Η εκπαίδευση δεν είναι το γέμισμα ενός κουβά, αλλά το άναμμα μιας φλόγας.
Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς, 1865-1939, Ιρλανδός ποιητής, Νόμπελ 1923
Δευτέρα 30 Ιουλίου 2018
ΛΗΘΗ ,ΛΟΡΕΝΤΖΟΣ ΜΑΒΙΛΗΣ ,ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ
ΛΟΡΕΝΤΖΟΣ ΜΑΒΙΛΗΣ
Λήθη
Το ποίημα είναι σονέτο και δημοσιεύτηκε
το 1899. O Μαβίλης καλοτυχίζει τους νεκρούς, γιατί έχουν πιει το νερό
της λησμονιάς και δε θυμούνται τα βάσανα της επίγειας ζωής. Παράλληλα
τους συγκρίνει με τους ζωντανούς που υποφέρουν, επειδή δεν μπορούν
να λησμονήσουν τα αγαπημένα τους πρόσωπα.
Καλότυχοι οι νεκροί, που λησμονάνε την πίκρια της ζωής. Όντας βυθίσει ο ήλιος και το σούρουπο* ακλουθήσει,
μην τους κλαις, ο καημός σου όσος και να 'ναι!
Τέτοιαν ώρα οι ψυχές διψούν και πάνε στης Λησμονιάς την κρουσταλλένια βρύση· μα βούρκος* το νεράκι θα μαυρίσει,
α στάξει γι' αυτές δάκρυ, όθε αγαπάνε.
Κι αν πιουν θολό νερό, ξαναθυμούνται, διαβαίνοντας λιβάδι' απ' ασφοδίλι*,
πόνους παλιούς, που μέσα τους κοιμούνται.
Α δεν μπορείς παρά να κλαις το δείλι*, τους ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν·
θέλουν – μα δε βολεί* να λησμονήσουν.
Λ. Μα
βίλης, Τα ποιήματα,
Ίδρυμα Κώστα και
Ελένης Oυράνη
*σούρουπο: λυκόφως, δύση του ηλίου *βούρκος: στάσιμο νερό *λιβάδι' απ' ασφοδίλι:
μυθολογικός τόπος, όπου ηρεμούν οι νεκροί *δείλι: δειλινό *δε βολεί: δεν μπορούν
Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής
ΕΡΓΑΣΙΕΣ
1 Γιατί καλοτυχίζει τους νεκρούς ο ποιητής, ενώ θεωρεί αξιοθρήνητους τους
ζωντανούς;
2 Ποια μυθολογικά στοιχεία και λαϊκές δοξασίες για τους νεκρούς και τον Κάτω
Kόσμο συναντάμε στο ποίημα;
3 Ποια αφηγηματικά προσωπα χρησιμοποιεί ο ποιητής, όταν αναφέρεται στους
νεκρούς και στους ζωντανούς; Σε ποια από τις δύο κατηγορίες δίνει περισσότερη
έμφαση και γιατί;
4 Βρείτε τους υποθετικούς λόγους του κειμένου και εξηγήστε το περιεχόμενό τους.
ΔΙΑΘΕΜΑΤΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟ
ΤΗΤΑ
Βρείτε στοιχεία για τη ζωτική σημασία του νερού (Βιολογία, Γεωγραφία) και
αναζητήστε διάφορους συμβολισμούς του (μύθους, λαϊκές παραδόσεις,
λογοτεχνικά κείμενα). Ποιες από τις παραπάνω χρήσεις του νερού πιστεύετε
ότι συνδέονται περισσότερο με την ειδική σημασία που αποκτά το νερό της
Ο Χάροντας και η βάρκα με τις ψυχές (Αλεξάντερ Λιτοφτσένκο, 19ος αιώνας)
Φύλλο εργασίας
1.Ποιο είναι το θέμα του ποιήματος;
2.Να παρουσιάσετε περιληπτικά το περιεχόμενο της κάθε στροφής.
3.Να κατατάξετε το ποίημα στην παραδοσιακή ή τη μοντέρνα ποίηση, αιτιολογώντας την απάντησή σας. (Εντοπίστε τα χαρακτηριστικά της παραδοσιακής ή μοντέρνας ποίησης).
