https://www.mixanitouxronou.com.cy/stiles/sinevi-simera/stin-archi-mou-ine-to-telos-mou-ke-sto-telos-mou-i-archi-mou-t-eliot-o-piitis-pou-pisteve-oti-to-nobel-itan-to-isitirio-gia-tin-kidia-tou-pantreftike-kryfa-apo-tous-gonis-tou-ke-dystychise/
Αρχική ΣΤΗΛΕΣ ΣΥΝΕΒΗ ΣΗΜΕΡΑ «Στην αρχή μου είναι το τέλος μου και στο τέλος μου η αρχή μου». Τ. Έλιοτ, ο ποιητής που πίστευε ότι το Νόμπελ ήταν το εισιτήριο για την κηδεία του! Παντρεύτηκε κρυφά από τους γονείς του και δυστύχησε 5 Shares Share Tweet Pin Email «To βραβείο Νόμπελ είναι για κάποιον το εισιτήριο για την κηδεία του. Επειδή κανένας δεν έκανε τίποτα μετά από αυτό.» Στις 4 Νοεμβρίου 1948 ο Τόμας Έλιοτ βραβεύτηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας για τη συμβολή του στη μοντέρνα ποίηση. Ανησυχούσε ότι μετά την απονομή του Νόμπελ, δεν θα έγραφε ποτέ ξανά κάτι αξιόλογο. Στην περίπτωσή του κάτι τέτοιο δεν ήταν δυνατό. Μέχρι το τέλος της ζωής του συνέχισε να εμπλουτίζει την ποιητική του συλλογή. Ο Τ.Σ. Έλιοτ γεννήθηκε το 1888 στο Μισούρι της Αμερικής ως Τόμας Στερνς Έλιοτ. Οι γονείς του τον έστειλαν στα καλύτερα σχολεία της Αμερικής, όπου μελέτησε ελληνικά, λατινικά και φιλοσοφία. Έγραψε το πρώτο του ποίημα σε ηλικία 17 ετών. Το συγγραφικό ταλέντο το κληρονόμησε από τη μητέρα του, η οποία έγραφε ποιήματα σε τοπικές εφημερίδες. «Το αίμα της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας είναι λατινικό και ελληνικό, όχι σαν δύο κυκλοφορικά συστήματα αλλά σαν ένα, διότι μέσω της Ρώμης θα ιχνηλατήσουμε την ελληνική καταγωγή μας». Την περίοδο που σπούδαζε στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ ξεκίνησε τα ταξίδια του στην Ευρώπη. Τότε κέρδισε μια υποτροφία ενός έτους στην Οξφόρδη και μετακόμισε στο Λονδίνο. Με το τέλος των σπουδών του θα επέστρεφε στο Χάρβαρντ για να ακολουθήσει ακαδημαϊκή καριέρα, όπως επιθυμούσαν οι γονείς του. Ωστόσο, τα σχέδια άλλαξαν όταν γνώρισε μια όμορφη αγγλίδα παιδαγωγό, τη Βίβιαν Γουντ. Η σχέση του με τη Βίβιαν Γουντ Τρεις μήνες μετά τη γνωριμία τους ο Έλιοτ την παντρεύτηκε κρυφά από τους γονείς του και αποφάσισε να μείνει μόνιμα στο Λονδίνο. Η Βίβιεν αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για το συγγραφικό έργο του, αν και ο γάμος τους ήταν προβληματικός. Ο Έλιοτ έγραφε ότι δεν ήταν ευτυχισμένος. Η Βίβιεν υπέφερε από μια ασθένεια και πάθαινε συχνά κρίσεις υστερίας. Ζούσαν σε ένα σκοτεινό διαμέρισμα, δεν είχαν κοινωνική ζωή και απομακρύνθηκαν από τους φίλους τους. Ο Έλλιοτ με τη Βίβιεν Γουντ, Λονδίνο 1916 «Οι άνθρωποι στους οποίους δεν έχει συμβεί ποτέ τίποτα, δεν μπορούν να καταλάβουν την ασημαντότητα των γεγονότων» Εκείνη την περίοδο ο Έλιοτ έγραψε το πιο διάσημο έργο του, την «Έρημη Χώρα». “Είχα αρρωστήσει και οι γιατροί μου είχαν συστήσει ανάπαυση. Πήγα στο Margate, Νοέμβριο μήνα. Εκεί έγραψα το πρώτο μέρος. Έπειτα πήγα με άδεια στην Ελβετία, όπου τελείωσα το ποίημα. Ήταν διπλάσιο. Το έστειλα στον Pound έβγαλε τα μισά.» Ο Έλιοτ ήταν ο εκδότης ενός περιοδικού και συνεργαζόταν με την αγγλίδα μυθιστοριογράφο, Βιρτζίνια Γουλφ. Το 1922 δημοσίευσε το έργο αποσπασματικά στις σελίδες του περιοδικού. «Η «Έρημη χώρα» μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες και ο Έλιοτ έγινε γνωστός στον λογοτεχνικό κόσμο. «Το μισό από το κακό που γίνεται στον κόσμο γίνεται από ανθρώπους που θέλουν να αισθανθούν σπουδαίοι. Δεν έχουν την πρόθεση να κάνουν κακό. Αλλά το κακό δεν τους απασχολεί.» Καθώς περνούσαν τα χρόνια, τα ψυχολογικά προβλήματα της Βίβιεν χειροτέρευαν. Έπασχε από ρευματισμούς και νευραλγία που τις προκαλούσαν ψυχολογικές μεταπτώσεις. Ο Έλιοτ βρήκε διέξοδο στο αλκοόλ και ύστερα από πολλά χρόνια δυστυχίας, το 1933, ζήτησε διαζύγιο. Η Βίβιεν δεν μπορούσε να αποδεχτεί το τέλος της σχέσης τους και ο Έλιοτ παρακάλεσε τους κοινούς φίλους τους να μην της αποκαλύψουν που βρίσκεται. Τελευταία φορά συναντήθηκαν ήταν το 1938. Ο Έλιοτ παρουσίαζε το καινούργιο του βιβλίο σε έναν εκδοτικό οίκο του Λονδίνου και η Βίβιεν εμφανίστηκε στην παρουσίαση με τον σκύλο της. Καθ όλη τη διάρκεια της ομιλίας του, τον κοιτούσε έντονα στα ματιά και του έκανε νοήματα. Στο τέλος τον πλησίασε και τον ρώτησε αν θα επιστρέψει σε εκείνη. Ο Έλιοτ της απάντησε χαμηλόφωνα ότι δεν μπορούσε να της μιλήσει και απομακρύνθηκε. Η Βιβιεν ήταν σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση. Ένα βράδυ ο αδερφός της τη βρήκε να κυκλοφορεί στους δρόμους του Λονδίνου και να ρωτά τους περαστικούς αν είχαν αποκεφαλίσει τον Έλιοτ. Μετά από αυτό το συμβάν, η οικογένεια της αποφάσισε να την κλείσει σε ψυχιατρείο, όπου και πέθανε το 1947 από καρδιακή προσβολή. «Είπα στην ψυχή μου, στάσου ακίνητη και περίμενε χωρίς ελπίδα. Γιατί η ελπίδα μπορεί να είναι ελπίδα για κάτι που είναι λάθος» Ο Έλιοτ είχε προχωρήσει τη ζωή του και ήταν ήδη καταξιωμένος ποιητής. Το 1950 παντρεύτηκε τη Βαλερί Φλέτσερ, η οποία τον θαύμαζε από τα 14 της χρόνια. Ο δεύτερος γάμος του ήταν ευτυχισμένος και έμειναν μαζί μέχρι το τέλος της ζωής του. Ο Έλιοτ άσκησε επίδραση στους ευρωπαίους λογοτέχνες και θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της μοντέρνας ποίησης. Ο Σεφέρης ήταν μεγάλος θαυμαστής του και το 1936 μετέφρασε την «Έρημη Χώρα» στα ελληνικά. Όπως έγραφε: “…θα ήθελα, αν είχα την άδεια, να παρακινήσω τον αναγνώστη να προσπαθήσει να χαρεί την ποίηση του Έλιοτ με όλες τις ικανότητες που έχει για να χαρεί την ποίηση και με τα συναισθήματα που έχει μέσα του, έστω και αν δεν συμπίπτουν διόλου με τα συναισθήματα του Έλιοτ.” Ο Πάουντ χαρακτήρισε το έργο του «Έρημη Χώρα» ως μία «δικαίωση του κινήματος του μοντέρνου πειράματος» Το αγαπημένο του έργο Έλιοτ ήταν τα «Τέσσερα Κουαρτέτα» που δημοσιεύτηκαν κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Τόμας Έλιοτ πέθανε στις 4 Ιανουαρίου 1965 στο Λονδίνο. Το μνήμα του συνόδευε επιγραφή με τον στίχο από το ποίημα East Cocker . «Στην αρχή μου είναι το τέλος μου, και στο τέλος μου η αρχή μου». ...
Διαβάστε όλο το άρθρο: http://www.mixanitouxronou.com.cy/stiles/sinevi-simera/stin-archi-mou-ine-to-telos-mou-ke-sto-telos-mou-i-archi-mou-t-eliot-o-piitis-pou-pisteve-oti-to-nobel-itan-to-isitirio-gia-tin-kidia-tou-pantreftike-kryfa-apo-tous-gonis-tou-ke-dystychise/
Thomas Sterns Eliot: Τέσσερα κουαρτέτα - The Four Quartets «Burnt Norton» — «Οἱ λέξεις κινοῦνται, ἡ μουσική κινεῖται/μόνο στόν χρόνο·...»
Ὁ παρών χρόνος καί ὁ παρελθών χρόνος
εἶναι ἴσως καί ὁ δύο παρόντες στόν μέλλοντα χρόνο,
καί ὁ μέλλων χρόνος περιέχεται στόν παρελθόντα χρόνο.
Ἄν ὅλος ὁ χρόνος εἶναι αἰωνίως παρών
ὅλος ὁ χρόνος δέν μπορεῖ νά πληρωθεῖ.
Ὅ,τι θά μποροῦσε νά συμβεῖ εἶναι μιά ἀφαίρεση
πού παραμένει μιά διαρκής δυνατότητα
μόνο σ’ ἕναν κόσμο ἀπό εἰκασίες.
Ὅ,τι θά μποροῦσε νά συμβεῖ καί ὅ,τι συνέβη
δείχνουν σ’ ἕνα τέλος, πού εἶναι πάντοτε παρόν.
Βήματα ἀντηχοῦν στή μνήμη
στό μονοπάτι πού δέν πήραμε
πρός τήν πόρτα πού ποτέ δέν ἀνοίξαμε
τοῦ κήπου μέ τίς τριανταφυλλιές. Οἱ λέξεις μου ἀντηχοῦν
ἑπομένως, στό μυαλό σου.
Ὅμως γιά ποιό λόγο
νά ταράξει κανείς τή σκόνη στήν κούπα μέ τά ροδόφυλλα
δέν ξέρω.
Ἄλλοι ἀντίλαλοι
κατοικοῦν στόν κῆπο. Θά τούς ἀκολουθήσουμε;
Γρήγορα, εἶπε τό πουλί, βρεῖτε τους, βρεῖτε τους,
ἐδῶ γύρω. Μέσα ἀπό τήν πρώτη πύλη,
στόν πρῶτο μας κόσμο, θ’ ἀκολουθήσουμε
τῆς τσίχλας τήν ἀπάτη; Στόν πρῶτο μας κόσμο.
Βρίσκονταν ἐκεῖ, ἐπιβλητικοί, ἀόρατοι.
Κινοῦνταν ἀβίαστα, πάνω ἀπό τά νεκρά φύλλα,
στή ζέστη τοῦ φθινοπώρου, μέσα ἀπό τόν παλλόμενο ἄνεμο,
καί τό πουλί λάλησε, ἀπαντώντας
στήν ἀνήκουστη μουσική κρυμμένης στούς θάμνους,
καί οἱ ἀθέατες ἀχτίνες τῶν ματιῶν διασταυρώθηκαν, γιατί τά τριαντάφυλλα
εἶχαν τήν ὄψη λουλουδιῶν πού κάποιος τά κοιτάζει.
Βρίσκονταν ἐκεῖ ὡς καλεσμένοι μας, πού τούς δεχόμασταν καί μᾶς δέχονταν.
Ἔτσι κινήσαμε, κι αὐτοί μαζί, μέ τρόπο τελετουργικό,
κατά μῆκος τῆς ἔρημης ἀλέας, στῶν πυξαριῶν τόν κύκλο,
νά δοῦμε τή στραγγισμένη λιμνούλα.
Στεγνή ἡ λιμνούλα, στεγνό τσιμέντο, καφετί στίς ἄκρες,
καί ἡ λιμνούλα γέμισε μέ νερό ἀπό τό φῶς τοῦ ἥλιου,
καί ὁ λωτός ἀναδύθηκε, ἥσυχα, ἥσυχα,
ἡ ἐπιφάνεια ἔλαμψε ἀπό τήν καρδιά τοῦ φωτός,
καί ἐκεῖνοι ἦταν πίσω μας, καθρεφτισμένοι στή λιμνούλα.
Ὕστερα πέρασε ἕνα σύννεφο, κι ἄδειασε ἡ λιμνούλα.
Φύγετε, εἶπε τό πουλί, γιατί οἱ φυλλωσιές ἦταν γεμάτες μέ παιδιά,
μέ ἔξαψη κρυμμένα, τά γέλια συγκρατώντας.
Φύγετε, φύγετε, φύγετε, εἶπε τό πουλί: τό ἀνθρώπινο εἶδος
δέν μπορεῖ ν’ ἀντέξει πολλή πραγματικότητα.
Ὁ παρελθών χρόνος καί ὁ μέλλων χρόνος
ὅ,τι θά μποροῦσε νά εἶχε συμβεῖ καί ὅ,τι συνέβη
δείχνουν σ’ ἕνα τέλος, πού εἶναι πάντοτε παρόν.
II
Σκόρδο καί ζαφείρια στή λάσπη.
Βουλιάζει καί κολλάει τῶν τροχῶν ὁ ἄξονας.
Τό παλλόμενο σύρμα στό αἷμα
τραγουδάει κάτω ἀπό ἀθεράπευτες πληγές
κατευνάζοντας πολέμους ἀπό καιρό ξεχασμένους.
Ὁ χορός κατά μῆκος τῆς ἀρτηρίας
ἡ κυκλοφορία τῆς λύμφης
διαγράφονται στήν τροχιά τῶν ἀστεριῶν.
Ἀνεβαίνοντας νά παραθερίσουμε στό δέντρο
κινούμαστε πάνω ἀπ’ τό κινούμενο δέντρο
σέ φῶς πάνω στό ἀχνογραμμένο φύλλο
κι ἀκοῦμε ἀπό κάτω μας πάνω στό βρεγμένο
χῶμα, τόν χοῖρο καί τό κυνηγόσκυλο
ν’ ἀκολουθοῦν ὅπως καί πρίν τό σχέδιό τους
συμφιλιωμένοι ὅμως ἀνάμεσα στ’ ἀστέρια.
Στό ἀκίνητο σημεῖο, τοῦ κόσμου πού γυρίζει. Οὔτε σάρκα οὔτε μή σάρκα.
Οὔτε ἀπό, οὔτε πρός· στό ἀκίνητο σημεῖο, ἐκεῖ εἶναι ὁ χορός,
ἀλλά οὔτε στάση, οὔτε κίνηση. Καί μήν τό ὀνομάσεις μονιμότητα,
ὅπου συγκλίνουν παρελθόν καί μέλλον. Οὔτε κίνηση ἀπό, οὔτε πρός,
οὔτε ἄνοδος, οὔτε πτώση. Χωρίς τό σημεῖο, τό ἀκίνητο σημεῖο,
δέν θά ὑπῆρχε ὁ χορός, καί ὑπάρχει μόνον ὁ χορός.
Μπορῶ μόνο νά πῶ, ἐκεῖ ἔχουμε βρεθεῖ: ἀλλά δέν μπορῶ νά πῶ ποῦ.
Καί δέν μπορῶ νά πῶ γιά πόσο, γιατί αὐτό σημαίνει νά τό τοποθετήσω στόν χρόνο.
Ἡ ἐσωτερική ἐλευθερία ἀπό τήν πρακτική ἐπιθυμία,
ἡ λύτρωση ἀπό τή δράση καί τόν πόνο, ἡ λύτρωση ἀπό τόν ἐσωτερικό
καί τόν ἐξωτερικό καταναγκασμό, ὡστόσο περιβάλλεται
ἀπό μιά χάρη αἴσθησης, ἕνα λευκό φῶς κινούμενο κι ἀκίνητο,
Erhebung χωρίς κίνηση, συμπύκνωση
χωρίς ἐξάλειψη, ταυτόχρονα ἕνας καινούριος κόσμος
κι ὁ παλιός, γίνεται σαφής, κατανοητός
στήν ὁλοκλήρωση τῆς μερικῆς του ἔκστασης,
τή διάλυση τῆς μερικῆς του φρίκης.
Κι ὅμως τά δεσμά τοῦ παρελθόντος καί τοῦ μέλλοντος
ὑφασμένα μές στήν ἀδυναμία τοῦ σώματος πού ἀλλάζει,
προστατεύουν τήν ἀνθρωπότητα ἀπό τά οὐράνια καί τήν καταδίκη
πού ἡ σάρκα δέν μπορεῖ ν’ ἀντέξει.
Ὁ παρελθών χρόνος καί ὁ μέλλων χρόνος
ἐπιτρέπουν λίγη ἐπίγνωση.
Τό νά ἔχεις ἐπίγνωση σημαίνει νά μή βρίσκεσαι μέσα στόν χρόνο
ἀλλά μόνο μέσα στόν χρόνο μπορεῖ κανείς νά θυμηθεῖ
τή στιγμή στόν κῆπο μέ τά τριαντάφυλλα,
τή στιγμή στήν κληματαριά πού τή χτυπᾶ ἡ βροχή,
τή στιγμή στήν ἀνεμοδαρμένη ἐκκλησία ὅταν ὁ καπνός καταλαγιάζει.
Δεμένος μέ τό παρελθόν καί τό μέλλον
μόνο μέ τόν χρόνο ὁ χρόνος κατακτᾶται.
ΙΙΙ
Ἐδῶ εἶναι τόπος ἀποξένωσης.
Ὁ χρόνος πρίν καί ὁ χρόνος μετά
σέ φῶς ἀμυδρό: οὔτε τό φῶς τῆς μέρας
πού περιβάλλει τή μορφή μέ διαυγή ἀκινησία
μετατρέποντας τή σκιά σέ ἐφήμερη ὀμορφιά
μέ ἀργή περιστροφή πού ὑπαινίσσεται μονιμότητα
οὔτε σκοτάδι πού ἐξαγνίζει τήν ψυχή
ἐξαντλώντας τήν ἡδυπάθεια μέ στέρηση
ἀποκαθαίροντας τό συναίσθημα ἀπό τό πρόσκαιρο.
Οὔτε πληρότητα οὔτε κενότητα. Μόνο μιά ἀναλαμπή
πάνω στά καταπονημένα, βασανισμένα ἀπό τόν χρόνο, πρόσωπα
ἀφηρημένα ἀπό τήν ἀφαίρεση λόγω τῆς ἀφαίρεσης
γεμάτα φαντασιώσεις καί ἀπό νόημα κενά
στομφώδης ἀπάθεια χωρίς συγκέντρωση
ἄνθρωποι καί κουρελόχαρτα, στροβιλισμένα στόν παγωμένο ἄνεμο,
πού φυσάει πρίν καί μετά τόν χρόνο,
ἄνεμος πού μπαινοβγαίνει σέ ἀρρωστημένα πνευμόνια
ὁ χρόνος πρίν καί ὁ χρόνος μετά.
Ρέψιμο φιλάσθενων/νοσηρῶν ψυχῶν
στόν ἐξασθενημένο ἀέρα, οἱ νωθροί
παρασυρμένοι ἀπό τόν ἄνεμο πού σαρώνει τούς μουντούς λόφους τοῦ Λονδίνου.
Χάμστεντ καί Κλέρκενγουελ, Κάμπντεν καί Πάτνεϋ,
Χάιγκεητ, Πρίμροουζ καί Λάντγκεητ. Ὄχι ἐδῶ
ὄχι ἐδῶ τό σκοτάδι, στόν κόσμο αὐτόν πού τιτιβίζει.
Κατέβα χαμηλότερα, κατέβα μόνο
στόν κόσμο τῆς ἀέναης μοναξιᾶς,
κόσμος ὄχι κόσμος, ἀλλά ἐκεῖνο πού δέν εἶναι κόσμος,
ἐσώτερο σκοτάδι, στέρηση
καί ἀπώλεια ὅλης τῆς περιουσίας,
ἀφυδάτωση τοῦ κόσμου τῶν αἰσθήσεων,
ἐκκένωση τοῦ κόσμου τῆς φαντασίας,
ἀδράνεια τοῦ κόσμου τοῦ πνεύματος·
αὐτός εἶναι ἕνας τρόπος, κι ὁ ἄλλος
εἶναι ἴδιος, ὄχι σέ κίνηση
ἀλλά ἀπέχοντας ἀπό κίνηση· ἐνῶ ὁ κόσμος κινεῖται
μέ λαχτάρα, στούς ἀσφαλτοστρωμένους δρόμους
τοῦ παρελθόντος χρόνου καί τοῦ μέλλοντος χρόνου.
IV
Ὁ χρόνος καί ἡ καμπάνα ἔχουν θάψει τή μέρα,
τό μαῦρο σύννεφο μεταφέρει τόν ἥλιο μακριά.
Θά στραφεῖ πρός τό μέρος μας τό ἡλιοτρόπιο, θά λυγίσει πρός τό μέρος μας
ἡ ἀγράμπελη ξεστρατίζοντας, ψαλίδα καί κλαράκι
θά πιαστοῦν καί θά κολλήσουν;
Παγωνιά.
