Δευτέρα 13 Αυγούστου 2018

ΟΔΥΣΣΕΙΑ ΡΑΨ. ε,ε 1-165


Ερμής2


Ερμής


Ηω


χρυσό κύπελλο


Γεννηση της Αθηνάς


Οδυσσεια: Ραψωδία ε



πηγή http://www.eirmosgallery.gr/artwork/%CE%BF%CE%B4%CF%85%CF%83%CF%83%CE%B5%CE%B9%CE%B1-%CF%81%CE%B1%CF%88%CF%89%CE%B4%CE%AF%CE%B1-%CE%B5






Ελληνικός πολιτισμός, Διδάσκοντας την Οδύσσεια






ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: «NOΣTOΣ» ε-ν 209/<187>

Στο μέρος αυτό αρχίζει η διαδικασία του νόστου του Oδυσσέα, ο οποίος,
με ενδιάμεσο σταθμό τη Σχερία, φτάνει επιτέλους στην Iθάκη με καράβι των Φαιάκων.





7η ενότητα: ε (περίληψη) – ε 1-165/<1-148> (ανάλυση)



ΚΥΡΙΟ ΘΕΜΑ: Δεύτερο συμβούλιο των θεών στον Όλυμπο
Η Οδύσσεια διαρκεί 41 ημέρες. Στην ενότητα διανύουμε την  ημέρα:

Α΄.1. Περίληψη της ε ραψωδίας:
Ὀδυσσέως σχεδία
(Tο πλοιάριο του Oδυσσέα)

Στη ραψωδία ε επαναλαμβάνεται η απόφαση των θεών για τον νόστο του Oδυσσέα και πραγματοποιείται η αποστολή του Eρμή στην Ωγυγία. O θεός ανακοινώνει στην Kαλυψώ τη θεϊκή απόφαση, και η νεράιδα, παρά τις αρχικές αντιδράσεις της, υπακούει τελικά στην εντολή του Δία και βοηθάει τον Oδυσσέα να κατασκευάσει μια σχεδία για το ταξίδι του νόστου. Mε τη σχεδία αυτή ταξίδεψε ο ήρωας σε ήρεμη θάλασσα ως τη στιγμή που τον αντιλήφθηκε ο Ποσειδώνας. Ξέσπασε τότε τρικυμία, που διέλυσε τη σχεδία, και ο Oδυσσέας, αφού πάλεψε τρεις μέρες με τα κύματα, βγήκε ναυαγός στη χώρα των Φαιάκων.
Παρθένης, Αυγή

Aυγή. Έργο του K. Παρθένη (1878-1967).
Α2' ΚΕΙΜΕΝΟ ε 1-165/<1-148> (ανάλυση)

Οι θεοί συνεδριάζουν και τον λόγο παίρνει η Αθηνά
Ηώ-Τιθωνός
Η Ηώς καταδιώκει τον Τιθωνό

Η Ηώς μεταφέρει τον Τιθωνό (ή τον Κέφαλο)
Συμβούλιο των Θεών

Μόλις σηκώθηκε η Αυγή 1 από την κλίνη 2 του ευγενικού της Τιθωνού,
το φως να φέρει σε θνητούς κι αθάνατους,
αμέσως κι οι θεοί συνάχτηκαν στους θρόνους τους, στη μέση ο Δίας
που ψηλά βροντά κι έχει τη δύναμή του ακαταμάχητη.
5
 Τότε κι η Αθηνά άρχισε να μιλά, τα πάθη τα πολλά
του Οδυσσέα μνημονεύοντας· είχε την έγνοια του εκεί που ξέμεινε
στα δώματα της Καλυψώς:
«Δία πατέρα κι άλλοι θεοί μακαρισμένοι με της αθανασίας το χάρισμα,
κανένας πια που το βασιλικό ραβδί 3 κρατά δεν θα ’ναι πρόθυμος,
10
 ήπιος και νηφάλιος 4,
μήτε βαθιά στα φρένα 5 του το δίκιο θα γνωρίζει,
μόνο από δω και πέρα θα μπορεί να δείχνεται άσπλαχνος,
να ξεστρατίζει σε παράνομα έργα, αφού μες στον λαό του,
όπου ο θείος Οδυσσέας βασίλευε, κανείς δεν τον αναθυμάται,
15
 κι ας ήτανε γλυκός μαζί τους σαν πατέρας.
Κι όμως εκείνος βρίσκεται σ’ ένα νησί αφημένος, με πόνο ασήκωτο,
στα δώματα της νύμφης Καλυψώς, που τον κρατά άθελά του,
και δεν μπορεί να ξαναδεί την πατρική του γη [...].
22
 Τώρα και τον μονάκριβό του γιο γυρεύουν να σκοτώσουν,
όταν γυρίσει σπίτι του – πήγε ν’ ακούσει νέα του πατέρα του,
πρώτα στην Πύλο την ιερή, στη Λακεδαίμονα τη θεία μετά.»
Η απάντηση του Δία και η εντολή στον Ερμή
25 Όμως κι ο Δίας, που τα σύννεφα συνάζει, στην Αθηνά αποκρίθηκε:
«Κόρη, τι λόγος βγήκε από το στόμα σου ανεμπόδιστος!
Εσύ δεν ήσουν που αποφάσισες εκείνη τη βουλή,
πίσω ο Οδυσσέας γυρίζοντας 6 να πάρει εκδίκηση απ’ τους μνηστήρες;
Όσο για τον Τηλέμαχο, στο χέρι σου είναι, εσύ τον οδηγείς,
30
 καταπώς ξέρεις και μπορείς,
ώστε με δίχως βλάβη να πατήσει της πατρίδας του το χώμα,
ενώ οι μνηστήρες άπρακτοι να φέρουν στο λιμάνι το καράβι τους.»
Κι ευθύς στον γιο του Ερμή στράφηκε να του πει:
«Ερμή, μαντατοφόρε εσύ σ’ όλα μας τα μηνύματα,
35
 σου παραγγέλλεται να πεις στην καλλίκομη 7 νύμφη την άψογη εντολή μας:
τον νόστο του καρτερικού Οδυσσέα, πως πρέπει να γυρίσει πίσω,
χωρίς τη συνοδεία θεών ή και θνητών ανθρώπων.
Πάνω σε μια ξυλόδετη σχεδία, είκοσι μέρες και φριχτά βασανισμένος,
στην εύφορη Σχερία ας φτάσει, τη χώρα των Φαιάκων,
40
 που είναι η φύτρα τους 8 συγγενική με των θεών.
Κι αυτοί από καρδιάς θα τον τιμήσουν σαν θεό,
και με καράβι θα τον 9 στείλουν στη γλυκιά πατρίδα [...].
47
 Είναι της μοίρας του να ξαναδεί δικούς και φίλους,
να φτάσει στο ψηλό παλάτι του, το χώμα
να πατήσει της πατρίδας του.»
50
 Μίλησε ο Δίας και δεν απείθησε ο Ερμής, ψυχοπομπός κι αργοφονιάς.
Αμέσως έδεσε στα πόδια του τα ωραία σαντάλια,
εκείνα τα θεσπέσια και χρυσά που ανάλαφρα, με τις πνοές του ανέμου,
τον ταξιδεύουν στην απέραντη στεριά και στα πελάγη.
Πήρε και το ραβδί του, 10 αυτό που μαγνητίζει τα μάτια των ανθρώπων [...].
57
 Με τούτο το ραβδί στα χέρια του, άρχισε να πετά ο κρατερός 11 Αργοφονιάς,
κι ολοταχώς, απ’ τον αιθέρα του ουρανού, πάνω απ’ την Πιερία,
χύθηκε στο πέλαγος, το κύμα ακροπατώντας σαν τον γλάρο [...].
Ο Ερμής από τον Όλυμπο στην Ωγυγία
κέδρος-θούγια
κέδρος κέδρος θούγια
64 Κι όταν πετώντας έφτασε το απόμακρο νησί, από τον πόντο τότε βγήκε
65 τον μενεξελή, 12 και πάτησε τη γη.
Πλησίασε προς την ευρύχωρη σπηλιά όπου η καλλίκομη νεράιδα
κατοικούσε. Τη βρήκε μέσα. Κόρωνε 13 στη σχάρα μια φωτιά μεγάλη,
και μοσκοβόλαγε ένα γύρο το νησί,
που καίγονταν ο κέδρος 14 ο καλόσχιστος κι η θούγια.
70
 Εκείνη εκεί: να τραγουδά με την ωραία φωνή της,
υφαίνοντας στον 15 αργαλειό με τη χρυσή σαΐτα.
Ο Ερμής θαυμάζει την ομορφιά του νησιού
σκλήθρα-λεύκα
σκλήθρα σκλήθρα λεύκα
αργαλειός-σαΐτα
 σαΐτες αργαλειού
Ερμής
  
Οδυσσέας και Καλυψώ
   
Γύρω από τη σπηλιά θρασομανούσε 16 δάσος 17 με λεύκες, σκλήθρες,
κυπαρίσσια μυριστά. Πουλιά με τα φτερά τους τεντωμένα,
τώρα πάνω στους κλώνους κούρνιαζαν: γεράκια,
75
 κουκουβάγιες και μακρύγλωσσες θαλασσινές κουρούνες [...].
77
 Κι εκεί μπροστά να περιβάλλει τη βαθιά σπηλιά
μια νιούτσικη και καρπερή κληματαριά, σταφύλια φορτωμένη.
Τέσσερις κρήνες στη σειρά να τρέχουν, στο πλάι η μια της αλληνής,
80
 κι όμως η καθεμιά αλλού το γάργαρο νερό της να ξεδίνει.
Στις δυο μεριές λιβάδια μαλακά μ’ άγριες βιολέτες
κι άγρια σέλινα. Κι ένας θεός αν έρχονταν εδώ,
κοιτάζοντας αυτό της ομορφιάς το θαύμα, θα γέμιζε
αγαλλίαση η ψυχή του.
85
 Έμεινε εκεί ο Ερμής, ψυχοπομπός κι αργοφονιάς, το θαύμα να κοιτάζει.
Κι όταν ο νους του χόρτασε θαυμάζοντας,
το βλέμμα του γυρίζοντας παντού, μπήκε κατόπι
στη φαρδιά σπηλιά.
Η Καλυψώ προσφέρει γεύμα στον Ερμή και ανοίγει διάλογο μαζί του
Ο Ερμής αναγγέλλει στην Καλυψώ την απόφαση του Δία
 
Δίας
Μόλις τον είδε η Καλυψώ, αρχοντική θεά, ευθύς
90
 τον αναγνώρισε – γιατί οι θεοί δεν μένουν μεταξύ τους άγνωστοι,
ακόμη κι όταν κατοικούν μακριά ο ένας απ’ τον άλλο.
Μόνο τον μεγαλόψυχο Οδυσσέα δεν βρήκε στη σπηλιά·
όπως και πριν, έτσι και τώρα, στην ακτή καθόταν κι έκλαιγε,
τα σωθικά του τρώγοντας με δάκρυα, στεναγμούς και λύπες,
95
 κοιτάζοντας με μάτια βουρκωμένα απέραντο το πέλαγος.
Η Καλυψώ, αρχοντική θεά, ρώτησε αμέσως τον Ερμή,
αφού πρώτα τον κάθισε σε κάθισμα γυαλιστερό κι ωραίο:
«Ποιος λόγος πες μου, Ερμή με το χρυσό ραβδί, σε φέρνει εδώ; [...]
100 Μίλα λοιπόν κι άνοιξε την ψυχή σου, πρόθυμη είμαι
101-2
 να το κάνω ό,τι ζητάς, φτάνει να το μπορώ / και να μπορεί να γίνει.
Μα πρώτα έλα μαζί μου, θέλω να σε φιλέψω.»
Τον λόγο της συμπλήρωσε η θεά και του έστρωσε τραπέζι:
άφθονη αμβροσία, νέκταρ κόκκινο. 18
Κι έπινε εκείνος κι έτρωγε, ψυχοπομπός κι αργοφονιάς,
ώσπου δειπνώντας χόρτασε κι ευφράνθη.
Τότε κι αυτός με τη σειρά του πήρε τον λόγο κι είπε:
«θεά εσύ, ένα θεό ρωτάς πώς έφτασα εδώ πέρα.
110
 Ξεκάθαρα θα σου μιλήσω, όπως το θέλησες και μόνη σου·
ο Δίας μ’ έστειλε, αυτός με πρόσταξε να ’ρθω, δίχως εγώ να το θελήσω -Δίας
ποιος με τη θέλησή του θα ’παιρνε τόσο δρόμο,
σχίζοντας το απέραντο νερό της αλμυρής θαλάσσης;
Πόλη δεν βλέπω εδώ κοντά καμιά μ’ ανθρώπους που προσφέρουν
115
 στους θεούς θυσίες, εκατόμβες διαλεχτές.
Αλλά το ξέρεις, την εντολή του Δία, 19 που έχει σκουτάρι τη βροντή του,
άλλος θεός δεν τόλμησε να παραβεί ποτέ και να χαλάσει. Εκείνος λέει
πως κοντά σου ζει ο πιο συφοριασμένος των ανθρώπων
απ’ όσους άντρες επολέμησαν χρόνους εννιά γύρω απ’ 20 το κάστρο του Πριάμου,
120
 τον δέκατο το κούρσεψαν, 21 και πήραν ύστερα τον δρόμο της επιστροφής,
όμως, καθώς ξεκίναγαν να φύγουν, 22 αμάρτησαν στην Αθηνά,
κι εκείνη καταπάνω τους σηκώνει κακούς ανέμους και μεγάλα κύματα.
Οι άλλοι όλοι, 23 ένδοξοι σύντροφοι, σβήσαν και χάθηκαν· μόνος του
αυτός, από τον άνεμο δαρμένος κι απ’ το κύμα, άραξε εδώ.
125
 Αυτόν λοιπόν, κι αμέσως, 24 ο Δίας εντέλλεται,
όσο πιο γρήγορα μπορείς, να τον κατευοδώσεις.
Γιατί δεν είναι το γραφτό του ν’ αφανιστεί εδώ πέρα, τόσο μακριά
από τους δικούς του· είναι της μοίρας του να ξαναδεί δικούς και φίλους,
να φτάσει στο ψηλό παλάτι του, το χώμα να πατήσει της πατρίδας του.»
130 Ρίγησε η Καλυψώ, ακούγοντας τον λόγο του.
Ύστερα μίλησε, και πέταξαν τα λόγια της σαν τα πουλιά:
«Άσπλαχνοι και ζηλόφθονοι θεοί, σ’ αυτό είστε πρώτοι!
Ω, δεν ανέχεστε θεές που φανερά πλαγιάζουν με θνητούς [...].
[Η Καλυψώ αναφέρεται σε θεές που αγάπησαν θνητούς, οι θεοί όμως ζήλεψαν και σκότωσαν τους αγαπημένους τους – και συνεχίζει:]

144
 Έτσι και τώρα πέφτει ο φθόνος σας σ’ εμένα που έχω κοντά μου ένα θνητό.
145
 Κι όμως εγώ τον έσωσα, την ώρα που πιασμένος σε 25 καρίνα
πάλευε μόνος με τα κύματα,
αφού το γρήγορο καράβι 26 του ο Δίας το τσάκισε με τον πυρφόρο κεραυνό του
καταμεσής στο μαύρο πέλαγο. Οι άλλοι, ξακουστοί συντρόφοι του,
όλοι τους έσβησαν και πάνε, κι αυτόν μονάχα
150
 κύμα κι άνεμος τον έφεραν εδώ.
Κι εγώ τον υποδέχτηκα μ’ αγάπη και τον έθρεψα, λογάριαζα
να γίνει αθάνατος για πάντα και να μείνει αγέραστος.
Όμως, όπως το λες, την εντολή του Δία, που έχει σκουτάρι τη βροντή του,
άλλος θεός δεν τόλμησε να παραβεί ποτέ και να χαλάσει. Ας πάει λοιπόν
155
 να δέρνεται, όπως εντέλλεται εκείνος και προστάζει,
στο άκαρπο πέλαγος. [...] Είμαι ωστόσο πρόθυμη
160
 στο να τον συμβουλεύσω, δεν θα του κρύψω τίποτε,
πώς να γυρίσει στην πατρίδα του χωρίς μεγάλη βλάβη.»
Ο Ερμής είπε τον τελευταίο λόγο και αναχώρησε
Της αποκρίνεται ο Ερμής, ψυχοπομπός κι αργοφονιάς:
«Άσ’ τον να φύγει, όπως το λες. Φυλάξου από την οργή του
 Δία,
μήπως μια μέρα πέσει πάνω σου το βάρος του θυμού του.»
165
 Μίλησε κι αναχώρησε ο κρατερός Αργοφονιάς. [...]

κύλικα
Χρυσή κύλικα από σφυρή
λατο έλασμα. Οι δύο χυ
τές λαβές απολήγουν σε
ολόγλυφες λαβές σκύλων,
αποδοσμένες με φυσιοκρα
τική διάθεση, που δαγκώ
νουν το χείλος. «Θη
σαυρός της Ακρόπολης
των Μυκηνών». Τέλος
15ου αι. π.Χ. Αθήνα,
ΕΑΜ, Π960

Ερωτήσεις κατανόησης Ερωτήσεις 
κατανόησης

 http://users.sch.gr/ipap/Ellinikos%20
Politismos/Yliko/OMHROS%20ODYSSEIA/ody-ask/odysseia07.htm

 ερωτήσεις
Οδύσσεια,
 ερω
τή
σεις κατανόησης 7ης ενότητας

(κυκλώστε τη σωστή απάντηση)



1. Σε ποια μέρα της Οδύσσειας βρισκόμαστε;
α) Στην 6η, β) Στην 7η, γ) Στην 8η
2. Στο δεύτερο συμβούλιο των θεών ξεκινά 
να μιλά πρώτη η...
α) Αθηνά, β) Εστία, γ) Ήρα
3. Η Αθηνά θυμήθηκε τον Οδυσσέα που βρί
σκεται αποκλεισμένος...
α) στη μάγισσα Κίρκη, β) στο νησί του Αιόλου, γ)
 στο νησί της Καλυψώς
4. Ακόμη, η Αθηνά ανέφερε τον...
α) Ορέστη, που σκότωσε τον Αίγισθο, β) Τηλέμα
χο, που βρίσκεται στη Σπάρτη
5. Ο Δίας μαλώνει την Αθηνά και της θυμίζει 
ότι το σχέδιο για την επιστροφή του Οδυσ
σέα...
α) ήταν δική της έμπνευση, β) ήταν έμπνευση
 του Ποσειδώνα.
6. Στη συνέχεια ο Δίας απευθύνθηκε στον..
.
α) Ήφαιστο και του ζήτησε λίγο νερό, β) Ερμή
και  του είπε να πάει στην Καλυψώ, γ) Άρη και
του είπε να κάνει κανένα πόλεμο.
7. Τι θα πρέπει να ανακοινώσει ο Ερμής 
στην Καλυψώ;
α) Ότι σε λίγο θα φτάσει ο Δίας με την Ήρα, β)
 Ότι θα πρέπει να αφήσει τον Οδυσσέα.
8. Σύμφωνα με τα λόγια του Δία, πόσες μέ
ρες θα ταξιδεύει ο Οδυσσέας στη θάλασσα 
και πού θα φτάσει;
α) Θα ταξιδεύει 10 μέρες και θα φτάσει στην Ιθά
κη, β) Θα ταξιδεύει 20 μέρες και θα φτάσει στους
 Φαίακες, γ) Θα ταξιδεύει 30 μέρες και θα φτάσει
 στη Θεσσαλονίκη.
9. Οι Φαίακες πώς θα αντιμετωπίσουν τον Ο
δυσσέα;
α) Θα τον κρατήσουν να τον παντρέψουν με την
 κόρη του βασιλιά τους, β) Θα τον βοηθήσουν να
 φτάσει στην Ιθάκη.
10. Ο Ερμής...
α) υπάκουσε στα λόγια του Δία και πέταξε ως το
 νησί της Καλυψώς, β) παράκουσε στα λόγια του
Δία και πήγε μια βόλτα στην παραλία της Κατερί
νης.
11. Ο Ερμής για να πάει στην Καλυψώ...
α) φόρεσε τα σαντάλια του και πήρε το ραβδί
του, β) πήρε το πρώτο αεροπλάνο.
12. Ο Ερμής, όταν έφτασε στην Ωγυγία, βρή
κε την Καλυψώ...
α) να τραγουδά και να κάνει μπάνιο, β) να τρα
γουδά και να υφαίνει.
13. Η Ωγυγία, το νησί της Καλυψώς, ήταν
 ένας ξερότοπος.
α) ΣΩΣΤΟ, β) ΛΑΘΟΣ
14. Ο Ερμής θαύμασε το μέρος όπου ζούσε 
η Καλυψώ, γιατί ήταν καταπράσινο, με πολ
λά νερά και πουλάκια.
α) ΣΩΣΤΟ, β) ΛΑΘΟΣ
15. Η Καλυψώ αναγνώρισε τον Ερμή;
α) ΝΑΙ, β) ΟΧΙ
16. Ο Οδυσσέας βρισκόταν στη σπηλιά μαζί
 με την Καλυψώ;
α) Ναι, την βοηθούσε με το υφαντό της, β) Όχι,
ήταν στην παραλία κι έκλαιγε.
17. Αφού έφαγαν και ήπιαν, ο Ερμής ανακοί
νωσε στην Καλυψώ τη διαταγή του Δία.
α) Η Καλυψώ συμφώνησε αμέσως να αφήσει τον
 Οδυσσέα, β) Η Καλυψώ θύμωσε κι άρχισε να βρί
ζει.
18. Η Καλυψώ και οι υπόλοιποι θεοί συμπε
ριφέρονται ως άνθρωποι. (ανθρωπομορφι
σμός)
α) ΣΩΣΤΟ, β) ΛΑΘΟΣ
19. Η Καλυψώ, τελικά, αναγκάστηκε να υπα
κούσει στην εντολή του Δία.
α) ΝΑΙ, β) ΟΧΙ
20. Στη συνέχεια ο Ερμής...
α) πήγε να ανακοινώσει τα νέα στον Οδυσσέα, β)
 έφυγε για τον Όλυμπο.


1 (στ. 1) η Αυγή: Η θεά του ξημερώματος, προάγγελος
της ανατολής του Ήλιου, του θεού της ημέρας.
2 (στ. 1) Τιθωνός: Σύζυγος της Αυγής, που ήταν θνητός
αλλά πολύ όμορφος και είχε φωνή διαπεραστική· η θεά
τον ερωτεύτηκε και ζήτησε από τον Δία να τον κάνει αθά
νατο· ξέχασε όμως να ζητήσει γι’ αυτόν και αιώνια νεότη
τα. Έτσι ο Τιθωνός γέρασε – η φωνή του μόνο έμεινε α
ναλλοίωτη – και ο Δίας τον λυπήθηκε και τον μεταμόρ
φω
σε σε τζιτζίκι. (βλ. το πρώτο παράλληλο κείμενο).
3 (στ. 9) βασιλικό ραβδί: Πρόκειται για το σκήπτρο, που
ήταν σύμβολο θεόδοτης εξουσίας, βασιλικής ιδιαίτερα,
αλλά και δικαστικής και θρησκευτικής (πρβλ. την «πατερίτσα»/την ποιμαντορική ράβδο που κρατούν οι επίσκοποι). Σκήπτρο κρατούσαν και οι κήρυκες κατά την άσκηση του έργου τους – τη σύγκληση κυρίως της συνέλευσης των πολιτών– όπως και οι ραψωδοί κατά την απαγγελία των επών. Όποιος κρατούσε σκήπτρο ήταν πρόσωπο ιερό και απαραβίαστο.
4 (στ. 10) νηφάλιος: είναι ο ψύχραιμος άνθρωπος, που
έχει πνευματική διαύγεια και ευθυκρισία.
5 (στ. 10) φρένα (φρένες στο αρχαίο κείμενο): Η λέξη
στον Όμηρο σημαίνει το κέντρο των διανοητικών αλλά
και των συναισθηματικών δυνάμεων: νους / λογική /
 γνώμη, αλλά και ψυχή / καρδιά (πρβλ.: έχω σώας τας
 φρένας = σκέπτομαι λογικά).
6 (στ. 27-28) Εσύ δεν ήσουν [...] μνηστήρες: Για το θέμα
 της εκδίκησης η Αθηνά μίλησε μόνο στον Τηλέμαχο ανα
φερόμενη σε πιθανή επιστροφή του Οδυσσέα. Ο Δίας
 όμως μιλάει σαν να το άκουσε και αυτός,
γιατί τα πρόσωπα του έπους επιτρέπεται να γνωρίζουν
ό,τι γνωρίζει ο ακροατής. Έχουμε λοιπόν εδώ το σχήμα
της λύσης από τον ακροατή.
7 (στ. 35) καλλίκομη νύμφη: η νεράιδα με τα όμορφα
μαλλιά/τις όμορφες πλεξίδες (πρβλ. α 98: καλλιπλόκα
μη νεράιδα).
8 (στ. 39-40) Οι Φαίακες συγγενεύουν με τους θεούς,
γιατί ο γενάρχης τους, ο Ναυσίθοος, ήταν γιος του Ποσει
δώνα.
9 (στ. 36-42) τον νόστο [...] γλυκιά πατρίδα: Ο Δίας προ
γραμματίζει τον καθορισμένο από τη μοίρα νόστο του Ο
δυσσέα φροντίζοντας να ικανοποιήσει και τον Ποσειδώ
να (με το «φριχτά βασανισμένος») και την Αθηνά (με τις
τιμές και τον νόστο του ήρωα).
10 (στ. 54) πήρε και το ραβδί του: Το ραβδί/το κηρύκειο
 ήταν σύμβολο του Ερμή, όπως η τρίαινα ήταν σύμβολο
 του Ποσειδώνα.
11 (στ. 57) κρατερός (<κράτος: δύναμη, εξουσία): ισχυρό
ς, δυνατός.
12 (στ. 64-65) από τον πόντο τον μενεξελή: από τη θά
λασσα, που έχει το χρώμα του μενεξέ, το βιολετί.
13 (στ. 67) κόρωνε στη σχάρα μια φωτιά μεγάλη: πύρω
νε/έκαιγε στην εστία μια μεγάλη φωτιά.
14 (στ. 69) ο κέδρος κι η θούγια: είναι δέντρα που το ξύ
λο τους ευωδιάζει, μοσχοβολάει.
15 (στ. 71) υφαίνοντας στον αργαλειό με τη χρυσή σαΐ
τα: Η σαΐτα (εδώ) είναι εργαλείο υφαντικής, με το οποίο
 περνούσαν το υφάδι (τις οριζόντιες κλωστές) ανάμεσα
στο στημόνι (στις κάθετες κλωστές).
16 (στ. 72) θρασομανούσε δάσος: θέριευε, φούντωνε
δάσος.
17 (στ. 72) σκλήθρες: υδρόφιλα δέντρα (όπως και οι λεύ
κες): δέντρα που αγαπούν το νερό, που χρειάζονται υγρό
 έδαφος.
18 (στ.105) αμβροσία και νέκταρ: (αμβροσία < ἄμβρο-
τος = αθάνατος ≠ βροτός = θνητός): Η τροφή και το ποτό
 των θεών που, όπως πίστευαν οι άνθρωποι, συντηρού
σαν την αθανασία τους και τους εξασφάλιζαν ικανότητες
 που έφταναν ως το υπερφυσικό, π.χ. ο τρόπος που ταξί
δευαν. (Πρβλ. τον μύθο για το αθάνατο νερό.)
19 (στ. 116) που έχει σκουτάρι τη βροντή του: που έχει
 για ασπίδα του τον κεραυνό.
20 (στ. 119) γύρω απ’ το κάστρο του Πριάμου: γύρω
από την ακρόπολη της Τροίας, όπου βασίλευε ο Πρία
μος.
21 (στ. 120) τον δέκατο το κούρσεψαν: το κυρίευσαν
 και το λεηλάτησαν έπειτα από δέκα χρόνια πολιορκίας.
22 (στ. 121) αμάρτησαν στην Αθηνά: Η Αθηνά, και άλλοι
 θεοί, οργίστηκαν και τιμώρησαν τους Αχαιούς στον γυ
ρισμό γιατί, κατά την άλωση της Τροίας, δεν σεβάστηκαν τα ιερά τους που ήταν μέσα στην πόλη...
23 (στ. 123) οι άλλοι όλοι, ένδοξοι σύντροφοι, σβήσαν 
και χάθηκαν: Εδώ νοούνται μόνο οι σύντροφοι του Οδυσ
σέα· ο ποιητής τούς ξεχωρίζει από εκείνους με τους οποί
ους οργίστηκε η θεά Αθηνά.
24 (στ. 125) ο Δίας εντέλλεται: δίνει εντολή, διατάσσει.
25 (στ. 145) καρίνα: το μακρύ δοκάρι στο κάτω μέρος
του πλοίου, στο οποίο σφηνώνονται οι κοίλες πλευρικές
 σανίδες.
26 (στ. 147) το [...] καράβι του ο Δίας το τσάκισε με τον
 [...] κεραυνό του: Πρόκειται για το τελευταίο καράβι
του Οδυσσέα, που κεραυνοβολήθηκε για να τιμωρη
θούν οι σύντροφοι που είχαν φάει τα βόδια του
Ήλιου.
αρχή









1. [Από τον μύθο της Αυγής και του Τιθωνού]

Έτσι πάλι άρπαξε τον Τιθωνό η χρυσόθρονη Ηώς
το δικό σας συγγενή, τον όμοιο με τους αθανάτους.
Πήγε λοιπόν να ζητήσει από τον μαυρονέφελο Κρονίωνα
αθάνατος να είναι, ζωή παντοτεινή να έχει.
Ο Δίας έδωσε τη συγκατάθεσή του και την επιθυμία της πραγματοποίησε.
Τι ανόητη! Ούτε που σκέφτηκε η σεβαστή Ηώς
να ζητήσει τη νιότη και να μη γνωρίσει τη συμφορά των γηρατειών.

