Ελληνικός πολιτισμός, Διδάσκοντας την Ιλιάδα
Ραψωδία Α 431β-494 Η Χρυσηίδα παραδίδεται στον πατέρα της. Επιστροφή της αποστολής με επικεφαλής τον Οδυσσέα στο στρατόπεδο των Αχαιών. (ανάγνωση)
Σε μετάφραση Θ. Γ. Μαυρόπουλου, εκδόσεις Ζήτρος
Σχολικό βιβλίο Ερωτήσεις κατανόησης Ερωτήσεις κατανόησης Η μετάφραση Το αρχαίο κείμενο Αντιγραφή εικόνων
Η Ιλιάδα διαρκεί 51 ημέρες. Στην ενότητα διανύουμε την 10η ως την 21η ημέρα
430 Ωστόσο ο Οδυσσέας
πήγε στη Χρύσα φέρνοντας άγια τρανή θυσία.
Σαν μπήκαν στο πολύβαθο λιμάνι εκείνοι τότε,
μάζεψαν όλα τα πανιά, τ' απόθεσαν στο πλοίο,
έλυσαν ξάρτια, πλάγιασαν στη θήκη το κατάρτι
435 γρήγορα, κωπηλατώντας στ' αραξοβόλι πήγαν.
Έριξαν αγκυρόπετρες, έδεσαν την πρυμάτσα
και βγήκαν έξω στη στεριά οι ίδιοι από το πλοίο.
Έβγαλαν και την προσφορά στο μακρορίχτη Φοίβο.
Και απ' το θαλασσόδρομο το πλοίο βγήκε η κόρη.
440 Ο Οδυσσέας ο σοφός προς το βωμό την πήγε,
στα χέρια του πατέρα της την έδωσε και είπε:
«Χρύση, σ' εσένα μ' έστειλε ο άρχοντας Ατρείδης
να φέρω εδώ την κόρη σου, στο Φοίβο να προσφέρω
θυσία για τους Δαναούς, μήπως και μαλακώσει,
445 γιατί σε πολυστέναχτες μας έχει ρίξει πίκρες.»
πήγε στη Χρύσα φέρνοντας άγια τρανή θυσία.
Σαν μπήκαν στο πολύβαθο λιμάνι εκείνοι τότε,
μάζεψαν όλα τα πανιά, τ' απόθεσαν στο πλοίο,
έλυσαν ξάρτια, πλάγιασαν στη θήκη το κατάρτι
435 γρήγορα, κωπηλατώντας στ' αραξοβόλι πήγαν.
Έριξαν αγκυρόπετρες, έδεσαν την πρυμάτσα
και βγήκαν έξω στη στεριά οι ίδιοι από το πλοίο.
Έβγαλαν και την προσφορά στο μακρορίχτη Φοίβο.
Και απ' το θαλασσόδρομο το πλοίο βγήκε η κόρη.
440 Ο Οδυσσέας ο σοφός προς το βωμό την πήγε,
στα χέρια του πατέρα της την έδωσε και είπε:
«Χρύση, σ' εσένα μ' έστειλε ο άρχοντας Ατρείδης
να φέρω εδώ την κόρη σου, στο Φοίβο να προσφέρω
θυσία για τους Δαναούς, μήπως και μαλακώσει,
445 γιατί σε πολυστέναχτες μας έχει ρίξει πίκρες.»
Θυσίες και προσευχές στον Απόλλωνα
Έτσι είπε και την έδωσε· τη δέχτηκε εκείνος
όλο χαρά· τότε γοργά άγια τρανή θυσία
κει στον καλόχτιστο βωμό έστησαν στην αράδα.
Καλόπλυναν τα χέρια τους και πήραν τα κριθάρια.
450 Ψηλά τα χέρια σήκωσε κι ευχήθηκε ο Χρύσης:
«Άκου με, αργυρότοξε, που κυβερνάς τη Χρύσα,
που αφεντεύεις δυνατά Τένεδο κι άγια Κίλλα,
λίγο πιο πριν τιμώντας με άκουσες την ευχή μου
και το στρατό των Αχαιών πολύ έχεις παιδέψει·
455 και τώρα πάλι άκουσε αυτή την πεθυμιά μου:
γλίτωσε πια τους Δαναούς απ' τον κακό χαμό τους.»
Έκαμε τέτοια δέηση· τον άκουσε ο Φοίβος.
Σαν έκαμαν τις προσευχές κι έριξαν τα κριθάρια,
έστρεψαν λαιμούς, έσφαξαν κι έγδαραν τα σφαχτά τους
460 και τα μεριά τους χώρισαν, τα σκέπασαν με λίπος,
τα δίπλωσαν και έβαλαν κομμάτια κρέας πάνω.
Τα έκαιγε ο γέροντας σε σκίζες και φλογάτο
έριχνε κρασί· δίπλα νιοι πεντόσουβλες κρατούσαν.
Αφού κάηκαν τα μεριά και γεύτηκαν τα σπλάχνα,
465 λιάνισαν τα υπόλοιπα, τα πέρασαν στις σούβλες,
τα έψησαν περίτεχνα κι απ' τη φωτιά τα πήραν.
Σαν τέλειωσαν τον κόπο τους κι ετοίμασαν το γεύμα,
έτρωγαν και δεν έλειπε μερίδα στον καθένα.
Σαν χόρτασαν του φαγητού και το ποτού τον πόθο,
470 νιοι γέμισαν με το κρασί κροντήρια ως επάνω
και σ' όλους τα εμοίρασαν, να κάνουν τη σπονδή τους.
Χορεύοντας ολημερίς κι ομορφοτραγουδώντας
να μαλακώσουν το θεό πάσχιζαν με παιάνα·
κι ο μακρορίχτης στην ψυχή χαιρόταν να ακούει.
475 Ο ήλιος σαν βασίλεψε και ήρθε το σκοτάδι,
στου πλοίου τις πρυμάτσες πλάι το έστρωσαν για ύπνο.
όλο χαρά· τότε γοργά άγια τρανή θυσία
κει στον καλόχτιστο βωμό έστησαν στην αράδα.
Καλόπλυναν τα χέρια τους και πήραν τα κριθάρια.
450 Ψηλά τα χέρια σήκωσε κι ευχήθηκε ο Χρύσης:
«Άκου με, αργυρότοξε, που κυβερνάς τη Χρύσα,
που αφεντεύεις δυνατά Τένεδο κι άγια Κίλλα,
λίγο πιο πριν τιμώντας με άκουσες την ευχή μου
και το στρατό των Αχαιών πολύ έχεις παιδέψει·
455 και τώρα πάλι άκουσε αυτή την πεθυμιά μου:
γλίτωσε πια τους Δαναούς απ' τον κακό χαμό τους.»
