Τετάρτη 5 Ιανουαρίου 2022

Γιάννης Ρίτσος - Ρωμιοσύνη , Λογοτεχνια Β Λυκείου

 



Γιάννης Ρίτσος

Ρωμιοσύνη

(Ενότητα I)

ΗΡΩΜΙΟΣΥΝΗ (γραμμένη το 1945-47 και τυπωμένη πρώτη φορά το 1954 μέσα στην ευρύτερη συλλογή Αγρύπνια που περιέχει το έργο του ποιητή από το 1941 ως το 1953) είναι μια μεγάλη ποιητική σύνθεση χωρισμένη σε επτά μέρη-ενότητες. Στη σύνθεση αυτή ο ποιητής, συνδέοντας με τρόπο προσωπικό διάφορα στοιχεία της ιστορικής παράδοσης και ποικίλους εκφραστικούς τρόπους, μας δίνει ανάγλυφη τη μορφή της Ελλάδας και των ανθρώπων της στον αδιάκοπο αγώνα τους για ελευθερία, δικαιοσύνη και ανθρωπιά.

Γιάννης Ρίτσος 1950-1959. Ψηφιακό Αρχείο [πηγή: Αφιέρωμα στον Γιάννη Ρίτσο (Εθνικό Κέντρο Βιβλίου)]

Ι

 

Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,
αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ' τα ξένα βήματα,
αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,
αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο.

  

5

Ετούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή,
σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τ' αμπέλια του,
σφίγγει τα δόντια. Δεν υπάρχει νερό. Μονάχα φως.
Ο δρόμος χάνεται στο φως κι ο ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο.

 

 
10

Μαρμάρωσαν τα δέντρα, τα ποτάμια κι οι φωνές μες στον ασβέστη

 

 

του ήλιου.

 Η ρίζα σκοντάφτει στο μάρμαρο. Τα σκονισμένα σκοίνα.
Το μουλάρι κι ο βράχος. Λαχανιάζουν. Δεν υπάρχει νερό.
Όλοι διψάνε. Χρόνια τώρα. Όλοι μασάνε μια μπουκιά ουρανό
πάνου απ' την πίκρα τους.
Τα μάτια τους είναι κόκκινα απ' την αγρύπνια,

15

μια βαθιά χαρακιά σφηνωμένη ανάμεσα στα φρύδια τους
σαν ένα κυπαρίσσι ανάμεσα σε δυο βουνά το λιόγερμα.

 

 

 

Το χέρι τους είναι κολλημένο στο ντουφέκι
το ντουφέκι είναι συνέχεια του χεριού τους
το χέρι τους είναι συνέχεια της ψυχής τους —

20

έχουν στα χείλια τους απάνου το θυμό
κι έχουνε τον καημό βαθιά βαθιά στα μάτια τους
σαν ένα αστέρι σε μια γούβα αλάτι.

 

 

 

Όταν σφίγγουν το χέρι, ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο
όταν χαμογελάνε, ένα μικρό χελιδόνι φεύγει μέσ' απ' τα άγρια

 γένια τους

25

όταν κοιμούνται, δώδεκα άστρα πέφτουν απ' τις άδειες τσέπες τους
όταν σκοτώνονται, η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και με

 ταμπούρλα.
Τόσα χρόνια όλοι πεινάνε, όλοι διψάνε, όλοι σκοτώνονται
πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα,
έφαγε η κάψα τα χωράφια τους κι η αρμύρα πότισε τα σπίτια τους

30

ο αγέρας έριξε τις πόρτες τους και τις λίγες πασχαλιές της πλατείας
από τις τρύπες του πανωφοριού τους μπαινοβγαίνει ο θάνατος
η γλώσσα τους είναι στυφή σαν το κυπαρισσόμηλο
πέθαναν τα σκυλιά τους τυλιγμένα στον ίσκιο τους
η βροχή χτυπάει στα κόκαλά τους.

 

 

35

Πάνου στα καραούλια πετρωμένοι καπνίζουν τη σβουνιά και τη νύχτα
βιγλίζοντας το μανιασμένο πέλαγο όπου βούλιαξε
το σπασμένο κατάρτι του φεγγαριού.

  

 

Το ψωμί σώθηκε, τα βόλια σώθηκαν,
γεμίζουν τώρα τα κανόνια τους μόνο με την καρδιά τους.

  

40

Τόσα χρόνια πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα
όλοι πεινάνε, όλοι σκοτώνονται και κανένας δεν πέθανε —
πάνου στα καραούλια λάμπουνε τα μάτια τους,
μια μεγάλη σημαία, μια μεγάλη φωτιά κατακόκκινη
και κάθε αυγή χιλιάδες περιστέρια φεύγουν απ' τα χέρια τους

45

για τις τέσσερις πόρτες του ορίζοντα.

Γ. Ρίτσος, «Ρωμιοσύνη» [Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γ΄ Γυμνασίου]  Γ. Σεφέρης, «Μυθιστόρημα. Ι΄»


στ. 1. δε βολεύονται: δεν ικανοποιούνται, δεν μπορούν να ζήσουν.
στ. 13. όλοι διψάνε: κυριολεκτικά και μεταφορικά.
στ. 22. σε μια γούβα αλάτι: η εικόνα από τα παραθαλάσσια βράχια, όπου με την εξάτμιση του νερού συγκεντρώνεται αλάτι στα κοιλώματα.
στ. 24. ένα μικρό χελιδόνι: το χελιδόνι ως προάγγελος ανοίξεως και χαράς.
στ. 25. όταν κοιμούνται... ο στίχος αναφέρεται στα όνειρά τους για μια νέα κοσμογονία.
στ. 35. καπνίζουν τη σβουνιά: οι στεγνές σβουνιές, σε πολλά μέρη της Ελλάδας όπου δεν υπάρχουν ξύλα, χρησιμοποιούνται ως καύσιμη ύλη. Ο ποιητής επεκτείνει εδώ τη χρήση τους, για να δηλώσει τη στέρηση.

Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

  1. Στο κείμενο υπάρχουν λέξεις, φράσεις και εικόνες που αναφέρονται α) στο ελληνικό φυσικό τοπίο και β) στους ανθρώπους. Να τις επισημάνετε και να βρείτε ποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του τοπίου και των ανθρώπων προβάλλουν.
  2. Να παρατηρήσετε πώς συνδέει ο ποιητής το φυσικό με το ανθρώπινο περιβάλλον. Ποια σχέση βρίσκετε;
  3. Να βρείτε λέξεις και φράσεις α) που φανερώνουν τον αδιάκοπο αγώνα των ανθρώπων β) που προσδιορίζουν τους στόχους του αγώνα.
  4. Να μελετήσετε τις παρακάτω εκφράσεις και να προσδιορίσετε το νόημά τους: Ο ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο... Όταν σκοτώνονται, η ζωή τραβάει την ανηφόρα... Όλοι σκοτώνονται και κανένας δεν πέθανε...
  5. Να επισημάνετε χαρακτηριστικές εικόνες που απηχούν τον υπερρεαλιστικό τρόπο γραφής.


Ενότητα 15: 
Γιάννης Ρίτσος, Ρωμιοσύνη

 Απαντήσεις στις ερωτήσεις του σχολικού βιβλίου (σελ.236) 

1. Στο κείμενο υπάρχουν λέξεις, φράσεις και εικόνες που αναφέρονται
 α) στο ελληνικό φυσικό τοπίο και 
β) ανθρώπους.
 Να τις επισημάνετε και να βρείτε ποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του τοπίου και των ανθρώπων προβάλλουν. 

α) Λέξεις, φράσεις και εικόνες που αναφέρονται στο τοπίο: 
Αυτά τα δέντρα δεν βολεύονται με λιγότερα ουρανό 
Αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ’ τα ξένα βήματα 
Ετούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή 
Σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια 
Σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τ’ αμπέλια του
 Σφίγγει τα δόντια. Δεν υπάρχει νερό. Μονάχα φως. 
Ο δρόμος χάνεται στο φως Μαρμάρωσαν τα δέντρα, τα ποτάμια μες’ στον ασβέστη του ήλιου 
Η ρίζα σκοντάφτει στο μάρμαρο. Τα σκονισμένα σκοίνα Το μουλάρι κι ο βράχος.
Ένα κυπαρίσσι ανάμεσα σε δυο βουνά το λιόγερμα
 Το μανιασμένο πέλαγο όπου βούλιαξε το σπασμένο κατάρτι του φεγγαριού 

Ο Ρίτσος περιγράφει το ελληνικό τοπίο σύμφωνα με την απλότητα και την λιτότητα που το κατακλύζει. 

Καταγράφει τις φωτεινές εικόνες και δυνατούς ήχους του τοπίου. Ωστόσο δεν ξεχνά ν’ αναφερθεί και την αρχαία παράδοση του τόπου του. 

β) Λέξεις, φράσεις και εικόνες που αναφέρονται στους ανθρώπους: 

Αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο Αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο Όλοι διψάνε. Χρόνια τώρα. Όλοι μασόνε μια μπουκιά ουρανό πάνου απ την πίκρα τους. Τα μάτια είναι κόκκινα απ’ την αγρυπνία. Μια βαθιά χαρακιά σφηνωμένη ανάμεσα στα φρύδια τους. Το χέρι τους είναι κολλημένο στο ντουφέκι Το ντουφέκι είναι συνέχεια του χεριού τους Το χέρι του είναι συνέχεια της ψυχής τους Κι έχουνε τον καημό βαθιά βαθιά στα μάτια τους Όταν σφίγγουν το χέρι ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο
 Όταν χαμογελάνε, ένα μικρό χελιδόνι φεύγει μεσ’ απ’ τ’ άγρια γένια τους Όταν κοιμούνται, δώδεκα άστρα πέφτουν απ’ τις άδειες τσέπες τους Όταν σκοτώνονται, η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και με ταμπούρλα 
Όλοι πεινάνε, όλοι διψάνε, όλοι σκοτώνονται Πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα Έφαγε η κάψα τα χωράφια τους … χτυπάει στα κόκαλα τους
Πάνου στα καραούλια πετρωμένοι καπνίζουν τη σβουνιά και τη νύχτα το ψωμί σώθηκε, τα βόλια σώθηκαν Γεμίζουν τώρα τα κανόνια τους μόνο με την καρδιά τους Τόσα χρόνια πολιορκημένοι … όλοι πεινάνε, όλοι σκοτώνονται και κανένας δεν πέθανε. 

Σύμφωνα με τα παραπάνω αποσπάσματα ο ποιητής προβάλλει την επιθυμία των ανθρώπων για ελευθερία και δικαιοσύνη. 

2. Να παρατηρήσετε πως συνδέει ο ποιητής το φυσικό με το ανθρώπινο περιβάλλον. Ποια σχέση βρίσκετε; 

Ο ποιητής συνδέει τον άνθρωπο με το φυσικό περιβάλλον. 
Η σύνδεση αυτή είναι ιδιαίτερα ισχυρή και αποτελείται από αναλογίες. Για παράδειγμα οι άνθρωποι χαρακτηρίζονται από την λιτότητα και την αντοχή του περιβάλλοντος και το περιβάλλον χαρακτηρίζεται από την περηφάνια των ανθρώπων. 

Οι ιδιότητες του περιβάλλοντος στον άνθρωπο φαίνονται:
 Στο στίχο 1-2 << Αυτά τα δέντρα … ξένα βήματα >> Στο στίχο 8: << σφίγγει τα δόντια >> Οι ιδιότητες του ανθρώπου στο περιβάλλον φαίνονται: Στο στίχο 15-16 << μια βαθιά χαρακιά … το λιόγερμα. >> Στο στίχο 21-22 << κι έχουνε … αλάτι. >>
 Στο στίχο 35-36 << Πάνου στα καραούλια … βούλιαξε >> Στο στίχο 37 << όλοι πεινάνε, όλοι διψάνε, λαχανιάζουν >> 

3. Να βρείτε λέξεις και φράσεις 
α) που φανερώνουν τον αδιάκοπο αγώνα των ανθρώπων
β) που προσδιορίζουν τους στόχους του αγώνα. 

Οι εκφράσεις που δείχνουν τον αδιάκοπο αγώνα των ανθρώπων είναι οι εξής:

  Το χέρι τους είναι κολλημένο στο τουφέκι 
 Όλοι σκοτώνονται
  Τα μάτια τους είναι κόκκινα απ’ την αγρύπνια 
 Πάνου στα καραούλια πετρωμένοι 
 Γεμίζουν τώρα τα κανόνια τους μόνο με την καρδία τους 
 Τόσα χρόνια πολιορκημένοι 

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ GIANNIS RITSOS 3




Γιάννης Ρίτσος-Giannis Ritsos 1

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ GIANNIS RITSOS 2


Οι στόχοι του αγώνα προσδιορίζονται από τις εξής φράσεις: 

o Δε βολεύονται κάτου απ’ τα ξένα βήματα
 o Δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό 
o Δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο
 o Όλοι μασάνε μια μπουκιά ουρανό πάνω απ’ την πίκρα τους 
o Χιλιάδες περιστέρια φεύγουν από τα χόρια τους για τις τέσσερις πόρτες του ορίζοντα






Ντοκιμαντέρ- Γιάννης Ρίτσος

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ



Ο Ρίτσος διαβάζει την ''Ρωμιοσύνη'' στο Πολυτεχνείο (1974)





Προσωπικά–Ο μεγάλος ποιητής Γιάννης Ρίτσος μέσα απ'τα μάτια της μοναχοκόρης του Έρης(Α΄μέρος)12/2/17


Προσωπικά – Γιάννης Ρίτσος (Β΄ μέρος)


Κώστας Τοπούζης, «Ρωμιοσύνη», Κείμενα σύγχρονης ποίησης, τόμος Β για το Λύκειο, Gutenberg, Aθήνα, 2000, σ.151.





https://www.youtube.com/watch?v=HzucwbfDgJ8

ΕΠΟΧΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ



https://www.youtube.com/watch?v=4ODFtVqIzTo


https://www.youtube.com/watch?v=9FmOxZbvJ_o

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ - ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ Ι - ΙΙΙ





15-Μ. Θεοδωράκης ΟΤΑΝ ΣΦΙΓΓΟΥΝ ΤΟ ΧΕΡΙ Μπιθικώτσης


https://www.youtube.com/watch?v=a86ESNx0PaA

ΠΩΣ ΓΡΑΦΩ

https://www.youtube.com/watch?v=kH2WOZUhhmo


Γιάννης Ρίτσος - Ρωμιοσύνη

Περίοδοι του έργου του:

Α. 1926-1936 . Προφανής είναι η επίδραση του Καρυωτάκη αρχικά και ύστερα του Κ. Βάρναλη. Από το λυρισμό της προσωπικής ευαισθησίας προχωρεί στην κοινωνική διαμαρτυρία και εξέγερση. Ενδεικτικό έργο: Επιτάφιος (1936), γραμμένο στον ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο του δημοτικού στίχου.

Β. 1937-1943 .
 Ο ποιητής πειραματίζεται και αναζητά νέους τρόπους έκφρασης. Υιοθετεί τον ελεύθερο στίχο. Χαρακτηριστικά έργα: Εαρινή Συμφωνία (1938), Το εμβατήριο του Ωκεανού (1940), Δοκιμασία (1943).

Γ. 1944-1955.
 Στο έργο της περιόδου αυτής κυριαρχεί η σκληρή δοκιμασία της Κατοχής, της Αντίστασης, του εμφυλίου πολέμου και της εξορίας. Ο ποιητής συνδυάζει ποικίλους εκφραστικούς τρόπους: Δημοτικό τραγούδι, συμβολισμό, υπερρεαλιστικά στοιχεία. Σημαντικότερα έργα: Ρωμιοσύνη ( 1945-1947, εκδ. 1954) και Η Κυρά των Αμπελιών.

Δ. 1956-1966. Η περίοδος εγγράφεται ως εποχή ποιητικής ωριμότητας. Σύνθετες ποιητικές μορφές: Η Σονάτα του Σεληνόφωτος (1956), ο Αποχαιρετισμός (1957). Οι Μαρτυρίες (1963 α΄, 1966 β΄), είναι σύντομα ποιήματα, όπου ο ποιητής διαλέγεται με τον μικρόκοσμο των πραγμάτων.

Ε. 1967-1976. Στη φάση αυτή ο ποιητής επιστρέφει αρχικά σε θέματα και τεχνικές παλαιότερων κύκλων: Δεκαοχτώ Λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (1973), Ύμνος και Θρήνος για την Κύπρο (1975). Η Τέταρτη Διάσταση (1956-1975) θεωρείται έργο υψηλών συλλήψεων και ευρηματικών τρόπων. Τα περισσότερα ποιήματα αυτής της συλλογής ενέχουν τη δομή θεατρικού έργου-μονολόγου με πρόσωπα του αρχαίου μύθου που σχολιάζουν σύγχρονα βιώματα. Π. χ. Ορέστης (1962-1966), Ισμήνη (1971), Η επιστροφή της Ιφιγένειας (1971-72) με κυρίαρχο στοιχείο τους θεατρικούς μονολόγους με πρόσωπα του αρχαίου μύθου που σχολιάζουν σύγχρονα βιώματα. Το 1972 με την Γκραγκάντα) επιχειρεί μιαν ανανέωση του ποιητικού του λόγου.

Τα τελευταία του έργα, σαν ένας συναρπαστικός απόλογος, εκφράζουν έντονες υπαρξιακές και ερωτικές αναζητήσεις: Γίγνεσθαι (1977). Προέκταση της ποίησής του η πεζή εννεαλογία Εικονοστάσιο Ανωνύμων Αγίων (1983-1986) (1)




Ρωμιοσύνη

1. Εισαγωγή


Η Ρωμιοσύνη του Γιάννη Ρίτσου γραμμένη στο διάστημα 1945-47, μια ιδιαίτερα κρίσιμη περίοδο της ελληνικής Ιστορίας (όταν, μετά τα Δεκεμβριανά του’44 και τη συμφωνία της Βάρκιζας το Φεβρουάριο του 1945, ο αγώνας των αριστερών αντιστασιακών οργανώσεων του ΕΑΜ φαίνεται χαμένος και η πολιτική αντιπαράθεση οδηγεί στη δεύτερη και αιματηρότερη περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου), αποτελεί έναν ύμνο στο πνεύμα αντίστασης του ελληνικού λαού, που, κατά τον ποιητή, συνιστά τη διαχρονική ουσία του ελληνικού τόπου και των ανθρώπων του ( «Ο Ρίτσος με τη Ρωμιοσύνη (και με την Κυρά των Αμπελιών) ανταποκρίνεται πολύ καθαρά σε μια κοινωνική εντολή, βαθιά ουσιαστική και επιτακτική, που γεννιόταν από τα κατάβαθα του λαού. Και τι μπορεί να αξιώσει ο λαός από έναν ποιητή αυτές τις κρίσιμες ώρες; Να του ξαναδώσει τη μνήμη του που προσπάθησαν να του εξευτελίσουν, να υμνήσει τη γη που προσπάθησαν να του αποσπάσουν. Η απόκριση ήρθε εκρηκτική μέσα από αυτά τα ποιήματα που αποκαθιστούν την αιωνιότητα του Ελληνισμού, όπου χωνεύονται οι αρχαίες τελετουργίες με τους βυζαντινούς θρύλους και τα ανδραγαθήματα των κλεφτών και των ανταρτών . Η ατμόσφαιρα είναι φορτισμένη, τη διαπερνάει η σκοτεινή ελπίδα των ντεσπεράντος που περιμένουν κολλημένοι πάνω στα ντουφέκια τους. Ένας φλογερός ανιμισμός διαποτίζει κάθε στίχο, ξυπνάει το ένα μετά το άλλο τα τοπία της Ελλάδας, τα ρίχνει και αυτά στον αγώνα, ορθώνει τα νησιά, τον άνεμο, τη θάλασσα, αναμοχλεύει σε μια γενική αντάρα τους ανθρώπους, τα ζώα, τα στοιχεία ακόμα και τους νεκρούς που αγρυπνούν, όπως άλλοτε οι φρουροί του Βυζαντίου στα σύνορα της αυτοκρατορίας» (3).

2. Δομή της Ρωμιοσύνης

Το ποίημα αποτελείται από επτά ενότητες:


Η ενότητα Ι (που περιλαμβάνεται στο σχολικό βιβλίο), αναδεικνύει την αντιστοιχία , τη συνάρτηση του ήθους τοπίου και ανθρώπων και την εμμονή της αντίστασής τους. Ο χώρος και οι άνθρωποι πολιορκούνται από στεριά και θάλασσα, αλλά η πολιορκία αυτή αναιρείται από ένα θαύμα που εξακοντίζεται στον ορίζοντα.

Η ενότητα ΙΙ αποδίδει εικόνες της Ρωμιοσύνης στην καθημερινότητά τους αλλά και στη διαχρονική τους σύνθεση. Εδώ το τοπίο καταυγάζετε από την αρχετυπική παρουσία της γυναίκας, την Παναγία με τ’ αργυρά ματόκλαδα, που συνυπάρχει πολύ ανθρώπινα με την κόρη του πεταλωτή αλλά και την ορφική μητέρα, τη Λήδα, που κλωσά τ’ αυγά του κεραυνού, τη Νιόβη , με τα επτά σφαγμένα παλικάρια της, τη Σολωμική ελευθερία, που θα πάρει πάλι τ’ άρματα και την Περσεφόνη που μοιράζει σπορά και γονιμότητα. Όλες αυτές οι γυναικείες μορφές συγκλίνουν στη μορφή της μητέρας Ελλάδας.

Η ενότητα ΙΙΙ τονίζει ιδιαίτερα τη διαχρονικότητα της ρωμαίικης ζωής και τη διαρκή αγωνιστική ετοιμότητά της. Εδώ η ιστορία υφαίνεται μ’ ένα όνομα από τρεις χιλιάδες χρόνια μ’ έναν άγιο, με μια κόκκινη γοργόνα, αλλά και με την μυθική παρουσία του Προμηθέα σ’ ένα ανακυκλούμενο αιώνιο γίγνεσθαι.

Η ενότητα ΙV περιγράφει την αγωνιστική πορεία, δέντρο το δέντρο, πέτρα την πέτρα, πέρασαν τον κόσμο, και την άδοξη κατάληξή της, και τούτοι μεσ’ τα σίδερα και κείνοι μεσ’ το χώμα, αλλά και την πεποίθηση για την τελική απολύτρωση.

Η ενότητα V σκιαγραφεί το αίσθημα της καταστροφής και της ερήμωσης του μαρτυρικού τόπου αλλά και την προσδοκία της παλιννόστησης της ζωής. Τότε, θα διαβάσουμε όλη την καρδιά τους (των μαρτύρων της ελευθερίας) σαν να διαβάζουμε από την αρχή την ιστορία του κόσμου.

Η ενότητα VI 
αποδίδει παραστατικότερα την εφιαλτική πραγματικότητα του εμφύλιου σπαραγμού και του θανάτου αλλά και την επιμονή στη συνέχιση της ζωής και του αγώνα. Μόνο για τα ψηλά είναι ακόμα δρόμος.

Τέλος η VII ενότητα προβάλλει και πάλι την ταυτότητα του τόπου και των ανθρώπων, που μέσα από τη γνώση του θανάτου προχωρούν με περισσότερη σιγουριά προς τη ζωή και την αγάπη, πέρα από τους διαχωρισμούς του πολέμου.