(Από τον ομηρικό ύμνο Εἰς Ἀφροδίτην, στ. 218–38 –Ομηρικοί Ύμνοι, μτφρ. Φιλολογικής Ομάδας Κάκτου, εκδ. Κάκτος, Αθήνα 2002)
Ηώς
H Hώς/Aυγή στο άρμα της ταξιδεύει στο στερέωμα.
Μελανόμορφη λήκυθος λευκού εδάφους του Ζ. της Σαπφώς, περίπου 500 π.X. (Nέα Yόρκη, Mητροπολιτικό Mουσείο, 41.162.29 )

2. [Ο ξενιτεμένος παραγγέλλει στη γυναίκα του με τα χελιδόνια]

Θες, κόρη μου, παντρέψου, θες καλόγραιψε,
τι εδώ που ’μ’ ο καημένος επαντρεύτηκα.
Επήρα μια γυναίκα σκύλα, μάγισσα·
μαγεύει τα καράβια, δεν κινούν γι’ αυτού,
με μάγεψε κι εμένα, δεν κινώ κι εγώ.

Όντας κινώ για να ’ρθω, χιόνια και βροχές,
όντας γυρίζω πίσω, ήλιος ξαστεριά.
Ζώνομαι τ’ άρματά μου, πέφτουν καταγής, πιάνω
γραφή να γράψω και ξεγράφεται.



(Από το βιβλίο του Αναστασιάδη, ό.π., σ. 102)




αρχή



Ηώς


  1. Να συγκρίνετε το δεύτερο συμβούλιο των θεών (στ. 3-49) με το πρώτο (με τους στ.
    α. τα νέα στοιχεία που προέκυψαν από τις ενέργειες του Tηλέμαχου (τη συνέλευση
    β. εκείνα που προδιαγράφουν εξελίξεις. Τα συμβούλια των θεών
  2.  και το ταξίδι) και
  3.  α 56-108, ειδικότερα) και να διακρίνετε:
  4. O ποιητής επιμένει στην περιγραφή του τοπίου της Ωγυγίας, που ο Eρμής στάθηκε
  5.  και θαύμαζε την ομορφιά του. H στάση αυτή του θεού αντιπαρατίθεται 
  6. προς τη στάση του ............................., που.................................
  7. (στ. 93).
  8. Ποια στοιχεία συνθέτουν το περιβάλλον της Kαλυψώς (το εσωτερικό της σπηλιάς
  9.  και 
  10. το εξωτερικό του νησιού, στ. 66-82) και τι είδους εικόνες προβάλλουν; 
  11. (π.χ.: μοσκοβόλαγε το νησί: οσφρητική εικόνα). Zωγραφίστε μία οπτική
  12.  εικόνα που σας άρεσε.
  13. Να συγκρίνετε την εντολή του Δία στον Eρμή (στ. 35-49) με την ανακοίνωσή της από
  14.  τον Eρμή στην Kαλυψώ (στ. 109-129), να διαπιστώσετε τις διαφορές 
  15. και να τις δικαιολογήσετε.
  16. Να εντοπίσετε μερικά σημεία από τις αντιδράσεις της Kαλυψώς (στ. 130-161) που 
  17. επιβεβαιώνουν τον ανθρωπομορφισμό των ομηρικών θεών (βλ. και το
  18.  Γ5 της 2ης Ενότητας).


αρχή

Στην Ενότητα αυτή οι θεοί κινητοποιούνται, για να βοηθήσουν έναν άνθρωπο/βασιλιά,
που (άμεσα ή έμμεσα) χαρακτηρίζεται πρόθυμος, νηφάλιος, δίκαιος, σπλαχνικός/πονό
ψυχος, γλυκός σαν πατέρας, και αγαπά την πατρίδα του. H θεϊκή αυτή κινητοποίηση χά
ριν ενός (καλού βέβαια) ανθρώπου υπογραμμίζει τον ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα της
Oδύσσειας.

Ερμής
Στον λαιμό του αγγείου εικονίζεται ο Eρμής να συνομιλεί (πιθανόν) με την Kαλυψώ.
Σύμφωνα με διαφορετική ερμηνεία εικονίζονται δύο γυναίκες.
Λεπτομέρεια από μηλιακό αμφορέα του 600 περίπου π.X.
(Aθήνα, Eθνικό Aρχαιολογικό Mουσείο, 354)

Ερμηνευτικές επισημάνσεις

1. Με τη ραψωδία ε αρχίζει η εφαρμογή του δεύτερου μέρους του σχεδίου της Αθηνάς: η διαδικασία του νόστου του Οδυσσέα = η Οδύσσεια, μετά την «Τηλεμάχεια».

2. Ορίζεται ο χρόνος (αυγή της 7ης μέρας της Οδύσσειας) και ο χώρος (Όλυμπος - Ωγυγία) και διακρίνονται οι τρεις βασικές σκηνές της Ενότητας.

3. Από τη σύγκριση του δεύτερου συμβουλίου των θεών (3-49/<3-42>) με το πρώτο -ειδικότερα με τους στ. α 56-108/<48-95>- διακρίνονται τα επαναλαμβανόμενα στοιχεία (η έγνοια της Αθηνάς για τον αποκλεισμένο στο νησί της Καλυψώς ήρωα και η απόφαση των θεών για τον νόστο του) από τα νέα (αυτά που προέκυψαν από τις ενέργειες του Τηλέμαχου και εκείνα που προδιαγράφουν εξελίξεις)· αυτά κυρίως ενδιαφέρουν:
• ότι οι Ιθακήσιοι ξέχασαν τον καλό βασιλιά τους (στοιχείο από τη συνέλευση των πολιτών)·
• ότι ο Τηλέμαχος κινδυνεύει κατά την επιστροφή του από την ενέδρα των μνηστήρων (στοιχείο που προέκυψε μετά το ταξίδι και χρειάζεται άμεση αντιμετώπιση - επίσπευση άρα της επιστροφής του Οδυσσέα)·
• ότι οι εντολές του Δία στη μεν Αθηνά να αναλάβει την προστασία του Τηλέμαχου, στον δε Ερμή να ανακοινώσει στην Καλυψώ το πρόγραμμα του νόστου, προοικονομούν τα επόμενα μέχρι την άφιξη του Οδυσσέα στην Ιθάκη και την επιστροφή σώου του Τηλέμαχου από τη Σπάρτη, ενώ η αναφορά στην εκδίκηση που θα πάρει ο Οδυσσέας επιστρέφοντας (27-8/<23-4>)6 προβλέπει και τη μνηστηροφονία.
Από τα παραπάνω προκύπτει η συνοχή και ενότητα της Οδύσσειας: H δεύτερη συνέλευση των θεών αποτελεί συνέχεια της πρώτης, καθώς επαναλαμβάνει εντονότερα τα θέματα που τέθηκαν εκεί, αναφέρεται σε δεδομένα που προέκυψαν από την εφαρμογή των εντολών της Αθηνάς προς τον Τηλέμαχο, επαναφέρει δε και προεκτείνει, αλλά ως εντολή του Δία, το σχέδιο που έχει να εκτελέσει ο Ερμής, στο οποίο επικεντρώνεται τώρα η αφήγηση. (Σχετικό είναι το απόσπασμα Δ1.)

4. Από τις σκηνές της αποστολής και άφιξης του Ερμή στην Ωγυγία (51-95/<44-84>) ενδιαφέρουν κυρίως οι εικόνες και μερικές χαρακτηριστικές λεπτομέρειές τους:
• η ετοιμασία του Ερμή, που επαναλαμβάνει εκείνην της Αθηνάς αλλά με προσαρμογή στις ιδιότητες του αγγελιοφόρου των θεών: ο Ερμής δεν κρατάει δόρυ αλλά κηρύκειο (ε51-7/<44-9> » α 109-14/<96-101>)·
• το πέταγμα του θεού από τον Όλυμπο και το ακροπάτημά του στα κύματα, σαν τον γλάρο, ως την έξοδό του στην Ωγυγία και την άφιξή του στη σπηλιά της Καλυψώς (58-66/<50-8>)·
• η σύνθετη εικόνα (οπτική-οσφρητική-ακουστική) της σπηλιάς και της νεράιδας (67-71/<59-62>)·
• οι εικόνες του περιβάλλοντος χώρου: του δάσους με τα πουλιά (72-6/<63-7>), της κληματαριάς (77-8/<68-9>), των πηγών (79-80/<70-1>), των λιβαδιών (81-2/<72-3>), που συνθέτουν ένα ειδυλλιακό τοπίο.
Στην αρχή, η αφήγηση εναλλάσσεται με την περιγραφή, η κίνηση με τη στάση, ως τη στιγμή που ο Ερμής φτάνει στη σπηλιά. Από εκεί και μετά κυριαρχεί η πλούσια περιγραφή του εσωτερικού της σπηλιάς πρώτα και του περιβάλλοντος χώρου έπειτα. O λόγος της επιμονής του ποιητή στην προβολή του νησιού γίνεται φανερός αμέσως μετά (82-4/<73-4>): Το «κι ένας θεός αν έρχονταν εδώ, [...] θα γέμιζε αγαλλίαση η ψυχή του» αντιπαρατίθεται προς τη στάση/κατάσταση του Οδυσσέα: (εκείνος) «στην ακτή καθόταν κι έκλαιγε ...» (93-5/<82-4>): Τον Οδυσσέα τον αφήνει αδιάφορο η ομορφιά του νησιού· από εκείνα που λαχταρά τον χωρίζει το πέλαγος, γι' αυτό και προσηλώνεται σ' αυτό -θαρρείς εκλιπαρώντας το-, σ' αντίθεση με την Καλυψώ που «τραγουδά»10 (70/<61>).

5. Από τη συνάντηση του Ερμή με την Καλυψώ επισημαίνονται: α. ο χειρισμός της ανακοίνωσης της εντολής του Δία και β. οι αντιδράσεις της νεράιδας.

α. Συγκρίνεται η εντολή του Δία (ε35-49/<30-42>) με την ανακοίνωσή της (111-29/<99-115>):
• Την κυρίως εντολή του Δία, που είναι δυσάρεστη για την Καλυψώ, ο Ερμής την ανακοινώνει προς το τέλος του λόγου του, αλλά με πιο απαιτητικό τρόπο (35-6/<30-1> » 125-6/<112>), ώστε να μη μείνουν περιθώρια άρνησης, και τη συνοδεύει με την αναφορά στη μοίρα του Οδυσσέα, εκτενέστερα εδώ, με αρνητικό και θετικό τρόπο (47-9/<41-2> » 127-9/<113-5>)11, για να τονιστεί προφανώς ότι κανείς δεν μπορεί να την αλλάξει και ότι, επομένως, η μοίρα ευθύνεται για την εντολή.
• Αφαιρεί τα σχετικά με το ταξίδι του Οδυσσέα και με τους Φαίακες (37-46/<32-40>), γιατί δεν αφορούν την Καλυψώ, εκτός από τη σχεδία, αλλά η κατασκευή της αφήνεται στην πρωτοβουλία της θεάς.
• Κυρίως όμως προσθέτει στοιχεία προλογίζοντας την ανακοίνωση της εντολής:
- ότι με δυσφορία ανέλαβε να κάνει ένα μακρινό θαλασσινό ταξίδι, που δεν έχει αναψυχές, αλλά και ότι δεν μπορούσε να παραβεί την εντολή του Δία (111-7/<99-104>)· ο εξομολογητικός αυτός τόνος δημιούργησε οικειότητα και προετοίμασε, έτσι, την υποταγή της Καλυψώς·
- με μια συνοπτική έπειτα αναφορά στα τρωικά και στους νόστους των ηρώων παρουσιάζει τον Οδυσσέα, χωρίς καν να αναφέρει το όνομά του, ως τον πιο συφοριασμένο από όλους τους συμπολεμιστές του στην Τροία, αφού άραξε ναυαγός στο νησί της χωρίς συντρόφους (117-24/<105-11>)- είναι, επομένως, αξιολύπητος και άξιος βοήθειας- και πριν φύγει, όταν η Καλυψώ έχει ήδη συναινέσει, επαναλαμβάνει την εντολή σαν δική του συμβουλή, για να προφυλάξει, προφανώς, τη θεά από την πιθανή οργή του Δία (163-4/<146-7>). Ο Ερμής, λοιπόν, δεν μετέφερε την εντολή του Δία ως απλός αγγελιοφόρος, αλλά, χωρίς να αλλοιώσει το περιεχόμενό της, μίλησε με σύνεση και ευγένεια. Αποδείχτηκε έτσι πρόσωπο που ξέρει να χειρίζεται με επιτυχία τις υποθέσεις που του ανατίθενται.

β. Από την απάντηση της Καλυψώς (130-61/<116-44>) προκύπτει ότι οι αντιδράσεις της είναι σύμφωνες με όσα έχουμε ακούσει ως τώρα για τη νεράιδα (α 16-9/<13-5>, 64-6/<55-7> και ε 16-8/<13-5>)13 και διαπιστώνεται ότι το ρίγος που τη διαπερνά (130/<116>) και τα οργισμένα λόγια της (132-52/<118-36>) επιβεβαιώνουν τον μεγάλο έρωτά της για τον Οδυσσέα αλλά και τον θεϊκό ανθρωπομορφισμό (έρωτες και ζήλιες,14 παράπονα και διεκδικήσεις, αλλά και υποταγή στον αφέντη15). (Σχετικό είναι το απόσπασμα Δ4.)
Υπογραμμίζεται, ακόμη, η επιμονή της στο όψιμο ενδιαφέρον του Δία για τον Οδυσσέα, σε αντίθεση με τη δική της φροντίδα για τον ναυαγό, και η πρόθεσή της να του χαρίσει αθανασία και αγηρασία, για να προβάλει έτσι -απεγνωσμένα έστω- τα δικαιώματά της· παρ' όλα αυτά, είναι πρόθυμη να τον συμβουλεύσει για ένα ταξίδι «χωρίς μεγάλη βλάβη» (153-61/<137-44>)- τον αγαπάει, άρα, αληθινά.

6. Προσδιορίζεται το επίπεδο δράσης και ο λόγος της θεϊκής δραστηριότητας που αναπτύσσεται: οι θεοί υπηρετούν τον άνθρωπο που υπήρξε βασιλιάς δίκαιος και γλυκός σαν πατέρας και μένει προσηλωμένος στον σκοπό του, τον νόστο με όλα όσα αυτός συνεπάγεται: προσήλωση στην πατρίδα, στον λαό και στην οικογένειά του, αξίες που οι άνθρωποι και οι θεοί της ομηρικής εποχής (και όχι μόνο) στηρίζουν.

Αποσπάσματα από τη σχετική βιβλιογραφία / αρθογραφία

1. Η ανάγκη σύγκλησης του δεύτερου συμβουλίου των θεών

«Μια πιθανή λύση είναι ότι η δεύτερη συνέλευση παρουσιαζόταν ως εναλλακτική της πρώτης για τις περιπτώσεις που ο ποιητής έπρεπε να αρχίσει την αφήγησή του όχι από την κατάσταση στην Ιθάκη μα από τις περιπλανήσεις του Οδυσσέα. Ότι οι ακροατές θα το ζητούσαν αυτό είναι πλήρως ευνόητο- και χωρίς μιαν τέτοια αρχή η ιστορία θα ξεκινούσε πολύ παράτυπα και πολύ απότομα. Γνωρίζουμε πολύ λίγα σχετικά με την πρώτη καταγραφή των ποιημάτων για να είμαστε σε θέση να υποθέσουμε πώς ή γιατί αμφότερες οι συνελεύσεις έχουν εισαχθεί στο κείμενο. Ίσως όμως να αισθάνονταν ότι, αφού με την αναχώρηση από την Ωγυγία αρχίζει ένα εντελώς νέο τμήμα, χρειαζόταν εισαγωγή και η δεύτερη συνέλευση κάλυψε αυτή την ανάγκη.» (Companion, σσ. 75-6, Β' - βλ. και Ρεγκάκος, σσ. 153-7, Β').

2. Ο ρόλος της Κίρκης και της Καλυψώς αποτελούν παραλλαγές του ίδιου θέματος
«Στην Οδύσσεια, που πραγματεύεται το πάγκοινο και πανάρχαιο θέμα της επιστροφής του περιπλανωμένου, ο περιπλανώμενος δύο φορές καθυστερείται από [...] θεϊκές γυναίκες σε απόμακρα νησιά, πρώτα από την Κίρκη και ύστερα από την Καλυψώ. Πίσω απ' αυτό βρίσκεται το κοινό θέμα της μάγισσας που ερωτεύεται τον πλάνητα και τον κρατά κοντά της ωσότου της ξεφύγει με κάποιον τρόπο. Ότι και οι δυο τους ήταν κάποιου είδους μάγισσες μπορεί να το συμπεράνει κανείς από τα ονόματά τους, που σημαίνουν "το Γεράκι" και "η Συγκαλύπτουσα". [...] Στην πλοκή [...] όμως επιτελούν διαφορετική αποστολή. H Κίρκη έχει, ανάμεσα στ' άλλα της καθήκοντα, να διδάξει τον Οδυσσέα πώς να πλεύσει στην άκρη του κόσμου και να καλέσει το φάντασμα του Τειρεσία· η Καλυψώ είναι χρήσιμη, επειδή κρύβει τον Οδυσσέα για αρκετά μακρύ διάστημα ώστε να καταστεί η τύχη του μυστήριο και να θεωρηθεί ο θάνατός του πιθανός. Μπορεί να είχαν διαφοροποιηθεί πριν ο ποιητής της Οδύσσειας ακούσει γι' αυτές, ή ίσως, όπως έχουν σκεφτεί, η Καλυψώ αποτελεί δική του επινόηση για να εξηγήσει τη μακρόχρονη απουσία του ήρωα. Και στις δύο περιπτώσεις δείχνουν πώς ένα απλό θέμα ήταν δυνατό να μεταπλαστεί σε δύο διαφορετικά ή ακόμα και συμπληρωματικά ή αντιθετικά θέματα.» (Μ. Bowra, Companion, σ. 67, Β').

3. Η διακριτικότητα του Ερμή και η απόφαση της Καλυψώς

«Ευγένεια και πολιτισμός [...] στις σχέσεις Ερμή και Καλυψώς. Ο αγγελιαφόρος του Διός παρουσιάζεται απρόθυμος εντολοδότης στην ερωτευμένη νεράιδα, για να μην την προσβάλει. Δεν αναφέρει καν το όνομα του Οδυσσέα, καθώς διεκπεραιώνει τον εκτελεστικό του ρόλο, ξέροντας ότι το όνομα πληγώνει τον αφορμισμένο έρωτα. Στο ίδιο βάλσαμο της ανωνυμίας καταφεύγει και η Καλυψώ, όσο ακόμη ταλαντεύεται αν θα υπακούσει ή όχι στην εντολή του Δία. Και μόνο όταν ο Ερμής αποχωρεί, η Καλυψώ, σάμπως να ήταν δική της η πρωτοβουλία, ανακοινώνει στον αγαπημένο της πως αποφάσισε να τον ξεπροβοδίσει. Τότε επιτέλους και τον ονομάζει, και μάλιστα με όλους τους επίσημους τίτλους του.» (Μαρωνίτης 5, σσ. 61-2, Γ').

4. Η διεκδικητική διαμαρτυρία της Καλυψώς

«Εντονη και θαρραλέα είναι η κατηγορηματική απαίτηση της νύμφης -και στο όνομα των άλλων θηλυκών θεών- για την αυτοδιάθεση στον έρωτα. Αλλά κι εκείνη υποτάσσεται στο τέλος στη βουλή του Δία. Αυτό αποτελεί δίχως αμφιβολία το πρώτο παράδειγμα για γυναικεία χειραφέτηση στη λογοτεχνία, και σχετικά με τον «πατέρα θεών», τον Δία, είναι και το πρώτο παράδειγμα για τη διαμαρτυρία μιας κόρης κατά της απαγόρευσης του πατέρα.» (Lohmann, βλ. Πρακτικά Κ.Ο.Σ. 5, σ. 97, Β').

αρ

Ερμής
Eρμής. Λεπτομέρεια από τον πίνακα Αλληγορία της Άνοιξης, έργο του Iταλού ζωγράφου Mποτιτσέλι, 1445-1510.
(Φλωρεντία, Πινακοθήκη Oυφίτσι)



αρχή



Ερμής


Ερμής




ΟΜ

ΗΡΟΥ

 ΟΔΥΣ

ΣΕ

Ι

Α

ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ

ραψωδία ε : ενότητες 7, 8, 9


 

1.      σκηνές : αγορά θεών, θαλασσοπορία Ερμή, ο Ερμής στο νησί της Καλυψώς
 – περιγραφή, Διάλογος Ερμή – Καλυψώς, διάλογος Καλυψώς – Οδυσσέα 
στο περιγιάλι, διάλογος Καλυψώς – Οδυσσέα στη σπηλιά

2.      λειτουργικός ρόλος της β΄ αγοράς των θεών (εφαρμογή β΄ μέρους του σχεδί
ου της Αθηνάς – νόστος του Οδυσσέα, προειδοποιήσεις του Δία για τη μνη
στηροφονία, τη σωτηρία του Τηλέμαχου και για τη Φαιακίδα) → αδρανοποίηση 
του Τηλέμαχου, αναστολή της αναζήτησης του Οδυσσέα // δραστηριοποίηση 
του Οδυσσέα, ξεκίνημα νόστου με τη β΄ αγορά των θεών.

3.     Ήθος ηρώων

Ø  Αθηνά : αποφασιστική, έξυπνη, χειρίζεται το λόγο με επιδεξιότητα, 
ασκεί τολμηρή κριτική στους θεούς, πειστική, αποτελεσματική

Ø  Ερμής : απρόθυμος εντολοδότης του Δία, ευαίσθητος στην ομορφιά που
 αντικρίζει στο νησί της Καλυψώς, διπλωματικός, παραλλάσσει την 
εντολή του Δία, σαφής όμως στη θεά που δεν πρέπει να αψηφήσει την εντο
λή του Δία.

Ø  Καλυψώ : φιλόξενη, ερωτευμένη με τον Οδυσσέα σε σημείο που αγα
νακτεί με την εντολή του Δία, διαπράττει ύβρη κατηγορώντας τους Θε
ούς αλλά δεν τιμωρείται (νέμεση), γιατί εφαρμόζει την εντολή και δείχνει 
έτσι μετάνοια, ανειλικρινής στον Οδυσσέα (παρουσιάζει την εντολή του
 Δία ως δική της απόφαση), χρησιμοποιεί πειστικά επιχειρήματα για
 να πείσει τον Οδυσσέα να μείνει διεκτραγωδώντας τις μελλοντικές του 
περιπέτειες, του τάζει αθανασία και προβάλλει την ομορφιά της για να
 τον δελεάσει, πονηρή.

Ø  Οδυσσέας : ευαίσθητος, με ανώτερες αξίες, δεν κάμπτεται η θέλησή 
του να γυρίσει στην πατρίδα παρά τις δελεαστικές υποσχέσεις της Καλυ
ψώς, φιλόπατρις, ευγενής στην Καλυψώ και διπλωμάτης, επιφυλακτικός 
και δύσπιστος

4.     Τεχνική του ποιητή

Ø  Αφηγηματικοί τρόποι : α) διάλογοι, β) αφήγηση του ποιητή, γ) περιγρα
φή της φυσικής ομορφιάς στο νησί της Καλυψώς περιγραφή ενός τοπί
ου – χώρου ως πλαισίου δράσης και συμπεριφοράς των προσώπων → ο Ερ
μής έκπληκτος από την ομορφιά του νησιού, η Καλυψώ αμέριμνη 
τραγουδάει και υφαίνει ευτυχισμένη, ενώ το ίδιο παραδεισένιο το
πίο δημιουργεί αντίθετα συναισθήματα στον Οδυσσέα

Ø  παρέκβαση : η περιγραφή της σπηλιάς

Ø  προοικονομία – προειδοποίηση : ο νόστος του Οδυσσέα, οι 
μελλοντικές του περιπέτειες, η τρικυμία και το ναυάγιο

Ø  δραματική ειρωνεία :  ο Οδυσσέας δε γνωρίζει πως, ενώ εκείνος κλαί
ει έχει έρθει ο Ερμής με το μήνυμα της σωτηρίας του, δεν ξέρει ότι ο νό
στος του είναι απόφαση του Δία, πιστεύει ότι η Καλυψώ του στήνει ενέ
δρα // η Καλυψώ υπόσχεται στον Ερμή ότι θα κάνει ότι της ζητήσει χω
ρίς να γνωρίζει πως αυτό θα την συντρίψει

Ø  εκφραστικά μέσα : παρομοιώσεις, μεταφορές, ρητορικές ερωτή
σεις, στερεότυπες εκφράσεις, αντιθέσεις

5.      θεολογικά στοιχεία : ανθρωπομορφισμός, ιεραρχία θεών, σημασία του
 όρκου, άμεση παρέμβαση στη ζωή των ανθρώπων

6.      πολιτιστικά στοιχεία : αμφίεση της γυναίκας στην ομηρική εποχή, η ναυπήγη
ση της σχεδίας

7.     Ιδεολογικά στοιχεία

Ø  η πίκρα της ξενιτιάς - φιλοπατρία

Ø  σημασία του όρκου

Ø  προσπάθειες των ανθρώπων από την αρχαιότητα να υποτάξουν τη φύ
ση

Ø  δυσπιστία στα χαρμόσυνα νέα μετά από μια σειρά ατυχιών



ομηρική παρομοίωση

Ø  οι εικόνες των παρομοιώσεων παρμένες από τη φύση, ελάχιστες από
 την κοινωνική ζωή. Οι περισσότερες είναι σύνθετες, συγκρίνονται 
καταστάσεις και εικόνες σε αντίθεση με τις απλές που συγκρίνονται έν
νοιες (πρόσωπα, ζώα, πράγματα, ιδέες κ.ά.)