4.Να αξιολογήσετε αν ο τίτλος του κειμένου ανταποκρίνεται στο περιεχόμενό του. Απαντήστε δίνοντας αντίστοιχα χωρία του κειμένου.
5.Να εντοπίσετε την αντίθεση στην οποία στηρίζεται το ποίημα.
6.Γιατί ο ποιητής επιλέγει το «σούρουπο» κι όχι κάποια άλλη ώρα της ημέρας;
7.Ποια είναι τα μυθολογικά στοιχεία του ποιήματος;
8.Να εντοπίσετε τα εκφραστικά μέσα.
9.Στιχουργική του ποιήματος : μέτρο, στίχος, ομοιοκαταληξία.
10. Το ποίημα είναι σονέτο. Να εντοπίσετε τα χαρακτηριστικά του. ( Δείτε το «Μούχρωμα» του Λ. Μαβίλη σελ. 274 και το «Σονέτο» του Φρ. Πετράρχη σελ. 365)
11.Γλώσσα του ποιήματος.
12. Ο Λ. Μαβίλης επηρεάστηκε από τη φιλοσοφία του Σοπενάουερ. Να συσχετίσετε το ποίημα με τις αντιλήψεις του φιλοσόφου που ακολουθούν.
Σοπενχάουερ, [Πάρεργα και παραλειπόμενα]
· Ο άνθρωπος είναι αδύνατο να ζήσει ευτυχισμένη ζωή. Το καλύτερο που μπορεί να κατορθώσει είναι να ζήσει μια ηρωική ζωή.· Η μεγαλύτερη σοφία είναι να κάνεις υπέρτατο στόχο της ζωής την απόλαυση του παρόντος, γιατί αυτή είναι η μόνη πραγματικότητα, ενώ όλα τα άλλα είναι παιχνίδια του νου.· Αν μπορούσαμε να δούμε το μέλλον, υπάρχουν φορές που τα παιδιά θα έμοιαζαν με αθώους φυλακισμένους, καταδικασμένους όχι σε θάνατο, αλλά στη ζωή, και προς το παρόν εντελώς ανίδεους για το τι σημαίνει η ποινή τους.· Η ευθυμία και η ελαφράδα της νεότητάς μας οφείλονται εν μέρει στο γεγονός ότι ανηφορίζουμε το βουνό της ζωής και δε βλέπουμε το θάνατο που βρίσκεται στη βάση της άλλης μεριάς.
Τραγούδι βασισμένο στη Λήθη του Μαβίλη: Της Άρνης το νερό
Μουσική Στίχοι Ερμηνεία: Σταύρος Σιόλας
Της Άρνης το νερό Της Άρνης το νερό
Της αρνησιάς Της αρνησιάς τη βρύση
Της Άρνης το νερό το ήπιες και…το ήπιες και μ’ αρνήθης
Αχ, αγάπη μου, στα χείλη στάξε να το πιω
της Άρνης το πικρό νερό,
κι αν σε ξεχάσω, αν σ’ αρνηθώ
και πάλι εσένα άμα σε δω
κι αν σε ξεχάσω, αν σ’ αρνηθώ
και πάλι εσένα θ’ αγαπώ
Της λήθης το στενό το πέρασες… το πέρασες κι εχάθης
Αχ, αγάπη μου, στα χείλη στάξε να το πιω
της Άρνης το πικρό νερό,
κι αν σε ξεχάσω, αν σ’ αρνηθώ
και πάλι εσένα άμα σε δω
κι αν σε ξεχάσω, αν σ’ αρνηθώ
και πάλι εσένα θ’ αγαπώ
στα χείλη στάξε να το πιω
της Άρνης το πικρό νερό,
κι αν σε ξεχάσω, αν σ’ αρνηθώ
και πάλι εσένα άμα σε δω
κι αν σε ξεχάσω, αν σ’ αρνηθώ
και πάλι εσένα θ’ αγαπώ…
1ο βραβείο στο Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης 2006. Τραγούδι σε Παραδοσιακό ρυθμό.