Έκαμε τέτοια δέηση· τον άκουσε ο Φοίβος.
Σαν έκαμαν τις προσευχές κι έριξαν τα κριθάρια,
έστρεψαν λαιμούς, έσφαξαν κι έγδαραν τα σφαχτά τους
460 και τα μεριά τους χώρισαν, τα σκέπασαν με λίπος,
τα δίπλωσαν και έβαλαν κομμάτια κρέας πάνω.
Τα έκαιγε ο γέροντας σε σκίζες και φλογάτο
έριχνε κρασί· δίπλα νιοι πεντόσουβλες κρατούσαν.
Αφού κάηκαν τα μεριά και γεύτηκαν τα σπλάχνα,
465 λιάνισαν τα υπόλοιπα, τα πέρασαν στις σούβλες,
τα έψησαν περίτεχνα κι απ' τη φωτιά τα πήραν.
Σαν τέλειωσαν τον κόπο τους κι ετοίμασαν το γεύμα,
έτρωγαν και δεν έλειπε μερίδα στον καθένα.
Σαν χόρτασαν του φαγητού και το ποτού τον πόθο,
470 νιοι γέμισαν με το κρασί κροντήρια ως επάνω
και σ' όλους τα εμοίρασαν, να κάνουν τη σπονδή τους.
Χορεύοντας ολημερίς κι ομορφοτραγουδώντας
να μαλακώσουν το θεό πάσχιζαν με παιάνα·
κι ο μακρορίχτης στην ψυχή χαιρόταν να ακούει.
475 Ο ήλιος σαν βασίλεψε και ήρθε το σκοτάδι,
στου πλοίου τις πρυμάτσες πλάι το έστρωσαν για ύπνο.
Επιστροφή από τη Χρύσα (11η ημέρα)
Η ροδοδάχτυλη Αυγή η πρωινή σαν βγήκε,
προς το πλατύ στρατόπεδο των Αχαιών κινούσαν·
πρίμο αέρα έστελνε σ' αυτούς ο μακρορίχτης·
480 όρθωσαν το κατάρτι αυτοί, σήκωσαν τα πανιά τους·
αέρας φούσκωνε πανιά, ηχούσε μαύρο κύμα
στην καρίνα του καραβιού, καθώς αυτό κινούσε·
έτρεχε αυτό στα κύματα και τέλειωνε το δρόμο.
Πια στο πλατύ στρατόπεδο των Αχαιών σαν πήγαν.
485 προς τη στεριά ανάσυραν τ' ολόμαυρό τους πλοίο
ψηλά στον άμμο κι έβαλαν κάτω του αντιστύλια·
κι ύστερα όλοι σκόρπισαν στα πλοία, στις σκηνές τους.
Στα γοργά πλοία έμενε ωστόσο θυμωμένος
ο αρχοντογέννητος και γοργόποδος Πηλείδης·
490 δεν πήγαινε σε σύναξη, όπου δοξάζονται άντρες,
ούτε ποτέ στον πόλεμο, μα έλιωνε η ψυχή του,
κι ας λαχταρούσε τη βοή, την ταραχή της μάχης.
προς το πλατύ στρατόπεδο των Αχαιών κινούσαν·
πρίμο αέρα έστελνε σ' αυτούς ο μακρορίχτης·
480 όρθωσαν το κατάρτι αυτοί, σήκωσαν τα πανιά τους·
αέρας φούσκωνε πανιά, ηχούσε μαύρο κύμα
στην καρίνα του καραβιού, καθώς αυτό κινούσε·
έτρεχε αυτό στα κύματα και τέλειωνε το δρόμο.
Πια στο πλατύ στρατόπεδο των Αχαιών σαν πήγαν.
485 προς τη στεριά ανάσυραν τ' ολόμαυρό τους πλοίο
ψηλά στον άμμο κι έβαλαν κάτω του αντιστύλια·
κι ύστερα όλοι σκόρπισαν στα πλοία, στις σκηνές τους.
Στα γοργά πλοία έμενε ωστόσο θυμωμένος
ο αρχοντογέννητος και γοργόποδος Πηλείδης·
490 δεν πήγαινε σε σύναξη, όπου δοξάζονται άντρες,
ούτε ποτέ στον πόλεμο, μα έλιωνε η ψυχή του,
κι ας λαχταρούσε τη βοή, την ταραχή της μάχης.
Ραψωδία Α 494-612 Σκηνές από τον Όλυμπο
ΚΥΡΙΑ ΘΕΜΑΤΑ:
● Η Θέτιδα πραγματοποιεί την υπόσχεσή της
● Ο Δίας συγκατανεύει. Η «βουλή του Δία»
● Η αντίδραση της Ήρας
● Οι σχέσεις των θεών
Ο Δίας υπόσχεται στη Θέτιδα
«Ἦ καί κυανέῃσιν ἐπ’ ὀφρύσι νεῦσε Κρονίων·
ἀμβρόσιαι δ’ ἄρα χαῖται ἐπερρώσαντο ἄνακτος
κρατός ἀπ’ ἀθανάτοιο· μέγαν δ’ ἐλέλιξεν Ὄλυμπον.»
(Α 528-530 )
«Ἦ καί κυανέῃσιν ἐπ’ ὀφρύσι νεῦσε Κρονίων·
ἀμβρόσιαι δ’ ἄρα χαῖται ἐπερρώσαντο ἄνακτος
κρατός ἀπ’ ἀθανάτοιο· μέγαν δ’ ἐλέλιξεν Ὄλυμπον.»
(Α 528-530 )
ΣΤΟΧΟΙ
● Η «βουλή» του Δία, την οποία ανέφερε ο ποιητής στο προοίμιο.
● Ο τρόπος με τον οποίο συνδέεται ο θυμός του Αχιλλέα με τη «βουλή» του Δία, ώστε να αποτελέσουν μαζί τον πυρήνα και τις κινητήριες δυνάμεις του ιλιαδικού έπους.
● Οργάνωση της κοινωνίας των θεών (ιεραρχία, παντοδυναμία του Δία κτλ.) και συσχέτιση με την οργάνωση της ανθρώπινης κοινωνίας της εποχής.
● Μετά τη φιλονικία Δία και Ήρας και την ανυποχώρητη στάση του «πρώτου τη τάξει» θεού, η «βουλή», για την οποία έγινε λόγος στο προοίμιο, θα πραγματοποιηθεί και ο Αχιλλέας θα δικαιωθεί.
