στην Παναγία.
ΔΕΗΣΙΣ
Η θάλασσα στα βάθη της πήρ’ έναν ναύτη.-
Η μάνα του, ανήξερη, πηαίνει κι ανάφτει

Στην Παναγιά μπροστά ένα υψηλό κερί
για να επιστρέψει γρήγορα και να ν’ καλοί καιροί-

και όλο προς  τον άνεμο στήνει τ’ αφτί.
Αλλά ενώ προσεύχεται και δέεται αυτή,

η εικών ακούει, σοβαρή και λυπημένη
ξεύροντας πως δεν θα ‘λθει πια ο υιός που περιμένει.
    Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
        Στο σημείωμα αυτό μεταφέρω 7 μεταφραστικές εκδοχές-προτάσεις του ποιήματος του νομπελίστα ποιητή Tomas Stern Elliot. Το ποίημα είναι από την ποιητική του συλλογή «Τέσσερα Κουαρτέτα» και την ενότητα ποιημάτων The Dry Salvages. Που αποτελείται από 5 ποιητικές αυτόνομες μονάδες. Έχουμε τρείς γυναικείες μεταφραστικές προτάσεις του έργου, και τέσσερεις αντρικές. Μιας σύνθεσης που ο τίτλος της μας παραπέμπει σε μουσική ορολογία, σε μουσική σύνθεση. Οι δύο πρώτες γυναικείες προτάσεις απέχουν μεταξύ τους τρία χρόνια η μία από την άλλη, ενώ η τρίτη, απέχει από τις άλλες δύο πάνω από μια εικοσαετία. Και οι τρείς γυναικείες φωνές προέρχονται από τον χώρο της ποίησης, ποιήτριες που ασχολήθηκαν και με την μετάφραση. Η πρώτη μετάφραση και δοκιμιακό μελέτημα του έργου Four Quartetsαπό την Έφη Αθανασίου, είναι η πρώτη αν δεν κάνω λάθος εμπεριστατωμένη ερμηνευτική ανάλυση-δοκίμιο του έργου στα ελληνικά. Περιλαμβάνει το πρώτο μέρος με στοιχεία για την ζωή του ποιητή και ψήγματα από έργα του. Την μετάφραση των Τεσσάρων Κουαρτέτων με τις ενότητες ποιημάτων: Burnt NortonEast CokerDry SalvagesLittle Gidding. Κάθε μετάφραση των ποιητικών ενοτήτων της σύνθεσης συνοδεύεται και από σχολιασμό και εμπεριστατωμένη ανάλυση. Ακολουθούν το ΙΙ, το ΙΙΙ, και το IV μέρος που έχουμε μια σφαιρικότερη δοκιμιακή επεξεργασία του έργου. Το 208 σελίδων αυτό βιβλίο που όταν κυκλοφόρησε (1978) κόστιζε 300 παλαιές δραχμές, παρά του ότι δεν είναι δίγλωσσο, περιέχει αποσπάσματα ποιημάτων στην αγγλική γλώσσα από όπου η Έφη Αθανασίου το μετέφερε στα ελληνικά. Η ποιήτρια και μεταφράστρια έχει εκδόσει μέχρι τότε τρείς ποιητικές συλλογές και έχει μεταφράσει έργα του θεατρικού άγγλου συγγραφέα Harold Pinter, του γάλλου υπαρξιστή φιλόσοφου Jean Paul Sartre, του μυθιστοριογράφου Frans Kafka, δοκίμια της Virginia Woolf, έργα του θεατρικού συγγραφέα του παραλόγου, ρουμάνου EIonesco.Σημειώνει για το έργο: «….Το σημαντικότερο έργο του είναι τα Τέσσερα Κουαρτέτα, ένα μήνυμα μυστικής εμπειρίας από τη μυστικιστική εσωτεριστική Γνώση για το σκοπό της ανθρώπινης ζωής και τη σχέση της με την αιωνιότητα, όπου η σύμπτωση της μορφής και ουσίας δίνουν ένα έργο μεγάλης δύναμης και ομορφιάς, μια εξαιρετική αρμονική δομή που προσεγγίζει την τελειότητα της μορφής. Τα Τέσσερα Κουαρτέτα έχουν την αίσθηση του ιστορικού παρελθόντος και της επίδρασης της διανοητικής εμπειρίας του στο παρόν και είναι μια εξελικτική πορεία προς την Υπέρβαση που κορυφώνεται στην Ένωση με το Απόλυτο.».
   Η δεύτερη γυναικεία μεταφραστική πρόταση κυκλοφόρησε στην Αθήνα το 1981 από την ποιήτρια Κούλα Β. Κότσαπα, που υπογράφει και τον πρόλογο καθώς και τις σημειώσεις. Το βιβλίο έχει 126 σελίδες και ο πρόλογος είναι γραμμένος στην Λεμεσό της Κύπρου, Οκτώβριος 1979, πέντε χρόνια μετά την τούρκικη στρατιωτική εισβολή και κατοχή της Νήσου. Η σύνθεση αντλείται όπως σημειώνεται στην δεύτερη εσωτερική σελίδα του βιβλίου από «TSEliot Four Quartets. Η μετάφραση έγινε από το βιβλίο “Collected poems” (1909-1962). Έκδοση 1963 Faber & Faber Ltd.- London. Στις αριστερές σελίδες περιλαμβάνεται το αγγλικό πρωτότυπο κείμενο ενώ στις δεξιές η μετάφραση. Από την σελίδα 99 και έπειτα, έχουμε τις σημειώσεις πάνω στους στίχους των ποιητικών ενοτήτων. Η ποιήτρια, αδερφή του πειραιώτη μουσουργού Μενέλαου Παλλάντιου, αρχίζει τον πρόλογό της με «Η ποίηση, γράφει ο Έλιοτ, «αρχίζει μ’ ένα άγριο χτύπημα τυμπάνου μες στη ζούγκλα και διατηρεί μέσα της τούτο  το ουσιαστικό στοιχείο της κρούσης και του ρυθμού». Για την ποιητική σύνθεση γράφει μεταξύ άλλων:                                                         «Έτσι, στα «Τέσσερα Κουαρτέττα» επαναλαμβάνεται η ιστορία της ανθρώπινης μοίρας’ το σύθαμπο (Dim light) εξακολουθεί να υπάρχει, αλλά τώρα αντιμετωπίζεται με πίστη. Βαθειές χριστιανικές πανανθρώπινες αλήθειες μας συγκλονίζουν. Μιά πορεία ανθρώπινης προσπάθειας περιπλάνησης και αναζήτησης, ένας κύκλος ζωής, με την γέννηση, τη φθορά, τον θάνατο, και την ανάσταση εδώ. Κύκλοι, καλλίτερα ζωής, ιδωμένοι από πολλές οπτικές γωνίες. Μια μυστηριακή ένωση των 4 στοιχείων, των ριζωμάτων, που δημιουργούν τη ζωή, με τον Λόγο, το «Πρώτο Κινούν», να στέκει πάνω απ’ όλα. Κάθε ένα από τα 4 στοιχεία, κυριαρχεί σε κάθε ένα από τα τέσσερα ποιήματα: Ο αέρας στο Burn Norton, η γη στο East Coker, το νερό στο Dry Salvages, και η φωτιά στο Little Gidding.. Στα «Τέσσερα Κουαρτέττα», η πλούσια εμπειρία του ποιητή, ανοίγεται περισσότερο με μια πλουσιώτερη και ποικιλώτερη έκφραση. Εδώ ο στοχασμός του κορυφώνεται, περνώντας μέσα από τις φιλοσοφικές ρήσεις του Ηράκλειτου, από τον Εκκλησιαστή και τον Άγιο Αυγουστίνο, τον Άγιο Ιωάννη του Σταυρού, από ινδικά κείμενα, Σωκρατικούς απόηχους και ρήσεις Άγγλων Μυστικών που κινούνται μέσα στο κείμενο σαν αξιώματα…».
Η τρίτη γυναικεία μεταφραστική πρόταση είναι από την γνωστή ποιήτρια της γενιάς του 1970, μεταφράστρια και επιμελήτρια εκδόσεων Παυλίνα Παμπούδη, Αθήνα 2002. Ο 214 σελίδων τόμος, που όταν κυκλοφόρησε κόστιζε 15, 60 ευρώ, δεν περιλαμβάνει την μεταφραστική πρόταση της ποιήτριας Παυλίνας Παμπούδη αλλά την εμπεριέχει μαζί με άλλα έργα του Έλιοτ. Και συγκεκριμένα τα περιεχόμενα του τόμου είναι τα εξής: Εισαγωγή. Το Ερωτικό Τραγούδι του JAPrufrock. Γερόντιον. Η Έρημη Χώρα. Τέταρτη της Σποδού. Τέσσερα κουαρτέτα. Σημειώσεις του Τ. Σ. Έλιοτ για την Έρημη Χώρα. Φωτογραφίες. Μια συνέντευξη. Εργογραφία.  Η έκδοση είναι δίγλωσση. Όπως διαπιστώνει ο αναγνώστης της ποίησης, ο τόμος αυτός είναι μια εκ νέου  σύγχρονη μεταφραστική πρόταση ανάγνωσης των Απάντων του άγγλου ποιητή, εν έτει 2002, είκοσι  χρόνια μετά την κυκλοφορία των «Απάντων» του ποιητή από τις εκδόσεις Κέδρος και τον μυθιστοριογράφο Α. Νικολαϊδη. Η γλώσσα της Παμπούδη διαθέτει μεγαλύτερα ποιητικά αποθέματα από άλλες του Έλιοτ μεταφράσεις. Η συμπαρουσίαση των 7 εν συνόλω μεταφράσεων βοηθά τον αναγνώστη της ιστοσελίδας αυτής να εξάγει τα προσωπικά του μεταφραστικά και ποιητικά συμπεράσματα. Γράφει μεταξύ άλλων η Παυλίνα Παμπούδη για τα «Τέσσερα κουαρτέτα»:                                                           «Ο Προύφροκ λ.χ. όπως και τα Τέσσερα Κουαρτέτα αργότερα, έχουν πολλούς ομοιοκατάληκτους στίχους και ολόκληρα μέρη τους είναι συντεθειμένα σε παραδοσιακές μορφές, τεχνική που προσδίδει μια ιδιαίτερη δραματικότητα και ζωντάνια στο «ελεύθερο» ποιητικό κείμενο.». Και συνεχίζει παρά κάτω: «Σε πιο αυστηρό ποιητικό επίπεδο, ο Έλιοτ συνέθεσε, από το 1935 έως το 1943, τα Τέσσερα Κουαρτέτα (Four Quartets), την τελευταία του, ουσιαστικά, μεγάλη προσφορά στην ποίηση. Στα Τέσσερα Κουαρτέτα, έργο αριστοτεχνικό στις λεπτομέρειες και την οργάνωση, έχουμε πραγματικά μια κορύφωση της ποιητικής έκφρασης. Ο Έλιοτ χρησιμοποιεί (κι όχι για πρώτη φορά) ορισμένες μουσικές αρχές αντίστιξης, επανάληψης και ασυνέχειας και οι ποιητικές δομές παίζουν με τα φωνητικά και συνηχητικά στοιχεία της γλώσσας. Ο Richards αποκαλεί αυτή την τεχνική του Έλιοτ «μουσική ιδεών». Εδώ, επικρατούν πάλι τα θέματα της συνέχειας της εμπειρίας μέσα στο χρόνο και πέρα από αυτόν, η λύτρωση μέσα από το χρόνο και η αναζήτηση της προσωπικής μοίρας του ανθρώπου.». Όπως έχει προαναφερθεί το ποίημα που αντιγράφω είναι το τέταρτο από τα πέντε συνολικά, στίχοι 170-185, της ενότητας ποιημάτων “The Dry Salvages” των «Τεσσάρων Κουαρτέτων.(1944).
Να σημειώσουμε ότι, τα αποσπάσματα του Ηράκλειτου που προηγούνται της ποιητικής αυτής σύνθεσης είναι: «Του λόγου δ’ εόντος ξυνού ζώουσιν οι πολλοί ως ιδίαν έχοντες φρόνησιν» Ι. p. 77. Fr. 2. Και, «Οδός άνω και κάτω μία και ωυτή» Ip. 89, Fr. 60. DielsDie Fragmente der Vorsokratiker (Herakleitos). Το όνομα του Ηράκλειτου καθώς και πολλά αποσπάσματα των λόγων και της σκέψης του, διαπιστώνουμε ότι εμπλουτίζουν τα έργα ποιητικά και μυθιστορηματικά εκατοντάδων ανθρώπων του πνεύματος και της καλλιτεχνίας και πέρα από τον καθαυτό χώρο της αρχαίας φιλοσοφίας. Να θυμίσουμε ότι ακόμα και ένα καθαρά τρυφερό, αισθησιακό, ρομαντικό κινηματογραφικό ομοφυλόφιλης προβληματικής πρόσφατο έργο, το “Call me by your name and I call you by mine” από το μυθιστόρημα του Andre Aciman, «Να με φωνάζεις με τ’ όνομά σου», ο αμερικανός φοιτητής που έρχεται προσκεκλημένος να κάνει τις καλοκαιρινές του διακοπές στην Ιταλία, κάνει την διδακτορική του εργασία πάνω στον αρχαίο σκοτεινό φιλόσοφο Ηράκλειτο. Καλλιτεχνικές δημιουργίες των μοντέρνων σύγχρονων ιστορικών ημερών μας που μας δείχνουν αβίαστα και απερίφραστα την επιρροή του αρχαίου έλληνα φιλόσοφου στις σκέψεις και τους προβληματισμούς των νέων δημιουργών.
     Το 1983 οι γνωστές εκδόσεις Κέδρος, εκδίδουν σε δεύτερη έκδοση, τον τόμο Τ. Σ. ΕΛΙΟΤ, «ΑΠΑΝΤΑ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ» σε ελληνική μετάφραση και εισαγωγή του μυθιστοριογράφου Αριστοτέλη Νικολαϊδη. Σελίδες 280, τιμή 700 δραχμές. Εξώφυλλο και σχέδιο ΤΙΛΝΤΑ. Ο συγγραφέας και ψυχίατρος Αριστοτέλης Νικολαϊδης, χρησιμοποιεί την έκδοση του 1963 του ποιητικού corpus του άγγλου ποιητή. Ο τόμος όπως γράφει ο μεταφραστής είναι αφιερωμένος: «Σε όσους μετέφρασαν ή πρόκειται να μεταφράσουν ποίηση του Τ.Σ. ΕΛΙΟΤ, από  αγάπη για την ελληνική γλώσσα». Στο άνοιγμα της αυλαίας της Εισαγωγής του (9-36), σημειώνει: «Ο τόμος αυτός περιλαμβάνει μεταφρασμένα στα ελληνικά όλα τα ποιήματα του TSEliot, όπως συγκεντρώθηκαν από τον ίδιο τον ποιητή στα “Collected Poems, 1909-1962”. Είναι δηλαδή τα ποιητικά του Άπαντα. Στην επίσημη αυτή και πλήρη έκδοση των ποιημάτων του Έλιοτ περιέχονται 85 τίτλοι και 12 αυτοτελείς ενότητες: όλα τα μεγάλα του ποιήματα, όπως «Η Έρημη Χώρα»… «Τετάρτη των Τεφρών», «Χορικά από τον Βράχο». «Τέσσερα Κουαρτέττα» μέχρι τα «Ελάσσονα» και «Επικαιρικά» ποιήματά του». Διευκρινίζει επίσης σε σημείωσή του τα εξής: «Τα ποιήματα: Ο Διευθυντής (σελ. 76) Μίγμα Μοιχόν και Παντός (σελ. 77). Σελήνη του Μέλιτος (σελ. 78). Στο Εστιατόριο (σελ. 81), έχουν γραφτεί από τον Έλιοτ κατ’ ευθείαν στα γαλλικά, εξ ου και η μετάφρασή τους». Η ποιητική σύνθεση «Τέσσερα Κουαρτέτα» περιέχεται στις σελίδες 213-246. Ενώ το ΙΙ ποίημα («Δέσποινα, τρεις άσπρες λεοπαρδάλεις…»), και το IV («Ποια μεταξύ περπάτησε του ιώδους και του ιώδους…») που αναφέρονται στην παρθένο Μαρία της σύνθεσής του «Η Τετάρτη των Τεφρών» (1939), δημοσιεύονται στις σελίδες 125 και 128 αντίστοιχα. Το βάρος της εισαγωγής του Αριστοτέλη Νικολαϊδη εστιάζεται στην σύνθεση του Έλιοτ «Έρημη Χώρα» που το εξετάζει σχολαστικώς και σε σχέση με τις άλλες ποιητικές συνθέσεις του ποιητή, καθώς επίσης, και σε ζητήματα ποιητικής γλώσσας με τα οποία καταπιάστηκε ο σοφός και μετρημένος Έλιοτ, που, τόσο ο ποιητής Τάκης Παπατζώνης όσο και ο Γιώργος Σεφέρης, είναι από τους πρώτους έλληνες ποιητές που αγάπησαν το έργο του και μας το μετέφρασαν από τον προηγούμενο αιώνα στα ελληνικά. Γράφει ανάμεσα στα άλλα για τα «Τέσσερα Κουαρτέτα»: «…όμως ιδού πού μια βαθύτερη μέσα του διεργασία τον οδήγησε σιγά-σιγά στην σύνθεση των «Τεσσάρων Κουαρτέττων», όπου οι τέσσερεις κρίσιμες λέξεις της ποίησής του, πάθος, πόθος, ειρωνεία, έκσταση, συντίθεται σε μια τετραλογία που τον συνδέει μέσω του Χαίλντερλιν με τα νάματα του Ηρακλείτειου λόγου…». Και παρακάτω: «Η πειστικότητα των «Τεσσάρων Κουαρτέττων», βγαίνει από την ίδια την εξαίσια ποίησή τους, από τον λόγο τους, και από την βαθύτερη αίσθηση που σου δίνουν ότι ‘οδός άνω κάτω μία και ωυτή’».
     Πέντε χρόνια μετά, το 1988 κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Ρόπτρον» οι μεταφράσεις τριών ποιητικών συνθέσεων του Έλιοτ από τον ποιητή Κλείτο Κύρου. Οι συνθέσεις αυτές είναι: «Η Τετάρτη των Τεφρών», «Τα Τραγούδια του Άριελ» και τα «Τέσσερα Κουαρτέτα». Η μεταφραστική αυτή εκδοχή-πρόταση των ποιημάτων του Έλιοτ, που αρχινά με ένα απόσπασμα από το έργο «Φόβος και Τρόμος» του SKierkegaard«Ο έρωτας έχει τους ιεροφάντες του ανάμεσα στους ποιητές, και κάποτε θ’ ακούσεις και καμιά φωνή που θα ξέρει πώς να τον τιμήσει: όμως ούτε λέξη δε θ’ ακούσεις για την πίστη. Άραγε, ποιος θα βρεθεί να μιλήσει προς τιμήν αυτού του πάθους;»
Στις γενικές κεντρικές «Σημειώσεις πάνω στα «Τέσσερα Κουαρτέτα» ο ποιητής και μεταφραστής Κλείτος Κύρου αναφέρει μεταξύ άλλων: «Η Τετάρτη των Τεφρών, που είναι και η απαρχή της χριστιανικής περιόδου της ελιοτικής ποίησης, προετοίμασε το δρόμο για τα Τέσσερα Κουαρτέτα. Αποτελεί, κατά κάποιον τρόπο, το θεμέλιο που πάνω του θα υψωθούν τα Τέσσερα Κουαρτέτα και το μαγικό κλειδί που θα τ’ αποκρυπτογραφήσει. Είναι η πρώτη ύλη μιας προσωπικής εμπειρίας από την οποία τα Τέσσερα Κουαρτέτα θ’ αντλήσουν τα ίδια σύμβολα για την προσχεδιασμένη αρχιτεκτονική τους προς μια γενίκευση κρίσεων και εμπειριών. Τα Τέσσερα Κουαρτέτα, όλα μαζί δημοσιευμένα για πρώτη φορά το 1943 αποτελούνται από τέσσερα μεγάλα ποιήματα έχοντας για τίτλους  τοπωνύμια της Αγγλίας και της Αμερικής, που είχαν ασκήσει κάποια επίδραση στη ζωή του ποιητή. Όλα μαζί σχηματίζουν μιά οργανικά δεμένη τετραφωνία, έχουν την ίδια κατασκευή, το ίδιο ύφος, κι αποτελούν στην πραγματικότητα τέσσερα μουσικά θέματα. Και λέω μουσικά θέματα, γιατί εδώ η τεχνοτροπία της Τετάρτης των Τεφρών παίρνει χρώματα και, προπαντός μουσική…».
Χρησιμοποιώ και τις δύο ορθογραφικές αποτυπώσεις της λέξεις «κουαρτέτα» «κουαρτέττα» όπως τις χειρίζονται οι ίδιοι οι μεταφραστές.
     Από τις εκδόσεις Καστανιώτη- Αθήνα 1992 στην σειρά «ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ» κυκλοφόρησε ο 262 σελίδων τόμος, δραχμές 3120,  «Τέσσερα κουαρτέτα» σε απόδοση, εισαγωγικά δοκίμια και σχόλια του ποιητή Αντώνη Δεκαβάλλε, σε δεύτερη έκδοση.  Η αυτόνομη αυτή έκδοση της συλλογής πραγματοποιείται δέκα τέσσερα χρόνια από αυτήν της Έφης Αθανασίου, έντεκα της Κούλας Β. Κότσαπα, και τι ενδιάμεσες εκδόσεις των μεταφράσεων των ποιητικών απάντων του ποιητή. (Αριστοτέλης Νικολαϊδης, Παυλίνα Παμπούδη, Κλείτος Κύρου). Είναι η προ τελευταία μεταφραστική εκδοχή πρόταση του έργου, πριν την τελευταία περισσότερο ολοκληρωμένη και εμπεριστατωμένη, σχολιασμένη δίγλωσση έκδοση που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη, του ποιητή και μεταφραστή Χάρη Βλαβιανού το 2016.