Δάχτυλα τοῦ ἔλατου θά τυλιχτοῦν
πάνω μας; Ἀφοῦ τό φτερό τῆς ἀλκυόνας
ἀποκρίθηκε μέ φῶς στό φῶς, καί σωπαίνει, τό φῶς εἶναι ἀκίνητο
στό ἀκίνητο σημεῖο τοῦ κόσμου πού γυρίζει.
V
Οἱ λέξεις κινοῦνται, ἡ μουσική κινεῖται
μόνο στόν χρόνο· ὅμως μόνο ἐκεῖνο πού ζεῖ
μπορεῖ καί νά πεθάνει. Οἱ λέξεις, μετά τόν λόγο, ἀγγίζουν
τή σιωπή. Μόνο μέ τή μορφή, τό μοτίβο
οἱ λέξεις ἤ ἡ μουσική μποροῦν ν’ ἀγγίξουν
τήν ἀκινησία, ὅπως ἕνα κινέζικο ἀκίνητο βάζο
κινεῖται ἀδιάκοπα μέσα στήν ἀκινησία του.
Ὄχι ἡ ἀκινησία τοῦ βιολιοῦ, ὅσο διαρκεῖ ὁ ἦχος,
ὄχι μόνο ἐκεῖνο, ἀλλά ἡ συνύπαρξη,
ἤ ἄς ποῦμε ὅτι τό τέλος προηγεῖται τῆς ἀρχῆς,
καί τό τέλος καί ἡ ἀρχή βρίσκονταν πάντοτε ἐκεῖ
πρίν ἀπό τήν ἀρχή καί μετά τό τέλος.
Καί ὅλα εἶναι πάντοτε τώρα. Οἱ λέξεις τεντώνονται
ραγίζουν καί κάποτε σπᾶνε, ἀπό τό βάρος τοῦ φορτίου,
ἀπό τήν ἔνταση, γλιστροῦν, παραπατοῦν, σβήνουν,
φθίνουν ἀπό τήν ἀνακρίβεια, δέν μένουν στή θέση τους,
δέν μένουν ἀκίνητες. Φωνές πού στριγκλίζουν
πού ἐπιπλήττουν, χλευάζουν, ἤ ἁπλῶς φλυαροῦν,
πάντοτε καταφέρονται ἐναντίον τους. Ὁ Λόγος στήν ἔρημο
περισσότερο προσβάλλεται ἀπό τίς φωνές τοῦ πειρασμοῦ
τή σκιά πού κλαίει στόν νεκρικό χορό,
τόν δυνατό θρῆνο τῆς ἀπαρηγόρητης χίμαιρας.
Ἡ λεπτομέρεια τοῦ μοτίβου εἶναι κίνηση,
ὅπως στήν εἰκόνα τῶν δέκα σκαλοπατιῶν.
Ἡ ἴδια ἡ ἐπιθυμία εἶναι κίνηση
ὄντας ἡ ἴδια ἀνεπιθύμητη·
ἤ ἴδια ἡ ἀγάπη εἶναι ἀκίνητη,
αἰτία μονάχα καί σκοπός τῆς κίνησης,
ἄχρονη καί χωρίς ἐπιθυμία
παρά μονάχα στήν προοπτική τοῦ χρόνου
παγιδευμένη σέ μιά μορφή περιορισμοῦ
ἀνάμεσα στό μή εἶναι καί τό εἶναι.
Ξαφνικά σέ μιά ἡλιαχτίδα φωτός
κι ἄς κινεῖται ἀκόμη ἡ σκόνη
ξεσπάει τό κρυμμένο χάχανο
τῶν παιδιῶν στίς φυλλωσιές
γρήγορα τώρα, ἐδῶ, τώρα, πάντα –
γελοῖος ὁ χαμένος θλιβερός χρόνος
πού ἁπλώνεται πρίν καί μετά.
Burnt Norton (I), από τα «τέσσερα κουαρτέτα» του T. S. Eliot
μετάφραση: Ελένη Χωρεάνθη
Ο τωρινός κι ο περασμένος χρόνος
ίσως κι οι δυο είναι παρόντες μες σε χρόνο μέλλοντα,
κι ο μέλλων χρόνος είναι μέσα στον περασμένο χρόνο.
Αν όλος ο χρόνος είναι αιώνιο παρόν,
όλος ο χρόνος είναι ανεπανόρθωτος.
Αυτό που θα μπορούσε να έχει υπάρξει είναι μια αφαίρεση
που παραμένει αέναη δυνατότητα
μόνο σ’ έναν κόσμο από εικασίες.
Αυτό που θα μπορούσε να έχει υπάρξει κι αυτό που υπάρχει
δείχνουν ένα τέλος, που είναι πάντοτε παρόν.
Πατήματα ηχούν στη μνήμη
στο μονοπάτι που δεν πήραμε
μπροστά στη θύρα που ποτέ δεν την ανοίξαμε
προς τον ροδόκηπο. Οι λέξεις μου ηχούν
έτσι στον νου σας.
Αλλά σε τι σκοπεύω
ταράζοντας τη σκόνη πάνω σε μια γυάλα με ροδοπέταλα
κι εγώ δεν το γνωρίζω.
Άλλοι αντίλαλοι
κατοικούν στον κήπο. Ν’ ακολουθήσουμε;
Γρήγορα, είπε το πουλί, βρέστε τους, βρέστε τους
στρίβοντας τη γωνία. Μέσα από την πρώτη πύλη,
μέσα στον πρώτο μας κόσμο, θα ακολουθήσουμε
το πλάνεμα της τσίχλας; Μέσα στον πρώτο μας κόσμο.
Αυτοί ήταν εκεί αξιοπρεπείς, αόρατοι,
κινούμενοι δίχως βιασύνη, από πάνω στα ξερά τα φύλλα,
στη φθινοπωρινή ζέστη μες στον παλλόμενο αέρα,
και το πουλί κελάηδησε κι απολογήθηκε
στην ανήκουστη μουσική, που ήταν κρυμμένη στα χαμόκλαδα,
και η αόρατη ματιά λοξοδρόμησε, γιατί τα ρόδα
είχανε την όψη λουλουδιών που έχουν κοιταχτεί.
Αυτοί ήταν εκεί ωσάν φιλοξενούμενοί μας, αποδεκτοί κι αποδεχόμενοι.
Έτσι κινηθήκαμε μαζί τους, σ’ έναν επίσημο σχηματισμό,
κατά μήκος της άδειας δεντροστοιχίας, προς τον κύκλο από ζαρντινιέρες,
να δούμε κάτω μέσα στη στεγνή λιμνούλα.
Στεγνή η λιμνούλα, στεγνό τσιμέντο με καστανόχρωμη άκρη,
και η λιμνούλα είχε γεμίσει με νερό απ’ το φως του ήλιου,
και ο λωτός ορθώθηκε ήσυχα, ήσυχα,
η επιφάνεια άστραψε απ’ την καρδιά του φωτός
κι εκείνοι ήταν πίσω μας, καθρεφτισμένοι μέσα στη λιμνούλα.
Τότε ένα σύννεφο πέρασε, και η λιμνούλα άδειασε.
Πηγαίνετε, είπε το πουλί, γιατί τα φυλλώματα γέμισαν παιδιά,
που κρύβονταν ξετρελαμένα, πνίγοντας το γέλιο.
Πηγαίνετε, πηγαίνετε, πηγαίνετε, είπε το πουλί· το ανθρώπινο είδος
δεν μπορεί να σηκώσει πολλή πραγματικότητα.
Παρελθών χρόνος και μέλλων χρόνος,
τι μπορούσε να έχει γίνει και τι έχει γίνει,
δείχνουν προς ένα τέλος, που είναι πάντοτε παρόν.
Αθήνα, καλοκαίρι 1978-Παλαιό Φάληρο, καλοκαίρι 2013
[Με τα Κουαρτέτα του Τ. Σ. Έλιοτ ασχολούμαι τέσσερις και πλέον δεκαετίες, από το 1970. Αποπειράθηκα να μεταφράσω Κουαρτέτα για δική μου χρήση και για άσκηση, κυρίως στην κατανόηση της γλώσσας ενός τόσο στρυφνού ποιητικού κειμένου, με πλείστες αναφορές σε παρελθούσες καταστάσεις και βιώματα του ποιητή, που ίσως ελάχιστα ή καθόλου δεν ενδιαφέρουν τον Έλληνα αναγνώστη. Ίσως με τα δυσνόητα γλωσσικά σύμβολα, την περιπλοκή του λόγου, τις αναδιπλώσεις του στοχασμού, τις παλινδρομήσεις και τις πολυδαίδαλες διακλαδώσεις και ανακυκλώσεις του λόγου, τα Τέσσερα κουαρτέτα αποτελούν τη μαγεία αυτής ειδικά της ποιητικής ενότητας του Τ. Σ. Έλιοτ.
Σύμφωνα με τα έργα των μεγάλων τραγικών δημιουργών που απευθύνονταν στον λαό και παρασταίνονταν στη σκηνή για να διαπαιδαγωγήσουν τον λαό, τον δήμο, η μεγάλη τέχνη απευθύνεται στον άνθρωπο κάθε εποχής, κάθε ηλικίας, τουλάχιστο σε πρώτο επίπεδο. Και έχει υποχρέωση και καθήκον ο δημιουργός να δίνει στοιχεία που έχουν επαφή με την πραγματικότητα και αντίκρισμα στη ζωντανή πραγματικότητα. Από εκεί και πέρα ο κριτικός, ο μελετητής, ο αναλυτής έχει το ελεύθερο, και την υποχρέωση ίσως για να στηρίξει τις απόψεις του, να κάνει τη δουλειά του εργαστηρίου. Και φυσικά, ένα μεγάλο έργο τέχνης πρέπει να αντέχει στις δέουσες χειρουργικές επεμβάσεις στο εσωτερικό του σώματός του. Πέρα από αυτό, ο κάθε αναγνώστης και χωρίς τις αναλύσεις των ειδικών, θα βρει αυτό που τον ενδιαφέρει, θα βρει τον τρόπο να ανακαλύψει και την κρυμμένη ομορφιά του έργου τέχνης, αν διαθέτει ανάλογο καλλιτεχνικό, έμφυτο αισθητήριο και, προκειμένου για ποίηση, αίσθηση της μητρικής του γλώσσας.
Υπό αυτές τις προϋποθέσεις καταπιάστηκα με τη μετάφραση των κουαρτέτων και χρησιμοποίησα την έκδοση FourQuartets, byT. S. Eliot, FaberandFaber, 24 RussellSquare, London. χ.χ.]
Δεν νομίζω να υπάρχει Έλληνας που αγαπάει την ποίηση και δεν ξέρει απέξω λίγους στίχους από τα «Τέσσερα Κουαρτέτα» του Τ.Σ Έλιοτ.
Ας πούμε το «In my beginning is my end”, που τόσο αγαπούσε ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, ή το «Time present and time past are both perhaps present in time future».
H νέα μετάφραση του μείζονος αυτού ποιήματος από τον Χάρη Βλαβιανό θα ήταν από μόνη της εκδοτικό γεγονός. Γίνεται ακόμα πιο ερεθιστικό για τον απαιτητικό αναγνώστη, γιατί το βιβλίο των εκδόσεων Πατάκη έχει κι άλλα ατού.
Είναι δίγλωσσο, συνοδεύεται από ένα CD στο οποίο ο ίδιος ο Τ.Σ Έλιοτ διαβάζει τα «Τέσσερα Kουαρτέτα» αλλά και από μια εκτενή εισαγωγή.
Ο Χάρης Βλαβιανός, ποιητής με πλούσιο μεταφραστικό έργο, μας δίνει μερικά από τα κλειδιά του ποιήματος, πριν βυθιστούμε μόνοι μας στον κόσμο του.
Προσωπικά, τι σας συγκίνησε περισσότερο στα «Τέσσερα Κουαρτέτα»;
Ο τρόπος με τον οποίο ο Έλιοτ καταβυθίζεται στο παρελθόν του και στοχάζεται το τέλος του, με νηφαλιότητα και μεταφυσική ενατένιση.
Το ότι, παρά τον προσωπικό του χαρακτήρα, το ποίημα διαρρηγνύει τα όρια του ιδιωτικού και γίνεται μέρος ενός καθολικού προβληματισμού.
Επίσης, επειδή ο Έλιοτ είναι ειλικρινής ως προς τα μέσα του, με άγγιξαν ιδιαίτερα τα σημεία όπου μιλάει για την επισφάλεια των λέξεων, για τη δυσκολία που αντιμετωπίζει κάθε ποιητής όταν προσπαθεί να συλλάβει τον πυρήνα των πραγμάτων.
Όντας το τελευταίο του ποιητικό έργο (στη συνέχεια το ενδιαφέρον του στράφηκε στο θέατρο, παράλληλα με την ενασχόλησή του με το δοκίμιο),
αποτελεί έναν απολογισμό της ποιητικής του πορείας και μια κατάφαση στη λυτρωτική δύναμη της ποίησης.
Ο Έλιοτ των «Κουαρτέτων» δεν είναι ο Έλιοτ της «Έρημης Χώρας», δηλαδή ένας τολμηρός πειραματιστής που δεν διστάζει να γίνει εικονοκλαστικός και ανατρεπτικός. Εδώ μιλάει ένας σοφός, ο οποίος φτάνει να δυσπιστεί ακόμη και απέναντι στις δάφνες της νεότητάς του, υπογραμμίζοντας έτσι τη γονιμοποιό δύναμη της αμφιβολίας.
Ποια είναι η σημασία του Έλιοτ στη σύγχρονη ποίηση; Εξακολουθεί να είναι σημείο αναφοράς;
Ο ρόλος του Έλιοτ και του Πάουντ στη διαμόρφωση του μοντερνιστικού προτάγματος, στην ανανέωση του ποιητικού ιδιώματος, είναι κεντρικός.
Αυτό που ονομάζουμε μοντερνισμό στην ποίηση ορίζεται από θεμελιώδη έργα, όπως η «Έρημη Χώρα», το «Χιου Σέλγουιν Μώμπερλυ», τα «Τέσσερα Κουαρτέτα» και τα «Κάντος».
Φυσικά, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Πάουντ και ο Έλιοτ δεν ήταν μόνοι: και άλλοι ποιητές, όπως ο Στήβενς και ο Κάμμινγκς στην Αμερική, ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Εμπειρίκος και ο Εγγονόπουλος στα καθ’ ημάς, διαμόρφωσαν από κοινού μια νέα αντίληψη για την ποίηση.
Ειδικά τα «Τέσσερα Κουαρτέτα», πέρα από τη μορφική τους ιδιαιτερότητα, τι έχουν να μας πουν σήμερα;
Κάποια έργα, όπως τα «Κουαρτέτα», θέτουν καίρια ζητήματα, όπως ο ρόλος της ποίησης στη σύγχρονη κοινωνία,
η σχέση του ατόμου με την ιστορία και
η δυνατότητα να αποτυπωθεί μέσω της γλώσσας, ενός ασταθούς και αμφίσημου υλικού, ένας στοχασμός που αφορά την ίδια μας την ύπαρξη.
Όλα αυτά είναι ερωτήματα που δεν απασχολούν μια συγκεκριμένη εποχή, αλλά διαπερνούν το ανθρώπινο βίωμα ανεξαρτήτως χρόνου και κοινωνικής συγκυρίας.
Οι αναζητήσεις ενός ποιητή που γράφει σήμερα δεν είναι δυνατόν να μην αντλήσουν από τα έργα του μοντερνισμού, έστω και για να τα αρνηθούν ή να τα υπερβούν.
Ποιες ήταν οι δυσκολίες που αντιμετωπίσατε στη μετάφραση;
Η βασική πρόκληση ήταν να βρω έναν τόνο φωνής που να αντιστοιχεί σ’ αυτόν του αγγλικού πρωτοτύπου, όπως εγώ φυσικά τον προσέλαβα.
Η γλώσσα του Έλιοτ είναι ακριβής, διαυγής, χωρίς λεκτικές ακρότητες, επομένως θέλησα η ελληνική μετάφραση ν’ αποτυπώνει αυτά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.
Δεν πιστεύω στις ελεύθερες διασκευές όταν μιλάμε για μετάφραση και θεωρώ ότι ο μεταφραστής πρέπει να προσπαθεί να είναι πολύ κοντά στο κείμενο που μεταφράζει.
Η άποψη παλιών μεταφραστών ότι η μετάφραση σημαίνει οικειοποίηση του ξένου κειμένου ώστε να εξαλείφονται οι πολιτισμικές και γλωσσικές του ιδιαιτερότητες με βρίσκει εντελώς αντίθετο.
Η μετάφραση πρέπει να μπορεί να υποδέχεται την ξενότητα του πρωτοτύπου και όχι με προκρούστειες μεθόδους να επιχειρεί να το υποτάξει σε μια αντίληψη για την εντοπιότητα που είναι και στενή και άγονη.
Ο priest του Μπλέικ δεν είναι «τραγόπαπας», ούτε το innocent stranger του Πάουντ «κουζουλός ξενομερίτης». Και το walking dully along του Ώντεν προφανώς δεν είναι «γκεζεράω», όπως θέλει ο Λορεντζάτος, για παράδειγμα, και κάποιοι επίγονοί του.
Αν θέλει κανείς να μεταφράζει Άγγλους ή Αμερικανούς ποιητές σε ιδίωμα μακρυγιαννικό, δεν έχει κανέναν λόγο να μπαίνει στον κόπο.
Μπορεί κάλλιστα να διαβάζει τα «Οράματα και Θάματα» του στρατηγού και ν’ αφήνεται στη συμπλεγματική νοσταλγία μιας γλώσσας που ούτε μιλιέται ούτε γράφεται πια.
Θα λέγατε ότι υπάρχει κάποια ξεχωριστή σχέση Έλιοτ και Σεφέρη, η οποία και τον ώθησε να εγκύψει και ως μεταφραστής στο έργο του;
Ως προς τα «Κουαρτέτα» καταρχάς, ο Σεφέρης, όπως πονηρά είχε πει, δεν θέλησε να καταπιαστεί με το έργο αυτό, επειδή δεν χωράει στα καλούπια της γλώσσας μας - εννοώντας, προφανώς, τα καλούπια της γλώσσας του (βέβαια και άλλοι μεταφραστές δεν πειθάρχησαν στην προτροπή του Σεφέρη και κονταροχτυπήθηκαν με τα «Κουαρτέτα» στο παρελθόν, με πιο επιτυχημένη ,κατά τη γνώμη μου, την προσπάθεια του Κλείτου Κύρου πριν από είκοσι πέντε χρόνια περίπου).
Αν θέλαμε να εξηγήσουμε τη σεφερική επιταγή, θα λέγαμε, ελαφρώς αστειευόμενοι, ότι έχοντας ο ίδιος μεταφράσει την «Έρημη Χώρα» ίσως θεωρούσε πως το ελληνικό αναγνωστικό κοινό είχε εισπράξει αρκετή δόση Έλιοτ και δεν χρειαζόταν περισσότερη. Τώρα πια θ’ μπορούσε να αρκεστεί στον Σεφέρη.
Από την άλλη πλευρά, ο τρόπος που ο Σεφέρης προσέλαβε το έργο του Έλιοτ και μέσω αυτού διαμόρφωσε τη δική του ποιητική, επηρεάζοντας στη συνέχεια τους επιγόνους του, είναι γνωστός.
Οι κακεντρεχείς μιλούν για απλή μίμηση. Εγώ θα έλεγα ότι δεν θα αρκούσε η μίμηση ώστε να παραχθεί το πολύτροπο, σημαντικό έργο που μας άφησε ο Σεφέρης.
Επιπλέον, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι ο ελληνικός μοντερνισμός έχει πολλά χαρακτηριστικά, ξένα προς τον αγγλοσαξωνικό, συναφή προς την αναζήτηση της ελληνικής ιδιοσυστασίας.
Τα Τέσσερα Κουαρτέτα του Τ. Σ. Έλιοτ
Φωτίζοντας την αόρατη καμπύλη του Απόλυτου
Ο Τ. Σ. Έλιοτ προσπάθησε με την ποίηση του να συλάβει το άπιαστο. Προσπάθησε να το κατανοήσει και να το παραδώσει στο αναγνωστικό κοινό.
Ο ποιητής, όπως και κάθε άνθρωπος, κινείται στον χωροχρόνο. Η ύπαρξή του αποτελεί ένα ιδιότυπο ράγισμα σε μια αέναη κίνηση. Ο Έλιοτ ήθελε να βρει το ακίνητο-κινητό σημείο του χρόνου. Κατά κάποιο τρόπο επιδίωξε να μείνει στη μέση δύο άκρων και να διαπιστώσει τί τα ενώνει. Κανείς δεν μπορεί να πει αν τα κατάφερε. Το σίγουρο είναι ότι έριξε λίγο φως στην αόρατη καμπύλη του χωροχρόνου. Στο Απόλυτο.
[hr]
Η χαρτογράφηση των ποιητικών τόπων
Η επιρροή του στην ποίηση και την κριτική ήταν τεράστια. Ο Εζρα Πάουντ δήλωσε γι’ αυτόν: “Στην πραγματικότητα, εκπαίδευσε και εκμοντέρνισε τον εαυτό του με τον δικό του τρόπο”. Η Ερημη Χώρα ήταν αυτή που τον τοποθέτησε στο επίκεντρο της παγκόσμιας ποίησης. Παρ’ όλα αυτά, το έργο που τον έκανε να κερδίσει την υστεροφημία του και οι κριτικοί το χαρακτήρισαν μεγαλειώδες, είναι τα Τέσσερα Κουαρτέτα. Μάλιστα, χρειάστηκαν αρκετά χρόνια για να το ολοκληρώσει.