Δεν πικραίνεται. Αύριο, λέει. Κ’ είναι σίγουρος πως

ο δρόμος ο πιο μακρινός είναι ο πιο κοντινός στην καρδιά του Θεού.


3. Ενότητα Ι



1. Εισαγωγή


Σ’ αυτή την ποιητική ενότητα, σε 45 στίχους, διαπλέκονται τα περιγραφικά και αφηγηματικά στοιχεία ώστε να αναδυθεί το αντιστασιακό πνεύμα όχι μόνο από την ψυχή των ανθρώπων, των ενοίκων αυτού του μαρτυρικού τόπου που αγρυπνούν με το όπλο στο χέρι, αλλά και από τη φύση που δεν συμβιβάζεται με τους ξένους κατακτητές. Ασυμβίβαστοι, ανυπότακτοι άνθρωποι., ανυπότακτη φύση, ελεύθερη στην πρωτογενή ιερότητά της, παρά τη διαρκή πολιορκία της, συνθέτουν και μαρτυρούν «μια ηρωική πατρίδα, το μικρόκοσμο μιας ηρωικής οικουμένης».

Η πρώτη ενότητα είναι το ποιητικό εγκόλπιο της ιστορικής πορείας του Ελληνισμού, των ανθρώπων και του τοπίου που ανακυκλώνει την ιστορική μνήμη και τον υπαρξιακό δεσμό των Ελλήνων με τη γη, με το χώμα της πρωταρχικής μας οικείωσης. Άνθρωποι και φύση μυθοποιούνται και αποθεώνονται, συνυπάρχουν σε μια αέναη διαλεκτική επικοινωνία.
2. Η ενότητα Ι διακρίνεται σε δύο επί μέρους ενότητες. Στην πρώτη ενότητα ζωγραφίζεται η φύση, στη δεύτερη ιστορείται ο άνθρωπος.
Πρώτη επί μέρους ενότητα (στ. 1-16)

στ. 1-4

Τα συστατικά του τοπίου και οι προεκτάσεις του στα πρόσωπα, προανάκρουσμα και συμπύκνωση της ποιητικής σύνθεσης και της συγκεκριμένης ενότητας, αποτελεί το πρώτο τετράστιχο:

Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό

αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ’ τα ξένα βήματα,

αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,

αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο.



Χαρακτηρίζεται από την επανάληψη, την παραλλαγή και τις αντιστοιχίες στη συντακτική και νοηματική δομή του:

αυτά τα δέντρα – αυτά τα πρόσωπα )

αυτές οι πέτρες – αυτές οι καρδιές ) δε βολεύονται

Η επανάληψη της δεικτικής αντωνυμίας «αυτά» από τον 1ο στον 3ο στίχο και «αυτές» από το 2ο στον 4ο στίχο, προσδίδει έμφαση στα υποκείμενα του ρήματος, που είναι το ίδιο στους τέσσερις στίχους και ιδιαίτερα δραστικό στην αποφατική διατύπωσή του: δε βολεύονται.

Έτσι τα υποκείμενα είναι στους δύο πρώτους στίχους υλικά στοιχεία του τοπίου, ενώ στους δύο τελευταίους, συνεκδοχικά, χαρακτηριστικά των ανθρώπων που το κατοικούν.

Η αναλογία είναι προφανής ανάμεσα στα δέντρα και τα πρόσωπα, τις πέτρες και τις καρδιές και εξαίρεται ακόμα περισσότερο με τους επιρρηματικούς προσδιορισμούς που συνοδεύουν κάθε φορά το ρήμα και επίσης αντιστοιχούν μεταξύ τους :

δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό- παρά μόνο στον ήλιο,

δε βολεύονται κάτου απ’ τα ξένα βήματα - παρά μόνο στο δίκιο



Έτσι ο λίγος ουρανός παραπέμπει στην ξένη κατάκτηση, τον ξένο δυνάστη και τη στέρηση της ελευθερίας (ξένα βήματα) και ο ήλιος συνάπτεται με το δίκαιο (σύμφωνα με την ορθόδοξη υμνογραφία, ήλιος της δικαιοσύνης) (4). Ο τόπος δεν αντέχει την ανελευθερία και οι άνθρωποι εξανίστανται, δεν μπορούν να συμφιλιωθούν με το βιασμό της δικαιοσύνης, (και το αντίθετο όπως δείχνουν οι λεκτικές αντιστοιχίες). Τοπίο και άνθρωποι ζουν με τους ίδιους όρους ύπαρξης: τα δέντρα χρειάζονται άπλετο ουρανό, τα πρόσωπα ήλιο, οι πέτρες χρειάζονται ελευθερία, οι καρδιές δικαιοσύνη.

Σ’ αυτό το ποιητικό προοίμιο ο Ρίτσος αναδεικνύει ποιητικά την ομοιότητα, την ταυτότητα του ήθους των ανθρώπων και του Ελληνικού τοπίου, που συμμετέχει στην ιστορική αυτογνωσία του΄Ελληνα, έχει πάνω του χαραγμένη την ιστορία της Ρωμιοσύνης.

στ. 5-9

Ετούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή,

σφίγγει στο κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια,

σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τ’ αμπέλια του,

σφίγγει τα δόντια. Δεν υπάρχει νερό. Μονάχα φως.

Ο δρόμος χάνεται στο φως κι ο ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο



Στους στίχους αυτούς ο ποιητής επικεντρώνει την περιγραφή του τοπίου σ’ έναν κυρίαρχο άξονα, που αναδείχθηκε ήδη από τους προηγούμενους στίχους, το φως (ήλιος-δίκιο), ο ήλιος, είναι στοιχείο καθοριστικό και δίνει τα χαρακτηριστικά του εξωτερικά και εσωτερικά –ηθικά. Σ’ αυτό το τοπίο κυριαρχεί το φως που χαρακτηρίζεται ανελέητο τόσο με τον προσδιορισμό «σκληρό σαν τη σιωπή», που αφορά το τοπίο, όσο και με την εικόνα των πυρωμένων λιθαριών, και των ορφανών ελιών «που σφίγγει». Το φως, ο ήλιος, κυρίαρχο στοιχείο της ελληνικής φύσης, μέσα από την ελληνική λογοτεχνία, από την εποχή του Ομήρου, ανάγεται σε σύμβολο Ελευθερίας και διανόησης.

Το τοπίο είναι σκληρό σαν τη «σιωπή». Το επίθετο «σκληρό» έχει σχέση με την ύλη και την αφή, συνδυάζεται με τον ήχο και την απουσία του, τη σιωπή. Το ρήμα «σφίγγει» επανέρχεται τρεις φορές, για να τονίσει τα αρρενωπά και θηλυκά στοιχεία του τόπου και την τρίτη φορά για να δηλώσει την ηθική στάση και την αντοχή» (5).

Έτσι σα μάνα σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια-παλικάρια, την πρώτη φορά, (6) τη δεύτερη τις ορφανές ελιές του και τ’ αμπέλια του (η ορφάνια υποδηλοί την έλλειψη ουρανού και ελευθερίας) και την τρίτη φορά σφίγγει τα δόντια για να εκφράσει την οργή, το πείσμα και την απόφαση της αντίστασης.

Η έλλειψη του νερού ισοσταθμίζεται από τη δαψίλεια , την «κωδωνοκρουσία» του φωτός. Το τοπίο καταυγάζεται από το φως, φυσικό και μεταφυσικό, η απουσία του νερού υπαινίσσεται τη δίψα κυριολεκτική και ψυχική. Ο δρόμος που χάνεται στο φως ίσως συμβολίζει την πορεία του Ελληνισμού στις κορυφαίες στιγμές της ιστορίας του, ενώ αντίθετα, ο ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο, πιθανόν να υπονοεί τις εκτελέσεις της συγκεκριμένης εποχής της Κατοχής και του Εμφυλίου. Η μάντρα μας οδηγεί συνειρμικά στον τοίχο, όπου έστηναν οι Γερμανοί τους αγωνιστές και τους εκτελούσαν. Η μάντρα ίσως να είναι το σκοπευτήριο της Καισαριανής. (7)



στ.10-16

Μαρμάρωσαν τα δέντρα, τα ποτάμια κι οι φωνές

μες στον ασβέστη του ήλιου.

Η ρίζα σκοντάφτει στο μάρμαρο. Τα σκονισμένα

σκοίνα.

Το μουλάρι κι ο βράχος. Λαχανιάζουν. Δεν υπάρχει

νερό.

Όλοι διψάνε. Χρόνια τώρα. ΄Ολοι μασάνε μια μπου-

κιά ουρανό (8) πάνου απ’ την πίκρα τους.


Ο στίχος 10 επιβεβαιώνει την αιώνια δύναμη αυτού του ήλιου που «μαρμαρώνει», που ακινητεί το τοπίο, διατηρώντας εσαεί τα δέντρα, τα ποτάμια και τις φωνές που αναδύονται από την υποσύνειδη φυλετική μήτρα κι από τα έγκατα της γης που φυλάσσει ζηλότυπα την ομορφιά στα σπλάχνα της. Διαρκές στοιχείο αυτού του τόπου, συντηρεί και συνενώνει τα οργανικά συστατικά του: όχι μόνο τα φυσικά αλλά και τα χαρακτηριστικά του πολιτισμού του: η ρίζα σκοντάφτει στο μάρμαρο, στα ελληνικά αγάλματα, που είναι φορείς του ελληνικού πνεύματος, έτσι εικονίζεται ποιητικά η σύζευξη του τοπίου με την ελληνική παράδοση.

Η ρίζα σκοντάφτει στο μάρμαρο, το μουλάρι, ο βράχος κι ο άνθρωπος-όλοι λαχανιάζουν, όλοι διψάνε, όλοι μασάνε μια μπουκιά ουρανό πάνου απ’ την πίκρα τους. Διαχρονική ουσία αυτού του πολιτισμού είναι η ένδεια, η στέρηση, η πίκρα αλλά και η διεκδίκηση του ουρανού, η ανάταση, η ελπίδα, η αγρύπνια. Με τη φράση μια μπουκιά ουρανό πάνου απ` την πίκρα τους αποδίδεται ποιητικά η θεϊκή αντίληψη και παραμυθία που ο απλός άνθρωπος επικαλείται, καθώς ψιθυρίζει θυμόσοφα στη δεινή δοκιμασία του, έχει ο Θεός.

Έμψυχα και άψυχα μοιράζονται την ίδια εμπειρία, την ίδια μνήμη, την ίδια θέληση κι αυτό ο ποιητής το απεικάζει αποδίδοντας στα πρόσωπα τα χαρακτηριστικά του τοπίου:

Μια βαθιά χαρακιά σφηνωμένη ανάμεσα στα φρύδια τους

σαν ένα κυπαρίσσι ανάμεσα σε δυο βουνά στο λιόγερμα.



Τα πρόσωπα των ηρώων αποτυπώνουν με τη βαθιά χαρακιά τη ρυτίδα του διαλογισμού ανάμεσα στα φρύδια τους, αυτή τη βαθύτατη εγρήγορση του πνεύματος, όπως οι μορφές των αγίων στις βυζαντινές αγιογραφίες.

Στους τελευταίους στίχους της α ενότητας συμπυκνώνει ο ποιητής όλη την προηγούμενη αναζήτηση της ταυτότητας τόπου και ανθρώπων για να περάσει από το στ.17 στην ανάδειξη του ήθους των προσώπων.

Δεύτερη επί μέρους ενότητα (στ. 18-45)

στ. 17-22



Το χέρι τους είναι κολλημένο στο ντουφέκι,

το ντουφέκι είναι συνέχεια του χεριού τους,

το χέρι τους είναι συνέχεια της ψυχής τους-

Έχουν στα χείλια τους απάνω το θυμό

Κ’έχουνε τον καημό βαθιά-βαθιά στα μάτια τους

σαν ένα αστέρι σε μια γούβα αλάτι. (9)



Οι στίχοι 17-22 αποτελούν έναν ύμνο στο αγωνιστικό φρόνημα των ανθρώπων που προασπίζονται αυτόν τον τόπο, ανακαλώντας στη μνήμη το πνεύμα των κλέφτικων τραγουδιών (και υποδορίως παραπέμπουν στα βυζαντινά ακριτικά τραγούδια και στην πανάρχαια ηρωική εποποιία, τα Ομηρικά έπη) αλλά και τους στίχους των Ελεύθερων Πολιορκημένων, του Σολωμού:

(δεν τους βαραίνει ο πόλεμος αλλά’γινε πνοή τους.

τα σπλάχνα τους κι η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν) .


Έτσι και πάλι το υλικό στοιχείο, το ντουφέκι, έγινε μέλος του σώματος, προέκταση του χεριού τους και έκφραση του πνεύματός τους, συνέχεια της ψυχής τους, Η άρρηκτη σύνδεση φρονήματος (ψυχής) και πράξης (χέρι) που προβάλλεται στους στ. 17-19 συνοδεύεται από δύο κυρίαρχα συναισθήματα: θυμό στα χείλια και το λόγο τους και τον καημό, που απηχούν τη στάση που εξέφραζαν τα ρήματα της προηγούμενης ενότητας: σφίγγουν τα δόντια, δε βολεύονται.

Ο καημός της Ρωμιοσύνης που λάμπει βαθιά στα μάτια, τα κοκκινισμένα από την αγρύπνια σαν ένα αστέρι σε μια γούβα αλάτι, γίνεται το στοιχείο του ήθους τους που τους ηρωοποιεί και τους μεταμορφώνει σε εξιδανικευμένες μυθικές μορφές, που ενσαρκώνουν το αρχέτυπο του ήρωα-μάρτυρα, βιγλάτορα της ελευθερίας.

στ. 23-26

Όταν σφίγγουν το χέρι ο ήλιος είναι βέβαιος

για τον κόσμο,

Όταν χαμογελάνε ένα μικρό χελιδόνι φεύγει μες

Απ’ τ’ άγρια γένια τους.

όταν κοιμούνται δώδεκα άστρα πέφτουν απ’ τις

άδειες τσέπες τους

Όταν σκοτώνονται η ζωή τραβάει την ανηφόρα με

σημαίες και με ταμπούρλα.



Ο ύμνος τους απογειώνεται στους στίχους 23-26.

«Έφιπποι στίχοι» ζωγραφίζουν εκρηκτικές εικόνες, καίριες στιγμές, στάδια της ζωής των αγωνιστών που εκφράζουν την ψυχική μεγαλοσύνη τους.

Όταν σφίγγουν το χέρι : εκδήλωση βαθιάς και ειλικρινούς φιλίας, ανθρώπινης ζεστασιάς και αλληλεγγύης και τότε εξασφαλίζεται η σωστή πορεία του κόσμου, η δικαιοσύνη, η αλήθεια, ο ευαγγελισμός της ιστορίας. Το χαμόγελό τους εξακοντίζει τρυφερότητα και εκπέμπει μήνυμα ελπίδας μέσα απ` την αγριάδα της γενειάδας τους, το μικρό χελιδόνι (10) αγγελιαφόρος μιας αιώνιας άνοιξης. Ο ύπνος τους πραγματοποιεί όλα τα μαγικά και πολύχρωμα οράματα των ιδαλγών, ενοράσεις, ευχές που καθορίζουν τα ανθρώπινα πεπρωμένα (οι δώδεκα αστερισμοί) παρά τη φαινομενική τους ένδεια.(άδειες τσέπες). Οι 12 αστερισμοί αινίσσονται το φαινόμενο των πεφταστεριών. Η πτώση ενός άστρου ίσως είναι μια θεοσημία, ένα μήνυμα ελπίδας (άστρο της Βηθλεέμ) . Εδώ ο υπερρεαλισμός συναντά στο στίχο αυτό το οξύμωρο δώδεκα άστρα πέφτουν από τις άδειες τσέπες τους.

Ο μαρτυρικός τους θάνατος τροφοδοτεί, λιπαίνει τη ζωή –λευτεριάς λίπασμα οι πρώτοι νεκροί- με σύμβολα και συνθήματα αγώνα, η θυσία, το αίμα των ηρώων γίνεται δρόμος για τη ζωή και την ευδαιμονία των άλλων. (11) Η ιδέα αυτή μας παραπέμπει στη δημοτική παράδοση του γιοφυριού της Άρτας. Η ζωή πορεύεται τον ανάντη δρόμο της εξέλιξης προς τις ακρώρειες της αρετής, ενώ σημαίες και φλάμπουρα αναπετάννυνται στον αέρα, νικητήριοι παιάνες ανακρούονται στην ιερή μνήμη τους και το σύμπαν περιβάλλεται εορταστικά ιμάτια.

στ. 27-34

Τόσα χρόνια όλοι πεινάνε, όλοι σκο-

τώνονται

πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα·

έφαγε η κάψα τα χωράφια τους κ` η αρμύρα πό-

τισε τα σπίτια τους,

ο αγέρας έρριξε τις πόρτες τους και τις λίγες πα-

σχαλιές της πλατείας,

από τις τρύπες του πανωφοριού τους μπαινοβγαί-

νει ο θάνατος,

η γλώσσα τους είναι στυφή σαν το κυπαρισσόμηλο·

πέθαναν τα σκυλιά τους τυλιγμένα στον ίσκιο τους·

η βροχή χτυπάει τα κόκκαλά τους.


Στη συνέχεια η ποιητική γραφή γίνεται ρεαλιστική και δραματική, εστιάζεται σε εικόνες ερήμωσης, έσχατης δοκιμασίας και θανάτου, που θυμίζουν την περίοδο της Κατοχής, αλλά ανακαλούν και τη διαρκή πολιορκία της Ρωμιοσύνης από ποικίλους εχθρούς στην αρχαιότητα, στο Βυζάντιο, τη νεότερη εποχή, με την έμφαση που δίνεται στην πρόταξη του χρονικού προσδιορισμού τόσα χρόνια και με την επανάληψη του όλοι πεινάνε, όλοι διψάνε, όλοι σκοτώνονται. Η χρήση σ` όλο το ποίημα του γ΄ πληθυντικού προσώπου και η εμφατική χρήση του επιθέτου όλοι καθώς και του ενεστωτικού χρόνου των ρημάτων τονίζει τη συλλογικότητα του αγώνα, και της εγρήγορσης τόσο στη συγχρονική όσο και στη διαχρονική του διάσταση. Η εγρήγορση, η αγρύπνια είναι ριζωμένη στην ψυχοσύνθεση του ελληνικού λαού, γραμμένη στα γονίδιά του. Υπέρτατο παράδειγμα και τεκμήριο οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι του Σολωμού, όπου οι μάρτυρες αγωνίζονται, όχι μόνο να νικήσουν τον εχθρό αλλά κυρίως να υπερβούν και να υποτάξουν τον πειρασμό του έρωτα και της ζωής.

Τη λιτότητα της περιγραφής στους στ. 27-30 ακολουθεί η μεταφορική απόδοση της ίδιας ένδειας, της καταστροφής και του θανάτου με τον αγέρα που έριξε πόρτες και πασχαλιές, την αρμύρα που πότισε τα σπίτια τους, τα σπίτια που πλημμύρισαν απ` τη φουρτουνιασμένη θάλασσα.

Η αναφορά στο στίχο 33 στα σκυλιά τους που πέθαναν τυλιγμένα στον ίσκιο τους, ίσως είναι απήχηση της Οδύσσειας και του πιστού σκυλιού του Οδυσσέα, ΄Αργου, που χρόνια περίμενε τον κύριό του για να πεθάνει μόλις τον αναγνώρισε, μνεία στη διάρκεια της αναμονής μιας λύτρωσης-δικαίωσης ή και απλώς της επιστροφής των αγωνιστών.

Οι στίχοι αυτοί υποδηλούν, εξάλλου, την τραχιά ζωή των ανταρτών, στις κρημνώδεις οροσειρές της Ελλάδας που μας ανάγουν στο δημοτικό τραγούδι για τη ζωή των κλεφτών. (12) Ο στίχος: από τις τρύπες του πανωφοριού τους μπαινοβγαίνει ο θάνατος, μαρτυρεί την καθημερινή εμβίωση του θανάτου, τις φυλακίσεις, τα βασανιστήρια, τις εξορίες, τις εκτελέσεις, όλες τις εγκληματικές μεθόδους που εφεύρε η μισανθρωπία, τις οποίες και ο ίδιος ο ποιητής υπέστη στην πολυτάραχη ζωή του. Στην IV ενότητα της Ρωμιοσύνης αναφέρει:



και τούτοι μες στα σίδερα και κείνοι μες στο

χώμα


Κι αλλού:

Αύριο μπορεί να μας σκοτώσουν.



στ. 35-37

Πάνω στα καραούλια πετρωμένοι καπνίζουν τη

σβουνιά (13) και τη νύκτα.

βιγλίζοντας το μανιασμένο πέλαγο όπου βούλιαξε

το σπασμένο κατάρτι του φεγγαριού.



Στη διάρκεια της πολιορκίας αντιπαρατίθεται η δική τους έμμονη αντίσταση, η αγρύπνια πάνω στα καραούλια,(14) στις κορυφογραμμές της ιστορίας. Σκληροτράχηλοι, σαν τους ακρίτες και τους απελάτες των βυζαντινών συνόρων, πένητες με τα φθαρμένα πανωφόρια τους, σαν τους ασκητές, μένουν εκεί πιστοί στο όνειρο τους , στο κοσμοείδωλο του μέλλοντος, δεμένοι ερωτικά με τη φύση αυτού του τόπου. Πάνω στα καραούλια πέτρωναν σαν τα καψαλισμένα δέντρα, πετρωμένοι στους βράχους καπνίζουν την πίκρα και τη στέρηση μέσα στη νύχτα, αγναντεύοντας το μανιασμένο πέλαγο που τους πολεμά , τους πολιορκεί αενάως. (15)

Το σπασμένο κατάρτι του φεγγαριού (16) μια πανέμορφη φουτουριστική θαλασσογραφία – ανακυκλοί βυθισμένα, λοξά ιστία με κρεμασμένες λάμπες ονείρου, τραγικά ναυάγια, κατάρτια σπασμένα που κυματίζουνε στο φως του φεγγαριού ή μνήμες από θαλασσινούς αγώνες, ναυμαχίες ένδοξες ή ήττες ολέθριες από την ιστορία και το θρύλο ή τέλος ζωγραφικούς πίνακες με λιμένας πρωτοϊδωμένους.



στ. 38-45

Το ψωμί σώθηκε, τα βόλια σώθηκαν

τώρα γεμίζουν τα κανόνια τους μόνο με την καρ-

διά τους.



Τόσα χρόνια πολιορκημένοι από στεριά και θα-

λασσα,

όλοι πεινάνε, όλοι σκοτώνονται και κανένας δεν

πέθανε –

πάνω στα καραούλια λάμπουνε τα μάτια τους,

μια μεγάλη σημαία, μια μεγάλη φωτιά κατακόκ-

κινη

και κάθε αυγή χιλιάδες περιστέρια φεύγουν απ`

τα χέρια τους

για τις τέσσερις πόρτες του ορίζοντα



Οι στίχοι αυτοί δείχνουν την έσχατη ένδειά τους στην οποία φτάνουν, ώστε να πολεμούν μόνο με την καρδιά τους, με το αείζωο πάθος της ψυχής τους. Ο αγώνας έχει φθάσει στα όριά του. Αυτοί που στέκονται ολόρθοι στο καραούλι ή στα μπεντένια σκοτωμένοι καπετάνιοι που φρουρούν το κάστρο τα έχουν χάσει όλα και τη ζωή τους και τα νιάτα τους. ΄Όμως ενώ τα χρόνια περνούν και όλοι πεινάνε και όλοι σκοτώνονται, η ένδεια, η οδύνη, η στέρηση, ο θάνατος αναιρούνται, σ` ένα μεταφυσικό, μυθικό επίπεδο ο ήλιος πεθαίνει πάνω απ` τη νιότη τους, καταλύουν το θάνατο και ζουν αιώνια.

