Τάκης Σινόπουλος, «Ο καιόμενος» | Από την έρευνα στη διδασκαλία
Τίτλος εισήγησης: Τάκης Σινόπουλος, «Ο καιόμενος»: οι όροι και τα όρια του ποιητικού μοντερνισμού.
Ο καιόμενος
Ο καιόμενος
Το Φαινομενοτης αυτοπυρπόλησης αποτέλεσε στην εποχή μας την έσχατη μορφή προσωπικής διαμαρτυρίας των διαφόρων απελπισμένων ιδεολόγων. Το ποίημα ανήκει στη συλλογή Μεταίχμιο Β' (1957).
Κοιτάχτε μπήκε στη φωτιά! είπε ένας απ' το πλήθος.
Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν
στ' αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο, όταν του
μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.
Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου.
Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένος να παραξενεύομαι.
Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;
Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;
Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι.
Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις, μου είπαν.
Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.
Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.
Γινόταν ήλιος.
Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές
άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.
Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο.
Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Ποιες σημασίες μπορεί να έχει ο τίτλος του ποιήματος Ο καιόμενος;
Ποια είναι η στάση του πλήθους απέναντι στη μαρτυρική πράξη του καιόμενου;
Πώς διαγράφεται μέσα από το ποίημα ο ρόλος του ποιητή:
Κοιτάχτε μπήκε στη φωτιά! είπε ένας από το πλήθος.
Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα.
Ήταν στ’ αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο, όταν του
μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται.
Μα δε φωνάζει βοήθεια.
Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου.
Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένος να παραξενεύομαι.
Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;
Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;
Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι.
Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις, μου είπαν.
Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.
Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.
Γινόταν ήλιος.
Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές
άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.
Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο.
Σημειώσεις
Το ποίημα εντάσσεται στη συλλογή «Μεταίχμιο Β’» η οποία εκδόθηκε στα 1957. Αναφέρεται στην αυτοπυρπόληση, την έσχατη μορφή προσωπικής διαμαρτυρίας των διάφορων απελπισμένων ιδεολόγων.
Νοηματική απόδοση
Ένας άνθρωπος από τα πλήθος βλέπει κάποιον να καίγεται και το δηλώνει ταραγμένος στους άλλους. Όλοι στρέφουν τα μάτια τους σε εκείνον που αυτοπυρπολείται μαζί και ο ποιητής, που αναγνωρίζει στο πρόσωπό του, τον άνθρωπο με τον οποίο πριν από λίγο προσπάθησαν να επικοινωνήσουν, αλλά εκείνος αρνήθηκε να μιλήσει. Ο ποιητής θλίβεται από την πράξη του αλλά δεν σπεύδει να του προσφέρει βοήθεια. Εξάλλου εκείνος δεν τη ζητά.
Έτσι, παραμένει αμέτοχος, μια και η κατάσταση είναι δύσκολη και φοβάται τις συνέπειες από οποιαδήποτε συμμετοχή του στο γεγονός. Για αυτό και μένει να παρακολουθεί τον άνθρωπο να αυτοπυρπολείται, σύμβολο ξεχωριστό και φωτεινό, σαν τον ήλιο. Αντιλαμβάνεται πως στη δύσκολη αυτή εποχή που ζει, δύο μπορεί να είναι οι στάσεις των ανθρώπων: να βρίσκονται μέσα στη φωτιά ή απ’ έξω και να χειροκροτούν όσους τολμούν να διαμαρτύρονται. Ο ποιητής διστάζει να πάρει κάποια θέση ανάμεσα στις δύο αυτές στάσεις και διχάζεται.
Δομή
Νοηματικές ενότητες/Επιμέρους πλαγιότιτλοι
Το ποίημα μπορεί να διακριθεί σας εξής ενότητες:
1η ενότητα: Στίχος 1: το πλήθος αντιλαμβάνεται πως κάποιος αυτοπυρπολείται.
2η ενότητα: Στίχοι 2-13: ο ποιητής παρακολουθεί το γεγονός, χωρίς να αντιδρά, και
3η ενότητα: Στίχοι 14-16: ο διχασμός του ποιητή.
Πραγματολογικά - Ιδεολογικά - Πολιτιστικά σχόλια
1η ενότητα: Ο ποιητής με ιδιαίτερη δραματικότητα αναφέρεται στο γεγονός της αυτοπυρπόλησης. Μάλιστα, με το ρήμα «Κοιτάχτε», στρέφεται η προσοχή του πλήθους προς τη φωτιά, που γίνεται το κοινό σημείο αναφοράς τόσο του πλήθους όσο και του καιόμενου.
2η ενότητα: Στην ενότητα αυτή ο ποιητής τονίζει τις αντιδράσεις του πλήθους αλλά και τα χαρακτηριστικά του καιόμενου. Το πλήθος στρέφει την προσοχή του στον καιόμενο και παρακολουθεί τη θυσία του με κάποια επιφανειακή συγκίνηση που δεν είναι παρά αδιαφορία στην ουσία της.
Ο καιόμενος έχει απομονωθεί και αποστασιοποιηθεί από το πλήθος. Η διαμαρτυρία του είναι βουβή. Δεν αντιδρά, δε ζητά βοήθεια. Επιλέγει το συγκεκριμένο τρόπο να διαμαρτυρηθεί για την απεμπόληση των ιδανικών του και σηκώνει το σταυρό του μαρτυρίου του βουβά αλλά και μοναχικά. Κανείς δεν του συμπαραστέκεται. Έτσι, με τη θυσία του, με την αποφασιστικότητά του να σταθεί ενάντια στην αδιαφορία και τη φθορά αναδεικνυεται σε σύμβολο αγώνα και θυσίας που φωτίζει στους ανθρώπους το δρόμο για ανάλογη δράση.
Όσο για τον ποιητή, εκείνος διστάζει να πάρει κάποια θέση ανάμεσα στον καιόμενο και το πλήθος. Συγκινείται από τη θυσία του καιόμενου αλλά φοβάται να τον βοηθήσει ή έστω να τον αγγίξει, μια κι εκείνος δε ζητά βοήθεια. Εξάλλου, οι καιροί είναι δύσκολοι και οποιαδήποτε επαφή με τον καιόμενο μπορεί να θεωρηθεί αντίδραση απέναντι στο κατεστημένο. Όπως εξάλλου τον συμβουλεύουν οι άλλοι: «Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις», γεγονός που δείχνει την απειλή που θα υπάρξει σε βάρος του αν αναμιχθεί στη θυσία του καιόμενου, απειλή που αποτελεί και την αιτία της αναστολής του.
Δεν είναι τυχαίο πως το ποίημα αναφέρεται στη μετεμφυλιακή εποχή, σε μια περίοδο μίσους και όξυνσης των παθών που η συμμετοχή με τη μία ή την άλλη πλευρά εγκυμονούσε κινδύνους.
3η ενότητα: Τα δίλημμα και ο διχασμός του ποιητή είναι πια φανερός, γεγονός που τον καθιστά τραγικό πρόσωπο, αφού δυσκολεύεται να πάρει σαφή θέση ανάμεσα στη διαμαρτυρία και τη σιωπηλή αποδοχή της κρίσης και της φθοράς.
«Αυτός ο ατέρμων αγώνας, δημιουργεί άλλο δράμα, μέσα πια στην ανειρήνευτη καρδιά του ποιητή, ο οποίος, αφομοιώνοντας τα αλληλοσυγκρουόμενα, μεταβάλλεται αυτός στο μοναδικό πρωταγωνιστή. Έτσι, γέρνει πότε προς τον ένα, πότε προς τον άλλο» (Μ. Μερακλής, «Η ποίησή μας, ο διχασμός, το Μεταίχμιο», Καλαμάτα 1959, σελ. 52).
Τέλος, όπως σημειώνει ο Κίμων Φράϊερ: «Ο κόσμος στην εποχή μας έχει γίνει παρανάλωμα του πυρός, αλλά και, ταυτόχρονα, θεατής που χειροκροτεί αυτή τη φωτιά, βλέποντας τηλεόραση, συμμετέχοντας αλλά και παραμένοντας στην απομόνωσή του, ενώ οι σπουδαστές της Πράγας και οι Βουδιστές μοναχοί του Βιετνάμ, μεταβάλλονται σε θυσιαστήριες δάδες διαμαρτυρίας, εναντίον ενός σχιζοφρενικού κόσμου που έχει κοπεί στα δύο. Στον παρανοϊκό εφιάλτη αυτού του κόσμου ο ποιητής, σαν ο πιο ευαισθητός παρατηρητής του και συμμέτοχος, έχει γίνει κι αυτός κατά κάποιο τρόπο σχιζοφρενικός. Προσβλημένος από την αρρώστια της εποχής μας, είναι μια ύπαρξη διχοτομημένη, όπως οι ερμαφρόδιτοι της Διοτίμας, που κομμένοι στη μέση, ύστερα από την ύβρη τους, από τον κεραύνιο Δία, αγωνίζονται, μάταια, να ξανακερδίσουν τη χαμένη τους ακεραιότητα» («Τοπίο Θανάτου», σελ. 29).
Αισθητική Ανάλυση - Τεχνοτροπία
Εικόνες: Ο ποιητής καταφέρνει με λιτό τρόπο και απλά γλωσσοτεχνικά μέσα να αισθητοποιήσει τις ιδέες του. Για να το καταφέρει, χρησιμοποιεί ιδιαίτερα παραστατικές εικόνες, όπως: «Κοιτάχτε! στη φωτιά», «Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα», «Μα δε φωνάζει βοήθεια», «Όμως εκείνος... άστραφτε το πρόσωπο».
Όπως τονίζει ο Φράϊερ, στο ποίημα αυτό «πρόσωπα και χώροι μεταβάλλονται σε βίαια και διαφανή σύμβολα και, για πρώτη φορά, στην ποίησή του, ο Σινόπουλος κοιτάζει τον πόλεμο και ό,τι ακολούθησε με σαφή πολιτική αντίληψη. Το κάψιμο, η φωτιά και η πυρκαγιά είναι από τις κύριες εικόνες αυτού του ποιήματος» («Τοπίο θάνάτου», σελ. 28).
Αφηγηματικές φωνές - πλάνα - επίπεδα ποιήματος
Η αφήγηση αρχίζει inmediasresμε τη γεμάτη θαυμασμό φωνή (Κοιτάχτε! μπήκε στη φωτιά!)κάποιου από το πλήθος. Στη συνέχεια, το ποίημα δομείται σε τρία αλληλοσυνδεόμενα πλάνα (σύμφωνα με τον Κ. Μπαλάσκα) που παρουσιάζονται με κινηματογραφική τεχνική. Ο φακός κινείται ανάμεσα στα πρόσωπα (πλήθος, ποιητής, καιόμενος) που κυριαρχούν σ’ αυτά τα πλάνα και που σκιαγραφούνται με αδρές γραμμές, ενώ παράλληλα αντιπροσωπεύουν τρεις διαφορετικές οπτικές του κόσμου.
Α. Το ποιητικό εγώ, που αναρωτιέται, σκέφτεται, σχολιάζει. Αρχικά, παρουσιάζεται ως ένας από το πλήθος (αφήγηση σε α' πληθυντικό πρόσωπο - γυρίσαμε, μιλήσαμε), στη συνέχεια αποδεσμεύεται και μετέχει στο δράμα του καιόμενου (αφήγηση σε α' ενικό πρόσωπο - διστάζω, είμαι φτιαγμένος να παραξενεύομαι, φοβάμαι) για να αποκαλυφθεί στον τελευταίο στίχο, γενικά όμως (ο ποιητής), ο ποιητής του μεταπολεμικού κόσμου.
Β. Το πλήθος, που θαυμάζει, δεν ανακατεύεται, χειροκροτεί (αφήγηση σε β' πρόσωπο, χρήση βασικά προστακτικής έγκλισης που είτε προτρέπει είτε αποτρέπει - Κοιτάχτε! // ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις).
Γ. Ο καιόμενος(αφήγηση σε γ' πρόσωπο - αυτός που απόστρεςε το πρόσωπο, καίγεται, δε φωνάζει βοήθεια, αναλίσκεται περήφανος, μονάχος, καταμόναχος, αφανίζονταν, άστραφτε, γινόταν ήλιος).
Σκηνικό
Χώρα σκοτεινή και δύσκολη (στίχος 9) - ανελεύθερη χώρα, «ένα τοπίο θανάτου», η Ελλάδα του Εμφυλίου.
Ο στίχος 10 (ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις) δηλώνει και την απαγόρευση του πλήθους και την απαγόρευση της εξουσίας.
Αυτή η κατάσταση εξηγεί και τη στάση του καιόμενου (αγωνιστική διαμαρτυρία) και τη στάση του πλήθους (θαυμασμός, φόβος, ουδέτερο χειροκρότημα) και τη στάση του ποιητή, ο οποίος παραμένει διχασμένος.
Γλώσσα - λειτουργία του λόγου
Λόγος πυκνός, δυνατός με λογική διάρθρωση και μελετημένη αρχιτεκτονική. Αντιρητορική αλλά και υποβλητική υφή της γλώσσας.
Μικροπερίοδος λόγος, κυριαρχία ρήματος (28 ρήματα), λιγοστά επίθετα («γυμνές οι λέξεις») δίνουν την αίσθηση ενός καθημερινού λόγου που παραπέμπει στη μαρτυρία. Η χρήση πολλών ρηματικών προσώπων κάνει το ποίημα να ηχεί πολυπρόσωπο (α' πληθυντικού, α' ενικού, β' ενικού, γ' ενικού) - πρόκειται για τον λόγο του ενός έναντι του λόγου των πολλών.
Το ποίημα αρχίζει με μια δραματική προστακτική (Κοιτάχτε!) και ακολούθως περνάμε σε μια στοχαστική ανάμνηση γεγονότων σε χρόνο αόριστο (μπήκε στη φωτιά, γυρίσαμε, απόστρεψε). Στη συνέχεια, ρήματα σε χρόνο ενεστώτα ζωντανεύουν την ανάμνηση (καίγεται, διστάζω, φοβάμαι), ενώ οι παρατατικοί που έπονται (καίγονταν, αφανίζονταν, γινόταν)δηλώνουν τη διάρκεια της πράξης και της ανάμνησής της, τη διαχρονικότητά της.
Σύμβολα
Χώρα σκοτεινή και δύσκολη: κάθε ανελεύθερο και καταπιεστικό περιβάλλον.
Φωτιά: σύμβολο κάθαρσης και εξαγνισμού.
Ήλιος: σύμβολο φωτός (ήλιος της δικαιοσύνης).
Καιόμενος: σύμβολο αγωνιζόμενου ανθρώπου ενάντια σε κάθε κατάσταση σκοτεινή και δύσκολη, ιερό σφάγιο, ο καθείς που "αναλίσκεται" για ένα ιδανικό.
Eρμηνεία-αιτιολόγηση τίτλου Ο Καιόμενος
Ο άνθρωπος που πυρπολείται, μια θυσιαστήρια δάδα διαμαρτυρίας, αυτός που καίγεται και θα καίγεται χωρίς να φθείρεται (σαν τη φλεγόμενη βάτο), ο πρωταγωνιστής στο δρώμενο αυτό.
Ο ποιητής, ο οποίος κατά κάποιο τρόπο «καίγεται» μεταφορικά, παραμένοντας διχασμένος και μετέωρος.
Ο καθένας από εμάς, εάν συναισθάνεται το ηθικό αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται.
Η αοριστία του τίτλου (= αυτός που καίγεται) υποδηλώνει ότι δεν πρόκειται μόνο για ένα ατομικό δράμα αλλά για μια πράξη εν ενεργεία, που πραγματώνεται στο παρόν και προβάλλεται στο μέλλον (δηλώνεται το παρόν διαρκείας, η δυνατότητα ή και η προτροπή επανάληψης). Τούτο, εξάλλου, δηλώνεται και με τον παροντικό χρόνο της μετοχής καιόμενος που δίνει τη διάρκεια, τη διαχρονικότητα της πράξης (και όχι με έναν παρελθοντικό που θα σήμαινε ο καμένος, αυτός που κάηκε και δεν υπάρχει πια). Η σημασία της πράξης αυτής, που εν τέλει αποτελεί κατάφαση στη ζωή και όχι άρνησή της, έγκειται στο κέρδισμα του ‘προσώπου’ μας (πρβλ. «κι όμως κερδίζει κανείς το θάνατό του, το δικό του θάνατο, που δεν ανήκει σε κανένα άλλο. Και τούτο το παιχνίδι είναι η ζωή» - Γ. Σεφέρης).
Αξίζει να σημειωθεί ότι - σύμφωνα με μαρτυρία του ίδιου του ποιητή - αφετηρία γραφής του ποιήματος δεν αποτέλεσε ένα πραγματικό γεγονός (μια αυτοπυρπόληση). Στο ποίημα αυτό «ο Σινόπουλος με μια προφητική δύναμη είδε το τραγικό φαινόμενο των ημερών μας, εννοώ τον αυτοπυρπολισμό των διάφορων απελπισμένων ιδεολόγων [...]» - Μ. Μερακλής.
Αξίζει, επίσης, να επισημανθεί ότι ενώ το θέμα του ποιήματος φαίνεται να είναι ο άνθρωπος που αυτοπυρπολείται, το τελικό συμπέρασμα αφορά τον ποιητή: ο ποιητής μοιράζεται στα δυο.Σ’ αυτό το στίχο, ακριβώς, λανθάνει η ενοχή του ποιητή: η ενοχή του για κάθε σκοτεινή εποχή, η ενοχή του για το ότι παραμένει διχασμένος ανάμεσα στους ήρωες (τα δρώντα πρόσωπα) και στους θεατές.
Ο ίδιος ο Σινόπουλος γράφει για το έργο του
«Ό,τι έγραψα ήρθε κυρίως τις ώρες που ένιωθα το σώμα μου ξένο από μένα. Η «θεληματική» μνήμη δεν έπαιξε κανένα ρόλο σε τούτη τη δημιουργία. Πρόσωπα μισο-πραγματικά μισο-φανταστικά, απαντημένα σε λίγο ή πολύ φως, πέρασαν μέσα μου ξαφνικά» [...]
[...] Καιρό προσπάθησα να οικειωθώ με τις διαδοχικές εκείνες καταστάσεις που θα μπορούσα να τις ονομάσω: Κλίμακα Θανάτου. Γιατί αρνούμαι το θάνατο σα σύνορο ή σα γεγονός οριστικό. Έρχεται πριν τον καταλάβουμε και τελειώνει - τελειώνει; - πολύ αργότερα απ’ ό,τι υποθέτουμε. Σε τούτο το Μεταίχμιο συνάντησα τον Ελπήνορα, την Ελένη, τον Ιάκωβο, τον Μπίλια, τον Φίλιππο, την Ιωάννα.
Ζώντας τη ζωή μου μοιράστηκα στα δυο. Ποιο κομμάτι ανήκει στη φθορά και ποιο στην αφθαρσία; Το πραγματικό ή το φανταστικό είναι το αληθινό; Η σκέψη μου θεωρεί «λογικά», κι αυτό που λέμε φαντασία ή ασυνείδητο ή δαίμονα δεν υπακούει σε νόμους. Αγωνίζομαι για μια σύζευξη χωρίς να πετυχαίνω. Όποιος νιώθει ανάλογα ας αποδώσει το δίκαιο.»
(Τ. Σινόπουλος, εισαγωγικό σημείωμα στο ποίημά του «Ιωάννα I, II, III», δημ. 1947)
Γνωρίσματα της ποιητικής τέχνης του Τ. Σινόπουλου (που ανιχνεύονται στο ποίημα "Καιόμενος"
Τα πιο πάνω γνωρίσματα ισχύουν εν πολλοίς για αρκετούς ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, για τους οποίους ο πόλεμος υπήρξε «βίαιος διδάσκαλος». Όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Κλείτος Κύρου, ένας ποιητής των χρόνων αυτών, «Η γενιά μου, μοίρασε σαν αντίδωρο τη ζωή και το θάνατο».
Για τους ποιητές αυτούς «ο ποιητικός λόγος δεν σηκώνει πια ‘μουσικές και μαλάματα’ και η ποίηση δεν μπορεί να είναι πια ‘ανάπτυξις στίλβοντος ποδηλάτου’.». Σε τόνο ελάσσονα, εσωστρεφή και ελεγειακό καταθέτουν τον κατακερματισμένο μύθο της εποχής τους. (Γ. Σαββίδης)
ΣΥΝΤΟΜΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΙΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΧΟΛΙΚΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
1. Ποιες σημασίες μπορεί να έχει ο τίτλος του ποιήματος "Ο καιόμενος";
Ο τίτλος του ποιήματος "Ο Καιόμενος" έχει περισσότερες από μια σημασίες. Αρχικά είναι ο άνθρωπος που αυτοπυρπολείται, για να διαμαρτυρηθεί στις κοινωνικές, πολιτικές ή ιδεολογικές αδικίες της εποχής του. Καιόμενος είναι ο άνθρωπος που θυσιάζεται θεληματικά για ένα καλύτερο μέλλον. Μεταφορικά "καιόμενος" είναι και ο ίδιος ο ποιητής, επειδή βρίσκεται σε αδιέξοδο και δεν ξέρει ποια στάση να ακολουθήσει.
Γενικότερα, ο τίτλος του ποιήματος ίσως αναφέρεται στη θέση όλων των πνευματικών ανθρώπων μπροστά στα προβλήματα της εποχής τους. Οι πνευματικοί άνθρωποι δεν μπορούν να λύσουν αυτά τα προβλήματα και γι' αυτό στενοχωριούνται. Τελικά, ίσως "καιόμενος" είναι ο κάθε άνθρωπος που βρίσκεται σε αδιέξοδο, αλλά δεν μπορεί να ξεφύγει από αυτό.
2. Ποια είναι η στάση του πλήθους απέναντι στη μαρτυρική πράξη του καιόμενου;
Το πλήθος παρακολουθεί με έκπληξη και περιέργεια τη θυσία του καιόμενου. Αντιμετωπίζει με απάθεια τον άνθρωπο, που αυτοπυρπολείται μπροστά τους. Συγκινείται επιφανειακά, αλλά δε συνειδητοποιεί το σκοπό της θυσίας. Ο "καιόμενος" είναι απλώς ένα θέαμα, που όλοι τρέχουν να δουν.
Το πλήθος αδιαφορεί για την τύχη του καιόμενου. Ακόμη, συμβουλεύει τον ποιητή να μην ανακατευτεί, για να μη θέσει τη ζωή του σε κίνδυνο. Το πλήθος θαυμάζει τη θυσία του καιόμενου, αλλά δεν είναι διατεθειμένο να την ακολουθήσει.
Το πλήθος αποτελείται από εφησυχασμένους ανθρώπους, που δεν ασχολούνται με τα προβλήματα της εποχής τους.
3. Πώς διαγράφεται μέσα στο ποίημα ο ρόλος του ποιητή;
Ο ρόλος του ποιητή μέσα στο ποίημα είναι τραγικός, επειδή βρίσκεται σε αδιέξοδο. Ο ποιητής διστάζει και αναρωτιέται πώς αντέχει ο καιόμενος τους πόνους. Ο καιόμενος βρίσκεται σε καλύτερη θέση από τον ποιητή.
Ο άνθρωπος που πυρπολείται λυτρώνεται και γίνεται σύμβολο. `Ομως, ο ποιητής βρίσκεται σε δίλημμα και δεν μπορεί να βρει τη λύτρωση (τη λύση) στα ερωτήματα που τον απασχολούν. Από τη μια μεριά θέλει να ακολουθήσει την ηρωική στάση του καιόμενου, αλλά από την άλλη δεν έχει το κουράγιο να αυτοθυσιαστεί. Τελικά, ο ποιητής υποχωρεί μαζί με το πλήθος. Στην πραγματικότητα ο ποιητής διαφέρει από το πλήθος. Δεν είναι απλός θεατής, αλλά συμμετέχει ψυχικά στη θυσία του καιόμενου. Το γεγονός ότι γράφει ένα ποίημα για τη θυσία αυτού του ανθρώπου, δείχνει ότι επιδοκιμάζει τη στάση του.
πηγές:
Διδακτική Πρόταση της Μαρίας Παπαλεοντίου (Φιλόλογος)
Συλλογή: Μεταίχµιο Β΄, έκδοση 1957
– «προϊόν εµπειρίας του εµφυλίου πολέµου και της µετεµφύλιας ατµόσφαιρας».
∆οµή ποιήµατος (σύµφωνα µε τον Τ.
Καρβέλη):
Α.
Στίχοι 1-13: αφήγηση (τραγικό δρώµενο) – ο αφηγητής ταυτίζεται µε τον ποιητή.
Β.
Στίχοι 14-16: η θέση του αφηγητή-ποιητή, κατακλείδα.
Αφηγηµατικές φωνές – πλάνα
– επίπεδα ποιήµατος:
Η
αφήγηση αρχίζει in medias res µε τη γεµάτη θαυµασµό φωνή (Κοιτάχτε! µπήκε στη φωτιά!) κάποιου
από το πλήθος. Στη
συνέχεια, το ποίηµα δοµείται σε
τρία αλληλοσυνδεόµενα πλάνα (σύµφωνα µε τον Κ. Μπαλάσκα) που παρουσιάζονται µε κινηµατογραφική
τεχνική. Ο φακός κινείται ανάµεσα στα πρόσωπα (πλήθος, ποιητής, καιόµενος) που
κυριαρχούν σ’ αυτά
τα πλάνα και
που σκιαγραφούνται µε αδρές γραµµές, ενώ παράλληλα αντιπροσωπεύουν
τρεις διαφορετικές οπτικές του κόσµου.
Α. Το
ποιητικό εγώ, που αναρωτιέται, σκέφτεται, σχολιάζει. Αρχικά, παρουσιάζεται ως ένας από το πλήθος (αφήγηση σε
α΄ πληθυντικό πρόσωπο – γυρίσαµε, µιλήσαµε),
στη συνέχεια αποδεσµεύεται και µετέχει στο δράµα του
καιόµενου (αφήγηση σε α΄ ενικό πρόσωπο -
διστάζω, είµαι
φτιαγµένος να παραξενεύοµαι,
φοβάµαι) για να αποκαλυφθεί στον τελευταίο στίχο, γενικά όµως (ο ποιητής),
ο ποιητής του µεταπολεµικού κόσµου.
Β. Το πλήθος, που θαυµάζει, δεν ανακατεύεται, χειροκροτεί
(αφήγηση σε β΄ πρόσωπο, χρήση βασικά προστακτικής
έγκλισης που είτε προτρέπει είτε αποτρέπει – Κοιτάχτε! // ξένη φωτιά µην την ανακατεύεις).
Γ. Ο καιόµενος (αφήγηση σε
γ΄ πρόσωπο - αυτός που απόστρεψε
το πρόσωπο, καίγεται, δε
φωνάζει βοήθεια, αναλίσκεται
περήφανος, µονάχος, καταµόναχος, αφανίζονταν, άστραφτε, γινόταν ήλιος).
Σκηνικό:
Χώρα
σκοτεινή και δύσκολη
(στίχος 9) – ανελεύθερη χώρα, «ένα τοπίο
θανάτου», η Ελλάδα του Εµφυλίου. Ο
στίχος 10 (ξένη φωτιά µην
την ανακατεύεις) δηλώνει
και την απαγόρευση
του πλήθους και την απαγόρευση της εξουσίας. Αυτή η κατάσταση εξηγεί και
τη στάση του καιόµενου (αγωνιστική διαµαρτυρία) και τη στάση του πλήθους(θαυµασµός,
φόβος, ουδέτερο χειροκρότηµα) και τη στάση του ποιητή, ο οποίος παραµένει
διχασµένος.
Γλώσσα – λειτουργία του
λόγου:
§Λόγος πυκνός,
δυνατός µε λογική διάρθρωση
και µελετηµένη αρχιτεκτονική.
§Αντιρητορική
αλλά και υποβλητική υφή της γλώσσας.
§Μικροπερίοδος
λόγος, κυριαρχία ρήµατος (28 ρήµατα), λιγοστά επίθετα («γυµνές οι λέξεις»)
δίνουν την αίσθηση ενός καθηµερινού λόγου που παραπέµπει στη µαρτυρία. Η χρήση
πολλών ρηµατικών προσώπων
κάνει το ποίηµα
να ηχεί πολυπρόσωπο (α΄ πληθυντικού, α΄ ενικού, β΄
ενικού, γ΄ ενικού) –
πρόκειται για τον
λόγο του ενός έναντι του λόγου των πολλών.
§Το ποίηµα
αρχίζει µε µια δραµατική προστακτική (Κοιτάχτε!) και ακολούθως περνάµε σε µια
στοχαστική ανάµνηση γεγονότων
σε χρόνο αόριστο (µπήκε στηφωτιά,
γυρίσαµε, απόστρεψε). Στη συνέχεια, ρήµατα σε χρόνο ενεστώτα ζωντανεύουν
την ανάµνηση (καίγεται, διστάζω, φοβάµαι),
ενώ οι παρατατικοί
που έπονται (καίγονταν, αφανίζονταν, γινόταν)
δηλώνουν τη διάρκεια
της πράξης και
της ανάµνησής της, τη διαχρονικότητά της.
Σύµβολα:
Χώρα σκοτεινή και δύσκολη: κάθε ανελεύθερο και
καταπιεστικό περιβάλλον.
Φωτιά: σύµβολο κάθαρσης και
εξαγνισµού.
Ήλιος: σύµβολο φωτός (ήλιος της
δικαιοσύνης).
Καιόµενος: σύµβολο αγωνιζόµενου
ανθρώπου ενάντια σε κάθε κατάσταση σκοτεινή και δύσκολη, ιερό σφάγιο, ο καθείς
που «αναλίσκεται» για ένα ιδανικό.
Ερµηνεία-αιτιολόγηση
τίτλου «Ο Καιόµενος»:
§= Ο άνθρωπος που
πυρπολείται, µια θυσιαστήρια δάδα διαµαρτυρίας, αυτός που καίγεται και θα καίγεται χωρίς να φθείρεται
(σαν τη φλεγόµενη βάτο), ο πρωταγωνιστής
στο δρώµενο αυτό.
§= Ο ποιητής, ο οποίος κατά
κάποιο τρόπο «καίγεται» µεταφορικά, παραµένοντας διχασµένος και µετέωρος.
§= Ο καθένας από εµάς, εάν
συναισθάνεται το ηθικό αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται.
Η αοριστία του τίτλου (= αυτός που καίγεται)
υποδηλώνει ότι δεν πρόκειται µόνο για
ένα ατοµικό δράµα
αλλά για µια πράξη
εν ενεργεία, που πραγματώνεται στο παρόν και προβάλλεται στο µέλλον
(δηλώνεται το παρόν διαρκείας, η δυνατότητα ή και η
προτροπή επανάληψης). Τούτο,
εξάλλου, δηλώνεται και µε
τον παροντικό χρόνο της µετοχής
καιόµενος που δίνει
τη διάρκεια, τη
διαχρονικότητα της πράξης (και όχι µε έναν παρελθοντικό που θα
σήµαινε ο καµένος, αυτός που κάηκε και δεν υπάρχει πια). Η σηµασία της πράξης
αυτής, που εν τέλει αποτελεί κατάφαση στη ζωή και όχι
άρνησή της, έγκειται
στο κέρδισµα του ‘προσώπου’ µας (πρβλ. «κι όµως κερδίζει κανείς το θάνατό του, το δικό
του θάνατο, που δεν ανήκει σε κανένα άλλο. Και τούτο το παιχνίδι είναι η ζωή» -
Γ. Σεφέρης).
Ο
ίδιος ο Σινόπουλος γράφει για το έργο του:
«Ό,τι
έγραψα ήρθε κυρίως
τις ώρες που ένιωθα
το σώµα µου ξένο
από µένα. Η «θεληµατική» µνήµη
δεν έπαιξε κανένα
ρόλο σε τούτη
τη δηµιουργία. Πρόσωπα µισο-πραγµατικά µισο-φανταστικά,
απαντηµένα σε λίγο ή πολύ φως, πέρασαν µέσα µου ξαφνικά»[…] Καιρό προσπάθησα να
οικειωθώ µε τις διαδοχικές εκείνες
καταστάσεις που θα µπορούσα να τις ονοµάσω: Κλίµακα Θανάτου. Γιατί αρνούµαι το
θάνατο σα σύνορο ή σα γεγονός οριστικό.
Έρχεται πριν τον καταλάβουµε και τελειώνει –
τελειώνει; - πολύ αργότερα απ’
ό,τι υποθέτουµε. Σε
τούτο το Μεταίχµιο
συνάντησα τον Ελπήνορα, την
Ελένη, τον Ιάκωβο, τον Μπίλια, τον Φίλιππο, την Ιωάννα. Ζώντας τη ζωή
µου µοιράστηκα στα δυο. Ποιο
κοµµάτι ανήκει στη
φθορά και ποιο στην αφθαρσία; Το
πραγµατικό ή το φανταστικό είναι το αληθινό; Η σκέψη µου θεωρεί «λογικά», κι
αυτό που λέµε φαντασία ή ασυνείδητο ή δαίµονα δεν υπακούει σε νόµους.
Αγωνίζοµαι για µια σύζευξη χωρίς να πετυχαίνω. Όποιος νιώθει ανάλογα ας
αποδώσει το δίκαιο.» (Τ. Σινόπουλος, εισαγωγικό σηµείωµα στο ποίηµά του
«Ιωάννα I, II, III», δηµ. 1947)
Γνωρίσµατα της ποιητικής
τέχνης του Τ. Σινόπουλου: (που ανιχνεύονται στο ποίηµα Καιόµενος)
Συλλογή: Μεταίχµιο Β΄, έκδοση 1957
– «προϊόν εµπειρίας του εµφυλίου πολέµου και της µετεµφύλιας ατµόσφαιρας».
∆οµή ποιήµατος (σύµφωνα µε τον Τ.
Καρβέλη):
Α.
Στίχοι 1-13: αφήγηση (τραγικό δρώµενο) – ο αφηγητής ταυτίζεται µε τον ποιητή.
Β.
Στίχοι 14-16: η θέση του αφηγητή-ποιητή, κατακλείδα.
Αφηγηµατικές φωνές – πλάνα
– επίπεδα ποιήµατος:
Η
αφήγηση αρχίζει in medias res µε τη γεµάτη θαυµασµό φωνή (Κοιτάχτε! µπήκε στη φωτιά!) κάποιου
από το πλήθος. Στη
συνέχεια, το ποίηµα δοµείται σε
τρία αλληλοσυνδεόµενα πλάνα (σύµφωνα µε τον Κ. Μπαλάσκα) που παρουσιάζονται µε κινηµατογραφική
τεχνική. Ο φακός κινείται ανάµεσα στα πρόσωπα (πλήθος, ποιητής, καιόµενος) που
κυριαρχούν σ’ αυτά
τα πλάνα και
που σκιαγραφούνται µε αδρές γραµµές, ενώ παράλληλα αντιπροσωπεύουν
τρεις διαφορετικές οπτικές του κόσµου.
Α. Το
ποιητικό εγώ, που αναρωτιέται, σκέφτεται, σχολιάζει. Αρχικά, παρουσιάζεται ως ένας από το πλήθος (αφήγηση σε
α΄ πληθυντικό πρόσωπο – γυρίσαµε, µιλήσαµε),
στη συνέχεια αποδεσµεύεται και µετέχει στο δράµα του
καιόµενου (αφήγηση σε α΄ ενικό πρόσωπο -
διστάζω, είµαι
φτιαγµένος να παραξενεύοµαι,
φοβάµαι) για να αποκαλυφθεί στον τελευταίο στίχο, γενικά όµως (ο ποιητής),
ο ποιητής του µεταπολεµικού κόσµου.
Β. Το πλήθος, που θαυµάζει, δεν ανακατεύεται, χειροκροτεί
(αφήγηση σε β΄ πρόσωπο, χρήση βασικά προστακτικής
έγκλισης που είτε προτρέπει είτε αποτρέπει – Κοιτάχτε! // ξένη φωτιά µην την ανακατεύεις).
Γ. Ο καιόµενος (αφήγηση σε
γ΄ πρόσωπο - αυτός που απόστρεψε
το πρόσωπο, καίγεται, δε
φωνάζει βοήθεια, αναλίσκεται
περήφανος, µονάχος, καταµόναχος, αφανίζονταν, άστραφτε, γινόταν ήλιος).
Σκηνικό:
Χώρα
σκοτεινή και δύσκολη
(στίχος 9) – ανελεύθερη χώρα, «ένα τοπίο
θανάτου», η Ελλάδα του Εµφυλίου. Ο
στίχος 10 (ξένη φωτιά µην
την ανακατεύεις) δηλώνει
και την απαγόρευση
του πλήθους και την απαγόρευση της εξουσίας. Αυτή η κατάσταση εξηγεί και
τη στάση του καιόµενου (αγωνιστική διαµαρτυρία) και τη στάση του πλήθους(θαυµασµός,
φόβος, ουδέτερο χειροκρότηµα) και τη στάση του ποιητή, ο οποίος παραµένει
διχασµένος.
Γλώσσα – λειτουργία του
λόγου:
§Λόγος πυκνός,
δυνατός µε λογική διάρθρωση
και µελετηµένη αρχιτεκτονική.
§Αντιρητορική
αλλά και υποβλητική υφή της γλώσσας.
§Μικροπερίοδος
λόγος, κυριαρχία ρήµατος (28 ρήµατα), λιγοστά επίθετα («γυµνές οι λέξεις»)
δίνουν την αίσθηση ενός καθηµερινού λόγου που παραπέµπει στη µαρτυρία. Η χρήση
πολλών ρηµατικών προσώπων
κάνει το ποίηµα
να ηχεί πολυπρόσωπο (α΄ πληθυντικού, α΄ ενικού, β΄
ενικού, γ΄ ενικού) –
πρόκειται για τον
λόγο του ενός έναντι του λόγου των πολλών.
§Το ποίηµα
αρχίζει µε µια δραµατική προστακτική (Κοιτάχτε!) και ακολούθως περνάµε σε µια
στοχαστική ανάµνηση γεγονότων
σε χρόνο αόριστο (µπήκε στηφωτιά,
γυρίσαµε, απόστρεψε). Στη συνέχεια, ρήµατα σε χρόνο ενεστώτα ζωντανεύουν
την ανάµνηση (καίγεται, διστάζω, φοβάµαι),
ενώ οι παρατατικοί
που έπονται (καίγονταν, αφανίζονταν, γινόταν)
δηλώνουν τη διάρκεια
της πράξης και
της ανάµνησής της, τη διαχρονικότητά της.
Σύµβολα:
Χώρα σκοτεινή και δύσκολη: κάθε ανελεύθερο και
καταπιεστικό περιβάλλον.
Φωτιά: σύµβολο κάθαρσης και
εξαγνισµού.
Ήλιος: σύµβολο φωτός (ήλιος της
δικαιοσύνης).
Καιόµενος: σύµβολο αγωνιζόµενου
ανθρώπου ενάντια σε κάθε κατάσταση σκοτεινή και δύσκολη, ιερό σφάγιο, ο καθείς
που «αναλίσκεται» για ένα ιδανικό.
Ερµηνεία-αιτιολόγηση
τίτλου «Ο Καιόµενος»:
§= Ο άνθρωπος που
πυρπολείται, µια θυσιαστήρια δάδα διαµαρτυρίας, αυτός που καίγεται και θα καίγεται χωρίς να φθείρεται
(σαν τη φλεγόµενη βάτο), ο πρωταγωνιστής
στο δρώµενο αυτό.
§= Ο ποιητής, ο οποίος κατά
κάποιο τρόπο «καίγεται» µεταφορικά, παραµένοντας διχασµένος και µετέωρος.
§= Ο καθένας από εµάς, εάν
συναισθάνεται το ηθικό αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται.
