Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2018

ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ, ΓΙΟΡΤΗ

https://www.youtube.com/watch?v=4-79XDPIrmk



Νικος Ξυλουρης μπηκαν στην πολη οι οχτροι




Requiem for a dream Soundtrack






Αζίζ Νεσίν - Σώπα μη μιλάς (Απαγγέλει η Μαριέτα Ριάλδη)



Ο τοίχος με τα κάγκελα (Γ. Ιωάννου)


Καθώς έχουμε αύριο την επέτειο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, ανεβάζω σήμερα ένα απόσπασμα από το αφήγημα του Γιώργου Ιωάννου «Ο τοίχος με τα κάγκελα», γραμμένο το 1976. Το πήρα από την ανθολογία του Ηλία Γκρη «Το μελάνι φωνάζει – Η 17η Νοέμβρη 1973 στη λογοτεχνία». Απ’ όσο έψαξα, δεν υπάρχει στο Διαδίκτυο. Ο πεζογράφος Γιώργος Ιωάννου (1927-1985), από τους αγαπημένους μου, ήταν φιλόλογος.
Να θυμίσω ότι ποιήματα και πεζά για το Πολυτεχνείο έχω στον παλιό μου ιστότοπο, πολλά απ’ αυτά παρμένα επίσης από την ανθολογία του Γκρη. Ένα από αυτά, το δικό μου διήγημα «Το Νοέμβρη, λοιπόν«, το παρουσίασα στο ιστολόγιο πέρυσι. Συζήτηση για το Πολυτεχνείο τότε και τώρα είχαμε κάνει στο ιστολόγιο πρόπερσι. Παλιότερα είχα παρουσιάσει τη συλλογή ποιημάτων του Δημήτρη Ραβάνη-Ρεντή Ρεπορτάζ για ένα ζεστό Νοέβρη.
Μεταφέρω διατηρώντας την ορθογραφία.
Ο τοίχος με τα κάγκελα
Κι ο κόσμος να σου φέρνει να φας το μεσημέρι —κοφίνια ολόκληρα— πράγμα που εσύ το είχες ξεχάσει, γιατί είσαι παιδί και βράζει το αίμα σου, να σου φέρνει να πιεις, να φορέσεις, κι οι μεγάλοι που εσύ τους θεωρούσες αυστηρούς κριτές —και ήταν, βέβαια— για κείνα τα μαλλιά, τα γένια, τα ρούχα και τους εκνευριστικούς ίσως τρόπους σου, να στήνονται βουρκω­μένοι στα απέναντι πεζοδρόμια, και να μην εννοούν να το κουνήσουν, μολονότι αυτοί σαν ξεσκολισμένοι διακρίνουνε καθαρότερα από σένα την έρπουσα απειλή, τις φυσιογνωμίες που έχουν συρρεύσει, τις μυστικές κινήσεις και τα βλέμματα. Όπως στη Νομική όπου είχαν ξαγρυπνήσει οι γονείς όλη τη νύχτα, ζαρωμένοι μες στην ψύχρα στις γωνιές των δρόμων, κι άλλοι γύρω απ’ το εκκλησάκι του παλιού νοσοκομείου, που έχει στεγάσει πολλή δυστυχία κατά καιρούς, κρατώντας αναμμένα κεριά, για να τους βλέπουν αποπάνω τα παιδιά και να παίρνουν κουράγιο, και τα κεριά να τα σβήνει πότε ο αέρας και πότε «οι αντιφρονούντες» —τι όρος κι αυτός, Θεέ μου!— αλλά κι οι ταξιτζήδες να ’χουν αφήσει τα αγώγια και να ’χουν κάνει μια αλυσίδα αδιάσπαστη με τις πλαφονιέρες και τα μεγάλα φώτα αναμμένα και να γυρίζουν γύρω γύρω, Ακαδημίας – Σίνα – Σόλωνος – Ιπποκράτους και πάλι απ’ την αρχή, ώσπου να φέξει. Δεν είναι εύκολο να παίζεις το ψωμί σου σε τόσο ευνόητα δρομολόγια.
Και να ’ναι πάλι απόγευμα, και μάλιστα κατάλληλο για βολτίτσα, μα εσύ να φωνάζεις πάντα πάνω στα κάγκελα, υψώνοντας τολμηρά πανώ και σημαίες σ’ όλες τις επάλξεις, της Πατησίων, αλλά και της Στουρνάρα, της Μπουμπουλίνας και της Τοσίτσα. Και μέσα στα πολύπλοκα κτίρια, τα νεοκλασικά και τ’ άλλα, που τώρα κρύβονται απ’ το κορμί σου, και αύριο, τον άλλο Νοέμβρη, δεν θα φαίνονται απ’ τα λουλούδια, εσύ να μοιράζεις σοφά τις δουλειές, να ετοιμάζεις συσσίτιο, να τακτοποιείς τον ύπνο, τις βάρδιες, τις συνελεύσεις, τη μουσική, μα και το νοσοκομείο για τους πληγωμένους, που με μαθηματική ακρίβεια προβλέπεις. Και να ετοιμάζεις ραδιοφωνικό σταθμό, το μέγα αναπάντεχο όπλο σου και δίδαγμά σου,τυλίγοντας μας ξαφνικά μέσα στους χίλιους κύκλους σου, εσύ που σε είχανε για ανέμελο, για παιδί ακόμα, που δεν πιάνουν τα χέρια του ή και για χίππυ.
Και να ’στε μέσα πιο σοφοί και απείρως πιο δίκαιοι απ’ τους μεγά­λους, που κάτι, βέβαια, κάνανε κι αυτοί στον καιρό τους, καιρό πολύ χει­ρότερο απ’ τον δικό σας. Όχι σ’ αυτά τα κάγκελα, είναι αλήθεια, σε άλλους τοίχους και σε άλλες μάντρες στημένοι, μα και στους ίδιους μεγάλους δρόμους, σ’ αυτές τις τρεις τέσσερις αρτηρίες, ξέστηθοι, ξαρμάτωτοι, μπροστά στα τανκς του κατακτητή. Και με τα πόδια κομμένα απ’ την πείνα και σ’ ορισμένες περιπτώσεις κι απ’ τα κρυοπαγήματα. Τώρα, βέ­βαια, αυτοί αποτελούν για σένα το λεγόμενο «κατεστημένο» και αρκετοί τους έχουν πράγματι απαρνηθεί τη νιότη τους. Εσύ να φροντίσεις να μην τα ξεχάσεις. Εσύ να γίνεις αλλιώτικος. Να κατανικήσεις τους νόμους της φύσης και την ανθρώπινη ψυχοσύνθεση.
Κι όσο πέφτει η νύχτα της δεύτερης μέρας, της Πέμπτης, η φωνή σου να γίνεται πιο δυνατή. Έχουν προστεθεί άλλωστε χιλιάδες νέες φωνές. Κι η μελωδία σου να φτάνει ως τα Εξάρχεια, την Αλεξάνδρας, τη Βάθης και την Ομόνοια.
Και να ξέρεις —και το ξέρεις— πως τώρα μες στη νύχτα κάτι σου μαγειρεύουν, κάτι μαζεύτηκαν σε αίθουσες κατάκλειστες και λεν για σένα, κάτι, γιατί το παράκανες πια και με το πείσμα σου τους έχεις εκφο­βίσει. Σε είχαν περάσει για παιδί, που θα του περάσει, και θα το στρώσουνε αυτοί αργότερα, μα τώρα βλέπουν άλλα, πολύ ακατανόητα γι’ αυτούς. Τι θέλεις, επιτέλους, παλιόπαιδο, τι σου λείπει;
Την Παρασκευή απλώθηκες και στην Πατησίων, σ’ όλο το κατάστρω­μα της οδού. Δεν χωράς, δεν χωράτε, πια μέσα. Απόψε πεθαίνει ο φασι­σμός! φωνάζεις, γιατί το νιώθεις πως, ανεξάρτητα απ’ το τι θα γίνεις εσύ, ο αγώνας σου φτάνει σε μια ολοκλήρωση. Άλλωστε τα μηνύματα που καταφτάνουν είναι σπουδαία· όπου αλλού υπάρχει πανεπιστήμιο, οι νέοι έχουν ξεσηκωθεί: Θεσσαλονίκη, Πάτρα, Γιάννενα.
Η τελευταία εικόνα που μου έμεινε είναι από το βράδυ της Παρασκευής, όπου στον περίβολο και την Πατησίων γινόταν πια πανηγύρι. Δεν υπήρχε καθόλου το μούδιασμα της πρώτης ή της δεύτερης βραδιάς, ήταν κάτι σαν φινάλε. Τα κάγκελα φορτωμένα σημαίες και πανώ. Τα πανώ έδειχναν αυτά που φώναζες κι ό,τι άλλο δεν μπορούσε να γίνει ρυθμός. Ο ρυθμός και το στραφτάλισμα κρατούσε θαμπωμένους τους περαστικούς. Φαντάζομαι, και μάλλον δεν πέφτω έξω, πως κι αυτοί που σε κρυφοπαρακολουθούσαν θα είχαν συνεπαρθεί. Επάνω στην Πύλη, αυτήν που μέλλονταν αργότερα να την γκρεμίσει το τανκ, τα πιο ζωηρά παιδιά ανεβασμένα έπαιρναν τα συνθήματα απ’ τα μεγάφωνα και κουνώντας όπως οι μαέστροι τα χέρια μετάδιναν τον παλμό τους στα πλήθη. Κι όμως παρ’ όλη την πανηγυρική ατμόσφαιρα και την κυριαρχία σου στο πέρασμα εκείνο, δεν μπορούσε κανείς φεύγοντας να μην έχει μαύρα προαισθήμα­τα. Εξάλλου λένε πως τις ώρες αυτές είχαν αρχίσει να πέφτουνε οι πρώ­τες σφαίρες από αθόρυβα πιστόλια. Πάντως μέσα σ’ εκείνον τον αλαλαγ­μό τίποτε τέτοιο δεν ξεχώριζε. Τώρα εκ των υστέρων, όταν το σκέφτεται κανείς, αισθάνεται κάπως άσχημα στην πλάτη του ή στην κεφαλή του.
Οι πυροβολισμοί πύκνωσαν αργότερα, απ’ τη μια στιγμή στην άλλη, σαν έπεσε η νύχτα και ήταν πάρα πολλοί, χιλιάδες, πολύ περισσότεροι απ’ τους αριθμούς που ομολογήθηκαν. Μαζί μ’ αυτούς και άφθονα δακρυγόνα. Μα η φωνή σου εξακολουθούσε ν’ ακούγεται κι ο σταθμός σου να εκπέμπει. Ελπίσαμε πως θα σταματήσει γρήγορα αυτό το ξέσπασμα. Δεν ήταν δυνατό να πυροβολούν απάνω σου. Αν σκοτώσουν εσένα, τότε τι θ’ απομείνει σ’ αυτή τη χώρα;
Και κάποτε ακούσαμε τον ορυμαγδό των τανκς, που έρχονταν απ’ την Αλεξάνδρας. Κατεβήκαμε κι ανοίξαμε την εξώπορτα. Όχι μονάχα εμείς, μα όλοι όσοι σε λατρεύαν. Αυτό ήταν το ελάχιστο. Ενώ άλλοι κάναν μεγάλες θυσίες για σένα. Άφησαν, λέει, τ’ αυτοκίνητά τους μες στη μέση, στην προσπάθεια τους να φράξουν το δρόμο. Άλλοι πάλι φόρτωσαν στ’ αυτοκί­νητά τους ό,τι είχαν απ’ αυτά που επίμονα ζητούσες, και περνώντας μέσα απ’ τις σφαίρες, τα δακρυγόνα και τις φωτιές σού τα παράδωσαν στην Πύλη. Κι ένα γειτονόπουλο, πάνω στον μεγάλο παροξυσμό των πυροβολι­σμών, αντί να φυλαχτεί, το ’σκάσε προς εσένα με το μηχανάκι του.
Πάντως, εκεί που διαδήλωνες εσύ τρεις μέρες και τρεις νύχτες, τώρα αλωνίζουν τα τανκς με τους προβολείς αναμμένους. Δεν έχει πια μεγάλη σημασία, αν οι πυροβολισμοί εξακολουθούν. Περιμένουμε τα χειρότερα. Ακόμα και μέσα στο σπίτι ξεχωρίζει το ζουζούνισμα της σφαίρας και κάνα δυο φορές ένας ξερός χτύπος σαν κάρφωμα στο ξύλο του παντζουριού. Κάτι παλιό θυμηθήκαμε και σφίχτηκε η καρδιά μας. Καμπάνες ακούγονταν από μακριά, πιο γοργές κι από αναστάσιμες. Κολλήσαμε τ’ αυτί μας στο ραδιόφωνο, με κόπο έψελνες τον Εθνικό Ύμνο. Και μετά σιωπή. Κάτι σου συνέβη.
Κι ύστερα το γρήγορο ποδοβολητό μες στα δρομάκια των Εξαρχείων. Κι αποπίσω το άλλο ποδοβολητό, νεανικό κι αυτό, σπιρουνισμένο από κοφτές διαταγές.
Αλλά εσύ είσαι κιόλας στοιβαγμένος μέσα στα σπίτια μας, αναλήφτηκες μέσα στα απρόσωπα διαμερίσματα μας, και κάνεις με τη σειρά τηλε­φωνήματα στους δικούς σου, τους ξετρελαμένους απ’ την ανησυχία πως είσαι καλά και θα πας το πρωί στο σπίτι. Άφησες όμως κάτι ματωμένες δαχτυλιές στο τηλέφωνο, που καιρό κάναμε να τις σκουπίσουμε.
Και μιλάς σιγά και σεμνά, καθώς αρμόζει σε νέους που βρίσκονται σε ξένο σπίτι. Εσύ ήσουνα που φώναζες τόσο; Κι ο ένας σας είναι γιατρός, κι ο άλλος αρχιτέκτων, κι ο τρίτος νομικός, κι ο τελευταίος μαθητής ακόμα. Και δεν θέλεις να φας, ούτε να πιεις κάτι, να κοιμηθείς μόνο λίγο, όπως αυτοί που πολεμήσαν.
Και φεύγεις το πρωί, χωριστά απ’ τους νέους φίλους σου, κι εμείς σε λίγο φεύγουμε για τη δουλειά μας. Και στη γωνιά μάς ψάχνουνε την τσάντα.
Ήρθε ο καιρός να γίνουμε και ύποπτοι. Ένα ελικόπτερο πετάει πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Και στη στροφή αίματα και πιο πέρα άλλα αίματα και πολλά χαρτιά κι αποκαΐδια — κειμήλια ιστορικά που χαθήκαν. Μπό­ρεσες άραγε να ξεγλιστρήσεις;
Και την Πρωτοχρονιά μάς παρουσιάζεσαι γελαστός μ’ ένα ποτό για δώρο. Δεν ξέρουμε τι ποτό είναι, το ’χουμε φυλάξει έτσι για ενθύμιο. Γουρλίδικη Πρωτοχρονιά, πάντως, εκείνη. Τους ξεθεμέλιωσε.
Φέτος που είναι τα τρίχρονα δεν συλλογίζομαι, κι ας φαίνεται το αντί­θετο, τόσο εσένα. Εσύ δεν έχεις ανάγκη. Πρέπει να ’σαι ήσυχος με τη συνείδησή σου και —χωρίς να θέλω να σε κακομάθω με μεγάλα λόγια— βαθιά περήφανος. Ως το τέλος της ζωής σου θα μιλάς γι’ αυτά, σφραγί­στηκες. Σκέφτομαι εκείνα τα αίματα κι εκείνα τα ηρωικά παιδιά που ανα­δύθηκαν μέσα απ’ τις δίκες και το σπαραγμό των δικών τους.
θα ’θελα ν’ αναφέρω κάποιους στίχους, ένα επίγραμμα· να το σκαλί­σω νοερά, τουλάχιστο, στον τοίχο με τα κάγκελα. Όμως εγώ ένας φιλόλο­γος, ένας δάσκαλός σου —δεν ξέρω κατά πόσο άξιος— έχω κυρίως στο νου μου αρχαία επιτύμβια επιγράμματα, απ’ αυτά που είναι κατάφορτο το γειτονικό Μουσείο και που όσο κι αν είναι καίρια και σεμνά, δεν απο­δίδουν πια τις περιστάσεις. Μιλούν για τόξα και ακόντια, ενώ εδώ θέρι­σαν πολυβόλα.
Μάλλον κάτι άλλο πρέπει να σκεφτούμε, κάτι σαν αιώνια υπόσχεση σ’ αυτούς. Και όλοι μαζί…