Πάνω στα καραούλια λάμπουνε τα μάτια τους – η ψυχή τους είναι φωτεινός διάττων , σήμα πορείας μέσα στο ζόφο του κόσμου. Μια μεγάλη σημαία, μια μεγάλη κατακόκκινη φωτιά – η επανάσταση και μαζί η ελπίδα της αγάπης και της ειρήνης – χιλιάδες περιστέρια – βεβαιώνονται κάθε αυγή, σ`αυτή την πανέμορφη γη και την πανάρχαια φυλή που την ενοικεί, τη Ρωμιοσύνη σ` όλα τα σημεία του ορίζοντα. Πέρα και πάνω από το συντελούμενο δράμα, τα πάθη της ιστορίας οι αγωνιστές, άγγελοι πρωτοστάτες της εθνικής και παγκόσμιας ελευθερίας

κρατάνε της καμπάνας το σκοινί –

προσμένουν να σημάνουν την Ανάσταση.

Ρωμιοσύνη ΙV

4. Γενική θεώρηση του έργου


Η Ρωμιοσύνη εκφράζει τον προβληματισμό του Ρίτσου σ’ ένα ζήτημα κομβικό της νεοελληνικής ποίησης, που φαίνεται ν’απασχόλησε όλους τους μεγάλους εκπροσώπους της, Καβάφη, Παλαμά, Σικελιανό, Σεφέρη, Ελύτη. Είναι το ζήτημα της νεοελληνικής ταυτότητας που διερευνάται σε σχέση πάντα με το μακραίωνο ιστορικό παρελθόν σε αναζήτηση μιας πολιτισμικής-εθνικής-φυλετικής συνέχειας και ενότητας. (17)

Ο Ρίτσος δίνει τη δική του απάντηση, όχι αναζητώντας σύμβολα στο παρελθόν που να νοηματοδοτούν το παρόν. αλλά ακολουθώντας τη λαϊκή φυλετική μνήμη που ενέχει μέσα της τη συνείδηση του Ρωμιού, όπως διαμορφώθηκε στο ώριμο Βυζάντιο και στην Τουρκοκρατία κι εκφράστηκε στο δημοτικό τραγούδι, ακριτικό και κλέφτικο. Γι’ αυτό και υιοθετεί τη λέξη «Ρωμιοσύνη» για το νεοελληνικό του έπος και όχι την έννοια του Ελληνισμού. Γιατί η Ρωμιοσύνη εκφράζει τη λαϊκή συνείδηση του Ελληνισμού-την τάξη των «ταπεινών και καταφρονεμένων», αιωνίως προδομένων και καταπιεσμένων αλλά και αντιστεκόμενων Ελλήνων. Και όχι την τάξη των νικητών και των κυρίαρχων που μέσα από τον αγώνα των άλλων εδραιώνουν την εξουσία τους, επιβάλλοντας στην κοινή συνείδηση ένα δυτικότροπο, λόγιο και «εκλεκτικό» Ελληνισμό που επικαλείται κυρίως το κλασικό κλέος των αρχαίων προγόνων.

Η Ρωμιοσύνη του Ρίτσου εκφράζει μιαν ενιαία συνείδηση του τόπου και του χρόνου που κουβαλά ο Ρωμιός ως ήθος και ιστορικό τρόπο ζωής. Είναι αυτή η στενή σχέση με τη γη που αναδεικνύεται στους πρώτους στίχους, όπου στοιχεία του τοπίου ταυτίζονται στη στάση ζωής που επιλέγουν με τα πρόσωπα που κατοικούν αυτή τη γη –«δε βολεύονται» τα δέντρα – τα πρόσωπα

οι πέτρες - οι καρδιές

Η ίδια η συνείδηση του Ρωμιού έχει τη δομή του ελληνικού τοπίου:

μια βαθιά χαρακιά σφηνωμένη ανάμεσα στα φρύδια τους

σαν ένα κυπαρίσσι ανάμεσα σε δυο βουνά το λιόγερμα

είναι ζυμωμένη με τα ουσιαστικά στοιχεία αυτού του τόπου:

το μουστάκι τους θυμάρι ρουμελιώτικο πασπαλισμένο αστέρι.

το δόντι τους πευκόρριζα στου Αιγαίου το βράχο και το αλάτι.

Ο ίδιος ο ελληνικός τόπος εμπεριέχει τη συνέχεια του ιστορικού παρελθόντος μετατρέποντας την ιστορία σε άμεση, ζωντανή πραγματικότητα, εγκιβωτίζοντας το χρόνο στο χώρο, δημιουργώντας έναν αιώνιο «ενθαδικό χρόνο», όπως τον ονομάζει ο Κ. Μιχαηλίδης. (18)

Δω πέρα η κάθε πόρτα έχει πελεκημένο ένα όνομα,

κάπου από τρεις χιλιάδες τόσα χρόνια,

κάθε λιθάρι έχει ζωγραφισμένον έναν άγιο μ` άγρια

μάτια και μαλλιά σκοινένια


Έτσι το ήθος του τόπου εξασφαλίζει το ήθος των προσώπων που το ενοικούν. Μέσα σ’ αυτό το χωρόχρονο κινούνται αέναα ο Οδυσσέας, ο Αλέξανδρος, ο Διγενής, οι κλέφτες της Τουρκοκρατίας, οι Σουλιώτισσες μανάδες, οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι του Μεσολογγιού μέσα στις μορφές του ναύτη που πίνει πικροθάλασσα στην κούπα του Οδυσσέα, κι « έχει στο ζερβί του χέρι χαραγμένη βελονιά τη βελονιά μια κόκκινη γοργόνα, του γανωτζή, του σφουγγαρά, αυτών που ανεβοκατεβαίνουνε τη σκάλα του Αναπλιού, και στ’ Αλώνια τα ίδια αντάμωσαν τον Διγενή. Οι γριές, όταν ξεφτάει απόμακρα η μινωϊκή τοιχογραφία

(…) αργά κατηφοράνε να ταγίσουνε τα εγγόνια τους με το μεσολογγίτικο μπαρούτι.


Νεκροί και ζωντανοί συνυπάρχουν μέσα σ’ αυτό το χώμα το δικό τους και δικό μας, όλοι πεινάνε, όλοι σκοτώνονται και κανένας δεν πέθανε, προσμένουνε την ώρα , δεν κοιμούνται , δεν πεθαίνουν.

Σ’ αυτή την αιώνια συγχρονία της Ρωμιοσύνης πράγματα και γεγονότα, πρόσωπα και τοπία συγχωνεύονται σε μια νέα αρμονία, έναν απολυτρωμένο, τελειωμένο κόσμο, όπου ο άνθρωπος μπορεί να επιστρέψει και να φωνάξει «αγαπάω» «γιατί αυτός έχει γνωρίσει το θάνατο κι έχει γνωρίσει τη ζωή πριν απ’ τη ζωή και πάνω από το θάνατο».

Η Ρωμιοσύνη, λοιπόν, πέρα από το σύμβολό της αιώνιας αγρύπνιας και αντίστασης του ελληνικού λαού στις κάθε λογής επιθέσεις και στο βιασμό της ταυτότητάς του , προβάλλει και ως πρότυπο συμφιλίωσης του ανθρώπου με τον εαυτό του μέσα από την εμμονή του στην προάσπιση του δεσμού με τη γη και με την ελευθερία του. Αυτόν τον αρμονικό κόσμο ευαγγελίζεται στο τέλος του ποιήματος ο Ρίτσος μέσα από το κομμάτιασμα, τον ανταγωνισμό και το θάνατο που βλέπει στον ίδιον αυτό κόσμο.

5. Αναφορά στην ποιητική του Γιάννη Ρίτσου



Στη Ρωμιοσύνη του Ρίτσου ανιχνεύουμε τις βασικές συνιστώσες της ποιητικής του τέχνης.

Κέντρο αυτής της χειμαρρώδους ποίησης είναι ο απλός άνθρωπος, τα καθημερινά βιώματα και τα συναισθήματά του, οι υπαρξιακοί προβληματισμοί του, ο έρωτας της ελευθερίας ,το πάθος της δικαιοσύνης. Αυτό είναι το κύριο αίτημα, η πεμπτουσία της ποιητικής σύνθεσης.

Η κοινωνική συνείδηση και η στράτευση στον αγώνα για έναν καλύτερο κόσμο σύμφωνα με την πολιτική του φιλοσοφία, το σοσιαλιστικό του όραμα, διαπνέει και την έμπνευση και τη θεματική του ποιήματος: Μια μεγάλη κατακόκκινη φωτιά-χιλιάδες περιστέρια.

Η ενιαία αντίληψη του χρόνου- παρόν, παρελθόν και μέλλον- συνυπάρχουν σε μια διαρκή επικαιρότητα. ΄Έτσι ερμηνεύεται η συγχρονική παρουσία των αγωνιστών όλων των εποχών στο έργο: Οι αγωνιστές της Αντίστασης ενσαρκώνουν το ηρωικό πνεύμα των ομηρικών ημιθέων, των Ακριτών, των αρματολών και κλεφτών, των αγωνιστών του 21.

Πλούσια λυρική πνοή η οποία αναμιγνύει και συνδέει αρμονικά στοιχεία απ` όλη την ποιητική παράδοση και τα οποία είναι εμφανή τόσο στη θεματική όσο και στην εικονοποιία της σύνθεσης. Moτίβα του συμβολισμού και του υπερρεαλισμού μετουσιώνεται σε ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους, οικείους από το δημοτικό τραγούδι.

Ο λόγος του ενέχει τους διάσπαρτους ρυθμούς της ρωμέικης γλώσσας, μια γλώσσα όπου όλα τα αντικείμενα δεν άλλαξαν ιδιοκτήτη εδώ και χιλιάδες χρόνια. Λόγος δεμένος με τη συλλογική μνήμη που συναρτά την ειδωλολατρική μυθολογία με τις πρωταρχικές ρίζες στους Βυζαντινούς τελετουργικούς ψαλμούς. (19)

Όλα αυτά τα στοιχεία λειτουργούν θαυμαστά στη Ρωμιοσύνη

Π.χ.. εικόνες εκπλήσσουσας λυρικής τόλμης:

Μαρμάρωσαν τα δέντρα, τα ποτάμια και οι φωνές

μες` στον ασβέστη του ήλιου

όλοι μασάνε μια μπουκιά ουρανό πάνου από την πίκρα τους

όταν κοιμούνται δώδεκα άστρα πέφτουν απ` τις

άδειες τσέπες τους



Η θαλασσογραφία:



Βιγλίζοντας το μανιασμένο πέλαγο όπου βούλιαξε

Το σπασμένο κατάρτι του φεγγαριού

ίσως απεικάζει την επανάσταση των λέξεων του Μαγιακόφσκι. (20)

Επαληθεύεται και σ` αυτήν την επικολυρική σύνθεση αυτό που έχει λεχθεί για την ποίηση του Ρίτσου (ότι είναι) «Ποίηση ευφορίας ψυχικής, ανθρωποκεντρική, εκφρασμένη με πλησμονή σε μήκος διαδρομής από την καθημερινότητα στην αιωνιότητα, σ` ένα Γαλαξία εικόνων, λέξεων, εννοιών, άναρχη, ατελεύτητη, όπως το ποιητικό ιδεώδες και η δημιουργία του σύμπαντος». (21)

6. Επιλογικά
Η Ρωμιοσύνη, η ποιητική σύνθεση του Γιάννη Ρίτσου, συναιρεί και αναδεικνύει τους πρωτοταγείς πυρήνες του Ελληνισμού, την ελληνική μυθολογία, την ιστορία στην πανάρχαιη διάστασή της, τη μεσαιωνική της εκδοχή, τη βυζαντινή αγιογραφία, το νεοελληνικό πολιτισμό, τον αγώνα του 21, τη λαϊκή παράδοση, το δημοτικό τραγούδι και προπαντός το μύθο και την εποποιία της Αντίστασης. Όλα αυτά συνειρμικά συνυφαίνονται και μετουσιώνονται ποιητικά με μια εκρηκτική εικονοπλασία, σε μια πολυφωνική συμφωνία, όπου μικρόκοσμος και μακρόκοσμος συγκλίνουν δραματικά για ν’ αποκαλύψουν σε μια οντολογική διάσταση τους ανθρώπους και τη φυσική τοπιογραφία: τα δέντρα, τις πέτρες, τον ήλιο, τον ουρανό που διασώζονται διαχρονικά στη θνητή τους αθανασία και αναιρούν τη συντελούμενη τραγωδία, σημαίνοντας το θαύμα.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. α) Χρύσα Προκοπάκη, Ανθολογία Γιάννη Ρίτσου, έκδ. Κέδρος, Αθήνα 2000, σ σ. 11-23.

β) Νεοελληνική Λογοτεχνία Γ΄ Ενιαίου Λυκείου Θεωρητικής Κατεύθυνσης, (βιβλίο του Καθηγητή), έκδ. ΟΕΔΒ, Σ Σ.106-114.

2. H Ρωμιοσύνη μαζί με τα Τρία Χορικά και την Κυρά των Αμπελιών, που συνιστούν επίσης σπουδές στο ίδιο θέμα και που επεξεργάζεται ο ποιητής την ίδια εποχή, αποτέλεσαν τη συλλογή με το χαρακτηριστικό τίτλο Αγρύπνια , η οποία εκδόθηκε το 1954. Σημειωτέον ότι οι προσωνυμίες της Κυράς των Αμπελιών : κυρά τρανή, κυρά ασίκισσα, κυρά θαλασσινή και στεριανή με τα λουλουδιασμένα μάγουλα, κυρά μελαχροινή που η αντηλιά σου χρύσωσε τα χέρια σαν της Παναγιάς το κόνισμα, είναι τρυφερές προσφωνήσεις σε μια γυναικεία παρουσία που ενσαρκώνει το ιδεατό αρχέτυπο της Ελλάδας-Ρωμιοσύνης.

3 Ζεράρ Πιερά, Γιάννης Ρίτσος, η μακρά πορεία ενός ποιητή, Κέδρος, Αθήνα 1978, σ.58-59

4 Οδυσσέα Ελύτη, «Ωδή στ΄(Της Δικαιοσύνης ήλιε νοητέ) από το Άξιον εστί

5 Ανθούλα Δανιήλ, Προσεγγίσεις ποιημάτων Λυκείου, Εκδοτικές τομές, Αθήνα 1995, σ. 34

6 Παράβαλε

Άξιον εστί το κάμα που κλωσσάει

Στο γιοφύρι αποκάτω τα ωραία κοτρώνια

Επίσης

α. Μόνο πένθος αχ παντού και το φως ανελέητο

Άξιον εστί, Ο. Ελύτη

β. Δεν έχουμε ποτάμια, δεν έχουμε πηγάδια, δεν έχουμε πηγές

μονάχα λίγες στέρνες άδειες κι αυτές, που ηχούν και που

τις προσκυνάμε.

Μυθιστόρημα Γ.Σεφέρη

γ. και πολλά τα λιόδεντρα

που να κρησάρουν στα χέρια τους το φως αλλά λίγο το νερό για

να το`χεις θεό

και να κατέχεις τι σημαίνει ο λόγος του.

Άξιον εστί Ο. Ελύτη

7. Κώστας Τοπούζης, «Ρωμιοσύνη», Κείμενα σύγχρονης ποίησης, τόμος Β για το Λύκειο, Gutenberg, Aθήνα, 2000, σ.151.

8. Παράβαλε Το ψωμί, Μ. Σαχτούρη

Ένα τεράστιο καρβέλι, μια πελώρια φραντζόλα ζεστό

ψωμί, είχε πέσει στο δρόμο από τον ουρανό·

ένα παιδί με πράσινο κοντό βρακάκι και με μαχαίρι

έκοβε και μοίραζε στον κόσμο γύρω.

όμως και μια μικρή, ένας μικρός άσπρος άγγελος, κι αυτή

μ` ένα μαχαίρι έκοβε και μοίραζε

κομμάτια γνήσιο ουρανό

κι όλοι τώρα τρέχαν σ` αυτή, λίγοι πηγαίναν στο ψωμί,

όλοι τρέχανε στον μικρό άγγελο που μοίραζε ουρανό!

Ας μην το κρύβουμε

Διψάμε για ουρανό

9. στ. 22 σε μια γούβα αλάτι: η εικόνα από τα παραθαλάσσια βράχια, όπου με την εξάτμιση του νερού συγκεντρώνεται αλάτι στα κοιλώματα.

10. στ.24 ένα μικρό χελιδόνι: παράβαλε

κάθε λέξη κι από ‘να χελιδόνι

για να σου φέρνει την άνοιξη μέσα στο θέρος

Οδυσσέα Ελύτη, Άξιον εστί (Γένεση, τρίτος ύμνος)

11. Πάνω στον τάφο σου είμαστε. ΄Εχουμε πατρίδα

Πάνω στον τάφο σου σχεδιάζουμε τους κήπους και

τις πολιτείες μας.

Ν. Βρεττάκου, Ελεγείο στον τάφο ενός Μικρού αγωνιστή.

12. Παράβαλε το δημοτικό τραγούδι

ΤΗΣ ΚΛΕΦΤΟΥΡΙΑΣ ΤΑ ΒΑΣΑΝΑ

Παιδιά, σα θέτε λεβεντιά και κλέφτες να γενήτε,

ν`εμένα να ρωτήσετε να σας ομολογήσω

της κλεφτουριάς τα βάσανα και των κλεφτών τα ντέρτια.

Μαύρη ζωή που κάνομεν εμείς οι μαύροι κλέφτες!

Ποτέ μας δεν αλλάζομε και δεν ασπροφοράμε,

ολημερίς στον πόλεμο, τη νύκτα καραούλι.

Δώδεκα χρόνους έκανα στους κλέφτες καπετάνιος

Ζεστό ψωμί δεν έφαγα, δεν πλάγιασα σε στρώμα,

Τον ύπνο δεν εχόρτασα, του ύπνου τη γλυκάδα.
Το χέρι μου προσκέφαλο και το σπαθί μου στρώμα

Και το καριοφυλάκι μου σαν κόρη αγκαλιασμένο.

(Συλλογή Πολίτη)

13. στ. 35 καπνίζουν τη σβουνιά: οι στεγνές σβουνιές (περιττώματα μεγάλων ζώων) σε πολλά μέρη της Ελλάδας, όπου δεν υπάρχουν ξύλα, χρησιμοποιούνται ως καύσιμη ύλη. Ο ποιητής επεκτείνει εδώ τη χρήση τους για να δηλώσει τη στέρηση.

14. καραούλια = φρουρά, βάρδια, σκοπιά, βίγλα, τουρκ. karavul-i

βιγλίζω = εποπτεύω ως σκοπός, φρουρώ, ενεδρεύω

βιγλάτορας = φρουρός, παρατηρητής, <λατ. vigilator < vigilia = φυλακή , σκοπιά

15. Οι απηχήσεις των Ελεύθερων Πολιορκημένων κι εδώ ισχυρές

Η δύναμή σου πέλαγος, η θέλησή μου βράχος
Πέλαγο μέγα πολεμά, βαρεί το καλυβάκι

16. Ο Τάκης Καρβέλης, Νεότερη Ποίηση σελ.133, δίνει την εξής ερμηνεία: « η εικόνα αυτή ασφαλώς εκφράζει μια τραυματική εμπειρία του ποιητή και υποδηλώνει τη συντριβή του οράματός του. Εξακολουθούν δηλαδή και πολεμούν έχοντας μπροστά τους κατατσακισμένο το όραμά τους».

17. Κώστας Τοπούζης, ό. π. σ. 139-140

18. Κ. Μιχαηλίδης, «Μύθος και θρησκευτικότητα. Η τελετουργία του φυσικού στη Ρωμιοσύνη του Γιάννη Ρίτσου», Νέα Εστία (αφιέρωμα στο Γιάννη Ρίτσο), Χριστούγεννα 1991, σ. 63.

19. William Y Spanos, «Το ύφος ως ιστορική μνήμη στη Ρωμιοσύνη του Γιάννη Ρίτσου», Γιάννης Ρίτσος Μελέτες για το έργο του, Διογένης, Αθήνα 1975, σ.91.

20. Ο Μαγιακόφσκι ανήκει στην ομάδα των Ρώσων φουτουριστών. Η ποίησή του είναι εικονοκλαστική, ενέχει χαρακτήρα επιθετικό και προκλητικό στη μορφή και στο περιεχόμενο. Εισάγει παράτολμες καινοτομίες στην τεχνική του στίχου και στη χρήση των λέξεων υπερβαίνει τη νόρμα της λογοτεχνικής γλώσσας. Ο Γιάννης Ρίτσος μετέφρασε ποιήματα του Μαγιακόφσκι και τα εξέδωκε το 1947, την περίοδο που έγραφε τη Ρωμιοσύνη.

21. Γ. Κότσιρα, «Η ποίηση που με την πλησμονή της αναζητεί το κέντρο της», περιοδ. Νέα Εστία, σ.38


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. Aνθούλα Δανιήλ , Προσεγγίσεις ποιημάτων Λυκείου, εκδοτικές τομές, Αθήνα 1995, σ.341-351
2. Βιβλίο του Καθηγητή, 2 Ποίηση, Οργανισμός Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων, Αθήνα, σ. 180-184.
3. Ιωάννη Κοντόπουλου, Γιάννη Ρίτσου , Ρωμιοσύνη, περ. Νέα Παιδεία, τ. 38 σελ. 106-112
4. Κώστα Μιχαηλίδη, «Μύθος και Θρησκευτικότητα, Η τελετουργία του Φυσικού στη Ρωμιοσύνη του Γιάννη Ρίτσου», αφιέρωμα στο Γιάννη Ρίτσο, Νέα Εστία, Αθήνα, Χριστούγεννα 1991, σ. 60-64.
5.
Ζεράρ Πιερά, Γιάννης Ρίτσος, Η μακρά πορεία ενός ποιητή, Κέδρος, Αθήνα, 1978, σ. 58-59.
6. William Y. Spanos, «To ύφος ως ιστορική μνήμη στη Ρωμιοσύνη του Γιάννη Ρίτσου», Γιάννης Ρίτσος, Μελέτες για το έργο του, Διογένης, Αθήνα, 1975, σσ 77-102
7. Κώστας Τοπούζης, «Ρωμιοσύνη», Κείμενα σύγχρονης ποίησης, τόμος Β, για το Λύκειο, Gutenberg, Αθήνα 2000, σ. 133-156.