Περιλαμβάνει τέσσερα μεγάλα ποιήματα, αποτελούμενα από πέντε μέρη το καθένα. Στην ποιητική σύνθεση ενσωματώνονται μια σειρά από θέματα τα οποία ήταν ουσιώδη στο πρότερο έργο του. Μολαταύτα, το μήκος και η διάρθρωση, συνδυασμένα με επιμονή και ωριμότητα, επέτρεψαν στον Έλιοτ στο να τα απλώσει σε μεγαλύτερο βάθος και με μεγαλύτερη συνεκτικότητα.
Οι τίτλοι των ποιημάτων αφορούν σε μέρη που είχαν σημασία για τον ποιητή. Γι’ αυτό και η αποκωδικοποίηση του συνολικού μηνύματος του ποιητή, περνά από τη χαρτογράφηση και τη γνωριμία με αυτούς τους… ποιητικούς τόπους. Βήμα-βήμα θα φτάσουμε στο τέλος, που για τον Έλιοτ είναι η αρχή.
Burnt Norton
Το Burnt Norton αφορά σε ένα μοναχικό και εγκαταλειμμένο αρχοντικό του 14ου αιώνα στο Aston-sub-Edge, κάτω από τους λόφους του Cotswold, στο Gloucester. Εκεί κοντά είχε ζήσει ο Έλιοτ το καλοκαίρι του 1934.
Από την πρώτη ενότητα ο χρόνος απασχολεί τον ποιητή. Του δίνει ζωή όταν γράφει ότι είναι παρών, ενώ μάς υπενθυμίζει ότι δεν αγοράζεται, μια και πάντα υπάρχει. Είναι αιώνια παρών. Στη συνέχεια πλάθει ένα μυθικό, παραδεισένιο σκηνικό. Μάς μιλά για τον πρώτο κόσμο και τη συνάντηση των παιδιών με τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος είναι κομμάτι του χρόνου, αλλά δεν βρίσκεται στο σωστό σημείο, μια και όπως σημειώνει Το ανθρώπινο είδος δεν μπορεί ν’ αντέξει πάρα πολλή πραγματικότητα (στχ.44-45).
Στη δεύτερη ενότητα από τον χρόνο πάμε στο ακίνητο σημείο κι αυτό μπορεί να εκφραστεί μέσω της συνειδητότητας. Εδώ ο Έλιοτ ξεκινά κάτι υπεράνθρωπο. Μας λέει ότι ο άνθρωπος κατανοεί τον χρόνο όταν βγαίνει εκτός χρόνου! Όταν στέκεται απέναντι του μπορεί να δει την αξία του χρόνου. Με αυτόν ζωντανεύει η μνήμη (παρελθόν – μέλλον) και με αυτόν κατακτιέται το όλον του χρόνου. Όταν ο άνθρωπος κατανοεί τις διαστάσεις του, τότε είναι και συνειδητός.
Η τρίτη ενότητα μάς μεταφέρει σε τόπο αποξένωσης. Τόπος που υπάρχει σε χρόνο πριν και χρόνο μετά. Εκεί, μόνο ο άνεμος ζει, μια και ακολουθεί και προπορεύεται του χρόνου. Παρ’ όλα αυτά πάντα υπάρχει κι άλλη πλευρά. Ο Έλιοτ πιστεύει ότι υπάρχει κόσμος που τιτιβίζει, αλλά για να φτάσεις εκεί χρειάζεται δυνατή επιθυμία.
Στην επόμενη ενότητα δίνει ακουστική ταυτότητα στον χρόνο, αφού συνοδοιπορεί με τον ήχο της καμπάνας. Το ακίνητο σημείο κάνει και πάλι την εμφάνιση του. Αν ο άνθρωπος μείνει ακίνητος το φως θα πέσει πάνω του και θα επιστρέψει στην πηγή του. Το Burnt Norton ολοκληρώνεται με την συνύπαρξη. Την συμπόρευση ύλης και μη ύλης (ένα κινέζικο βάζο ακίνητο κινείται διαρκώς μες την ακινησία του, στχ. 145-146). Την περιγραφή του αδύνατου και το «ξάφνιασμα» του χρόνου. Την αδυναμία του μπροστά στο κρυμμένο γέλιο παιδιών μες στα φυλλώματα/Γρήγορα τώρα, εδώ, τώρα, για πάντα/Γελοίος ο θλιβερός αχρηστεμένος χρόνος (στχ. 174-176).
East Coker
Ο τίτλος προέρχεται από ένα μικρό χωριό στο Somerset, στα σύνορα των κομητειών Dorsetshire και Somersetshire. Στο ενοριακό παρεκκλήσι του Somerset βρίσκεται θαμμένη η τέφρα του Έλιοτ. Το East Coker συνδέεται με τους προγόνους του από την πλευρά του πατέρα του, που έζησαν εκεί για δύο περίπου αιώνες, αλλά και της μητέρας του.
Σ’ αυτό το ποίημα ο Έλιοτ μάς δίνει ξεκάθαρα το μήνυμα του. Την σκέψη που κινεί τα Κουαρτέτα και εντοπίζεται στη φράση Στην αρχή μου είναι το τέλος μου. Ο χρόνος αμετακίνητος στο κείμενο. Στην δεύτερη ενότητα ενώνεται με τη διάρκεια και τη γνώση. Η πείρα είναι η πορεία μας στον χρόνο. Η γνώση την καθορίζει, αλλά μόνο οι ταπεινοί γίνονται σοφοί. Βέβαια, ο χρόνος «κουβαλά» και το σκοτάδι και σ’ αυτό μας βάζει στην τρίτη ενότητα. Μας ζητά να βυθιστούμε στο σκοτάδι, γιατί μόνο έτσι θα βρούμε το φως. Κατά κάποιο τρόπο γίνεται μηδενιστής, ενώ εμφανίζει και κάποια συγγένεια με τον Σωκράτη, μια και κλείνει την ενότητα με την φράση Κι εκεί που είσαι είναι εκεί που δεν είσαι (στχ.148). Η τέταρτη ενότητα είναι γεμάτη αντιθέσεις σε ένα ιδιαίτερο χωροχρονικό συνεχές. Πυρήνας του η υγεία και η αρρώστεια. Οι δύο καταστάσεις δεν σταματάνε ποτέ και η γη ολόκληρη είναι το νοσοκομείο μας (στχ 159). Στους πέντε τελευταίους στίχους αναδεικνύει, διακριτικά, την θεϊκή μας καταγωγή και την δική της αντίφαση. Το τέλος του ποιήματος ανήκει στις λέξεις και στην προσπάθεια του να μάθει τις χρησιμοποιεί. Οι λέξεις μεταφέρουν τα πάντα. Όταν τις προσπερνάμε μένει μόνο το συναίσθημα και η σύγχυση του. Το να μην τις προσπερνάς είναι αδύνατο. Μπορείς όμως να προσπαθείς να εκφράσεις τα πάντα μέσω αυτών.
The Dry Salvages
Ο τίτλος του ποιήματος προέρχεται, όπως αναφέρεται σε σημείωση του ίδιου του Έλιοτ, από μια ομάδα βράχων μ’ ένα φάρο στα ανοιχτά της Μασαχουσέτης.
Η μεταφορά του τίτλου στα γαλλικά πιθανώς είναι les trios sauvages, που σημαίνει οι τρείς άγριοι. Ο βράχος που συμβολίζει με τον καλύτερο τρόπο την κίνηση του ακίνητου σημείου. Παράλληλα, σ’ αυτό το ποίημα ξεκινά η συνάντηση με το υγρό στοιχείο. Στον στίχο 15 δηλώνει: Ο ποταμός είναι μέσα μας, η θάλασσα ολόγυρα μας. Από το νερό, πηγή ζωής, ξεκινούν όλα. Στη συνέχεια δείχνει την παντοδυναμία του χρόνου, αφού είναι καταστροφέας και συντηρητής. Στην τρίτη ενότητα ανατρέπει την στερεότυπη αντίληψη πως ο χρόνος γιατρεύει. Ο χρόνος δεν είναι θεραπευτής (στχ. 133). Ο χρόνος παίρνει μαζί του παρελθόν και μέλλον. Μόνο ο θάνατος μπορεί να σταματήσει τον χρόνο. Η ώρα του θανάτου είναι η μόνη δράση. Στο τέλος της ενότητας, ζητά από τους ταξιδιώτες, αυτούς που θα υποφέρουν τη δοκιμασία και την κρίση της θάλασσας (στχ. 167) να τραβήξουν προς τα εμπρός. Αυτός είναι ο μόνος δρόμος για να εκπληρωθεί η αέναη κίνηση της ζωής μια και ο δρόμος προς τα εμπρός είναι ο δρόμος τα πίσω (στχ. 130). Η επόμενη ενότητα εμφανίζει την αγωνία του για την ανθρωπότητα και τονίζει τη δύναμη της προσευχής, καθώς ζητά από την Δέσποινα (την Παναγία) να δεηθεί για όλους αυτούς που είναι σε πλοία. Το τέλος του ποιήματος επικεντρώνεται στο σημείο διατομής του άχρονου με το χρόνο. Η κατανόηση του σημείου είναι δουλειά αγίου, αλλά σύμφωνα με τον Έλιοτ, όλοι μπορούμε να είμαστε άγιοι αρκεί να πληρώσουμε το τίμημα (πεθαίνοντας μια ολόκληρη ζωή). Από την κατανόηση μπορούμε να περάσουμε στην βίωση με την μετενσάρκωση. Εδώ η αδύνατη ένωση σφαιρών ύπαρξης είναι πραγματική. (στχ. 220-221). Η μετενσάρκωση ξεπερνά χώρο και χρόνο. Μας οδηγεί στην ελευθερία. Ωστόσο, δεν θα πραγματοποιηθεί ποτέ εδώ (στχ. 231). Μόνο πρόσκαιρα μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο. Να επιστρέψουμε στη ζωή με νέο σώμα και να φθάσουμε στην άλλη σφαίρα ύπαρξης.
Little Gidding
Τον τίτλο του τελευταίου ποιήματος τον έχει εμπνευσθεί ο Έλιοτ από το χωριό του Huntingtonshire Little Gidding, τη θρησκευτική κοινότητα του Nicholas Ferrar.
Εδώ, μας ταξιδεύει σε μια τοποθεσία που ξεπερνά τον χρόνο. Κινούμαστε εκτός χρόνου. Σε μια ξεχωριστή εποχή. Την άνοιξη του μεσοχείμωνου, όπου το κρύο έρχεται χωρίς τον άνεμο. Εκεί συναντάμε ένα υδάτινο καθρέφτη. Σε αυτή την εποχή το χιόνι ανθίζει και σ’ αυτό το μέρος ο σκοπός είναι πέρα από το τέλος. Όταν φτάσεις εκεί, αφήνεις για πάντα την λογική και τις ιδέες. Το μόνο που χρειάζεται να κάνεις είναι να προσευχηθείς. Να προσευχηθείς με τη δύναμη της ψυχής για να «μιλήσεις» με τους νεκρούς. Ναι, εκεί βρίσκεται ο Έλιοτ. Στον χώρο των νεκρών και για να ακουστείς, ο ήχος της φωνής πρέπει να διαρρήξει το χώρο για να δει το μη ανθρώπινο: Οι νεκροί επικοινωνούν μόνο με τη φωτιά. Αυτό το ταξίδι, είναι η διατομή της άχρονης στιγμής.
Σε αυτή την πέρα από τον χρόνο μετακίνηση, ο ταξιδευτής δεν είναι μόνος. Κάποιος-κάτι τούς περιμένει. Βέβαια, πριν την συνάντηση όλα πεθαίνουν. Ο αέρας, η γη, το νερό και η φωτιά. Η ζωή. Τότε, στο πουθενά εμφανίζεται ένα γνώριμο, εξαγριωμένο, πνεύμα. Η περιγραφή του Έλιοτ μάς οδηγεί στο πουθενά, μια και κάνει λόγο για την αβέβαιη ώρα πριν απ’ απ’ το πρωί/κοντά στο τέλος ατέρμονης νύχτας/στο παλίνδρομο τέλος του ατέλειωτου (στχ. 80-82). Το πουθενά βρίσκεται μεταξύ χρόνου και άχρονου. Ο Έλιοτ μιλά με τον άλλο του εαυτό. Όχι αυτόν που πέθανε, αλλά αυτόν που άφησε πριν πεθάνει. Ο λόγος μας δίνει ζωή, αλλά πριν ξαναγεννηθούμε, η τιμωρία είναι αναπόφευκτη γι’ αυτό και το πνεύμα δίνει τέσσερα δώρα-βασανιστήρια.
Ο δρόμος είναι πάντα μοναχικός, γι’ αυτό και στην τρίτη ενότητα η μνήμη είναι που μας βοηθά να θυμηθούμε τί αξίζει να αγαπάμε. Να αγαπάμε χωρίς να περιμένουμε τίποτα. Αν θυμάσαι τι είναι αυτό που αγάπησες, ξέρεις και τι θα είναι στο μέλλον. Βέβαια, όλα κινούνται και βρίσκονται στον χρόνο. Ο χρόνος παίρνει πράγματα, πρόσωπα και τα μεταμορφώνει σ’ ένα άλλο σχήμα και η ροή δεν σταματά ποτέ. Με τον χρόνο, όμως, ταξιδεύει στο άπειρο και ο θάνατος και τα πάντα συνομολογούν σ’ ένα καθεστώς σιωπής. Λίγο πριν το τέλος, βάζει το περιστέρι (σύμβολο ειρήνης) να κατέβει με φλόγα πυρωμένου τρόμου. Η φωτιά είναι το στοιχείο που μάς καίει και μας λυτρώνει. Ή αλλιώς, στην αμαρτία υπάρχει η αγάπη.
Το τέλος του ποιήματος και των Κουαρτέτων είναι μοναδικό. Στην πέμπτη ενότητα ο Έλιοτ μας υπενθυμίζει ότι κάθε τέλος και μια αρχή. Από το ίδιο σημείο τελειώνουν κι αρχίζουν τα πάντα. Οι σωστές προτάσεις η καθημερινή απόδειξη της αδιάκοπης σχέσης τέλους-αρχής. Με κάθε μας πράξη πλησιάζουμε το τέλος, άρα και την αρχή. Μολαταύτα, ο χρόνος έχει και μια αδυναμία. Δεν μπορεί να «σβήσει» στιγμές που τον ξεπερνούν. Η Ιστορία γεννιέται κάθε στιγμή. Ζει στο τώρα. Στους τελευταίους στίχους μας καλεί να βρούμε τα παιδιά και να φτάσουμε σε μια κατάσταση τέλειας απλότητας δίνοντας τα πάντα. Τότε, φωτιά και ρόδο θα γίνουν ένα. Το τέλος και η αρχή θα συναντηθούν.
Εργο μεγάλης δύναμης και ομορφιάς
Αναμφίβολα, τα Τέσσερα Κουαρτέτα είναι έργο μεγάλης δύναμης και ομορφιάς. Ο Ελιοτ προσπάθησε να ξεπεράσει τις διαστάσεις του χώρου και του χρόνου. Να ανακαλύψει όσα δεν φαίνονται. Να ερμηνεύσει το σημείο-μηδέν. Το σημείο που συναντώνται αρχή και τέλος. Εκεί που βρίσκονται τα στοιχεία της ζωής. Αέρας, γη, νερό, φωτιά. Όπως αναφέρει η Έφη Αθανασίου: “Ένα μήνυμα για το μέλλον της ανθρωπότητας, το έργο είναι ένα μήνυμα εσωτερικής εμπειρίας από την υπερβατική Γνώση για το σκοπό της ανθρώπινης ζωής και τη σχέση της με την αιωνιότητα […] μια εξαιρετικά αρμονική δομή που προσεγγίζει την τελειότητα της μορφής. Είναι μια εξελικτική πορεία προς την Υπέρβαση, που κορυφώνεται στην Ενωση με το Απόλυτο”.
[br]
Σημειώσεις
- Τ.Σ. Έλιοτ, Τέσσερα Κουαρτέτα. Ένα μήνυμα για το μέλλον της ανθρωπότητας. Μετάφραση και ερμηνευτικό δοκίμιο Έφη Αθανασίου (εκδ. Ικαρος)The Wall Street Journal
T. S. Eliot: Η μόνη σοφία που μπορούμε να ελπίζουμε πως θα αποκτήσουμε είναι η σοφία της ταπεινοφροσύνης
Ο Τόμας Έλιοτ θεωρείται από τους σημαντικότερους ποιητές του 20ου αιώνα, και ηγετική φυσιογνωμία του μοντερνιστικού κινήματος στην ποίηση.
Από το 1917-1919 ήταν εκδότης του περιοδικού Egoist. Το 1922 άρχισε να εκδίδει το Κριτήριο, φιλοσοφικό και φιλολογικό περιοδικό. Τον ίδιο καιρό δημοσίευσε το ποίημα Waste Land (Έρημη Χώρα) που θεωρήθηκε το σημαντικότερο ποίημα του καιρού του και είχε μεγάλη επίδραση στη σύγχρονη ποίηση.
Το σημαντικότερο έργο του είναι τα Τέσσερα Κουαρτέτα (ό ίδιος πίστευε ότι ήταν το καλύτερο έργο του),
Τα τέσσερα κουαρτέτα με τον συμβολισμό τους και τη στοχαστική φιλοσοφική διάθεση, απευθύνονται διαχρονικά στους ανθρώπους κάθε εποχής όπως κάθε μεγάλη τέχνη που αντέχει στο χρόνο. Είναι μια εξελικτική πορεία προς την Υπέρβαση που κορυφώνεται στην Ένωση με το Απόλυτο.
Είχα την τύχη πριν από μια δεκαετία περίπου να πάρω στα χέρια μου μια μετάφραση και ερμηνευτικό δοκίμιο του έργου αυτού, γραμμένο το 1978, από τη φιλόλογο και λογοτέχνιδα Έφη Αθανασίου με μεγάλο ζήλο. Οι αναλύσεις που γίνανε στο ποίημα, είναι διεξοδικές και ορισμένες φορές προχωρούν στίχο με στίχο.
Σας παραθέτω δυο αποσπάσματα, με τις ερμηνευτικές σημειώσεις από αυτό το δοκίμιο.
BURNT NORTON
Χρόνος παρών και περασμένος χρόνος
Είναι ίσως κι οι δυο παρόντες στον μελλοντικό καιρό,
Και το μέλλον περιέχεται στο παρελθόν.
Αν όλος ο χρόνος είναι αιώνια παρών
Όλος ο χρόνος είναι ανεξαγόραστος.
Αυτό που θα μπορούσε να έχει γίνει είναι μια αφαίρεση
Που παραμένει μια αιώνια δυνατότητα
Μέσα σε έναν κόσμο από εικασίες.
Ότι θα μπορούσε να έχει γίνει κι ό,τι έγινε
Κατευθύνουν σ’ ένα σκοπό που είναι πάντοτε παρών.
Βήματα αντηχούν στη μνήμη
Κάτω στο μονοπάτι που δεν πήραμε
Προς τη θύρα του ροδόκηπου
Που δεν ανοίξαμε ποτέ. Τα λόγια μου αντηχούν
Έτσι, μέσα στο νου σου.
Αλλά για ποιο σκοπό
Ταράζουν τη σκόνη σ’ ένα βάζο με ροδοπέταλα
Δεν ξέρω.
Άλλοι ήχοι ενοικούν τον κήπο. Θ’ ακολουθήσουμε;
Γρήγορα, είπε το πουλί, βρέστε τους, βρέστε τους,
Εκεί πίσω απ’ τη γωνιά. Μέσα απ’ την πρώτη πύλη,
Στον πρώτο μας τον κόσμο, θ’ ακολουθήσουμε
Το ξεγέλασμα της τσίχλας;Η παρουσία του παρόντος και του παρελθόντος στο μέλλον συνδέεται εδώ με την έννοια του νόμου ανταπόδοσης των πράξεων προηγούμενων ζωών, ο παρελθών χρόνος είναι πάντα παρών, δεν λυτρώνεται γιατί πάντα σχετίζεται με τον παρόντα χρόνο. Ο χρόνος δεν εξαγοράζεται. Ότι θα μπορούσε να έχει γίνει κι ότι έγινε, κατευθύνουν σ’ ένα σκοπό που είναι πάντοτε παρών σαν μια δυνατότητα για τον άνθρωπο να διαλέξει αυτό το μονοπάτι που οδηγεί σε μια άλλη σφαίρα ύπαρξης, διαφορετική που θα αλλάξει τη μοίρα του. Αναμνήσεις έρχονται στη μνήμη από βήματα που έπρεπε να γίνουν και δεν έγιναν στο μονοπάτι που οδηγεί στο ροδόκηπο της υπερβατικής ζωής για το δρόμο της γνώσης.
Η σκόνη στα ροδοπέταλα συμβολίζει τη σύγχυση της εξωτερικής ζωής που δυσκολεύει την καθαρή εσωτερική όραση του ανθρώπου. Αλλά στον κήπο, τη ζωή δηλαδή, υπάρχουν μόνιμα οι άλλο ήχοι, που είναι η αλληγορία της εξωτερικής ζωής κι έτσι οι λέξεις αυτές του μηνύματος δεν μπορούν να ακουστούν. Υπάρχει πάντα ο κατώτερος εαυτός(εδώ συμβολίζεται με το πουλί) που παροτρύνει τον άνθρωπο να βρει και να τρέξει στους άλλους ήχους της εξωτερικής ζωής. Η ζωή όμως αποκαλύπτεται μόνο αν μείνουμε στη γωνιά, αν αποσυρθούμε από το θόρυβο της εξωτερικής ζωής και οδηγηθούμε στον πρώτο, τον πρωταρχικό μας κόσμο, στην πρώτη θύρα της παιδικής μας αθωότητας.