Η αοριστία του τίτλου (= αυτός που καίγεται)
υποδηλώνει ότι δεν πρόκειται µόνο για
ένα ατοµικό δράµα
αλλά για µια πράξη
εν ενεργεία, που πραγματώνεται στο παρόν και προβάλλεται στο µέλλον
(δηλώνεται το παρόν διαρκείας, η δυνατότητα ή και η
προτροπή επανάληψης). Τούτο,
εξάλλου, δηλώνεται και µε
τον παροντικό χρόνο της µετοχής
καιόµενος που δίνει
τη διάρκεια, τη
διαχρονικότητα της πράξης (και όχι µε έναν παρελθοντικό που θα
σήµαινε ο καµένος, αυτός που κάηκε και δεν υπάρχει πια). Η σηµασία της πράξης
αυτής, που εν τέλει αποτελεί κατάφαση στη ζωή και όχι
άρνησή της, έγκειται
στο κέρδισµα του ‘προσώπου’ µας (πρβλ. «κι όµως κερδίζει κανείς το θάνατό του, το δικό
του θάνατο, που δεν ανήκει σε κανένα άλλο. Και τούτο το παιχνίδι είναι η ζωή» -
Γ. Σεφέρης).
Ο
ίδιος ο Σινόπουλος γράφει για το έργο του:
«Ό,τι
έγραψα ήρθε κυρίως
τις ώρες που ένιωθα
το σώµα µου ξένο
από µένα. Η «θεληµατική» µνήµη
δεν έπαιξε κανένα
ρόλο σε τούτη
τη δηµιουργία. Πρόσωπα µισο-πραγµατικά µισο-φανταστικά,
απαντηµένα σε λίγο ή πολύ φως, πέρασαν µέσα µου ξαφνικά»[…] Καιρό προσπάθησα να
οικειωθώ µε τις διαδοχικές εκείνες
καταστάσεις που θα µπορούσα να τις ονοµάσω: Κλίµακα Θανάτου. Γιατί αρνούµαι το
θάνατο σα σύνορο ή σα γεγονός οριστικό.
Έρχεται πριν τον καταλάβουµε και τελειώνει –
τελειώνει; - πολύ αργότερα απ’
ό,τι υποθέτουµε. Σε
τούτο το Μεταίχµιο
συνάντησα τον Ελπήνορα, την
Ελένη, τον Ιάκωβο, τον Μπίλια, τον Φίλιππο, την Ιωάννα. Ζώντας τη ζωή
µου µοιράστηκα στα δυο. Ποιο
κοµµάτι ανήκει στη
φθορά και ποιο στην αφθαρσία; Το
πραγµατικό ή το φανταστικό είναι το αληθινό; Η σκέψη µου θεωρεί «λογικά», κι
αυτό που λέµε φαντασία ή ασυνείδητο ή δαίµονα δεν υπακούει σε νόµους.
Αγωνίζοµαι για µια σύζευξη χωρίς να πετυχαίνω. Όποιος νιώθει ανάλογα ας
αποδώσει το δίκαιο.» (Τ. Σινόπουλος, εισαγωγικό σηµείωµα στο ποίηµά του
«Ιωάννα I, II, III», δηµ. 1947)
Γνωρίσµατα της ποιητικής
τέχνης του Τ. Σινόπουλου: (που ανιχνεύονται στο ποίηµα Καιόµενος)
Για τον ήρωα: Θέμα του ποιήματος είναι η αυτοπυρπόληση, ως μορφή πολιτικής διαμαρτυρίας,
ενός απογοητευμένου ιδεολόγου και η αντίδραση του πλήθους και του ποιητή.
Το περιεχόμενο
του ποιήματος είναι πολιτικό.
Η μορφή αυτή πολιτικής διαμαρτυρίας δεν μαρτυρείται
πουθενά για την εποχή του ποιητή.
Είναι μια πράξη που την συνέλαβε η ποιητική φαντασία.
Δέκα
περίπου χρόνια μετά τη δημοσίευση του ποιήματος βουδιστές μοναχοί αυτοπυρπολήθηκαν
σε δημόσιους χώρους στο Βιετνάμ ως πράξη διαμαρτυρίας για την εισβολή του αμερικανικού
στρατού στη χώρα τους∙
το 1968 ο Σσεχοσλοβάκος φοιτητής Πάλαντς αυτοπυρπολήθηκε ως
διαμαρτυρία για την επέμβαση των Σοβιετικών στη χώρα του («άνοιξη της Πράγας»)∙
και το 1969
ο έλληνας φοιτητής Γεωργάκης αυτοπυρπολήθηκε στην Ιταλία διαμαρτυρόμενος για την Απριλιανή
δικτατορία.
Ο καιόμενος, λοιπόν δεν είναι κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο,
αλλά ο απογοητευμένος ιδεολόγος
ο οποίος θυσιάζει τη ζωή του ως μια έσχατη πράξη πολιτικής διαμαρτυρίας προς μία
κατάσταση στην οποία αντιτίθεται.
Η πράξη του παρουσιάζεται, με την ενεστωτική μετοχή, παροντική,
αλλά και εξακολουθητική, διαχρονική.
Η αιτία της πράξης του δεν είναι φανερή, αλλά πρέπει ν’ αναζητηθεί στη ζοφερή κατάσταση
της εμφυλιακής και μετεμφυλιακής Ελλάδας, που η κατάστασή της προξενεί φόβο (στ. 9)
. στ. 3. Προσηλωμένος στους δικούς του υψηλούς στόχους, δείχνει αποστροφή και περιφρόνηση
προς το αδιάφορο και ανεύθυνο πλήθος.
στ. 4. Η πράξη του είναι ενσυνείδητη και προμελετημένη γι’ αυτό δε μετανιώνει και δεν επικαλείται
τη βοήθεια κανενός, ώστε να ματαιωθεί η θυσία του. στ. 7. Είναι περήφανος για την πράξη του και έχει επίγνωση της αξίας του. στ. 8. Είναι άνθρωπος δυνατός με αντοχή και κουράγιο, δυνατός, αδιάφορος για τον σωματικό
πόνο.
στ. 11. Οι άνθρωποι που είναι ξεχωριστοί ενεργούν μοναχικά, σηκώνουν μόνοι το σταυρό
τους. Αυτή η μοναξιά είναι απόλυτη, κάτι που δηλώνεται με τον υπερθετικό καταμόναχος. Ο ποιητής για να αποτιμήσει την αξία της θυσίας του καιόμενου, δίνει την εικόνα του με
τρόπο λυρικό, καθώς τον παρουσιάζει να εκπέμπει εκθαμβωτικό φως ο ίδιος και όχι η φωτιά. Ο
καιόμενος αίρεται στην εξαΰλωση, γίνεται σύμβολο και φως για να ακτινοβολεί και να φωτίζει με το παράδειγμά του τους άλλους. Οι εξαιρετικές μορφές που θυσιάζονται για τα υψηλά ιδανικά
‘φωτίζουν’ τους λαούς με το παράδειγμά τους. Ωστόσο, η θυσία του καιόμενου δε φαίνεται να
έχει αντίκρυσμα στους άλλους, τουλάχιστον για την ώρα, όπως φαίνεται από τη συμπεριφορά
τους .
Η στάση του πλήθους: Μετά την έκπληξη και το ενδιαφέρον του πλήθους στην ξαφνική
θέα του καιόμενου, η στάση του πλήθους συμπυκνώνεται σε μια φράση με γνωμικό περιεχόμενο:
ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις. Δεν πρέπει κανείς ν’ αναμειγνύεται σε υποθέσεις που δεν
τον αφορούν, επειδή ενδέχεται να πάθει ο ίδιος κάποια ζημιά. Εκφράζει την παθητική στάση των
‘συνετών’ και ‘φιλήσυχων’ ανθρώπων που επικροτούν τις γενναίες πράξεις των άλλων, αλλά
παραμένουν αδρανείς απέναντι σε σημαντικά γεγονότα ή επικίνδυνες καταστάσεις από φόβο
μην πάθουν οι ίδιοι τίποτα. Ο ποιητής τους ονομάζει πλήθος και όχι λαό, ακριβώς γιατί τους
θεωρεί μάζα και όχι ανθρώπους με υψηλό φρόνημα, αγωνιστικότητα και υπευθυνότητα. Η στάση του ποιητή: Αρχικά ο ποιητής περιλαμβάνει και τον εαυτό του μέσα στο πλήθος. Από το στ. 5 διαχωρίζει τον εαυτό του και λειτουργεί ως αυθυπόστατο άτομο, για να μιλήσει στο
τέλος για τον εαυτό του σε τρίτο πρόσωπο, γενικεύοντας.
Ανάμεσα στις δυο κατηγορίες, των δρώντων και των θεατών, βρίσκεται μετέωρος ο ποιητής,
ο οποίος μοιράζεται στα δύο, διχάζεται. Μένει αναποφάσιστος, μην ξέροντας τι να επιλέξει: να πάει με το μέρος του καιόμενου και να κινδυνεύσει ή να μην πάει, οπότε θα είναι ασφαλής,
αλλά θα ανήκει στο πλήθος; Στο ποίημα φαίνεται ότι μένει με την αγαθή πρόθεση να πλησιάσει
τον καιόμενο, αλλά ακολουθεί τη συμβουλή του πλήθους. Φαίνεται όμως ότι στο βάθος μέμφεται
τον εαυτό του και νιώθει τύψεις για την αμφιταλάντευσή του. Το συμπέρασμά του ο ποιητής
το συνοδεύει με μια γενικευτική παρατήρηση: οι τρεις αυτές κατηγορίες ανθρώπων κρατάνε τη
στάση αυτή όχι μόνο στην εποχή του ποιητή, αλλά παρατηρούνται σε κάθε εποχή. Τεχνική: χρησιμοποιούνται λέξεις και εκφράσεις του καθημερινού προφορικού λόγου και αποφεύγονται οι λυρικές εξάρσεις. Ο λόγος είναι μικροπερίοδος με κοφτές και μικρές προτάσεις Φρησιμοποιούνται όλα τα γραμματικά πρόσωπα
Ελεύθερη στιχουργία.
Επισημαίνουμε τους διασκελισμούς των στίχων 2-3 και 3-4
και τον ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο των στ. 1, 9, 15
Κ. ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ,
ΙΔΑΝΙΚΟΙ ΑΥΤΟΧΕΙΡΕΣ
Γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα, παίρνουν
τα παλιά, φυλαγμένα γράμματά τους,
διαβάζουν ήσυχα, κι έπειτα σέρνουν
για τελευταία φορά τα βήματά τους
.
Ήταν η ζωή τους, λένε, τραγωδία.
Θεέ μου, το φρικτό γέλιο των ανθρώπων,
τα δάκρυα, ο ίδρως,
των ουρανών, η ερημιά των τόπων.
στέκονται στο παράθυρο, κοιτάνε
τα δέντρα, τα παιδιά, πέρα τη φύση,
τους μαρμαράδες που σφυροκοπάνε,
τον ήλιο που για πάντα θέλει δύσει.
Όλα τελείωσαν. Σο σημείωμα να το,
σύντομο, απλό, βαθύ, καθώς ταιριάζει,
αδιαφορία, συγχώρηση γεμάτο
για κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζει
Βλέπουν τον καθρέφτη,βλέπουν την ώρα
ρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθος,
«όλα τελείωσαν» ψιθυρίζουν «τώρα»,
πως θ' αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος…
ΑΓΓ. ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ,
Η ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ ΤΟΥ ΑΤΖΕΣΙΒΑΝΟ, ΜΑΘΗΤΗ ΤΟΥ ΒΟΥΔΑ
Ανεπίληπτα επήρε το μαχαίρι
ο Aτζεσιβάνο. K' ήτανε η ψυχή του
την ώρα εκείνη ολάσπρο περιστέρι.
Kι όπως κυλά, από τ' άδυτα του αδύτου
των ουρανών, μες στη νυχτιά έν' αστέρι,
ή, ως πέφτει ανθός μηλιάς με πράο αγέρι,
έτσι απ' τα στήθη πέταξε η πνοή του.
Xαμένοι τέτοιοι θάνατοι δεν πάνε.
Γιατί μονάχα εκείνοι π' αγαπάνε
τη ζωή στη μυστική της πρώτη αξία,
μπορούν και να θερίσουνε μονάχοι
της ύπαρξής τους το μεγάλο αστάχυ,
που γέρνει πια, με θείαν αταραξία!
Και τα τρία ποιήματα έχουν κεντρικό θέμα την αυτοκτονία.
Ποιες διαφορές εντοπίζετε στον
τρόπο που πραγματεύ
Κοιτάχτε! μπήκε στη φωτιά! είπε ένας απ’ το πλήθος.
Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν
στ’ αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο, όταν του
μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.
Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου.
Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένος να παραξενεύομαι.
Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;
Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;
Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι.
Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις, μου είπαν.
Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.
Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.
Γινόταν ήλιος.
Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές
άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.
Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο.
Το ποίημα του Τάκη Σινόπουλου «Ο καιόμενος» ανήκει στην ποιητική συλλογή Μεταίχ μιο Β΄ (1957), όπου ο ποιητής καταγράφει σκέψεις και εμπειρίες από τα χρόνια που ακολού θησαν το τέλος του εμφυλίου πολέμου. Πρόκειται για μία δύσκολη περίοδο τόσο γιατί η χώρα είχε περιέλθει σε δεινή οικονομική κατάσταση όσο και για τί τα πάθη του εμφυλίου ήταν ακόμη έντονα. Οι συνεχείς διώξεις, άλλωστε, εις βά ρος των κομμουνιστών είχαν δημιουργήσει ένα έντονο κλίμα ανελευθερίας, με αποτέλεσμα οι πολίτες ν’ αναγκάζονται να κρύβουν τις πραγματικές τους πεποιθήσεις, προκει μένου να γλιτώσουν απ’ το αντικομμουνιστικό μένος της κυβέρνησης.
Ο ποιητής θέλοντας να δείξει την άκρα αντίθεση ανάμεσα σ’ εκείνους που είναι πρόθυμοι να θυσιάσουν ακόμη και τη ζωή τους για να υπερασπιστούν τις ιδέες τους και σ’ εκείνους που επιλέγουν την παθητική στάση του αμέτοχου παρατηρητή, καταφεύγει στην παραστατικότη τα ενός ιδιαίτερου γεγονότος. Αποφεύγει έτσι την πιθανώς λιγότερο δραστική εντύπωση που θα προκαλούσε η θεωρητική προσέγγιση του θέματος και προκρίνει την εντυπωτική δύνα μη ενός τέτοιου περιστατικού, όπως είναι η αυτοπυρπόληση ενός ανθρώπου.
«Κοιτάχτε! μπήκε στη φωτιά! είπε ένας απ’ το πλήθος.
Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν
στ’ αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο, όταν του
μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.»
Το ποίημα δίνεται αφηγηματικά, με πρόδηλα τα στοιχεία του εσωτερικού μονολόγου, καθώς ο ίδιος ο ποιητής αποκαλύπτει τις σκέψεις που του προκαλεί το πρωτόγνωρο αυτό γεγο νός, η απρόσμενη αυτή πράξη αυτοθυσίας.
Με την προτροπή έκπληξης ενός ανθρώπου από το πλήθος -μέρος του οποίου είναι κι ο ίδιος ο ποιητής- οι παριστάμενοι στρέφουν να δουν το αδιανόητο γεγονός της αυτοπυρπό λησης ενός αγνώστου ανδρός. “Γυρίσαμε” τα μάτια γρήγορα, σχολιάζει ο ποιητής, εντάσ σοντας με το α΄ πληθυντικό πρόσωπο και τον εαυτό του στο απρόσωπο πλήθος. Η εναλ λαγή μεταξύ ρημάτων πρώτου πληθυντικού (γυρίσαμε, μιλήσαμε) και τρίτου ενικού (από στρεψε, καίγεται, δε φωνάζει), καθιστά σαφέστερη τη διάκριση ανάμεσα στο πλήθος και τη μοναδικότητα του ανθρώπου εκείνου που με την ακραία πράξη του καθηλώνει όλους τους άλ λους γύρω του.
Λίγο προτού ο άνθρωπος αυτός τυλιχτεί στις φλόγες οι άλλοι γύρω του, μαζί κι ο ποιη τής, είχαν προσπαθήσει να του μιλήσουν, εκείνος ωστόσο είχε στρέψει το πρόσωπό του αλ λού. Η απροθυμία του αυτή να επικοινωνήσει με τους ανθρώπους γύρω του, φανερώνει, όχι μόνο την απόλυτη προσήλωση που είχε σε ό,τι ετοιμαζόταν να κάνει, αλλά και την περιφρόνη σή του απέναντι στο αμέτοχο πλήθος. Ο άνδρας αυτός γνωρίζει ήδη την παθητικότητα που χαρακτηρίζει την πλειονότητα των συμπολιτών του, γνωρίζει ήδη πως προτιμούν την ασφάλει α που τους παρέχει η υποταγή στη θέληση των κυβερνώντων. Για το λόγο αυτό, άλλωστε, επι λέγει μια τόσο ακραία πράξη, στην προσπάθειά του να δείξει πόσο σημαντικό είναι να παλεύ ει κανείς για τα πιστεύω και τα ιδανικά του.
Έχει ιδιαίτερη σημασία να προσεχθεί η επιλογή της αυτοπυρπόλησης, καθώς δεν πρόκειται για μια απλή πράξη αυτοχειρίας. Αν επρόκειτο για απλή αυτοκτονία, θα μπο ρούσε να επιλεχθεί ένας άλλος τρόπος που θα επέφερε έναν ακαριαίο θάνατο. Ωστόσο, εδώ θέλει να τονιστεί η απόλυτη αποφασιστικότητα αυτού του ανθρώπου και η απόλυτη πίστη του στα ιδανικά για τα οποία θυσιάζει τη ζωή του. Έτσι, τον βλέπουμε να τυλίγεται στις φλόγες χωρίς να φωνάζει, χωρίς να ζητά βοήθεια. Υπομένει τους φρικτούς πόνους και την αγωνία του θανάτου, με πλήρη αυτοσυγκράτηση. Θέτει τα πιστεύω του πάνω και πέρα απ’ τη δική του ζωή, την οποία προτιμά να θυσιάσει προκειμένου να συμβάλει στην αφύπνι ση των συνανθρώπων του, αλλά και στην πλέον δραματική δήλωση της αξίας που έχει για τον άνθρωπο η ελευθερία να εκφράζει και να διεκδικεί την πραγμάτωση των ιδανικών του.
Ο καιόμενος θα μπορούσε να λειτουργεί ως σύμβολο για όλους εκείνους τους ανθρώπους της αριστεράς, οι οποίοι θυσίασαν τη ζωή τους στην προσπάθειά τους να δημιουργήσουν μια δι καιότερη κοινωνία, στην οποία δε θα πρυτάνευε πια το συμφέρον των οικονομικά ισχυρών, αλλά η αξία του ανθρώπου και οι ανάγκες του απλού πολίτη. Ο καιόμενος θα μπορούσε, συ νάμα, να είναι το σύμβολο όλων εκείνων των ανθρώπων που κατορθώνουν να δουν πέρα από τα προσωπικά τους συμφέροντα και τις ατομικές τους επιθυμίες, και προσφέρουν τον εαυτό τους σε μια ιδέα, σ’ έναν αγώνα που αγκαλιάζει όλους τους ανθρώπους.
«Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου.
Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένος να παραξενεύομαι.»
Παράλληλα με το δράμα του καιόμενου ανδρός, μας δίνονται και οι πρώτες σκέψεις του ποιητή, ο οποίος εκφράζει την επιθυμία να αγγίξει με το χέρι του τον άνθρωπο αυτό∙ ένδειξη του θαυμασμού που αισθάνεται για την πράξη αυτή που μοιάζει να ξεπερνά τα ανθρώ πινα μέτρα.
Ο ποιητής διστάζει, ωστόσο, δεν ξέρει αν πρέπει να τον πλησιάσει, αν πρέπει να κάνει κάτι ή όχι. Μέσα του αισθάνεται έντονη περιέργεια γι’ αυτό που συμβαίνει μπροστά του. Είναι, άλλωστε, φτιαγμένος από τη φύση του να παραξενεύεται, όπως σχολιάζει, αλλά δεν είναι σίγουρος για το ποια στάση πρέπει να κρατήσει.
Άξιο προσοχής πως ο ποιητής δεν εκφράζει τη σκέψη να παρέμβει δραστικά για τη σωτη ρία του ανδρός. Η πράξη της αυτοπυρπόλησης θα μείνει ως αντικείμενο παρατήρησης, ως αφορμή προβληματισμού, αλλά δε θα παρεμποδιστεί. Η θυσία αυτού του ανθρώπου θα φτά σει μέχρι το τέλος, χωρίς κάποια μάταιη απόπειρα διάσωσης, η οποία θα αλλοίωνε το χα ρακτήρα και θα απέτρεπε το πλήρες φανέρωμα της αποφασιστικότητας του ανθρώπου αυ τού.
«Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;
Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;»
Ο καιόμενος άνδρας ξεπερνά τις αδυναμίες της ανθρώπινης φύσης, υπερνικά τον βασα νιστικό πόνο του φλεγόμενου σώματός του, και στέκει μες στη φωτιά με την υπερηφά νεια ενός σύγχρονου μάρτυρα. Επιδεικνύει έτσι μιαν αποφασιστικότητα που προκαλεί εξαιρε τική εντύπωση σε όποιον τον αντικρίζει.
Η εύλογη απορία για το πώς γίνεται να καίγεται ζωντανός και να μην εκδηλώνει τον πόνο που αισθάνεται, έρχεται να τονίσει με εναργή τρόπο το μέγεθος της αποφασιστικότητάς του, αλλά και την ένταση της πίστης που τον έχει οδηγήσει στην πράξη αυτή. Είναι τόσο από λυτα αφοσιωμένος στα ιδανικά του, ώστε υπομένει τον φρικιαστικό αυτό θάνατο με πλήρη καρτερία. Σα να λέει σε όσους τον παρατηρούν πως αυτά για τα οποία πεθαίνει, αξίζουν κάθε πιθανή θυσία.
«Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι.
Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις, μου είπαν.»
Το ποίημα προχωρά με εναλλαγές ανάμεσα στην περήφανη στάση του ανθρώπου που καί γεται ζωντανός και του ποιητή που τον παρακολουθεί με φόβο και δισταγμό. Από τη μία έχου με εκείνον που είναι πρόθυμος να πεθάνει για να στηρίξει και να υπερασπιστεί τις ιδέες του, κι από την άλλη έχουμε τον ποιητή -εκφραστή του πλήθους, εκφραστή της πλειονότη τας των πολιτών εκείνης της περιόδου-, ο οποίος δεν τολμά να εκφράσει τη συμπάθειά του ή και την ομογνωμοσύνη του με τον καιόμενο.
Η χώρα είναι σκοτεινή και δύσκολη. Η χώρα περνά μια περίοδο κατά την οποία η υποψία και μόνο πως κάποιος έχει αντίθετες πεποιθήσεις απ’ αυτές της κυβέρνησης κινδύνευε με εξορία ο ίδιος και με πλήρη οικονομική εξαθλίωση η οικογένειά του. Οι πολίτες, έτσι, γίνονται εξαιρετικά επιφυλακτικοί και φοβούνται όχι μόνο να εκφράσουν τα πραγματικά πιστεύ ω τους, αλλά ακόμη και να συσχετιστούν με ανθρώπους που κρίνονται ύποπτοι από τους κυβερ νητικούς και την αστυνομία.
Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις, σχολιάζουν οι άνθρωποι της εποχής, εκφράζοντας μια στά ση που προτάσσει το όφελος της φιλήσυχης και ασφαλούς ζωής έναντι στην ενεργή διεκ δίκηση και υπεράσπιση των ιδανικών και της ελευθερίας. Η πλειονότητα των πολιτών επι λέγει να αδιαφορήσει για τα μεγαλύτερα ιδανικά, προκειμένου να της δοθεί το δικαίωμα να ζήσει έστω την περιορισμένη και ανελεύθερη ζωή του ατομικού βίου. Οι περισσότεροι πολί τες προτιμούν να θυσιάσουν την ελευθερία τους και το δικαίωμά τους να έχουν και να εκφρά ζουν τις δικές τους απόψεις, με αντάλλαγμα την ευκαιρία να ζήσουν ανενόχλητοι από την εξου σία.
Ανάμεσα στον αγώνα και στην αυτοθυσία για ένα καλύτερο αύριο για όλους και σε μια ζωή περιχαρακωμένη μες στα όρια που θέτει η εξουσία, ελάχιστοι είναι αυτοί που επιλέγουν το δρόμο της διεκδίκησης. Το πλήθος επιλέγει τη στέρηση της ελευθερίας του, επιλέγει να αφήσει τους κυβερνώντες και τους κρατούντες να κάνουν ό,τι θέλουν, αρκεί οι ίδιοι να δια σφαλίσουν την ησυχία τους. Σε μια χώρα που οι άνθρωποί της έχουν πολλάκις θυσιαστεί στο όνομα της ελευθερίας, οι κυβερνώντες μέσω του φόβου και της απειλής έχουν κα τορθώσει το αδιανόητο, έχουν καταφέρει να υποτάξουν πλήρως τους πολίτες, έχουν καταφέ ρει να τους καθηλώσουν σ’ ένα πλέγμα φόβου και ανασφάλειας, ώστε να μη διεκδικούν α πολύτως τίποτα, ώστε να μην παρεμποδίζουν την ασυδοσία της εξουσίας.
«Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.
Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.
Γινόταν ήλιος.»
Κι όμως σε τι αντίθεση με τους πολλούς βρίσκεται αυτός ο άνθρωπος. Καίγεται μονάχος του καταμόναχος∙ η λέξη μονάχος επαναλαμβάνεται και με επίταση, ώστε να δοθεί με ιδιαίτερη έμφαση το γεγονός πως μόνος του αυτός ο άνδρας τολμά να εκφράσει την αντίθεσή του στο φόβο που έχει επιβάλει η εξουσία, μόνος του αυτός τολμά να πεθάνει για τα ιδανικά του.
Από τη μία το υποταγμένο πλήθος κι από την άλλη αυτός μόνος του να καίγεται ζωντανός, σε μια αυτόβουλη θυσία που έρχεται να δείξει στους άλλους το μόνο δρόμο απέναντι στην α νελευθερία. Ο άνθρωπός αυτός επιλέγει το θάνατο απ’ το να ζει σε μια επιβεβλημένη αδρά νεια, χωρίς να έχει το δικαίωμα να διεκδικήσει γι’ αυτόν και τους δικούς του μια καλύτερη ζωή. Ο άνθρωπος αυτός επιλέγει το δρόμο της αντίστασης απέναντι στο φόβο και στην ανασφάλεια, απέναντι στην αντιδημοκρατική κυβέρνηση∙ και το κάνει αυτό με πλήρη αποφα σιστικότητα.
Καθώς το σώμα του αφανίζεται απ’ τις φλόγες, το πρόσωπό του αστράφτει, γίνεται ήλιος. Ο άνθρωπος αυτός όσο περισσότερο χάνει τη σωματική του υπόσταση, τόσο περισ σότερο γίνεται ένα σύμβολο, ένας ήρωας, σε μια εποχή όπου οι πολίτες έχουν απολέσει την αγωνιστικότητά τους. Η θυσία του θα στέκει ως παράδειγμα, ως διαρκές κίνητρο για εκεί νους που θέλουν να αντισταθούν στην απαράδεκτη προσπάθεια της κυβέρνησης να επ ιβάλει ένα συγκεκριμένο τρόπο σκέψης -τον τρόπο που διασφαλίζει τα συμφέροντά της - διώκοντας μέχρι την πλήρη εξαθλίωση εκείνους που αρνούνται να υποταχθούν στο συ στηματικό εκφοβισμό και στη συστηματική στέρηση της ελευθερίας.
«Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές
άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.
Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο.»
Ο ποιητής, ωστόσο, αντιλαμβάνεται πως το παράδειγμα του καιόμενου άνδρα θα έχει περιο ρισμένο μόνο αντίκτυπο, καθώς οι περισσότεροι άνθρωποι δεν είναι διατεθειμένοι να προ βούν σε θυσίες και σε ηρωικές πράξεις. Τους είναι πιο εύκολο να περιμένουν από κάποιον άλλο να επιτελέσει το δύσκολο έργο της διεκδίκησης, τους είναι πιο εύκολο να παρατηρούν εκ του ασφαλούς, περιμένοντας από κάποιον άλλον να θυσιαστεί, να παλέψει και ίσως να κερ δίσει κάτι, που θα ωφελήσει κι αυτούς.
Το ηρωικό σθένος προηγούμενων εποχών έχει παρέλθει, καθώς οι περισσότεροι άνθρωποι προ τιμούν πλέον να κοιτάζουν τη δουλειά τους, να μένουν αμέτοχοι και να μη διακινδυνεύουν την ασφάλεια της περιορισμένης ιδιωτικής τους ζωής. Έτσι, την ώρα που κάποιος άλλος θυσιάζε ται για εκείνους, που καίγεται ζωντανός για να τους παρακινήσει σε δράση, εκείνοι κοιτούν έκπληκτοι, νιώθουν ίσως και θαυμασμό για το θάρρος του, κάποτε επικροτούν κιό λας την πράξη του, αλλά δεν εγκαταλείπουν τη σιγουριά της απάθειάς τους.
Ο κίνδυνος που συνοδεύει την προσπάθεια διεκδίκησης, ο φόβος απέναντι στην πανταχού παρούσα κυβέρνηση, κάμπτει την αγωνιστικότητα των πολιτών, οι οποίοι έχουν μεταλ λαχθεί πια σε φιλήσυχους και αμέτοχους παρατηρητές. Η θυσία του άλλου ανθρώπου γίνεται κυρίως ένα ακόμη θέαμα άξιο προσοχής, αλλά σε καμία περίπτωση δεν έχει τόση δύναμη, ώστε να τους βγάλει από το τέλμα της απραξίας. Έτσι, το δικαίωμα στην ελευθερία, το δικαίωμα σε μια δικαιότερη κοινωνία, κατακρημνίζεται μπροστά στους δουλικά φερόμε νους πολίτες, που αδυνατούν να αντιληφθούν την αξία μιας κοινωνίας ελεγχόμενης, όχι από τους άπληστους κρατούντες, αλλά από τους ίδιους τους πολίτες.
Κι ο ποιητής μοιράζεται στα δυο. Ο ποιητής μετέχει και του δράματος του καιόμενου αν δρός, αλλά και της απάθειας του πλήθους, που στέκει εκεί χειροκροτώντας, χωρίς ωστόσο να παρακινείται σε δράση, χωρίς ωστόσο να παραδειγματίζεται από τη θυσία του συμπολίτη τους .
Ο ποιητής αντιλαμβάνεται πλήρως την αξία της θυσίας αυτού του ανθρώπου και αισθάνε ται κι ο ίδιος την ανάγκη να συμμετάσχει στον έξοχο αγώνα του. Καιόμενος υπ’ αυτή την έννοια δεν είναι μόνο ο άνδρας που καίγεται ζωντανός, αλλά και κάθε άλλος άνθρωπος που νιώθει μέσα του την ανάγκη να αντισταθεί και να παλέψει για τη ζωή που του στέρησαν. Κα ιόμενος είναι κάθε πολίτης που αισθάνεται την αγανάκτησή του να τον πνίγει και είναι έτοι μος να διεκδικήσει το δικαίωμα στην ελευθερία και στην προάσπιση του συλλογικού συμ φέροντος. Κι αν ο ποιητής δε φτάνει σε κάποια πιο δραστική μορφή αγώνα, καταγράφει ωστό σο το γεγονός της θυσίας του συνανθρώπου του και καταγγέλλει την απραξία των πολλών.
Ο ποιητής συνάμα παραμένει κομμάτι του πλήθους, μετέχει κι αυτός της απραξίας που χαρα κτηρίζει τη στάση των πολλών, καθώς αντιλαμβάνεται τους λόγους για τους οποίους έχουν περιέλθει σ’ αυτήν την κατάσταση απάθειας. Γνωρίζει πως το ιδανικό θα ήταν οι άν θρωποι να παραδειγματίζονταν απ’ τις θυσίες εκείνων που πέθαναν για μια κοινωνία καλύτε ρη, ωστόσο γνωρίζει κιόλας το φόβο που νιώθουν οι πολίτες για τη ζωή τους. Έχει βιώσει κι εκείνος την απόλυτη τρομοκρατία που έχει επιβάλει η κυβέρνηση με τη βοήθεια της αστυνομίας.
Η απραξία του πλήθους αν και κατακριτέα, δεν είναι ωστόσο ακατανόητη. Είναι γέννημα των συστηματικών διώξεων και της ανηλεούς τιμωρίας των αντιφρονούντων. Ο ποιητής, οπό τε, αντιλαμβάνεται, κατανοεί και αποδέχεται, τόσο την αποφασιστικότητα εκείνων που θυ σιάζονται για τα ιδανικά τους, όσο και το φόβο εκείνων που επιλέγουν να παραμείνουν αμέτο χοι παρατηρητές.
Ο Λίνος Πολίτης γράφει στην Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας για τον Τάκη Σινόπουλο τα εξής: «Ο Τάκης Σινόπουλος (γενν. 1917) από την πρώτη του συλλογή (1951) έδειξε την υφή της ποίησής του καθώς και την καταγωγή του από τον υπερρεαλισμό, τον Eliot, τονEzraPoundκαι το Σεφέρη. Φύση ανήσυχη και βαθιά προβληματιζόμενη, κατα φεύγει σε καινούριες ολοένα αναζητήσεις και βρίσκει διαφορετικό κάθε φορά τρόπο να εκφρα στεί. Βασικό πάντως στοιχείο στην ποίησή του παραμένει η αίσθηση της μοναξιάς, μιας μονα ξιάς υπαρξιακής. Ο ποιητικός του λόγος είναι εξαιρετικά επιμελημένος και διαυγής, με λογι κή διάρθρωση και μελετημένη αρχιτεκτονική και με στοιχεία προσωπικής γραφής, “από τα ελάχιστα πειστικά δείγματα ποιότητας που έχει να προβάλει η γενιά μας” [Μ. Αναγνω στάκης]. Στις νεώτερες, μετά το 1967 (σύντομες όπως οι περισσότερες) συλλογές του, προβάλλει σε πολλά σημεία και η εμπειρία της δικτατορίας. (Συγκεντρωτική έκδοση: Συλλογή Ι, 1951-1964, 1976).
Μαρία Δ. Βηλαρά
Φιλόλογος,
M.A. in Greek Literature and Linguistics
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΟΥ
ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ «Ο ΚΑΙΟΜΕΝΟΣ» ΤΟΥ ΤΑΚΗ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΥ (1917-1981)
ΑΘΗΝΑ
2014
2
Το σκίτσο του εξωφύλλου αντλήθηκε από την ιστοσελίδα:
http://logotexnikesmikrografies.blogspot.gr/2012/05/blog-post_7943.html, επίσκεψη
στις 18/10/2014.
3
Περιεχόμενα
1. Βιοεργογραφικό σημείωμα του Τάκη Σινόπουλου…………………………..
4-16
1.1 Γενικές πληροφορίες για τη ζωή και το έργο του………………………….4-7
1.2 Τα χρόνια της ποιητικής προετοιμασίας και η έκδοση του Μεταίχμιου….8-14
1.3 Η ποιητική γραφή του Τάκη Σινόπουλου………………………………..14-15
1.4 Η εργογραφία του Τάκη Σινόπουλου (επιγραμματικά)……………….....16-17
2. Ερμηνευτική και ιδεολογική προσέγγιση του ποιήματος «Ο Καιόμενος» του
Τάκη Σινόπουλου (1917-1981)……………………………………………… 18-28
2.1 Το ποίημα «Ο Καιόμενος»………………………………………………….18
2.2 Εισαγωγή……………………………………………………………………19
2.3
Ερμηνευτική και ιδεολογική προσέγγιση………………………………..20-28
2.3.1 Κύριο θέμα…………………………………………………………...20
2.3
.2 Νοηματικές ενότητες…………………………………………………20
2.3
.3 Η μοναχικότητα του ήρωα………………………………………..20-21
2.3
.4 Η οπτική του ποιητικού υποκειμένου…………………………….21-22
2.3
1.1 Γενικές πληροφορίες για τη ζωή και το έργο του
Η φωτογραφία στη
φοιτητική του
ταυτότητα, το 1939
[πηγή: περ. Η λέξη, τχ.
9 (Νοέμ. 1981),
σ.
724].
Ο Τάκης Σινόπουλος γεννήθηκε το 1917, στην Αγουλινίτσα, ένα χωριό του
Νομού Ηλείας,
αλλά ουσιαστικά μεγάλωσε στον γειτονικό Πύργο, όπου
εγκαταστάθηκε η οικογένειά του, το 1920. Ήταν ο πρωτότοκος γιος (ο πρώτος μεταξύ
τεσσάρων παιδιών· τα μικρότερα αδέλφια του ήταν ο Αθανάσιος και δύο δίδυμα, ο
Παύλος και η Μαρία) του φιλολόγου και γυμνασιάρχη, Γιώργου Σινόπουλου και της
Ρούσας-Βενέτας Αργυροπούλου.
Στα τέλη του 1934, εγκαταλείπει το επαρχιακό περιβάλλον του Πύργου και
πηγαίνει στην Αθήνα για να σπουδάσει στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου
Αθηνών, από όπου αποφοίτησε το 1944, παρά τις καθυστερήσεις και τα κωλύματα,
που επέφεραν ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος και η Κατοχή. Ήδη, τον Γενάρη του 1941,
έχει υπηρετήσει ως βοηθός γιατρού, ενώ, λίγο αργότερα, συλλαμβάνεται και
φυλακίζεται ως αντιστασιακός, από τον ιταλικό στρατό, στον Πύργο. Μετά την
αποφοίτησή του, υπηρετεί και πάλι στον στρατό, ως λοχίας υγειονομικού και από τη
θέση του έφεδρου ανθυπίατρου, στην οποία θα προαχθεί. Με το αξίωμα αυτό,
συμμετέχει στον Εμφύλιο, στις γραμμές του Εθνικού Στρατού, βιώνοντας εκ του
σύνεγγυς τη φρίκη και τον παραλογισμό, κάτι που αποτυπώνεται στο συγγραφικό του
έργο και ιδίως στην ποίησή του, η οποία φέρει το βαθύ στίγμα της παρακμής, του
πόνου, της απανθρωπιάς και της ηθικής εξαθλίωσης, που συνεπάγεται ο πόλεμος.
Μετά τη λήξη του Εμφυλίου και την αποστράτευσή του, από το 1949 και εξής,
εγκαθίσταται μόνιμα στην Αθήνα, όπου εργάζεται ως ιατρός – παθολόγος. Το 1972
παντρεύεται τη Μαρία Ντότα, πτυχιούχο Αγγλικής Φιλολογίας, η οποία, αργότερα,
Ποιητής, γιατρός, μεταφραστής, δοκιμιογράφος, βιβλιοκριτικός και
ζωγράφος, ο Τάκης Σινόπουλος συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πιο
σημαντικούς εκπροσώπους της μεταπολεμικής ελληνικής ποίησης. Το
έργο του είναι βαθύτατα συνυφασμένο με τις ιστορικές περιπέτειες
της μεταπολεμικής και μετεμφυλιακής Ελλάδας, ενώ η παρουσία του
στον χώρο των ελληνικών γραμμάτων συνδέεται άμεσα με τις
ευρύτερες αναζητήσεις και την προσπάθεια πνευματικής
διαμόρφωσης της ποιητικής εκείνης γενιάς, που εμφανίστηκε και
παρουσίασε το κύριο έργο της, στην περίοδο της Κατοχής και των
πρώτων μεταπολεμικών χρόνων.
5
δώρισε το σπίτι που έμενε, στον δήμο Νέας Ιωνίας, με σκοπό την στέγαση του
ιδρύματος «Τάκης Σινόπουλος»1
.
Ο Σινόπουλος πεθαίνει στον Πύργο, το 1981, ανήμερα του Πάσχα, ενώ προτομή
του ποιητή υπάρχει στην πλατεία, έξω από το σπίτι του, στην οδό Ναζλή 22 (σημερινή
οδό Τάκη Σινόπουλου),
στον Περισσό.
Θεματικό άξονα του ποιητικού έργου του Τάκη Σινόπουλου αποτελεί η υπαρξιακή
αγωνία του σύγχρονου ανθρώπου. Ο Μανόλης Αναγνωστάκης γράφει σχετικά: «Σ’ όλα
τα βιβλία του Σινόπουλου το βασικό συναίσθημα που κυριαρχεί –και αποτελεί, νομίζω,
και το κύριο “ερμηνευτικό” κλειδί της ποίησής του– είναι η απόλυτη μοναξιά, η βαθιά
αίσθηση της υπαρξιακής, της οντολογικής μοναξιάς του ατόμου, που τίποτα δεν μπορεί
να καταλύσει, ούτε ο έρωτας, ούτε η φιλία, ούτε η πίστη σε φιλοσοφικά και κοινωνικά
σχήματα»2
.