ΠΗΓΗ: http://users.sch.gr/papangel/



 

Γιάννης Ρίτσος «Ρωμιοσύνη»

Η Ρωμιοσύνη (γραμμένη το 1945-47 και τυπωμένη πρώτη φορά το 1954 μέσα στην ευρύτερη συλλογή Αγρύπνια που περιέχει το έργο του ποιητή από το 1941 ως το 1953) είναι μια μεγάλη ποιητική σύνθεση χωρισμένη σε επτά μέρη-ενότητες. Στη σύνθεση αυτή ο ποιητής, συνδέοντας με τρόπο προσωπικό διάφορα στοιχεία της ιστορικής παράδοσης και ποικίλους εκφραστικούς τρόπους, μας δίνει ανάγλυφη τη μορφή της Ελλάδας και των ανθρώπων της στον αδιάκοπο αγώνα τους για ελευθερία, δικαιοσύνη και ανθρωπιά.

I
Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,
αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ’ τα ξένα βήματα,
αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,
αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο.

Ετούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή,
σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα λιθάρια,
σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τ’ αμπέλια του,
σφίγγει τα δόντια. Δεν υπάρχει νερό. Μονάχα φως.
Ο δρόμος χάνεται στο φως κι ο ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο.

Μαρμάρωσαν τα δέντρα, τα ποτάμια κι οι φωνές μες στον ασβέστη
του ήλιου.
Η ρίζα σκοντάφτει στο μάρμαρο. Τα σκονισμένα σκοίνα.
Το μουλάρι κι ο βράχος. Λαχανιάζουν. Δεν υπάρχει νερό.
Όλοι διψάνε. Χρόνια τώρα. Όλοι μασάνε μια μπουκιά ουρανό
πάνου απ’ την πίκρα τους.
Τα μάτια τους είναι κόκκινα απ’ την αγρύπνια,
μια βαθιά χαρακιά σφηνωμένη ανάμεσα στα φρύδια τους
σαν ένα κυπαρίσσι ανάμεσα σε δυο βουνά στο λιόγερμα.

Το χέρι τους είναι κολλημένο στο ντουφέκι
το ντουφέκι είναι συνέχεια του χεριού τους
το χέρι τους είναι συνέχεια της ψυχής τους –
έχουν στα χείλια τους απάνου το θυμό
κι έχουνε τον καημό βαθιά στα μάτια τους
σαν ένα αστέρι σε μια γούβα αλάτι.

Όταν σφίγγουν το χέρι, ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο
όταν χαμογελάνε, ένα μικρό χελιδόνι φεύγει μέσ’ απ’ τα άγρια
γένια τους.
όταν κοιμούνται, δώδεκα άστρα πέφτουν απ’ τις άδειες τσέπες τους
όταν σκοτώνονται, η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και με
            ταμπούρλα.
Τόσα χρόνια όλοι πεινάνε, όλοι διψάνε, όλοι σκοτώνονται
πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα,
έφαγε η κάψα τα χωράφια τους κι η αρμύρα πότισε τα σπίτια τους
ο αγέρας έριξε τις πόρτες τους και τις λίγες πασχαλιές της πλατείας
από τις τρύπες του πανωφοριού τους μπαινοβγαίνει ο θάνατος
η γλώσσα τους είναι στυφή σαν το κυπαρισσόμηλο
πέθαναν τα σκυλιά τους τυλιγμένα στον ίσκιο τους
η βροχή χτυπάει στα κόκαλά τους.

Πάνου στα καραούλια πετρωμένοι καπνίζουν τη σβουνιά και τη νύχτα
βιγλίζοντας το μανιασμένο πέλαγο που βούλιαξε
το σπασμένο κατάρτι του φεγγαριού.

Το ψωμί σώθηκε, τα βόλια σώθηκαν,
γεμίζουν τώρα τα κανόνια τους μόνο με την καρδιά τους.

Τόσα χρόνια πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα
όλοι πεινάνε, όλοι σκοτώνονται και κανένας δεν πέθανε –
πάνου στα καραούλια λάμπουνε τα μάτια τους,
μια μεγάλη σημαία, μια μεγάλη φωτιά κατακόκκινη
και κάθε αυγή χιλιάδες περιστέρια φεύγουν απ’ τα χέρια τους
για τις τέσσερις πόρτες του ορίζοντα.

Ο Γιάννης Ρίτσος συνθέτει το ποίημα αυτό αμέσως μετά την τραγική εμπειρία της γερμανικής κατοχής και επιχειρεί να αποδώσει τα στοιχεία εκείνα που συνθέτουν την ιδιαίτερη ψυχοσύνθεση του ελληνικού λαού.
Ο ασίγαστος πόθος των Ελλήνων για ελευθερία, οι συνεχείς μόχθοι του ελληνικού λαού, ο πόνος που έχει γίνει πια ένα με την ψυχή τους, αλλά και ο ακατάλυτος δεσμός τους με τον τόπο που κατοικούν αδιάκοπα για χιλιάδες χρόνια, είναι μερικές από τις θεματικές του ποιήματος.
Ο λόγος του ποιητή κινείται συχνά πέρα από την κυριολεξία με διατυπώσεις υπερρεαλιστικές που αποσκοπούν στη συγκινησιακή απόδοση στοιχείων της ελληνικής ψυχής και του ελληνικού τοπίου. Η υπερρεαλιστική έκφραση επιτρέπει στον ποιητή τη δημιουργία εικόνων που φέρνουν στο φως τα συναισθήματα εκείνα που προκαλούνται στην ψυχή του από τη βαθιά αγάπη του για τον ελληνισμό. Η προσέγγιση του ποιητή αποδεσμεύεται από τους περιορισμούς της ρεαλιστικής θέασης και στοχεύει στη βαθύτερη αλήθεια των πραγμάτων, όπως αυτή διαμορφώνεται με όλη την ένταση της συναισθηματικής φόρτισης. Τα πρόσωπα και τα πράγματα του ελληνικού χώρου βαρύνουν στη συνείδηση του ποιητή όχι μόνο με την πραγματική και υλική τους υπόσταση, αλλά κυρίως με τις άπειρες προεκτάσεις που τους προσδίδει η αγάπη, ο πόνος κι οι πόθοι του ποιητή∙ αποκτούν άρα την ουσιαστική αξία που έχουν για κάθε Έλληνα, που ακόμη και σε μια πέτρα του ελληνικού χώρου βλέπει κάτι που αντιπροσωπεύει το σύνολο της πατρίδας του.
Η συναισθηματική φόρτιση του ποιητή που είναι εμφανής σε όλο το ποίημα δικαιολογείται όχι μόνο λόγω της έκτασης που έλαβαν οι απώλειες και οι κακουχίες των Ελλήνων κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, αλλά κι από τη διαφαινόμενη ελπίδα του -κυρίως στις επόμενες ενότητες του ποιήματος- πως η πραγματικότητα για τους ήδη καταπονημένους Έλληνες θα λάβει μια νέα ευτυχέστερη μορφή. Καθώς ο ποιητής διατρέχει με τη σκέψη του το δύσκολο παρελθόν της Ελλάδας, θέλει και προσδοκά μια ουσιώδη αλλαγή σε ό,τι μοιάζει να αποτελεί μια συνεχή πορεία δυστυχίας και ψυχικής φθοράς.
Αν λάβουμε υπόψη μας τη συναισθηματική ένταση του ποιητή, με τον πόνο, την αγανάκτηση, τη θλίψη μα και την ελπίδα να κατέχουν την ψυχή του, μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα την ανάγκη του να βρεθεί πέρα από τα δεδομένα όρια των λέξεων σε μια εκφραστική περιοχή όπου εκείνο που προέχει είναι το συναίσθημα. Ό,τι θέλει περισσότερο να πει και να παραστήσει ο ποιητής είναι το πλήθος όσων νιώθει μέσα του για κάθε τι που αποτελεί μέρος και συνιστά εν τέλει την πατρίδα του. Άνθρωποι, δέντρα, τοπίο κι αντικείμενα είναι όλα βαπτισμένα στην αγάπη εκείνη που ξεπερνά το εγώ και το τώρα∙ είναι όλα ιδωμένα υπό το πρίσμα του εσώτατου πόθου για την ελευθερία της πατρίδας, για την αποτίναξη κάθε ξενικού ζυγού και φυσικά για την από καιρό ποθούμενη ευπορία του ελληνικού έθνους.

Ανάλυση ποιήματος

Ρωμιοσύνη
I
«Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,
αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ’ τα ξένα βήματα,
αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,
αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο.» 

Ο ποιητής επιλέγει να τιτλοφορήσει το ποίημά του ρωμιοσύνη (ελληνισμός), χρησιμοποιώντας μια λέξη που βρίσκεται πιο κοντά στη λαϊκή διατύπωση και στην ψυχή των Ελλήνων. Μια λέξη που εμπεριέχει όλη την περηφάνια και τα υψηλά εκείνα αισθήματα που διαπνέουν κάθε Έλληνα για τη σκληρά δοκιμαζόμενη φυλή του. Λέξη ενδεικτική, άλλωστε, για το κλίμα που θα κινηθεί το ποίημα στο σύνολό του, καθώς ο ποιητής αποβλέπει σε μια έκφραση όσο γίνεται πιο κοντά στο λόγο και στη σκέψη του ελληνικού λαού, αποφεύγοντας οτιδήποτε θα αλλοίωνε την αλήθεια του συναισθήματος που διατρέχει την ποιητική του σύνθεση.
Στην εισαγωγική στροφή του ποιήματος δηλώνεται εμφατικά πόσο αδιανόητο είναι για τον ελληνικό λαό να ζήσει χωρίς την ελευθερία του. Σ’ αυτή την ανάγκη μάλιστα συμμετέχουν εξίσου η ελληνική φύση κι ο ίδιος ο τόπος, που ως προσωποποιημένες παρουσίες δεν μπορούν να αρκεστούν, δεν μπορούν να υπάρξουν στα ασφυκτικά όρια της σκλαβιάς.
Τα δέντρα δε μπορούν να ζήσουν με λιγότερο ουρανό, αναφορά που υποδηλώνει τον περιορισμό της εθνικής κυριαρχίας, την έλλειψη ελευθερίας, αλλά και το στένεμα της ελπίδας. Οι πέτρες δε βολεύονται κάτω από τα ξένα βήματα του κατακτητή, κάτω από τον εχθρικό και μισητό βηματισμό. Τα πρόσωπα των Ελλήνων δεν μπορούν να ζήσουν παρά μόνο στον ήλιο, στο φως της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας, μακριά από τα σκοτάδια και τη συννεφιά της σκλαβιάς, και οι καρδιές τους δεν μπορούν να υπάρξουν παρά μόνο σ’ ένα κόσμο όπου επικρατεί δικαιοσύνη.
Η επαναφορά στους τέσσερις πρώτους στίχους της δεικτικής αντωνυμίας (αυτά, αυτές) και του ίδιου ρήματος (δε βολεύονται) δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στο μήνυμα των στίχων, ενώ μέσω της επανάληψης ενισχύεται η μουσικότητα του ποιήματος. Η χρήση μάλιστα των δεικτικών αντωνυμιών, που μας φέρνουν στη σκέψη των ποιητή να δείχνει τα δέντρα, τις πέτρες και τους ανθρώπους γύρω του, προσδίδουν παραστατικότητα και ζωντάνια στην έκφραση του λόγου. Παρατηρούμε επίσης πως τα υποκείμενα των στίχων συνεκδοχικά αναφέρονται σε όλο το σύνολο του ελληνικού πληθυσμού και χώρου.
Η αναφορά στις διαθέσεις, όχι μόνο των ανθρώπων, αλλά και του τοπίου, του ελληνικού χώρου, καθιστά τον πόθο των Ελλήνων για ανεξαρτησία εναργέστερο και μας παραπέμπει έμμεσα σε όλους τους αγώνες που έχουν γίνει ανά τους αιώνες επί ελληνικού εδάφους με στόχο πάντοτε την ελευθερία.

«Ετούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή,
σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα λιθάρια,
σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τ’ αμπέλια του,
σφίγγει τα δόντια. Δεν υπάρχει νερό. Μονάχα φως.
Ο δρόμος χάνεται στο φως κι ο ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο.»

Στη δεύτερη στροφή του ποιήματος τίθεται σε πρωταγωνιστική θέση ο ελληνικός τόπος, που με τις ιδιαιτερότητές του έχει επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό την ψυχοσύνθεση των κατοίκων του. Ο ποιητής μάλιστα επιλέγει να παρουσιάσει το ελληνικό τοπίο, όπως αυτό εμφανίζεται την πιο θερμή ώρα του καλοκαιριού∙ εποχή που είναι η πιο χαρακτηριστική για την Ελλάδα.
Ο παραδομένος στη ζέστη τόπος είναι σκληρός και κάτω από το δεσπόζον φως του ήλιου μοιάζει αμετάβλητος, σχεδόν ακινητοποιημένος. Η σκληρότητα του τοπίου αποδίδεται από τον ποιητή με μια παρομοίωση στην οποία αντιπαρατίθεται με τη σκληρότητα της σιωπής, παραπέμποντας έτσι στο πικρό συναίσθημα που προκαλεί η σιωπή ενός αγαπημένου προσώπου ή εν γένει η σιωπή τη στιγμή που κάποιος περιμένει με αγωνία μιαν απάντηση ή μιαν είδηση.
Το τοπίο σφίγγει στον κόρφο του τις πέτρες, που καίνε απ’ την πολύωρη έκθεση στον αμείλικτο ήλιο, σφίγγει στο φως του τις ορφανές ελιές (ορφανές υπό την έννοια πως είναι από τα ελάχιστα καρποφόρα δέντρα που κυριαρχούν στον ελληνικό χώρο) και τα αμπέλια του. Οι εικόνες που συνθέτει εδώ ο ποιητής περιλαμβάνουν ακριβώς τα πιο χαρακτηριστικά στοιχεία του ελληνικού τοπίου, ιδωμένα στατικά υπό το εκτυφλωτικό φως του ήλιου.
Το προσωποποιημένο τοπίο σφίγγει τα δόντια, καθώς παντού υπάρχει ξηρασία -το νερό είναι τόσο λίγο που είναι σα να μην υπάρχει καν- μόνο το φως κυριαρχεί και φλέγει όλο τον ελληνικό χώρο. Η κατάσταση αυτή -τόσο οικεία στους Έλληνες- έρχεται να αναδείξει τις δυσκολίες που προκύπτουν από έναν άνυδρο τόπο για τους κατοίκους, οι οποίοι πέρα από τα πλείστα άλλα προβλήματα που τους παρουσιάζονται, οφείλουν να αντέξουν και τη σκληρότητα του ίδιου του τόπου τους.
Είναι τέτοια η ένταση του ήλιου που ο δρόμος μπροστά χάνεται μέσα στη λαμπρότητα του φωτός, ενώ η σκιά που ρίχνει η μάντρα μοιάζει με σίδερο∙ εικόνα που αποδίδει παράλληλα την αλλοίωση του χώρου από τη λαμπρότητα του φωτός και συνάμα την αίσθηση της απόλυτης ακινησίας κάτω από την αβάσταχτη ζέστη του κυριάρχου ήλιου. Ο ίσκιος μοιάζει σκληρός σα σίδερο, μοιάζει αμετακίνητος σαν να έχει υλική υπόσταση, σα να διεκδικεί κι αυτός μερίδιο στο ανάγλυφο του ελληνικού τοπίου.

«Μαρμάρωσαν τα δέντρα, τα ποτάμια κι οι φωνές μες στον ασβέστη
του ήλιου.
Η ρίζα σκοντάφτει στο μάρμαρο. Τα σκονισμένα σκοίνα.
Το μουλάρι κι ο βράχος. Λαχανιάζουν. Δεν υπάρχει νερό.
Όλοι διψάνε. Χρόνια τώρα. Όλοι μασάνε μια μπουκιά ουρανό
πάνου απ’ την πίκρα τους.
Τα μάτια τους είναι κόκκινα απ’ την αγρύπνια,
μια βαθιά χαρακιά σφηνωμένη ανάμεσα στα φρύδια τους
σαν ένα κυπαρίσσι ανάμεσα σε δυο βουνά στο λιόγερμα.»

Το μοτίβο της ακινησίας του τοπίου δίνεται σ’ αυτή τη στροφή με μεγάλη σαφήνεια, καθώς όπως δηλώνει ο ποιητής τα δέντρα, τα ποτάμια κι οι φωνές έχουν μαρμαρώσει μες στον ασβέστη του ήλιου, μες στη λευκότητα του δεσπόζοντος φωτός. Η εικόνα της σκληρότητας του τοπίου, που ξεκίνησε στην προηγούμενη στροφή με την αναφορά στην κυριαρχία του φωτός και την πλήρη έλλειψη νερού, συνεχίζεται εδώ με επιτακτικό τρόπο. Τα πάντα μοιάζουν μαρμαρωμένα κάτω απ’ το φως, ακόμη κι οι ρίζες των δέντρων σκοντάφτουν στο μάρμαρο, στο σκληρό απ’ την ξηρασία έδαφος∙ το μάρμαρο βέβαια μπορεί να γίνει αντιληπτό και μ’ άλλους τρόπους αφενός γιατί σε κυριολεκτικό επίπεδο υπάρχει σε αφθονία στο ελληνικό υπέδαφος -σχηματίζεται έτσι μια σύνδεση ανάμεσα στο μάρμαρο του υπεδάφους και το μαρμαρωμένο απ’ τη ζέστη και τον ήλιο τοπίο- κι αφετέρου αποτελεί έμμεση αναφορά στα αρχαία αγάλματα και υπολείμματα μνημείων που βρίσκονται ακόμη θαμμένα στην ελληνική γη.
Η έλλειψη νερού γίνεται αντιληπτή σε κάθε στοιχείο της ελληνικής φύσης, τα φυτά (σκοίνα), τα ζώα (μουλάρι), ακόμη και το έδαφος (βράχος) λαχανιάζουν, διψούν. Δεν υπάρχει πουθενά νερό κι αυτό επηρεάζει ακόμη και τους ανθρώπους, που χρόνια τώρα αντιμετωπίζουν το πρόβλημα αυτό. Προσέχουμε, βέβαια, πως καθώς η δίψα περνά από τα στοιχεία της φύσης στον άνθρωπο, έχουμε συνάμα και μια μετατόπιση προς μια μεταφορική χρήση της δίψας, για να δηλωθεί έτσι και η απουσία της ελπίδας, η απουσία μιας θετικής προοπτικής που τόσο αναγκαία είναι σε κάθε άνθρωπο. 
Οι Έλληνες που χρόνια τώρα βασανίζονται και ταλαιπωρούνται «μασάνε μια μπουκιά ουρανό» πάνω από την πίκρα τους∙ μια υπερρεαλιστική εικόνα που επιχειρεί να παραστήσει πως συχνά το ίδιο το τοπίο, με τον καταγάλανο ουρανό, είναι κι η μόνη παρηγοριά για τους ανθρώπους. Η θέαση του λαμπρού ουρανού, η θέαση αυτής της ομορφιάς που πλαισιώνει τον ελληνικό χώρο, αποτελεί μια σταθερή διαβεβαίωση πως οι αγώνες και οι πόνοι τους δεν πάνε χαμένοι, αφού αυτό για το οποίο πολεμούν αξίζει κάθε θυσία.
Οι συνεχείς αγώνες των ανθρώπων, οι συνεχείς πίκρες τους, που αποτελούν μόνιμο στοιχείο της ζωής τους, είναι εμφανείς στο πρόσωπό τους, τόσο στα κόκκινα απ’ την αγρύπνια μάτια όσο και στη βαθιά ρυτίδα που έχει σχηματιστεί ανάμεσα στα φρύδια τους. Η μόνιμη έκφραση αγωνίας έχει αφήσει ανεξίτηλα τα σημάδια της στο πρόσωπο των ανθρώπων, όπου η χαραγματιά ανάμεσα στα φρύδια είναι τόσο έντονη και εμφανής, όπως η εικόνα ενός κυπαρισσιού ανάμεσα σε δυο βουνά που καθώς ο ήλιος δύει φαίνεται όλο και πιο σκοτεινό κι επιβλητικό.

«Το χέρι τους είναι κολλημένο στο ντουφέκι
το ντουφέκι είναι συνέχεια του χεριού τους
το χέρι τους είναι συνέχεια της ψυχής τους –
έχουν στα χείλια τους απάνου το θυμό
κι έχουνε τον καημό βαθιά στα μάτια τους
σαν ένα αστέρι σε μια γούβα αλάτι.»

Η αγρύπνια των Ελλήνων, που φαίνεται στα κοκκινισμένα τους μάτια, είναι το στοιχείο εκείνο που αποκαλύπτει πως για χρόνια βρίσκονται σε μια κατάσταση διαρκούς εγρήγορσης, σε μια κατάσταση επιφυλακής, αφού διαρκώς πρέπει να πολεμούν για την ελευθερία τους. Οι Έλληνες δεν ξεκουράζονται και δεν ησυχάζουν ποτέ, βρίσκονται διαρκώς με το ντουφέκι κολλημένο στο χέρι τους, σε σημείο που μοιάζει πια σαν να είναι μια φυσική προέκταση του χεριού τους.
Αντιστοίχως το χέρι τους -το χέρι που είναι έτοιμο ανά πάσα στιγμή να πολεμήσει- είναι η προέκταση της ψυχής τους, κάτι που σημαίνει πως η αποφασιστικότητά τους ν’ αγωνιστούν για όσα τους ανήκουν αντλείται από το βάθος της ψυχή τους. Οι Έλληνες δεν πολεμούν γιατί τους το επιβάλλει κάποιος ή γιατί έτσι πρέπει, αλλά γιατί ο αγώνας για την ελευθερία είναι κάτι που επιθυμούν ολόψυχα. Οι Έλληνες δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς την ανεξαρτησία τους κι αυτό τους ωθεί σ’ έναν αγώνα μέχρι τέλους.
Το να ζουν υπό ξενική κατοχή, το να ζουν χωρίς να είναι κύριοι της πατρίδας και της τύχης τους είναι κάτι που τους πληγώνει βαθιά, γι’ αυτό και βλέπει κανείς το θυμό που τους φλέγει στα χείλη τους. Ενώ στα μάτια τους μπορείς να δεις τον καημό τους, τον πόνο και την οδύνη που τους προκαλεί η παρουσία των κατακτητών στην αγαπημένη τους πατρίδα. Κι είναι τόσο έντονος ο καημός τους, τόσο βαθιά χαραγμένος στα μάτια τους, όπως ένα αστέρι μέσα σε μια γούβα αλάτι.
Η παρομοίωση αυτή που κινείται σε υπερρεαλιστικό πλαίσιο έρχεται να τονίσει την ένταση του ψυχικού πόνου των Ελλήνων, τα μάτια των οποίων έχουν πια στεγνώσει από τα δάκρυα. Τα δάκρυα αυτά που κύλησαν για καιρό άφησαν μόνο το αλάτι (ό,τι απομένει δηλαδή από τα δάκρυα όταν στεγνώσουν) κι ένα αστέρι βαθιά ριζωμένο, ένα αστέρι που συμβολίζει την ελπίδα πως ο πόνος τους δε θα μείνει ανεκδίκητος.
Τα δάκρυα στέγνωσαν και τη θέση τους έλαβε η αποφασιστικότητα, η οργή και η υπόσχεση πως οι κατακτητές θα πληρώσουν για τα δεινά που προκάλεσαν στην ελληνική γη. Ο καημός στα μάτια των Ελλήνων, ο βαθύς αυτός πόνος, δεν είναι πια πηγή δακρύων, αλλά πηγή δύναμης και ψυχικού σθένους.