     Ο έκδοση της προσέγγισης του έργου «Τέσσερα Κουαρτέτα» από τον ποιητή Αντώνη Δεκαβάλλε των εκδόσεων Καστανιώτη, περιλαμβάνει το έργο, και εκτεταμένα σχόλια στις τέσσερεις ποιητικές ενότητες, πρόλογο και ευχαριστίες στην πρώτη και δεύτερη έκδοση, σύντομη ανασκόπηση του Θωμά Στερν Έλιοτ, επιλογή ξένης και ελληνικής βιβλιογραφίας καθώς και τα κεφάλαια «Η ποίηση- Η γλώσσα», και «Μερικοί παραλληλισμοί». Το κεφάλαιο αυτό, σελίδες 35-91 και το «Τα Κουαρτέτα» σελίδες 93-110, πριν τις σελίδες την απόδοσης του έργου, είναι τα πλέον καίρια και καθοριστικά ερευνητικά και διερευνητικά ερμηνείας και ανάλυσης του ελιοτικού έργου. Που, μαζί, με τα εμπεριστατωμένα κατοπινά σχόλια, έρχονται να συμπληρώσουν τα όποια χρονικά, δοκιμιακά, ερμηνευτικά «κενά» της έκδοσης της Αθανασίου, και της δικής της σχολιαστικής εκδοχής. Τα δοκιμιακά πεπραγμένα πάνω στην ποίηση του άγγλου Τόμας Στερν Έλιοτ από έναν έλληνα σύγχρονο των ημερών μας ποιητή, με μεγάλη καθηγητική εμπειρία στην αμερικάνικη ήπειρο πάνω στον ποιητικό λόγο, είναι μια ευτυχής συγκυρία για την γνωριμία μας και την κατανόησή μας του έργου του άγγλου ποιητή. Αντλούμε πληροφορίες και στοιχεία που σπονδυλώνουν και οργανώνουν τις θέσεις μας και τις κρίσεις μας πάνω στην ποιητική αυτή σύνθεση. Υπάρχει μια χημεία απόψεων και ιδεών μεταξύ του άγγλου και του έλληνα ποιητή, όπως αντίστοιχα το ίδιο διακρίνουμε στην άνεση και την δημιουργική μεταφραστική «ευκολία» με την οποία η ποιητής Χάρης Βλαβιανός μας δίνει την δική του προσωπική εκδοχή και πρόταση. Οι δοκιμιακές απόψεις του ποιητή και μεταφραστή Αντώνη Δεκαβάλλε, για το έργο, τα σχόλιά του, πέρα από την ελληνική απόδοση των ποιημάτων, μας φανερώνουν έναν έμπειρο αναγνώστη της αγγλικής ποίησης που τα επιχειρήματά του πατούν σε στέρεες βάσεις και κρίσεις,  διατυπωμένες με έναν τέτοιο εύληπτο τρόπο και ύφος γραφής που γίνεται αντιληπτός και κατανοητός ακόμα και από τον πλέον αδαή πάνω στα μυστικά της ποίησης του Έλιοτ και τα κλειδιά κατανόησης του συγκεκριμένου έργου. Και δεν είναι νομίζω τυχαίο, ότι μετά την «Έρημη Χώρα» ίσως είναι το πλέον αγαπητό ποιητικό έργο του άγγλου νομπελίστα από το ελληνικό αναγνωστικό κοινό, όπως μας δηλώνουν οι επτά που έχω υπόψη μου μεταφράσεις του σε διάστημα σαράντα περίπου χρόνων. Ευτυχής συγκυρία προς όφελος των ελλήνων θιασωτών της ποίησης και της αγγλόφωνης ειδικότερα. Ας αντιγράψουμε ελάχιστα από το μελέτημα του ποιητή Αντώνη Δεκαβάλλε για το έργο. Μια ποιητική αυτόνομη ποιητική σύνθεση, δηλαδή ποιήματα που λειτουργούν και κοινωνούν και αυτόνομα το ένα από το άλλο, αλλά και συνομιλούν μεταξύ τους σαν μια ποιητική οργανική ενότητα. Σαν ηχητικές φωνές ενός μουσικού κουαρτέτου από διαφορετικά όργανα που όλα μαζί δίνουν την αίσθηση μιας μουσικής και ποιητικής σύγχρονης της ποίησης τελειότητας και τεχνικής αρτιότητας. Να υπενθυμίσουμε ότι «Τα Τέσσερα Κουαρτέτα» είναι γεμάτο από φανερές και κρυφές, υπόγειες παραπομπές και εικόνες, αισθήσεις και καταστάσεις που προέρχονται από τους δύο μεγάλους συγγραφικούς κύκλους της χριστιανικής θρησκείας και παράδοσης. Την παλαιά και καινή διαθήκη, από σπέρματα λεκτικών ρήσεων και γλωσσικών εννοιών που προέρχονται από την ανατολική παράδοση και δοξασίες και από ένα μυστικό ποιητικό θρησκευτικό ποιητικό ρεύμα που αρδεύει την μυστική ευρωπαϊκή ποίηση, με προεξάρχοντα της χορείας αυτής, το έργο «Θεία Κωμωδία» του ποιητή Δάντη Αλιγκέρι. Τα Τέσσερα Κουαρτέτα είναι ένα πολυεπίπεδο έργο. Το ιζηματικό του υπόστρωμα μεταφέρει μέσα του πολλές του ανθρώπινου πολιτισμού μας παραδόσεις, πέραν της χριστιανικής. Ας αφήσουμε όμως τον δοκιμιακό λόγο του ποιητή και μεταφραστή Αντώνη Δεκαβάλλε να μας μιλήσει και γνωρίσει το έργο: «Τελική καταξίωση του δημιουργού είναι, θαρρώ, το να δώσει, με την ενότητα και τη συνέπεια του έργου του, την αίσθηση της ολοκλήρωσης μιας προσωπικότητας. Είναι αδιάφορο πώς η προσωπικότητα αυτή προβάλλεται συγκεκριμένα. Η καλλιτεχνική δημιουργία είναι από τη φύση της λειτουργία περίπλοκη, που η μελέτη της είναι περισσότερο μέλημα του φιλολόγου, του θεωρητικού της τέχνης και του ψυχολόγου παρά δικό μου. Εγώ, μαζί με τον κάθε αναγνώστη, μπορώ να πω πώς τα ομηρικά έπη προβάλλουν την προσωπικότητα του Ομήρου και τα σαιξπηρικά έργα του Σαίξπηρ, όπως η Θεία Κωμωδία προβάλλει τον Δάντη και τα Άνθη του κακού του Μπωντλαίρ, αδιάφορο αν ο δημιουργός μας μιλάει άμεσα και στο πρώτο πρόσωπο είτε μεσ’ από το στόμα των ηρώων του είτε και κατά έναν πιό έμμεσο τρόπο. Την παρουσία του μέσα στο έργο την αναζητούμε ασυνείδητα, γιατί την προυποθέτει η απόλαυση του ίδιου του έργου, είτε λυρική ποίηση είναι  είτε έπος είτε δράμα (για να μην προχωρήσω και στα άλλα είδη του λόγου), και η επικοινωνία μας με το έργο αυξάνει όσο η παρουσία τούτη μας γίνεται αισθητή. Αμφιβάλλω αν θα μπορούσαμε  ποτέ να ξεχωρίσουμε την απόλαυση ενός δημιουργήματος από την αίσθηση πως είναι έργο ενός ανθρώπου που φέρνει κάποιο μήνυμα, το προσωπικό του μήνυμα, κι εκφράζει τον προσωπικό του αγώνα να ολοκληρωθεί μέσα στις εκφραστικές του δυνατότητες.
     Αν ο Έλιοτ προσέλκυσε το ενδιαφέρον μιας μεγάλης μερίδας του πνευματικού κόσμου με την Έρημη χώρα, το ευρύτερο κοινό και τη γενική αναγνώριση τα κέρδισε αναμφισβήτητα με τα Τέσσερα κουαρτέτα, γιατί μ’ αυτά είναι που έδωσε την ποθητή ολοκλήρωση στο έργο του και την τελική λύση στα προβλήματα της δημιουργικής του προσπάθειας. Έδωσε στο συνολικό του έργο την αρετή της ενότητας, που κάνει τα προγενέστερα επιτεύγματά του να φαίνονται εξελικτικά στάδια που προετοιμάζουν την τελική επίτευξη, όπου συνδυάζεται η πιό ταιριαστή μορφή με την πιό τέλεια έκφραση  της προσωπικότητάς του»..
Και θα τολμούσαμε να γράψουμε ότι ο εργασιακός μόχθος του ποιητή Αντώνη Δεκαβάλλε που μας πρόσφερε με το βιβλίο αυτό είναι μέχρι την χρονιά της έκδοσής του η αρτιότερη βοήθεια κατανόησης του έργου αυτού. Μάλιστα, στην συνέχεια του δοκιμίου του για τα «Κουαρτέτα» απολογείται για τον μεγάλο αριθμό εξωτερικών βοηθημάτων που χρησιμοποίησε σαν υποστυλώματα στην κατανόηση του έργου. Γράφει ο Δεκαβάλλες:
« Γενικά παραδεγμένη αντίληψη, και δική μου πεποίθηση εξάλλου, είναι πως η ποίηση πρέπει να έχει σαν υπέρτατη αρετή της το να «στέκει γυμνή στα κόκκαλά της» και να προσφέρεται με την αυτοτέλεια της μορφής και της ιδέας της, χωρίς βοηθήματα και αναφορές και επεξηγήσεις. Σωστή όμως και δικαιολογημένη βρίσκω την απαίτηση που έχει ο μεγάλος τεχνίτης απέναντι στην αντίληψη  του αναγνώστη και τη συνειδητή του μέθεξη στην ποιητική λειτουργία. Το ποίημα προσφέρει και πρέπει να προσφέρει την ποιητική ουσία (την ποίηση) ακόμα και στον άνθρωπο που ξέρει να διαβάζει μόνο (τον πλατωνικό αναγνώστη). Μά βέβαια ο απλός αναγνώστης δεν είναι εκείνος που θ’ απολαύσει την ποίηση σε όλα τα επίπεδα των αξιών της, σε όλο της τον πλούτο. Ο συνειδητός άνθρωπος του 20ου αιώνα υποτίθεται πως είναι ο ασύνειδος και συνειδητός φορέας του πλούτου της ζωής τόσων αιώνων που διάνυσε με τις γενιές του είδους του πάνω στη γη- ο συνειδητός και ασυνείδητος «κληρονόμος της φυλής». Τέτοιος είναι ο μεγάλος τεχνίτης, τέτοιος πρέπει να σταθεί κι ο αναγνώστης που θα δεχτεί την πολύπλευρη ποιητική ουσία του αιώνα του, συνισταμένη των πνευματικών και ψυχικών κατακτήσεων από τους αιώνες της συνείδησης και του ασυνειδήτου. Για τον «αναγνώστη» αυτόν,  στο προχωρημένο αυτό επίπεδο της επικοινωνίας του με την ποίηση, η ποίηση εξακολουθεί, το ίδιο όπως και για τον κοινό αναγνώστη, να μένει «γυμνή στα κόκαλά της». Οι πιθανές αναφορές που για αυτόν κάνει το ποίημα, κινούμενο στον ευρύτερο χώρο του, είναι αναφορές έξω ίσως από το ποίημα, αλλά πάντως μέσα στην εμπλουτισμένη αισθητική αντίληψη του αναγνώστη και την ευρεία συνείδησή του.».
Όπως διαπιστώνουμε ο ποιητής Αντώνης Δεκαβάλλες δεν αποδίδει απλώς την ποίηση του άγγλου συναδέλφου του αλλά, αρθρώνει και ένα σύστημα ερμηνείας της ποιητικής λειτουργίας και μια «μέθοδο» πλησιάσματος και ανάγνωσης ενός ποιητικού έργου από τον σύγχρονο αναγνώστη του 20ου και 21ου αιώνα.
     Τέλος, ας έρθουμε στην τελευταία, πιο  πρόσφατη χρονικά κυκλοφορία, 2012 η πρώτη, Αθήνα 2016 ή έκτη επανέκδοση της δίγλωσσης αυτής πρότασης από τις εκδόσεις Πατάκη, του έργου «ΤΕΣΣΕΡΑ ΚΟΥΑΡΤΕΤΑ» του Τόμας Σ. Έλιοτ, σε μετάφραση, εισαγωγή, σχόλια από τον ποιητή και μεταφραστή, ανθολόγο, επιμελητή Χάρη Βλαβιανό. Τι είναι αυτό που κάνει αναγκαία μια καινούργια μεταφραστική εκδοχή-πρόταση των ποιημάτων αυτών του άγγλου νομπελίστα; Και μάλιστα, όταν διαπιστώνουμε ότι η έσχατη αυτή έκδοση άρεσε, άγγιξε τις αναγνωστικές και άλλες πνευματικές ανάγκες και ανησυχίες του ελληνικού κοινού της ποίησης, και το βιβλίο, εμπορικά και εκδοτικά, είχε ανοδική πορεία. Η έκδοση έχει 172 σελίδες, κοστίζει 14 ευρώ και περιέχει και cd. Στο οποίο ο άγγλος ποιητής διαβάζει το έργο.
      Ο κύριος Χάρης Βλαβιανός είναι ένας καταξιωμένος έλληνας ποιητής και ένας επίσης καταξιωμένος και αναγνωρισμένος μεταφραστής της αγγλοσαξονικής ποίησης. Οι μεταφραστικές του ποιητικές επιλογές, τα πρόσωπα και τα έργα που επέλεξε εδώ και χρόνια να ασχοληθεί και να τα προσφέρει στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, ανήκουν στον ποιητικό ανθό της δυτικής αγγλοσαξονικής γραμματείας. Είναι μεταφραστικές του προτάσεις που αγαπήθηκαν από το αναγνωστικό κοινό εξίσου με την πρωτότυπη ποιητική δημιουργία που εδώ και αρκετές δεκαετίες μας έχει προσφέρει. Να σταθώ μόνο, σε μία του εξαιρετική δουλειά, αυτή της «Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας σε 100 Χάϊκου», που μας φανερώνει τους ποιητικούς και γλωσσικούς σπονδύλους αναφοράς της δικής του ποιητικής περιπέτειας. Ο ποιητής Χάρης Βλαβιανός, είναι ένας πολύ καλός κάτοχος των μυστικών της αγγλικής γλώσσας. Αυτό το βλέπει κανείς τόσο στις μεταφράσεις ξένων ποιητών που έχει παρουσιάσει σε διάφορα κατά καιρούς λογοτεχνικά περιοδικά όσο και σε μεταφραστικές του προτάσεις που έχουν κυκλοφορήσει αυτόνομα σε βιβλία. Ο λόγος του, τόσο ο πρωτογενής ποιητικός όσο και ο αυτός των μεταφραστικών του αποδόσεων είναι λακωνικός, ακριβής, καίριος, ουσιαστικός, γλωσσικά αποτελεσματικός. Οι μεταφραστικές του καταθέσεις, δεν είμαι αρμόδιος μεταφραστικά, αλλά ενστικτωδώς σαν απλός αναγνώστης, διαισθάνομαι, ότι είναι ότι καλύτερο κυκλοφορεί ας μου συγχωρεθεί η έκφραση, στην μεταφραστική «πιάτσα» στις μέρες μας. Σύγχρονος μεταφραστικός λόγος, καλή διαχείριση του ελληνικού γλωσσικού υλικού, καθαρό ύφος, όπως αρμόζει σε ποιητές και μεταφραστές που ασχολούνται από αγάπη ή επαγγελματική υποχρέωση με τον αγγλοσαξονικό ποιητικό λόγο,  νοηματική διαύγεια, συνέπεια στους μεταφραστικούς στόχους που θέτει, χρηστική αποτελεσματικότητα του μεταφραστικού αποτελέσματος. Το γενικό περίγραμμα των μεταφραστικών του φιλοδοξιών νομίζω αν δεν λαθεύω, ότι είναι γλωσσοκεντρικό. Δηλαδή ο μεταφραστής, παλεύει με το ποιητικό σώμα μέσω της γλώσσας, των κωδίκων της, των μυστικών της, των εσωτερικών της μέσα στον ποιητικό χρόνο διαδρομών. Και ο αγώνας του αυτός, είναι διπλός. Γίνεται και στην πάλη του κατανόησης της αγγλικής (ξένης γλώσσας) και προς την μητρική του, την ελληνική στην οποία οραματίζεται σαν στόχο να αποδώσει το ξένο ποίημα, συλλογή. Ο ποιητής αν στέκει, είναι ένας σύγχρονος έλληνας ποιητής και μεταφραστής πολιτογραφημένος και δυτικοευρωπαίος και έλληνας δημιουργός. Ορισμένες μεταφραστικές του προτάσεις έχεις την αίσθηση ότι είναι βάδισμα πάνω σε δικά του ποιητικά πεδία αναφορών και ποιητικών ανιχνεύσεων. Είναι αυτό που στην καθομιλουμένη λένε, ότι του πάει «κουτί» αυτός ο ποιητής ή το έργο. Κουμπώνει με τις δικές του ποιητικές ανησυχίες και προβληματισμούς, αναζητήσεις. Ο Βλαβιανός, συνομιλεί όχι μόνο μεταφραστικά αλλά και ποιητικά με τους ποιητές που μεταφράζει, βλέπε ενδεικτικά το έργο του Wallace Stevens, “ADAGIA”, που νιώθουμε να επικοινωνεί «αποφθεγματικά» εννοώ σαν ποιητική φόρμα με τον ποιητή πρώτα και κατόπιν, του γεννάται η επιθυμία να τον μεταφράσει, να τον μεταφέρει στην μητρική του γλώσσα. Είναι μια αμφίδρομη εσωτερική σχέση αλληλοεπίδρασης δυο ποιητών που συναντώνται όχι μόνο στο πεδίο της γλώσσας αλλά και της ποιητικής έκφρασης. Του ποιητικού αισθήματος σαν ποιητή αναγνώστη-μεταφραστή. Σίγουρα, αυτήν την αίσθησης ποιητικής σύμπλευσης, δεν μας τις δίνουν μόνο οι εργασίες του Βλαβιανού, στην σκέψη μου έρχονται οι μεταφραστικές προτάσεις Του Δημήτρη Τ. Άναλι των έργων του Υβ Μπονφουά. Βλέπε εκδόσεις «Ύψιλον», της ποίησης του John Ashbery, από τον Βασίλη Παπαγεωργίου, βλέπε εκδόσεις «Εστία», της ποιητικής συλλογής του Ιούλιου Σλοβάτσκι από τον ποιητή Δημήτρη Χουλιαράκη από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης, Την άρτια μετάφραση του έργου του Rene Char, από τον πρόωρα χαμένο ποιητή Σωκράτη Κ. Ζερβό, δες και πάλι έκδοση του «Βιβλιοπωλείου της Εστίας», και μια σειρά άλλων σύγχρονων μεταφραστικών προτάσεων που έχουν πραγματοποιηθεί τις τελευταίες δεκαετίες στην χώρα μας και μας φανερώνουν όχι μόνο τα συγγενικά ύφη των ποιητών αλλά και τον εμπλουτισμό τόσο της ελληνικής γλώσσας, το άπλωμά της σε πολλά της ποίησης και των λέξεων στρώματα αλλά και το άνοιγμα των ελληνικών ποιητικών οριζόντων. Όμως, ας μην μακρηγορούμε σε πεδία πέραν του παρόντος σημειώματος. Από τον πυκνό και ουσιαστικό λόγο της εισαγωγής του Χάρη Βλαβιανού και τον σχολιασμό του έργου, οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι η τελευταία αυτή μεταφραστική εκδοχή των «Τεσσάρων Κουαρτέτων» από τον ποιητή Χάρη Βλαβιανό, δεν είχε πρόθεση να αντιπαρατεθεί με τις προγενέστερές της. Δεν θέλει να «ρουμπώσει» τις άλλες που γνωρίζουμε στο μεταφραστικό αυτό παιχνίδι. Ο Βλαβιανός κομίζει την δική του αγάπη και αλήθεια για το έργο. Είναι ένα στοίχημα πρωτίστως με τον ίδιο του τον εαυτό και το κερδίζει όχι χωρίς κόπο. Παρά στα σε σημεία της εισαγωγής του μάλλον στοχαστικό του ύφος, η σκέψη του είναι πεντακάθαρη, οι γλωσσικές του δυνατότητες ξεκάθαρες, το ύφος του λάμπει, η γραφή του έχει στέρεα δομή, τα συμπεράσματα της δικής του ερμηνείας δεν αμφισβητούνται. Ο μεταφραστής μας μιλά για την γλωσσική μέθοδο του ποιητή αλλά και για την τεχνολογία της ποιητικής του. Τα συμπεράσματά του έχουν στέρεα δομή και η εσωτερικές του παραπομπές οικοδομούν τις ερμηνευτικές του εκδοχές. Η γλώσσα και η ποίηση διαμορφώνουν το δικό του προφίλ προσέγγισης της ποίησης του Τόμας Στερν Έλιοτ. Μια συναλληλία απόψεων μεταξύ του άγγλου ποιητή και του έλληνα χωρίς έλλειψη σεβασμού και χωρίς διάθεσης υποτίμησης από την από εδώ μεταφραστική και ερμηνευτική προσπάθεια. Με δυό λόγια, μπορούμε άνετα να γράψουμε ότι δεν ήταν άστοχη ή άκαιρη μεταφραστικά και ερμηνευτικά της επαναπροσέγγισης στις μέρες μας του έργου «Τέσσερα Κουαρτέτα» του ποιητή Τόμας Στερν Έλιοτ.
      Τελικά, από τις 6 συν 1 μεταφραστικές εκδοχές-προτάσεις του έργου «Τέσσερα Κουαρτέτα» των τελευταίων δύο εικοσαετιών στην ελληνική ποιητική γλώσσα, σαν προτάσεις γνωριμίας και επαναγνωριμίας του ελληνικού αναγνωστικού κοινού με ένα από τα σημαντικότερα ποιητικά έργα της παγκόσμιας γραμματείας, τίποτα δεν πήγε χαμένο. Οι προθέσεις και οι μεταφραστικές προαιρέσεις των ελλήνων και ελληνίδων ποιητών πέτυχαν τον μικρό ή μεγαλύτερο στόχο τους. Επωφελή για εμάς τους δέκτες αναγνώστες στους οποίους απευθύνεται ο ποιητικός λόγος.                                              
     .         IV
Lady, whose shrine stands on the promontory,
Pray for all those who are in ships, those
Whose business has to do with fish, and
Those concerned with every lawful traffic
And  those who conduct  them.