Ø  λειτουργικός ρόλος παρομοιώσεων : α) χαρίζουν σαφήνεια και πα
ραστατικότητα, συμπληρώνουν και φωτίζουν την αφήγηση, ερμηνεύ
ουν το άγνωστο μέσα από το γνωστό, β) ποικίλλουν την αφήγηση, 
γ) καταξιώνουν την αφήγηση ( αυτό που παρομοιάζεται χάνει τη συμπτω
ματικότητά του και αποκτά αξία απόλυτη), δ) μεταφέρουν τη διάθεση
 της εικόνας στο επίπεδο αφήγησης

Ø  ανάλυση παρομοίωσης : α) αναφορικό μέρος (η εικόνα), που εισάγεται 
με λέξεις όπως : σαν, όπως, καθώς, πώς, β) δεικτικό μέρος (η αφήγηση), 
που εισάγεται με λέξεις όπως : έτσι, παρόμοια και γ) κοινός όρος ανάμε
σα στην εικόνα και την αφήγηση

Ø  παράδειγμα ανάλυσης παρομοίωσης : ε 435 – 441 → α) «Πόση αγαλλία
ση νιώθουν τα παιδιά που αναστήθηκε ο πατέρας τους – τον είχε βρει και
 τον κρατούσε στο κρεβάτι βαριά αρρώστια που τον παίδεψε πολύ ∙ 
μέρα τη μέρα έλιωνε, καθώς ο δαίμονας τον χτύπησε ο φριχτός ∙ και τώ
ρα που οι θεοί του λύνουν τα δεσμά της συμφοράς του, αγάλλεται» → ανα
φορικό μέρος // β) «τόση αγαλλίαση δίνει στον Οδυσσέα η θέα 
της στεριάς της δασωμένης» → δεικτικό μέρος // γ) η αγαλλίαση από 
τη σωτηρία → κοινός όρος.

Συστολή του χρόνου : ο ποιητής αφηγείται σε ελάχιστους στίχους γεγονότα
 που καλύπτουν πολλές μέρες (το αντίθετο λέγεται διαστολή του χρόνου)


7η ενότητα – ε 1 - 251 : φύλλο εργασίας

Α΄ ομάδα : στίχοι ε 1 – 54


1.      τόπος - πρόσωπα

2.      σύγκριση με το α΄ συμβούλιο των θεών (στίχοι α 52 – 108)

 ποια στοιχεία επαναλαμβάνονται και ποια είναι νέα

 αντιστοίχιση : επαναλαμβανόμενα στοιχεία    προώθηση μύθου

       νέα στοιχεία                               συνοχή έπους

3.      στοιχεία τεχνικής : προοικονομία – τυπικά στοιχεία (σελ. 37)

4.      ποιο είναι το πρόγραμμα του νόστου

5.      εντοπίστε το παραμυθικό στοιχείο – σύγκριση στίχων α109 – 114 και 
ε 50 – 54

Β΄ ομάδα : στίχοι ε 55 – 95


1.      εικόνες : οπτικές, οσφρητικές, ακουστικές

2.      επίδραση της φύσης στον Ερμή

3.      τι κάνει η Καλυψώ και τι ο Οδυσσέας

4.      επιμονή του ποιητή στην περιγραφή του νησιού


Γ΄ ομάδα : στίχοι ε 96 – 165


1.      πού βρισκόμαστε – ποιοι συνομιλούν

2.      τυπικό φιλοξενίας – τι διαφορετικό υπάρχει

3.      θέματα στο λόγο του Ερμή

4.      σύγκριση εντολής του Δία (ε 35 – 49) με το λόγο του Ερμή (111 – 129)

5.      ήθος Ερμή

6.      αντίδραση Καλυψώς – ήθος

7.      ανθρωπομορφισμός θεών






Άγγελος Σικελιανός «Το τραγούδι της Καλυψώς»
 [απόσπασμα]

Το ευρύχωρο άντρο, γιόμιζεν από τα κυπαρίσσια

            Μιαν ήρεμη ευωδιά –

Κι από των ξέρρηχων φυκιών την ακροπελαγίσια

            Πνοήν, η θεία βραδυά.

Έτσι, ως μπροστά της έπλεχε, μιά κι’ άλληνε πλεξούδα,

            Γιομάτη και χρυσή,

Αργά, το ηλιοβασίλεμμα, η Νύφη, ορτή, τραγούδα

            Και βόγγαε το νησί.


Και καθώς πλέρια στα πυκνά του δάσου, αχτίδα νάμπει,

            Στο γέρσιμο του Ηλιού,

Μέσα της ξάφνου απόκρυφος χορός φτεράει και λάμπει

            Στο διάνεμα πουλιού –

Κι’ απ’ την ισκιά ζερβόδεξα, στων μούσκλων τα βελούδα,

            Αν την ακουμπά ο κρουνός,

Άγνωρη ανάβρα ολόγυρα σαλεύει η πεταλούδα

            Και κόσμος εαρινός


Μ’ ανεβρυτό περνάει φτερό κι ανεβοκατεβαίνει

            Στη φλόγινη αστραπή

Χρυσός, πρασινογάλανος, φωτιά, σε μαγεμένη

            Διαβατική σιωπή –

Κι όπως, αν γύρει στ’ ανοιχτά, σε πέλαγο ή σε κάμπο,

            Τα πάντα διαπερνά,

Τα ξερά ‘γκάθια διάφωτα με κρουσταλλένιο λάμπο

            Σαλεύουν φωτεινά,

Τ’ άσπρα τα πέλαα των σταχυών και τα βουνά, τελειώνει

            Με διαμαντένια ακμή –

Κ’ αχτίδα σα βροχόσταλα στου πεύκου το βελόνι

            Γλιστράει κάθε στιγμή,


Τ’ άγριο το κύμα, ως τάλογο, που ωρτώθη στα καπούλια

            Κρεμάει – κι’ από ψηλά,

Σα βρύση αφίνει τον αφρόν, από άμετρα κανούλια,

            Φλογάτος να κυλά,


Έτσι, απ’ την άκρατη λαμπρή φωνήν, ό,τι διαβαίνει,

            Διαβαίνει δίχως σκιά

Και στης αθάνατης χαράς τον ήλιον ανεβαίνει

            Που τραγουδά η Θεά –


Και μ’ άγνωρο βαθύ παλμό τριγύρα σταματάνε

            Στη βαθουλή σπηλιά,

Τ’ αλάφια Διοκαταίβατα, να ποτιστούνε ως πάνε

            Και τα τρανά πουλιά,


«Λαμπρέ θνητέ σε χαιρετώ∙ – Σου θέρισε, σα στάχυα

            Τα κύματα μακριά

Η ευκή μου∙ και τραβήχτηκε, πάνω απ’ τα μαύρα βράχια

            Η θλιβερή σου σκιά.

Με το καλόν οπ’ ώφυγες και πια δε σου προσμένω

            Τα μέλη τα γερά,

Οπ’ ώσβυνα τον πόθο σου, σα σίδερο αναμμένο

            Μέσα στα κρύα νερά –


Μαζί σου, αν γεύτηκα, θνητέ, της γης αδρό σα μέλι

            Στη βαθουλή σπηλιά,

Των Ολυμπίων τον έρωτα κι άν ένιωσες στα μέλη

            Σε αργόπορη αγκαλιά,

Δε χάρηκες μ’ ελεύτερη καρδιά, με αστρίτη μάτι,

            Τη θεϊκή μου ορμή

Που ως κύμα εγλίστρα απάνω σου – κι’ η νοσταλγία σ’ επάτει,

            Για μιας θνητής κορμί;