Συνεπώς, η ποιητική γραμμή που ακολουθεί ο Σινόπουλος διακρίνεται για
τις οντολογικές ανησυχίες, αλλά παράλληλα και για την έντονη πολιτική του σφραγίδα.
Αξίζει, στο σημείο αυτό, να αναφέρω και την άποψη του Λίνου Πολίτη για τον εν λόγω
δημιουργό: «Ο Τάκης Σινόπουλος (γενν. 1917), από την πρώτη του συλλογή (1951),
έδειξε την υφή της ποίησής του, καθώς και την καταγωγή του από τον υπερρεαλισμό,
τον Eliot, τον Ezra Pound και τον Σεφέρη. Φύση ανήσυχη και βαθιά
προβληματιζόμενη, καταφεύγει σε καινούριες ολοένα αναζητήσεις και βρίσκει
διαφορετικό κάθε φορά τρόπο να εκφραστεί. Βασικό, πάντως, στοιχείο, στην ποίησή
του, παραμένει η αίσθηση της μοναξιάς, μιας μοναξιάς υπαρξιακής. Ο ποιητικός του
λόγος είναι εξαιρετικά επιμελημένος και διαυγής, με λογική διάρθρωση και
μελετημένη αρχιτεκτονική και με στοιχεία προσωπικής γραφής, “από τα ελάχιστα
πειστικά δείγματα ποιότητας που έχει να προβάλει η γενιά μας” [Μ. Αναγνωστάκης].
Στις νεώτερες, μετά το 1967 (σύντομες όπως οι περισσότερες) συλλογές του,
προβάλλει, σε πολλά σημεία, και η εμπειρία της δικτατορίας. (Συγκεντρωτική έκδοση:
Συλλογή Ι, 1951-1964, 1976)»
3
.
Σε γενικές γραμμές, η ποίηση του Τάκη Σινόπουλου είναι λυρική, επιγραμματική
και κυριαρχείται από τραγική αυτογνωσία και απαισιοδοξία, ενώ, στα τελευταία χρόνια
1 Ο επίσημος διαδικτυακός τόπος του ιδρύματος “Τάκης Σινόπουλος” είναι ο εξής:
http://elpenor.gr/, επίσκεψη στις 12/12/2016.
2 Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Γ΄ Ενιαίου Λυκείου, Γενικής Παιδείας, Πλήρες βοήθημα
για το σχολικό βιβλίο, Α΄ Τόμος, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2003, σ. 15.
3 Λίνος Πολίτης, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. 18η ανατύπωση, Μορφωτικό Ίδρυμα
Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2010, σσ. 342-343.
6
της ζωής του, παρατηρήθηκε μία μεταστροφή στη χρήση του γλωσσικού του υλικού,
προς έναν αντιποιητικό, επιθετικό και συχνά ειρωνικό λόγο.
Το ποιητικό έργο του Τάκη Σινόπουλου, για το οποίο τιμήθηκε με το Κρατικό
Βραβείο Ποίησης (1962), αριθμεί δεκαπέντε αυτοτελείς συλλογές και δύο
συγκεντρωτικές, από το 1951 έως το 1999, εκ των οποίων οι δύο εκδόθηκαν μετά τον
θάνατό του.
Πρόκειται για τη συλλογή Το γκρίζο φως (1982, εισαγωγή Δ.Ν.
Μαρωνίτης), με ποιήματα που είχαν δημοσιευτεί δύο χρόνια νωρίτερα, στο περιοδικό
Εποπτεία, και για τη συλλογή Ποιήματα για την Άννα (1999), μία σειρά ερωτικών
ποιημάτων, που γράφτηκαν το καλοκαίρι του 1963 και είναι αφιερωμένα στην Άννα
Γεραλή. Παράλληλα, ο Σινόπουλος ασχολήθηκε με τη μετάφραση λογοτεχνικών
κειμένων, αλλά και δοκιμίων, από τα γαλλικά και τα αγγλικά, δραστηριότητα που είχε
ξεκινήσει ήδη από τη δεκαετία του 1930.
Μάλιστα, πριν από την έναρξη του πολέμου,
είχε δημοσιεύσει στο περιοδικό Νέα Εστία (1937), τη μετάφραση ενός ποιήματος του
Γάλλου δοκιμιογράφου και δραματουργού, Henry de Montherlant. Επίσης, κατά
περιόδους, είχε αναλάβει τη στήλη της βιβλιοκριτικής της ποίησης, σε σημαντικά
λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής του (Σημερινά Γράμματα, Κριτική, Εποχές, Η
Συνέχεια).
Αντιπροσωπευτικό μέρος της κριτικής δραστηριότητας του ποιητή
συγκεντρώθηκε στον τόμο Χρονικό αναγνώσεων (1999, επιμ. Ε. Γαραντούδης, Δ.
Μέντη). Επιπλέον, από τη δεκαετία του 1960 και έπειτα από παρότρυνση της ποιήτριας
και τεχνοκριτικού Ελένης Βακαλό, ασχολήθηκε με τη ζωγραφική, εκθέτοντας με
επιτυχία τα έργα του στη Γκαλερί «Ζυγός», τον Νοέμβριο και Δεκέμβριο του 1960.
Αξιοσημείωτη δε, είναι η διαίρεση της ποιητικής εργογραφίας του Τάκη
Σινόπουλου, σε δύο περιόδους – εξελικτικά στάδια, κυρίως από πλευράς ποιητικής
τεχνικής. Η διαίρεση αυτή αντιστοιχεί με τον χωρισμό σε δύο τόμους των
συγκεντρωτικών του εκδόσεων. Στην πρώτη περίοδο, η οποία καταλαμβάνει το
διάστημα 1951-1964, ο ποιητής ενδιαφέρεται πρωτίστως για τη δημιουργία ενός
μυθικού σύμπαντος, ακολουθώντας τα πρότυπα, αρχικά, της συμβολιστικής ποίησης
και αργότερα του Γιώργου Σεφέρη, του T.S. Eliot (που ήταν το ποιητικό alter ego του
Σεφέρη) και του Ezra Pound.
Ο Σινόπουλος, λοιπόν, τουλάχιστον στα πρώτα του
ποιήματα, αντιμετώπιζε την πραγματικότητα της εποχής του, μέσα από το σεφερικό
πρίσμα της προβολής μυθικών αρχετύπων. Εφάρμοζε, δηλαδή, τη μυθική μέθοδο. Από
την άλλη πλευρά, πολλοί κοινωνικοί ή πολιτικοί ποιητές, εκείνης της περιόδου,
περιέγραψαν και εισήγαγαν στο έργο τους, ένα ανάλογο τοπίο θανάτου, το οποίο,
όμως, αντανακλάται με τρόπο πιο άμεσο και ρεαλιστικό, γεγονός που σηματοδοτεί
7
έναν σημαντικό νεωτερισμό στην ποίηση του 20ού αιώνα. Το αίσθημα ενός
«επιζώντος» μέσα από τη φθορά και την ερήμωση της μετεμφυλιακής
πραγματικότητας, καθώς και η υπερφυσική αγωνία για τον προσδιορισμό της
ανθρώπινης ταυτότητας κατατρύχουν την ποιητική γραφή, η οποία, συχνά,
οχυρώνεται πίσω από την ασφάλεια ενός προσωπείου ή καταφεύγει σε σύμβολα,
προκειμένου να επικοινωνήσει με τον εξωτερικό περιβάλλοντα χώρο. Τα σύμβολα,
εξάλλου, δεν είναι τίποτα άλλο, παρά έννοιες του πραγματικού – φυσικού κόσμου·
π.χ. το κυπαρίσσι.
Στόχος του εκάστοτε ποιητή, ωστόσο, δεν είναι η απλή,
αντικειμενική περιγραφή αυτού του φυσικού αντικειμένου (όπως κάνει ο
παρνασσισμός), αλλά η μετατόπιση, μέσω αυτού, σε ένα συνυποδηλωτικό επίπεδο,
δηλαδή η εισχώρηση στο ασυνείδητο και στο μυστήριο της εσωτερικής μας
ψυχοδομής, σε ανθρώπινα συναισθήματα ή σε αφηρημένες έννοιες, οι οποίες, καθώς
συμβολοποιούνται, προσλαμβάνουν μία ιδιότυπη νοηματοδότηση. Εν πολλοίς, αυτό
το χαρακτηριστικό καθιστά το συμβολιστικό ποίημα δυσνόητο.
Η προσπέλαση,
δηλαδή, του νοήματος από τον αναγνώστη καθίσταται δύσκολη, διότι η σημασία του
ποιήματος διαθέτει έναν μείζονα δείκτη κρυπτικότητας, με αποτέλεσμα η
φαινομενολογική οπτασία να διαφέρει, σε μεγάλο βαθμό, από την ουσία.
Την έντονη σφραγίδα του οδυνηρού μεταπολεμικού κατατρεγμού φέρουν ακόμη
και τα ερωτικά ποιήματα του Σινόπουλου, μολονότι χαρακτηρίζονται από ποικίλες
εναλλαγές φωνής (λυρική έξαρση, ρομαντική αγωνία, ποιητική συγκίνηση).
Η υφολογική μεταστροφή του Σινόπουλου και η μετάβαση στη δεύτερη ποιητική
του περίοδο σημειώνεται γύρω στα μέσα της δεκαετίας του 1960, ενώ παράλληλα
συνοδεύεται από την κατάργηση πολλών παραδοσιακών στοιχείων, όπως των
ρητορικών σχημάτων και της συμβολιστικής ροπής. Ανάμεσα δε, στις δύο ποιητικές
περιόδους, φαίνεται ότι μεσολαβεί ένα κρίσιμο χρονικό άνυσμα ηθικού και ποιητικού
επαναπροσδιορισμού του Σινόπουλου, κάτι το οποίο παρατηρείται και στις κριτικές
ενασχολήσεις του.
Πιο συγκεκριμένα, η γλώσσα του αποκαθαίρεται από τη λυρική
χροιά, καθώς στιχουργεί τις απτές, σπαρακτικές και ολέθριες συνέπειες, που
συνθέτουν μία παραστατική “τοιχογραφία” του μεταπολεμικού τοπίου και,
απελευθερωμένη από γραμματικοσυντακτικούς περιορισμούς, προσφέρεται για την
αποτύπωση είτε της τραυματικής ιστορικής μνήμης («Νεκρόδειπνος»), είτε της
κοπιώδους ποιητικής εργασίας, με τους πειραματισμούς σε πεζολογικούς στίχους και
σε ημερολογιακές καταγραφές («Ο χάρτης», «Νυχτολόγιο»).
8
1.2 Τα χρόνια της ποιητικής προετοιμασίας και η έκδοση του Μεταίχμιου
Ο Τάκης Σινόπουλος εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα το καλοκαίρι του
1934, όταν, στην τοπική εφημερίδα του Πύργου, Νέα Ημέρα, δημοσίευσε, με το
ψευδώνυμο Αργυρός Ρουμπάνης, ένα ποίημα («Προδοσία») και ένα διήγημα (Η
εκδίκηση ενός ταπεινού). Άλλα ψευδώνυμα, τα οποία είχε χρησιμοποιήσει, ήταν τα:
Παύλος Αθανασίου, Χ(ρ). Κοσμάς, Ιάσων Σγουρός και Μιχάλης Φρεζίνης. Οι
κριτικοί, παρακολουθώντας τα πρώτα ποιητικά βήματα του Σινόπουλου,
χαρακτήρισαν την ποίησή του ως «μεταφυσική», «κοινωνική», «πνευματική» ή
«υπαρξιακή»4
.
Αργότερα, θεωρήθηκε ότι αποτελεί τον εκφραστή του άγχους της
μεταπολεμικής ζωής. Μάλιστα, ο ποιητής, δοκιμιογράφος και θεατρικός συγγραφέας,
Γιώργος Θέμελης διατύπωσε την άποψη πως η ψυχή του ποιητή παλεύει ανάμεσα στο
«μηδέν και το είναι», ενώ η μετέπειτα κριτική αναγνώρισε, στο έργο του, μία ποίηση,
που αναδύθηκε μέσα από την ιστορική εμπειρία του πολέμου και της κατάρρευσης
των αξιών. Επιπλέον, η γλώσσα του χαρακτηρίστηκε, από την κριτική, ως σκοτεινή
και αγωνιώδης, κατάλληλη να αποδώσει πιστά την τραυματική εσωτερική
κατακρήμνιση5
.
Επίσης, ο Σινόπουλος, όντας ενημερωμένος αναγνώστης, ήδη από τότε, της
σύγχρονης λογοτεχνικής του παραγωγής, που την παρακολουθούσε κυρίως μέσα από
τα περιοδικά της εποχής του, έρχεται νωρίς σε επαφή με τη νεωτερική ποίηση και τα
ρεύματα του εικονισμού6
και του γαλλικού μετασυμβολισμού. Από το 1937, άλλωστε,
4 Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, ό.π., σ. 15.
5 Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, ό.π., σσ. 15-16.
6 Ο εικονισμός ή ιμαζισμός (< αγγλ. imagism) είναι ποιητικό κίνημα, που εμφανίστηκε στην
Αγγλία και στην Αμερική, κατά τη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα, με ηγέτη τον Ezra Pound.
Επηρεασμένος από τον μπερξονιστή φιλόσοφο T. E. Hulme, ο οποίος πίστευε ότι οι εικόνες
δεν αποτελούν απλώς διακοσμητικά στοιχεία, αλλά την ίδια την ουσία της διαισθητικής
γλώσσας, ο Pound πρότεινε την ποιητική εικόνα, ως την ακαριαία παρουσίαση ενός
διανοητικού και συναισθηματικού συμπλέγματος. Η ιμαζιστική ποιητική προσδιορίζεται από
ένα βασικό χαρακτηριστικό, τον ελεύθερο στίχο, ο οποίος είναι προσεκτικά τεχνουργημένος
και αποδίδει, με μία σαφή, ακριβή και λιτή μεταφορά, την εντύπωση που προκαλεί στον
ποιητή η εξωτερική πραγματικότητα. Απορρίπτοντας τη φλυαρία και την αφαίρεση, που
διέπουν το μεγαλύτερο μέρος της λυρικής ποίησης του 19ου αιώνα, ο Pound επιδιώκει τη
λακωνική πυκνότητα του γιαπωνέζικου χαϊκού (= στιχουργική μορφή της ιαπωνικής ποίησης,
που εμφανίστηκε και αναπτύχθηκε κατά τον 16ο – 17ο αιώνα και αποτελείται από τρεις στίχους
των πέντε, επτά και πέντε συλλαβών αντίστοιχα), ώστε να αποτυπώσει με έναν αδρό, απτό
τρόπο, όχι το υποκειμενικό συναίσθημα, αλλά την αίσθηση του αντικειμενικού κόσμου.
Το
1914, μάλιστα, ο Pound εξέδωσε μία αντιπροσωπευτική ανθολογία του κινήματος του
εικονισμού, υπό τον τίτλο Des imagistes (Οι ιμαζιστές).
(Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Πρόσωπα. Έργα. Ρεύματα. Όροι. Εκδόσεις Πατάκη, 2η
έκδοση Μάρτιος 2008, Ιμαζισμός, σ. 910 και Χαϊκού, σ. 2332).
9
αρχίζει να δημοσιεύει στα περιοδικά, μεταφράσεις γαλλικής κυρίως ποίησης, ενώ δεν
λείπουν και οι αποδόσεις στην ελληνική γλώσσα, θεωρητικών κειμένων και δοκιμίων,
που αφορούν τη γλώσσα, τον στίχο και γενικότερα την ποίηση.
Το 1951, σε ηλικία 34 ετών, ο Τ. Σινόπουλος εκδίδει την πρώτη του ποιητική
συλλογή, υπό τον τίτλο Μεταίχμιο, η οποία περιλαμβάνει ποιήματα, που
δημοσιεύτηκαν σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά, από το 1944 έως το 1949.
Μόνο
ένα, το τελευταίο της συλλογής, με τον τίτλο «Άδης», αποτελεί προϊόν συνεργασίας
του ποιητή με τον στενό φίλο και ομότεχνό του, Γιώργη Παυλόπουλο, καθώς και ένα
είδος πειραματικής ποιητικής άσκησης, που θα επαναληφθεί τόσο στην αμέσως
επόμενη συλλογή του, τα Άσματα (Ι-ΧΙ) (1953), όσο και στη μεταγενέστερη, με τίτλο
Η νύχτα και η αντίστιξη (1959).
Το Μεταίχμιο είναι απόρροια των συμφορών, που σημάδεψαν την ψυχή του
Σινόπουλου, στη διάρκεια της Κατοχής και του Εμφυλίου και, κατά ένα τρόπο,
συμπυκνώνει τα εφιαλτικά του βιώματα. Η φθοροποιός επίδραση που υπέστη από την
εμπειρία μίας εμπόλεμης ζωής, σκιαγραφεί με τα μελανά χρώματα της απαισιοδοξίας
και του αποτροπιασμού τον καμβά των ποιητικών του συνθεμάτων. Με εμφανείς,
επίσης, τις επιρροές από τον Γιώργο Σεφέρη, αλλά κυρίως από τον Ezra Pound7
και
από τον T.S. Eliot, τους οποίους ο νεαρός τότε Σινόπουλος γνώρισε από σεφερικές
μεταφράσεις ποιημάτων τους, στο λογοτεχνικό περιοδικό Τα Νέα Γράμματα, κατά την
7 Ο Ezra Weston Loomis Pound (Έζρα Ουέστον Λούμις Πάουντ), (30 Οκτωβρίου 1885 – 1
η
Νοεμβρίου 1972), ήταν Αμερικανός ποιητής και δοκιμιογράφος. Μαζί με τον T. S. Eliot,
θεωρείται ένας από τους εξέχοντες ποιητές του αγγλοαμερικανικού μοντερνισμού. Κατά τη
διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, ετάχθη υπέρ του φασισμού και έγινε ενθουσιώδης
υποστηρικτής του Μουσολίνι, από τον οποίο ζήτησε να τον ορίσει υπουργό της φασιστικής
προπαγάνδας, ώστε να καθοδηγήσει τις μάζες. Μετά τον πόλεμο, επρόκειτο να δικαστεί για
τη δράση του, αλλά, έπειτα από παράκληση του Eliot και άλλων σπουδαίων συγγραφέων,
κλείστηκε στο ψυχιατρείο για δεκαπέντε χρόνια, όπου και πέθανε, σε ηλικία 87 ετών. Ο
Pound, στην ποίησή του και ιδίως στα Cantos, αρθρώνει μία λυρική κραυγή, χωρίς να
εφαρμόζει την αυστηρή τεχνική της ονοματοποιΐας, όπως κάνει ο Eliot. Ονοματοποιΐα
σημαίνει ακριβής μετάφραση του πρωτότυπου ποιήματος στη γλώσσα υποδοχής, με
αποτέλεσμα η ποίηση να μετασχηματίζεται σε επιτυχημένο λεκτικό παιχνίδι. Ο Pound,
ωστόσο, είναι αρκετά πληθωρικός και χειμαρρώδης για να περιοριστεί σε στενά ποιητικά
όρια.
Τα ποιήματά του συγκροτούν ένα «πανηγύρι λόγου» και αποτελούν ώσμωση των
γνώσεών του, καθώς αδυνατεί να δαμάσει την πολυγνωσία του. Το κυρίαρχο γνώρισμα της
ποίησής του είναι η χρήση ωμών, καθημερινών εκφράσεων του περιθωρίου, οι οποίες ξυπνούν
το προσδόκιμο του αναγνώστη και αισθητοποιούν τον κυνισμό, αλλά και τον μισογυνισμό
που διέκριναν τον εν λόγω ποιητή.
(Αικατερίνη Χανή, Νεοελληνική Λογοτεχνία 20ού αιώνα V, Πανεπιστημιακές παραδόσεις,
Τμήμα Φιλολογίας, Κατεύθυνση ΜΝΕΦ, Ζ΄ εξάμηνο, 1ο μάθημα (8/1/2014) και
http://el.wikipedia.org/wiki/Έζρα_Πάουντ, επίσκεψη στις 13/10/2014).
10
δεκαετία του 1930 (Καρατζόγλου 1988: 12), σε όλη τη συλλογή είναι διάχυτη η
ψυχική αποδόμηση και οι εικόνες φρίκης και καταστροφής. Ήδη από τους
εναρκτήριους στίχους του πρώτου ποιήματος της συλλογής, με τον τίτλο «Ελπήνωρ»,
αποκαλύπτεται η σκοτεινή, μελαγχολική διάθεση και η ανάλογη σκηνοθεσία όλων
των ποιημάτων του Μεταίχμιου.
Οι κριτικοί, μάλιστα, μιλούν για «τοπίο θανάτου εν
προόδω», από τους στίχους του πρώτου ποιήματος ως το τελευταίο. «Σχεδόν
ολόκληρο το ποιητικό έργο του Σινόπουλου ήταν μία συνεχής “μελέτη θανάτου” ενός
“επιζώντος”, μία Νέκυια “εν προόδω” με ζωτικό πυρήνα τον Ελπήνορα»8
:
Τοπίο θανάτου. Η πετρωμένη θάλασσα τα μαύρα κυπαρίσσια
το χαμηλό ακρογιάλι ρημαγμένο από τ’ αλάτι και το φως
τα κούφια βράχια ο αδυσώπητος ήλιος απάνω
και μήτε κύλισμα νερού μήτε πουλιού φτερούγα
μονάχα απέραντη αρυτίδωτη πηχτή σιγή.
Μέσα σε αυτό το σκηνικό, της παρακμής, του μαρασμού, της αλλοτρίωσης, της
αποσύνθεσης και της ηθικής διάβρωσης, όπου κυριαρχούν οι σκούρες αποχρώσεις, η
σιωπή, δηλωτική του τερματισμού του βίου, και η ακινησία, ξεδιπλώνονται τα ζοφερά
και αποκρουστικά οράματα του ποιητή, καθώς αναμοχλεύονται παλιοί έρωτες και
χαμένοι σύντροφοι.
Προλογίζοντας, μάλιστα, την πρώτη δημοσίευση του ποιήματος
«Ιωάννα», στο περιοδικό της Θεσσαλονίκης Κοχλίας, τον Φεβρουάριο του 1947, ο
Σινόπουλος εξηγεί με σαφήνεια τις πηγές της έμπνευσής του και προαναγγέλλει τους
θεματικούς άξονες, γύρω από τους οποίους θα κινούνται όχι μόνο τα ποιήματα του
Μεταίχμιου, αλλά και όλη η μετέπειτα παραγωγή του, στο βαθμό που οι άξονες αυτοί
θα αποτελέσουν σταθερούς τόπους της ποιητικής του. Ενδεικτικά, παραθέτω το
ακόλουθο απόσπασμα, από το προλογικό σημείωμα του Σινόπουλου:
«[…] Ό,τι έγραψα, ήρθε κυρίως τις ώρες που ένοιωθα το σώμα μου ξένο από
μένα.
Η “θεληματική” μνήμη δεν έπαιξε κανένα ρόλο σε τούτη τη δημιουργία.
Πρόσωπα μισό πραγματικά, μισό φανταστικά, απαντημένα σε λίγο ή σε πολύ
φως, πέρασαν μέσα μου ξαφνικά, καθώς συργιάνιζα στο πάρκο, καθώς μελετούσα
ή καθώς κύτταζα αφηρημένα το βλακώδες μούτρο κάποιου νοσοκόμου μ’ άσπρη
μπλούζα σε μια γωνιά. Άλλα ξεπήδησαν από μια οδυνηρή φράση, τυχαία
ειπωμένη, από ένα τυχαίο ήχο, που δεν ήθελε να βυθιστεί, από ένα κύτταγμα πολύ
8 Γ. Π. Σαββίδης, «Οι μεταμορφώσεις του Ελπήνορα στη νέα ελληνική ποίηση», περιοδικό
Εποπτεία, αφιέρωμα στον Τάκη Σινόπουλο, τχ. 51, σ. 794.
11
προσωπικό. Τότε, μέσα μου, ένας Δαίμονας αγωνιζόταν και με πίεζε με δύναμη
κοφτερή. Έπρεπε να υποταχτώ.
Ό,τι δημιουργήθηκε, χρωστιέται στη συνεργασία
του δαίμονα. Αποδίδω στον Καίσαρα ό,τι του ανήκει. Δεν ξεύρω αν αυτό είναι
ποίηση. Δεν ξεύρω ακόμα τι είναι ποίηση. Οι ορισμοί και οι άνθρωποι που
ορίζουν, μου είναι ξένοι. Καιρό προσπάθησα να οικειωθώ με τις διαδοχικές
εκείνες καταστάσεις, που θα μπορούσα να τις ονομάσω: Κλίμακα Θανάτου. Γιατί
αρνούμαι τον θάνατο σα σύνορο ή σα γεγονός οριστικό. Έρχεται πριν τον
καταλάβουμε και τελειώνει –τελειώνει;– πολύ αργότερα απ’ ό,τι υποθέτουμε. Σε
τούτο το Μεταίχμιο συνάντησα τον Ελπήνορα, την Ελένη, τον Ιάκωβο, τον
Μπίλια, τον Φίλιππο, την Ιωάννα […]» (Κοχλίας, τχ. 14: 18).
Παγιδευμένος, λοιπόν, αλλά ταυτόχρονα κινούμενος μεταιχμιακά πάνω στη
λεπτή γραμμή, που χωρίζει τη ζωή από την αναίρεσή της (εξού και ο τίτλος της
συλλογής Μεταίχμιο), ο ποιητής δεξιώνεται και ανταμώνει τους νεκρούς του, που
εισβάλλουν στο ποιητικό προσκήνιο απροσδόκητα, τις περισσότερες φορές,
στοιχειώνοντας την πολύπαθη μνήμη του. Υπό αυτό το πρίσμα, αποκτά ιδιαίτερη
σημασία, στην ποίηση του Σινόπουλου, η παρουσία της ιδεώδους μορφής του
Ελπήνορα, που απαντά ρητά σε δύο αρχαιόμυθα ποιήματα αυτής της πρώτης
συλλογής («Ελπήνωρ», «Νεκρόδειπνος για τον Ελπήνορα»), ενώ θα φανερωθεί πάλι,
στην αμέσως επόμενη συλλογή του, τα Άσματα (Ι-ΧΙ) (1953).
Ο μυθικός Ελπήνωρ, ο χαμένος σύντροφος του Οδυσσέα και το πρώτο πρόσωπο
που συναντά ο ομηρικός ήρωας, κατά την κατάβασή του στον Άδη (από τη Νέκυια της
Οδύσσειας, ραψ. λ), ζητά δακρυσμένος από τον επιφανή σύντροφό του, να μην τον
ξεχάσει και να φροντίσει για την ταφή του, όταν επανέλθει στον κόσμο των ζωντανών,
προκειμένου η ψυχή του να βρει γαλήνη και ανάπαυση στον Κάτω Κόσμο.
Ο
σημειολογικός προσδιορισμός που ορίζει ο Ελπήνωρ, ανταποκρίνεται πλήρως στο
ιδανικό του μυθικού οδηγητικού σχήματος, το οποίο, όπως προανέφερα, δεσπόζει στις
επιλογές της ποιητικής φόρμας του Τ. Σινόπουλου. Αιώνες αργότερα από τον Όμηρο,
αλλά και αρκετά χρόνια μετά τον Ezra Pound, που πρώτος ανέστησε τον ομηρικό
ήρωα, στη σύγχρονη παγκόσμια λογοτεχνία, με το πρώτο του «Canto», το οποίο
δημοσιεύτηκε το 1917 και μεταφράστηκε στα ελληνικά από τον Γιώργο Σεφέρη, το
1939, στο περιοδικό Τα Νέα Γράμματα, ο Τάκης Σινόπουλος, νωρίτερα από κάθε
άλλον Νεοέλληνα ποιητή, επιλέγει τη χρησιμοποίηση του ίδιου μυθικού προσώπου,
για τις ανάγκες της δικής του «Νέκυιας» (Σαββίδης 1990: 31):
12
[…]
Και ξάφνου καθώς ένα φως ελάχιστο μες σε βαθιά
σκοτεινή γαλαρία ζυγώνει αυξαίνοντας ολοένα,
έτσι μεγάλωσε στον ταραγμένο νου μου η εικόνα του
κι ορθώθηκε ολοζώντανος στα μάτια μου ο Ελπήνωρ.
Το βλέμμα του με κοίταγε γλυκό κι ασάλευτο.
Τα χείλη του κινήθηκαν κι ύστερα πάλε σφάλιξαν
και θάρρεψα πως άκουσα να φτάνει ως την ακοή μου
η υπόκωφη μουρμουριστή φωνή του: Φίλε
καιρό με ξέχασες. Μήτε ένα δείπνο για νεκρό
μήτε μνημόσυνο δεν έταξες για τον Ελπήνορα.
Πικρός ο θάνατός μου ακόμα συνεχίζεται
και με παιδεύει ακόμα πιο πικρός και μαύρος,
όσο περνάει ο χρόνος. Λύτρωσέ με φίλε.
[…]9
Στον Σινόπουλο, ωστόσο, ο Ελπήνωρ δεν συνιστά ένα απλό μυθικό ίνδαλμα.
Αντίθετα, η ύπαρξή του γίνεται ευκρινής και λαμβάνει πιο ουσιαστική νοηματική
βάση, κυρίως μέσα από τον συσχετισμό της με τα άλλα πρόσωπα, που συνεπικουρούν
στη συγκρότηση του ποιητικού του στερεώματος, με τα οποία συνυπάρχει και
συνδιαλέγεται, καθώς τους κατευθύνει όλους η ίδια δύναμη προκαθορισμού. Στην
πραγματικότητα, ο Ελπήνωρ δεν είναι παρά μία αφετηρία, ένα εναρκτήριο κίνητρο
και ένα κοινό σημείο αναφοράς, στο οποίο διασταυρώνονται και διαθλώνται όλοι οι
άλλοι πρωταγωνιστές των ποιημάτων του Σινόπουλου: ο Λουκάς, ο Ισαάκ, ο
Μάρκελλος, ο Αλέξαντρος, ο Μπίλιας, αλλά και ο Ιάκωβος, ο Φίλιππος κ.ο.κ.
Σε
τελική ανάλυση, στην ποίηση του Σινόπουλου, ο χαμένος «στις απέραντες
παράγραφους της ιστορίας»
10 Ελπήνωρ, μετουσιώνεται σε ένα διαχρονικό σύμβολο,
υπό τη σκέπη του οποίου εμφωλεύουν συγκεντρωτικά όλοι οι νεκροί φίλοι και τα
αδικοχαμένα θύματα του πολέμου, που ζητούν τη μεταθανάτια δικαίωση και
9 Από το ποίημα «Νεκρόδειπνος για τον Ελπήνορα»
(http://epopteia.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=44:2011-08-03-20-24-
24&catid=6:2011-04-05-06-27-49&Itemid=66, επίσκεψη στις 14/10/2014).
10 Από το ποίημα «Ελπήνωρ»
(http://www.snhell.gr/anthology/content.asp?id=247&author_id=46, επίσκεψη στις
14/10/2014).
13
λύτρωση, καθώς και άπαντες οι αφανείς ήρωες της Ιστορίας, τους οποίους μνημονεύει
ο ποιητής, καταυγάζοντας και ερμηνεύοντας τα αινιγματικά πρόσωπά τους.
Την ίδια περίοδο, από το 1949 μέχρι το 1954, έχουν γραφτεί και τα ποιήματα που
απαρτίζουν τη συλλογή Μεταίχμιο Β΄, η οποία εκδίδεται το 1957.
Από τον τίτλο της
συλλογής, ήδη αντιλαμβανόμαστε πως τα ποιήματα αυτά τοποθετούνται
θεματολογικά σε πεδίο ανάλογο με εκείνο του πρώτου Μεταίχμιου. Ο Kimon Friar
έχει γράψει χαρακτηριστικά, για την εξέλιξη της ποίησης του Σινόπουλου, τα εξής:
«Ενώ στο πρώτο Μεταίχμιο ο τρόμος εξουδετερωνόταν κάπως, καθώς παρουσιαζόταν,
κατά καιρούς, με το ένδυμα της κλασικής μυθολογίας, στο Μεταίχμιο Β΄ εμφανίζεται
γυμνός. Πρόσωπα και χώροι μεταβάλλονται σε βίαια και διαφανή σύμβολα και, για
πρώτη φορά στην ποίησή του, ο Σινόπουλος κοιτάζει τον πόλεμο και ό,τι ακολούθησε,
με σαφή πολιτική αντίληψη»11
.
Την ίδια χρονική περίοδο με το Μεταίχμιο Β΄,
κυκλοφορεί και η συλλογή Ελένη, η οποία συγκροτείται από μία σειρά σύντομων
ερωτικών ποιημάτων. Αφιερωμένα στο σύμβολο της αιώνιας γυναίκας, τα ποιήματα
της συλλογής αυτής διακρίνονται για τον λυρισμό τους, τη συναισθηματική τους
ένταση, αλλά και για τις πληθωρικές ρητορικές τους στιγμές, όπως είναι, για
παράδειγμα, η πυκνή χρήση αναφωνήσεων, προσφωνήσεων, επικλήσεων, ερωτήσεων,
αλλά και επιθέτων.
Βέβαια, η χρησιμοποίηση μίας μυθικής αρχετυπικής κατασκευής,
τόσο συχνής στη νεότερη ποίηση, αποτελεί, ταυτόχρονα, ένα πρόσχημα για να
στοχαστεί ο ποιητής πάνω στη σχέση της τέχνης του με το υλικό της, με τελικό
κυρίαρχο αυτής της αναμέτρησης, την ίδια την ποίηση.
Στην αρχαιότητα, το όνομα Ελένη σήμαινε καταστροφική. Συνεπώς, οι μυθικοί
και συμβολοποιημένοι ήρωες του Σινόπουλου είναι, κατά βάση, τραγικά πρόσωπα της
Ιστορίας, θύματα ή υπαίτιοι πολέμων και σπαραγμών, αδικημένοι, που διεκδικούν την
αποκατάσταση των δικαιωμάτων τους, πονεμένοι και βασανισμένοι, που, έχοντας
υποστεί πλήρη εσωτερική καταρράκωση και ισοπέδωση, αιτούν αρωγή, μέσα σε μία
ατμόσφαιρα διαιωνιζόμενης επαναληψιμότητας. Και σε αυτή τη συλλογή, επομένως,
επικρατεί το ίδιο μοτίβο σήψης και αποτελμάτωσης και εμφανίζονται ξανά οι λογήςλογής φιγούρες, που δομούν το ποιητικό σύμπαν του Σινόπουλου (η Μαρία, ο
Φίλιππος, ο Ιάκωβος), ενώ δεν απουσιάζουν εντελώς και οι αναφορές σε μυθολογικά
πρότυπα (π.χ. στο ποίημα «Ο Οδυσσέας στο ποτάμι»).
Παρ’ όλα αυτά, διακρίνουμε
την προσπάθεια του ποιητή να συμφιλιωθεί με τις εφιαλτικές αναμνήσεις, που
11 Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, ό.π., σ. 15.
14
στοχοποιούν το παρελθόν του και να ανταποκριθεί στις περιστάσεις της εποχής του,
εγχαράσσοντας με ποιητικό στόμφο, πιο καινοφανείς και οικείες εμπειρίες. Επί
παραδείγματι, στο ποίημα «Ο Καιόμενος», ο Σινόπουλος καταλήγει στη φράση: «Στην
εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές / άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι
χειροκροτούνε. // Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο», εκθέτοντας, με τον τρόπο αυτό, τον
προβληματισμό του για τον ρόλο της ποίησης και του ποιητή, στη σύγχρονη εποχή,
έναν προβληματισμό, που θα εντάξει οργανικότερα στη μεταγενέστερη ποίησή του,
μέσα από ωριμότερες αναζητήσεις και ουσιαστικότερες διατυπώσεις.
1.3 Η ποιητική γραφή του Τάκη Σινόπουλου
Ο έντονος προβληματισμός για τη γλώσσα διατρέχει όλο το έργο του ποιητή, ο
οποίος δηλώνει ρητά: «Η ποίηση είναι πριν απ’ όλα γλώσσα.
Μια περήφανη,
ανυπότακτη, ιδιότροπη, δύστροπη και ελεύθερη γλώσσα»12. Η γλώσσα, για τον
ποιητή, δεν είναι ένας απλός επικοινωνιακός δίαυλος, αλλά το μέσο πρόσβασης της
βαθύτερης ουσίας των πραγμάτων. Καθώς, λοιπόν, διακατέχεται από το γόνιμο πάθος
του έμπειρου τεχνίτη, οικοδομεί και πλάθει, με τον δικό του τρόπο, μία ιδιάζουσα
γραφή και μία ευρηματική μορφολογική σύνθεση, που, στην εξέλιξη της ποιητικής
του τέχνης, μεταπλάσσεται σε ποίηση του έσχατου βιώματος. «Κανείς δεν ξέρει ποια
τρομακτική ανάσταση σχεδιάζουν αυτά τα νέα ποιήματα. Το αίμα τους καίει τα
δάκτυλα και στάζει τώρα στα χώματα. Από τις πέτρες βγάζουν το κεφάλι τους
ανεξήγητες εκκωφαντικές κραυγές»13
. Ο Σινόπουλος υιοθετεί, ακόμη, απροσδόκητες
συζεύξεις λέξεων, όπως: «μεγάλο μαύρο φως», «Η νύχτα ήτανε […] ένας κατάμαυρος
τοίχος», «όσοι γκρεμίσανε σκοτείνιασαν την ιστορία».
Επίσης, χρησιμοποιεί συχνά τις ίδιες λέξεις, καθώς και λέξεις–σύμβολα, π.χ.
«φωτιά», «νύχτα», «θάνατος», «μοναξιά», «καίγομαι», «αστράφτω», «έρημος»,
«μόνος» κ.ά. Εξοβελίζει δε, από την αρχή, το κόμμα και είναι, γενικά, φειδωλός στα
σημεία στίξης (όπως συμβαίνει και στον «Καιόμενο»), προσφεύγοντας, έτσι, στην
ελλειπτική γραφή, ενώ παράλληλα, απορρίπτει διαρρήδην τον φορμαλισμό. Στην
«Ποίηση της Ποίησης» ανευρίσκουμε πολλές αναφορές στη γλώσσα, όπως οι εξής
αφορισμοί, που ταιριάζουν και στον «Καιόμενο»: «Καμιά φορά, μέσα στο όνειρο, οι
λέξεις φωτίζονται από ένα παράξενο φως, αλλάζουνε ρυθμό και σημασία, ανοίγουν
12 http://users.sch.gr/papangel/sch/lit/ko.sinopoulos1.htm, επίσκεψη στις 16/10/2014.
13 Τάκης Σινόπουλος, «Η ποίηση της ποίησης»
(http://kapoumakria.blogspot.gr/2012/11/1964.html, επίσκεψη στις 18/10/2014).
15
σα λουλούδια σκοτεινά, γίνονται πόρτες για τον ουρανό και για τον κάτω κόσμο»14 ή
«Οι πρώτες λέξεις μέσα στο ποίημα κραυγάζανε απειθάρχητες, λες και βρισκόντανε
σε διαδήλωση. Οι τελευταίες γονάτιζαν χαμένες στη σιωπή και την έκσταση»
15
.
Συγκεκριμένα, η ποιητική γραφή του «Καιόμενου» είναι διαυγής, λιτή, και
επιτυγχάνει την εύστοχη έκφραση της διανοητικής αντίληψης και του συναισθήματος.
Οι λέξεις είναι απογυμνωμένες τόσο από καλολογικά στοιχεία, όσο και από λυρικά
επικαλύμματα. Ο λόγος του ποιητή είναι απλός, κοφτός, ασθματικός, ακαριαίος και
με ξεκάθαρη σκοποθεσία. Τα ρήματα και τα επίθετα αποδίδουν, με θαυμαστή
ενάργεια, το δράμα του μάρτυρα και τη βιωματική εμπειρία του αφηγητή–ποιητή.