● Καθημερινές οικογενειακές στιγμές από τον κόσμο των θεών, τις μεταξύ τους σχέσεις (έριδες, συγκρούσεις, αλλά και τρυφερές σκηνές· συμπόνια Ήφαιστου για τη μητέρα του, προσπάθεια προστασίας της).
● Η ποιητική τέχνη του Ομήρου (ρεαλιστική παρουσίαση της κοινωνίας-οικογένειας των θεών, χωρίς εξιδανικεύσεις, εναλλαγή του σοβαρού με το κωμικό στοιχείο κτλ.).
Όταν πια συμπληρώθηκαν οι δώδεκα ημέρες,
όλοι οι θεοί στον Όλυμπο ομαδικά γυρνούσαν
495 κι ο Δίας μπρος. Η Θέτιδα δεν ξέχασε του γιου της
την παράκληση· αμέσως από το κύμα βγήκε
κι ανέβηκε χαράματα στον Όλυμπο, στα ύψη.
Μόνος βρήκε να κάθεται ο βροντολάλος Δίας
στου πολύκορφου Όλυμπου την πιο ψηλή ραχούλα.
500 Μπροστά του πήγε, κάθισε, με το αριστερό της
τα γόνατά του έπιασε, με το δεξί τα γένια,
κι είπε, παρακαλώντας τον, στο γιο του Κρόνου Δία:
«Δία πατέρα, αν ποτέ με έργο ή με λόγο
σ' ωφέλησα μες στους θεούς, κάμε μου αυτή τη χάρη:
505 το γιο μου το λιγόχρονο εσύ να τον τιμήσεις·
αυτόν ο Αγαμέμνονας έχει περιφρονήσει·
ο ίδιος πήγε, άρπαξε το δώρο το δικό του.
Βαθύγνωμε Ολύμπιε Δία, συ τίμησέ τον·
στους Τρώες δίνε δύναμη, οι Αχαιοί ωσότου
510 πληρώσουν ό,τι έκαμαν, τιμήσουν το παιδί μου.»
Έτσι είπε· δεν απάντησε ο νεφελοστοιβάχτης,
αλλά καθόταν σιωπηλός· η Θέτιδα ακόμη
τα γόνατά του έπιανε και του ζητούσε πάλι:
«Αλάνθαστη υπόσχεση δώσε με ένα νεύμα
515 ή αρνήσου μου -κανένα δε φοβάσαι- να ξέρω
πόσο είμαι χωρίς τιμή ανάμεσα σε όλους.»
όλοι οι θεοί στον Όλυμπο ομαδικά γυρνούσαν
495 κι ο Δίας μπρος. Η Θέτιδα δεν ξέχασε του γιου της
την παράκληση· αμέσως από το κύμα βγήκε
κι ανέβηκε χαράματα στον Όλυμπο, στα ύψη.
Μόνος βρήκε να κάθεται ο βροντολάλος Δίας
στου πολύκορφου Όλυμπου την πιο ψηλή ραχούλα.
500 Μπροστά του πήγε, κάθισε, με το αριστερό της
τα γόνατά του έπιασε, με το δεξί τα γένια,
κι είπε, παρακαλώντας τον, στο γιο του Κρόνου Δία:
«Δία πατέρα, αν ποτέ με έργο ή με λόγο
σ' ωφέλησα μες στους θεούς, κάμε μου αυτή τη χάρη:
505 το γιο μου το λιγόχρονο εσύ να τον τιμήσεις·
αυτόν ο Αγαμέμνονας έχει περιφρονήσει·
ο ίδιος πήγε, άρπαξε το δώρο το δικό του.
Βαθύγνωμε Ολύμπιε Δία, συ τίμησέ τον·
στους Τρώες δίνε δύναμη, οι Αχαιοί ωσότου
510 πληρώσουν ό,τι έκαμαν, τιμήσουν το παιδί μου.»
Έτσι είπε· δεν απάντησε ο νεφελοστοιβάχτης,
αλλά καθόταν σιωπηλός· η Θέτιδα ακόμη
τα γόνατά του έπιανε και του ζητούσε πάλι:
«Αλάνθαστη υπόσχεση δώσε με ένα νεύμα
515 ή αρνήσου μου -κανένα δε φοβάσαι- να ξέρω
πόσο είμαι χωρίς τιμή ανάμεσα σε όλους.»
Μίλησε, συγχυσμένος πια, ο νεφελοστοιβάχτης:
«Ποπό κακό! Να τα βάλω με κάνεις με την Ήρα,
καθώς με τα χροντρόλογα αυτή θα μ’ ερεθίζει·
520 κι αλλιώς μες στους θεούς αυτή μαζί μου όλο θυμώνει
και λέει πως τάχα βοηθώ στον πόλεμο τους Τρώες.
Μα τώρα φύγε συ ευθύς, η Ήρα μη σε νιώσει·
και για χάρη σου θα νοιαστώ, να γίνουν όπως θέλεις.
Και να, με το κεφάλι μου θα γνέψω, να πιστέψεις·
525 αυτό μες στους αθάνατους το πιο μεγάλο είναι
σημάδι μου· όποιο νεύμα με το κεφάλι κάνω
πίσω δεν πάει, δεν ξεγελά, δεν είναι να μη γίνει.»
Είπε, τα μαύρα φρύδια του χαμήλωσε ο Δίας·
οι χαίτες οι αθάνατες ταράχτηκαν του αφέντη
530 απ' το κεφάλι· τράνταξε τον Όλυμπο το μέγα.
Έτσι τα σκέφτηκαν οι δυο και χώρισαν· εκείνη
απ' το λαμπρό τον Όλυμπο στη θάλασσα πηδούσε
κι ο Δίας στο παλάτι του πήγε· οι θεοί όλοι
μπροστά του προσηκώθηκαν δεν τόλμησε κανείς τους
535 να μείνει καθιστός· όλοι στάθηκαν αντίκρυ του.
«Ποπό κακό! Να τα βάλω με κάνεις με την Ήρα,
καθώς με τα χροντρόλογα αυτή θα μ’ ερεθίζει·
520 κι αλλιώς μες στους θεούς αυτή μαζί μου όλο θυμώνει
και λέει πως τάχα βοηθώ στον πόλεμο τους Τρώες.
Μα τώρα φύγε συ ευθύς, η Ήρα μη σε νιώσει·
και για χάρη σου θα νοιαστώ, να γίνουν όπως θέλεις.