EAST COKER
Να το πω πάλι; Για να φτάσεις εκεί,
Να φτάσεις εκεί που είσαι, να ‘ρθεις από κει που δεν είσαι,
Πρέπει να πας από ένα δρόμο που δεν υπάρχει έκταση.
Για να φτάσεις σ’ αυτό που δεν γνωρίζεις
Πρέπει να πας από ένα δρόμο που είναι ο δρόμος της άγνοιας.
Για ν’ αποκτήσεις ό,τι δεν κατέχεις
Πρέπει να πας από το δρόμο της στέρησης.
Για να φτάσεις σ’ αυτό που δεν είσαι
Πρέπει να πας από το δρόμο που δεν είσαι.
Κι ό,τι δεν ξέρεις είναι το μόνο πράγμα που ξέρεις
Κι ό,τι κατέχεις είναι αυτό που δεν κατέχεις
Κι εκεί που είσαι είναι εκεί που δεν είσαι.Εδώ πλησιάζει το Σωκρατικό «Εν οίδα ότι ουδέν οίδα» που είναι η αρχή κάθε ξεκινήματος στην πραγματική γνώση και σοφία.
Όμως το έργο του Έλιοτ είναι μεγάλο, βαθύ και ανεξάντλητο, το μέγεθός του και η σημασία του δεν εξαντλούνται σε μια πρώτη ελάχιστη αναφορά, η οποία ίσως κινήσει το ενδιαφέρον σε όσους αναγνώστες θα ήθελαν να ασχοληθούν περισσότερο με ένα ποίημα που χαρακτηρίζεται από τα σημαντικότερα ποιήματα όλων των αιώνων.
Επιμέλεια: Ελένη Μ. Ματαράγκα
ένα μήνυμα μυστικιστικής εμπειρίας από τη μυστικιστική εσωτεριστική γνώση για το σκοπό της ανθρώπινης ζωής και τη σχέση της με την αιωνιότητα, όπου η σύμπτωση μορφής και ουσίας δίνουν ένα έργο μεγάλης δύναμης και ομορφιάς.
Γεννήθηκε στο St. Louis, του Missouri στις 26 Σεπτεμβρίου 1888.
Το 1909 αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο Harvard, και στα 1909-1910 έκανε Master’s Degree. Έμεινε για ένα διάστημα στο Μόναχο και το 1911 επέστρεψε στο Harvard όπου έκανε επί τρία χρόνια σπουδές Σανσκριτικής Γλώσσας και Ινδικής Φιλοσοφίας. Μελέτησε επίσης Ελληνική Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Oxford (1914) και Γαλλική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού. Έγινε βοηθός στη Φιλοσοφική Σχολή του Harvard και πήρε υποτροφία για το Marburg απ’ όπου επέστρεψε στην Αγγλία με την κήρυξη του πολέμου. Ασχολήθηκε επί τρία χρόνια με μελέτες λογικής, ψυχολογίας, Μεταφυσικής.- Σχόλια στο East Coker από τα "Τέσσερα Κουαρτέτα" του T.S. Eliot
«Είναι προφανές ότι δεν μπορούμε να εξηγήσουμε ένα πάθος σε κάποιον που δεν το έχει ζήσει, όπως δεν μπορούμε να εξηγήσουμε το φως σε έναν εκ γενετής τυφλό» / «Η ποίηση δεν είναι η απελευθέρωση των αισθημάτων, αλλά η δραπέτευση από τα αισθήματα. Δεν είναι η έκφραση της προσωπικότητας αλλά η δραπέτευση από την προσωπικότητα. Αλλά θα πρέπει κανείς να έχει αισθήματα και προσωπικότητα για να θέλει να δραπετεύσει από αυτά» - Τ.Σ. Έλιοτ
O Τόμας Στερνς Έλιοτ (26 Σεπτεμβρίου 1888 – 4 Ιανουαρίου 1965) υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους ποιητές του 20ου αιώνα και ηγετική φυσιογνωμία του κινήματος του μοντερνισμού στην ποίηση. Οι στάχτες του βρίσκονται στην εκκλησία Saint Michael στο East Cocker μαζί με μια επιγραφή: «In my beginning is my end, in my end is my beginning» (Στην αρχή μου είναι το τέλος μου, στο τέλος μου είναι η αρχή μου). Η ανάγνωση του έργου του αποτελεί μια πραγματική πρόκληση τόσο για τους λάτρεις της ποίησης, όσο και για αυτούς που θέλουν να μυηθούν σε αυτό τον κόσμο.
Το έργο του ποιητή, κριτικού και δοκιμιογράφου Τ.Σ. Έλιοτ είναι άρρηκτα δεμένο με τις κοινωνικές και πολιτιστικές ανακατατάξεις της περιόδου μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Απογοητευμένος από την εποχή του στράφηκε στο παρελθόν, αντλώντας από τις αξίες και παραδόσεις του. Υποστήριζε ότι η ποίηση δεν απευθύνεται στις μάζες αλλά σε μια πνευματική ελίτ και δημιούργησε τομή στον χώρο της λογοτεχνικής κριτικής αναδεικνύοντας την αυτονομία του κειμένου ως μοναδικού φορέα του νοήματος.
Ο Έλιοτ, επιλέγει τις λέξεις του με μοναδική μαεστρία και διερευνά μέσα στα ποιήματά του και τα δοκίμιά του όλες τις πτυχές της ανθρώπινης ψυχής και τις δομές της κοινωνίας. Φυσικά η τεράστια μόρφωσή του υπήρξε γι’ αυτόν ένα πολύτιμο όπλο. Χωρίς συμβιβασμούς, αρνήθηκε τον αστικό πολιτισμό, κατέληξε όμως σε συντηρητικές θέσεις, όπως η υποστήριξη μιας «κοινωνίας αρμονίας» με τις αρχές της μοναρχίας, ενώ ταυτόχρονα έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της αγγλόφωνης ποίησης.
Τα πρώτα χρόνια
Γεννήθηκε στο St. Louis, του Missouri, ως το μικρότερο παιδί μιας πολυμελούς οικογένειας, που αποτελούνταν από τέσσερις μεγαλύτερες αδερφές και έναν αδερφό. Το μικρόβιο της γραφής φαίνεται να το πήρε από τη μητέρα του, Σαμπ Στερνς, που εργαζόταν ως δασκάλα και παράλληλα έγγραφε ποιήματα, τα οποία συνήθιζε να στέλνει σε φίλους ή να δημοσιεύει σε εφημερίδες.
Από μικρός φάνηκε ότι είχε έφεση στα γράμματα και τον Ιούνιο του 1906, πέρασε με επιτυχία τις εισαγωγικές εξετάσεις του Χάρβαρντ, όπου παρακολούθησε μαθήματα του συνταγματικού δικαίου, ελληνικής και αγγλικής φιλολογίας, μεσαιωνικής ιστορίας και γερμανικής γραμματικής. Παράλληλα, έγινε γρήγορα μέλος σε όλους τους σημαντικούς πανεπιστημιακούς συλλόγους. Τον Ιούνιο του 1909 πήρε το πτυχίο του και αποφάσισε να ακολουθήσει μεταπτυχιακές σπουδές στην αγγλική φιλολογία, ταξίδεψε στην Ευρώπη και κυρίως στο Παρίσι όπου γνώρισε εξέχουσες προσωπικότητες της εποχής.
Ο Έλιοτ έφθασε στο Λονδίνο τον Αύγουστο του 1914 και το πρώτο διάστημα της παραμονής του στην αγγλική πρωτεύουσα, συνδέθηκε με τον Έζρα Πάουντ, που ήδη ζούσε εκεί για περίπου πέντε χρόνια και είχε γνώση του λογοτεχνικού έργου του Έλιοτ από τον Κόνραντ Άικεν. Ο Πάουντ ήταν ενθουσιασμένος με τα ποιήματα του Έλιοτ και τον σύστησε σε άλλους Αμερικανούς συγγραφείς, προσφέροντάς του την ευκαιρία να βρεθεί σε ένα γόνιμο καλλιτεχνικό περιβάλλον, αλλά και να γίνει ευρύτερα γνωστό το έργο του.
Λίγο αργότερα, ξεκίνησε να εργάζεται ως δάσκαλος στη μέση εκπαίδευση και στη συνέχεια ανέλαβε να γράφει κριτικές αναλύσεις στο περιοδικό International Journal of Ethics ενώ ήρθε επίσης σε επαφή με το φιλολογικό περιοδικό New Statesman. Στη συνέχεια δούλεψε στη Lloyds και τέλος, το 1925 ανέλαβε διευθυντής εκδόσεων στον γνωστό εκδοτικό οίκο Faber&Faber, όπου προώθησε το έργο πολλών ποιητών.
Το έργο του
Το έργο του Έλιοτ είναι χωρισμένο σε διάφορα είδη: ποίηση, θεατρικά, πεζά. Τα ποιήματα του είναι μία «κραυγή αγωνίας», ενάντια στη φθορά και στη σήψη της κοινωνίας και των ατόμων. Ωστόσο, υπάρχει πάντα ένα ελπιδοφόρο μήνυμα. Η αρχή της σταδιοδρομίας του Έλιοτ ως ποιητή, χρονολογείται το 1915, χρονιά κατά την οποία δημοσιεύτηκε το ποίημα Ερωτικό τραγούδι του Τζ. Προύφροκ (The Love Song of J. Alfred Prufrock), στο περιοδικό του Σικάγο Poetry.
Ωστόσο, το πιο γνωστό του έργο θεωρείται η «Έρημη Χώρα» (1922). Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς γράφτηκε αλλά θεωρείται πιθανό πως σημαντικό μέρος του ποιήματος άρχισε να προετοιμάζεται το αργότερο στις αρχές του 1921. Οι πρώτες εκδοχές του ποιήματος διέφεραν σημαντικά από την τελική του μορφή και είχαν περίπου διπλάσια έκταση. Σημαντική συμβολή στον περιορισμό των αρχικών χειρογράφων του Έλιοτ είχε ο Έζρα Πάουντ, ο οποίος προέβη γενικά σε ριζοσπαστικές αλλαγές στο ποίημα, συμβάλλοντας καθοριστικά στη μορφή που τελικά δημοσιεύτηκε και αργότερα εκδόθηκε με συνοδευτικές σημειώσεις του Έλιοτ.
Η Έρημη Χώρα έχει πολλές ερμηνείες και είναι ουσιαστικά η περιγραφή μίας παρακμάζουσας κοινωνίας, αλληγορία ή αυτοβιογραφία. Ο Πάουντ χαρακτήρισε το έργο ως μία «δικαίωση του κινήματος του μοντέρνου πειράματος» ενώ ο Γουίλιαμ Κάρλος Γουίλιαμ το θεώρησε πλήγμα κατά της «νέας τέχνης» που ξεπρόβαλε στην Αμερική.
«Ο παρών χρόνος και ο παρελθών χρόνος
είναι ίσως και οι δύο παρόντες στο μέλλοντα χρόνο
και ο μέλλλων χρόνος να περιέχεται στον παρελθόντα χρόνο.
Αν όλος ο χρόνος είναι αιωνίως παρών
όλος ο χρόνος δεν μπορεί να πληρωθεί.
Ο,τι θα μπορούσε να συμβεί είναι μια αφαίρεση
που παραμένει μια διαρκής δυνατότητα
μόνο σ' έναν κόσμο από εικασίες.
Ο,τι θα μπορούσε να συμβεί και ό,τι συνέβη
δείχνουν σ' ένα τέλος που είναι παντοτε παρόν»Έτσι ξεκινάνε τα «Τέσσερα Κουαρτέτα», το σημαντικότερο έργο του όπως πίστευε ο ίδιος. Γραμμένα τα δύσκολα χρόνια του πολέμου, από το 1936 ως το 1942, τα τέσσερα μακροσκελή ποιήματα είναι ένα είδος διαλογισμού γύρω από την έννοια του χρόνου. Τα «Τέσσερα κουαρτέτα» με τον συμβολισμό τους και τη στοχαστική φιλοσοφική διάθεση, απευθύνονται διαχρονικά στους ανθρώπους κάθε εποχής όπως κάθε μεγάλη τέχνη που αντέχει στο χρόνο.
Το κίνημα του μοντερνισμού
Ο μοντερνισμός δεν είναι μόνο ποιητικό κίνημα, αλλά και κίνημα που αφορούσε και στην πεζογραφία. Ο Έλιοτ ήταν ένας από τους κύριους εκφραστές του κινήματος του μοντερνισμού μαζί με τον Πάουντ. Κύριο θέμα των μοντερνιστών ήταν η παρακμή του πολιτισμού και ο ισχυρισμός ότι ο σύγχρονος άνθρωπος πρέπει να ολοκληρωθεί για να λυτρωθεί. Παράλληλα, ο μοντερνισμός μιλάει για την αστάθεια της ταυτότητας του ανθρώπινου υποκειμένου και τη διάσπαση της προσωπικότητας του. Στα έργα του Κάφκα και του Πιραντέλλο, το άτομο βρίσκεται σε κατάσταση εσωτερικής σύγκρουσης, όπου το συνειδητό παλεύει ενάντια στις δυνάμεις του ασυνείδητου ή, άλλοτε η λογική του αντικρούεται από τον παραλογισμό του εξωτερικού κόσμου. Σε άλλες περιπτώσεις, όπως στην Έρημη χώρα του Τ.Σ Έλιοτ, η ταυτότητα του ιστορικού υποκειμένου καταργείται και τη θέση της παίρνει μια σειρά χαρακτήρων που συναιρούνται σ’ ένα ρόλο.
Ένα από τα βασικά γνωρίσματα της μοντερνιστικής ποίησης είναι η διάθεση για πειραματισμό. Εδώ κυριαρχεί ο ελεύθερος στίχος, ενώ οι γραμματικοί και συντακτικοί κανόνες παραβιάζονται και τα σημεία στίξης καταργούνται. Δεν υπάρχουν πια διακοσμητικά στοιχεία και το ύφος που υιοθετείται κρίνεται από πολλούς ως «αντι-ποιητικό» και ασύμβατο με τις γνωστές και αποδεκτές ποιητικές τεχνικές και φόρμες.
Ο Έλιοτ βραβεύτηκε το 1948 με το Νόμπελ λογοτεχνίας. Η ανάγνωση και η εξερεύνηση του έργου του δεν είναι εύκολη υπόθεση. Ωστόσο δεν μπορεί κανείς να πει ότι δεν αξίζει τον κόπο. Η δυσκολία των ποιημάτων του θα μπορούσαν να απωθήσουν το κοινό μετά την πρώτη ανάγνωση και κατηγορήθηκε αρκετές φορές γι΄ αυτό. Αυτό οφείλεται κυρίως στον τρόπο συνοχής των ποιημάτων, ο οποίος δεν βασίζεται σε λογική, αλλά περισσότερο σε ψυχολογική και συναισθηματική αλληλουχία των ιδεών και των εικόνων.
Σημαντική και ιδιαίτερη είναι επίσης και η επίδραση που άσκησε ο Έλιοτ στον Γιώργο Σεφέρη. «Είπανε εναντίον του πως αφήνει τον αναγνώστη μέσα στη στεγνή, στέρφα και άνυδρη Έρημη Χώρα, μόνο, χωρίς ελπίδα σωτηρίας. Αυτό θα ήταν αλήθεια αν ο Έλιοτ δεν είχε δημιουργήσει ποίηση. Και η ποίηση όσο απελπισμένη κι αν είναι, μας σώζει πάντα, με κάποιον τρόπο, από την ταραχή των παθών», γράφει ο Γιώργος Σεφέρης για τον Τ.Σ. Έλιοτ.
Απόσπασμα από το ποίημα «Οι Κούφιοι Άνθρωποι»
Είμαστε οι κούφιοι άνθρωποι/ είμαστε οι βαλσαμωμένοι άνθρωποι
σκύβοντας μαζί κεφαλοκαύκι άχυρο. Αλίμονο!
Οι στεγνές φωνές μας, όταν/ ψιθυρίζουμε μαζί
είναι ήσυχες και ανόητες/ σαν άνεμος σε ξερό χορτάρι
ή πόδια ποντικών σε σπασμένο γυαλί/
στο ξερό μας κελάρι.
Σχήμα χωρίς μορφή, σκιά χωρίς χρώμα
παραλυμένη δύναμη, χειρονομία χωρίς κίνηση.
Αυτοί που πέρασαν με ολόισια μάτια, στου θανάτου το άλλο Βασίλειο
μας θυμούνται-αν καθόλου-όχι ως χαμένες
βίαιες ψυχές, μα μονάχα ως κούφιους ανθρώπους
τους βαλσαμωμένους ανθρώπους….
III
«…αυτή είναι η νεκρή χώρα αυτή είναι του κάκτου η χώρα
εδώ τα πέτρινα είδωλα σηκώνονται, εδώ λαμβάνουν
την ικεσία ενός χεριού νεκρού ανθρώπου
κάτω από το σπίθισμα σβησμένου άστρου…V
…Mεταξύ ιδέας και πραγματικότητας
μεταξύ κίνησης και δράσης πέφτει η ΣκιάΓιατί δικό σου είναι το βασίλειο
Μεταξύ αντίληψης και δημιουργίαςμεταξύ κίνησης και απάντησης/ πέφτει η Σκιά
Η ζωή είναι πολύ μακριά
Μεταξύ πόθου και σπασμού
μεταξύ δύναμης και ύπαρξης
μεταξύ ουσίας και πτώσηςπέφτει η Σκιά
Γιατί δικό σου είναι το βασίλειο
γιατί δική σου είναι η ζωή/ γιατί η ζωή είναι δική σουδική σου αυτός είναι ο τρόπος
που ο κόσμος τελειώνειόχι με ένα πάταγο αλλά με ένα λυγμό».
«Έρημη Χώρα»
"Τέσσερα Κουαρτέτα" του Τόμας Στερν Έλιοτ (το ποίημα για την Παναγία)
Γεωργιάδου Ζωή
Υποψήφια Διδάκτωρ Νεοελληνικής Φιλολογίας
Πανεπιστήμιο του Αμβούργου
zoegeorgiadou@yahoo.gr
Θάνατος και φθορά στο έργο του Γ. Σεφέρη (Ο Βασιλιάς της Ασίνης και Κίχλη) και στα Τέσσερα Κουαρτέτα του T. S. Eliot[1]
Προλογικό σημείωμα
Θέμα της παρούσας εργασίας αποτελεί η έννοια της φθοράς, της απουσίας, του κενού και του θανάτου, σωματικού και πνευματικού, στο έργο του Γιώργου Σεφέρη. Δεδομένου ότι το θέμα αυτό εκτείνεται σε ένα εξαιρετικά ευρύ πεδίο, θεώρησα σκόπιμο να περιορίσω την εξέτασή του στη δεκαπενταετία 1931-1946, περίοδο σημαντική τόσο για τη ζωή όσο και για την ποιητική παραγωγή του Σεφέρη. Τα έργα που μελετώνται είναι το ποίημα Ο βασιλιάς της Ασίνης από το Ημερολόγιο Καταστρώματος Α΄ (1940) και η ποιητική συλλογή Κίχλη (1946). Παράλληλα, αντλούνται στοιχεία από τις Μέρες (τόμοι Β, Γ, Δ και Ε) και γίνεται παραλληλισμός με την ποιητική συλλογή του T. S. Eliot Four Quartets (Τέσσερα Κουαρτέτα, 1945).
Θεώρησα απαραίτητο να ερευνήσω αρχικά τις σκέψεις του Γ. Σεφέρη στο θέμα αυτό, αξιοποιώντας το διαθέσιμο ποιητικό και αυτοβιογραφικό υλικό και στη συνέχεια να μελετήσω τον τρόπο που προσεγγίζει ο T. S. Eliot το θέμα του θανάτου και της φθοράς, κάνοντας παράλληλα συγκρίσεις με το έργο του Έλληνα ποιητή και προσπαθώντας να αναδείξω τη μεταξύ τους σχέση.
1.1. Ο Βασιλιάς της Ασίνης (1940): η σύνθεση του ποιήματος
Ο Βασιλιάς της Ασίνης είναι το τελευταίο ποίημα της συλλογής Ημερολόγιο Καταστρώματος Α΄ και γράφτηκε ανάμεσα στο 1938 και το 1940. Ο Σεφέρης τον Αύγουστο του 1938 σε ολιγοήμερη εκδρομή με τη Μαρώ στο Τολό και την Ασίνη επισκέφτηκε το αρχαίο κάστρο της πόλης. Αμέσως μετά άρχισε τη σύνθεση του ποιήματος, το οποίο όμως ολοκλήρωσε τον Ιανουάριο του 1940. Είναι ενδιαφέρουσες οι περιστάσεις της συγγραφής: ο Σεφέρης δούλευε το θέμα από πολύ νωρίτερα, αλλά το είχε εγκαταλείψει∙ δύο σελίδες που περίσσευαν κενές στη στοιχειοθεσία της συλλογής τον ερέθισαν να ολοκληρώσει το ποίημα σε μία νύχτα, αγνοώντας τις παλιές του σημειώσεις.
Μία μόνο λέξη της Ιλιάδας έδωσε αφορμή στο Σεφέρη να συνθέσει το ποίημα αυτό. Μπροστά στην ερειπωμένη ακρόπολη της προϊστορικής Ασίνης ο ποιητής συλλογίζεται την τύχη κάποιου από τους βασιλιάδες της –δεν ξέρουμε ποιου γιατί δε σώζονται ιστορικές μαρτυρίες για τους βασιλιάδες της Ασίνης∙ ο ανώνυμος αυτός βασιλιάς, ενώ ίσως έζησε μια γεμάτη ζωή, βούλιαξε, πεθαίνοντας, στο σκοτεινό βυθό του χρόνου και δε μένει πια τίποτε που να θυμίζει την ύπαρξή του, όπως από την πόλη της Ασίνης δε μένουν παρά οι πέτρες των ερειπίων και τ’ όνομά της.[2]
1.2. Το αίσθημα της απουσίας και του κενού
Το ποίημα σχετίζεται με μια αόριστη μνεία της Ασίνης στον «κατάλογο νεών», στον κατάλογο δηλαδή κατά πόλεις των πλοίων που πήραν μέρος στον Τρωικό Πόλεμο, στο Β560 της Ιλιάδας: «Ερμιόνην Ασίνην τε βαθύν κατά κόλπον εχούσας» (μετάφραση: την Ερμιόνη και την Ασίνη που βρίσκονται σε βαθύ λιμάνι).
Ο βασιλιάς της δεν αναφέρεται πουθενά. Ο Σεφέρης συγκινείται από αυτήν ακριβώς την απουσία του βασιλιά, τον οποίο αναζητά μάταια. Η απουσία του επεκτείνεται ως κενό και απλώνεται και στον ποιητή. Καθώς ο ποιητής περιφέρεται πάνω στο βράχο της ακρόπολης, η ξεχασμένη λέξη του Ομήρου και τα αρχαιολογικά ευρήματα γίνονται σύμβολα για ένα χαμένο κόσμο. Παραθέτω τους στίχους 12-18:
«Κανένα πλάσμα ζωντανό τ’ αγριοπερίστερα φευγάτα
κι ο βασιλιάς της Ασίνης που τον γυρεύουμε δυό χρόνια τώρα
άγνωστος λησμονημένος απ’ όλους κι από τον Όμηρο
μόνο μια λέξη στην Ιλιάδα κι εκείνη αβέβαιη
ριγμένη εδώ σαν την εντάφια χρυσή προσωπίδα.
Την άγγιξες, θυμάσαι τον ήχο της; κούφιο μέσα στο φως
σαν το στεγνό πιθάρι στο σκαμμένο χώμα».[3]
Ο αφηγητής στέκεται στα ερείπια του αρχαίου κάστρου και αναλογίζεται το πρόσωπο του βασιλιά, που έσβησε, όπως και το βασίλειό του, χωρίς ν’ αφήσει καμιά μνήμη, πέρα από το όνομα που σώθηκε στον Όμηρο. Ο προβληματισμός του ποιητή εστιάζεται στην αναζήτηση της υπόστασης του κενού και στην αμφίβολη δυνατότητα του λόγου να διασώσει ίχνη της ζωντανής παρουσίας όχι μόνο προσώπων που έχουν χαθεί στο βάθος του χρόνου, αλλά ίσως και πρόσφατων αγαπημένων νεκρών. Η αφήγηση ζωντανεύει με την επινόηση της εντάφιας χρυσής προσωπίδας (στ. 16), που λειτουργεί σαν μεσολάβηση ανάμεσα στον ποιητή και το χαμένο βασιλιά. Με τη βοήθεια της αφής και της μνήμης ο αφηγητής προσπαθεί να «ζωντανέψει» το νεκρό βασιλιά, το μόνο που βρίσκει όμως είναι το κενό και ο κούφιος ήχος της χρυσής προσωπίδας. Μολαταύτα, αισθάνεται ότι το βασιλιά τον κουβαλά βαθιά μέσα του, ότι μπορεί δηλαδή το όνομά του να χάθηκε στο χρόνο, όμως η παρουσία του είναι παντού μαζί του. Παραθέτω τους στίχους 20-22:
«Ο βασιλιάς της Ασίνης ένα κενό κάτω απ’ την προσωπίδα
παντού μαζί μας παντού μαζί μας, κάτω από ένα όνομα:
«Ασίνην τε... Ασίνην τε...».[4]
Έτσι, η μοίρα του βασιλιά της Ασίνης ταυτίζεται με τη μοίρα του ποιητή και ο Σεφέρης αναζητώντας το βασιλιά στην ουσία αναζητά τον εαυτό του: «Ο βασιλιάς της Ασίνης ένα κενό κάτω απ’την προσωπίδα... Ο ποιητής ένα κενό».
Όπως παρατηρεί ο Mario Vitti, με το Βασιλιά της Ασίνης έχουμε ένα ποίημα όπου ο ποιητής δε δημιουργεί μια κατάσταση που ν’ ανταποκρίνεται ακριβώς στην νεκυιομαντεία (τυπικά δεν ζητά καμιά βοήθεια από το βασιλιά, ούτε και τον θεωρεί «γέρο» ή «δάσκαλο»). Στο Βασιλιά της Ασίνης παίρνει ιδιαίτερες διαστάσεις η σημασία του τοπίου ως συνδετικό στοιχείο ανάμεσα σε ένα πρόσωπο που δεν υπάρχει πια και στο πρόσωπο που θέλει να το ανακαλέσει. Ο Σεφέρης χρησιμοποιώντας τις αισθήσεις –κυρίως την αφή– προχωρά σε μια ανίχνευση που πάει να καταργήσει το χρόνο και να βάλει τον ποιητή σε επαφή με τις πιο μακρινές μνήμες.[5]
Το ποίημα ουσιαστικά είναι ένα ελεγείο για το χαμένο χρόνο, την ασημαντοσύνη της ανθρώπινης ύπαρξης και τη ματαιότητα της δόξας. Ο Σεφέρης λέει για το βασιλιά της Ασίνης πως ενώ ήταν σίγουρα ένας παντοδύναμος άντρας της εποχής του και έπαιρνε αποφάσεις που επηρέαζαν τις ζωές των άλλων, έχει πια χαθεί, έχει εξαφανιστεί και αναφέρεται μόνο φευγαλέα στην Ιλιάδα. Αυτά τα συναισθήματα απουσίας και ματαιοδοξίας που βιώνει ο Σεφέρης όλη την προηγούμενη δεκαετία (1930-1940), εκφράζει μέσα από το συγκεκριμένο ποίημα. Το κενό αυτό, όμως, είναι δημιουργικό και ανανεωτικό, καθώς η συνειδητοποίησή του από τον ποιητή, του δίνει ακριβώς τη δυνατότητα να είναι ποιητής.
1.3. Τα βιώματα του Σεφέρη
Η δεκαετία 1930-1940 είναι καθοριστική για το Γ. Σεφέρη. Τον Αύγουστο του 1931 θα εγκατασταθεί στο Λονδίνο, όπου θα παραμείνει ως το 1934. Η περίοδος αυτή θα
είναι δύσκολη, καθώς ο ποιητής θα βιώσει την απόλυτη μοναξιά, τη θλίψη, τον πόνο, την απουσία, το κενό. Θα νιώσει μέσα του τη φθορά, τον πνευματικό θάνατο. Παραθέτω από τις Μέρες Β΄ (13 Οκτώβρη 1931): «Να σου πω τη μοναξιά μου, να σου πω τόσα και τόσα που με ζαλίζουν κάθε μέρα, και το ανυπόφορο σκύψιμο ενός κορμιού προς το χάος που δε δίνει τίποτε; Πόσες φορές συλλογίστηκα το θάνατο εδώ πέρα. [...] Έχω την εντύπωση πως σκαλίζω μια πέτρα με σουγιά. Και τίποτα, τίποτα που να κόψει μια στιγμή αυτό το βάσανο. Τι θα κάνουμε αν μας πιάσει πανικός;».[6] Κι ένα μήνα περίπου αργότερα, στις 29 Νοέμβρη 1931, γράφει: «Κοιτάζω τη ζωή μου σαν ένα χάος. [...] Τι θα πουν όλα αυτά: χειρονομίες, πονοκέφαλοι, υπηρεσίες, υπερπέραν, κτλ. που δένουνται άκρες μέσες μέσα στο άτομο αυτό που σου γράφει τώρα στις 11 το βράδυ σε μια μεγάλη πολιτεία. Χτίζουν τα παλάτια τους, τα σπίτια τους, φυτεύουν τα περιβόλια τους ̇ από κάτω το έδαφος είναι κούφιο, και τ’ ακούει κανείς».[7]
Ένα χρόνο περίπου αργότερα, στις 29 Γενάρη 1933, παραμένοντας ακόμη στο Λονδίνο, γεγονός που τον έχει φθείρει πνευματικά και συναισθηματικά, γράφει στις Μέρες Β΄: «Δεν είχα τύχη στους ανθρώπους που αγάπησα, κι όμως ήταν αληθινά εξαιρετικοί, αλλά ήμουν υποχρεωμένος να τους αφήνω μακριά, είτε ολοκληρωτικά είτε ως ένα κάποιο σημείο. [...] Δεν πρόκειται να αγαπήσω ή να μην αγαπήσω τη μοναξιά μου, να συμφιλιωθώ ή όχι με τον τόπο όπου ζω. Και τη μοναξιά μου την αγαπώ και τον τόπο τον βρίσκω χαριτωμένο. Εκείνο όμως που με βασανίζει αφάνταστα είναι ότι έχω φτάσει στο απροχώρητο. Το δικό μου το απροχώρητο το καταλαβαίνω αμέσως: απολιθώνομαι, δε μπορώ να εκφραστώ με σκέψη ή με πράξη. [...] Με αυτά που σου γράφω με πιάνει αηδία για τον εαυτό μου. Αν εξακολουθήσει αυτή η κατάσταση, θα προσπαθήσω να φύγω όπως όπως. Δεν υπάρχει λόγος να φτάσω στην ανισορροπία. Θα μου πεις, η Αθήνα θα είναι καλύτερη; Αν δεν είναι καλύτερη, θα φύγω και από την Αθήνα. Έχω φτάσει σε μια πολύ επικίνδυνη στροφή. [...] Το βέβαιο μένει ότι η κατάσταση αυτή μου παρουσιάζεται με την όψη ενός απόλυτα ερημωμένου κόσμου. [...] Βέβαια, αν ο σκεπτόμενος εαυτός μου άκουε τον εαυτό που γράφει τώρα, θα τού ’λεγε: Φίλε μου, τίποτε δε φαίνεται από τα πριν∙ βλέπεις και προχωρείς πάνω στη δουλειά. Το ξέρω, αλλά έχω σταματήσει σα να έχει τελειώσει η ζωή μου».[8]
Πολύ αργότερα, το 1948, στις Δοκιμές Β΄ ο Σεφέρης περιγράφοντας την περίοδο παραμονής του στο Λονδίνο, θα γράψει: «Ξαφνιζόμουνα δοκιμάζοντας τη στιφή γεύση του θανάτου μέσα στην ομίχλη∙ την ένταση της κυκλοφορίας του φόβου μέσα στις αρτηρίες της μεγάλης πολιτείας. Ο θάνατος σ’ εμάς είναι μια ξαφνική λαβωματιά, εδώ είναι ένα αργό δηλητήριο, συλλογιζόμουνα».[9] Στη συνέχεια, το 1936 ο Σεφέρης θα μεταβεί στην Κορυτσά, όπου θα παραμείνει ως υποπρόξενος ως την επόμενη χρονιά.
Ένα μήνα πριν την αναχώρησή του για την Κορυτσά (Οκτώβρης 1936) θα γράψει στην Αθήνα το παρακάτω ποίημα, ενδεικτικό της ψυχικής του κατάστασης:
«[ΕΠΙΤΥΜΒΙΟ
Τα κάρβουνα μες στην ομίχλη
ήτανε ρόδα ριζωμένα στην καρδιά σου
κι η στάχτη σκέπαζε το πρόσωπό σου
κάθε πρωί. ∗
Μαδώντας ίσκιους από κυπαρίσσια
έφυγες τ’ άλλο καλοκαίρι.]»[10]
Ο Σεφέρης, λοιπόν, βίωσε έντονα συναισθήματα κενού, απουσίας και φθοράς στη διάρκεια της δεκαετίας 1930-1940, γεγονός που αποτυπώνεται έντονα στο υλικό των ημερολογίων του. Η παραμονή του στο Λονδίνο είναι καθοριστική για τη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του. Ο ποιητής δυσκολεύεται να επικοινωνήσει με τον κόσμο γύρω του, αλλά και με τον ίδιο τον εαυτό του. Η επικοινωνία, όμως, με το παρελθόν είναι γι’ αυτόν απίστευτα ζωτική και παρηγορητική και είναι ίσως η μόνη διέξοδος από αυτή την ψυχοφθόρο κατάσταση. Η ανάγκη και η προσπάθειά του αυτή εκφράζεται στο Βασιλιά της Ασίνης.
2.1. Κίχλη (1946): η σύνθεση του ποιήματος
Η Κίχλη (1946) είναι η κατάληξη μιας μακρόχρονης εμπειρίας, ενός μακρόχρονου προβληματισμού που έχει φτάσει στη στιγμή του απολογισμού του και ταυτόχρονα, η προαναγγελία ενός σημαντικού μέρους από το μετέπειτα έργο του Σεφέρη. Οι ρίζες της ξεκινούν από το Μυθιστόρημα και από το Βασιλιά της Ασίνης και τα κλαδιά της περνούν από το Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ΄ και φτάνουν ως τα Τρία κρυφά ποιήματα.[11]
Ο ίδιος ο Σεφέρης γράφει για τη σύνθεση του ποιήματος στις Δοκιμές Β΄: «Καταπιάστηκα να συναρμολογήσω εμπειρίες που είχα δοκιμάσει, και κάποτε σημειώσει, από τον Οχτώβρη του ’44, που γύρισα στην Ελλάδα από τη Μέση Ανατολή και την Ιταλία. Το βίωμα, καθώς λένε, της Κίχλης, δηλαδή, αρχίζει εκεί που τελειώνει το Ημερολόγιο Καταστρώματος Β΄, με τον Τελευταίο Σταθμό.[12]
Η απόπειρα του ποιήματος για το Θεόφιλο θα μπορούσε να θεωρηθεί ένα ενδιάμεσο βήμα∙ τους στίχους με το αίμα και τα παιδιά του Οιδίποδα θα τους συναντήσουμε, με την ίδια συναισθηματική διάθεση, και στην Κίχλη. Παραθέτω μια στροφή του ποιήματος (για το Θεόφιλο) από τις Μέρες Ε΄ (Σάββατο, Δεκέμβρης 1945):
«Ο ύπνος είναι βαρύς τα πρωινά του Δεκέμβρη.
Κι ο ένας Δεκέμβρης χειρότερος από τον άλλο.
Τον ένα χρόνο η Πάργα, τον άλλο οι Συρακούσες
κόκαλα των προγόνων ξεχωσμένα, λατομεία
γεμάτα ανθρώπους σακατεμένους, χωρίς πνοή
και το αίμα αγορασμένο και το αίμα πουλημένο
και το αίμα μοιρασμένο σαν τα παιδιά του Οιδίποδα
και τα παιδιά του Οιδίποδα νεκρά».[13]
«Το περιβάλλον του Πόρου, οι πρώτες μου εκείνες διακοπές ύστερα από οχτώ χρόνια», όπως σημειώνει ο ίδιος στις Δοκιμές Β΄, «μου έδωσαν διάφορα συναισθήματα... Εξ άλλου, η «Γαλήνη», το βικτοριανό εκείνο σπίτι, κόκκινο Πομπηίας, μου έδωσε για πρώτη φορά, ύστερα από πολλά χρόνια, το αίσθημα του στερεού σπιτιού, όχι της προσωρινής κατασκήνωσης».[14] Η παραμονή του, λοιπόν, στον Πόρο του γεννά αισθήματα ασφάλειας και τον ωθεί να εκφράσει όλα όσα κρύβει μέσα του.
Στις 2 Οκτωβρίου σε μια βόλτα με τη βάρκα λίγο έξω από την ακτή ο ποιητής θα δει την «Κίχλη», το βουλιαγμένο καραβάκι που έκανε κάποτε τα θελήματα του Ναυτικού Προγυμναστηρίου του Πόρου. Το τελικό στάδιο της σύνθεσης του ποιήματος αρχίζει στις 22 και τελειώνει στις 31 Οκτωβρίου.
Ο Σεφέρης γράφει για την παραμονή του στον Πόρο και τη συγγραφή του ποιήματος στις Μέρες Ε΄: «Ίσως να είναι και ο Πόρος. Εδώ το καθετί μοιάζει να μην περνά, να στοιχειώνει κάπως. Φαντάζομαι δεν μπορεί να κρατήσει κανείς για πολύ καιρό αυτή την κατάσταση. Είναι το νησί της Καλυψώς∙ πρέπει να πάρεις την απόφαση να το αφήσεις κάποτε για την Ιθάκη, την πέτρινη».[15] Και συμπληρώνει: «Το ποίημα που γράφω από την προπερασμένη Τρίτη, με απότομες αναλαμπές και πτώσεις, σαν το τζάκι μας που καίει χλωρά ξύλα, με κουράζει κάποτε».[16]
Ωστόσο, και το δεύτερο δεκαήμερο του Οκτώβρη είναι εξίσου σημαντικό, γιατί είναι φανερό πως τότε ο Σεφέρης αποφασίζει να δώσει στην Κίχλη την τελική μορφή της με τη χρησιμοποίηση του ομηρικού μύθου. Η προετοιμασία της Κίχλης γίνεται από τις 7 Οκτωβρίου με το ποίημα Νότες για ένα ποίημα, όπου ο Σεφέρης κάνει λόγο για αγάλματα, άσπρες ληκύθους, προσωπίδες, όμως οι ιδέες αυτές είναι ακόμη ρευστές. Θα παγιωθούν σε λίγο στην Κίχλη.
2.2. Η επιγραφή
Η «Κίχλη» παρουσιάζεται με μια επιγραφή:
«Δαίμονος επιπόνου και τύχης χαλεπης εφήμερον σπέρμα,
τι με βιάζεσθε λέγειν, ά υμιν άρειον μή γνωναι». (Ο ΣΕΙΛΗΝΟΣ ΣΤΟ ΜΙΔΑ)
Μετάφραση: «Μοίρας βαριάς και ριζικού ασήκωτου φύτρα εφήμερη, γιατί με βιάζετε να πω όσα καλύτερο θα ήταν να μη ξέρετε;» (Μαρωνίτης, 1975).
Τα λόγια αυτά, που είχαν κάνει εντύπωση στο Σεφέρη ήδη το 1929,[17] είναι παρμένα από τον Πλούταρχο. Είναι μια φράση βαρύθυμη και σκοτεινού τόνου, που μας προϊδεάζει για όσα θα ακολουθήσουν στο Α΄ μέρος του ποιήματος.
2.3. Α΄ μέρος: «Το σπίτι κοντά στη θάλασσα»
Στο Α΄ μέρος του ποιήματος ο Σεφέρης βιώνει έντονα συναισθήματα στέρησης, εγκατάλειψης και κενού, η συνειδητοποίηση των οποίων θα τον οδηγήσει σταδιακά στην προσέγγιση του φωτός στο Γ΄ μέρος. «Το σπίτι κοντά στη θάλασσα» δεν εμφανίζεται εδώ παρά σαν υπότιτλος. Το σπίτι δεν υπάρχει. Το οραματιζόμενο σπίτι θα γίνει χειροπιαστή πραγματικότητα, κατανικώντας όλη τη συσσωρευμένη εμπειρία στέρησης, στο Γ΄ μέρος, «Το φως», στο τέλος του έργου, σαν χώρος ευδαιμονίας («ευτοπίας») όπου έρχεται σαν φανταστικό, συγκινησιακό επακόλουθο του φωτός. Τα σπίτια για τα οποία γίνεται λόγος στην αρχή του Α΄ μέρους αναφέρονται σε σχέση με τους πολέμους. Άλλωστε, από τα παιδικά του χρόνια ο Σεφέρης γνώρισε χαλασμούς και ξενιτεμούς σε συνδυασμό με τους πολέμους.[18]
Κυριαρχεί στο Α΄ μέρος μια κατάσταση εγκατάλειψης και απομόνωσης ενός ανθρώπου που δεν του έχει μείνει τίποτε άλλο δικό του, που έχει εγκαταλείψει την προσπάθεια και έχει βουλιάξει στην απάθεια και την αδιαφορία του. Η «βραδινή αράχνη», που καραδοκεί ανενόχλητη ενώ εκείνος την κοιτάζει, δείχνει έλλειψη βούλησης, καθολική εγκατάλειψη των δυνάμεων, ανικανότητα να αντισταθεί στην κατάθλιψη. Ο Σεφέρης δηλώνει ότι κάτω από τη σκάλα βρίσκονται οι «νεκροί». Το «κοιμήθηκαν» είναι φυσικά το κοινό ευφημιστικό ομόλογο του «πέθαναν». Πρόκειται για τους «μέτριους» συντρόφους, για όσους «λιγόστεψαν τόσο παράξενα στη ζωή μας» (Ο Βασιλιάς της Ασίνης, στ. 46).[19] Το Α΄ μέρος, λοιπόν, περιγράφει την κατάσταση εγκατάλειψης και κενού στην οποία έχει περιπέσει ο ποιητής και κατ’ επέκταση, ο σύγχρονος άνθρωπος.