Μάλιστα, καθώς διαβάζουμε το ποίημα «Ο Καιόμενος», προβάλλει, με έντεχνο τρόπο,
η αίσθηση πως ο ποιητής «γράφει το ποίημα ισοζυγιάζοντας τη γλώσσα της
συνείδησης με τη συνείδηση της γλώσσας του»16
.
14 Σινόπουλος, Η ποίηση της ποίησης, ό.π.
15 Σινόπουλος, Η ποίηση της ποίησης, ό.π.
16 «Η ποίηση της ποίησης», 1964. Συλλογή I. Εκδόσεις Eρμής, 1976, σ. 321.
(http://www.snhell.gr/references/quotes/writer.asp?id=293, επίσκεψη στις 18/10/2014).
16
1.4. Η εργογραφία του Τάκη Σινόπουλου (επιγραμματικά)
2.1 Το ποίημα «Ο Καιόμενος»
Κοιτάχτε μπήκε στη φωτιά! είπε ένας απ’ το πλήθος.
Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν
στ’ αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο όταν του
μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.
Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου.
Είμαι από φύση μου φτιαγμένος να παραξενεύομαι.
Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;
Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;
Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι.
Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις μου είπαν.
Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.
Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.
Γινόταν ήλιος.
Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές
άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.
Ο Ποιητής μοιράζεται στα δυο.
Τάκης Σινόπουλος, Συλλογή Ι. 1951-1964, Αθήνα, Ερμής 1986, σ. 107.
19
2.2 Εισαγωγή
Το ποίημα «Ο Καιόμενος» ανήκει στην ποιητική συλλογή του Τάκη Σινόπουλου,
με τίτλο Μεταίχμιο Β΄ (1957), η οποία κυκλοφόρησε μετά τον ελληνικό Εμφύλιο και
έχει έντονα κοινωνική και πολιτική διάσταση. Πριν από τη συλλογή Μεταίχμιο Β΄,
είχε πρωτίστως κυκλοφορήσει, όπως ήδη ανέφερα, και η συλλογή του με τίτλο
Μεταίχμιο (1951).
Το θέμα που πραγματεύεται ο ποιητής στο ποίημα αυτό, το πρώτο
από τα δεκαεπτά της συλλογής, είναι η αυτοπυρπόληση ενός ανθρώπου,
αντιφρονούντος ως προς τις ζοφερές, παρασιτικές και διαβρωτικές συνθήκες που
επικρατούν γύρω του, οι οποίες καταποντίζουν το επίπεδο της αξιοπρέπειάς του και
τον καθιστούν αδύναμο να οραματιστεί και να παλέψει με δυναμισμό για τα όνειρά
του και τους στόχους του.
Έτσι, ο ευαίσθητος και απογοητευμένος από την κακία του
κόσμου άνθρωπος, μοιραία οδηγείται στην πεποίθηση, ότι ο μοναδικός τρόπος για να
αποπαγιδευτεί ο κόσμος από το σκοτεινό τούνελ της απανθρωπιάς, της αδικίας, της
βίας και της αυθαιρεσίας, είναι να θυσιαστεί ο ίδιος στο βωμό των υψηλών ιδανικών
του, τα οποία ελάχιστοι, δυστυχώς, θα συμμεριστούν. Στην εποχή μας, η
αυτοπυρπόληση, όπως και κάθε άλλη απονενοημένη απόπειρα τερματισμού του βίου,
ωθούμενη από κοινωνικοπολιτικά κίνητρα, αποτελεί την έσχατη μορφή προσωπικής
διαμαρτυρίας των απελπισμένων ιδεολόγων, οι οποίοι, εμφορούμενοι από τα αρνητικά
συναισθήματα της δυστυχίας και της εσωτερικής κατακρήμνισης, προτιμούν να
μετατραπούν σε σύγχρονους «καμικάζι», που, με τη στάχτη τους, θα αποτεφρώσουν
παράλληλα και τα σαθρά θεμέλια του κοινωνικού οικοδομήματος.
Παρατηρούμε, εν πολλοίς, πως το ποίημα «Ο Καιόμενος» καθιστά πρόδηλο από
την αρχή, αυτό που επίκειται να συμβεί στο τέλος. Κατά συνέπεια, λογίζεται
προφητικό, διακηρύσσοντας πως η ανθρώπινη ύπαρξη δεν είναι δυνατόν να
υποσκελίζεται ή να απαξιώνεται, μέσα από έναν αφηρημένο καθορισμό της, και πως
ουδεμία ασαφής και κενή περιεχομένου ιδεοκρατία δεν έχει το απαιτούμενο σθένος,
ώστε να υπονομεύσει και να καταργήσει την αυτόνομη και ηρωική ύπαρξη του
ατόμου.
20
2.3 Ερμηνευτική και ιδεολογική προσέγγιση
2.3
.1 Κύριο θέμα
Το κύριο θέμα του ποιήματος είναι ο αυτοπροαίρετος αφανισμός ενός
ευαίσθητου και απελπισμένου ιδεολόγου, ως ένδειξη δυσαρέσκειας και
αποδοκιμασίας, απέναντι στο αυταρχικό και ανελεύθερο πολιτικό καθεστώς της
εποχής.
Ο ποιητής προφανώς υπαινίσσεται το καθεστώς που επικρατούσε στην Ελλάδα,
κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου ή λίγο μετά το τέλος του. Ωστόσο, παρόμοιες ακραίες
πράξεις αντίδρασης και αντίστασης έχουν λάβει χώρα, κατά καιρούς, σε πολλά μέρη,
τα οποία μαστίζονταν επίσης, από ολοκληρωτικά, δεσποτικά ή τυραννικά καθεστώτα,
που καταδυνάστευαν τους πολίτες. Χαρακτηριστική είναι, λοιπόν, η πρόθεση του
ποιητή να προβάλει τον Καιόμενο και την αυτοχειρία του, ως διαχρονικά τεκμήρια
δυναμικής αντίθεσης και στασιαστικής πρωτοβουλίας, απέναντι σε κυβερνήσεις, που
βασανίζουν και εξαθλιώνουν τους λαούς τους.
Η υλοποίηση αυτού του στόχου
πραγματοποιείται με τον αφαιρετικό τρόπο παρουσίασης του πρωταγωνιστή και τη
διατήρηση της ανωνυμίας του. Ο Καιόμενος δηλαδή, σε όποια γωνιά της γης κι αν
προβεί στην αυτοπυρπόληση, θα το κάνει για έναν κοινό βασικό λόγο: για να
διατρανώσει το μήνυμα της ελευθερίας της ζωής και του πνεύματος, που αποτελούν
αναφαίρετα δικαιώματα του ανθρώπου, αλλά και για να μετουσιωθεί σε «φωτεινό»
οδηγητικό σχήμα και πρότυπο, το οποίο θα σηματοδοτήσει την αφύπνιση και την
ανάληψη δράσης κάθε καταπιεσμένου, απέναντι στο δυνάστη του.
2.3.2 Νοηματικές ενότητες
στ. 1-13: Ταύτιση αφηγητή – ποιητή.
στ. 14-16: Σχολιασμός και φιλοσοφική αναγωγή του συμβάντος (αυτοπυρπόληση).
2.3.3 Η μοναχικότητα του ήρωα
Ο καιόμενος άνθρωπος βιώνει την αυτόβουλη συντριβή του στωικά και
μοναχικά, περιχαρακωμένος μέσα στο προσωπικό του πεδίο δράσης και στοχασμού,
όπου εκεί είναι δυσβάσταχτη κάθε μορφή σωματικής ή ψυχικής καταπίεσης. Κανένας
δεν του συμπαραστέκεται, αλλά ούτε και ο ίδιος επιθυμεί καμία επαφή με το
συναγμένο πλήθος, που, όντας αποστασιοποιημένο από εκείνον και ανέκφραστο, τον
παρακολουθεί να προβαίνει συνειδητά σε ένα φριχτό μαρτύριο, για την υπεράσπιση
των ιδεών του.
Από αυτήν, άλλωστε, τη μοναξιά αντλεί τη δύναμη και το θάρρος της
21
αυτοθυσίας. Ο Καιόμενος, λοιπόν, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το πλήθος, δηλαδή
με τους απλούς καθημερινούς ανθρώπους που, ναι μεν θαυμάζουν τους ήρωες, πλην
όμως δεν έχουν το κουράγιο και τα ψυχικά αποθέματα αντοχής, προκειμένου να
εξισωθούν και να ταυτιστούν μαζί τους. Λίγοι μόνο άνθρωποι είναι ικανοί να
ξεπεράσουν τα εύθραυστα όριά τους, να αναστείλουν την αίσθηση του κινδύνου και
να αναχθούν σε σύμβολα ιστάμενα πάνω από τη σφαίρα του δυνατού και του γήινου.
Ο Καιόμενος, συνεπώς, τοποθετείται στον αντίποδα του πλήθους.
Είναι ένας
υπεράνθρωπος, που εδραιώνει το γενικό συμφέρον πάνω από το ατομικό,
προβαίνοντας σε μία άκρως τολμηρή και θαρραλέα πράξη, η οποία απαιτεί από αυτόν
να υπερβεί τα κοινά ανθρώπινα μέτρα και να υπερνικήσει τους φόβους, που
υπαγορεύει το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, μετατρέποντας τον εαυτό του σε
φωτεινό παρανάλωμα. Χαρακτηριστική είναι, εξάλλου, η φράση του Τούρκου
φιλέλληνα σουρρεαλιστή ποιητή Ναζίμ Χικμέτ: «Αν δεν καώ εγώ, αν δεν καείς εσύ,
τότε πώς θα φωτιστεί ο κόσμος;», εννοώντας πως, χωρίς τις πικρές θυσίες και τους
ψυχωμένους αγώνες ορισμένων γενναίων προσώπων, απέναντι σε καταστάσεις και
φαινόμενα βίας, ευτελισμού της ανθρώπινης βαθμίδας, αυταρχισμού και
σκοταδισμού, δεν είναι δυνατόν να λάμψει το φωτοπερίχυτο άστρο της ελευθερίας και
της δικαιοσύνης, ώστε να αναμορφωθεί, να βελτιωθεί και να προοδεύσει ο κόσμος.
2.3.4 Η οπτική του ποιητικού υποκειμένου
Ανάμεσα στο πλήθος που αφοσιώνεται υποτακτικά στο ζυγό του
απολυταρχισμού και στον άνθρωπο που αντιμάχεται την τυραννία της εξουσίας και
θυσιάζεται, δηλαδή ανάμεσα στον ήρωα και τον κοινό άνθρωπο, στέκεται, χωρίς να
λαμβάνει σαφή θέση, το ποιητικό υποκείμενο, το οποίο πιθανόν ταυτίζεται με τον
ποιητή.
Ο ποιητής, λόγω της στάσης του μέσα στο ποίημα, δεν μοιάζει να είναι
άνθρωπος της ακραίας δράσης, ο οποίος θα κατέληγε ακόμα και στην αυτοκτονία,
προκειμένου να υπεραμυνθεί των φρονημάτων του, πλην όμως δεν αντιμετωπίζει
αρνητικά τέτοιες προοπτικές, κάτι το οποίο επιβεβαιώνει η απόφασή του να
διαφοροποιηθεί από το αμέτοχο, δειλό και υποταγμένο πλήθος.
Ο ποιητής, κατά
βάθος, δεν συμβιβάζεται με την αδικία και την έλλειψη ελευθερίας, γι’ αυτό και
τάσσεται με το μέρος των αγωνιστών ιδεολόγων και, γενικά, των στρατευμένων
κοινωνικά ανθρώπων, ωστόσο δεν μπορεί να υιοθετήσει απόλυτα την κοσμοθεωρία
τους. Προφανώς, ανήκει στη μερίδα εκείνη των ανθρώπων, που υποφέρουν και
επιθυμούν να υψώσουν στεντόρεια τη φωνή τους απέναντι σε μία ερεβώδη
22
πραγματικότητα, χωρίς όμως να χρειαστεί να αναλάβουν κάποιο μεγάλο κόστος, όπως
η θυσία της ίδιας τους της ζωής. Εικάζουμε, επομένως, πως το ποιητικό υποκείμενο
φέρει μέσα στην ψυχή του ένα «καζάνι που βράζει», μα η τόλμη του δεν αγγίζει εκείνο
το σημείο της υπέρβασης, ώστε να εκφράσει ηχηρά και κατηγορηματικά τις
ιδεολογικές του θέσεις. Από αυτή τη σκοπιά, ο ποιητής εμφανίζει κάποια κοινά σημεία
με το υποτονικό πλήθος.
Ουσιαστικά όμως, δεν βολεύεται κάτω από την αδιαλλαξία
και τον ασφυκτικό έλεγχο του καθεστώτος, δίνοντας τελικά την εντύπωση ότι
«μοιράζεται στα δυο», δηλαδή ότι βρίσκεται ανάμεσα στην ενεργό δράση και στην
αποστασιοποίηση από αυτή.
2.3.5 Σύγκριση ποιητή – ήρωα
Τόσο ο ποιητής όσο και ο ήρωας είναι άνθρωποι εσωστρεφείς, αυτόνομοι,
δυσπρόσιτοι, αποκομμένοι από τον άμορφο κοσμικό συμφυρμό, διαπνεόμενοι από
προδιαγραφές αγωνιστικές, οι οποίες όμως αισθητοποιούνται με διαφορετικό τρόπο
στον καθένα.
Από τη μία μεριά, ο καιόμενος ήρωας ιχνηλατεί τον μοναχικό δρόμο της
αυτοθυσίας, έναν δρόμο δύσβατο και ακραιφνή, μία ριζοσπαστική ιδεολογία, που
ελάχιστοι άνθρωποι θα είχαν την ευψυχία και τη γενναιότητα να δεξιωθούν,
προκειμένου να διορθώσουν τα κακώς έχοντα του κοινωνικοπολιτικού συστήματος.
Από την άλλη μεριά, ο ποιητής περιδιαβαίνει στον μοναχικό δρόμο της ποίησης,
έναν δρόμο επίσης δύσκολο να τον διασχίσει κανείς, γι’ αυτό και λιγοστοί άνθρωποι
επιτυγχάνουν να τεθούν στην υπηρεσία της και, μέσω αυτής, να εξακτινώσουν, με
επιτυχία, τα μηνύματα και τις απόψεις τους.
Εν προκειμένω, ο ποιητής μοιράζεται μία
παρόμοια φιλοσοφία ζωής με τον καιόμενο ήρωα, έστω και αν είναι διαφορετική η
τακτική, που μεταχειρίζεται ο καθένας τους για να την καταδείξει. Και οι δύο
διακρίνονται για τον αγέρωχο ψυχισμό τους, ο οποίος δεν ευθυγραμμίζεται με τα
δουλωτικά εξουσιαστικά σχήματα και συναισθάνονται την ίδια αγανάκτηση και
δυσθυμία, τόσο απέναντι στο βάρβαρο σύστημα διακυβέρνησης, όσο και απέναντι στο
απόμακρο και απαθές πλήθος, με τη διαφορά ότι ο ένας αντιμάχεται τη βιαιότητα με
την ανυπότακτη στάση του, την αυτοπυρπόληση και την προσωπική του καταστροφή,
ενώ ο άλλος με την ποίηση και την πνευματική δημιουργία, που ανοίγει ορίζοντες
ελπίδας και επωάζει προοπτικές αναγέννησης.
Ο ποιητής λοιπόν, καθίσταται, με
τρόπο πιο αισιόδοξο, πρωτότυπο και δημιουργικό, ο κοινωνός, ο φορέας και ο
αγγελιοφόρος συγκεκριμένων ιδεολογικών τοποθετήσεων και διαδρομών, τις οποίες
23
απευθύνει και προτείνει σε ευρείες μάζες του κοινού, είτε γίνει αποδεκτός από αυτές,
είτε όχι.
2.3.6 Τα πρόσωπα
Τα πρόσωπα του ποιήματος υπάγονται σε τρεις κατηγορίες, οι οποίες θα
μπορούσαν, κατά τη γνώμη μου, να παρουσιαστούν με τη μορφή του σχήματος, που
υπέδειξε ο Αριστοτέλης, περί αρετής.
Στην πρώτη κατηγορία, εντάσσεται ο Καιόμενος, ο οποίος διατυπώνει μεν, την
ένστασή του απέναντι στην αποτρόπαιη και ανήθικη συμπεριφορά του πολιτικού
κατεστημένου, αλλά με έναν αυτοκαταστροφικό, για εκείνον, τρόπο. Συνεπώς, τη
δράση του χαρακτηρίζει η υπερβολή και η επαναστατική άρνηση συμμόρφωσης προς
τις επιβεβλημένες κοινοτοπίες.
Στη δεύτερη κατηγορία, κατατάσσεται το πλήθος, το οποίο χαρακτηρίζεται από
παντελή έλλειψη θάρρους και από περιστολή παρρησίας, δυναμισμού και τόλμης για
έκφραση αντιλόγου.
Διακρίνεται ακόμη, για τη συντηρητική αντιμετώπιση της
αντιδημοκρατικής πραγματικότητας, απέναντι στην οποία όχι μόνο δεν ορθώνει το
ανάστημά του, αλλά την αποδέχεται παθητικά, άκριτα και αγόγγυστα.
Στην τρίτη κατηγορία, ανήκει ο ποιητής, ο οποίος, με τη συγγραφή ποίησης και
την παραγωγή έργου, σε μία κατακερματισμένη εποχή, φανερώνει πως προσπαθεί να
εντοπίσει την ιδανική μεσότητα, δηλαδή την ισορροπία ανάμεσα στο ριψοκίνδυνο
αντιπολιτευτικό του φρόνημα και στην ασφαλή απάθεια και υποταγή. Με άλλα λόγια,
ο ποιητής επιδιώκει να αγγίξει την υπέρβαση της αντίφασης, που συνδέει τον καιόμενο
ήρωα με τους απλούς θνητούς.
2.3.7 Χώρος και χρόνος
Κατ’ υπόθεση, το ποίημα τοποθετείται, γενικά, στον ελληνικό χώρο και χρονικά
στην εποχή του ελληνικού Εμφυλίου (1946-1949) ή λίγο μετά το τέλος του.
Ωστόσο,
επειδή ο χώρος και ο χρόνος δεν δηλώνονται ρητά στο ποίημα, αλλά παραμένουν
σκιώδεις συνθήκες, πιθανολογούμε πως μπορεί να πρόκειται και για οποιαδήποτε
άλλη χώρα, στην οποία, κατ’ οιονδήποτε χρόνο, επικρατούσε κάποιο βάρβαρο και
ανελεύθερο καθεστώς. Συνεπώς, ο χώρος και ο χρόνος τάσσονται στην υπηρεσία του
διαχρονικού.
24
2.3.8 Εναλλαγές
Στο ποίημα παρατηρούνται εναλλαγές τόσο των ρηματικών χρόνων
(παρελθοντικοί–παροντικοί), όσο και των προσώπων.
Επίσης, στην αρχή υπάρχει
διάλογος, ο οποίος προσδίδει δραματική ένταση και ζωντάνια στο ποίημα.
Παράλληλα, ο ποιητής, με το διάλογο, πετυχαίνει να υποδηλώσει με ακρίβεια τις
αντιδράσεις και τα συναισθήματα του πλήθους, ενώ με τον (εσωτερικό) μονόλογο,
γνωστοποιεί τα δικά του συναισθήματα και τους προβληματισμούς του.
2.3.9 Κλιμάκωση έντασης συναισθημάτων
Τα συναισθήματα των προσώπων δεν είναι μονοδιάστατα, αλλά κλιμακούμενα.
Συγκεκριμένα, το πλήθος, στην αρχή αιφνιδιάζεται βλέποντας έναν άνθρωπο να
οδεύει στην αυτοπυρπόληση και, περισσότερο από περιέργεια και απορία, αποστρέφει
το βλέμμα του και την προσοχή του προς αυτόν, παρά από ενδιαφέρον για την τύχη
του. Στη συνέχεια όμως, αδιαφορεί ολοκληρωτικά και απομακρύνεται από τον
αυτόχειρα ήρωα, φοβούμενο μήπως θέσει τη ζωή του σε κίνδυνο.
2.3.10 Αφηγηματική τεχνική
Η αφήγηση αρχίζει in medias res. Κάποιος από το πλήθος ξεχωρίζει τον άνθρωπο
που πρόκειται να αυτοπυρποληθεί και φωνάζει «κοιτάχτε». Έπειτα, ο κύριος
αφηγητής, που αποτελεί ένα τυχαίο άτομο του πλήθους, χρησιμοποιεί πρώτο
πληθυντικό πρόσωπο για να διηγηθεί όσα, ως αυτόπτης μάρτυρας, παρατηρεί
(«γυρίσαμε», «μιλήσαμε»), ενώ περιγράφονται σε τρίτο ενικό πρόσωπο οι κινήσεις
του Καιόμενου («ήταν», «απόστρεψε το πρόσωπό του»). Κατόπιν, ο αφηγητής
αυτονομείται από το πλήθος, μιλώντας σε πρώτο ενικό πρόσωπο: «Διστάζω. Λέω να
πάω εκεί…». Συνεπώς, η ενορχήστρωση πολλών αφηγηματικών φωνών, μέσα στο
ποίημα, συναρτάται άμεσα με τον δισυπόστατο ρόλο και την ακροβασία του ποιητή–
αφηγητή ανάμεσα σε δύο οπτικές του κόσμου.
Συγκεκριμένα, οι κυρίαρχες αφηγηματικές φωνές, μέσα στο ποίημα, είναι τρεις:
Η πρώτη αφηγηματική φωνή είναι εκείνη του πλήθους και η λέξη αυτή δεν είναι
καθόλου τυχαία επιλεγμένη. Το απρόσωπο πλήθος, ομογενοποιημένο και
μαζικοποιημένο, περιορίζεται στην αναγγελία του γεγονότος της αυτοθυσίας, σε
δεύτερο πρόσωπο: «Κοιτάχτε! μπήκε στη φωτιά! είπε ένας απ’ το πλήθος».
Αισθάνεται μεν, έκπληξη και θαυμασμό για την, σπάνιας γενναιότητας, πράξη του
Καιόμενου, αλλά κατά τα άλλα, παραμένει άπρακτο και αδρανές.
25
Η δεύτερη αφηγηματική φωνή είναι εκείνη του Καιόμενου και αισθητοποιείται
έμμεσα, μέσω του πλήθους και της ποιητικής φωνής, με την χρήση τρίτου προσώπου.
Ο καιόμενος ήρωας φαίνεται να έχει αρνηθεί τους συμβιβασμούς, τους οποίους
ασπάστηκε η νωχελική ανθρώπινη μάζα. Θυμίζει λίγο τον «ηθικά ανδρείο», που
αναφέρει ο Ευάγγελος Παπανούτσος, στο δοκίμιό του, με τίτλο Η δύναμη της μάζας.
Έχοντας αφιερώσει τον εαυτό του ολότελα στο σκοπό του, δίνει την εντύπωση πως δεν
αντιλαμβάνεται τον φρικτό σωματικό πόνο, που είναι συνακόλουθος της πράξης του
και παρομοιάζεται με ήλιο, καθώς καίγεται μόνος του, ωθούμενος από μία πανίσχυρη
εσωτερική ηθική επιταγή. Εξάλλου, η επιτακτική επανάληψη της λέξης μόνος («Όμως
εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος») καταδεικνύει, με γλαφυρό τρόπο, πως
εκείνος και το πλήθος αποτελούν αντίρροπες δυνάμεις και αντίζυγες ιδιοσυγκρασίες.
Η τρίτη και κυριότερη αφηγηματική φωνή είναι εκείνη του ποιητικού
υποκειμένου, μέσω της οποίας, άλλωστε, ο αναγνώστης έρχεται σε επαφή με το
συμβάν. Η οπτική του ποιητικού υποκειμένου όμως, δεν είναι παγιοποιημένη, καθώς
αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στο δέος και στον σεβασμό που αισθάνεται για τον
Καιόμενο και στην απάθεια του πλήθους. Αρχικά, η ποιητική φωνή ταυτίζεται με τη
συμβατική ανθρώπινη μάζα, εξού και η χρήση πρώτου πληθυντικού προσώπου
(«γυρίσαμε», «μιλήσαμε» κ.λ.π.).
Στη συνέχεια όμως, αποστασιοποιείται, εν μέρει, από
το πλήθος και, κατά κάποιον τρόπο, αυτοπροσδιορίζεται. Ως εκ τούτου, τότε
χρησιμοποιείται το πρώτο πρόσωπο. Το ποιητικό υποκείμενο περιγράφει την πράξη
του Καιόμενου και τις αντιδράσεις του, σχολιάζει, εκφράζει τους φόβους και τους
δισταγμούς του, που απορρέουν από το ανελεύθερο κλίμα, το οποίο ταλανίζει την χώρα
στην οποία βρίσκεται, μετεωρίζεται ανάμεσα σ’ αυτό που θέλει και σ’ αυτό που κάνει
τελικά, μένει δηλαδή ακίνητος, όπως το πλήθος, και δεν λαμβάνει καμία περαιτέρω
πρωτοβουλία.
2.3.11 Γλώσσα και ύφος
Η γλώσσα του ποιητή είναι λιτή και οι προτάσεις μικρές και ελλειπτικές (π.χ.
στους στ. 9-11 απουσιάζει το ρήμα), προφανώς για λόγους κλιμάκωσης της έντασης
και της αγωνίας του αναγνώστη, αλλά και επίτασης του ενδιαφέροντός του. Γενικά, ο
λόγος είναι πυκνός και δραματικός. Στην πρόκληση δραματικής έντασης
συνεπικουρεί και η χρήση του διαλογικού στοιχείου, όπως προαναφέρθηκε.
26
2.3.12 Εικόνες
Κυρίαρχη στο ποίημα είναι η εικόνα της φωτιάς, η οποία προβάλλει και τονίζει
το αγεφύρωτο χάσμα, που προκύπτει ανάμεσα στον ασυμβίβαστο ήρωα, που γίνεται
φωτεινός οδηγός προς την ελπίδα και στις «σκοτεινές» και ζοφερές συνθήκες, που
επικρατούν γύρω του, όπως είναι η βία της εξουσίας, το σκοταδιστικό δικτατορικό
καθεστώς, η αδιαφορία του πλήθους, η έλλειψη ελευθερίας και η απόγνωση. Επίσης,
υπάρχουν εικόνες που αναδεικνύουν τον ήρωα σε ιδανικό σύμβολο, σε σύμβολο
ελευθερίας (π.χ. «άστραφτε…γινόταν ήλιος»).
Σε γενικές γραμμές, επικρατεί η
λιτότητα των εκφραστικών μέσων, λόγω της τρικυμιώδους εσωτερικής κινητοποίησης
του ποιητή, με αποτέλεσμα η σκηνή της αυτοπυρπόλησης να θεωρείται παρεμφερής
με μοντέρνο πίνακα αφηρημένης ζωγραφικής.
2.3.13 Ανάλυση επιλεγμένων στίχων
1) «στ’ αλήθεια…βοήθεια»: Στους εναρκτήριους αυτούς στίχους, τονίζεται η
μοναχικότητα του Καιόμενου, από την οποία αντλεί την απαιτούμενη δύναμη για την
αυτοθυσία του. Η ψυχή του Καιόμενου θα μπορούσε, κατά την άποψή μου, να
προσομοιαστεί με την αδάμαστη ηρωική ψυχή των αρχαίων μυθικών ηρώων, οι οποίοι
δεν τοποθετούσαν τίποτα πέρα από την τιμή, την αξιοπρέπεια και το καθήκον, έστω
και αν, κάτι τέτοιο, συνεπαγόταν την έξοδό τους από την εφήμερη ζωή.
Έτσι και στην
περίπτωση του καιόμενου ήρωα, η εθελούσια αποχώρησή του από το σκληρό
περιβάλλον της εγκόσμιας αδικίας θα συνοδευτεί από ατσαλένια υπομονή,
απαράμιλλο θάρρος και ανυπέρβλητη καρτερικότητα, χαρακτηριστικά που σπανίως
κοσμούν τον ευάλωτο ανθρώπινο χαρακτήρα, αλλά όταν αυτό συμβαίνει, του δίνουν
τη δυνατότητα να μεταρσιώνεται άνωθεν της φυσικής αδυναμίας και λιποψυχίας, που
συνεπάγεται η θνητότητα.
2) «Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος; / Το σώμα του το ανθρώπινο δεν
τον πονά;»: Ο καιόμενος άνδρας ξεπερνά τις αδυναμίες της ανθρώπινης φύσης, αγνοεί
τον έντονο πόνο του φλεγόμενου σώματός του, και στέκει μες στη φωτιά,
εφοδιασμένος με την υπερηφάνεια και την αυταπάρνηση ενός σύγχρονου μάρτυρα.
Επιδεικνύει, έτσι, μία αδιαπραγμάτευτη μαχητικότητα, που προκαλεί εξαιρετική
εντύπωση σε όποιον τον αντικρίζει.
Η εύλογη απορία για το πώς είναι δυνατόν να
καίγεται ζωντανός και, παρ’ όλα αυτά, να δείχνει ανεπηρέαστος από το φοβερό
βασανιστήριο, στο οποίο υποβάλλεται, έρχεται να τονίσει, με απολύτως εναργή τρόπο,
27
το μέγεθος της αποφασιστικότητάς του, αλλά και την ένταση της πίστης, που τον έχει
παρακινήσει στο να προβεί στη δοκιμασία αυτή. Είναι τόσο απόλυτα αφοσιωμένος στα
ιδανικά του, ώστε υφίσταται τον συγκλονιστικό αυτό θάνατο με αξιοθαύμαστη δύναμη
αυτοελέγχου, εφόσον πρώτα έχει αναπτύξει τα κατάλληλα ψυχικά αντισώματα.
Με τον
τρόπο αυτό, μοιάζει να εξαγγέλλει, σε όσους τον παρατηρούν, πως αυτά για τα οποία
πεθαίνει, αξίζουν κάθε πιθανή θυσία. Όπως οι τρεις Παίδες εν Καμίνω, οι μάρτυρες
του Χριστιανισμού ή ο Γρηγόρης Αυξεντίου, στο ολοκαύτωμα του Μαχαιρά, βιώνουν
το πάθος της ανεπίστρεπτης οριστικής τους εξαφάνισης, αναιρώντας τη γήινη
υπόστασή τους, έτσι και ο Καιόμενος ανάγεται σε ένα υπερούσιο σύμβολο, που
καταλύει τη δυναστεία της ανθρώπινης οδύνης17
.
3) «Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή.
Και δύσκολη»: Ο ποιητής εννοεί, αλληγορικά, πως το
καθεστώς αυτής της χώρας είναι ανελεύθερο, δικτατορικό, οπισθοδρομικό,
καταπιεστικό και σκοταδιστικό.
4) «Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις, μου είπαν»:
Η φράση αυτή υποδηλώνει την
αμέλεια και την ολιγωρία ορισμένων ανθρώπων για την τύχη των συνανθρώπων τους,
αλλά και την αποξένωση, την αλλοτρίωση και τον εγωκεντρισμό, που στερούν από
τον άνθρωπο τη βίωση ανθρωπιστικών και αλτρουιστικών συναισθημάτων,
προτρέποντάς τον να μεριμνά μόνο για την ακεραιότητα και τη σωτηρία του εαυτού
του.
5) «Κι όσο αφανίζονταν…ήλιος»: Ο Καιόμενος, κατά τη διάρκεια της αυτοθυσίας
του, μετουσιωνόταν σε σύμβολο ανεξαρτησίας και σε «φάρο» ελπίδας.
6) «άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε»: Γίνεται, εδώ, αναφορά
στους ήρωες και στους καθημερινούς ανθρώπους, οι οποίοι αντιμετωπίζονται κατ’
αντιδιαστολή. Οι ήρωες, δηλαδή, πλημμυρισμένοι από ανθρωπιστικά ιδεώδη και,
καθώς διακατέχονται από το πνεύμα της δικαιοσύνης, αναλαμβάνουν γενναίες και
φιλελεύθερες πρωτοβουλίες, καθοδηγώντας μάλιστα ολόκληρες προοδευτικές
ιδεολογικές σταυροφορίες, ενώ οι κοινοί άνθρωποι επαφίενται στη φυσική τους δειλία
και ανικανότητα να υπερβούν τα εσκαμμένα, τον συμβατικό και ασφαλή τρόπο ζωής
17 «Καὶ οἱ τρεῖς οὗτοι, Σεδράχ, Μισάχ καὶ Ἀβδεναγώ, ἔπεσαν εἰς μέσον τῆς καμίνου τοῦ πυρός
τῆς καιομένης πεπεδημένοι. Καὶ περιεπάτουν εἰς μέσον τῆς φλογός ὑμνοῦντες τὸν Θεόν καὶ
εὐλογοῦντες τὸν Κύριον». (Παλαιά Διαθήκη, Δανιήλ, Κεφ. Γ, στ. 23).
(http://users.sch.gr/papangel/sch/lit/ko.sinopoulos1.htm, επίσκεψη στις 16/10/2014).
28
τους και να αναχθούν σε αντιπροσωπευτικά δείγματα γενναιοφροσύνης και σε
πρότυπα ενεργητικής διεκδίκησης και προάσπισης των ανθρώπινων δικαιωμάτων.
7) «ο ποιητής μοιράζεται στα δυο»:
Ο ποιητής βιώνει έναν εσωτερικό διχασμό, διότι,
μολονότι συμμερίζεται και επιδοκιμάζει νοερά τον αγωνιστικό προσανατολισμό των
πρωτοπόρων, των αλτρουιστών, εντούτοις δεν είναι σε θέση να ασπαστεί εμπράκτως
το ηρωικό τους ιδεώδες. Το ποιητικό υποκείμενο έχει αποδεχθεί τη σπουδαιότητα του
μαχητικού φρονήματος και των επαναστατικών ζυμώσεων, αλλά μόνο σε θεωρητικό
επίπεδο. Εν πολλοίς, αντιμετωπίζει ένα ηθικό δίλημμα και παγιδεύεται σε έναν
ιδεολογικό λαβύρινθο, από τον οποίο δεν κατορθώνει να απεγκλωβιστεί, καθώς δεν
του το επιτρέπει το άτολμο του χαρακτήρα του και η αδυναμία του να αρθεί στο ύψος
υψηλών περιστάσεων.
2.3.14 Αισθητική αποτίμηση του ποιήματος
Ο Καιόμενος συνιστά μία τραγωδία εν συνόψει, με κοινωνιολογικές
προεκτάσεις. Μέσω της μεγαλόφρονης θυσίας του, εξαγνίζεται και καθαίρεται η
φλεγμαίνουσα κοινωνία, ενώ η σκοτεινή χώρα, προς στιγμήν, αστραποβολεί από το
υπερφυσικό φως του προσώπου του. Παρατηρούμε, επίσης, ότι το ποίημα
αρχιτεκτονείται με τη μέθοδο μίας μοντέρνας τεχνοτροπίας, δηλαδή μίας απεικόνισης
ενός «κινηματογραφικού ταυτοχρονισμού», που παρέχει την ευχέρεια στον αφηγητή,
να αναπαραστήσει, με το λόγο του, ένα γεγονός, εισάγοντας ταυτόχρονα τον
αναγνώστη στο ιδεολογικό πεδίο του ποιητικού υποκειμένου.
***
29
3. Βιβλιογραφία
Βιβλιογραφία (για το βιοεργογραφικό σημείωμα)
Γαραντούδης,
Ε. Νεοελληνική Λογοτεχνία 19ου αιώνα ΙΙΙ, Πανεπιστημιακές
προπτυχιακές παραδόσεις,
Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα
Φιλολογίας, Κατεύθυνση
Λυκείου, Γενικής Παιδείας, Πλήρες
βοήθημα για το σχολικό βιβλίο, Α΄ Τόμος, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2003.
Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Πρόσωπα. Έργα. Ρεύματα. Όροι. Εκδόσεις Πατάκη,
2
η
έκδοση Μάρτιος 2008.
Πολίτης, Λ. 2010. Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. 18η ανατύπωση. Αθήνα:
ΜΙΕΤ.
Σαββίδης, Γ.Π. «Οι μεταμορφώσεις του Ελπήνορα στη νέα ελληνική ποίηση»,
περιοδικό Εποπτεία, αφιέρωμα στον Τάκη Σινόπουλο, τχ. 51, σ. 794.
Χανή, Α. Νεοελληνική Λογοτεχνία 20ού αιώνα V, Πανεπιστημιακές προπτυχιακές
παραδόσεις, Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Φιλολογίας,
Κατεύθυνση ΜΝΕΦ, Ζ΄ εξάμηνο, 1ο μάθημα (8/1/2014).
Δικτυογραφία (για το βιοεργογραφικό σημείωμα)
1)
http://www.greeklanguage.gr/digitalResources/literature/tools/concordance/biography.html?cnd_id=16
(Ψηφίδες για την Ελληνική Γλώσσα / Νεοελληνική Λογοτεχνία, επίσκεψη στις
12/10/2014).
2) http://el.wikipedia.org/wiki/Τάκης_Σινόπουλος, επίσκεψη στις 12/10/2014.
3) http://el.wikipedia.org/wiki/Έζρα_Πάουντ, επίσκεψη στις 13/10/2014.
4) http://www.livepedia.gr/index.php/Σινόπουλος_Πάικος, επίσκεψη στις 13/10/2014.
5) http://www.snhell.gr/anthology/content.asp?id=247&author_id=46, επίσκεψη στις
13/10/2014.
6) http://epopteia.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=44:2011-08-
03-20-24-24&catid=6:2011-04-05-06-27-49&Itemid=66, επίσκεψη στις 14/10/2014.
7) http://users.sch.gr/papangel/sch/lit/ko.sinopoulos1.htm, επίσκεψη στις 16/10/2014.
8) http://alexgger.blogspot.gr/2013/10/blog-post_13.html, επίσκεψη στις 16/10/2014.
9) http://www.palmografos.com/permalink/23048.html, επίσκεψη στις 16/10/2014.
30
10) http://www.snhell.gr/references/quotes/writer.asp?id=293, επίσκεψη στις
18/10/2014.
11) http://kapoumakria.blogspot.gr/2012/11/1964.html, επίσκεψη στις 18/10/2014.
Βιβλιογραφία (για την ανάλυση του ποιήματος)
Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Γ΄ Ενιαίου Λυκείου, Γενικής Παιδείας, Πλήρες
βοήθημα για το σχολικό βιβλίο, Α΄ Τόμος, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2003.
Δικτυογραφία (για την ανάλυση του ποιήματος)
1) Παλαιά Διαθήκη, Δανιήλ, Κεφ. Γ, στ. 23.
(http://users.sch.gr/papangel/sch/lit/ko.sinopoulos1.htm, επίσκεψη στις 16/10/2014).
2) http://latistor.blogspot.com/2013/07/blog-post_24.html#ixzz3GK5CNCsT,
επίσκεψη στις 16/10/2014.
3) http://users.sch.gr/papangel/sch/lit/ko.sinopoulos1.htm, επίσκεψη στις 16/10/2014.
4) http://afterschoolbar.blogspot.gr/2014/01/blog-post_19.html, επίσκεψη στις
16/10/2014.
5) http://hegel-platon.blogspot.gr/2012/04/blog-post.html, επίσκεψη στις 16/10/2014.
- Προτάσεις για περαιτέρω μελέτη:
http://www.potheg.gr/WriterDetails.aspx?id=7710949&lan=1
(ΠΟ.Θ.Ε.Γ., ‘Πολιτιστικός Θησαυρός της Ελληνικής Γλώσσας’, Τάκης Σινόπουλος,
Κριτικά κείμενα και ανθολογημένα αποσπάσματα).
- http://elpenor.gr/ (Στον σύνδεσμο αυτό, υπό την ονομασία Ἵδρυμα “Τάκης
Σινόπουλος: Σπουδαστήριο Νεοελληνικής Ποίησης”, έχει συγκεντρωθεί ποικίλο
υλικό που αφορά τη ζωή και το έργο του Τάκη Σινόπουλου. Το Ίδρυμα “Τάκης
Σινόπουλος” είναι, ουσιαστικά, το σπίτι στο οποίο διέμενε ο ποιητής, που έχει
μετατραπεί σήμερα σε επισκέψιμο μουσειακό χώρο και βρίσκεται στην οδό Τάκη
Σινόπουλου 22, στον Περισσό Αττικής).
