https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9A%CE%BB%CE%AD%CF%86%CF%84%CE%B5%CF%82
Προεπαναστατική δράση των κλεφτών
Προεπαναστατική δράση των κλεφτών
Η κατάκτηση του ελλαδικού χώρου από τους Οθωμανούς ώθησε κάποιους από τους πληθυσμούς των πεδινών περιοχών στο να αποσυρθούν σε άγονες ορεινές περιοχές, προσπαθώντας να γλυτώσουν από τις συνέπειες της γειτνίασης με τουρκικά στρατιωτικά ή διοικητικά κέντρα.[1] Στις καινούριες συνθήκες ζωής τους στο σκληρό αυτό περιβάλλον δημιουργήθηκε και η ψυχοσύνθεση του αντάρτη, του ανυπότακτου, οποίος καταφεύγει στην αρπαγή, για την ηθική ικανοποίησή του αλλά και για λόγους επιβίωσης. Πράγματι, τα λίγα στοιχεία που υπάρχουν για τη δράση των κλεφτών τον 18ο αιώνα αναφέρονται μόνο σε πράξεις ληστείας και είναι γενικά παραδεκτό από τους ιστορικούς πως δεν είχαν συνείδηση ότι αγωνίζονται για την ελευθερία του συνόλου.[2] Αντίθετα, η ένταση της ληστείας φαίνεται ότι αυξάνεται στον οθωμανικό κόσμο από τον 17ο αιώνα κ.ε., κυρίως ως έμμεσο αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης της αυτοκρατορίας. Επιπλέον παράγοντας που θα πρέπει να συνυπολογιστεί είναι ότι η ληστεία ήταν συνηθισμένη συμπληρωματική οικονομική δραστηριότητα των ορεινών νομαδικών ή ημινομαδικών ποιμενικών φύλων και, σε ορισμένες περιοχές, όπως στον Βάλτο της Αιτωλοακαρνανίας, ήταν ενδημικό φαινόμενο από την αρχαιότητα.[3]
Πράγματι, σε όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, οι κλέφτες ήταν μόνιμη πηγή αταξίας και ανησυχίας καθώς, οργανωμένοι σε ολιγο- ή πολυμελείς συμμορίες, προκαλούσαν τον τρόμο στους χωρικούς και τους διαβάτες. Στήνοντας ενέδρες στους εμπόρους και τους ταξιδιώτες στα διάφορα περάσματα, τους λήστευαν ή τους κρατούσαν ομήρους μέχρι να εισπράξουν λύτρα,[4] χωρίς γενικά να τους ενδιαφέρει το θρήσκευμα των θυμάτων τους.[5]
Οι σύγχρονοι ιστορικοί απορρίπτουν την αντίληψη ότι οι κλέφτες έκλεβαν μόνο τους Τούρκους και τους πλούσιους προσκυνημένους Έλληνες (πχ τους κοτζαμπάσηδες). Υποστηρίζουν πως βασικός στόχος τους ήταν τα αδύνατα τμήματα του πληθυσμού και επιτίθεντο στους ισχυρούς, οθωμανούς και χριστιανούς, μόνο όταν αισθάνονταν εξαιρετικά δυνατοί.[6][3]
Κάποιες φορές, ισχυρές ομάδες κλεφτών ζητούσαν λύτρα από χωριά ή επέδραμαν σε πολιτείες όπως στο Καρπενήσι το 1764. Στις επιδρομές αυτές, κάποτε, οι χριστιανοί κλέφτες συνέπρατταν με αλβανόφωνους μουσουλμάνους («Τουρκαλβανούς» ) ή Τούρκους κλέφτες.[7] Αντίθετα, ο Νεοκλής Σαρρής παρατηρεί ότι μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων κλεφτών προτάσσεται η «εθνική» (εισαγωγικά του συγγραφέα) αντίθεση υπό τη μορφή της διαφοράς θρησκεύματος και δευτερευόντως γλώσσας.