Και να, με το κεφάλι μου θα γνέψω, να πιστέψεις·
525 αυτό μες στους αθάνατους το πιο μεγάλο είναι
σημάδι μου· όποιο νεύμα με το κεφάλι κάνω
πίσω δεν πάει, δεν ξεγελά, δεν είναι να μη γίνει.»
Είπε, τα μαύρα φρύδια του χαμήλωσε ο Δίας·
οι χαίτες οι αθάνατες ταράχτηκαν του αφέντη
530 απ' το κεφάλι· τράνταξε τον Όλυμπο το μέγα.
Έτσι τα σκέφτηκαν οι δυο και χώρισαν· εκείνη
απ' το λαμπρό τον Όλυμπο στη θάλασσα πηδούσε
κι ο Δίας στο παλάτι του πήγε· οι θεοί όλοι
μπροστά του προσηκώθηκαν δεν τόλμησε κανείς τους
535 να μείνει καθιστός· όλοι στάθηκαν αντίκρυ του.
Κάθισε αυτός στο θρόνο του. Μα είχε δει η Ήρα
ότι μαζί του μίλησε η Θέτιδα, η κόρη
η ασημοποδαράτη του γέρου του πελάγου·
και με λόγια πειραχτικά στο γιο του Κρόνου είπε:
540 «Θεός ποιος πάλι, δολερέ, τα ταίριαξε μαζί σου;
Σου αρέσει πάντα μακριά από εμένα όντας
να διαλογίζεσαι κρυφά κι απόφαση να παίρνεις·
δε θέλεις πρόθυμα ποτέ ό,τι σκεφτείς να ξέρω.»
Κι είπε ο πατέρας των θεών και των ανθρώπων όλων:
545 «Ήρα, όλες τις σκέψεις μου να μάθεις μην ελπίζεις·
για σένα θα είναι δύσκολο, γυναίκα μου κι ας είσαι·
ό,τι ταιριάζει ν' ακουστεί κανείς πριν από σένα
αθάνατος ή και θνητός σίγουρα δε θα μάθει·
μα ό,τι χώρια απ' τους θεούς στο νου να βάλω θέλω,
550 γι' αυτά μη με ψιλορωτάς και μη ζητάς να μάθεις.»
Η μεγαλόματη θεά, αφέντρα Ήρα, είπε:
«Σκληρότατε του Κρόνου γιε, τι είναι αυτός ο λόγος;
Ούτε ποτέ ψιλορωτώ ούτε ζητώ να μάθω,
μα σκέφτεσαι ανέγνοιαστος ό,τι εσύ θελήσεις.
555 Μα τρέμω μη σε ξεγελά η Θέτιδα, η κόρη
η ασημοποδαράτη του γέρου του πελάγου·
χαράματα ήρθε κοντά, σου έπιασε τα πόδια·
νομίζω πως της έταξες τιμή στον Αχιλλέα
να δώσεις κι απ' τους Αχαιούς πολλούς να αφανίσεις.»
560 Γύρισε και της μίλησε ο νεφελοστοιβάχτης:
«Πάντα με υποπτεύεσαι, άθλια, δεν ξεφεύγω!
Δεν κάνεις τίποτε μ' αυτά και μόνο που μακραίνεις
απ' την καρδιά μου· κι είναι αυτό χειρότερο για σένα.
Αν έτσι είναι όπως λες, έτσι σ' εμένα αρέσει!
565 Να κάθεσαι σιωπηλή, τα λόγια μου ν' ακούεις,
μη δε σε σώσουν οι θεοί, οι κάτοικοι του Ολύμπου,
αν έρθω, ρίξω πάνω σου τ' ανίκητα μου χέρια.»
Είπε· και τρόμαξε η θεά, η μεγαλόματη Ήρα·
κάθισε κει σιωπηλή σφίγγοντας την καρδιά της.
570 Όλοι οι θεοί πικράθηκαν στου Δία το παλάτι.
ότι μαζί του μίλησε η Θέτιδα, η κόρη
η ασημοποδαράτη του γέρου του πελάγου·
και με λόγια πειραχτικά στο γιο του Κρόνου είπε:
540 «Θεός ποιος πάλι, δολερέ, τα ταίριαξε μαζί σου;
Σου αρέσει πάντα μακριά από εμένα όντας
να διαλογίζεσαι κρυφά κι απόφαση να παίρνεις·
δε θέλεις πρόθυμα ποτέ ό,τι σκεφτείς να ξέρω.»
Κι είπε ο πατέρας των θεών και των ανθρώπων όλων:
545 «Ήρα, όλες τις σκέψεις μου να μάθεις μην ελπίζεις·
για σένα θα είναι δύσκολο, γυναίκα μου κι ας είσαι·
ό,τι ταιριάζει ν' ακουστεί κανείς πριν από σένα
αθάνατος ή και θνητός σίγουρα δε θα μάθει·
μα ό,τι χώρια απ' τους θεούς στο νου να βάλω θέλω,
550 γι' αυτά μη με ψιλορωτάς και μη ζητάς να μάθεις.»
Η μεγαλόματη θεά, αφέντρα Ήρα, είπε:
«Σκληρότατε του Κρόνου γιε, τι είναι αυτός ο λόγος;
Ούτε ποτέ ψιλορωτώ ούτε ζητώ να μάθω,
μα σκέφτεσαι ανέγνοιαστος ό,τι εσύ θελήσεις.
555 Μα τρέμω μη σε ξεγελά η Θέτιδα, η κόρη
η ασημοποδαράτη του γέρου του πελάγου·
χαράματα ήρθε κοντά, σου έπιασε τα πόδια·
νομίζω πως της έταξες τιμή στον Αχιλλέα
να δώσεις κι απ' τους Αχαιούς πολλούς να αφανίσεις.»
560 Γύρισε και της μίλησε ο νεφελοστοιβάχτης:
«Πάντα με υποπτεύεσαι, άθλια, δεν ξεφεύγω!
Δεν κάνεις τίποτε μ' αυτά και μόνο που μακραίνεις
απ' την καρδιά μου· κι είναι αυτό χειρότερο για σένα.
Αν έτσι είναι όπως λες, έτσι σ' εμένα αρέσει!
565 Να κάθεσαι σιωπηλή, τα λόγια μου ν' ακούεις,
μη δε σε σώσουν οι θεοί, οι κάτοικοι του Ολύμπου,
αν έρθω, ρίξω πάνω σου τ' ανίκητα μου χέρια.»
Είπε· και τρόμαξε η θεά, η μεγαλόματη Ήρα·
κάθισε κει σιωπηλή σφίγγοντας την καρδιά της.
570 Όλοι οι θεοί πικράθηκαν στου Δία το παλάτι.