Σημείωση: Άρνη είναι μια πηγή στην Άνδρο αν και στη αρχ. Ελλ. Μυθολ. Άρνη ήταν η πηγή που βρισκόταν στον κάτω κόσμο στη Λήθη από όπου έπιναν οι νεκροί για να ξεχάσουν τι άφηναν στον πάνω κόσμο
Η ανάλυση του ποιήματος…
1. Σχολιασμός των πρώτων λέξεων του ποιήματος
Η αρχή του ποιήματος αιφνιδιάζει τον αναγνώστη, γιατί οι έννοιες καλότυχοικαι νεκροίείναι αντιφατικές και η μια αποκλείει την άλλη, αφού ο θάνατος αποτελεί για τον άνθρωπο το πιο μεγάλο κακό και δεν είναι δυνατό με τη λογική να τον θεωρήσουμε μορφή καλής τύχης. Ωστόσο, ο ποιητής δικαιολογεί τη σύζευξη των δύο αντιφατικών εννοιών (οξύμωρο σχήμα) αμέσως παρακάτω με μια αναφορική-αιτιολογική πρόταση: που λησμονάνε την πίκρια της ζωής. Θεωρείται λοιπόν «καλή τύχη» ο θάνατος και μακαρίζονται οι νεκροί, επειδή δε βασανίζονται φέρνοντας στο νου τους τις πίκρες, τα βάσανα, τους πόνους που είχαν δοκιμάσει στον επάνω κόσμο.Μάλιστα, κάθε μέρα, το σούρουπο, ανανεώνουν αυτή τη δυνατότητα της λήθης πίνοντας το νερό της λησμονιάς.
Προτροπή για θρήνο προς τους ζωντανούς
Στο στ. 13 ο ποιητής μας προτρέπει να θρηνούμε για τους ζωντανούς και αυτό το αιτιολογεί στον επόμενο στίχο: οι ζωντανοί είναι αξιολύπητοι επειδή υποφέρουν πάντα από την ανάμνηση του πόνου που συνοδεύει τη ζωή και δεν μπορούν να τον διώξουν από τη σκέψη τους. Η πίκρια και οι πόνοι της ζωής, που ξεχνούν οι νεκροί και που δεν μπορούν να ξεχάσσουν οι ζωντανοί, είναι όσα δυσάρεστα μπορεί να συμβούν σε κάποιον στη διάρκεια της ζωής του και όσα βάσανα μπορούν να τον βρουν, όπως ο θάνατος αγαπημένων προσώπων, οι επώδυνες αρρώστιες, η κακή συμπεριφορά των άλλων, η αδικία, η εκμετάλλευση, η φτώχεια.3.Οι ενότητες του ποιήματος–πρώτη ενότητα (στροφή 1): Οι καλότυχοι νεκροί–δεύτερη ενότητα (στροφή 2,3): Η ανάμνηση των πόνων της ζωής αποτέλεσμα του θρήνου των ζωντανών.–τρίτη ενότητα ( στροφή 4): Η δυστυχία των ζωντανών4.Η συλλογιστική πορεία του ποιητήΑ. Πρώτη θέση του ποιητή: Οι νεκροί είναι καλότυχοιΑ1.Αιτιολόγηση θέσης: Ξεχνάνε τα βάσανα που είχαν στην επίγεια ζωή πίνοντας στον Κάτω Κόσμο το νερό της Λησμονιάς.Α2. Συμπέρασμα: Δεν πρέπει να κλαίμε τους νεκρούς, όση θλίψη και να μας προξενεί ο θάνατός τους.Α2α. Αιτιολόγηση:–Αν κλάψουμε, ενδέχεται κάποιο δάκρυ να πέσει στο νερό της Λησμονιάς.–Αν πέσει δάκρυ στο νερό της Λησμονιάς, αυτό θα θολώσει και θα χάσει την ιδιότητα της μετάδοσης της λήθης.–Αν πιουν οι νεκροί από το θολωμένο νερό, θα ξαναθυμηθούν τα βάσανα της επίγειας ζωής και θα δυστυχήσουν.–Επομένως, κάνουμε κακό στους νεκρούς με το κλάμα μας γι’ αυτούς.Β. Δεύτερη θέση του ποιητή: Αυτοί για τους οποίους πρέπει να θρηνούμε είναι οι ζωντανοί.