[8] Κατά μια άποψη, λοιπόν, δεν φαίνονται να είχαν εθνική συνείδηση, και κατ' άλλη άποψη οι εξεγέρσεις των κλεφτών πριν το 1821 είχαν εθνικά χαρακτηριστικά.[9] Ο Ι. Φιλήμων επίσης αναφέρει ότι οι Τούρκοι ονόμαζαν "άπιστους κλέφτες" (χιρζίζ γκιαουρλάρ) τους Έλληνες επαναστάτες[10]. Ληστρική δράση παρόμοια με αυτή των ελλήνων κλεφτών σημειώθηκε και σε άλλες χώρες της τουρκοκρατούμενης βαλκανικής χερσονήσου, πχ από τους Χαϊντούκους στον χώρο της σημερινής Σερβίας και Βουλγαρίας.[11]
Τα σποραδικά στοιχεία για τη δράση των κλεφτών εκείνη την εποχή δείχνουν τις αρπαγές και τη σκληρότητά τους[12] ενώ, σε κάποιες περιπτώσεις, οι χωρικοί αντιστέκονταν ένοπλοι στις επιθέσεις των κλεφτών, ακόμη και σε συνεργασία με τους Τούρκους, όπως έγινε κατά τον κατατρεγμό των κλεφτών το 1805 στην Πελοπόννησο.[13] Με τη δράση τους, οι κλέφτες ήταν μόνιμη πληγή της υπαίθρου και, κατά τη νεότερη αντίληψη, είναι δύσκολο να γίνει πιστευτό πως ήταν αγαπητοί στο χριστιανικό πληθυσμό και πως οι χωρικοί τους έβλεπαν σαν εκδικητές τους. Θα ασκούσαν όμως κάποια γοητεία στους φτωχούς και απόλεμους κατοίκους της υπαίθρου, με τη σκληρότητα, την ικανότητα στα όπλα και το θάρρος τους.[14]
Το οθωμανικό κράτος, αδυνατώντας να επιβάλει το ίδιο την τάξη, ιδιαίτερα στις ορεινές επαρχίες του, χρησιμοποίησε ένοπλες ομάδες πρώην κλεφτών ή άλλων οπλαρχηγών, προκειμένου να περιορίσει τη δράση των κλεφτών. Οι ένοπλες αυτές ομάδες ονομάζονταν αρματολοί.
Από τον 18ο αιώνα οι κλέφτες άρχισαν να δείχνουν πως είναι ικανοί να δημιουργήσουν προβλήματα στην οθωμανική κυριαρχία, με αποτέλεσμα να γίνονται υπολογίσιμοι και από τις ξένες δυνάμεις που απέβλεπαν σε εξέγερση των χριστιανικών λαών των Βαλκανίων[2] αλλά και από τους Έλληνες που απέβλεπαν στην αποτίναξη της τουρκικής κυριαρχίας. Οι τελευταίοι είδαν στους κλέφτες τους ηρωικούς εκδικητές του Ελληνισμού και έδωσαν ρομαντικό πνεύμα στη λέξη κλέφτης, με πρώτο παράδειγμα το συγγραφέα της Ελληνικής Νομαρχίας η οποία δημοσιεύτηκε το 1806 στην Ιταλία. Αυτός αποκαλεί τους κλέφτες ανθρώπους, οι οποίοι, μη υποφέροντας τη φοβερή τυραννία των Οθωμανών, φεύγουν στα δάση για να διαφυλάξουν την ελευθερία τους και δεν ενοχλούν καθόλου τους χωρικούς.[15]
Συνθήκες διαβίωσης και πολεμική τακτική
Οι συνθήκες διαβίωσης των κλεφτών ήταν πολύ άσχημες. Αυτό συνέβαινε γιατί αναγκάζονταν να μετακινούνται συνεχώς και να βρίσκονται διαρκώς σε επιφυλακή. Η πολεμική τους τακτική ήταν άρτια, λόγω της πολλής και σκληρής τους εξάσκησης όποτε δεν βρίσκονταν στη μάχη.