Repeat a prayer also on behalf of
Women who have seen their sons or husbands
Setting forth, and not returning:
Figlia del tuo figlio,
Queen  of Heaven.

   Also pray for those who were in ships, and
Ended  their voyage on the sand, in the
  sea’ s lips
Or in the dark throat  which will not reject them
Or wherever cannot  reach  them  the sound of  the sea
  bells
Perpetual  angelus.  
IV
Δέσποινα, που ο ναός σου στέκει στο ακρωτήρι,
Προσευχήσου για όλους αυτούς που είναι σε πλοία, εκείνους
Πού η δουλειά τους έχει να κάνει με τα ψάρια, κι’
Αυτούς που έχουν σχέση με κάθε νόμιμη συναλλαγή
Κι’ εκείνους που τους οδηγούν.

Ξαναπές μιά προσευχή και για χάρη
Των γυναικών που είδαν τους γιούς τους ή τους άντρες τους
Να ξεκινάνε, και να μην ξαναγυρίζουν:
Figlia del tuo figlio
Βασίλισσα των Ουρανών.

Προσευχήσου και γι’ αυτούς που ήταν σε πλοία, και
Τέλειωσαν το ταξίδι τους στην άμμο, στα χείλη της θάλασσας
Ή στο σκοτεινό λαρύγγι πού δεν θα τους ξαναβγάλει πιά
Ή όπου δεν μπορεί να τους φθάσει ο ήχος της
θαλασσινής καμπάνας
Αιώνιος εσπερινός.
TSELIOT, ΤΕΣΣΕΡΑ ΚΟΥΑΡΤΕΤΑ. ΤΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΟ ΠΟΙΗΜΑ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ. ΣΑΝ ΜΗΝΥΜΑ ΣΤΟΝ ΕΙΚΟΣΤΟ. ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΜΗΝΥΜΑΤΟΣ. ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΑΙ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟ ΔΟΚΙΜΙΟ ΕΦΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ., Αθήνα 1978, σελ. 43-44.  (Τίτλος Πνευματικής Ιδιοκτησίας Εθνικής Βιβλιοθήκης υπ’ αριθ. 051, 24 Ιανουαρίου 1978).
4
Δέσποινα, που το προσκύνημά σου στέκει στο ακρωτήρι,
Δεήσου για όλους αυτούς που είναι στα καράβια,
Για κείνους που δουλειά τους είναι να ψαρεύουν,
Γι’ αυτούς που νοιάζονται για κάθε νόμιμη εμπορία
Κι’ όσους τους οδηγούν.

Ανάπεμψε μιά δέηση ακόμα για χάρη αυτών
Των γυναικών που είδαν τους γιούς ή τους συντρόφους τους

Να βάζουν πλώρη και να μη ξαναγυρνούν:
Figlia del tuo Figlio
Βασίλισσα των Ουρανών.

Δεήσου ακόμα γι’ όσους βρισκόνταν στα καράβια, και
Το ταξίδι τους τελειώσανε στην άμμο, στης θάλασσας τα χείλη
Ή μές στο σκοτεινό λαιμό που δε θα τους ξεβράσει
Κι’ όπου δε μπορεί να τους φτάσει ο ήχος της θαλασσινής καμπάνας

Για το αιώνιο Angelus.
TSELIOT, ΤΕΣΣΕΡΑ ΚΟΥΑΡΤΕΤΤΑ, ΠΡΟΛΟΓΟΣ-ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ-ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΚΟΥΛΑΣ Β. ΚΟΤΣΑΠΑ, Αθήνα 1981, σ. 67
IV
Δέσποινα, που το ιερό σου ίσταται στο ακρωτήρι
Προσεύχου για όλους που είναι στα καράβια, εκείνους
Που η δουλειά τους είναι με τα ψάρια κι
Εκείνους που αφορούν οι νόμιμες δοσοληψίες
Κι εκείνους που τους κατευθύνουν.

     Πες ξανά μια προσευχή προς χάρη αυτών των
Γυναικών που έχουν δει τους γιούς των ή άνδρες
Να βάζουν μπρός, χωρίς επιστροφή:
Figlia del tuo figlio,
Βασίλισσα των Ουρανών.

     Επίσης προσευχήσου για όσους ήταν στα καράβια και
Τέλειωσαν το ταξίδι τους στην άμμο, στης θάλασσας τα χείλη
Ή στο ζοφερό λαρύγγι που δεν απορρίπτει
Ή όπου να τους φθάσει δεν μπορεί ο ήχος της θαλασσινής
     καμπάνας
Αέναος άγγελος.
Τ. Σ. ΕΛΙΟΤ, ΑΠΑΝΤΑ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ-ΕΙΣΑΓΩΓΗ: ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Β΄ ΈΚΔΟΣΗ, εκδ. Κέδρος 1984, σ.235. (The Dry Salvages)
IV
Δέσποινα, που ο βωμός σου υψώνεται στον κάβο,
Δεήσου για όλους όσους γυρίζουν με καράβια, κείνους
Πού τα ψάρια είναι η δουλειά τους, και κείνους
Πού ασχολούνται με κάθε επιτρεπόμενη συναλλαγή
Και κείνους που τις κατευθύνουν.

Ξαναπές μιά προσευχή ακόμα
Για τις γυναίκες που είδανε τους γιούς ή τους άντρες τους
Να σαλπάρουν, και να μην ξαναγυρνούν:
Figlia del tuo figlio,
Βασίλισσα των Ουρανών.

Δεήσου ακόμα και γι’ αυτούς που με τα καράβια γύριζαν,
Και το ταξίδι τους τελέψανε στην αμμουδιά, στής θάλασσας τα χείλη
Είτε μέσα στο σκοτεινό λαρύγγι που δε θα τους απορρίψει
Είτε εκεί όπου να τους φτάσει δε μπορεί ο αχός της θαλασσινής καμπάνας
Του παντοτινού εσπερινού.
ΤΟΜΑΣ ΣΤΕΡΝΣ ΕΛΙΟΤ, Η Τετάρτη των Τεφρών. Τα Τραγούδια του Άριελ. Τέσσερα Κουαρτέτα., μεταφράζει ο Κλείτος Κύρου, εκδόσεις Ρόπτρον 1988, σελ. 57.
IV
Δέσποινα, με το προσκυνητάρι σου στημένο στο ακρωτήρι,
Προσεύχου για όλους που είναι στα καράβια, αυτούς
Πού η δουλειά τους είν’ τα ψάρια, όσους
Πραγματεύονται κάθε είδους θεμιτές μεταφορές
Κι εκείνους που τους κατευθύνουν.

Ξαναπές μιά προσευχή για τις γυναίκες
Πού είδανε τους άντρες και τους γιούς τους
Να σαλπάρουν και να μην ξαναγυρνούν:
Figlia del tuo figlio
Βασίλισσα των Ουρανών.

Για αυτούς προσεύχου ακόμα πού ήταν στα καράβια
Και τελειώσαν το ταξίδι τους πάνω στην άμμο, μες στα χείλια
Της θάλασσας ή μες στο σκοτεινό λαιμό της που δεν θα τους ξεβράσει
Ή όπου να τους φτάσει δεν μπορεί ο ήχος της θαλασσινής
Καμπάνας του αιώνιου Ευαγγελισμού.
Θ. Σ. ΕΛΙΟΤ, ΤΕΣΣΕΡΑ ΚΟΥΑΡΤΕΤΑ. ΑΠΟΔΟΣΗ, ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ΔΟΚΙΜΙΑ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΑ: ΑΝΤΩΝΗΣ ΔΕΚΑΒΑΛΛΕΣ, Β΄ έκδοση, εκδόσεις Καστανιώτη 1992, σελ. 132
IV
Δέσποινα που ο βωμός σου στέκει στο ακρωτήριο,
Προσευχήσου για όλους όσους είναι στα καράβια, εκείνους
Που τα ψάρια είναι η δουλειά τους, κι εκείνους
Που εμπλέκονται σε κάθε νόμιμη συναλλαγή
Κι εκείνους που τις διεξάγουν.

Πες ξανά μια προσευχή ακόμα
Για χάρη των γυναικών που έχουν δει τους γιους ή τους άντρες τους
Να φεύγουν και να μην ξαναγυρνούν:
 Figlia del tuo figlio
Βασίλισσα των Ουρανών.

Προσευχήσου ακόμα για εκείνους που ήταν στα καράβια,
Και το ταξίδι τους τελειώσανε στην αμμουδιά, στης θάλασσας
   τα χείλη
Ή μες στο σκοτεινό λαρύγγι που δε θα τους εμέσει
Ή εκεί που να τους φτάσει δεν μπορεί ο ήχος της θαλασσινής
   καμπάνας
Ο αέναος άγγελος.
 TSELIOT, Εισαγωγή- μετάφραση. Παυλίνα Παμπούδη, εκδόσεις PRINTA/ ΠΟΙΗΣΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ 2002, σ. 123,125.
IV
Δέσποινα, που το ιερό σου στέκει στ’ ακρωτήρι,
δεήσου για όλους εκείνους που ταξιδεύουν σε πλοία, εκείνους
που η δουλειά τους έχει να κάνει με τα ψάρια, και
εκείνους που ασχολούνται με κάθε είδους νόμιμο εμπόριο
κι εκείνους που τους κατευθύνουν.

   Επανέλαβε και μιά προσευχή για χάρη
των γυναικών που είδαν τους γιούς τους ή τους άντρες τους
να σαλπάρουν και να μην ξαναγυρνούν:
Figlia del tuo figlio
Βασίλισσα των Ουρανών.

Δεήσου ακόμα για εκείνους πού ήταν σε πλοία, και
τελείωσαν το ταξίδι τους στην άμμο, στα χείλη της θάλασσας
ή στο σκοτεινό λαρύγγι που δεν θα τους ξεράσει
ή όπου δεν μπορεί να τους φτάσει
     ο ήχος της θαλασσινής καμπάνας
του αιώνιου  angelus.
Τ. Σ. ΕΛΙΟΤ ΤΕΣΣΕΡΑ ΚΟΥΑΡΤΕΤΑ, (Δίγλωσση έκδοση). Έκτη έκδοση. ΕΙΣΑΓΩΓΗ-ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ-ΣΧΟΛΙΑ ΧΑΡΗΣ ΒΛΑΒΙΑΝΟΣ. Εκδόσεις Πατάκη 2016. (ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΕΤΑΙ CD ΣΤΟ ΟΠΟΙΟ Ο Τ. Σ. ΕΛΙΟΤ ΑΠΑΓΓΕΛΛΕΙ ΤΟ ΕΡΓΟ)