17 Νοέμβρη 1973 στο Πολυτεχνείο : Το χρονικό της εξέγερσης

Κάθε χρόνο, ο νους μας γυρίζει στην κορύφωση των φοιτητικών κινητοποιήσεων, που ξεκίνησαν με τη δράση του  κινήματος ήδη ένα χρόνο πριν, για να μετατραπούν σε χείμαρρο, που παρέσυρε τη νεολαία και τον ελληνικό λαό ενάντια στην 7χρονη  της 21ης Απριλίου… Στην κορύφωση του αγώνα, κυρίως της νεολαίας, για καλύτερη παιδεία, ελευθερία,  και ανεξαρτησία, αξίες πάντα διαχρονικές και επίκαιρες.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της δικτατορίας, με πρωτοπόρα τη νεολαία, πάντα υπήρχαν αντιδικτατορικές εκδηλώσεις. Πάντα υπήρχαν δυναμικές κινητοποιήσεις, παρά τις διώξεις, τις δίκες, τις φυλακίσεις, τις εκτοπίσεις και τα βασανιστήρια εις βάρος των «αντιφρονούντων».
Την Τετάρτη, 14 Νοέμβρη του 1973, ξέσπασαν στην Αθήνα αναταραχές, αρχής γενομένης με την κατάληψη του κτιρίου του Πολυτεχνείου από φοιτητές, στο πλευρό των οποίων γρήγορα τάχθηκαν μαθητές και εργάτες. Στη συνέχεια η κατάληψη μετατράπηκε σε λαϊκή κινητοποίηση ενάντια στο καθεστώς της 21ης Απριλίου και η κινητοποίηση στην επέμβαση των  δυνάμεων, που άφησε πίσω της νεκρούς και τραυματίες.
Στις 14 Νοέμβρη του 1973, οι γενικές συνελεύσεις των φοιτητικών συλλόγων, απέρριψαν τα κυβερνητικά μέτρα που αφορούσαν στον προγραμματισμό των φοιτητικών εκλογών, ενώ το απόγευμα της ίδιας ημέρας, αποφασίστηκε η κατάληψη του κτιρίου του Πολυτεχνείου, κάτω από τον έλεγχο Συντονιστικής Επιτροπής. Τα γεγονότα των ημερών αυτών δεν ήταν παρά το αποκορύφωμα των προγενέστερων κινητοποιήσεων του φοιτητικού κινήματος, με κύριους σταθμούς την κατάληψη της Νομικής Σχολής Αθηνών στις 21 και 22 Φεβρουαρίου του 1973 και τη διαδήλωση της 4ης Νοεμβρίου του 1973, με αφορμή το μνημόσυνο του Γ. Παπανδρέου.
Τετάρτη 14 – Σάββατο 17 Νοέμβρη 1973: Το χρονικό της εξέγερσης
Την Τρίτη (13/11) το δικαστήριο αθώωσε 12 από τους 17 συλληφθέντες στα επεισόδια που σημειώθηκαν στις 4 Νοεμβρίου και επέβαλε στους υπόλοιπους 5 ποινές με αναστολή. Αμέσως αναγγέλθηκαν φοιτητικές συγκεντρώσεις σε διάφορες σχολές για την επόμενη μέρα, γεγονός που προμήνυε το ξέσπασμα εναντίον του χουντικού καθεστώτος. Το πρωί της Τετάρτης (14/11) πραγματοποιήθηκαν Γενικές Συνελεύσεις των φοιτητικών συλλόγων, για να συζητηθεί το ζήτημα των φοιτητικών εκλογών.
Στη Νομική Σχολή Αθηνών, πραγματοποιήθηκε συγκέντρωση, ενώ γύρω στη 1 το μεσημέρι, έφτασε η πληροφορία ότι στο Πολυτεχνείο υπήρχε ένταση μεταξύ αστυνομικών και φοιτητών. Λίγο αργότερα, ακούστηκε ότι οι  στο Πολυτεχνείο χτυπούσαν φοιτητές, γεγονός που προκάλεσε αναστάτωση. Κατόπιν πρότασης να γίνει διαδήλωση προς το Πολυτεχνείο, περίπου 1.500 φοιτητές ξεκίνησαν την πορεία τους από τη Σόλωνος. Οι διαδηλωτές στο δρόμο συγκρούστηκαν με αστυνομικές δυνάμεις. Από τους διαδηλωτές, ορισμένοι ενώθηκαν με όσους βρίσκονταν στο χώρο του Πολυτεχνείου και άλλοι έφυγαν στους γύρω δρόμους.
Εντός και εκτός του κτιρίου του Πολυτεχνείου επικρατούσε ένταση. Οι Γενικές Συνελεύσεις ολοκληρώθηκαν και οι φοιτητές του Πολυτεχνείου αποφάσισαν να ενωθούν με τους υπόλοιπους. Οι Μηχανολόγοι συνέχισαν τη συνέλευση τους μέχρι το απόγευμα, οπότε και αποχώρησαν από το Πολυτεχνείο.
Στις 5 το απόγευμα περίπου, πλησίασε το χώρο της συγκέντρωσης ο εισαγγελέας υπηρεσίας Σανίτας, ο οποίος ενημέρωσε τους συγκεντρωμένους ότι μπορούν να διαδηλώσουν και μετά να διαλυθούν ήσυχα. Μισή ώρα αργότερα, οι αστυνομικοί που είχαν κυκλώσει το κτίριο, αποχώρησαν.
Η κατάληψη συνεχίστηκε και εν τω μεταξύ οι κλεισμένοι στο κτίριο φοιτητές ενώθηκαν με τους συγκεντρωμένους απ’ έξω πολίτες και κατέλαβαν όλο το χώρο μπροστά από το Πολυτεχνείο, φωνάζοντας συνθήματα, όπως : «ΚΑΤΩ Η ΧΟΥΝΤΑ», «ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΤΥΡΡΑΝΙΑ», «ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΛΑΕ», «ΑΠΟΨΕ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΤΑΫΛΑΝΛΗ». Γύρω στις 8 το βράδυ οι συγκεντρωμένοι είχαν πλέον πολλαπλασιαστεί. Οι Γενικές Συνελεύσεις μέσα στο χτίριο συνεχίζονταν, ενώ έξω από το Πολυτεχνείο τα συνθήματα πλήθαιναν. Τότε έκαναν την εμφάνισή τους οι πρώτες χειρόγραφες προκηρύξεις, που μοιράζονταν στα περαστικά αυτοκίνητα.
Γύρω στις 9 έγινε ολοκληρωτική κατάληψη του Πολυτεχνείου και του γύρω χώρου και σταμάτησε η κυκλοφορία. Οι διαδηλωτές γρήγορα έγιναν ακόμα περισσότεροι και έξω από το κτίριο ανέμιζαν σημαίες και έκαιγαν ομοιώματα του Παπαδόπουλου και σύμβολα της 21ης Απριλίου.
Γύρω στα μεσάνυχτα, έκλεισαν οι πόρτες του Πολυτεχνείου, μέσα στο οποίο δημιουργήθηκαν επιτροπές περιφρούρησης για τις επισιτιστικές και υγειονομικές ανάγκες.
Συγκροτήθηκε η Συντονιστική Επιτροπή και άρχισε η προετοιμασία της λειτουργίας του Ραδιοφωνικού Σταθμού. Μεταξύ των κλεισμένων στο κτίριο, βρίσκονταν και αρκετοί εργάτες.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας, γίνονταν Συνελεύσεις κατά σχολές.
Γύρω στη 1 μετά τα μεσάνυχτα, στην αίθουσα του κτιρίου Γκίνη, είχαν συγκεντρωθεί εκατοντάδες άτομα, μεταξύ των οποίων εργάτες και εργαζόμενοι κάθε πολιτικής απόχρωσης. Κατά τη συνέλευση αυτή, εξελέγη μια προσωρινή επιτροπή και αποφασίστηκε να βγει μια διακήρυξη που θα μοιραζόταν το πρωί σε εργοστάσια και σε χώρους όπου συγκεντρώνονταν οι εργάτες.
Πέμπτη 15 Νοέμβρη
Στις 5 το πρωί άρχισαν να ακούγονται τα πρώτα συνθήματα της μέρας, ενώ αστυνομικές δυνάμεις βρίσκονταν στους γύρω του Πολυτεχνείου δρόμους. Γύρω στις 9 άνοιξαν οι πόρτες του Πολυτεχνείου. Κυκλοφόρησαν πολλές προκηρύξεις της Συντονιστικής Επιτροπής, ενώ εξακολουθούσαν να γράφονται και χιλιάδες χειρόγραφες.
Τότε έγινε γνωστό ότι καταφθάνουν φοιτητές από τη Πάτρα κι αγρότες από τα Μέγαρα, γεγονός που ενίσχυσε τη μαχητική διάθεση. Μπήκε σε λειτουργία ο ραδιοφωνικός σταθμός του Πολυτεχνείου, μέσω του οποίου ο λαός καλείτο σε «ΓΕΝΙΚΗ ΑΠΕΡΓΙΑ» και «ΓΕΝΙΚΗ ΕΞΕΓΕΡΣΗ». Στις 8 το πρωί η Σύγκλητος του Ε.Μ.Πολυτεχνείου σε έκτακτη συνεδρίαση στα κτίρια του Ζωγράφου αποφάσισε να στείλει έγγραφο στην κυβέρνηση και να ζητήσει να μη γίνει επέμβαση στο Πολυτεχνείο. Στις 2 το μεσημέρι η κυβέρνηση απάντησε στη Σύγκλητο ότι θα σεβαστεί το απαραβίαστο του Πανεπιστημιακού ασύλου.
Σε εκδηλώσεις συμπαράστασης κατέβηκαν οι φοιτητές του Πανεπιστημίου της Πάτρας και της Θεσσαλονίκης, ενώ φοιτητές του πανεπιστημίου των Ιωαννίνων κατέλαβαν το κτίριο της σχολής τους.
Συγκεντρώθηκαν τρόφιμα, χρήματα, ενώ πλήθος κόσμου έδινε τσιγάρα, χρήματα, ψωμιά και κάθε λογής είδη για την ενίσχυση της κατάληψης.
Το απόγευμα της Πέμπτης ο κλοιός των αστυνομικών έσπασε. Μέσα στο Πολυτεχνείο μπήκαν πολλοί μαθητές και ιδιαίτερα των τεχνικών σχολών, συγκεντρωμένοι κάτω από ένα μεγάλο πανό.
Το πρωί της Πέμπτης ο χώρος του Πολυτεχνείου ήταν σχεδόν άδειος από τους εργάτες. Λιγοστά άτομα που είχαν μείνει, έγραφαν προκηρύξεις και έφτιαχναν πανό, όπου κυριαρχούσε το σύνθημα της «Γενικής Απεργίας».
Οι διαδηλωτές μαζί με άλλους εργάτες απ το δρόμο μπήκαν ξανά στο Πολυτεχνείο και πήγαν στο κτίριο Γκίνη όπου άρχισε η προγραμματισμένη συνέλευση. Στην αίθουσα βρίσκονταν και πολλοί εργάτες. Η Συντονιστική Επιτροπή δήλωσε ότι η κατάληψη θα συνεχιστεί μέχρι να ικανοποιηθούν όλα τα αιτήματα. Δημιουργήθηκαν παντού και για κάθε ζήτημα επιτροπές.
Η πρώτη μέρα της κατάληψης ήταν κύρια φοιτητική και σπουδαστική. Όμως τις επόμενες δύο μέρες το κατέβασμα πλήθους λαού στους δρόμους ξεπέρασε κάθε πρόβλεψη.
Μέσα στο Πολυτεχνείο συνεδρίασε η Εργατική Συνέλευση. Όμως ανάμεσα στους εργάτες και τη Συντονιστική Επιτροπή των φοιτητών δεν υπήρχε συμφωνία. Οι φοιτητές λογόκριναν τις προκηρύξεις της εργατικής συνέλευσης ή δεν τις τύπωναν καθόλου όπως έγινε με τις δύο πρώτες διακηρύξεις.
Παρασκευή 16 Νοέμβρη
Από την Πέμπτη και μετά, τα γεγονότα δεν μπορούσαν πια να θεωρηθούν φοιτητικά. Το κατέβασμα πλήθους κόσμου στους δρόμους, τα μηνύματα συμπαράστασης από διάφορους χώρους, η υποστήριξη του κόσμου στους αγωνιζόμενους, το ότι χτυπούσαν ασταμάτητα οι καμπάνες στις εκκλησίες των συνοικιών, ο ερχομός των αγροτών από τα Μέγαρα όπου γινόταν αγώνας ενάντια στις απαλλοτριώσεις της γης τους από τη χούντα, οι εργατικές συνελεύσεις, έδειχναν ότι η κινητοποίηση αφορούσε πλέον όλο το λαό.
Όλη τη μέρα γινόταν έλεγχος στις ταυτότητες αυτών που έμπαιναν, μέχρι το απόγευμα, όπου η μαζική είσοδος κόσμου στο χτίριο έκανε αδύνατο ένα τέτοιον έλεγχο. Γύρω στα μεσάνυχτα παρέμεναν μέσα στο χτίριο γύρω στις 4.000 κόσμου και απ’ έξω διάφορες ομάδες που διαδήλωναν.
Στις 2 έκλεισαν οι πόρτες του Πολυτεχνείου, ενώ εξακολουθούσε να υπάρχει ακόμα λίγος κόσμος απέξω. Γίνονταν προμήθειες σε τρόφιμα και άλλα είδη. Στις 3 άρχισαν οι Συνελεύσεις κατά σχολές.
Από το πρωί χιλιάδες άνθρωποι είχαν συγκεντρωθεί γύρω από το Πολυτεχνείο. Δίπλα στο Ραδιοφωνικό σταθμό του Πολυτεχνείου λειτουργούσαν και 4 ερασιτεχνικοί σταθμοί, ο ΡΣΟ, ο ΡΣ Κολλιάτσου, ο ΡΣ Φυχικού και ο Πρώτος Βοηθητικός.
Πολλά Γυμνάσια έμειναν άδεια, ενώ οι μαθητές κατέβηκαν στον χώρο του Πολυτεχνείου. Ο κόσμος ολοένα πλήθαινε. Στις 10 το πρωί έγινε η οργανωμένη και με πανό είσοδος οικοδόμων στο κτίριο. Μαζί με τους οικοδόμους μπήκαν και πολλοί μαθητές.
Από τον Ραδιοφωνικό Σταθμό του Πολυτεχνείου καλούσαν και πάλι το λαό σε «ΓΕΝΙΚΗ ΑΠΕΡΓΙΑ» ενώ για τις 3:30 κλήθηκαν οι δημοσιογράφοι για συνέντευξη Τύπου από τη Συντονιστική Επιτροπή.
Στις 3:30 έφτασαν 25 δημοσιογράφοι ελληνικών εφημερίδων και ανταποκριτές ξένων πρακτορείων. Στους φωτογράφους δεν επετράπη να πάρουν φωτογραφίες στη διάρκεια της συνέντευξης αλλά και μετά το τέλος της, για να μην πληροφορηθούν οι αρχές τα πρόσωπα που συντονίζουν τον αγώνα. Στη συνέντευξη διαβάστηκε μόνο μια ανακοίνωση.
Μέσα στο Πολυτεχνείο είχαν τοποθετηθεί άτομα με καθρέφτες, για να εμποδίσουν τη λήψη φωτογραφιών από συνεργεία της Ασφάλειας, που είχαν εγκατασταθεί στα γύρω κτίρια.
Το πλήθος έξω από το Πολυτεχνείο πύκνωνε συνέχεια και το μεσημέρι όλοι οι δρόμοι γύρω από το Πολυτεχνείο, είχαν καταληφθεί από πλήθη κόσμου.
Από το πρωί είχε διακοπεί η κυκλοφορία και πραγματοποιούνταν διαδηλώσεις.
Στις 4:30 το απόγευμα έγινε στην αίθουσα που συνεδρίαζαν οι εργάτες, η πρώτη μαθητική συνέλευση, κατά την οποία αποφασίστηκε το κατέβασμα όλων των Γυμνασίων σε γενική απεργία για την επόμενη μέρα.
Από νωρίς το απόγευμα η κυκλοφορία από τα βόρεια προάστια προς το κέντρο γινόταν με δυσκολία, ενώ από το ύψος των Αμπελοκήπων ήταν σχεδόν αδύνατη.
Στις 4:30 το απόγευμα είχαν πλέον αρχίσει οι συγκρούσεις. Στις 7, άφθονα δακρυγόνα και καπνογόνα έπεφταν πια στο κέντρο της Αθήνας. Πολλά άτομα τραυματίστηκαν και οι διαδηλωτές μετέφεραν τους τραυματίες στο Πολυτεχνείο.
Μέσω του Ραδιοσταθμού γίνονταν εκκλήσεις για φάρμακα, ιατρικά εργαλεία, γιατρούς και ασθενοφόρα.
Στις 8, άρχισε η χρήση των δακρυγόνων. Ο σταθμός Α’ Βοηθειών ήταν γεμάτος από τραυματίες.
Στις 9, οι διαδηλωτές έστησαν οδοφράγματα σε διάφορα σημεία κοντά στο Πολυτεχνείο, χρησιμοποιώντας αυτοκίνητα, τρόλεϊ, λεωφορεία, διάφορα αντικείμενα, ενώ διαδηλωτές επιτέθηκαν στη Νομαρχία Αττικής στην Αιόλου, την οποία και κατέλαβαν. Ορισμένοι διαδηλωτές πολιόρκησαν ακόμα τα Υπουργεία Παιδείας, Γεωργίας, Δικαιοσύνης, Κοινωνικών Υπηρεσιών και Δημοσίων Έργων.
Στις 9:30, με απόφαση της Αστυνομίας απαγορεύτηκε η κυκλοφορία στο κέντρο της πόλης μέχρι νεωτέρας διαταγής. Το τεράστιο οδόφραγμα που είχε στηθεί στην οδό Σολωμού και Πατησίων δυσκόλευε την προέλαση και των αστυνομικών.
Η αστυνομία χρησιμοποιούσε δακρυγόνα εναντίον του πλήθους, το οποίο υποχώρησε προσωρινά.
Στις 10:15 τεθωρακισμένα της Αστυνομίας με ορμητήριο το χώρο έξω από το Πολυτεχνείο, επιτέθηκαν στην πλατεία της Λεωφόρου Αλεξάνδρας ρίχνοντας δακρυγόνα στους διαδηλωτές, που στο μεταξύ είχαν ανασυντάξει τις δυνάμεις τους και έτρεχαν προς το Πολυτεχνείο. Οι επιθέσεις συνεχίστηκαν μέχρι τις 11, όπου στην 3η κατά σειρά έφοδο οι διαδηλωτές έφτασαν στις εσωτερικές σκάλες του κτιρίου. Στις διάφορες συγκρούσεις οι διαδηλωτές άρχισαν να χρησιμοποιούν σποραδικά βόμβες μολότοφ.
Στις 10:30 έπεσαν δακρυγόνα από την αστυνομία μέσα στο Πολυτεχνείο. Νοσοκομειακά αυτοκίνητα γεμάτα αστυνομικούς περνούσαν τα οδοφράγματα και έριχναν δακρυγόνα στο Πολυτεχνείο και στους γύρω χώρους.
Το Πολυτεχνείο δεχόταν συνέχεια τραυματίες και νεκρούς, ενώ ασθενοφόρα του Ερυθρού Σταυρού έμπαιναν στο χώρο του Πολυτεχνείου για να παραλάβουν τραυματίες.
Ο Ραδιοσταθμός καλούσε συνεχώς το λαό σε συμπαράσταση. Αργά τη νύχτα, οι πυροβολισμοί γύρω από το Πολυτεχνείο συνεχίζονταν. Με ιδιωτικά αυτοκίνητα μεταφέρονταν τραυματίες και φαρμακευτικό υλικό.
Από την αστυνομία ανακοινώθηκε ότι γύρω στα μεσάνυχτα οι διαδηλωτές επιχείρησαν να κόψουν στα κτίρια των Υπουργείων Δικαιοσύνης, Δημοσίας Τάξεως και Κοινωνικών Υπηρεσιών.
Γύρω στις 12 τα μεσάνυχτα, ξεκίνησε από τη Λεωφόρο Αλεξάνδρας διαδήλωση χιλιάδων ατόμων, που συγκρούστηκαν με τους αστυνομικούς.
Σάββατο 17 Νοέμβρη
Λίγο μετά τα μεσάνυχτα, από τους στρατώνες στο Γουδί και του Διόνυσου ξεκίνησαν οι πρώτες φάλαγγες αρμάτων με κατεύθυνση τον χώρο των συγκρούσεων, ενώ 15 λεπτά μετά, τα πρώτα τανκς έκαναν την εμφάνισή τους στον κόμβο των Αμπελοκήπων.
Το κέντρο της Αθήνας, με άξονα το Πολυτεχνείο, είχε μετατραπεί σε πεδίο μάχης. Τα τανκς κινούνταν άλλα προς τη λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας και άλλα προς την Πανεπιστημίου.
Λίγο πριν τη 1, τα τανκς μπήκαν στην οδό Πατησίων. Τεθωρακισμένα, στρατιώτες και αστυνομικοί έκαναν κινήσεις γύρω από το Πολυτεχνείο.
Λίγο μετά τη 1, με την εμφάνιση των αρμάτων οι διαδηλωτές άρχισαν να υποχωρούν. Αρκετοί βρήκαν καταφύγιο σε πολυκατοικίες, οι πόρτες των οποίων είχαν αφεθεί επίτηδες ανοιχτές. Από τα μεγάφωνα μεταδιδόταν, πως όσοι ήθελαν ν’ αποχωρήσουν, μπορούσαν να φύγουν, προτού οι πόρτες κλείσουν οριστικά.
Μισή ώρα περίπου μετά τη 1, οι διαδηλωτές έξω από το Πολυτεχνείο παρέμεναν ακόμα. Ελεύθεροι σκοπευτές κατέλαβαν θέσεις στα γύρω από το Πολυτεχνείο κτίρια. Στους γύρω δρόμους οι συγκρούσεις συνεχίζονταν με ένταση. Ο Ραδιοφωνικός Σταθμός του Πολυτεχνείου εξακολουθούσε να μεταδίδει προς τους στρατιώτες: «Είμαστε άοπλοι, θα σας υποδεχτούμε με χειροκροτήματα». Τα άρματα είχαν σταματήσει στις δύο γωνίες Πατησίων – Αβέρωφ και Πατησίων – Στουρνάρα, ενώ στη γωνία Πατησίων και Στουρνάρα αστυνομικοί περίμεναν.
Στη 1:50 μετά τα μεσάνυχτα, ο Ραδιοφωνικός Σταθμός του Πολυτεχνείου διέκοψε προσωρινά, ενώ στη 1:59 ξανάρχισε να λειτουργεί. Τα άρματα Μ 48 και Μ 113 έστρεψαν τα κανόνια τους κατά των κλεισμένων στο Πολυτεχνείο, ενώ με τους προβολείς φώτιζαν τα παράθυρα του κτιρίου. Τρία άρματα προχώρησαν από την Αβέρωφ και σταμάτησαν στην πόρτα του Πολυτεχνείου επί της Πατησίων.
Ο χώρος απέναντι από την κεντρική είσοδο του Πολυτεχνείου γέμισε από αστυνομικούς, ενώ κάποια προσπάθεια συνεννόησης ανάμεσα στους επικεφαλής των αρμάτων και των κλεισμένων στο χτίριο άρχισε να φαίνεται.
Λίγο πριν τις 3, οι δυνάμεις του στρατού και της αστυνομίας είχαν συνταχθεί σε θέση μάχης έξω από το Πολυτεχνείο. Άρχισαν οι διαπραγματεύσεις με τους κλεισμένους μέσα στο κτίριο, ενώ στην είσοδο, παρατάσσονταν και άλλα τανκς.
Ο Ραδιοσταθμός του Πολυτεχνείου είχε και πάλι διακόψει τη μετάδοση του. Στις 2:59 τρία τανκς εφόρμησαν προς το Πολυτεχνείο. Ενώ οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονταν, ένα ΑΜΧ 30 που βρισκόταν απέναντι από την κεντρική πύλη, οπισθοχώρησε λίγο και μετά έπεσε με ορμή πάνω της. Η πύλη γκρεμίστηκε και πολλά κορμιά πλακώθηκαν.
Μετά την είσοδο του τανκ αστυνομικοί και άνδρες των ΛΟΚ μπήκαν στο Πολυτεχνείο, ενώ όσοι βρίσκονταν στην πύλη και δεν χτυπήθηκαν υποχώρησαν στο εσωτερικό.
Μέσα στο προαύλιο γίνονταν συγκρούσεις ανάμεσα σε αστυνομικούς και αυτούς που βρίσκονταν μέσα.
Οι εξεγερμένοι συντάχθηκαν σε φάλαγγες με τα χέρια ψηλά και με τη συνοδεία ΛΟΚ βγήκαν έξω. Οι συγκρούσεις συνεχίζονταν από κτίριο σε κτίριο. Σύμφωνα με μαρτυρίες, περίπου 35 λεπτά μετά τις 3, το Πολυτεχνείο είχε αδειάσει και ασθενοφόρα άρχισαν να απομακρύνουν από το κτίριο τραυματίες και νεκρούς. Οι πυροβολισμοί και οι συγκρούσεις συνεχίζονταν ωστόσο στους γύρω από το Πολυτεχνείο δρόμους.
Στις 5, τα τανκς αποχώρησαν από το χώρο του Πολυτεχνείου και κατευθύνθηκαν προς το Πεδίον του Άρεως. Τανκς και στρατός περικύκλωσαν το κτίριο της Πολυτεχνικής Σχολής Θεσσαλονίκης, που είχε καταληφθεί.
Στις 6, εκκενώθηκε η Πολυτεχνική Θεσσαλονίκης ενώ στους εξερχόμενους γίνονταν συλλήψεις, ξυλοδαρμοί και έλεγχος στοιχείων. Η Αθήνα έμοιαζε με βομβαρδισμένη πόλη. Στα Χαυτεία, Ομόνοια, Πανεπιστημίου, Κλαυθμώνος και σε δεκάδες δρόμους υπήρχαν ίχνη από οδοφράγματα, φωτιές, κατεστραμμένα αντικείμενα και αίματα. Όλα τα δημόσια κτίρια ήταν κυκλωμένα από ισχυρές δυνάμεις αστυνομικών.
Στις 7 το πρωί, ο κόσμος διώχθηκε από τα πεζοδρόμια απέναντι από το Πολυτεχνείο. Στις 7:30 άρχισαν και πάλι οι διαδηλώσεις στους δρόμους.
Λίγο αργότερα, διαδηλωτές επιχείρησαν να καταλάβουν το Υπουργείο Κοινωνικών Υπηρεσιών στην οδό Αριστοτέλους. Έγιναν συγκρούσεις με δυνάμεις αστυνομικών και τανκς που κατέφτασαν και οι διαδηλωτές υποχώρησαν. Στις 11 κηρύχθηκε Στρατιωτικός Νόμος, ωστόσο οι διαδηλώσεις και οι συγκρούσεις συνεχίστηκαν μέχρι το βράδυ.
Η επόμενη μέρα…
…Συνεχίστηκαν οι συγκρούσεις διαδηλωτών και αστυνομίας στο κέντρο της Αθήνας.
Την επόμενη μέρα, Κυριακή 18 Νοέμβρη, οι εφημερίδες έγραφαν..
«ΤΟ ΒΗΜΑ»
Η εφημερίδα κυκλοφόρησε με τίτλο «Νεκροί και Τραυματίες στο Κέντρο των Αθηνών». Ενδιαφέρον έχει το «Δίδαγμα» της εφημερίδας στην πρώτη σελίδα, το οποίο ανέφερε μεταξύ άλλων:
«Από την όλη μέχρι τώρα στάση του ελληνικού λαού και από την διαδρομή των τελευταίων εξήμισυ ετών, μέχρι και των γεγονότων των ημερών αυτών, θα έπρεπε να είχε ήδη πεισθεί η σημερινή Κυβέρνηση πως μοναδική διέξοδον αποτελεί η πραγματική αποκατάσταση της ανόθευτης λαϊκής κυριαρχίας. Στις κρίσιμες αυτές ώρες, υποδηλώνεται πόσον ασύμφορη είναι η εμμονή σε αυταρχικά καθεστώτα. Ο ελληνικός λαός στο σύνολό του, καθώς και οι πραγματικοί του φίλοι στην Ευρώπη, επιθυμούν την πολιτική γαλήνη για τον τόπο μας. Όχι όμως με μιαν επιβεβλημένη αποτελμάτωση που προκαλεί περιοδικά επικίνδυνες εκρήξεις δυσφορίας, αλλά δημοκρατικήν ομαλότητα που θα ετερμάτιζε μιαν αποδεδειγμένα μη βιώσιμη κατάσταση».
Στις εσωτερικές σελίδες η εφημερίδα έδινε επίσης το χρονικό των τραγικών γεγονότων, τους νεκρούς, τους τραυματίες ενώ συνέχιζε το εκτενές ρεπορτάζ της από τη Θεσσαλονίκη και την Πάτρα.
«ΤΑ ΝΕΑ»
Η εφημερίδα κυκλοφόρησε με τίτλο «Εξεκενώθη το Πολυτεχνείο, Επενέβησαν Άρματα Μάχης». Η εφημερίδα έγραφε ακόμα : «θεωρείται πολύ πιθανή αιφνίδια επιστροφή Καραμανλή».
Ακόμα, αναφέρονταν τα ονόματα των νεκρών και ο αριθμός των τραυματιών και των συλληφθέντων, ενώ στην πρώτη σελίδα παρέθετε τις «Δηλώσεις των πολιτικών και της Κυβέρνησης».
«ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ»
Η εφημερίδα κυκλοφόρησε την 17η Νοεμβρίου με τίτλο «3 μετά τα μεσάνυχτα – Τα τανκς κατέστειλαν την εξέγερσι».
Στο χρονικό της ανέφερε : «Η τριήμερη φοιτητική εξέγερσις, που άρχισε το μεσημέρι της παρελθούσης Τρίτης με επίκεντρο το Πολυτεχνείο κατεστάλη σήμερα τα ξημερώματα από τα τανκς που άρχισαν να κατεβαίνουν στο κέντρο της Αθήνας, στις 2 μετά τα μεσάνυχτα και αφού είχαν προηγηθεί σκληρές ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ αστυνομίας και φοιτητών σε μεγάλη έκτασι στο κέντρο των Αθηνών, με αποτέλεσμα κατά πρωινές πληροφορίες, τέσσερις νεκρούς και δεκάδες τραυματίες».
Στις εσωτερικές σελίδες περιελάμβανε ρεπορτάζ από το χρονικό των μαχών και την έφοδο των τανκς και παρουσίαζε τα γεγονότα της Θεσσαλονίκης και της Πάτρας.
«Η ΒΡΑΔΥΝΗ»
Η Βραδυνή κυκλοφόρησε με τίτλο: «Άρματα Μάχης Έζωσαν Την Αθήνα». «Αίμα Έρρευσε. Νεκροί και τραυματίαι κατά τας συγκρούσεις μεταξύ διαδηλωτών – Αστυνομίας».
Το χρονικό της εφημερίδας ανέφερε : «Την 3.30 πρωϊνήν εξεκένωσαν το Πολυτεχνείον. Τα τανκς ενεφανίσθησαν και πάλιν από του μεσονυκτίου εις την πρωτεύουσαν δια να προσδώσουν απολύτως δραματικήν μορφήν εις τας φοιτητικάς εκδηλώσεις, αι οποίαι εσημειώθησαν κατά το τελευταίον τετραήμερον εις Αθήνας, με τον αιματηρόν επίλογον.
Ολίγας ώρας ενωρίτερον, το αίμα έρρευσεν εις κεντρικάς περιοχας των Αθηνών, κατόπιν των αλλεπαλλήλων διαδηλώσεων και των συγκρούσεων αι οποίαι ηκολούθησαν μετά την δυναμικήν επέμβασιν της Αστυνομίας.
Υπολογίζονται εις 4 οι νεκροί των χθεσινών αιματηρών συγκρούσεων και εις εκατοντάδας οι τραυματίαι».
Σε άλλο άρθρο της η εφημερίδα παρουσίαζε την «εικόνα καταστροφής» που εμφάνιζε το κέντρο της Αθήνας το προηγούμενο βράδυ ενώ φιλοξενούσε και δηλώσεις των πολιτικών και της «κυβέρνησης». Η δικτατορία δήλωνε 34 νεκρούς και 840 συλλήψεις. Με τη μεταπολίτευση δηλώθηκαν άλλες 21 τουλάχιστον περιπτώσεις θανάσιμου τραυματισμού και τουλάχιστον 2.400 συλλήψεις.
Κυριακή 25 Νοέμβρη 1973
Στρατιωτικό πραξικόπημα ανέτρεψε τον Παπαδόπουλο και την κυβέρνηση Μαρκεζίνη. Ο νέος Πρόεδρος της Δημοκρατίας, στρατηγός Φαίδων Γκιζίκης, όρκισε κυβέρνηση, με πρωθυπουργό τον Ανδρουτσόπουλο.
Η προετοιμασία της εξέγερσης
1967 – 1972
Η επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας βρήκε το λαϊκό κίνημα απροετοίμαστο να την αντιμετωπίσει. Αυτό που κυριάρχησε ωστόσο, σ’ αυτό το διάστημα ήταν η λειτουργία της παρέας, κάτω από καθεστώς παράνομης δραστηριότητας, προχειρότητας και ενθουσιασμού, μέσα σε διάφορους χώρους, όπως στις σχολές και τα Πανεπιστήμια, από όπου προέκυψαν οι ομάδες που ενίσχυσαν το κίνημα.
Το φοιτητικό κίνημα
Κατά τη διάρκεια του 1972, και ιδιαίτερα κατά τους 7 τελευταίους μήνες, έγιναν πολλές φοιτητικές αποχές και κινητοποιήσεις, πολλές από τις οποίες κατέληξαν σε δίκες φοιτητών.
Οι σημαντικότερες στιγμές του φοιτητικού κινήματος, που αποτέλεσε την αφετηρία της λαϊκής εξέγερσης της 17ης Νοεμβρίου του 1973, είναι, ίσως, η κατάληψη της Νομικής Σχολής Αθηνών, το Φεβρουάριο του 1973 και η διαδήλωση της 4ης Απριλίου του ίδιου χρόνου.
Η κατάληψη της Νομικής – 21 και 22 Φεβρουαρίου 1973
Σύμφωνα με την εφημερίδα «Τα Νέα» της 21/2/1973, το πρωί της ίδιας ημέρας, πραγματοποιήθηκε συγκέντρωση των φοιτητών της Φυσικομαθηματικής στο χώρο του Χημείου. Από τους παρόντες, εξελέγη επιτροπή, προκειμένου να μεταβεί στον πρύτανη και να ζητήσει τη χορήγηση αίθουσας για τη σύγκληση Γενική Συνέλευσης.
Ο πρύτανης, υποστηρίζοντας πως δεν ήταν αρμόδιος να παραχωρήσει αίθουσα, χορήγησε άδεια για τη σύγκληση της Συνέλευσης στα κτίρια της Πανεπιστημιούπολης.
Οι φοιτητές που βρίσκονταν μέσα στο κτίριο της Νομικής, δεν επέτρεπαν την είσοδο στο κτίριο της οδού Σόλωνος παρά μονάχα σε όσους έδειχναν ταυτότητα.
Κατά τις 2 το μεσημέρι, από την ταράτσα του κτιρίου, έδωσαν όρκο, τον οποίο επανέλαβαν και όσοι βρίσκονταν στις σκάλες και τους κάτω ορόφους.
Στον όρκο αναφερόταν : «Εμείς οι φοιτητές των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων ορκιζόμαστε στ’ όνομα της ελευθερίας να αγωνισθούμε μέχρι τέλους για την κατοχύρωση των ακαδημαϊκών ελευθεριών, του πανεπιστημιακού ασύλου, της ανακλήσεως όλων των καταπιεστικών νόμων και διαταγμάτων. Ορκιζόμαστε αλληλεγγύη σ’ όλο το φοιτητικό κόσμο της Ελλάδας που βασανίζεται. Η βία και η τρομοκρατία δεν θα περάσουν. Ζήτω ο αδούλωτος φοιτητικός κόσμος της Ελλάδας».
Ακόμα, ζητούσαν την ανάκληση του διατάγματος για την στράτευση των φοιτητών που απέχουν από τα μαθήματα τους και την επιστροφή των συναδέλφων τους που έχουν ήδη στρατευθεί.
Αργότερα κι ενώ έπεφτε το σκοτάδι, ομάδες ατόμων εγκαταστάθηκαν στο προαύλιο της Νομικής Σχολής και στο απέναντι πεζοδρόμιο ομάδες ατόμων με πολιτική περιβολή. Στην Ακαδημίας και ενώ έχει ήδη πραγματοποιηθεί η εκκένωση των αυτοκινήτων από όλους τους γύρω δρόμους μέχρι της Βασιλίσσης Σοφίας, συγκεντρωμένοι άναψαν κεριά και έμειναν εκεί μέχρι το επόμενο πρωί.
Το επόμενο πρωί, οι κλεισμένοι στο κτίριο της Νομικής, βρέθηκαν στην ταράτσα, φωνάζοντας συνθήματα προς το συγκεντρωμένο κόσμο.
Στη 1:30 το μεσημέρι της 22ας Φεβρουαρίου, εκπρόσωποι της Επιτροπής, συναντήθηκαν με τον πρύτανη. Κατά τη συνάντηση, συμφωνήθηκε δεκαήμερη ανακωχή και αποχώρηση των έγκλειστων από τη Νομική με αντάλλαγμα την ασφαλή έξοδο, για να του δοθεί η δυνατότητα διαπραγμάτευσης με τις Αρχές, για την ανάκληση του διατάγματος για τη στράτευση.
Τελικά οι φοιτητές αποχώρησαν από το χτίριο και στη συνέχεια μαζί με τις χιλιάδες κόσμου που είχαν συγκεντρωθεί, συγκροτήθηκε μία πρωτοφανής σε μαζικότητα διαδήλωση στο κέντρο της Αθήνας. Ακολούθησαν συγκρούσεις με την αστυνομία, κατά τις οποίες τραυματίστηκαν δεκάδες άτομα.
Τα γεγονότα πριν τη διαδήλωση της 4ης Νοεμβρίου
Την Πέμπτη (01/11) ο τότε Υπουργός Παιδείας ανακοίνωσε πως η κυβέρνηση θα εξασφάλιζε τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να γίνουν αδιάβλητες φοιτητικές εκλογές. Ταυτόχρονα ξαναέδωσε το δικαίωμα αναβολής από το στρατό σ’ όλους τους φοιτητές που είχαν στρατευτεί γιατί συμμετείχαν στις φοιτητικές κινητοποιήσεις.
Οι φοιτητές, που δέχονται σαν νίκη τους αυτά τα μέτρα, επέμεναν ωστόσο στα παλιότερα αιτήματα τους για αύξηση των δαπανών για την παιδεία, καθιέρωση της δημοτικής, δωδεκάμηνη θητεία για όλους τους Έλληνες και κατάργηση του σπουδαστικού της Ασφάλειας.
Το Σάββατο (03/11) αναγγέλθηκε το μνημόσυνο του Γ. Παπανδρέου για την Κυριακή (04/11), οπότε και πραγματοποιήθηκε. Μετά την τέλεση του μνημόσυνου, ακολούθησαν αιματηρά επεισόδια, με δεκάδες τραυματίες και συλλήψεις πολιτών.
Ισχυρές δυνάμεις των αστυνομικών προσπάθησαν να συγκρατήσουν τα περίπου 5.000 άτομα που είχαν πάει στο μνημόσυνο και στη συνέχεια θέλησαν να κατευθυνθούν στο μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη.
Ακολούθησαν σφοδροί λιθοβολισμοί και οδοφράγματα από τη μεριά των πολιτών και πυροβολισμοί στον αέρα από τους αστυνομικούς. Ομάδες διαδηλωτών καταδίωκαν ομάδες αστυνομικών με ξύλα και βροχή από πέτρες, ενώ τα επεισόδια τελείωσαν με τη διάλυση μικροομάδων στην Πατησίων, κοντά στο Πολυτεχνείο.
Το ίδιο βράδυ το ΒΒC μετέδιδε :
«Οι ελπίδες του ελληνικού καθεστώτος περί ειρηνικής μεταβάσεως προς την κοινοβουλευτικήν Δημοκρατία υπέστησαν σήμερα σοβαρό πλήγμα όταν ξέσπασαν άγριες μάχες μεταξύ της αστυνομίας και ορισμένων διαδηλωτών. Η πρώτη κρίσιμη δοκιμασία για την κυβέρνηση του κ. Μαρκεζίνη έδειξε στην πραγματικότητα ότι είναι μικρότερες από ποτέ άλλοτε οι πιθανότητες συμβιβασμού μεταξύ αυτού και των αντιπάλων του».
Τις επόμενες ημέρες, η Γενική Γραμματεία Τύπου και Πληροφοριών, χαρακτήρισε τα γεγονότα ως «αναρχικές εκδηλώσεις».
Το μνημόσυνο του Γ. Παπανδρέου όμως και τα επεισόδια που ακολούθηασαν μεταξύ αστυνομικών δυνάμεων και πολιτών, αποτέλεσε την αφορμή για να εκδηλώσει ο λαός έμπρακτα την μέχρι τότε καταπίεσή του, αποτέλεσε ένδειξη του τί θα ακολουθούσε και πράγματι ακολούθησε λίγες ημέρες μετά.