Σε ένα εναλλακτικό, τέλειο σύμπαν η φράση "ρίξε στο κορμί μου σπίρτο να πυρποληθώ" θα παρέπεμπε αποκλειστικά και μόνο στο παλιό τραγουδάκι της Κατερίνας Κούκα, πλην αυτό δεν είναι ένα τέτοιο σύμπαν.
Το ποίημα του Τάκη Σινόπουλου "Ο Καιόμενος" αναφέρεται στην αυτοπυρπόληση, μια διαφορετική πράξη αυτοθυσίας από εκείνη των καμικάζι, περισσότερο εκκωφαντική και εκρηκτική όμως τελικά, γιατί ο δράστης, αναλίσκοντας ουσιαστικά τον ίδιο τον εαυτό του, λειτουργεί σαν μεγάφωνο που διαλαλεί και καθαγιάζει ταυτόχρονα την ιδέα χάριν της οποίας προβαίνει στην πράξη αυτή.
Το αυτοαναφορικό και προφητικό αυτό ποίημα γράφτηκε το 1957 και είναι χωρισμένο σε δυο στροφικές ενότητες.
Στην πρώτη στροφική ενότητα διακρίνονται τρεις αφηγηματικές φωνές και η εναλλαγή μεταξύ τους γίνεται με κινηματογραφικό τρόπο, με αποτέλεσμα να παρουσιάζεται πανοραμικά και κάτω από διαφορετικές οπτικές γωνίες το γεγονός.
Η πρώτη αφηγηματική φωνή είναι εκείνη του πλήθους, η λέξη καθόλου τυχαία επιλεγμένη. Ομογενοποιημένο και μαζικοποιημένο περιορίζεται, κυρίως σε β’ πρόσωπο, να αναγγέλλει το γεγονός ("«κοιτάξτε, μπήκε στη φωτιά» είπε ένας από το πλήθος") χωρίς να συμμετέχει, να συμβουλεύει ("ήταν αυτός που του μιλήσαμε") και να αποτρέπει ("ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις"). Αισθάνεται έκπληξη και θαυμασμό για την πράξη του καιόμενου, αλλά κατά τα λοιπά είναι αδρανές.
Η δεύτερη αφηγηματική φωνή είναι εκείνη του καιόμενου και μας παρουσιάζεται με την χρήση γ' προσώπου έμμεσα, μέσω του πλήθους και της ποιητικής φωνής. Στρέφει το πρόσωπο στις νουθεσίες των άλλων από οργή, από αηδία, από αποφασιστικότητα. Φαίνεται να έχει αρνηθεί τους συμβιβασμούς που έχει κάνει το πλήθος. Θυμίζει λίγο τον "ηθικά ανδρείο" που αναφέρει ο Παπανούτσος στο δοκίμιο του "Η δύναμη της μάζας" που περιέχεται στο βιβλίο της "Έκφρασης- Έκθεση Γ΄Λυκείου". Δοσμένος ολότελα στο σκοπό του, φαίνεται να μην αντιλαμβάνεται τον φρικτό σωματικό πόνο που συνεπάγεται η πράξη του και παρομοιάζεται με ήλιο κι ότι συμβολισμό εμπεριέχει αυτό, καθώς καίγεται μόνος του. Και η επιτακτική του επανάληψη του "μόνος" (“Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος”)παρουσιάζει γλαφυρά την αντίθεση του με το πλήθος.
Η τρίτη και κυριότερη αφηγηματική φωνή είναι εκείνη του ποιητικού υποκειμένου, μέσω της οποίας άλλωστε ερχόμαστε ως αναγνώστες σε επαφή με το συμβάν. Η οπτική του όμως δεν είναι παγιοποιημένη ή σταθερή, καθώς τραμπαλίζεται ανάμεσα στο δέος και τον σεβασμό που αισθάνεται για τον καιόμενο και στην απάθεια του πλήθους. Αρχικά, η ποιητική φωνή ταυτίζεται με το πλήθος και χρησιμοποιείται α' πληθυντικό πρόσωπο («γυρίσαμε», «μιλήσαμε» κ.τ.λ.). Στην συνέχεια όμως αποστασιοποιείται εν μέρει από το πλήθος και αυτοπροσδιορίζεται τρόπο τινί. Ως εκ τούτου χρησιμοποιείται το ά πρόσωπο. Περιγράφει την πράξη του καιόμενου και τις αντιδράσεις του, σχολιάζει, εκφράζει τους φόβους και τους δισταγμούς του που απορρέουν από το ανελεύθερο κλίμα που πλακώνει την χώρα στην οποία βρίσκεται, καθίσταται κατά κάποιο τρόπο μετέωρος ανάμεσα σ΄ αυτό που θέλει και σ΄ αυτό που κάνει τελικά, να μένει δηλαδή αμέτοχος όπως το πλήθος, θυμίζοντας μας το σχόλιο του εξίσου μετέωρου αφηγητή στο διήγημα του Γιώργου Ιωάννου "13-12-43"΅: "Έμεινα ξοπίσω και με πήρε το παράπονο. Δεν ήμουν γνωστός τους ή συγγενής τους για να με πάρουν μαζί τους, όπως θα ήθελα. Εγώ τα 'χω καταφέρει να χωρώ και να ταιριάζω μονάχα με κάτι τέτοιους σαν αυτούς του πούλμαν."
Εάν είπα παραπάνω ότι το ποίημα είναι αυτοαναφορικό, είναι εξαιτίας της δεύτερης στροφικής ενότητας. Οι δυο πρώτοι στίχοι χρησιμοποιούνται για να αναφερθεί ένα γενικό και διαχρονικό συμπέρασμα που προκύπτει αλλά και διαφωτίζεται εναργέστερα από αυτά που έχουν λεχθεί στην πρώτη στροφή και το οποίο εν πολλοίς ταυτίζεται με το συμπέρασμα του Παπανούτσου στο δοκίμιο που ανέφερα παραπάνώ: Υπάρχει το πλήθος που, έχοντας μαζικοποιηθεί και χάσει την ατομική του υπόσταση, τείνει να μηρυκάζει, να μένει αμέτοχο, να κατευθύνεται, να αγελοποιείται [sic] ή ακόμα και να χειροκροτεί όσους χρίσει (ή χρίσουν γι αυτό) μεσσίες. Κι υπάρχει και ο ηθικά και πνευματικά αντρειωμένος άνθρωπος εκείνος που ξεχωρίζει και πέφτει στην φωτιά κυριολεκτικά, όπως στο ποίημα και σε αρκετές άλλες περιπτώσεις που θα αναφέρω παρακάτω, ή μεταφορικά ως Σπάρτακος, Τσε Γκεβάρα, Παναγούλης, Ζαν Ντ' Αρκ, Καλλιρόη Παρρέν, Δημήτρης Χριστούλας, βάλε- και- συ- το- δικό σου... Στην τρίτο στίχο, εμπλουτίζοντας τον παραπάνω προβληματισμό, διατυπώνεται/ αναγράφεται/αναφέρεται.περιγράφεται/βάλε-και-συ-το-ρήμα-που-θέλεις ο αφ-ορισμός της έννοιας του ποιητή, εξ ου και η αυτοαναφορικότητα που έλεγα. Ποιητής είναι εκείνος που ακόμα κι αν δεν μετέχει, αντιλαμβάνεται. Από κει και πέρα δυο προσεγγίσεις μπορούν να υπάρξουν, όχι κατ' ανάγκη εντελώς αντικρουόμενες. Από την μια, η απαισιόδοξη εκείνη που εκφράζεται και από τον συνοδοιπόρο του Σινόπουλου όσον αφορά τις υπαρξιακές αγωνίες Γιώργο Σεφέρη, όταν με βουβή λύσσα τις νύχτες με φεγγάρι που δεν του αρέσουν αγωνίζεται να μιλήσει για ήρωες, αλλά και από ποιητές της άλλης όχθης της μεταπολεμικής ποίησης, της κοινωνικής, όπως ο Τίτος Πατρίκιος που διαπιστώνει πικρά ότι "κανένας στίχος δεν ανατρέπει καθεστώτα". "Έστω", που θα 'λεγε και ο Μανόλης Αναγνωστάκης στο ποίημα "Επίλογος" που "απαντάει" στον παραπάνω στίχο του Πατρικίου , για να περάσουμε και στην άλλη προσέγγιση. Μπορεί να είναι "δυο αχνοί προβολείς μες την ομίχλη" (Αναγνωστάκης, στο προαναφερθέν ποίημα), ο τρόπος που βρίσκει να ιστορήσει τους νεκρούς στον χρόνου που του "χάρισαν" (Τίτος Πατρίκιος, “Οφειλή”) , αυτό που γράφεται "στην άλλη πλευρά αγγελτηρίων θανάτου" (Νίκος Εγγονόπουλος, "Ποίηση, 1948"), "ονόματα σαν προσευχές" (Μανόλης Αναγνωστάκης. "Στο παιδί μου"), για να περιοριστώ μόνο σε σχετικά μεταγενέστερους ποιητές. Άλλωστε, μπορεί ο Διονύσιος Σολωμός να άκουγε από μακριά, την Ζάκυνθο, να τις εκρήξεις από τις μάχες της πολιορκίας του Μεσολογγίου, αλλά, μέσα από την πένα του, έγιναν οι υπερασπιστές της μαρτυρικής πόλης όχι απλά "ΕλεύθεροιΠολιορκημένοι" αλλά ΟΙ "Ελεύθεροι Πολιορκημένοι".
Για να επιστρέψω στο ποίημα, κάπου εδώ να πω ότι το εύρημα του καιόμενου χρησιμοποιείται και σε άλλα δυο ποιήματα. Το ένα είναι το ποίημα του Ναζίμ Χικμέτ "Όπως ο Κερέμ" και είναι παρόμοιο στην δομή με το ποίημα του Σινόπουλου. Και εδώ υπάρχουν τρεις αφηγηματικές φωνές: το πλήθος, το ποιητικό υποκείμενο και ο καιόμενος.
Η στάση του πλήθους είναι και δω παρόμοια. Είναι η φωνή της λογικής ή του συμβιβασμού, όπως θέλετε πείτε το, που περιορίζεται να προειδοποιεί. Ο καιόμενος όμως, που εδώ έχει όνομα, τον λένε Κερέμ (και μάλλον αναφέρεται σε πρόσωπο της τουρκικής (παρα)μυθολογίας το οποίο πήρε φωτιά όταν έλυσε το μαγικό πουκάμισο της αγαπημένης του), έχει ήδη κάνει την πράξη του, η οποία όμως έχει λειτουργήσει στο πλήθος ως παράδειγμα υπερβολής, κι όχι ως σύμβολο αυτοθυσίας. Πράγμα λογικόφανές γιατί σε πρώτο επίπεδο η αυτοπυρπόληση του Κερέμ είναι πρωτίστως μεταφορική. Κάηκε από τον έρωτα του, βρέθηκε δηλαδή εκεί που οι τεκτονικές πλάκες του σωματικού πάθους και του πνευματικού έρωτα συναντιούνται και γεννιέται το φλεγόμενο όρος που λέγεται αγάπη. Το οποίο ως εκ τούτου έχει αναχθεί σε ιδέα πλέον κι έχει ξεφύγει από τα όρια της ερωτικής έλξης και δη της συνηθισμένης ερωτικής έλξης. Έχει μετατραπεί σε έρωτα για ελευθερία, για επανάσταση, για ισότητα, για ότι εν τέλει αποχωρίζει τον άνθρωπο από την άλογη φύση του ( και συχνά -πυκνά γίνεται παράνομο...).
Εκεί που υπάρχει πλήρης αντίθεση είναι στη στάση του ποιητικού υποκειμένου. Στο ποίημα του Χικμέτ το λυρικό εγώ δεν είναι αποστασιοποιημένο σε επίπεδο πράξης. Αντίθετα, ο "βαρύς αέρας" της ανελευθερίας είναι εκείνος που τον ωθεί να βγει στους δρόμους και να φωνάζει - και το β' ενικό πρόσωπο υποδηλώνει ότι δεν αναφέρεται συνολικά στο πλήθος, αλλά και σε καθ' ένα ξεχωριστά, (άρα και στον αναγνώστη) - προσπαθώντας να τους κινητοποιήσει ώστε να βγουν κι αυτοί έξω και να λιώσουν "το μολύβι", να απελευθερωθούν. Κι όταν κάποιος από το πλήθος του λέει να προσέχει μην πάρει φωτιά σαν τον Κερέμ ("Ήταν εκείνος που απέστρεψε το βλέμμα όταν του μιλήσαμε" δεν λέει ο Σινόπουλος;) το λυρικό εγώ αδιαφορεί για τους κινδύνους και δηλώνει διατιθέμενο να καεί όπως ο Κερέμ, γιατί η προσωπική συμμετοχή και αυτοθυσία του καθενός ξεχωριστά και όλων μαζί είναι ο μόνος δρόμος το φως: "Αν δεν καώ εγώ αν δεν καείς εσύ αν δεν καούμε εμείς πως θε να γίνουν τα σκοτάδια λάμψη; ". 'Η αλλιώς: "γιανα γυρίσει ο Ήλιος θέλει δουλειά πολύ", που έγραφε και ο Ελύτης.
Τα πράγματα στο ποίημα του Γιάννη Αγγελάκα (δεν πιστεύω να αμφιβάλλει κανείς ότι είναι ποιητής;) "Ποιος καίγεται απόψε" είναι περισσότερο ασαφή και υπαινικτικά. Η ποιητική φωνή στην πρώτη στροφή βρίσκεται απομονωμένη και αποπροσανατολισμένη σε έναν κόσμο βαθύ και σκοτεινό, σαν πηγάδι. Στην δεύτερη στροφή όμως φαίνεται να αντιλαμβάνεται την γλυκύτητα που έχει η νύχτα, σαν φάρμακο και χάδι. Κι αισθάνεται την μυρουδιά της στάχτης που του φέρνει ο αέρας. Οποτε αναρωτιέται: Ποιος καίγεται απόψε και μύρισε η πόλη αγάπη; Αλλά δεν θα προσπαθήσω να το ερμηνεύσω· δικό σας· κατά τον δαίμονα εαυτού...)
Είπα προφητικό το ποίημα του Σινόπουλου πιο πάνω, για να τελειώνουμε σιγά-σιγά, διότι το έγραψε το 1957 εμπνεόμενος από το ψυχροπολεμικό κλίμα του κόσμου και την μετεμφυλιακή κατάσταση στην Ελλάδα, χωρίς να αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο περιστατικό. Ως τότε βέβαια υπήρχαν περιπτώσεις ανθρώπων που είχαν δώσει τη ζωή τους καιόμενοι, αλλά το είχαν κάνει για να μην πιαστούν ζωντανοί από τους εχθρούς τους ή επειδή οι εχθροί τους έκαψαν γιατί δεν παραδίδονταν. Τέτοιες περιπτώσεις, για να περιοριστώ στην ελληνική Ιστορία ήταν εκείνες στο Κούγκι, στο Μελιδόνι ή στην Μονή Σέκου, κατά την διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης, στο Αρκάδι, κατά τη διάρκεια της μεγάλης Κρητικής Επανάστασης, και, σχεδόν ταυτόχρονα με το ποίημα, του Γρηγόρη Αυξεντίου.
Ωστόσο, από την δεκαετία όμως του 1960 και μετά, εμφανίστηκαν πολλές περιπτώσεις ανθρώπων που αυτοπυρπολήθηκαν ως ένδειξη διαμαρτυρίας. Την αρχή έκαναν βουδιστές μοναχοί διαμαρτυρόμενοι για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζε τον βουδισμό η κυβέρνηση του Νοτίου Βιετνάμ και κατόρθωσαν να κοινοποιήσουν διεθνώς το πρόβλημα και απογυμνώσουν ηθικά τον πόλεμο. Προεξάρχουσα περίπτωση μεταξύ της μεγάλης σειράς αυτοπυρπολήσεων ήταν εκείνη του Thich Quang Duc η οποία προξένησε μεγάλη εντύπωση καθώς ο μοναχός καθ' όλη τη διάρκεια της αυτοπυρπόλησης έμεινε ακίνητος.
Ο Τσέχος φοιτητής Γιαν Πάλατς, αυτοπυρπολήθηκε το 1969 ως ένδειξη διαμαρτυρίας για την επέμβαση των σοβιετικών στρατευμάτων στην Πράγα ένα χρόνο νωρίτερα και κατάφερε έτσι να διατηρήσει ζωντανή κι αμόλυντη την ιδέα ενός σοσιαλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο, ενάντια στην στρατοκρατική , σοβιετικού τύπου παρέκκλισή του. Το παράδειγμα του Πάλατς ακολούθησαν τουλάχιστον 7 Τσέχοι και Σλοβάκοι φοιτητές, η αυτοθυσία τους όμως δεν έγινε γνωστή εξαιτίας του φιλοσοβιετικού καθεστώτος.
Το 1970 αυτοπυρπολήθηκε στη Γένοβα ο έλληνας φοιτητής Κώστας Γεωργάκης ως ένδειξη διαμαρτυρίας για την ελληνική δικτατορία και προκειμένου να διασφαλίσει με την πράξη του ότι δεν θα κινδύνευε η οικογένεια του στην Ελλάδα, μετά την αποκάλυψη της αντιδικτατορικής του δράσης.
Χαρακτηριστικά είναι όσα λέει στο σημείωμα που άφησε στον πατέρα του: "Συγχώρεσε με γι' αυτό που έκανα και μην κλάψεις. Ο γιος σου δεν είναι ήρωας. Είναι άνθρωπος, όπως όλοι οι άλλοι, ίσως λίγο πιο φοβισμένος (...) Δεν θέλω να μπείτε σε κίνδυνο από τις πράξεις μου, αλλά δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά, παρά να σκέφτομαι και να ενεργώ σαν ελεύθερο άτομο". Η πράξη του Γεωργάκη έδωσε μεγάλη ώθηση στον αντιδικτατορικό αγώνα (στο εξωτερικό, γιατί στην Ελλάδα αποσιωπήθηκε από την χουντική λογοκρισία)και αποτέλεσε διεθνώς μεγάλο πλήγμα για τους δικτάτορες. Ο Νικηφόρος Βρεττάκος του έγραψε ένα ποίημα:
Νικηφόρος Βρεττάκος, «Η θέα του κόσμου»
(Στον φοιτητή που αυτοπυρπολήθηκε στη Γένοβα το 1970)
Ντύθηκες γαμπρός φωταγωγήθηκες σαν έθνος. Έγινες ένα θέαμα ψυχής ξεδιπλωμένης στον ορίζοντα. Είσαι η φωτεινή περίληψη του δράματος μας, τα χέρια μας προς την Ανατολή και τα χέρια μας προς τη Δύση. Είσαι στην ίδια λαμπάδα τη μια τ’ αναστάσιμο φως κι ο επιτάφιος θρήνος μας. συλλογή: “η θέα του κόσμου”
επίσης, είναι ένας από τους τρεις- ο Παναγούλης και ο Τσε είναι οι άλλοι δύο- για τους οποίους εικάζεται ότι έγραψε ο Σαββόπουλος το τραγούδι "Ωδή στο Γεώργιο Καραισκάκη".
Ο Γεωργάκης δεν ήταν η μοναδική ελληνική περίπτωση αυτοπυρπόλησης! Την δεκαετία του '80 αυτοπυρπολήθηκε ένας αγρότης στη Θεσσαλία {Στην Πιερία. Πρόκειται για τον Β. Χαρισόπουλο} σε συγκέντρωσή διαμαρτυρίας των αγροτών. Μολονότι, το συμβάν απασχόλησε επί μακρόν τον Τύπο τότε, ξεχάστηκε -πώς το είχε πει ο ποιητής: "Τον συνηθίσατε, δεν αντιπροσωπεύει τίποτα, σαν όλα τα πράγματα που έχετε συνηθίσει"- και το μόνο που έμεινε είναι ένας στίχος του Ορφέα Περίδη να τον θυμίζει: "Αυτοπυρπολημένος άγιος στην Θεσσαλία".
Υπήρξαν πολλές ακόμα περιπτώσεις "καιόμενων" τα κατοπινά χρόνια: Ως ένδειξη διαμαρτυρίας, όπως εκείνες των Θιβετιανών μοναχών εναντίον της κινεζικής κατοχής στο Θιβέτ ή Βιρμανών ενάντια στο εκεί δικτατορικό καθεστώς. Και ως υπέρτατη έκφραση απελπισίας και διαμαρτυριας ταυτόχρονα στις χώρες τις Δύσης, μηδέ της Ελλάδας εξαιρουμένης, μια αναζήτηση στο google θα δείξει. Καμιά όμως περίπτωση πλέον δεν τυγχάνει πλατιάς δημοσιοποίησης. Λόγω της λογοκρισίας στις στρατοκρατικές χώρες και λόγω της εξυπηρέτησης αλλότριων συμφερόντων από τα Μ.Μ.Ε. της "πολιτισμένης" Δύσης...
Από την άλλη βέβαια, δεν νομίζω ότι η διασημότητα υπήρξε το κίνητρο σε οποιαδήποτε από αυτές τις περιπτώσεις αυτοπυρπόλησης και, σε τελική ανάλυση, η δικαίωση της μερικής αποστασιοποίησης και σκεπτικισμού απέναντι στην ακραία - ομολογουμένως- πράξη της αυτοπυρπόλησης που εκφράζει ο Σινόπουλος δεν αναιρεί σε καμιά περίπτωση την ηρωική αισιοδοξία του Ναζίμ Χικμέτ...
Πρόκειται άλλωστε για μια πράξη αγάπης, που έλεγε κι ο Αγγελάκας...
Τάκης Σινόπουλος «Ο καιόμενος»
Κοιτάχτε! μπήκε στη φωτιά! είπε ένας απ’ το πλήθος.
Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν
στ’ αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο, όταν του
μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.
Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου.
Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένος να παραξενεύομαι.
Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;
Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;
Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι.
Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις, μου είπαν.
Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.
Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.
Γινόταν ήλιος.
Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές
άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.
Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο.
Το ποίημα του Τάκη Σινόπουλου «Ο καιόμενος» ανήκει στην ποιητική συλλογή Μεταίχμιο Β΄ (1957), όπου ο ποιητής καταγράφει σκέψεις και εμπειρίες από τα χρόνια που ακολούθησαν το τέλος του εμφυλίου πολέμου. Πρόκειται για μία δύσκολη περίοδο τόσο γιατί η χώρα είχε περιέλθει σε δεινή οικονομική κατάσταση όσο και γιατί τα πάθη του εμφυλίου ήταν ακόμη έντονα. Οι συνεχείς διώξεις, άλλωστε, εις βάρος των κομμουνιστών είχαν δημιουργήσει ένα έντονο κλίμα ανελευθερίας, με αποτέλεσμα οι πολίτες ν’ αναγκάζονται να κρύβουν τις πραγματικές τους πεποιθήσεις, προκειμένου να γλιτώσουν απ’ το αντικομμουνιστικό μένος της κυβέρνησης.
Ο ποιητής θέλοντας να δείξει την άκρα αντίθεση ανάμεσα σ’ εκείνους που είναι πρόθυμοι να θυσιάσουν ακόμη και τη ζωή τους για να υπερασπιστούν τις ιδέες τους και σ’ εκείνους που επιλέγουν την παθητική στάση του αμέτοχου παρατηρητή, καταφεύγει στην παραστατικότητα ενός ιδιαίτερου γεγονότος. Αποφεύγει έτσι την πιθανώς λιγότερο δραστική εντύπωση που θα προκαλούσε η θεωρητική προσέγγιση του θέματος και προκρίνει την εντυπωτική δύναμη ενός τέτοιου περιστατικού, όπως είναι η αυτοπυρπόληση ενός ανθρώπου.
«Κοιτάχτε! μπήκε στη φωτιά! είπε ένας απ’ το πλήθος.
Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν
στ’ αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο, όταν του
μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.»
Το ποίημα δίνεται αφηγηματικά, με πρόδηλα τα στοιχεία του εσωτερικού μονολόγου, καθώς ο ίδιος ο ποιητής αποκαλύπτει τις σκέψεις που του προκαλεί το πρωτόγνωρο αυτό γεγονός, η απρόσμενη αυτή πράξη αυτοθυσίας.
Με την προτροπή έκπληξης ενός ανθρώπου από το πλήθος -μέρος του οποίου είναι κι ο ίδιος ο ποιητής- οι παριστάμενοι στρέφουν να δουν το αδιανόητο γεγονός της αυτοπυρπόλησης ενός αγνώστου ανδρός. “Γυρίσαμε” τα μάτια γρήγορα, σχολιάζει ο ποιητής, εντάσσοντας με το α΄ πληθυντικό πρόσωπο και τον εαυτό του στο απρόσωπο πλήθος. Η εναλλαγή μεταξύ ρημάτων πρώτου πληθυντικού (γυρίσαμε, μιλήσαμε) και τρίτου ενικού (απόστρεψε, καίγεται, δε φωνάζει), καθιστά σαφέστερη τη διάκριση ανάμεσα στο πλήθος και τη μοναδικότητα του ανθρώπου εκείνου που με την ακραία πράξη του καθηλώνει όλους τους άλλους γύρω του.
Λίγο προτού ο άνθρωπος αυτός τυλιχτεί στις φλόγες οι άλλοι γύρω του, μαζί κι ο ποιητής, είχαν προσπαθήσει να του μιλήσουν, εκείνος ωστόσο είχε στρέψει το πρόσωπό του αλλού. Η απροθυμία του αυτή να επικοινωνήσει με τους ανθρώπους γύρω του, φανερώνει, όχι μόνο την απόλυτη προσήλωση που είχε σε ό,τι ετοιμαζόταν να κάνει, αλλά και την περιφρόνησή του απέναντι στο αμέτοχο πλήθος. Ο άνδρας αυτός γνωρίζει ήδη την παθητικότητα που χαρακτηρίζει την πλειονότητα των συμπολιτών του, γνωρίζει ήδη πως προτιμούν την ασφάλεια που τους παρέχει η υποταγή στη θέληση των κυβερνόντων. Για το λόγο αυτό, άλλωστε, επιλέγει μια τόσο ακραία πράξη, στην προσπάθειά του να δείξει πόσο σημαντικό είναι να παλεύει κανείς για τα πιστεύω και τα ιδανικά του.
Έχει ιδιαίτερη σημασία να προσεχθεί η επιλογή της αυτοπυρπόλησης, καθώς δεν πρόκειται για μια απλή πράξη αυτοχειρίας. Αν επρόκειτο για απλή αυτοκτονία, θα μπορούσε να επιλεχθεί ένας άλλος τρόπος που θα επέφερε έναν ακαριαίο θάνατο. Ωστόσο, εδώ θέλει να τονιστεί η απόλυτη αποφασιστικότητα αυτού του ανθρώπου και η απόλυτη πίστη του στα ιδανικά για τα οποία θυσιάζει τη ζωή του. Έτσι, τον βλέπουμε να τυλίγεται στις φλόγες χωρίς να φωνάζει, χωρίς να ζητά βοήθεια. Υπομένει τους φρικτούς πόνους και την αγωνία του θανάτου, με πλήρη αυτοσυγκράτηση. Θέτει τα πιστεύω του πάνω και πέρα απ’ τη δική του ζωή, την οποία προτιμά να θυσιάσει προκειμένου να συμβάλει στην αφύπνιση των συνανθρώπων του, αλλά και στην πλέον δραματική δήλωση της αξίας που έχει για τον άνθρωπο η ελευθερία να εκφράζει και να διεκδικεί την πραγμάτωση των ιδανικών του.
Ο καιόμενος θα μπορούσε να λειτουργεί ως σύμβολο για όλους εκείνους τους ανθρώπους της αριστεράς, οι οποίοι θυσίασαν τη ζωή τους στην προσπάθειά τους να δημιουργήσουν μια δικαιότερη κοινωνία, στην οποία δε θα πρυτάνευε πια το συμφέρον των οικονομικά ισχυρών, αλλά η αξία του ανθρώπου και οι ανάγκες του απλού πολίτη. Ο καιόμενος θα μπορούσε, συνάμα, να είναι το σύμβολο όλων εκείνων των ανθρώπων που κατορθώνουν να δουν πέρα από τα προσωπικά τους συμφέροντα και τις ατομικές τους επιθυμίες, και προσφέρουν τον εαυτό τους σε μια ιδέα, σ’ έναν αγώνα που αγκαλιάζει όλους τους ανθρώπους.
«Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου.
Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένος να παραξενεύομαι.»
Παράλληλα με το δράμα του καιόμενου ανδρός, μας δίνονται και οι πρώτες σκέψεις του ποιητή, ο οποίος εκφράζει την επιθυμία να αγγίξει με το χέρι του τον άνθρωπο αυτό∙ ένδειξη του θαυμασμού που αισθάνεται για την πράξη αυτή που μοιάζει να ξεπερνά τα ανθρώπινα μέτρα.
Ο ποιητής διστάζει, ωστόσο, δεν ξέρει αν πρέπει να τον πλησιάσει, αν πρέπει να κάνει κάτι ή όχι. Μέσα του αισθάνεται έντονη περιέργεια γι’ αυτό που συμβαίνει μπροστά του. Είναι, άλλωστε, φτιαγμένος από τη φύση του να παραξενεύεται, όπως σχολιάζει, αλλά δεν είναι σίγουρος για το ποια στάση πρέπει να κρατήσει.
Άξιο προσοχής πως ο ποιητής δεν εκφράζει τη σκέψη να παρέμβει δραστικά για τη σωτηρία του ανδρός. Η πράξη της αυτοπυρπόλησης θα μείνει ως αντικείμενο παρατήρησης, ως αφορμή προβληματισμού, αλλά δε θα παρεμποδιστεί. Η θυσία αυτού του ανθρώπου θα φτάσει μέχρι το τέλος, χωρίς κάποια μάταιη απόπειρα διάσωσης, η οποία θα αλλοίωνε το χαρακτήρα και θα απέτρεπε το πλήρες φανέρωμα της αποφασιστικότητας του ανθρώπου αυτού.
«Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;
Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;»
Ο καιόμενος άνδρας ξεπερνά τις αδυναμίες της ανθρώπινης φύσης, υπερνικά τον βασανιστικό πόνο του φλεγόμενου σώματός του, και στέκει μες στη φωτιά με την υπερηφάνεια ενός σύγχρονου μάρτυρα. Επιδεικνύει έτσι μιαν αποφασιστικότητα που προκαλεί εξαιρετική εντύπωση σε όποιον τον αντικρίζει.
Η εύλογη απορία για το πώς γίνεται να καίγεται ζωντανός και να μην εκδηλώνει τον πόνο που αισθάνεται, έρχεται να τονίσει με εναργή τρόπο το μέγεθος της αποφασιστικότητάς του, αλλά και την ένταση της πίστης που τον έχει οδηγήσει στην πράξη αυτή. Είναι τόσο απόλυτα αφοσιωμένος στα ιδανικά του, ώστε υπομένει τον φρικιαστικό αυτό θάνατο με πλήρη καρτερία. Σα να λέει σε όσους τον παρατηρούν πως αυτά για τα οποία πεθαίνει, αξίζουν κάθε πιθανή θυσία.
«Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι.
Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις, μου είπαν.»
Το ποίημα προχωρά με εναλλαγές ανάμεσα στην περήφανη στάση του ανθρώπου που καίγεται ζωντανός και του ποιητή που τον παρακολουθεί με φόβο και δισταγμό. Από τη μία έχουμε εκείνον που είναι πρόθυμος να πεθάνει για να στηρίξει και να υπερασπιστεί τις ιδέες του, κι από την άλλη έχουμε τον ποιητή -εκφραστή του πλήθους, εκφραστή της πλειονότητας των πολιτών εκείνης της περιόδου-, ο οποίος δεν τολμά να εκφράσει τη συμπάθειά του ή και την ομογνωμοσύνη του με τον καιόμενο.
Η χώρα είναι σκοτεινή και δύσκολη. Η χώρα περνά μια περίοδο κατά την οποία η υποψία και μόνο πως κάποιος έχει αντίθετες πεποιθήσεις απ’ αυτές της κυβέρνησης κινδύνευε με εξορία ο ίδιος και με πλήρη οικονομική εξαθλίωση η οικογένειά του. Οι πολίτες, έτσι, γίνονται εξαιρετικά επιφυλακτικοί και φοβούνται όχι μόνο να εκφράσουν τα πραγματικά πιστεύω τους, αλλά ακόμη και να συσχετιστούν με ανθρώπους που κρίνονται ύποπτοι από τους κυβερνητικούς και την αστυνομία.
Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις, σχολιάζουν οι άνθρωποι της εποχής, εκφράζοντας μια στάση που προτάσσει το όφελος της φιλήσυχης και ασφαλούς ζωής έναντι στην ενεργή διεκδίκηση και υπεράσπιση των ιδανικών και της ελευθερίας. Η πλειονότητα των πολιτών επιλέγει να αδιαφορήσει για τα μεγαλύτερα ιδανικά, προκειμένου να της δοθεί το δικαίωμα να ζήσει έστω την περιορισμένη και ανελεύθερη ζωή του ατομικού βίου. Οι περισσότεροι πολίτες προτιμούν να θυσιάσουν την ελευθερία τους και το δικαίωμά τους να έχουν και να εκφράζουν τις δικές τους απόψεις, με αντάλλαγμα την ευκαιρία να ζήσουν ανενόχλητοι από την εξουσία.
Ανάμεσα στον αγώνα και στην αυτοθυσία για ένα καλύτερο αύριο για όλους και σε μια ζωή περιχαρακωμένη μες στα όρια που θέτει η εξουσία, ελάχιστοι είναι αυτοί που επιλέγουν το δρόμο της διεκδίκησης. Το πλήθος επιλέγει τη στέρηση της ελευθερίας του, επιλέγει να αφήσει τους κυβερνώντες και τους κρατούντες να κάνουν ό,τι θέλουν, αρκεί οι ίδιοι να διασφαλίσουν την ησυχία τους. Σε μια χώρα που οι άνθρωποί της έχουν πολλάκις θυσιαστεί στο όνομα της ελευθερίας, οι κυβερνώντες μέσω του φόβου και της απειλής έχουν κατορθώσει το αδιανόητο, έχουν καταφέρει να υποτάξουν πλήρως τους πολίτες, έχουν καταφέρει να τους καθηλώσουν σ’ ένα πλέγμα φόβου και ανασφάλειας, ώστε να μη διεκδικούν απολύτως τίποτα, ώστε να μην παρεμποδίζουν την ασυδοσία της εξουσίας.
«Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.
Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.
Γινόταν ήλιος.»
Κι όμως σε τι αντίθεση με τους πολλούς βρίσκεται αυτός ο άνθρωπος. Καίγεται μονάχος του καταμόναχος∙ η λέξη μονάχος επαναλαμβάνεται και με επίταση, ώστε να δοθεί με ιδιαίτερη έμφαση το γεγονός πως μόνος του αυτός ο άνδρας τολμά να εκφράσει την αντίθεσή του στο φόβο που έχει επιβάλει η εξουσία, μόνος του αυτός τολμά να πεθάνει για τα ιδανικά του.
Από τη μία το υποταγμένο πλήθος κι από την άλλη αυτός μόνος του να καίγεται ζωντανός, σε μια αυτόβουλη θυσία που έρχεται να δείξει στους άλλους το μόνο δρόμο απέναντι στην ανελευθερία. Ο άνθρωπός αυτός επιλέγει το θάνατο απ’ το να ζει σε μια επιβεβλημένη αδράνεια, χωρίς να έχει το δικαίωμα να διεκδικήσει γι’ αυτόν και τους δικούς του μια καλύτερη ζωή. Ο άνθρωπος αυτός επιλέγει το δρόμο της αντίστασης απέναντι στο φόβο και στην ανασφάλεια, απέναντι στην αντιδημοκρατική κυβέρνηση∙ και το κάνει αυτό με πλήρη αποφασιστικότητα.
Καθώς το σώμα του αφανίζεται απ’ τις φλόγες, το πρόσωπό του αστράφτει, γίνεται ήλιος. Ο άνθρωπος αυτός όσο περισσότερο χάνει τη σωματική του υπόσταση, τόσο περισσότερο γίνεται ένα σύμβολο, ένας ήρωας, σε μια εποχή όπου οι πολίτες έχουν απολέσει την αγωνιστικότητά τους. Η θυσία του θα στέκει ως παράδειγμα, ως διαρκές κίνητρο για εκείνους που θέλουν να αντισταθούν στην απαράδεκτη προσπάθεια της κυβέρνησης να επιβάλει ένα συγκεκριμένο τρόπο σκέψης -τον τρόπο που διασφαλίζει τα συμφέροντά της- διώκοντας μέχρι την πλήρη εξαθλίωση εκείνους που αρνούνται να υποταχθούν στο συστηματικό εκφοβισμό και στη συστηματική στέρηση της ελευθερίας.
«Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές
άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.
Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο.»
Ο ποιητής, ωστόσο, αντιλαμβάνεται πως το παράδειγμα του καιόμενου άνδρα θα έχει περιορισμένο μόνο αντίκτυπο, καθώς οι περισσότεροι άνθρωποι δεν είναι διατεθειμένοι να προβούν σε θυσίες και σε ηρωικές πράξεις. Τους είναι πιο εύκολο να περιμένουν από κάποιον άλλο να επιτελέσει το δύσκολο έργο της διεκδίκησης, τους είναι πιο εύκολο να παρατηρούν εκ του ασφαλούς, περιμένοντας από κάποιον άλλον να θυσιαστεί, να παλέψει και ίσως να κερδίσει κάτι, που θα ωφελήσει κι αυτούς.
Το ηρωικό σθένος προηγούμενων εποχών έχει παρέλθει, καθώς οι περισσότεροι άνθρωποι προτιμούν πλέον να κοιτάζουν τη δουλειά τους, να μένουν αμέτοχοι και να μη διακινδυνεύουν την ασφάλεια της περιορισμένης ιδιωτικής τους ζωής. Έτσι, την ώρα που κάποιος άλλος θυσιάζεται για εκείνους, που καίγεται ζωντανός για να τους παρακινήσει σε δράση, εκείνοι κοιτούν έκπληκτοι, νιώθουν ίσως και θαυμασμό για το θάρρος του, κάποτε επικροτούν κιόλας την πράξη του, αλλά δεν εγκαταλείπουν τη σιγουριά της απάθειάς τους.
Ο κίνδυνος που συνοδεύει την προσπάθεια διεκδίκησης, ο φόβος απέναντι στην πανταχού παρούσα κυβέρνηση, κάμπτει την αγωνιστικότητα των πολιτών, οι οποίοι έχουν μεταλλαχθεί πια σε φιλήσυχους και αμέτοχους παρατηρητές. Η θυσία του άλλου ανθρώπου γίνεται κυρίως ένα ακόμη θέαμα άξιο προσοχής, αλλά σε καμία περίπτωση δεν έχει τόση δύναμη, ώστε να τους βγάλει από το τέλμα της απραξίας. Έτσι, το δικαίωμα στην ελευθερία, το δικαίωμα σε μια δικαιότερη κοινωνία, κατακρημνίζεται μπροστά στους δουλικά φερόμενους πολίτες, που αδυνατούν να αντιληφθούν την αξία μιας κοινωνίας ελεγχόμενης, όχι από τους άπληστους κρατούντες, αλλά από τους ίδιους τους πολίτες.
Κι ο ποιητής μοιράζεται στα δυο. Ο ποιητής μετέχει και του δράματος του καιόμενου ανδρός, αλλά και της απάθειας του πλήθους, που στέκει εκεί χειροκροτώντας, χωρίς ωστόσο να παρακινείται σε δράση, χωρίς ωστόσο να παραδειγματίζεται από τη θυσία του συμπολίτη τους.
