Τετάρτη 7 Φεβρουαρίου 2018

ΔΙΓΕΝΗΣ ΑΚΡΙΤΑΣ,Η ΖΩΗ ΤΟΥ ,ΣΤΑ ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ,ΣΤΗ ΝΕΟΤΕΡΗ ΠΟΙΗΣΗ

Αποτέλεσμα εικόνας για ακριτικά τραγούδια

Διγενής Ακρίτας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Σελίδα από το «Έπος του Διγενή Ακρίτα», χειρόγραφο Αθηνών-Άνδρου.
Ο Βασίλειος Διγενής Ακρίτας είναι γνωστότερος από τους ήρωες των ακριτικών τραγουδιών και πρωταγωνιστής ενός έμμετρου αφηγηματικού βιβλιου του 11ου-12ου αι., το οποίο είναι γνωστό ως Διγενής Ακρίτης ή Έπος του Διγενή Ακρίτη.[1] Σύμφωνα με τον μύθο ήταν ένας από τους Ακρίτες, τους φρουρούς των Βυζαντινών συνόρων και απέκτησε το προσωνύμιο Διγενής εξαιτίας της εθνικής καταγωγής του: η μητέρα του, Ειρήνη ήταν κόρη βυζαντινού στρατηγού και ο πατέρας του Μουσούρ άραβας εμίρης από την Συρία. Σε μία από τις διασκευές του έπους αναφέρεται ότι ήταν σύγχρονός του Αυτοκράτορα Βασίλειου, αλλά δεν είναι δυνατό να διαπιστωθεί με βεβαιότητα εάν πρόκειται για τον Βασίλειο Α΄ ή τον Βασίλειο Β΄, γνωστό ως Βασίλειο Βουλγαροκτόνο.[2] Πρόσωπα και τόποι που αναφέρονται στο έπος μπορούν να ταυτιστούν με ιστορικά στοιχεία του 9ου και του 10ου αι., όπως οι πρόγονοι του εμίρη, πατέρα του Διγενή, που ενδέχεται να ταυτίζονται με προσωπικότητες του παυλικιανισμού, αλλά αυτά τα ιστορικά στοιχεία μέσα στο έπος δεν συνδέονται μεταξύ τους με αλληλουχία που να συμβαδίζει με τα ιστορικά γεγονότα,[3] και επιπλέον το ιστορικό υπόβαθρο του 9-10ου αι. έχει εμπλουτιστεί με στοιχεία των επόμενων αιώνων (11ου και 12ου),[4] επομένως δεν είναι εύκολο να εξαχθούν συγκεκριμένες πληροφορίες για το ιστορικό περιβάλλον στο οποίο τοποθετείται η ζωή και η δράση του Διγενή.