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
ΤΟΜΑΣ ΣΤΕΡΝ ΕΛΙΟΤ
     Γεννήθηκε στο StLouisMissouriUSA, στις 26 Σεπτεμβρίου του 1888. Αμερικανός από αγγλοσαξωνικούς κυρίως κλάδους της Νέας Αγγλίας, έλαβε την αγγλική υπηκοότητα το 1927. Και πέθανε στο Λονδίνο στις 4 Ιανουαρίου του 1965. 
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
Essays
• Πήτερ Άκρόϊντ, Tomas Stern Eliot-Ο άνθρωπος πίσω από τη μάσκα, μτφ. Παλμύρα ΙσμυρίδουεκδΝεφέλη 2002 (Peter Ackroyd, Tomas Stern Eliot)
Περιεχόμενα
1.  Η προέλευση 1888-1906
2.  Η αναζήτηση της γνώσης 1906-1914
3.  Μέσα στη δίνη 1914-1917
4.  Κύριος Έλιοτ, τραπεζικός υπάλληλος 1917-1918
5.  Εξαντλητική εργασία και σκοτούρες 1919-1920
6.  Η κατάρρευση 1921-1922
7.  Αίσθηση αποτυχίας 1923-1924
8.  Σε αναζήτηση πίστης 1925-1929
9.  Τα βάσανα του γάμου 1929-1931
10.Χωριστοί βίοι 1932-1934
11.Νέο ξεκίνημα 1934-1935
12.Μετά την μπόρα 1935-1939
13.Τα χρόνια του πολέμου 1939-1945
14.Οι δοκιμασίες της ζωής 1946-1949
15.Ο δημόσιος άνδρας 1950-1956
16.Επιτέλους ευτυχής 1957-1965
Σημειώσεις
Βιβλιογραφία
Ευχαριστίες
Πίνακες φωτογραφιών
από το Προοίμιο, «Στα τελευταία χρόνια του, ο Τόμας Στερν Έλιοτ δήλωσε πως μόνο σε δύο περιόδους της ζωής του υπήρξε ευτυχισμένος-στην παιδική του ηλικία και στη διάρκεια του δεύτερου γάμου του. Η παρούσα αφήγηση αναφέρεται ως επί το πλείστον στο ενδιάμεσο διάστημα, στα χρόνια που έγραψε το ποιητικό του έργο. Το καλύτερο κομμάτι της ποίησής του, όπως εξομολογήθηκε κάποτε, το πλήρωσε ακριβά στη ζωή του, εδώ αναπτύσσεται καθαρά η σχέση ανάμεσα στη ζωή του και το έργο του, και στόχος του βιβλίου είναι η προσπάθεια να διαφωτιστεί το μυστήριο αυτής της σχέσης.»
• Raymond Williams, Ο Τ. Σ. ΕΛΙΟΤ ΩΣ ΚΡΙΤΙΚΟΣ ΤΗΣ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑΣ, μτφ. Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, εκδ. Έρασμος 2000
όπως αναφέρει στο προλογικό σημείωμά του ο μεταφραστής, «Το κείμενο που παρουσιάζουμε είν’ ένα κεφάλαιο από το βιβλίο του Raymond Williams Culture and Society (1958), ένα πανόραμα των μετασχηματισμών στο ιδεολογικοκοινωνικό συνάρθρωμα «κουλτούρα-κοινωνία» κατά την ιστορική περίοδο 1780-1950….»
• Στέφανος Ροζάνης, Η Τετάρτη των Τεφρών του TSEliot. Μια αναγωγή στην ουσία της Αλληγορίας, εκδ. πανδώρα 1972(;)
«Η πρώτη σημαντική άποψη που ο Tomas Stern Eliot εκφράζει στο δοκίμιό του για την Κόλαση του Dante είναι πώς η σημαίνουσα αξία του ποιητή στον χώρο της σύγχρονης ευαισθησίας βρίσκεται στο γεγονός πως ο Dante υπήρξεν ο Οικουμενικότερος ποιητής….»
• περιοδικό η λέξη τχ. 43/3,4,1985
Περιεχόμενα
Tomas Stern Eliot, Ανέκδοτη επιστολή στο Γιώργο Σεφέρη
Γιώργος Σεφέρης, Μια ανέκδοτη επιστολή γύρω απ’ τον Έλιοτ
Ezra Pound, Για τον Τόμας Στέρν Έλιοτ
Γιώργος Π. Σαββίδης, Ο Έλιοτ: ευρωπαίος και ελληνικός
Μαρώ Σεφέρη, Προσωπικές αναμνήσεις από τον Τ. Σ. Ελιοτ
Stephen Spender, Βιβλιογραφία του Τ. Σ. Ελιοτ-μια επιλογή
(Hugh Kenser), Tomas Stern Eliot
Tomas Stern Eliot, Άμυνα των νησιών./Στους Ινδούς που πέθαναν στην Αφρική
Αντώνης Δεκαβάλλες, Θωμάς Σ. Έλιοτ: μια σύντομη ανασκόπηση
George Orwell, ΤΣΈλιοτ
Tomas Stern Eliot, Ποίηση και προπαγάνδα
WHAuden, Για τον Τόμας Στερν Έλιοτ
Tomas Stern Eliot, Οδυσσέας, τάξη και μύθος
Μάριος Πλωρίτης, Το σύγχρονο ποιητικό θέατρο-«Φόνος στη Μητρόπολη»
Αλέξης Σολομός, Ο θεατρικός Έλιοτ
Tomas Stern Eliot, Το παλάτι της Κίρκης./ Υστερία
Κίμων Φράϊερ, Ο Γιάννης Χρήστου και το «Ορατόριο της Έρημης Χώρας»
Γιάννης Χρήστου, Τα έξι τραγούδια μου σε ποίηση Τ. Σ. Έλιοτ
Tomas Stern Eliot, Οι σκοποί του ποιητικού δράματος
Θανάσης Νάκας, Προσωπική κατάθεση για τον δοκιμιογράφο Τ. Σ. Έλιοτ
Eugenio Montale, Πρόσκληση στον Τ. Σ.Έλιοτ (1950)
Tomas Stern Eliot, Συνέντευξη στό  “Paris Review”
RPBlackmur, Ανορθόδοξη Μεταφυσική
Νίκος Κολοβός, Ο κριτικός και η κριτική
Μάρα Γιαννή-Χατζοπούλου, Ρομαντικές θέσεις και αντιθέσεις στην κριτική του Έλιοτ
Pierre Leyris, Η ανανέωση της ποιητικής γλώσσας
Tomas Stern Eliot, «Ρητορεία» και έμμετρο δράμα
Γιώργος Παναγιώτου, Ο Τόμας Σ. Έλιοτ στην Ελλάδα (1966-1984). Βιβλιογραφική δοκιμή
• περιοδικό Διαβάζω τχ. 133/18-12-1985
Περιεχόμενα
Νίκη Ελευθεριάδου-Κατερίνα Σκινιώτου: Η ζωή και το έργο του Τ. Σ. Ελιοτ
Τ. Σ. Ελιοτ, Σκύλλα και Χάρυβδις
Αριστοτέλης Νικολαϊδης, Τ. Σ. Έλιοτ, ο πολύτροπος ποιητής
Αλεξάνδρα Πλακωτάρη, Τ. Σ. Έλιοτ
Κώστας Ε. Ευαγγελίδης, Γιώργος Σεφέρης-Τόμας Στερν Έλιοτ
Γουίλιαμ Κούκσον, Σημειώσεις για τον Έζρα Πάουντ και τον Τ. Στερν Έλιοτ
Ι. Γ. Ταϊφάκος, Η Ρώμη και η λατινική γραμματεία στο έργο του Τ. Σ. Έλιοτ
Μ. Β. Ραϊζης, Οι νεοτερισμοί της ποιητικής του Τ. Σ. Ελιοτ και οι διεθνείς επιδράσεις της
Ρόμπερτ Κριστ, Η Αχρονική Στιγμή
Αλέξης Ζήρας, Οι Απρόοπτες Αντιθέσεις ενός Μοντερνιστή
Αλίκη Μπακοπούλου-Χωλς, Η επικίνδυνη συντήρηση του Τ. Σ. Έλιοτ
Βάϊος Παγκουρέλης, Στο κενοτάφιο του ποιητικού δράματος
Γιάννης Βαρβέρης, Οκτώ σημεία για τον θεατρικό Έλιοτ
Βασίλης Καλαμαράς, Ελληνική εργογραφία Τ. Σ. Έλιοτ
• περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τχ. 1474-1475/1-12-1988
Περιεχόμενα
ΕΚΑΤΟ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ
Ευάγγελος Ν. Μόσχος, Το αφιέρωμα: ο ποιητής και ο πνευματικός άνθρωπος
Νίκος Τριανταφυλλόπουλος, Χαμένο το κίνητρο (ποίημα)
Robert Crist, (μτφ. Σάσα Μόσχου-Σακορράφου), Λόγος και έκφραση στον Έλιοτ (μελέτη)
Χρήστος Γιανναράς, Μνήμη TSEliot (δοκίμιο)
Μ. Β. Ραϊζης, Bergson και Μπερξονισμός στον Έλιοτ (μελέτη)
ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΕΛΙΟΤ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ
ΔΟΚΙΜΙΑ
• ΕΦΤΑ ΔΟΚΙΜΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ, μτφ. Μαρία Λαϊνά, εκδ. κλεψύδρα 1971
Περιεχόμενα
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ
Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΕΛΑΣΣΩΝ ΠΟΙΗΣΗ;
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΣ ΚΛΑΣΙΚΟΣ;
ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΔΡΑΜΑ
ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΦΩΝΕΣ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ
ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ
• ΤΟ ΙΕΡΟ ΔΑΣΟΣ. Δοκίμια, μτφ. Μανώλης Χαιρετάκης, εκδ. Δίφρος 1971
Περιεχόμενα
Πρόλογος στην έκδοση του 1928
Εισαγωγή
Η Παράδοση και το Ατομικό ταλέντο
Η δυνατότητα ενός ποιητικού δράματος
Δάντης
Ο Άμλετ και τα προβλήματά του
«Ρητορικό» και ποιητικό δράμα
Ο Τέλειος Κριτικός
Ο Ευριπίδης και ο καθηγητής Murray
Μπλέηκ
Ατελείς Κριτικοί
Για τους ενδεκασύλλαβους του Marlowe
Ο Swinburne σαν ποιητής
Μπέν Τζόνσον
Φιλίπ Μέσσινγκερ
(Ορισμένα από τα δοκίμια αυτά εμφανίστηκαν στην ίδια ή σε πιο πρωτόγονη μορφή στα περιοδικά: «Λογοτεχνικό Συμπλήρωμα» των Τάϊμς, “Athenaum” , «Τέχνη και Γράμματα», και «Εγωϊστής»….)
• ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑΣ, μτφ. Νανά ΗσαϊαεκδΠλέθρον 1980 “Tomas Stern Eliot: Notes towards the Definition of Culture. Faber and Faber 1954”
Περιεχόμενα
Πρόλογος
Εισαγωγή
Ι. Οι τρείς έννοιες της «κουλτούρας»
ΙΙ. Η τάξη και η ελίτ
ΙΙΙ. Ενότητα και διαφοροποίηση: Η τοπική κουλτούρα
ΙΙΙΙ. Ενότητα και διαφοροποίηση: Αίρεση και λατρεία
ΙΙΙΙΙ. Σημειώσεις για την κουλτούρα και την πολιτική
ΙΙΙΙΙΙ. Σημειώσεις για την παιδεία και την κουλτούρα: Συμπέρασμα
Συμπλήρωμα-Η ενότητα της ευρωπαϊκής κουλτούρας
Ευρετήριο
• ΔΟΚΙΜΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΡΙΤΙΚΗ (Επιλογή 1919-1961), μτφ.-επιμέλεια: Στέφανος Μπεκατώρος, εκδ. Ηριδανός 1983
Περιεχόμενα
Σημείωμα του μεταφραστή
LGSalingar: Τ. Σ. Έλιοτ, ο Ποιητής και ο Κριτικός   
Frank Kermode: Εισαγωγή στο Κριτικό Έργο του Τ. Σ. Έλιοτ
ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
ΓΙΑ ΝΑ ΚΡΙΝΟΥΜΕ ΤΟΝ ΚΡΙΤΙΚΟ (1961)
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΤΑΛΕΝΤΟ (1919)
Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ (1923)
ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ (1927)
Η ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ ΚΑΙ Η ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ (1933)
Εισαγωγή
Ο Κριτικός της Ποίησης
Ο Διεξοδικός Κριτικός
Η Μοντέρνα Σκέψη
Συμπέρασμα
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ (1945)
ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ (1956)
Σχόλια
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Χρονολογικός Πίνακας Τ. Σ. Έλιοτ
Πρίν από το ξεκίνημα: Ο Έλιοτ στα 1916
Βιβλιογραφία μια Επιλογή
Α. Αγγλική
Βιβλιογραφίες, Κριτικά έργα του Έλιοτ σε βιβλία, Κριτικές βιογραφίες-Επιδράσεις, Πηγές του Έργου-Για το πνευματικό κλίμα της εποχής του. Γενικές μελέτες για το έργο, Για την ποιητική και κριτική του θεωρία.
Β. Ελληνική
Βιβλιογραφίες, Για την ποίηση και την κριτική του (Κείμενα Ελλήνων). Για την ποίηση και την κριτική του (Κείμενα Ξένων)
Κατάλογος Συγγραφέων
Ευρετήριο Τίτλων και Ονομάτων
• ΑΜΛΕΤ & ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ, Δύο δοκίμια, μτφ. Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, εκδ. Έρασμος 1987
• Η ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (“The Unite of European Culture”. Παράρτημα στο βιβλίο του Notes towards the Definition of Culture). Εισαγωγικό δοκίμιο: «Ο Τ. Σ. Έλιοτ και το μέλλον της Ευρώπης», μετάφραση και σχόλια Ευάγγελος Ν. Μόσχος, εκδ. Ίκαρος 1990
Περιεχόμενα
Ο Τ. Σ. ΕΛΙΟΤ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ
Εισαγωγικό-Δοκίμιο
Η ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Η πρώτη ομιλία: Η ποίηση, οι τέχνες και ο πολιτισμός
Η δεύτερη ομιλία: Οι λογοτεχνικές επιθεωρήσεις, οι ιδέες, η αμοιβαία ανταλλαγή τους
Η Τρίτη ομιλία: Το κοινό σημείο του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού. Οι αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στους εθνικούς πολιτισμούς.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
ΠΙΝΑΚΑΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
• Η ΙΔΕΑ ΜΙΑΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ, πρόλογος Δαμασκηνού Παπανδρέου, Μητροπολίτη Ελβετίας. Μετάφραση Λένας Παπαθεμελή, εκδ. παρατηρητής-Θεσσαλονίκη 1991
• ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Η ΠΟΙΗΣΗ ΠΟΥ ΠΡΟΕΧΕΙ-ΔΟΚΙΜΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΠΟΙΗΤΕΣ, μετάφραση- σχόλια Στέφανος Μπεκατώρος, εκδ. Πατάκη 2003
The poetry  does not matter
Περιεχόμενα
Δεν είναι η ποίηση που προέχει, ένας πρόλογος του μεταφραστή
ΕΡΓΑ
• Η ΕΡΗΜΗ ΧΩΡΑ και άλλα ποιήματα, μετάφραση, σχόλια, εισαγωγή, Γιώργος Σεφέρης, εκδ. Ίκαρος 1973
• ΦΟΝΙΚΟ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ, μτφ. Γιώργος Σεφέρης, εκδ. Ίκαρος 1974
• Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ, Δράμα σε πράξεις δύο, μτφ. Ζωή Καρέλλη, εκδ. Κωνσταντινίδη χ.χ.
• ΕΚΛΟΓΗ ΑΠΟ ΤΟ ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΤΟΥ ΕΡΓΟ 1909-1934. Βιογραφία του ποιητή, εισαγωγή, μετάφραση και ερμηνευτικά σχόλια από την Μερόπη Οικονόμου, εκδ. Α. Καραβία 1976
• ΔΕΚΑ ΧΟΡΙΚΑ ΑΠ’ ΤΟ «ΒΡΑΧΟ», εισαγωγικό δοκίμιο, μετάφραση, σχόλια, Ευάγγελος Ν. Μόσχος, εκδ. Ίκαρος 1980
• ΟΙ ΓΑΤΕΣ. ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΓΕΡΟ-ΠΟΣΟΥΜ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΓΑΤΕΣ, μτφ.-επιμέλεια, Σπάρτη Γεροδήμου, εκδ. Ερμείας 1982
• ΠΟΙΗΜΑΤΑ. ΤΟ ΕΡΩΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ JALFRED PRUFROCK. ΓΕΡΟΝΤΙΟΝ ΥΣΤΕΡΙΑ. ΜΕΛΟΔΡΑΜΑ ΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΣΟΥΗΝΗ, μτφ. Μανώλη Χαιρετάκη, εκδ. χ.χ.
• ΑΠΑΝΤΑ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, μτφ.-εισαγωγή: Αριστοτέλης Νικολαϊδης, εκδ. Κέδρος 1983
• THOMAS STERN ELIOT, εισαγωγή-μτφ. Παυλίνα Παμπούδη, εκδ. Printa 2002
• ΤΕΣΣΕΡΑ ΚΟΥΑΡΤΕΤΑ. ΤΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΟ ΠΟΙΗΜΑ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ ΣΑΝ ΜΗΝΥΜΑ ΣΤΟΝ ΕΙΚΟΣΤΟ. ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΜΗΝΥΜΑΤΟΣ, μετάφραση και ερμηνευτικό δοκίμιο, Έφη Αθανασίου, εκδ. Ε. Αθανασίου-Αθήνα 1978
• ΤΕΣΣΕΡΑ ΚΟΥΑΡΤΕΤΤΑ, πρόλογος-μετάφραση-σημειώσεις: Κούλας Β. Κότσαπα, Αθήνα 1981
• ΤΕΣΣΕΡΑ ΚΟΥΑΡΤΕΤΑ, απόδοση, εισαγωγικά δοκίμια και σχόλια, Αντώνης Δεκαβάλλες, εκδ. Καστανιώτη 1992
• Η ΤΕΤΑΡΤΗ ΤΩΝ ΤΕΦΡΩΝ/ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΑΡΙΕΛ, μτφ. Κλείτος Κύρου, εκδ. πανδώρα 1971
• Η Τετάρτη των Τεφρών/ Τά Τραγούδια του Άριελ/Τέσσερα Κουαρτέτα, μτφ. Κλείτος Κύρου, εκδ. Ρόπτρον 1988
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 8, 9, Αυγούστου 2020.
Με ένα καλοκαιρινό βοριαδάκι πλημμυρισμένο πίκρα από τα εσωτερικά και εξωτερικά κοινωνικά συμβάντα των ημερών μας.http://giorgosbalurdos.blogspot.com/2020/08/blog-post_9.html

Γεωργιάδου Ζωή

Υποψήφια Διδάκτωρ Νεοελληνικής Φιλολογίας

Πανεπιστήμιο του Αμβούργου

zoegeorgiadou@yahoo.gr

 

 

Θάνατος και φθορά στο έργο του Γ. Σεφέρη (Ο Βασιλιάς της Ασίνης και Κίχλη) και στα Τέσσερα Κουαρτέτα του T. S. Eliot[1]

 

 

Προλογικό σημείωμα

 

Θέμα της παρούσας εργασίας αποτελεί η έννοια της φθοράς, της απουσίας, του κενού και του θανάτου, σωματικού και πνευματικού, στο έργο του Γιώργου Σεφέρη. Δεδομένου ότι το θέμα αυτό εκτείνεται σε ένα εξαιρετικά ευρύ πεδίο, θεώρησα σκόπιμο να περιορίσω την εξέτασή του στη δεκαπενταετία 1931-1946, περίοδο σημαντική τόσο για τη ζωή όσο και για την ποιητική παραγωγή του Σεφέρη. Τα έργα που μελετώνται είναι το ποίημα Ο βασιλιάς της Ασίνης από το Ημερολόγιο Καταστρώματος Α΄ (1940) και η ποιητική συλλογή Κίχλη (1946). Παράλληλα, αντλούνται στοιχεία από τις Μέρες (τόμοι  Β, Γ, Δ και Ε) και γίνεται παραλληλισμός με την ποιητική συλλογή του T. S. Eliot Four Quartets (Τέσσερα Κουαρτέτα, 1945).         

Θεώρησα απαραίτητο να ερευνήσω αρχικά τις σκέψεις του Γ. Σεφέρη στο θέμα αυτό, αξιοποιώντας το διαθέσιμο ποιητικό και αυτοβιογραφικό υλικό και στη συνέχεια να μελετήσω τον τρόπο που προσεγγίζει ο T. S. Eliot το θέμα του θανάτου και της φθοράς, κάνοντας παράλληλα συγκρίσεις με το έργο του Έλληνα ποιητή και προσπαθώντας να αναδείξω τη μεταξύ τους σχέση.

1.1.      Ο Βασιλιάς της Ασίνης (1940): η σύνθεση του ποιήματος

Ο Βασιλιάς της Ασίνης είναι το τελευταίο ποίημα της συλλογής Ημερολόγιο Καταστρώματος Α΄ και γράφτηκε ανάμεσα στο 1938 και το 1940. Ο Σεφέρης τον Αύγουστο του 1938 σε ολιγοήμερη εκδρομή με τη Μαρώ στο Τολό και την Ασίνη επισκέφτηκε το αρχαίο κάστρο της πόλης. Αμέσως μετά άρχισε τη σύνθεση του ποιήματος, το οποίο όμως ολοκλήρωσε τον Ιανουάριο του 1940. Είναι ενδιαφέρουσες οι περιστάσεις της συγγραφής: ο Σεφέρης δούλευε το θέμα από πολύ νωρίτερα, αλλά το είχε εγκαταλείψει∙ δύο σελίδες που περίσσευαν κενές στη στοιχειοθεσία της συλλογής τον ερέθισαν να ολοκληρώσει το ποίημα σε μία νύχτα, αγνοώντας τις παλιές του σημειώσεις.

Μία μόνο λέξη της Ιλιάδας έδωσε αφορμή στο Σεφέρη να συνθέσει το ποίημα αυτό. Μπροστά στην ερειπωμένη ακρόπολη της προϊστορικής Ασίνης ο ποιητής συλλογίζεται την τύχη κάποιου από τους βασιλιάδες της –δεν ξέρουμε ποιου γιατί δε σώζονται ιστορικές μαρτυρίες για τους βασιλιάδες της Ασίνης∙ ο ανώνυμος αυτός βασιλιάς, ενώ ίσως έζησε μια γεμάτη ζωή, βούλιαξε, πεθαίνοντας, στο σκοτεινό βυθό του χρόνου και δε μένει πια τίποτε που να θυμίζει την ύπαρξή του, όπως από την πόλη της Ασίνης δε μένουν παρά οι πέτρες των ερειπίων και τ’ όνομά της.[2]

 

1.2. Το αίσθημα της απουσίας και του κενού

 

Το ποίημα σχετίζεται με μια αόριστη μνεία της Ασίνης στον «κατάλογο νεών», στον κατάλογο δηλαδή κατά πόλεις των πλοίων που πήραν μέρος στον Τρωικό Πόλεμο, στο Β560 της Ιλιάδας: «Ερμιόνην Ασίνην τε βαθύν κατά κόλπον εχούσας» (μετάφραση: την Ερμιόνη και την Ασίνη που βρίσκονται σε βαθύ λιμάνι).

Ο βασιλιάς της δεν αναφέρεται πουθενά. Ο Σεφέρης συγκινείται από αυτήν ακριβώς   την   απουσία   του   βασιλιά,  τον  οποίο   αναζητά   μάταια.  Η   απουσία   του επεκτείνεται ως κενό και απλώνεται και στον ποιητή. Καθώς ο ποιητής περιφέρεται πάνω στο  βράχο της ακρόπολης, η  ξεχασμένη  λέξη  του  Ομήρου  και  τα  αρχαιολογικά  ευρήματα γίνονται σύμβολα για ένα χαμένο κόσμο. Παραθέτω τους στίχους 12-18:

«Κανένα πλάσμα ζωντανό τ’ αγριοπερίστερα φευγάτα

κι ο βασιλιάς της Ασίνης που τον γυρεύουμε δυό χρόνια τώρα

άγνωστος λησμονημένος απ’ όλους κι από τον Όμηρο

μόνο μια λέξη στην Ιλιάδα κι εκείνη αβέβαιη

ριγμένη εδώ σαν την εντάφια χρυσή προσωπίδα.  

Την άγγιξες, θυμάσαι τον ήχο της; κούφιο μέσα στο φως

σαν το στεγνό πιθάρι στο σκαμμένο χώμα».[3]  

Ο αφηγητής στέκεται στα ερείπια του αρχαίου κάστρου και αναλογίζεται το πρόσωπο του βασιλιά, που έσβησε, όπως και το βασίλειό του, χωρίς ν’ αφήσει καμιά μνήμη, πέρα από το όνομα που σώθηκε στον Όμηρο. Ο προβληματισμός του ποιητή εστιάζεται στην αναζήτηση της υπόστασης του κενού και στην αμφίβολη δυνατότητα του λόγου να διασώσει ίχνη της ζωντανής παρουσίας όχι μόνο προσώπων που έχουν χαθεί στο βάθος του χρόνου, αλλά ίσως και πρόσφατων αγαπημένων νεκρών. Η αφήγηση ζωντανεύει με την επινόηση της εντάφιας χρυσής προσωπίδας (στ. 16), που λειτουργεί σαν μεσολάβηση ανάμεσα στον ποιητή και το χαμένο βασιλιά. Με τη βοήθεια της αφής και της μνήμης ο αφηγητής προσπαθεί να «ζωντανέψει» το νεκρό βασιλιά, το μόνο που βρίσκει όμως είναι το κενό και ο κούφιος ήχος της χρυσής προσωπίδας. Μολαταύτα, αισθάνεται ότι το βασιλιά τον κουβαλά βαθιά μέσα του, ότι μπορεί δηλαδή το όνομά του να χάθηκε στο χρόνο, όμως η παρουσία του είναι παντού μαζί του. Παραθέτω τους στίχους 20-22:

«Ο βασιλιάς της Ασίνης ένα κενό κάτω απ’ την προσωπίδα

παντού μαζί μας παντού μαζί μας, κάτω από ένα όνομα:

 «Ασίνην τε... Ασίνην τε...».[4]

Έτσι, η μοίρα του βασιλιά της Ασίνης ταυτίζεται με τη μοίρα του ποιητή και ο Σεφέρης αναζητώντας το βασιλιά στην ουσία αναζητά τον εαυτό του: «Ο βασιλιάς της Ασίνης ένα κενό κάτω απ’την προσωπίδα... Ο ποιητής ένα κενό».

Όπως παρατηρεί ο Mario Vitti, με το Βασιλιά της Ασίνης έχουμε ένα ποίημα όπου ο ποιητής δε δημιουργεί μια κατάσταση που ν’ ανταποκρίνεται ακριβώς στην νεκυιομαντεία (τυπικά δεν ζητά καμιά βοήθεια από το βασιλιά, ούτε και τον θεωρεί «γέρο» ή «δάσκαλο»). Στο Βασιλιά της Ασίνης παίρνει ιδιαίτερες διαστάσεις η σημασία του τοπίου ως συνδετικό στοιχείο ανάμεσα σε ένα πρόσωπο που δεν υπάρχει πια και στο πρόσωπο που θέλει να το ανακαλέσει. Ο Σεφέρης χρησιμοποιώντας τις αισθήσεις –κυρίως την αφή– προχωρά σε μια ανίχνευση που πάει να καταργήσει το χρόνο και να βάλει τον ποιητή σε επαφή με τις πιο μακρινές μνήμες.[5]

Το ποίημα ουσιαστικά είναι ένα ελεγείο για το χαμένο χρόνο, την ασημαντοσύνη της ανθρώπινης ύπαρξης και τη ματαιότητα της δόξας. Ο Σεφέρης λέει για το βασιλιά της Ασίνης πως ενώ ήταν σίγουρα ένας παντοδύναμος άντρας της εποχής του και έπαιρνε αποφάσεις που επηρέαζαν τις ζωές των άλλων, έχει πια χαθεί, έχει εξαφανιστεί και αναφέρεται μόνο φευγαλέα στην Ιλιάδα. Αυτά τα συναισθήματα απουσίας και ματαιοδοξίας που βιώνει ο Σεφέρης όλη την προηγούμενη δεκαετία (1930-1940), εκφράζει μέσα από το συγκεκριμένο ποίημα. Το κενό αυτό, όμως, είναι δημιουργικό και ανανεωτικό, καθώς η συνειδητοποίησή του από τον ποιητή, του δίνει ακριβώς τη δυνατότητα να είναι ποιητής.