πηγη https://blogs.sch.gr/vasilopoulos/2011/01/31/%CE%BA%CE%B5%CE%B9%CE%BC%CE%B5%CE%BD%CE%B1-%CF%83%CF%87%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CE%BA%CE%B7%CF%83-%CE%B3%CE%B9%CE%BF%CF%81%CF%84%CE%B7%CF%83-17%CE%B7%CF%82-%CE%BD%CE%BF%CE%B5%CE%BC%CE%B2%CF%81%CE%B9%CE%BF/


ΚΕΙΜΕΝΑ ΣΧΟΛΙΚΗΣ ΓΙΟΡΤΗΣ 17ης ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Πριν λίγες μέρες, την 28η Οκτωβρίου, γιορτάσαμε το μεγάλο ΟΧΙ του ελληνικού λαού στους Ιταλούς κ γερμανούς εισβολείς και τιμήσαμε όλους εκείνους που έχυσαν το αίμα τους για την ελευθερία της πατρίδας.
Σήμερα ήρθε η ώρα να γιορτάσουμε ένα άλλο μεγάλο όχι.
Είναι το όχι του πολυτεχνείου.
Το όχι των ελλήνων φοιτητών απέναντι στην έλλειψη ελευθερίας κ δημοκρατίας, εξαιτίας της 7χρονης τυραννίας της χούντας των συνταγματαρχών.
Θα παρακολουθήσουμε στη συνέχεια το χρονικό του πολυτεχνείου αλλά και βασικά γεγονότα άμεσα συνδεδεμένα, που συνέβησαν πριν και μετά την ηρωική ημέρα της 17ηςΝοεμβρίου του 1973, μια μέρα που μας θυμίζει ότι η απόκτηση κάποιων αγαθών χρειάζεται αγώνες και θυσίες.
Το ενωτικό πνεύμα και οι στόχοι του αγώνα των φοιτητών αγκαλιάζουν και θα αγκαλιάζουν ζωντανά τις καρδιές μας. Υπήρχε ηρωισμός, αυτοθυσία, ιδανικά, πράγματα απαραίτητα σε κάθε νέο που θέλει να αντισταθεί στην υποχώρηση, την αδιαφορία, το συμβιβασμό, την εκμετάλλευση.
Για να τιμήσουμε λοιπόν αυτό το πνεύμα, συγκεντρωθήκαμε εδώ. Με όσα θα παρακολουθήσουμε στη συνέχεια, θα προσπαθήσουμε με τη μνήμη μας να ζήσουμε και εμείς από κοντά, όσα συνέβησαν εκείνη την περίοδο και σημάδεψαν την ιστορία του τόπου μας.
Η σημερινή εκδήλωση περιλαμβάνει το χρονικό των ημερών, με αφήγηση και προβολή ντοκουμέντων, ποιήματα και μουσική.
Θα σας παρακαλούσα να παρακολουθήσουμε με ησυχία τη γιορτή όπως αρμόζει στην περίσταση.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 1
Τα ξημερώματα της 21ης Απριλίου του 1967 , μια ομάδα στρατιωτικών, εκμεταλλευόμενοι την πολιτική κρίση που επικρατούσε εκείνη την εποχή στην χώρα μας, πήραν την εξουσία στα χέρια τους.
Κατήργησαν τη νόμιμη κυβέρνηση της χώρας, κατήργησαν τις συνταγματικές ελευθερίες, ακύρωσαν τα βασικά άρθρα του συντάγματος, έβαλαν λογοκρισία στις εφημερίδες.
‘Έκαναν μαζικές συλλήψεις και εκτοπίσεις, εγκατέστησαν και διατήρησαν ολόκληρα στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Λέρο, στη Γυάρο και αλλού, έκαναν διώξεις, δίκες και βασανιστήρια σε όσους εκδήλωναν αντίθεση στο τυραννικό καθεστώς.
Και ενώ ο προδομένος μας λαός, με κομμένη την ανάσα, περνούσε στιγμές απερίγραπτης αγωνίας , στην παρέα των συνωμοτών έτρεχαν άνθρωποι αναξιοπρεπείς και καιροσκόποι.
Με την παγερή και παθητική στάση του ,αλλά και με τη συγκρότηση αντιστασιακών οργανώσεων, με την περιφρόνηση των καταδικαστικών αποφάσεων των στρατοδικείων, με συνεχείς διαμαρτυρίες και εκκλήσεις βοήθειας στους φιλελεύθερους λαούς της γης και τέλος με μια ατελείωτη σειρά αγωνιστικών πράξεων , που συνεχίστηκαν ασταμάτητα στα επτά χρόνια της τυραννίας της χούντας , υπέσκαψε και διέβρωσε τα θεμέλια του δικτατορικού καθεστώτος, το ξεγύμνωσε από κάθε αληθοφανή δικαιολογία και το παρέδωσε στο χλευασμό όλων των φιλελεύθερων λαών του κόσμου.
Σε κάθε αίτημα του λαού για πραγματική αναγνώριση των στοιχειωδών του δικαιωμάτων και χαλάρωση των μέτρων αστυνόμευσης, ο σκληρός δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος δήλωνε με προκλητική αλαζονεία και κομπασμό:
» Αποφασίζομεν και διατάσσομεν!!»
Αυτή ήταν η αποτρόπαιη εικόνα της τυραννίας του καθεστώτος της χούντας.
‘Όμως ο αδούλωτος Ελληνικός λαός δεν υπέκυπτε!!
Με την παγερή και παθητική στάση του ,αλλά και με τη συγκρότηση αντιστασιακών οργανώσεων, με την περιφρόνηση των καταδικαστικών αποφάσεων των στρατοδικείων, με συνεχείς διαμαρτυρίες και εκκλήσεις βοήθειας στους φιλελεύθερους λαούς της γης και τέλος με μια ατελείωτη σειρά αγωνιστικών πράξεων , που συνεχίστηκαν ασταμάτητα στα επτά χρόνια της τυραννίας της χούντας , υπέσκαψε και διέβρωσε τα θεμέλια του δικτατορικού καθεστώτος, το ξεγύμνωσε από κάθε αληθοφανή δικαιολογία και το παρέδωσε στο χλευασμό όλων των φιλελεύθερων λαών του κόσμου.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 2

Το χρονικό της εξέγερσης ξεκίνησε στις 23 Φεβρουαρίου του 1973, με την πρώτη κατάληψη της νομικής σχολής του πανεπιστημίου Αθηνών. Η κατάληψη αυτή έγινε σε αντίδραση στον νόμο 1374, όπου αναφερόταν στην υποχρεωτική στράτευση των φοιτητών οι οποίοι ανέπτυσσαν συνδικαλιστική δράση κατά τη διάρκεια των σπουδών τους.
Το σημαντικό στοιχείο της κατάληψης αυτής ήταν ότι ξεσηκώθηκε για πρώτη φορά και ο κόσμος που βρισκόταν έξω από τον χώρο της Νομικής.
Την επόμενη μέρα και μετά από συμφωνία με την σύγκλητο και την αστυνομία να μην χτυπηθεί η κατάληψη, οι φοιτητές αποχώρησαν από το κτήριο.
Μετά την πρώτη αυτή κατάληψη ακολούθησαν συλλήψεις και βασανισμοί πολλών φοιτητών καθώς και απαγόρευση να δημοσιεύονται στις εφημερίδες άρθρα που αφορούσαν το φοιτητικό κίνημα.
Στις 20 του Μάρτη του 1973, ένα περίπου μήνα μετά την πρώτη κατάληψη, πραγματοποιείται η δεύτερη κατάληψη της Νομικής.
Η κατάληξη αυτή ήταν τελείως διαφορετική από την πρώτη. Η αστυνομία παραβίασε το πανεπιστημιακό άσυλο και επενέβη βίαια μέσα στον χώρο της κατάληψης. Πολλοί φοιτητές συνελήφθησαν και ξυλοκοπήθηκαν.
Στις 4 Νοέμβριου 1973 η συγκέντρωση μερικών χιλιάδων πολιτών στο μνημόσυνο του Γεωργίου Παπανδρέου μετεξελίσσεται σε διαδήλωση. Γίνονται βίαιες συγκρούσεις με τις αστυνομικές δυνάμεις, οι οποίες για να αντιμετωπίσουν τις επιθέσεις των διαδηλωτών αναγκάζονται να πυροβολήσουν στον αέρα.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 3
Η εκρηκτική κατάσταση αναζητά σπινθήρα για να εκδηλωθεί, έστω κι αν αυτός καμιά φορά δεν είναι πραγματικός.
Αυτό ακριβώς συνέβη και με την κατάληψη του Πολυτεχνείου.
Ενώ οι φοιτητικές συγκεντρώσεις, την Τετάρτη 14 Νοεμβρίου, εξελίσσονται κανονικά, φτάνει η είδηση στη Νομική ότι στο Πολυτεχνείο συγκρούονται φοιτητές με την Αστυνομία.
Από εκείνη τη στιγμή τα γεγονότα εξελίσσονται ραγδαία.
Η είδηση, που δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα, ευθύς αμέσως αρχίζει να προκαλεί γεγονότα.
Συγκροτείται διαδήλωση προς το Πολυτεχνείο, όπου συγκρούεται με τις αστυνομικές δυνάμεις που το έχουν περικυκλώσει. Οι μισοί περίπου διαδηλωτές καταφέρνουν να μπουν στο προαύλιο του Πολυτεχνείου.
Η ατμόσφαιρα είναι ηλεκτρισμένη!!
Στις συνελεύσεις των σπουδαστών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, που εκείνη την ώρα πραγματοποιούνται, κηρύσσεται αποχή και το απόγευμα γίνεται η πρόταση για κατάληψη του Ιδρύματος.
Μέσα στο Πολυτεχνείο επικρατεί μαχητικό κλίμα με αντιδικτατορικά συνθήματα, το οποίο εκ των πραγμάτων, οδηγεί στην κατάληψη του Πολυτεχνείου.
Οι στόχοι του αγώνα τους καθορίστηκαν σαφέστερα με την παρακάτω ανακοίνωση της συντονιστικής επιτροπής που εκλέχθηκε από τους έγκλειστους φοιτητές.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 4
Οι έγκλειστοι φοιτητές του πολυτεχνείου οργάνωσαν τη ζωή τους ,την άμυνά τους, τη διατροφή τους , τον ύπνο τους, το φαρμακείο, το ιατρείο τους.
Το εορταστικό πνεύμα μέσα στον αγώνα και τον κίνδυνο έδινε έναν καινούργιο τρόπο έκφρασης της πολιτικής.
Όλοι συμμετείχαν και έπαιρναν πρωτοβουλία για να κάνουν κάτι.
«Γίνεται ότι πιο δημοκρατικό μπορεί να γίνει στην πιο δημοκρατική χώρα», δήλωσε ένας καθηγητής του πολυτεχνείου, που επισκέφτηκε τους φοιτητές.
Η τόλμη των φοιτητών έκανε τον ιερό αγώνα τους αντάξια συνέχεια των μακρινών αγώνων του τόπου αυτού, γιατί επρόκειτο για μία μεγάλη στιγμή της ιστορίας.
Υπάρχουν στιγμές στην ιστορία των λαών που καταξιώνουν ολόκληρη την ύπαρξη τους. Μια τέτοια στιγμή ήταν εκείνη του αγώνα των φοιτητών του πολυτεχνείου!
Εδώ η νεολαία μαχόταν όχι για προσωπικά  και ταξικά οφέλη, αλλά για την ελευθερία όλων των ελλήνων.
Μαχόταν για να λυθούν επιτέλους τα βαριά δεσμά της 7ετίας.
Ο ραδιοφωνικός σταθμός του Πολυτεχνείου, ο οποίος από την πρώτη μέρα της λειτουργίας του κατακτά μεγάλη ακροαματικότητα, αποτελεί τη μοναδική πηγή πληροφόρησης για τα όσα συμβαίνουν στις κινητοποιήσεις κατά του στρατιωτικού καθεστώτος.
Τρεις θαρραλέες φωνές συγκλονίζουν τους Αθηναίους εκείνες τις αλησμόνητες μέρες του Νοεμβρίου και προκαλούν ρίγη θαυμασμού για την αποφασιστικότητα αυτών των νέων ανθρώπων.
«ΕΔΩ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ, ΕΔΩ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ!!!
ΣΑΣ ΜΙΛΑ Ο ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ ΤΩΝ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ ΑΓΩΝΙΖΟΜΕΝΩΝ ΦΟΙΤΗΤΩΝ ΤΩΝ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ ΑΓΩΝΙΖΟΜΕΝΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ!!»
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 5
Ο λαός τους ακούει και κατεβαίνει στους δρόμους.
Συνεπαρμένοι οι αθηναίοι από την αγωνιστικότητα των φοιτητών, συμπαρίστανται στον αγώνα των ίδιων των παιδιών τους.
Παιδιά που αψήφησαν τους δικτάτορες και τους υποστηρικτές τους, εντός και εκτός Ελλάδας.
Το Πολυτεχνείο γίνεται σύμβολο και προπύργιο ελευθερίας.
Μαθητές , φοιτητές και απλοί πολίτες κατακλύζουν τους δρόμους.
Μεσημέρι παρασκευής και ένα μεγάλο πλήθος συγκεντρώνεται μέσα και έξω από το πολυτεχνείο.
Κυριαρχούν τα συνθήματα:
«ΚΑΤΩ Η ΧΟΥΝΤΑ»
«ΛΑΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ»
«ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ»
«ΑΠΟΨΕ ΠΕΘΑΙΝΕΙ Ο ΦΑΣΙΣΜΟΣ»
«ΞΗΜΕΡΩΝΕΙ ΛΕΥΤΕΡΙΑ»
και το βασικό αίτημα – σύνθημα: «ΨΩΜΙ, ΠΑΙΔΕΙΑ , ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ»
Το Απόγευμα της παρασκευής -16 Νοεμβρίου 1973 αρχίζουν τα συγκλονιστικά γεγονότα.
Συγκρούσεις στις πλατείες και στους δρόμους με την αστυνομία, οδοφράγματα, δακρυγόνα, καπνογόνα, πυροβολισμοί, αίμα.
Η νύχτα γεμίζει αίμα και φως. Φως αγώνα, φως δικαίου!
Ο ραδιοφωνικός σταθμός των φοιτητών κάνει συνεχείς εκκλήσεις για αποστολή ιατρικών ειδών και φαρμάκων.
Στις 9 το βράδυ πέφτει ο πρώτος νεκρός.
Είναι ο μαθητής Διομήδης Κομνηνός, ένα νέο παιδί περίπου στην ηλικία μας.
Οι φοιτητές ανυποχώρητοι υπερασπίζουν το πολυτεχνείο.
Η νύχτα προχωρεί εφιαλτικά, η ώρα της μεγάλης θυσίας πλησιάζει.
Ακούγονται οι ερπύστριες των τανκς, που κατεβαίνουν από τη λεωφόρο Αλεξάνδρας.
Φτάνουν και κυκλώνουν το πολυτεχνείο.
ΟΙ φοιτητές πάνω στα κάγκελα, αψηφούν τα πυροβόλα που στρέφονται καταπάνω τους ,προβάλλουν τα γυμνά στήθη τους και δείχνουν τα άοπλα χέρια τους.
Το σύνθημα τώρα είναι:
«Είμαστε αδέρφια, δεν θα μας χτυπήσετε, να μη χαθεί αίμα αδελφικό!!»
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 6
17 Νοεμβρίου 1973
Ώρα 2.56 π.μ
Τρία τανκς ορμάνε μαζί.
Το πρώτο, που φαίνεται παράλογα πιο μεγάλο, ρίχνει τη μεγάλη πόρτα με τα κάγκελα.
Οι άνθρωποι πάντα σε τέτοιες στιγμές ή χάνονται ή μένουν και πολτοποιούνται!!
Τα παιδιά τραγουδάνε τον Εθνικό Ύμνο.!!
Στρατιώτες γέμισαν το Πολυτεχνείο. Ένα τάνκ περνάει πάνω από ένα οδόφραγμα που ήταν κάποτε αυτοκίνητο.
Ριπές πολυβόλου.
Χέρια υψωμένα.
Οι φοιτητές βγαίνουν με χέρια και μάτια στον ουρανό, την ψυχή στα δόντια. Βγαίνουν και προχωρούν. Παραδίδονται!!
Τι σημασία έχει πια αν θα είναι τώρα ή αύριο;
Σειρήνες εκκωφαντικές!!
Μάχες στους δρόμους!!
Κόλαση!!
Οι άνθρωποι στα γύρω σπίτια φοβούνται πολύ!!
Είναι άνθρωποι που είχαν πιστέψει πως η φωνή των παιδιών που τους μιλούσε εδώ και τρεις μέρες συνέχεια δε θα μπορούσε να πάψει.
Είχαν πιστέψει ακόμα και σ’ ένα θαύμα.
Άδικα!!
Γύρω τους τώρα γίνονται μάχες. Άνισες μάχες. Οι μισοί οπλισμένοι!!
Δυνατοί!!
Οι άλλοι μισοί άοπλοι.
Γυμνοί από προσχήματα!!
Μόνοι!
Και φυσικά …χαμένοι!
Η έξοδος γίνεται αργά, αλλά συχνά βίαια. Τραυματίζονται παιδιά. Τραυματίζεται η νύχτα.
Οι πυροβολισμοί πυκνώνουν.
Ζεστός αέρας!! Πανικός!!
Τα τανκς έχουν πιάσει όλο το χώρο μέσα στο Πολυτεχνείο.
Πυκνός αέρας. Δεν υπάρχει διαχωριστική γραμμή για να ξεχωρίσεις τα βαριά σιδερένια οχήματα από τις κινούμενες σκιές.
Είναι όλα μαζί μια μάζα.
Ο κλειστός χώρος των τριών ημερών αδειάζει. Αυτό που απομένει είναι άδειες αίθουσες.
Ρημαγμένα παράθυρα!! Ξεχαρβαλωμένες πόρτες!!
Λέξεις τσακισμένες στους τοίχους.
Σωροί από τρόφιμα πάνω σε πάγκους. Και τραγούδια που αιωρούνται στον αέρα.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 7
Το δικτατορικό καθεστώς συνεχίστηκε για 8 μήνες περίπου, δεδομένου ότι στις 25 Νοεμβρίου ο δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος ανετράπη και περιορίστηκε στο σπίτι του στο λαγονήσι και ανέλαβε ο Δημήτρης Ιωαννίδης, ένας από τους παλιούς συνεργάτες του δικτάτορα.
Η ίδια κατάσταση συνεχίστηκε στο διάστημα αυτό όσον αφορά στο θέμα των διώξεων, φυλακίσεων , εξοριών και βασανισμών.
Η κατάσταση ήταν ακόμη χειρότερη σε θέματα οικονομίας, άμυνας και εξωτερικής πολιτικής.
Οι αδέξιοι χειρισμοί του Ιωαννίδη και των συνεργατών του στο θέμα του κυπριακού, αλλά και η πρόθεσή τους να ανατρέψουν τον αρχιεπίσκοπο μακάριο οδήγησαν στην εθνική τραγωδία της Κύπρου στις 20 Ιουλίου του 1974 με την εισβολή των Τούρκων στο νησί και την κατάληψη του 37% του κυπριακού εδάφους από τις τουρκικές δυνάμεις κατοχής.
Η ανετοιμότητα και η πλημμελής θωράκιση της χώρας στον τομέα της άμυνας κατέδειξε την αποσύνθεση του κράτους σ’ όλους τους τομείς αλλά και την ανικανότητα των συνταγματαρχών να χειριστούν εθνικές κρίσεις και σοβαρές καταστάσεις.
Σε σύσκεψη πολιτικών και στρατιωτικών που πραγματοποιήθηκε στη συνέχεια αποφασίστηκε να παραδοθεί η εξουσία στους πολιτικούς.
Έτσι κλήθηκε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στην Ελλάδα, ο οποίος έφθασε στη χώρα μας στις 24 Ιουλίου του 1974 για να βοηθήσει στην αποκατάσταση της δημοκρατίας στην πατρίδα μας.

πηγη http://anoixtosxoleio.weebly.com/17eta-nuomicron941mubetarhoeta.html#.W9n5S5MzbDc

Picture
17 Νοεμβρίου 1973

ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΟΥ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ

Picture


Πολυτεχνείο, 17 Νοέμβρη 1973


14 Νοέμβρη 1973

Picture
Οι φοιτητές της Αθήνας καταλαμβάνουν το Πολυτεχνείο.
Σύνθημά τους: ΨΩΜΙ- ΠΑΙΔΕΙΑ- ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ- ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ.