«Όταν σφίγγουν το χέρι, ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο
όταν χαμογελάνε, ένα μικρό χελιδόνι φεύγει μέσ’ απ’ τα άγρια
γένια τους.
όταν κοιμούνται, δώδεκα άστρα πέφτουν απ’ τις άδειες τσέπες τους
όταν σκοτώνονται, η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και με
            ταμπούρλα.
Τόσα χρόνια όλοι πεινάνε, όλοι διψάνε, όλοι σκοτώνονται
πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα,
έφαγε η κάψα τα χωράφια τους κι η αρμύρα πότισε τα σπίτια τους
ο αγέρας έριξε τις πόρτες τους και τις λίγες πασχαλιές της πλατείας
από τις τρύπες του πανωφοριού τους μπαινοβγαίνει ο θάνατος
η γλώσσα τους είναι στυφή σαν το κυπαρισσόμηλο
πέθαναν τα σκυλιά τους τυλιγμένα στον ίσκιο τους
η βροχή χτυπάει στα κόκαλά τους.»

Οι Έλληνες όταν σφίγγουν το χέρι ενός ανθρώπου, όταν δίνουν δηλαδή το λόγο τους, όταν συμφωνούν σε κάτι, ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο, ο (προσωποποιημένος) ήλιος αισθάνεται απόλυτη σιγουριά πως θα κρατήσουν το λόγο τους και θα πράξουν ό,τι συμφώνησαν.
Όταν οι Έλληνες χαμογελούν γεννιέται στον κόσμο η ελπίδα∙ το μικρό χελιδόνι που φεύγει από τα άγρια γένια τους. Τα άγρια γένια είναι εδώ μια ακόμη υπόμνηση των σκληρών συνθηκών που χαρακτηρίζουν τη ζωή των Ελλήνων.
Όταν κοιμούνται από τις άδειες τους τσέπες -αναφορά στην οικονομική εξαθλίωση της χώρας- πέφτουν δώδεκα αστέρια∙ ονειρεύονται δηλαδή ένα καλύτερο αύριο, αισιοδοξούν κι αυτό τους δίνει δύναμη να συνεχίσουν τον αγώνα τους. Η επιλογή του ποιητή να μιλήσει συγκεκριμένα για 12 αστέρια, μας παραπέμπει στην ειδική σημασία που έχει αυτός ο αριθμός στα ιερά κείμενα του χριστιανισμού, όπου τον βρίσκουμε πολύ συχνά (παράδειγμα οι 12 μαθητές του Χριστού).
Όταν οι Έλληνες πεθαίνουν η ζωή συνεχίζει με την ίδια κι ακόμη μεγαλύτερη ένταση την ανοδική και δύσκολη πορεία της. Ο θάνατος κάθε Έλληνα τιμάται από τους συντρόφους του με ακόμη μεγαλύτερη αποφασιστικότητα για τη συνέχιση του αγώνα, για τη διεκδίκηση της ελευθερίας. Έτσι, αντί για θρήνους, ο θάνατος των Ελλήνων συνοδεύεται από μια διάθεση να τιμηθεί ο χαμός τους, να τιμηθεί η θυσία τους.
Η εντιμότητα των Ελλήνων, η δύναμή τους να χαμογελούν, να ελπίζουν και να ονειρεύονται μέσα στις κακουχίες, οι θυσίες τους που βρίσκουν θερμή ανταπόκριση απ’ τους συντρόφους τους, είναι τα χαρακτηριστικά του έθνους αυτού που για χρόνια βασανίζεται και υποφέρει.  
Χρόνια τώρα οι Έλληνες μαστίζονται απ’ την πείνα και τη δίψα, χρόνια τώρα σκοτώνονται στους συνεχείς αγώνες που δίνουν κι όλα αυτά σ’ έναν τόπο που περιστοιχίζεται όχι μόνο από στεριά, αλλά κι από θάλασσα. Στεριά και θάλασσα βασανίζουν τους Έλληνες, σ’ έναν τόπο άνυδρο, άγονο και δύσκολα ελέγξιμο στο σύνολό του αφού μεγάλο μέρος αυτού βρίσκεται υπό το κράτος της θάλασσας.
Η ζέστη έχει κάψει τα χωράφια τους, η αρμύρα της θάλασσας έχει ποτίσει τα σπίτια τους, ο άνεμος έχει γκρεμίσει τις πόρτες των σπιτιών τους, αλλά και τις λίγες πασχαλιές που βρίσκονταν στις πλατείες (οι πασχαλιές ως σύμβολα της ανάστασης, της ελπίδας για μια ουσιαστική λύτρωση). Κι οι ίδιοι οι Έλληνες, φτωχοί κι ανυπεράσπιστοι απέναντι στη μανία της φύσης, με τον παγωμένο αέρα να περνά από τα τρύπια πανωφόρια τους και να τους οδηγεί στο θάνατο. Η γλώσσα τους δε από τη δίψα και την πείνα έχει πια γίνει στυφή, ξερή σαν το κυπαρισσόμηλο.
Η πείνα των ανθρώπων γίνεται έντονα εμφανής στα πιστά και αγαπημένα τους σκυλιά, που έμειναν πάντα στη σκιά των αφεντικών τους και πέθαναν από τις στερήσεις, από την πλήρη απουσία τροφής. Μακάβριο ενθύμιο των οποίων απέμειναν τα κόκαλά τους που μαστίζονται από τη βροχή του δύσκολου χειμώνα.
Ο ποιητής έχοντας δει την τραγική εξαθλίωση του λαού του στα χρόνια της γερμανικής κατοχής, όπου όλες οι υποδομές του κράτους κατέρρευσαν κι οι άνθρωποι χάθηκαν κατά χιλιάδες από την πείνα και τις κακουχίες, δείχνει εδώ πόσο δύσκολη είναι η διαβίωση στον φτωχό αυτό τόπο. Τα θερμά καλοκαίρια και τα όμορφα νησιά που είναι παραδομένα στο έλεος της θάλασσας, δημιουργούν ένα εχθρικό περιβάλλον, όταν δεν υπάρχουν τα χρήματα, όταν δεν υπάρχει καμία υποδομή για να στηρίξει τους ανθρώπους.
Ό,τι φαινομενικά μοιάζει με ευλογία αυτού του τόπου, στην πραγματικότητα αποτελεί φονική δυσκολία για έναν εξαθλιωμένο λαό, που δεν έχει κανένα τρόπο να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που προκύπτουν από τη λειψυδρία, την έλλειψη βασικών ειδών διατροφής και φυσικά τις έντονες αλλαγές του καιρού. Κι όλα αυτά έγιναν με τραγικό τρόπο εμφανή στα χρόνια της κατάρρευσης, στα χρόνια του μεγάλου πολέμου.

«Πάνου στα καραούλια πετρωμένοι καπνίζουν τη σβουνιά και τη νύχτα
βιγλίζοντας το μανιασμένο πέλαγο που βούλιαξε
το σπασμένο κατάρτι του φεγγαριού.

Το ψωμί σώθηκε, τα βόλια σώθηκαν,
γεμίζουν τώρα τα κανόνια τους μόνο με την καρδιά τους.»

Οι Έλληνες, όμως, δεν κάμπτονται από τις πολλαπλές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν, έτσι παραμένουν στις σκοπιές έστω κι αν είναι πετρωμένοι από το κρύο, έστω κι αν αναγκάζονται να καίνε για να ζεσταθούν τη σβουνιά, την ξεραμένη δηλαδή κοπριά των ζώων. Ενώ το βλέμμα τους παραμένει προσηλωμένο στη μανιασμένη θάλασσα που με έχει βουλιάξει «το σπασμένο κατάρτι του φεγγαριού». Η υπέροχη αυτή εικόνα δίνει με ιδιαίτερη παραστατικότητα το βαθμό της ταραχής που επικρατεί στη θάλασσα, καθώς επάνω της δεν καθρεφτίζεται πια η γραμμή του φεγγαριού (το κατάρτι) που μπορεί κανείς να δει τις νύχτες όταν η θάλασσα είναι τελείως γαλήνια.
Το ψωμί έχει τελειώσει, τα πολεμοφόδια έχουν τελειώσει, αλλά οι Έλληνες συνεχίζουν τον αγώνα τους, γεμίζοντας τα κανόνια μόνο με την καρδιά τους. Μια υπερρεαλιστική εικόνα που έρχεται να δείξει το πόσο αποφασισμένοι είναι οι Έλληνες να πολεμήσουν∙ έστω και με μόνη τη γενναιότητα της ψυχής τους, έστω και θυσιάζοντας τον ίδιο τους τον εαυτό, είναι διατεθειμένοι να κρατήσουν τον αγώνα τους ζωντανό, με κάθε δυνατή θυσία, με κάθε δυνατό τρόπο.

«Τόσα χρόνια πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα
όλοι πεινάνε, όλοι σκοτώνονται και κανένας δεν πέθανε –
πάνου στα καραούλια λάμπουνε τα μάτια τους,
μια μεγάλη σημαία, μια μεγάλη φωτιά κατακόκκινη
και κάθε αυγή χιλιάδες περιστέρια φεύγουν απ’ τα χέρια τους
για τις τέσσερις πόρτες του ορίζοντα.»

Οι δύο πρώτοι στίχοι της στροφής αποτελούν μερική επανάληψη στίχων από προηγούμενη στροφή, με ένα βασικό οξύμωρο σχήμα όμως, που δηλώνει πως ο θάνατος των Ελλήνων δεν είναι μάταιος, δεν πηγαίνει χαμένος. Κάθε Έλληνας που σκοτώνεται παραμένει ζωντανός, συνεχίζει να υπάρχει μέσα στις ψυχές των άλλων Ελλήνων, που μένουν πιστοί στον κοινό αγώνα.
Οι Έλληνες στέκουν αγέρωχοι στις σκοπιές τους, με τα μάτια τους να λάμπουν από την αποφασιστικότητα, τη θέληση και την προσδοκία πως ο αγώνας τους θα δικαιωθεί. Κοντά τους έχουν μια μεγάλη σημαία, το σύμβολο ενός αγώνα που δεν αφορά μόνο τους Έλληνες αλλά κάθε άνθρωπο και κάθε λαό που επιθυμεί την ειρήνευση και την εκδίωξη των κατακτητών.
Η μεγάλη κατακόκκινη φωτιά, που λειτουργεί συνδυαστικά με τη μεγάλη σημαία, σηματοδοτεί την ένταση του αγώνα των Ελλήνων, το πάθος και την πεποίθησή τους πως αυτός ο αγώνας θα φέρει την πολυπόθητη ελευθερία. Οι Έλληνες, όχι μόνο δεν υπέκυψαν μπροστά στις δυσκολίες, αλλά η θέλησή τους έγινε ακόμα πιο ισχυρή, καθώς όσο περισσότερο τους χτυπούν οι κατακτητές, τόσο περισσότερο εκείνη δίνονται στον αγώνα τους.
Έτσι, κάθε νέα μέρα που ξημερώνει, κάθε νέα μέρα του αγώνα τους, φεύγουν από τα χέρια τους χιλιάδες περιστέρια -σύμβολα ειρήνης- προς τις τέσσερις πόρτες του ορίζοντα, προς κάθε δηλαδή κατεύθυνση, στέλνοντας το μήνυμα πως ό,τι φρικτό συμβαίνει σε τούτη τη χώρα θα λάβει τέλος, θα υποχωρήσει μπροστά στο σθένος των Ελλήνων. Κι από τούτη τη μικρή χώρα που κάποτε ξεκίνησε το ταξίδι της η ιδέα της δημοκρατίας, θα ξεκινήσει το ταξίδι της και η είδηση της ειρήνης και της εκδίωξης των κατακτητών. Η νίκη που θα επιτύχουν οι Έλληνες θα είναι η αρχή για την ειρήνευση και την ευδαιμονία σε όλο τον κόσμο.



Γ. ΡΙΤΣΟΣ, ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ
 ( ΚΝΛ Β΄ΛΥΚΕΙΟΥ σελ. ) .
  Ενότητες: 
1η ενότητα: α΄ στροφή Η αξιολόγηση της ελευθερίας από τους Αμερικάνους. 

2 η ενότητα: β΄ στροφή Η προφητεία του ποιητή 

3 η ενότητα: γ΄ στροφή Οι αληθινοί αγωνιστές της ελευθερίας 

Το ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο: 

Γράφτηκε το διάστημα 1945-1947, ιδιαίτερα κρίσιμη ιστορική περίοδος της ελληνικής ιστορίας. Δεκεμβριανά του ΄44 και Συμφωνία της Βάρκιζας → 
α. Ο αγώνας των αντιστασιακών του ΕΑΜ φαίνεται χαμένος, 
β. Η πολιτική αντιπαράθεση → περίοδος Εμφυλίου. 

Τίτλος Ρωμιοσύνη: 
η λέξη ηχεί λαϊκά καθώς εκφράζει τους αδιάκοπους λαϊκούς αγώνες για ελευθερία, δικαιοσύνη και ανθρωπιά. 
Το ζήτημα της νεοελληνικής ταυτότητας διερευνάται σε σχέση πάντα με το μακραίωνο ιστορικό παρελθόν σε αναζήτηση μιας πολιτισμικής-εθνικής-φυλετικής συνέχειας και ενότητας. 
Γι αυτό το λόγο ο ποιητής υιοθετεί τη λέξη Ρωμιοσύνη και όχι την έννοια του « ελληνισμού». 

Η Ρωμιοσύνη ˂ λαϊκή συνείδηση του ελληνισμού- την τάξη των «ταπεινών» και των «καταφρονεμένων», αιωνίως προδομένων και καταπιεσμένων αλλά και αντιστεκόμενων Ελλήνων.
 Η συνείδηση του Ρωμιού έχει τη δομή του Ελληνικού τοπίου (στ.15 και 16).

  Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΤΟΠΙΟΥ 

Α. «Το τοπίο συμμετέχει και αυτό στην ιστορική αυτογνωσία του Έλληνα. Έχει πάνω του χαραγμένη την ιστορία της Ρωμιοσύνης, είναι η ίδια η Ρωμιοσύνη».(Διαλησμάς Στ.,1981, Εισαγωγή στην ποίηση του Ρίτσου, Αθήνα, Επικαιρότητα,σελ.35-42). 

Η ιστορία του Έλληνα- η ζωή του είναι άμεσα συνδεδεμένη με το τοπίο. Εξαρτάται από το τοπίο (γη, θάλασσα, ουρανός), η οικονομία του, ο πολιτισμός του, οι αγώνες του για ελευθερία και δικαιοσύνη. 

Β. Το τοπίο είναι άνυδρο, ξερό αλλά φωτεινό. Τα δέντρα, οι πέτρες, ο ουρανός, οι ορφανές ελιές, τα πυρωμένα λιθάρια φαίνονται σαν να είναι πολιορκημένα από στεριά και από θάλασσα.

  Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ 

Οι άνθρωποι είναι ασυμβίβαστοι, ανυπότακτοι, ελεύθεροι, αγωνίζονται για τον τόπο τους αλλά και για την οικουμένη. (στ.18-45)

 
 Κέντρο ο απλός λαϊκός) άνθρωπος, τα καθημερινά βιώματα και τα συναισθήματά του, οι υπαρξιακοί προβληματισμοί του, ο έρωτας της ελευθερίας, το πάθος της δικαιοσύνης. 
Το ποίημα ακτινοβολεί μία νηφάλια αισιοδοξία και ελπίδα (στ.44-46). 
Συνδέεται με την αισιοδοξία και τις απόψεις της εποχής και τις ελπίδες του ποιητή για επανάσταση. 

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ 

Ενιαία αντίληψη του χρόνου-παρόν, παρελθόν, μέλλον-συνυπάρχουν σε μία διαρκή επικαιρότητα. 
Συγχρονική παρουσία των αγωνιστών όλων των εποχών: 
-οι Αγωνιστές της Αντίστασης ενσαρκώνουν το ηρωικό πνεύμα των :
 -ομηρικών ημίθεων -Ακριτών - Αρματολών και κλεφτών -Αγωνιστών του ΄21 (ντουφέκι, καραούλια, βιγλίζοντας, βόλια → ατμόσφαιρα κοντινή με τα κλέφτικα τραγούδια. 

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΥ 

 Εικόνες υπερρεαλιστικές-σύμβολα (στ.1,2,9,13,33,35,…). 

 «Το ύφος του είναι κουβεντιαστό, που πολλές φορές χαρίζει τη ζεστασιά και την απλότητα μίας οικείας προσέγγισης». (Διαλησμάς Στ.,ό.π., σελ.70-71) 

 ¨Η γλώσσα του είναι η σημερινή καθημερινή γλώσσα μπολιασμένη, ανάλογα με τις περιστάσεις, είτε με ποιητικά γλωσσήματα είτε με λαϊκές λέξεις κι εκφράσεις, που προέρχονται από την αγροτική ή την αστική ζωή». (Διαλησμάς Στ.,ό.π., σελ.70-71) 

 Ο στίχος είναι ελεύθερος.


ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ     

ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ

ΤΟ ΕΡΓΟ

Η Ρωμιοσύνη είναι ένα μακροσκελές συνθετικό ποίημα που χωρίζεται σε 7 θεματικές ενότητες. Θέμα είναι η Ελλάδα και ολαός της που αγωνίζεται αδιάκοπα για ελευθερία , δικαιοσύνη και ανθρωπιά. Η λέξη Ρωμιοσύνη του τίτλου είναι λέξη λαϊκή, ταυτόσημη της έννοιας Ελληνισμός και σημασιοδοτεί την ιδεολογική τοποθέτηση του ποιητή.

ΘΕΜΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ

Θέμα του αποσπάσματος είναι η μοίρα και τα γνωρίσματα του ελληνικού τοπίου και των ανθρώπων του και το περιεχόμενο είναι αγωνιστικό.

Αφορμή έμπνευσης ποιητή

Οι αναφορές είναι σχετικές με όλη την ιστορική διαδρομή του ελληνικού λαού και με τους αγώνες του για ελευθερία και δικαιοσύνη. Αφορμή είναι ο ηρωικός αγώνας της Αντίστασης κατά την περίοδο της κατοχής.

ΘΕΜΑΤΙΚΗ

- Στους δύο πρώτους στίχους γίνεται λόγος για το φυσικό τοπίο και στους δύο επόμενους για τους ανθρώπους. Οι λέξεις αυτές δίνουν και τη θεματική του αποσπάσματος. Το τοπίο παρουσιάζεται λιτό, πετρώδες και άγονο, άνυδρο και εκτυφλωτικά φωτεινό. Οι άνθρωποι ζουν με στερήσεις και μόχθους, έγνοιες και πίκρες. Ωστόσο έχουν καρτερικότητα και θέληση για την αντιμετώπιση των δυσχερειών. Τους διακρίνει αγωνιστικότητα, βρίσκονται πάντα σε επαγρύπνηση για νέους αγώνες και έχουν ιδανικά και οράματα. Τα δύο αυτά στοιχεία (τοπίο-άνθρωποι) είναι στενά δεμένα και η μοίρα τους παράλληλη (μάλιστα ανθρώπινες ιδιότητες αποδίδονται στα άψυχα και αντίστροφα)

Το ρήμα «δε βολεύονται» σημαίνει δεν ικανοποιούνται, δεν μπορούν να ζήσουν (προσωποποίηση) Τα ελληνικά εδάφη δεν μπορούν να αντέξουν τους κατακτητές και οι άνθρωποι δεν μπορούν να αντέξουν την αδικία.

- Οι αντωνυμίες προσθέτουν στο λόγο παραστατικότητα. Παράλληλα ο λόγος γίνεται πιο έντονος και ζωηρός με την επανάληψη, όχι μόνο των αντωνυμιών αλλά και του ρήματος με άρνηση.

Παρατηρούμε επίσης την ομοιομορφία των στίχων ως προς την παράθεση αντωνυμίας-ουσιαστικού-ρήματος- εμπρόθετου

ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΠΙΟΥ

Ο στίχος 5 δίνει το θέμα των στίχων που θα ακολουθήσουν (6-12). Το θέμα αυτό είναι η σκληρότητα του τοπίου που παρομοιάζεται με τη σιωπή. Το τοπίο είναι σκληρό (κυριολεκτικά και μεταφορικά με προσωποποίηση) όπως είναι σκληροί και οι άνθρωποι που ζουν στη σιωπή ή που τους επιβάλλεται η σιωπή από τους κατακτητές.

Τα στοιχεία που συνιστούν τη σκληρότητα είναι τα ακόλουθα :

Το προσωποποιημένο τοπίο σφίγγει προστατευτικά όσα υπάρχουν σ’ αυτό

Προσπαθεί σφίγγοντας τα δόντια του να αντλήσει κουράγιο, για να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες

Υπάρχει έλλειψη νερού αλλά το φως είναι έντονο και βασανιστικό

Είναι επιπλέον ζεστό (πυρωμένα λιθάρια), άγονο (ορφανές (=λιγοστές) ελιές), ¨ανυδρο (δεν υπάρχει νερό) και πολύ φωτεινό (μονάχα φως και μάλιστα εκτυφλωτικό : ο δρόμος χάνεται στο φως = το έντονο φως τυφλώνει τα μάτια και περιορίζει το οπτικό πεδίο)

Οι επαναλήψεις του ρήματος σφίγγει είναι παρόμοιες με εκείνες της πρώτης στροφής

Η φράση ο ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο (μεταφορά) σημαίνει ότι υπάρχει τόση ζέστη που ακόμη και ο ίσκιος ενός μαντρότοιχου ανάβει σα σίδερο.

Στ. 10 : Όλα δείχνουν ακινητοποιημένα μέσα στο δυνατό φως που το αντανακλούν οι επιφάνειες των ασβεστωμένων σπιτιών.

Στ. 11: Στο χώμα δεν υπάρχει υγρασία. Οι ρίζες των δέντρων εμποδίζονται (σκοντάφτουν, προσωποποίηση) όχι μόνο από τις πέτρες αλλά και από θαμμένα μαρμάρινα έργα τέχνης της αρχαιότητας (γίνεται νύξη για την πολιτιστική κληρονομιά). Η αναβροχιά συχνή (σκονισμένα σκίνα)

Στ. 12: Υπάρχει γενική έλλειψη νερού. Το μουλάρι εκπροσωπεί τα έμψυχα ενώ ο πρωσοποιημένος βράχος τα άψυχα.

Στους στίχους 11κ΄12 διαπλέκονται το παρελθόν με το παρόν.

ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ

Η δίψα

Η φράση όλοι διψάνε χρησιμοποιείται με κυριολεκτική (επιβεβαιώνεται η γενική λειψυδρία) και μεταφορική σημασία(¨εχουν ανάγκη από ελευθερία)

Η φράση όλοι μασάνε μια μπουκιά ουρανό πάνω από την πίκρα τους συμβολίζει την ελπίδα για ένα αύριο καλύτερο από το πικρό σήμερα (υπερρεαλιστική διατύπωση)

Η διαρκής επαγρύπνηση

Οι ¨Έλληνες είναι αναγκασμένοι να επαγρυπνούν γιατί πάντα τους ζώνουν κίνδυνοι και είναι αναγκασμένοι να πολεμούν. Αυτό φαίνεται από :

Τα κόκκινα από αγρύπνια μάτια (εικόνα)

Τη ρυτίδα ανάμεσα στα φρύδια (εικόνα= επαγρύπνηση, έγνοια και περισυλλογή)) που μοιάζει με κυπαρίσσι (παρομοίωση)

Το τουφέκι που είναι ένα με το σώμα και την ψυχή σαν φυσική προέκταση.