Β1. Αιτιολόγηση θέσης: Οι ζωντανοί είναι δυστυχισμένοι, επειδή ζουν μέσα στα βάσανα της ζωής, που δεν μπορούν να τα βγάλουν από το νου τους, κι ας το θέλουν πολύ.5.Η γλώσσα του ποιήματοςΗ γλώσσα του ποιήματος είναι πλούσια, ωστόσο χωρίς μεγαλόστομες και ηχηρές λέξεις. Δεν έχει τίποτα ιδιαίτερο εκτός από την παρουσία μερικών ιδιωματικών στοιχείων: πίκρια, όντας, ακλουθήσει, α, όθε, βολεί. Το ύφος είναι λιτό και υποβλητικό, με λυρισμό στα σημεία στα οποία δίνονται οι εικόνες.[λυρισμός: σύνολο γνωρισμάτων που συναντάμε στη λογοτεχνία (ποιητικό και πεζό λόγο) τα οποία έχουν να κάνουν με την έκφραση των συναισθημάτων του λογοτέχνη]6.Σχήματα λόγου του ποιήματοςΟξύμωρο:καλότυχοι νεκροίΣυνεκδοχή: την πίκρια ( αντί: τις πίκριες), λιβάδι’ απ’ ασφεδίλι (αντί: από ασφοδίλια)Μεταφορά: κρουσταλλένια βρύσηΥπερβατό: ξαναθυμούνται διαβαίνοντας λιβάδι’ απ’ ασφοδίλι πόνους παλιούςΜετωνυμία:τα μάτια σου ας θρηνήσουν (= εσύ ας θρηνήσεις με δάκρυα από τα μάτια σου) κρουσταλλένια βρύση (= βρύση με το κρουσταλλένια νερό)Αντίθεση: κρουσταλλένια βρύση – βούρκος το νεράκι θα μαυρίσειΚύκλος: με το ρήμα λησμονώ αρχίζει και κλείνει το ποίημα σχηματίζοντας κυκλική σύνθεση ( αναφέρεται αρχικά στους νεκρούς και στο τέλος στους ζωντανούς)Αποτροπή: Μην τους κλαις. Προτροπή: Να κλαις. ΛΟΡΕΝΤΖΟΣ ΜΑΒΙΛΗΣ
Ποια αφηγηματικά πρόσωπα χρησιμοποιεί ο ποιητής, όταν αναφέρεται στους νεκρούς και στους ζωντανούς; Σε ποια από τις δυο κατηγορίες δίνει περισσότερη έμφαση και γιατί;
Ο ποιητής χρησιμοποιεί δυο αφηγηματικά πρόσωπα, το τρίτο για τους πεθαμένους και το δεύτερο για τους ζωντανούς (=αναγνώστες). Μολονότι επιφανειακά φαίνεται να κυριαρχεί το τρίτο πρόσωπο, εντούτοις η εμφάνιση στην πραγματικότητα πέφτει στους ζωντανούς, επειδή οι τελευταίοι νιώθουν τον πόνο της ύπαρξης πολύ περισσότερο από τους νεκρούς.
ΣΧΟΛΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΙΤΛΟ:
Μολονότι ο τίτλος είναι «Λήθη», εντούτοις η λέξη δε χρησιμοποιείται στο κείμενο, αλλά στη θέση της βρίσκουμε την λέξη «λησμονιά». Παρ’ όλα αυτά η χρήση της λέξης «λήθη» ως τίτλου ανταποκρίνεται πλήρως στο περιεχόμενο του έργου, αφού σχετίζεται και με τη λήθη των νεκρών, αλλά σχετίζεται και με την έλλειψή της στους ζωντανούς, δηλαδή με το γεγονός ότι δεν μπορούν να ξεχάσουν τις πίκρες τους.
Ο ΧΡΟΝΟΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ:
Είναι το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο ήλιος βασιλεύει και αρχίζει η νύχτα. Είναι ώρα ανάπαυσης και ξεκούρασης, αλλά ταυτόχρονα είναι και ώρα περισυλλογής (αυτοσυγκέντρωσης) και στοχασμού. Επίσης είναι η ώρα των αναμνήσεων, κατά την οποία μπορεί κάνεις να θυμηθεί ό,τι τον βασάνισε στο παρελθόν ή τώρα, δηλαδή είναι και ώρα θλίψης. Τέλος, παραδοσιακά είναι η ώρα των νεκρών.
ΕΙΚΟΝΕΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ:
1.Ο ήλιος που δύει και πέφτει το σούρουπο.
2.Οι ψυχές που πίνουν νερό από την πηγή της Λησμονιάς.
3.Το δάκρυ που στάζει και μετατρέπει το νερό σε βούρκο.
4.Το λιμάνι με τους ασφοδέλους, όπου περιπλανιούνται οι ψυχές στον Κάτω Κόσμο.
ΜΥΘΟΛΟΓΙΚΑ ΣΟΙΧΕΙΑ ΣΤΟ ΠΟΙΗΜΑ:
Ο ποιητής μάς δίνει ένα μέρος της γεωγραφίας του Κάτω Κόσμου, όπως τον φαντάζονταν οι αρχαίοι και όπως επιβίωσε στη δημοτική παράδοση. Αναφέρει την πηγή της «Λήθης», από την όποια αν πιουν οι ψυχές ξεχνούν όσα έζησαν, και το λιβάδι με τους ασφοδέλους, όπου οι ψυχές περιπλανιούνται άσκοπα. Ο Μαβίλης διαφοροποιείται από την αρχαία παράδοση στο εξής: ενώ για τον Πλάτωνα η ψυχή δεν είναι καλό να πιει από το νερό της «Λήθης», για να μην ξεχάσει τις προηγούμενες ζωές της, ο ποιητής μας αυτό το ενδεχόμενο το θεώρει ως κάτι το θετικό, γιατί έτσι η ψυχή ξεχνά τα βάσανα της ζωής.
ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ:
Η γλώσσα του ποιήματος είναι η απλή δημοτική με ορισμένους επτανησιακούς ιδιωματισμούς [π.χ. όντας (=όταν), πίκρια, κρουσταλλένια, ασφοδίλι κ.ά.].
ΟΞΥΜΩΡΟ ΣΧΗΜΑ:
«Οξύμωρο» λέγεται το σχήμα του λόγου, στο οποίο συνδυάζονται μεταξύ τους δυο εντελώς αντίθετες έννοιες, τις οποίες δε θα περιμέναμε ποτέ να τις βρούμε τη μια δίπλα στην άλλη. Στο κείμενό μας συναντάμε δυο οξύμωρα: 1) στον πρώτο στίχο τη φράση «καλότυχοι νεκροί» και 2) στον προτελευταίο στίχο τη φράση «τους ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν».
ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΨΥΧΩΝ ΣΤΟΝ ΚΑΤΩ ΚΟΣΜΟ:
Οι ψυχές στον Κάτω Κόσμο παρουσιάζονται να διατηρούν τις ανθρώπινες ιδιότητές τους:
1.Έχουν ανάγκες (διψούν).
2.Ενεργούν όπως οι άνθρωποι (πίνουν και περπατούν).
Ο πρώτος και ο τελευταίος στίχος της Λήθης περιέχουν την κοινή λέξη «λησμονώ». Όταν ένα κείμενο αρχίζει και τελειώνει με την ίδια φρασεολογία, τότε λέμε ότι έχουμε το σχήμα του κύκλου.
ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ:
Το κείμενο χαρακτηρίζεται από μια ατμόσφαιρα απαισιοδοξίας και μελαγχολίας. Ο Μαβίλης είναι επηρεασμένος εδώ από την απαισιόδοξη φιλοσοφία του Γερμανού φιλοσόφου Σοπενχάουερ καθώς και από το πνεύμα της ινδουιστικής και βουδιστικής θρησκείας, η οποία θεωρεί τη ζωή ως ένα είδος τιμωρίας των ανθρώπων.
ΤΑ ΒΑΣΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΣΟΝΕΤΟΥ:
1.Είναι ολιγόστιχο και αποτελείται από 14 στίχους, οργανωμένους σε 4 στροφές.
2.Οι 2 πρώτες στροφές είναι τετράστιχες και οι δύο τελευταίες τρίστιχες.
3.Το σονέτο έχει περίπλοκες ομοιοκαταληξίες. Στη «Λήθη» οι 2 πρώτες στροφές έχουν σταυρωτή ομοιοκαταληξία, ενώ οι 2 τελευταίες στροφές, αν τις πάρουμε μαζί, σχηματίζουν πλεκτή και ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία.