 

1.3.      Τα βιώματα του Σεφέρη

 

 

Η δεκαετία 1930-1940 είναι καθοριστική για το Γ. Σεφέρη. Τον Αύγουστο του 1931 θα εγκατασταθεί στο Λονδίνο, όπου θα παραμείνει ως το 1934. Η περίοδος αυτή θα

είναι δύσκολη, καθώς ο ποιητής θα βιώσει την απόλυτη μοναξιά, τη θλίψη, τον πόνο, την απουσία, το κενό. Θα νιώσει μέσα του τη φθορά, τον πνευματικό θάνατο. Παραθέτω από τις Μέρες Β΄ (13 Οκτώβρη 1931): «Να σου πω τη μοναξιά μου, να σου πω τόσα και τόσα που με ζαλίζουν κάθε μέρα, και το ανυπόφορο σκύψιμο ενός κορμιού προς το χάος που δε δίνει τίποτε; Πόσες φορές συλλογίστηκα το θάνατο εδώ πέρα. [...] Έχω την εντύπωση πως σκαλίζω μια πέτρα με σουγιά. Και τίποτα, τίποτα που να κόψει μια στιγμή αυτό το βάσανο. Τι θα κάνουμε αν μας πιάσει πανικός;».[6] Κι ένα μήνα περίπου αργότερα, στις 29 Νοέμβρη 1931, γράφει: «Κοιτάζω  τη  ζωή  μου  σαν  ένα  χάος.  [...]  Τι  θα  πουν  όλα  αυτά: χειρονομίες, πονοκέφαλοι, υπηρεσίες, υπερπέραν, κτλ. που δένουνται άκρες μέσες μέσα στο άτομο αυτό που σου γράφει τώρα στις 11 το βράδυ σε μια μεγάλη πολιτεία. Χτίζουν τα παλάτια τους, τα σπίτια τους, φυτεύουν τα περιβόλια τους ̇  από κάτω το έδαφος είναι κούφιο, και τ’ ακούει κανείς».[7]

            Ένα χρόνο περίπου αργότερα, στις 29 Γενάρη 1933, παραμένοντας ακόμη στο Λονδίνο, γεγονός που τον έχει φθείρει πνευματικά και συναισθηματικά, γράφει στις Μέρες Β΄: «Δεν είχα τύχη στους ανθρώπους που αγάπησα, κι όμως ήταν αληθινά εξαιρετικοί, αλλά ήμουν υποχρεωμένος να τους αφήνω μακριά, είτε ολοκληρωτικά είτε ως ένα κάποιο σημείο. [...] Δεν πρόκειται να αγαπήσω ή να μην αγαπήσω τη μοναξιά μου, να συμφιλιωθώ ή όχι με τον τόπο όπου ζω. Και τη μοναξιά μου την αγαπώ και τον τόπο τον βρίσκω χαριτωμένο. Εκείνο όμως που με βασανίζει αφάνταστα είναι ότι έχω φτάσει στο απροχώρητο. Το δικό μου το απροχώρητο το καταλαβαίνω αμέσως: απολιθώνομαι, δε μπορώ να εκφραστώ με σκέψη ή με πράξη. [...] Με αυτά που σου γράφω με πιάνει αηδία για τον εαυτό μου. Αν εξακολουθήσει αυτή η κατάσταση, θα προσπαθήσω να φύγω όπως όπως. Δεν υπάρχει λόγος να φτάσω στην ανισορροπία. Θα μου πεις, η Αθήνα θα είναι καλύτερη; Αν δεν είναι καλύτερη, θα φύγω και από την Αθήνα. Έχω φτάσει σε μια πολύ επικίνδυνη στροφή. [...] Το βέβαιο μένει ότι η κατάσταση αυτή μου παρουσιάζεται με την όψη ενός απόλυτα ερημωμένου κόσμου. [...] Βέβαια, αν ο σκεπτόμενος εαυτός μου άκουε τον εαυτό  που  γράφει  τώρα,  θα  τού ’λεγε:  Φίλε  μου, τίποτε  δε φαίνεται από  τα πριν∙ βλέπεις  και  προχωρείς  πάνω  στη  δουλειά.  Το  ξέρω, αλλά  έχω  σταματήσει σα να έχει τελειώσει η ζωή μου».[8]

            Πολύ αργότερα, το 1948, στις Δοκιμές Β΄ ο Σεφέρης περιγράφοντας την περίοδο παραμονής του στο Λονδίνο, θα γράψει:  «Ξαφνιζόμουνα δοκιμάζοντας  τη στιφή  γεύση του θανάτου μέσα στην ομίχλη∙ την ένταση της κυκλοφορίας του φόβου μέσα στις αρτηρίες της μεγάλης πολιτείας. Ο θάνατος σ’ εμάς είναι μια ξαφνική λαβωματιά, εδώ είναι ένα αργό δηλητήριο, συλλογιζόμουνα».[9] Στη συνέχεια, το 1936 ο Σεφέρης θα μεταβεί στην Κορυτσά, όπου θα παραμείνει ως υποπρόξενος ως την επόμενη χρονιά.

Ένα μήνα πριν την αναχώρησή του για την Κορυτσά (Οκτώβρης 1936) θα γράψει στην Αθήνα το παρακάτω ποίημα, ενδεικτικό της ψυχικής του κατάστασης:

 «[ΕΠΙΤΥΜΒΙΟ

Τα κάρβουνα μες στην ομίχλη

ήτανε ρόδα ριζωμένα στην καρδιά σου

κι η στάχτη σκέπαζε το πρόσωπό σου

κάθε πρωί.

Μαδώντας ίσκιους από κυπαρίσσια

έφυγες τ’ άλλο καλοκαίρι.]»[10]

Ο Σεφέρης, λοιπόν, βίωσε έντονα συναισθήματα κενού, απουσίας και φθοράς στη διάρκεια της δεκαετίας 1930-1940, γεγονός που αποτυπώνεται έντονα στο υλικό των ημερολογίων του. Η παραμονή του στο Λονδίνο είναι καθοριστική για τη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του. Ο ποιητής δυσκολεύεται να επικοινωνήσει με τον κόσμο γύρω του, αλλά και με τον ίδιο τον εαυτό του. Η επικοινωνία, όμως, με το παρελθόν είναι γι’ αυτόν απίστευτα ζωτική και παρηγορητική και είναι ίσως η μόνη διέξοδος από αυτή την ψυχοφθόρο κατάσταση. Η ανάγκη και η προσπάθειά του αυτή εκφράζεται στο Βασιλιά της Ασίνης.

 

 

 

 

 

 

2.1. Κίχλη (1946): η σύνθεση του ποιήματος

 

 

Η Κίχλη (1946) είναι η κατάληξη μιας μακρόχρονης εμπειρίας, ενός μακρόχρονου προβληματισμού που έχει φτάσει στη στιγμή του απολογισμού του και ταυτόχρονα, η προαναγγελία ενός σημαντικού μέρους από το μετέπειτα έργο του Σεφέρη. Οι ρίζες της ξεκινούν από το Μυθιστόρημα και από το Βασιλιά της Ασίνης και τα κλαδιά της περνούν από το Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ΄ και φτάνουν ως τα Τρία κρυφά ποιήματα.[11]

Ο ίδιος ο Σεφέρης γράφει για τη σύνθεση του ποιήματος στις Δοκιμές Β΄: «Καταπιάστηκα να συναρμολογήσω εμπειρίες που είχα δοκιμάσει, και κάποτε σημειώσει, από τον Οχτώβρη του ’44, που γύρισα στην Ελλάδα από τη Μέση Ανατολή και την Ιταλία. Το βίωμα, καθώς λένε, της Κίχλης, δηλαδή, αρχίζει εκεί που τελειώνει το Ημερολόγιο Καταστρώματος Β΄, με τον Τελευταίο Σταθμό.[12]

Η απόπειρα του ποιήματος για το Θεόφιλο θα μπορούσε να θεωρηθεί ένα ενδιάμεσο βήμα∙ τους στίχους με το αίμα και τα παιδιά του Οιδίποδα θα τους συναντήσουμε, με την ίδια συναισθηματική διάθεση, και στην Κίχλη. Παραθέτω μια στροφή του ποιήματος (για το Θεόφιλο) από τις Μέρες Ε΄ (Σάββατο, Δεκέμβρης 1945):

«Ο ύπνος είναι βαρύς τα πρωινά του Δεκέμβρη.

Κι ο ένας Δεκέμβρης χειρότερος από τον άλλο.

Τον ένα χρόνο η Πάργα, τον άλλο οι Συρακούσες

κόκαλα των προγόνων ξεχωσμένα, λατομεία

γεμάτα ανθρώπους σακατεμένους, χωρίς πνοή

και το αίμα αγορασμένο και το αίμα πουλημένο

και το αίμα μοιρασμένο σαν τα παιδιά του Οιδίποδα  

και τα παιδιά του Οιδίποδα νεκρά».[13]

            «Το περιβάλλον του Πόρου, οι πρώτες μου εκείνες διακοπές ύστερα από οχτώ χρόνια», όπως σημειώνει ο ίδιος στις Δοκιμές Β΄, «μου έδωσαν διάφορα συναισθήματα... Εξ άλλου, η «Γαλήνη», το βικτοριανό εκείνο σπίτι, κόκκινο Πομπηίας, μου έδωσε για πρώτη φορά, ύστερα από πολλά χρόνια, το αίσθημα του στερεού σπιτιού, όχι της προσωρινής κατασκήνωσης».[14] Η παραμονή του, λοιπόν, στον Πόρο του γεννά αισθήματα ασφάλειας και τον ωθεί να εκφράσει όλα όσα κρύβει μέσα του.

Στις 2 Οκτωβρίου σε μια βόλτα με τη βάρκα λίγο έξω από την ακτή ο ποιητής θα δει την «Κίχλη», το βουλιαγμένο καραβάκι που έκανε κάποτε τα θελήματα του Ναυτικού Προγυμναστηρίου του Πόρου. Το τελικό στάδιο της σύνθεσης του ποιήματος αρχίζει στις 22 και τελειώνει στις 31 Οκτωβρίου.

            Ο Σεφέρης γράφει για την παραμονή του στον Πόρο και τη συγγραφή του ποιήματος στις Μέρες Ε΄: «Ίσως να είναι και ο Πόρος. Εδώ το καθετί μοιάζει να μην περνά, να στοιχειώνει κάπως. Φαντάζομαι δεν μπορεί να κρατήσει κανείς για πολύ καιρό αυτή την κατάσταση. Είναι το νησί της Καλυψώς∙ πρέπει να πάρεις την απόφαση να το αφήσεις κάποτε για την Ιθάκη, την πέτρινη».[15] Και συμπληρώνει: «Το ποίημα που γράφω από την προπερασμένη Τρίτη, με απότομες αναλαμπές και πτώσεις, σαν το τζάκι μας που καίει χλωρά ξύλα, με κουράζει κάποτε».[16]

Ωστόσο, και το δεύτερο δεκαήμερο του Οκτώβρη είναι εξίσου σημαντικό, γιατί είναι φανερό πως τότε ο Σεφέρης αποφασίζει να δώσει στην Κίχλη την τελική μορφή της με τη χρησιμοποίηση του ομηρικού μύθου. Η προετοιμασία της Κίχλης γίνεται από τις 7 Οκτωβρίου με το ποίημα Νότες για ένα ποίημα, όπου ο Σεφέρης κάνει λόγο για αγάλματα, άσπρες ληκύθους, προσωπίδες, όμως οι ιδέες αυτές είναι ακόμη ρευστές. Θα παγιωθούν σε λίγο στην Κίχλη.

 

 

 

 

 

 

 

 

2.2.      Η επιγραφή

 

 

            Η «Κίχλη» παρουσιάζεται με μια επιγραφή:

«Δαίμονος επιπόνου και τύχης χαλεπης εφήμερον σπέρμα,

τι με βιάζεσθε λέγειν, ά υμιν άρειον μή γνωναι». (Ο ΣΕΙΛΗΝΟΣ ΣΤΟ ΜΙΔΑ)

Μετάφραση: «Μοίρας βαριάς και ριζικού ασήκωτου φύτρα εφήμερη, γιατί με βιάζετε να πω όσα καλύτερο θα ήταν να μη ξέρετε;» (Μαρωνίτης, 1975).

Τα λόγια αυτά, που είχαν κάνει εντύπωση στο Σεφέρη ήδη το 1929,[17] είναι παρμένα από τον Πλούταρχο. Είναι μια φράση βαρύθυμη και σκοτεινού τόνου, που μας προϊδεάζει για όσα θα ακολουθήσουν στο Α΄ μέρος του ποιήματος.

 

2.3.      Α΄ μέρος: «Το σπίτι κοντά στη θάλασσα»

 

 

Στο Α΄ μέρος του ποιήματος ο Σεφέρης βιώνει έντονα συναισθήματα στέρησης, εγκατάλειψης και κενού, η συνειδητοποίηση των οποίων θα τον οδηγήσει σταδιακά στην προσέγγιση του φωτός στο Γ΄ μέρος. «Το σπίτι κοντά στη θάλασσα» δεν εμφανίζεται εδώ παρά σαν υπότιτλος. Το σπίτι δεν υπάρχει. Το οραματιζόμενο σπίτι θα γίνει χειροπιαστή πραγματικότητα, κατανικώντας όλη τη συσσωρευμένη εμπειρία στέρησης, στο Γ΄ μέρος, «Το φως», στο τέλος του έργου, σαν χώρος ευδαιμονίας («ευτοπίας») όπου έρχεται σαν φανταστικό, συγκινησιακό επακόλουθο του φωτός. Τα σπίτια για τα οποία γίνεται λόγος στην αρχή του Α΄ μέρους αναφέρονται σε σχέση με τους πολέμους. Άλλωστε, από τα παιδικά του χρόνια ο Σεφέρης γνώρισε χαλασμούς και ξενιτεμούς σε συνδυασμό με τους πολέμους.[18]

                Κυριαρχεί στο Α΄ μέρος μια κατάσταση εγκατάλειψης και απομόνωσης ενός ανθρώπου  που δεν  του  έχει  μείνει  τίποτε  άλλο  δικό  του, που έχει εγκαταλείψει την προσπάθεια και έχει βουλιάξει στην απάθεια και την αδιαφορία του. Η  «βραδινή  αράχνη»,  που  καραδοκεί   ανενόχλητη   ενώ    εκείνος   την   κοιτάζει,  δείχνει   έλλειψη  βούλησης, καθολική εγκατάλειψη  των δυνάμεων,  ανικανότητα  να  αντισταθεί  στην  κατάθλιψη. Ο  Σεφέρης δηλώνει ότι κάτω από τη σκάλα βρίσκονται οι «νεκροί». Το «κοιμήθηκαν» είναι φυσικά το κοινό ευφημιστικό ομόλογο του «πέθαναν». Πρόκειται για τους «μέτριους» συντρόφους, για όσους «λιγόστεψαν τόσο παράξενα στη ζωή μας» (Ο Βασιλιάς της Ασίνης, στ. 46).[19] Το Α΄ μέρος, λοιπόν, περιγράφει την κατάσταση εγκατάλειψης και κενού στην οποία έχει περιπέσει ο ποιητής και κατ’ επέκταση, ο σύγχρονος άνθρωπος.

 

2.4.      Β΄ μέρος: «Ο ηδονικός Ελπήνωρ»

 

 

Η πορεία προς την φθορά και το θάνατο συνεχίζεται στο Β΄ μέρος του ποιήματος, όπου κυρίαρχο μοτίβο αποτελούν τα αγάλματα (στ. 12-14, 20-21, 26-30, 54-56). Το άγαλμα γενικά είναι ένα «αντικείμενο» πολυσήμαντο στην ποίηση του Σεφέρη και παίζει σημαντικό ρόλο και στο Β΄ μέρος του ποιήματος. Παρά το ασυμβίβαστο με την «αγαλμάτινη ακαμψία», τα αγάλματα εδώ λυγίζουν. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, αντίθετα από την εμφάνισή τους, αυτά είναι ακέραια, ενώ ο άνθρωπος λέει στον εαυτό του «εσύ ’σαι το ρημάδι» (στ. 48). Κυριαρχεί, λοιπόν, εδώ η αντίθεση άφθαρτο άγαλμα-φθαρτό κορμί.[20]

Με το τραγούδι του ραδιοφώνου φτάνουμε σε μια πολύ χαμηλή βαθμίδα, εκεί που η φθορά του απόλυτου και του αυθεντικού έχει πια μαζικά συντελεστεί. Στη συνέχεια, ακούγονται τα λόγια του δελτίου ειδήσεων, που φαίνονται φοβερά ανεπαρκή μπρος στο τραγικό μεγαλείο των γεγονότων, που είναι καταστροφής και θανάτου. Η σύνθετη λέξη «ψυχαμοιβός» (παραλλαγή του «χρυσαμοιβός» του Ευρυπίδη), με την οποία επιλέγει να κλείσει το Β΄ μέρος ο Σεφέρης, στηρίζεται κι αυτή σε μια έννοια φθοράς: ο πόλεμος «αλλάζει τις ψυχές», με την έννοια ότι τις αλλοιώνει.[21] Ο ποιητής εδώ περιγράφει με απίστευτα παραστατικό τρόπο το έσχατο σημείο πτώσης και φθοράς του σύγχρονου ανθρώπου.  Στη  συνέχεια,  όμως,  θα  ξεκινήσει  η  πορεία  προς   το   καθολικό   και   το

διαχρονικό, προς το απόλυτο, έξω από τη φθορά της καθημερινής αναγκαιότητας, την οποία σταδιακά θα διαγράψει ο Σεφέρης και θα μας οδηγήσει στο Γ΄ μέρος.

 

2.5.      Γ΄ μέρος: «Το ναυάγιο της Κίχλης»

 

 

Στο Γ΄ μέρος του ποιήματος ο ποιητής βρίσκεται στον Πόρο. Κάτω από την ακίνητη επιφάνεια της θάλασσας ξεχωρίζει το καράβι που κείτεται πλαγιασμένο στο βυθό. Το «μικρό ναυάγιο» είναι ένα αντικείμενο νεκρό που συνειρμικά τον οδηγεί στους πεθαμένους. Καθώς βρίσκεται απορροφημένος από το θέαμα, του έρχονται στο νου φωνές ανθρώπων αγαπημένων και οικείων, ανθρώπων που θυμάται με τρυφερότητα, που ξέχασε και τώρα ξαφνιάζεται που του έρχονται στο νου. Παραθέτω τους στίχους 12-16 (Γ΄, Το ναυάγιο της Κίχλης):

«Κι άλλες φωνές σιγά-σιγά με τη σειρά τους

ακολουθήσαν∙ ψίθυροι φτενοί και διψασμένοι

που βγαίναν από του ήλιου τ’ άλλο μέρος, το σκοτεινό∙

θά ’λεγες γύρευαν να πιουν αίμα μια στάλα∙

ήτανε γνώριμες μα δεν μπορούσα να τις ξεχωρίσω».[22]

Στο Γ΄ της Κίχλης ο ποιητής θέλοντας να ξεφύγει από την κατάσταση φθοράς και κενού στην οποία είχε περιπέσει και να προχωρήσει, ζητά βοήθεια από τους νεκρούς. Προϋπόθεση για να πραγματοποιηθεί η επικοινωνία με τους νεκρούς είναι το κατάλληλο τοπίο κι έτσι στο ποίημα δημιουργούνται οι ευνοϊκές συνθήκες, ώστε ο ποιητής να πραγματοποιήσει τη νεκυιομαντεία του. Υπάρχει το κατάλληλο τοπίο, ο κόλπος του Πόρου με τη γαλήνια θάλασσα, που κάτω από την επιφάνειά της αφήνει να μισοφαίνεται το μεσολαβητικό ναυάγιο∙ υπάρχει και ο παράγοντας «πρέπει να ρωτήσω τους νεκρούς για να μπορέσω να προχωρήσω παρακάτω».[23]

Ο  Σεφέρης  από  νέος  διαπίστωνε  με πίκρα  την απουσία  ανθρώπων  πιο  ώριμων

απ’ αυτόν, από τους οποίους θα μπορούσε να βρει συμπαράσταση πατρική και οδηγίες για να προχωρήσει στο έργο του. Ήταν μια στέρηση που τον πονούσε. Δεν ήταν καθόλου υπερήφανος, όταν διαπίστωνε ότι ήταν «αυτοδίδακτος». Μην μπορώντας να βρει βοήθεια από τους ζωντανούς την αναζητούσε από τους γέρους που είχανε λείψει από τη ζωή. Το 1931, στο ποίημα Πάνω σ’ ένα ξένο στίχο, διαπίστωνε: «Και πόσο παράξενα αντρειεύεσαι μιλώντας με τους πεθαμένους, όταν δε φτάνουν πια οι ζωντανοί που σου απομέναν» (στ. 22).