Ο ποιητής αντιλαμβάνεται πλήρως την αξία της θυσίας αυτού του ανθρώπου και αισθάνεται κι ο ίδιος την ανάγκη να συμμετάσχει στον έξοχο αγώνα του. Καιόμενος υπ’ αυτή την έννοια δεν είναι μόνο ο άνδρας που καίγεται ζωντανός, αλλά και κάθε άλλος άνθρωπος που νιώθει μέσα του την ανάγκη να αντισταθεί και να παλέψει για τη ζωή που του στέρησαν. Καιόμενος είναι κάθε πολίτης που αισθάνεται την αγανάκτησή του να τον πνίγει και είναι έτοιμος να διεκδικήσει το δικαίωμα στην ελευθερία και στην προάσπιση του συλλογικού συμφέροντος. Κι αν ο ποιητής δε φτάνει σε κάποια πιο δραστική μορφή αγώνα, καταγράφει ωστόσο το γεγονός της θυσίας του συνανθρώπου του και καταγγέλλει την απραξία των πολλών.
Ο ποιητής συνάμα παραμένει κομμάτι του πλήθους, μετέχει κι αυτός της απραξίας που χαρακτηρίζει τη στάση των πολλών, καθώς αντιλαμβάνεται τους λόγους για τους οποίους έχουν περιέλθει σ’ αυτήν την κατάσταση απάθειας. Γνωρίζει πως το ιδανικό θα ήταν οι άνθρωποι να παραδειγματίζονταν απ’ τις θυσίες εκείνων που πέθαναν για μια κοινωνία καλύτερη, ωστόσο γνωρίζει κιόλας το φόβο που νιώθουν οι πολίτες για τη ζωή τους. Έχει βιώσει κι εκείνος την απόλυτη τρομοκρατία που έχει επιβάλει η κυβέρνηση με τη βοήθεια της αστυνομίας.
Η απραξία του πλήθους αν και κατακριτέα, δεν είναι ωστόσο ακατανόητη. Είναι γέννημα των συστηματικών διώξεων και της ανηλεούς τιμωρίας των αντιφρονούντων. Ο ποιητής, οπότε, αντιλαμβάνεται, κατανοεί και αποδέχεται, τόσο την αποφασιστικότητα εκείνων που θυσιάζονται για τα ιδανικά τους, όσο και το φόβο εκείνων που επιλέγουν να παραμείνουν αμέτοχοι παρατηρητές.
Ο Λίνος Πολίτης γράφει στην Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας για τον Τάκη Σινόπουλο τα εξής: «Ο Τάκης Σινόπουλος (γενν. 1917) από την πρώτη του συλλογή (1951) έδειξε την υφή της ποίησής του καθώς και την καταγωγή του από τον υπερρεαλισμό, τονEliot, τονEzraPoundκαι το Σεφέρη. Φύση ανήσυχη και βαθιά προβληματιζόμενη, καταφεύγει σε καινούριες ολοένα αναζητήσεις και βρίσκει διαφορετικό κάθε φορά τρόπο να εκφραστεί. Βασικό πάντως στοιχείο στην ποίησή του παραμένει η αίσθηση της μοναξιάς, μιας μοναξιάς υπαρξιακής. Ο ποιητικός του λόγος είναι εξαιρετικά επιμελημένος και διαυγής, με λογική διάρθρωση και μελετημένη αρχιτεκτονική και με στοιχεία προσωπικής γραφής, “από τα ελάχιστα πειστικά δείγματα ποιότητας που έχει να προβάλει η γενιά μας” [Μ. Αναγνωστάκης]. Στις νεώτερες, μετά το 1967 (σύντομες όπως οι περισσότερες) συλλογές του, προβάλλει σε πολλά σημεία και η εμπειρία της δικτατορίας. (Συγκεντρωτική έκδοση: Συλλογή Ι, 1951-1964, 1976).
Συλλογή: Μεταίχμιο Β΄, έκδοση 1957 – «προϊόν εμπειρίας του εμφυλίου πολέμου και
της μετεμφυλιακής ατμόσφαιρας».
Δομή ποιήματος:
Α. Στίχοι 1-13: αφήγηση (τραγικό δρώμενο) – ο αφηγητής ταυτίζεται με τον ποιητή.
Β. Στίχοι 14-16: η θέση του αφηγητή-ποιητή, κατακλείδα.
Θέμα ποιήματος:
Η πολιτική διαμαρτυρία, με αυτοπυρπόληση ενός απογοητευμένου ιδεολόγου και η αντίδραση του πλήθους και του ποιητή, ή «η συμβολική εικόνα του ανθρώπου που θυσιάζει τον εαυτό του σαν ιερό σφάγιο-μια πράξη στην οποία συμμετέχει κι ο ίδιος ο ποιητής».
Το ποίημα δεν αποτυπώνει ένα πραγματικό γεγονός αλλά εκφράζει μια ενορατική, προφητική επινόηση του ποιητή.
Για τον «Καιόμενο» είπε ο ποιητής σε κάποια συνέντευξή του: «Κανείς δεν γίνεται ποιητής χωρίς να πληρώσει προσωπικά. Αυτό να το ξέρετε. Προπαντός μέσα στο δικό μας το χώρο, στην Ελλάδα, που δεν είναι πια δικός μας. Κάποτε στα 1957, έγινα προφήτης γράφοντας τον «Καιόμενο». Ύστερα ήρθανε οι αυτοπυρπολήσεις των βουδιστών καλόγερων στο Βιετνάμ, ύστερα του Πάλαντς στη Τσεχοσλοβακία και του Γεωργάκη στη Γένοβα. Τον Οκτώβρη του ’74 έγραψα το 16ο ποίημα του «Δοκιμίου» στο Χρονικό. Αργότερα σκοτώθηκε ο Αλέξανδρος Παναγούλης». Στον τίτλο ο παροντικός χρόνος της μετοχής δηλώνει τη διάρκεια μιας πράξης εν ενεργεία που συμβαίνει στο παρόν και εξακοντίζεται στο μέλλον. Καιόμενος είναι ο μάρτυρας που θυσιάζεται, γιατί με τη θυσία του υπερβαίνει τα αδιέξοδα της ζωής και στέλνει ένα πυρίκαυστο μήνυμα καθάρσεως. Αλλά και ο ποιητής που μετεωρίζεται ανάμεσα στα δυο, ίσως και ο καθένας από μας που, ενώ βιώνουμε τα ηθικά και υπαρξιακά αδιέξοδα, δεν έχουμε οδό διαφυγής.
Αφηγηματικές φωνές – πλάνα – επίπεδα ποιήματος:
Η αφήγηση αρχίζει inmediasres με τη γεμάτη θαυμασμό φωνή (Κοιτάχτε! Μπήκε στη φωτιά!) κάποιου από το πλήθος. Στη συνέχεια, το ποίημα δομείται σε τρίααλληλοσυνδεόμενα πλάνα που παρουσιάζονται με κινηματογραφική τεχνική. Ο φακός κινείται ανάμεσα στα πρόσωπα (πλήθος, ποιητής, καιόμενος) που κυριαρχούν σ’ αυτά τα πλάνα και που σκιαγραφούνται με αδρές γραμμές, ενώ παράλληλα αντιπροσωπεύουν τρεις διαφορετικές οπτικές του κόσμου.
Α. Το ποιητικό εγώ, που αναρωτιέται, σκέφτεται, σχολιάζει. Αρχικά, παρουσιάζεται ως ένας από το πλήθος (αφήγηση σε α΄ πληθυντικό πρόσωπο – γυρίσαμε, μιλήσαμε), στη συνέχεια αποδεσμεύεται και μετέχει στο δράμα του καιόμενου (αφήγηση σε α΄ ενικό πρόσωπο - διστάζω, είμαι φτιαγμένος ναπαραξενεύομαι, φοβάμαι) για να αποκαλυφθεί στον τελευταίο στίχο, γενικά όμως (οποιητής), ο ποιητής του μεταπολεμικού κόσμου.
Β. Το πλήθος, που θαυμάζει, δεν ανακατεύεται, χειροκροτεί (αφήγηση σε β΄ πρόσωπο, χρήση βασικά προστακτικής έγκλισης που είτε προτρέπει είτε αποτρέπει – Κοιτάχτε! // ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις).
Γ. Ο καιόμενος (αφήγηση σε γ΄ πρόσωπο - αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο, καίγεται, δε φωνάζει βοήθεια, αναλίσκεται περήφανος, μονάχος, καταμόναχος, αφανίζονταν, άστραφτε, γινόταν ήλιος).
Η συνύπαρξη των διαφόρων αφηγηματικών φωνών συναρτάται άμεσα με το δισυπόστατο ρόλο, το μετεωρισμό του ποιητή-αφηγητή σε δύο οπτικές του κόσμου.
Ανάλυση ποιήματος
α ενότητα: στ. 1-13
Κοιτάχτε μπήκε στη φωτιά! Είπε ένας από το πλήθος
Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν
στ’ αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο όταν του
μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.
Η αντίδραση του πλήθους είναι τυπική, δεν εκφράζει κάποιο συναίσθημα. Όμως αναγνωρίζουν το μάρτυρα, είναι εκείνος που οργισμένος είχε αποστρέψει το πρόσωπό του (θυμίζει ο στίχος το βιβλικό λόγιο «απόστρεψον το πρόσωπό Σου από των αμαρτιών μου») από τις επιλογές τους, τους ηθικούς συμβιβασμούς, τις αντιλήψεις του πλήθους. Είχαν μιλήσει μαζί του, ποιος ξέρει τι του είχαν τάξει, τι του είχαν υποσχεθεί, αλλ’ αυτός ήταν «στραμμένος σ’ άλλα οράματα».
Οι πρώτοι στίχοι σκιαγραφούν κατά τρόπο ακαριαίο το μάρτυρα. Είναι μια όρθια παρουσία, μια ανένδοτη συνείδηση, ένας ιδεαλιστής που αντιτίθεται στο πλήθος, προσηλωμένος στο όραμά του. Αποστρέφεται τις φτηνές δοσοληψίες και συναλλαγές που μειώνουν την υπόσταση του ανθρώπου. Έχει πρόσωπο, εκεί που πολλοί άλλοι έχουν χάσει το πρόσωπό τους, που εμπορεύτηκαν τον ηθικό εαυτό τους. Ήδη με τη φράση «και τώρα καίγεται» έχει αρχίσει η τραγική περιπέτειά του, που από ελεύθερη βούληση επέλεξε ως το μόνο τρόπο αντίστασης και εναντίωσης, αποστασιοποιημένος από το πλήθος, βυθισμένος στη βαθυνόητη σιωπή του, την υπαρξιακή μοναξιά του. Στο σημείο αυτό ο ποιητής εκφράζει την απορία του γιατί δε ζητάει βοήθεια, δεν μιλά, δεν κραυγάζει (επομένως η απόφασή του είναι οριστική και αμετάκλητη), δεν επαναστατεί, όμως το φλεγόμενο σώμα του είναι η πιο διαπεραστική κραυγή, η έμπρακτη ομολογία, η πλήρης αποδοχή ενός ανέφικτου και δυσπρόσιτου ιδεώδους.
Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου.
Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένος να παραξενεύομαι.
Ο ποιητής αποχωρίζεται από το πλήθος και στο εξής δρα ως μεμονωμένη παρουσία. Εκείνος (ο ποιητής) είναι γήινος και δηλώνει ότι παραξενεύεται γιατί ο μάρτυρας υπερβαίνει το αίσθημα της αυτοσυντήρησης, την οξεία αίσθηση του σωματικού άλγους. Δύο εναγώνια ερωτήματα ανακύπτουν που ωθούν την ένταση και τη θεατρικότητα του μύθου στο υπέρτατο σημείο:
Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;
Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;
Όπως οι τρεις παίδες εν καμίνω, οι μάρτυρες του Χριστιανισμού ή ο Γρηγόρης Αυξεντίου στο ολοκαύτωμα του Μαχαιρά, βιώνουν το πάθος του ολοκαυτώματος, αναιρώντας τη γήινη υπόστασή τους, έτσι και ο καιόμενος ανάγεται σ’ ένα υπερούσιο σύμβολο που καταλύει τη δυναστεία της ανθρώπινης οδύνης.
Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή και δύσκολη. Φοβάμαι.
Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις μου είπαν.
Η αφήγηση του δράματος διακόπτεται προς στιγμήν για να δηλωθεί ο χώρος, όπου διαδραματίζεται το γεγονός, μια χώρα σκοτεινή και ανελεύθερη, ένας κεντρικός δρόμος, μια πλατεία μιας πολυανθρώπινης, καταδυναστευόμενης πολιτείας (ίσως η πλατεία του Πανεπιστημίου της Πράγας όπου αργότερα κάηκε ζωντανός ο Γιαν Πάλατς) διαγράφουν εναργώς τη σκηνοθεσία του μύθου. Σ’ αυτή τη σκοτεινή και δύσκολη χώρα ο αφηγητής εκφράζει το φόβο του που τον υποθάλπει η απαγορευτική παραίνεση του πλήθους. Οι άνθρωποι, ο πολύπαθος λαός έχει πικράν πείρα της απολυταρχικής, τυραννικής εξουσίας που θέλει τους πολίτες πειθήνια όργανά της, χωρίς αυτοβουλία, αλλοτριωμένους από τον αυθεντικό εαυτό τους. Ο αφηγητής σαφώς υπαινίσσεται την Ελλάδα τη συγκεκριμένη εποχή του εμφύλιου διχασμού και των μετέπειτα χρόνων. Είναι μια εποχή, ζοφερό σκηνικό μιας διαιωνιζόμενης εθνικής τραγωδίας.
Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.
Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.
Γινόταν ήλιος.
Εκείνος πέρα και πάνω από τη δίνη των καιρών, τον ηδονοθηρισμό ή τον καταναλωτισμό, ολοκληρώνει τη θυσία του στην παντοκρατορία του πυρός. Βυθίζεται και αναλίσκεται στην οντολογική μοναξιά του. Επαληθεύεται με έντονη προφάνεια, ο έρωτας της ελευθερίας. Ο θάνατος όμως μεταστοιχειώνει το ακήρατο πρόσωπό του σε ήλιο. Το φως του ήλιου αφανίζει το φθαρτό σώμα, αλλά εξαγνίζει και αποθεώνει την ψυχή και το πνεύμα. «Του ήλιου το μέγα φως» εξαγγέλλει, προοιωνίζεται μιαν άλλη εποχή. Ο μάρτυρας καθίσταται δικαιωμένος σε μεταφυσικό, υπερβατικό επίπεδο με το φωτοστέφανο του μαρτυρίου. Πρβ. το ευαγγελικό διακείμενο «Και μετεμορφώθη έμπροσθεν αυτών και έλαμψε το πρόσωπον αυτού ως ο ήλιος» (Ματθ. ΙΖ, 1).
β ενότητα : στ. 14-16
Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές
άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.
Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο.
Ενώ το δράμα του καιόμενου έχει συντελεστεί, ο ποιητής-αφηγητής προβαίνει σε μια φιλοσοφική θεώρηση, σ’ έναν καίριο σχολιασμό του. Από καταβολής κόσμου κάποιοι είναι μέσα στη φωτιά, μέσα στην καρδιά των εξελίξεων, που προσελκύουν με την ανυπόταχτη φύση τους, τους κεραυνούς και τις θύελλες, είναι αυτοί που επιλέγουν αυτοπροαίρετα τον πιο δύσκολο δρόμο, ακολουθώντας την επιταγή της συνειδήσεώς τους και έρχονται σε σύγκρουση μ’ αυτά που άλλοι ασμένως αποδέχονται, που γεννιούνται με το άστρο του θανάτου στο μέτωπό τους, έτοιμοι να επωμισθούν τη μοίρα του έθνους και της ανθρωπότητας, να θυσιάσουν τον εαυτό τους.
Κάποιοι άλλοι χειροκροτούν, θαυμάζουν, απορούν, επικροτούν, αλλά από τις κερκίδες θεώνται τα δρώμενα στην αρένα της ζωής, τηρώντας απόσταση ασφαλείας.
Και ο ποιητής, ο στοχαστής, ο καλλιτέχνης διαμελίζεται, διχάζεται στα δυο. Ένας αιώνιος δυϊσμός που επαναλαμβάνεται εσαεί. Ο ποιητής αναντίρρητα τάσσεται με τους μάρτυρες, τους ιδεολόγους, τους στρατευμένους σ’ ένα μεγάλο σκοπό, αλλά δεν μπορεί να ταυτιστεί στην πράξη μαζί τους.
Εν τέλει ο ποιητής-αφηγητής είναι τραγικό πρόσωπο, γιατί διχάζεται ανάμεσα σε δύο στάσεις του βίου, χωρίς να μπορεί να βρει τη λύτρωση στα εναγώνια ερωτήματα που τον ταλανίζουν. Συγκλονίζεται από την αυτοπυρπόληση του ιδεολόγου και θέλει να αποστασιοποιηθεί από το απαθές πλήθος, αλλά διστάζει, έτσι μετεωρίζεται και καίγεται με άλλον τρόπο, γεγονός που τον καθιστά τραγικό.
Επομένως τα πρόσωπα του ποιήματος, ο καιόμενος, το πλήθος, ο ποιητής που μετεωρίζεται ανάμεσά τους εκφράζουν τρεις διαφορετικές οπτικές του κόσμου, τρεις στάσεις ζωής.
Σύμβολα:
Χώρα σκοτεινή και δύσκολη: κάθε ανελεύθερο και καταπιεστικό περιβάλλον.
Φωτιά: σύμβολο κάθαρσης και εξαγνισμού.
Ήλιος: σύμβολο φωτός (ήλιος της δικαιοσύνης).
Καιόμενος: σύμβολο αγωνιζόμενου ανθρώπου ενάντια σε κάθε κατάσταση σκοτεινή
και δύσκολη, ιερό σφάγιο, ο καθείς που ‘αναλίσκεται’ για ένα ιδανικό.
Ερμηνεία-Αιτιολόγηση τίτλου Ο Καιόμενος:
= Ο άνθρωπος που πυρπολείται, μια θυσιαστήρια δάδα διαμαρτυρίας, αυτός που
καίγεται και θα καίγεται χωρίς να φθείρεται (σαν τη φλεγόμενη βάτο), ο πρωταγωνιστής στο δρώμενο αυτό.
= Ο ποιητής, ο οποίος κατά κάποιο τρόπο «καίγεται» μεταφορικά, παραμένοντας διχασμένος και μετέωρος.
= Ο καθένας από εμάς, εάν συναισθάνεται το ηθικό αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται.
Η αοριστία του τίτλου (= αυτός που καίγεται) υποδηλώνει ότι δεν πρόκειται μόνο για ένα ατομικό δράμα αλλά για μια πράξη εν ενεργεία, που πραγματώνεται στο παρόν και προβάλλεται στο μέλλον (δηλώνεται το παρόν διαρκείας, η δυνατότητα ή και η προτροπή επανάληψης). Τούτο, εξάλλου, δηλώνεται και με τον παροντικό χρόνο της μετοχής καιόμενοςπου δίνει τη διάρκεια, τη διαχρονικότητα της πράξης (και όχι με έναν παρελθοντικό που θα σήμαινε ο καμένος, αυτός που κάηκε και δεν υπάρχει πια). Η σημασία της πράξης αυτής, που εν τέλει αποτελεί κατάφαση στη ζωή και όχι άρνησή της, έγκειται στο κέρδισμα του ‘προσώπου’ μας.
Σημειώσεις
Η γη μια μάζα μαύρη μες στα δόντια της φωτιάς
Το σώμα καίγεται με το αίμα
Β. Το ποίημα
«Ο Καιόμενος»είναι το πρώτο από τα δεκαεπτά ποιήματα της συλλογής Μεταίχμιο Β, την οποία εξέδωσε το 1957. Περιλαμβάνει ποιήματα γραμμένα, κατά την ένδειξη του ίδιου του ποιητή, στο διάστημα 1949-1955. Σημειώνει ο ίδιος σχετικά: «γραφόταν έξι χρόνια και κλείνει μέσα της τις εμπειρίες του εμφύλιου και της ατμόσφαιρας μετά απ’ αυτόν»
Κοιτάχτε μπήκε στη φωτιά! Είπε ένας από το πλήθος
Κοιτάχτε ο Ελπήνωρ πρέπει να ‘ναι εκείνος
Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή και δύσκολη. Φοβάμαι.
Τοπίο θανάτου
Μαύρισε η γη την πήρε ένας κακός χειμώνας
β ενότητα : στ. 14-16
Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές
Η Ελλάδα ταξιδεύει χρόνια μέσα στην Ελλάδα ακο-
Και τότε του εφώναξα με μια χαρούμενη φωνή: Ελπήνορα
Παρουσίαση με θέμα: "Ο καιόμενος, Τ. Σινόπουλος Διδακτική παρέμβαση στη Λογοτεχνία Γ΄Λυκείου Μανιώτη Μαρία, ΠΕ02."— Μεταγράφημα παρουσίασης:
1 Ο καιόμενος, Τ. Σινόπουλος Διδακτική παρέμβαση στη Λογοτεχνία Γ΄Λυκείου Μανιώτη Μαρία, ΠΕ02
2 Α. Παιδαγωγικοί και μαθησιακοί στόχοι της παρέμβασης Η δραστηριότητα θα βοηθήσει τους μαθητές: ●Να γνωρίσουν τη μεταπολεμική ποίηση μέσα από ένα παράδειγμα κοινωνικής ποίησης ●Να ευαισθητοποιηθούν γύρω από ζητήματα που οδηγούν ανθρώπους σε απονενοημένες πράξεις ●Να προβληματιστούν για την αποτελεσματικότητα τέτοιων πράξεων, που αποβαίνουν είτε απρόσφορες, ατελέσφορες και προβληματικές, είτε προσλαμβάνονται ως αυτοθυσία και αγωνιστικότητα των δρώντων προσώπων
3 Να διαπιστώσουν τη διορατικότητα ενός καλλιτέχνη που βρέθηκε πολύ μπροστά από την εποχή του Να δραματοποιήσουν την κινηματογραφική ματιά του Τ. Σινόπουλου Να γνωρίσουν κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα της παγκόσμιας τάξης που κινητοποιούν ανθρώπους σε φονταμενταλιστικές ενέργειες Να χρησιμοποιήσουν πηγές εικόνας, ήχου και γραπτού λόγου για να παράγουν σχόλια γραπτά και εικονικά στο θέμα της αυτοπυρπόλησης
4 Να δραστηριοποιηθούν στη διερευνητική-βιωματική μάθηση Να αναπτύξουν κριτική σκέψη Να εξοικειωθούν με τη συνεργατική μέθοδο μάθησης Να ασκηθούν στην πολύπλευρη προσέγγιση των γεγονότων μέσα από τον εντοπισμό και τη σύγκριση διαφορετικών κειμενικών, ακουστικών και εικαστικών πηγών Να αποκτήσουν δεξιότητες χειρισμού των ηλεκτρονικών βάσεων και επεξεργασίας/ταξινόμησης δεδομένων
5 Β. Πλαίσιο εφαρμογής 1) Απευθύνεται στην Γ΄ Λυκείου. 2) Χρόνος υλοποίησης: 3 διδακτικές ώρες 3) Χώρος υλοποίησης: Χώρος εργασίας των μαθητών προτείνεται το εργαστήριο πληροφορικής. 4) Προαπαιτούμενες γνώσεις των μαθητών: Γνώση χαρακτηριστικών της μεταπολεμικής ποίησης, ειδικά της κοινωνικής, από την εισαγωγή του βιβλίου της Ν/Ε Λογοτεχνίας Γ΄ Λυκείου. Να πλοηγούνται στο διαδίκτυο και να έχουν προηγούμενη εμπειρία σε συνεργατική δραστηριότητα.
6 Τα εργαλεία εφαρμογής Περιβάλλον Web 2.0 για: ●Πλοήγηση στο διαδίκτυο ●Δημιουργία δημοσίευσης έντυπου άρθρου ●Εργαλείο ψηφιακής αφήγησης ●Επεξεργαστή κειμένου ●Πρόγραμμα δημιουργίας ιστοριογραμμής
7 Οργάνωση της τάξης ●5 ομάδες των 5 ατόμων μικτές, ως προς το φύλο και την επίδοσή τους ●Ένας μαθητής ορίζεται συντονιστής σε κάθε ομάδα ●Εναλλάσσονται στη χρήση του Η/Υ - κατά βούληση των μελών ●Καταρτίζουν σχέδιο δράσης/καθηκόντων ●Ο διδάσκων περιορίζεται σε ρόλο εμψυχωτή και συντονιστή ●Όλες οι εργασίες ανεβαίνουν στο blog της τάξης
8 Εφαρμογή - 1η διδακτική ώρα Δραστηριότητες: Αφόρμηση: οι μαθητές παρακολουθούν τα πρώτα 10΄ λεπτά του ντοκιμαντέρ «Εξάντας», επεισόδιο «29 μέρες» http://www.exandasdocumentaries.com/ http://www.exandasdocumentaries.com/ Συζητείται το περιεχόμενο του βίντεο και τα αίτια δράσης του νεαρού Τυνήσιου που οδηγήθηκε στην αυτοπυρπόληση. Οι μαθητές πρέπει να κατανοήσουν και το αποτέλεσμα της πράξης, την επανάσταση που ακολούθησε και την αλλαγή του καθεστώτος της χώρας. Διαβάζεται το κείμενο «Ο καιόμενος» και ακολουθεί ανάλυση του ποιήματος με παραδοσιακή διδασκαλία. Δημιουργούνται οι 5 ομάδες των 5 ατόμων.
9 2η και 3η διδακτική ώρα Φύλλο εργασίας 1: Οι αρθρογράφοι Δείτε το μικρό αφιέρωμα στη Βικιπαίδεια στον Κώστα Γεωργάκη και στο http://www.mykerkyra.gr/articles/article6 και το βίντεο http://www.youtube.com/watch?v=IhcrMDm8UiU#t=135 (3.55΄ λεπτά) http://www.mykerkyra.gr/articles/article6 http://www.youtube.com/watch?v=IhcrMDm8UiU#t=135 Διαβάστε το άρθρο της εφημερίδας «Αθηναϊκή» στο http://anapolisi.blogspot.gr/2013/01/blog-post_5617.html και το πρωτοσέλιδο της ιταλικής Grecia, διαβάστε τις αντιδράσεις επωνύμων στο http://www.parapolitiki.com/2009/11/blog-post_7621.html http://anapolisi.blogspot.gr/2013/01/blog-post_5617.htmlhttp://www.parapolitiki.com/2009/11/blog-post_7621.html
10 και φτιάξτε ένα πρωτοσέλιδο εφημερίδας με τα γεγονότα και τις απόψεις σας την επόμενη της αυτοπυρπόλησης του καιόμενου του Σινόπουλου, υποθέτοντας τους λόγους που τον οδήγησαν στην αυτοπυρπόληση, θεωρώντας ότι το καθεστώς δεν θα σας ασκήσει λογοκρισία. Αναρωτηθείτε: γιατί οδηγήθηκε σε αυτή την πράξη, αν άφηνε σημείωμα πριν το απονενοημένο διάβημα τι θα μπορούσε να έγραφε, ποιες οι μαρτυρίες των ανθρώπων της πλατείας για το ύφος και τη στάση του… Χρησιμοποιήστε την εφαρμογή «Σχέδιο» στο google drive ή το πρόγραμμα Publisher των windows.
11 Φύλλο εργασίας 2: Οι ψυχολόγοι Διαβάστε την υπόθεση του Κ. Γεωργάκη στο http://www.mykerkyra.gr/articles/article6 και τις δύο επιστολές που άφησε πριν το απονενοημένο διάβημά του στο http://www.parapolitiki.com/2009/11/2.html καθώς και το κείμενο «Η δύναμη της μάζας» του Ευ. Παπανούτσου στο http://users.sch.gr/symfo/sholio/ekthesi/c_likiu/v/115.papanutsos.htm http://www.mykerkyra.gr/articles/article6 http://www.parapolitiki.com/2009/11/2.html http://users.sch.gr/symfo/sholio/ekthesi/c_likiu/v/115.papanutsos.htm Αφού πλοηγηθείτε στην ηλεκτρονική έκδοση του σχολικού εγχειριδίου της Έκθεσης Έκφρασης της Α΄ Λυκείου (χαρακτηριστικά αφήγησης), στο http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSGL-A110/246/1825,5885/ http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSGL-A110/246/1825,5885/
12 σε δύο κείμενα με αφηγηματικό χαρακτήρα, αφηγηθείτε τα συμβαίνοντα και προσπαθήστε να εξηγήσετε τις αντιδράσεις: α) του καιόμενου του Σινόπουλου (βρείτε και αναλύστε τους χαρακτηρισμούς του ποιητή, τι πιθανόν τον οδήγησε σε αυτή την πράξη, τι είδους άνθρωπος πιστεύετε ότι φτάνει ως εκεί...) και β) του κοινού που παρακολουθεί την αυτοπυρπόληση (γιατί δεν αντιδρά, ποια η στάση του…). Χρησιμοποιήστε επεξεργαστή κειμένου.
13 Φύλλο εργασίας 3: Οι κινηματογραφιστές Ακούστε τον ποιητή να απαγγέλλει το ποίημα στο http://www.youtube.com/watch?v=wc9BRVnVEG8 και http://www.youtube.com/watch?v=wc9BRVnVEG8 τη μελοποίησή του στο http://www.youtube.com/watch?v=IyTbWAoYiK0.http://www.youtube.com/watch?v=IyTbWAoYiK0 Βασικό στοιχείο της γραφής του Τ. Σινόπουλου είναι η κινηματογραφική ματιά. Ακολουθώντας την πορεία του ποιήματος, δημιουργήστε μια ψηφιακή αφήγηση του γεγονότος, χρησιμοποιώντας την εφαρμογή we video στο google drive ή το windows movie maker και αντλώντας τις εικόνες που θα επιλέξετε από την τελευταία διαφάνεια ή το http://goo.gl/YFUEs9.από την τελευταία διαφάνεια http://goo.gl/YFUEs9 Δοκιμάστε να «ντύσετε» την ψηφιακή σας δημιουργία με τη φωνή του ποιητή (μπορείτε να χρησιμοποιήσετε mp3 - μέσω του YouTube to mp3) είτε με μαγνητοφώνηση της δικής σας απαγγελίας.
14 Φύλλο εργασίας 4: Οι λογοτέχνες Επισκεφθείτε το http://www.3pointmagazine.gr/Article.php?CatId=6&ArticleId=323 και διαβάστε την ιστορία του Κ. Γεωργάκη.http://www.3pointmagazine.gr/Article.php?CatId=6&ArticleId=323 Εμπνεόμενος από αυτό το γεγονός, ο ποιητής Ν. Βρεττάκος έγραψε το ποίημα «Αυτοπυρπόληση» στη συλλογή «Η θέα του κόσμου». Διαβάστε το στο http://iliaskourakos.blogspot.gr/2012/11/blog-post_17.html http://iliaskourakos.blogspot.gr/2012/11/blog-post_17.html Επισκεφθείτε το http://www.uoa.gr/fileadmin/user_upload/PDF- files/ekdilwseis/Ekdilwseis/2013/Nazim_Hikmet_poihmata.pdf και διαβάστε το ποίημα του Ναζίμ Χικμέτ «Όπως ο Κερέμ».http://www.uoa.gr/fileadmin/user_upload/PDF- files/ekdilwseis/Ekdilwseis/2013/Nazim_Hikmet_poihmata.pdf Συγκρίνετε τη στάση των τριών ποιητών (Σινόπουλου, Βρεττάκου και Χικμέτ) και συνθέστε ένα κείμενο με χαρακτηριστικά δοκιμίου (http://digitalschool.minedu.gov.gr/) για τη στάση της ποίησης και των ποιητών στα κοινωνικά δρώμενα (με τη χρήση επεξεργαστή κειμένου).http://digitalschool.minedu.gov.gr/
15 Φύλλο εργασίας 5: Οι ιστορικοί Ο «καιόμενος» γράφεται το 1957, πολύ πριν εμφανιστούν παραδείγματα αυτοπυρπολήσεων στη σύγχρονη ιστορία. Διαβάστε την περίπτωση του Τσέχου Γιαν Πάλαχ στο http://goo.gl/ASOZb2, δείτε την υπόθεση του Κ. Γεωργάκη στο http://www.3pointmagazine.gr/Article.php?CatId=6&ArticleId=323 και στο βίντεο http://www.youtube.com/watch?v=IhcrMDm8UiU#t=135, λάβετε υπόψη σας την ιστορία του νεαρού Τυνήσιου στο ντοκιμαντέρ «Εξάντας» και σύγχρονες περιπτώσεις αυτοπυρπόλησης στο http://greek.ruvr.ru/tag_96075914/. http://goo.gl/ASOZb2 http://www.3pointmagazine.gr/Article.php?CatId=6&ArticleId=323 http://www.youtube.com/watch?v=IhcrMDm8UiU#t=135http://greek.ruvr.ru/tag_96075914/ Δημιουργήστε μια ιστοριογραμμή με το πρόγραμμα tiki-toki που θα βρείτε στο http://www.tiki-toki.com/ όπου θα εντάξετε και πληροφορίες για τα αποτελέσματα αυτών των ενεργειών. http://www.tiki-toki.com/
Ο Καιόμενος του Τάκη Σινόπουλου - Διδακτικό υλικό (Από
τον Γρ. Λαμπράκη στον Κ. Γεωργάκη και τον Π. Φύσσα)
Το Φαινομενο της αυτοπυρπόλησης αποτέλεσε στην εποχή μας την έσχατη μορφή προσωπικής διαμαρτυρίας των διαφόρων απελπισμένων ιδεολόγων. Το ποίημα ανήκει στη συλλογή Μεταίχμιο Β' (1957).
Κοιτάχτε μπήκε στη φωτιά! είπε ένας απ' το πλήθος.
Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν
στ' αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο, όταν του
μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.
Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου.
Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένος να παραξενεύομαι.
Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;
Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;
Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι.
Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις, μου είπαν.
Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.
Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.
Γινόταν ήλιος.
Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές
άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.
Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Ποιες σημασίες μπορεί να έχει ο τίτλος του ποιήματος Ο καιόμενος;
Ποια είναι η στάση του πλήθους απέναντι στη μαρτυρική πράξη του καιόμενου;
Πώς διαγράφεται μέσα από το ποίημα ο ρόλος του ποιητή:
«Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή»
Ο φασισμός
Στίχοι: Φώντας Λάδης
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος
Πρώτη εκτέλεση: Μαρία Δημητριάδη
Ο φασισμός δεν έρχεται από το μέλλον
καινούριο τάχα κάτι να μας φέρει.
Τι κρύβει μέσ’ στα δόντια του το ξέρω,
καθώς μου δίνει γελαστός το χέρι.
Οι ρίζες του το σύστημα αγκαλιάζουν
και χάνονται βαθιά στα περασμένα.
Οι μάσκες του με τον καιρό αλλάζουν,
μα όχι και το μίσος του για μένα.
Το φασισμό βαθιά καταλαβέ τον.
Δε θα πεθάνει μόνος, τσάκισέ τον.
Ο φασισμός δεν έρχεται από μέρος
που λούζεται στον ήλιο και στ’ αγέρι,
το κουρασμένο βήμα του το ξέρω
και την περίσσεια νιότη μας την ξέρει.
Μα πάλι θέ ν’ απλώσει σαν χολέρα
πατώντας πάνω στην ανεμελιά σου,
και δίπλα σου θα φτάσει κάποια μέρα
αν χάσεις τα ταξικά γυαλιά σου.
19 Σεπτέμβρη 1970: Η αυτοθυσία του Κερκυραίου φοιτητή Κ. Γεωργάκη
Κώστας Γεωργάκης (1948 – 1970)
Φοιτητής της Γεωλογίας από την Κέρκυρα, που αυτοπυρπολήθηκε στις 19 Σεπτεμβρίου 1970 στη Γένοβα, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για το στρατιωτικό καθεστώς της Ελλάδας.
Φέτος συμπληρώνονται 50 χρόνια από τη 19η Σεπτεμβρίου 1970, όταν ο Κώστας Γεωργάκης αυτοπυρπολήθηκε στη Γένοβα της Ιταλίας, όπου σπούδαζε, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για το δικτατορικό καθεστώς στην Ελλάδα. Γεννήθηκε στις 23 Αυγούστου 1948 και ήταν μέλος της ΕΔΗΝ, της Νεολαίας της Ενώσεως Κέντρου. Τον Ιούλιο του 1970 αποκάλυψε ανώνυμα ότι η Χούντα των Αθηνών είχε διεισδύσει με ανθρώπους της και διαβρώσει τις ελληνικές φοιτητικές οργανώσεις στην Ιταλία. Η ταυτότητά του γρήγορα έγινε γνωστή και ο ίδιος φοβούμενος για την τύχη της οικογένειάς του στην Ελλάδα αποφάσισε να κάνει μια εντυπωσιακή ενέργεια, που θα προκαλέσει την προσοχή της διεθνούς κοινής γνώμης για την κατάσταση στην Ελλάδα.
Το βράδυ της 18ης Σεπτεμβρίου 1970, ο Γεωργάκης έγραψε ένα γράμμα στον πατέρα του, όπου ανέφερε μεταξύ άλλων: «Ο γιος σου δεν είναι ήρωας, είναι ένας άνθρωπος σαν τους άλλους, ίσως μάλιστα να φοβάμαι και λίγο περισσότερο… Φίλα τη γη μας για μένα».
Η επιστολή
«Αγαπημένε μου πατέρα. Συγχώρεσέ μου αυτή την πράξη, χωρίς να κλάψεις. Ο γιος σου δεν είναι ένας ήρωας. Είναι ένας άνθρωπος, όπως οι άλλοι, ίσως με λίγο φόβο παραπάνω. Φίλησε τη γη μας για μένα. Μετά από τρία χρόνια βίας δεν αντέχω άλλο.
Δε θέλω εσείς να διατρέξετε κανέναν κίνδυνο, εξαιτίας των δικών μου πράξεων. Αλλά εγώ δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά παρά να σκέπτομαι και να ενεργώ σαν ελεύθερο άτομο. Σου γράφω στα ιταλικά για να προκαλέσω αμέσως το ενδιαφέρον όλων για το πρόβλημά μας. Ζήτω η Δημοκρατία. Κάτω οι τύραννοι. Η γη μας που γέννησε την ελευθερία θα εκμηδενίσει την τυραννία! Εάν μπορείτε, συγχωρέστε με. Ο Κώστας σου»
Αφού τελείωσε το γράμμα, βγήκε από το σπίτι και με το 500αράκι Φιατάκι του, που είχε κολλημένη μια φωτογραφία του Ανδρέα Παπανδρέου στο παρμπρίζ του, έφτασε στις 3 τα ξημερώματα στην Πλατεία Ματεότι της Γένοβας. Από το πορτ μπαγκάζ πήρε τρία μπουκάλια γεμάτα βενζίνη και ύστερα κατευθύνθηκε προς τα σκαλιά του Παλάτσο Ντουκάλε, στο οποίο στεγάζονταν τότε τα δικαστήρια της πόλης. Κάτω από τη μεγάλη στοά, άνοιξε τα μπουκάλια και έριξε τη βενζίνη στα ρούχα του. Μετά άναψε το σπίρτο...
Εκείνη την ώρα στην πλατεία ήταν μόνο μια ομάδα εργατών καθαριότητας, οι οποίοι έτρεξαν να βοηθήσουν τον έλληνα φοιτητή. Όταν έφθασαν κοντά του, οι φλόγες είχαν ήδη τυλίξει το σώμα του, ωστόσο ο Κώστας Γεωργάκης είχε ακόμη το κουράγιο να φωνάξει: «Ζήτω η ελεύθερη Ελλάδα». Μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, όπου δέκα ώρες αργότερα άφησε την τελευταία του πνοή. Στο σημείο της θυσίας υπάρχει σήμερα μια μαρμάρινη στήλη με την επιγραφή στα ιταλικά: «Η Ελλάδα θα τον θυμάται για πάντα».