2.4. Β΄ μέρος: «Ο ηδονικός Ελπήνωρ»
Η πορεία προς την φθορά και το θάνατο συνεχίζεται στο Β΄ μέρος του ποιήματος, όπου κυρίαρχο μοτίβο αποτελούν τα αγάλματα (στ. 12-14, 20-21, 26-30, 54-56). Το άγαλμα γενικά είναι ένα «αντικείμενο» πολυσήμαντο στην ποίηση του Σεφέρη και παίζει σημαντικό ρόλο και στο Β΄ μέρος του ποιήματος. Παρά το ασυμβίβαστο με την «αγαλμάτινη ακαμψία», τα αγάλματα εδώ λυγίζουν. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, αντίθετα από την εμφάνισή τους, αυτά είναι ακέραια, ενώ ο άνθρωπος λέει στον εαυτό του «εσύ ’σαι το ρημάδι» (στ. 48). Κυριαρχεί, λοιπόν, εδώ η αντίθεση άφθαρτο άγαλμα-φθαρτό κορμί.[20]
Με το τραγούδι του ραδιοφώνου φτάνουμε σε μια πολύ χαμηλή βαθμίδα, εκεί που η φθορά του απόλυτου και του αυθεντικού έχει πια μαζικά συντελεστεί. Στη συνέχεια, ακούγονται τα λόγια του δελτίου ειδήσεων, που φαίνονται φοβερά ανεπαρκή μπρος στο τραγικό μεγαλείο των γεγονότων, που είναι καταστροφής και θανάτου. Η σύνθετη λέξη «ψυχαμοιβός» (παραλλαγή του «χρυσαμοιβός» του Ευρυπίδη), με την οποία επιλέγει να κλείσει το Β΄ μέρος ο Σεφέρης, στηρίζεται κι αυτή σε μια έννοια φθοράς: ο πόλεμος «αλλάζει τις ψυχές», με την έννοια ότι τις αλλοιώνει.[21] Ο ποιητής εδώ περιγράφει με απίστευτα παραστατικό τρόπο το έσχατο σημείο πτώσης και φθοράς του σύγχρονου ανθρώπου. Στη συνέχεια, όμως, θα ξεκινήσει η πορεία προς το καθολικό και το
διαχρονικό, προς το απόλυτο, έξω από τη φθορά της καθημερινής αναγκαιότητας, την οποία σταδιακά θα διαγράψει ο Σεφέρης και θα μας οδηγήσει στο Γ΄ μέρος.
2.5. Γ΄ μέρος: «Το ναυάγιο της Κίχλης»
Στο Γ΄ μέρος του ποιήματος ο ποιητής βρίσκεται στον Πόρο. Κάτω από την ακίνητη επιφάνεια της θάλασσας ξεχωρίζει το καράβι που κείτεται πλαγιασμένο στο βυθό. Το «μικρό ναυάγιο» είναι ένα αντικείμενο νεκρό που συνειρμικά τον οδηγεί στους πεθαμένους. Καθώς βρίσκεται απορροφημένος από το θέαμα, του έρχονται στο νου φωνές ανθρώπων αγαπημένων και οικείων, ανθρώπων που θυμάται με τρυφερότητα, που ξέχασε και τώρα ξαφνιάζεται που του έρχονται στο νου. Παραθέτω τους στίχους 12-16 (Γ΄, Το ναυάγιο της Κίχλης):
«Κι άλλες φωνές σιγά-σιγά με τη σειρά τους
ακολουθήσαν∙ ψίθυροι φτενοί και διψασμένοι
που βγαίναν από του ήλιου τ’ άλλο μέρος, το σκοτεινό∙
θά ’λεγες γύρευαν να πιουν αίμα μια στάλα∙
ήτανε γνώριμες μα δεν μπορούσα να τις ξεχωρίσω».[22]
Στο Γ΄ της Κίχλης ο ποιητής θέλοντας να ξεφύγει από την κατάσταση φθοράς και κενού στην οποία είχε περιπέσει και να προχωρήσει, ζητά βοήθεια από τους νεκρούς. Προϋπόθεση για να πραγματοποιηθεί η επικοινωνία με τους νεκρούς είναι το κατάλληλο τοπίο κι έτσι στο ποίημα δημιουργούνται οι ευνοϊκές συνθήκες, ώστε ο ποιητής να πραγματοποιήσει τη νεκυιομαντεία του. Υπάρχει το κατάλληλο τοπίο, ο κόλπος του Πόρου με τη γαλήνια θάλασσα, που κάτω από την επιφάνειά της αφήνει να μισοφαίνεται το μεσολαβητικό ναυάγιο∙ υπάρχει και ο παράγοντας «πρέπει να ρωτήσω τους νεκρούς για να μπορέσω να προχωρήσω παρακάτω».[23]
Ο Σεφέρης από νέος διαπίστωνε με πίκρα την απουσία ανθρώπων πιο ώριμων
απ’ αυτόν, από τους οποίους θα μπορούσε να βρει συμπαράσταση πατρική και οδηγίες για να προχωρήσει στο έργο του. Ήταν μια στέρηση που τον πονούσε. Δεν ήταν καθόλου υπερήφανος, όταν διαπίστωνε ότι ήταν «αυτοδίδακτος». Μην μπορώντας να βρει βοήθεια από τους ζωντανούς την αναζητούσε από τους γέρους που είχανε λείψει από τη ζωή. Το 1931, στο ποίημα Πάνω σ’ ένα ξένο στίχο, διαπίστωνε: «Και πόσο παράξενα αντρειεύεσαι μιλώντας με τους πεθαμένους, όταν δε φτάνουν πια οι ζωντανοί που σου απομέναν» (στ. 22).
Ο Σεφέρης διαπιστώνει ότι η επικοινωνία με τους πεθαμένους, ανεξάρτητα αν το επιδιώκουμε για να αντλήσουμε δύναμη από αυτούς ή αν μας σπρώχνει ένα συναίσθημα συμπόνοιας (όπως στο Βασιλιά της Ασίνης), συντελείται με τη μεσολάβηση του τοπίου. Το ατομικό υπαρξιακό πρόβλημα, που συνδυάζεται με το συναίσθημα της δίκαιης πράξης, μόνο στο «Φως» αλλάζει διαστάσεις και από ατομικό μετατρέπεται σε γενικότερο, που αφορά την ανθρωπότητα.[24]
«Και τα παιδιά που κάναν μακροβούτια απ’ τα μπαστούνια
πηγαίνουν σαν αδράχτια γνέθοντας ακόμη,
σώματα γυμνά βουλιάζοντας μέσα στο μαύρο φως
μ’ ένα νόμισμα στα δόντια, κολυμπώντας ακόμη,
καθώς ο ήλιος ράβει με βελονιές μαλαματένιες
πανιά και ξύλα υγρά και χρώματα πελαγίσια∙
ακόμη τώρα κατεβαίνουνε λοξά
προς τα χαλίκια του βυθού
οι άσπρες λήκυθοι».[25] (Γ΄, 47-55)
Τα παιδιά που καταποντίζονται στη θάλασσα (η οποία εδώ ταυτίζεται με το θάνατο), αποτελεί συνειρμό που οδηγεί στα κατ’ εξοχήν αλληλοσπαρασσόμενα αδέρφια, τον Ετεοκλή και τον Πολυνείκη και στον πατέρα τους, τον «γέροντα ικέτη» (στ. 59). Τα δύο παιδιά του Οιδίποδα είναι ανοιχτή αναφορά στο αδελφοκτόνο μίσος και κατά
προέκταση στον εμφύλιο πόλεμο.
Σταθερή συνιστώσα παραμένει πάντοτε η προοπτική που ανοίγει ο κόσμος της θάλασσας, η οποία συμβολίζει το μόνιμο πεδίο αναζήτησης μιας υπερβατικής πραγματικότητας.[26] Η θάλασσα, λοιπόν, είναι αυτή που θα δείξει στο Σεφέρη το δρόμο προς το Απόλυτο, ακριβώς όπως και στην ποίηση του T. S. Eliot η θάλασσα συμβολίζει τον απόλυτο χρόνο (The Dry Salvages, σ. 28).
Με την πορεία του Σεφέρη προς το φως και τη στιγμή της αποκάλυψης φαίνεται να συνδέεται και το «ξύλο», που το φάντασμα του Ελπήνορα –στην αρχή του τρίτου μέρους– προσφέρει στον Οδυσσέα:
«Το ξύλο αυτό που δρόσιζε το μέτωπό μου
τις ώρες που το μεσημέρι πύρωνε τις φλέβες
σε ξένα χέρια θέλει ανθίσει. Πάρ’ το, σου το χαρίζω∙
δες, είναι ξύλο λεμονιάς...».[27]
Αυτό το κλωνάρι, που το συναντάμε σε τόσα σκοτεινά σημεία των μύθων και που, σύμφωνα με τ’ αρχαία έθιμα ταφής, προσφερόταν στους νεκρούς για να φιλάει το σώμα τους ή να συνοδεύει την ελευθερωμένη ψυχή τους, συμβολίζει την ενότητα της ζωής και τη δύναμη της αυτοανανέωσης μέσα από την πίστη, χάρη στην οποία ο μυθικός ήρωας διασχίζει το σκοτάδι του θανάτου για να ξαναβρεί το δρόμο για τη ζωή.[28]
Το τελευταίο κομμάτι του Γ΄ μέρους, η έξοδος της Κίχλης, παρουσιάζεται μ’ έναν τόνο εντελώς διαφορετικό από εκείνον του υπόλοιπου ποιήματος. Τη βαριά μελαγχολική ατμόσφαιρα διαδέχεται ξαφνικά ένα λυρικό ξέσπασμα. Παραθέτω τους στίχους 75-81:
«Και είσαι
σ’ ένα μεγάλο σπίτι με πολλά παράθυρα ανοιχτά
τρέχοντας από κάμαρα σε κάμαρα, δεν ξέροντας από πού να κοιτάξεις πρώτα,
γιατί θα φύγουν τα πεύκα και τα καθρεφτισμένα βουνά
και το τιτίβισμα των πουλιών
θ’ αδειάσει η θάλασσα, θρυμματισμένο γυαλί, από βοριά και νότο
θ’ αδειάσουν τα μάτια σου από το φως της μέρας
πώς σταματούν ξαφνικά κι όλα μαζί τα τζιτζίκια».[29]
Σπίτι και φως συμβολίζουν εδώ τη μοναδική στιγμή, όταν η ψυχή του ανθρώπου, λυτρωμένη από κάθε τυφλωτικό διχασμό, θ’ αντικρίσει το νόημά της και το νόημα των πραγμάτων.[30] Ο άνθρωπος, λοιπόν, αφού διαγράψει αυτή τη λυτρωτική πορεία, θα οδηγηθεί στη θέαση του φωτός που υπάρχει βαθιά μέσα του, θα προσεγγίσει δηλαδή την απόλυτη αλήθεια.
Μετά από όλες τις φωνές και μετά από τα τζιτζίκια που ακούονται στο τέλος, έρχεται απότομα η απόλυτη σιωπή, που είναι συνδυασμένη με το άδειασμα του φωτός από τα μάτια και με τη θέα της θάλασσας που θ’ αδειάσει.
2.6. Η σύνδεση των τριών μερών του ποιήματος
Η Κίχλη έχει γραφεί με το σχέδιο μιας μουσικής αναλογίας κι αυτό φαίνεται από τον τρόπο με τον οποίο αναπτύσσονται τα θέματά της. Το Α΄ μέρος, το εισαγωγικό, είναι μια ανάπτυξη των διαθέσεων της μνήμης∙ αναμνήσεις του σπιτιού, αναμνήσεις του πεθαμένου συντρόφου (του Ελπήνορα), αναμνήσεις της ηδονής (Κίρκη). Στο Β΄ μέρος η ανάμνηση έχει ζωντανέψει από τα δύο πρόσωπα που είχαν παρουσιαστεί στους τελευταίους στίχους του Α΄, σε μια ανάπτυξη του θέματος της ηδονής, σε σχέση με τα θέματα του χρόνου, της τυραννίας της μνήμης και της φθοράς.[31] Όπως το Α΄ μέρος τελειώνει μ’ «εκείνους που κοιμήθηκαν κάτω απ’ τη σκάλα», έτσι και το Β΄ κλείνει με τον αντίλαλο του τρόμου και της καταστροφής (τραγούδι του «Ραδιοφώνου»). Το Γ΄ μέρος συνδέεται με το Β΄ με την επανεμφάνιση, στους πρώτους του στίχους, του Ελπήνορα.[32]
Στα δύο πρώτα μέρη του ποιήματος υπάρχουν μερικές όψεις της πραγματικότητας της ζωής, ίσως βασικές για το συγγραφέα∙ υπάρχει μια σιγανή πορεία προς τη νέκυια: μνήμη, νοσταλγία, ερωτισμός, φθορά, πόλεμος, καταστροφή∙ το υλικό που ζούμε. Στην αρχή τα σπίτια παίζουν με τον ήλιο σαν τα μωρά, σαν την ουρά της σουσουράδας∙ έπειτα, πολλοί φωτισμοί κλειστού χώρου, κλειστών ανθρώπων. Τ’ ανοιχτά παράθυρα και το φοβερό χείμαρρο του φωτός, θα τα βρούμε στους τελευταίους στίχους του ποιήματος. Ωστόσο, οι κλειστοί αυτοί φωτισμοί έχουν αντιθέσεις και αντιστοιχίες που παραπέμπουν στο Γ΄ μέρος.[33]
Για το Σεφέρη το κενό που νιώθει ο άνθρωπος είναι οδηγητικό. Ο ίδιος τονίζει πως «το χαμήλωμα, η κάθοδος αυτή, γίνεται», στο Γ΄ μέρος του ποιήματος, «προοδευτικό δυνάμωμα και ανάδυση. Ορμηνεμένος από την Κίρκη, ο Οδυσσέας πάει να ρωτήσει τους νεκρούς για να βρει το δρόμο του γυρισμού. Κάποτε αυτά τα παλιά κείμενα κρύβουν ατόφια γνώση. Για κοίταξε: η Κίρκη, οι αισθήσεις του κορμιού, η ηδονή, μας στέλνει στον άλλο κόσμο, στους νεκρούς, για να μας δείξουν το νόστο».[34] Το ποίημα, λοιπόν, φαίνεται να διαγράφει μια εξελικτική πορεία, που ξεκινά από την κάθοδο και την πτώση και οδηγεί προοδευτικά στην Αλήθεια και την Απόλυτη γνώση.
Σχετικά με τις φωνές που ακούει ο Σεφέρης στο Γ΄ της Κίχλης, του Σωκράτη αλλά και του άλλου προσώπου που του μιλά με τρυφερότητα στην αρχή και που δε μας λέει σε ποιον ανήκει (πιθανότατα όμως είναι η φωνή του Ελπήνορα), μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι από συγκινησιακή άποψη είναι φωνές έντονες παρά τη συντομία
τους, έκφραση αυθεντικών συναισθημάτων και σκέψεων. Είναι το αντίθετο από τις
φλύαρες και φτηνές φωνές που ο ποιητής είναι υποχρεωμένος να υποστεί στο Β΄ μέρος. Οι φωνές του Β΄ είναι οι φωνές από τις οποίες θέλει να ελευθερωθεί, οι φωνές των «μέτριων» ανθρώπων, φωνές της φθοράς. Οι φωνές του Γ΄ είναι οι φωνές της αυθεντικής ζωής, αυτές από τις οποίες ζητεί βοήθεια.[35]
2.7. Τα κύρια πρόσωπα του ποιήματος
2.7.1. Η Κίρκη
Η Κίρκη στο ποίημα δεν είναι θεά ούτε μάγισσα, είναι ένα σύμβολο ηδονής, συμβολίζει τον υλικό κόσμο. Ενώ ο Οδυσσέας αρχικά απολάμβανε τις ανέσεις που αυτή του προσέφερε, τώρα αντιδρά, αφού συνειδητοποιεί πως η ηδονή που αυτή του προσφέρει είναι η άλλη όψη της φθοράς. Η Κίρκη
«... ανεβαίνει τα σκαλιά χωρίς να βλέπει
εκείνους που κοιμήθηκαν κάτω απ’ τη σκάλα» (Α΄ μέρος, στ. 38-39),
χωρίς να βλέπει τους νεκρούς του. Σταδιακά οι ανέσεις αυτού του σπιτιού αρχίζουν να τον βαραίνουν. Το Α΄ μέρος τελειώνει με μια μνήμη των απογυμνωμένων, των πικραμένων, των πεισματωμένων σπιτιών.
2.7.2. Ο Οδυσσέας και ο Ελπήνωρ
Ο σωματικός θάνατος του Ελπήνορα ήταν η κατάληξη του πνευματικού του θανάτου. Ο τρόπος που σκοτώθηκε («αθέσφατος οίνος», λ 61) μας δείχνει πως ο Ελπήνωρ δεν ήξερε να κυβερνήσει τις σαρκικές ορμές του. Εμφανίζεται είτε σαν ατομικός είτε σαν ομαδικός χαρακτήρας. Αναφορές σ’ αυτόν υπάρχουν και σε
προηγούμενες συλλογές: οι «ανίδεοι και χορτάτοι» που φάγανε τα γελάδια του Ήλιου είναι Ελπήνορες (Στροφή), το ίδιο και οι «Αργοναύτες», υποταγμένοι και σιωπηλοί (Μυθιστόρημα). Ο Ελπήνωρ, λοιπόν, είναι ο καθημερινός άνθρωπος, που έχει παρασυρθεί από τις υλικές απολαύσεις και τις σαρκικές ηδονές και οδηγείται σταθερά στον πνευματικό θάνατο, που αναπόφευκτα θα του φέρει και το σωματικό. Ο ίδιος ο Σεφέρης γράφει γι’ αυτόν: «Κάποτε έχω συμπόνοια για δαύτον, όπως έλεγα, όμως πιο συχνά έχω μεγάλη αντιδικία για τα μαλακά πράγματα που αντιπροσωπεύει και που νιώθουμε γύρω μας σαν τα στεκάμενα νερά».[36]
Αντιθέτως, ο Οδυσσέας μέσα από το δρόμο της υπέρτατης δικαιοσύνης μπορεί τελικά να ατενίσει το δρόμο της επιστροφής, το δρόμο προς το φως. Αυτό, βέβαια, προϋποθέτει μία αποδέσμευση από τον κόσμο του αισθητού γίγνεσθαι και της απατηλής γνώσης των φαινομένων.[37] Ο Οδυσσέας, λοιπόν, αποτελεί την πρόταση του ποιητή, το πρότυπο για το σύγχρονο άνθρωπο, που πρέπει να βρει μέσα του τη δύναμη να αποδεσμευτεί από τις υλικές απολαύσεις και να διαγράψει την πορεία προς το φως.
Ο Ελπήνωρ και ο Οδυσσέας συμβολίζουν τις δύο αντίμαχες όψεις της ψυχής του ανθρώπου. Ο νόστος της μιας είναι για το χοιροστάσιο της Κίρκης∙ ο νόστος της άλλης είναι για το σπίτι, για το φως. Ο Σεφέρης δε συμφωνεί με το δυϊσμό που υποστηρίζει πως ο υλικός και ο πνευματικός κόσμος είναι δύο κόσμοι χωριστοί ο ένας από τον άλλο, αλλά πιστεύει πως το σώμα και η ψυχή αποτελούν μια ενιαία και αδιάσπαστη πραγματικότητα.
Η ευδαιμονία, η ολοκλήρωση του ανθρώπου, εξαρτάται από τη δύναμη της θέλησής του, από το πόσο είναι ικανός να εξισορροπήσει τις αντίρροπες δυνάμεις μέσα του σε μια δημιουργική αρμονία.[38]
Όπως γράφει και ο ίδιος ο Σεφέρης, «η κακή θέληση κυβερνάει τον Ελπήνορα και τον ρίχνει στο σκοτάδι. Η καλή θέληση οδηγεί τον Οδυσσέα στο φως. Από τη σωστή λειτουργία της θέλησης εξαρτάται η ευτυχία του ατόμου και κατ’ επέκταση, της
ανθρωπότητας». Στο δικό μας χέρι είναι λοιπόν αν θα επιλέξουμε να είμαστε Οδυσσέας ή Ελπήνωρ.[39]
«Ο ηδονικός Ελπήνωρ» και «Το Ραδιόφωνο» είναι δύο επεισόδια καθημερινότητας και φθοράς συναισθημάτων, για τα οποία ο ποιητής δεν ευθύνεται, αφού τα παραθέτει, τάχα, σαν ακούσιος μάρτυρας. Το έργο ξεκινά με μνήμες και εφιαλτικά βιώματα δικής του φθοράς (Α΄) και καταδύεται στο «βάθος» της πνιγερής ευτέλειας και της φθοράς των άλλων με δύο αναβαθμούς προς τα κάτω («Το Ραδιόφωνο» προχωρεί ακόμη πιο κάτω από τον «Ηδονικό Ελπήνορα»), ώστε να ανέβει ύστερα στο «ύψος» της αυτοσυνείδησης και στο «φως» που νικά τη φθορά.[40] Είναι φανερό πως ο Σεφέρης στο ποιήμά του ακολουθεί μια πορεία πτώσης, ευτέλειας, καθημερινότητας και φθοράς (Α΄ και Β΄ μέρος), αποτυπώνοντας τη ζωή του σύγχρονου ανθρώπου και καταλήγει στο Γ΄ μέρος στην πρότασή του, προκειμένου να βγούμε από αυτό το «βούρκο» και να αναδυθούμε στον κόσμο της Αλήθειας και της Γνώσης.
2.7.3. Ο Σωκράτης
Στο Βασιλιά της Ασίνης ο Σεφέρης είχε μνημονεύσει «εκείνους που λιγόστεψαν τόσο παράξενα μες στη ζωή μας» (στ. 46). Αλλά η φωνή που έχει περισσότερη σημασία για τον ποιητή είναι η φωνή του Σωκράτη, του δίκαιου, που τον εγκαρδιώνει με το παράδειγμά του. Χαρακτηριστικοί είναι οι στίχοι 23-24 (Γ΄, Το ναυάγιο της Κίχλης), οι οποίοι αποτελούν και το τέλος της Απολογίας:
«Το θάνατο τον προτιμώ∙
ποιος πάει για το καλύτερο ο θεός το ξέρει».[41]
Κύριο πρόσωπο της νεκυιομαντείας στην Κίχλη είναι ο Σωκράτης. Από όλη τη διδαχή του Σωκράτη, ο Σεφέρης, την κρίσιμη τούτη στιγμή, συγκρατεί τα λόγια της απολογίας: «Ο Σωκράτης δεν έχει τίποτε άλλο να πει παρά τα λόγια που απολογήθηκε στους κριτές του. Δείχνει το νόστο, μνημονεύοντας τον ίδιο του το θάνατο, το θάνατο του ανθρώπου που προτιμά ν’ αδικηθεί παρά ν’ αδικήσει».[42]
Η παράθεση στο ποίημα φράσεων από την Απολογία, όπου ο Σωκράτης δηλώνει πως η τελειοποίηση της ψυχής είναι κάτι πολύ πιο σημαντικό από κάθε εφήμερο αγαθό, δίνει στο νόημα της δικαιοσύνης του Σεφέρη ένα δυνατό πλατωνικό χρώμα. Στη νέκυια του Σεφέρη ο ομηρικός Τειρεσίας έχει αντικατασταθεί από το Σωκράτη. Στη θέση του μάντη μιλάει τώρα ο σοφός, ο άνθρωπος που έφτασε στον υψηλότερο βαθμό αυτογνωσίας και που πλήρωσε με θάνατο την εμμονή του στον ορθό τρόπο ζωής.[43] Ο Σωκράτης, λοιπόν, προβάλλεται στο έργο του Σεφέρη ως το απόλυτο πρότυπο ζωής, που με τη στάση του μας ανοίγει το δρόμο για την προσέγγιση της Αλήθειας.