4.Το μέτρο του σονέτου είναι ο ιαμβικός ενδεκασύλλαβος στίχος.
5.Στο σονέτο ο ποιητής επιδιώκει τη μουσικότητα και την υποβλητικότητα, η οποία επιτυγχάνεται με την προσεκτική επιλογή των λέξεων.
6.Το βάρος του νοήματος του σονέτου πέφτει συνήθως στην τελευταία στροφή.
Ο Κωστής Παλαμάς στον πρόλογο της ποιητικής συλλογής Δεκατετράστιχα έγραψε για την ποίηση του Μαβίλη: «Ανταμώνονται στα ωραιότερα σονέτα μια επιμελημένη και στα ελάχιστα φροντίδα με μια θερμότατη στη σύλληψη πνοή για να δείξουν, ακόμα μια φορά, πως τεχνική δεξιοσύνη και καθαρή ποίηση ένα είναι».
Καλότυχοι οι νεκροί που λησμονάνε
την πίκρια της ζωής. Όντας βυθίσει
ο ήλιος και το σούρουπο ακλουθήσει,
μην τους κλαις, ο καημός σου όσος και να ‘ναι.
Τέτοιαν ώρα οι ψυχές διψούν και πάνε
στης λησμονιάς την κρουσταλλένια βρύση·
μα βούρκος το νεράκι θα μαυρίσει,
α στάξει γι’ αυτές δάκρυ όθε αγαπάνε.
Κι αν πιουν θολό νερό ξαναθυμούνται,
διαβαίνοντας λιβάδια από ασφοδίλι·
πόνους παλιούς, που μέσα τους κοιμούνται.
Α δε μπορείς παρά να κλαις το δείλι,
τους ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν:
θέλουν - μα δε βολεί να λησμονήσουν.
όντας βυθίσει: όταν βυθιστεί, όταν δύσει.
στης λησμονιάς... βρύση: σύμφωνα με τις λαϊκές δοξασίες οι νεκροί πίνουν το νερό της λησμονιάς και ξεχνούν όλα τα επίγεια.
α: αν.
όθε: απ’ αυτούς που...
λιβάδια από ασφοδίλι: η εικόνα αναφέρεται στον «ασφοδελό λειμώνα» (=λιβάδι από ασφοδίλια), χώρο του Άδη, όπου, κατά τους αρχαίους Έλληνες, περιφέρονταν μόνιμα ή ησύχαζαν οι ψυχές των ηρώων.
Ο Λορέντζος Μαβίλης ακολουθώντας μια απαισιόδοξη θεώρηση της ζωής μακαρίζει τους νεκρούς, διότι έχουν την ευκαιρία να λησμονήσουν τις πλείστες πίκρες που βίωσαν όσο ζούσαν. Ο θρήνος, άρα, των ανθρώπων δεν ταιριάζει σε όσους έχουν πεθάνει, μιας κι εκείνοι έχουν πια γλιτώσει από τα βάσανα, αλλά στους ζωντανούς, οι οποίοι είναι αναγκασμένοι να έρχονται αντιμέτωποι με αδιάκοπους καημούς, χωρίς να μπορούν ποτέ να λησμονήσουν όλα τα βάσανα που έχουν ήδη ζήσει.
Καλότυχοι οι νεκροί που λησμονάνε
την πίκρια της ζωής.
Οι εισαγωγικοί στίχοι του ποιήματος βασίζονται σ’ ένα οξύμωρο σχήμα, καθώς οι νεκροί χαρακτηρίζονται καλότυχοι. Οξύμωρο, βέβαια, αν ιδωθεί από την οπτική ενός ανθρώπου που θεωρεί τη ζωή δώρο και ευλογία, μιας και ο ποιητής φαίνεται πως έχει διαφορετική άποψη. Ο Μαβίλης αιτιολογεί την καλοτυχία των νεκρών τονίζοντας πως εκείνοι έχουν την ευκαιρία να λησμονήσουν τις πίκρες της ζωής, και φανερώνει έτσι πως η αντίληψή του για την έννοια της ζωής, σε φιλοσοφικό επίπεδο τουλάχιστον, είναι αρνητική. Ο ποιητής μοιάζει, δηλαδή, να υιοθετεί την προσέγγιση εκείνων των φιλοσόφων που αντιλαμβάνονται τον ανθρώπινο βίο ως πεδίο διαρκούς δοκιμασίας και πόνου, εφόσον οι άνθρωποι τείνουν να παγιδεύονται σ’ ένα φαύλο κύκλο επιθυμιών με συνεχείς διαψεύσεις και απογοητεύσεις, γεγονός που τους ωθεί στην απόρριψη της ευδαιμονικής θέασης της ζωής.