Την επαγρύπνηση αυτή συνοδεύει μια ψυχική κατάσταση την οποία συνιστούν ο θυμός (κατά των κατακτητών) στα χείλη και ο καημός (η έντονη επιθυμία για λευτεριά) στο βλέμμα.

Η γούβα στην οποία καθρεφτίζεται το αστέρι είναι μικρό κοίλωμα παραθαλάσσιου βράχου όπου απομένει αλάτι καθώς εξατμίζεται το νερό.

Χαρακτήρας και ιδανικά των ανθρώπων

Στ. 23-26 : Είναι έντιμοι και έμπιστοι (όταν δίνουν το χέρι...), έχουν ευχάριστο χαμόγελο κι ας είναι η όψη τους αγριωπή (υπερρεαλιστική λυρική μεταφορά χελιδονιού), βλέπουν όνειρα αισιόδοξα για ένα καλύτερο κόσμο ((υπερρεαλιστική λυρική εικόνα άστρων), .οταν σκοτώνονται καταξιώνεται η θυσία τους ενώ άλλοι συνεχίζουν τον αγώνα τους.(προσωποποίηση της ζωής)

Οι δυσκολίες

 Στη δίψα και στο θάνατο που ήδη αναφέρθηκαν προστίθενται : Η ζέστη και η ξηρασία (κάψα), οι σφοδροί άνεμοι που καταστρέφουν, η φτώχεια (τρύπια πανωφόρια), η πείνα (γλώσσα στυφή), η έλλειψη προστασίας (πέθαναν τα σκυλιά τους), οι οδυνηρές κακουχίες ( σκελετοί που τους δέρνει η βροχή), οι στερήσεις και τα πενιχρά μέσα για την αντιμετώπιση των αναγκων τους (καίνε τις σβουνιές), οι φουρτούνες της θάλασσας και οι καταστροφές που προξενούν (υπερρεαλιστική εικόνα καταρτιού), η έλλειψη τροφίμων και πολεμοφοδίων για τους πολεμικούς αγώνες.

Η αντιμετώπισή τους

Οι Έλληνες αντιμετωπίζουν τα δεινά και τις δυσκολίες με επιμονή (=πετρωμένοι), καθώς και με αγωνιστικότητα και πάθος (γεμίζουν τα κανόνια τους με την καρδιά τους)αντλώντας από τη στέρηση δύναμη και θέληση (σταθερό στοιχείο της ποίησης του Ρίτσου)

Τα μηνύματα

 Η επιβίωση του Ελληνισμού παρόλα τα δεινά και τις δυσκολίες (όλοι σκοτώνονται και κανένας δεν πέθανε = σκοτώνται αλλά κανενός ο θάνατος δεν πάει χαμένος)

Η αισιόδοξη πρόβλεψη για την πλήρη επιτυχία των αγώνων (λάμπουν τα μάτια τους)

Η παρουσία ενός μεγάλου επαναστατικού κινήματος (μια μεγάλη σημαία, μια μεγάλη φωτιά κατακόκκινη)

Η συναδέλφωση των λαών και η παγκόσμια ειρήνη (χιλιάδες περιστέρια, οι τέσσερις πόρτες είναι τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα = όλα τα μέρη του κόσμου)

ΤΕΧΝΙΚΗ

Συζεύξη του μοντέρνου υπερρεαλιστικού στοιχείου με στοιχεία της παράδοσης





Ρίτσος, Ρωμιοσύνη - Ανάλυση του ποιήματος


http://lykaa1stclass.blogspot.com/2014/03/blog-post_6.html

(Ενότητα I)
ΗΡΩΜΙΟΣΥΝΗ (γραμμένη το 1945-47 και τυπωμένη πρώτη φορά το 1954 μέσα στην ευρύτερη συλλογή Αγρύπνια που περιέχει το έργο του ποιητή από το 1941 ως το 1953) είναι μια μεγάλη ποιητική σύνθεση χωρισμένη σε επτά μέρη-ενότητες. Στη σύνθεση αυτή ο ποιητής, συνδέοντας με τρόπο προσωπικό διάφορα στοιχεία της ιστορικής παράδοσης και ποικίλους εκφραστικούς τρόπους, μας δίνει ανάγλυφη τη μορφή της Ελλάδας και των ανθρώπων της στον αδιάκοπο αγώνα τους για ελευθερία, δικαιοσύνη και ανθρωπιά.
Ι
            Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,
αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ' τα ξένα βήματα,
αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,
αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο.
             
5          Ετούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή,
σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τ' αμπέλια του,
σφίγγει τα δόντια. Δεν υπάρχει νερό. Μονάχα φως.
Ο δρόμος χάνεται στο φως κι ο ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο.
             
10        Μαρμάρωσαν τα δέντρα, τα ποτάμια κι οι φωνές μες στον ασβέστη
                        του ήλιου.
            Η ρίζα σκοντάφτει στο μάρμαρο. Τα σκονισμένα σκοίνα.
Το μουλάρι κι ο βράχος. Λαχανιάζουν. Δεν υπάρχει νερό.
Όλοι διψάνε. Χρόνια τώρα. Όλοι μασάνε μια μπουκιά ουρανό
πάνου απ' την πίκρα τους.
Τα μάτια τους είναι κόκκινα απ' την αγρύπνια,
15        μια βαθιά χαρακιά σφηνωμένη ανάμεσα στα φρύδια τους
σαν ένα κυπαρίσσι ανάμεσα σε δυο βουνά το λιόγερμα.
             
            Το χέρι τους είναι κολλημένο στο ντουφέκι
το ντουφέκι είναι συνέχεια του χεριού τους
το χέρι τους είναι συνέχεια της ψυχής τους —
20        έχουν στα χείλια τους απάνου το θυμό
κι έχουνε τον καημό βαθιά βαθιά στα μάτια τους
σαν ένα αστέρι σε μια γούβα αλάτι.
             
            Όταν σφίγγουν το χέρι, ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο
όταν χαμογελάνε, ένα μικρό χελιδόνι φεύγει μέσ' απ' τα άγρια
                        γένια τους
25        όταν κοιμούνται, δώδεκα άστρα πέφτουν απ' τις άδειες τσέπες τους
όταν σκοτώνονται, η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και με
                        ταμπούρλα.
            Τόσα χρόνια όλοι πεινάνε, όλοι διψάνε, όλοι σκοτώνονται
πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα,
έφαγε η κάψα τα χωράφια τους κι η αρμύρα πότισε τα σπίτια τους
30        ο αγέρας έριξε τις πόρτες τους και τις λίγες πασχαλιές της πλατείας
από τις τρύπες του πανωφοριού τους μπαινοβγαίνει ο θάνατος
η γλώσσα τους είναι στυφή σαν το κυπαρισσόμηλο
πέθαναν τα σκυλιά τους τυλιγμένα στον ίσκιο τους
η βροχή χτυπάει στα κόκαλά τους.
             
35        Πάνου στα καραούλια πετρωμένοι καπνίζουν τη σβουνιά και τη νύχτα
βιγλίζοντας το μανιασμένο πέλαγο όπου βούλιαξε
το σπασμένο κατάρτι του φεγγαριού.
             
            Το ψωμί σώθηκε, τα βόλια σώθηκαν,
γεμίζουν τώρα τα κανόνια τους μόνο με την καρδιά τους.
             
40        Τόσα χρόνια πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα
όλοι πεινάνε, όλοι σκοτώνονται και κανένας δεν πέθανε —
πάνου στα καραούλια λάμπουνε τα μάτια τους,
μια μεγάλη σημαία, μια μεγάλη φωτιά κατακόκκινη
και κάθε αυγή χιλιάδες περιστέρια φεύγουν απ' τα χέρια τους
45        για τις τέσσερις πόρτες του ορίζοντα.

στ. 1. δε βολεύονται: δεν ικανοποιούνται, δεν μπορούν να ζήσουν.
στ. 13.
 όλοι διψάνε: κυριολεκτικά και μεταφορικά.
στ. 22.
 σε μια γούβα αλάτι: η εικόνα από τα παραθαλάσσια βράχια, όπου με την εξάτμιση του νερού συγκεντρώνεται αλάτι στα κοιλώματα.
στ. 24.
 ένα μικρό χελιδόνι: το χελιδόνι ως προάγγελος ανοίξεως και χαράς.
στ. 25.
 όταν κοιμούνται... ο στίχος αναφέρεται στα όνειρά τους για μια νέα κοσμογονία.
στ. 35.
 καπνίζουν τη σβουνιά: οι στεγνές σβουνιές, σε πολλά μέρη της Ελλάδας όπου δεν υπάρχουν ξύλα, χρησιμοποιούνται ως καύσιμη ύλη. Ο ποιητής επεκτείνει εδώ τη χρήση τους, για να δηλώσει τη στέρηση.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
  1. Στο κείμενο υπάρχουν λέξεις, φράσεις και εικόνες που αναφέρονται α) στο ελληνικό φυσικό τοπίο και β) στους ανθρώπους. Να τις επισημάνετε και να βρείτε ποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του τοπίου και των ανθρώπων προβάλλουν.
  2. Να παρατηρήσετε πώς συνδέει ο ποιητής το φυσικό με το ανθρώπινο περιβάλλον. Ποια σχέση βρίσκετε;
  3. Να βρείτε λέξεις και φράσεις α) που φανερώνουν τον αδιάκοπο αγώνα των ανθρώπων β) που προσδιορίζουν τους στόχους του αγώνα.
  4. Να μελετήσετε τις παρακάτω εκφράσεις και να προσδιορίσετε το νόημά τους: Ο ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο... Όταν σκοτώνονται, η ζωή τραβάει την ανηφόρα... Όλοι σκοτώνονται και κανένας δεν πέθανε...
  5. Να επισημάνετε χαρακτηριστικές εικόνες που απηχούν τον υπερρεαλιστικό τρόπο γραφής.

Ρωμιοσύνη του Γιάννη Ρίτσου, Κείμενα για την κατανόηση του ποιήματος

1ο κείμενο
Για την κατανόηση του ποιήματος επιλέξαμε ως κείμενο αναφοράς τη σχετική ανάλυση του φιλόλογου Τάκη Καρβέλη, από το πολύ ενδιαφέρον και χρήσιμο (και για μαθητές και για καθηγητές) βιβλίο του Η νεότερη ποίηση – Θεωρία και πράξη.
Ερμηνευτική προσέγγιση του ποιημάτος του Γ. Ρίτσου «Ρωμιοσύνη», ΚΝΛ. Β’ Λυκείου, σσ. 234-23
Ρωμιοσύνη
                            (Ενότητα Ι)
Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,
αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ' τα ξένα βήματα,
αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,
αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο.

Eτούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή,
σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τ' αμπέλια του,
σφίγγει τα δόντια. Δεν υπάρχει νερό. Mονάχα φως.
O δρόμος χάνεται στο φως κι ο ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο.

Μαρμάρωσαν τα δέντρα, τα ποτάμια κ' οι φωνές μες στον ασβέστη
    του ήλιου.
H ρίζα σκοντάφτει στο μάρμαρο. Τα σκονισμένα σκοίνα.
Το μουλάρι κι ο βράχος. Λαχανιάζουν. Δεν υπάρχει νερό.
Όλοι διψάνε. Xρόνια τώρα. Όλοι μασάνε μια μπουκιά ουρανό
      πάνου απ' την πίκρα τους.
Τα μάτια τους είναι κόκκινα απ' την αγρύπνια,
μια βαθιά χαρακιά σφηνωμένη ανάμεσα στα φρύδια τους
σαν ένα κυπαρίσσι ανάμεσα σε δυο βουνά το λιόγερμα.

Το χέρι τους είναι κολλημένο στο ντουφέκι
το ντουφέκι είναι συνέχεια του χεριού τους
το χέρι τους είναι συνέχεια της ψυχής τους –
έχουν στα χείλια τους απάνου το θυμό
κι έχουνε τον καημό βαθιά-βαθιά στα μάτια τους
σαν ένα αστέρι σε μια γούβα αλάτι.

Όταν σφίγγουν το χέρι, ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο
όταν χαμογελάνε, ένα μικρό χελιδόνι φεύγει μες απ' τ' άγρια
      γένια τους
όταν κοιμούνται, δώδεκα άστρα πέφτουν απ' τις άδειες τσέπες τους
όταν σκοτώνονται, η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και
      με ταμπούρλα.
Τόσα χρόνια όλοι πεινάνε, όλοι διψάνε, όλοι σκοτώνονται
πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα,
έφαγε η κάψα τα χωράφια τους κ' η αρμύρα πότισε τα σπίτια τους
ο αγέρας έριξε τις πόρτες τους και τις λίγες πασχαλιές της πλατείας
από τις τρύπες του πανωφοριού τους μπαινοβγαίνει ο θάνατος
η γλώσσα τους είναι στυφή σαν το κυπαρισσόμηλο
πέθαναν τα σκυλιά τους τυλιγμένα στον ίσκιο τους
η βροχή χτυπάει στα κόκκαλά τους.

Πάνου στα καραούλια πετρωμένοι καπνίζουν τη σβουνιά και τη
      νύχτα
βιγλίζοντας το μανιασμένο πέλαγο όπου βούλιαξε
το σπασμένο κατάρτι του φεγγαριού.

Το ψωμί σώθηκε, τα βόλια σώθηκαν,
γεμίζουν τώρα τα κανόνια τους μόνο με την καρδιά τους.

Τόσα χρόνια πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα
όλοι πεινάνε, όλοι σκοτώνονται και κανένας δεν πέθανε –
πάνου στα καραούλια λάμπουνε τα μάτια τους,
μια μεγάλη σημαία, μια μεγάλη φωτιά κατακόκκινη
και κάθε αυγή χιλιάδες περιστέρια φεύγουν απ' τα χέρια τους
για τις τέσσερις πόρτες του ορίζοντα.



Τα δύο ποιήματα [αναφέρεται και στο ποίημα «Ο τόπος μας»]  που ανθολογούνται στο εγχειρίδιο της Β’ Λυκείου προέρχονται από διαφορετικές [ποιητικές] συλλογές κι εκφράζουν τις εμπειρίες διαφορετικών χρονικών περιόδων. Η ποιητική σύνθεση της «Ρωμιοσύνης» έγινε κατά το 1945-47, ενώ του ποιήματος «Ο τόπος μας» η ημερομηνία σύνθεσής του μας φέρνει είκοσι χρόνια αργότερα: 13-12-1967. Προτού προχωρήσουμε στην ερμηνευτική προσέγγιση των ποιημάτων, θεώρησα σκόπιμο να επισημανθούν α) οι κοινές ή αντίστοιχες αφετηρίες τους και β) οι διαφοροποιήσεις τους ως προς τις κοινές αφετηρίες τους.



Παρατηρούμε τα εξής.

Όπως είδαμε, η «Ρωμιοσύνη» συντέθηκε από το 1945-1947, σε μια περίοδο γεμάτη από συνταρακτικά γεγονότα στην Ελλάδα: το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα, ύστερα από το έπος της κατοχής (1941-1944) και τις ελπίδες που εξέθρεψε για έναν καλύτερο κόσμο, οδηγείται στην ήττα. Όταν, επομένως, ο Ρίτσος γράφει τη «Ρωμιοσύνη» εκφράζει τις εμπειρίες του από την τραγική εκείνη περίοδο. Μέσα από τα προσωπικά του βιώματα θα περάσει στην ποίησή του όλο το μεγαλείο της εθνικής αντίστασης του ελληνικού λαού στην Κατοχή και η δραματική κατάληξη της, που η κορυφαία στιγμή της είναι η ήττα και η παράδοση του ΕΛΑΣ με τη συμφωνία της Βάρκιζας. (Φεβρουάριος 1945). Από το 1945 όμως ως το 1947, το σκηνικό στην Ελλάδα, σε γενικές γραμμές, παρουσιάζεται ως εξής: πολλοί από αυτούς που βρέθηκαν στις τάξεις του εθνικοαπελευθερωτικού μετώπου διώκονται, η τρομοκρατία οργιάζει, οι πολιτικές αντιθέσεις και τα πάθη οξύνονται. Φυσιολογική κατάληξη όμως αυτής της ανώμαλης πολιτικά κατάστασης είναι ο εμφύλιος πόλεμος, που ήδη έχει αρχίσει, όταν τελειώνει η σύνθεση της «Ρωμιοσύνης». Διαβάζοντας το, επομένως, θα συναντήσουμε τον απόηχο από το έπος της κατοχής, τη συντριβή της Αντίστασης και (πιθανώς) το νέο αντάρτικο κίνημα.
Μια παράλληλη χρονική στιγμή έχει ως αφετηρία του και το ποίημα «Ο τόπος μας». Η Ελλάδα στενάζει κάτω από τη δικτατορία της 21ης Απριλίου [1967]. Ο ποιητής είναι εξόριστος στο Παρθένι της Λέρου

ΙΙ) Και στα δύο ποιήματα το ενδιαφέρον του ποιητή εστιάζεται στο ελληνικό τοπίο, στον τόπο μας. Το ελληνικό τοπίο, όπως το βλέπει ο ποιητής, είναι συνυφασμένο με τους ανθρώπους, που το κατοικούν (στη «Ρωμιοσύνη» με τον αγωνιζόμενο ελληνικό λαό, στο ποίημα «Ο τόπος μας» ανάμεσα στο λαό). Όπως θα δούμε, μέσα σ΄αυτό το ελληνικό τοπίο ο ποιητής ανακαλύπτει παντού τη σύνδεση με το ελληνικό παρελθόν, που είναι συνεχώς παρόν.

            Ως προς τα στοιχεία που τα διαφοροποιούν [τα δύο ποιήματα] παρατηρούμε τα εξής:

1.      Όταν ο Ρίτσος συνθέτει τη «Ρωμιοσύνη», εκφράζει τις νωπές εμπειρίες του από την Κατοχή και τη δύσκολη μετακατοχική περίοδο. Η επική αντίσταση του ελληνικού λαού, το δράμα που διαδραματίζεται στην μετακατοχική Ελλάδα με κορυφαία αφετηρία την ήττα του ΕΛΑΣ, αποτελούν για τον ποιητή βιώματα νωπά. Ζει και ο ίδιος ακόμα, παρά τη συντριβή, με το όραμα του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα της Κατοχής. Μέσα σ’ αυτό τον αγώνα του ελληνικού λαού βλέπει το έπος του σύγχρονου ελληνισμού, της «Ρωμιοσύνης». Στη «Ρωμιοσύνη», παρά τις οποιεσδήποτε ήττες και απογοητεύσεις, ο ποιητής γράφει κάτω από την επήρεια ενός αγωνιστικού παρόντος. Αντίθετα, το ηρωικό αυτό παρόν δεν αποτελεί υπόβαθρο του ποιήματος «Ο τόπος μας». Γι’ αυτό και η μνήμη του ποιητή λειτουργεί διαφορετικά στα δύο ποιήματα: στο πρώτο λειτουργεί ως μνήμη φυλετική που εστιάζεται κυρίως στους ηρωικούς αγώνες του ελληνικού λαού για ελευθερία˙ στο δεύτερο λειτουργεί ως μνήμη απλώς ιστορική, όπου το παρόν ανακαλεί το παρελθόν.


2.     Τα δύο ποιήματα διαφέρουν ριζικά στην ποιητική τους γραφή. Όπως θα δούμε, η σύνθεση της «Ρωμιοσύνης» έχει κάτι το επικό. Με τη «Ρωμιοσύνη» ο ποιητής προσπαθεί να αναπλάσει το ηρωικό παρελθόν με ποιητική γραφή, όπου συνυπάρχουν αντίλαλοι από το δημοτικό τραγούδι και τους σύγχρονους τρόπους υπερρεαλιστικής γραφής. Την επικότητα του ποιήματος εξυπηρετεί η γλώσσα κι ο έντονος ρυθμός που δεσπόζει στη σύνθεση του στίχου. Αντίθετα, στο «Ο τόπος μας» διαφαίνεται όλη η ωρίμανση της ποιητικής γραφής του Ρίτσου. Η γλώσσα του έχει γίνει πιο ρεαλιστική και κοινή, η γραφή περισσότερο πυκνή και υπαινικτική.

Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,
αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ' τα ξένα βήματα,
αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,             
αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο.

5              Eτούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή,
σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τ' αμπέλια του,
σφίγγει τα δόντια. Δεν υπάρχει νερό. Mονάχα φως.
O δρόμος χάνεται στο φως κι ο ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο.

10           Μαρμάρωσαν τα δέντρα, τα ποτάμια κ' οι φωνές μες στον ασβέστη
                     του ήλιου.
H ρίζα σκοντάφτει στο μάρμαρο. Τα σκονισμένα σκοίνα.
Το μουλάρι κι ο βράχος. Λαχανιάζουν. Δεν υπάρχει νερό.
Όλοι διψάνε. Xρόνια τώρα. Όλοι μασάνε μια μπουκιά ουρανό
                πάνου απ' την πίκρα τους.
Τα μάτια τους είναι κόκκινα απ' την αγρύπνια,
15           μια βαθιά χαρακιά σφηνωμένη ανάμεσα στα φρύδια τους
σαν ένα κυπαρίσσι ανάμεσα σε δυο βουνά το λιόγερμα.

Το χέρι τους είναι κολλημένο στο ντουφέκι
το ντουφέκι είναι συνέχεια του χεριού τους
το χέρι τους είναι συνέχεια της ψυχής τους –
20           έχουν στα χείλια τους απάνου το θυμό
κι έχουνε τον καημό βαθιά-βαθιά στα μάτια τους
σαν ένα αστέρι σε μια γούβα αλάτι.

Όταν σφίγγουν το χέρι, ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο
όταν χαμογελάνε, ένα μικρό χελιδόνι φεύγει μες απ' τ' άγρια
                    γένια τους
25           όταν κοιμούνται, δώδεκα άστρα πέφτουν απ' τις άδειες τσέπες τους
όταν σκοτώνονται, η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και με
                      ταμπούρλα.
Τόσα χρόνια όλοι πεινάνε, όλοι διψάνε, όλοι σκοτώνονται
πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα,
έφαγε η κάψα τα χωράφια τους κ' η αρμύρα πότισε τα σπίτια τους
30           ο αγέρας έριξε τις πόρτες τους και τις λίγες πασχαλιές της πλατείας
από τις τρύπες του πανωφοριού τους μπαινοβγαίνει ο θάνατος
η γλώσσα τους είναι στυφή σαν το κυπαρισσόμηλο
πέθαναν τα σκυλιά τους τυλιγμένα στον ίσκιο τους
η βροχή χτυπάει στα κόκκαλά τους.

35           Πάνου στα καραούλια πετρωμένοι καπνίζουν τη σβουνιά και τη νύχτα
              βιγλίζοντας το μανιασμένο πέλαγο όπου βούλιαξε
το σπασμένο κατάρτι του φεγγαριού.

Το ψωμί σώθηκε, τα βόλια σώθηκαν,
γεμίζουν τώρα τα κανόνια τους μόνο με την καρδιά τους.