Ώρα 7 μ.μ. από 1500 φοιτητές πάρθηκε η απόφαση «να μείνουμε απόψε στο Πολυτεχνείο».
Συγκροτείται Συντονιστική Επιτροπή απ΄ όλες τις σχολές και επιβάλλει έλεγχο σε ανεύθυνα συνθήματα  και μεταδίδει τα δικά της από μεγάφωνα και το μικρό πομπό, αλλά και συγκεντρώνει τρόφιμα, φάρμακα κλπ. Γύρω στο Πολυτεχνείο και χιλιάδες αδούλωτοι Έλληνες τούς συμπαραστέκονται.

15 Νοέμβρη 1973

Picture
Γέμισαν τα κτίρια του Πολυτεχνείου και το προαύλιο από φοιτητές και απέξω δεκάδες χιλιάδες λαού και μαθητών, που έρχονται κατευθείαν από τα σχολεία τους, φέρνοντας στους ελεύθερους και μαχητικούς φοιτητές όλο και περισσότερα τρόφιμα, φάρμακα κλπ.

Εκλέγεται Συντονιστική Επιτροπή που συμμετέχουν και δυο εργάτες, και σε ανακοίνωση της λέει:
η εκδήλωση του Πολυτεχνείου είναι αντιφασιστική και αντιμπεριαλιστική.

Λειτουργεί νέος πομπός, που τώρα ακούγεται σ’ όλη την Αττική. Υπερηφάνεια και συγκίνηση κατέχει όλους τους Έλληνες που τ’ ακούνε:
«Εδώ Πολυτεχνείο! Εδώ Πολυτεχνείο! Σας μιλά ο Ραδιοφωνικός Σταθμός των ελεύθερων  αγωνιζόμενων φοιτητών, των ελεύθερων αγωνιζόμενων Ελλήνων. Κάτω η χούντα, κάτω ο Παπαδόπουλος, έξω οι Αμερικάνοι, κάτω ο φασισμός, η χούντα θα πέσει από το λαό… Λαέ, κατέβα στο πεζοδρόμιο, έλα να μας συμπαρασταθείς, τη λευτεριά σου για να δεις…»
Στη Θεσσαλονίκη και Πάτρα οι φοιτητές καταλαμβάνουν τα Πανεπιστημιακά κτίρια. Οι αγρότες από τα Μέγαρα ξεκινούν για την Αθήνα. Στο Αιγάλεω γίνονται επαναστατικές εκδηλώσεις και ακολουθούν τέτοιες στις συνοικίες της Αθήνας και του Πειραιά. Όλη η Ελλάδα συμπαρίσταται στους ελεύθερους αγωνιζόμενους φοιτητές.
Picture

16 Νοέμβρη 1973

Picture
Πάνω από 150.000 άνθρωποι είναι γύρω από το Πολυτεχνείο και βροντοφωνάζουν με τους ελεύθερους φοιτητές  «Κάτω η χούντα, η χούντα θα πέσει απ’ το λαό».

Ώρα 7 και μισή μ.μ. Ο δικτάτορας δίνει διαταγή να χτυπηθεί πρώτα η λαοθάλασσα, που είναι γύρω στο Πολυτεχνείο. Δακρυγόνα πέφτουν συνεχώς και κάνουν αφόρητη την ατμόσφαιρα. Ο λαός ανάβει φωτιές και τα εξουδετερώνει. Τώρα σφυρίζουν σφαίρες και οι πρώτοι νεκροί πέφτουν μέσα και έξω από το Πολυτεχνείο. Ο λαός στήνει οδοφράγματα, δεν υποχωρεί, παλεύει άοπλος, παραμένει στη θέση του.

Ώρα 12 τη νύχτα μπαίνει στην Αθήνα στρατός και τανκ και καταλαμβάνουν επίκαιρες θέσεις.

17 Νοέμβρη 1973

Picture
Ώρα 2 πρωινή. Τα τανκ πλησιάζουν το Πολυτεχνείο.

«Φαντάροι, είμαστε άοπλοι, είμαστε αδέλφια, μη μας χτυπήσετε, ελάτε μαζί μας» φωνάζουν οι φοιτητές και ο Ραδιοφωνικός Σταθμός  καταγγέλλει στον Ελληνικό λαό την ανίερη πράξη του δικτάτορα.

Ώρα 3 πρωινή. Ένα τανκ γκρεμίζει τη σιδερένια πόρτα του Πολυτεχνείου κι ας είναι στα κιγκλιδώματα φοιτητές. Ρίχνονται ριπές. Στρατός και αστυνομικοί μπαίνουν στο προαύλιο. Οι φοιτητές προσπαθούν να φύγουν, αλλά δέχονται άγριες επιθέσεις. Πολλοί φαντάροι προστατεύουν και βοηθούν τους φοιτητές να φύγουν, αλλά τους κυνηγούν οι γενίτσαροι. Πολλοί συλλαμβάνονται και οδηγούνται στην Ε.Σ.Α όπου βασανίζονται φρικτά. Οι οδομαχίες συνεχίζονται γύρω από το Πολυτεχνείο μέχρι το πρωί.

Ώρα 11 π.μ. επαναφέρεται στρατιωτικός νόμος. Το Πολυτεχνείο στάθηκε  η αρχή για το τέλος τους. Ο νέος δικτάτορας ανοίγει το δρόμο για τη διχοτόμηση της Κύπρου. Ο ξεσηκωμός του λαού και το εθνικό έγκλημα γκρεμίζουν τη δικτατορία και ξαναγυρίζει η Λευτεριά κα  η Δημοκρατία.

Picture
Picture

Εδώ Πολυτεχνείο - Μουσικό αφιέρωμα

Picture

Picture

17 Νοεμβρίου 1973

12410 και 1 τριαντάφυλλα





πηγη http://el.ozonweb.com/art/6-%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%AE%CE%BC%
CE%B1%CF%84%CE%B1-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CF%80%CE%B5%CE%B6%
CE%AC-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%B5%CE%BE%
CE%AD%CE%B3%CE%B5%CF%81%CF%83%CE%B7-%CF%84%CE%BF%CF%85









Σήμερα συμπληρώνονται 44 χρόνια από την ιστορική εξέγερση του Πολυτεχνείου. Μια εξέγερση που βάφτηκε με αίμα και συνεχίζουμε να τιμάμε τους νεκρούς της μέχρι σήμερα.
Πρόκειται για ένα γεγονός το οποίο επηρέασε και ενέπνευσε αρκετούς ανθρώπους της τέχνης και των γραμμάτων. Συγκεντρώσαμε 6 ποιήματα και πεζά που αφιερώθηκαν στην εξέγερση του Πολυτεχνείου.
Γιάννης Ρίτσος – 16 και 17 Νοέμβρη 1973
Αθήνα 16 Νοεμβρίου 1973
Ωραία παιδιά, με τα μεγάλα μάτια σαν εκκλησίες χωρίς στασίδια.
Ωραία παιδιά, δικά μας, με τη μεγάλη θλίψη των αντρείων,
Αψήφιστοι, όρθιοι στα προπύλαια, στον πέτρινο αέρα,
Έτοιμο χέρι, έτοιμο μάτι, – πως μεγαλώνει
το μπόι, το βήμα και η παλάμη του ανθρώπου;
17 Νοεμβρίου
Βαρειά σιωπή, διάτρητη απ’ τους πυροβολισμούς,
πικρή πολιτεία,
αίμα, φωτιά, η πεσμένη πόρτα, ο καπνός, το ξύδι-
ποιος θα πει : περιμένω απ’ το μέσα μαύρο;
Μικροί σκοινοβάτες με τα μεγάλα παπούτσια
μ΄ έναν επίδεσμο φωτιά στο κούτελο
κόκκινο σύρμα, κόκκινο πουλί,
και το μοναχικό σκυλί στ’ αποκλεισμένα προάστια
ενώ χαράζει η χλωμότερη μέρα πίσω
απ’ τα καπνισμένα αγάλματα
κι ακούγεται ακόμη η τελευταία κραυγή διαλυμένη
στις λεωφόρους.
Πάνω απ’ τα τανκς, μέσα στους σκόρπιους πυροβολισμούς
πώς μπορείτε λοιπόν να κοιμάστε;
Γιάννης Ρίτσος – Το σώμα και το αίμα
ΙΙ
Ο ένας γράφει συνθήματα στους τοίχους ο άλλος
φωνάζει συνθήματα πάνω απ’ τους δρόμους ο τρίτος
φοράει το παράθυρο τραγουδάει ανοιχτός Ρωμιοσύνη Ρωμιοσύνη
τους τραυματίες τους κουβάλησαν στη βιβλιοθήκη
η μια παλάμη αμπελόφυλλου στο χτυπημένο γόνατο
αγάλματα λυπημένα μες στους καπνούς -πού τον ξεχάσατε τον
έρωτα
σπουδαστές οικοδόμοι κατάρες πλακάτ ζητωκραυγές σημαίες
έρωτας είναι τ’ όνειρο έρωτας είναι ο κόσμος
χαμηλωμένο κούτελο του ταύρου έρχονται κι άλλοι κι άλλοι
μικρά μεγάλα σκολιαρόπαιδα με μια φούχτα στραγάλια με τσάντες
δυο κόκκινα πουλιά σταυρωτά ζωγραφισμένα στα τετράδιά τους
οι νεόνυμφοι βγήκαν απ’ το φωτογραφείο δένουν τις άσπρες ταινίες
στο κιγκλίδωμα
τυφλοί λαχειοπώλες μια όρθια κιθάρα λαμπιόνια φαρμακείων
νυχτώνει η πολιτεία ηλεκτρικοί αριθμοί κλεισμένα θέατρα
κλεισμένα τα μικρά τεφτέρια τα υπόγεια ποιήματα τα τρύπια λουλούδια
η μυστική γεωγραφία ανεβαίνει βουβή πάνω απ’ τη νύχτα απ’ το
απόρθητο βάθος
απόψε είναι ο καιρός για όλα λέει
απόψε είναι η συνέχεια όλων λέει
αύριο για όλο τον άνθρωπο για όλο το μέλλον
έτσι είπε πάνω στη στέγη
κράταγε ένα μεγάλο αόρατο τιμόνι κι έστριβε την πολιτεία
κάτω απ την άσφαλτο ακουγόταν ο θόρυβος του κόσμου
ένα μαύρο σκυλί ένα καλάθι ένας μικρός καθρέφτης
δυο τεράστια παπούτσια του πικρού γελωτοποιού και το
σπασμένο ποτήρι
κι η μυρωδιά απ’ τη φουφού του καστανά μεγάλη σαν καράβι
Ηλίας Γκρης – Το ερπετό που ξυπνάει
17 Νοέμβρη 1989
Θητεύσαμε παιδιά στη νύχτα με ένα σταφύλι θυμού ατρύγητο.
Τι αμό­λυντη περηφάνια είχαν τα λόγια μας φωτίζοντας το θαύμα πού· θαύμα δεν έγινε.
Είναι από τότε που η μνήμη ερπετό ξυπνάει και τρώει απ’ τη θλίψη και
ύστερα λουφάζει σε τάφο συλημένο, γιατί πάντα θα ανθίζει η στοργή
για τα ναυάγια που επιστρέφουν παράδοξα όπως σκιές του φονιά μέσα
στα όνειρα.
Και είναι από τότε που βγάζουν στο σφυρί τα κουρέλια εκείνου του
πάναγνου έρωτα· του πάναγνου έρωτα. Και όσοι τάχθηκαν πρώτοι,
εξαρ­γύρωσαν την κραυγή μας ερήμην.
Από κείνη τη νύχτα, ό,τι και αν πω, φωνάζει σαν αίμα.
Τάσος Λειβαδίτης – Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν’ αγωνίζεσαι
για την ειρήνη και για το δίκιο.
Θα βγεις στους δρόμους, θα φωνάξεις
τα χείλη σου θα ματώσουν απ’ τις φωνές.
Το πρόσωπό σου θα ματώσει από τις σφαίρες
μα δε θα κάνεις ούτε βήμα πίσω.
Κάθε κραυγή σου θα΄ ναι μια πετριά
στα τζάμια των πολεμοκάπηλων.
Κάθε χειρονομία σου θα΄ ναι
για να γκρεμίζει την αδικία.
Δεν πρέπει ούτε στιγμή να υποχωρήσεις,
ούτε στιγμή να ξεχαστείς.
Είναι σκληρές οι μέρες που ζούμε.
Μια στιγμή αν ξεχαστείς,
αύριο οι άνθρωποι θα χάνονται
στη δίνη του πολέμου,
έτσι και σταματήσεις
για μια στιγμή να ονειρευτείς
εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα
θα γίνουν στάχτη απ΄ τις φωτιές.
Δεν έχεις καιρό, δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί και να πεθάνεις
για να ζήσουν οι άλλοι.
Θα πρέπει να μπορείς να θυσιάζεσαι
ένα οποιοδήποτε πρωινό.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
θα πρέπει να μπορείς να στέκεσαι
μπρος στα ντουφέκια!
Νικηφόρος  Βρεττάκος  – Μικρός τύμβος
(17 Νοεμβρίου 1973)
Δίχως τουφέκι και σπαθί, με το ήλιο στο μέτωπο,
υπήρξατε ήρωες και ποιητές μαζί. Είστε το Ποίημα.
Απλώνοντας το χέρι μου δεν φτάνει ως εκεί
που ωραία λουλούδια τις μορφές σας
Λιτανεύει ο αέρας της αρετής. Ω παιδιά μου,
Μπροστά σ’ αυτό το ποίημα μετράει μόνο η σιωπή.
Μανώλης Αναγνωστάκης – Φοβάμαι
Φοβάμαι
τους ανθρώπους που εφτά χρόνια
έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου–
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας
«Δώστε τη χούντα στο λαό».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που με καταλερωμένη τη φωλιά
πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που σου ‘κλειναν την πόρτα
μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια
και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο
να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που γέμιζαν τις ταβέρνες
και τα ‘σπαζαν στα μπουζούκια
κάθε βράδυ
και τώρα τα ξανασπάζουν
όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη
και έχουν και «απόψεις».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν
και τώρα σε λοιδορούν
γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο.
Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.
Φέτος φοβήθηκα ακόμα περισσότερο.
Τάκης Σινόπουλος – Δοκίμιο ΄73 – ΄74
Υπάρχει ένα παράθυρο καμωμένο κόσκινο στη φωτογραφία του δρόμου.
Τώρα  η σκάλα σε διασχίζει καθέτως απ’ το υπόγειο ως τον αυχένα.
Κάποιος ανεβαίνει μ΄ ένα τρανζίστορ ρυθμικός πολλαπλασιασμός των
ειδήσεων. Στη μικρή οθόνη τα πρόσωπα εναλλάσονται σταθερά δίχως
πολλούς θορύβους. Η εξουσία όπως πάντοτε φωτίζεται με τετραγωνισμένο
φως. Ιαχές. Το πλήθος.
Στο μεταξύ το πλήθος. Αόρατα μάτια με τρείς διαστάσεις ακτινογραφούν
εισερχομένους εξερχομένους διερχομένους. Τα περίστροφα ακίνητα βαθειά
μέσα τους σαφώς οπλισμένα.
Το πλήθος φεύγει  έφυγε.
Κι εκεί σε βρήκαν αργότερα με μια ριπή (τρύπες 7-8) στη πλάτη σου ετών
ας πούμε 24 καμμιά ταυτότητα.
XII
Ταξίδι στο μεγάλο διάδρομο καταργημένος χρόνος. Οχι σκοτάδι μήτε
μισοσκόταδο μήτε και φως. Ταξίδι τα χαράματα σ’ ένα γυμνό τοπίο
σκοποβολής. Η βρύση πλένει χέρια και πουκάμισο οι εφημερίδες καταπίνουν
τις φωνές.
Αστυνομίες αμίλητες μέσα σε σκοτεινές αστυνομίες. Πρωθυπουργοί με
σκεπασμένο πρόσωπο. Απάνω οι νόμοι σε  σειρές σοφή συναρμογή και
διάταξη με τους συνήθεις αγωγούς σωλήνες σωληνώσεις πολαπλά
κυκλώματα με θύρες διαφυγής. Κυκλοφορία παράπλευρη για τους
αξιοπρεπείς φονιάδες
Κι εσείς που ωστόσο συνεχίζετε κρατώντας προστατεύοντας στα δόντια
σας την τελευταία σας λέξη.
Το λάθος των μηχανουργών.


Αρνιέμαι




   Am        G         Am
Αρνιέμαι, αρνιέμαι, αρνιέμαι
                C   G       Am
οι άλλοι να βαστάνε τα σκοινιά
   Dm                     CGAm
αρνιέμαι να με κάνουν ότι θένε
    G           C G          Am
αρνιέμαι να πνιγώ στην καταχνιά

Αρνιέμαι, αρνιέμαι, αρνιέμαι
να είσαι συ και να μην είμαι ‘γω
που τη δική μου μοίρα διαφεντεύεις
με τη δική μου γη και το νερό

Αρνιέμαι, αρνιέμαι, αρνιέμαι
να βλέπω πια το δρόμο μου κλειστό
αρνιέμαι να ‘χω σκέψη που σωπαίνει
να περιμένει μάταια τον καιρό




Το σφαγείο




Bm
Το μεσημέρι χτυπάνε στο γραφείο
             Em        Am      Bm
Μετρώ τους χτύπους το αίμα μετρώ
Bm
Είμαι θρεφτάρι μ’ έχουν κλείσει στο σφαγείο
        Em Am     Bm
Σήμερα συ αύριο εγώ

Bm
Χτυπούν το βράδυ στην ταράτσα τον Αντρέα
              Em        Am      Bm
Και με τους χτύπους το αίμα μετρώ
Bm
Πίσω απ’ τον τοίχο πάλι θα ‘μαστε παρέα
Εm        Am  Em       G
Τακ τακ εσύ, τακ τακ εγώ

Em
Που πάει να πει
C            G           Am
Σ’ αυτή τη γλώσσα τη βουβή
Em        Am  Em      Am
Βαστάω γερά κρατάω καλά

Bm
Μεσ’ της σκακιέρας αρχινάει το πανηγύρι
Em        Am  Em       G
Τακ τακ εσύ, τακ τακ εγώ
Em        Am  Em          Am
Τακ τακ εσύ, τακ τακ κι εγώ

Μύρισε το σφαγείο μας θυμάρι
Και το κελί μας κόκκινο ουρανό

Είμαστε δυο




Dm
Είμαστε δυο, είμαστε δυο, η ώρα σήμανε οχτώ
          Gm               Dm                         A
Σβήσε το φως, χτυπά ο φρουρός, το βράδυ θα ’ρθουνε ξανά
Ένας μπροστά, ένας μπροστά κι οι άλλοι πίσω ακολουθούν
Μετά σιωπή κι ακολουθεί το ίδιο τροπάρι το γνωστό

Βαράνε δυο, βαράνε τρεις, βαράνε χίλιοι δεκατρείς
Πονάς εσύ, πονάω κι εγώ, μα ποιος πονάει πιο πολύ
θα ’ρθει ο καιρός να μάς το πει

Dm                                   C            F
Είμαστε δυο, είμαστε τρεις, είμαστε χίλιοι δεκατρείς
                     Gm                         Dm
Καβάλα πάμε στον καιρό, με τον καιρό, με τη βροχή
         Gm            A                        Dm
Το αίμα πήζει στην πληγή κι ο πόνος γίνεται καρφί

Ο εκδικητής, ο λυτρωτής, είμαστε δυο, είμαστε τρεις
Είμαστε χίλιοι δεκατρείς


Πάλης ξεκίνημα




F
Πάλης ξεκίνημα, νέοι αγώνες
F
οδηγοί της ελπίδας οι πρώτοι νεκροί
Dm       C   Dm        C Dm
Πάλης ξεκίνημα, νέοι αγώνες
Dm            C         Dm A      Dm
οδηγοί της ελπίδας οι πρώτοι νεκροί

Όχι άλλα δάκρυα, κλείσαν οι τάφοι    | 2x
λευτεριάς λίπασμα οι πρώτοι νεκροί   | 2x

Λουλούδι φωτιάς βγαίνει στους τάφους   | 2x
μήνυμα στέλνουν οι πρώτοι νεκροί       | 2x

Απάντηση θα πάρουν, ενότητα κι αγώνα      | 2x
για να ’βρουν ανάπαυση οι πρώτοι νεκροί   | 2x



Ο λεβέντης




Dm
Σαν τον αϊτό φτερούγαγε στη στράτα
         C             A#         F
Τον καμαρώνει η γειτονιά στα παραθύρια
        Gm
με χαμηλά, τα μαύρα του τα μάτια
         DmFDmF   A   Dm
λεβέντης ε-----ροβόλαγε   ] 2x

Στα μάτια του ένα, ένα σύννεφο
μες στην καρδιά, καρδιά του σίδερο
Κυλάει το αίμα, σκέπασε τον ήλιο
κι ο χάρος εροβόλαγε   ] 2x

Σφαλούν τα μάτια, μάτια κι οι καρδιές
σφαλούν τα πα-, τα παραθύρια
Μετά χιμάει ο χάροντας καβάλα
κι εκείνος χαμογέλαγε   ] 2x

Ποιος κατεβαίνει σήμερα στον Άδη
ποιόν κουβεντιάζει η γειτονιά κι ανανταριάζει
γιατί βουβά είναι τα βουνά κι οι κάμποι
λεβέντης εροβόλαγε   ] 2x



Αρνιέμαι




   Am        G         Am
Αρνιέμαι, αρνιέμαι, αρνιέμαι
                C   G       Am
οι άλλοι να βαστάνε τα σκοινιά
   Dm                     CGAm
αρνιέμαι να με κάνουν ότι θένε
    G           C G          Am
αρνιέμαι να πνιγώ στην καταχνιά

Αρνιέμαι, αρνιέμαι, αρνιέμαι
να είσαι συ και να μην είμαι ‘γω
που τη δική μου μοίρα διαφεντεύεις
με τη δική μου γη και το νερό

Αρνιέμαι, αρνιέμαι, αρνιέμαι
να βλέπω πια το δρόμο μου κλειστό
αρνιέμαι να ‘χω σκέψη που σωπαίνει
να περιμένει μάταια τον καιρό





Ποιος τη ζωή μου



 Am                            G
Ποιος τη ζωή μου, ποιος τη κυνηγά
   F                     Em
Να την ξεμοναχιάσει μες στη νύχτα;
Am                        G
Ουρλιάζουν και σφυρίζουν φορτηγά
F                            E
Σαν ψάρι μ’ έχουν πιάσει μες στα δίχτυα
    Am            G          C
Για κάποιον μες στον κόσμο είν’ αργά

F         Em    F          Em
Ποιος τη ζωή μου, ποιος τη κυνηγά;   ] 2x

Ποιος τη ζωή μου, ποιος παραφυλά
Στου κόσμου τα στενά ποιος σημαδεύει;

Πού πήγε αυτός που ξέρει να μιλά
Που ξέρει πιο πολύ και να πιστεύει;

Για κάποιον μες ...