Όντας βυθίσει
ο ήλιος και το σούρουπο ακλουθήσει,
μην τους κλαις, ο καημός σου όσος και να ‘ναι.
Ο ποιητής θεωρεί, λοιπόν, πως οι άνθρωποι δεν θα πρέπει να λυπούνται τους νεκρούς, ούτε και να τους θρηνούν, διότι εκείνοι έχουν λησμονήσει την παρουσία τους στη γη, οπότε δεν έχουν πια καμία θλίψη. Ο ποιητής, μάλιστα, προσδιορίζει μια συγκεκριμένη ώρα κατά την οποία κυρίως δεν θα πρέπει να κλαίνε οι ζωντανοί για τους νεκρούς, όσο έντονος κι αν είναι ο καημός που βιώνουν. Πρόκειται για την ώρα που δύει ο ήλιος και σουρουπώνει∙ την ώρα που βραδιάζει κι οι άνθρωποι, έχοντας ολοκληρώσει τις ασχολίες της καθημερινής εργασίας, συνηθίζουν να αφήνονται στην αναπόληση και στη νοσταλγία.
Τέτοιαν ώρα οι ψυχές διψούν και πάνε
στης λησμονιάς την κρουσταλλένια βρύση∙
μα βούρκος το νεράκι θα μαυρίσει,
α στάξει γι’ αυτές δάκρυ όθε αγαπάνε.
Είναι ακριβώς η ώρα κατά την οποία οι ψυχές των νεκρών διψούν και πηγαίνουν να πιούν νερό στη βρύση της λησμονιάς. Ο ποιητής ακολουθεί εδώ την αρχαιοελληνική παράδοση, σύμφωνα με την οποία στον Άδη υπήρχε πηγή με το νερό της Λήθης, απ’ το οποίο έπιναν οι ψυχές των νεκρών και ξεχνούσαν έτσι όσα σχετίζονταν με τη ζωή τους και τους ανθρώπους που άφησαν πίσω τους. Φαίνεται, μάλιστα, πως ο ποιητής θεωρεί ότι επρόκειτο για μια καθημερινή διαδικασία, με το αίσθημα της δίψας να ωθεί κάθε βράδυ τις ψυχές στη βρύση της λησμονιάς, προκειμένου να διατηρηθεί η κατάσταση της λήθης που τους απάλλασσε από τον πόνο της ανάμνησης.
Εμφανής, επίσης, εδώ η τάση των λαϊκών και αρχαίων ελληνικών παραδόσεων να αποδίδουν στις ψυχές των νεκρών χαρακτηριστικά της επίγειας ζωής, όπως είναι για παράδειγμα το αίσθημα της δίψας και η συνήθεια να πίνουν νερό.
Αν, επομένως, στάξει δάκρυ απ’ τους ανθρώπους που αγαπάνε, το κρυσταλλένιο, το πεντακάθαρο νερό της λησμονιάς, γίνει βούρκος και μαυρίζει, ματαιώνοντας τη διαδικασία της λήθης. Οι ζωντανοί άνθρωποι, άρα, προκαλούν αναστάτωση στις ψυχές των νεκρών αγαπημένων τους, με τη θλίψη και τα δάκρυά τους, αφού τους αρνούνται τη δυνατότητα να παραμείνουν σ’ αυτή τη γαλήνια κατάσταση λήθης που τους προφυλάσσει από την οδύνη των αναμνήσεων.
Κι αν πιουν θολό νερό ξαναθυμούνται,
διαβαίνοντας λιβάδια από ασφοδίλι∙
πόνους παλιούς, που μέσα τους κοιμούνται.
