Κύριε λάμπρυνόν μου την στολήν της ψυχής.
Άστρα και χώμα σε βαστάζουν.
Μεριάζουν άφωνα τα σκότη και διαβαίνεις,
ανέγγιχτη τον κόσμον αγγίζει μουσική
και της καρδιάς τα πέταλα ροδίζουν,
άνθος όμορφο ζεσταίνεται στον ήλιο.
ΟΥΜΒΕΡΤΟΣ , ΑΝΑΣΤΑΣΗ ,1932
http://www.monopoli.gr/stories/item/136751-Pws-blepoyn-to-Pascha-oi-ellhnes-zwgrafoι
Εξήντα χρόνια από σήμερα, το 1955, ο Καρούζος τυπώνει τη συλλογή Σημείο (1955). Έχουν προηγηθεί οι συλλογές Η επιστροφή του Χριστού (1953) και Νέες Δοκιμές (1954). Το πέμπτο ποίημα της συλλογής είναι το Πάσχα των πιστών:
Κύριε λάμπρυνόν μου την στολήν της ψυχής.
Άστρα και χώμα σε βαστάζουν.
Μεριάζουν άφωνα τα σκότη και διαβαίνεις,
ανέγγιχτη τον κόσμον αγγίζει μουσική
και της καρδιάς τα πέταλα ροδίζουν,
άνθος όμορφο ζεσταίνεται στον ήλιο.
Λευκάνθηκαν οι άνθρωποι στο αίμα του αρνίου.
Θεέ μου ανέρχεσαι λυπημένος,
αν και για όραση εξακολουθείς να έχεις τη συγχώρηση.
Ω θλίψη των ματιών του Κυρίου μου,
της αιωνιότητας ο κάματος,
έχω πολύ συνεργήσει για να υπάρχεις,
είναι πολύ σ᾽ εμένα το μερίδιο της ανομίας.
Ανοίγει ένα τριαντάφυλλο, πάω και το ρωτώ:
Πού έκρυψαν τον ήλιο;
Πλησιάζω τη θάλασσα και της λέω:
Είσαι βαθειά και με τα μυστικά μεγάλη σου η σχέση.
Λυτρώνεται ο άνθρωπος;
Απαντά το λουλούδι: «Θα χαθούμε»
κι η θάλασσα με αχ αναταράζεται.
Μισό τέταρτο του αιώνα μετά, ο Καρούζος και πάλι Πάσχα θα βάλει στον τίτλο ενός ποιήματός του. Πρόκειται για ένα ποίημα σε τρία μέρη, για μια τρίπτυχη μινιατούρα: Πάσχα 1981, με χειρόγραφη υπογραφή, χειρόγραφη χρονολογία, και την αφιέρωση: «Στη μικρή μου φίλη/ Μαρία Γιαγιάννου/ Χρόνια Πολλά!» Αξίζει να σημειώσουμε ότι η εν λόγω Μαρία Γιαγιάννου είναι πια μεγάλη μας φίλη και τακτική συνεργάτις της Book Press.
Ν᾽ ακούς αμέριμνη τον αγέρα
να ταιριάζεις καημούς
αδράχοντας την αντικειμενικότητα.
Όταν θα απολαμβάνεις από ελικόπτερο
τον Επιτάφιο
να βλέπεις λιγάκι και για μένα.
Σε μια κοινωνία βλαστημένου σοσιαλισμού
με όλη πια την ομορφιά σαν
Θεοτόκο
σου εύχομαι εκατομμύρια χρώματα.
Συναντάμε εδώ τον Επιτάφιο αλλά και τον σοσιαλισμό, τον "βλαστημένο", και την ανάσταση/ ανάταση/ επανάσταση με τη μορφή μιας πανδαισίας, ενός οργίου χρωμάτων. Η τρυφερότητα του ποιητή είναι συγκινητική και, ας ειπωθεί: συγκλονιστική.
Μαρτυρία της Μαρίας Γιαγιάννου:
Νέρωσε την κόκκινη τέμπερα και πάνω σ’ ένα ψιλό χαρτί έφτιαξε δυο πέταλα. Νέρωσε την πράσινη τέμπερα και κατέβασε ένα χορτάρινο σκοινί μέχρι την κόψη του χαρτιού, ακριβώς πάνω στην τομή με το πραγματικό. Γκριζοπράσινα ακούμπησε δυο νεφελώδη φύλλα δεξιά κι αριστερά του κοτσανιού. Διέλυσε τον μίσχο σε παπαρουνόσπορους.
Οπωσδήποτε, μου έμοιαζε με μουτζουρολούλουδο.
Όταν ήμουν τριών ετών, ο Νίκος Καρούζος μού έγραψε ένα ποίημα και μου ζωγράφισε αυτό το δικοτυλήδονο. Από τότε φύλαξα τον λόγο και τη ζωγραφιά του σαν θησαυρό.
Όταν ήμουν τριών ετών, ο Νίκος Καρούζος μού έγραψε ένα ποίημα και μου ζωγράφισε αυτό το δικοτυλήδονο. Από τότε φύλαξα τον λόγο και τη ζωγραφιά του σαν θησαυρό. «Σίγουρα τίποτα μαγικά θα κάνει αυτός» σκέφτηκα, παρακολουθώντας τον με κάποια αγωνία. Το μέτωπό του έφτανε μέχρι το ταβάνι μας και γελούσε με μια ωραία μπουκλωτή μύτη. «Πάρε, παιδί μου, αυτά τα χαρτιά με τα όμορφα σημάδια και φύλαξέ τα μέχρι να μεγαλώσεις. Είναι πολύτιμα, γιατί σου τα έφτιαξε ο κύριος Νίκος». Φοβήθηκα. Τα χαρτιά ζύγιζαν περισσότερο από εμένα. Τα άφησα σε μια θέση και περίμενα να μεγαλώσω, για να μειωθεί το βάρος και να τα ξανασηκώσω. Φύλαξα τα χαρτιά του μάγου τόσο καλά, ώστε ξέχασα εντελώς πού τα είχα βάλει. Εντωμεταξύ μεγάλωνα. Μια-δυο νύχτες κάθε χρόνο το άγχος πανηγύριζε… «Έχασα τα χειρόγραφα του Καρούζου. Πάει, τα έχασα. Είμαι εντελώς βλάκας. Αύριο θα ψάξω όλο το σπίτι».
Έξι Αναστάσεις μετά, πάντα γενναιόψυχος ο ποιητής Νίκος Καρούζος, γράφει και χαρίζει το ποίημα Πάσχα 1987.
Λαμπρύνομαι ως άτομο μα όχι
στην ολότητα· η λάμψη όμως
εκπηγάζει από κείνη των ψυχών
τη σύναξη
που διαφεντεύει γαλαζοπράσινο.
Αποφεύγω τα μηνύματα
κι αποφεύγω τ᾽ αυτοκίνητα.
Είμαι διαβάτης· επιβάλλομαι
στην κίνηση.
Σημειώνω ότι το ποίημα είναι γραμμένο ύστερα από μια Μεγαλοβδομάδα που περάσαμε παρέα με τον Νίκο Καρούζο στο κέντρο της Αθήνας, στις οδούς Καλλισπέρη και Διονυσίου Αρεοπαγίτου, χωρίς να μπούμε ούτε δευτερόλεπτο σε αυτοκίνητο, όλοι μας δίχως δίπλωμα οδήγησης.