Εξεγέρσεις
Οι κλέφτες βοήθησαν πολύ στις διάφορες εξεγέρσεις που πραγματοποιήθηκαν μέχρι να καταλήξουν στην επανάσταση. Συνεπώς, η μεγάλη συμβολή τους στις εξεγέρσεις οδήγησε σε ένα μεγάλο ποσοστό στην καθοριστική έναρξη της επανάστασης του 1821.
Μια σημαντική εξεγέρση κλεφτών έγινε στην Ήπειρο και Αιτωλοακαρνανία μεταξύ 1731 και 1737. Οι Ενετοί των Επτανήσων, επωφελούμενοι από πολέμους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε άλλα μέτωπα, υποκίνησαν εξέγερση κλεφτών και αρματωλών. Αφορμή για την εξέγερση έδωσε η δολοφονία του κλέφτη Τρουμπούκη, αρχηγού των κλεφτών της Κασσώπης, που οργανώθηκε από τους Βενετούς. Επί έξι χρόνια η εξέγερση απλώθηκε από το Μαργαρίτι (Θεσπρωτία) μέχρι το Ξηρόμερο με πρωτεργάτες Μαργαριτιώτες, Σουλιώτες, Βαλτινούς, Σοβολακιώτες, Ξηρομερίτες και Βλοχαΐτες. Πιθανολογείται ότι συμμετείχαν και μή κλέφτες, κάτοικοι αυτών των περιοχών, καθώς οι βενετικές πηγές αναφέρουν ότι "οι κλέφτες ήταν αναρίθμητοι και ακατανίκητοι στην Αιτωλοακαρνανία". Για την καταστολή της χρειάστηκε να επέμβουν οθωμανικές δυνάμεις από άλλες περιοχές καθώς οι τοπικές δεν αρκούσαν. Οι Τούρκοι κατέστρεψαν το Μαργαρίτι και σφαγίασαν τους κατοίκους το 1733.[16]
Οι αντιλήψεις για τους κλέφτες μετά την Επανάσταση του 1821
Σταδιακά και μέχρι την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα το 1821, οι κλέφτες, μαζί με τους αρματολούς, αποτέλεσαν τη μόνη στρατιωτική δύναμη της Ελλάδας η οποία μπορούσε να πολεμήσει επιτυχώς τον κατακτητή, χάρη στην επιτυχημένη εφαρμογή του κλεφτοπολέμου. Άσχετα λοιπόν με τα αρχικά τους κίνητρα, οι ληστρικές αυτές ομάδες αποτέλεσαν τη "μαγιά της λευτεριάς, όπως έγραψε λίγο αργότερα ο αγωνιστής του '21 Μακρυγιάννης.[17] Μετά την επανάσταση, η επιτυχής συμβολή των κλεφτών σε αυτή έδωσε την αφορμή να αλλάξει σημασία η λέξη κλέφτης. Η ρομαντική αυτή αντίληψη για τους κλέφτες διαδόθηκε γρήγορα, γιατί κολάκευε το παρελθόν των Ελλήνων.[18], συνδέοντας τους κλέφτες με την εθνικιστική ιδεολογία, μέσω ιστορικών όπως οι Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος και Σπυρίδων Τρικούπης.[19] Επιπλέον, πολλοί πρώην κλέφτες ή αρματολοί ανέβηκαν στις ανώτερες βαθμίδες της στρατιωτικής, πολιτικής και οικονομικής ιεραρχίας της ελληνικής κοινωνίας του 19ου αιώνα. Αρκετοί από αυτούς[20] στα απομνημονεύματά τους εξωράισαν ως πατριωτική την προεπαναστατική δράση των κλεφτών και αρματολών.[3]