Το θολωμένο από τα δάκρυα των ζωντανών νερό, αποτελεί αιτία για να θυμηθούν ξανά οι ψυχές των νεκρών παλιούς πόνους που βρίσκονταν μέσα τους για καιρό σε αδρανή κατάσταση, και να βιώσουν έτσι εκ νέου την πικρία της ζωής. Προσέχουμε, πάντως, πως οι μνήμες που επανέρχονται και πικραίνουν τις ψυχές, δεν είναι οι αναμνήσεις ευτυχισμένων στιγμών και η ομορφιά της ζωής, μιας και κάτι τέτοιο δεν υφίσταται σύμφωνα με την αντίληψη του ποιητή∙ ό,τι επανέρχεται στη μνήμη των νεκρών και τους πληγώνει, είναι οι πόνοι που είχαν ξεχαστεί.
Τα λιβάδια από ασφοδίλι συνδέουν το ποίημα του Μαβίλη με την αρχαιοελληνική παράδοση, εφόσον ο ασφόδελος ήταν για τους αρχαίους Έλληνες σύμβολο του πένθους.
Α δε μπορείς παρά να κλαις το δείλι,
τους ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν:
θέλουν - μα δε βολεί να λησμονήσουν.
Μέσα από τον ποιητικό αυτό μύθο προκύπτει η πεποίθηση του Μαβίλη πως ο θρήνος και τα δάκρυα για όσους έχουν πεθάνει, όχι μόνο δεν τους ωφελούν, αλλά το αντίθετο μάλιστα τους προξενούν πόνο, εφόσον τους εξαναγκάζουν να θυμηθούν τις πίκρες της ζωής. Η παρότρυνση του ποιητή, άρα, σε όποιον δεν μπορεί να αντέξει τη θλίψη του και ξεσπά σε δάκρυα τα βράδια, είναι να μη θρηνεί τους νεκρούς, αλλά τους ζωντανούς, οι οποίοι πραγματικά αξίζουν το θρήνο και τη συμπόνια, αφού είναι αυτοί που βιώνουν τον μεγαλύτερο πόνο. Οι ζωντανοί, σε αντίθεση με τις ψυχές των νεκρών, όχι μόνο βρίσκονται σε διαρκή οδύνη και θλίψη, δεν έχουν καν το προνόμιο της λήθης, που τόσο γενναιόδωρα παρέχεται στους πεθαμένους. Οι ζωντανοί θέλουν, μα δεν μπορούν να λησμονήσουν.
Η χρήση του β΄ προσώπου στο πλαίσιο του ποιήματος προσφέρει ζωντάνια και κάνει περισσότερο αισθητή τη διάθεση παραίνεσης του ποιητή.
Τα χαρακτηριστικά του σονέτου
α) είναι ποίημα ολιγόστιχο· αποτελείται από δεκατέσσερις στίχους, που κατανέμονται σε τέσσερις στροφές
β) οι δυο πρώτες στροφές είναι τετράστιχες, ενώ οι δυο τελευταίες τρίστιχες· έχουμε δηλαδή το σχήμα: 4 - 4 - 3 - 3
γ) το μέτρο είναι κανονικά ιαμβικό και οι στίχοι -εδώ- ενδεκασύλλαβοι.
δ) η ομοιοκαταληξία ακολουθεί το σχήμα αββα, αββα, γδγ, δεε. Έχουμε, δηλαδή, σταυρωτή ομοιοκαταληξία στις δύο πρώτες στροφές.
ε) Ακολουθείται, επίσης, ο κανόνας ότι ένας τουλάχιστον στίχος της μιας στροφής πρέπει να ομοιοκαταληκτεί με έναν της άλλης.
Μέτρο
Στο ιαμβικό μέτρο έχουμε εναλλαγή μιας άτονης συλλαβής με μια τονισμένη (χωρίζεται σε ζεύγη, δηλαδή, δύο συλλαβών όπου τονίζεται η δεύτερη), χωρίς να συμπίπτει απαραίτητα ο γραμματικός τόνος των λέξεων με τον τόνο του μέτρου. Για παράδειγμα, στον ακόλουθο στίχο το μέτρο λειτουργεί ως εξής: