Τετάρτη 15 Αυγούστου 2018

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ-ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΣ

ΠΗΓΗ https://www.newsbomb.gr/ellada/news/story/335921/ta-500-onomata-tis-panagias-kai-oi-symvolismoi-toys

  1. ΔΕΗΣΗ  ΤΟΥ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΥ
«Έχει μια λύπη η δέησή μας,
από έναν παιδικό καιρό που ξανάνθισε
μια τρυφερότητα νησιώτικης ακρογιαλιάς
που καθρεφτίζει τους οικτιρμούς σου.

Κατέβα από τους λόφους,
φέρε την πηγή του ελέους σου, ν’ αναβλύσει πλάι στην πληγή μας.

Μάζεψε πάλι εκ περάτων
τα μηνύματα της χαράς,
φόρτωσέ τα πάνω σε δειλινές καμπάνες
που σημαίνουν την Παράκληση
και φέρτα να τα καρφώσεις
στεφάνι στην πόρτα μας.»

ΜΑΤΘΑΙΟΣ  ΜΟΥΝΤΕΣ


  1. Η ΧΑΡΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ

Η Παναγία χτενίζει τα χρυσά της μαλλιά
στο μικρό της παράθυρο –
μια
θαλασσιά πεταλούδα, πετά γύρω απ’ τη μια της
πλεξούδα που κρέμεται.
Βασιλεύει ο ήλιος.
Ο Ιωσήφ ανεβαίνει πιο ψηλά, να της κόψει
ένα κόκκινο άνθος.
 ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ, «Οδοιπορία», Αθήνα 1972

  1. ΑΝΕΜΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ
Σε μια παλάμη θάλασσας γεύτηκες τα πικρά χαλίκια
Δύο η ώρα το πρωί περιδιαβάζοντας τον έρημο Αύγουστο
Είδες το φως του φεγγαριού να περπατεί μαζί σου
Βήμα χαμένο. Ή αν δεν ήτανε η καρδιά στη θέση της
Ήταν η θύμηση της γης με την ωραία γυναίκα
Η ευχή που λαχτάρησε μεσ’ απ’ τους κόρφους του βασιλικού
Να τη φυσήξει ο άνεμος της Παναγίας!

Ώρα της νύχτας! Κι ο βοριάς πλημμυρισμένος δάκρυα
Μόλις ερίγησε η καρδιά στο σφίξιμο της γης
Γυμνή κάτω από τους αστερισμούς των σιωπηλών της δέντρων
Γεύτηκες τα πικρά χαλίκια στους βυθούς του ονείρου
Την ώρα που τα σύννεφα λύσανε τα πανιά
Και δίχως ήμαρτον κανέν’ από την αμαρτία χαράχτηκε
Στα πρώτα σπλάχνα του ο καιρός. Μπορείς να δεις ακόμη
Πριν από την αρχική φωτιά την ομορφιά της άμμου
Όπου έπαιζες τον όρκο σου κι όπου είχες την ευχή
Εκατόφυλλη ανοιχτή στον άνεμο της Παναγίας!
ΟΔΥΣΣΕΑΣ  ΕΛΥΤΗΣ, ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ

***

  1. Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΩΝ
Πέτρες επήρα και κλαδιά
τα φύτεψα στην αμμουδιά
Και μια ψυχή μελέτησα
το λόγο δεν αθέτησα
Με τον καιρό με τον καιρό
έγινε αλήθεια τ’ όνειρο
Οι πέτρες μεγαλώσανε
και τα κλαδιά φυτρώσανε
Τα κυπαρίσσια τα κελιά
σου τα ‘κανα παραγγελιά
Τις πόρτες τις αμπάρες σου
και τις οχτώ καμάρες σου
Στο μέρος το πιο δροσερό
έστησα το καμπαναριό
Και κύματα και κύματα
γύρω σου τ’ άσπρα μνήματα
Έλα Κυρά και Παναγιά
με τ’ αναμμένα σου κεριά
Δώσε το φως το δυνατό
στον Ήλιο και στο Θάνατο.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ  ΕΛΥΤΗΣ, ΤΑ ΡΩ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ

  1. ΠΑΡΑΜΟΝΕΣ  ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΥ

Σαν τη λαίδη Μακμπέθ σε υπνοβασία
πιτσιλισμένη απ’ τον ασβέστη
στα μαλλιά και το φόρεμα.
Και τα δωμάτια μοσχοβολούσαν
παραμονές Δεκαπενταύγουστου.