2.8. Το μήνυμα της Κίχλης
Η Κίχλη μας δείχνει, καλύτερα από κάθε άλλο ποίημα του Σεφέρη, την πίστη του στην προσωπική ευθύνη. Αυτό όμως δε σημαίνει πως δεν αναγνωρίζει και την ανάγκη, τους περιορισμούς που η μοίρα επιβάλλει.[44]
Η Κίχλη δεν είναι το ποίημα του εμφυλίου πολέμου, όπως φάνηκε ότι θα μπορούσε να είναι στην αρχή. Η βαθμιαία μετάβαση από την περιγραφή σύγχρονων επεισοδίων σε μια συμβολική έκφραση δείχνει πως ο Σεφέρης ενδιαφέρεται κυρίως για το πνευματικό νόημα των γεγονότων. Η Κίχλη περιέχει πολλή από την εμπειρία των χρόνων της
συγγραφής της, όμως πάει πέρα από αυτήν. Αυτό δε σημαίνει ότι το ποίημα αποκόβεται από την άμεση πραγματικότητα. Ο Σεφέρης μυθοποιεί το παρόν, όμως ταυτόχρονα το κρατάει ζωντανό μπροστά μας, αποκαλύπτοντας μέσα από αυτή τη μυθοποίηση τα σημαντικότερα στοιχεία του, εκείνα που αποτελούν κοινή κληρονομιά της ανθρώπινης μοίρας.[45]
Ο Σεφέρης εκφράζει το φόβο του για το μέλλον του ανθρώπου και το δικό του, καθώς τα περασμένα τού προκαλούν συχνά φρίκη, κάνει όμως στον Πόρο έναν απολογισμό. Το συναίσθημα λύτρωσης που δοκιμάζει τελειώνοντας την Κίχλη δεν είναι μονάχα του ευσυνείδητου τεχνίτη που εκτέλεσε καλά τη δουλειά του∙ είναι και του ανθρώπου που μπόρεσε να βρει μια διέξοδο έντιμη, για να απαλλαγεί από ένα πλήθος εμπειρίες συμπυκνωμένες σε μια τέλεια εκφραστική οικονομία.[46]
Το τελικό μήνυμα της Κίχλης αποτυπώνεται στα τελευταία λόγια της Αντίκλειας στον Οδυσσέα (λ 222-224):
«Η ψυχή σαν τ’ όνειρο φτερουγίζει και φεύγει∙
αλλά στρέψε γλήγορα τον πόθο σου στο φως,
κι όλα τούτα μην τα ξεχνάς...».
«Κάτι τέτοιο μου είπε κι εμένα το βουλιαγμένο καραβάκι που έκανε στους καλούς καιρούς τα θελήματα του Προγυμναστηρίου του Πόρου», γράφει ο ίδιος ο Σεφέρης στις Δοκιμές Β΄.[47] Όταν αναχωρεί από τον Πόρο μετά τη λήξη της άδειάς του και έχει την αίσθηση ότι πηγαίνει προς το άγνωστο (έχει μέσα του μια δυσάρεστη αίσθηση «επαγγελματικής διαθεσιμότητας»), ο Σεφέρης αποκομίζει και ορισμένες “ιδέες” για το φως. Γράφει στις Μέρες Ε΄ (2 Δεκέμβρη 1946): «Κάτι από αυτό εκφράζει Ο Βασιλιάς της Ασίνης, κάτι και η Κίχλη. Αλλά δεν ξέρω αν θα μπορέσω να το εκφράσω ποτέ μου αυτό το βασικό, καθώς αισθάνομαι, αυτό το θεμέλιο της ζωής. Ξέρω πως με το φως πρέπει να ζήσω. Παρακάτω δεν ξέρω∙ δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω. Το μόνο που κατάλαβα εδώ είναι ότι κανένα πρόβλημα δε λύεται με το σημειωτό∙ πρέπει να τραβήξεις εμπρός ή να σπάσεις».[48]
Η Κίχλη τελικά αποτελεί έναν αυτοδιαλογισμό για την ανθρώπινη ζωή και τις συνθήκες της και δείχνει πως ο Σεφέρης, όντας σε μια πιο ώριμη ηλικία, κάνει την αυτοκριτική του, βλέπει μέσα του το Φως και αναζητά διεξόδους για να το προσεγγίσει.
Thomas Stearns Eliot
3.1. Δυο λόγια για τον ποιητή
Ο T. S. Eliot γεννήθηκε στο St Louis του Missouri στις 26 Σεπτεμβρίου του 1888 και άφησε την τελευταία του πνοή στο Λονδίνο στις 4 Ιανουαρίου του 1965. Μετά τις σπουδές του στα πανεπιστήμια του Χάρβαρντ, της Οξφόρδης και του Παρισιού εργάστηκε στο Λονδίνο, όπου ίδρυσε και το δικό του φιλοσοφικό και φιλολογικό περιοδικό με τίτλο Criterion. Τον ίδιο καιρό (1922) δημοσίευσε το ποίημα The Waste Land (Η έρημη χώρα), που θεωρήθηκε το σημαντικότερο ποίημα του καιρού του και άσκησε μεγάλη επίδραση στη σύγχρονη ποίηση. Τα κριτικά του δοκίμια εδραίωσαν τη θέση του ανάμεσα στους μεγαλύτερους Άγγλους συγγραφείς της εποχής του. Το σημαντικότερο έργο του είναι η συλλογή του Four Quartets (Τέσσερα Κουαρτέτα), που δημοσιεύτηκε το 1945. Όταν το Νοέμβριο του 1948, σε ηλικία 60 ετών, του απονεμήθηκε το βραβείο Νόμπελ, είχε ήδη ολοκληρώσει το δημιουργικό του έργο.[49]
Όπως αναφέρει ο ίδιος ο Σεφέρης στις Δοκιμές Α΄, μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου «στην Αγγλία ήταν ίσως οι συνθήκες πιο πρόσφορες για να διατυπωθεί η μεταπολεμική απόγνωση με τρόπο αμεσότερα ανθρώπινο. Ο θάνατος δεν είναι πια για τον Έλιοτ ένα προσωπικό συναίσθημα σε ορισμένες περιπτώσεις, είναι όλα τα θνησιμαία που τον περιστοιχίζουν... Τη στιγμή που η αποσύνθεση απλωνότανε τριγύρω του, (ο Έλιοτ) το ένιωσε και το φώναξε».[50]
Η επίδραση που άσκησε στη σκέψη του Σεφέρη η ποίηση του Eliot εκφράζεται από τον Έλληνα ποιητή στις Δοκιμές Β΄: «Με την ποίηση του Έλιοτ έζησα συχνά ανάμεσα στα 1932 και στα τελευταία τούτα χρόνια (το δοκίμιο γράφεται το 1948) και, μαζί με τα πολλά που του χρωστώ, δεν είναι η μικρότερη οφειλή μου τα μονοπάτια που μου έδειξε για να γνωρίσω καλύτερα την αγγλική λογοτεχνία και την αγγλική γλώσσα: δώρο σπουδαίο για έναν αυτοδίδακτο σαν εμένα σ’ αυτά τα πράγματα».[51]
3.2. Η συλλογή Τέσσερα Κουαρτέτα
3.2.1. Βασικές ιδέες
Το σημαντικότερο έργο του Eliot είναι η συλλογή Τέσσερα Κουαρτέτα, ένα μήνυμα εσωτερικής εμπειρίας από την Υπερβατική Γνώση για το σκοπό της ανθρώπινης ζωής και τη σχέση της με την αιωνιότητα. Ο Eliot με τη συλλογή αυτή παροτρύνει τον απλό άνθρωπο της εποχής του –αλλά και κάθε εποχής– να αποδεσμευτεί από την καθημερινή πραγματικότητα και να διαγράψει μέσα του την προσωπική του πορεία για να προσεγγίσει την Απόλυτη Γνώση. Η Απόλυτη Γνώση, όμως, δε μπορεί να γραφεί ούτε να διδαχθεί∙ μπορεί να έχει κάποιος μόνο την άμεση εμπειρία της. Τα Τέσσερα Κουαρτέτα, λοιπόν, είναι μια εξελικτική πορεία προς την Υπέρβαση, που κορυφώνεται στην ένωση με το Απόλυτο.
Η έξοδος από την Έρημη Χώρα (=οδυνηρή πραγματικότητα), που είναι ο τελευταίος σταθμός της οδυνηρής πορείας εξέλιξης για την υπέρβαση κάθε διανοητικής προκατάληψης, πραγματοποιείται με τα Τέσσερα Κουαρτέτα, που είναι η άφιξη σε μια υπέρτατη λυτρωτική εμπειρία. Στην Έρημη Χώρα ο Έλιοτ περιγράφει μια χώρα όπου τα πάντα έχουν φτάσει σ’ ένα τέλος, όπου απέραντη πλήξη έχει γεμίσει όλες τις πηγές της ζωής και κυριαρχεί παντού ξηρασία. Η Έρημη Χώρα είναι μια έκφραση αηδίας για το τεράστιο λάθος της ζωής του ανθρώπου και του σύγχρονου κόσμου. Κι εκεί ακριβώς ο ποιητής παίρνει τη μεγάλη απόφαση: να βρει έναν άλλο κόσμο ή να πεθάνει. Και επιλέγει το πρώτο.
Τα Τέσσερα Κουαρτέτα, αν και είναι σύνθεση διαφορετικών ποιημάτων, εμφανίζονται τελικά σαν ενιαίο ποίημα τεσσάρων ενοτήτων και χαρακτηρίζονται από μια
συνολική κυκλική κίνηση. Χαρακτηριστικοί είναι οι στίχοι: “In my beginning is my end” («Στην αρχή μου είναι το τέλος μου») και “In my end is my beginning” («Στο τέλος μου είναι η αρχή μου»), οι οποίοι περιέχουν την ιδέα των αλλεπάλληλων κύκλων ζωής και θανάτου. Η άσκηση του ανθρώπου για την κατάκτηση του Απόλυτου γίνεται βάσει τεσσάρων τεχνικών, που ταυτίζονται με τα τέσσερα στοιχεία: τον αέρα, τη γη, το νερό και τη φωτιά.
3.2.2. Ενότητα πρώτη: “Burnt Norton”
Ο τίτλος προέρχεται από ένα μοναχικό και εγκαταλελειμμένο αρχοντικό του 14ου αιώνα. Φαίνεται να συμβολίζει την εγκατάλειψη και απάρνηση της πραγματικής εσωτερικής ζωής για την άγονη χώρα της καθημερινότητας, που εξαντλείται στην παροδικότητα.
Το πρώτο ποίημα των Τεσσάρων Κουαρτέτων αναφέρεται στο στοιχείο του αέρα (ζωή στο ύπαιθρο, αέρας που φυσάει) και ξεκινάει με εικόνες αθωότητας, που θυμίζουν την πρωταρχική κατάσταση του ανθρώπου στην αληθινή του φύση, που προσεγγίζει το Απόλυτο, την αιωνιότητα.[52] Ο ποιητής, δηλαδή, μας παρουσιάζει πώς ήταν ο άνθρωπος πριν την πτώση. Στη συνέχεια, εκθέτει μια εικόνα της σημερινής κατάστασης του ανθρώπου. Χαρακτηριστικοί είναι οι στίχοι:
«Ούτε πληρότητα ούτε κενότητα. Μόνο αναλαμπή
Πάνω στα στραγγισμένα πρόσωπα που ο χρόνος εξουσίασε
Αποσπασμένα απ’ την παραφροσύνη με αφαίρεση
Γεμάτα από φαντασιώσεις κι άδεια από έννοια
Διογκωμένη απάθεια χωρίς συγκέντρωση...» (III, 102-106)
Με την αφαίρεση της αυτοσυγκέντρωσης, λοιπόν, ο ποιητής αποσπάται από την παραφροσύνη της καθημερινής σύγχυσης, εκεί που οι άνθρωποι είναι γεμάτοι φαντασία κι όμως κενοί από αληθινή έννοια, με μια διογκωμένη απάθεια.
Η συνειδητοποίηση αυτής της θλιβερής κατάστασης, την οποία βιώνει ο σύγχρονος άνθρωπος, γίνεται αρκετά νωρίς και από το Γ. Σεφέρη στις Μέρες Β΄ (12 Σεπτέμβρη 1931): «Αισθάνομαι τη ζωή μου τρομερά άχρηστη. Πώς θα δικαιολογήσουμε την ύπαρξή μας στη δευτέρα παρουσία; Θυμάσαι; Το κακό είναι που για μας η δευτέρα παρουσία γίνεται κάθε τόσο».[53]
Ο Eliot, αποδεχόμενος την υπάρχουσα κατάσταση, αναρωτιέται:
«Ο χρόνος κι η καμπάνα έθαψαν τη μέρα,
Το μαύρο σύννεφο παίρνει μακριά τον ήλιο.
Θα γυρίσει σε μας το ηλιοτρόπιο, θα γυρίσει
Σε μας η κληματίδα, θα στρέψει κάτω τους ελικοειδείς βλαστούς
Θ’ αρπαχτεί σ’ εμάς, σφιχτά;
Παγωνιά
Δάχτυλα του σμίλακα θα τυλιχτούνε
Γύρω μας;...» (IV, 130-137)
Ο χρόνος που περνάει και το σήμαντρο, σύμβολο του επερχόμενου θανάτου, ματαιώνουν τη δυνατότητα να κατορθώσει ο άνθρωπος την υπέρβαση της υλικής ύπαρξης, ενώ το μαύρο σύννεφο, η άγνοια του ανθρώπου, συσκοτίζει το φως της πραγματικής υπερβατικής Γνώσης. Η παγωνιά είναι αρνητικό σύμβολο της κατάστασης του κόσμου. Ο ποιητής αναρωτιέται αν τα δάχτυλα του σμίλακα θα τον τυλίξουν σφιχτά. Ο σμίλακας φαίνεται να είναι σύμβολο θανάτου, γιατί φυτεύεται κοντά σε τάφους, αλλά και αναγέννησης, αφού είναι αειθαλής. Έτσι, ο ποιητής ελπίζει να ενωθεί με αυτό το σύμβολο της αιωνιότητας, να έχει δηλαδή την ικανότητα να ξαναγεννιέται κι ας είναι ενωμένος με το θάνατο, όπως ο σμίλακας που φυτρώνει ανάμεσα στους τάφους.[54]
Διακρίνουμε στον Eliot μέσα σ’ αυτή την απορία μια αίσθηση ελπίδας, εφόσον βαθιά μέσα του ονειρεύεται να γυρίσει προς το μέρος του το ηλιοτρόπιο. Αντιθέτως, ο Σεφέρης στις αρχές της δεκαετίας 1930-1940 αντιμετωπίζει την κατάσταση με περισσότερη απαισιοδοξία, εφόσον αισθάνεται ότι όλη αυτή η κατάσταση κενού και φθοράς υπάρχει μόνο για να τον βασανίζει, χωρίς να τον οδηγεί πουθενά. Δεν έχει συνειδητοποιήσει ακόμη ότι το κενό αυτό είναι κενό ανανέωσης και δημιουργίας. Παραθέτω ενδεικτικά από τις Μέρες Β΄ (20 Σεπτέμβρη 1931): «Μπορώ να ξεχωρίσω ορισμένες στιγμές ανυποψίαστης μοναξιάς, έναν ανεξήγητο, χαμένο παράδεισο που άφηκε τα σημάδια του πάνω μας, μόνο για να μας παιδεύουν, χωρίς να μας οδηγούν πουθενά».[55]
3.2.3. Ενότητα δεύτερη: “East Coker”
Το δεύτερο ποίημα της συλλογής είναι το East Coker. Ο τίτλος του προέρχεται από ένα μικρό χωριό στο Somerset, στο ενοριακό παρεκκλήσι του οποίου βρίσκεται τώρα θαμμένη η τέφρα του T. S. Eliot. Χαρακτηριστικοί είναι οι πρώτοι στίχοι του ποιήματος:
«Στην αρχή μου είναι το τέλος μου. Σε διαδοχή
Σπίτια υψώνονται και πέφτουν, καταρρέουν, επεκτείνονται,
Εξαφανίζονται, καταστρέφονται, αναστηλώνονται ή στη θέση τους
Είναι ένας ανοιχτός αγρός, ή εργοστάσιο, ή παρακαμπτήριος». (I, 1-4)
Το ποίημα αρχίζει με την αναφορά στο στοιχείο της γης (σπίτια, δρόμοι, εργοστάσια). Ο Eliot αναφέρεται στην εξωτερική φθορά για να μας υποβάλλει την ιδέα της αλλαγής των πάντων και να καταλήξει και στο μετασχηματισμό του ανθρώπου, που προχωρεί στην τελική του ένωση με το Απόλυτο.
Αντίστοιχες σκέψεις που αναφέρονται στο πέρασμα του χρόνου και στο στοιχείο της εξωτερικής φθοράς των πραγμάτων, εκφράζει και ο Σεφέρης στις Μέρες Γ΄ (18 Σεπτέμβρη 1935): «Σκέψη του παροδικού που σε παραλύει. Σπίτια, θάνατοι, χωρισμοί. Η ζωή του ανθρώπου είναι καμωμένη από καιρούς: καιρός να σπείρεις, καιρός να θερίσεις, καιρός της θλίψης, καιρός της χαράς, καιρός της αγάπης, καιρός της μοναξιάς. Αν το σκεφτείς έτσι, θα μπορέσεις και στη χαμηλότερη στιγμή να στηριχτείς, γιατί κι αυτή θα ανήκει σ’ έναν από τους καιρούς της ζωής σου».[56]
Αναφερόμενος στον υλικό πολιτισμό και στην απόλυτη κυριαρχία του στη ζωή του σύγχρονου ανθρώπου, ο Eliot επισημαίνει τον πνευματικό θάνατο στον οποίο οδηγούμαστε καθημερινά:
«Η γη ολόκληρη είναι το νοσοκομείο μας
Προίκα δοσμένη απ’ τον καταστραμμένο εκατομμυριούχο,
Όπου, αν ευημερήσουμε, θα πεθάνουμε
Από την απόλυτη πατρική φροντίδα,
Που δε θα μας αφήσει, αλλά μας εμποδίζει παντού». (IV, 154-163)
Ο «καταστραμμένος εκατομμυριούχος» ίσως συμβολίζει τον πολιτισμό, που αν τον δεχτούμε σ’ όλες τις υπερβολές του, θα πρέπει να πεθάνουμε πνευματικά, γιατί αυτός με τον υλιστικό προσανατολισμό του εμποδίζει την πνευματική μας εξέλιξη.
Ο Σεφέρης στο σημείο αυτό συμφωνεί με τον Έλιοτ και στις Δοκιμές Α΄ αναφέρει ότι ο σύγχρονος κόσμος «είναι ένας κόσμος διαλυμένος, άρρωστος και ναρκωμένος, όπου οι αισθήσεις εξατμίζουνται και χάνουν την πραγματικότητά τους, μέσα στο χάος των εντυπώσεων».[57]
Όμως, με τον καταληκτικό στίχο του ποιήματος «... Στο τέλος μου είναι η αρχή μου» (V, 211), ο Έλιοτ μάς υπενθυμίζει ότι ύστερα από το τέλος της ύπαρξής μας, σ’ αυτό το σώμα, θα υπάρξει μια νέα αρχή, που υποβάλλει την έννοια της μετενσάρκωσης.
3.2.4. Ενότητα τρίτη: “The dry salvages”
Ο τίτλος του τρίτου ποιήματος, σύμφωνα με σημείωση του ίδιου του Eliot, προέρχεται από μια ομάδα βράχων μ’ ένα φάρο στ’ ανοιχτά της Μασαχουσέτης. Ο φάρος ίσως συμβολίζει το φως της υπερβατικής Γνώσης που σώζει αυτούς που ταξιδεύουν από τον κίνδυνο του ναυαγίου της ζωής τους. Το ποίημα αναφέρεται στο στοιχείο του νερού. Ο ποταμός είναι εδώ η ζωή του ανθρώπου, οι δυσκολίες και οι κίνδυνοί της, ενώ η θάλασσα συμβολίζει τον απόλυτο χρόνο.[58] Αναρωτιέται, λοιπόν, ο ποιητής:
«Υπάρχει πουθενά το τέλος του βουβού θρήνου,
Στα φθινοπωρινά λουλούδια που μαραίνονται σιωπηλά
Ρίχνοντας τα πέταλά τους και παραμένοντας ακίνητα∙
Υπάρχει πουθενά ένα τέλος στο παρασυρόμενο ναυάγιο,
Τη δέηση του κόκαλου στην παραλία, την αδέητη
Προσευχή του ευαγγελισμού του ολέθρου»; (II, 51-56)
Η παρομοίωση των φθινοπωρινών λουλουδιών που ρίχνουν τα πέταλά τους και μένουν ακίνητα φαίνεται να συμβολίζει τα γηρατειά και το θάνατο του ανθρώπου, ενώ το παρασυρόμενο ναυάγιο είναι η αποτυχία του να βρει τον πραγματικό σκοπό και προορισμό του και να τον εκπληρώσει. Γι’ αυτό, ο άνθρωπος πρέπει να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις καλυτέρευσης του μέλλοντός του όσο είναι εδώ, σ’ αυτή την παρούσα ζωή.
3.2.5. Ενότητα τέταρτη: “Little Gidding”
Τον τίτλο του ποιήματος τον έχει εμπνευσθεί ο Έλιοτ από το χωριό του Huntingtonshire, Little Gidding, τη θρησκευτική κοινότητα του Nicholas Ferrar, που υπήρξε πραγματικά το 17ο αιώνα μια όαση εξύψωσης του ανθρώπου. Ο ποιητής κάνει αυτή τη μικρή ιδανική πολιτεία, μέσα στο χάος και τη σύγχυση της εξωτερικής ζωής της
εποχής της, σύμβολο της υπέρτατης Γνώσης. Το ποίημα αυτό είναι το πιο σημαντικό από τα τέσσερα και συμβολίζει, με την άνοιξη μέσα στο καταχείμωνο, την υπέρτατη Γνώση που οδηγεί στο Απόλυτο. Το ποίημα αναφέρεται στο στοιχείο της φωτιάς. Παραθέτω ενδεικτικά τους στίχους:
«Αν σκεφτώ ένα βασιλιά στο πέσιμο της νύχτας,
Τρεις, και περισσότερους, ανθρώπους πάνω στο ικρίωμα
Και μερικούς που πέθαναν λησμονημένοι
Σ’ άλλους τόπους, εδώ και σ’ άλλες χώρες,
Κι έναν που πέθανε τυφλός κι ήρεμος,
Γιατί θα έπρεπε να τιμούμε
Τους νεκρούς αυτούς ανθρώπους περισσότερο απ’ αυτούς που τώρα δα πεθαίνουν»; (III, 177-183)
Ο ποιητής αναφέρεται σε διάφορα ιστορικά πρόσωπα, τα οποία, χωρίς να τα ονομάζει, τα χαρακτηρίζει, ανάγοντάς τα έτσι σε τύπους. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι βρίσκονται σε μια κατάσταση ταπείνωσης, που έχει αφαιρέσει την προηγούμενη αίγλη τους και τους έχει αφήσει στην πραγματική τους ανθρώπινη κατάσταση, για να διατυπωθεί στο τέλος το ερώτημα: γιατί θα έπρεπε να τιμούμε αυτούς τους νεκρούς του παρελθόντος περισσότερο απ’ αυτούς που πεθαίνουν τώρα; Όλοι οι άνθρωποι αποδέχονται το καθεστώς του θανάτου και τώρα ανήκουν όλοι, χωρίς καμιά διάκριση, σ’ αυτό.[59] Και συνεχίζει:
«Κάθε φράση και κάθε πρόταση είναι ένα τέλος και μια αρχή,
Κάθε ποίημα ένα επιτύμβιο. Και οποιαδήποτε πράξη
Είναι ένα βήμα στη λαιμητόμο, στη φωτιά, κάτω στο λαρύγγι της θάλασσας
Ή σε μια δυσανάγνωστη πέτρα: κι από κει αρχίζουμε.
Πεθαίνουμε μ’ εκείνους που πεθαίνουν:
Δες, φεύγουν, και πηγαίνουμε μαζί τους.
Γεννιόμαστε με τους νεκρούς:
Κοίτα, επιστρέφουν, και μας φέρνουνε μαζί τους». (V, 226-233)
Κάθε πράξη του ανθρώπου είναι ένα βήμα στη λαιμητόμο, στη φωτιά, στο λαρύγγι της θάλασσας ή σε μια δυσανάγνωστη πέτρα, όλα σύμβολα του θανάτου, που ο ποιητής δεν τον βλέπει εδώ σα τέλος, αλλά σαν αρχή, γιατί αυτό που φαίνεται σα τέλος είναι για τον ποιητή η αρχή ενός νέου κύκλου. Στους στίχους αυτούς ο ποιητής βλέπει το θάνατο και τη γέννηση σαν έναν αέναο κύκλο. Οι νεκροί φεύγουν και ξαναγυρίζουν κι εμείς
τους ακολουθούμε μέσα στις ανακυκλώσεις της ιστορίας. Εδώ με τους κύκλους του θανάτου και της γέννησης ο ποιητής αναφέρεται πάλι στη μετενσάρκωση, που σα διαδικασία αλλεπάλληλων κύκλων εξέλιξης δίνει γι’ αυτόν νόημα στην ανθρώπινη περιπέτεια.[60]
3.3. Σχέση Κίχλης-Τεσσάρων Κουαρτέτων
Το βιβλίο που βοήθησε το Σεφέρη να δώσει μορφή στην Κίχλη είναι τα Τέσσερα Κουαρτέτα, που ο ποιητής τα ξαναδιάβασε στις 12 Οκτωβρίου (1946). Ο ίδιος γράφει στις Μέρες Ε΄: «Διάβασα, αρχίζοντας τη μέρα μου, τα Τέσσερα Κουαρτέτα του Έλιοτ [...] –μου φάνηκε πως τα διάβαζα πρώτη φορά∙ πρώτη φορά είχα την εντύπωση αυτού του παλμού (όπως στο 15ο του Beethoven, ακριβέστερα όπως στην «Canzona di Ringraziamento»). Και τούτο ακόμη∙ το θέμα τους είναι ο Χρόνος, όπως ο χρόνος είναι, κατά βάθος, το θέμα της μουσικής».[61]
Τα Τέσσερα Κουαρτέτα γοητεύουν τόσο το Σεφέρη που δε θα ήταν άστοχο να λέγαμε πως η σχέση τους με την Κίχλη είναι ανάλογη μ’ εκείνη του Μυθιστορήματος με την Έρημη Χώρα. Μερικά από τα χαρακτηριστικά τους ενισχύουν στο Σεφέρη ομόλογες τάσεις και τον κάνουν να χρησιμοποιήσει ορισμένα στοιχεία τους. Παραθέτω ενδεικτικά δύο χωρία. Στο East Coker (V, 192-198) ο Eliot γράφει:
«... Καθώς μεγαλώνουμε
Ο κόσμος γίνεται πιο παράξενος, το σχέδιο πιο πολύπλοκο
Από νεκρούς και ζωντανούς. Όχι η έντονη στιγμή
Απομονωμένη, χωρίς πριν και μετά,
Αλλά μια ολόκληρη ζωή που καίει κάθε στιγμή
Κι όχι η ζωή ενός ανθρώπου μόνο
Αλλά από παλιές πέτρες που δε μπορούν ν’ αποκρυπτογραφηθούν».
Και συμπληρώνει ο Σεφέρης στην Κίχλη (Γ΄, 27-30):
«... Καθώς περνούν τα χρόνια
πληθαίνουν οι κριτές που σε καταδικάζουν∙
καθώς περνούν τα χρόνια και κουβεντιάζεις με λιγότερες φωνές,
βλέπεις τον ήλιο μ’ άλλα μάτια».
Η επίδραση του Έλιοτ στο Σεφέρη είναι αναμφισβήτητη. Ο κόσμος του Σεφέρη όμως είναι πολύ διαφορετικός από τον κόσμο του Έλιοτ. Επίσης, υπάρχει και μια σημαντική διαφορά στις ιδέες που εκφράζουν τα δύο ποιήματα. Ενώ τα Τέσσερα Κουαρτέτα τελειώνουν με τη διαπίστωση ότι η ψυχή για να ενωθεί με το θείο πρέπει ν’ αποδυθεί την αγάπη της για τα πράγματα του υλικού κόσμου, η Κίχλη επιμένει πως μόνο μέσα από την αγάπη για να πράγματα είναι δυνατή μια παρόμοια ένωση. Στη θεολογική κοσμοθεωρία του Έλιοτ ο Σεφέρης αντιπαραθέτει μια εγκόσμια, σχεδόν απτή, μεταφυσική.
Η αναζήτηση του Σεφέρη, λοιπόν, για την «άλλη ζωή» ακολουθεί διαφορετικό δρόμο από εκείνον του Έλιοτ. Όταν ο Έλιοτ, μετά την Έρημη Χώρα, έστρεψε την προσοχή του στην ανακάλυψη ενός «υψηλότερου κόσμου», η στροφή αυτή δεν είχε σαν αποτέλεσμα ένα αντίκρισμα του κόσμου, μια προσπάθεια πιο στενής επαφής με τον κόσμο. Αντίθετα, κατέληξε σε μια μεγαλύτερη απομάκρυνση, σε μια μεγαλύτερη πνευματική απόσπαση από τον κόσμο. Ο Σεφέρης, όμως, φαίνεται ν’ ακολούθησε τον αντίθετο δρόμο. Στηρίζοντας τις εικόνες του ολοένα και περισσότερο στη ζωή, στο φυσικό Ελληνικό κόσμο, φαίνεται ότι ψάχνει να ξαναβρεί τις πηγές εκείνες της ζωής που
ο σύγχρονος άνθρωπος κινδυνεύει τόσο πολύ να χάσει.[62]
Ο Σεφέρης παρακινεί τον αναγνώστη να προσπαθήσει να χαρεί την ποίηση του Έλιοτ, τον προτρέπει «να προσπαθήσει να παρακολουθήσει την επίμονη και σίγουρη άνοδο του ποιητή στην αναζήτησή του της ζωής ανάμεσα στα τόσα θνησιμαία που
τον περιστοιχίζουν».[63]
Ο Σεφέρης πιστεύει πως η τέλεια λύτρωση του ανθρώπου μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από την εμπειρία των αισθήσεων. Ενώ για τον Έλιοτ ανθρώπινη τελείωση σημαίνει την ανάπτυξη μιας χριστιανικής συνείδησης και την ένωση μ’ ένα υπερβατικό εξωτερικό κέντρο, ο Σεφέρης με την Κίχλη εννοεί πως η αντίθεση ανάμεσα στο χριστιανικό και το μη χριστιανικό τρόπο ζωής είναι λιγότερο σημαντική από την αντίθεση ανάμεσα στην άρνηση της ζωής και την αποδοχή της. Η στάση του συμφωνεί περισσότερο με τη στάση των αρχαίων, για τους οποίους η διάσταση ανάμεσα στις φυσικές και τις πνευματικές δυνάμεις του ανθρώπου ήταν ασήμαντη, γιατί και οι δύο ήταν άμεσα συνδεδεμένες με το ρυθμό της φύσης.[64]
Μολαταύτα ο Σεφέρης συμφωνεί με τον Έλιοτ πως η εποχή μας είναι συναισθηματικά κομματιασμένη και χαοτική και πως η αγάπη και η λύτρωση βρίσκονται σήμερα σ’ ένα αδιέξοδο. Το «χαμένο κέντρο» στην περίπτωση του Σεφέρη δε βρίσκεται στην αόρατη πηγή μιας υπερβατικής πραγματικότητας, αλλά μέσα στην ίδια τη ψυχή του ανθρώπου που καθορίζει τη συμπεριφορά του σώματος την ίδια στιγμή που καθορίζεται απ’ αυτό. Για το Σεφέρη η λύση στο πρόβλημα της ύπαρξης είναι μια υπόθεση προσωπική και η «άλλη ζωή» υπάρχει και μπορεί να βρεθεί πάνω σε αυτή εδώ τη γη.[65]
Καταλήγουμε, λοιπόν, στην παρατήρηση του Philip Sherrard ότι «ίσως και να μην υπάρχουν καθόλου διαφορές, αλλά η αναζήτηση του Eliot προς τα πάνω και του Σεφέρη προς τα κάτω, προς τις πηγές, ν’ ακολουθούν τους δύο δρόμους που είχε στο νου του ο Ηράκλειτος όταν έλεγε: «οδός άνω κάτω μία και ωυτή».[66]
Επιλογικό σημείωμα
Μέσα στην ποίηση του Σεφέρη το όρια ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο δεν είναι πάντοτε διακριτά. Κάποτε δεν ξέρεις αν τα πρόσωπα που μιλούν είναι νεκροί ή ζωντανοί που έχουν εισέλθει, υπνοβάτες, στο βασίλειο των σκιών.[67] Αυτό όμως δεν έχει τελικά μεγάλη σημασία.
Όλη η ποίηση του Σεφέρη, από τα πρώτα γνωστά κείμενά της, είναι ένας αγώνας κατά της φθοράς. Ο ποιητής άλλοτε είχε μισοδεί μια αόρατη γραμμή, που χωρίζει την περιοχή της φθοράς από την άλλη ζωή, την άφθαρτη∙ τώρα η άλλη ζωή, εκείνη που βρίσκεται από την άλλη μεριά της φθοράς, μοιάζει να ταυτίζεται με το «φως». Και ο Σεφέρης, σαν όλους τους ανθρώπους όλων των εποχών, έζησε με τη βασανιστική απορία για το τι αξίζει η ύπαρξη ενός ανθρώπου. Έζησε το δράμα της φθοράς με τη βεβαιότητα ότι κάπου αλλού πρέπει να υπάρχει το άφθαρτο.[68]
Κλείνω την παρούσα εργασία παραθέτοντας τα λόγια του ίδιου του Γ. Σεφέρη από τις Δοκιμές Α΄: «Η εποχή της αμφιβολίας, της ανησυχίας και της απομόνωσης, φαίνεται να έχει αφήσει πια τη θέση της στην εποχή της ανάγκης. Τι θα βγάλει το πνεύμα από τους θρησκευτικούς αγώνες που προετοιμάζει ο «καιρός των ορθοδοξιών» όπου μπαίνουμε∙ «άδηλον παντί πλήν ει τω θεώ».[69]
Το βασικό μήνυμα που μας μεταδίδει ο Σεφέρης είναι πως ο άνθρωπος που χάνει την ελπίδα του είναι ήδη νεκρός. Πρέπει, λοιπόν, να ζούμε με την ελπίδα, επειδή αυτή μπορεί και μας κρατά στη ζωή. Αν χάσουμε κι αυτή, μας περιμένει ένας πρόωρος ψυχικός θάνατος, ώσπου να ακολουθήσει και ο σωματικός μας θάνατος κάποια χρόνια πιθανόν αργότερα.
Επομένως, κάθε άνθρωπος πρέπει να αναλάβει προσωπικά την ευθύνη για τις επιλογές του και να είναι έτοιμος να υποστεί τις συνέπειες αυτών των επιλογών. Πρέπει
όλοι μας να δώσουμε τον προσωπικό μας αγώνα για να επιτύχουμε την ψυχική μας ισορροπία που θα μας βγάλει από το τέλμα στο οποίο έχουμε περιπέσει –και ίσως βολευτεί– και να μας οδηγήσει στη Γνώση και την Αλήθεια. Αυτό είναι το διαχρονικό μήνυμα που μεταδίδει τόσο ο Γ. Σεφέρης όσο και ο T. S. Eliot.
Πόσο εύκολο είναι όμως να βρει ο σύγχρονος άνθρωπος την πηγή της απόλυτης γνώσης και της αλήθειας μέσα στην ψυχή του, να βρει το «χαμένο του κέντρο» και να λυτρωθεί από τα πάθη του; Πόσο έτοιμοι είμαστε να απαρνηθούμε τις υλικές απολαύσεις και να αγωνιστούμε για την απόκτηση ανώτερων αγαθών; Ή όπως αναρωτιέται ο ίδιος ο ποιητής: «θα μπορέσουμε να πεθάνουμε κανονικά»;
Βιβλιογραφία
Αθανασίου Έφη, Θ. Σ. Έλιοτ, Τέσσερα Κουαρτέτα, Ένα μήνυμα για το μέλλον της ανθρωπότητας, Ίκαρος, Αθήνα 2002
Βαγενάς Νάσος, Ο ποιητής και ο χορευτής· μια εξέταση της ποιητικής και της ποίησης του Σεφέρη, Η γενεαλογία της «Κίχλης», Κέδρος, Αθήνα 1979
Νικολάου Α. Νίκος, Μυθολογία Γ. Σεφέρη: Από τον Οδυσσέα στον Τεύκρο, Δαίδαλος, Αθήνα 1992
Νικολαρεΐζης Δημήτρης, «Η παρουσία του Ομήρου στην ποίηση του Γιώργου Σεφέρη», Νέα Εστία 42, 1947
Σεφέρης Γιώργος, Μέρες Α΄, Ίκαρος, Αθήνα 1975
______, Μέρες Β΄, Ίκαρος, Αθήνα 1975
______, Μέρες Γ΄, Ίκαρος, Αθήνα 1977
______, Μέρες Ε΄, Ίκαρος, Αθήνα 1977
______, Ποιήματα, Ίκαρος, Αθήνα 31998 (1962)
______, «Εισαγωγή στον Θ. Σ. Έλιοτ», Δοκιμές (πρώτος τόμος 1936-1947), Ίκαρος, Αθήνα 62003 (1981)
______, «Γράμμα σ’ έναν ξένο φίλο», Δοκιμές (δεύτερος τόμος 1948-1971), Ίκαρος, Αθήνα 62003 (1981)
______, «Μια σκηνοθεσία για την ‘Κίχλη’», Δοκιμές (δεύτερος τόμος 1948-1971), Αθήνα 62003 (1981)
Sherrard Philip, «Η ποίηση του T. S. Eliot και του Γ. Σεφέρη: μια αντίθεση», Αγγλοελληνική Επιθεώρηση 5, 1951
Vitti Mario, Φθορά και λόγος· εισαγωγή στην ποίηση του Γιώργου Σεφέρη, Εστία, Αθήνα 1978
______, «Επιφάνεια» και «νεκυιομαντεία» στην ποίηση του Σεφέρη, κύκλος Σεφέρη, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, 1980
[1] Για βιβλιογραφική παραπομπή: Γεωργιάδου Ζωή, Θάνατος και φθορά στο έργο του Γ. Σεφέρη ("Βασιλιάς της Ασίνης" και "Κίχλη") και στα "Τέσσερα Κουαρτέτα" του T. S. Eliot, μεταπτυχιακή εργασία, Τμήμα Ελληνικής Φιλολογίας, Φιλοσοφική Σχολή, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Κομοτηνή 2012.
[2] Νικολαρεΐζης 1947.
[3] Σεφέρης 31998, 185.
[4] Σεφέρης 31998, 185-186.
[5] Vitti 1980.
[6] Σεφέρης 1975 (Μέρες Β’), 17-18.
[7] Σεφέρης 1975 (Μέρες Β’), 23.
[8] Σεφέρης 1975 (Μέρες Β’), 99-100.
[9] Σεφέρης 32003 (Δοκιμές Β΄), 9.
[10] Σεφέρης 1977 (Μέρες Γ΄), 34.
[11] Βαγενάς 1979.
[12] Σεφέρης 32003 (Δοκιμές Β΄), 31.
[13] Σεφέρης 1977 (Μέρες Ε΄), 24.
[14] Σεφέρης 32003 (Δοκιμές Β΄), 34.
[15] Σεφέρης 1977 (Μέρες Ε΄), 75.
[16] Σεφέρης 1977 (Μέρες Ε΄), 24
[17] Σεφέρης 1975 (Μέρες Α΄), 110.
[18] Vitti 1978, 189-190.
[19] Vitti 1978, 193-194.
[20] Vitti 1978, 203.
[21] Vitti 1978, 206-208.
[22] Σεφέρης 31998, 226.
[23] Vitti 1980.
[24] Vitti 1978, 219.
[25] Σεφέρης 31998, 228.
[26] Νικολάου 1992, 96.
[27] Σεφέρης 31998, 226.
[28] Βαγενάς 1979.
[29] Σεφέρης 31998, 229.
[30] Βαγενάς 1979.
[31] Βαγενάς 1979.
[32] Σεφέρης 32003 (Δοκιμές Β΄), 47.
[33] Σεφέρης 32003 (Δοκιμές Β΄), 48-49.
[34] Σεφέρης 32003 (Δοκιμές Β΄), 49.
[35] Vitti 1980.
[36] Σεφέρης 32003 (Δοκιμές Β΄), 36-37.
[37] Νικολάου 1992, 89.
[38] Βαγενάς 1979.
[39] Βαγενάς 1979.
[40] Vitti 1978, 184.
[41] Σεφέρης 31998, 227.
[42] Σεφέρης 32003 (Δοκιμές Β΄), 53.
[43] Βαγενάς 1979.
[44] Βαγενάς 1979.
[45] Βαγενάς 1979.
[46] Vitti 1978, 181-182.
[47] Σεφέρης 32003 (Δοκιμές Β΄), 56.
[48] Σεφέρης 1977 (Μέρες Ε΄), 83.
[49] Αθανασίου 2002, 13-14.
[50] Σεφέρης 32003 (Δοκιμές Α΄), 30.
[51] Σεφέρης 32003 (Δοκιμές Β΄), 9.
[52] Αθανασίου 2002, 116.
[53] Σεφέρης 1975 (Μέρες Β΄), 14.
[54] Αθανασίου 2002, 128.
[55] Σεφέρης 1975 (Μέρες Β΄), 14.
[56] Σεφέρης 1977 (Μέρες Γ΄), 29.
[57] Σεφέρης 32003 (Δοκιμές Α΄), 34-35.
[58] Αθανασίου 2002, 149.
[59] Αθανασίου 2002, 186-187.
[60] Αθανασίου 2002, 191.
[61] Σεφέρης 1977 (Μέρες Ε΄), 59.
[62] Sherrard 1951.
[63] Σεφέρης 32003 (Δοκιμές Β΄), 21.
[64] Βαγενάς 1979.
[65] Βαγενάς 1979.
[66] Sherrard 1951.
[67] Νικολαρεΐζης 1947.
[68] Vitti 1978, 234.
[69] Σεφέρης 32003 (Δοκιμές Α΄), 46.