Τότε ο τεχνίτης Ήφαιστος άρχισε να μιλάει
για χάρη της μητέρας του, της ασπροχέρας Ήρας:
«Ποπό, κακό θα έχουμε κι αβάσταχτο θα είναι,
αν για θνητούς θα πιάνεστε οι δυο σας εδώ πέρα,
575 αν ταραχή σηκώνετε μες στους θεούς· θα φύγει
η νοστιμιά του φαγητού, αν το κακό κερδίζει.
Στη μάνα μου θα έλεγα, αν και το νιώθει μόνη,
το Δία να καλόπιανε, τον πατέρα μας, μήπως
δε σταματήσει το θυμό, το φαγητό χαλάσει.
580 Αν θέλει ο Ολύμπιος που κεραυνούς πετάει
να μας πετάξει απ' εδώ... Τρανότερός μας είναι.
Μα έλα γλυκομιλώντας καλόπιασέ τον τώρα·
κι ο Ολύμπιος καλόβολος με μας θα είναι τότε.»
Έτσι είπε· πήδησε μεμιάς και δίκουπο ποτήρι
585 στα χέρια της μητέρας του έβαλε και της είπε:
«Κάμε, μητέρα, υπομονή· αν κι έχεις πίκρα, βάστα,
μήπως, μόλο που σ' αγαπώ, να δέρνεσαι μπροστά μου
δω και δεν μπορέσω διόλου, κι ας σε πονεί η ψυχή μου,
να σε συντρέξω· δύσκολο με Δία να τα βάλεις!
590 Άλλη φορά που θέλησα βοήθεια να σου δώσω,
από το πόδι μ' άρπαξε κι απ' το θείο κατώφλι
με πέταξε· ολημερίς, ώσπου να δύσει ο ήλιος,
γυρνώντας τέλος έπεσα στη Λήμνο πεθαμένος
σχεδόν· οι Σίντιες τότε με φρόντισαν πεσμένο.»
για χάρη της μητέρας του, της ασπροχέρας Ήρας:
«Ποπό, κακό θα έχουμε κι αβάσταχτο θα είναι,
αν για θνητούς θα πιάνεστε οι δυο σας εδώ πέρα,
575 αν ταραχή σηκώνετε μες στους θεούς· θα φύγει
η νοστιμιά του φαγητού, αν το κακό κερδίζει.
Στη μάνα μου θα έλεγα, αν και το νιώθει μόνη,
το Δία να καλόπιανε, τον πατέρα μας, μήπως
δε σταματήσει το θυμό, το φαγητό χαλάσει.
580 Αν θέλει ο Ολύμπιος που κεραυνούς πετάει
να μας πετάξει απ' εδώ... Τρανότερός μας είναι.
Μα έλα γλυκομιλώντας καλόπιασέ τον τώρα·
κι ο Ολύμπιος καλόβολος με μας θα είναι τότε.»
Έτσι είπε· πήδησε μεμιάς και δίκουπο ποτήρι
585 στα χέρια της μητέρας του έβαλε και της είπε:
«Κάμε, μητέρα, υπομονή· αν κι έχεις πίκρα, βάστα,
μήπως, μόλο που σ' αγαπώ, να δέρνεσαι μπροστά μου
δω και δεν μπορέσω διόλου, κι ας σε πονεί η ψυχή μου,
να σε συντρέξω· δύσκολο με Δία να τα βάλεις!
590 Άλλη φορά που θέλησα βοήθεια να σου δώσω,
από το πόδι μ' άρπαξε κι απ' το θείο κατώφλι
με πέταξε· ολημερίς, ώσπου να δύσει ο ήλιος,
γυρνώντας τέλος έπεσα στη Λήμνο πεθαμένος
σχεδόν· οι Σίντιες τότε με φρόντισαν πεσμένο.»
595 Έτσι είπε· γέλασε η θεά, η ασπροχέρα Ήρα
κι απ' το παιδί της δέχτηκε στα χέρια της την κούπα·
αρχίζοντας από δεξιά νέκταρ γλυκό κερνούσε
από κροντήρι παίρνοντας σ' όλους εκείνος τότε.
Γέλιο άσβηστο σηκώθηκε στους αθάνατους όλους,
600 που έβλεπαν τον Ήφαιστο τα πόδια του να σέρνει.
Έτσι έτρωγαν ολημερίς, ώσπου να δύσει ο ήλιος·
κανένας δε στερήθηκε του φαγητού μερίδιο
ούτε και του Απόλλωνα την όμορφη κιθάρα
ούτε τις Μούσες· με σειρά όμορφα τραγουδούσαν.
605 Μα όταν πια βασίλεψε το λαμπρό φως του ήλιου,
ξεκίνησε να κοιμηθεί στο σπίτι του καθένας,
που είχε χτίσει ο Ήφαιστος χώρια για τον καθένα,
ο κουτσοπόδαρος θεός, με τη σοφή του τέχνη.
Πήγαινε κι ο Ολύμπιος που κεραυνούς πετάει
610 στην κλίνη του, όπως και πριν, ο ύπνος σαν ερχόταν·
κι η Ήρα η χρυσόθρονη δίπλα του κει κοιμόταν.
κι απ' το παιδί της δέχτηκε στα χέρια της την κούπα·
αρχίζοντας από δεξιά νέκταρ γλυκό κερνούσε
από κροντήρι παίρνοντας σ' όλους εκείνος τότε.
Γέλιο άσβηστο σηκώθηκε στους αθάνατους όλους,
600 που έβλεπαν τον Ήφαιστο τα πόδια του να σέρνει.
Έτσι έτρωγαν ολημερίς, ώσπου να δύσει ο ήλιος·
κανένας δε στερήθηκε του φαγητού μερίδιο
ούτε και του Απόλλωνα την όμορφη κιθάρα
ούτε τις Μούσες· με σειρά όμορφα τραγουδούσαν.
605 Μα όταν πια βασίλεψε το λαμπρό φως του ήλιου,
ξεκίνησε να κοιμηθεί στο σπίτι του καθένας,
που είχε χτίσει ο Ήφαιστος χώρια για τον καθένα,
ο κουτσοπόδαρος θεός, με τη σοφή του τέχνη.
Πήγαινε κι ο Ολύμπιος που κεραυνούς πετάει
610 στην κλίνη του, όπως και πριν, ο ύπνος σαν ερχόταν·
κι η Ήρα η χρυσόθρονη δίπλα του κει κοιμόταν.