Ο πατέρας του κλήθηκε να ταξιδέψει από την Κέρκυρα, όπου έμενε, στην Ιταλία μετά από ένα τηλεφώνημα που τον πληροφορούσε ότι ο γιος του έπεσε θύμα αυτοκινητιστικού ατυχήματος: «Ο Κώστας νοσηλεύεται στο νοσοκομείο Σαν Μαρτίνο. Πρέπει να έρθετε αμέσως εδώ». Την αλήθεια την έμαθε αργότερα στον αεροδρόμιο του Μπρίντιζι τυχαία από έναν υπάλληλο που είχε μάθει τα νέα. Την επόμενη ημέρα στη Γένοβα έπρεπε να πάει στο νεκροτομείο. Η μαρτυρία του τραγικού πατέρα στον ερευνητή της υπόθεσης Κωνσταντίνο Παπουτσή είναι συγκλονιστική: «Ήρθε η ώρα αυτή και με συνόδευσε στο νεκροτομείο ο ιερέας. Μου ζήτησε ο ιατροδικαστής να κάνω αναγνώριση. Ήταν καμένος, δηλ. κάρβουνο, καμένος μέχρι και τρία εκατοστά βάθος. Ναι, αυτό είναι το παιδί μου… Αυτός είναι ο Κώστας μου. Έκανα τον σταυρό μου, τον φίλησα και κατέρρευσα»....
Τέσσερις μήνες άταφος Η σορός του Κώστα Γεωργάκη μεταφέρθηκε από φίλους και συμφοιτητές του στο νεκροταφείο της ιταλικής πόλης, όπου έμεινε άταφη για τέσσερις μήνες. Η Χούντα ήθελε να αποφύγει τη δημοσιότητα και δεν επέτρεπε την άμεση μεταφορά στην Ελλάδα. Τελικά η σορός μεταφέρθηκε κρυφά στην Κέρκυρα, με το πλοίο “Αστυπάλαια”, στις 18 Ιανουαρίου 1971. Όπως έγραψε ο ίδιος στην επιστολή προς τον πατέρα του: Εγώ δεν μπορώ να κάνω αλλιώς παρά να σκέφτομαι και να ενεργώ σαν ένα ελεύθερο άτομο. Η γη μας, που γέννησε την ελευθερία, θα εκμηδενίσει την τυραννία!...
Ο τάφος του Κώστα Γεωργάκη βρίσκεται στο Α' Δημοτικό Νεκροταφείο της Κέρκυρας. Μια μικρή πλατεία της πόλης φέρει το όνομά του, ενώ έχει αναγερθεί ένα μνημείο προς τιμήν του.
Η αυτοθυσία του φοιτητή Κώστα Γεωργάκη είναι μοναδικό και ξεχωριστό γεγονός στην αντίσταση κατά της Χούντας, προάγγελος της εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Ο μεγάλος μας ποιητής νικηφόρος Βρεττάκος απαθανάτισε τη θυσία του με τους στίχους από το ποίημά του
ΠΗΓΗ: drepani.gr (argyrades.gr)
Νικηφόρος Βρεττάκος, Αυτοπυρπόληση
Στον φοιτητή που αυτοπυρπολήθηκε στη Γένοβα το 1970
Ντύθηκες γαμπρός
φωταγωγήθηκες σαν έθνος.
Έγινες ένα θέαμα ψυχής
ξεδιπλωμένης στον ορίζοντα.
Είσαι η φωτεινή
περίληψη του δράματος μας,
τα χέρια μας προς την Ανατολή
και τα χέρια μας προς τη Δύση.
Είσαι στην ίδια λαμπάδα τη μια
τ’ αναστάσιμο φως
κι ο επιτάφιος θρήνος μας.
Γιάννη Ρίτσου, «Επιτύμβιο»
Το παλικάρι που 'πεσε μ' ορθή την κεφαλή του δεν το σκεπάζει η γης ογρή, σκουλήκι δεν τ' αγγίζει —
Φτερό στη ράχη του ο σταυρός κι όλο χυμάει τ' αψήλου και σμίγει τους τρανούς αϊτούς και τους χρυσούς αγγέλους.
Από τη συλλογή Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (1968-1970)
Συμπληρώθηκαν επτά ολόκληρα χρόνια από εκείνη τη ματωμένη νύχτα του Σεπτεμβρίου. Ήταν η κομβική εκείνη στιγμή που και το τελευταίο προσωπείο της Χρυσής Αυγής κατέρρευσε
Πολύς λόγος είχε γίνει τις πρώτες ώρες μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα για το αν ο γνωστός αντιφασίστας μουσικός είχε κάποιου είδους διένεξη με τους χρυσαυγίτες που έτυχε να βρίσκονται στην καφετέρια «Κοράλλι». Γρήγορα, ωστόσο, αποδείχθηκε πως τίποτα τέτοιο δεν είχε συμβεί. Κανείς από τους θαμώνες ή τους υπαλλήλους του μαγαζιού δεν είπε κάτι τέτοιο στις καταθέσεις που έδωσαν. Ο Παύλος και η παρέα του είχαν πάει εκεί για να δουν τον αγώνα του Ολυμπιακού με την Παρί Σεν Ζερμέν για τους ομίλους του Champions League.
Δυστυχώς, εκεί μέσα υπήρχαν και τρεις γνωστοί για τη δράση τους χρυσαυγίτες. Ο ένας από αυτούς έβγαινε από το μαγαζί την ώρα που ο Φύσσας έμπαινε. Τον είδε. Κατάλαβε ποιος είναι και από εκεί και πέρα ξεκίνησε η αντίστροφη μέτρηση. Κανένας τσαμπουκάς. Κανένα βρίσιμο. Αυτοί ήταν χρυσαυγίτες και ο Παύλος γνωστός μουσικός στον κόσμο της hip hop, που δεν έκρυβε το μίσος και την απέχθεια του για τη Χρυσή Αυγή και οτιδήποτε φασιστικό ή ρατσιστικό. Δυο αντίπαλα στρατόπεδα μέσα σε ένα μαγαζί.
Αυτό ήταν αρκετό. Ο Παύλος είχε στοχοποιηθεί από τα μέλη της οργάνωσης που έδρασαν υπερβολικά γρήγορα και συντονισμένα. Ο Φύσσας έπρεπε να σταματήσει να μιλάει μέσα από τα τραγούδια του.
«Μια τέτοια μέρα είναι ωραία για να πεθαίνεις, όμορφα κι όρθιος σε δημόσια θέα».
Στη δίκη των κατηγορουμένων χρυσαυγιτών ειπώθηκαν πολλά. Δόθηκαν πολλές αποδείξεις για τη δράση των μελών της Χρυσής Αυγής εκείνη την περίοδο σε Νίκαια, Πέραμα και Πειραιά γενικότερα. Ίσως το σημαντικότερο απ΄ όλα, ωστόσο, είναι η ανάλυση των sms που ανταλλάχθηκαν ανάμεσα στα μέλη της οργάνωσης εκείνο το βράδυ. Αυτό που προέκυψε από τα όσα κατατέθηκαν στο δικαστήριο είναι ανατριχιαστικό: Χρειάστηκαν περίπου 55 λεπτά για να συγκροτηθεί το τάγμα εφόδου που με μπροστάρη τον Ρουπακιά δολοφόνησε τον Παύλο Φύσσα.
Λίγο πριν τις 11 το βράδυ (και ενώ πλέον ο ποδοσφαιρικός αγώνας βρίσκεται σε εξέλιξη) η παρέα του Φύσσα διακρίνει έντονη κινητικότητα από την πλευρά των χρυσαυγιτών οι οποίοι φαίνεται πως δεν ασχολούνται πλέον με την εξέλιξη τους ματς. Στις 23:58, δηλαδή ακριβώς 55 λεπτά μετά την πρώτη επικοινωνία, οι χρυσαυγίτες που έχουν πλέον συγκροτηθεί σε τάγμα εφόδου και με κομβόι έχουν φτάσει από την τοπική της Νίκαιας έξω από το «Κοράλλι» πραγματοποιούν την επίθεση στον Παύλο Φύσσα και την παρέα του.
Γίνεται η επίθεση. Η στιγμή της δολοφονίας του «Killah P» προσδιορίστηκε περίπου στις 00:04.
Η ώρα της Δικαιοσύνης
Η δίκη ξεκίνησε στις 20 Απριλίου 2015. Πραγματοποιήθηκαν 453 συνεδριάσεις. Εξετάστηκαν 131 μάρτυρες κατηγορητηρίου, 16 μάρτυρες πολιτικής αγωγής και 69 μάρτυρες υπεράσπισης.
Εκτός του αδικήματος του άρθρου 187 (εγκληματική οργάνωση) και της ανθρωποκτονίας του Παύλου Φύσσα, συνεκδικάστηκαν η απόπειρα ανθρωποκτονίας του Αιγύπτιου αλιεργάτη Αμπουζίντ Εμπάρακ από μέλη της Χρυσής Αυγής στο Πέραμα και η απόπειρα ανθρωποκτονίας στελεχών του ΚΚΕ και μελών του ΠΑΜΕ. Η ογκωδέστατη δικογραφία περιείχε δεκάδες αιματηρές επιθέσεις της οργάνωσης.
1. Ο Καιόμενος, Τ. Σινόπουλου Συλλογή: Μεταίχμιο Β΄, έκδοση 1957 – «προϊόν εμπειρίας του εμφυλίου πολέμου και της μετεμφυλιακής ατμόσφαιρας». Δομή ποιήματος: Α. Στίχοι 1-13: αφήγηση (τραγικό δρώμενο) – ο αφηγητής ταυτίζεται με τον ποιητή. Β. Στίχοι 14-16: η θέση του αφηγητή-ποιητή, κατακλείδα. Θέμα ποιήματος: Η πολιτική διαμαρτυρία, με αυτοπυρπόληση ενός απογοητευμένου ιδεολόγου και η αντίδραση του πλήθους και του ποιητή, ή «η συμβολική εικόνα του ανθρώπου που θυσιάζει τον εαυτό του σαν ιερό σφάγιο-μια πράξη στην οποία συμμετέχει κι ο ίδιος ο ποιητής». Το ποίημα δεν αποτυπώνει ένα πραγματικό γεγονός αλλά εκφράζει μια ενορατική, προφητική επινόηση του ποιητή. Για τον «Καιόμενο» είπε ο ποιητής σε κάποια συνέντευξή του: «Κανείς δεν γίνεται ποιητής χωρίς να πληρώσει προσωπικά. Αυτό να το ξέρετε. Προπαντός μέσα στο δικό μας το χώρο, στην Ελλάδα, που δεν είναι πια δικός μας. Κάποτε στα 1957, έγινα προφήτης γράφοντας τον «Καιόμενο». Ύστερα ήρθανε οι αυτοπυρπολήσεις των βουδιστών καλόγερων στο Βιετνάμ, ύστερα του Πάλαντς στη Τσεχοσλοβακία και του Γεωργάκη στη Γένοβα. Τον Οκτώβρη του ’74 έγραψα το 16ο ποίημα του «Δοκιμίου» στο Χρονικό. Αργότερα σκοτώθηκε ο Αλέξανδρος Παναγούλης». Στον τίτλο ο παροντικός χρόνος της μετοχής δηλώνει τη διάρκεια μιας πράξης εν ενεργεία που συμβαίνει στο παρόν και εξακοντίζεται στο μέλλον. Καιόμενος είναι ο μάρτυρας που θυσιάζεται, γιατί με τη θυσία του υπερβαίνει τα αδιέξοδα της ζωής και στέλνει ένα πυρίκαυστο μήνυμα καθάρσεως. Αλλά και ο ποιητής που μετεωρίζεται ανάμεσα στα δυο, ίσως και ο καθένας από μας που, ενώ βιώνουμε τα ηθικά και υπαρξιακά αδιέξοδα, δεν έχουμε οδό διαφυγής. Αφηγηματικές φωνές – πλάνα – επίπεδα ποιήματος:
2. Η αφήγηση αρχίζει in medias res με τη γεμάτη θαυμασμό φωνή (Κοιτάχτε! Μπήκε στη φωτιά!) κάποιου από το πλήθος. Στη συνέχεια, το ποίημα δομείται σε τρία αλληλοσυνδεόμενα πλάνα που παρουσιάζονται με κινηματογραφική τεχνική. Ο φακός κινείται ανάμεσα στα πρόσωπα (πλήθος, ποιητής, καιόμενος) που κυριαρχούν σ’ αυτά τα πλάνα και που σκιαγραφούνται με αδρές γραμμές, ενώ παράλληλα αντιπροσωπεύουν τρεις διαφορετικές οπτικές του κόσμου. Α. Το ποιητικό εγώ, που αναρωτιέται, σκέφτεται, σχολιάζει. Αρχικά, παρουσιάζεται ως ένας από το πλήθος (αφήγηση σε α΄ πληθυντικό πρόσωπο – γυρίσαμε, μιλήσαμε), στη συνέχεια αποδεσμεύεται και μετέχει στο δράμα του καιόμενου (αφήγηση σε α΄ ενικό πρόσωπο - διστάζω, είμαι φτιαγμένος να παραξενεύομαι, φοβάμαι) για να αποκαλυφθεί στον τελευταίο στίχο, γενικά όμως (ο ποιητής), ο ποιητής του μεταπολεμικού κόσμου. Β. Το πλήθος, που θαυμάζει, δεν ανακατεύεται, χειροκροτεί (αφήγηση σε β΄ πρόσωπο, χρήση βασικά προστακτικής έγκλισης που είτε προτρέπει είτε αποτρέπει – Κοιτάχτε! // ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις). Γ. Ο καιόμενος (αφήγηση σε γ΄ πρόσωπο - αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο, καίγεται, δε φωνάζει βοήθεια, αναλίσκεται περήφανος, μονάχος, καταμόναχος, αφανίζονταν, άστραφτε, γινόταν ήλιος). Η συνύπαρξη των διαφόρων αφηγηματικών φωνών συναρτάται άμεσα με το δισυπόστατο ρόλο, το μετεωρισμό του ποιητή-αφηγητή σε δύο οπτικές του κόσμου. Ανάλυση ποιήματος α ενότητα: στ. 1-13 Κοιτάχτε μπήκε στη φωτιά! Είπε ένας από το πλήθος Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν
3. στ’ αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο όταν του μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια. Η αντίδραση του πλήθους είναι τυπική, δεν εκφράζει κάποιο συναίσθημα. Όμως αναγνωρίζουν το μάρτυρα, είναι εκείνος που οργισμένος είχε αποστρέψει το πρόσωπό του (θυμίζει ο στίχος το βιβλικό λόγιο «απόστρεψον το πρόσωπό Σου από των αμαρτιών μου») από τις επιλογές τους, τους ηθικούς συμβιβασμούς, τις αντιλήψεις του πλήθους. Είχαν μιλήσει μαζί του, ποιος ξέρει τι του είχαν τάξει, τι του είχαν υποσχεθεί, αλλ’ αυτός ήταν «στραμμένος σ’ άλλα οράματα». Οι πρώτοι στίχοι σκιαγραφούν κατά τρόπο ακαριαίο το μάρτυρα. Είναι μια όρθια παρουσία, μια ανένδοτη συνείδηση, ένας ιδεαλιστής που αντιτίθεται στο πλήθος, προσηλωμένος στο όραμά του. Αποστρέφεται τις φτηνές δοσοληψίες και συναλλαγές που μειώνουν την υπόσταση του ανθρώπου. Έχει πρόσωπο, εκεί που πολλοί άλλοι έχουν χάσει το πρόσωπό τους, που εμπορεύτηκαν τον ηθικό εαυτό τους. Ήδη με τη φράση «και τώρα καίγεται» έχει αρχίσει η τραγική περιπέτειά του, που από ελεύθερη βούληση επέλεξε ως το μόνο τρόπο αντίστασης και εναντίωσης, αποστασιοποιημένος από το πλήθος, βυθισμένος στη βαθυνόητη σιωπή του, την υπαρξιακή μοναξιά του. Στο σημείο αυτό ο ποιητής εκφράζει την απορία του γιατί δε ζητάει βοήθεια, δεν μιλά, δεν κραυγάζει (επομένως η απόφασή του είναι οριστική και αμετάκλητη), δεν επαναστατεί, όμως το φλεγόμενο σώμα του είναι η πιο διαπεραστική κραυγή, η έμπρακτη ομολογία, η πλήρης αποδοχή ενός ανέφικτου και δυσπρόσιτου ιδεώδους. Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου. Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένος να παραξενεύομαι. Ο ποιητής αποχωρίζεται από το πλήθος και στο εξής δρα ως μεμονωμένη παρουσία. Εκείνος (ο ποιητής) είναι γήινος και δηλώνει ότι παραξενεύεται γιατί ο μάρτυρας υπερβαίνει το αίσθημα της αυτοσυντήρησης, την οξεία αίσθηση του σωματικού άλγους. Δύο εναγώνια ερωτήματα ανακύπτουν που ωθούν την ένταση και τη θεατρικότητα του μύθου στο υπέρτατο σημείο: Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος; Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;
4. Όπως οι τρεις παίδες εν καμίνω, οι μάρτυρες του Χριστιανισμού ή ο Γρηγόρης Αυξεντίου στο ολοκαύτωμα του Μαχαιρά, βιώνουν το πάθος του ολοκαυτώματος, αναιρώντας τη γήινη υπόστασή τους, έτσι και ο καιόμενος ανάγεται σ’ ένα υπερούσιο σύμβολο που καταλύει τη δυναστεία της ανθρώπινης οδύνης. Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή και δύσκολη. Φοβάμαι. Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις μου είπαν. Η αφήγηση του δράματος διακόπτεται προς στιγμήν για να δηλωθεί ο χώρος, όπου διαδραματίζεται το γεγονός, μια χώρα σκοτεινή και ανελεύθερη, ένας κεντρικός δρόμος, μια πλατεία μιας πολυανθρώπινης, καταδυναστευόμενης πολιτείας (ίσως η πλατεία του Πανεπιστημίου της Πράγας όπου αργότερα κάηκε ζωντανός ο Γιαν Πάλατς) διαγράφουν εναργώς τη σκηνοθεσία του μύθου. Σ’ αυτή τη σκοτεινή και δύσκολη χώρα ο αφηγητής εκφράζει το φόβο του που τον υποθάλπει η απαγορευτική παραίνεση του πλήθους. Οι άνθρωποι, ο πολύπαθος λαός έχει πικράν πείρα της απολυταρχικής, τυραννικής εξουσίας που θέλει τους πολίτες πειθήνια όργανά της, χωρίς αυτοβουλία, αλλοτριωμένους από τον αυθεντικό εαυτό τους. Ο αφηγητής σαφώς υπαινίσσεται την Ελλάδα τη συγκεκριμένη εποχή του εμφύλιου διχασμού και των μετέπειτα χρόνων. Είναι μια εποχή, ζοφερό σκηνικό μιας διαιωνιζόμενης εθνικής τραγωδίας. Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος. Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο. Γινόταν ήλιος. Εκείνος πέρα και πάνω από τη δίνη των καιρών, τον ηδονοθηρισμό ή τον καταναλωτισμό, ολοκληρώνει τη θυσία του στην παντοκρατορία του πυρός. Βυθίζεται και αναλίσκεται στην οντολογική μοναξιά του. Επαληθεύεται με έντονη προφάνεια, ο έρωτας της ελευθερίας. Ο θάνατος όμως μεταστοιχειώνει το ακήρατο πρόσωπό του σε ήλιο. Το φως του ήλιου αφανίζει το φθαρτό σώμα, αλλά εξαγνίζει και αποθεώνει την ψυχή και το πνεύμα. «Του ήλιου το μέγα φως» εξαγγέλλει, προοιωνίζεται μιαν άλλη εποχή. Ο μάρτυρας καθίσταται δικαιωμένος σε μεταφυσικό, υπερβατικό επίπεδο με το φωτοστέφανο του μαρτυρίου. Πρβ. το
5. ευαγγελικό διακείμενο «Και μετεμορφώθη έμπροσθεν αυτών και έλαμψε το πρόσωπον αυτού ως ο ήλιος» (Ματθ. ΙΖ, 1). β ενότητα : στ. 14-16 Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε. Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο. Ενώ το δράμα του καιόμενου έχει συντελεστεί, ο ποιητής-αφηγητής προβαίνει σε μια φιλοσοφική θεώρηση, σ’ έναν καίριο σχολιασμό του. Από καταβολής κόσμου κάποιοι είναι μέσα στη φωτιά, μέσα στην καρδιά των εξελίξεων, που προσελκύουν με την ανυπόταχτη φύση τους, τους κεραυνούς και τις θύελλες, είναι αυτοί που επιλέγουν αυτοπροαίρετα τον πιο δύσκολο δρόμο, ακολουθώντας την επιταγή της συνειδήσεώς τους και έρχονται σε σύγκρουση μ’ αυτά που άλλοι ασμένως αποδέχονται, που γεννιούνται με το άστρο του θανάτου στο μέτωπό τους, έτοιμοι να επωμισθούν τη μοίρα του έθνους και της ανθρωπότητας, να θυσιάσουν τον εαυτό τους. Κάποιοι άλλοι χειροκροτούν, θαυμάζουν, απορούν, επικροτούν, αλλά από τις κερκίδες θεώνται τα δρώμενα στην αρένα της ζωής, τηρώντας απόσταση ασφαλείας. Και ο ποιητής, ο στοχαστής, ο καλλιτέχνης διαμελίζεται, διχάζεται στα δυο. Ένας αιώνιος δυϊσμός που επαναλαμβάνεται εσαεί. Ο ποιητής αναντίρρητα τάσσεται με τους μάρτυρες, τους ιδεολόγους, τους στρατευμένους σ’ ένα μεγάλο σκοπό, αλλά δεν μπορεί να ταυτιστεί στην πράξη μαζί τους. Εν τέλει ο ποιητής-αφηγητής είναι τραγικό πρόσωπο, γιατί διχάζεται ανάμεσα σε δύο στάσεις του βίου, χωρίς να μπορεί να βρει τη λύτρωση στα εναγώνια ερωτήματα που τον ταλανίζουν. Συγκλονίζεται από την αυτοπυρπόληση του ιδεολόγου και θέλει να αποστασιοποιηθεί από το απαθές πλήθος, αλλά διστάζει, έτσι μετεωρίζεται και καίγεται με άλλον τρόπο, γεγονός που τον καθιστά τραγικό. Επομένως τα πρόσωπα του ποιήματος, ο καιόμενος, το πλήθος, ο ποιητής που μετεωρίζεται ανάμεσά τους εκφράζουν τρεις διαφορετικές οπτικές του κόσμου, τρεις στάσεις ζωής.
6. Σύμβολα: Χώρα σκοτεινή και δύσκολη: κάθε ανελεύθερο και καταπιεστικό περιβάλλον. Φωτιά: σύμβολο κάθαρσης και εξαγνισμού. Ήλιος: σύμβολο φωτός (ήλιος της δικαιοσύνης). Καιόμενος: σύμβολο αγωνιζόμενου ανθρώπου ενάντια σε κάθε κατάσταση σκοτεινή και δύσκολη, ιερό σφάγιο, ο καθείς που ‘αναλίσκεται’ για ένα ιδανικό. Ερμηνεία-Αιτιολόγηση τίτλου Ο Καιόμενος: = Ο άνθρωπος που πυρπολείται, μια θυσιαστήρια δάδα διαμαρτυρίας, αυτός που καίγεται και θα καίγεται χωρίς να φθείρεται (σαν τη φλεγόμενη βάτο), ο πρωταγωνιστής στο δρώμενο αυτό. = Ο ποιητής, ο οποίος κατά κάποιο τρόπο «καίγεται» μεταφορικά, παραμένοντας διχασμένος και μετέωρος. = Ο καθένας από εμάς, εάν συναισθάνεται το ηθικό αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται. Η αοριστία του τίτλου (= αυτός που καίγεται) υποδηλώνει ότι δεν πρόκειται μόνο για ένα ατομικό δράμα αλλά για μια πράξη εν ενεργεία, που πραγματώνεται στο παρόν και προβάλλεται στο μέλλον (δηλώνεται το παρόν διαρκείας, η δυνατότητα ή και η προτροπή επανάληψης). Τούτο, εξάλλου, δηλώνεται και με τον παροντικό χρόνο της μετοχής καιόμενος που δίνει τη διάρκεια, τη διαχρονικότητα της πράξης (και όχι με έναν παρελθοντικό που θα σήμαινε ο καμένος, αυτός που κάηκε και δεν υπάρχει πια). Η σημασία της πράξης αυτής, που εν τέλει αποτελεί κατάφαση στη ζωή και όχι άρνησή της, έγκειται στο κέρδισμα του ‘προσώπου’ μας.
Συλλογή: Μεταίχµιο Β΄, έκδοση 1957
– «προϊόν εµπειρίας του εµφυλίου πολέµου και της µετεµφύλιας ατµόσφαιρας».
∆οµή ποιήµατος (σύµφωνα µε τον Τ.
Καρβέλη):
Α.
Στίχοι 1-13: αφήγηση (τραγικό δρώµενο) – ο αφηγητής ταυτίζεται µε τον ποιητή.
Β.
Στίχοι 14-16: η θέση του αφηγητή-ποιητή, κατακλείδα.
Αφηγηµατικές φωνές – πλάνα
– επίπεδα ποιήµατος:
Η
αφήγηση αρχίζει in medias res µε τη γεµάτη θαυµασµό φωνή (Κοιτάχτε! µπήκε στη φωτιά!) κάποιου
από το πλήθος. Στη
συνέχεια, το ποίηµα δοµείται σε
τρία αλληλοσυνδεόµενα πλάνα (σύµφωνα µε τον Κ. Μπαλάσκα) που παρουσιάζονται µε κινηµατογραφική
τεχνική. Ο φακός κινείται ανάµεσα στα πρόσωπα (πλήθος, ποιητής, καιόµενος) που
κυριαρχούν σ’ αυτά
τα πλάνα και
που σκιαγραφούνται µε αδρές γραµµές, ενώ παράλληλα αντιπροσωπεύουν
τρεις διαφορετικές οπτικές του κόσµου.
Α. Το
ποιητικό εγώ, που αναρωτιέται, σκέφτεται, σχολιάζει. Αρχικά, παρουσιάζεται ως ένας από το πλήθος (αφήγηση σε
α΄ πληθυντικό πρόσωπο – γυρίσαµε, µιλήσαµε),
στη συνέχεια αποδεσµεύεται και µετέχει στο δράµα του
καιόµενου (αφήγηση σε α΄ ενικό πρόσωπο -
διστάζω, είµαι
φτιαγµένος να παραξενεύοµαι,
φοβάµαι) για να αποκαλυφθεί στον τελευταίο στίχο, γενικά όµως (ο ποιητής),
ο ποιητής του µεταπολεµικού κόσµου.
Β. Το πλήθος, που θαυµάζει, δεν ανακατεύεται, χειροκροτεί
(αφήγηση σε β΄ πρόσωπο, χρήση βασικά προστακτικής
έγκλισης που είτε προτρέπει είτε αποτρέπει – Κοιτάχτε! // ξένη φωτιά µην την ανακατεύεις).
Γ. Ο καιόµενος (αφήγηση σε
γ΄ πρόσωπο - αυτός που απόστρεψε
το πρόσωπο, καίγεται, δε
φωνάζει βοήθεια, αναλίσκεται
περήφανος, µονάχος, καταµόναχος, αφανίζονταν, άστραφτε, γινόταν ήλιος).
Σκηνικό:
Χώρα
σκοτεινή και δύσκολη
(στίχος 9) – ανελεύθερη χώρα, «ένα τοπίο
θανάτου», η Ελλάδα του Εµφυλίου. Ο
στίχος 10 (ξένη φωτιά µην
την ανακατεύεις) δηλώνει
και την απαγόρευση
του πλήθους και την απαγόρευση της εξουσίας. Αυτή η κατάσταση εξηγεί και
τη στάση του καιόµενου (αγωνιστική διαµαρτυρία) και τη στάση του πλήθους(θαυµασµός,
φόβος, ουδέτερο χειροκρότηµα) και τη στάση του ποιητή, ο οποίος παραµένει
διχασµένος.
Γλώσσα – λειτουργία του
λόγου:
§Λόγος πυκνός,
δυνατός µε λογική διάρθρωση
και µελετηµένη αρχιτεκτονική.
§Αντιρητορική
αλλά και υποβλητική υφή της γλώσσας.
§Μικροπερίοδος
λόγος, κυριαρχία ρήµατος (28 ρήµατα), λιγοστά επίθετα («γυµνές οι λέξεις»)
δίνουν την αίσθηση ενός καθηµερινού λόγου που παραπέµπει στη µαρτυρία. Η χρήση
πολλών ρηµατικών προσώπων
κάνει το ποίηµα
να ηχεί πολυπρόσωπο (α΄ πληθυντικού, α΄ ενικού, β΄
ενικού, γ΄ ενικού) –
πρόκειται για τον
λόγο του ενός έναντι του λόγου των πολλών.
§Το ποίηµα
αρχίζει µε µια δραµατική προστακτική (Κοιτάχτε!) και ακολούθως περνάµε σε µια
στοχαστική ανάµνηση γεγονότων
σε χρόνο αόριστο (µπήκε στηφωτιά,
γυρίσαµε, απόστρεψε). Στη συνέχεια, ρήµατα σε χρόνο ενεστώτα ζωντανεύουν
την ανάµνηση (καίγεται, διστάζω, φοβάµαι),
ενώ οι παρατατικοί
που έπονται (καίγονταν, αφανίζονταν, γινόταν)
δηλώνουν τη διάρκεια
της πράξης και
της ανάµνησής της, τη διαχρονικότητά της.
Σύµβολα:
Χώρα σκοτεινή και δύσκολη: κάθε ανελεύθερο και
καταπιεστικό περιβάλλον.
Φωτιά: σύµβολο κάθαρσης και
εξαγνισµού.
Ήλιος: σύµβολο φωτός (ήλιος της
δικαιοσύνης).
Καιόµενος: σύµβολο αγωνιζόµενου
ανθρώπου ενάντια σε κάθε κατάσταση σκοτεινή και δύσκολη, ιερό σφάγιο, ο καθείς
που «αναλίσκεται» για ένα ιδανικό.
Ερµηνεία-αιτιολόγηση
τίτλου «Ο Καιόµενος»:
§= Ο άνθρωπος που
πυρπολείται, µια θυσιαστήρια δάδα διαµαρτυρίας, αυτός που καίγεται και θα καίγεται χωρίς να φθείρεται
(σαν τη φλεγόµενη βάτο), ο πρωταγωνιστής
στο δρώµενο αυτό.
§= Ο ποιητής, ο οποίος κατά
κάποιο τρόπο «καίγεται» µεταφορικά, παραµένοντας διχασµένος και µετέωρος.
§= Ο καθένας από εµάς, εάν
συναισθάνεται το ηθικό αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται.
Η αοριστία του τίτλου (= αυτός που καίγεται)
υποδηλώνει ότι δεν πρόκειται µόνο για
ένα ατοµικό δράµα
αλλά για µια πράξη
εν ενεργεία, που πραγματώνεται στο παρόν και προβάλλεται στο µέλλον
(δηλώνεται το παρόν διαρκείας, η δυνατότητα ή και η
προτροπή επανάληψης). Τούτο,
εξάλλου, δηλώνεται και µε
τον παροντικό χρόνο της µετοχής
καιόµενος που δίνει
τη διάρκεια, τη
διαχρονικότητα της πράξης (και όχι µε έναν παρελθοντικό που θα
σήµαινε ο καµένος, αυτός που κάηκε και δεν υπάρχει πια). Η σηµασία της πράξης
αυτής, που εν τέλει αποτελεί κατάφαση στη ζωή και όχι
άρνησή της, έγκειται
στο κέρδισµα του ‘προσώπου’ µας (πρβλ. «κι όµως κερδίζει κανείς το θάνατό του, το δικό
του θάνατο, που δεν ανήκει σε κανένα άλλο. Και τούτο το παιχνίδι είναι η ζωή» -
Γ. Σεφέρης).
Ο
ίδιος ο Σινόπουλος γράφει για το έργο του:
«Ό,τι
έγραψα ήρθε κυρίως
τις ώρες που ένιωθα
το σώµα µου ξένο
από µένα. Η «θεληµατική» µνήµη
δεν έπαιξε κανένα
ρόλο σε τούτη
τη δηµιουργία. Πρόσωπα µισο-πραγµατικά µισο-φανταστικά,
απαντηµένα σε λίγο ή πολύ φως, πέρασαν µέσα µου ξαφνικά»[…] Καιρό προσπάθησα να
οικειωθώ µε τις διαδοχικές εκείνες
καταστάσεις που θα µπορούσα να τις ονοµάσω: Κλίµακα Θανάτου. Γιατί αρνούµαι το
θάνατο σα σύνορο ή σα γεγονός οριστικό.
Έρχεται πριν τον καταλάβουµε και τελειώνει –
τελειώνει; - πολύ αργότερα απ’
ό,τι υποθέτουµε. Σε
τούτο το Μεταίχµιο
συνάντησα τον Ελπήνορα, την
Ελένη, τον Ιάκωβο, τον Μπίλια, τον Φίλιππο, την Ιωάννα. Ζώντας τη ζωή
µου µοιράστηκα στα δυο. Ποιο
κοµµάτι ανήκει στη
φθορά και ποιο στην αφθαρσία; Το
πραγµατικό ή το φανταστικό είναι το αληθινό; Η σκέψη µου θεωρεί «λογικά», κι
αυτό που λέµε φαντασία ή ασυνείδητο ή δαίµονα δεν υπακούει σε νόµους.
Αγωνίζοµαι για µια σύζευξη χωρίς να πετυχαίνω. Όποιος νιώθει ανάλογα ας
αποδώσει το δίκαιο.» (Τ. Σινόπουλος, εισαγωγικό σηµείωµα στο ποίηµά του
«Ιωάννα I, II, III», δηµ. 1947)
Γνωρίσµατα της ποιητικής
τέχνης του Τ. Σινόπουλου: (που ανιχνεύονται στο ποίηµα Καιόµενος)
Τάκης Σινόπουλος, «Ο καιόμενος» | Από την έρευνα στη διδασκαλία
Τίτλος εισήγησης: Τάκης Σινόπουλος, «Ο καιόμενος»: οι όροι και τα όρια του ποιητικού μοντερνισμού.
Ο καιόμενος
Ο καιόμενος
Το Φαινομενοτης αυτοπυρπόλησης αποτέλεσε στην εποχή μας την έσχατη μορφή προσωπικής διαμαρτυρίας των διαφόρων απελπισμένων ιδεολόγων. Το ποίημα ανήκει στη συλλογή Μεταίχμιο Β' (1957).
Κοιτάχτε μπήκε στη φωτιά! είπε ένας απ' το πλήθος.
Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν
στ' αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο, όταν του
μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.
Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου.
Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένος να παραξενεύομαι.
Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;
Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;
Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι.
Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις, μου είπαν.
Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.
Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.
Γινόταν ήλιος.
Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές
άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.
Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο.
Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Ποιες σημασίες μπορεί να έχει ο τίτλος του ποιήματος Ο καιόμενος;
Ποια είναι η στάση του πλήθους απέναντι στη μαρτυρική πράξη του καιόμενου;
Πώς διαγράφεται μέσα από το ποίημα ο ρόλος του ποιητή:
Κοιτάχτε μπήκε στη φωτιά! είπε ένας από το πλήθος. Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν στ’ αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο, όταν του μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.
Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου. Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένος να παραξενεύομαι.
Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος; Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;
Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι. Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις, μου είπαν.
Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος. Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.
Γινόταν ήλιος.
Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.
Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο.
Σημειώσεις
Το ποίημα εντάσσεται στη συλλογή «Μεταίχμιο Β’» η οποία εκδόθηκε στα 1957. Αναφέρεται στην αυτοπυρπόληση, την έσχατη μορφή προσωπικής διαμαρτυρίας των διάφορων απελπισμένων ιδεολόγων.
Νοηματική απόδοση
Ένας άνθρωπος από τα πλήθος βλέπει κάποιον να καίγεται και το δηλώνει ταραγμένος στους άλλους. Όλοι στρέφουν τα μάτια τους σε εκείνον που αυτοπυρπολείται μαζί και ο ποιητής, που αναγνωρίζει στο πρόσωπό του, τον άνθρωπο με τον οποίο πριν από λίγο προσπάθησαν να επικοινωνήσουν, αλλά εκείνος αρνήθηκε να μιλήσει. Ο ποιητής θλίβεται από την πράξη του αλλά δεν σπεύδει να του προσφέρει βοήθεια. Εξάλλου εκείνος δεν τη ζητά.
Έτσι, παραμένει αμέτοχος, μια και η κατάσταση είναι δύσκολη και φοβάται τις συνέπειες από οποιαδήποτε συμμετοχή του στο γεγονός. Για αυτό και μένει να παρακολουθεί τον άνθρωπο να αυτοπυρπολείται, σύμβολο ξεχωριστό και φωτεινό, σαν τον ήλιο. Αντιλαμβάνεται πως στη δύσκολη αυτή εποχή που ζει, δύο μπορεί να είναι οι στάσεις των ανθρώπων: να βρίσκονται μέσα στη φωτιά ή απ’ έξω και να χειροκροτούν όσους τολμούν να διαμαρτύρονται. Ο ποιητής διστάζει να πάρει κάποια θέση ανάμεσα στις δύο αυτές στάσεις και διχάζεται.
Δομή
Νοηματικές ενότητες/Επιμέρους πλαγιότιτλοι
Το ποίημα μπορεί να διακριθεί σας εξής ενότητες:
1η ενότητα: Στίχος 1: το πλήθος αντιλαμβάνεται πως κάποιος αυτοπυρπολείται.
2η ενότητα: Στίχοι 2-13: ο ποιητής παρακολουθεί το γεγονός, χωρίς να αντιδρά, και
3η ενότητα: Στίχοι 14-16: ο διχασμός του ποιητή.
Πραγματολογικά - Ιδεολογικά - Πολιτιστικά σχόλια
1η ενότητα: Ο ποιητής με ιδιαίτερη δραματικότητα αναφέρεται στο γεγονός της αυτοπυρπόλησης. Μάλιστα, με το ρήμα «Κοιτάχτε», στρέφεται η προσοχή του πλήθους προς τη φωτιά, που γίνεται το κοινό σημείο αναφοράς τόσο του πλήθους όσο και του καιόμενου.
2η ενότητα: Στην ενότητα αυτή ο ποιητής τονίζει τις αντιδράσεις του πλήθους αλλά και τα χαρακτηριστικά του καιόμενου. Το πλήθος στρέφει την προσοχή του στον καιόμενο και παρακολουθεί τη θυσία του με κάποια επιφανειακή συγκίνηση που δεν είναι παρά αδιαφορία στην ουσία της.
Ο καιόμενος έχει απομονωθεί και αποστασιοποιηθεί από το πλήθος. Η διαμαρτυρία του είναι βουβή. Δεν αντιδρά, δε ζητά βοήθεια. Επιλέγει το συγκεκριμένο τρόπο να διαμαρτυρηθεί για την απεμπόληση των ιδανικών του και σηκώνει το σταυρό του μαρτυρίου του βουβά αλλά και μοναχικά. Κανείς δεν του συμπαραστέκεται. Έτσι, με τη θυσία του, με την αποφασιστικότητά του να σταθεί ενάντια στην αδιαφορία και τη φθορά αναδεικνυεται σε σύμβολο αγώνα και θυσίας που φωτίζει στους ανθρώπους το δρόμο για ανάλογη δράση.
Όσο για τον ποιητή, εκείνος διστάζει να πάρει κάποια θέση ανάμεσα στον καιόμενο και το πλήθος. Συγκινείται από τη θυσία του καιόμενου αλλά φοβάται να τον βοηθήσει ή έστω να τον αγγίξει, μια κι εκείνος δε ζητά βοήθεια. Εξάλλου, οι καιροί είναι δύσκολοι και οποιαδήποτε επαφή με τον καιόμενο μπορεί να θεωρηθεί αντίδραση απέναντι στο κατεστημένο. Όπως εξάλλου τον συμβουλεύουν οι άλλοι: «Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις», γεγονός που δείχνει την απειλή που θα υπάρξει σε βάρος του αν αναμιχθεί στη θυσία του καιόμενου, απειλή που αποτελεί και την αιτία της αναστολής του.
Δεν είναι τυχαίο πως το ποίημα αναφέρεται στη μετεμφυλιακή εποχή, σε μια περίοδο μίσους και όξυνσης των παθών που η συμμετοχή με τη μία ή την άλλη πλευρά εγκυμονούσε κινδύνους.
3η ενότητα: Τα δίλημμα και ο διχασμός του ποιητή είναι πια φανερός, γεγονός που τον καθιστά τραγικό πρόσωπο, αφού δυσκολεύεται να πάρει σαφή θέση ανάμεσα στη διαμαρτυρία και τη σιωπηλή αποδοχή της κρίσης και της φθοράς.