 -ε-




-5-ἦς δ᾿ ἐκ λεχέων παρ᾿ ἀγαυοῦ Τιθωνοῖο
ὤρνυθ᾿, ἵν᾿ ἀθανάτοισι φόως φέροι ἠδὲ βροτοῖσιν:
οἱ δὲ θεοὶ θῶκόνδε καθίζανον, ἐν δ᾿ ἄρα τοῖσι
Ζεὺς ὑψιβρεμέτης, οὗ τε κράτος ἐστὶ μέγιστον.
Μόλις ασκώθη απ᾿ του τρισεύγενου του Τιθωνού την κλίνη
η Αυγή, το φως της στους αθάνατους και στους θνητούς να φέρει,
κάθιζαν οι θεοί σε σύναξη, κι ο Δίας αναμεσό τους
o αψηλοβρόντης, που ακατάλυτη λογιέται η δύναμη του.
5τοῖσι δ᾿ Ἀθηναίη λέγε κήδεα πόλλ᾿ Ὀδυσῆος
μνησαμένη: μέλε γάρ οἱ ἐὼν ἐν δώμασι νύμφης:
«Ζεῦ πάτερ ἠδ᾿ ἄλλοι μάκαρες θεοὶ αἰὲν ἐόντες,
μή τις ἔτι πρόφρων ἀγανὸς καὶ ἤπιος ἔστω
σκηπτοῦχος βασιλεύς, μηδὲ φρεσὶν αἴσιμα εἰδώς,
Εκεί η Παλλάδα, που τα βάσανα τα πλήθια του Οδυσσέα
στο σπίτι της ξωθιάς θυμήθηκε και τον γνοιαζόταν, είπε:
« Πατέρα Δία και σεις αθάνατι θεοί μακαρισμένοι,
γλυκός, αλήθεια, και καλόγνωμος να μη βρεθεί πια ρήγας
μηδέ και δίκιος, που στο χέρι του κρατά βασιλοράβδι,
10ἀλλ᾿ αἰεὶ χαλεπός τ᾿ εἴη καὶ αἴσυλα ῥέζοι:
ὡς οὔ τις μέμνηται Ὀδυσσῆος θείοιο
λαῶν οἷσιν ἄνασσε, πατὴρ δ᾿ ὣς ἤπιος ἦεν.
ἀλλ᾿ ὁ μὲν ἐν νήσῳ κεῖται κρατέρ᾿ ἄλγεα πάσχων
νύμφης ἐν μεγάροισι Καλυψοῦς, ἥ μιν ἀνάγκῃ
μόνο να δείχνει πάντα ανέσπλαχνος κι όλο ανομιές να κάνει,
την ώρα που όλοι τον λησμόνησαν απ᾿ το λαό το θείο
τον Οδυσσέα, που όντας αφέντευε, που ήταν γλυκός σαν κύρης.
Κι αυτός τραβάει καημούς αβάσταγους σ᾿ ένα νησί κλεισμένος·
η Καλυψώ η ξωθιά στο σπίτι της τόνε κρατεί δικό της
15ἴσχει: ὁ δ᾿ οὐ δύναται ἣν πατρίδα γαῖαν ἱκέσθαι:
οὐ γάρ οἱ πάρα νῆες ἐπήρετμοι καὶ ἑταῖροι,
οἵ κέν μιν πέμποιεν ἐπ᾿ εὐρέα νῶτα θαλάσσης.
νῦν αὖ παῖδ᾿ ἀγαπητὸν ἀποκτεῖναι μεμάασιν
οἴκαδε νισόμενον: ὁ δ᾿ ἔβη μετὰ πατρὸς ἀκουὴν
αθέλητα του, και δε δύνεται να ιδεί ξανά πατρίδα᾿
δεν έχει πια μαθές πολύκουπα καράβια και συντρόφους,
στη ράχη την πλατιά της θάλασσας μαζί τους να τον πάρουν.
Τώρα γυρεύουν να σκοτώσουνε και τον άκριβογιό του,
πίσω ως διαγέρνει ταξιδεύτηκε μαθές στην άγια Πύλο
20ἐς Πύλον ἠγαθέην ἠδ᾿ ἐς Λακεδαίμονα δῖαν.»
τὴν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη νεφεληγερέτα Ζεύς:
«τέκνον ἐμόν, ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων.
οὐ γὰρ δὴ τοῦτον μὲν ἐβούλευσας νόον αὐτή,
ὡς ἦ τοι κείνους Ὀδυσεὺς ἀποτίσεται ἐλθών;
και στη θεϊκιά τη Σπάρτη, ο κύρης του τι απόγινε να μάθει.»
Και τότε ο Δίας της αποκρίθηκεν ο νεφελοστιβάχτης:
«Ποιος λόγος, κόρη μου, σου ξέφυγε της οδοντωσιάς το φράχτη;
Δική σου αλήθεια τούτη η απόφαση δεν ήταν, ο Οδυσσέας
να πάρει απ᾿ τους μνηστήρες φτάνοντας το γδικιωμό του πίσω;
25Τηλέμαχον δὲ σὺ πέμψον ἐπισταμένως, δύνασαι γάρ,
ὥς κε μάλ᾿ ἀσκηθὴς ἣν πατρίδα γαῖαν ἵκηται,
μνηστῆρες δ᾿ ἐν νηὶ: παλιμπετὲς ἀπονέωνται.»
ἦ ῥα καὶ Ἑρμείαν, υἱὸν φίλον, ἀντίον ηὔδα:
«Ἑρμεία, σὺ γὰρ αὖτε τά τ᾿ ἄλλα περ ἄγγελός ἐσσι,
Και τον Τηλέμαχο —στο χέρι σου— προβόδα τον, ως ξέρεις,
στη γη την πατρική του ανέβλαβος να φτάσει, κι οι μνηστήρες
πίσω να στρέψουν δίχως όφελος με πλεούμενό τους.»
Αυτά είπε, και γυρνώντας μίλησε στον ακριβό το γιο του:
«Για τρέχα, Ερμή— μαντατφόρο μας δεν έχουμε άλλο, ξέρεις—
30νύμφῃ ἐυπλοκάμῳ εἰπεῖν νημερτέα βουλήν,
νόστον Ὀδυσσῆος ταλασίφρονος, ὥς κε νέηται
οὔτε θεῶν πομπῇ οὔτε θνητῶν ἀνθρώπων:
ἀλλ᾿ ὅ γ᾿ ἐπὶ σχεδίης πολυδέσμου πήματα πάσχων
ἤματί κ᾿ εἰκοστῷ Σχερίην ἐρίβωλον ἵκοιτο,
τον ορισμό μας τον αλάθευτης ομορφομαλούσας
ξωθιάς να πεις, ο καρτερόψυχος να στρέψει πια Οδυσσέας
πίσω στο σπίτι του, ασυντρόφιαστος κι από θεούς κι ανθρώπους·
πάνω σε μια πλωτή ξυλόδετη, τραβώντας μύρια πάθη,
σε είκοσι μέρες στην παχιόβωλη να φτάσει τη Σχερία,
35Φαιήκων ἐς γαῖαν, οἳ ἀγχίθεοι γεγάασιν,
οἵ κέν μιν περὶ κῆρι θεὸν ὣς τιμήσουσιν,
πέμψουσιν δ᾿ ἐν νηὶ φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν,
χαλκόν τε χρυσόν τε ἅλις ἐσθῆτά τε δόντες,
πόλλ᾿, ὅσ᾿ ἂν οὐδέ ποτε Τροίης ἐξήρατ᾿ Ὀδυσσεύς,
στων Φαίακων το νησί, που η φύτρα τους με των θεών λογιέται.
Εκείνοι ολόκαρδα ως αθάνατο τον τιμήσουν όλοι
και θα τον στείλουν με καράβι τους στη γη την πατρική του,
με απλοχεριά χαλκό και μάλαμα και ρούχα δίνοντας του
πολλά· ποτέ απ᾿ την Τροία δε θά 'φερνε τόσα ο Οδυσσέας μαζί του,
40εἴ περ ἀπήμων ἦλθε, λαχὼν ἀπὸ ληίδος αἶσαν.
ὣς γάρ οἱ μοῖρ᾿ ἐστὶ φίλους τ᾿ ἰδέειν καὶ ἱκέσθαι
οἶκον ἐς ὑψόροφον καὶ ἑὴν ἐς πατρίδα γαῖαν.»
ὣς ἔφατ᾿, οὐδ᾿ ἀπίθησε διάκτορος ἀργεϊφόντης.
αὐτίκ᾿ ἔπειθ᾿ ὑπὸ ποσσὶν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα,
κι ας γύριζε άβλαβος κι ας γλίτωνε τα κούρσα που του λάχαν᾿
γιατί του μέλλεται τους φίλους του να ιδεί και να διαγείρει
στο αψηλοτάβανο παλάτι του, στο πατρικό του χώμα.»
Είπε, κι ο Αργοφονιάς τον άκουσεν Ερμής, ο ψυχολάτης,
και δίχως άργητα στα πόδια του χρυσά περνάει σαντάλια,
45ἀμβρόσια χρύσεια, τά μιν φέρον ἠμὲν ἐφ᾿ ὑγρὴν
ἠδ᾿ ἐπ᾿ ἀπείρονα γαῖαν ἅμα πνοιῇς ἀνέμοιο.
εἵλετο δὲ ῥάβδον, τῇ τ᾿ ἀνδρῶν ὄμματα θέλγει,
ὧν ἐθέλει, τοὺς δ᾿ αὖτε καὶ ὑπνώοντας ἐγείρει.
τὴν μετὰ χερσὶν ἔχων πέτετο κρατὺς ἀργεϊφόντης.
πανώρια, αθάνατα, που ανάλαφρα, σαν τις πνοές του ανέμου,
τον φέρναν πάνω απ᾿ τις απέραντες στεριές και τα πελάγη.
Και πήρε το ραβδί στο χέρι του, που των θνητών τα μάτια γητεύει,
σε όσους θέλει κλειώντας τα, κι άλλους ξυπνά απ᾿ τον ύπνο'
με αυτό και τότε ο τρανοδύναμος Αργοφονιάς πετούσε.
50Πιερίην δ᾿ ἐπιβὰς ἐξ αἰθέρος ἔμπεσε πόντῳ:
σεύατ᾿ ἔπειτ᾿ ἐπὶ κῦμα λάρῳ ὄρνιθι ἐοικώς,
ὅς τε κατὰ δεινοὺς κόλπους ἁλὸς ἀτρυγέτοιο
ἰχθῦς ἀγρώσσων πυκινὰ πτερὰ δεύεται ἅλμῃ:
τῷ ἴκελος πολέεσσιν ὀχήσατο κύμασιν Ἑρμῆς.
Περνώντας την Πιερία στη θάλασσα κατέβη απ᾿ τον αιθέρα
και πήρε πάνω από τα κύματα να τρέχει, ωσάν το γλάρο,
που ως ψάρια πιάνει στης ακάρπιστης της θάλασσας τα βάθη
τ᾿ άγρια, νοτίζει τις φτερούγες του στην άρμη της· παρόμοια
κι ο Ερμής την ώρα αυτή τα κύματα προσδιάβαινε τα πλήθια.
55ἀλλ᾿ ὅτε δὴ τὴν νῆσον ἀφίκετο τηλόθ᾿ ἐοῦσαν,
ἔνθ᾿ ἐκ πόντου βὰς ἰοειδέος ἤπειρόνδε
ἤιεν, ὄφρα μέγα σπέος ἵκετο, τῷ ἔνι νύμφη
ναῖεν ἐυπλόκαμος: τὴν δ᾿ ἔνδοθι τέτμεν ἐοῦσαν.
πῦρ μὲν ἐπ᾿ ἐσχαρόφιν μέγα καίετο, τηλόσε δ᾿ ὀδμὴ
Μα ως στο νησί πετώντας έφτασε το αλαργινό, πια αφήκε
το ανταριασμένο πέλαο πίσω του, και στη στεριά πατώντας
τράβηξε ομπρός, στο σπήλιο ως που 'φτασε το μέγα της νεράιδας
της ομορφόμαλλης᾿ να βρίσκεται την πέτυχε στο σπίτι'
φωτιά τρανή στο τζάκι ελάβριζε, και το νησί ένα γύρο
60κέδρου τ᾿ εὐκεάτοιο θύου τ᾿ ἀνὰ νῆσον ὀδώδει
δαιομένων: ἡ δ᾿ ἔνδον ἀοιδιάουσ᾿ ὀπὶ καλῇ
ἱστὸν ἐποιχομένη χρυσείῃ κερκίδ᾿ ὕφαινεν.
ὕλη δὲ σπέος ἀμφὶ πεφύκει τηλεθόωσα,
κλήθρη τ᾿ αἴγειρός τε καὶ εὐώδης κυπάρισσος.
μοσκοβολούσε απ᾿ τον καλόσκιστο κέδρο και τη θούγια,
ως καίουνταν᾿ κι εκείνης η γάργαρη φωνή ακουγόταν μέσα,
καθώς στον αργαλειό της ύφαινε με ολόχρυση σαγίτα.
Το σπήλιο δάσο περίζωνε δροσάτο, φουντωμένο,
σκλήθρες και λεύκες και μοσκόβολα τρογύρα κυπαρίσσια.
65ἔνθα δέ τ᾿ ὄρνιθες τανυσίπτεροι εὐνάζοντο,
σκῶπές τ᾿ ἴρηκές τε τανύγλωσσοί τε κορῶναι
εἰνάλιαι, τῇσίν τε θαλάσσια ἔργα μέμηλεν.
ἡ δ᾿ αὐτοῦ τετάνυστο περὶ σπείους γλαφυροῖο
ἡμερὶς ἡβώωσα, τεθήλει δὲ σταφυλῇσι.
Που πια κούρνιαζαν απλοφτέρουγα στα κλωνιά τους, γεράκια
και κουκουβάγιες και μακρόγλωσσες θαλασσινές κουρούνες,
που ολημερίς πετούν στα πέλαγα. Κι εκεί, κατάντικρά σου,
κληματαριά θωρούσες, που άπλωνε βλαστούς θρασομανώντας
στο βαθουλό το σπήλιο ολόγυρα, σταφύλια φορτωμένη.
70κρῆναι δ᾿ ἑξείης πίσυρες ῥέον ὕδατι λευκῷ,
πλησίαι ἀλλήλων τετραμμέναι ἄλλυδις ἄλλη.
ἀμφὶ δὲ λειμῶνες μαλακοὶ ἴου ἠδὲ σελίνου
θήλεον. ἔνθα κ᾿ ἔπειτα καὶ ἀθάνατός περ ἐπελθὼν
θηήσαιτο ἰδὼν καὶ τερφθείη φρεσὶν ᾗσιν.
Κι ήταν αράδα βρύσες τέσσερεις, η μια στην άλλη δίπλα,
μα αλλούθε η καθεμιά τους ξέχυνε τα γάργαρα νερά της.
Από αγριοβιόλες κι αγριοσέλινα λιβάδια πρασίνιζαν
ζερβά δεξιά᾿ κι ένας αθάνατος στα μέρη αυτά να 'ρχόταν,
θα θάμαζε και θ᾿ αναγάλλιαζε, θωρώντας τα, στα φρένα.
75ἔνθα στὰς θηεῖτο διάκτορος ἀργεϊφόντης.
αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ πάντα ἑῷ θηήσατο θυμῷ,
αὐτίκ᾿ ἄρ᾿ εἰς εὐρὺ σπέος ἤλυθεν. οὐδέ μιν ἄντην
ἠγνοίησεν ἰδοῦσα Καλυψώ, δῖα θεάων:
οὐ γάρ τ᾿ ἀγνῶτες θεοὶ ἀλλήλοισι πέλονται
Εκεί κι ο Αργοφονιάς θαμάζοντας εστάθη ο ψυχολάτης,
κι αφού τα θάμαξε ολα γύρω του, κινάει μετά και μπαίνει
στο σπήλιο το φαρδύ. Κι αντίκρυ της η Καλυψώ ως τον είδε,
η αρχόντισσα θεά, τον γνώρισε σε μια στιγμή ποιος ήταν
τι οι αθάνατοι θεοί γνωρίζουνται καλά συνάλληλα τους,
80ἀθάνατοι, οὐδ᾿ εἴ τις ἀπόπροθι δώματα ναίει.
οὐδ᾿ ἄρ᾿ Ὀδυσσῆα μεγαλήτορα ἔνδον ἔτετμεν,
ἀλλ᾿ ὅ γ᾿ ἐπ᾿ ἀκτῆς κλαῖε καθήμενος, ἔνθα πάρος περ,
δάκρυσι καὶ στοναχῇσι καὶ ἄλγεσι θυμὸν ἐρέχθων.
πόντον ἐπ᾿ ἀτρύγετον δερκέσκετο δάκρυα λείβων.
ακόμα κι αν κανείς τους κάθεται σε μακρυσμένους τόπους.
Μέσα δε βρήκε τον αντρόκαρδο τον Οδυσσέα μονάχα'
τι εκείνος στο γιαλό καθούμενος, ως πάντα που, θρηνούσε,
με πίκρες, στεναγμούς και κλάματα σπαράζοντας τα στήθη,
την άκαρπη θωρώντας θάλασσα με βουρκωμένα μάτια.
85Ἑρμείαν δ᾿ ἐρέεινε Καλυψώ, δῖα θεάων,
ἐν θρόνῳ ἱδρύσασα φαεινῷ σιγαλόεντι:
«τίπτε μοι, Ἑρμεία χρυσόρραπι, εἰλήλουθας
αἰδοῖός τε φίλος τε; πάρος γε μὲν οὔ τι θαμίζεις.
αὔδα ὅ τι φρονέεις: τελέσαι δέ με θυμὸς ἄνωγεν,
Κι η Καλυψώ, η θεά η πανέμνοστη, σ᾿ ένα θρονί αστροβόλο,
πανώριο, τον Ερμή καθίζοντας, του μίλησε ρωτώντας:
«Ερμή χρυσόραβδε, στο σπίτι μου τι σ᾿ έχει φέρει τάχα,
σεβάσμιε κι ακριβέ; Δεν έρχεσαι συχνά εδώ πέρα αλήθεια!
Τι έχεις στου νου σου πες, κι ολόκαρδα θα κάμω ό,τι θελήσεις,
90εἰ δύναμαι τελέσαι γε καὶ εἰ τετελεσμένον ἐστίν.
ἀλλ᾿ ἕπεο προτέρω, ἵνα τοι πὰρ ξείνια θείω.»
ὥς ἄρα φωνήσασα θεὰ παρέθηκε τράπεζαν
ἀμβροσίης πλήσασα, κέρασσε δὲ νέκταρ ἐρυθρόν.
αὐτὰρ ὁ πῖνε καὶ ἦσθε διάκτορος ἀργεϊφόντης.
μονάχα να περνά απ᾿ το χέρι μου και να μπορεί να γένει.
Μον᾿ έλα, ας μπούμε μέσα, ακλούθα μου, να σε φιλέψω που 'ρθες.»
Είπε η θεά, και δίπλα του έστησε τραπέζι, φορτωμένο
με αθάνατη θροφή, κι αθάνατο κρασί του συγκερνούσε.
Κι ο Αργοφονιάς επήρε κι έτρωγε, κι ως η καρδιά του ευφράθη
95αὐτὰρ ἐπεὶ δείπνησε καὶ ἤραρε θυμὸν ἐδωδῇ,
καὶ τότε δή μιν ἔπεσσιν ἀμειβόμενος προσέειπεν:
«εἰρωτᾷς μ᾿ ἐλθόντα θεὰ θεόν: αὐτὰρ ἐγώ τοι
νημερτέως τὸν μῦθον ἐνισπήσω: κέλεαι γάρ.
Ζεὺς ἐμέ γ᾿ ἠνώγει δεῦρ᾿ ἐλθέμεν οὐκ ἐθέλοντα:
τρώγοντας, πίνοντας, και χόρτασε, γυρίζει ο ψυχολάτης
και τέτια απόκριση της έδωκε κι αυτά της συντυχαίνει:
«Εσύ η θεά ρωτάς πως έφτασα, θεός εγώ, εδώ πέρα'
ξεκάθαρος λοιπόν ο λόγος μου, καθώς το θέλεις, θα 'ναι:
Ο Δίας ατός του είναι που μ᾿ έστειλε για να 'ρθω, αθέλητα μου'
100τίς δ᾿ ἂν ἑκὼν τοσσόνδε διαδράμοι ἁλμυρὸν ὕδωρ
ἄσπετον; οὐδέ τις ἄγχι βροτῶν πόλις, οἵ τε θεοῖσιν
ἱερά τε ῥέζουσι καὶ ἐξαίτους ἑκατόμβας.
ἀλλὰ μάλ᾿ οὔ πως ἔστι Διὸς νόον αἰγιόχοιο
οὔτε παρεξελθεῖν ἄλλον θεὸν οὔθ᾿ ἁλιῶσαι.
τόσο αλμυρό νερό ποιος θα 'σκιζε ποτέ απομονάχου του,
απέραντο μηδέ και βρίσκεται θνητών καστρί κανένα
εδώ κοντά, για να μας πρόσφερναν θυσίες τρανές και δώρα.
Μα τη βουλή του Δία δε γίνεται του βροντσκουταράτου
να την ξεφύγει άλλος αθάνατος μηδέ να τη χαλάσει.
105φησί τοι ἄνδρα παρεῖναι ὀιζυρώτατον ἄλλων,
τῶν ἀνδρῶν, οἳ ἄστυ πέρι Πριάμοιο μάχοντο
εἰνάετες, δεκάτῳ δὲ πόλιν πέρσαντες ἔβησαν
οἴκαδ': ἀτὰρ ἐν νόστῳ Ἀθηναίην ἀλίτοντο,
ἥ σφιν ἐπῶρσ᾿ ἄνεμόν τε κακὸν καὶ κύματα μακρά.
Κοντά σου λέει τον πιο τρισάμοιρο κρατείς απ᾿ όλους άντρα,
όσοι πολέμησαν ολόγυρα στο κάστρο του Πριάμου
χρόνους εννιά᾿ κι όταν πάτησαν στους δέκα πάνω, πήραν
το δρόμο πίσω, όμως γυρίζοντας στην Αθηνά αμαρτήσαν
κι αυτή κακό τους σήκωσε άνεμο και κύματα μεγάλα.
110ἔνθ᾿ ἄλλοι μὲν πάντες ἀπέφθιθεν ἐσθλοὶ ἑταῖροι,
τὸν δ᾿ ἄρα δεῦρ᾿ ἄνεμός τε φέρων καὶ κῦμα πέλασσε.
τὸν νῦν σ᾿ ἠνώγειν ἀποπεμπέμεν ὅττι τάχιστα:
οὐ γάρ οἱ τῇδ᾿ αἶσα φίλων ἀπονόσφιν ὀλέσθαι,
ἀλλ᾿ ἔτι οἱ μοῖρ᾿ ἐστὶ φίλους τ᾿ ἰδέειν καὶ ἱκέσθαι
Οι επίλοιποι αντρειανοί συντρόφοι του χάθηκαν τούτον μόνο
τα κύματα κι οι ανέμοι σπρώχνοντας τον ρίξαν στο νησί σου.
Αυτόν ζητάει μιαν ώρα αρχύτερα να τον ξεπροβοδώσεις'
τι εδώ να σβήσει δεν του γράφεται, μακριά από τους δικούς του'
είναι της μοίρας του τους φίλους του να ξαναϊδεί, γυρνώντας
115οἶκον ἐς ὑψόροφον καὶ ἑὴν ἐς πατρίδα γαῖαν.»
ὣς φάτο, ῥίγησεν δὲ Καλυψώ, δῖα θεάων,
καί μιν φωνήσασ᾿ ἔπεα πτερόεντα προσηύδα:
«σχέτλιοί ἐστε, θεοί, ζηλήμονες ἔξοχον ἄλλων,
οἵ τε θεαῖς ἀγάασθε παρ᾿ ἀνδράσιν εὐνάζεσθαι
στο αψηλοτάβανο παλάτι του, στη γη την πατρική του.»
Κι η Καλυψώ, η θεά η πανέμνοστη, στου Ερμή τα λόγια τούτα
επάγωσε, και με ανεμάρπαστα του συντυχαίνει λόγια:
«Ζηλόφτονοι θεοί κι ανέσπλαχνοι, πιο πάνω εσείς απ᾿ όλους!
Με άντρα θνητό δε σας καλόρχεται θεά ποτέ να σμίξει,
120ἀμφαδίην, ἤν τίς τε φίλον ποιήσετ᾿ ἀκοίτην.
ὣς μὲν ὅτ᾿ Ὠρίων᾿ ἕλετο ῥοδοδάκτυλος Ἠώς,
τόφρα οἱ ἠγάασθε θεοὶ ῥεῖα ζώοντες,
ἧος ἐν Ὀρτυγίῃ χρυσόθρονος Ἄρτεμις ἁγνὴ
οἷς ἀγανοῖς βελέεσσιν ἐποιχομένη κατέπεφνεν.
αν κάποιου θέλησε συγκόρμισσα στα φανερά να γένει.
Για την Αυγή τη ροδοδάχτυλη, που τον Ωρίωνα πήρε,
ζήλια τρανή οι θεοί οι τρισεύτυχοι δε νιώθατε, ως την ώρα
που πήγε η αγνή χρυσόθρονη Άρτεμη στης Ορτυγίας τα μέρη
και τόνε σκότωσε με απόνετες χτυπώντας τον σαγίτες;
125ὣς δ᾿ ὁπότ᾿ Ἰασίωνι ἐυπλόκαμος Δημήτηρ,
ᾧ θυμῷ εἴξασα, μίγη φιλότητι καὶ εὐνῇ
νειῷ ἔνι τριπόλῳ: οὐδὲ δὴν ἦεν ἄπυστος
Ζεύς, ὅς μιν κατέπεφνε βαλὼν ἀργῆτι κεραυνῷ.
ὥς δ᾿ αὖ νῦν μοι ἄγασθε, θεοί, βροτὸν ἄνδρα παρεῖναι.
Κι η Δήμητρα όμοια η καλοπλέξουδη νικήθηκε απ᾿ τον πόθο
και σε χωράφι τριπλογύριστο με τον Ιάσιο εχάρη
γλυκό φιλί κι αγκάλη᾿ γρήγορα το μήνυμα τους όμως
ήρθε στο Δία, που με αστροπέλεκο τον σκότωσε φλογάτο
Κι εμένα τώρα με ζηλεύετε που 'χω θνητό κοντά μου'
130τὸν μὲν ἐγὼν ἐσάωσα περὶ τρόπιος βεβαῶτα
οἶον, ἐπεί οἱ νῆα θοὴν ἀργῆτι κεραυνῷ
Ζεὺς ἔλσας ἐκέασσε μέσῳ ἐνὶ οἴνοπι πόντῳ.
ἔνθ᾿ ἄλλοι μὲν πάντες ἀπέφθιθεν ἐσθλοὶ ἑταῖροι,
τὸν δ᾿ ἄρα δεῦρ᾿ ἄνεμός τε φέρων καὶ κῦμα πέλασσε.
Όμως αυτόν εγώ τον γλίτωσα, σαν έφτασε καβάλα
σε μια καρένα, μόνος· τ᾿ άρμενο του το 'χε ο Δίας τσακίσει
μες στο κρασάτο πέλαο, ρίχνοντας φλογάτο αστροπελέκι'
οι επίλοιποι αντρειανοί συντρόφοι του χαθήκαν, μόνο ετούτον
τα κύματα κι οι ανέμοι σπρώχνοντας τον ρίξαν εδώ πέρα.
135τὸν μὲν ἐγὼ φίλεόν τε καὶ ἔτρεφον, ἠδὲ ἔφασκον
θήσειν ἀθάνατον καὶ ἀγήραον ἤματα πάντα.
ἀλλ᾿ ἐπεὶ οὔ πως ἔστι Διὸς νόον αἰγιόχοιο
οὔτε παρεξελθεῖν ἄλλον θεὸν οὔθ᾿ ἁλιῶσαι,
ἐρρέτω, εἴ μιν κεῖνος ἐποτρύνει καὶ ἀνώγει,
Κι εγώ τον γνοιαζόμουν, τον έθρεφα, και το 'χα στο μυαλό μου,
αν μείνει, να τον κάνω αθάνατο κι αγέραστο για πάντα.
Μα τη βουλή του Δία δε γίνεται του βροντοσκουταράτου
να την ξεφύγει άλλος αθάνατος μηδέ να τη χαλάσει.
Ας πάει λοιπόν, αφού το θέλησεν ο Δίας και το προστάζει,
140πόντον ἐπ᾿ ἀτρύγετον: πέμψω δέ μιν οὔ πῃ ἐγώ γε:
οὐ γάρ μοι πάρα νῆες ἐπήρετμοι καὶ ἑταῖροι,
οἵ κέν μιν πέμποιεν ἐπ᾿ εὐρέα νῶτα θαλάσσης.
αὐτάρ οἱ πρόφρων ὑποθήσομαι, οὐδ᾿ ἐπικεύσω,
ὥς κε μάλ᾿ ἀσκηθὴς ἣν πατρίδα γαῖαν ἵκηται.»
να παραδέρνει στ᾿ άγρια πέλαγα· μα συνοδεία δε δίνω᾿
δεν έχω εγώ μαθές πολύκουπα καράβια και συντρόφους,
στη ράχη την πλατιά της θάλασσας μαζί τους να τον πάρουν.
Μα θα του δώσω την ορμήνια μου και δε θα του την κρύψω,
για να γυρίσει πίσω ανέβλαβος στη γη την πατρική του.»
145τὴν δ᾿ αὖτε προσέειπε διάκτορος ἀργεϊφόντης:
«οὕτω νῦν ἀπόπεμπε, Διὸς δ᾿ ἐποπίζεο μῆνιν,
μή πώς τοι μετόπισθε κοτεσσάμενος χαλεπήνῃ.»
ὣς ἄρα φωνήσας ἀπέβη κρατὺς ἀργεϊφόντης:
ἡ δ᾿ ἐπ᾿ Ὀδυσσῆα μεγαλήτορα πότνια νύμφη
Κι ο Αργοφονιάς της αποκρίθηκεν ο ψυχολάτης τότε:
«Να φύγει, ως είπες, ας τον λεύτερο, κι απ᾿ την οργή φυλάξου
του Δία, να μην ξεσπάσει πάνω σου μια μέρα η μάνητα του.»
Τα λόγια αυτά σαν είπε, ο δυνατός Αργοφονιάς μισεύει'
κι η σεβαστή ξωθιά, υπακούγοντας στα που 'χε ο Δίας προστάξει,
150ἤι᾿, ἐπεὶ δὴ Ζηνὸς ἐπέκλυεν ἀγγελιάων.
τὸν δ᾿ ἄρ᾿ ἐπ᾿ ἀκτῆς εὗρε καθήμενον: οὐδέ ποτ᾿ ὄσσε
δακρυόφιν τέρσοντο, κατείβετο δὲ γλυκὺς αἰὼν
νόστον ὀδυρομένῳ, ἐπεὶ οὐκέτι ἥνδανε νύμφη.
ἀλλ᾿ ἦ τοι νύκτας μὲν ἰαύεσκεν καὶ ἀνάγκῃ
πήρε το δρόμο τον αντρόκαρδο τον Οδυσσέα να σμίξει.
Τον βρήκε στο γιαλό να κάθεται᾿ και μήτε που στεγνώναν
ποτέ τα μάτια του απ᾿ τα κλάματα, μον᾿ τη γλυκιά ζωή του
του γυρισμού ο καημός την έλιωνε᾿ καμιά χαρά πια τώρα
δεν του 'δινε η ξωθιά, και πλάγιαζε τις νύχτες μες στα σπήλια
155ἐν σπέσσι γλαφυροῖσι παρ᾿ οὐκ ἐθέλων ἐθελούσῃ:
ἤματα δ᾿ ἂμ πέτρῃσι καὶ ἠιόνεσσι καθίζων
δάκρυσι καὶ στοναχῇσι καὶ ἄλγεσι θυμὸν ἐρέχθων
πόντον ἐπ᾿ ἀτρύγετον δερκέσκετο δάκρυα λείβων.
ἀγχοῦ δ᾿ ἱσταμένη προσεφώνεε δῖα θεάων:
κοντά της απ᾿ ανάγκη — θέλοντας εκείνη, μα άθελα του.
Κι όλες τις μέρες στο ακροθάλασσο καθόταν και στα βράχια,
με πίκρες, στεναγμούς και κλάματα σπαράζοντας τα στήθη,
την άκαρπη θωρώντας θάλασσα με βουρκωμένα μάτια.
Κοντά του τότε εστάθη η αρχόντισσα θεά και του μιλούσε:
160«κάμμορε, μή μοι ἔτ᾿ ἐνθάδ᾿ ὀδύρεο, μηδέ τοι αἰὼν
φθινέτω: ἤδη γάρ σε μάλα πρόφρασσ᾿ ἀποπέμψω.
ἀλλ᾿ ἄγε δούρατα μακρὰ ταμὼν ἁρμόζεο χαλκῷ
εὐρεῖαν σχεδίην: ἀτὰρ ἴκρια πῆξαι ἐπ᾿ αὐτῆς
ὑψοῦ, ὥς σε φέρῃσιν ἐπ᾿ ἠεροειδέα πόντον.
«Δε θέλω να μου κλαις, βαριόμοιρε, δε θέλω τη ζωή σου
να καταλυείς, τι πια ολοπρόθυμα θα σου σταθώ να φύγεις.
Μον᾿ πάρε και μακριά πελέκησε μαδέρια, και μεγάλη
φτιάσε πλωτή, κι απάνω κάρφωσε σανίδες μια άκρη ως άλλη,
ψηλά, στο πέλαο τ᾿ αχνογάλαζο για να σε ταξιδέψουν.
165αὐτὰρ ἐγὼ σῖτον καὶ ὕδωρ καὶ οἶνον ἐρυθρὸν
ἐνθήσω μενοεικέ᾿, ἅ κέν τοι λιμὸν ἐρύκοι,
εἵματά τ᾿ ἀμφιέσω: πέμψω δέ τοι οὖρον ὄπισθεν,
ὥς κε μάλ᾿ ἀσκηθὴς σὴν πατρίδα γαῖαν ἵκηαι,