Με τόσα φύλλα



Bm       A          D      Em Bm  Em  F#Bm
Με τόσα φύλλα σου γνέφει ο ήλιος καλημέρα
Bm        A     D     Em  BmEm   F#Bm
Με τόσα φλάμπουρα να λάμπει ο ουρανός
Bm          A       G   F#m      Bm    A       G D
Και τούτοι μες στα σίδερα, και κείνοι μες στο χώμα
      Em    Bm          F#m      Em    Bm        F#
Και τούτοι μες στα σίδερα, και κείνοι μες στο χώμα

Bm                  A                 Bm
Σώπα, όπου να ’ναι θα σημάνουν οι καμπάνες   | 2x
   A     Bm   A                     Bm
Αυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας   | 2x

Dm                                    Gm
Κάτω απ’ το χώμα, μες στα σταυρωμένα χέρια τους
    Dm          C            Dm
κρατάνε της καμπάνας το σκοινί
                Am        C  Am       Dm Am       DmAmCA#A
προσμένουνε την ώρα, προσμένουν να σημάνουν την Ανά--σταση
Dm                     C             DmAmCA#A
Τούτο το χώμα είναι δικό τους και δικό     μας
A
Δεν μπορεί κανείς να μάς το πάρει   | 3x

Dm                  C                 Dm
Σώπα, όπου να ’ναι θα σημάνουν οι καμπάνες   | 2x
   C     Dm   C                     Dm
Αυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας   | 2x


Είμαστε δυο




Dm
Είμαστε δυο, είμαστε δυο, η ώρα σήμανε οχτώ
          Gm               Dm                         A
Σβήσε το φως, χτυπά ο φρουρός, το βράδυ θα ’ρθουνε ξανά
Ένας μπροστά, ένας μπροστά κι οι άλλοι πίσω ακολουθούν
Μετά σιωπή κι ακολουθεί το ίδιο τροπάρι το γνωστό

Βαράνε δυο, βαράνε τρεις, βαράνε χίλιοι δεκατρείς
Πονάς εσύ, πονάω κι εγώ, μα ποιος πονάει πιο πολύ
θα ’ρθει ο καιρός να μάς το πει

Dm                                   C            F
Είμαστε δυο, είμαστε τρεις, είμαστε χίλιοι δεκατρείς
                     Gm                         Dm
Καβάλα πάμε στον καιρό, με τον καιρό, με τη βροχή
         Gm            A                        Dm
Το αίμα πήζει στην πληγή κι ο πόνος γίνεται καρφί

Ο εκδικητής, ο λυτρωτής, είμαστε δυο, είμαστε τρεις
Είμαστε χίλιοι δεκατρείς


Ένα το χελιδόνι


E μινόρε


Em          Am  G      Am          G D
Ένα το χελιδό-oνι κι η άνοιξη ακριβή-η
Em               Am G    Am          G D  Em
Για να γυρίσει ο ή-λιος, θέλει δουλειά πο-λύ
G                      Am        G    Em  G  D
Θέλει νεκροί χιλιάδες, να ‘ναι στους τροχού-ους
G                    Am Em        Bm    Am
Θέλει κι οι ζωντανοί να δίνουν το αίμα τους
C            D    G  Em Am        G  D   Em
Θέλει κι οι ζωντανοί να δίνουν το αί-μα τους
D        Em  Am   Em    Bm      Am    G     Am
Θεέ μου πρωτομάστορα μ’ έχτισες μέσα στα βουνά
D        Em  Am   Em    Am        G       D    Em
Θεέ μου πρωτομάστορα μ’ έκλεισες μες στη θάλασσα

Em            Am G      Am          G   D
Πάρθηκεν από μάγους το σώμα του Μαγιού-ου
Em         Em      Am G   Am        G D Em
το ‘χουνε θάψει σ’ έ-να μνήμα  του πέλαγου
G                  Am      G   Em  G  D
Σ’ ένα βαθύ πηγάδι το ‘χουνε κλει-στό-ο
G              Am    Em    Bm   Am
Μύρισε το σκοτάδι κι όλη η άβυσσος
C       D     G Em    Am    G D Em
Μύρισε το σκοτά-δι κι όλη η άβυσσος
D        Em  Am   Em  Bm       Am     G       Am
Θεέ μου πρωτομάστορα μέσα στις πασχαλιές και ‘συ
D        Em  Am   Em  Am      G    D   Em
Θεέ μου πρωτομάστορα μύρισες την Άνάσταση


Μαλαματένια λόγια




   Em              G                D         G
E |------0-0-0----0-2-3-2-3-3-|-2-3-5-7-3-5-5-3-2-3|
B |--3----------3-------------|--------------------|

        G      D         Em        Em     D            G
E|--3-2-0---------5-5-3-2-3--2-0|--3-2-0-------5-5-3-2-3|
B|---------3-3------------------|---------3-3-----------|

    G         D          Em    D     Em       D     Em
E|-3-2-0------5-5-3-2-3-2-0|---------0-0-3-3-2-2-0|
B|--------3-3--------------|-3-3-3----------------|

Em                        G
Μαλαματένια λόγια στο μαντήλι
                  D            G
τα βρήκα στο σεργιάνι μου προχτές
          D                Em
τ' αλφαβητάρι πάνω στο τριφύλλι
          D                   G
σου μάθαινε το αύριο και το χτες
            D                  Em
μα εγώ περνούσα τη στερνή την πύλη
                 G      D      Em
με του καιρού δεμένος τις κλωστές

Τ' αηδόνια σε χτικιάσανε στην Τροία
που στράγγιξες χαμένα μια γενιά
καλύτερα να σ' έλεγαν Μαρία
και να ‘σουν ράφτρα μες την Κοκκινιά
κι όχι να ζεις μ' αυτή την κομπανία
και να μην ξέρεις τ' άστρο του φονιά

Γυρίσανε πολλοί σημαδεμένοι
απ' του καιρού την άγρια πληρωμή
στο μεσοστράτι τέσσερις ανέμοι
τους πήραν για σεργιάνι μια στιγμή
και βρήκανε τη φλόγα που δεν τρέμει
και το μαράζι δίχως αφορμή

Και σαν τους άλλους χάθηκαν κι εκείνοι
τους βρήκαν να γαβγίζουν στα μισά
κι απ' το παλιό μαρτύριο να 'χει μείνει
ένα σκυλί τη νύχτα που διψά
γυναίκες στη γωνιά μ' ασετιλίνη
παραμιλούν στην ακροθαλασσιά

Και στ' ανοιχτά του κόσμου τα καμιόνια
θα ξεφορτώνουν στην Καισαριανή
πως έγινε με τούτο τον αιώνα
και γύρισε καπάκι η ζωή
πως το ‘φεραν η μοίρα και τα χρόνια
να μην ακούσεις έναν ποιητή

Του κόσμου ποιος το λύνει το κουβάρι
ποιος είναι καπετάνιος στα βουνά
ποιος δίνει την αγάπη και τη χάρη
και στις μυρτιές του Άδη σεργιανά
μαλαματένια λόγια στο χορτάρι
ποιος βρίσκει για την άλλη τη γενιά

Με δέσαν στα στενά και στους κανόνες
και ξημερώνοντας μέρα κακή
τοξότες φάλαγγες και λεγεώνες
με πήραν και με βαλαν σε κλουβί
και στα υπόγεια ζάρια τους αιώνες
παιχνίδι παίζουν οι αργυραμοιβοί

Ζητούσα τα μεγάλα τα κυνήγια
κι όπως δεν ήμουν μάγκας και νταής
περνούσα τα δικά σου δικαστήρια
αφού στον Άδη μέσα θα με βρεις
να με δικάσεις πάλι με μαρτύρια
και σαν κακούργο να με τιμωρείς


Το προσκύνημα



F         Gm          C         F
Πάμε κι εμείς στην αυλή του φθινόπωρου
F            Gm        C7-                 F
πίσω απ' τα πετρωμένα στάχια του καλοκαιριού
F          Gm          C7-        F
πάμε και 'μείς στα παιδιά που κοιμήθηκαν
F            Gm       C7-               F
κάτω απ 'τα ματωμένα νύχια του περιστεριού

Πάμε να δεις την αυλή που μεγάλωσα
A#               Gm             C          F
δυο παιδιά ερωτευμένα, δυο παιδιά του καημού   ] 2x
A#           Gm      F         Dm        Gm        C  F
Ορέστη απ' το Βόλο, Μαρία απ' τη Σπάρτη, γυρεύω τον υιό μου
Ορέστη απ' το Βόλο, Μαρία απ' τη Σπάρτη, γυρεύω τον υιό μου
Μαρία απ' τη Σπάρτη, Ορέστη απ' το Βόλο, την κόρη μου θέλω
Μαρία απ' τη Σπάρτη, Ορέστη απ' το Βόλο, την κόρη μου θέλω

Δυο παιδιά ερωτευμένα, δυο παιδιά του καημού...   ] 2x





Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί




            Am          Dm
Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί
            Am    G      Am
τις πόρτες σπάσαν οι οχτροί
            Dm   Am           Dm
και 'μεις γελούσαμε στις γειτονιές
Am        G Am
την πρώτη μέρα

             F          Dm
Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί
        Am    G      Am
αδέρφια πήραν οι οχτροί
             Dm   Am         Dm
και μεις κοιτούσαμε τις κοπελιές
Am       G Am
την άλλη μέρα

Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί
φωτιά μας ρίξαν οι οχτροί
και μεις φωνάζαμε στα σκοτεινά
την τρίτη μέρα

Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί
σπαθιά κρατούσαν οι οχτροί
και μεις τα πήραμε για φυλαχτά
την άλλη μέρα

Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί
μοιράσαν δώρα οι οχτροί
και μεις γελούσαμε σαν τα παιδιά
την πέμπτη μέρα

Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί
κρατούσαν δίκιο οι οχτροί
και μεις φωνάζαμε ζήτω και γεια
σαν κάθε μέρα


Γυρίζω τις πλάτες μου στο μέλλον



Παρατήρησα πως η ταμπλατούρα με τα ακόρντα ήταν λάθος στο τραγούδι αυτό και παιδεύτηκα πολύ μέχρι να καταλάβω ότι ήταν λάθος. Αυτή ακούγετε σωστά. Απολαύστε το

Em                       C
Γυρίζω τις πλάτες μου στο μέλλον
     D                         G   D
στο μέλλον που φτιάχνετε όπως θέλετε
  Em                 C
Αφού η ιστορία σάς ανήκει
   D                     Bm
σαρώστε το λοιπόν αν επιμένετε

Στ’ αυτιά μου δεν χωράνε υποσχέσεις
το έργο το έχω δει, μη με τρελαίνετε
Το πλοίο των ονείρων μου με πάει
σε κόσμους που εσείς δεν τους αντέχετε

G                   D
Μένω μονάχος στο παρόν μου          | 2x
    C                 G    D
να σώσω οτιδήποτε αν σώζεται        | 2x
      Bm                    C
Κι ας έχω τις συνέπειες του νόμου   | 2x
   D                        Em
συνένοχο στο φόνο δεν θα μ’ έχετε   | 2x

Γυρίζω τις πλάτες μου στο μέλλον
το κόλπο είναι στημένο και στα μέτρα σας
Ξεγράψτε με απ’ τα κατάστιχά σας
στο κόλπο σας δε μπαίνω και στα έργα σας

Γυρίζω τις πλάτες μου στο μέλλον
στο μέλλον που φτιάχνετε όπως θέλετε
Αφού η ιστορία σάς ανήκει
σαρώστε το λοιπόν αν επιμένετε

Μένω μονάχος στο παρόν μου...   | 3x






Γυρίζω τις πλάτες μου στο μέλλον


Από: Ζω το παρον

Αρχικό solo

|---------------------------------|-------------------------------|
|---------------------------------|-------------------------------|
|-02-0----------------------------|-------------------------------|
|------3-2-3-2-0---23-2-0---0-----|-0-------------------------0-2-|
|-------------------------3---3-2-|---3-2-0-2-0-------0-2-3-2-----|
|---------------------------------|-------------3-1-3-------------|

|------------------------------------|----------------------------------|
|------------------------------------|----------------------------------|
|-02-0-------------------------------|---------------00-----------------|
|------3-2-3-2-0---23-2-0---0--------|-----------0-2----3-2-0-3-2-0-2---|
|-------------------------3---3-2----|---0-2-3-2----------------------0-|
|----------------------------------1-|-3--------------------------------|

Solo στην μέση του τραγουδιού

|------------------------------------|----------------------------------------
|------------------------------------|----------------------------------------
|-02-0-------------------------------|---------------0000---------------------
|------3-2-3-2-0---23-2-0---0--------|-----------0-2------3333-2222-0000-3333-
|-------------------------3---3-2----|---0-2-3-2------------------------------
|----------------------------------1-|-3--------------------------------------

-----------------|
-----------------|
-----------------|
-----------------|
2222-0000-2222---|
---------------0-|

Νοέμβρης 73 Χρονικό Πολυτεχνείου




Μανώλης Αναγνωστάκης

Φοβάμαι


Φοβάμαι
τους ανθρώπους που εφτά χρόνια
έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου–
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας
«Δώστε τη χούντα στο λαό».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που με καταλερωμένη τη φωλιά
πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που σου 'κλειναν την πόρτα
μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια
και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο
να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που γέμιζαν τις ταβέρνες
και τα 'σπαζαν στα μπουζούκια
κάθε βράδυ
και τώρα τα ξανασπάζουν
όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη
και έχουν και «απόψεις».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν
και τώρα σε λοιδορούν
γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο.
Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.
Φέτος φοβήθηκα ακόμα περισσότερο.



Νικηφόρος  Βρεττάκος

Μικρός τύμβος
(17 Νοεμβρίου 1973)

Δίχως τουφέκι και σπαθί, με το ήλιο στο μέτωπο,
υπήρξατε ήρωες και ποιητές μαζί. Είστε το Ποίημα.

Απλώνοντας το χέρι μου δεν φτάνει ως εκεί
που ωραία λουλούδια τις μορφές σας
Λιτανεύει ο αέρας της αρετής. Ω παιδιά μου,

Μπροστά σ’ αυτό το ποίημα μετράει μόνο η σιωπή.






Από την ενότητα «Παραλειπόμενα», Β’ τόμος των Απάντων του ποιητή, εκδ.Τρία φύλλα, 1981.

Το βρήκα στο Διαδίκτυο και έκανα διασταύρωση με την ανθολογία του Ηλία Γκρη.


ΗΛΙΑΣ ΓΚΡΗΣ
Το ερπετό που ξυπνάει

17 Νοέμβρη 1989

Θητεύσαμε παιδιά στη νύχτα με ένα σταφύλι θυμού ατρύγητο.
Τι αμό­λυντη περηφάνια είχαν τα λόγια μας φωτίζοντας το θαύμα πού· θαύμα δεν έγινε.

Είναι από τότε που η μνήμη ερπετό ξυπνάει και τρώει απ' τη θλίψη και
ύστερα λουφάζει σε τάφο συλημένο, γιατί πάντα θα ανθίζει η στοργή
για τα ναυάγια που επιστρέφουν παράδοξα όπως σκιές του φονιά μέσα
στα όνειρα.

Και είναι από τότε που βγάζουν στο σφυρί τα κουρέλια εκείνου του
πάναγνου έρωτα· του πάναγνου έρωτα. Και όσοι τάχθηκαν πρώτοι,
εξαρ­γύρωσαν την κραυγή μας ερήμην.


Από κείνη τη νύχτα, ό,τι και αν πω, φωνάζει σαν αίμα.


Από τη συλλογή Η Έφεσος των Αλόγων, εκδ. Δελφίνι, 1993.

Το πήρα από την ανθολογία του Ηλία Γκρη «Το μελάνι φωνάζει – Η 17η Νοεμβρίου 1973 στη λογοτεχνία» των εκδόσεων Μεταίχμιο.


ΑΝΕΣΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ

                     Διομήδης Κομνηνός
                                            
                                                                 Δεκαεφτά χρονών. Εθελοντής τραυματιο-
                                                                 φορέας, γαζώθηκε από σφαίρες τη Νύχτα
                                                                 της Μεγάλης Σφαγής, 17 Νοέμβρη του ’73,
                                                                 στο Πολυτεχνείο.
                                                                                                      Οι εφημερίδες

  Στερημένος την αγιότητα ενσαρκωμένη, απτή,
εγκάθειρκτος της λογικής, αρνιόμουν να πιστέψω
επίμονα, πως τα οστά μοσχοβολούν και λάμπουν
των αγίων. Ώσμε προχτές που κίνησα κι εγώ
να προσκυνήσω το πουκάμισό σου ματωμένο
κι από τα βόλια τρυπημένο των φονιάδων.
                                                                         Καθώς
πλησίαζα βουρκωμένος, τρέμοντας απ’ την ταραχή,
βλέπω ν’ ανέρχεται τεράστιο το πουκάμισο σου
και να καλύπτει όλο το χώρο με φεγγοβολή
γλυκιά, κι από ψηλά, με λεπτό άρωμα, να ευωδιάζει.

Καρδιά των καρδιών, που θα ’λεγε κι ο Νικηφόρος,
έφηβε ωραίε, λαμπρέ, του ελληνικού φωτός,
που τους ενόχλησες πολύ να κουβαλάς τους λαβωμένους
κι άπονα σε σκοτ
ώσαν οι φασίστες.

 Προσφορά της Μ.Μ.



 ΚΟΡΑΛΙΑ ΘΕΟΤΟΚΑ

Αντί στεφάνου


Ποια απάντηση, ποιος χτύπος στο κοιμισμένο στήθος σου αγόρι
γαζωμένο από τις σύγχρονες μηχανές σε σχήμα χελιδονιού
άγγελε με χλωρή γενειάδα κάτω από τις ερπύστριες
συνείδηση βαμμένη στον τοίχο και στις πέτρες
σώπασες τ' όνομά σου μες στη βοή της λάσπης
περιστέρι μπροστά στα ηλεκτροφόρα σύρματα
με το σύνθημα της δικαιοσύνης στο χώμα.

Με το τραγούδι χαιρετίζω όσους μοχθούν
για τη ζωή, όχι στο χαμό της
για την τροφή, όχι τη στέρηση της
για τη γνώση, με τη γνώση
ενάντια στις αριθμομηχανές των κρεάτων
ενάντια στον οργασμό της κατανάλωσης
ενάντια στις τρομερές λυχνίες της δισχιλιετηρίδας.

Θα 'ρθει ένας κόσμος χλόης αγόρι
και θα δουλεύουμε στη μοιρασιά των λουλουδιών.


Από την ενότητα «Κατάλοιπα ποιήματα» στον τόμο Τα κείμενα της- Τα κείμενα για το έργο της, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 1977.


Το πήρα από την ανθολογία του Ηλία Γκρη «Το μελάνι φωνάζει – Η 17η Νοεμβρίου 1973 στη λογοτεχνία» των εκδόσεων Μεταίχμιο.




ΤΑ ΚΑΓΚΕΛΑ
της Κωστούλας Μητροπούλου
Πίσω απ' τα κάγκελα ελεύθεροι χιλιάδες
στο δρόμο περπατάει αργά η φοβέρα,
πίσω απ' τα σίδερα ονειρεύονται μανάδες
παιδιά που έχουνε αλλάξει σε μια μέρα.
Μπροστά απ' τα κάγκελα οι σκλάβοι που φοβούνται
όπλα κρατάνε και ο δρόμος τους ανήκει
πίσω απ' τα κάγκελα φωνές που δε φοβούνται
και μοιάζουν θάλασσα που πλέει ένα καϊκι.
Πίσω απ' τα σίδερα τα μάτια της γενιάς τους
χαμογελάνε σ' ένα φως που ξημερώνει
έξω στο δρόμο η ντροπή κι η παγωνιά τους
βήμα με βήμα την ελπίδα τη σκοτώνει.


Λένα Παππά
      Στούς σκοτωμένους σπουδαστές του Νοεμβρίου

Μάτια κλειδωμένα, χέρια παγωμένα
κείτεται
-δεκοχτώ χρονώ ήτανε δεν ήτανε-
για να έχω εγώ πουλιά-φτερά στα χέρια μου,
και συ στο σπιτάκι σου,
μια γλάστρα με βασιλικό στο πεζουλάκι
και τα παιδιά μας ξένοιαστα να χτίζουνε το μέλλον.

Η μάνα του τον περιμένει και δεν έρχεται,
η άνοιξή του παίζει κα δεν τηνε ξέρει πια.
Στις φλέβες του αίμα σταματημένο και πικρό,
γυαλί σπασμένο ο κόσμος, σωριασμένο πάνω του.
Για να έχω εγώ τον άσπρο μου ύπνο
Και συ γαρίφαλο χαμόγελο στο στόμα σου,
για να ’χουν τα παιδιά μας το δικό τους ήλιο…

Γιάννης Ρίτσος - 16 και 17 Νοέμβρη 1973

Αθήνα 16 Νοεμβρίου 1973
Ωραία παιδιά, με τα μεγάλα μάτια σαν εκκλησίες χωρίς στασίδια.
Ωραία παιδιά, δικά μας, με τη μεγάλη θλίψη των αντρείων,
Αψήφιστοι, όρθιοι στα προπύλαια, στον πέτρινο αέρα,
Έτοιμο χέρι, έτοιμο μάτι, - πως μεγαλώνει
το μπόι, το βήμα και η παλάμη του ανθρώπου;
17 Νοεμβρίου
Βαρειά σιωπή, διάτρητη απ’ τους πυροβολισμούς,
πικρή πολιτεία,
αίμα, φωτιά, η πεσμένη πόρτα, ο καπνός, το ξύδι-
ποιος θα πει : περιμένω απ’ το μέσα μαύρο;
Μικροί σκοινοβάτες με τα μεγάλα παπούτσια
μ΄ έναν επίδεσμο φωτιά στο κούτελο
κόκκινο σύρμα, κόκκινο πουλί,
και το μοναχικό σκυλί στ’ αποκλεισμένα προάστια
ενώ χαράζει η χλωμότερη μέρα πίσω
απ’ τα καπνισμένα αγάλματα
κι ακούγεται ακόμη η τελευταία κραυγή διαλυμένη
στις λεωφόρους.
Πάνω απ’ τα τανκς, μέσα στους σκόρπιους πυροβολισμούς
πώς μπορείτε λοιπόν να κοιμάστε;


ΡΙΤΣΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ
Το αγόρι και η πόρτα
Εκεί που έπεσε
είναι μια κόκκινη λίμνη,
ένα κόκκινο δέντρο,
ένα κόκκινο πουλί.
Σηκώθηκε όρθια
η πεσμένη καγκελόπορτα-
χιλιάδες άλογα.
Λαός καβαλίκεψε.
Κομνηνέ! - φωνάξαμε.
Γύρισε και μας κοίταξε
δε φορούσε επίδεσμο
ούτε στεφάνι.
Άσπρα άλογα, κόκκινα άλογα
και μαύρα, πιο μαύρα-
καλπασμός, - η ιστορία
Να προφτάσουμε.


Γιάννης Ρίτσος
Το σώμα και το αίμα
(Ακόμα μια δοκιμή για ένα ποίημα του Πολυτεχνείου)

ΙΙ
Ο ένας γράφει συνθήματα στους τοίχους ο άλλος
φωνάζει συνθήματα πάνω απ’ τους δρόμους ο τρίτος
φοράει το παράθυρο τραγουδάει ανοιχτός Ρωμιοσύνη Ρωμιοσύνη
τους τραυματίες τους κουβάλησαν στη βιβλιοθήκη
η μια παλάμη αμπελόφυλλου στο χτυπημένο γόνατο
αγάλματα λυπημένα μες στους καπνούς -πού τον ξεχάσατε τον
έρωτα
σπουδαστές οικοδόμοι κατάρες πλακάτ ζητωκραυγές σημαίες
έρωτας είναι τ’ όνειρο έρωτας είναι ο κόσμος
χαμηλωμένο κούτελο του ταύρου έρχονται κι άλλοι κι άλλοι
μικρά μεγάλα σκολιαρόπαιδα με μια φούχτα στραγάλια με τσάντες
δυο κόκκινα πουλιά σταυρωτά ζωγραφισμένα στα τετράδιά τους
οι νεόνυμφοι βγήκαν απ’ το φωτογραφείο δένουν τις άσπρες ταινίες
στο κιγκλίδωμα
τυφλοί λαχειοπώλες μια όρθια κιθάρα λαμπιόνια φαρμακείων
νυχτώνει η πολιτεία ηλεκτρικοί αριθμοί κλεισμένα θέατρα
κλεισμένα τα μικρά τεφτέρια τα υπόγεια ποιήματα τα τρύπια λουλούδια
η μυστική γεωγραφία ανεβαίνει βουβή πάνω απ’ τη νύχτα απ’ το
απόρθητο βάθος
απόψε είναι ο καιρός για όλα λέει
απόψε είναι η συνέχεια όλων λέει
αύριο για όλο τον άνθρωπο για όλο το μέλλον
έτσι είπε πάνω στη στέγη
κράταγε ένα μεγάλο αόρατο τιμόνι κι έστριβε την πολιτεία
κάτω απ την άσφαλτο ακουγόταν ο θόρυβος του κόσμου
ένα μαύρο σκυλί ένα καλάθι ένας μικρός καθρέφτης
δυο τεράστια παπούτσια του πικρού γελωτοποιού και το
σπασμένο ποτήρι
κι η μυρωδιά απ’ τη φουφού του καστανά μεγάλη σαν καράβι


Από τη σύνθεση Το σώμα και το αίμα (Κέδρος, 1977).


Το βρήκα στο Διαδίκτυο και το διασταύρωσα με την ανθολογία του Ηλία Γκρη «Το μελάνι φωνάζει
 – Η 17η Νοεμβρίου 1973 στη λογοτεχνία» των εκδόσεων Μεταίχμιο.


Γιώργης Σαραντής
Εδώ Πολυτεχνείο

Τρείς  νύχτες καίγανε οι φωτιές
την τελευταία ακούστηκαν καμπάνες
Κάπου αλλού θα παίζεται η ζωή μας σκέφτηκα
και τότε τον είδα
            λαμπαδιασμένο απ’ τις ζητωκρυαγές
να τρέχει προς το θάνατο
Αλέξανδρε του φώναξα
                                    Αλέξανδρε
κι ύστερα πιο σπαραχτικά Αλέξανδρεεε,
πάλι και πάλι

Καθώς έσκυψα να τον σηκώσω από την άσφαλτο
δε βρήκα παρά στάχτη

Σ’ όλους τους δρόμους
οι στρατιώτες πυροβολούσαν το φόβο τους.



Από τον τόμο Αντιφασιστικά ’67-’74, εκδ. Γραμμή, 1984

Το βρήκα στο Διαδίκτυο και το διασταύρωσα με την ανθολογία του Ηλία Γκρη «Το μελάνι φωνάζει – Η 17η Νοεμβρίου 1973 στη λογοτεχνία» των εκδόσεων Μεταίχμιο.


Τάκης Σινόπουλος
Δοκίμιο ΄73 - ΄74
                V
.........................................................................
Υπάρχει ένα παράθυρο καμωμένο κόσκινο στη φωτογραφία του δρόμου.
Τώρα  η σκάλα σε διασχίζει καθέτως απ’ το υπόγειο ως τον αυχένα.
Κάποιος ανεβαίνει μ΄ ένα τρανζίστορ ρυθμικός πολλαπλασιασμός των
ειδήσεων. Στη μικρή οθόνη τα πρόσωπα εναλλάσονται σταθερά δίχως
πολλούς θορύβους. Η εξουσία όπως πάντοτε φωτίζεται με τετραγωνισμένο
φως. Ιαχές. Το πλήθος.

Στο μεταξύ το πλήθος. Αόρατα μάτια με τρείς διαστάσεις ακτινογραφούν
 εισερχομένους εξερχομένους διερχομένους. Τα περίστροφα ακίνητα βαθειά
μέσα τους σαφώς οπλισμένα.

Το πλήθος φεύγει                    έφυγε. 

Κι εκεί σε βρήκαν αργότερα με μια ριπή (τρύπες 7-8) στη πλάτη σου ετών
ας πούμε 24 καμμιά ταυτότητα.

                XII

Ταξίδι στο μεγάλο διάδρομο καταργημένος χρόνος. Οχι σκοτάδι μήτε
μισοσκόταδο μήτε και φως. Ταξίδι τα χαράματα σ’ ένα γυμνό τοπίο
σκοποβολής. Η βρύση πλένει χέρια και πουκάμισο οι εφημερίδες καταπίνουν
τις φωνές.

Αστυνομίες αμίλητες μέσα σε σκοτεινές αστυνομίες. Πρωθυπουργοί με
Σκεπασμένο πρόσωπο. Απάνω οι νόμοι σε  σειρές σοφή συναρμογή και
διάταξη με τους συνήθεις αγωγούς σωλήνες σωληνώσεις πολαπλά
κυκλώματα με θύρες διαφυγής. Κυκλοφορία παράπλευρη για τους
αξιοπρεπείς φονιάδες

Κι εσείς που ωστόσο συνεχίζετε κρατώντας προστατεύοντας στα δόντια
σας την τελευταία σας λέξη.

Το λάθος των μηχανουργών.