Ο Σεφέρης διαπιστώνει ότι η επικοινωνία με τους πεθαμένους, ανεξάρτητα αν το επιδιώκουμε για να αντλήσουμε δύναμη από αυτούς ή αν μας σπρώχνει ένα συναίσθημα συμπόνοιας (όπως στο Βασιλιά της Ασίνης), συντελείται με τη μεσολάβηση του τοπίου. Το ατομικό υπαρξιακό πρόβλημα, που συνδυάζεται με το συναίσθημα της δίκαιης πράξης, μόνο στο «Φως» αλλάζει διαστάσεις και από ατομικό μετατρέπεται σε γενικότερο, που αφορά την ανθρωπότητα.[24]

«Και τα παιδιά που κάναν μακροβούτια απ’ τα μπαστούνια

πηγαίνουν σαν αδράχτια γνέθοντας ακόμη,

σώματα γυμνά βουλιάζοντας μέσα στο μαύρο φως

μ’ ένα νόμισμα στα δόντια, κολυμπώντας ακόμη,

καθώς ο ήλιος ράβει με βελονιές μαλαματένιες

πανιά και ξύλα υγρά και χρώματα πελαγίσια∙

ακόμη τώρα κατεβαίνουνε λοξά

προς τα χαλίκια του βυθού

οι άσπρες λήκυθοι».[25] (Γ΄, 47-55)

Τα παιδιά που καταποντίζονται στη θάλασσα (η οποία εδώ ταυτίζεται με το θάνατο), αποτελεί συνειρμό που οδηγεί στα κατ’ εξοχήν αλληλοσπαρασσόμενα αδέρφια, τον Ετεοκλή και τον Πολυνείκη και στον πατέρα τους, τον «γέροντα ικέτη» (στ. 59). Τα δύο  παιδιά  του  Οιδίποδα  είναι  ανοιχτή  αναφορά  στο  αδελφοκτόνο  μίσος  και   κατά

προέκταση στον εμφύλιο πόλεμο.

Σταθερή συνιστώσα παραμένει πάντοτε η προοπτική που ανοίγει ο κόσμος της θάλασσας, η οποία συμβολίζει το μόνιμο πεδίο αναζήτησης μιας υπερβατικής πραγματικότητας.[26] Η θάλασσα, λοιπόν, είναι αυτή που θα δείξει στο Σεφέρη το δρόμο προς το Απόλυτο, ακριβώς όπως και στην ποίηση του T. S. Eliot η θάλασσα συμβολίζει τον απόλυτο χρόνο (The Dry Salvages, σ. 28).

Με την πορεία του Σεφέρη προς το φως και τη στιγμή της αποκάλυψης φαίνεται να συνδέεται και το «ξύλο», που το φάντασμα του Ελπήνορα –στην αρχή του τρίτου μέρους– προσφέρει στον Οδυσσέα:

«Το ξύλο αυτό που δρόσιζε το μέτωπό μου

τις ώρες που το μεσημέρι πύρωνε τις φλέβες

σε ξένα χέρια θέλει ανθίσει. Πάρ’ το, σου το χαρίζω∙

δες, είναι ξύλο λεμονιάς...».[27]

Αυτό το κλωνάρι, που το συναντάμε σε τόσα σκοτεινά σημεία των μύθων και που, σύμφωνα με τ’ αρχαία έθιμα ταφής, προσφερόταν στους νεκρούς για να φιλάει το σώμα τους ή να συνοδεύει την ελευθερωμένη ψυχή τους, συμβολίζει την ενότητα της ζωής και τη δύναμη της αυτοανανέωσης μέσα από την πίστη, χάρη στην οποία ο μυθικός ήρωας διασχίζει το σκοτάδι του θανάτου για να ξαναβρεί το δρόμο για τη ζωή.[28]

Το τελευταίο κομμάτι του Γ΄ μέρους, η έξοδος της Κίχλης, παρουσιάζεται μ’ έναν τόνο εντελώς διαφορετικό από εκείνον του υπόλοιπου ποιήματος. Τη βαριά μελαγχολική ατμόσφαιρα διαδέχεται ξαφνικά ένα λυρικό ξέσπασμα. Παραθέτω τους στίχους 75-81:

«Και είσαι

σ’ ένα μεγάλο σπίτι με πολλά παράθυρα ανοιχτά

τρέχοντας από κάμαρα σε κάμαρα, δεν ξέροντας από πού να κοιτάξεις πρώτα,

γιατί θα φύγουν τα πεύκα και τα καθρεφτισμένα βουνά

και το τιτίβισμα των πουλιών

θ’ αδειάσει η θάλασσα, θρυμματισμένο γυαλί, από βοριά και νότο
θ’ αδειάσουν τα μάτια σου από το φως της μέρας
πώς σταματούν ξαφνικά κι όλα μαζί τα τζιτζίκια».[29]

Σπίτι και φως συμβολίζουν εδώ τη μοναδική στιγμή, όταν η ψυχή του ανθρώπου, λυτρωμένη από κάθε τυφλωτικό διχασμό, θ’ αντικρίσει το νόημά της και το νόημα των πραγμάτων.[30] Ο άνθρωπος, λοιπόν, αφού διαγράψει αυτή τη λυτρωτική πορεία, θα οδηγηθεί στη θέαση του φωτός που υπάρχει βαθιά μέσα του, θα προσεγγίσει δηλαδή την απόλυτη αλήθεια. 

            Μετά από όλες τις φωνές και μετά από τα τζιτζίκια που ακούονται στο τέλος, έρχεται απότομα η απόλυτη σιωπή, που είναι συνδυασμένη με το άδειασμα του φωτός από τα μάτια και με τη θέα της θάλασσας που θ’ αδειάσει.

 

 

2.6.      Η σύνδεση των τριών μερών του ποιήματος

 

 

 

Η Κίχλη έχει γραφεί με το σχέδιο μιας μουσικής αναλογίας κι αυτό φαίνεται από τον τρόπο με τον οποίο αναπτύσσονται τα θέματά της. Το Α΄ μέρος, το εισαγωγικό, είναι μια ανάπτυξη των διαθέσεων της μνήμης∙ αναμνήσεις του σπιτιού, αναμνήσεις του πεθαμένου συντρόφου (του Ελπήνορα), αναμνήσεις της ηδονής (Κίρκη).  Στο Β΄ μέρος η ανάμνηση έχει ζωντανέψει από τα δύο πρόσωπα που είχαν παρουσιαστεί στους τελευταίους στίχους του Α΄, σε μια ανάπτυξη του θέματος της ηδονής, σε σχέση με τα θέματα  του  χρόνου,  της  τυραννίας  της  μνήμης  και  της  φθοράς.[31] Όπως  το  Α΄ μέρος τελειώνει μ’ «εκείνους που κοιμήθηκαν κάτω απ’ τη σκάλα», έτσι και το Β΄ κλείνει με τον αντίλαλο του τρόμου και της καταστροφής (τραγούδι του «Ραδιοφώνου»). Το Γ΄ μέρος συνδέεται με το Β΄ με την επανεμφάνιση, στους πρώτους του στίχους, του Ελπήνορα.[32]

Στα δύο πρώτα μέρη του ποιήματος υπάρχουν μερικές όψεις της πραγματικότητας της ζωής, ίσως βασικές για το συγγραφέα∙ υπάρχει μια σιγανή πορεία προς τη νέκυια: μνήμη, νοσταλγία, ερωτισμός, φθορά, πόλεμος, καταστροφή∙ το υλικό που ζούμε. Στην αρχή τα σπίτια παίζουν με τον ήλιο σαν τα μωρά, σαν την ουρά της σουσουράδας∙ έπειτα, πολλοί φωτισμοί κλειστού χώρου, κλειστών ανθρώπων. Τ’ ανοιχτά παράθυρα και το φοβερό χείμαρρο του φωτός, θα τα βρούμε στους τελευταίους στίχους του ποιήματος. Ωστόσο, οι κλειστοί αυτοί φωτισμοί έχουν αντιθέσεις και αντιστοιχίες που παραπέμπουν στο Γ΄ μέρος.[33]

Για το Σεφέρη το κενό που νιώθει ο άνθρωπος είναι οδηγητικό. Ο ίδιος τονίζει πως «το χαμήλωμα, η κάθοδος αυτή, γίνεται», στο Γ΄ μέρος του ποιήματος, «προοδευτικό δυνάμωμα και ανάδυση. Ορμηνεμένος από την Κίρκη, ο Οδυσσέας πάει να ρωτήσει τους νεκρούς για να βρει το δρόμο του γυρισμού. Κάποτε αυτά τα παλιά κείμενα κρύβουν ατόφια γνώση. Για κοίταξε: η Κίρκη, οι αισθήσεις του κορμιού, η ηδονή, μας στέλνει στον άλλο κόσμο, στους νεκρούς, για να μας δείξουν το νόστο».[34] Το ποίημα, λοιπόν, φαίνεται να διαγράφει μια εξελικτική πορεία, που ξεκινά από την κάθοδο και την πτώση και οδηγεί προοδευτικά στην Αλήθεια και την Απόλυτη γνώση.

Σχετικά με τις φωνές που ακούει ο Σεφέρης στο Γ΄ της Κίχλης, του Σωκράτη αλλά και του άλλου προσώπου που του μιλά με τρυφερότητα στην αρχή και που δε μας λέει σε ποιον ανήκει (πιθανότατα όμως είναι η φωνή του Ελπήνορα), μπορούμε να διαπιστώσουμε  ότι  από  συγκινησιακή  άποψη  είναι  φωνές  έντονες  παρά  τη συντομία

τους,  έκφραση  αυθεντικών  συναισθημάτων  και  σκέψεων.  Είναι  το  αντίθετο  από  τις

φλύαρες και φτηνές φωνές που ο ποιητής είναι υποχρεωμένος να υποστεί στο Β΄ μέρος. Οι φωνές του Β΄ είναι οι φωνές από τις οποίες θέλει να ελευθερωθεί, οι φωνές των «μέτριων» ανθρώπων, φωνές της φθοράς. Οι φωνές του Γ΄ είναι οι φωνές της αυθεντικής ζωής, αυτές από τις οποίες ζητεί βοήθεια.[35]

 

2.7.      Τα κύρια πρόσωπα του ποιήματος

         

2.7.1. Η Κίρκη

 

Η Κίρκη στο ποίημα δεν είναι θεά ούτε μάγισσα, είναι ένα σύμβολο ηδονής, συμβολίζει τον υλικό κόσμο. Ενώ ο Οδυσσέας αρχικά απολάμβανε τις ανέσεις που αυτή του προσέφερε, τώρα αντιδρά, αφού συνειδητοποιεί πως η ηδονή που αυτή του προσφέρει είναι η άλλη όψη της φθοράς. Η Κίρκη

«... ανεβαίνει τα σκαλιά χωρίς να βλέπει

εκείνους που κοιμήθηκαν κάτω απ’ τη σκάλα» (Α΄ μέρος, στ. 38-39),

χωρίς να βλέπει τους νεκρούς του. Σταδιακά οι ανέσεις αυτού του σπιτιού αρχίζουν να τον βαραίνουν. Το Α΄ μέρος τελειώνει με μια μνήμη των απογυμνωμένων, των πικραμένων, των πεισματωμένων σπιτιών.

 

2.7.2. Ο Οδυσσέας και ο Ελπήνωρ

 

            Ο σωματικός θάνατος του Ελπήνορα ήταν η κατάληξη του πνευματικού του θανάτου. Ο τρόπος που σκοτώθηκε («αθέσφατος οίνος», λ 61) μας δείχνει πως ο Ελπήνωρ δεν ήξερε να κυβερνήσει τις σαρκικές ορμές του. Εμφανίζεται είτε σαν ατομικός   είτε    σαν   ομαδικός   χαρακτήρας.  Αναφορές   σ’  αυτόν  υπάρχουν   και   σε

προηγούμενες συλλογές: οι «ανίδεοι και χορτάτοι» που φάγανε τα γελάδια του Ήλιου είναι Ελπήνορες (Στροφή), το ίδιο και οι «Αργοναύτες», υποταγμένοι και σιωπηλοί (Μυθιστόρημα). Ο Ελπήνωρ, λοιπόν, είναι ο καθημερινός άνθρωπος, που έχει παρασυρθεί από τις υλικές απολαύσεις και τις σαρκικές ηδονές και οδηγείται σταθερά στον πνευματικό θάνατο, που αναπόφευκτα θα του φέρει και το σωματικό. Ο ίδιος ο Σεφέρης γράφει γι’ αυτόν: «Κάποτε έχω συμπόνοια για δαύτον, όπως έλεγα, όμως πιο συχνά έχω μεγάλη αντιδικία για τα μαλακά πράγματα που αντιπροσωπεύει και που νιώθουμε γύρω μας σαν τα στεκάμενα νερά».[36]

Αντιθέτως, ο Οδυσσέας μέσα από το δρόμο της υπέρτατης δικαιοσύνης  μπορεί τελικά να ατενίσει το δρόμο της επιστροφής, το δρόμο προς το φως. Αυτό, βέβαια, προϋποθέτει μία αποδέσμευση από τον κόσμο του αισθητού γίγνεσθαι και της απατηλής γνώσης των φαινομένων.[37] Ο Οδυσσέας, λοιπόν, αποτελεί την πρόταση του ποιητή, το πρότυπο για το σύγχρονο άνθρωπο, που πρέπει να βρει μέσα του τη δύναμη να αποδεσμευτεί από τις υλικές απολαύσεις και να διαγράψει την πορεία προς το φως.

Ο Ελπήνωρ και ο Οδυσσέας συμβολίζουν τις δύο αντίμαχες όψεις της ψυχής του ανθρώπου. Ο νόστος της μιας είναι για το χοιροστάσιο της Κίρκης∙ ο νόστος της άλλης είναι για το σπίτι, για το φως. Ο Σεφέρης δε συμφωνεί με το δυϊσμό που υποστηρίζει πως ο υλικός και ο πνευματικός κόσμος είναι δύο κόσμοι χωριστοί ο ένας από τον άλλο, αλλά πιστεύει πως το σώμα και η ψυχή αποτελούν μια ενιαία και αδιάσπαστη πραγματικότητα.

Η ευδαιμονία, η ολοκλήρωση του ανθρώπου, εξαρτάται από τη δύναμη της θέλησής του, από το πόσο είναι ικανός να εξισορροπήσει τις αντίρροπες δυνάμεις μέσα του σε μια δημιουργική αρμονία.[38]

Όπως γράφει και ο ίδιος ο Σεφέρης, «η κακή θέληση κυβερνάει τον Ελπήνορα και τον ρίχνει στο σκοτάδι. Η καλή θέληση οδηγεί τον Οδυσσέα στο φως. Από τη σωστή λειτουργία  της   θέλησης  εξαρτάται   η  ευτυχία   του   ατόμου   και  κατ’ επέκταση,  της

ανθρωπότητας». Στο δικό μας χέρι είναι λοιπόν αν θα επιλέξουμε να είμαστε Οδυσσέας ή Ελπήνωρ.[39]

«Ο ηδονικός Ελπήνωρ» και «Το Ραδιόφωνο» είναι δύο επεισόδια καθημερινότητας και φθοράς συναισθημάτων, για τα οποία ο ποιητής δεν ευθύνεται, αφού τα παραθέτει, τάχα, σαν ακούσιος μάρτυρας. Το έργο ξεκινά με μνήμες και εφιαλτικά βιώματα δικής του φθοράς (Α΄) και καταδύεται στο «βάθος» της πνιγερής ευτέλειας και της φθοράς των άλλων με δύο αναβαθμούς προς τα κάτω («Το Ραδιόφωνο» προχωρεί ακόμη πιο κάτω από τον «Ηδονικό Ελπήνορα»), ώστε να ανέβει ύστερα στο «ύψος» της αυτοσυνείδησης και στο «φως» που νικά τη φθορά.[40] Είναι φανερό πως ο Σεφέρης στο ποιήμά του ακολουθεί μια πορεία πτώσης, ευτέλειας, καθημερινότητας και φθοράς (Α΄ και Β΄ μέρος), αποτυπώνοντας τη ζωή του σύγχρονου ανθρώπου και καταλήγει στο Γ΄ μέρος στην πρότασή του, προκειμένου να βγούμε από αυτό το «βούρκο» και να αναδυθούμε στον κόσμο της Αλήθειας και της Γνώσης.

 

2.7.3.   Ο Σωκράτης

 

Στο Βασιλιά της Ασίνης ο Σεφέρης είχε μνημονεύσει «εκείνους που λιγόστεψαν τόσο παράξενα μες στη ζωή μας» (στ. 46). Αλλά η φωνή που έχει περισσότερη σημασία για τον ποιητή είναι η φωνή του Σωκράτη, του δίκαιου, που τον εγκαρδιώνει με το παράδειγμά του. Χαρακτηριστικοί  είναι οι στίχοι 23-24 (Γ΄, Το ναυάγιο της Κίχλης), οι οποίοι αποτελούν και το τέλος της Απολογίας:

«Το θάνατο τον προτιμώ∙

ποιος πάει για το καλύτερο ο θεός το ξέρει».[41]

Κύριο πρόσωπο της νεκυιομαντείας στην Κίχλη είναι ο Σωκράτης. Από όλη τη διδαχή του Σωκράτη, ο Σεφέρης, την κρίσιμη τούτη στιγμή, συγκρατεί τα λόγια της απολογίας: «Ο Σωκράτης δεν έχει τίποτε άλλο να πει παρά τα λόγια που απολογήθηκε στους κριτές του. Δείχνει το νόστο, μνημονεύοντας τον ίδιο του το θάνατο, το θάνατο του ανθρώπου που προτιμά ν’ αδικηθεί παρά ν’ αδικήσει».[42]

            Η παράθεση στο ποίημα φράσεων από την Απολογία, όπου ο Σωκράτης δηλώνει πως η τελειοποίηση της ψυχής είναι κάτι πολύ πιο σημαντικό από κάθε εφήμερο αγαθό, δίνει στο νόημα της δικαιοσύνης του Σεφέρη ένα δυνατό πλατωνικό χρώμα. Στη νέκυια του Σεφέρη ο ομηρικός Τειρεσίας έχει αντικατασταθεί από το Σωκράτη. Στη θέση του μάντη μιλάει τώρα ο σοφός, ο άνθρωπος που έφτασε στον υψηλότερο βαθμό αυτογνωσίας και που πλήρωσε με θάνατο την εμμονή του στον ορθό τρόπο ζωής.[43] Ο Σωκράτης, λοιπόν, προβάλλεται στο έργο του Σεφέρη ως το απόλυτο πρότυπο ζωής, που με τη στάση του μας ανοίγει το δρόμο για την προσέγγιση της Αλήθειας.

 

 

2.8.      Το μήνυμα της Κίχλης

 

Η Κίχλη μας δείχνει, καλύτερα από κάθε άλλο ποίημα του Σεφέρη, την πίστη του στην προσωπική ευθύνη. Αυτό όμως δε σημαίνει πως δεν αναγνωρίζει και την ανάγκη, τους περιορισμούς που η μοίρα επιβάλλει.[44]

Η Κίχλη δεν είναι το ποίημα του εμφυλίου πολέμου, όπως φάνηκε ότι θα μπορούσε να είναι στην αρχή. Η βαθμιαία μετάβαση από την περιγραφή σύγχρονων επεισοδίων σε μια συμβολική έκφραση δείχνει πως ο Σεφέρης ενδιαφέρεται κυρίως για το πνευματικό νόημα  των  γεγονότων.  Η  Κίχλη  περιέχει  πολλή  από  την  εμπειρία  των  χρόνων   της

συγγραφής της, όμως πάει πέρα από αυτήν. Αυτό δε σημαίνει ότι το ποίημα αποκόβεται από την άμεση πραγματικότητα. Ο Σεφέρης μυθοποιεί το παρόν, όμως ταυτόχρονα το κρατάει ζωντανό μπροστά μας, αποκαλύπτοντας μέσα από αυτή τη μυθοποίηση τα σημαντικότερα στοιχεία του, εκείνα που αποτελούν κοινή κληρονομιά της ανθρώπινης μοίρας.[45]

Ο Σεφέρης εκφράζει το φόβο του για το μέλλον του ανθρώπου και το δικό του, καθώς τα περασμένα τού προκαλούν συχνά φρίκη, κάνει όμως στον Πόρο έναν απολογισμό. Το συναίσθημα λύτρωσης που δοκιμάζει τελειώνοντας την Κίχλη δεν είναι μονάχα του ευσυνείδητου τεχνίτη που εκτέλεσε καλά τη δουλειά του∙ είναι και του ανθρώπου που μπόρεσε να βρει μια διέξοδο έντιμη, για να απαλλαγεί από ένα πλήθος εμπειρίες συμπυκνωμένες σε μια τέλεια εκφραστική οικονομία.[46]

Το τελικό μήνυμα της Κίχλης αποτυπώνεται στα τελευταία λόγια της Αντίκλειας στον Οδυσσέα (λ 222-224):

«Η ψυχή σαν τ’ όνειρο φτερουγίζει και φεύγει∙

αλλά στρέψε γλήγορα τον πόθο σου στο φως,

κι όλα τούτα μην τα ξεχνάς...».

«Κάτι τέτοιο μου είπε κι εμένα το βουλιαγμένο καραβάκι που έκανε στους καλούς καιρούς τα θελήματα του Προγυμναστηρίου του Πόρου», γράφει ο ίδιος ο Σεφέρης στις Δοκιμές Β΄.[47]  Όταν αναχωρεί από τον Πόρο μετά τη λήξη της άδειάς του και έχει την αίσθηση ότι πηγαίνει  προς  το  άγνωστο  (έχει μέσα  του  μια  δυσάρεστη  αίσθηση  «επαγγελματικής διαθεσιμότητας»), ο Σεφέρης αποκομίζει και ορισμένες “ιδέες” για το φως. Γράφει στις Μέρες Ε΄ (2 Δεκέμβρη 1946): «Κάτι από αυτό εκφράζει Ο Βασιλιάς της Ασίνης, κάτι και η Κίχλη. Αλλά δεν ξέρω αν θα μπορέσω να το εκφράσω ποτέ μου αυτό το βασικό, καθώς αισθάνομαι, αυτό το θεμέλιο της ζωής. Ξέρω πως με το φως πρέπει να ζήσω. Παρακάτω δεν ξέρω∙ δεν ξέρω  αν  θα  τα καταφέρω. Το μόνο που κατάλαβα εδώ είναι ότι κανένα πρόβλημα δε λύεται με το σημειωτό∙ πρέπει να τραβήξεις εμπρός ή να σπάσεις».[48]

Η Κίχλη τελικά αποτελεί έναν αυτοδιαλογισμό για την ανθρώπινη ζωή και τις συνθήκες της και δείχνει πως ο Σεφέρης, όντας σε μια πιο ώριμη ηλικία, κάνει την αυτοκριτική του, βλέπει μέσα του το Φως και αναζητά διεξόδους για να το προσεγγίσει.

 

 

 

 

 

 

 

Thomas Stearns Eliot

 

3.1.      Δυο λόγια για τον ποιητή

 

Ο T. S. Eliot γεννήθηκε στο St Louis του Missouri στις 26 Σεπτεμβρίου του 1888 και άφησε την τελευταία του πνοή στο Λονδίνο στις 4 Ιανουαρίου του 1965. Μετά τις σπουδές του στα πανεπιστήμια του Χάρβαρντ, της Οξφόρδης και του Παρισιού εργάστηκε στο Λονδίνο, όπου ίδρυσε και το δικό του φιλοσοφικό και φιλολογικό περιοδικό με τίτλο Criterion. Τον ίδιο καιρό (1922) δημοσίευσε το ποίημα The Waste Land (Η έρημη χώρα), που θεωρήθηκε το σημαντικότερο ποίημα του καιρού του και άσκησε μεγάλη επίδραση στη σύγχρονη ποίηση. Τα κριτικά του δοκίμια εδραίωσαν τη θέση του ανάμεσα στους μεγαλύτερους Άγγλους συγγραφείς της εποχής του. Το σημαντικότερο έργο του είναι η συλλογή του Four Quartets (Τέσσερα Κουαρτέτα), που δημοσιεύτηκε το 1945. Όταν το Νοέμβριο του 1948, σε ηλικία 60 ετών, του απονεμήθηκε το βραβείο Νόμπελ, είχε ήδη ολοκληρώσει το δημιουργικό του έργο.[49]

Όπως αναφέρει ο ίδιος ο Σεφέρης στις Δοκιμές Α΄, μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου «στην Αγγλία ήταν ίσως οι συνθήκες πιο πρόσφορες για να διατυπωθεί η μεταπολεμική απόγνωση με τρόπο αμεσότερα ανθρώπινο. Ο θάνατος δεν είναι πια για τον Έλιοτ ένα προσωπικό συναίσθημα σε ορισμένες περιπτώσεις, είναι όλα τα θνησιμαία που τον περιστοιχίζουν... Τη στιγμή που η αποσύνθεση απλωνότανε τριγύρω του, (ο Έλιοτ) το ένιωσε και το φώναξε».[50]

Η επίδραση που άσκησε στη σκέψη του Σεφέρη η ποίηση του Eliot εκφράζεται από τον Έλληνα ποιητή στις Δοκιμές Β΄: «Με την ποίηση του Έλιοτ έζησα συχνά ανάμεσα στα 1932 και στα τελευταία τούτα χρόνια (το δοκίμιο γράφεται το 1948) και, μαζί με τα πολλά που του χρωστώ, δεν  είναι η μικρότερη οφειλή μου τα μονοπάτια που μου έδειξε για να γνωρίσω καλύτερα την αγγλική λογοτεχνία και την αγγλική γλώσσα: δώρο σπουδαίο για έναν αυτοδίδακτο σαν εμένα σ’ αυτά τα πράγματα».[51]

3.2.      Η συλλογή Τέσσερα Κουαρτέτα

 

3.2.1. Βασικές ιδέες

 

Το σημαντικότερο έργο του Eliot είναι η συλλογή Τέσσερα Κουαρτέτα, ένα μήνυμα εσωτερικής εμπειρίας από την Υπερβατική Γνώση για το σκοπό της ανθρώπινης ζωής και τη σχέση της με την αιωνιότητα. Ο Eliot με τη συλλογή αυτή παροτρύνει τον απλό άνθρωπο της εποχής του –αλλά και κάθε εποχής– να αποδεσμευτεί από την καθημερινή πραγματικότητα και να διαγράψει μέσα του την προσωπική του πορεία για να προσεγγίσει την Απόλυτη Γνώση.  Η Απόλυτη Γνώση, όμως, δε μπορεί να γραφεί ούτε να διδαχθεί∙ μπορεί να έχει κάποιος μόνο την άμεση εμπειρία της. Τα Τέσσερα Κουαρτέτα, λοιπόν, είναι μια εξελικτική πορεία προς την Υπέρβαση, που κορυφώνεται στην ένωση με το Απόλυτο.

Η έξοδος από την Έρημη Χώρα (=οδυνηρή πραγματικότητα), που είναι ο τελευταίος σταθμός της οδυνηρής πορείας εξέλιξης για την υπέρβαση κάθε διανοητικής προκατάληψης, πραγματοποιείται με τα Τέσσερα Κουαρτέτα, που είναι η άφιξη σε μια υπέρτατη λυτρωτική εμπειρία. Στην Έρημη Χώρα ο Έλιοτ περιγράφει μια χώρα όπου τα πάντα έχουν φτάσει σ’ ένα τέλος, όπου απέραντη πλήξη έχει γεμίσει όλες τις πηγές της ζωής και κυριαρχεί παντού ξηρασία. Η Έρημη Χώρα είναι μια έκφραση αηδίας για το τεράστιο λάθος της ζωής του ανθρώπου και του σύγχρονου κόσμου. Κι εκεί ακριβώς ο ποιητής παίρνει τη μεγάλη απόφαση: να βρει έναν άλλο κόσμο ή να πεθάνει. Και επιλέγει το πρώτο.

Τα Τέσσερα Κουαρτέτα, αν και είναι σύνθεση διαφορετικών ποιημάτων, εμφανίζονται τελικά σαν ενιαίο ποίημα τεσσάρων ενοτήτων και χαρακτηρίζονται από μια

συνολική κυκλική κίνηση. Χαρακτηριστικοί είναι οι στίχοι: “In my beginning is my end” («Στην αρχή μου είναι το τέλος μου») και “In my end is my beginning” («Στο τέλος μου είναι η αρχή μου»), οι οποίοι περιέχουν την ιδέα των αλλεπάλληλων κύκλων ζωής και θανάτου. Η άσκηση του ανθρώπου για την κατάκτηση του Απόλυτου γίνεται βάσει τεσσάρων τεχνικών, που ταυτίζονται με τα τέσσερα στοιχεία: τον αέρα, τη γη, το νερό και τη φωτιά.

3.2.2. Ενότητα πρώτη: “Burnt Norton”

 

Ο τίτλος προέρχεται από ένα μοναχικό και εγκαταλελειμμένο αρχοντικό του 14ου αιώνα. Φαίνεται να συμβολίζει την εγκατάλειψη και απάρνηση της πραγματικής εσωτερικής ζωής για την άγονη χώρα της καθημερινότητας, που εξαντλείται στην παροδικότητα.

Το πρώτο ποίημα των Τεσσάρων Κουαρτέτων αναφέρεται στο στοιχείο του αέρα (ζωή στο ύπαιθρο, αέρας που φυσάει) και ξεκινάει με εικόνες αθωότητας, που θυμίζουν την πρωταρχική κατάσταση του ανθρώπου στην αληθινή του φύση, που προσεγγίζει το Απόλυτο, την αιωνιότητα.[52] Ο ποιητής, δηλαδή, μας παρουσιάζει πώς ήταν ο άνθρωπος πριν την πτώση. Στη συνέχεια, εκθέτει μια εικόνα της σημερινής κατάστασης του ανθρώπου. Χαρακτηριστικοί είναι οι στίχοι:

«Ούτε πληρότητα ούτε κενότητα. Μόνο αναλαμπή

Πάνω στα στραγγισμένα πρόσωπα που ο χρόνος εξουσίασε

Αποσπασμένα απ’ την παραφροσύνη με αφαίρεση

Γεμάτα από φαντασιώσεις κι άδεια από έννοια

Διογκωμένη απάθεια χωρίς συγκέντρωση...» (III, 102-106)

Με την αφαίρεση της αυτοσυγκέντρωσης, λοιπόν, ο ποιητής αποσπάται από την παραφροσύνη της καθημερινής σύγχυσης, εκεί που οι άνθρωποι είναι γεμάτοι φαντασία κι όμως κενοί από αληθινή έννοια, με μια διογκωμένη απάθεια.

Η συνειδητοποίηση αυτής της θλιβερής κατάστασης, την οποία βιώνει ο σύγχρονος άνθρωπος, γίνεται αρκετά νωρίς και από το Γ. Σεφέρη στις Μέρες Β΄ (12 Σεπτέμβρη 1931): «Αισθάνομαι τη ζωή μου τρομερά άχρηστη. Πώς θα δικαιολογήσουμε την ύπαρξή μας στη δευτέρα παρουσία; Θυμάσαι; Το κακό είναι που για μας η δευτέρα παρουσία γίνεται κάθε τόσο».[53]

Ο Eliot, αποδεχόμενος την υπάρχουσα κατάσταση, αναρωτιέται:      

«Ο χρόνος κι η καμπάνα έθαψαν τη μέρα,

Το μαύρο σύννεφο παίρνει μακριά τον ήλιο.

Θα γυρίσει σε μας το ηλιοτρόπιο, θα γυρίσει

Σε μας η κληματίδα, θα στρέψει κάτω τους ελικοειδείς βλαστούς

Θ’ αρπαχτεί σ’ εμάς, σφιχτά;   

Παγωνιά

Δάχτυλα του σμίλακα θα τυλιχτούνε

Γύρω μας;...» (IV, 130-137)

Ο χρόνος που περνάει και το σήμαντρο, σύμβολο του επερχόμενου θανάτου, ματαιώνουν τη δυνατότητα να κατορθώσει ο άνθρωπος την υπέρβαση της υλικής ύπαρξης, ενώ το μαύρο σύννεφο, η άγνοια του ανθρώπου, συσκοτίζει το φως της πραγματικής υπερβατικής Γνώσης. Η παγωνιά είναι αρνητικό σύμβολο της κατάστασης του κόσμου. Ο ποιητής αναρωτιέται αν τα δάχτυλα του σμίλακα θα τον τυλίξουν σφιχτά. Ο σμίλακας φαίνεται να είναι σύμβολο θανάτου, γιατί φυτεύεται κοντά σε τάφους, αλλά και  αναγέννησης, αφού είναι αειθαλής. Έτσι, ο  ποιητής  ελπίζει  να ενωθεί με  αυτό το  σύμβολο της αιωνιότητας, να έχει δηλαδή την ικανότητα να ξαναγεννιέται κι ας είναι ενωμένος με το θάνατο, όπως ο σμίλακας που φυτρώνει ανάμεσα στους τάφους.[54]

Διακρίνουμε στον Eliot  μέσα  σ’ αυτή  την  απορία  μια  αίσθηση  ελπίδας,  εφόσον βαθιά μέσα του ονειρεύεται να γυρίσει προς το μέρος του το ηλιοτρόπιο. Αντιθέτως, ο Σεφέρης  στις   αρχές   της   δεκαετίας  1930-1940   αντιμετωπίζει  την   κατάσταση με περισσότερη απαισιοδοξία, εφόσον αισθάνεται ότι όλη αυτή η κατάσταση κενού και φθοράς υπάρχει μόνο για να τον βασανίζει, χωρίς να τον οδηγεί πουθενά. Δεν έχει συνειδητοποιήσει ακόμη ότι το κενό αυτό είναι κενό ανανέωσης και δημιουργίας. Παραθέτω ενδεικτικά από τις Μέρες Β΄ (20 Σεπτέμβρη 1931): «Μπορώ να ξεχωρίσω ορισμένες στιγμές ανυποψίαστης μοναξιάς, έναν ανεξήγητο, χαμένο παράδεισο που άφηκε τα σημάδια του πάνω μας, μόνο για να μας παιδεύουν, χωρίς να μας οδηγούν πουθενά».[55]

 

3.2.3. Ενότητα δεύτερη: “East Coker

 

Το δεύτερο ποίημα της συλλογής είναι το East Coker. Ο τίτλος του προέρχεται από ένα μικρό χωριό στο Somerset, στο ενοριακό παρεκκλήσι του οποίου βρίσκεται τώρα θαμμένη η τέφρα του T. S. Eliot. Χαρακτηριστικοί είναι οι πρώτοι στίχοι του ποιήματος:

«Στην αρχή μου είναι το τέλος μου. Σε διαδοχή

Σπίτια υψώνονται και πέφτουν, καταρρέουν, επεκτείνονται,

Εξαφανίζονται, καταστρέφονται, αναστηλώνονται ή στη θέση τους

Είναι ένας ανοιχτός αγρός, ή εργοστάσιο, ή παρακαμπτήριος». (I, 1-4)

Το ποίημα αρχίζει με την αναφορά στο στοιχείο της γης (σπίτια, δρόμοι, εργοστάσια). Ο Eliot αναφέρεται στην εξωτερική φθορά για να μας υποβάλλει την ιδέα  της αλλαγής των πάντων και να καταλήξει και στο μετασχηματισμό του ανθρώπου, που προχωρεί στην τελική του ένωση με το Απόλυτο.

Αντίστοιχες σκέψεις που αναφέρονται στο πέρασμα του χρόνου και στο στοιχείο της εξωτερικής φθοράς των πραγμάτων, εκφράζει και ο Σεφέρης στις Μέρες Γ΄ (18 Σεπτέμβρη 1935): «Σκέψη  του  παροδικού  που  σε παραλύει. Σπίτια,  θάνατοι,  χωρισμοί.  Η ζωή του ανθρώπου είναι καμωμένη από καιρούς: καιρός να σπείρεις, καιρός να θερίσεις, καιρός της θλίψης, καιρός της χαράς, καιρός της αγάπης, καιρός της μοναξιάς. Αν το σκεφτείς έτσι, θα μπορέσεις και στη χαμηλότερη στιγμή να στηριχτείς, γιατί κι αυτή θα ανήκει σ’ έναν από τους καιρούς της ζωής σου».[56]

Αναφερόμενος στον υλικό πολιτισμό και στην απόλυτη κυριαρχία του στη ζωή του σύγχρονου ανθρώπου, ο Eliot επισημαίνει τον πνευματικό θάνατο στον οποίο οδηγούμαστε καθημερινά:

«Η γη ολόκληρη είναι το νοσοκομείο μας

Προίκα δοσμένη απ’ τον καταστραμμένο εκατομμυριούχο,

Όπου, αν ευημερήσουμε, θα πεθάνουμε

Από την απόλυτη πατρική φροντίδα,

Που δε θα μας αφήσει, αλλά μας εμποδίζει παντού».   (IV, 154-163)

Ο «καταστραμμένος εκατομμυριούχος» ίσως συμβολίζει τον πολιτισμό, που αν τον δεχτούμε σ’ όλες τις υπερβολές του, θα πρέπει να πεθάνουμε πνευματικά, γιατί αυτός με τον υλιστικό προσανατολισμό του εμποδίζει την πνευματική μας εξέλιξη.

Ο Σεφέρης στο σημείο αυτό συμφωνεί με τον Έλιοτ και στις Δοκιμές Α΄ αναφέρει ότι ο σύγχρονος κόσμος «είναι ένας κόσμος διαλυμένος, άρρωστος και ναρκωμένος, όπου οι αισθήσεις εξατμίζουνται και χάνουν την πραγματικότητά τους, μέσα στο χάος των εντυπώσεων».[57]

Όμως, με τον καταληκτικό στίχο του ποιήματος «... Στο τέλος μου είναι η αρχή μου» (V, 211), ο Έλιοτ μάς υπενθυμίζει ότι ύστερα από το τέλος της ύπαρξής μας, σ’ αυτό το σώμα, θα υπάρξει μια νέα αρχή, που υποβάλλει την έννοια της μετενσάρκωσης.

 

 

3.2.4. Ενότητα τρίτη: “The dry salvages”

 

Ο τίτλος του τρίτου ποιήματος, σύμφωνα με σημείωση του ίδιου του Eliot, προέρχεται από μια ομάδα βράχων μ’ ένα φάρο στ’ ανοιχτά της Μασαχουσέτης. Ο φάρος ίσως συμβολίζει το φως της υπερβατικής Γνώσης που σώζει αυτούς που ταξιδεύουν από τον κίνδυνο του ναυαγίου της ζωής τους. Το ποίημα αναφέρεται στο  στοιχείο του νερού. Ο ποταμός είναι εδώ η ζωή του ανθρώπου, οι δυσκολίες και οι κίνδυνοί της, ενώ η θάλασσα συμβολίζει τον απόλυτο χρόνο.[58] Αναρωτιέται, λοιπόν, ο ποιητής:

«Υπάρχει πουθενά το τέλος του βουβού θρήνου,

Στα φθινοπωρινά λουλούδια που μαραίνονται σιωπηλά

Ρίχνοντας τα πέταλά τους και παραμένοντας ακίνητα∙

Υπάρχει πουθενά ένα τέλος στο παρασυρόμενο ναυάγιο,

Τη δέηση του κόκαλου στην παραλία, την αδέητη

Προσευχή του ευαγγελισμού του ολέθρου»; (II, 51-56)

Η παρομοίωση των φθινοπωρινών λουλουδιών που ρίχνουν τα πέταλά τους και μένουν ακίνητα φαίνεται να συμβολίζει τα γηρατειά και το θάνατο του ανθρώπου, ενώ το παρασυρόμενο ναυάγιο είναι η αποτυχία του να βρει τον πραγματικό σκοπό και προορισμό του και να τον εκπληρώσει. Γι’ αυτό, ο άνθρωπος πρέπει να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις καλυτέρευσης του μέλλοντός του όσο είναι εδώ, σ’ αυτή την παρούσα ζωή.