ραψωδία Α 431β-493 Η Χρυσηίδα παραδίδεται στον πατέρα της Επιστροφή της αποστολής με επικεφαλής τον Οδυσσέα στο στρατόπεδο των Αχαιών (ανάγνωση) | ||
Άφιξη της πρεσβείας στη Χρύσα | Αλλ' έφθανεν ο ισόθεος Οδυσσέας στην Χρύσην όπου έφερνε την θείαν εκατόμβην· κι όταν εμπήκε στο βαθύ λιμάνι το καράβι, μάζωξαν όλα τα πανιά και τ' αποθέσαν κάτω, τα ξάρτια λύσαν κι έβαλαν στην θήκην το κατάρτι, έφεραν μέσα στ' άρασμα με τα κουπιά το πλοίον, και τα πρυμνόσχοιν' έδεσαν κι ερίξαν τες αγκύρες, και εβγήκαν έξω στην στεριά και μέσ' απ' το καράβι την εκατόμβην έβγαλαν του μακροβόλου Φοίβου, και απ' όλους βγήκεν ύστερη του Χρύση η θυγατέρα. Την κόρην ο πολύγνωμος οδήγησε Οδυσσέας εις τον βωμόν και του πατρός την έδωσε και του 'πε: «Ω Χρύση, ο μέγας μ' έστειλεν Ατρείδης Αγαμέμνων την κόρην να σου φέρω εδώ και θείαν εκατόμβην, να τον εξιλεώσομε, του Φοίβου να προσφέρω, πο 'βαλε εις πολυστένακτες οδύνες τους Αργείους». | 435 440 445 |
Θυσίες και προσευχές στον Απόλλωνα | Είπε και του την έδωσε την ακριβή του κόρην· εδέχθη αυτός και χάρηκε· κι ευθύς την εκατόμβην εις τον καλόκτιστον βωμόν ολόγυρ' αραδιάσαν και αφού εχερονίφθηκαν κι επήραν το κριθάρι, ψηλά τα χέρια σήκωσεν ο Χρύσης κι εδεήθη: «Άκουσέ με, αργυρότοξε, της Χρύσης και της θείας Κίλλας υπέρμαχε θεέ, ω κύριε της Τενέδου, ως έδωκας ακρόασιν εις τες ευχές μου πρώτα, κι επλήγωσες τους Αχαιούς κι ετίμησες εμένα, αυτή μου πάλι ευδόκησε να γίν' η επιθυμία, απ' το κακό θανατικό τους Δαναούς ω σώσε!». Είπε, και ο Φοίβος άκουσε, κι εδέχθη την ευχή του. Τότε αφού κάμαν τες ευχές κι ερίξαν το κριθάρι, των σφακτών στρέψαν τους λαιμούς, τα έσφαξαν, τα γδάραν, τα μεριά κόψαν, με διπλό κνισάρι τα σκεπάσαν κι επάνω τους ωμά 'βαλαν κομμάτια και στες σχίζες λαμπρό κρασί τα εράντιζε και τα 'καιεν ο γέρος και τα πεντόσουβλα σιμά τ' αγόρια τού κρατούσαν· και αφού καήκαν τα μεριά κι εγεύθηκαν τα σπλάχνα, ελιάνισαν τα επίλοιπα, τα πέρασαν στες σούβλες, και αφού με τέχνην τα 'ψησαν, απ' την φωτιά τα επήραν και άμ' απ' τον κόπον έπαυσαν κι ετοίμασαν το γεύμα, ετρώγαν κι όλ' ισόμοιρα χαρήκαν το τραπέζι· και άμα εφάγαν κι έπϊαν όσ' ήθελε η ψυχή τους, ξέχειλο εβάλαν το κρασί τ' αγόρια στους κρατήρες κι έδωκαν σ' όλους απαρχές στα ολόγεμα ποτήρια, κι εξελεώναν τους θεούς με άσματα ολημέρα καλόν παιάνα ψάλλοντας των Αχαιών τ' αγόρια και ο μακροβόλος άκουε κι ευφραίνετο η ψυχή του· και ο ήλιος άμα εβύθισε και ήλθε το σκοτάδι, στου πλοίου τα πρυμνόσχοινα κοιμήθηκαν πλησίον· | 450 455 460 465 470 475 |
Επιστροφή από τη Χρύσα | και άμα ερόδιζ' η αυγή, αφήκαν το λιμάνι στων Αχαιών το απέραντο στρατόπεδο να γύρουν· και πρίμον τους απόστειλε ο μακροβόλος Φοίβος· τότ' άπλωσαν τα κάτασπρα πανιά τους στο κατάρτι, κι ο άνεμος τα φούσκωνε, κι ως πήγαινε το πλοίον εις την καρίνα ολόγυρα το μαύρο κύμα ηχούσε κι έκοβε δρόμον γρήγορο στο κύμα το καράβι· στων Αχαιών το απέραντο στρατόπεδο άμα εφθάσαν, ετράβηξαν εις την στεριά τ' ολόμαυρο καράβι ψηλά στην άμμον κι έβαλαν στυλώματα αποκάτω και στες σκηνές εσκόρπισαν εκείθε και στες πρύμνες. Ωστόσο εκείνος θύμωνε σιμά στα γοργά πλοία ο φτεροπόδης διογενής Πηλείδης Αχιλλέας· δεν πήγαινε στην σύνοδον, όπου δοξάζοντ' άνδρες, ούτε στον πόλεμον, και αυτού βαρύλυπ' η καρδιά του ελαχταρούσε την βοήν, την φλόγα του πολέμου. | 480 485 490 |
ραψωδία Α 494-612 Σκηνές απο τον Όλυμπο |
| Ο Δίας υπόσχεται στη Θέτιδα
(Α 528-530 ) |
Η ικεσία της Θέτιδας | Έφεξε η δωδέκατη αυγή, και οι θεοί γυρίζουν στον Όλυμπον κι εβάδιζεν εμπρός τους ο Κρονίδης και η Θέτις το παράγγελμα δεν ξέχανε του υιού της και της θαλάσσης έσχισε τα κύματα κι εβγήκε και ανέβη τα χαράματα στ' Ολύμπου τον αιθέρα. Εύρηκε τον βροντόφωνον Κρονίδην καθισμένον μόνον στην άκραν κορυφήν του πολυλόφου Ολύμπου, εμπρός του εκάθισε η θεά και με τ' αριστερό της του έπιασε τα γόνατα, με τ' άλλο το πηγούνι, κι έλεγεν ικετεύοντας στον ύψιστον Κρονίδην: «Δία πατέρ', αν κάποτε με λόγον ή με έργον σ' έχω ωφελήσει, ευδόκησε σ' αυτό να με εισακούσεις· τον ολιγοημερότατον υιόν, αχ! τίμησέ μου· ιδέ πώς τον ατίμασεν ο μέγας Αγαμέμνων, οπού του άρπαξεν αυτός το δώρο του και το 'χει. Δικαίωσέ τον καν εσύ, πάνσοφε Ολύμπιε Δία, στους Τρώας νίκες δώρησε ωσότου το παιδί μου, να δικαιώσουν οι Αχαιοί να τον υπερδοξάσουν». Και απάντησιν δεν έδωκεν ο νεφελοσυνάκτης κι ώραν πολλήν εσώπαινε· και η Θέτις του κρατούσε ως απ' αρχής τα γόνατα και πάλιν τον ερώτα: «Άσφαλτην δώσ' μου υπόσχεσιν μ' εκείνο σου το νεύμα ή αρνήσου· τι θα φοβηθείς; Θέλω να μάθω μόνον, αν είμαι το εξουθένωμα των αθανάτων όλων». | 495 500 505 510 515 |
Η απάντηση του Δία | Με βάρος της απάντησεν ο νεφελοσυνάκτης: «Ω! τι κακό! να οργισθώ της Ήρας θα με βάλεις, όταν με λόγια υβριστικά πικρά θα με κεντήσει· και χωρίς λόγον πάντοτε μου κλαίεται και λέγει εμπρός εις όλους τους θεούς πως βοηθώ τους Τρώας, αλλά συ φύγε ευθύς μη σε νοήσ' η Ήρα και άφες σ' εμέ την μέριμναν σ' αυτό να δώσω τέλος· και ιδού, για να βεβαιωθείς την κεφαλήν θα σκύψω· σημάδι τούτο αλάθευτο στους αθανάτους έχω· τι ό,τι με της κεφαλής το σκύψιμο κηρύξω δεν απατά, δεν παίρνεται οπίσω και θα γίνει». Είπε, τα μαύρα φρύδια του χαμήλωσε ο Κρονίδης· έκλινε από τ' αθάνατο κεφάλι του κυρίου η θεία κόμη και ο μανός ο Όλυμπος εσείσθη. Αυτά 'παν κι εχωρίσθηκαν· απ' τον ακτινοβόλον Όλυμπον κείνη επήδησε στης θάλασσας τα βάθη, και ο Δίας προς το δώμα του· κι εμπρός εις τον πατέρα όλ' οι θεοί σηκώθηκαν· ουδέ να προχωρήσει κανείς επρόσμενε αλλ' ορθοί τον προϋπαντήσαν όλοι· | 520 525 530 535 |
Φιλονικία Δία και Ήρας | κι εκάθισε στον θρόνον του· και ότι πρώτα η Θέτις η κόρ' η αργυρόποδη του γέρου της θαλάσσης, είχε μ' αυτόν συνακουσθεί, δεν ξέφυγε της Ήρας, και άρχισε πειραχτικά να λέγει προς τον Δία: «Ποια θεά πάλι, ω δολερέ, με σένα εσυνακούσθη; Σ' αρέσει πάντοτε μακράν από εμέ να κρίνεις ν' αποφασίζεις μυστικά· δεν σου 'δωσε η καρδιά σου τίποτε απ' όσα σκέπτεσαι σ' εμέ να φανερώσεις». Σ' αυτήν αντείπε των θεών και ανθρώπων ο πατέρας: «Ήρα, μη ελπίσεις όλους μου τους στοχασμούς να μάθεις, δεν θα τους έβρεις εύκολα, και ας είσαι ομόκλινή μου, αλλ' ό,τι αρμόζει ν' ακουσθεί, κανείς δεν θα γνωρίσει ή των θεών ή των θνητών, πριν συ το μάθεις πρώτα· αλλ' ό,τι εγώ ανάμερα των αθανάτων θέλω να στοχασθώ, μη το ερωτάς, μη θέλεις να εξετάζεις». Και η μεγαλόφθαλμη θεά του απάντησεν, η Ήρα: «Οποίον λόγον, πρόφερες, σκληρότατε Κρονίδη; Έχω καιρόν π' ούτε ρωτώ, ούτ' εξετάζω πλέον, αλλ' όσα θέλεις ήσυχος ο νους σου κρίνει μόνος· αλλά φοβούμαι τώρα μη του γέρου της θαλάσσης η κόρη σε ξεπλάνεσε, ότι πρωί την είδα σιμά σου εκεί τα γόνατα κλιτή να σου αγκαλιάζει, και θα της έστερξες τιμήν να δώσεις του Αχιλλέως και ν' αφανίσεις Αχαιούς πολλούς εκεί στα πλοία». Και ο Δίας της απάντησε ο νεφελοσυνάκτης: «Στιγμή δεν παύεις, ω κακή, να με παραμονεύεις· αλλά δεν βγάζεις τίποτε και πλέον μισητή μου θα γίνεις και θα λυπηθείς χειρότερα· κι αν είναι το πράγμα ως έλεγες, θα πει που αυτό σ' εμένα αρέσει. Αλλά κάθου και σώπαινε, στον λόγον μου υποτάξου, δεν θα σε σώσουν, πίστευσε, όλ' οι θεοί του Ολύμπου, αν τούτ' απλώσω εγώ σ' εσέ τ' ανίκητά μου χέρια». Είπε και η μεγαλόφθαλμη φοβήθηκεν η Ήρα και την καρδιά της σφίγγοντας καθήμενη εβουβάθη· κι όλ' οι θεοί λυπήθηκαν στο δώμα του Κρονίδη· | 540 545 550 555 560 565 570 |
Παρέμβαση του Ήφαιστου | τότε βοηθός εις την γλυκιά μητέρα του την Ήραν ο Ήφαιστος, ο ένδοξος τεχνίτης, σ' όλους είπε: «Κακό θα είναι αβάστακτο τωόντι σεις οι δύο να ερίζετε για τους θνητούς και μες στους αθανάτους να οχλοβοείτε φοβερά· και της καλής τραπέζης όλ' η ευφροσύνη εχάθηκεν, αφού νικάν τ' αχρεία, και της μητρός μου θα 'λεγα, που το εννοεί και μόνη, εις τον γλυκόν πατέρα μου να είναι καλή, μη πάλιν θυμώσει και την τράπεζαν μας βάλει επάνω-κάτω· να θέλει μας κατρακυλά απ' το θρονί μας όλους ο Βροντητής, στην δύναμιν περίσσι' ανώτερός μας. Αλλά με λόγια μαλακά να τον καταπραΰνεις κι ο Βροντοφόρος ίλεως, θαρρώ, σ' εμάς θα γίνει». Είπ' επετάχθη κι έβαλε το δίκουπο ποτήρι, στο χέρι της αγαπητής μητρός του και της είπε: «Υπόμεινε, μητέρα μου, και βάστα αν και θλιμμένη, μήπως εμπρός στα μάτια μου δαρθείς, γλυκιά μητέρα· και τότε δεν θα δυνηθώ ποσώς να σε βοηθήσω ο θλιβερός· αντίσταση δεν έχει ο Βροντοφόρος· άλλη φορά το ετόλμησα, και αυτός από τον πόδα μ' έπιασε και μ' απόλυσε του Ολύμπου απ' το κατώφλι. Ολημερίς εγύριζα, και ο ήλιος είχε δύσει όταν στην Λήμνον έπεσα κοντά να βγει η ψυχή μου· και άνθρωποι Σίντιες εκεί με περιποιήθηκαν». | 575 580 585 590 595 |
Αποκατάσταση της ηρεμίας. Συμπόσιο των θεών | Και χαμογέλασε η θεά, η Ήρα η λευκοχέρα και απ' το παιδί της έλαβε γελώντας το ποτήρι και γλυκό νέκταρ παίρνοντας απ' τον κρατήρα εκείνος δεξιά κερνούσε ολόγυρα τους άλλους αθανάτους· τότε οι μακάριοι θεοί τα γέλια δεν κρατούσαν να βλέπουν κει τον Ήφαιστον να υπηρετεί το δώμα· αυτού ετρώγαν κι έπιναν ολήμερα ως το δείλι, κι όλες χαρήκαν οι καρδιές το ισόμοιρο τραπέζι, του Φοίβου ακόμη την λαμπράν κιθάραν και τες Μούσες ως έψαλναν καλόφωνα με την σειράν τους όλες· κι άμα του ήλιου βύθισε το φως, καθείς επήγε να κοιμηθεί στο δώμα του, που ο ξακουστός τεχνίτης του εποίησεν ο Ήφαιστος με την σοφήν του γνώση. Εκίνησε και ο βροντητής Ολύμπιος κι ανέβη στην κλίνην που αναπαύονταν όσες φορές ο ύπνος τον εκυρίευε ο γλυκός· αυτού κοιμήθη ο Δίας και η χρυσόθρονη θεά, η Ήρα στο πλευρό του. | 600 605 610 |
στ. 499 βροντόφωνος: επίθετο του Δία, όχι μόνο γιατί είχε βροντώδη φωνή αλλά και επειδή είχε σχέση με τη βροντή, ως κύριος του κεραυνού (πρβ. σχόλ. στ. 354, 398 και 420). στ. 501 κ.εξ. Πρβ. σχόλ. στ. 408. στ. 506 ολιγοημερότατον: βλ. σχόλ. στ. 353 και στ. 354-355. στ. 511 υπερδοξάσουν: να τον ικανοποιήσουν αποδίδοντάς του πολλές τιμές. στ. 515 άσφαλτην... νεύμα: δώσε μου σίγουρη υπόσχεση και επιβεβαίωσέ τη με ένα σου νεύμα (βλ. στ. 525-528). στ. 517 το εξουθένωμα των αθανάτων όλων: η πιο περιφρονημένη ανάμεσα στους θεούς. Η Θέτιδα, σε περίπτωση που δεν ικανοποιηθεί το αίτημά της, θα το θεωρήσει δείγμα περιφρόνησης προς το πρόσωπό της. στ. 525-528 Η επίσημη επιβεβαίωση της υπόσχεσης του Δία δίνεται με το κούνημα της κεφαλής του θεού προς τα κάτω. στ. 531 ο μανός: ο σταθερός, αυτός που δεν κουνιέται εύκολα. στ. 534 και ο Δίας προς το δώμα του: εννοείται επήγε. στ. 535-536 Η εκδήλωση σεβασμού προς τον Δία διατυπώνεται με έμφαση, θετικά και αρνητικά: «ουδέ… επρόσμενε, αλλ’ ορθοί… προϋπαντήσαν όλοι» (σχήμα παραλληλίας). στ. 538 αργυρόποδη: που έχει τα πόδια κάτασπρα, λαμπερά, όπως το ασήμι. στ. 539 συνακούγομαι: συμφωνώ με κάποιον για κάτι. στ. 543 δεν σου ’δωσε η καρδιά σου: δε θέλησες. στ. 548 ό,τι αρμόζει ν’ ακουσθεί: η Ήρα μπορεί να μάθει πρώτη ό,τι μπορεί να πληροφορηθεί οποιοσδήποτε άλλος, αθάνατος ή θνητός. Ο Δίας, ωστόσο, έχει το δικαίωμα να κρατάει κάποιες σκέψεις του κρυφές, χωριστά (ανάμερα, στ. 550) από τους άλλους θεούς. στ. 558 κλιτή: σκυμμένη, γονατιστή. στ. 577 νικάν τ’ αχρεία: επικρατεί το κακό, δηλαδή οι καβγάδες και η αναταραχή. στ. 581 μας κατρακυλά: ο Ήφαιστος έχει γνωρίσει τη βίαιη συμπεριφορά του Δία (στ. 591 κ.εξ.). Κάποτε ο πατέρας των θεών τον πέταξε από τον Όλυμπο και έπειτα από εναέρια τροχιά έπεσε στη Λήμνο, της οποίας οι κάτοικοι ονομάζονταν Σίντιες. Εκεί υπήρχε ηφαίστειο στο όρος Μόσυχλος, κέντρο λατρείας του θεού της φωτιάς. στ. 585 δίκουπο ποτήρι: ποτήρι που ήταν κοίλο και από τις δύο πλευρές και είχε τον πυθμένα στη μέση, σαν δυο ποτήρια κολλημένα πάτο με πάτο. Τέτοια ποτήρια έχουν βρεθεί στην Κύπρο, στην Κρήτη και σε άλλα μέρη της Ελλάδας. στ. 604 του Φοίβου: η ραψωδία άρχισε με την εικόνα του Απόλλωνα ως θεού τιμωρού με φαρέτρα και βέλη. Εδώ έχουμε την εντελώς αντίθετη εικόνα του: είναι ο θεός της μουσικής, που συνοδεύει με την κιθάρα του το τραγούδι των Μουσών. |
ΠΑΡΑΛΛΗΛΟ ΚΕΙΜΕΝΟ |
Μια παλιά ιστορία για τον Δία και τη Θέτιδα «[...] Σαν ο Δίας κι ο λαμπρός ο Ποσειδώνας |