Από την ποιητική ενότητα «Δοκίμιο ’73-’74» του έργου Το χρονικό, 1975

ΛΕΙΑ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ-ΚΑΡΑΒΙΑ
Προς Αντιγόνην

1
Ο αδελφός σου κείται νεκρός, Αντιγόνη.
Χτες η ατίθαση φωνή του ξερνούσε
μίσος κι ανατρεπτικά συνθήματα,
όποιος τον άκουγε το 'χε για σίγουρο
πως η αυγή του Σαββάτου θα τον εύρισκε
πορθητή ή σκοτωμένο.

2
Τώρα πια σβήστηκαν οι εμπρηστικές
αστραπές των ματιών του.
Δε ζει ο θρασύς
που διαλογίστηκε να ρίξει τους κρατούντες
και παραβαίνοντας τους νόμους να καυχιέται
ότι είναι τέτοια πράξη ενδοξότατη.

3
Πότε σήκωσε το κεφάλι; Πώς ξέφυγε
τους φρουρούς, τους πυκνούς σωματοφύλακες,
τους σπιούνους μας; Πότε γίνηκαν τέσσερεις,
πότε γίνηκαν εκατό, πώς υποδαύλισαν
τη φωτιά που αδιόρατα φούντωσε
μέσα στην άλαλη πόλη;

4
Δεν καταλάβαμε καν τι ζητούσαν.
Αν ήθελαν για ελόγου τους την εξουσία
θα 'ταν πιο λογικό. Άρχοντες ανεβαίνουν,
άλλοι πέφτουν. Αυτοί διαλαλούσαν ότι η πόλη
δεν ανήκει σε αρχόντους, παρά στο λαό.

………………………………………………..

38
Αλίμονο στην πόλη που ανωφέλητα
φυτεύει τέκνα. Αν δείχνονταν νομοταγείς
τώρα θα ζούσαν και θα τους είχαμε
στηρίγματα μας, όχι φαντάσματα
να μας ταράζουν την ανάσα και τον ύπνο.

41
Φέτο δε θά 'ρθει η άνοιξη, δε θ' αφήσουμε
τους κούκους να τιτιβίσουν τα τραγούδια
των στασιαστών, τις μυγδαλιές να τους μυρώσουν,
όχι, τον ήλιο δε θα τον αφήσουμε
να ξεκαλοκαιριάσει, και τα τζιτζίκια
να τσιρίζουν ζει ζει ζει.

42
Ετούτος ο Νοέμβρης θα μείνει καρφωμένος
μέσα στο χρόνο, με τις ατέλειωτες του νύχτες,
με το βοριά στα στηλωμένα μάτια μας,
με τους τριγμούς κλαριών ή πατημάτων,
κρωγμούς ή συνθηματικές κραυγές συνωμοτών.

43
Δεν ξεγελιόμαστε απ' τα τεχνάσματα σας.
Κάποιος ρίχνει κόκκινο χρώμα στα ποτάμια —
δεν έρευσε από φλέβες τόσο κόκκινο.
Κάποιος βάφει πορφυρένια τη θάλασσα
και τα σύννεφα στάζουν αίματα, αίματα,
πλημμυρίζουν οι δρόμοι.


Από τη συλλογή Προς Αντιγόνην, Αθήνα, 1975.

Το πήρα από την ανθολογία του Ηλία Γκρη «Το μελάνι φωνάζει – Η 17η Νοεμβρίου 1973 στη λογοτεχνία» των εκδόσεων Μεταίχμιο.



Πρώτη Μέρα:

Τετάρτη, 14 Νοέμβρη 1973

του Φώντα Κονδύλη (1939-2002)


            Χαράματα

            Ξύπνησα από ΄ναν εφιάλτη. Δεν ήταν τόσο το φίδι που με τρόμαξε, όσο η αίσθηση πως
 αν τολμούσα ν΄ ανοίξω τα μάτια μου, θάκανε μια «χραπ» και θα με καταβρόχθιζε, γιατί το φίδι, βό
ας τεράστιος, πύθωνας των τροπικών, βρισκόταν κουλουριασμένο στο κέντρο της μικρής
μου κάμαρας, χοντρό, με το κεφάλι του στητό κοιτάζοντάς με καθώς κοιμόμουν, έτοιμο να με κατα
πιεί μόλις άνοιγα τα μάτια μου. Δεν μπορούσα να φανταστώ τις διαστάσεις του. Μπορούσα όμως
με κλειστά τα μάτια να ζωγραφίσω τα χρώματά του, ιθαγενής εγώ στον τοίχο των σπηλαίων, με μό
νο ξόρκι τις βαφές – οι φίλοι μου τ΄ αγριοβότανα. Κλειστά τα μάτια και τα χρώματα να ορμούν
 απ΄ όλες τις γωνιές στο κοίλον του πανικού μου. Αν καταφέρω να σε ζωγραφίσω, αν σ΄ αποδώ
σω πιστά, μ΄ όλη σου τη φριχτή μεγαλοπρέπεια, τότε θ΄ ανοίξω τα μάτια μου, φίδαρε, γιατί τότε
 θα μπορώ να σε σκοτώσω άκοπα, ακινητοποιημένος καθώς θάσαι στον τοίχο, έργο του τρόμου
 μου, μ΄ ένα όργανο αιχμηρό, στο κεφάλι, θα σου λιώσω το κεφάλι με την πέτρα, πρώτα αυτό, κι
εσύ δε θα κουλουριαστείς στο κορμί μου, δε θα μπορέσεις, θα σούχω λιώσει κιόλας το κεφάλι, θα
 σε γδάρω μετά, με υπομονή, θα βρω τα εργαλεία, σιγά σιγά, το δέρμα σου, απ΄ το κεφάλι ως
την ουρά, κι έπειτα θα φορέσω το δέρμα σου, και θάχω ψεύτικο κεφάλι. Τότε θ΄ ανοίξω τα μάτια
μου, φίδι, πύθωνα, δράκε.

            Αργεί πολύ να ξημερώσει. Είδα κι έπαθα ώσπου ν΄ ανοίξω τα μάτια μου. Τώρα τι γίνεται;
Αν τα ξανακλείσω, είναι βέβαιο πως αυτή τη φορά θα πέσω κυριολεκτικά μέσα στο λάκκο
των λεόντων. Και νυστάζω. Ο ύπνος τουλάχιστον... Η αποχαύνωση. Να σηκωθώ καλύτε
ρα. Σκέφτομαι πως τις μέρες αυτές τις σπαταλάω σε άσκοπες χρονοτριβές. Τι κοιμισμένος, τι
 ορθός, η ίδια αίσθηση αχρηστίας. Και μου κοστίζει ακριβά κάθε φορά η επιστροφή στις άγρα
φες σελίδες. Χαζεύω ενσυνείδητα. Κοιμάμαι πολύ. Παρηγοριέμαι έτσι. Άλλες φορές παρασύρομαι
και πιστεύω πως πρέπει να κοιμάμαι λιγότερο, γιατί, λέει, έχω πολλά να κάνω, κι ακόμα περισσότε
ρα να προσφέρω στους άλλους. Συγγραφέας λέει! Σκατά στα μούτρα μου έτσι που έχω καταντήσει.

            Τούτο το καλοκαίρι, είν΄ αλήθεια, δεν είχε καμιά δόξα για κανένα. Ο Παναγούλης φυλακή.
Το ξημέρωμα φρίκη. Η Δικτατορία δαγκώνει λυσσασμένη όσο ποτέ. Η στέρηση κι η στέγνια
έχουν πάψει πια νάναι άσκηση. Γίνηκαν κάτι αχαμνό και στείρο. Πενία. Είπα πως φταίει ο ήλιος
και το ξεδιάντροπο φως, η χυδαιότητα της ασφάλτου, η προστυχιά των αυτοκινήτων
 κι αυτοκινούμενων νευρόσπαστων της χειρότερης πόλης του κόσμου. Στον «Αρίωνα» τίποτα
δεν πάει καλά. Οι σχέσεις μας διαλυμένες. Το βιβλιοπωλείο που ανοίξαμε φαγάνα. Τα οικονομικά
μας σπαραγμός. Αξιοπρέπεια μηδέν. Δεν έχουμε να πληρώσουμε ούτε το ούζο που πίνουμε
κάθε βράδυ στην πλατεία – το πιο φτηνό που μπορείς να πιεις χωρίς να σε κάψει. Και καυγά
δες. Ατέλειωτοι. Καυγάδες που ΄χουν την τραγικότητα του γελοίου. Κουβεντολόι γύρω απ΄
την κατάστασή μας και την πολιτική. Ισχυριζόμαστε πως έχουμε διαφορές αγεφύρωτες.
Με κατηγορούν για εστετισμό και ιδεοφροσύνη. Αδιαφορώ λένε για την πραγματικότητα
που σπαράζει γύρω μου κι είμαι τυλιγμένος σ΄ ένα σύννεφο υποκειμενισμού που μετατρέπει
τα πάντα σε ατομιστική χαύνωση.

            Έτσι είν΄ όμως; Κι αυτός ο διχασμός που με κόβει στα δυο; Σχιζοφρένεια. Από τη μια
 τ΄ ανατριχιαστικά γεγονότα της εποχής – δικτατορία, συλλήψεις, όργιο και φασισμός – κι από
 την άλλη οι επιπτώσεις του απροκάλυπτου κακού στο χαρακτήρα μας – στο δικό μου κυρίως –
 η φοβία, οι νευρώσεις, η ηττοπάθεια κι ο μηδενισμός. Το ένα μου ζητάει να παρατήσω τα χαρτιά
και τα μολύβια και ν΄ αρπάξω ό,τι βρεθεί στο χέρι μου, τ΄ άλλο με παρασέρνει σε αβύσ
σους αυτοεγκατάλειψης, σάμπως να πρέπει να τιμωρηθώ για το δισταγμό μου να πάρω
μιαν απόφαση. Το ένα με ξεπερνάει σαν δυναμική ζωής, τ΄ άλλο μου θυμίζει την ακατά
παυτη μεταμόρφωση σχημάτων και εννοιών. Το ένα με σπρώχνει ν΄ αρπάξω το φραγγέλιο, τ΄
 άλλο μου αναστέλλει την κίνηση, μια αέναη μετατόπιση απ΄ το ένα στο άλλο, απ΄ τη λαχτάρα
 για δράση, στην περίσκεψη, απ΄ τον πυρετικό οραματισμό, στην αίσθηση του μάταιου, από
 το θάρρος να κάνω ακόμα και σφάλματα, στο σκυθρωπό ζύγιασμα των πιθανοτήτων κι απ΄
την ψυχρή κριτική στην αλόγιστη συναισθηματική σπατάλη. Με ποιον να τα μοιραστώ όλ΄ αυτά;
Το ζήτημα είναι να ξέρεις ν΄ αρχίζεις τη ζωή σου απ΄ την αρχή, κάθε λεπτό, μαζί με τους άλλους,
να μοιράζεσαι μαζί τους την ανάσα σου και την ελιά που θα κρύβεις στο ντορβά σου για την ώρα
της έσχατης ανυπακοής. Δεν ξέρω πια τι είν΄ εκείνο που ζητάμε. Η δημοκρατία τάχα, ή, το λιγότε
ρο, η αποκατάστασή της; Υποψιάζομαι ότι κανείς δεν πιστεύει πια σε μια δημοκρατία
που μηχανεύεται τυράννους. Η Κίνα μπλέκεται συχνά στη γλώσσα μας. Είναι σίγουρο πως εκεί πέ
ρα κάτι συνταρακτικό γίνεται, μα πάντα εγώ τρομάζω κάθε φορά που βλέπω φωτογραφίες απ΄
τη μακρινή χώρα: πολλούς ανθρώπους μαζί, εκατοντάδες, χιλιάδες, ντυμένους όλους με το
 ίδιο ρούχο, μ΄ όλων στα μάτια την ίδια έκφραση, την ίδια στάση, το ίδιο χαμόγελο. Όλοι
 σαν άνθρωπος ένας! Είναι ασύλληπτο.


Η ώρα περνάει (το ρολόι μου έχει σταματήσει)

Και πώς να μην είναι; Πώς εμείς, οι δυτικοθρεμένοι, να μη νιώθουμε δέος στη σκέψη
ότι μπορεί ν΄ αφομοιωθεί ο θλιβερός εγωισμός μας απ΄ την πλατύτερη αγκαλιά που γνώρ
ισε ποτέ ο κόσμος; Ποτάμι μοναχικό που κυλά και χάνει το σχήμα του μόλις ρουφηχτεί απ΄
τη θάλασσα. Είναι καιρός να δούμε προς το μέλλον. Θ΄ αρέσει το μέλλον αυτό
στους πολλούς. Οι λίγοι θα παραμεριστούν. Η ιστορία δεν έχει μνήμη, δεν έχει ηθική. Ζού
με σ’ εποχές συλλογικής μοίρας. Σε πείσμα της θηλειάς, του πολυβόλου και του φό
βου, βρίσκει μια οπή το πνεύμα της μοίρας αυτής κι απλώνεται άξαφνα σαν κηλίδα λα
διού πάνω στο νερό. Κάποτε, σ΄ άλλες εποχές, η σφαγή της Χιλής δε θάφτανε ως εμάς. Κι
αν έφτανε, θα είχε ξεθυμάνει σαν ήρεμο κυματάκι κι ας είχε ξεκινήσει από πολύ μακριά
σα βιβλική θεομηνίθα. Τα μέσα επικοινωνίας... Το τηλέτυπο. Οι άνθρωποι του σκοταδιού
τα χρησιμοποιούν όσο μπορούνε πιο πλατιά. Σωστά. Μεγάλωσε πια, και μεγαλώ
νει καθημερνά ο αριθμός των λαών που έχουν μια ελευθερία να θρηνούνε. Καθημερνά
 και πιο πολύ, η ανάγκη να εξουδετερωθούν, ν΄ αποβλακωθούν εκατομμύρια μάζες πά
νω στον πλανήτη μας είναι η κύρια μέριμνα των μαζικών μέρσων ενημέρωσης
της νεοαποικιοκρατίας. Όμως αυτά ακριβώς τα μέσα γίνονται κι ο λάκκος της. Αρκεί
μια είδηση να φτάσει ως τις εσχατιές του πλανήτη μας, έστω και σακατεμένη, μια είδη
ση σφαγής συνήθως κι αγριότητας, για να φουσκώσει το κύμα εκατομμυρίων ανθρώ
πων πάνω στη γη που δεν πιστεύουνε πια στους ήρωες κανενός πολέμου, γιατί ο πόλε
μος δεν είναι πια υπόθεση τιμής, δεν προασπίζεις πια κανένα πάτριο έδαφος, το έδαφός
σου έχει από καιρό κατακτηθεί. Στην εποχή μας, ούτε η δικιολογία πια του εξωτερικού
εχθρού αρκεί για να βγούνε στους δρόμους τα τανκς. Ο εχθρός είν’ εσωτερικός, υπήρχε
μέσα μας από πάντα. Καραδοκούσε σε στρατώνες, χτυπώντας ανυπόμονα την
άδεια καραβάνα του. Είμαστε σαν το νερό οι σκλαβωμένοι λαοί. Το σταματάς από δω,
το φράζεις από κει, το κάνεις τέλμα, μα κείνο βρίσκει μυστικές οπές, τρυπώνει κι ανοί
γει υπόγεια χάσματα και κυλάει. Αναιρεί το βούρκο. «Αισιόδοξη σκέψη» λέω μέσα
μου. Αισιόδοξη σε μια εποχή που τελειοποιήσαμε τα όργανα της εξόντωσής μας. Παλεύ
ουν, λένε, δυο θεριά. Ποιο θα νικήσει; Πού πάει ο πλανήτης μας;


Η ώρα περνάει (βάζω το ρολόι κουτουρού)

Δεν τα κατάφερα, λέω μέσα μου. Δεν τα κατάφερα να ξεκαθαρίσω κι αυτή τη φορά τις σχέ
σεις μου με το θέατρο. Οι πρόβες που έκανα στο καινούργιο έργο, όχι απλώς δε με γέμι
σαν, αλλά κι ανάγλυφα μου παρουσίασαν κι αυτή τη φορά τη ντροπή που λέγεται αστι
κό θέατρο. Τίποτε όσο ένας αστικός θίασος, τίποτε όσο αυτός – σκέφτομαι – δεν εκφράζει
 με τόση ενάργεια τις δομές του ίδιου του συστήματος και την επίδρασή τους πάνω
στις σχέσεις των ανθρώπων: πόζα, ψευτιά, στόμφος και κουφότητα απ΄ τη μια, κι από
 την άλλη ψυχρός υπολογισμός, αδυσώπητη δημιουργία στεγανών, ιεράρχηση! Θεέ μου
 τι πρόστυχη λέξη! Τι αποτρόπαιη έννοια. Το μισώ αυτό το είδος θεάτρου. Δεν αδιαφο
ρώ μισώντας το. Μακάρι να μπορούσα να συμβάλω στην καταστροφή του. Θυμάμαι
 την πρεμιέρα πριν από λίγο καιρό. Δε θυμόμουνα τίποτα απ΄ τα λόγια μου. Κόσμος πο
λύς στην πλατεία. Γέροι οι περισσότεροι. Νέοι καθόλου. Ανάμεσα στο πλήθος, γνω
στές προσωπικότητες των γραμμάτων. Ο θίασος Χ. παρουσίαζε κάποιο έργο του Ζ. Το έρ
γο άρχισε μέσα σε μια παγερή αναμονή. Το θυμάμαι σαν τώρα. Φτάνει το δεύτερο μέρος, κι
 η αναμονή εντείνεται. Το θέμα του έργου, δε γίνεται, θάρθει στιγμή που θα σαρκωθεί
σε γνήσιο θέατρο. Δε βαριέσαι. Το έργο τελειώνει, η αναμονή μένει μετέωρη, το κοι
νό διαψεύδεται. Όχι ότι ο συγγραφέας δημιούργησε ελπίδες. Ο συμπαθής αυτός άνθρω
πος, όταν ανάβουν τα φώτα της ράμπας για να φωτίσουν τα σκαριφήματα που ονομά
ζει θεατρικά έργα, γίνεται ένας αφελής κομπογιαννίτης, που πασχίζει να θεραπεύσει
με ξόρκια και μαγιοβότανα έναν απλό πονοκέφαλο. Το κοινό καγχάζει. Αλλά στο τέλος
του έργου χειροκροτεί. Θα έλεγα με θερμότητα. Το ίδιο αυτό κοινό που κάγχαζε
και ειρωνευόταν ανοιχτά, ανεβαίνει στα παρασκήνια συγκινημένο και συγχαίρει από βά
θους καρδιάς την πρωταγωνίστρια, το συγγραφέα και τους άλλους ηθοποιούς. Όταν φύ
γει από τα παρασκήνια, το ίδιο αυτό κοινό θ΄ αρχίσει με λύσσα αγριότερη από πριν
τον καγχασμό και τη χλεύη. Αξιολάτρευτο, γοητευτικό κοινό της μπουρζουαζίας.


Μεσημέρι

Κατάθλιψη, κι ένα βούρκωμα ανεξήγητο μέσα μου. Ναι, ζω μια κοινή ζωή με τα παιδιά
του Αρίωνα, όμως αυτή την εγκατάλειψη, αυτή την παγωνιά που διαπερνάει το στέρνο
μου, πώς να την κάνω κοινό κτήμα μαζί τους; Τι είναι συλλογικότητα; Πού τελειώνουν τα
όρια του ατόμου;

Το υπόγειο του Αρίωνα, στην Κυψέλη, είναι σα να βουβάθηκε. Μονάχα ένα ασπρόμαυ
ρο γατί, κι εγώ. Ξαναδουλεύω τη «Δίκη του Μεσημεριού». Είναι η τρίτη μορφή της. Ελπίζω
 κι η τελευταία. Με κουράζει. Δεν προχωράει. Φαίνεται ότι με ξεπερνάει το υλικό. Τα χρώμα
τα είναι σκληρά. Θέλουν απάλυνση. Το ρυθμό προπαντός. Άμα βρω το ρυθμό, θα κυλή
σει. Δε γίνεται. Με παιδεύει πολύ το πρόσωπο της κοπέλας που την εκτελούν την ώρα
που γράφει το σύνθημα στον τοίχο. Πώς θ΄ απολογηθεί στο στρατοδικείο αφού
είναι πεθαμένη; Πρέπει να λύσω το πρόβλημα αισθητικά, όχι πραγματιστικά. Κι ο Έκτορας;
 Ο πρωταγωνιστής; Βρίσκω πως είναι φορτωμένος με πολλά υποκειμενικά δικά μου. Θα
του αφαιρέσω βάρος. Πρέπει να γίνει διάφανος. Πρέπει να βρω τρόπο να του περά
σω στοιχεία δικά μου, απ΄ τη δική μου ατομικότητα, αλλά να γίνουν βιώματα δικά του.
Πώς όμως; Πώς;

Από τότε που ανοίξαμε το βιβλιοπωλείο, ένα μεγάλο μέρος παρηγοριάς μετατοπίστηκε.
Ο Αρίωνας έγινε τώρα κάτι επίσημο και υπεύθυνο, κάπως μακρινό πια. Τις λίγες ώρες
 που μαζεύονται τα παιδιά, όταν κλείνει το βιβλιοπωλείο, εγώ απουσιάζω. Είμαι στο θέα
τρο και θρηνώ προκαταβολικά τις ώρες που χάνω. Το θέατρο δεν έχει κόσμο. Είκοσι
 ως εικοσπέντε άτομα σε κάθε παράσταση. Κι οι πιο πολλοί με προσκλήσεις. Τώρα μάλι
στα που έχω αναλάβει να κάνω μια μετάφραση με κείμενα απ΄ τη Χιλή, η αίσθηση
της σπατάλης του χρόνου με καταθλίβει. Όχι επειδή δεν έχω αρκετό χρόνο να μεταφρά
σω αυτά τα συγκλονιστικά κείμενα, μα επειδή η άμεση μετάφρασή τους είν΄
ό,τι ουσιαστικότερο θα μπορούσα να προσφέρω αυτή τη στιγμή.


Πεντέμισι το απόγευμα

Φεύγω. Το γατί νιαουρίζει. Όλοι λείπουν. Μπαίνω στο τρόλλεϋ. Σήμεα έχουμε
δυο παραστάσεις. Είπα δυο-τρεις κουβέντες με τον κυρ Θανάση τον περιπτερά, ένα χρυ
σόν άνθρωπο, πάναγνο σαν νεροπηγή. Τα μάτια του και σήμερα μιλούσαν. Η διαδρομή ως
 το Σύνταγμα μου φαίνεται ατέλειωτη. Νιώθω αποχαυνωμένος. Η νέκρα θριαμβεύει πά
νω μου.

Το πρώτο ρίγος στη ραχοκοκαλιάτο νιώθω όταν ακούω τις φωνές. Έρχονται από μπροστά
οι φωνές, αξεδιάλυτες στην αρχή, οπωσδήποτε ρυθμικές, σα συνθήματα. «Πολυτε
χνείο», φωνάζει ο εισπράχτορας, κι ανοίγει τις πόρτες.

Ο κόσμος ξεμπουκάρει, και μέσα στο τρόλλεϋ μπουκάρουν οι φωνές, ρυθμικές, αναρίθμη
τες φωνές παιδιών που φωνάζουν σα να τραγουδάνε. Και τότε δέχομαι ζεματιστό κατάστη
θα το μήνυμα. Με εικόνες τούτη τη φορά. Τεράστια πανώ στα κάγκελα του Πολυτεχνείου,
κι από μέσα, παιδιά σκαρφαλωμένα, κι ως έξω απ΄ την είσοδο παιδιά, νέα παιδιά, εκεί, γύ
ρω στα είκοσι, κορίτσια αγόρια, να φωνάζουνε ρυθμικά. Μα τι φωνάζουνε; ακούω πλάι
μου μια φωνή. Σε λίγο μ΄ άφησε το σύγκρυο. Το τρόλλεϋ έχει ξεκινήσει. Η νέκρα
με ξανακυριεύει. Τίποτε δε γίνεται, λέω. Ο δικτάτορας δε θα τους πειράξει. Θα τους αφήσει
να φωνάξουνε, να ξελαρυγγιαστούνε, να εκτονωθούνε, κι ύστερα μόνα τους θα φύγουνε.
Τα παιδιά. Των 18 και 20 χρόνων. Έτσι έγινε και πέρυσι στη Νομική. Ακριβώς τέτοιο και
ρό. Κλειστήκαν τα παιδιά στη Νομική δυο μέρες. Τη δεύτερη πείνασαν, κουράστη
καν, γύρισαν στα σπίτια τους. Προηγουμένως, βέβαια, πράκτορες μυστικοί είχαν ανοίξει
 από μέσα τις πόρτες και χύμηξαν οι αστυνομικοί με τα γκλομπς στο χέρι. Δείρανε με
 την ψυχή τους. Χόρτασαν. Τραυμάτισαν κιόλας. Τα παιδιά ξαναγύρισαν στα θρανία. Πέρυ
σι, τέτοιο καιρό, τα πράγματα στο Πολυτεχνείο πήραν άλλη τροπή. Κλειστήκαν κι εκεί
 τα παιδιά, κάποιος από μέσα άνοιξε τις πόρτες, χυμήξαν οι αστυνομικοί, τραυμάτισαν πολ
λά. Ταυτόχρονα, ο δικτάτορας ψήφιζε αναγκαστικό νόμο: αίρεται η αναβολή κατατάξεως
στο στρατό. Τότε, πολλά παιδιά πήραν το δρόμο του στρατιωτικού, μέσα σε μιαν ατμόσφαι
ρα έντασης και τρομοκρατίας. Σείστηκε το πανελλήνιο. Αλλά σε λίγο τα πνεύ
μτα καταλάγιασαν. Νέα συγκλονιστικά γεγονότα μας έκαναν να ξεχάσουμε όλα τ΄ άλ
λα συγκλονιστικά που είχαν προηγηθεί: παραίτηση των στρατιωτικών της κυβέρνη
σης, συγκέντρωση όλων σχεδόν των εξουσιών στα χέρια του αυτοανακήρυχτου Προέ
δρου της Δημοκρατίας, ορκωμοσία Μαρκεζίνη και λοιπά. Είναι τρομαχτικό αυτό
που συμβαίνει εδώ κι έξι χρόνια. Το κάθε τι που συμβαίνει είν΄ από μόνο του συγκλονιστι
κό. Φτάσαμε στο σημείο, οτιδήποτε καινούργιο να είναι συγκλονιστικότερο απ΄ όλα
τα προηγούμενα, και αυτομάτως να σε κάνει να τα ξεχνάς. Κι ο χρόνος για την αφομοίω
ση του κάθε τι να είναι απελπιστικά λίγος. Πώς να τ΄ αφομοιώσεις όλα, να τ΄ αξιολογήσεις
και να τα ταξινομήσεις; Ούτε καν να τα πληροφορηθείς δεν προφταίνεις. Έτσι ήταν
που ξεχάστηκαν γρήγορα τα γεγονότα της Νομικής μπροστά στο σκάνδαλο Γουώ
τεργκεητ, που ανακήρυξε το Νίξον ως το μεγαλύτερο παλιάτσο όλων των εποχών,
έτσι ξεχάστηκε η στράτευση των φοιτητών μπροστά στη σφαγή της Χιλής, για να ξεχα
στούν σιγά-σιγά κι οι σφαγές της Χιλής μπροστά στην ανακήρυξη του γελωτο
ποιού Μαρκεζίνη σε πρωθυπουργό της χώρας μας, μιας χώρας που άρχισε κιόλας
να πεινάει, να κρυώνει και να διαστέλει τα μάτια πιο πολύ. Έτσι είπα μέσα μου, έπειτα
απ΄ τον πρώτο συγκλονισμό – «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία» – είπα μέσα μου ότι κι αυτό
 το συγκλονιστικό από μόνο του γεγονός να κλειστούνε και πάλι τα παιδιά μες
στο Πολυτεχνείο, θα οδηγηθεί στο ίδιο φινάλε, για ν΄ αρχίσει αμέσως κάτι άλλο, μέσα
στα πλαίσια πάντα της αμφίβολης ανοχής των αρχών, και της ανοργανωσιάς που δέρνει
 την αγανάκτηση του λαού. «Θα εκφυλιστεί» λέω μέσα μου, και μπαίνω στο θέατρο.