«Αυτός ο ατέρμων αγώνας, δημιουργεί άλλο δράμα, μέσα πια στην ανειρήνευτη καρδιά του ποιητή, ο οποίος, αφομοιώνοντας τα αλληλοσυγκρουόμενα, μεταβάλλεται αυτός στο μοναδικό πρωταγωνιστή. Έτσι, γέρνει πότε προς τον ένα, πότε προς τον άλλο» (Μ. Μερακλής, «Η ποίησή μας, ο διχασμός, το Μεταίχμιο», Καλαμάτα 1959, σελ. 52).
Τέλος, όπως σημειώνει ο Κίμων Φράϊερ: «Ο κόσμος στην εποχή μας έχει γίνει παρανάλωμα του πυρός, αλλά και, ταυτόχρονα, θεατής που χειροκροτεί αυτή τη φωτιά, βλέποντας τηλεόραση, συμμετέχοντας αλλά και παραμένοντας στην απομόνωσή του, ενώ οι σπουδαστές της Πράγας και οι Βουδιστές μοναχοί του Βιετνάμ, μεταβάλλονται σε θυσιαστήριες δάδες διαμαρτυρίας, εναντίον ενός σχιζοφρενικού κόσμου που έχει κοπεί στα δύο. Στον παρανοϊκό εφιάλτη αυτού του κόσμου ο ποιητής, σαν ο πιο ευαισθητός παρατηρητής του και συμμέτοχος, έχει γίνει κι αυτός κατά κάποιο τρόπο σχιζοφρενικός. Προσβλημένος από την αρρώστια της εποχής μας, είναι μια ύπαρξη διχοτομημένη, όπως οι ερμαφρόδιτοι της Διοτίμας, που κομμένοι στη μέση, ύστερα από την ύβρη τους, από τον κεραύνιο Δία, αγωνίζονται, μάταια, να ξανακερδίσουν τη χαμένη τους ακεραιότητα» («Τοπίο Θανάτου», σελ. 29).
Αισθητική Ανάλυση - Τεχνοτροπία
Εικόνες: Ο ποιητής καταφέρνει με λιτό τρόπο και απλά γλωσσοτεχνικά μέσα να αισθητοποιήσει τις ιδέες του. Για να το καταφέρει, χρησιμοποιεί ιδιαίτερα παραστατικές εικόνες, όπως: «Κοιτάχτε! στη φωτιά», «Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα», «Μα δε φωνάζει βοήθεια», «Όμως εκείνος... άστραφτε το πρόσωπο».
Όπως τονίζει ο Φράϊερ, στο ποίημα αυτό «πρόσωπα και χώροι μεταβάλλονται σε βίαια και διαφανή σύμβολα και, για πρώτη φορά, στην ποίησή του, ο Σινόπουλος κοιτάζει τον πόλεμο και ό,τι ακολούθησε με σαφή πολιτική αντίληψη. Το κάψιμο, η φωτιά και η πυρκαγιά είναι από τις κύριες εικόνες αυτού του ποιήματος» («Τοπίο θάνάτου», σελ. 28).
Αφηγηματικές φωνές - πλάνα - επίπεδα ποιήματος
Η αφήγηση αρχίζει inmediasresμε τη γεμάτη θαυμασμό φωνή (Κοιτάχτε! μπήκε στη φωτιά!)κάποιου από το πλήθος. Στη συνέχεια, το ποίημα δομείται σε τρία αλληλοσυνδεόμενα πλάνα (σύμφωνα με τον Κ. Μπαλάσκα) που παρουσιάζονται με κινηματογραφική τεχνική. Ο φακός κινείται ανάμεσα στα πρόσωπα (πλήθος, ποιητής, καιόμενος) που κυριαρχούν σ’ αυτά τα πλάνα και που σκιαγραφούνται με αδρές γραμμές, ενώ παράλληλα αντιπροσωπεύουν τρεις διαφορετικές οπτικές του κόσμου.
Α. Το ποιητικό εγώ, που αναρωτιέται, σκέφτεται, σχολιάζει. Αρχικά, παρουσιάζεται ως ένας από το πλήθος (αφήγηση σε α' πληθυντικό πρόσωπο - γυρίσαμε, μιλήσαμε), στη συνέχεια αποδεσμεύεται και μετέχει στο δράμα του καιόμενου (αφήγηση σε α' ενικό πρόσωπο - διστάζω, είμαι φτιαγμένος να παραξενεύομαι, φοβάμαι) για να αποκαλυφθεί στον τελευταίο στίχο, γενικά όμως (ο ποιητής), ο ποιητής του μεταπολεμικού κόσμου.
Β. Το πλήθος, που θαυμάζει, δεν ανακατεύεται, χειροκροτεί (αφήγηση σε β' πρόσωπο, χρήση βασικά προστακτικής έγκλισης που είτε προτρέπει είτε αποτρέπει - Κοιτάχτε! // ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις).
Γ. Ο καιόμενος(αφήγηση σε γ' πρόσωπο - αυτός που απόστρεςε το πρόσωπο, καίγεται, δε φωνάζει βοήθεια, αναλίσκεται περήφανος, μονάχος, καταμόναχος, αφανίζονταν, άστραφτε, γινόταν ήλιος).
Σκηνικό
Χώρα σκοτεινή και δύσκολη (στίχος 9) - ανελεύθερη χώρα, «ένα τοπίο θανάτου», η Ελλάδα του Εμφυλίου.
Ο στίχος 10 (ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις) δηλώνει και την απαγόρευση του πλήθους και την απαγόρευση της εξουσίας.
Αυτή η κατάσταση εξηγεί και τη στάση του καιόμενου (αγωνιστική διαμαρτυρία) και τη στάση του πλήθους (θαυμασμός, φόβος, ουδέτερο χειροκρότημα) και τη στάση του ποιητή, ο οποίος παραμένει διχασμένος.
Γλώσσα - λειτουργία του λόγου
Λόγος πυκνός, δυνατός με λογική διάρθρωση και μελετημένη αρχιτεκτονική. Αντιρητορική αλλά και υποβλητική υφή της γλώσσας.
Μικροπερίοδος λόγος, κυριαρχία ρήματος (28 ρήματα), λιγοστά επίθετα («γυμνές οι λέξεις») δίνουν την αίσθηση ενός καθημερινού λόγου που παραπέμπει στη μαρτυρία. Η χρήση πολλών ρηματικών προσώπων κάνει το ποίημα να ηχεί πολυπρόσωπο (α' πληθυντικού, α' ενικού, β' ενικού, γ' ενικού) - πρόκειται για τον λόγο του ενός έναντι του λόγου των πολλών.
Το ποίημα αρχίζει με μια δραματική προστακτική (Κοιτάχτε!) και ακολούθως περνάμε σε μια στοχαστική ανάμνηση γεγονότων σε χρόνο αόριστο (μπήκε στη φωτιά, γυρίσαμε, απόστρεψε). Στη συνέχεια, ρήματα σε χρόνο ενεστώτα ζωντανεύουν την ανάμνηση (καίγεται, διστάζω, φοβάμαι), ενώ οι παρατατικοί που έπονται (καίγονταν, αφανίζονταν, γινόταν)δηλώνουν τη διάρκεια της πράξης και της ανάμνησής της, τη διαχρονικότητά της.
Σύμβολα
Χώρα σκοτεινή και δύσκολη: κάθε ανελεύθερο και καταπιεστικό περιβάλλον.
Φωτιά: σύμβολο κάθαρσης και εξαγνισμού.
Ήλιος: σύμβολο φωτός (ήλιος της δικαιοσύνης).
Καιόμενος: σύμβολο αγωνιζόμενου ανθρώπου ενάντια σε κάθε κατάσταση σκοτεινή και δύσκολη, ιερό σφάγιο, ο καθείς που "αναλίσκεται" για ένα ιδανικό.
Eρμηνεία-αιτιολόγηση τίτλου Ο Καιόμενος
Ο άνθρωπος που πυρπολείται, μια θυσιαστήρια δάδα διαμαρτυρίας, αυτός που καίγεται και θα καίγεται χωρίς να φθείρεται (σαν τη φλεγόμενη βάτο), ο πρωταγωνιστής στο δρώμενο αυτό.
Ο ποιητής, ο οποίος κατά κάποιο τρόπο «καίγεται» μεταφορικά, παραμένοντας διχασμένος και μετέωρος.
Ο καθένας από εμάς, εάν συναισθάνεται το ηθικό αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται.
Η αοριστία του τίτλου (= αυτός που καίγεται) υποδηλώνει ότι δεν πρόκειται μόνο για ένα ατομικό δράμα αλλά για μια πράξη εν ενεργεία, που πραγματώνεται στο παρόν και προβάλλεται στο μέλλον (δηλώνεται το παρόν διαρκείας, η δυνατότητα ή και η προτροπή επανάληψης). Τούτο, εξάλλου, δηλώνεται και με τον παροντικό χρόνο της μετοχής καιόμενος που δίνει τη διάρκεια, τη διαχρονικότητα της πράξης (και όχι με έναν παρελθοντικό που θα σήμαινε ο καμένος, αυτός που κάηκε και δεν υπάρχει πια). Η σημασία της πράξης αυτής, που εν τέλει αποτελεί κατάφαση στη ζωή και όχι άρνησή της, έγκειται στο κέρδισμα του ‘προσώπου’ μας (πρβλ. «κι όμως κερδίζει κανείς το θάνατό του, το δικό του θάνατο, που δεν ανήκει σε κανένα άλλο. Και τούτο το παιχνίδι είναι η ζωή» - Γ. Σεφέρης).
Αξίζει να σημειωθεί ότι - σύμφωνα με μαρτυρία του ίδιου του ποιητή - αφετηρία γραφής του ποιήματος δεν αποτέλεσε ένα πραγματικό γεγονός (μια αυτοπυρπόληση). Στο ποίημα αυτό «ο Σινόπουλος με μια προφητική δύναμη είδε το τραγικό φαινόμενο των ημερών μας, εννοώ τον αυτοπυρπολισμό των διάφορων απελπισμένων ιδεολόγων [...]» - Μ. Μερακλής.
Αξίζει, επίσης, να επισημανθεί ότι ενώ το θέμα του ποιήματος φαίνεται να είναι ο άνθρωπος που αυτοπυρπολείται, το τελικό συμπέρασμα αφορά τον ποιητή: ο ποιητής μοιράζεται στα δυο.Σ’ αυτό το στίχο, ακριβώς, λανθάνει η ενοχή του ποιητή: η ενοχή του για κάθε σκοτεινή εποχή, η ενοχή του για το ότι παραμένει διχασμένος ανάμεσα στους ήρωες (τα δρώντα πρόσωπα) και στους θεατές.
Ο ίδιος ο Σινόπουλος γράφει για το έργο του
«Ό,τι έγραψα ήρθε κυρίως τις ώρες που ένιωθα το σώμα μου ξένο από μένα. Η «θεληματική» μνήμη δεν έπαιξε κανένα ρόλο σε τούτη τη δημιουργία. Πρόσωπα μισο-πραγματικά μισο-φανταστικά, απαντημένα σε λίγο ή πολύ φως, πέρασαν μέσα μου ξαφνικά» [...]
[...] Καιρό προσπάθησα να οικειωθώ με τις διαδοχικές εκείνες καταστάσεις που θα μπορούσα να τις ονομάσω: Κλίμακα Θανάτου. Γιατί αρνούμαι το θάνατο σα σύνορο ή σα γεγονός οριστικό. Έρχεται πριν τον καταλάβουμε και τελειώνει - τελειώνει; - πολύ αργότερα απ’ ό,τι υποθέτουμε. Σε τούτο το Μεταίχμιο συνάντησα τον Ελπήνορα, την Ελένη, τον Ιάκωβο, τον Μπίλια, τον Φίλιππο, την Ιωάννα.
Ζώντας τη ζωή μου μοιράστηκα στα δυο. Ποιο κομμάτι ανήκει στη φθορά και ποιο στην αφθαρσία; Το πραγματικό ή το φανταστικό είναι το αληθινό; Η σκέψη μου θεωρεί «λογικά», κι αυτό που λέμε φαντασία ή ασυνείδητο ή δαίμονα δεν υπακούει σε νόμους. Αγωνίζομαι για μια σύζευξη χωρίς να πετυχαίνω. Όποιος νιώθει ανάλογα ας αποδώσει το δίκαιο.»
(Τ. Σινόπουλος, εισαγωγικό σημείωμα στο ποίημά του «Ιωάννα I, II, III», δημ. 1947)
Γνωρίσματα της ποιητικής τέχνης του Τ. Σινόπουλου (που ανιχνεύονται στο ποίημα "Καιόμενος"
Τα πιο πάνω γνωρίσματα ισχύουν εν πολλοίς για αρκετούς ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, για τους οποίους ο πόλεμος υπήρξε «βίαιος διδάσκαλος». Όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Κλείτος Κύρου, ένας ποιητής των χρόνων αυτών, «Η γενιά μου, μοίρασε σαν αντίδωρο τη ζωή και το θάνατο».
Για τους ποιητές αυτούς «ο ποιητικός λόγος δεν σηκώνει πια ‘μουσικές και μαλάματα’ και η ποίηση δεν μπορεί να είναι πια ‘ανάπτυξις στίλβοντος ποδηλάτου’.». Σε τόνο ελάσσονα, εσωστρεφή και ελεγειακό καταθέτουν τον κατακερματισμένο μύθο της εποχής τους. (Γ. Σαββίδης)
ΣΥΝΤΟΜΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΙΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΧΟΛΙΚΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
1. Ποιες σημασίες μπορεί να έχει ο τίτλος του ποιήματος "Ο καιόμενος";
Ο τίτλος του ποιήματος "Ο Καιόμενος" έχει περισσότερες από μια σημασίες. Αρχικά είναι ο άνθρωπος που αυτοπυρπολείται, για να διαμαρτυρηθεί στις κοινωνικές, πολιτικές ή ιδεολογικές αδικίες της εποχής του. Καιόμενος είναι ο άνθρωπος που θυσιάζεται θεληματικά για ένα καλύτερο μέλλον. Μεταφορικά "καιόμενος" είναι και ο ίδιος ο ποιητής, επειδή βρίσκεται σε αδιέξοδο και δεν ξέρει ποια στάση να ακολουθήσει.
Γενικότερα, ο τίτλος του ποιήματος ίσως αναφέρεται στη θέση όλων των πνευματικών ανθρώπων μπροστά στα προβλήματα της εποχής τους. Οι πνευματικοί άνθρωποι δεν μπορούν να λύσουν αυτά τα προβλήματα και γι' αυτό στενοχωριούνται. Τελικά, ίσως "καιόμενος" είναι ο κάθε άνθρωπος που βρίσκεται σε αδιέξοδο, αλλά δεν μπορεί να ξεφύγει από αυτό.
2. Ποια είναι η στάση του πλήθους απέναντι στη μαρτυρική πράξη του καιόμενου;
Το πλήθος παρακολουθεί με έκπληξη και περιέργεια τη θυσία του καιόμενου. Αντιμετωπίζει με απάθεια τον άνθρωπο, που αυτοπυρπολείται μπροστά τους. Συγκινείται επιφανειακά, αλλά δε συνειδητοποιεί το σκοπό της θυσίας. Ο "καιόμενος" είναι απλώς ένα θέαμα, που όλοι τρέχουν να δουν.
Το πλήθος αδιαφορεί για την τύχη του καιόμενου. Ακόμη, συμβουλεύει τον ποιητή να μην ανακατευτεί, για να μη θέσει τη ζωή του σε κίνδυνο. Το πλήθος θαυμάζει τη θυσία του καιόμενου, αλλά δεν είναι διατεθειμένο να την ακολουθήσει.
Το πλήθος αποτελείται από εφησυχασμένους ανθρώπους, που δεν ασχολούνται με τα προβλήματα της εποχής τους.
3. Πώς διαγράφεται μέσα στο ποίημα ο ρόλος του ποιητή;
Ο ρόλος του ποιητή μέσα στο ποίημα είναι τραγικός, επειδή βρίσκεται σε αδιέξοδο. Ο ποιητής διστάζει και αναρωτιέται πώς αντέχει ο καιόμενος τους πόνους. Ο καιόμενος βρίσκεται σε καλύτερη θέση από τον ποιητή.
Ο άνθρωπος που πυρπολείται λυτρώνεται και γίνεται σύμβολο. `Ομως, ο ποιητής βρίσκεται σε δίλημμα και δεν μπορεί να βρει τη λύτρωση (τη λύση) στα ερωτήματα που τον απασχολούν. Από τη μια μεριά θέλει να ακολουθήσει την ηρωική στάση του καιόμενου, αλλά από την άλλη δεν έχει το κουράγιο να αυτοθυσιαστεί. Τελικά, ο ποιητής υποχωρεί μαζί με το πλήθος. Στην πραγματικότητα ο ποιητής διαφέρει από το πλήθος. Δεν είναι απλός θεατής, αλλά συμμετέχει ψυχικά στη θυσία του καιόμενου. Το γεγονός ότι γράφει ένα ποίημα για τη θυσία αυτού του ανθρώπου, δείχνει ότι επιδοκιμάζει τη στάση του.
πηγές:
Διδακτική Πρόταση της Μαρίας Παπαλεοντίου (Φιλόλογος)
Συλλογή: Μεταίχµιο Β΄, έκδοση 1957 – «προϊόν εµπειρίας του εµφυλίου πολέµου και της µετεµφύλιας ατµόσφαιρας».
∆οµή ποιήµατος (σύµφωνα µε τον Τ. Καρβέλη):
Α. Στίχοι 1-13: αφήγηση (τραγικό δρώµενο) – ο αφηγητής ταυτίζεται µε τον ποιητή.
Β. Στίχοι 14-16: η θέση του αφηγητή-ποιητή, κατακλείδα.
Αφηγηµατικές φωνές – πλάνα – επίπεδα ποιήµατος:
Η αφήγηση αρχίζει in medias res µε τη γεµάτη θαυµασµό φωνή (Κοιτάχτε! µπήκε στη φωτιά!) κάποιου από το πλήθος. Στη συνέχεια, το ποίηµα δοµείται σε τρία αλληλοσυνδεόµενα πλάνα (σύµφωνα µε τον Κ. Μπαλάσκα) που παρουσιάζονται µε κινηµατογραφική τεχνική. Ο φακός κινείται ανάµεσα στα πρόσωπα (πλήθος, ποιητής, καιόµενος) που κυριαρχούν σ’ αυτά τα πλάνα και που σκιαγραφούνται µε αδρές γραµµές, ενώ παράλληλα αντιπροσωπεύουν τρεις διαφορετικές οπτικές του κόσµου.
Α. Το ποιητικό εγώ, που αναρωτιέται, σκέφτεται, σχολιάζει. Αρχικά, παρουσιάζεται ως ένας από το πλήθος (αφήγηση σε α΄ πληθυντικό πρόσωπο – γυρίσαµε, µιλήσαµε), στη συνέχεια αποδεσµεύεται και µετέχει στο δράµα του καιόµενου (αφήγηση σε α΄ ενικό πρόσωπο - διστάζω, είµαι φτιαγµένος να παραξενεύοµαι, φοβάµαι) για να αποκαλυφθεί στον τελευταίο στίχο, γενικά όµως (ο ποιητής), ο ποιητής του µεταπολεµικού κόσµου.
Β. Το πλήθος, που θαυµάζει, δεν ανακατεύεται, χειροκροτεί (αφήγηση σε β΄ πρόσωπο, χρήση βασικά προστακτικής έγκλισης που είτε προτρέπει είτε αποτρέπει – Κοιτάχτε! // ξένη φωτιά µην την ανακατεύεις).
Γ. Ο καιόµενος (αφήγηση σε γ΄ πρόσωπο - αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο, καίγεται, δε φωνάζει βοήθεια, αναλίσκεται περήφανος, µονάχος, καταµόναχος, αφανίζονταν, άστραφτε, γινόταν ήλιος).
Σκηνικό:
Χώρα σκοτεινή και δύσκολη (στίχος 9) – ανελεύθερη χώρα, «ένα τοπίο θανάτου», η Ελλάδα του Εµφυλίου. Ο στίχος 10 (ξένη φωτιά µην την ανακατεύεις) δηλώνει και την απαγόρευση του πλήθους και την απαγόρευση της εξουσίας. Αυτή η κατάσταση εξηγεί και τη στάση του καιόµενου (αγωνιστική διαµαρτυρία) και τη στάση του πλήθους(θαυµασµός, φόβος, ουδέτερο χειροκρότηµα) και τη στάση του ποιητή, ο οποίος παραµένει διχασµένος.
Γλώσσα – λειτουργία του λόγου:
§Λόγος πυκνός, δυνατός µε λογική διάρθρωση και µελετηµένη αρχιτεκτονική.
§Αντιρητορική αλλά και υποβλητική υφή της γλώσσας.
§Μικροπερίοδος λόγος, κυριαρχία ρήµατος (28 ρήµατα), λιγοστά επίθετα («γυµνές οι λέξεις») δίνουν την αίσθηση ενός καθηµερινού λόγου που παραπέµπει στη µαρτυρία. Η χρήση πολλών ρηµατικών προσώπων κάνει το ποίηµα να ηχεί πολυπρόσωπο (α΄ πληθυντικού, α΄ ενικού, β΄ ενικού, γ΄ ενικού) – πρόκειται για τον λόγο του ενός έναντι του λόγου των πολλών.
§Το ποίηµα αρχίζει µε µια δραµατική προστακτική (Κοιτάχτε!) και ακολούθως περνάµε σε µια στοχαστική ανάµνηση γεγονότων σε χρόνο αόριστο (µπήκε στηφωτιά, γυρίσαµε, απόστρεψε). Στη συνέχεια, ρήµατα σε χρόνο ενεστώτα ζωντανεύουν την ανάµνηση (καίγεται, διστάζω, φοβάµαι), ενώ οι παρατατικοί που έπονται (καίγονταν, αφανίζονταν, γινόταν) δηλώνουν τη διάρκεια της πράξης και της ανάµνησής της, τη διαχρονικότητά της.
Σύµβολα:
Χώρα σκοτεινή και δύσκολη: κάθε ανελεύθερο και καταπιεστικό περιβάλλον.
Φωτιά: σύµβολο κάθαρσης και εξαγνισµού.
Ήλιος: σύµβολο φωτός (ήλιος της δικαιοσύνης).
Καιόµενος: σύµβολο αγωνιζόµενου ανθρώπου ενάντια σε κάθε κατάσταση σκοτεινή και δύσκολη, ιερό σφάγιο, ο καθείς που «αναλίσκεται» για ένα ιδανικό.
Ερµηνεία-αιτιολόγηση τίτλου «Ο Καιόµενος»:
§= Ο άνθρωπος που πυρπολείται, µια θυσιαστήρια δάδα διαµαρτυρίας, αυτός που καίγεται και θα καίγεται χωρίς να φθείρεται (σαν τη φλεγόµενη βάτο), ο πρωταγωνιστής στο δρώµενο αυτό.
§= Ο ποιητής, ο οποίος κατά κάποιο τρόπο «καίγεται» µεταφορικά, παραµένοντας διχασµένος και µετέωρος.
§= Ο καθένας από εµάς, εάν συναισθάνεται το ηθικό αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται.
Η αοριστία του τίτλου (= αυτός που καίγεται) υποδηλώνει ότι δεν πρόκειται µόνο για ένα ατοµικό δράµα αλλά για µια πράξη εν ενεργεία, που πραγματώνεται στο παρόν και προβάλλεται στο µέλλον (δηλώνεται το παρόν διαρκείας, η δυνατότητα ή και η προτροπή επανάληψης). Τούτο, εξάλλου, δηλώνεται και µε τον παροντικό χρόνο της µετοχής καιόµενος που δίνει τη διάρκεια, τη διαχρονικότητα της πράξης (και όχι µε έναν παρελθοντικό που θα σήµαινε ο καµένος, αυτός που κάηκε και δεν υπάρχει πια). Η σηµασία της πράξης αυτής, που εν τέλει αποτελεί κατάφαση στη ζωή και όχι άρνησή της, έγκειται στο κέρδισµα του ‘προσώπου’ µας (πρβλ. «κι όµως κερδίζει κανείς το θάνατό του, το δικό του θάνατο, που δεν ανήκει σε κανένα άλλο. Και τούτο το παιχνίδι είναι η ζωή» - Γ. Σεφέρης).
Ο ίδιος ο Σινόπουλος γράφει για το έργο του:
«Ό,τι έγραψα ήρθε κυρίως τις ώρες που ένιωθα το σώµα µου ξένο από µένα. Η «θεληµατική» µνήµη δεν έπαιξε κανένα ρόλο σε τούτη τη δηµιουργία. Πρόσωπα µισο-πραγµατικά µισο-φανταστικά, απαντηµένα σε λίγο ή πολύ φως, πέρασαν µέσα µου ξαφνικά»[…] Καιρό προσπάθησα να οικειωθώ µε τις διαδοχικές εκείνες καταστάσεις που θα µπορούσα να τις ονοµάσω: Κλίµακα Θανάτου. Γιατί αρνούµαι το θάνατο σα σύνορο ή σα γεγονός οριστικό. Έρχεται πριν τον καταλάβουµε και τελειώνει – τελειώνει; - πολύ αργότερα απ’ ό,τι υποθέτουµε. Σε τούτο το Μεταίχµιο συνάντησα τον Ελπήνορα, την Ελένη, τον Ιάκωβο, τον Μπίλια, τον Φίλιππο, την Ιωάννα. Ζώντας τη ζωή µου µοιράστηκα στα δυο. Ποιο κοµµάτι ανήκει στη φθορά και ποιο στην αφθαρσία; Το πραγµατικό ή το φανταστικό είναι το αληθινό; Η σκέψη µου θεωρεί «λογικά», κι αυτό που λέµε φαντασία ή ασυνείδητο ή δαίµονα δεν υπακούει σε νόµους. Αγωνίζοµαι για µια σύζευξη χωρίς να πετυχαίνω. Όποιος νιώθει ανάλογα ας αποδώσει το δίκαιο.» (Τ. Σινόπουλος, εισαγωγικό σηµείωµα στο ποίηµά του «Ιωάννα I, II, III», δηµ. 1947)
Γνωρίσµατα της ποιητικής τέχνης του Τ. Σινόπουλου: (που ανιχνεύονται στο ποίηµα Καιόµενος)
Συλλογή: Μεταίχµιο Β΄, έκδοση 1957 – «προϊόν εµπειρίας του εµφυλίου πολέµου και της µετεµφύλιας ατµόσφαιρας».
∆οµή ποιήµατος (σύµφωνα µε τον Τ. Καρβέλη):
Α. Στίχοι 1-13: αφήγηση (τραγικό δρώµενο) – ο αφηγητής ταυτίζεται µε τον ποιητή.
Β. Στίχοι 14-16: η θέση του αφηγητή-ποιητή, κατακλείδα.
Αφηγηµατικές φωνές – πλάνα – επίπεδα ποιήµατος:
Η αφήγηση αρχίζει in medias res µε τη γεµάτη θαυµασµό φωνή (Κοιτάχτε! µπήκε στη φωτιά!) κάποιου από το πλήθος. Στη συνέχεια, το ποίηµα δοµείται σε τρία αλληλοσυνδεόµενα πλάνα (σύµφωνα µε τον Κ. Μπαλάσκα) που παρουσιάζονται µε κινηµατογραφική τεχνική. Ο φακός κινείται ανάµεσα στα πρόσωπα (πλήθος, ποιητής, καιόµενος) που κυριαρχούν σ’ αυτά τα πλάνα και που σκιαγραφούνται µε αδρές γραµµές, ενώ παράλληλα αντιπροσωπεύουν τρεις διαφορετικές οπτικές του κόσµου.
Α. Το ποιητικό εγώ, που αναρωτιέται, σκέφτεται, σχολιάζει. Αρχικά, παρουσιάζεται ως ένας από το πλήθος (αφήγηση σε α΄ πληθυντικό πρόσωπο – γυρίσαµε, µιλήσαµε), στη συνέχεια αποδεσµεύεται και µετέχει στο δράµα του καιόµενου (αφήγηση σε α΄ ενικό πρόσωπο - διστάζω, είµαι φτιαγµένος να παραξενεύοµαι, φοβάµαι) για να αποκαλυφθεί στον τελευταίο στίχο, γενικά όµως (ο ποιητής), ο ποιητής του µεταπολεµικού κόσµου.
Β. Το πλήθος, που θαυµάζει, δεν ανακατεύεται, χειροκροτεί (αφήγηση σε β΄ πρόσωπο, χρήση βασικά προστακτικής έγκλισης που είτε προτρέπει είτε αποτρέπει – Κοιτάχτε! // ξένη φωτιά µην την ανακατεύεις).
Γ. Ο καιόµενος (αφήγηση σε γ΄ πρόσωπο - αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο, καίγεται, δε φωνάζει βοήθεια, αναλίσκεται περήφανος, µονάχος, καταµόναχος, αφανίζονταν, άστραφτε, γινόταν ήλιος).
Σκηνικό:
Χώρα σκοτεινή και δύσκολη (στίχος 9) – ανελεύθερη χώρα, «ένα τοπίο θανάτου», η Ελλάδα του Εµφυλίου. Ο στίχος 10 (ξένη φωτιά µην την ανακατεύεις) δηλώνει και την απαγόρευση του πλήθους και την απαγόρευση της εξουσίας. Αυτή η κατάσταση εξηγεί και τη στάση του καιόµενου (αγωνιστική διαµαρτυρία) και τη στάση του πλήθους(θαυµασµός, φόβος, ουδέτερο χειροκρότηµα) και τη στάση του ποιητή, ο οποίος παραµένει διχασµένος.
Γλώσσα – λειτουργία του λόγου:
§Λόγος πυκνός, δυνατός µε λογική διάρθρωση και µελετηµένη αρχιτεκτονική.
§Αντιρητορική αλλά και υποβλητική υφή της γλώσσας.
§Μικροπερίοδος λόγος, κυριαρχία ρήµατος (28 ρήµατα), λιγοστά επίθετα («γυµνές οι λέξεις») δίνουν την αίσθηση ενός καθηµερινού λόγου που παραπέµπει στη µαρτυρία. Η χρήση πολλών ρηµατικών προσώπων κάνει το ποίηµα να ηχεί πολυπρόσωπο (α΄ πληθυντικού, α΄ ενικού, β΄ ενικού, γ΄ ενικού) – πρόκειται για τον λόγο του ενός έναντι του λόγου των πολλών.
§Το ποίηµα αρχίζει µε µια δραµατική προστακτική (Κοιτάχτε!) και ακολούθως περνάµε σε µια στοχαστική ανάµνηση γεγονότων σε χρόνο αόριστο (µπήκε στηφωτιά, γυρίσαµε, απόστρεψε). Στη συνέχεια, ρήµατα σε χρόνο ενεστώτα ζωντανεύουν την ανάµνηση (καίγεται, διστάζω, φοβάµαι), ενώ οι παρατατικοί που έπονται (καίγονταν, αφανίζονταν, γινόταν) δηλώνουν τη διάρκεια της πράξης και της ανάµνησής της, τη διαχρονικότητά της.
Σύµβολα:
Χώρα σκοτεινή και δύσκολη: κάθε ανελεύθερο και καταπιεστικό περιβάλλον.
Φωτιά: σύµβολο κάθαρσης και εξαγνισµού.
Ήλιος: σύµβολο φωτός (ήλιος της δικαιοσύνης).
Καιόµενος: σύµβολο αγωνιζόµενου ανθρώπου ενάντια σε κάθε κατάσταση σκοτεινή και δύσκολη, ιερό σφάγιο, ο καθείς που «αναλίσκεται» για ένα ιδανικό.
Ερµηνεία-αιτιολόγηση τίτλου «Ο Καιόµενος»:
§= Ο άνθρωπος που πυρπολείται, µια θυσιαστήρια δάδα διαµαρτυρίας, αυτός που καίγεται και θα καίγεται χωρίς να φθείρεται (σαν τη φλεγόµενη βάτο), ο πρωταγωνιστής στο δρώµενο αυτό.
§= Ο ποιητής, ο οποίος κατά κάποιο τρόπο «καίγεται» µεταφορικά, παραµένοντας διχασµένος και µετέωρος.
§= Ο καθένας από εµάς, εάν συναισθάνεται το ηθικό αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται.
Η αοριστία του τίτλου (= αυτός που καίγεται) υποδηλώνει ότι δεν πρόκειται µόνο για ένα ατοµικό δράµα αλλά για µια πράξη εν ενεργεία, που πραγματώνεται στο παρόν και προβάλλεται στο µέλλον (δηλώνεται το παρόν διαρκείας, η δυνατότητα ή και η προτροπή επανάληψης). Τούτο, εξάλλου, δηλώνεται και µε τον παροντικό χρόνο της µετοχής καιόµενος που δίνει τη διάρκεια, τη διαχρονικότητα της πράξης (και όχι µε έναν παρελθοντικό που θα σήµαινε ο καµένος, αυτός που κάηκε και δεν υπάρχει πια). Η σηµασία της πράξης αυτής, που εν τέλει αποτελεί κατάφαση στη ζωή και όχι άρνησή της, έγκειται στο κέρδισµα του ‘προσώπου’ µας (πρβλ. «κι όµως κερδίζει κανείς το θάνατό του, το δικό του θάνατο, που δεν ανήκει σε κανένα άλλο. Και τούτο το παιχνίδι είναι η ζωή» - Γ. Σεφέρης).
Ο ίδιος ο Σινόπουλος γράφει για το έργο του:
«Ό,τι έγραψα ήρθε κυρίως τις ώρες που ένιωθα το σώµα µου ξένο από µένα. Η «θεληµατική» µνήµη δεν έπαιξε κανένα ρόλο σε τούτη τη δηµιουργία. Πρόσωπα µισο-πραγµατικά µισο-φανταστικά, απαντηµένα σε λίγο ή πολύ φως, πέρασαν µέσα µου ξαφνικά»[…] Καιρό προσπάθησα να οικειωθώ µε τις διαδοχικές εκείνες καταστάσεις που θα µπορούσα να τις ονοµάσω: Κλίµακα Θανάτου. Γιατί αρνούµαι το θάνατο σα σύνορο ή σα γεγονός οριστικό. Έρχεται πριν τον καταλάβουµε και τελειώνει – τελειώνει; - πολύ αργότερα απ’ ό,τι υποθέτουµε. Σε τούτο το Μεταίχµιο συνάντησα τον Ελπήνορα, την Ελένη, τον Ιάκωβο, τον Μπίλια, τον Φίλιππο, την Ιωάννα. Ζώντας τη ζωή µου µοιράστηκα στα δυο. Ποιο κοµµάτι ανήκει στη φθορά και ποιο στην αφθαρσία; Το πραγµατικό ή το φανταστικό είναι το αληθινό; Η σκέψη µου θεωρεί «λογικά», κι αυτό που λέµε φαντασία ή ασυνείδητο ή δαίµονα δεν υπακούει σε νόµους. Αγωνίζοµαι για µια σύζευξη χωρίς να πετυχαίνω. Όποιος νιώθει ανάλογα ας αποδώσει το δίκαιο.» (Τ. Σινόπουλος, εισαγωγικό σηµείωµα στο ποίηµά του «Ιωάννα I, II, III», δηµ. 1947)
Γνωρίσµατα της ποιητικής τέχνης του Τ. Σινόπουλου: (που ανιχνεύονται στο ποίηµα Καιόµενος)
Για τον ήρωα: Θέμα του ποιήματος είναι η αυτοπυρπόληση, ως μορφή πολιτικής διαμαρτυρίας, ενός απογοητευμένου ιδεολόγου και η αντίδραση του πλήθους και του ποιητή.
Το περιεχόμενο του ποιήματος είναι πολιτικό.
Η μορφή αυτή πολιτικής διαμαρτυρίας δεν μαρτυρείται πουθενά για την εποχή του ποιητή.
Είναι μια πράξη που την συνέλαβε η ποιητική φαντασία.
Δέκα περίπου χρόνια μετά τη δημοσίευση του ποιήματος βουδιστές μοναχοί αυτοπυρπολήθηκαν σε δημόσιους χώρους στο Βιετνάμ ως πράξη διαμαρτυρίας για την εισβολή του αμερικανικού στρατού στη χώρα τους∙
το 1968 ο Σσεχοσλοβάκος φοιτητής Πάλαντς αυτοπυρπολήθηκε ως διαμαρτυρία για την επέμβαση των Σοβιετικών στη χώρα του («άνοιξη της Πράγας»)∙
και το 1969 ο έλληνας φοιτητής Γεωργάκης αυτοπυρπολήθηκε στην Ιταλία διαμαρτυρόμενος για την Απριλιανή δικτατορία.
Ο καιόμενος, λοιπόν δεν είναι κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο, αλλά ο απογοητευμένος ιδεολόγος ο οποίος θυσιάζει τη ζωή του ως μια έσχατη πράξη πολιτικής διαμαρτυρίας προς μία κατάσταση στην οποία αντιτίθεται.
Η πράξη του παρουσιάζεται, με την ενεστωτική μετοχή, παροντική, αλλά και εξακολουθητική, διαχρονική.
Η αιτία της πράξης του δεν είναι φανερή, αλλά πρέπει ν’ αναζητηθεί στη ζοφερή κατάσταση της εμφυλιακής και μετεμφυλιακής Ελλάδας, που η κατάστασή της προξενεί φόβο (στ. 9)
. στ. 3. Προσηλωμένος στους δικούς του υψηλούς στόχους, δείχνει αποστροφή και περιφρόνηση προς το αδιάφορο και ανεύθυνο πλήθος. στ. 4. Η πράξη του είναι ενσυνείδητη και προμελετημένη γι’ αυτό δε μετανιώνει και δεν επικαλείται τη βοήθεια κανενός, ώστε να ματαιωθεί η θυσία του. στ. 7. Είναι περήφανος για την πράξη του και έχει επίγνωση της αξίας του. στ. 8. Είναι άνθρωπος δυνατός με αντοχή και κουράγιο, δυνατός, αδιάφορος για τον σωματικό πόνο. στ. 11. Οι άνθρωποι που είναι ξεχωριστοί ενεργούν μοναχικά, σηκώνουν μόνοι το σταυρό τους. Αυτή η μοναξιά είναι απόλυτη, κάτι που δηλώνεται με τον υπερθετικό καταμόναχος. Ο ποιητής για να αποτιμήσει την αξία της θυσίας του καιόμενου, δίνει την εικόνα του με τρόπο λυρικό, καθώς τον παρουσιάζει να εκπέμπει εκθαμβωτικό φως ο ίδιος και όχι η φωτιά. Ο καιόμενος αίρεται στην εξαΰλωση, γίνεται σύμβολο και φως για να ακτινοβολεί και να φωτίζει με το παράδειγμά του τους άλλους. Οι εξαιρετικές μορφές που θυσιάζονται για τα υψηλά ιδανικά ‘φωτίζουν’ τους λαούς με το παράδειγμά τους. Ωστόσο, η θυσία του καιόμενου δε φαίνεται να έχει αντίκρυσμα στους άλλους, τουλάχιστον για την ώρα, όπως φαίνεται από τη συμπεριφορά τους . Η στάση του πλήθους: Μετά την έκπληξη και το ενδιαφέρον του πλήθους στην ξαφνική θέα του καιόμενου, η στάση του πλήθους συμπυκνώνεται σε μια φράση με γνωμικό περιεχόμενο: ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις. Δεν πρέπει κανείς ν’ αναμειγνύεται σε υποθέσεις που δεν τον αφορούν, επειδή ενδέχεται να πάθει ο ίδιος κάποια ζημιά. Εκφράζει την παθητική στάση των ‘συνετών’ και ‘φιλήσυχων’ ανθρώπων που επικροτούν τις γενναίες πράξεις των άλλων, αλλά παραμένουν αδρανείς απέναντι σε σημαντικά γεγονότα ή επικίνδυνες καταστάσεις από φόβο μην πάθουν οι ίδιοι τίποτα. Ο ποιητής τους ονομάζει πλήθος και όχι λαό, ακριβώς γιατί τους θεωρεί μάζα και όχι ανθρώπους με υψηλό φρόνημα, αγωνιστικότητα και υπευθυνότητα.