Οι φωτιές της ροδιάς. Η αυλή με τη βρύση.
Τα μυρμήγκια που τρέχουν για να γλιτώσουν.
Τα σκούπιζες και τα ‘ριχνες στο κηπάκι
για να σωθούν.
Ώρα έξι το απόγευμα και μάζευες
την άγκυρα να ελευθερωθεί το σπίτι.

Μάζευες τα σκοινιά κι άναβες τις μηχανές
να φύγει το σπίτι, να σαλπάρει το σπίτι
και να ταξιδέψει
στο άσπιλε, αμόλυντε, άφθορε, άχραντε
και σ’ εκείνο το θεόνυμφε που υποσχόταν δόξες.

ΜΑΝΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ

***

  1. ΡΕΜΒΑΣΜΟΣ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΥ
 Στή μνήμη Ἐκείνου πού τόν ρέμβασε
Άλαλα τα χείλη των όσων δεν κοπιάσαν
για ν’ ακουμπήσουν τα ξαναμμένα κεφάλια τους
στα γόνατά σου τα μητρικά, που καταλύουν το μαύρο πάθος.
Άλαλα τα χείλη των όσων δεν διακρίναν, πως
συντρίβεις με το πόδι σου και συνθλάς την κεφαλή
του πανάρχαιου δράκοντα, που κέρδισε παίζοντας
κι’ ύστερα τόχασε το μήλο. Άλαλα τα χείλη
των όσων δεν ποθήσαν το ξαπόσταμα της αρμογής
και την ασφάλεια, το απάγγειασμα της νηνεμίας.
 Είσαι ένα λιμανάκι ελληνικού νησιού όλο κατάρτια
περήφανα υψωμένα· φτωχά καΐκια αραγμένα,
φτωχά, αλλά που γνωρίσαν την αντάρα και την τρομάρα,
που φορτωθήκαν μόχθο και μεταφέραν πλούτος.
 Είσαι άσπρο ελληνικό ερημοκκλήσι δαρμένο
από την αντηλιά. Γύρω-γύρω αμπέλια, μποστάνια,
καρποφόρες συκιές και κάπου κάπου μοναχική
και κάποια ελιά. Χρυσοφρυγανισμένα τα χορτάρια
αχνίζουνε, άχυρο πια· κι’ αντίς γι’ αγγέλους, τα τζιτζίκια,
σου κανοναρχούνε το κάθε απομεσήμερο έως αργά
με το δικό τους τρόπο τον Παρακλητικό Κανόνα.
 Αναστραμμένο σου θρονί, όλο αυτό το γαλάζιο
ενός απλού ουρανού, που πάλαι γίνηκε το Μέτρο των Δωριέων
και που αναπαύεται στεριωμένος στα χρυσάφια
του ευλογημένου μας πελάγους.
 Άλαλα τα χείλη τους – και τι μπορούν ν’ αρθρώσουν,
που τη φωνή τους κουκουλώνει η τύρβη μερονυχτίς,
ενώ σειέται απ’ τις βουές ο Μέγιστος Ιππόδρομος
και πλημμυράει απ’ τα αίματα των Μαρτύρων
κι’ απ’ τη μανία των Μονομάχων.
Αυτό το αίμα είναι που βοά, αυτό είναι που ρυπαίνει.
Εδώ χρειάζεται η βακτηρία του γίγαντα Ασκητή
του λευκοπώγωνα να επιβληθεί να τους σκορπίσει,
όλους τους ίππους και τους αναβάτες τους.
 Εδώ χρειάζεται κοντύλι του Ζωγράφου, στη μοναξιά,
στην προσευχή και στην προσήλωση, με τα ζωογόνα
τα χρώματα τα πρώτα να ξαναγαλουχήσει
το βρέφος-Θεό, να ξαναγράψει τις πληγές της Αγάπης,
να ξαναδροσίσει τη ρίζα τη συμπονετική,
ν’ αποδείξει τι απέραντη είναι η αγκαλιά της μητέρας,
να συναθροίσει πάλι εκ περάτων όλους εκείνους,
που με σέβας πολύ θα σταυρώσουν τα χέρια της Κόρης
με συνοδεία των αγγέλων, με ηχητικές αρμονίες
και θα ενεργήσουν όπως αξίζει την ταφή της,
ανοίγοντας το δρόμο για την καθέδρα τ’ ουρανού,
όπου η αδιάκοπη Παράκληση. Ενώ τα δέντρα
τα ευσκιόφυλλα στη λιτάνευση, καθώς το Σώμα
περνάει της Βασίλισσας, ριγούντα και φρίττοντα,
θα συγκλίνουν για προσκύνηση σκορπώντας
τη δροσιά τους με το ανέμισμα, ριπίδια της λατρείας,
αναστυλώνοντας όσους μαραίνονται κι’ ασθμαίνουν
στις τροπικές τις λαύρες του καλοκαιριού μας,
μισοκαμένες θημωνιές κοντά στο αλώνι,
καπνοί, που διαλύουν
τις αυγουστιάτικες τις αμαρτίες μας.
Τότε μονάχα τ’ άλαλα τα χείλη,
ίσως ερθεί στιγμή
και λαλήσουν.
ΤΑΚΗΣ  ΠΑΠΑΤΣΩΝΗΣ

  1. ΡΕΜΒΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΥ
Ήσουν γυναίκα; Ήσουν όνειρο; Ή μήπως ήσουν και τα δύο καύσων της φαντασίας μου
Τότε που νοσταλγούσα το άπειρον όπως νοσταλγεί την αγνότητα ένα καναρίνι
τότε που συνέπεσε να ξεκινήση για το τελευταίο του ταξίδι ο Υπερσιβηρικός
ξέροντας πως εγκαταλείπει διά παντός την εύκρατο ζώνη

Την ίδια μέρα που ο καλόκαρδος χοντρός Καίσαρ Κασκαμπέλ εκινήθη ακριβώς αντίθετα
γιατί αποφάσισε να περάσει τον Βερίγγειο πορθμό και να ξαναφέρει το τσίρκο του στη Νάντη
ενώ ο Τηλεγραφόξυλος προειδοποιούσε σοβαρά πως θα χιονίσει εκτός αν δεν χιονίσει

Ήσουν γυναίκα, ήσουν όνειρο, ήσουν Μεγάλη Παρασκευή
ήσουν σωτήρια δάκρυα στα μάτια του Μιχαήλ Στρογκώφ
Ήσουν οικτίρμων
μικρό φωτάκι στην πιο σκοτεινή γαλαρία των Μελαινών Ινδιών
-Καλά το είπε, νομίζω, μια ποιήτρια: Όσα δεν φτάνουν τα χέρια μας,
τ’ αναπληρώνουν τα ποιήματά μας.
ΜΑΡΙΟΣ ΜΑΡΚΙΔΗΣ

***
  1. ΑΝΘΙΝΕΣ ΠΑΝΑΓΙΕΣ

Είναι στα ερημοκκλήσια που γκρεμίζονται
θλιμμένες Παναγιές, χλωμές εικόνες,
και μοναχά αγαπάνε τα αγριολούλουδα –
κρινάκια, κυκλαμιές, σπάρτα, ανεμώνες.
Σα θυμιατήρια αγροτικά κι εφήμερα,
σκόρπια ή δεμένα σ’ άτεχνο στεφάνι,
την άνθινή τους την ψυχή σκορπίζουμε
ψυχομαχώντας σ’ άυλο λιβάδι…

Αχ, όποιος πάει εκεί με τ’ αγριολούλουδα,
στο πρώτο άγγιγμά του ανοίγει η πόρτα,
που ολόγυρα οι φωλιές την επλουμίσανε,
της λησμονιάς την κέντησαν τα χόρτα.
Ανοίγει η πόρτα έτσι όπως συνήθισε
να την ανοίγει μόνον ο αγέρας –
σάμπως να την ανοίγει η Παναγιά
με την ανησυχία γλυκιάς μητέρας…
ΛΑΜΠΡΟΣ ΠΟΡΦΥΡΑΣ



Το Αξιον Εστί. ι΄ (Tης αγαπης
αιματα με πορφυρωσαν)
• Της αγάπης αίματα
με πορφύρωσαν
και χαρές ανείδωτες
με σκιάσανε
οξει...

ΟδυσΣέαΣ ΕλΥτηΣ
Η ΠαναγιΑ
• Η Παναγιά το πέλαγο
• κρατούσε στην ποδιά της
• Τη Σίκινο την Αμοργό
• και τ’ άλλα τα παιδιά τ...

• Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να
μη σε φτάνουν οι κακοί;
• Σε ποιο νησί του Ωκεανού, σε
ποια κορφήν ερημική;
• Δε θα σε μά...
ΠΗΓΗ https://www.slideshare.net/samakos/6-30088061

Εισόδια
Υπάρχει ένα θέμα ωραίο :
να γράψης στίχους μουσικούς, χλωμούς, νησιώτικους,
που να διαβάζωνται με τη βοήθεια της φλόγας
ενός μικρού κεριού που τρέμει,
κι από ψυχές που τρέμουν και ποθούν…
Υπάρχει ένα θέμα εσπερινό, ωραίο πολύ:
για λιτανείες κοριτσιών λευκοντυμένων,
αγνών παιδιών – στα χέρια να κρατούν
λαμπάδες χαί χρυσάνθεμα…[ ]
Ωραίο θέμα, συγκινητικό,
που έτσι καθώς πασχίζεις να το γράψης,
έρχεται μες στην ερημιά που ζης και σε χαϊδεύει
γλυκειά και γαληνή σαν καλησπέρα της μανούλας σου
εκείνη η ευωδιά των χρυσανθέμων
π’ ανθούνε στα κηπάρια του Νοεμβρίου –
η ευωδιά η παράξενη, που εκπλήσσει τους αγγέλους
καθώς τους αναγγέλλει μυστικά
την είσοδο της ταπεινής Παρθένου…

Ματθαίος Μουντές

ΜΙΑ ΠΑΝΑΓΙΑ
Μια Παναγιά
μιάν αγάπη μου έχω κλείσει
σ’ ερημοκλήσι
αλαργινό.
Κάθε βραδιά
της καρδιάς την πόρτα ανοίγω
κοιτάζω λίγο
και προσκυνώ.
--
Πότε θα ΄ρθει πότε θα ρθεί
το καλοκαίρι
πότε τ’ αστέρι
θ’ αναστηθεί
να σου φορέσω στα μαλλιά
χρυσό στεφάνι
σαν πυροφάνι
σ’ ακρογιαλιά.
--
Μια παναγιά
μιάν αγάπη μου έχω κλείσει
σ’ ερημοκλήσι
αλαργινό.
Κάθε βραδιά
της καρδιάς την πόρτα ανοίγω
δακρύζω λίγο
και προσκυνώ.
     Νίκος Γκάτσος, ΟΛΑ ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ, εκδόσεις Πατάκη 1999, σ.38
(Η ΠΑΝΑΓΙΑ, η «Κυρία των Αγγέλων»)
Η ΠΑΝΑΓΙΑ, η «Κυρία των Αγγέλων»,
θα δεχόταν σήμερα το λαό της…
Κατέβηκε από το χρυσό εικονοστάσι,
έπλυνε τά κλαμένα της μάτια
στη δρόσο από τά κρίνα του Ευαγγελισμού
κ’ έσυρε στ’ αγλύκαντα χείλη της
το αίμα απ’ τη λόγχη και τ’ αγκάθια.
Κι ανέβηκε πάλι στο θρόνο της,
λάμποντας σαν κερήθρα ατρύγητη,
σά φέγγος πού πέφτει από τ’ άστρα
πάνω στα έρημα χιόνια.
     Πήρανε να συνάζουνται οι πιστοί της.
Προσκυνούσαν ένας-ένας, δε βλέπαν
το ανάκουστο θέμα του όρθρου.
Μά όταν ζύγωσε ο ελάχιστος
ο δούλος πού την είχε ζωγραφίσει,
τά μάτια του ξεχείλισαν θάμα:
είδε την κερήθρα την ατρύγητη,
την αστροφεγγιά στα έρημα χρόνια
κι άκουσε το τραγούδι του αηδονιού
πού κυλούσε από τη μέση του θόλου.
     Παντελής Πρεβελάκης, ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ (1933-1945), εκδόσεις Οι Εκδόσεις των Φίλων 1969, σ.111  
                                          ΠΗΓΗ http://giorgosbalurdos.blogspot.com/2017/08/blog-post_14.html