Αργά το βράδι

Μετά τις δύο παραστάσεις. Η Ιωάννα κι εγώ. Πήραμε να κατεβαίνουμε την Πανεπιστη
μίου. Με την Ιωάννα παίζουμε μαζί στο ίδιο έργο. Οι κριτικοί μάς γράψανε καλά. Για μας
τους δυο. Καλά. Είχαμε διαβάσει ολόκληρη την κριτική νωρίς το βράδι πριν την παράστα
ση, και τότε καταλάβαμε γιατί ο θίασος μάς έκανε μούτρα. Είχαμε γελάσει. Η Ιωάννα
 θα πήγαινε στα Βριλήσσια, στο σπίτι της. Θα τηνε πήγαινα ως την αφετηρία, κι
έπειτα θάφευγα κι εγώ. Η αφετηρία για το σπίτι της είν΄ ακριβώς πάνω απ΄ το Πολυτεχνείο.

— Λες να γίνουνε τίποτα επεισόδια; με ρωτάει η Ιωάννα.

            Έχω το χέρι μου περασμένο στον ώμο της.

            — Δε φαντάζομαι. Δε βλέπεις γύρω σου την ησυχία; της απαντάω.

            Άδεια σχεδόν η Πανεπιστημίου. Μόνο ταξί που κατεβαίνουν προς την Ομόνοια.

            — Τι ωραία που είναι η Αθήνα δίχως κόσμο... λέω αφηρημένα. Και το πιστεύω αυτό
 που λέω.

            — Δεν έχει λεωφορεία; Τι ώρα είναι; με ρωτάει.

            Τότε κι εγώ αντιλαμβάνομαι πως δεν υπάρχουν λεωφορεία. Τα λεωφορεία
 Αμπελόκηποι – Πατήσια που περνούν ακριβώς μπροστά απ΄ το Πολυτεχνείο...

            Με πιάνει σύγκρυο για δεύτερη φορά.

            — Πώς δεν έχει! της απαντάω. Απλούστατα είναι περασμένη η ώρα κι έρχονται κάθε τέταρ
το.

            Στα χέρια μου κρατάω τη μπροσούρα για τη Χιλή. Στο εξώφυλλο, ένα τεράστιο κόκκινο αστέ
ρι αριστερά, και στο κέντρο, γαλάζιος ένας χάρτης όλης της Νότιας Αμερικής, μόνο της Νό
τιας Αμερικής. Εκεί, προς τα πάνω, που πλαταίνει η Νότια Αμερική, και γίνεται σαν παλάμη,
ένα τουφέκι οριζόντιο που το κρατάει σφιχτά αυτή η ίδια παλάμη, αυτή η ίδια κι ολάκερη
Νότια Αμερική. Ταυτόχρονα βλέπουμε και τους μπάτσους. Έρχονται από δεξιά. Μπρος
στο Πανεπιστήμιο, κλούβες γεμάτες μπάτσους που περιμένουν.

            — Κρύψε το βιβλίο στο ταγάρι σου, της λέω.

            Το ταγάρι της κρέμεται στον αριστερό ώμο της, απ΄ τη δική μου μεριά. Βάζω τη μπροσού
ρα στο ταγάρι. Η Ιωάννα, ως συνήθως, κουβαλάει μες στο ταγάρι της ό,τι μπορεί να βάλει ανθρώ
που νους. Η μπροσούρα δε χωράει. Φαίνεται. Δε σταματάμε να περπατάμε. Οι μπάτσοι
μας φτάνουν. Σφιγγόμαστε πιο πολύ ο ένας πάνω στον άλλο. Περνάμε ανάμεσά τους.
Άγρια πρόσωπα, κιτρινωπά, καφετιά.

            — Λες να επιτεθούν; ξανά η Ιωάννα.

            — Γιατί να επιτεθούν; Άλλωστε, δε γίνεται τίποτα σπουδαίο. Μια απλή συγκεντρω
σούλα. Φοβάσαι;

            — Ναι. Φοβάμαι τη βία.

            — Αυτοί κάνουνε τη δουλειά τους, λέω πιο πολύ για να την καθησυχάσω. Κι είναι
πολύ φυσικό να υπάρχουν αστυνομικοί όπου υπάρχουν συγκεντρώσεις...

            Και νιώθω σε μια στιγμή να την τραβάω για να περπατήσουμε πιο γρήγορα
 καθώς πλησιάζουμε στα Χαυτεία.

            — Δεν ακούω φωνές. Θα έφυγαν φαίνεται. Τι λες; μιλάει πάλι η Ιωάννα.

            — Α! Σίγουρα! της απαντάω και νιώθω να την τραβάω ακόμα πιο πολύ.

            — Τι με τραβάς; Ας περπατάμε πιο σιγά. Είναι ωραία η βραδιά.

            Στρίβουμε στα Χαυτεία. Παίρνουμε δεξιά την Πατησίων. Όσο προχωράμε προς
 το Πολυτεχνείο, διασταυρωνόμαστε με αραιούς διαβάτες στην αρχή, έπειτα πέφτουμε πάνω
 σε μικρές ομάδες που πυκνώνουν ολοένα. Οι φωνές, από μακριά ακόμα, φτάνουν στ΄ αυτιά μας
σαν απροσδιόριστο κάλεσμα. Εκεί είν΄ ακόμα! λέω μέσα μου, και κάποια ταραχή, μισή χαρά,
 μισή φόβος, με κάνει ν΄ ανοίξω ακόμα πιο πολύ το βήμα μου. Η Ιωάννα, γατζωμένη απάνω μου,
με ακολουθεί με δυσκολία όσο ο κόσμος πληθαίνει γύρω μας, κι οι φωνές γίνονται όλο και
πιο ξεκάθαρες. Αστυνομία πουθενά.

            Περνάμε τη Χαλκοκονδύλη και πέφτουμε πάνω στο μεγάλο πλήθος, κι ανοίγουμε τ΄ αυτιά
 μας στις φωνές, κι αναγαλλιάζει κάτι στο στήθος μου.

            — Πότε μαζεύτηκε τόσος κόσμος; λέω. Τ΄ απόγευμα που πέρασα, ήταν πολύ λίγος.
Πώς μαζεύτηκαν τόσοι πολλοί;

            — Άρα, η κυκλοφορία έχει σταματήσει, κι όχι πως είναι αργά και πως τα λεωφορεία περ
νάνε κάθε τέταρτο, λέει η Ιωάννα.

            — Όχι βέβαια, όχι βέβαια, κι ανοίγω το βήμα μου. Τη σέρνω κυριολεκτικά. Την ώρα αυτή,
 μια τεράστια κραυγή, σάμπως βγαλμένη από μυριάδες στόματα, κάνει τις βιτρίνες να τρίζουν.

            «Απόψε, Πεθαίνει, ο φα-σι-σμός»

            Κοκκαλώνουμε κι οι δυο. Έχουμε φτάσει στη Στουρνάρα. Δέκα μονάχα βήματα μάς χωρί
ζουν απ΄ το πεζοδρόμιο του Πολυτεχνείου.

            «Έξι χρόνια είν΄ αρκετά, δε θα γίνουνε εφτά»

            «Κάτω η Χούντα»

            — Ξενοφώντα, εγώ θα στρίψω δεξιά, λέει η Ιωάννα αποφασιστικά. Δε μπορώ να
 σ΄ ακολουθήσω. Έλα και συ. Μην πας. Πάμε από δω.

            — Όχι Ιωάννα. Ας χωρίσουμε εδώ καλύτερα. Καληνύχτα.

            — Πρόσεχε! Πρόσεχε σε παρακαλώ.

            Τη χαιρετάω κι ετοιμάζομαι να περάσω απέναντι. Κάνω δυο – τρία βήματα. Τότε θυμάμαι
το βιβλίο. Στρέφω, ψάχνω να τη βρω εκεί που χωρίσαμε πριν από λίγο. Πήχτρα ο κό
σμος. Ξαναγυρίζω. Ανοίγω δρόμο με τους αγκώνες μου, φωνάζω Ιωάννα, δεν ξέρω γιατί, δε θέ
λω απόψε ν΄ αποχωριστώ τη Χιλή. Σε αρκετή απόσταση, κάποιο γυναικείο ξανθό κεφάλι γυ
ρίζει προς τα πίσω.

            — Το βιβλίο! της φωνάζω. Ξέχασα να πάρω το βιβλίο.

            Τηνε καληνυχτίζω ακόμα μια φορά και ξαναγυρίζω. Χώνουμαι μέσα στο πλήθος, σα να ζη
τάω να προφυλαχτώ. Στέκομαι για λίγο στο απέναντι πεζοδρόμιο, και σε λίγο πραγματοποιώ τα
δέκα μεγάλα βήματα της ζωής μου, ως εκεί που αρχίζει το πεζοδρόμιο του Πολυτεχνείου, οι
τοίχοι του, τα τείχη του κι η ζωή του.

            Περπατάω αργά, σα να ξύπνησα άξαφνα στο κέντρο κάποιου εξαίσιου παραμυθιού. Ποτέ
 δεν είδα τόσα πρόσωπα φωτεινά, ποτέ τη νιότη δεν την αντίκρυσα με τόσες τύψεις για μιαν άλ
λην νιότη χαμένη άδοξα. Ηλεκτρίζομαι. Βαδίζω σαν υπνωτισμένος, μ΄ ένα μούδιασμα ακόμη στα μέ
λη μου, με δυσκολία στη φωνή μου. Πόσο καιρό τηνε περίμενα μια στιγμή τέτοια! Κλείνω τα μάτια
σε μια στιγμή κι αφήνομαι να με παρασύρουν οι φωνές, να χορτάσω ύμνους, να πλημμυρίσουνε
τα κύτταρά μου ηχοφωτιές, να γίνω ολάκερος ένας ηχοβασίλειο. Πόση δίψα για φωνές! Θεέ
μου, πόσο την είχα συνηθίσει τέτοια δίψα, και δεν τόξερα.

            Κι αρχίζω αργά την περιπλάνηση ανάμεσα στα πρόσωπα και τα μάτια. Απόψε, όλος
ο κόσμος μοιάζει σα να κατοικήθηκε από μάτια και χείλη. Παιδιά, όλα παιδιά, κανένα κάτω απ΄
τα δεκάξι, κανένα πάνω απ΄ τα εικοσιδυό. Κάποιος ρωτάει την ώρα. Κάποιος άλλος του λέει
πως είναι δωδεκάμισι τη νύχτα. Πώς τόσο γρήγορα απ΄ το Ψωμί, την Παιδεία, πώς τόσο γρήγο
ρα απ΄ την Ελευθερία του απογεύματος να φτάσουμε ως εδώ, ως αυτή τη στιγμή της ύστα
της άρνησης;

            Κοιτάζω προς τα πάνω άθελά μου. Στις ταράτσες των κτιρίων. Κι η σκέψη με παραλύει. Κά
νω να το βάλω στα πόδια. Κάποιος μέσα μου με γραπώνει απ΄ το λαιμό. «Εδώ θα κάτσεις. Πρώτα
 θ΄ αποφασίσεις  για το φόβο σου, κι έπειτα θα φύγεις. Γι΄ απόψε τουλάχιστο». Το βλέμμα
μου απογειώνεται και πάλι στις ταράτσες και τα μπαλκόνια των τελευταίων ορόφων. Από κει,
λέει, από κει άξαφνα να ξεπροβάλουν. Οι κάννες. Οι κάννες των πολυβόλων στραμμένες
 όλες καταπάνω μας. Και χωρίς καμιά προειδοποίηση ν΄ αρχίσουν να φτύνουν...

            Αυτή τη φορά δε μούρχεται να το βάλω στα πόδια. ‘Εχω κιόλας δει τις κοπέλες με την πο
διά του σχολείου, τ΄ αγόρια με τα μπλου τζηνς και τα μακριά μαλλιά και τα γένεια, να σταματάνε
 τ΄ αυτοκίνητα και να γράφουνε πάνω τους συνθήματα, λεωφορεία, γιώτα χι, ημιφορτηγά
που έρχονται προς το κέντρο, πολλά αυτοκίνητα, αφύσικα πολλά για τέτοιαν ώρα προχωρημένη,
να γράφουνε πάνω τους συνθήματα, και να ζητάνε από τους οδηγούς να βαράνε συνέχεια τα κλά
ξον, και να φωνάζουν μαζί τους κι αυτοί για το φασισμό που απόψε πεθαίνει, τα έχω δει όλ΄
αυτά. Πώς να το βάλω στα πόδια; Κάποιο παιδί μ΄ αναγνωρίζει μες στο πλήθος.

            — Φώντα!

            Στρέφω να δω.

            — Σώτο!

            Με πλησιάζει. Είναι μαζί του και κάποιο άλλο παλικάρι.

            — Εσύ; Πώς βρέθηκες εδώ; λέω σα να ψελλίζω.

            — Εδώ είν΄ η θέση μου, απαντάει χωρίς χαμόγελο.

            — Πόσο χαίρομαι... Τι να πω. Θες τσιγάρο;

            — Ναι, ξέμεινα τελείως. Τα μοίρασα όλα.

            — Πάρε, δώσε και στο φίλο σου.
           
            Του απλώνω όλο το κουτί. Τότε το βλέπω.

            — Τι έπαθε το χέρι σου; Τόσπασες;

            Το χέρι του τ΄ αριστερό, είναι βαλμένο στο γύψο. Μέχρι τον αγκώνα.

            Γελάει ο Σώτος...

            — Όχι, δεν τόσπασα... και μου κλείνει το μάτι.

            Τα χάνω. Το δικό μου μάτι πέφτει τώρα και στο χέρι του φίλου του, τ΄ αριστερό. Κι αυτου
νού το χέρι σπασμένο. Κι άξαφνα, παραβιάζεται η μακάρια αθωότητά μου.

            — Κρατάς απάνω σου καμιά κιμωλία; ρωτάει ο Σώτος.

            — Κιμωλία; Πώς; Όχι... τραυλίζω. Δεν το σκέφτηκα.

            — Καλά, δεν πειράζει, μου χαμογελάει ο Σώτος. Θα ζητήσω από κάποιον άλλο.

            Κι απομακρύνεται ο Σώτος, και περνάει ανάμεσα απ΄ τ΄ αυτοκίνητα, που σταματούν για
 λίγο, φορτώνονται συνθήματα, κι έπειτα ξεκινούν κορνάροντας ρυθμικά για να τα μεταδώσουν
στα πέρατα της ελπίδας, και ξανάρχεται ο Σώτος, λίγο πιο κάτω από κει που ΄μαι εγώ, κι αρχίζει
πάλι να γράφει με κόκκινη κιμωλία, ο Σώτος, να γράφει σε τζάμια, σε παρ-μπριζ, σε πόρτες
 και θόλους αυτοκινήτων, συνεχίζει να γράφει, παιδί δεκαοχτάχρονο ο Σώτος, κλεμμένο ανάστη
μα κυπαρισσιού, συνεχίζει να γράφει την καινούργια ιστορία που άρχισε σήμερα το πρωί.

            Τα μάτια μου τρέχουνε. Περίεργο! Κλαίω. Κλαίω επί τέλους.

            Παίρνω το δρόμο για το σπίτι μου. Πάω να ξεσηκώσω ό,τι βρω. Χαρτιά, μολύβια, κιμω
λίες, μαρκαδόρους, κραγιόνια και νερομπογιές. Θα ξανάρθω. Ξεκαθάρισα πια θαρρώ
τους λογαριασμούς μου με το φόβο. Περπατάω βιαστικά. Βγαίνω απ΄ το πλήθος. Πίσω μου οι φω
νές και τα συνθήματα, μοιάζουν δοξαστικό για κάποιο άγνωστο ξημέρωμα που πλησιάζει.-


Από το «Τριήμερο στα κάγκελα, απ΄ το ημερολόγιο των σκοτεινών ημερών», Καστανιώτης 
1979,
 σ. 13-
35.