40           Τόσα χρόνια πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα
όλοι πεινάνε, όλοι σκοτώνονται και κανένας δεν πέθανε –
πάνου στα καραούλια λάμπουνε τα μάτια τους,
μια μεγάλη σημαία, μια μεγάλη φωτιά κατακόκκινη
και κάθε αυγή χιλιάδες περιστέρια φεύγουν απ' τα χέρια τους
45           για τις τέσσερις πόρτες του ορίζοντα.


1.       «Ρωμιοσύνη»
1.       Ολόκληρη η ποιητική σύνθεση αποτελείται από εφτά ενότητες. Στο σχολικό εγχειρίδιο έχει ανθολογηθεί ολόκληρη η πρώτη ενότητα.

2.      Σ’ όλη την ενότητα (αλλά και σ’ όλο το ποίημα) το λυρικό εγώ έχει εξαφανιστεί. Επικρατεί κυρίως το γ’ πληθυντικό πρόσωπο (αορίστου ή ενεστώτα), που προσιδιάζει στην αφηγηματική – επική φύση του ποιήματος.

3.       Σε δύο μέρη μπορεί να διαιρεθεί το ποίημα˙
Πρώτο μέρος: Στ. 1-16
Δεύτερο μέρος: Στ. 17-45
Στο πρώτο μέρος κυριαρχεί το ελληνικό τοπίο, στο δεύτερο οι άνθρωποι.
Η διάκριση, βέβαια, αυτή δεν είναι απόλυτη γιατί
α) σε ορισμένους στίχους του πρώτου μέρους προβάλλονται οι άνθρωποι (στ. 13-16) και
β) σε όλη την ανθολογούμενη ενότητα, όπως και σε ολόκληρη την ποιητική σύνθεση, το ελληνικό τοπίο αποτελεί το βάθρο, όπου ζουν και αγωνίζονται οι άνθρωποι.

Πρώτο μέρος: Στ. 1-16

Διακρίνεται σε δυο επιμέρους ενότητες (στ. 1-4, 5-16)

α) Στ. 1-4. Παίζουν το ρόλο ενός εισαγωγικού προανακρούσματος στο θέμα. Δημιουργούν τη γενική ατμόσφαιρα του ποιήματος και δίνουν τις πρώτες εικόνες για τη φύση του τοπίου και των ανθρώπων. Στο αποτέλεσμα αυτό οδηγεί κυρίως η πανομοιότυπη συντακτική δομή του κάθε στίχου, που με την επανάληψή της ο ποιητής εκφράζει την ψυχική του ένταση. Αντικείμενο της ψυχικής του έντασης και ενατένισης είναι το ελληνικό τοπίο κι οι άνθρωποί του. Για να πετύχει την έκφραση αυτής της έντασης, ο ποιητής δε διστάζει να επαναλάβει ορισμένες λέξεις ή να δώσει στους στίχους την ίδια συντακτική δομή, που ακολουθεί το εξής σχήμα:
Υποκείμενο + ρήμα + επιρρ. προσδιορισμός
Yποκείμενο  + ρήμα+ επιρ. Προσδιορισμός

Υποκείμενο: όλα τα υποκείμενα είναι ουσιαστικά συγκεκριμένα˙ των στίχων 1-2 έχουν σχέση με το φυσικό τοπίο (τα δέντρα, οι πέτρες), ενώ των στίχων 3-4 με τους ανθρώπους (τα πρόσωπα, οι καρδιές). Επιθετικός προσδιορισμός όλων αυτών των υποκειμένων είναι πάντοτε η δεικτική αντωνυμία σε πληθυντικό αριθμό, άλλοτε ουδετέρου και άλλοτε θηλυκού γένους. Είναι τοποθετημένη πάντοτε στην αρχή του στίχου.
Ρήμα: Συνοδεύεται σε όλους τους στίχους από το αρνητικό μόριο δε(ν) και είναι πάντοτε το ίδιο [βολεύονται].
Προσδιορισμοί: Οι επιρρηματικοί προσδιορισμοί εκφραστικά διαφοροποιούνται, νοηματικά όμως αποδίδουν ό,τι θέλει να τονίσει ο ποιητής από την αρχή του ποιήματος.
Με βάση τα παραπάνω μπορούμε να επισημάνουμε τα εξής:
Α) Με την πανομοιότυπη συντακτική δομή των 4 πρώτων στίχων (στο εξής σχήμα: δεικτική αντωνυμία + υποκ. + ρήμα με το αρνητικό μόριο δε + επιρρηματικός προσδιορισμός), όπου επαναλαμβάνονται συνεχώς η ίδια δεικτική αντωνυμία και αρνητικά το ίδιο ρήμα, ο στίχος αποκτά μια ένταση που απηχεί την ψυχική ένταση του ποιητή.

β) Οι 4 πρώτοι στίχοι αποτελούν και εισαγωγή στον πυρήνα του ποιήματος. Όπως συμβαίνει στην ποίηση, ο λόγος του ποιητή δεν είναι ποτέ άμεσος, αλλά έμμεσος και υπαινικτικός. Λειτουργεί με σύμβολα. Αυτό δε σημαίνει ότι τα πράγματα (έμψυχα ή άψυχα) εξαφανίζονται. Υπάρχουν και μάλιστα πολύ ζωντανά. Λειτουργούν όμως σε δύο επίπεδα, το κυριολεκτικό και το μεταφορικό. Αντιπροσωπεύουν κάτι. Έτσι τα δέντρα και οι πέτρες είναι αντιπροσωπευτικά στοιχεία του ελληνικού φυσικού τοπίου. Το ίδιο και ο ουρανός. Το ελληνικό τοπίο είναι συνυφασμένο μ’ ένα άπλετο ουρανό, που κατά τον ποιητή αποτελεί και το βασικό στοιχείο ύπαρξης των δέντρων˙ αν όμως για τα δέντρα βασικό στοιχείο ύπαρξης είναι ο άπλετος ουρανός (έτσι αναπνέουν ελεύθερα), για τις πέτρες (κύριο συστατικό του ελληνικού τοπίου) είναι η ελευθερία, η απαλλαγή από κάθε ξένο κατακτητή. Για τους ανθρώπους (στ. 3-4) βασικό στοιχείο ύπαρξης είναι ο ήλιος (στοιχείο φυσικό και πνευματικό συνάμα) και το δίκιο (στοιχείο καθαρά πνευματικό). Φυσικά, εκείνο που εκφράζουν τα φυσικά στοιχεία αναφέρεται στους ανθρώπους. Τοπίο όμως και πρόσωπα είναι άρρηκτα συνδεμένα. Γι’ αυτό και ζουν με τους ίδιους κανόνες ύπαρξης: τα δέντρα θέλουν άπλετο ουρανό, τα πρόσωπα ήλιο, οι πέτρες θέλουν ελευθερία, οι καρδιές δικαιοσύνη.

γ) στ. 5-16. Όλη η δεύτερη ενότητα των στίχων του πρώτου μέρους αποτελεί στην ουσία ανάπτυγμα του στίχου που αρχίζει κι αυτός με δεικτική αντωνυμία:
ετούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή
                Απ’ αυτή τη σκληρότητα θ’ απορρεύσει η ένδεια και η στέρηση, βασικά συστατικά του ελληνικού τοπίου, όπου κυριαρχεί το φως.

Με τους στ. 5-9 έχουμε μια ιδιαίτερη αίσθηση του ελληνικού τοπίου, που κύρια χαρακτηριστικά του είναι η σκληράδα, το ανελέητο φως του ήλιου, που εδώ ο ποιητής το βλέπει κυρίως σαν ένα στοιχείο που ξεραίνει τα πάντα, θα το αποδώσει με τις φράσεις «τα πυρωμένα λιθάρια», «τις ορφανές ελιές», «μονάχα φως», «ο δρόμος χάνεται στο φως», Η στέρηση και η ένδεια είναι συνυφασμένες επίσης με αυτές τις εικόνες.

                Από το στ. 10 το τοπίο γίνεται εκφραστής του παρελθόντος, που συνεχώς μπλέκεται με το παρόν. Η μετατόπιση από το παρελθόν στο παρόν γίνεται με το μαρμάρωσαν που χρησιμοποιείται μεταφορικά: όχι μόνο τα φυσικά στοιχεία (τα δέντρα, τα ποτάμια), αλλά κι οι ανθρώπινες φωνές (οι φωνές) μαρμάρωσαν (ακινητοποιήθηκαν, έμειναν όπως ήταν) λουσμένες στον ήλιο (με το να τα λούζει ο ήλιος παρουσιάζεται σαν να τ’ ασβεστώνει˙ ασβέστης είναι το φως του ήλιου).

Στο στ. 11 η λέξη «μάρμαρο» παραπέμπει στο παρελθόν˙ τα υπολείμματα του παρελθόντος είναι τόσο πολλά, που η ρίζα του κάθε φυτού σκοντάφτει σε κάτι παλιό. Στους στίχους 11-13 ο λόγος γίνεται πυκνότερος, ελλειπτικότερος και κοφτός. Στις φράσεις «τα σκονισμένα σκοίνα» «Το μουλάρι κι βράχος» λείπει το ρήμα (λογικά είναι το σκοντάφτουν). Το ρήμα «λαχανιάζουν» δεν έχει υποκείμενο. Ο λόγος εδώ με την ελλειπτικότητα και την ασάφειά του αποκτά κάποια ένταση, που σκοπό έχει να τονίσει αυτή τη συνύπαρξη του παρελθόντος με το παρόν, το λαχάνιασμα, την αγωνία, τη δίψα των πάντων (έμψυχων κι άψυχων). Η ένταση αυτής της δίψας (κυριολεκτικής και μεταφορικής) και της στέρησης συνεχίζεται στον ίδιο ρυθμό στο στ. 13, όπου το «μια μπουκιά ουρανό» θέλει να δείξει πως είναι το μόνο στοιχείο που έχουν απλόχερα. Η φράση «χρόνια τώρα» δείχνει βέβαια τη χρονική διάρκεια, αλλά ταλαντεύεται ανάμεσα στην προηγούμενη (όλοι διψάνε) και την επόμενη πρόταση.
                Το πρώτο μέρος τελειώνει με μια παρομοίωση: όπως φαντάζει ένα κυπαρίσι το λιόγερμα ανάμεσα σε δυο βουνά, έτσι είναι σφηνωμένη (και φαντάζει) μια βαθιά χαρακιά ανάμεσα στα φρύδια τους, σημάδι της αγρύπνιας (που, όπως θα φανεί απ’ το δεύτερο μέρος, οφείλεται στο συνεχή πόλεμο και τον αγώνα). Το ότι τα φρύδια τους αντιστοιχούν στα δύο βουνά μάς μεταφέρει στον κόσμο του έπους. Η βαθιά χαρακιά της αγρύπνιας και το κυπαρίσσι έχουν αντίστοιχο φόντο: το κοκκίνισμα των ματιών και το κόκκινο φως του ήλιου στη δύση του. Έτσι, με την επική αυτή εικόνα, το πρώτο μέρος κλείνει παρουσιάζοντας τους αγωνιστές σε μια διαρκή ένταση πολεμική.




Δεύτερο μέρος Στ. 17-45



α) Είδαμε πώς τελειώνει το πρώτο μέρος. Αν στο τέλος του πρώτου μέρους η ένταση του πολέμου εκφράστηκε με μια παρομοίωση, στην αρχή του δεύτερου θα εκφραστεί σε έξι στίχους (17-22), που κύριο χαρακτηριστικό τους είναι η δύναμη των εικόνων τους. Στους τρεις πρώτους στίχους (στ. 17-19) η ένταση (εξωτερική και εσωτερική) και η διάρκεια του αγώνα δίνεται με εικόνες, που παρουσιάζουν τον άρρηκτο δεσμό ψυχής – χεριού - ντουφεκιού˙ το καθένα είναι συνέχεια του άλλου. Η εικόνα της ακατάπαυστης αυτής προσπάθειας και του ασταμάτητου αγώνα ολοκληρώνεται με δυο ακόμα εικόνες, του θυμού και του καημού τους. Φυσικά εδώ πρόκειται για ένα επαναστατικό θυμό (αφού αυτοί, στους οποίους αναφέρεται ο ποιητής και δεν τους κατονομάζει ρητά, είναι οι αγωνιστές, οι αντάρτες της Κατοχής). Όσο για τον καημό τους, αυτός μπορεί να θεωρηθεί ότι συσσωρεύει επιθυμίες ανεκπλήρωτες όχι μόνο σύγχρονες, αλλά αιώνων. Ας επισημάνουμε ότι ο θυμός εκφράζεται με τα χείλη κι ο καημός φωλιάζει μες στα μάτια τους, σαν ένα αστέρι σε μια γούβα από αλάτι.







β) Με τους στίχους 17-22 έχουμε μια πολύ χαρακτηριστική εικόνα του κάθε πολεμιστή (κυρίαρχα στοιχεία τους: ένταση ψυχής και κορμιού, που διαρκώς πολεμά – χείλη γεμάτα θυμό και μάτια βαθουλωμένα από τον καημό). Από το στ. 23-45 θα παρακολουθήσουμε τους αγώνες τους σε όλη την κλιμάκωσή τους. Στους στίχους αυτούς αντικαθρεφτίζεται η ψυχική τους μεγαλοσύνη (στ. 23-26), οι ακατάπαυ(σ)τοι αγώνες τους (τόσα χρόνια) με τίμημα την πείνα, τη δίψα και το θάνατο (οι αγώνες αυτοί κλιμακώνονται από το στ. 27-39) κι η μετάδοση του αγωνιστικού πνεύματος (όλοι σκοτώνονται, και κανένας δεν πέθανε), που αναπτερώνει τις ελπίδες για το μέλλον (στ. 40-45). Προτού προχωρήσουμε, πρέπει να επισημανθεί ότι το ποίημα αναφέρεται στους σύγχρονους αγώνες. Πολλές φορές όμως έχεις την αίσθηση πως μέσα στους αγώνες αυτούς συναιρείται κι ολόκληρο το παρελθόν. Μια τέτοια συναίρεση το χρόνου μπορεί να επισημάνει κανείς στους στίχους 27-28. Ας επανέλθουμε όμως στην επιμέρους ανάλυσή μας.




1.       Στ. 23-26. Οι στίχοι αυτοί, στους οποίους αντικαθρεφτίζεται η ψυχική τους μεγαλοσύνη, αποπνέουν την αισιοδοξία και την εμπιστοσύνη του ποιητή. Αρχίζουν πάντοτε με μια χρονική πρόταση [όταν…], που η καθεμιά ανταποκρίνεται σε μια καίρια κατάσταση της ζωής τους, που μπορεί να δοθεί με το ουσιαστικό αγώνας, χαμόγελο, ύπνος, θάνατος. Αγωνίζονται με τέτοια σιγουριά, που τη μεταδίνουν και στον ήλιο. Το χαμόγελό τους (έκφραση της ψυχής τους) γίνεται μικρό χελιδόνι που το μεταφέρει παντού. Με τη φράση «δώδεκα άστρα πέφτουν απ’ τις άδειες τσέπες τους» ο ποιητής θέλει να δώσει όλο τον ονειρικό και μαγικό κόσμο του ύπνου τους. Ο θάνατός τους δεν οδηγεί στην ήττα και τη συντριβή. Αντίθετα, ενδυναμώνει την έφεση για αγώνα και ζωή.


2.       Στ. 27-39. Οι στίχοι αγκαλιάζουν όχι μόνο το παρόν, αλλά και το παρελθόν. Κυρίαρχο στοιχείο τους οι ακατάπαυστοι αγώνες τους, ειρηνικοί ή πολεμικοί. Κινούνται σ’ ένα κλίμα, που διαφοροποιείται έντονα από το κλίμα των προηγούμενων στίχων: στους στ. 23-26 σιγουρεύουν τον ήλιο, ο θάνατός τους αποτελεί βεβαίωση πως η ζωή τραβάει τον ανηφορικό της δρόμο˙ αντίθετα από το στ. 27 ο επικός αυτός τρόπος γραφής υποχωρεί σ’ έναν πιο ρεαλιστικό και γι’ αυτό περισσότερο δραματικό [τρόπο έκφρασης]. Μεταφερόμαστε έτσι στο χώρο της ειρηνικής ζωής, που βέβαια δεν αποκλείει και το χώρο της πολεμικής. Εκείνο που απομένει απ’ όλο αυτό τον ακατάπαυστο αγώνα είναι η πίκρα κι ο θάνατος (στ. 31-34). Αν στους στίχους αυτούς θα θέλαμε να επισημάνουμε υπερρεαλιστικό τρόπο γραφής, θα τον εντοπίζαμε κυρίως στους στ. 24, 25 και 31.

3.       Στ. 35-37. Το κλίμα των προηγούμενων στίχων συνεχίζεται κι εδώ. Οι στίχοι είναι αρκετά υπαινικτικοί και υποδηλώνουν τη θλίψη του ποιητή για τη συντριβή του ένοπλου αγώνα. Το ότι βέβαια παρουσιάζονται «πετρωμένοι πάνω στα καραούλια» δηλώνει τη συνέχιση του αγώνα τους. Μέσα στη νύχτα, όμως που την καπνίζουν, τη ρουφούν. Απέναντί τους έχουν το μανιασμένο πέλαγο (στοιχείο εχθρικό), «όπου βούλιαξε το σπασμένο κατάρτι του φεγγαριού». Η εικόνα αυτή ασφαλώς εκφράζει μια τραυματική εμπειρία του ποιητή κι υποδηλώνει συντριβή του οράματος τους. Εξακολουθούν δηλαδή και πολεμούν έχοντας μπροστά τους κατατσακισμένο το όραμα τους.

4.       Στ. 38-39. Η κλιμάκωση του αγώνα, που φτάνει ως το έσχατο όριο συνεχίζεται. Δεν έχουν να φάνε, ούτε να πολεμήσουν. Τους απόμεινε μόνο η καρδιά τους.

5.       Στ. 40-45. Η τελευταία ενότητα του ποιήματος τελειώνει, ύστερα από την κάμψη των στ. 27-39, μ’ έναν τόνο αισιοδοξίας κι εμπιστοσύνης στο μέλλον. Αν στους στ. 40-41 επαναλαμβάνονται οι στ. 27-28 (που αναφέρονται στην κάμψη του ακατάπαυστου αγώνα τους), αυτό γίνεται για να τονιστεί η αντίθεση: κανένας δεν πέθανε, που σημαίνει: ζουν στη μνήμη των άλλων που συνεχίζουν τον αγώνα. Στα καραούλια τώρα δε βλέπουνε το κατατσακισμένο όραμά τους˙ αφήνουν τη λάμψη των ματιών τους. Ο στ. 43 υποδηλώνει τη συνέχιση του επαναστατικού τους αγώνα και οι 44,45 προμηνύουν την ελπίδα και την ειρήνη, που τα σήματά τους εκπέμπουν σ’ όλο τον κόσμο τα περιστέρια.

Τάκη Καρβέλη, Η νεότερη ποίηση – Θεωρία και πράξη, εκδ. Κώδικας, 31993, σσ. 125-133





1. ΚΕΙΜΕΝΟ Γιάννη Ρίτσου: Ρωµιοσύνηî (Κ.Ν.Λ. Α΄ Λυκείου, σσ. 245 - 249) 

2. ΠΑΡΑ∆ΕΙΓΜΑΤΑ ΕΡΩΤΗΣΕΩΝ 2.
1. Παραδείγµατα ερωτήσεων ελεύθερης ανάπτυξης 

1. Ο ποιητής, αξιοποιώντας την ιστορική του µνήµη, κινείται άνετα µέσα στον ιστορικό χρόνο (παρόν - παρελθόν - µέλλον): Πώς φαίνεται αυτό στο ποίηµα; 
Να στηρίξετε την απάντησή σας στους χρόνους των ρηµάτων και στην επιλογή των λέξεων. 

2. Από την αρχή του ποιήµατος και µέχρι τον δέκατο τρίτο στίχο ο Ρίτσος χρησιµοποιεί δύο φορές τις λέξεις ουρανός (στίχοι 1 και 13), ήλιος (στίχοι 3 και 10), φως (στίχοι 8 και 9) και νερό (στίχοι 7 και 12).

 Τι φανερώνουν, κατά τη γνώµη σας, αυτές οι λέξεις στο ποίηµα και µε ποια συχνότητα εµφανίζονται; 

3. Γιατί κατά τη γνώµη σας ο ποιητής επιλέγει τον τίτλο "Ρωµιοσύνη" (και όχι π.χ. "Ελληνισµός") για την ποιητική αυτή σύνθεση; 

4. Ο πρώτος στίχος του ποιήµατος αρχίζει µε τη λέξη "αυτά". Το ίδιο ισχύει και για τον τρίτο στίχο. 
Ο δεύτερος στίχος αρχίζει µε τη λέξη "αυτές" που τη συναντάµε και στην αρχή του τέταρτου στίχου. 
α) Μπορείτε να εντοπίσετε και άλλες επαναλήψεις στην πρώτη στροφή;
 β) Να ερµηνεύσετε τη λειτουργία αυτών των επαναλήψεων στην πρώτη στροφή.