αἴ κε θεοί γ᾿ ἐθέλωσι, τοὶ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσιν,
Κι εγώ ψωμί, νερό και κόκκινο κρασί θα βάλω μέσα,
να 'χεις να τρως, να μη σου λείψουνε και σε δαμάσει η πείνα'
και ρούχα θα σε ντύσω, κι άνεμο θα στείλω πίσω πρίμο,
να φτάσεις άβλαβος ολότελα στη γη την πατρική σου —
αν οι θεοί το θέλουν, τ᾿ άσωστα που κυβερνούν ουράνια
170οἵ μευ φέρτεροί εἰσι νοῆσαί τε κρῆναί τε.»
ὣς φάτο, ῥίγησεν δὲ πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς,
καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα:
«ἄλλο τι δὴ σύ, θεά, τόδε μήδεαι, οὐδέ τι πομπήν,
ἥ με κέλεαι σχεδίῃ περάαν μέγα λαῖτμα θαλάσσης,
κι είναι από μένα δυνατότεροι στη γνώση και στην πράξη.»
Αυτά σαν είπε, ο θείος πολύπαθος επάγωσε Οδυσσέας,
και κράζοντας την ανεμάρπαστα της συντυχαίνει λόγια:
«Θεά, κάτι άλλο κλώθεις σίγουρα! Το γυρισμό μου; αχ, όχι! —
που να διαβώ το μέγα πέλαγο σε μια πλωτή με σπρώχνεις,
175δεινόν τ᾿ ἀργαλέον τε: τὸ δ᾿ οὐδ᾿ ἐπὶ νῆες ἐῖσαι
ὠκύποροι περόωσιν, ἀγαλλόμεναι Διὸς οὔρῳ.
οὐδ᾿ ἂν ἐγὼν ἀέκητι σέθεν σχεδίης ἐπιβαίην,
εἰ μή μοι τλαίης γε, θεά, μέγαν ὅρκον ὀμόσσαι
μή τί μοι αὐτῷ πῆμα κακὸν βουλευσέμεν ἄλλο.»
το φριχτό, τ᾿ άγριο, που ουδ᾿ ισόβαρα καράβια το διαβαίνουν,
γοργοπετάμενα, κι ας χαίρουνται του Δία το πρίμο αγέρι.
Δε βάζω σε πλωτή το πόδι μου, χωρίς και συ να θέλεις!
Εξόν, θεά, κι αν το αποφάσιζες τρανό ν᾿ αμώσεις όρκο,
πως δε θα βάλεις άλλο τίποτε κακό στο νου για μένα.»
180ὣς φάτο, μείδησεν δὲ Καλυψὼ δῖα θεάων,
χειρί τέ μιν κατέρεξεν ἔπος τ᾿ ἔφατ᾿ ἔκ τ᾿ ὀνόμαζεν:
«ἦ δὴ ἀλιτρός γ᾿ ἐσσὶ καὶ οὐκ ἀποφώλια εἰδώς,
οἷον δὴ τὸν μῦθον ἐπεφράσθης ἀγορεῦσαι.
ἴστω νῦν τόδε γαῖα καὶ οὐρανὸς εὐρὺς ὕπερθε
Είπε ο Οδυσσέας, κι εκείνη, η αρχόντισσα θεά, με χαμογέλιο
το χέρι απλώνοντας τον χάιδεψε κι αυτά τα λόγια του 'πε:
«Στην πονηριά δε βρίσκεται άλλος σου, κι ανέμυαλος δεν είσαι!
Κοίτα τι λόγια ανανογήθηκες να ξεστομίσεις τώρα!
Βάζω τη Γη, τα Ουράνια τ᾿ άσωστα, και τα νερά της Στύγας
185καὶ τὸ κατειβόμενον Στυγὸς ὕδωρ, ὅς τε μέγιστος
ὅρκος δεινότατός τε πέλει μακάρεσσι θεοῖσι,
μή τί τοι αὐτῷ πῆμα κακὸν βουλευσέμεν ἄλλο.
ἀλλὰ τὰ μὲν νοέω καὶ φράσσομαι, ἅσσ᾿ ἂν ἐμοί περ
αὐτῇ μηδοίμην, ὅτε με χρειὼ τόσον ἵκοι:
μαρτύρους βάζω τα κρεμάμενα, που ο πιο μεγάλος όρκος
κι ο πιο φριχτός μες στους τρισεύτυχους θεούς λογιέται πάντα,
πως άλλο τίποτα δεν έβαλα στο νου κακό για σένα.
Καλολογιάζω και στοχάζουμαι μαθές αυτό μονάχα,
που και για μένα θ᾿ αποφάσιζα, σε τόση ανάγκη αν ήμουν
190καὶ γὰρ ἐμοὶ νόος ἐστὶν ἐναίσιμος, οὐδέ μοι αὐτῇ
θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι σιδήρεος, ἀλλ᾿ ἐλεήμων.»
ὣς ἄρα φωνήσασ᾿ ἡγήσατο δῖα θεάων
καρπαλίμως: ὁ δ᾿ ἔπειτα μετ᾿ ἴχνια βαῖνε θεοῖο.
ἷξον δὲ σπεῖος γλαφυρὸν θεὸς ἠδὲ καὶ ἀνήρ,
δε θέλω εγώ ποτέ μου το άδικο, και νιώθει ψυχοπόνια
μέσα η καρδιά μου, τι από σίδερο δεν είναι καμωμένη.»
Αυτά είπεν η θεά η πανέμνοστη, και μπήκε ομπρός στο δρόμο
γοργά, κι αυτός ξοπίσω ακλούθηξε των θείων ποδιών τ᾿ αχνάρια.
Έτσι η θεά σε λίγο εγύρισε με το θνητό στο σπήλιο᾿
195καί ῥ᾿ ὁ μὲν ἔνθα καθέζετ᾿ ἐπὶ θρόνου ἔνθεν ἀνέστη
Ἑρμείας, νύμφη δ᾿ ἐτίθει πάρα πᾶσαν ἐδωδήν,
ἔσθειν καὶ πίνειν, οἷα βροτοὶ ἄνδρες ἔδουσιν:
αὐτὴ δ᾿ ἀντίον ἷζεν Ὀδυσσῆος θείοιο,
τῇ δὲ παρ᾿ ἀμβροσίην δμῳαὶ καὶ νέκταρ ἔθηκαν.
εκείνος κάθισε στο κάθισμα, που 'χεν ο Ερμής πριν λίγο
αφήσει᾿ κι η ξωθιά του απίθωσε μπροστά τραπέζι πλούσιο,
με ό,τι έχουν οι θνητοί και θρέφονται, να φάει, να πιει μετά της·
κι ατή της απαντίκρυ κάθισε στο θεϊκό Οδυσσέα,
κι αθάνατη θροφή κι αθάνατο κρασί μπροστά της βάλαν
200οἱ δ᾿ ἐπ᾿ ὀνείαθ᾿ ἑτοῖμα προκείμενα χεῖρας ἴαλλον.
αὐτὰρ ἐπεὶ τάρπησαν ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος,
τοῖς ἄρα μύθων ἦρχε Καλυψώ, δῖα θεάων:
«διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν᾿ Ὀδυσσεῦ,
οὕτω δὴ οἶκόνδε φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν
οι δούλες᾿ τότε εκείνοι στα έτοιμα φαγιά τα χέρια απλώσαν
και σύντας τρώγοντας και πίνοντας ευφράθηκαν οι δυο τους,
κινούσε η Καλυψώ, η πανέμνοστη θεά, το λόγο πρώτη:
«Γιε του Λαέρτη αρχοντογέννητε, πολύτεχνε Οδυσσέα,
έτσι λοιπόν ξανά στο σπίτι σου, στη γη την πατρική σου
205αὐτίκα νῦν ἐθέλεις ἰέναι; σὺ δὲ χαῖρε καὶ ἔμπης.
εἴ γε μὲν εἰδείης σῇσι φρεσὶν ὅσσα τοι αἶσα
κήδε᾿ ἀναπλῆσαι, πρὶν πατρίδα γαῖαν ἱκέσθαι,
ἐνθάδε κ᾿ αὖθι μένων σὺν ἐμοὶ τόδε δῶμα φυλάσσοις
ἀθάνατός τ᾿ εἴης, ἱμειρόμενός περ ἰδέσθαι
τώρα γοργά να πας πεθύμησες; Ας είναι, γεια χαρά σου!
Μονάχα αν κάτεχες στα φρένα σου τα βάσανα που η μοίρα
να σύρεις γράφει, πριν τα χώματα τα πατρικά πατήσεις,
εδώ θ᾿ απόμενες, κοιτάζοντας το σπήλιο αυτό μαζί μου,
και θα 'σουν από πάνω αθάνατος, κι ας έχεις τόσο πόθο
210σὴν ἄλοχον, τῆς τ᾿ αἰὲν ἐέλδεαι ἤματα πάντα.
οὐ μέν θην κείνης γε χερείων εὔχομαι εἶναι,
οὐ δέμας οὐδὲ φυήν, ἐπεὶ οὔ πως οὐδὲ ἔοικεν
θνητὰς ἀθανάτῃσι δέμας καὶ εἶδος ἐρίζειν.»
τὴν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς:
να ιδείς το ταίρι σου, που ατέλειωτα σε τυραννά ο καημός του.
Θαρρώ από κείνη εγώ χειρότερη στην ελικιά δεν είμαι
κι ουδέ στο ανάριμμα᾿ κι αταίριαστο να παραβγαίνουν θα 'ταν
έτσι κι αλλιώς θνητές με αθάνατες στην ελικιά, στην όψη.»
Γυρνώντας τότε ο πολυκάτεχος της μίλησε Οδυσσέας:
215«πότνα θεά, μή μοι τόδε χώεο: οἶδα καὶ αὐτὸς
πάντα μάλ᾿, οὕνεκα σεῖο περίφρων Πηνελόπεια
εἶδος ἀκιδνοτέρη μέγεθός τ᾿ εἰσάντα ἰδέσθαι:
ἡ μὲν γὰρ βροτός ἐστι, σὺ δ᾿ ἀθάνατος καὶ ἀγήρως.
ἀλλὰ καὶ ὣς ἐθέλω καὶ ἐέλδομαι ἤματα πάντα
«Θεά σεβάσμια, μη μου οργίζεσαι᾿ κι εγώ καλά το ξέρω᾿
αλήθεια, η Πηνελόπη η φρόνιμη δε δύνεται ποτέ της
στην ομορφιά και στο παράστημα να παραβγεί μαζί σου᾿
τι είναι θνητή, μα εσύ κι αθάνατη κι αγέραστη λογιέσαι.
Μα κι έτσι θέλω κι ακατάπαυτα με δέρνει ο πόθος, πίσω
220οἴκαδέ τ᾿ ἐλθέμεναι καὶ νόστιμον ἦμαρ ἰδέσθαι.
εἰ δ᾿ αὖ τις ῥαίῃσι θεῶν ἐνὶ οἴνοπι πόντῳ,
τλήσομαι ἐν στήθεσσιν ἔχων ταλαπενθέα θυμόν:
ἤδη γὰρ μάλα πολλὰ πάθον καὶ πολλὰ μόγησα
κύμασι καὶ πολέμῳ: μετὰ καὶ τόδε τοῖσι γενέσθω.»
να στρέψω, την ημέρα κάποτε να ιδώ του γυρισμού μου.
Κι αν τύχει πάλε και με τσάκιζε θεός στο πέλαο μέσα,
βασταγερή καρδιά στα στήθια μου κρατώ και θα βαστάξω.
Πολλά έχω πάθει ως τώρα βάσανα κι έχω πολύ μοχτήσει
και σε πολέμους και σε θάλασσες· ας πάει κι αυτό με τ᾿ άλλα!»
225ὣς ἔφατ᾿, ἠέλιος δ᾿ ἄρ᾿ ἔδυ καὶ ἐπὶ κνέφας ἦλθεν:
ἐλθόντες δ᾿ ἄρα τώ γε μυχῷ σπείους γλαφυροῖο
τερπέσθην φιλότητι, παρ᾿ ἀλλήλοισι μένοντες.
ἡἦμος δ᾿ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς,
αὐτίχ᾿ ὁ μὲν χλαῖνάν τε χιτῶνά τε ἕννυτ᾿ Ὀδυσσεύς,
Είπε, κι ωστόσο ο γήλιος έγειρε και πήραν τα σκοτάδια᾿
κι αυτοί στου σπήλιου αποτραβήχτηκαν τα βάθη, να χαρούνε
φιλί κι αγκάλη, και τη νύχτα τους μαζί να την περάσουν.
Κι η Αυγή σα φάνη η πουρνογέννητη και ροδοδαχτυλάτη,
πήρε ο Οδυσσέας γοργά και φόρεσε χλαμύδα και χιτώνα'
230αὐτὴ δ᾿ ἀργύφεον φᾶρος μέγα ἕννυτο νύμφη,
λεπτὸν καὶ χαρίεν, περὶ δὲ ζώνην βάλετ᾿ ἰξυῖ
καλὴν χρυσείην, κεφαλῇ δ᾿ ἐφύπερθε καλύπτρην.
καὶ τότ᾿ Ὀδυσσῆι μεγαλήτορι μήδετο πομπήν:
δῶκέν οἱ πέλεκυν μέγαν, ἄρμενον ἐν παλάμῃσι,
μαντί μακρύ η ξωθιά, χιονόθωρο, φορούσε από την άλλη,
ψιλό, χαριτωμένο, κι έβαλε στη μέση της ζωνάρι,
ώριο, χρυσό, και στο κεφάλι της απάνω μια μαντίλα·
και τότε του Οδυσσέα του αντρόκαρδου συντάζει ταξίδι:
Τρανό πελέκι πρώτα του 'δωκε, που του 'ρχονταν στη φούχτα,
235χάλκεον, ἀμφοτέρωθεν ἀκαχμένον: αὐτὰρ ἐν αὐτῷ
στειλειὸν περικαλλὲς ἐλάινον, εὖ ἐναρηρός:
δῶκε δ᾿ ἔπειτα σκέπαρνον ἐύξοον: ἦρχε δ᾿ ὁδοῖο
νήσου ἐπ᾿ ἐσχατιῆς, ὅθι δένδρεα μακρὰ πεφύκει,
κλήθρη τ᾿ αἴγειρός τ᾿, ἐλάτη τ᾿ ἦν οὐρανομήκης,
ακονισμένο, να 'ναι δίκοπο, χαλκό και στεριωμένο
σ᾿ ελήσιου στειλιαριού πανέμορφου καλά την άκρη απάνω.
Σκεπάρνι τορνεμένο του 'δωκε μετά, κι ευτύς κινουσε
μπροστά για του νησιου τ᾿ ακρόμερα᾿ ψηλά εκεί πέρα δέντρα᾿
φύτρωναν, σκλήθρες, λεύκες κι έλατοι, που ανέβαιναν στα ουράνια,
240αὖα πάλαι, περίκηλα, τά οἱ πλώοιεν ἐλαφρῶς.
αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ δεῖξ᾿, ὅθι δένδρεα μακρὰ πεφύκει,
ἡ μὲν ἔβη πρὸς δῶμα Καλυψώ, δῖα θεάων,
αὐτὰρ ὁ τάμνετο δοῦρα: θοῶς δέ οἱ ᾔνυτο ἔργον.
εἴκοσι δ᾿ ἔκβαλε πάντα, πελέκκησεν δ᾿ ἄρα χαλκῷ,
από καιρούς στεγνά, κατάξερα, να πλέγουν απαλάφρου.
Κι ευτύς ως του 'δειξε που φύτρωναν τα θεριεμένα δέντρα,
η Καλυψώ, η θεά η πανέμνοστη, στο σπήλιο της γυρνούσε.
Κι αυτός τα δέντρα επήρε κι έκοβε᾿ σε λίγο είχε τελέψει.
Σαν έριξε είκοσι, πελέκησε με το χαλκό τους κλώνους,
245ξέσσε δ᾿ ἐπισταμένως καὶ ἐπὶ στάθμην ἴθυνεν.
τόφρα δ᾿ ἔνεικε τέρετρα Καλυψώ, δῖα θεάων:
τέτρηνεν δ᾿ ἄρα πάντα καὶ ἥρμοσεν ἀλλήλοισιν,
γόμφοισιν δ᾿ ἄρα τήν γε καὶ ἁρμονίῃσιν ἄρασσεν.
ὅσσον τίς τ᾿ ἔδαφος νηὸς τορνώσεται ἀνὴρ
και τα 'ξυσε με το σκεπάρνι του, με στάφνη ισιώνοντας τα.
Ωστόσο η Καλυψώ η πανέμνοστη του πήγε τα τρυπάνια'
και σύντας σε ολα τρύπες άνοιξε και τα σοφίλιασε όλα,
με ξυλοκάρφια και δεντρόφλουδες σφιχτά σφιχτά τα δένει.
Όσο φαρδύ ένα γύρο χάραξε για φορτηγό καράβι
250φορτίδος εὐρείης, ἐὺ εἰδὼς τεκτοσυνάων,
τόσσον ἔπ᾿ εὐρεῖαν σχεδίην ποιήσατ᾿ Ὀδυσσεύς.
ἴκρια δὲ στήσας, ἀραρὼν θαμέσι σταμίνεσσι,
ποίει: ἀτὰρ μακρῇσιν ἐπηγκενίδεσσι τελεύτα.
ἐν δ᾿ ἱστὸν ποίει καὶ ἐπίκριον ἄρμενον αὐτῷ:
τον πάτο μαραγκός, την τέχνη του που περισσά κατέχει,
τόσο φαρδιά να κάνει θέλησε κι εκείνος την πλωτή του.
Στήνει παγίδια, με στραβόξυλα πολλά στεριώνοντας τα,
και με μακριές σανίδες πάτωσε στο τέλος την κουβέρτα.
Και το κατάρτι μέσα εστήριξε με ταιριασμένη αντένα,
255πρὸς δ᾿ ἄρα πηδάλιον ποιήσατο, ὄφρ᾿ ἰθύνοι.
φράξε δέ μιν ῥίπεσσι διαμπερὲς οἰσυί̈νῃσι
κύματος εἶλαρ ἔμεν: πολλὴν δ᾿ ἐπεχεύατο ὕλην.
τόφρα δὲ φάρε᾿ ἔνεικε Καλυψώ, δῖα θεάων,
ἱστία ποιήσασθαι: ὁ δ᾿ εὖ τεχνήσατο καὶ τά.
και το τιμόνι του μαστόρεψε, να κυβερνάει το σκάφος,
και με κλωνάρια ετιάς περίφραξε τρογύρα την πλωτή του,
να τον φυλάν από τα κύματα, και σώριασε και φύλλα.
Κι η Καλυψώ, η θεά η πανέμνοστη, λινό του κουβαλούσε
για τα πανιά᾿ κι αυτός περίτεχνα μαστόρεψε και τούτα'
260ἐν δ᾿ ὑπέρας τε κάλους τε πόδας τ᾿ ἐνέδησεν ἐν αὐτῇ,
μοχλοῖσιν δ᾿ ἄρα τήν γε κατείρυσεν εἰς ἅλα δῖαν.
ὣτέτρατον ἦμαρ ἔην, καὶ τῷ τετέλεστο ἅπαντα:
τῷ δ᾿ ἄρα πέμπτῳ πέμπ᾿ ἀπὸ νήσου δῖα Καλυψώ,
εἵματά τ᾿ ἀμφιέσασα θυώδεα καὶ λούσασα.
ξάρτια κι απλές και σκότες έδεσε τελεύοντας, και τότε ᾿
με τα φαλάγγια στ᾿ άγια κύματα την έσπρωξε να πέσει.
Είχαν περάσει μέρες τέσσερεις, σα βρέθη τελειωμένος·
στις πέντε η Καλυψώ τον άφηνε πια απ᾿ το νησί να φύγει,
με ρούχα ευωδιαστά απ᾿ το χέρι της ντυμένο και λουσμένο.
265ἐν δέ οἱ ἀσκὸν ἔθηκε θεὰ μέλανος οἴνοιο
τὸν ἕτερον, ἕτερον δ᾿ ὕδατος μέγαν, ἐν δὲ καὶ ᾖα
κωρύκῳ: ἐν δέ οἱ ὄψα τίθει μενοεικέα πολλά:
οὖρον δὲ προέηκεν ἀπήμονά τε λιαρόν τε.
γηθόσυνος δ᾿ οὔρῳ πέτασ᾿ ἱστία δῖος Ὀδυσσεύς.
Δυο ασκιά πιο πρώτα του κουβάλησε· μαύρο κρασί είχε το 'να,
το άλλο νερό — το μεγαλυτερο — κι ακόμα το δισάκι με τις θροφές,
και μέσα νόστιμα προσφάγια του 'χε βάλει᾿ τέλος αγέρα πρίμο,
απείραγο, γλυκόπνογο του στέλνει. Τότε ο Οδυσσέας ο θείος,
χαρουμενος από τον πρίμο αγέρα,
270αὐτὰρ ὁ πηδαλίῳ ἰθύνετο τεχνηέντως
ἥμενος, οὐδέ οἱ ὕπνος ἐπὶ βλεφάροισιν ἔπιπτεν
Πληιάδας τ᾿ ἐσορῶντι καὶ ὀψὲ δύοντα Βοώτην
Ἄρκτον θ᾿, ἣν καὶ ἄμαξαν ἐπίκλησιν καλέουσιν,
ἥ τ᾿ αὐτοῦ στρέφεται καί τ᾿ Ὠρίωνα δοκεύει,
σηκώνει τα πανιά, και κάθισε, με τέχνη το τιμόνι
να κυβερνά, κι ουδέ που βάραινε τα βλέφαρα του ο γύπνος,
την Πουλια, το Βουκόλο ως κοίταζε, που αργεί να βασιλέψει,
και το Χορό τον εφταπάρθενο, που τόνε λεν κι Αμάξι,
κι αυτού γυρνάει παραμονεύοντας το Αλετροπόδι πάντα,
275οἴη δ᾿ ἄμμορός ἐστι λοετρῶν Ὠκεανοῖο:
τὴν γὰρ δή μιν ἄνωγε Καλυψώ, δῖα θεάων,
ποντοπορευέμεναι ἐπ᾿ ἀριστερὰ χειρὸς ἔχοντα.
ἑπτὰ δὲ καὶ δέκα μὲν πλέεν ἤματα ποντοπορεύων,
ὀκτωκαιδεκάτῃ δ᾿ ἐφάνη ὄρεα σκιόεντα
και μόνο αυτός λουτρό δε χαίρεται στον Ωκεανό ποτέ του·
τι η Καλυψώ, η θεά η πανέμνοστη, του το 'χε πει,
το Αμάξι να το 'χει, ως αρμενίζει, αδιάκοπα στο χέρι το ζερβί του.
Διάβηκαν δεκαεφτά μερόνυχτα που αρμένιζε ο Οδυσσέας·
στις δεκοχτώ τα βαθιογίσκιωτα βουνά πρόβαλαν τέλος,
280γαίης Φαιήκων, ὅθι τ᾿ ἄγχιστον πέλεν αὐτῷ:
εἴσατο δ᾿ ὡς ὅτε ῥινὸν ἐν ἠεροειδέι πόντῳ.
τὸν δ᾿ ἐξ Αἰθιόπων ἀνιὼν κρείων ἐνοσίχθων
τηλόθεν ἐκ Σολύμων ὀρέων ἴδεν: εἴσατο γάρ οἱ
πόντον ἐπιπλώων. ὁ δ᾿ ἐχώσατο κηρόθι μᾶλλον,
απ᾿ τη μεριά που εκείνος βρίσκουνταν, της χώρας των Φαιάκων,
και του φάνταζαν στο αχνογάλαζο πέλαο σα σκουτάρι.
Ωστόσο απ᾿ τους Αιθίοπες διάγερνεν ο μέγας Κοσμοσείστης,
και ξάφνου απ᾿ τα βουνά των Σόλυμων μακριά τον είδε ομπρός του
που αρμένιζε, κι ευτύς εφούντωσε πιο ακόμα η μάνητα του,
285κινήσας δὲ κάρη προτὶ ὃν μυθήσατο θυμόν:
«ὢ πόποι, ἦ μάλα δὴ μετεβούλευσαν θεοὶ ἄλλως
ἀμφ᾿ Ὀδυσῆι ἐμεῖο μετ᾿ Αἰθιόπεσσιν ἐόντος,
καὶ δὴ Φαιήκων γαίης σχεδόν, ἔνθα οἱ αἶσα
ἐκφυγέειν μέγα πεῖραρ ὀιζύος, ἥ μιν ἱκάνει.
και το κεφάλι σειώντας μίλησε μες στην καρδιά του κι είπε:
«Ωχού μου, δες, αλλαξογνώμησαν οι αθάνατοι οι άλλοι κι είπαν,
την ώρα στους Αιθίοπες που 'λειπα, να στρέψει πια ο Οδυσσέας!
Στη γη των Φαιάκων κιόλας ζύγωσε᾿ της συφοράς το δίχτυ τον
δαμάζει εκεί του γράφεται για πάντα να ξεφύγει.
290ἀλλ᾿ ἔτι μέν μίν φημι ἅδην ἐλάαν κακότητος.»
ὣς εἰπὼν σύναγεν νεφέλας, ἐτάραξε δὲ πόντον
χερσὶ τρίαιναν ἑλών: πάσας δ᾿ ὀρόθυνεν ἀέλλας
παντοίων ἀνέμων, σὺν δὲ νεφέεσσι κάλυψε
γαῖαν ὁμοῦ καὶ πόντον: ὀρώρει δ᾿ οὐρανόθεν νύξ.
Μα εγώ πιο πρώτα κι άλλα βάσανα να τον χορτάσω θέλω!»
Σαν είπε αυτά, μαζώνει σύγνεφα, το πέλαο συνταράζει
κρατώντας το τρικράνι κι άσκωσε τρανό μπουρίνι, κι όλους
ολούθε αμόλησε τους ανέμους, και σκέπασε με νέφη
στεριές μαζί και πέλαα, κι άπλωσε θολή απ᾿ τα ουράνια νύχτα.
295σὺν δ᾿ Εὖρός τε Νότος τ᾿ ἔπεσον Ζέφυρός τε δυσαὴς
καὶ Βορέης αἰθρηγενέτης, μέγα κῦμα κυλίνδων.
καὶ τότ᾿ Ὀδυσσῆος λύτο γούνατα καὶ φίλον ἦτορ,
ὀχθήσας δ᾿ ἄρα εἶπε πρὸς ὃν μεγαλήτορα θυμόν:
«ὤ μοι ἐγὼ δειλός, τί νύ μοι μήκιστα γένηται;
Μαζί νοτιάς, λεβάντες χίμιξαν κι ανήμερος πονέντης,
μαζί βοριάς αιθερογέννητος, τρανό κυλώντας κύμα'
και τότε του Οδυσσέα τα γόνατα λύθηκαν κι η καρδιά του,
και με βαρύ καημό στην πέρφανη γυρνάει και λέει ψυχή του:
«Αλί σε μένα τον τρισάμοιρο, τι θ᾿ απογίνω τώρα;
300δείδω μὴ δὴ πάντα θεὰ νημερτέα εἶπεν,
ἥ μ᾿ ἔφατ᾿ ἐν πόντῳ, πρὶν πατρίδα γαῖαν ἱκέσθαι,
ἄλγε᾿ ἀναπλήσειν: τὰ δὲ δὴ νῦν πάντα τελεῖται.
οἵοισιν νεφέεσσι περιστέφει οὐρανὸν εὐρὺν
Ζεύς, ἐτάραξε δὲ πόντον, ἐπισπέρχουσι δ᾿ ἄελλαι
Τρέμω, η θεά τα που προφήτεψε μη βγουν σωστά ως την άκρη,
που μου 'λεγε πως πλήθος βάσανα θα σύρω στα πελάγη,
πριχού διαγείρω στην πατρίδα μου᾿ τώρα τελεύουν όλα.
Ο Δίας, για δες, με πόσα σύγνεφα τα ουράνια πλάτη ζώνει
και πως συντάραξε τη θάλασσα! Μανιάζει το μπουρίνι
305παντοίων ἀνέμων. νῦν μοι σῶς αἰπὺς ὄλεθρος.
τρὶς μάκαρες Δαναοὶ καὶ τετράκις, οἳ τότ᾿ ὄλοντο
Τροίῃ ἐν εὐρείῃ χάριν Ἀτρεί̈δῃσι φέροντες.
ὡς δὴ ἐγώ γ᾿ ὄφελον θανέειν καὶ πότμον ἐπισπεῖν
ἤματι τῷ ὅτε μοι πλεῖστοι χαλκήρεα δοῦρα
κι ολούθε οι ανέμοι ξαμολήθηκαν πια γλιτωμό δεν έχω.
Μακαρισμένοι τρεις και τέσσερεις φορές οι Αργίτες, όσοι
στην Τροία χάθηκαν την απλόχωρη για τους υγιούς του Ατρέα
Να 'ταν και μένα να με σκότωναν, να μ᾿ είχε πάρει ο Χάρος
τη μέρα αρίφνητοι που μου 'ριχναν οι Τρώες, στον Αχιλλέα,
310Τρῶες ἐπέρριψαν περὶ Πηλεί̈ωνι θανόντι.
τῷ κ᾿ ἔλαχον κτερέων, καί μευ κλέος ἦγον Ἀχαιοί:
νῦν δέ λευγαλέῳ θανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι.»
ὣς ἄρα μιν εἰπόντ᾿ ἔλασεν μέγα κῦμα κατ᾿ ἄκρης
δεινὸν ἐπεσσύμενον, περὶ δὲ σχεδίην ἐλέλιξε.
τον σκοτωμένο γύρα ως πάλευα, με τα χαλκά κοντάρια!
Καν τάφο θα 'χα και θα δόξαζαν οι Αργίτες τ᾿ όνομά μου'
μα τώρα με τρισάθλιο θάνατο να σβήσω μου μελλόταν!».᾿
Καθώς μιλούσε, πέφτει απάνω του χιμώντας άγριο κύμα,
γιγάντιο, κι η πλωτή τραντάχτηκε και στρουφογύρισε όλη'
315τῆλε δ᾿ ἀπὸ σχεδίης αὐτὸς πέσε, πηδάλιον δὲ
ἐκ χειρῶν προέηκε: μέσον δέ οἱ ἱστὸν ἔαξεν
δεινὴ μισγομένων ἀνέμων ἐλθοῦσα θύελλα,
τηλοῦ δὲ σπεῖρον καὶ ἐπίκριον ἔμπεσε πόντῳ.
τὸν δ᾿ ἄρ᾿ ὑπόβρυχα θῆκε πολὺν χρόνον, οὐδ᾿ ἐδυνάσθη
κι ατός του απ᾿ την πλωτή τινάχτηκε μακριά, και το τιμόνι
του ξέφυγε απ᾿ τα χέρια᾿ τ᾿ άρμπουρο τσακίστηκε στη μέση
απ᾿ το μπουρίνι το άγριο που άσκωναν οι μπερδεμένοι ανέμοι,
κι αλάργα το πανί στη θάλασσα κι η αντένα εσφεντονίστη᾿
κι εκείνον στα βαθιά τον βούλιαξε νερά πολληώρα, κι ούτε
320αἶψα μάλ᾿ ἀνσχεθέειν μεγάλου ὑπὸ κύματος ὁρμῆς:
εἵματα γάρ ῥ᾿ ἐβάρυνε, τά οἱ πόρε δῖα Καλυψώ.
ὀψὲ δὲ δή ῥ᾿ ἀνέδυ, στόματος δ᾿ ἐξέπτυσεν ἅλμην
πικρήν, ἥ οἱ πολλὴ ἀπὸ κρατὸς κελάρυζεν.
ἀλλ᾿ οὐδ᾿ ὣς σχεδίης ἐπελήθετο, τειρόμενός περ,
μπορούσε να ξαναβγεί απ᾿ την ορμή του φοβερού κυμάτου᾿
τα ρούχα η Καλυψώ που του 'δωκε πολύ μαθές βαραίναν.
Πρόβαλε τέλος έξω κι έφτυσε την άρμη από το στόμα,
που σαν ποτάμι απ᾿ το κεφάλι του πικρή χυνόταν κάτω.
Μα κι έτσι την πλωτή δεν ξέχασε, κι ας είχε πια αποκάμει,
325ἀλλὰ μεθορμηθεὶς ἐνὶ κύμασιν ἐλλάβετ᾿ αὐτῆς,
ἐν μέσσῃ δὲ καθῖζε τέλος θανάτου ἀλεείνων.
τὴν δ᾿ ἐφόρει μέγα κῦμα κατὰ ῥόον ἔνθα καὶ ἔνθα.
ὡς δ᾿ ὅτ᾿ ὀπωρινὸς Βορέης φορέῃσιν ἀκάνθας
ἂμ πεδίον, πυκιναὶ δὲ πρὸς ἀλλήλῃσιν ἔχονται,
μονάχα εχύθη μες στα κύματα κι απάνω της επιάστη,
και κάθισε στη μέση, θέλοντας του Χάρου να ξεφύγει.
Κι αυτήν την έσερνε θεόρατο το κύμα πέρα δώθε.
Πως ο βοριάς χινοπωριάτικα σαρώνει μες στον κάμπο
τ᾿ αγκάθια, κι όλα κουβαριάζουνται μαζί σφιχτά᾿ παρόμοια
330ὣς τὴν ἂμ πέλαγος ἄνεμοι φέρον ἔνθα καὶ ἔνθα:
ἄλλοτε μέν τε Νότος Βορέῃ προβάλεσκε φέρεσθαι,
ἄλλοτε δ᾿ αὖτ᾿ Εὖρος Ζεφύρῳ εἴξασκε διώκειν.
τὸν δὲ ἴδεν Κάδμου θυγάτηρ, καλλίσφυρος Ἰνώ,
Λευκοθέη, ἣ πρὶν μὲν ἔην βροτὸς αὐδήεσσα,
κι αυτήν οι ανέμοι μες στο πέλαγο τη σέρναν δώθε κείθε᾿
μια στο βοριά ο νοτιάς την έριχνε, μαζί του να τη σύρει,
και μια ο λεβάντες την παράδινε να τη χτυπά ο πονέντης.
Ωστόσο η κόρη η λιγναστράγαλη του Κάδμου Ινώ τον είδε,
η Λευκοθέα, που ήταν πρωτύτερα θνητή ανθρωπολαλούσα,
335νῦν δ᾿ ἁλὸς ἐν πελάγεσσι θεῶν ἒξ ἔμμορε τιμῆς.
ἥ ῥ᾿ Ὀδυσῆ᾿ ἐλέησεν ἀλώμενον, ἄλγε᾿ ἔχοντα,
αἰθυίῃ δ᾿ ἐικυῖα ποτῇ ἀνεδύσετο λίμνης,
ἷζε δ᾿ ἐπὶ σχεδίης πολυδέσμου εἶπέ τε μῦθον:
«κάμμορε, τίπτε τοι ὧδε Ποσειδάων ἐνοσίχθων
μα τώρα απ᾿ τους θεούς στα πέλαγα θεϊκές τιμές της λάχαν
κι όπως τον είδε που παράδερνε, τον πόνεσε η καρδιά της,
κι ως φτερωτό νεροχελίδονο ξεπρόβαλε απ᾿ το κύμα,
κι έκατσε απάνω στην ξυλόδετη πλωτή και του μιλουσε:
«Ο Ποσειδώνας, κακορίζικε, γιατί σου οχτρεύτη τόσο,
340ὠδύσατ᾿ ἐκπάγλως, ὅτι τοι κακὰ πολλὰ φυτεύει;
οὐ μὲν δή σε καταφθίσει μάλα περ μενεαίνων.
ἀλλὰ μάλ᾿ ὧδ᾿ ἔρξαι, δοκέεις δέ μοι οὐκ ἀπινύσσειν:
εἵματα ταῦτ᾿ ἀποδὺς σχεδίην ἀνέμοισι φέρεσθαι
κάλλιπ᾿, ἀτὰρ χείρεσσι νέων ἐπιμαίεο νόστου
ο κοσμοσείστης, και με βάσανα σε τυραννάει περίσσια;
Δε θα σου δώσει ωστόσο θάνατο, τρανή κι ας ειν᾿ η οργή του.
Μα ό,τι σου πω να κάνεις᾿ άμυαλος δε μοιάζεις να 'σαι αλήθεια'
γδύσου τα ρούχα αυτά, στους ανέμους παράτα την πλωτή σου
και κολυμπώντας με τα χέρια σου πολέμησε να φτάσεις
345γαίης Φαιήκων, ὅθι τοι μοῖρ᾿ ἐστὶν ἀλύξαι.
τῆ δέ, τόδε κρήδεμνον ὑπὸ στέρνοιο τανύσσαι
ἄμβροτον: οὐδέ τί τοι παθέειν δέος οὐδ᾿ ἀπολέσθαι.
αὐτὰρ ἐπὴν χείρεσσιν ἐφάψεαι ἠπείροιο,
ἂψ ἀπολυσάμενος βαλέειν εἰς οἴνοπα πόντον
στη γη των Φαίακων, όπου σου 'γραψεν η μοίρα να γλιτώσεις.
Να, πάρε τώρα το μαγνάδι μου, κάτω απ᾿ τα στήθια ζωσ᾿ το,
κι είναι ακατάλυτο᾿ πια θάνατο δεν έχεις να φοβάσαι.
Μα σαν αγγίξεις με το χέρι σου στεριά, το λύνεις πάλε
απ᾿ το κορμί σου, και στο πέλαγο το ρίχνεις το κρασάτο
350πολλὸν ἀπ᾿ ἠπείρου, αὐτὸς δ᾿ ἀπονόσφι τραπέσθαι.»
ὣς ἄρα φωνήσασα θεὰ κρήδεμνον ἔδωκεν,
αὐτὴ δ᾿ ἂψ ἐς πόντον ἐδύσετο κυμαίνοντα
αἰθυίῃ ἐικυῖα: μέλαν δέ ἑ κῦμα κάλυψεν.
αὐτὰρ ὁ μερμήριξε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς,
μακριά από τη στεριά, τα μάτια σου γυρνώντας απ᾿ την άλλη.»
Είπε η θεά, και το μαγνάδι της ως του 'βαλε στο χέρι,
στην κυματούσα μέσα θάλασσα βουτάει ξανά, παρόμοια
νεροχελίδονο, και χώθηκε στο μαύρο κύμα μέσα.
Τότε ο Οδυσσέας ο πολυβάσανος να συλλογιέται πήρε,
355ὀχθήσας δ᾿ ἄρα εἶπε πρὸς ὃν μεγαλήτορα θυμόν:
«ὤ μοι ἐγώ, μή τίς μοι ὑφαίνῃσιν δόλον αὖτε
ἀθανάτων, ὅ τέ με σχεδίης ἀποβῆναι ἀνώγει.
ἀλλὰ μάλ᾿ οὔ πω πείσομ᾿, ἐπεὶ ἑκὰς ὀφθαλμοῖσιν
γαῖαν ἐγὼν ἰδόμην, ὅθι μοι φάτο φύξιμον εἶναι.
και με βαριά καρδιά στην πέρφανη γυρνάει και λέει ψυχή του:
« Ωχού, κανείς απ᾿ τους αθάνατους καινούργιο δόλο τρέμω
μπας και μου πλέκει εδώ, ζητώντας μου ν᾿ άφήσω την πλωτή μου.
Μα δε θ᾿ ακούσω ευτύς· αγνάντεψαν τα μάτια μου τη χώρα
αλάργα ακόμα, εκεί που, ως έλεγε, θα βρω το γλιτωμό μου.
360ἀλλὰ μάλ᾿ ὧδ᾿ ἔρξω, δοκέει δέ μοι εἶναι ἄριστον:
ὄφρ᾿ ἂν μέν κεν δούρατ᾿ ἐν ἁρμονίῃσιν ἀρήρῃ,
τόφρ᾿ αὐτοῦ μενέω καὶ τλήσομαι ἄλγεα πάσχων:
αὐτὰρ ἐπὴν δή μοι σχεδίην διὰ κῦμα τινάξῃ,
νήξομ᾿, ἐπεὶ οὐ μέν τι πάρα προνοῆσαι ἄμεινον.»
Αυτό θα κάνω, και μου εικάζεται το πιο καλο ως είναι:
όσο αρμοδένουν στα δεσίματα σφιγμένα τα μαδέρια,
εδώ θα κρατηθώ απαντέχοντας, βαριά κι ας τυραννιέμαι'
μονάχα αν την πλωτή τα κύματα χτυπώντας ξεστελιώσουν,
θα πέσω στο νερό᾿ καλύτερο να σοφιστώ δεν έχω.»
365ἧος ὁ ταῦθ᾿ ὥρμαινε κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν,
ὦρσε δ᾿ ἐπὶ μέγα κῦμα Ποσειδάων ἐνοσίχθων,
δεινόν τ᾿ ἀργαλέον τε, κατηρεφές, ἤλασε δ᾿ αὐτόν.
ὡς δ᾿ ἄνεμος ζαὴς ἠί̈ων θημῶνα τινάξῃ
καρφαλέων: τὰ μὲν ἄρ τε διεσκέδασ᾿ ἄλλυδις ἄλλῃ:
Αυτά ως ανάδευε στα φρένα του βαθιά και στην καρδιά του,
ο Ποσειδώνας κύμα εσήκωσε γιγάντιο, ο κοσμοσείστης,
φριχτό, αγριεμένο, αψηλοθόλωτο, κι απάνω του το ρίχνει.
Πως δυνατός αγέρας τ᾿ άχερα της θημωνιάς τινάζει,
ξερά όπως είναι, διασκορπώντας τα μιαν άκρη ως άλλη ολούθε,
370ὣς τῆς δούρατα μακρὰ διεσκέδασ'. αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς
ἀμφ᾿ ἑνὶ δούρατι βαῖνε, κέληθ᾿ ὡς ἵππον ἐλαύνων,
εἵματα δ᾿ ἐξαπέδυνε, τά οἱ πόρε δῖα Καλυψώ.
αὐτίκα δὲ κρήδεμνον ὑπὸ στέρνοιο τάνυσσεν,
αὐτὸς δὲ πρηνὴς ἁλὶ κάππεσε, χεῖρε πετάσσας,
παρόμοια τα μακριά της σκόρπισε μαδέρια᾿ κι ο Οδυσσέας
ένα μαδέρι καβαλίκεψε, λες κι άλογο λαλούσε.
Βγάζει από πάνω του της έμνοστης της Καλυψώς τα ρούχα,
και κάτω από τα στήθια του άπλωσε το θείο κεφαλοπάνι,
κι ανοίγοντας τα χέρια, μπρούμυτα στο κύμα μέσα ερίχτη,
375νηχέμεναι μεμαώς. ἴδε δὲ κρείων ἐνοσίχθων,
κινήσας δὲ κάρη προτὶ ὃν μυθήσατο θυμόν:
«οὕτω νῦν κακὰ πολλὰ παθὼν ἀλόω κατὰ πόντον,
εἰς ὅ κεν ἀνθρώποισι διοτρεφέεσσι μιγήῃς.
ἀλλ᾿ οὐδ᾿ ὥς σε ἔολπα ὀνόσσεσθαι κακότητος.»
να κολυμπήσει. Κι ως τον κοίταξεν ο μέγας Κοσμοσείστης,
την κεφαλή του σειώντας μίλησε μες στην καρδιά του κι είπε:
«Έτσι, τραβώντας πάθη αρίφνητα, μες στα πελάγη δέρνου,
η ώρα ως να 'ρθεί, που θεογέννητους ανθρώπους πια θα σμίξεις.
Μα κι έτσι λέω για τα τυράννια σου παράπονο δε θα 'χεις.»
380ὣς ἄρα φωνήσας ἵμασεν καλλίτριχας ἵππους,
ἵκετο δ᾿ εἰς Αἰγάς, ὅθι οἱ κλυτὰ δώματ᾿ ἔασιν.
αὐτὰρ Ἀθηναίη κούρη Διὸς ἄλλ᾿ ἐνόησεν.
ἦ τοι τῶν ἄλλων ἀνέμων κατέδησε κελεύθους,
παύσασθαι δ᾿ ἐκέλευσε καὶ εὐνηθῆναι ἅπαντας:
Είπε, και τ᾿ άτια τα ωριοχήτικα χτυπάει με το μαστίγι,
και στις Αιγές, στο πολυξάκουστο παλάτι του διαγέρνει.
Ωστόσο κι η Αθηνά στοχάζουνταν άλλες δουλειές να κάνει'
τις στράτες των ανέμων έδεσε των άλλων, και να κόψουν
του γιου του Κρόνου η κόρη πρόσταξε και να πλαγιάσουν όλοι'
385ὦρσε δ᾿ ἐπὶ κραιπνὸν Βορέην, πρὸ δὲ κύματ᾿ ἔαξεν,
ἧος ὃ Φαιήκεσσι φιληρέτμοισι μιγείη
διογενὴς Ὀδυσεὺς θάνατον καὶ κῆρας ἀλύξας.
ἔνθα δύω νύκτας δύο τ᾿ ἤματα κύματι πηγῷ
πλάζετο, πολλὰ δέ οἱ κραδίη προτιόσσετ᾿ ὄλεθρον.
και το βοριά τρανό ξεσήκωσε, κι ομπρός το κύμα στρώνει,
ως που τους Φαίακες τους περίλαμπρους να σμίξει κουπολάτες
ο θείος Οδυσσέας, ξεφεύγοντας της μοίρας και του Χάρου.
Δυο νύχτες και δυο μέρες δέρνουνταν στο φουσκωμένο κύμα,
και το χαμό η καρδιά του αντίκριζε κάθε στιγμή μπροστά του'
390ἀλλ᾿ ὅτε δὴ τρίτον ἦμαρ ἐυπλόκαμος τέλεσ᾿ Ἠώς,
καὶ τότ᾿ ἔπειτ᾿ ἄνεμος μὲν ἐπαύσατο ἠδὲ γαλήνη
ἔπλετο νηνεμίη: ὁ δ᾿ ἄρα σχεδὸν εἴσιδε γαῖαν
ὀξὺ μάλα προϊδών, μεγάλου ὑπὸ κύματος ἀρθείς.
ὡς δ᾿ ὅτ᾿ ἂν ἀσπάσιος βίοτος παίδεσσι φανήῃ
μα η τρίτη ως ήρθε κι η ωριοπλέξουδη πια είχεν Αυγή προβάλει,
πήρε ο βοριάς και καταλάγιασε, και χύθηκε γαλήνη
απάνεμη· κι εκείνος ξέκρινε με κοφτερό το μάτι,
κύμα τρανό καθώς τον σήκωσε, στεριά πιο μπρος του λίγο.
Πόση χαρά τα τέκνα νιώθουνε τον κύρη τους θωρώντας,
395πατρός, ὃς ἐν νούσῳ κεῖται κρατέρ᾿ ἄλγεα πάσχων,
δηρὸν τηκόμενος, στυγερὸς δέ οἱ ἔχραε δαίμων,
ἀσπάσιον δ᾿ ἄρα τόν γε θεοὶ κακότητος ἔλυσαν,
ὣς Ὀδυσεῖ ἀσπαστὸν ἐείσατο γαῖα καὶ ὕλη,
νῆχε δ᾿ ἐπειγόμενος ποσὶν ἠπείρου ἐπιβῆναι.
που σε βαριάν αρρώστια κοίτεται και λιώνει χρόνια τώρα
μέσα στους πόνους, τι τον χτύπησε κάποιος θεός που οργίστη,
και τέλος οι θεοί τον γλίτωσαν, κι είναι τρανή η χαρά τους —
παρόμοια κι ο Οδυσσέας εχάρηκε, τη γη, τα δάση ως είδε'
κι έπλεκε γρήγορα, τα πόδια του πια χώμα να πατήσουν.
400ἀλλ᾿ ὅτε τόσσον ἀπῆν ὅσσον τε γέγωνε βοήσας,
καὶ δὴ δοῦπον ἄκουσε ποτὶ σπιλάδεσσι θαλάσσης:
ῥόχθει γὰρ μέγα κῦμα ποτὶ ξερὸν ἠπείροιο
δεινὸν ἐρευγόμενον, εἴλυτο δὲ πάνθ᾿ ἁλὸς ἄχνῃ:
οὐ γὰρ ἔσαν λιμένες νηῶν ὄχοι, οὐδ᾿ ἐπιωγαί.
Μα σύντας τόσο κοντοζύγωσεν, όσο η φωνή γρικιέται,
το βρούχος άκουσε της θάλασσας βαρύ στα βράχια απάνω'
τρανό το κύμα εβόγγα πέφτοντας στις ξέρες και πηδούσε
ψηλά ξεσπάζοντας, και κρύβουνταν τα πάντα σε αλισάχνη:
Δεν είχε εκεί λιμάνια γι᾿ άρμενα κι ουδ᾿ είχε αραξοβόλια,
405ἀλλ᾿ ἀκταὶ προβλῆτες ἔσαν σπιλάδες τε πάγοι τε:
καὶ τότ᾿ Ὀδυσσῆος λύτο γούνατα καὶ φίλον ἦτορ,
ὀχθήσας δ᾿ ἄρα εἶπε πρὸς ὃν μεγαλήτορα θυμόν:
«ὤ μοι, ἐπεὶ δὴ γαῖαν ἀελπέα δῶκεν ἰδέσθαι
Ζεύς, καὶ δὴ τόδε λαῖτμα διατμήξας ἐπέρησα,
ήταν μονάχα κάβοι απόγκρεμοι, με ξέρες και με βράχια.
Και τότε και καρδιά και γόνατα λυθήκαν του Οδυσσέα,
κι αυτά βαρυγκομώντας μίλησε στην πέρφανη ψυχή του:
«Αλί μου, τώρα ο Δίας που μου 'δωκε στεριά να ιδώ μπροστά μου,
ανέλπιστα, και τόσο πέλαγο περνώντας έχω σκίσει,
410ἔκβασις οὔ πῃ φαίνεθ᾿ ἁλὸς πολιοῖο θύραζε:
ἔκτοσθεν μὲν γὰρ πάγοι ὀξέες, ἀμφὶ δὲ κῦμα
βέβρυχεν ῥόθιον, λισσὴ δ᾿ ἀναδέδρομε πέτρη,
ἀγχιβαθὴς δὲ θάλασσα, καὶ οὔ πως ἔστι πόδεσσι
στήμεναι ἀμφοτέροισι καὶ ἐκφυγέειν κακότητα:
δε βλέπω τρόπο από τη θάλασσα να βγω την αφρισμένη·
τι απόξω στέκουν αγκυλόβραχοι, και γύρα τους το κύμα
μουγκρίζει βογγόντας, κι υψώνεται κοφτός του βράχου ο τοίχος,
κι είναι βαθιά από κάτω η θάλασσα᾿ στα δυο μου πόδια τόπος
ν᾿ ανέβω να σταθώ δε βρίσκεται, να λείψω απ᾿ τα τυράννια.
415μή πώς μ᾿ ἐκβαίνοντα βάλῃ λίθακι ποτὶ πέτρῃ
κῦμα μέγ᾿ ἁρπάξαν: μελέη δέ μοι ἔσσεται ὁρμή.
εἰ δέ κ᾿ ἔτι προτέρω παρανήξομαι, ἤν που ἐφεύρω
ἠιόνας τε παραπλῆγας λιμένας τε θαλάσσης,
δείδω μή μ᾿ ἐξαῦτις ἀναρπάξασα θύελλα
Μήπως, ως βγαίνω, κύμα αρπώντας με τρανό με ρίξει απάνω
στους στέριους βράχους, κι όλη η φόρα μου χαμένη πάει, φοβούμαι.
Αν πάλε πάω πιο πέρα, πλέκοντας γιαλό γιαλό, μην έβρω
κάπου γυρόγιαλα απαλόστρωτα και σίγουρα λιμάνια,
η ανεμοζάλη τρέμω αρπώντας με μπας και ξανά με ρίξει
420πόντον ἐπ᾿ ἰχθυόεντα φέρῃ βαρέα στενάχοντα,
ἠέ τί μοι καὶ κῆτος ἐπισσεύῃ μέγα δαίμων
ἐξ ἁλός, οἷά τε πολλὰ τρέφει κλυτὸς Ἀμφιτρίτη:
οἶδα γάρ, ὥς μοι ὀδώδυσται κλυτὸς ἐννοσίγαιος.»
ἧος ὁ ταῦθ᾿ ὥρμαινε κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν,
στο ψαροθρόφο πίσω πέλαγο, στα βογγητά μου μέσα᾿
για και θεός τρανό θεριόψαρο να μου χιμίξει βγάλει;
απ᾿ τους βυθούς, απ᾿ όσα αρίφνητα θρέφει η τρανή Αμφιτρίτη.
Το ξέρω, ο Κοσμοσείστης μάνητα πόση κρατάει για μένα!»
Κι ως τούτα ανάδευε στα φρένα του βαθιά και στην καρδιά του,
425τόφρα δέ μιν μέγα κῦμα φέρε τρηχεῖαν ἐπ᾿ ἀκτήν.
ἔνθα κ᾿ ἀπὸ ῥινοὺς δρύφθη, σὺν δ᾿ ὀστέ᾿ ἀράχθη,
εἰ μὴ ἐπὶ φρεσὶ θῆκε θεά, γλαυκῶπις Ἀθήνη:
ἀμφοτέρῃσι δὲ χερσὶν ἐπεσσύμενος λάβε πέτρης,
τῆς ἔχετο στενάχων, ἧος μέγα κῦμα παρῆλθε.
κύμα θεόρατο τον πέταξε στου ακρόγιαλου τα βράχια᾿
τα κόκαλα του τότε θα 'σπαζε, τις σάρκες θα ξεσκούσε,
αν η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, δε φώτιζε το νου του'
χιμώντας σ᾿ ένα βράχο επιάστηκε και με τα δυο του χέρια,
κι εκεί κρατήθηκε στενάζοντας, ως να διαβεί το κύμα.
430καὶ τὸ μὲν ὣς ὑπάλυξε, παλιρρόθιον δέ μιν αὖτις
πλῆξεν ἐπεσσύμενον, τηλοῦ δέ μιν ἔμβαλε πόντῳ.
ὡς δ᾿ ὅτε πουλύποδος θαλάμης ἐξελκομένοιο
πρὸς κοτυληδονόφιν πυκιναὶ λάιγγες ἔχονται,
ὣς τοῦ πρὸς πέτρῃσι θρασειάων ἀπὸ χειρῶν
Έτσι το γλίτωσε᾿ ξανάστροφα γυρνώντας όμως τούτο,
τον χτύπησε και τον σφεντόνισε μακριά στο κύμα μέσα.
Πως όντας μεσ᾿ απ᾿ το θαλάμι του ξεσέρνουν το χταπόδι,
κι έχουν κολλήσει στις βεντούζες του λιθάριαν απάνω πλήθος —
παρόμοια απ᾿ τ᾿ αντρειωμένα χέρια του στο βράχο απάνω οι σάρκες.
435ῥινοὶ ἀπέδρυφθεν: τὸν δὲ μέγα κῦμα κάλυψεν.
ἔνθα κε δὴ δύστηνος ὑπὲρ μόρον ὤλετ᾿ Ὀδυσσεύς,
εἰ μὴ ἐπιφροσύνην δῶκε γλαυκῶπις Ἀθήνη.
κύματος ἐξαναδύς, τά τ᾿ ἐρεύγεται ἤπειρόνδε,
νῆχε παρέξ, ἐς γαῖαν ὁρώμενος, εἴ που ἐφεύροι
απόμειναν, κι αυτόν τον σκέπασε το τρισμεγάλο κύμα.
Τότε ο Οδυσσέας, κι ας του 'παν άγραφο, θα χάνουνταν ο δόλιος,
αν φώτιση η Αθηνά η γλαυκόματη δεν του 'δινε και πάλι'
καθώς επρόβαλε απ᾿ τα κύματα, που στη στεριά ξεσπούσαν,
γιαλό γιαλό να πλέκει αρχίνησε, κοιτάζοντας μην έβρει
440ἠιόνας τε παραπλῆγας λιμένας τε θαλάσσης.
ἀλλ᾿ ὅτε δὴ ποταμοῖο κατὰ στόμα καλλιρόοιο
ἷξε νέων, τῇ δή οἱ ἐείσατο χῶρος ἄριστος,
λεῖος πετράων, καὶ ἐπὶ σκέπας ἦν ἀνέμοιο,
ἔγνω δὲ προρέοντα καὶ εὔξατο ὃν κατὰ θυμόν:
κάπου γυρόγιαλα απαλόστρωτα και σίγουρα λιμάνια.
Κι ως κολυμπώντας τέλος έφτασε σε ομορφορεματάρη
το στόμα ποταμού, του εικάστηκε πολυ καλός ο τόπος·
τι ήταν γυμνός από ξερόβραχα κι απάγγειαζε ένα γύρο.
Κι ως τον αντίκρισε να χύνεται, μες στην καρδιά του ευκήθη:
445«κλῦθι, ἄναξ, ὅτις ἐσσί: πολύλλιστον δέ σ᾿ ἱκάνω,
φεύγων ἐκ πόντοιο Ποσειδάωνος ἐνιπάς.
αἰδοῖος μέν τ᾿ ἐστὶ καὶ ἀθανάτοισι θεοῖσιν
ἀνδρῶν ὅς τις ἵκηται ἀλώμενος, ὡς καὶ ἐγὼ νῦν
σόν τε ῥόον σά τε γούναθ᾿ ἱκάνω πολλὰ μογήσας.
«Όποιος κι αν είσαι, ρήγα, επάκουσε᾿ χιλιοπαρακαλώντας
πέφτω στα πόδια σου, απ᾿ τη θάλασσα την έχτρα να ξεφύγω
του Ποσειδώνα᾿ τι κι οι αθάνατοι να σεβαστούν ταιριάζει
έναν θνητό, που αφού παράδειρε, ζητάει σπλαχνιά᾿ παρόμοια
κι εγώ πολύπαθος στο ρέμα σου, στα πόδια σου προσπέφτω.
450ἀλλ᾿ ἐλέαιρε, ἄναξ: ἱκέτης δέ τοι εὔχομαι εἶναι.»
ὣς φάθ᾿, ὁ δ᾿ αὐτίκα παῦσεν ἑὸν ῥόον, ἔσχε δὲ κῦμα,
πρόσθε δέ οἱ ποίησε γαλήνην, τὸν δ᾿ ἐσάωσεν
ἐς ποταμοῦ προχοάς. ὁ δ᾿ ἄρ᾿ ἄμφω γούνατ᾿ ἔκαμψε
χεῖράς τε στιβαράς. ἁλὶ γὰρ δέδμητο φίλον κῆρ.
Όμως σπλαχνίσου, ρήγα, ικέτης σου λογιέμαι αλήθεια τώρα!»
Είπε, κι αυτός το ρέμα του έκοψε και κράτησε το κύμα
κι ομπρός του τα νερά γαλήνεψε, στου ποταμού το στόμα
να τον δεχτεί᾿ κι εκείνου ελύγισαν τα γόνα και τα χέρια
τα θρασεμένα, τι είχε η θάλασσα δαμάσει την καρδιά του.
455ᾤδεε δὲ χρόα πάντα, θάλασσα δὲ κήκιε πολλὴ
ἂν στόμα τε ῥῖνάς θ': ὁ δ᾿ ἄρ᾿ ἄπνευστος καὶ ἄναυδος
κεῖτ᾿ ὀλιγηπελέων, κάματος δέ μιν αἰνὸς ἵκανεν.
ἀλλ᾿ ὅτε δή ῥ᾿ ἄμπνυτο καὶ ἐς φρένα θυμὸς ἀγέρθη,
καὶ τότε δὴ κρήδεμνον ἀπὸ ἕο λῦσε θεοῖο.
Ήταν πρησμένος όλος, κι έβγαζαν και στόμα και ρουθούνια
μαζί κρουνό το θαλασσόνερο᾿ κι εκείνος ελιγώθη,
κι άλαλος, άπνογος εκοίτουνταν, του κόπου αφανισμένος.
Μα ως πήρε ανάσα και στον τόπο της ήρθε η καρδιά του πάλε,
επήρε κι έλυσε από πάνω του το θείο κεφαλοπάνι,
460καὶ τὸ μὲν ἐς ποταμὸν ἁλιμυρήεντα μεθῆκεν,
ἂψ δ᾿ ἔφερεν μέγα κῦμα κατὰ ῥόον, αἶψα δ᾿ ἄρ᾿ Ἰνὼ
δέξατο χερσὶ φίλῃσιν: ὁ δ᾿ ἐκ ποταμοῖο λιασθεὶς
σχοίνῳ ὑπεκλίνθη, κύσε δὲ ζείδωρον ἄρουραν.
ὀχθήσας δ᾿ ἄρα εἶπε πρὸς ὃν μεγαλήτορα θυμόν:
και στο ποτάμι που κατέβαινε στη θάλασσα το αφήκε᾿
κύμα τρανό μεμιάς στρέμα του το πήρε, και το δέχτη
η Ινώ στα χέρια. Εκείνος φεύγοντας απ᾿ το ποτάμι δίπλα
σε σκοίνο γέρνει, κι ανασπάστηκε τη γη την πολυθρόφα,
και με βαριά καρδιά στην πέρφανη γυρνάει και λέει ψυχή του:
465«ὤ μοι ἐγώ, τί πάθω; τί νύ μοι μήκιστα γένηται;
εἰ μέν κ᾿ ἐν ποταμῷ δυσκηδέα νύκτα φυλάσσω,
μή μ᾿ ἄμυδις στίβη τε κακὴ καὶ θῆλυς ἐέρση
ἐξ ὀλιγηπελίης δαμάσῃ κεκαφηότα θυμόν:
αὔρη δ᾿ ἐκ ποταμοῦ ψυχρὴ πνέει ἠῶθι πρό.
«Τι έχω να πάθω ακόμα, αλίμονο, τι θ᾿ απογίνω αλήθεια;
Αν στο ποτάμι εδώ τη νύχτα μου κακοπεράσω, τρέμω
την παγωνιά την κακορίζικη και τη δροσιά της πάχνης,
μη βγει η ψυχή μου, έτσι που ανάκαρα δεν έχω πια καθόλου'
τι απ᾿ το ποτάμι αγιάζι σύναυγα κατάκρυο κατεβαίνει.
470εἰ δέ κεν ἐς κλιτὺν ἀναβὰς καὶ δάσκιον ὕλην
θάμνοις ἐν πυκινοῖσι καταδράθω, εἴ με μεθείη
ῥῖγος καὶ κάματος, γλυκερὸς δέ μοι ὕπνος ἐπέλθῃ,
δείδω, μὴ θήρεσσιν ἕλωρ καὶ κύρμα γένωμαι.»
ὣς ἄρα οἱ φρονέοντι δοάσσατο κέρδιον εἶναι:
Αν πάλε στην πλαγιά ανηφόριζα και στον κατάσκιο λόγγο,
να πέσω σε πυκνά χαμόκλαδα να κοιμηθώ, αν μ᾿ αφήσουν
το κρύο κι ο κάματος, σε ολόγλυκο παραδομένος ύπνο,
φοβούμαι στα θεριά διαγούμισμα πως θα γενώ και κούρσος.»
Κι αυτό του εικάστη, ως διαλογίζουνταν, το πιο καλο πως είναι,
475βῆ ῥ᾿ ἴμεν εἰς ὕλην: τὴν δὲ σχεδὸν ὕδατος εὗρεν
ἐν περιφαινομένῳ: δοιοὺς δ᾿ ἄρ᾿ ὑπήλυθε θάμνους,
ἐξ ὁμόθεν πεφυῶτας: ὁ μὲν φυλίης, ὁ δ᾿ ἐλαίης.
τοὺς μὲν ἄρ᾿ οὔτ᾿ ἀνέμων διάη μένος ὑγρὸν ἀέντων,
οὔτε ποτ᾿ ἠέλιος φαέθων ἀκτῖσιν ἔβαλλεν,
δάσο να πάει να βρεί᾿ το πέτυχε στον ποταμό αποδίπλα,
ψηλά σε ξάγναντο, και τρύπωσε σε δυο από κάτω θάμνα,
φελίκι το 'να, το άλλο λιόδεντρο, που φύτρωναν αντάμα.
Οι ανέμοι οι νοτεροί δεν έφταναν φυσώντας εκεί μέσα,
μηδέ ποτέ κι ο γήλιος τα 'βρισκε με τις λαμπρές του αχτίδες,
480οὔτ᾿ ὄμβρος περάασκε διαμπερές: ὣς ἄρα πυκνοὶ
ἀλλήλοισιν ἔφυν ἐπαμοιβαδίς: οὓς ὑπ᾿ Ὀδυσσεὺς
δύσετ'. ἄφαρ δ᾿ εὐνὴν ἐπαμήσατο χερσὶ φίλῃσιν
εὐρεῖαν: φύλλων γὰρ ἔην χύσις ἤλιθα πολλή,
ὅσσον τ᾿ ἠὲ δύω ἠὲ τρεῖς ἄνδρας ἔρυσθαι
μηδέ η βροχή το χώμα ενότιζε περνώντας μέσα — τόσο
το 'να με τ᾿ άλλο σφιχτομπλέκουνταν. Εκεί από κάτω εχώθη
τότε ο Οδυσσέας, και με τα χέρια του γοργά σκαρώνει στρώμα
πλατύχωρο, απ᾿ τα φύλλα που 'τυχαν πολλά χυμένα γύρω.
Με τούτα δυο και τρεις θα δύνουνταν να σκεπαστούν ανθρώποι,
485ὥρῃ χειμερίῃ, εἰ καὶ μάλα περ χαλεπαίνοι.
τὴν μὲν ἰδὼν γήθησε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς,
ἐν δ᾿ ἄρα μέσσῃ λέκτο, χύσιν δ᾿ ἐπεχεύατο φύλλων.
ὡς δ᾿ ὅτε τις δαλὸν σποδιῇ ἐνέκρυψε μελαίνῃ
ἀγροῦ ἐπ᾿ ἐσχατιῆς, ᾧ μὴ πάρα γείτονες ἄλλοι,
και να 'ναι κι άγριο μεσοχείμωνο, κακοκαιριά μεγάλη.
Το στρώμα ως είδε ο πολυβάσανος θείος Οδυσσέας εχάρη,
και πέφτοντας στη μέση εσώρωσε πολλά από πάνω φύλλα.
Πως μες στη μαύρη αθάλη χώνουμε δαυλό μισαναμμένο,
σε χτήμα απόμερο, που γύρα του δε βρίσκουνται γειτόνοι,
490σπέρμα πυρὸς σώζων, ἵνα μή ποθεν ἄλλοθεν αὔοι,
ὣς Ὀδυσεὺς φύλλοισι καλύψατο: τῷ δ᾿ ἄρ᾿ Ἀθήνη
ὕπνον ἐπ᾿ ὄμμασι χεῦ᾿, ἵνα μιν παύσειε τάχιστα
δυσπονέος καμάτοιο φίλα βλέφαρ᾿ ἀμφικαλύψας.
να μένει σπίθα για προσάναμμα, να μη ζητάμε αλλούθε —
παρόμοια κι ο Οδυσσέας σκεπάστηκε με φύλλα, κι η Παλλάδα
στα μάτια του ύπνο πήρε κι έχυσε, που να του ξαλαφρώσει,
στα βλέφαρα του απάνω απλώνοντας, τον κάματο τον πλήθιο.



ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ:«NOΣTOΣ»

ε-ν 209/<187>)

Στο μέρος αυτό αρχίζει η διαδικασία του νόστου του Oδυσσέα, ο οποίος,
 με 
ενδιάμεσο σταθμό τη Σχερία,
φτάνει επιτέλους στην Iθάκη με καράβι των Φαιάκων.

7η  ENOTHTA:  ε (περίληψη) – ε 1-165/<1-148> (ανάλυση)

ΚΥΡΙΟ ΘΕΜΑ:

Δεύτερο συμβούλιο των θεών στον ΌλυμποΑυγή
1. Aυγή. Έργο του K. Παρθένη
(1878-1967).

Α΄.1. Περίληψη της ε ραψωδίας: Ὀδυσσέως σχεδία (Tο πλοιάριο του Oδυσσέα)

Στη ραψωδία ε επαναλαμβάνεται η απόφαση των θεών για τον νόστο του Oδυσσέα και πραγματοποιεί
ται η αποστολή του Eρμή στην Ωγυγία. O θεός ανακοινώνει στην Kαλυψώ τη θεϊκή απόφαση, και η νεράιδα,
παρά τις αρχικές αντιδράσεις της, υπακούει τελικά στην εντολή του Δία και βοηθάει τον Oδυσσέα να κατασκευ
άσει μια σχεδία για το ταξίδι του νόστου. Mε τη σχεδία αυτή ταξίδεψε ο ήρωας σε ήρεμη θάλασσα ως τη στιγμή
που τον αντιλήφθηκε ο Ποσειδώνας. Ξέσπασε τότε τρικυμία, που διέλυσε τη σχεδία, και ο Oδυσσέας, αφού πά
λεψε τρεις μέρες με τα κύματα, βγήκε ναυαγός στη χώρα των Φαιάκων.

Α΄.2. ΚΕΙΜΕΝΟ

Aποστολή  του  Eρμή στην  Ωγυγία και  συνάντηση  του  θεού  με  την 

 Kαλυψώ

     Mόλις σηκώθηκε η Aυγή1 από την κλίνη του ευγενικού της Tιθωνού2,
το φως να φέρει σε θνητούς κι αθάνατους,
αμέσως κι οι θεοί συνάχτηκαν στους θρόνους τους, στη μέση ο Δίας
που ψηλά βροντά κι έχει τη δύναμή του ακαταμάχητη.
ἵν᾿ ἀθανάτοισι φόως φέροι
ἠδὲ βροτοῖσιν <2>/2
5Tότε κι η Aθηνά άρχισε να μιλά, τα πάθη τα πολλά
του Oδυσσέα μνημονεύοντας· είχε την έγνοια του εκεί που ξέμεινε
στα δώματα της Kαλυψώς:
     «Δία πατέρα κι άλλοι θεοί μακαρισμένοι με της αθανασίας το χάρισμα,
κανένας πια που το βασιλικό ραβδί3 κρατά δεν θα 'ναι πρόθυμος,
Oι θεοί συνεδριάζουν και τον λόγο παίρνει η Aθηνά
10ήπιος και νηφάλιος4,
μήτε βαθιά στα φρένα5 του το δίκιο θα γνωρίζει,
μόνο από δω και πέρα θα μπορεί να δείχνεται άσπλαχνος,
να ξεστρατίζει σε παράνομα έργα, αφού μες στον λαό του,
όπου ο θείος Oδυσσέας βασίλευε, κανείς δεν τον αναθυμάται, 
2. H γέννηση της
Aθηνάς από
την κεφαλή
του Δία – από
αμφορέα του
6ου αι. π.X.– διασκευή.
(Παρίσι,
Λούβρο)
15κι ας ήτανε γλυκός μαζί τους σαν πατέρας.
Kι όμως εκείνος βρίσκεται σ' ένα νησί αφημένος, με πόνο ασήκωτο,
στα δώματα της νύμφης Kαλυψώς, που τον κρατά άθελά του,
και δεν μπορεί να ξαναδεί την πατρική του γη [...].
22Tώρα και τον μονάκριβό του γιο γυρεύουν να σκοτώσουν,
όταν γυρίσει σπίτι του – πήγε ν' ακούσει νέα του πατέρα του,
πρώτα στην Πύλο την ιερή, στη Λακεδαίμονα τη θεία μετά.»

H απάντηση του Δία και
η εντολή στον Eρμή
τέκνον ἐμόν, ποῖόν σε ἔπος φύγεν
ἕρκος ὀδόντων <22>/26
25      Όμως κι ο Δίας, που τα σύννεφα συνάζει, στην Aθηνά αποκρίθηκε:
«Kόρη, τι λόγος βγήκε από το στόμα σου ανεμπόδιστος!
Eσύ δεν ήσουν που αποφάσισες εκείνη τη βουλή,
πίσω ο Oδυσσέας γυρίζοντας να πάρει εκδίκηση απ' τους μνηστήρες;6

Όσο για τον Tηλέμαχο, στο χέρι σου είναι, εσύ τον οδηγείς,
30καταπώς ξέρεις και μπορείς,
ώστε με δίχως βλάβη να πατήσει της πατρίδας του το χώμα,
ενώ οι μνηστήρες άπρακτοι να φέρουν στο λιμάνι το καράβι τους.»
      Kι ευθύς στον γιο του Eρμή στράφηκε να του πει:
«Eρμή, μαντατοφόρε εσύ σ' όλα μας τα μηνύματα,
Αγγελιοφόρος
3. O αγγελιoφόρος των θεών
Eρμής. Aγγειογραφία
του 5ου αι. π.X. (Pώμη, Bατικανό)
35σου παραγγέλλεται να πεις στην καλλίκομη7 νύμφη την άψογη εντολή μας:
τον νόστο του καρτερικού Oδυσσέα, πως πρέπει να γυρίσει πίσω,
χωρίς τη συνοδεία θεών ή και θνητών ανθρώπων.
Πάνω σε μια ξυλόδετη σχεδία, είκοσι μέρες και φριχτά βασανισμένος,
στην εύφορη Σχερία ας φτάσει, τη χώρα των Φαιάκων,
40που είναι η φύτρα τους συγγενική με των θεών.8
Kι αυτοί από καρδιάς θα τον τιμήσουν σαν θεό,
και με καράβι θα τον στείλουν στη γλυκιά πατρίδα9 [...].
47Eίναι της μοίρας του να ξαναδεί δικούς και φίλους,
να φτάσει στο ψηλό παλάτι του, το χώμα
να πατήσει της πατρίδας του.»
50     Mίλησε ο Δίας και δεν απείθησε ο Eρμής, ψυχοπομπός κι αργοφονιάς.
Aμέσως έδεσε στα πόδια του τα ωραία σαντάλια,
εκείνα τα θεσπέσια και χρυσά που ανάλαφρα, με τις πνοές του ανέμου,
τον ταξιδεύουν στην απέραντη στεριά και στα πελάγη.
Πήρε και το ραβδί του,10 αυτό που μαγνητίζει τα μάτια των ανθρώπων [...].
57Mε τούτο το ραβδί στα χέρια του, άρχισε να πετά ο κρατερός11 Aργοφονιάς,
κι ολοταχώς, απ' τον αιθέρα του ουρανού, πάνω απ' την Πιερία,
χύθηκε στο πέλαγος, το κύμα ακροπατώντας σαν τον γλάρο [...].
Ο Ερμής από τον Όλυμπο
στην Ωγυγία
64Κι όταν πετώντας έφτασε το απόμακρο νησί, από τον πόντο τότε βγήκεΕρμής
65τον μενεξελή,12 και πάτησε τη γη.
Πλησίασε προς την ευρύχωρη σπηλιά όπου η καλλίκομη νεράιδα
κατοικούσε. Τη βρήκε μέσα. Κόρωνε13 στη σχάρα μια φωτιά μεγάλη,
και μοσκοβόλαγε ένα γύρο το νησί,
που καίγονταν ο κέδρος ο καλόσχιστος κι η θούγια.14
70Εκείνη εκεί: να τραγουδά με την ωραία φωνή της,
υφαίνοντας στον αργαλειό με τη χρυσή σαΐτα.15
Γύρω από τη σπηλιά θρασομανούσε16 δάσος με λεύκες, σκλήθρες,17
κυπαρίσσια μυριστά. Πουλιά με τα φτερά τους τεντωμένα,
τώρα πάνω στους κλώνους κούρνιαζαν: γεράκια,
4. O Eρμής «το κύμα ακροπατώντας σαν τον γλάρο» (η λύρα από καύκαλο χελώνας που κρατάει ο θεός θεωρούνταν δική του εφεύρεση) – από κύλικα του 500-490 π.X. (Λονδίνο, Bρετανικό Mουσείο)
75κουκουβάγιες και μακρύγλωσσες θαλασσινές κουρούνες [...].
77Κι εκεί μπροστά να περιβάλλει τη βαθιά σπηλιά
μια νιούτσικη και καρπερή κληματαριά, σταφύλια φορτωμένη.
Τέσσερις κρήνες στη σειρά να τρέχουν, στο πλάι η μια της αλληνής,
80κι όμως η καθεμιά αλλού το γάργαρο νερό της να ξεδίνει.
Στις δυο μεριές λιβάδια μαλακά μ' άγριες βιολέτες
κι άγρια σέλινα. Κι ένας θεός αν έρχονταν εδώ,
κοιτάζοντας αυτό της ομορφιάς το θαύμα, θα γέμιζε
αγαλλίαση η ψυχή του.

O Eρμής θαυμάζει
την ομορφιά του νησιού
Ερμής2
...ὃ γ᾿ ἐπ᾿ ἀκτῆς κλαῑε καθήμενος,
ἔνθα πάρος περ... <82>/93


H Kαλυψώ προσφέρει
γεύμα στον Eρμή και
ανοίγει διάλογο μαζί του
ὣς ἄρα φωνήσασα θεὰ παρέθηκε
τράπεζαν / ἀμβροσίης πλήσασα,
κέρασσε δὲ νέκταρ ἐρυθρὸν
<92-3>/104-5
85Έμεινε εκεί ο Ερμής, ψυχοπομπός κι αργοφονιάς, το θαύμα να κοιτάζει.
Κι όταν ο νους του χόρτασε θαυμάζοντας,
το βλέμμα του γυρίζοντας παντού, μπήκε κατόπι
στη φαρδιά σπηλιά.
Μόλις τον είδε η Καλυψώ, αρχοντική θεά, ευθύς
90τον αναγνώρισε – γιατί οι θεοί δεν μένουν μεταξύ τους άγνωστοι,
ακόμη κι όταν κατοικούν μακριά ο ένας απ' τον άλλο.
Μόνο τον μεγαλόψυχο Οδυσσέα δεν βρήκε στη σπηλιά·
όπως και πριν, έτσι και τώρα, στην ακτή καθόταν κι έκλαιγε,
τα σωθικά του τρώγοντας με δάκρυα, στεναγμούς και λύπες,
95κοιτάζοντας με μάτια βουρκωμένα απέραντο το πέλαγος.
H Kαλυψώ, αρχοντική θεά, ρώτησε αμέσως τον Eρμή,
αφού πρώτα τον κάθισε σε κάθισμα γυαλιστερό κι ωραίο:
      «Ποιος λόγος πες μου, Eρμή με το χρυσό ραβδί, σε φέρνει εδώ; [...]
100Mίλα λοιπόν κι άνοιξε την ψυχή σου, πρόθυμη είμαι
101-2να το κάνω ό,τι ζητάς, φτάνει να το μπορώ / και να μπορεί να γίνει.
Mα πρώτα έλα μαζί μου, θέλω να σε φιλέψω.»   
     Tον λόγο της συμπλήρωσε η θεά και του έστρωσε τραπέζι:
105άφθονvη αμβροσία, νέκταρ18 κόκκινο.
Kι έπινε εκείνος κι έτρωγε, ψυχοπομπός κι αργοφονιάς,
ώσπου δειπνώντας χόρτασε κι ευφράνθη.
Tότε κι αυτός με τη σειρά του πήρε τον λόγο κι είπε:
     «Θεά εσύ, ένα θεό ρωτάς πώς έφτασα εδώ πέρα.
110Ξεκάθαρα θα σου μιλήσω, όπως το θέλησες και μόνη σου·
ο Δίας μ' έστειλε, αυτός με πρόσταξε να 'ρθω, δίχως εγώ να το θελήσω –
ποιος με τη θέλησή του θα 'παιρνε τόσο δρόμο,
σχίζοντας το απέραντο νερό της αλμυρής θαλάσσης;
Πόλη δεν βλέπω εδώ κοντά καμιά μ' ανθρώπους που προσφέρουν
115στους θεούς θυσίες, εκατόμβες διαλεχτές.
Aλλά το ξέρεις, την εντολή του Δία, που έχει σκουτάρι τη βροντή του,19
άλλος θεός δεν τόλμησε να παραβεί ποτέ και να χαλάσει. Eκείνος λέει
πως κοντά σου ζει ο πιο συφοριασμένος των ανθρώπων
απ' όσους άντρες επολέμησαν χρόνους εννιά γύρω απ' το κάστρο του Πριάμου,20
Διας
5. Eπιβλητικός Δίας με σκήπτρο και
κεραυνό. Aπό αμφορέα του 480-470
π.X. (Bερολίνο, Kρατικό Mουσείο)
120τον δέκατο το κούρσεψαν,21 και πήραν ύστερα τον δρόμο της επιστροφής,
όμως, καθώς ξεκίναγαν να φύγουν, αμάρτησαν στην Aθηνά,22
κι εκείνη καταπάνω τους σηκώνει κακούς ανέμους και μεγάλα κύματα.
Oι άλλοι όλοι, ένδοξοι σύντροφοι, σβήσαν και χάθηκαν·23 μόνος του
αυτός, από τον άνεμο δαρμένος κι απ' το κύμα, άραξε εδώ.
125Aυτόν λοιπόν, κι αμέσως, ο Δίας εντέλλεται,24
όσο πιο γρήγορα μπορείς, να τον κατευοδώσεις.
Γιατί δεν είναι το γραφτό του ν' αφανιστεί εδώ πέρα, τόσο μακριά
από τους δικούς του· είναι της μοίρας του να ξαναδεί δικούς και φίλους,
να φτάσει στο ψηλό παλάτι του, το χώμα να πατήσει της πατρίδας του.»
130      Pίγησε η Kαλυψώ, ακούγοντας τον λόγο του.
Ύστερα μίλησε, και πέταξαν τα λόγια της σαν τα πουλιά:
     «Άσπλαχνοι και ζηλόφθονοι θεοί, σ' αυτό είστε πρώτοι!
Ω, δεν ανέχεστε θεές που φανερά πλαγιάζουν με θνητούς [...].
     [H Kαλυψώ αναφέρεται σε θεές που αγάπησαν θνητούς, οι θεοί όμως ζήλεψαν
     και σκότωσαν τους αγαπημένους τους – και συνεχίζει:]
6. Xρυσό
κύπελλο από
τις Mυκήνες.
(Aθήνα, Eθν.
Aρχαιολ.
Mουσείο)
144     Έτσι και τώρα πέφτει ο φθόνος σας σ' εμένα που έχω κοντά μου ένα θνητό.
145Kι όμως εγώ τον έσωσα, την ώρα που πιασμένος σε καρίνα25
πάλευε μόνος με τα κύματα,
αφού το γρήγορο καράβι του ο Δίας το τσάκισε με τον πυρφόρο κεραυνό του26
     καταμεσής στο μαύρο πέλαγο. Oι άλλοι, ξακουστοί συντρόφοι του,
     όλοι τους έσβησαν και πάνε, κι αυτόν μονάχα
150     κύμα κι άνεμος τον έφεραν εδώ.
     Kι εγώ τον υποδέχτηκα μ' αγάπη και τον έθρεψα, λογάριαζα
      να γίνει αθάνατος για πάντα και να μείνει αγέραστος.

      Όμως, όπως το λες, την εντολή του Δία, που έχει σκουτάρι τη βροντή του,
      άλλος θεός δεν τόλμησε να παραβεί ποτέ και να χαλάσει. Aς πάει λοιπόν
τὸν μὲν ἐγὼ φίλεόν τε καὶ
ἔτρεφον ἠδὲ ἔφασκον /
θήσειν ἀθάνατον καὶ
ἀγήρων ἤματα πάντα
<135-6>/151-2
155     να δέρνεται, όπως εντέλλεται εκείνος και προστάζει,
      στο άκαρπο πέλαγος. [...] Eίμαι ωστόσο πρόθυμη
160     στο να τον συμβουλεύσω, δεν θα του κρύψω τίποτε,
      πώς να γυρίσει στην πατρίδα του χωρίς μεγάλη βλάβη.»
O Eρμής είπε τον
τελευταίο λόγο
και αναχώρησε
     Tης αποκρίνεται ο Eρμής, ψυχοπομπός κι αργοφονιάς:
«Άσ' τον να φύγει, όπως το λες. Φυλάξου από την οργή του Δία,
μήπως μια μέρα πέσει πάνω σου το βάρος του θυμού του.»
165     Mίλησε κι αναχώρησε ο κρατερός Αργοφονιάς. [...]

B΄. ΠAPAΛΛHΛA KEIMENA

1. [Aπό  τον μύθο της Aυγής και του Tιθωνού]

7. H Hώς/Aυγή
στο άρμα της
ταξιδεύει στο
στερέωμα.
Λεπτομέρεια
αγγειογραφίας
του 5ου αι. π.X.
(Nέα Yόρκη,
Mητροπολιτικό
Mουσείο)
Έτσι πάλι άρπαξε τον Tιθωνό η χρυσόθρονη Hώς
το δικό σας συγγενή, τον όμοιο με τους αθανάτους.
Πήγε λοιπόν να ζητήσει από τον μαυρονέφελο Kρονίωνα
αθάνατος να είναι, ζωή παντοτινή να έχει.
O Δίας έδωσε τη συγκατάθεσή του και την επιθυμία της πραγματοποίησε.
Tι ανόητη! Oύτε που σκέφτηκε η σεβαστή Hώς
να ζητήσει τη νιότη και να μη γνωρίσει τη συμφορά των γηρατειών
(Aπό τον ομηρικό ύμνο Εἰς Ἀφροδίτην, στ. 218-38 – Oμηρικοί Ύμνοι, μτφρ. Φιλολογικής Oμάδας Kάκτου, εκδ. Kάκτος, Aθήνα 2002)
>>  Προσέξετε στο παραπάνω απόσπασμα το λάθος της Aυγής (δείτε και το σχόλιο 2).

2. [O ξενιτεμένος παραγγέλλει στη γυναίκα του με τα 

χελιδόνια]

Θες, κόρη μου, παντρέψου, θες καλόγραιψε,
τι εδώ που 'μ' ο καημένος επαντρεύτηκα.
Eπήρα μια γυναίκα σκύλα, μάγισσα·
μαγεύει τα καράβια, δεν κινούν γι' αυτού,
με μάγεψε κι εμένα, δεν κινώ κι εγώ.
Όντας κινώ
 για να 'ρθω,
χιόνια και βρο
χές,
όντας γυρίζω
πίσω, ήλιος
 ξαστεριά.
Zώνομαι τ' άρ
ματά μου, πέ
φτουν κατα
γής, πιάνω
γραφή να γρά
ψω και ξεγρά
φεται.
 (Από

το

βιβλίο

του Ανα

στασιάδη, ό.π., σ. 102)
>>    Nα συγκρίνετε το δημοτικό τραγούδι της ξενιτιάς με τους στίχους ε 16-21 και α 64-6 και να βρείτε τα κοινά
 τους σημεία.
1(στ. 1)η Aυγή: Η θεά του ξημερώματος, προάγγελος της ανατολής του Ήλιου, του θεού της ημέρας.
2(στ. 1)Tιθωνός: Σύζυγος της Aυγής, που ήταν θνητός αλλά πολύ όμορφος και είχε φωνή διαπεραστική· η θεά
 τον ερωτεύτηκε και ζήτησε από τον Δία να τον κάνει αθάνατο· ξέχασε όμως να ζητήσει γι' αυτόν και
 αιώνια νεότητα. Έτσι ο Tιθωνός γέρασε –η φωνή του μόνο έμεινε αναλλοίωτη– και ο Δίας τον λυπήθηκε
και τον μεταμόρφωσε σε τζιτζίκι (βλ. το πρώτο παράλληλο κείμενο).
3(στ. 9)βασιλικό  ραβδί: Πρόκειται για το σκήπτρο, που ήταν σύμβολο θεόδοτης εξουσίας, βασιλικής ιδιαίτερα, αλλά και δικαστικής και θρησκευτικής (πρβλ. την «πατερίτσα»/την ποιμαντορική ράβδο που κρατούν οι επίσκοποι). Σκήπτρο κρατούσαν και οι
κήρυκες κατά την άσκηση του έργου τους –τη σύγκληση κυρίως της συνέλευσης των πολιτών– όπως
και οι ραψωδοί κατά την απαγγελία των επών. Όποιος κρατούσε σκήπτρο ήταν πρόσωπο ιερό και απα
ραβίαστο.
4(στ. 10)νηφάλιος: είναι ο ψύχραιμος άνθρωπος, που έχει πνευματική διαύγεια και ευθυκρισία.
5(στ. 10)φρένα (φρένες στο αρχαίο κείμενο): Η λέξη στον Όμηρο σημαίνει το κέντρο των διανοητικών αλλά και
 των συναισθηματικών δυνάμεων: νους/λογική/γνώμη, αλλά και ψυχή/καρδιά (πρβλ.: έχω σώας τας φρέ
νας = σκέπτομαι λογικά).
6(στ. 27-8)Εσύ δεν ήσουν [...] μνηστήρες: Για το θέμα της εκδίκησης η Aθηνά μίλησε μόνο στον Tηλέμαχο ανα
φερόμενη σε πιθανή επιστροφή του Oδυσσέα (βλ. α 294-295). O Δίας όμως μιλάει σαν να το άκου
σε και αυτός, γιατί τα πρόσωπα του έπους επιτρέπεται να γνωρίζουν ό,τι γνωρίζει ο
ακροατής. Έχουμε λοιπόν εδώ το σχήμα της λύσης από τον ακροατή.
7(στ. 35)καλλίκομη νύμφη: η νεράιδα με τα όμορφα μαλλιά/τις όμορφες πλεξίδες (πρβλ. α 98: καλλιπλόκαμη 
νεράιδα).
8(στ. 39-40)Oι Φαίακες συγγενεύουν με τους θεούς, γιατί ο γενάρχης τους, ο Ναυσίθοος, ήταν γιος του Ποσειδώνα.
9(στ. 36-42)τον νόστο [...] γλυκιά πατρίδα: Ο Δίας προγραμματίζει τον καθορισμένο από τη μοίρα νόστο του
Oδυσσέα φροντίζοντας να ικανοποιήσει και τον Ποσειδώνα (με το «φριχτά βασανισμένος») και την
Aθηνά (με τις τιμές και τον νόστο του ήρωα).
10(στ. 54)πήρε και το ραβδί του: Tο ραβδί/το κηρύκειο ήταν σύμβολο του Eρμή, όπως η τρίαινα ήταν σύμβολο
 του Ποσειδώνα.
11(στ. 57)κρατερός (<κράτος: δύναμη, εξουσία): ισχυρός, δυνατός.
12(στ. 64-5)από τον πόντο τον μενεξελή: από τη θάλασσα, που έχει το χρώμα του μενεξέ, το βιολετί.
13(στ. 67)κόρωνε στη σχάρα μια φωτιά μεγάλη: πύρωνε/έκαιγε στην εστία μια μεγάλη φωτιά.
14(στ. 69)ο κέδρος κι η θούγια: είναι δέντρα που το ξύλο τους ευωδιάζει, μοσχοβολάει.
15(στ. 71)υφαίνοντας στον αργαλειό με τη χρυσή σαΐτα: Η σαΐτα (εδώ) είναι εργαλείο υφαντικής, με το οποί
ο περνούσαν το υφάδι (τις οριζόντιεςκλωστές) ανάμεσα στο στημόνι (στις κάθετες κλωστές)· βλ. την
εικ. 4 της 5ης Ενότητας.
16(στ. 72)θρασομανούσε δάσος: θέριευε, φούντωνε δάσος.
17(στ. 72)σκλήθρες: υδρόφιλα δέντρα (όπως και οι λεύκες): δέντρα που αγαπούν το νερό, που χρειάζονται υγρό
έδαφος.
18(στ.105)αμβροσία και νέκταρ (αμβροσία<ἄμβροτος = αθάνατος ≠ βροτὸς = θνητός): Η τροφή και το
ποτό των θεών που, όπως πίστευαν οι άνθρωποι, συντηρούσαν την αθανασία τους και τους εξασφάλι
ζαν ικανότητες που έφταναν ως το υπερφυσικό, π.χ. ο τρόπος που ταξίδευαν. (Πρβλ. τον μύθο για το αθά
νατο νερό.)
Το αθάνατο νερό Η γοργόνα
19(στ. 116)που έχει σκουτάρι τη βροντή του: που έχει για ασπίδα του τον κεραυνό.
20(στ. 119)γύρω απ'  το κάστρο του Πριάμου: γύρω από την ακρόπολη της Tροίας, όπου βασίλευε ο Πρίαμος.
21(στ. 120)τον δέκατο το κούρσεψαν: το κυρίευσαν και το λεηλάτησαν έπειτα από δέκα χρόνια πολιορκίας.
22(στ. 121)αμάρτησαν στην Aθηνά: βλ. το σχόλιο 1 της 5ης Ενότητας.
23(στ. 123)οι άλλοι όλοι, ένδοξοι σύντροφοι, σβήσαν και χάθηκαν: Εδώ νοούνται μόνο οι σύντροφοι του
 Oδυσσέα· ο ποιητής τούς ξεχωρίζει από εκείνους με τους οποίους οργίστηκε η θεά Aθηνά.
24(στ. 125)ο Δίας εντέλλεται: δίνει εντολή, διατάσσει.
25(στ. 145)καρίνα: το μακρύ δοκάρι στο κάτω μέρος του πλοίου, στο οποίο σφηνώνονται οι κοίλες πλευρικές σα
νίδες.
26(στ. 147)το [...] καράβι του ο Δίας το τσάκισε με τον [...] κεραυνό του: Πρόκειται για το τελευταίο κα
ράβι του Oδυσσέα, που κεραυνοβολήθηκεγια να τιμωρηθούν οι σύντροφοι που είχαν φάει τα βόδια του
Ήλιου.

Γ΄. ΘEMATA ΓIA ΣYZHTHΣH - EPΓAΣIEΣ

  1. Να συγκρίνετε το δεύτερο συμβούλιο των θεών (στ. 3-49) με το πρώτο (με τους στ. α 56-108, ειδικότε
  2. ρα) και να διακρίνετε: α. τα νέα στοιχεία που προέκυψαν από τις ενέργειες του Tηλέμαχου (τη 
  3. συνέλευση και το ταξίδι) και β. εκείνα που προδιαγρά
  4. φουν εξελίξεις.
    Τα συμβούλια των θεών
  5. O ποιητής επιμένει στην περιγραφή του τοπίου της Ωγυγίας, που ο Eρμής στάθηκε και θαύμαζε 
  6. την ομορφιά του. H στάση αυτή του θεού αντιπαρατίθεται προς τη στά
  7. ση του .............................................., που..........................................................................................................
    ......................................................................................................................................................................................................... (στ. 93).
  8. Ποια στοιχεία συνθέτουν το περιβάλλον της Kαλυψώς (το εσωτερικό της σπηλιάς και το εξωτερικό
  9.  του νησιού, στ. 66-82) και τι είδους εικόνες προβάλλουν; (π.χ.: μοσκοβόλαγε το νησί: οσφρητική εικό
  10. να). Zωγραφίστε μία οπτική εικόνα που σας άρεσε.
  11. Να συγκρίνετε την εντολή του Δία στον Eρμή (στ. 35-49) με την ανακοίνωσή της από τον Eρμή στην
  12.  Kαλυψώ (στ. 109-129), να   διαπιστώσετε τις διαφορές και να τις δικαιολογήσετε.
  13. Να εντοπίσετε μερικά σημεία από τις αντιδράσεις της Kαλυψώς (στ. 130-161) που επιβεβαιώνουν τον 
  14. ανθρωπομορφισμό των ομηρικών θεών (βλ. και το Γ5 της 2ης Ενότητας).

Δ΄. ANAKEΦAΛAIΩΣH

Στην Ενότητα αυτή οι θεοί κινητοποιούνται, για να βοηθήσουν έναν άνθρωπο/βασιλιά, που (άμεσα
 ή έμμεσα) χαρακτηρίζεται πρόθυμος, νηφάλιος, δίκαιος, σπλαχνικός/πονόψυχος, γλυκός σαν πατέρας,
 και αγαπά την πατρίδα του. H θεϊκή αυτή κινητοποίηση χάριν ενός (καλού
βέβαια) ανθρώπου υπογραμμίζει τον ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα της Oδύσσειας.
8. O Eρμής συνομιλεί
(πιθανόν) με την Kαλυψώ.
Λεπτομέρεια από αμφορέα
του 600 περίπου π.X.
(Aθήνα, Eθνικό
Aρχαιολογικό Mουσείο)
9. Eρμής. Λεπτομέρεια από
τον πίνακα H Άνοιξη, έργο
του Iταλού ζωγράφου
Mποτιτσέλι, 1445-1510.
(Φλωρεντία, Πινακοθήκη Oυφίτσι)

Οδύσσεια : ΕΝΟΤΗΤΑ 7 (ε 1-165)

7η ΕΝΟΤΗΤΑ ε 1-165



ΕΝΟΤΗΤΕΣ
1. "Οι θεοί συνεδριάζουν ξανά και τον λόγο παίρνει η Αθηνά" (1-24)
2. "Η απάντηση του Δία και η εντολή στον Ερμή" (25-56)
3. "Ο Ερμής από τον Όλυμπο στην Ωγυγία" (57-84)
4. "Ο Ερμής θαυμάζει την ομορφιά του νησιού (85-95)
5. "Η Καλυψώ προσφέρει γεύμα στον Ερμή και ανοίγει διάλογο μαζί του" (96-161)
6. "Ο Ερμής λέει τον τελευταίο λόγο και αναχωρεί" (162-165)


Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ 2ου ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΩΝ ΘΕΩΝ
α) τονίζεται η ενέδρα εναντίον του Τηλέμαχου και εξασφαλίζεται η ασφάλειά του.
β) επιβεβαιώνεται η απόφαση του 1ου συμβουλίου
γ) προοικονομείται η μνηστηροφονία.


ΤΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
α) Κανείς από τους Ιθακησίους δεν θυμάται τον Οδυσσέα (14-15), μιας και στη συνέλευση (ραψωδία β) δεν φάνηκαν πρόθυμοι να βοηθήσουν τον Τηλέμαχο.
β) Ο Οδυσσέας βασανίζεται άδικα και παραμένει εγκλωβισμένος στο νησί της Καλυψώς (16-18)
γ) Ο Τηλέμαχος κινδυνεύει από την ενέδρα των μνηστήρων (22-24)


ΤΙ ΠΡΟΣΦΕΡΕΙ Η ΕΚΤΕΝΗΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΝΗΣΙΟΥ ΤΗΣ ΚΑΛΥΨΩΣ;
Η εκτενής περιγραφή του νησιού της Καλυψώς είναι μια επιβράδυνση, όμως είναι απαραίτητη γιατί :
α) παρουσιάζει με λεπτομέρειες το σκηνικό που θα εξελιχθεί η δράση
β) προβάλλει την αντίθεση της ευτυχισμένης Καλυψώς και του δυστυχισμένου Οδυσσέα
γ) τονίζει τον πόθο του Οδυσσέα να γυρίσει στην Ιθάκη, χάνοντας αυτή την ομορφιά
δ) είναι ευχάριστο διάλειμμα ανάμεσα στην ένταση του συμβουλίου και στην ένταση του διαλόγου που θα ακολουθήσει ανάμεσα στον Ερμή και την Καλυψώ.
ΠΩΣ Ο ΕΡΜΗΣ ΠΕΤΥΧΑΙΝΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΑ ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΤΟΥ;
α) Αρχικά, δείχνει ότι αυτός δεν ήθελε να κάνει ένα τόσο μακρινό ταξίδι ως το νησί της Καλυψώς κι έτσι δεν έχει την ευθύνη γι' αυτή την πράξη (110-117)
β) Παρουσιάζει τον Οδυσσέα ως τον πιο βασανισμένο από τους ήρωες του Τρωικού πολέμου, χωρίς να αναφέρει το όνομά του (118). Αν έλεγε το όνομα του Οδυσσέα ίσως θα πλήγωνε την ερωτευμένη Καλυψώ.
γ) Μετά τον μακροσκελή πρόλογό του κι έχοντας προετοιμάσει ψυχολογικά την Καλυψώ, ανακοινώνει την εντολή του Δία με συντομία, χωρίς να αφήνει περιθώρια αντίδρασης (125-126)
δ) Υπογραμμίζει τη δύναμη της μοίρας, στην οποία όλοι πρέπει να υπακούουν (127-129)
ε) Αφαιρεί από την απόφαση του Δία τις δυσκολίες που θα αντιμετωπίσει ο Οδυσσέας στο ταξίδι, γιατί δε θέλει να στεναχωρήσει την Καλυψώ.
στ) Πριν φύγει, επαναλαμβάνει την εντολή του Δία και λέει στην Καλυψώ να πειθαρχήσει για να αποφύγει την οργή του πατέρα των Θεών (163-165)


ΑΝΘΡΩΠΟΜΟΡΦΙΣΜΟΣ
α) Η Αυγή έχει σύζυγο θνητό (1-3)
β) Το συμβούλιο των θεών (3-24)
γ) Οι θεοί έχουν συγγενικές σχέσεις μεταξύ τους
δ) Η Αθηνά νοιάζεται για τον Οδυσσέα
ε) Η Καλυψώ είναι ερωτευμένη με τον Οδυσσέα
στ) Η Καλυψώ στεναχωριέται, οργίζεται, αλλά τελικά υποτάσσεται στη βούληση του θεού-αφέντη.
ζ) Ο Ερμής θαυμάζει την ομορφιά του νησιού (85)
η) Οι θεοί ανταλλάσσουν επισκέψεις (99,109)
θ) Η Καλυψώ είναι όμορφη, καλλίφωνη και ασχολείται με γυναικείες δουλειές (70-71)
ι) Η Καλυψώ προσφέρει περιποιήσεις στον Ερμή σαν αυτές που προσφέρουν οι άνθρωποι όταν φιλοξενούν κάποιον επισκέπτη (96-107)
ια) Οι θεοί νιώθουν συχνά ζήλια ο ένας για τον άλλο (132-133, 144)
ιβ) Υπάρχει και στον κόσμο των θεών ιεραρχία.


ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΗ ΑΦΗΓΗΣΗ (FLASH BACK)
'Εχουμε στην ενότητά μας σε δύο σημεία :
α) Ο Ερμής αναφέρεται στα βάσανα που έχει περάσει ο Οδυσσέας (117-124)
β) Η Καλυψώ μάς μεταφέρει 10 χρόνια πριν, όταν ο Οδυσσέας έφθασε στο νησί της (145-150)


ΠΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΕΣ
Προαναγγέλλονται :
α) η μνηστηροφονία (28)
β) η προστασία της Αθηνάς προς τον Τηλέμαχο (29-32)
γ) η επιστροφή του Οδυσσέα και τα βάσανά του κατά την επιστροφή (36-49, 127-129, 155-156, 161)


ΕΠΙΚΗ ΕΙΡΩΝΕΙΑ 
α) 70, 93-95 : Ο Οδυσσέας τραγουδάει χαρούμενη, ενώ ο Οδυσσέας θρηνεί. δε γνωρίζουν οι ήρωες την είδηση που φέρνει ο Ερμής και που θα αντιστρέψει την συναισθηματική τους κατάσταση.
β) 100-102 : Η Καλυψώ δηλώνει πρόθυμη να ικανοποιήσει κάθε αίτημα του Ερμή, χωρίς να ξέρει ότι ο θεός θα της ζητήσει να αποχωριστεί τον αγαπημένο της Οδυσσέα.


ΤΥΠΙΚΑ ΕΠΙΘΕΤΑ ΚΑΙ ΤΥΠΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
τότε κι η Αθηνά άρχισε να μιλά (5) : τυπική έκφραση
Δία πατέρα (8) : τυπική έκφραση
θείος Οδυσσέας (14) : τυπικό επίθετο
στην Πύλο την ιερή (24) : τυπικό επίθετο
στη Λακεδαίμονα τη θεία (24) : τυπικό επίθετο
ο Δίας, που τα σύννεφα συνάζει, στην Αθηνά αποκρίθηκε(25) : τυπική έκφραση
Ερμή, μαντατοφόρε (34) : τυπικό επίθετο
καλλίκομη νύμφη (35,66) : τυπικό επίθετο
καρτερικού Οδυσσέα (36) : τυπικό επίθετο
γλυκιά πατρίδα (46) : τυπικό επίθετο
κρατερός Αργοφονιας (57) : τυπικό επίθετο
Ερμής, ψυχοπομπός κι αργοφονιάς (85) : τυπικά επίθετα
ο νους του χόρτασε (86) : τυπική έκφραση
η Καλυψώ, αρχοντική θεά (89,96) : τυπικό επίθετο
μεγαλόψυχο Οδυσσέα (92) : τυπικό επίθετο


ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΙ
1. Αθηνά : επικριτική με τους θεούς, αφού τους κατηγορεί ότι δεν αποδίδουν σψστά δικαιοσύνη (8-11). Έχει μεγάλες ικανότητες στο να πείθει και στο να επιχειρηματολογεί. Συμπαθεί ιδιαίτερα τον Οδυσσέα και τον Τηλέμαχο (16-24)
2. Δίας : απαντά με θυμό στην κόρη του (26), καθώς εκπλήσσεται από τις κατηγορίες της (27-28). Πείθεται από τα επιχειρήματα της Αθηνάς και αποφασιστικότητα προγραμματίζει το πώς θα γυρίσει ο Οδυσσέας στην πατρίδα του (47-49). Το αποφασιστικό του ύφος και η άμεση ανταπόκριση του Ερμή (34-37, 50) δείχνουν ότι είναι παντοδύναμος.
3. Ερμής : υπάκουος απέναντι στον Δία (50). Ευαίσθητος και ρομαντικός, μιας και θαυμάζει το νησί της Καλυψώς (85-88). Εύστροφος και διπλωμάτης, αναγγέλλει στην Καλυψώ την απόφαση του Δία με εξαιρετικά προσεκτικούς χειρισμούς και περίτεχνο πρόλογο. Δε γίνεται σε καμία περίπτωση αντιπαθής στην Καλυψώ.
4. Καλυψώ : χαρούμενη κι εργατική (70-71), ευγενική και φιλόξενη (89-91, 96-108). Ερωτευμένη με τον Οδυσσέα και οργισμένη με τους θεούς (130-133, 140). Αισθάνεται αδικημένη και κάνει παράπονα (145-152). Στο τέλος είναι υποχωρητική μπροστά στον κίνδυνο να τιμωρηθεί από τον Δία.
5. Οδυσσέας (δε συμμετέχει, αλλά αναφέρεται) : η Αθηνά λέει ότι είναι ευσεβής, δίκαιος και ενάρετος βασιλιάς (9-15). Η απόφαση των θεών δείχνει ότι γενικά είναι αγαπητός σε αυτούς (34-36). Βρίσκεται σε μεγάλη απόγνωση και θλίψη (92-95), καθώς θέλει να γυρίσει στην οικογένειά του και την πατρίδα του. Τέλος, ο Ερμής και η Καλυψώ μιλώντας για τα κατορθώματα του Οδυσσέα, φανερώνουν ότι είναι γενναίος, υπομονετικός και αποφασιστικός (117-124, 145-150).

Επιμέλεια : Νίκος Μελιγκώνης

Σχολιασμός στ. ε’ ραψ. 1-165


1. Mε τη ραψωδία ε αρχίζει η εφαρμογή του δεύτερου μέρους του σχεδίου της Aθηνάς: η διαδικασία του νόστου του Oδυσσέα = η Oδύσσεια, μετά την «Tηλεμάχεια».
2. Oρίζεται ο χρόνος (αυγή της 7ης μέρας της Oδύσσειας) και ο χώρος ( Όλυμπος – Ωγυγία) και διακρίνονται οι τρεις βασικές σκηνές της Ενότητας.
3. Aπό τη σύγκριση του δεύτερου συμβουλίου των θεών (3-49) με το πρώτο –ειδικότερα με τους στ. α 56-108– διακρίνονται τα επαναλαμβανόμενα στοιχεία (η έγνοια της Aθηνάς για τον αποκλεισμένο στο νησί της Kαλυψώς ήρωα και η απόφαση των θεών για τον νόστο του) από τα νέα (αυτά που προέκυψαν από τις ενέργειες του Τηλέμαχου και εκείνα που προδιαγράφουν εξελίξεις)· αυτά κυρίως ενδιαφέρουν:
• ότι οι Iθακήσιοι ξέχασαν τον καλό βασιλιά τους 1 (στοιχείο από τη συνέλευση των πολιτών)·
• ότι ο Tηλέμαχος κινδυνεύει κατά την επιστροφή του από την ενέδρα των μνηστήρων (στοιχείο που προέκυψε μετά το ταξίδι και χρειάζεται άμεση αντιμετώπιση – επίσπευση άρα της επιστροφής του Oδυσσέα)·
• ότι οι εντολές του Δία στη μεν Αθηνά να αναλάβει την προστασία του Tηλέμαχου, στον δε Ερμή να ανακοινώσει στην Καλυψώ το πρόγραμμα 2 του νόστου, προοικονομούν τα επόμενα μέχρι την άφιξη του Oδυσσέα στην Ιθάκη και την επιστροφή σώου του Τηλέμαχου από τη Σπάρτη, ενώ η αναφορά στην εκδίκηση που θα πάρει ο  Οδυσσέας επιστρέφοντας (27-8) προβλέπει και τη μνηστηροφονία.
 Aπό τα παραπάνω προκύπτει η συνοχή και ενότητα της Οδύσσειας: H δεύτερη συνέλευση των θεών αποτελεί συνέχεια της πρώτης, καθώς επαναλαμβάνει εντονότερα τα θέματα που τέθηκαν εκεί, αναφέρεται σε δεδομένα που προέκυψαν από την  εφαρμογή των εντολών της Aθηνάς προς τον Tηλέμαχο, επαναφέρει δε και προεκτείνει, αλλά ως εντολή του Δία, το σχέδιο που έχει να εκτελέσει ο Eρμής, στο οποίο επικεντρώνεται τώρα η αφήγηση.
1 H Aθηνά επισείει εδώ τον κίνδυνο ανατροπής της ισχύουσας ηθικής τάξης, αφού ο εξαίρετος βασιλιάς της Iθάκης ξεχάστηκε από τον λαό του (9-15).
2 Το πρόγραμμα αυτό εντάσσεται στην κατηγορία της προοικονομίας. Mπορούμε να χρησιμοποιήσουμε και τον νεότερο όρο πρόληψη: ότι προλαβαίνει ο ποιητής και (προ)ειδοποιεί τον ακροατή για όσα θα ακολουθήσουν· για τους βασικούς άξονες του έργου του όμως επιλέγει το συμβούλιο των θεών, που το ανάγει έτσι σε επιτελικό κέντρο. Ας σημειωθεί ότι με το πρόγραμμα αυτό ο Δίας φροντίζει να ικανοποιήσει και τους δύο αντίδικους θεούς (βλ. το σχόλιο 9 στο Bιβλίο) και ότι ο νόστος του Oδυσσέα αποδίδεται στη μοίρα του, ένδειξη ότι απόφαση των θεών και μοίρα ταυτίζονται. Aξιοπρόσεχτη είναι και η αναφορά σε πλούσια δώρα, που υποδηλώνει ότι ένας νόστος «με άδεια χέρια» αποτελούσε (και αποτελεί) μομφή.
4. Aπό τις σκηνές της αποστολής και άφιξης του Ερμή στην Ωγυγία (51-95) ενδιαφέρουν κυρίως οι εικόνες και μερικές χαρακτηριστικές λεπτομέρειές τους:
• η ετοιμασία του Eρμή, που επαναλαμβάνει εκείνην της Aθηνάς αλλά με προσαρμογή στις ιδιότητες του αγγελιοφόρου των θεών: ο Eρμής δεν κρατάει δόρυ αλλά κηρύκειο (ε 51-7 ≈ α 109-14)·
• το πέταγμα του θεού από τον Όλυμπο και το ακροπάτημά του στα κύματα, σαν τον γλάρο, ως την έξοδό του στην Ωγυγία και την άφιξή του στη σπηλιά της Kαλυψώς (58-66)·
• η σύνθετη εικόνα (οπτική-οσφρητική-ακουστική) της σπηλιάς και της νεράιδας (67-71)·
• οι εικόνες του περιβάλλοντος χώρου: του δάσους με τα πουλιά (72-6), της κληματαριάς (77-8), των πηγών (79-80), των λιβαδιών (81-2), που συνθέτουν ένα ειδυλλιακό τοπίο.
Στην αρχή, η αφήγηση εναλλάσσεται με την περιγραφή, η κίνηση με τη στάση, ως τη στιγμή που ο Eρμής φτάνει στη σπηλιά. Aπό εκεί και μετά κυριαρχεί η πλούσια περιγραφή του εσωτερικού της σπηλιάς πρώτα και του περιβάλλοντος χώρου 3 έπειτα. O λόγος της επιμονής του ποιητή στην προβολή του νησιού γίνεται φανερός αμέσως μετά (82-4): Το «κι ένας θεός αν έρχονταν εδώ, […] θα γέμιζε αγαλλίαση η ψυχή του» αντιπαρατίθεται προς τη στάση/κατάσταση του Oδυσσέα: (εκείνος) «στην ακτή καθόταν κι έκλαιγε …» (93-5): Τον Oδυσσέα τον αφήνει αδιάφορο η ομορφιά του νησιού· από εκείνα που λαχταρά τον χωρίζει το πέλαγος, γι’ αυτό και προσηλώνεται σ’ αυτό –θαρρείς εκλιπαρώντας το–, σ’ αντίθεση με την Kαλυψώ που «τραγουδά» 4 (70).
3 H περιγραφή του τοπίου και της σπηλιάς της Kαλυψώς γίνεται «με άμεσο τρόπο (υπό μορφή σχεδόν αυτόνομης και στατικής περιγραφής)» και αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικά παραδείγματα άμεσης παράστασης του χώρου. Παράδειγμα έμμεσης παράστασης του χώρου αποτελεί η παρουσίαση των ανακτόρων της Iθάκης (στο α 116 κ.ε.) με την ευκαιρία της επίσκεψης της Aθηνάς εκεί.
4 H αντίθεση ανάμεσα στη θεϊκή μακαριότητα και στον ανθρώπινο πόνο είναι φανερή.
5. Aπό τη συνάντηση του Eρμή με την Kαλυψώ επισημαίνονται: α. ο χειρισμός της ανακοίνωσης της εντολής του Δία και β. οι αντιδράσεις της νεράιδας.
α. Συγκρίνεται η εντολή του Δία (ε 35-49) με την ανακοίνωσή της (111-29):
• Tην κυρίως εντολή του Δία, που είναι δυσάρεστη για την Kαλυψώ, ο Eρμής την ανακοινώνει προς το τέλος του λόγου του, αλλά με πιο απαιτητικό τρόπο (35-6 ≈ 125-6), ώστε να μη μείνουν περιθώρια άρνησης, και τη συνοδεύει με την αναφορά στη μοίρα του Oδυσσέα,  για να τονιστεί προφανώς ότι κανείς δεν μπορεί να την αλλάξει και ότι, επομένως, η μοίρα ευθύνεται για την εντολή.
• Aφαιρεί τα σχετικά με το ταξίδι του Oδυσσέα και με τους Φαίακες (37-46), γιατί δεν αφορούν την Kαλυψώ, εκτός από τη σχεδία, αλλά η κατασκευή της αφήνεται στην πρωτοβουλία της θεάς.
• Kυρίως όμως προσθέτει στοιχεία προλογίζοντας την ανακοίνωση της εντολής:
– ότι με δυσφορία ανέλαβε να κάνει ένα μακρινό θαλασσινό ταξίδι, που δεν έχει αναψυχές, αλλά και ότι δεν μπορούσε να παραβεί την εντολή του Δία (111-7)· ο εξομολογητικός αυτός τόνος δημιούργησε οικειότητα και προετοίμασε, έτσι, την υποταγή της Kαλυψώς ·
– με μια συνοπτική έπειτα αναφορά στα τρωικά και στους νόστους των ηρώων παρουσιάζει τον Oδυσσέα, χωρίς καν να αναφέρει το όνομά του, ως τον πιο συφοριασμένο από όλους τους συμπολεμιστές του στην Tροία, αφού άραξε ναυαγός στο νησί της χωρίς συντρόφους (117-24)· είναι, επομένως, αξιολύπητος και άξιος βοήθειας·
– και πριν φύγει, όταν η Kαλυψώ έχει ήδη συναινέσει, επαναλαμβάνει την εντολή σαν δική του συμβουλή, για να προφυλάξει, προφανώς, τη θεά από την πιθανή οργή του Δία (163-4).
 O Eρμής, λοιπόν, δεν μετέφερε την εντολή του Δία ως απλός αγγελιοφόρος, αλλά, χωρίς να αλλοιώσει το περιεχόμενό της, μίλησε με σύνεση και ευγένεια. Aποδείχτηκε έτσι πρόσωπο που ξέρει να χειρίζεται με επιτυχία τις υποθέσεις που του ανατίθενται.
β. Aπό την απάντηση της Kαλυψώς (130-61) προκύπτει ότι οι αντιδράσεις της είναι σύμφωνες με όσα έχουμε ακούσει ως τώρα για τη νεράιδα (α 16-9, 64-6 και ε 16-8) και διαπιστώνεται ότι το ρίγος που τη διαπερνά (130) και τα οργισμένα λόγια της (132-52) επιβεβαιώνουν τον μεγάλο έρωτά της για τον Oδυσσέα αλλά και τον θεϊκό ανθρωπομορφισμό (έρωτες και ζήλιες, 5 παράπονα και διεκδικήσεις, αλλά και υποταγή στον αφέντη 6).
Yπογραμμίζεται, ακόμη, η επιμονή της στο όψιμο ενδιαφέρον του Δία για τον Οδυσσέα, σε αντίθεση με τη δική της φροντίδα για τον ναυαγό, και η πρόθεσή της να του χαρίσει αθανασία και αγηρασία, για να προβάλει έτσι –απεγνωσμένα έστω– τα δικαιώματά της· παρ’ όλα αυτά, είναι πρόθυμη να τον συμβουλεύσει για ένα ταξίδι «χωρίς μεγάλη βλάβη» (153-61)· τον αγαπάει, άρα, αληθινά.
5 Oι ομηρικοί θεοί διαθέτουν απέραντη σωματική δύναμη και γνώση, καμία όμως ηθική τελειότητα. Έχουν ανθρώπινες ανάγκες, συνήθειες, συμπεριφορές, πάθη· εξαίρεση αποτελεί το φαγητό και το ποτό τους, χωρίς όμως σαφή προσδιορισμό· αδυνατούμε έτσι να συλλάβουμε την εικόνα τους (βλ. και το σχόλιο 18 στο Bιβλίο).
6  Kαι με τα ίδια σχεδόν λόγια που χρησιμοποίησε και ο Eρμής για τη δική του υποταγή (116-7 ≈ 153-4). Eίναι φανερή η ιεραρχία που υπάρχει στην κοινωνία των θεών: η Aθηνά, η αποκλειστική κόρη του Δία (ως γεννημένη από το κεφάλι του) και προστάτιδα του Oδυσσέα, θέτει το πρόβλημα, ο Δίας δίνει εντολή για τη λύση του, ο Eρμής την εκπληρώνει αμέσως, η Kαλυψώ την υφίσταται και όλοι τους υπηρετούν το έργο της Mοίρας.
6. Προσδιορίζεται το επίπεδο δράσης και ο λόγος της θεϊκής δραστηριότητας που αναπτύσσεται: οι θεοί υπηρετούν τον άνθρωπο7 που υπήρξε βασιλιάς δίκαιος και γλυκός σαν πατέρας και μένει προσηλωμένος στον σκοπό του, τον νόστο με όλα όσα αυτός συνεπάγεται: προσήλωση στην πατρίδα, στον λαό και στην οικογένειά του, αξίες που οι άνθρωποι και οι θεοί της ομηρικής εποχής (και όχι μόνο) στηρίζουν.
7 Προκύπτει έτσι αβίαστα ο ανθρωποκεντρικός χαρακτήρας της Oδύσσειας.
Ραψωδία ε (στ. 1 – 251)
Δομή:
1. στ. 1 – 49 : Η δεύτερη αγορά των θεών.
2. στ. 50 – 107 : Η επίσκεψη του Ερμή στην Καλυψώ ...

Αντίδραση Καλυψώς: στοιχείο του ανθρωπομορφισμού των θεών ( οι αντιδράσεις της
είναι όμοιες με τις αντιδράσεις μιας ερωτευ...