Ο Διγενής στα δημοτικά τραγούδια

Ο Διγενής πρωταγωνιστεί σε δύο ομάδες δημοτικών τραγουδιών: αυτά που έχουν θέμα την αρπαγή της νύφης και αυτά που έχουν θέμα τον θάνατό του. Τα τραγούδια της αρπαγής μπορούν να διακριθούν επίσης σε δύο μικρότερες ομάδες: αυτά στα οποία ο Διγενής κλέβει την μέλλουσα γυναίκα του και αυτά στα οποία η γυναίκα του Διγενή αρπάζεται από Σαρακηνούς ή απελάτες. Από την πρώτη ομάδα η γνωστότερη παραλλαγή είναι το κυπριακό τραγούδι Ο Διγενής και η κόρη του βασιλιά Λεβάντη. Σε αυτό το τραγούδι ο Διγενής μαθαίνει ότι ο βασιλιάς Λεβάντης παντρεύει την κόρη του με κάποιον Γιαννακό, τον οποίο εκείνος θεωρεί κατώτερό του και ανάξιο της νύφης. Στέλνει προξενιά στον βασιλιά, αλλά αυτός αρνείται και τότε ο Διγενής εμφανίζεται στο παλάτι παίζοντας μουσική με ένα μαγικό λαούτο. Η κοπέλα τον ερωτεύεται αλλά του αναθέτει πρώτα έναν άθλο για να αποδείξει την αξία του. Ο Διγενής εκπληρώνει τον άθλο και η κοπέλα τον ακολουθεί. Ο βασιλιάς στέλνει στρατό για να τους καταδιώξουν, αλλά ο Διγενής τους κατατροπώνει. Σε ένα άλλο δημοτικό τραγούδι αναφέρεται ότι τον Διγενή δεν τον προσκαλούσαν σε γάμους από φόβο μήπως κλέψει την νύφη. Στα τραγούδια της αρπαγής της γυναίκας του ήρωα, εκείνος συνήθως απουσιάζει, όταν πληροφορείται, συχνά από ένα πουλί, ότι του έκλεψαν την γυναίκα. Αυτά τα τραγούδια εμφανίζονται σε πολλές παραλλαγές και με άλλους ήρωες στην θέση του Διγενή, όπως το μικρό Βλαχόπουλο.
Τα τραγούδια του θανάτου, σε παραλλαγές που εμφανίζουν την στενότερη σχέση με το «έπος», ο ήρωας, λίγο πριν πεθάνει, συγκεντρώνει γύρω του τους συμπολεμιστές του και θυμάται τα κατορθώματά του. Σε κάποιες από αυτές ρωτά την γυναίκα του τι θα κάνει όταν αυτός πεθάνει. Επειδή δεν πιστεύει ότι θα μείνει πιστή, την σφίγγει με τα χέρια του και την πνίγει, για να μην παντρευτεί άλλον. Σε άλλα τραγούδια ο Διγενής δεν πεθαίνει από ασθένεια, όπως στο «έπος», αλλά μετά από μάχη με τον Χάρο στα μαρμαρένια αλώνια. Σε κάποιες παραλλαγές αυτών των τραγουδιών ο Χάρος νικά τον Διγενή σε «χωσιά» (ενέδρα). Στα περισσότερα από αυτά τα τραγούδια ο Διγενής εμφανίζεται όχι μόνο σαν ήρωας με υπεράνθρωπες δυνάμεις, αλλά και σαν ον με υπερφυσικές διαστάσεις:
Ο Θάνατος του Διγενή
(Κρητική παραλλαγή)
Ο Διγενής ψυχομαχεί* κι η γη* τονε τρομάσσει
βροντά κι αστράφτει ο ουρανός και σειέτ' ο απάνω κόσμός*
κι ο κάτω κόσμος* άνοιξε και τρίζουν τα θεμέλια,
κι η πλάκα* τον ανατριχιά πώς θα τόνε σκεπάσει,
πώς θα σκεπάσει τον αϊτό τση γης τον αντρειωμένο*.
Σπίτι δεν τον εσκέπαζε*, σπήλιο δεν τον εχώρει,
τα όρη εδιασκέλιζε*, βουνού κορφές* επήδα,
χαράκι* αμαδολόγαγε* και ριζιμιά* ξεκούνιε*.
στο βίτσιμα* ΄πιανε πουλιά, στο πέταμα γεράκια,
στο γλάκιο* και στο πήδημα τα λάφια* και τ' αγρίμια*.
Ζηλεύγει* ο Χάρος με χωσιά* μακρά τόνε βιγλίζει*,
κ' ελάβωσέ του την καρδιά και την ψυχή του πήρε.
(*) Ερμηνευτικά: "ψυχομαχεί": μάχεται με το Χάρο, "γη": όλος ο κόσμος, η υφήλιος, "απάνω κόσμος": αντίληψη των ζωντανών, "κάτω κόσμος": αντίληψη των νεκρών, του Άδη, "πλάκα": ταφόπλακα, "τση γης τον αντρειωμένο": τον αναγνωρισμένο απ΄ όλους ανδρείο - ήρωα, "εσκέπαζε": στέγαζε, χωρούσε, "εδιασκέλιζε" (διά+σκέλος) περνούσε με μια βηματισιά, ένα βήμα, "βουνού κορφές":βουνοκορφές, οροσειρές, "χαράκι": μεγάλος βράχος, "αμαδολόγανε": έπαιζε αμάδες, πετούσε πέτρες (σημάδι) όσο πιο μακρυά, "ριζιμιά": βράχος ή πέτρα, στο έδαφος ριζομένη, στέρεη, "ξεκούνιε": ξεκουνούσε, "βίτσιμα": το ύψος από το έδαφος μέχρι τα χέρια τεντωμένα πάνω, "γλάκιο": (εκ του λακίζω, φεύγω) η φευγάλα, το τρέξιμο, "λάφια": ελάφια, "αγρίμια": αγριοκάτσικα, "ζηλεύγει": ζηλεύει, "χώσια": (εκ του χώνομαι) η ενέδρα, (τελείως διάφορο από το "χόσια" = θυμός), "βιγλίζει": παρατηρεί από ψηλά, (Βίγλα = υψηλό παρατηρητήριο).Γλώσσα: Ελληνική δημοτική με ιδιώματα της Κρήτης.
ΜέτροΙαμβικός δεκαπεντασύλλαβος χωρίς ομοιοκαταληξία.
ΑισθητικάΈπος, ελεγειακού χαρακτήρα με λυρικό βάθος, στίχοι δωρικοί ογκώδεις σε έκφραση, με φοβερή πυκνότητα υψηλών νοημάτων και τιτάνιας παλικαριάς, που μετατρέπουν το θάνατο σε κατάφαση ζωής.
Σημείωση: Το τραγούδι αυτό δημοσιεύτηκε πρώτη φορά το 1909 στο περιοδικό "Κρητικός Λαός", από τον Π. Βλαστό, το οποίο και συμπεριέλαβε στη συνέχεια στην "εκλογή" του ο Ν. Πολίτης.