 5. Στους πρώτους τέσσερις στίχους ο ποιητής συνδυάζει την ελληνική φύση µε τους ανθρώπους: µε ποιο τρόπο ο ποιητής πετυχαίνει να δείξει ότι τοπίο και άνθρωποι να συνδέονται άρρηκτα µεταξύ τους; 

6. Υπάρχει, κατά τη γνώµη σας, νοηµατική σχέση ανάµεσα στα ουσιαστικά "ουρανός - βήµατα", "ήλιος - δίκιο" (στ. 1 - 4); 

7. Στους στίχους 5-9 ο ποιητής δίνει έµφαση στο τοπίο: ποια χαρακτηριστικά του το κάνουν να φαίνεται στα µάτια του ποιητή "σκληρό σαν τη σιωπή"; 8. Ποια επίδραση έχουν στην ψυχοσύνθεση των ανθρώπων η απουσία νερού και η µεγάλη ηλιοφάνεια (στ. 
8); 

9. Τι αποκαλύπτει το τοπίο σχετικά µε την ιστορία της ρωµιοσύνης; 107 

10. Ποια ιδιαίτερα γνωρίσµατα της ελληνικής φύσης και ζωής περιγράφονται στους στίχους 11 - 13 και ποιο αίσθηµα υποβάλλει ο ποιητής; 
11. Ποια από τα στοιχεία της ελληνικής φύσης και του ελληνικού λαού προβάλλει ο ποιητής στην πρώτη στροφή και µε ποιο τρόπο; 
12. Η λέξη "αγρύπνια" (στ. 14) λειτουργεί ως κλειδί στο ποίηµα. Άλλωστε είναι και ο τίτλος της ευρύτερης συλλογής (βλ. Εισαγωγικό σηµείωµα στο ποίηµα): Πώς συνδέεται η λέξη αυτή µε τους αγωνιστές; 

13. Στους στίχους 17 - 22 πώς πετυχαίνει ο ποιητής να δείξει το αγωνιστικό φρόνηµα των Ελλήνων; 
14. Να απαριθµήσετε εκείνες τις φράσεις του ποιήµατος που φανερώνουν τις κακουχίες και τις στερήσεις των αγωνιστών.
 15. Πού οφείλονται ο "θυµός" και ο "καηµός" των αγωνιστών (στ. 20-21) και µε ποιες ψυχικές δυνάµεις οπλίζουν τους αγωνιστές; 
16. Να σκιαγραφήσετε τη µορφή και την ψυχοσύνθεση εκείνων στους οποίους αναφέρεται ο Γ. Ρίτσος. Τεκµηριώστε κάθε στοιχείο της περιγραφής σας, παραπέµποντας σε συγκεκριµένους στίχους του ποιήµατος. 
17. Ποιο αίσθηµα υποβάλλει περισσότερο ο ποιητής στους στίχους 17-22; 
18. Οι υπερρεαλιστές δηµιουργούν ποιητικές εικόνες συνδέοντας λέξεις που σχετίζονται συνειρµικά µεταξύ τους. Βρίσκει αυτό εφαρµογή στο συγκεκριµένο ποίηµα και, αν ναι, σε ποιους στίχους; 
19. Να περιγράψετε τα δεινά και τους αγώνες της ρωµιοσύνης µέσα από τις εικόνες των στίχων 27 - 37. 
20. Να συγκρίνετε τους στ. 27 - 28 και στ. 40 - 41 και να επισηµάνετε σε τι διαφέρουν. 21. Ποια στάση ζωής υποδεικνύει ο ποιητής στους στίχους 42-45;

 2.2. Παραδείγµατα ερωτήσεων σύντοµης απάντησης
 1. Ποιοι είναι οι βασικοί νοηµατικοί άξονες γύρω από τους οποίους δοµείται το ποίηµα; 2. Να εντοπίσετε τους στίχους στους οποίους ο ποιητής προβάλλει την ανυπόταχτη φύση των Ελλήνων. 
3. Ποια ρήµατα χρησιµοποιεί ο ποιητής για να δηλώσει τα δεινά που πολιορκούν τους ανθρώπους και την αντίστασή τους; 108 
4. Ποια είναι η σηµασία του ρήµατος "σφίγγει" στους στίχους 6- 8; 
5. Ποια σχέση υπάρχει ανάµεσα στις φράσεις "ένα µικρό χελιδόνι" (στ. 24) - "χιλιάδες περιστέρια" (στ. 44);
 6. Με ποιες ποιητικές εκφράσεις αποδίδονται οι στερήσεις του ελληνικού λαού;
 7. Ποια ψυχικά χαρίσµατα των αγωνιστών αποκαλύπτουν οι στίχοι 23-25; 
8. Γιατί, κατά τη γνώµη σας, ο ποιητής γράφει σε γ΄ πρόσωπο; (η απάντησή σας να µην υπερβαίνει τις δύο γραµµές).
 9. Πώς γίνεται ο θάνατος να κάνει τη ζωή να θριαµβεύει (στ. 26); 
10. Να παραβάλετε το στ. 25 µε τους στ. 35 - 36 και να επισηµάνετε σε τι διαφέρουν. 
11. Τι νοµίζετε ότι θέλει να δηλώσει ο ποιητής µε την έκφραση "ξένα βήµατα";
 12. "(...) Όλοι µασάνε µια µπουκιά ουρανό πάνου απ΄ την πίκρα τους" (στ. 13): Πώς ερµηνεύετε το στίχο; 
13. "Το ντουφέκι είναι συνέχεια του χεριού τους" (στ. 16): Πώς ερµηνεύετε το στίχο;
 14. Γιατί "όταν σφίγγουν το χέρι, ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσµο" (στ. 23); 
15. Τι εννοεί ο ποιητής όταν λέει: " Γεµίζουν τώρα τα κανόνια τους µόνο µε την καρδιά τους" (στ. 39);
16. Να καταγράψετε τις λέξεις, φράσεις και εικόνες του ποιήµατος που αναφέρονται στο φυσικό τοπίο. 
17. Να χωρίσετε το ποίηµα σε ενότητες και να δώσετε ένα τίτλο σε καθεµιά από αυτές. 

2.3. Συνδυασµός ερωτήσεων σύντοµης απάντησης και ελεύθερης ανάπτυξης 
1. Οι παροµοιώσεις βρίσκονται σε καίρια σηµεία του ποιήµατος. 
α) Να τις εντοπίσετε και 
β) να σχολιάσετε τη λειτουργία τους.

 2. Σε ποιους στίχους ο αγώνας των Ελλήνων αποκτά επικές (ηρωικές) διαστάσεις; 
Να δικαιολογήσετε την απάντησή σας. 

3. Νοµίζετε ότι το ποίηµα έχει επικό (ηρωικό) χαρακτήρα; Αν ναι, δικαιολογήστε την απάντησή σας. 
4. Να προσδιορίσετε δύο καθαρά υπερρεαλιστικούς στίχους και να βρείτε το νόηµά τους. 109 
5. Ποιες αντιθέσεις υπάρχουν στο ποίηµα; Να σχολιάσετε τη λειτουργικότητά τους.
 6. Ποιες εικόνες συνθέτουν την κατάσταση πολιορκίας (στ. 27 - 42) και ποια αισθήµατα σας προκαλούν; 
7. Το ρήµα "δε βολεύονται" ποιο χαρακτηριστικό του τοπίου και των Ελλήνων προβάλλει και ποιο αποτέλεσµα δηµιουργεί η επανάληψή του; 

8. α) Ποιο αίσθηµα υποβάλλει η παροµοίωση "σκληρό σαν τη σιωπή" στο στ. 5;
 β) Ποια είναι η κυριολεκτική και µεταφορική σηµασία του επιθέτου "σκληρό"; 

2.4. Παραδείγµατα ερωτήσεων αντικειµενικού τύπου 2.4.1. Ερωτήσεις σύζευξης 

Να γράψετε δίπλα από τον κάθε αριθµό της πρώτης στήλης το γράµµα του στοιχείου της δεύτερης στήλης που αντιστοιχεί (περισσεύουν δύο): Α Β 
1. "βιγλίζοντας το µανιασµένο πέλαγο" 
2. "σφίγγει τα δόντια" (το τοπίο) 
3. "τόσα χρόνια όλοι πεινάνε, όλοι διψάνε, όλοι σκοτώνονται"
4. "πάνου στα καραούλια πετρωµένοι καπνίζουν τη σβουνιά" 
5. "η γλώσσα τους είναι στυφή σαν το κυπαρισσόµηλο"
 α. ασύνδετο σχήµα 
β. εικόνα 
γ. πολυσύνδετο σχήµα 
δ. µεταφορά 
ε. παροµοίωση 
στ. προσωποποίηση
 ζ. αντίθεση 

2.5. Συνδυασµός ερωτήσεων αντικειµενικού τύπου και ελεύθερης ανάπτυξης 
1. Α.
 Να βάλετε σε κύκλο τη σωστή απάντηση Οι στ. 40 - 45 προβάλλουν περισσότερο: 
 α) τη διάδοση των ιδανικών των αγωνιστών
 β) την αίσθηση της µαταιότητας 
 γ) το αίσθηµα της ήττας 
 δ) το φόβο των αγωνιστών

 Β. Να αιτιολογήσετε την προτίµησή σας

2.
 Α. Ποια από τις παρακάτω θέσεις πιστεύετε ότι ανταποκρίνεται περισσότερο στο νόηµα του ποιήµατος;
 α) "Το να πεθάνει κανείς για κάποιο ιδανικό ηχεί όµορφα.
 Γιατί όµως να µην αφήσεις το ιδανικό να πεθάνει αντί για σένα;" 110 (Wyndham Lewis) β) " Την ευτυχία τη γνώρισα στο δόσιµο χωρίς µισθό. Τη λευτεριά στο σκλάβωµα σε κάποιο ιδανικό σωστό" (Κ. Βάρναλης) 

Β. Να δικαιολογήσετε την απάντησή σας.

3. ΠΑΡΑ∆ΕΙΓΜΑΤΑ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΣΠΙΤΙ 

Στο συγκεκριµένο ποίηµα θα µπορούσαν να δοθούν ως εργασίες - ασκήσεις για το σπίτι οι ακόλουθες ερωτήσεις: 
1. Η ποίηση του Γ. Ρίτσου θεωρείται ότι "ακτινοβολεί µια νηφάλια ηρωική αισιοδοξία". Αν συµφωνείτε, να στηρίξετε την άποψη µε βάση το ποίηµα.
 2. Ποια στάση ζωής προβάλλεται στο ποίηµα και ποιες οι αξίες της;
3. Αποδώστε σε πεζό λόγο όσα ο ποιητής νοµίζετε ότι αφήνει να εννοηθούν.
 
4. ΠΑΡΑ∆ΕΙΓΜΑΤΑ ΣΥΝΘΕΤΙΚΩΝ - ∆ΗΜΙΟΥΡΓΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ 

1. Να ακούσετε τη µελοποίηση της "Ρωµιοσύνης" από το Μίκη Θεοδωράκη και να δείξετε αν η µελοποίηση εναρµονίζεται µε το ποίηµα. 

2. Να συσχετίσετε ποιητικά τους αγωνιστές της "Ρωµιοσύνης" µε τους αγωνιζόµενους Μεσολογγίτες στους "Ελεύθερους Πολιορκηµένους" του ∆. Σολωµού και να τις εκθέσετε σε µορφή δοκιµίου.

 3. Να διαβάσετε το ποίηµα του Κ. Καβάφη "Θερµοπύλες" σε συσχετισµό µε τη "Ρωµιοσύνη" και να εντοπίσετε τις οµοιότητες και τις διαφορές τους σ ένα δοκίµιο έκτασης 200 περίπου λέξεων.
 111
 5. ΠΑΡΑ∆ΕΙΓΜΑΤΑ ΚΡΙΤΗΡΙΩΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ
 1ο Κριτήριο για ολιγόλεπτη γραπτή δοκιµασία (20 λεπτά) 
ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ ............................................................................ 
ΤΑΞΗ .............................. ΤΜΗΜΑ .............................
 ΜΑΘΗΜΑ: Κείµενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γ. Ρίτσου: Ρωµιοσύνη
 ΗΜΕΡ/ΝΙΑ: ............................. 

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ: 
1. Στην πρώτη ενότητα (στ. 1 - 16) ο ποιητής δείχνει την επίδραση του ελληνικού τοπίου στους ανθρώπους: 
α) Ποια η σχέση µεταξύ τους;
 β) Πώς πετυχαίνει ο ποιητής να συνδέσει άρρηκτα τοπίο και ανθρώπους; ........................................................................................................................... ........................................................................................................................... Μονάδες 6

2. Να περιγράψετε τα δεινά και τους αγώνες της ρωµιοσύνης µέσα από τους στίχους 27 - 37. ........................................................................................................................... ........................................................................................................................... Μονάδες 6 

3. Νοµίζετε ότι το ποίηµα έχει επικό χαρακτήρα; Αν ναι, να δικαιολογήσετε την απάντησή σας. ........................................................................................................................... ........................................................................................................................... Μονάδες 4 

4. Τι εννοεί ο ποιητής, όταν λέει : "Γεµίζουν τώρα τα κανόνια τους µόνο µε την καρδιά τους" (στ.39); ........................................................................................................................... ........................................................................................................................... Μονάδες 4 

 112 
2ο Κριτήριο για ολιγόλεπτη γραπτή δοκιµασία 
ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ ............................................................................ 
ΤΑΞΗ .............................. ΤΜΗΜΑ .............................
 ΜΑΘΗΜΑ: Κείµενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γ. Ρίτσου: Ρωµιοσύνη 
ΗΜΕΡ/ΝΙΑ: ............................. 
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ: 
1. Στην 1η ενότητα (στ. 1 - 16) πώς παρουσιάζεται το ελληνικό τοπίο και οι άνθρωποι; Ποια η σχέση µεταξύ τους; ........................................................................................................................... ........................................................................................................................... Μονάδες 6 
2. Πώς γίνεται ο θάνατος να κάνει τη ζωή να θριαµβεύει; (στ. 26). (Απαντήστε σε 2 γραµµές περίπου). ........................................................................................................................... ........................................................................................................................... Μονάδες 6 

3. α) Ποιες εικόνες περιγράφουν την κατάσταση πολιορκίας; β) Ποια εντύπωση σας προκαλούν; ........................................................................................................................... ........................................................................................................................... Μονάδες 6 

4. Να γράψετε δίπλα από τον κάθε αριθµό της πρώτης στήλης το γράµµα του στοιχείου της δεύτερης στήλης που αντιστοιχεί σε αυτό (περισσεύουν δύο): Α Β 1. "το µουλάρι κι ο βράχος. Λαχανιάζουν" 2. "όταν χαµογελάνε, ένα µικρό χελιδόνι φεύγει µεσ΄ απ΄ τ΄ άγρια γένια τους" 3. "αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απí τα ξένα βήµατα"
 α. παραδοσιακός στίχος β. υπερρεαλιστική γραφή γ. ελλειπτικός λόγος δ. συµβολική γραφή ε. διαλογικό στοιχείο Μονάδες 2 

 113 Κριτήριο για ωριαία γραπτή δοκιµασία (45 λεπτά)
 ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ ............................................................................
 ΤΑΞΗ .............................. 
ΤΜΗΜΑ ............................. 
ΜΑΘΗΜΑ: Κείµενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γ. Ρίτσου: Ρωµιοσύνη
ΗΜΕΡ/ΝΙΑ: ............................. 
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ 
1. Βάλτε σε κύκλο το γράµµα της απάντησης που θεωρείτε σωστή και δικαιολογήστε την απάντησή σας. 
Α. Στους στ. 17 - 22 ("το χέρι τους ... αλάτι") το αίσθηµα που υποβάλλει ο ποιητής περισσότερο είναι: α) η απογοήτευση των αγωνιστών,
 β) το επαναστατικό φρόνηµα που τους διατηρεί σε εγρήγορση,
 γ) η νοσταλγία πιο ανθρώπινων συνθηκών ζωής, 
δ) η χαρά για τη συµµετοχή στον πόλεµο. 

Β. Ποια από τις παρακάτω θέσεις πιστεύετε ότι ανταποκρίνεται περισσότερο στο νόηµα του ποιήµατος; 
α) "Το να πεθάνει κανείς για κάποιο ιδανικό ηχεί όµορφα. Γιατί όµως να µην αφήσεις το ιδανικό να πεθάνει αντί για σένα;" (W. Lewis)
 β) " Την ευτυχία τη γνώρισα στο δόσιµο χωρίς µισθό. Τη λευτεριά στο σκλάβωµα σε κάποιο ιδανικό σωστό" (Κ. Βάρναλης) Μονάδες 2 

2. Α. Να συµπληρώσετε τα κενά µε το κατάλληλο σχήµα λόγου που δίνεται σε παρένθεση (περισσεύουν δύο λέξεις): (αντίθεση, επανάληψη, εικόνα, παρήχηση, προσωποποίηση, µεταφορά) 
α) Στους πρώτους τέσσερις στίχους το σχήµα που ξεχωρίζει είναι: ............... 
β) "η ρίζα σκοντάφτει στο µάρµαρο": ............................................................. 
γ) "όλοι πεινάνε, όλοι σκοτώνονται και κανένας δεν πέθανε": ....................... 
δ) "βιγλίζοντας το µανιασµένο πέλαγο": ......................................................... Μονάδες 2 

 114 Β. Να γράψετε δίπλα από τον κάθε αριθµό της πρώτης στήλης το γράµµα του στοιχείου της δεύτερης στήλης που αντιστοιχεί (περισσεύουν δύο): Α Β 
1. "σφίγγει τα δόντια" (το τοπίο) 
2. "τόσα χρόνια όλοι πεινάνε, όλοι διψάνε, όλοι σκοτώνονται"
3. "πάνου στα καραούλια πετρωµένοι καπνίζουν τη σβουνιά" 
4. "η γλώσσα τους είναι στυφή σαν το κυπαρισσόµηλο" 
α. ασύνδετο σχήµα β. εικόνα γ. πολυσύνδετο σχήµα δ. µεταφορά ε. παροµοίωση στ. προσωποποίηση                           Μονάδες 2 

3. Ποια στάση ζωής υποδεικνύει ο ποιητής στους στίχους 42-45; ........................................................................................................................... ........................................................................................................................... Μονάδες 4
 4. Γιατί "όταν σφίγγουν το χέρι ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσµο"; ........................................................................................................................... ........................................................................................................................... Μονάδες 4 
5. Να σκιαγραφήσετε τη µορφή και την ψυχοσύνθεση εκείνων στους οποίους αναφέρεται ο Γ. Ρίτσος. Τεκµηριώστε κάθε στοιχείο της περιγραφής σας, παραπέµποντας σε συγκεκριµένους στίχους του ποιήµατος. ........................................................................................................................... ........................................................................................................................... Μονάδες 3
 6. Οι υπερρεαλιστές δηµιουργούν ποιητικές εικόνες συνδέοντας λέξεις που σχετίζονται συνειρµικά µεταξύ τους. Βρίσκει αυτό εφαρµογή στο συγκεκριµένο ποίηµα και, αν ναι, σε ποιους στίχους; ........................................................................................................................... ........................................................................................................................... Μονάδες 3 


ΣΕΝΑΡΙΟ

Γιάννης Ρίτσος: Ο ποιητής της Ρωμιοσύνης

Σαν σήμερα, την Πρωτομαγιά του 1909, αντικρίζει για πρώτη φορά το φως,  ο «επαναστατικός» Γιάννης Ρίτσος. Εμπρόκειτο για έναν ποιητή που δοκιμάστηκε πολλές φορές, τόσο σε προσωπικό, όσο και σε οικογενειακό επίπεδο, με πατέρα βυθισμένο στον τζόγο, με μητέρα και αδελφό να προσβάλλονται από φυματίωση και να «φεύγουν» πρόωρα και με τον ίδιο, επίσης, να δέχεται το χτύπημα της ασθένειας (φυματίωση). Δεν υπέκυψε στο καθεστώς Παπαδόπουλου, εξορίστηκε 4 φορές(!), αλλά διατήρησε αταλάντευτο και αδιαπραγμάτευτο το πάθος και το κουράγιο του για την ποίηση.

«Αν άφεση δεν είναι η ποίηση –ψιθύρισε μόνος του– τότε, από πουθενά μην περιμένουμε έλεος.»

(Από το ποίημα «Ο χώρος του ποιητή», συλλογή «Δώδεκα ποιήματα για τον Καβάφη»).

 

Η ζωή του Γιάννη Ρίτσου – Τα πρώτα χρόνια


Φωτογραφία του Ρίτσου από την Ασφάλεια.

Ο Γιάννης Ρίτσος γεννήθηκε στη Μονεμβασιά την Πρωτομαγιά του 1909. Ήταν το τέταρτο παιδί της οικογένειας, έχοντας τρία αδέλφια, τη Νίνα, τον Μίμη και την πολυαγαπημένη του Λούλα.

Ο πατέρας του, Ελευθέριος Ρίτσος, ήταν μεγαλοκτηματίας, που δεν υιοθέτησε ποτέ το κλασσικό πατρικό πρότυπο, όντας γυναικάς και -από νωρίς- βυθισμένος στον τζόγο.



ΔΕΣ ΚΑΙ:https://lambrinim.files.wordpress.com/2015/05/cf81cf89cebcceb9cebfcf83cf8dcebdceb7.png

https://paperzz.com/doc/5190621/%CF%86%CF%8D%CE%BB%CE%BB%CE%BF-%CE%B5%CF%81%CE%B3%CE%B1%CF%83%CE%AF%CE%B1%CF%82

ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Γ. Ρίτσος Ρωμιοσύνη

ΤΙΤΛΟΣ CD: ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ
Ερμηνευτής: ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΜΠΙΘΙΚΩΤΣΗΣ
Συνθέτης: ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ
Στιχουργός: ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
Εταιρεία: MINOS-EMI
Κυκλοφορία: 01/01/1970

https://www.slideshare.net/ebimpir/ss-7996622

Γιάννης Ρίτσος, Ρωμιοσύνη

http://neoellinika.blogspot.com/2008/02/blog-post_11.html
Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,
αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ' τα ξένα βήματα,
αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,
αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο.

Ετούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή,
σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τ' αμπέλια του,
σφίγγει τα δόντια. Δεν υπάρχει νερό. Μονάχα φως.
O δρόμος χάνεται στο φως κι ο ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο.

Μαρμάρωσαν τα δέντρα, τα ποτάμια κ' οι φωνές
μες στον ασβέστη του ήλιου.
H ρίζα σκοντάφτει στο μάρμαρο. Τα σκονισμένα σκοίνα.
Το μουλάρι κι ο βράχος. Λαχανιάζουν. Δεν υπάρχει νερό.
Όλοι διψάνε. Χρόνια τώρα. Όλοι μασάνε μια μπουκιά ουρανό
πάνου απ' την πίκρα τους.
Τα μάτια τους είναι κόκκινα απ' την αγρύπνια,
μια βαθειά χαρακιά σφηνωμένη ανάμεσα στα φρύδια τους
σαν ένα κυπαρίσσι ανάμεσα σε δυο βουνά το λιόγερμα.

Το χέρι τους είναι κολλημένο στο ντουφέκι
το ντουφέκι είναι συνέχεια του χεριού τους
το χέρι τους είναι συνέχεια της ψυχής τους -
έχουν στα χείλια τους απάνου το θυμό
κ' έχουνε τον καημό βαθιά-βαθιά στα μάτια τους
σαν ένα αστέρι σε μια γούβα αλάτι.

Όταν σφίγγουν το χέρι, ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο
όταν χαμογελάνε, ένα μικρό χελιδόνι φεύγει μες απ' τ' άγρια γένια τους
όταν κοιμούνται, δώδεκα άστρα πέφτουν απ' τις άδειες τσέπες τους
όταν σκοτώνονται, η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και με ταμπούρλα.

Τόσα χρόνια όλοι πεινάνε, όλοι διψάνε, όλοι σκοτώνονται
πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα,
έφαγε η κάψα τα χωράφια τους κ' η αρμύρα πότισε τα σπίτια τους
ο αγέρας έριξε τις πόρτες τους και τις λίγες πασχαλιές της πλατείας
από τις τρύπες του πανωφοριού τους μπαινοβγαίνει ο θάνατος
η γλώσσα τους είναι στυφή σαν το κυπαρισσόμηλο
πέθαναν τα σκυλιά τους τυλιγμένα στον ίσκιο τους
η βροχή χτυπάει στα κόκαλά τους.

Πάνου στα καραούλια πετρωμένοι καπνίζουν τη σβουνιά και τη νύχτα
βιγλίζοντας το μανιασμένο πέλαγο όπου βούλιαξε
το σπασμένο κατάρτι του φεγγαριού.

Το ψωμί σώθηκε, τα βόλια σώθηκαν,
γεμίζουν τώρα τα κανόνια τους μόνο με την καρδιά τους.

Τόσα χρόνια πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα
όλοι πεινάνε, όλοι σκοτώνονται και κανένας δεν πέθανε -
πάνου στα καραούλια λάμπουνε τα μάτια τους,
μια μεγάλη σημαία, μια μεγάλη φωτιά κατακόκκινη
και κάθε αυγή χιλιάδες περιστέρια φεύγουν απ' τα χέρια τους
για τις τέσσερις πόρτες του ορίζοντα.


Μπορείτε να συμβουλευτείτε τις ερωτήσεις του σχολικού βιβλίου.
Ωστόσο δεν είναι ανάγκη να τις ακολουθήσετε. Μπορείτε να δώσετε τη δική σας οπτική που ίσως είναι και πιο ουσιώδης.