 

 

3.2.5. Ενότητα τέταρτη: “Little Gidding

 

 

Τον τίτλο του ποιήματος τον έχει εμπνευσθεί ο Έλιοτ από το χωριό του Huntingtonshire, Little Gidding, τη θρησκευτική κοινότητα του Nicholas Ferrar, που υπήρξε πραγματικά το 17ο αιώνα μια όαση εξύψωσης του ανθρώπου. Ο ποιητής κάνει αυτή τη μικρή ιδανική πολιτεία, μέσα στο χάος και τη σύγχυση της εξωτερικής ζωής της

εποχής της, σύμβολο της υπέρτατης Γνώσης. Το ποίημα αυτό είναι το πιο σημαντικό από τα τέσσερα και συμβολίζει, με την άνοιξη μέσα στο καταχείμωνο, την υπέρτατη Γνώση που οδηγεί στο Απόλυτο. Το ποίημα αναφέρεται στο στοιχείο της φωτιάς. Παραθέτω ενδεικτικά τους στίχους:

«Αν σκεφτώ ένα βασιλιά στο πέσιμο της νύχτας,

Τρεις, και περισσότερους, ανθρώπους πάνω στο ικρίωμα

Και μερικούς που πέθαναν λησμονημένοι

Σ’ άλλους τόπους, εδώ και σ’ άλλες χώρες,

Κι έναν που πέθανε τυφλός κι ήρεμος,

Γιατί θα έπρεπε να τιμούμε

Τους νεκρούς αυτούς ανθρώπους περισσότερο απ’ αυτούς που τώρα δα                                                                                                                                               πεθαίνουν»; (III, 177-183)

Ο ποιητής αναφέρεται σε διάφορα ιστορικά πρόσωπα, τα οποία, χωρίς να τα ονομάζει, τα χαρακτηρίζει, ανάγοντάς τα έτσι σε τύπους. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι βρίσκονται σε μια κατάσταση ταπείνωσης, που έχει αφαιρέσει την προηγούμενη αίγλη τους και τους έχει αφήσει στην πραγματική τους ανθρώπινη κατάσταση, για να διατυπωθεί στο τέλος το ερώτημα: γιατί θα έπρεπε να τιμούμε αυτούς τους νεκρούς του παρελθόντος περισσότερο απ’ αυτούς που πεθαίνουν τώρα; Όλοι οι άνθρωποι αποδέχονται το καθεστώς του θανάτου και τώρα ανήκουν όλοι, χωρίς καμιά διάκριση, σ’ αυτό.[59] Και συνεχίζει:

«Κάθε φράση και κάθε πρόταση είναι ένα τέλος και μια αρχή,

Κάθε ποίημα ένα επιτύμβιο. Και οποιαδήποτε πράξη

Είναι ένα βήμα στη λαιμητόμο, στη φωτιά, κάτω στο λαρύγγι της θάλασσας

Ή σε μια δυσανάγνωστη πέτρα: κι από κει αρχίζουμε.

Πεθαίνουμε μ’ εκείνους που πεθαίνουν:

Δες, φεύγουν, και πηγαίνουμε μαζί τους.

Γεννιόμαστε με τους νεκρούς:

Κοίτα, επιστρέφουν, και μας φέρνουνε μαζί τους». (V, 226-233)

Κάθε πράξη του ανθρώπου είναι ένα βήμα στη λαιμητόμο, στη φωτιά, στο λαρύγγι της θάλασσας ή σε μια δυσανάγνωστη πέτρα, όλα σύμβολα του θανάτου, που ο ποιητής δεν τον βλέπει εδώ σα τέλος, αλλά σαν αρχή, γιατί αυτό που φαίνεται σα τέλος είναι για τον ποιητή η αρχή ενός νέου κύκλου. Στους στίχους αυτούς ο ποιητής βλέπει το θάνατο και  τη  γέννηση  σαν  έναν  αέναο  κύκλο. Οι  νεκροί  φεύγουν και ξαναγυρίζουν κι εμείς

τους ακολουθούμε μέσα στις ανακυκλώσεις της ιστορίας. Εδώ με τους κύκλους του θανάτου και της γέννησης ο ποιητής αναφέρεται πάλι στη μετενσάρκωση, που σα διαδικασία αλλεπάλληλων κύκλων εξέλιξης δίνει γι’ αυτόν νόημα στην ανθρώπινη περιπέτεια.[60]

 

 

 

 

 

 

3.3.      Σχέση Κίχλης-Τεσσάρων Κουαρτέτων

 

 

Το βιβλίο που βοήθησε το Σεφέρη να δώσει μορφή στην Κίχλη είναι τα Τέσσερα Κουαρτέτα, που ο ποιητής τα ξαναδιάβασε στις 12 Οκτωβρίου (1946). Ο ίδιος γράφει στις Μέρες Ε΄: «Διάβασα, αρχίζοντας τη μέρα μου, τα Τέσσερα Κουαρτέτα του Έλιοτ [...] –μου φάνηκε πως τα διάβαζα πρώτη φορά∙ πρώτη φορά είχα την εντύπωση αυτού του παλμού (όπως στο 15ο του Beethoven, ακριβέστερα όπως στην «Canzona di Ringraziamento»). Και τούτο ακόμη∙ το θέμα τους είναι ο Χρόνος, όπως ο χρόνος είναι, κατά βάθος, το θέμα της μουσικής».[61]

Τα Τέσσερα Κουαρτέτα γοητεύουν τόσο το Σεφέρη που δε θα ήταν άστοχο να λέγαμε πως η σχέση τους με την Κίχλη είναι ανάλογη μ’ εκείνη του Μυθιστορήματος με την Έρημη Χώρα. Μερικά από τα χαρακτηριστικά τους ενισχύουν στο Σεφέρη ομόλογες τάσεις και τον κάνουν να χρησιμοποιήσει ορισμένα στοιχεία τους. Παραθέτω ενδεικτικά δύο χωρία. Στο East Coker (V, 192-198) ο Eliot γράφει:

«... Καθώς μεγαλώνουμε

Ο κόσμος γίνεται πιο παράξενος, το σχέδιο πιο πολύπλοκο

Από νεκρούς και ζωντανούς. Όχι η έντονη στιγμή

Απομονωμένη, χωρίς πριν και μετά,

Αλλά μια ολόκληρη ζωή που καίει κάθε στιγμή

Κι όχι η ζωή ενός ανθρώπου μόνο

Αλλά από παλιές πέτρες που δε μπορούν ν’ αποκρυπτογραφηθούν».

Και συμπληρώνει ο Σεφέρης στην Κίχλη (Γ΄, 27-30):

«... Καθώς περνούν τα χρόνια

πληθαίνουν οι κριτές που σε καταδικάζουν∙

καθώς περνούν τα χρόνια και κουβεντιάζεις με λιγότερες φωνές,

βλέπεις τον ήλιο μ’ άλλα μάτια».

Η επίδραση του Έλιοτ στο Σεφέρη είναι αναμφισβήτητη. Ο κόσμος του Σεφέρη όμως είναι πολύ διαφορετικός από τον κόσμο του Έλιοτ. Επίσης, υπάρχει και μια σημαντική διαφορά στις ιδέες που εκφράζουν τα δύο ποιήματα. Ενώ τα Τέσσερα Κουαρτέτα τελειώνουν με τη διαπίστωση ότι η ψυχή για να ενωθεί με το θείο πρέπει ν’ αποδυθεί την αγάπη της για τα πράγματα του υλικού κόσμου, η Κίχλη επιμένει πως μόνο μέσα από την αγάπη για να πράγματα είναι δυνατή μια παρόμοια ένωση. Στη θεολογική κοσμοθεωρία του Έλιοτ ο Σεφέρης αντιπαραθέτει μια εγκόσμια, σχεδόν απτή, μεταφυσική.

Η αναζήτηση του Σεφέρη, λοιπόν, για την «άλλη ζωή» ακολουθεί διαφορετικό δρόμο από εκείνον του Έλιοτ. Όταν ο Έλιοτ, μετά την Έρημη Χώρα, έστρεψε την προσοχή του στην ανακάλυψη ενός «υψηλότερου κόσμου», η στροφή αυτή δεν είχε σαν αποτέλεσμα ένα αντίκρισμα του κόσμου, μια προσπάθεια πιο στενής επαφής με τον κόσμο. Αντίθετα, κατέληξε σε μια μεγαλύτερη απομάκρυνση, σε μια μεγαλύτερη πνευματική απόσπαση από τον κόσμο. Ο Σεφέρης, όμως, φαίνεται ν’ ακολούθησε τον αντίθετο δρόμο. Στηρίζοντας τις εικόνες του ολοένα και περισσότερο στη ζωή, στο φυσικό Ελληνικό κόσμο, φαίνεται ότι ψάχνει να ξαναβρεί τις πηγές εκείνες της ζωής που

ο σύγχρονος άνθρωπος κινδυνεύει τόσο πολύ να χάσει.[62]

Ο Σεφέρης παρακινεί τον αναγνώστη να προσπαθήσει να χαρεί την ποίηση του Έλιοτ, τον προτρέπει «να προσπαθήσει να παρακολουθήσει την επίμονη και σίγουρη  άνοδο  του  ποιητή  στην  αναζήτησή  του  της ζωής  ανάμεσα  στα  τόσα  θνησιμαία  που

τον περιστοιχίζουν».[63]

Ο Σεφέρης πιστεύει πως η τέλεια λύτρωση του ανθρώπου μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από την εμπειρία των αισθήσεων. Ενώ για τον Έλιοτ ανθρώπινη τελείωση σημαίνει την ανάπτυξη μιας χριστιανικής συνείδησης και την ένωση μ’ ένα υπερβατικό εξωτερικό  κέντρο,  ο  Σεφέρης  με  την  Κίχλη  εννοεί  πως  η  αντίθεση  ανάμεσα  στο χριστιανικό και το μη χριστιανικό τρόπο ζωής είναι λιγότερο σημαντική από την αντίθεση ανάμεσα στην άρνηση της ζωής και την αποδοχή της. Η στάση του συμφωνεί περισσότερο με τη στάση των αρχαίων, για τους οποίους η διάσταση ανάμεσα στις φυσικές και τις πνευματικές δυνάμεις του ανθρώπου ήταν ασήμαντη, γιατί και οι δύο ήταν άμεσα συνδεδεμένες με το ρυθμό της φύσης.[64]

Μολαταύτα ο Σεφέρης συμφωνεί με τον Έλιοτ πως η εποχή μας είναι συναισθηματικά κομματιασμένη και χαοτική και πως η αγάπη και η λύτρωση βρίσκονται σήμερα σ’ ένα αδιέξοδο.  Το «χαμένο κέντρο» στην περίπτωση του Σεφέρη δε βρίσκεται στην αόρατη πηγή μιας υπερβατικής πραγματικότητας, αλλά μέσα στην ίδια τη ψυχή του ανθρώπου που καθορίζει τη συμπεριφορά του σώματος την ίδια στιγμή που καθορίζεται απ’ αυτό. Για το Σεφέρη η λύση στο πρόβλημα της ύπαρξης είναι μια υπόθεση προσωπική και η «άλλη ζωή» υπάρχει και μπορεί να βρεθεί πάνω σε αυτή εδώ τη γη.[65]

Καταλήγουμε, λοιπόν, στην παρατήρηση του Philip Sherrard ότι «ίσως και να μην υπάρχουν καθόλου διαφορές, αλλά η αναζήτηση του Eliot προς τα πάνω και του Σεφέρη προς τα κάτω, προς τις πηγές, ν’ ακολουθούν τους δύο δρόμους που είχε στο νου του ο Ηράκλειτος όταν έλεγε: «οδός άνω κάτω μία και ωυτή».[66]

 

 

Επιλογικό σημείωμα

 

Μέσα στην ποίηση του Σεφέρη το όρια ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο δεν είναι πάντοτε διακριτά. Κάποτε δεν ξέρεις αν τα πρόσωπα που μιλούν είναι νεκροί ή ζωντανοί που έχουν εισέλθει, υπνοβάτες, στο βασίλειο των σκιών.[67] Αυτό όμως δεν έχει τελικά μεγάλη σημασία.

Όλη η ποίηση του Σεφέρη, από τα πρώτα γνωστά κείμενά της, είναι ένας αγώνας κατά της φθοράς. Ο ποιητής άλλοτε είχε μισοδεί μια αόρατη γραμμή, που χωρίζει την περιοχή της φθοράς από την άλλη ζωή, την άφθαρτη∙ τώρα η άλλη ζωή, εκείνη που βρίσκεται από την άλλη μεριά της φθοράς, μοιάζει να ταυτίζεται με το «φως». Και ο Σεφέρης, σαν όλους τους ανθρώπους όλων των εποχών, έζησε με τη βασανιστική απορία για το τι αξίζει η ύπαρξη ενός ανθρώπου. Έζησε το δράμα της φθοράς με τη βεβαιότητα ότι κάπου αλλού πρέπει να υπάρχει το άφθαρτο.[68]

Κλείνω την παρούσα εργασία παραθέτοντας τα λόγια του ίδιου του Γ. Σεφέρη από τις Δοκιμές Α΄: «Η εποχή της αμφιβολίας, της ανησυχίας και της απομόνωσης, φαίνεται να έχει αφήσει πια τη θέση της στην εποχή της ανάγκης. Τι θα βγάλει το πνεύμα από τους θρησκευτικούς αγώνες που προετοιμάζει ο «καιρός των ορθοδοξιών» όπου μπαίνουμε∙ «άδηλον παντί πλήν ει τω θεώ».[69]

Το βασικό μήνυμα που μας μεταδίδει ο Σεφέρης είναι πως ο άνθρωπος που χάνει την ελπίδα του είναι ήδη νεκρός. Πρέπει, λοιπόν, να ζούμε με την ελπίδα, επειδή αυτή μπορεί και μας κρατά στη ζωή. Αν χάσουμε κι αυτή, μας περιμένει ένας πρόωρος ψυχικός θάνατος, ώσπου να ακολουθήσει και ο σωματικός μας θάνατος κάποια χρόνια πιθανόν αργότερα.

Επομένως, κάθε άνθρωπος πρέπει να αναλάβει προσωπικά την ευθύνη για τις επιλογές του και  να είναι έτοιμος  να υποστεί τις συνέπειες αυτών  των επιλογών. Πρέπει

όλοι μας να δώσουμε τον προσωπικό μας αγώνα για να επιτύχουμε την ψυχική μας ισορροπία που θα μας βγάλει από το τέλμα στο οποίο έχουμε περιπέσει –και ίσως βολευτεί–  και να μας οδηγήσει στη Γνώση και την Αλήθεια. Αυτό είναι το διαχρονικό μήνυμα που μεταδίδει τόσο ο Γ. Σεφέρης όσο και ο T. S. Eliot.

Πόσο εύκολο είναι όμως να βρει ο σύγχρονος άνθρωπος την πηγή της απόλυτης γνώσης και της αλήθειας μέσα στην ψυχή του, να βρει το «χαμένο του κέντρο» και να λυτρωθεί από τα πάθη του; Πόσο έτοιμοι είμαστε να απαρνηθούμε τις υλικές απολαύσεις και να αγωνιστούμε για την απόκτηση ανώτερων αγαθών;  Ή όπως αναρωτιέται ο ίδιος ο ποιητής: «θα μπορέσουμε να πεθάνουμε κανονικά»;

 

 

 

 

 

Βιβλιογραφία

 

Αθανασίου Έφη, Θ. Σ. Έλιοτ, Τέσσερα Κουαρτέτα, Ένα μήνυμα για το μέλλον της ανθρωπότητας, Ίκαρος, Αθήνα 2002

Βαγενάς Νάσος, Ο ποιητής και ο χορευτής· μια εξέταση της ποιητικής και της ποίησης του Σεφέρη, Η γενεαλογία της «Κίχλης», Κέδρος, Αθήνα 1979

Νικολάου Α. Νίκος, Μυθολογία  Γ. Σεφέρη: Από τον Οδυσσέα στον Τεύκρο, Δαίδαλος, Αθήνα 1992

Νικολαρεΐζης Δημήτρης, «Η παρουσία του Ομήρου στην ποίηση του Γιώργου Σεφέρη», Νέα Εστία 42, 1947

Σεφέρης Γιώργος, Μέρες Α΄, Ίκαρος, Αθήνα 1975

______, Μέρες Β΄, Ίκαρος, Αθήνα 1975

______, Μέρες Γ΄, Ίκαρος, Αθήνα 1977

______, Μέρες Ε΄, Ίκαρος, Αθήνα 1977

______, Ποιήματα, Ίκαρος, Αθήνα 31998 (1962)

______, «Εισαγωγή στον Θ. Σ. Έλιοτ», Δοκιμές (πρώτος τόμος 1936-1947), Ίκαρος, Αθήνα 62003 (1981)

______, «Γράμμα σ’ έναν ξένο φίλο», Δοκιμές (δεύτερος τόμος 1948-1971), Ίκαρος, Αθήνα 62003 (1981)

______, «Μια σκηνοθεσία για την ‘Κίχλη’», Δοκιμές (δεύτερος τόμος 1948-1971), Αθήνα 62003 (1981)

Sherrard Philip, «Η ποίηση του T. S. Eliot και του Γ. Σεφέρη: μια αντίθεση», Αγγλοελληνική Επιθεώρηση 5, 1951

Vitti Mario, Φθορά και λόγος· εισαγωγή στην ποίηση του Γιώργου Σεφέρη, Εστία, Αθήνα 1978

______, «Επιφάνεια» και «νεκυιομαντεία» στην ποίηση του Σεφέρη, κύκλος Σεφέρη, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, 1980

 



[1]     Για βιβλιογραφική παραπομπή: Γεωργιάδου Ζωή, Θάνατος και φθορά στο έργο του Γ. Σεφέρη ("Βασιλιάς της Ασίνης" και "Κίχλη") και στα "Τέσσερα Κουαρτέτα" του T. S. Eliot, μεταπτυχιακή εργασία, Τμήμα Ελληνικής Φιλολογίας, Φιλοσοφική Σχολή, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Κομοτηνή 2012.

[2]     Νικολαρεΐζης 1947.

[3]     Σεφέρης 31998, 185.

[4]     Σεφέρης 31998, 185-186.

[5]     Vitti 1980.

[6]     Σεφέρης 1975 (Μέρες Β’), 17-18.

[7]     Σεφέρης 1975 (Μέρες Β’), 23.

[8]     Σεφέρης 1975 (Μέρες Β’), 99-100.

[9]     Σεφέρης 32003 (Δοκιμές Β΄), 9.

[10]   Σεφέρης 1977 (Μέρες Γ΄), 34.

[11]   Βαγενάς 1979.

[12]   Σεφέρης 32003 (Δοκιμές Β΄), 31.

[13]   Σεφέρης 1977 (Μέρες Ε΄), 24.

[14]   Σεφέρης 32003 (Δοκιμές Β΄), 34.

[15]   Σεφέρης 1977 (Μέρες Ε΄), 75.

[16]   Σεφέρης 1977 (Μέρες Ε΄), 24

[17]   Σεφέρης 1975 (Μέρες Α΄), 110.

[18]   Vitti 1978, 189-190.

[19]   Vitti 1978, 193-194.

[20]   Vitti 1978, 203.

[21]   Vitti 1978, 206-208.

[22]   Σεφέρης 31998, 226.

[23]   Vitti 1980.

[24]   Vitti 1978, 219.

[25]   Σεφέρης 31998, 228.

[26]   Νικολάου 1992, 96.

[27]   Σεφέρης 31998, 226.

[28]   Βαγενάς 1979.

[29]   Σεφέρης 31998, 229.

[30]   Βαγενάς 1979.

[31]   Βαγενάς 1979.

[32]   Σεφέρης 32003 (Δοκιμές Β΄), 47.

[33]   Σεφέρης 32003 (Δοκιμές Β΄), 48-49.

[34]   Σεφέρης 32003 (Δοκιμές Β΄), 49.

[35]   Vitti 1980.

[36]   Σεφέρης 32003 (Δοκιμές Β΄), 36-37.

[37]   Νικολάου 1992, 89.

[38]   Βαγενάς 1979.

[39]   Βαγενάς 1979.

[40]   Vitti 1978, 184.

[41]   Σεφέρης 31998, 227.

[42]   Σεφέρης 32003 (Δοκιμές Β΄), 53.

[43]   Βαγενάς 1979.

[44]   Βαγενάς 1979.

[45]   Βαγενάς 1979.

[46]   Vitti 1978, 181-182.

[47]   Σεφέρης 32003 (Δοκιμές Β΄), 56.

[48]   Σεφέρης 1977 (Μέρες Ε΄), 83.

 

[49]   Αθανασίου 2002, 13-14.

[50]   Σεφέρης 32003 (Δοκιμές Α΄), 30.

[51]   Σεφέρης 32003 (Δοκιμές Β΄), 9.

[52]   Αθανασίου 2002, 116.

[53]   Σεφέρης 1975 (Μέρες Β΄), 14.

[54]   Αθανασίου 2002, 128.

[55]   Σεφέρης 1975 (Μέρες Β΄), 14.

[56]   Σεφέρης 1977 (Μέρες Γ΄), 29.

[57]   Σεφέρης 32003 (Δοκιμές Α΄), 34-35.

[58]   Αθανασίου 2002, 149.

[59]   Αθανασίου 2002, 186-187.

[60]   Αθανασίου 2002, 191.

[61]   Σεφέρης 1977 (Μέρες Ε΄), 59.

[62]   Sherrard 1951.

[63]   Σεφέρης 32003 (Δοκιμές Β΄), 21.

[64]   Βαγενάς 1979.

[65]   Βαγενάς 1979.

[66]   Sherrard 1951.

[67]   Νικολαρεΐζης 1947.

[68]   Vitti 1978, 234.

[69]   Σεφέρης 32003 (Δοκιμές Α΄), 46.