Ο Διγενής στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία

Κατά τα τέλη του 19ου αι., με την ανακάλυψη των δημοτικών ακριτικών τραγουδιών και των χειρογράφων του έπους, η μορφή του Διγενή Ακρίτα άρχισε να ερμηνεύεται ως εθνικό σύμβολο: ο Νικόλαος Πολίτης θεωρούσε τον Διγενή σύμβολο της «μακραίωνος και αλήκτου πάλης του ελληνικού προς τον μουσουλμανικόν κόσμον».[20] Το σύμβολο του Διγενή πέρασε και στη λογοτεχνία της εποχής, με πρωιμότερο παράδειγμα τα ποιήματα του Κωστή Παλαμά. Το 1897, στην ποιητική συλλογή Ίαμβοι και Ανάπαιστοι, στο ποίημα 18 ο Διγενής εμφανίζεται ως σύμβολο της ελληνικής ψυχής, ζωντανό από την αρχαιότητα, μέσω του Βυζαντίου, μέχρι τον νέο Ελληνισμό, να εξέρχεται αθάνατη, ηρωική και ανίκητη μορφή, ως "της λεβεντιάς ο άνεμος, της ομορφιάς η πούλια":
"...Και σα να μη τον πάτησε
του Χάρου το ποδάρι
ο Ακρίτας μόνο ατάραχα
κυττάει τον Καβαλλάρη!
- Ο Ακρίτας είμαι Χάροντα
δεν περνω με τα χρόνια.
Μ΄ άγγιξες και δε μ΄ ένιωσες
στα μαρμαρένια αλώνια".
Και πράγματι ο θάνατος δεν τον ένιωσε αφού ήδη πέρασε στην αθανασία, από το στόμα του λαού, στη θύμιση και στις παραδόσεις του.
Επίσης, στον Δωδεκάλογο του Γύφτου εμφανίζονται οι Ακρίτες ως σύμβολο της λαϊκής συνείδησης σε αντίθεση με την διεφθαρμένη εξουσία του βυζαντινού αυτοκράτορα. Ο Διγενής και το ακριτικό υλικό χρησιμοποιήθηκαν και σε έργα άλλων λογοτεχνών, ενώ ξεχωρίζουν περιπτώσεις αξιοποίησης του μύθου σε εκτενή συνθετικά έργα: Ο Άγγελος Σικελιανός χρησιμοποίησε το πρόσωπο του Διγενή στην τραγωδία του Χριστός Λυόμενος ή Ο θάνατος του Διγενή, στην οποία ο ήρωας παρουσιαζόταν ως επαναστάτης αλλά και προστάτης των αδικημένων. Ο Παλαμάς επίσης σχεδίαζε τη σύνθεση του δράματος Διγενής Ακρίτας, σχέδιο που τελικά εγκατέλειψε, ο Γιάννης Ψυχάρης είχε αναγγείλει το 1921 ένα ομώνυμο έργο που τελικά δεν ολοκληρώθηκε, ενώ υπάρχουν και μαρτυρίες για ένα έπος που σχεδίαζε ο Νίκος Καζαντζάκης, στο οποίο ο Διγενής θα εμφανιζόταν ως μία διαχρονική μορφή από την άλωση της Πόλης ως τη σύγχρονη εποχή, παρούσα σε πολλά σημαντικά ιστορικά γεγονότα.