Το Νοέμβρη, λοιπόν


Από τότε που το τανκς εκείνο το Νοέμβρη γκρέμισε την κεντρική πύλη τού Πολυτεχνείου, της οδού Πατησίων, η είσοδος αυτή δεν χρησιμοποιείται· εκείνη η συγκεκριμένη καγκελόπορτα, βέβαια, ρημαγμένη απ’ τις ερπύστριες, ωστόσο όχι ολότελα ξεχαρβαλωμένη, φυλάγεται κάπου σαν κειμήλιο του αγώνα και μοναχά στους γιορτασμούς εκτίθεται στο κοινό προσκύνημα. Αλλά και η τωρινή η πόρτα σπανιότατα ανοίγει, κι αυτό σ’ ανάλογες περιστάσεις, κατά τις επετείους δηλαδή. Μόνο τα παραπόρτια της άνοιγαν συχνά-πυκνά, αλλά κι αυτά τώρα κλειστά τα κρατούν, θαρρώ· έτσι όλος ο κόσμος, καθημερνώς, από τις πύλες των οδών Στουρνάρα και Τοσίτσα μπαινοβγαίνει, αλλά καθώς αυτή η τελευταία τα απογέματα κλείνει νωρίς, οι πιο πολλοί απ’ τη Στουρνάρα εξυπηρετούνται. Μπροστά στην πόρτα αυτή κόσμος μαζεύεται όχι μόνο τα πρωινά, αλλά ολημέρα, γιατί έχει καθιερωθεί από τους φοιτητές σαν μέρος για να δίνουν ραντεβού· κι έτσι, σε ώρες καίριες, σημαδιακές εξόδου, οχτώ-οχτώμιση ας πούμε, ή κι αργότερα, πλήθος θα βρεις εκεί να περιμένει, είτε πολλούς μαζί να κουβεντιάζουν μεγαλόφωνα, είτε μοναχικούς στημένους να μέμφονται το έτερον ήμισυ κοιτώντας κάθε λίγο το ρολόι τους, και δεν είναι σπάνιο δυο ή τρεις ξεχωριστές παρέες που ’χουνε δώσει εκεί τα ραντεβού τους να ενωθούν, κι όλοι μαζί να πάνε στο σινεμά ή στην ταβέρνα ή όπου αλλού. Συνήθως κάποιος αργοπορεί περισσότερον του δέοντος, οπότε οι σύντροφοί του φεύγουν αφήνοντας του μήνυμα, «Γιάννη θα ’μαστε εκεί κι εκεί», γραμμένο πάνω σε μια απ’ τις αφίσες — κατά προτίμηση να έχει άσπρο φόντο — που θα σκεπάζουν τις κολώνες εκατέρωθεν της πόρτας· γιατί οι αφίσες διακοσμούν ολοχρονίς τους εξωτερικούς τοίχους τού «ιδρύματος», ιδίως δε τις δυο πλευρές τού τετρα­γώνου, από την Πατησίων και τη Στουρνάρα, που και πιο πολυσύχναστες είναι, και άφθονο ωφέλιμο χώρο προσφέρουν στον αφισοκολλητή· βλέπεις, απ’ τη μεριά τής Μπουμπουλίνας το κτίριο έχει κάγκελα όπου ως γνωστόν είναι αδύνατο να κολληθεί επιτυχώς χαρτί, ενώ η Τοσίτσα είναι δρόμος ιδιόμορ­φος, στα εκεί παγκάκια και παρτέρια την αράζουν τουρίστες, υπερήλικες και ζευγαράκια ερωτευμένα που η πείρα απέδειξε πως σπάνια προσέχουν τη φωνή των τοίχων· έχει κι αυτή όμως το μερίδιό της. Στους τοίχους άλλωστε, εκτός από αφίσες, βρίσκεις και συνθήματα· άλλα είναι γραμμένα σε χαρτί και κολλημένα, οπότε λέγονται χαρτοπανώ, και άλλα έχουν κατευθείαν φιλοτε­χνηθεί — με σπρέι και σπανιότερα μπογιά — απάνω στο γυμνό τοίχο· γράφουνε και με μαρκαδόρο, συνήθως ευφυολογήματα, αλλά αυτά δεν είναι ορατά παρά μονάχα εκ του πλησίον και δεν μπαίνουν στο λογαριασμό. Παλιότερα, όλη αυτή η δραστηριό­τητα δεν άρεσε καθόλου στη Σύγκλητο του ιδρύματος και σε τακτά χρονικά διαστήματα πλάκωνε συρφετός ολόκληρος κλη­τήρες, επιστάτες, θυρωροί, που αρματωμένοι με μάνικες και βούρτσες, με σπάτουλες και άλλα αιχμηρά αντικείμενα απογύ­μνωναν τους τοίχους μ’ αξιοπρόσεχτη επιμονή και υπομονή και έσβηναν, σκεπάζοντάς τα με μπεζ μπογιά, όσα συνθήματα ήσαν γραμμένα· παράλληλα, σε περίοπτα κι απρόσιτα σημεία, ψηλά-ψηλά, χέρι ανθρώπου να μη μπορεί να τα ζυγώσει, κάρφωσαν πινακίδες όμορφες μεταλλικές, που μας προέτρεπαν να σεβα­στούμε το μνημείο· του κάκου βέβαια, γιατί εμείς οι ασεβείς διαρκώς κολλάγαμε, παρόλο που μας λέγαν ακαλαίσθητους. Και για να πούμε του στραβού το δίκιο, ακόμα και από αισθητικής πλευράς, συνήθως ήταν όμορφο το κτίριο ντυμένο ολόγυρα λογιώ-λογιώ πολύχρωμες αφίσες να σχηματίζουν διάφορα περίεργα κολλάζ όπως τυχαία βρίσκονταν η μια δίπλα και πάνω από την άλλη –και οπωσδήποτε, πολύ πιο όμορφο ήτανε τότε, παρά μετά από κάθε «επιχείρηση αρετής» του αφισοκτόνου αποσπάσματος, άθλιο θέαμα πεδίου μάχης οι τοίχοι, γεμάτοι ξέφτια θλιβερά χαρτιού, με τόπους-τόπους γκρίζα ή μπεζ μπαλώματα και από κάτω να αχνοφαίνονται τα ρωμαλέα κόκκινα γράμματα των συνθημάτων αλλά είπαμε –σύστημα λερναίας ύδρας, Παρασκευή απόγεμα τα καθαρίζανε, Δευτέρα βράδι είχαν πάλι ξεφυτρώσει και η διελκυστίνδα συνεχίστηκε μέχρι που πάψαν ν’ ασχολούνται με την αισθητική και την καθαριότητα οι συγκλητικοί μας.
Σε εποχές αναβρασμού, περιόδους προεκλογικές λογουχάρη ή παραμονές επετείων, του Νοέμβρη ή της Πρωτομαγιάς, η μάχη τής αφίσας είναι έντονη και ο καθείς μη βρίσκοντας χώρο ελεύθερο σκεπάζει αυτά που ο προηγούμενος είχε κολλήσει καλύπτοντας με τη σειρά του κάποιον τρίτο. Αν και υπάρχει κάποιος εξαιρετικά λεπτομερής και πλατιά γνωστός κώδικας καλής συμπεριφοράς που διέπει τα της αφισοκόλλησης, πότε και πώς επιτρέπεται δηλαδή τον άλλο να σκεπάσεις και πότε όχι, αυτός τηρείται μόνο τον καλό τον καιρό, γιατί όταν έρχεται η φούρια, ας πούμε την παραμονή τής σημαδιακής μέρας, κανείς δεν υπολογίζει ιδιαίτερα τα σαβουάρ βιβρ και φυσικά αντεγκλή­σεις κι επεισόδια δεν λείπουν· καθώς μάλιστα οι αφισοκολλητές κουβαλούν εργαλεία αν όχι φονικά πάντως επίφοβα, τη βούρτσα και το μπουγέλο με την κόλλα σα να λέμε, η κάθε τέτια μικροαψιμαχία μπορεί ν' αφήσει ανεξίτηλα τα ίχνη της — για να εισπράττουν οι στεγνοκαθαριστές και να σιχτιρίζουν οι μανάδες. Πάντως, το Νοέμβρη τουλάχιστο, τις τελευταίες-τελευταίες μέρες η ΕΦΕΕ συστήνει — κι όλοι υπακούουν — να μην κολλιούνται αφίσες οργανώσεων και κομμάτων, παρά μονάχα ενωτικές· έτσι, πέφτει λιγάκι ο πυρετός, και ύστερα, όταν τελειώσει η ιστορία, ο κλητήρας με μια του κίνηση έρχεται και ξεκολλά μια παχύτατη φλούδα χαρτί που περικλείνει όλο το φάσμα των πολιτικών δυνάμεων, από τη δεξιά ως την άκρα αριστερά σε στρώματα επάλληλα, σαν σε κρεμμύδι, η επανά­σταση κι η αντεπανάσταση μαζί. Ωστόσο, τις υπόλοιπες τις μέρες, όταν οι επέτειες είναι μακριά, η προσφορά είναι πιο πολλή από τη ζήτηση και δεν υπάρχει κώλυμα στο κόλλημα· τότε εμφανίζονται και ωραία μεγάλα χαρτοπανώ φτιαγμένα με μεράκι,  που  αφορούν τα εκάστοτε προβλήματα του χώρου, χειρόγραφες εφημερίδες τοίχου των σπουδαστών των γύρω τεχνικών σχολών, καμιά αναρχική στη χάση και στη φέξη, αλλά και καλλιτεχνικές που διαφημίζουν κάποια παράσταση ή συναυλία· εμπορικές αφίσες όμως δεν ευδοκίμησαν ποτέ εδώ και καλά να πάθουν γιατί παλιότερα, που αφισοκόλληση εκτός πανεπιστημιακού ασύλου σήκωνε αυτόφωρο χωρίς εξαγορά, κίνδυνος μεγαλύτερος κι απ’ την αστυνομία ήσαν τα διάφορα γραφεία ταξιδιών, τα οποία εν ριπή οφθαλμού γέμιζαν την Ακαδημίας με διαφημίσεις για εκδρομές στην Πόλη ή στο Λονδίνο και σκέπαζαν κάθε πολιτική αφίσα χωρίς να λογαριά­ζουν τον κόπο μας τον αφιλοκερδή.
Από την πόρτα τής οδού Στουρνάρα μπαίνεις στο προαύλιο· δεξιά τω εισερχομένω βρίσκεται το πιο διάσημο κτίριο του συγκροτήματος, το κτίριο Γκίνη, που λέγεται έτσι σε ανάμνηση κάποιου πρύτανη, κι έτσι ο χώρος ο μετά την είσοδο έχει επικρατήσει να λέγεται «στου Γκίνη», το ίδιο κι η πόρτα· πάντα υπάρχει κόσμος στο προαύλιο πλήθος, το μέρος όμως βρίσκεται στις δόξες του το τριήμερο του γιορτασμού, το Νοέμβρη. Πρώτα-πρώτα, με κάποιο τρόπο κλείνεται συμφωνία μυστική με τα στοιχεία τής φύσης και τόσα χρόνια, κάθε που γιορτάζει το Πολυτεχνείο ο καιρός τρεις μέρες μένει χαρωπός, σχεδόν αίθριος έως νεφελώδης, κι αν συννεφιάσει δε θα βρέξει, κι αν βρέξει θα ’ναι σύντομο ψιχαλητό. Κείνες τις μέρες λοιπόν, ανοίγουν λες πιο διάπλατα οι πύλες του ιδρύματος για να δεχτούνε τους προσκυνητές, κι είναι τόσοι πολλοί αυτοί που χάνεις το λογαριασμό· γεμίζει φίσκα η αυλή, μία πολύχρωμη πολύβουη βαβέλ ο κόσμος, αλλά οι πιο ζωντανές παρουσίες είναι τα γυμνάσια και τα λύκεια, συντεταγμένα τμήματα καθώς βαδίζουν με το στεφανηφόρο επικεφαλής φωνάζοντας συνθή­ματα με τις φωνές τους τις εφηβικές τις λίγο τσιριχτές, κάπως παράταιρα να βγαίνουν, να χτυπούν παλαμάκια και να τραγου­δούν, χαμογελαστά να προχωρούν προς τα μέσα, να τους χειρο­κροτούν οι γύρω, έρχονται λοιπόν, καταθέτουν το στεφάνι τους εκεί μπροστά, πλάι στα άλλα, ύστερα σκορπούν και την αράζουν μπουλούκια-μπουλούκια στα παρτέρια τής αυλής, τα κορίτσια που ’χουν γίνει δεκατέσσερα χρονώ με το χαρακτηριστικό χαχανητό τής ηλικίας, χωρίς όμως πια την ομοιομορφία τής ποδιάς, με τα επετειακά αυτοκόλλητα των οργανώσεων πλάκα στο στήθος σαν παράσημα θαυμαστών κατορθωμάτων και με τα μάτια λαμπερά, ζουζουνίζουν για κάμποσο στο προαύλιο, μία ώρα, δυο, έπειτα φεύγουν, αλλά διαρκώς άλλα γυμνάσια έρχο­νται κι ολημερίς θα χρωματίζουν τα παιδιά τη γιορτή· όλη αυτή την ώρα τα μεγάφωνα που για το γιορτασμό έχουν τοποθετηθεί παίζουν τραγούδια αγωνιστικά, την ηχογραφημένη εκπομπή απ το σταθμό των φοιτητών κείνης της νύχτας, ή μνημονεύουν τα σωματεία και τους φορείς που παρευρίσκονται και συμμετέχουν και τότε πια μπορείς να διαπιστώσεις πόσοι, μα πόσοι αναρίθ­μητοι είν’ αυτοί, σύλλογοι με απίθανα ονόματα κι απροσδιόριστη για τους απέξω αποστολή, σωματεία εργαζομένων στους πιο απίθανους τομείς, ωστόσο όλοι αυτοί και όλ’ αυτά υπάρχουν και δρουν και ζουν κι ήρθαν εδώ· η εκπομπή είναι στερεότυπη, μες το τριήμερο επαναλαμβάνεται διαρκώς, τα τραγούδια είναι γνωστά και τα ’χει ψιθυρίσει ο καθένας αμέτρητες φορές, και όμως είναι παρατηρημένο πως το κοινό δεν την έχει βαρεθεί, σαν φτάσει μάλιστα η κασέτα στο «εδώ πολυτεχνείο» ή στο «είμαστε άοπλοι» βλέπεις ανθρώπους ν’ αφαιρούνται, να πέ­φτουνε σε συλλογή, ν’ απογειώνονται, βλέπεις γριές μαυροντυ­μένες να κλαιν βουβά, αλλά κι ώριμους άντρες με μουστάκια, φάτσες οδηγών λεωφορείου θα ’λεγες, να ’ναι συνοφρυωμένοι, σα να προσεύχονται, η αναγγελία τού ερχομού κάποιου πολιτικού ηγέτη γίνεται φυσικά δεκτή με χειροκροτήματα, αλλά και κείνη που μιλά για το στεφάνι κάποιου λυκείου ή ενός ολιγάριθμου σωματείου δεν περνά απαρατήρητη, κι αν βγεις και ξεμακρύνεις από το Πολυτεχνείο και πας ως την πλατεία Κάνιγγος ή την πλατεία Βάθης, στη Μπενάκη αλλά και στο πεδίο τού Άρεως, πάντα σε συνοδεύει ο αχός απ τα μεγάφωνα, βέβαια δεν ξεχωρίζεις τι ακριβώς λέγεται, αλλά γνωρίζεις τι είναι και από πού προέρχεται, αδύνατο να τον αγνοήσεις, τακ-τακ χτυπά καρδιά μεγάλη, τα βράδια θα πρέπει ν’ ακούγεται σ’ όλη την πόλη, εδώ είναι το Πολυτεχνείο, τότε και τώρα.
Οι φοιτητές βεβαίως και δη οι πολυτεχνίτες, αυτοί που καθημερνώς εδωμέσα τυραννιούνται, είναι παρόντες μόνιμα σχεδόν όσοι δεν έχουν αναλάβει κάποια αρμοδιότητα, κάποια ευθύνη, κάποιο περιβραχιόνιο, μένουν να περιφέρονται στο χώρο τον οικείο τους που αλλιώτεψε, λίγο υπερόπτες, λίγο σαν οικοδεσπότες, κοιτάζοντας για πολλοστή φορά τα εκθέματα, τους επισκέπτες και τα αναθήματα, μπαίνουν στα κτίρια, περιδιαβάζουν τους άδειους τώρα διαδρόμους που οδηγούν στις αίθουσες διδασκαλίας με την αυτοπεποίθηση του γνώστη, δίνοντας κιόλας συμβουλές στον περαστικό που κάτι ψάχνοντας
έχει μπλέξει στο λαβύρινθο, σπίτι τους βρίσκονται κι ωστόσο και γι’ αυτούς κάτι πρωτόγνωρο υπάρχει, αλλόκοτο σάμπως να γίνεται το μέρος μέρες σαν κι αυτές. Έτσι είναι· και με το που σουρουπώνει, αναδίδει μια ζέστα, μια θερμότητα ιδιαίτερη ο χώρος· είναι μια θαλπωρή που στο προαύλιο ενδημεί γι’ αυτές τις τρεις ημέρες ακριβώς, κι αυτή η ζέστη δε μετριέται με θερμόμε­τρα, δεν τηνε νιώθουν όλοι κι ούτε είναι γνωστό πούθε έρχεται· διότι, μάλλον δεν οφείλεται στην παρουσία και την κίνηση τόσων σωμάτων που η θερμότητά τους, λέει, πότισε τις πέτρες κι αυτές με τη σειρά τους μόλις βραδιάσει την αποδίδουν τάχα προς το περιβάλλον· αυτά είναι εξηγήσεις τεχνοκρατικές· τη θαλπωρή αυτή ή την αισθάνεσαι ή όχι, δεν ωφελεί να προσπα­θείς με λόγια να πείσεις τον άλλο πως υπάρχει· οφείλει μόνος του να την αντιληφθεί· κι αν τηνε νιώσεις τη ζεστασιά που λέγαμε, τότε όλα είν’ ωραία γύρω σου, σχεδόν γοητευτικά, ως πήρε να βραδιάζει, αλλιώς θα σ’ ενοχλεί η πολυκοσμία, η φασαρία απ’ τα μεγάφωνα θα σου φαίνεται ανυπόφορη κι η εκπομπή τους μονότονη και χιλιοακουσμένη· θα σου τη σπάνε τα ζευγαράκια που φιλιούνται στο μισόφωτο πίσω απ’ τις κολώνες, τάχα θα μιαίνουν την ιερότητα του χώρου τής θυσίας, θα σ’ εκνευρίζουν οι δεκάδες μικροπωλητές κι η τσίκνα απ τις πρόχειρες φουφούδες που ψήνουν σουβλάκια και λουκάνικα μπροστά στην πόρτα τής οδού Τοσίτσα, θα μεμψιμοιρείς, δεν υποφέρονται, τι τους αφήνουν, πώς καταντήσαμε έτσι θα λες, το έχουν κάνει εμποροπανήγυρη, ή γήπεδο, ή γιορτούλα, κάτι το έχουν κάνει τέλος πάντων άλλο απ’ αυτό που πρέπει να ’ναι, έτσι θα λες. Κι οι άλλοι, που τη ζεστασιά θα αισθάνονται, δεν θα σ’ εννοούν, σε τέτοιες λεπτομέρειες δε θα στέκουν και θα γελούν μαζί σου· δίκιο θα ’χουν και θα ’χουν, όπως έχει πια νυχτώσει, ένα μυστήριο κέφι λίγο πριν αναχωρήσουν, αποχαιρετώντας τον τελευταίο γνωστό κοντά στην έξοδο, σα μεθυσμένοι· κι όμως οινοπνευματώδες μέσα απ’ τα κάγκελα και γύρω απ αυτά, δε βρίσκεται σταγόνα, σίγουρο αυτό.
Ο κόσμος αργά το βράδι αραιώνει πια, άλλωστε κατά τις δώδεκα οι πόρτες κλείνουν, παρ’ όλ’ αυτά ακόμα και μεσάνυχτα περασμένα υπάρχει πάρα πολύ σούσουρο ένα γύρο· είναι οι φύλακες του κτιρίου που παραμένουν, που σήμερα δεν είναι υπάλληλοι, κλητήρες, αλλά φοιτητές επιφορτισμένοι για την περιφρούρηση απ τους φοιτητικούς συλλόγους· παρέες παρέες κάθονται στ’ απάγγια, όλοι εξ όψεως γνωστοί συνήθως, κερνούν τσιγάρο κι αρχινάν υπέροχες χωρίς αρχή και τέλος συζητήσεις γι’ αυτά που πέρασαν και για τις μέρες που θα ’ρθούν, όλη τη νύχτα· πού και πού από το βάθος ένα μπουζουκάκι μιλάει την παραπονιάρικη φωνή του· όμως δεν είναι μόνο αυτοί που παραμένουν έξω απ το κτίριο, σ’ όλο το μήκος τής οδού Στουρνάρα απ τα Εξάρχεια ως την Τρίτης Σεπτεμβρίου, στην Πατησίων αλλά και σε πιο μακρινά μέρη, ακόμα και στα Προπύλαια, διακρίνεις τόπους-τόπους συναθροίσεις κόσμου, πηγαδάκια πολυπρόσωπα και πολυθόρυβα, που διατηρούνται ως αργά τη νύχτα. Βέβαια, αυτά δεν είναι όπως τα γνωστά τής Ομονοίας που κουβεντιάζουν για ποδόσφαιρο, εδώ μονάχα για πολιτική γίνεται λόγος. Συνήθως δυο είν’ αυτοί που μιλούν ενώ από γύρω συνωστίζονται οι άλλοι, τεντώνονται καλύτερα ν’ ακούσουν και κάπου κάπου πετούν κουβέντες τις οποίες οι δύο μονομάχοι αγνοούν επιδεικτικά, όπως οφείλουν. Κι αν οι συζη­τητές είναι εξίσου καταρτισμένοι ή επίμονοι ή χαλκέντεροι, τότε η κόντρα τους βαστά ώρα πολλή, και αφού εξαντλήσουν κάποιο θέμα, όταν γίνει δηλαδή φανερό πως κανείς δεν ομολογεί την ήττα του, τότε περνούν σε άλλο κι ύστερα σ’ άλλο πάλι. Αν όμως ο ένας απ’ τους δυο μειονεκτεί σαφώς ή απλώς έχει βαρεθεί, τότε, δηλώνοντας πως «φάνηκε ποιος έχει δίκιο», αποχωρεί και κάποιος άλλος ομοϊδεάτης του από τους γύρω παίρνει τη σκυτάλη κι ούτω καθεξής. Συχνά, όταν το θέμα είναι φλέγον, ακροατές που λαχταρούν να πουν κι αυτοί τη γνώμη τους και τόση ώρα το προσπαθούν επί ματαίω, πάνε παραπέρα, στήνουν δικές τους ξέχωρες συζητήσεις, που γρήγορα μετατρέπονται κι αυτές σε πόλο έλξης των περαστικών· έτσι πολλαπλασιάζο­νται τα πηγαδάκια, με εκβλαστήσεις δηλαδή.
Στα πηγαδάκια αυτά δε γίνεται συζήτηση αξιώσεων οι τύποι επικρατούν, όχι η ουσία· η ρητορική είναι που μετράει, οι χειρονομίες, ο στόμφος· η ειρωνεία είναι όπλο ακατανίκητο· πολύ βοηθάει η ικανότητα ν’ αλλάζεις τεχνηέντως θέμα όταν σ’ έχουνε στριμώξει ή να εντυπωσιάζεις παραθέτοντας νούμερα κι άλλα ανεξέλεγκτα στοιχεία· συχνά τη νίκη δίνουν, τέλος, οι σοφιστείες και τα λογοπαίγνια· αυτοί είναι του παιχνιδιού οι κανόνες, και βέβαια δε μειώνουν τη γλύκα που έχει· άλλωστε κι ο κόσμος γύρω είναι ενήμερος και το γλεντάει με την ψυχή του το θέμα, δεν ήρθε εδώ για ν’ ακούσει διάλεξη. Στα τωρινά τα πηγαδάκια, κανόνας σχεδόν απαραβίαστος υπάρχει πως ένας απ’ τους δυο «πηγαδιαστές» είναι οπαδός τού κομμουνιστικού κόμματος, όπως και τμήμα του κοινού εξάλλου. Παλιότερα όμως, ήσαν πολύ συχνοί οι αριστεριστές, απ’ τα διάφορα μ-λ γκρουπούσκουλα που τότε ευδοκιμούσαν· αυτοί επίμονα επιζη­τούσαν να χώνονται σε συναθροίσεις τέτοιες, ήταν γι’ αυτούς πολιτική δουλειά μείζονος σημασίας και προγραμματισμένη, ενώ για τους κομμουνιστές είναι κάτι αυθόρμητο. Οι μαοϊκοί ήσαν επαγγελματίες πηγαδάδες, κουβάλαγαν απαραιτήτως αποκόμ­ματα εφημερίδων κι άλλα ντοκουμέντα που υποτίθενται στρί­μωχναν τον αντίπαλο, και μοναχά επ’ αυτών συζητούσαν· τέρατα αντοχής και μνήμης, ήσαν ικανοί να σού απαγγείλουν απνευστί αναρίθμητα τσιτάτα από τους κλασσικούς τού μαρξισμού γνωρίζοντας απέξω μέχρι και τον αριθμό της σελίδας τού βιβλίου που επικαλούνταν· βέβαια ύστερα ήρθαν δύσκολοι καιροί, τα περισσότερα μ-λ διαλύθηκαν εις τα συστατικά τους μέρη, κι οι όμορφοι ξανθοί συνήθως νέοι με τα στρογγυλά γυαλιά και το επιμελημένο ύφος βαρέθηκαν τη φοβερή ερημιά τού πλήθους των μη ακουόντων και γύρισαν σπίτι, ή τριγυρνούν σε διαδρόμους υφυπουργείων, από τα πηγαδάκια πάντως χάθηκαν και από τότε ακούγεται μονάχα το τυχόν ρητό, χωρίς να μνημονεύεται παράλληλα ο εκδότης και η χρονολογία έκδοσης του σχετικού βιβλίου.
Τις μέρες τού γιορτασμού συνηθάνε οι οργανώσεις οι πολιτικές να βγάζουν τραπεζάκια έξω απ το κτίριο, όπου εκθέτουν τα όσα έχουν να πουν, πουλάν τα έντυπα τους, μοιράζουν προκηρύξεις και εκφωνούν συνθήματα· πιάνουν το πεζοδρόμιο της οδού Στουρνάρα, από την πόρτα ίσαμε τη γωνία τής Πατησίων και λίγο επί της Πατησίων, μέχρι το σημείο που ορίζει ο αιώνιος εκεί καστανάς. Συχνά, πάντα σχεδόν, πίσω απ’ τα τραπεζάκια έχουνε πίνακες όπου αναρτούν αφίσες ή χειρό­γραφες εφημερίδες και αναμίξ με τις πολιτικές οργανώσεις βρίσκονται φρικιά και κάπηλοι που απλώς πουλάν βιβλία· το ίδιο γίνεται και απ την άλλη την πλευρά τού τετραγώνου, από την Τοσίτσα, μόνο που εκεί κυρίως σουβλάκια και κακόγουστα δήθεν ενθύμια βρίσκεις. Τα τραπεζάκια λοιπόν, είναι μια σπάνια ευκαιρία να προλάβει κανείς να καταγράψει τις ακόμα επιζώσες μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας ομαδούλες, γιατί με τα χρόνια που περνούν όλο και γίνονται λιγότερες και την κενή θέση που αφήνουν την καλύπτουν οι πλανόδιοι βιβλιοπώλες — συχνά μάλιστα πρόκειται για τα ίδια πρόσωπα, αυτόν που πέρσι μίλαγε για δυο υπερδυνάμεις φέτος τον βρίσκεις στο ίδιο πόστο να πουλά βιβλία. Ο κόσμος συνωστίζεται μπροστά στα τραπεζάκια, πολλοί χαζεύουν, λίγοι αγοράζουν, συζητούν, ή απλώς είναι διαβάτες που επιχειρούν να φτάσουν ως την πόρτα· στα τραπεζάκια οι καυγάδες είναι σπάνιοι, συν τοις άλλοις διότι δε βοηθάει το στριμωξίδΐ· πάντως, τα τραπεζάκια δεν δίνουνε το στίγμα το Νοέμβρη· νυχτώνει άλλωστε νωρίς, κι αν οι προβλε­πτικοί έμποροι, είτε βιβλία πουλούν, είτε λουκάνικα, είν’ εφοδιασμένοι με λάμπες της ασετυλίνης, οι νέοι των οργανώ­σεων περί λύχνων αφάς τα διπλώνουν και φεύγουν· συνήθως μάλιστα, τα τραπεζάκια αυτά είναι θρανία διδασκαλίας παρμένα απ τις αίθουσες του Πολυτεχνείου, κι εκεί τα επιστρέφουν· και τον υπόλοιπο καιρό, εκτός του τριημέρου, ο θυρωρός, που τότε διατηρεί στο ακέραιο ή σχεδόν την εξουσία του, σου κάνει χίλιες μύριες ιστορίες και προσπαθεί να φέρει ένα σωρό προσκόμματα για να σε εμποδίσει να πάρεις θρανίο και καρέκλες έξω απ το κτίριο· στο τέλος βέβαια υποχωρεί, παίρνεις κι εσύ το τραπεζάκι και τότε, τον υπόλοιπο καιρό, το στήνεις έξω απ την πόρτα της Πατησίων — αυτήν που τηνε γκρέμισε το τανκς και δεν ανοίγει πλέον — γιατί από κει είναι πέρασμα, ώρα έντεκα με μία, άντε δύο, είναι κι οι στάσεις των λεωφορείων και των τρόλεϊ ολόγυρα· το διακοσμείς λοιπόν με τα έντυπα που έχεις, τις προκηρύξεις που τυχόν μοιράζονται, απλώνεις δυο αφίσες να καταλαβαίνει ο κόσμος περί τίνος πρόκειται, ίσως έχεις και τηλεβόα για συνθήματα· δυο άτομα χρειάζονται για τη δουλειά, και το καλοκαίρι, από Μάρτη μέχρι Οχτώβρη δηλαδή, είναι ιδιαιτέρως τερπνή απασχόληση, όπως περνά ο κόσμος βιαστικός κι όμως κάθε τόσο κάποιοι κοντοστέκονται, στήνουν κουβέντα ή και αγοράζουν, βλέπεις και γνωστούς, και όπως όλοι οι επαΐοντες γνωρίζουν, το πιο συχνό στα τραπεζάκια προσφεύ­γουν τουρίστες, τύποι γεμάτοι εξαρτήματα φωτογραφικά, κρα­τώντας χάρτη ανοιγμένο, συχνά αιθέριες υπάρξεις, για να ρωτήσουν αν το κτίριο όπισθεν, το Πολυτεχνείο δηλαδή, είναι το Εθνικό Μουσείο· τους παραπλανά βλέπεις επ’ αυτού η πρόσοψη της Αρχιτεκτονικής σχολής με τους κίονες και η Καλών Τεχνών με τα αγάλματα που έχει, γι’ αυτό και όσοι κάθονται στα τραπεζάκια έχουν μάθει να εξυπηρετούν τους ξένους στερεότυπα με τη φράση-κλειδί «Μουζέουμ νεξτ σκουέαρ», δηλαδή «το Μουσείο στο επόμενο τετράγωνο»· αν και, ακόμα και μετά την επεξήγηση, πολλοί τουρίστες εξακολουθούν να πιστεύουν πως αυτό το όμορφο και αρχαιοπρεπές κτίριο Μουσείο στεγάζει, αν όχι το Εθνικό τότε κάποιο άλλο, και σε πρώτη ευκαιρία το επισκέπτονται προς  μεγάλη τέρψη των παρευρισκομένων φοιτητών που πολύ κέφι κάνουν τους ξανθούς με τα σακίδια στον ώμο και τον αιώνιο χάρτη ανά χείρας έτσι
χαμένους να περιπλανώνται στους διαδρόμους του κτιρίου.
Γιατί, παρεμπιπτόντως, το Πολυτεχνείο έχει κτίρια πολλά και το καθένα κτίριο άφθονους διαδρόμους και κόλπα διάφορα –ακόμα κι αν καθημερνώς πηγαίνεις στα μαθήματα, σου παίρνει χρόνια για να μάθεις, αν ποτέ μάθεις, όλα τα κατατόπια, τις εξόδους τις περίεργες, τα καμαράκια τα απόμερα, τους ειδικούς διαδρόμους που συνδέουνε δυο κτίρια, άσε πια τα υπόγεια τα όντως δαιδαλώδη –υπάρχουν πτέρυγες, λίγες είναι μα υπάρχουν, που δεν χρησιμοποιούνται πια, εργαστήρια παρατημένα που ’­χουν γίνει αποθήκες· από κει, μόνο κανένας επιστάτης να περνά· σε κάποια απ αυτές τις πτέρυγες βρίσκεις ακόμα, μάλλον από σκοπού θα έγινε κι όχι στην τύχη, θύμησες από κείνο το Νοέμβρη· λίγα πράματα· μέσα σε μία γυάλινη προθήκη, ανακοι­νώσεις των φοιτητικών συλλόγων για τη σύγκληση εκείνων των περίφημων Γενικών Συνελεύσεων που, τότε, στις αρχές εκείνου του Νοέμβρη ανάψαν τη μεγάλη τη   φωτιά· στη διπλανή προθήκη βρίσκονται χαρτιά μ’ ασκήσεις Φυσικής, με ημερομη­νία παραδόσεως 15 του Νοέμβρη· ασκήσεις που ποτέ δεν παραδόθηκαν και ίσως δεν λύθηκαν ποτέ· τότε που τις ανακαλύ­ψαμε, κάποιος έξυπνος συνάδελφος είπε πως θα κάτσει να τις λύσει· απλές έμοιαζαν άλλωστε, για πρωτοετείς, αλλά  δεν άκουσα αν το κατάφερε.
Τότε ήμασταν και μεις πρωτοετείς, με θαυμασμό βλέπαμε στις συνελεύσεις κείνους που ’χαν γνωρίσει από πρώτο χέρι τα γεγονότα –σιγά σιγά αυτοί αποφοίτησαν, ένας έμεινε που το καθυστέρησε και τόνε δείχναμε κάπως με δέος στους μικρότε­ρους από μάς· ύστερα, πάει κι αυτός, πήρε πτυχίο· και μεις το ίδιο άλλωστε, κάτι χρόνια αργότερα· άλλο θέλω να πω· λίγο λίγο, το Πολυτεχνείο, το κτίριο τής Πατησίων δηλαδή, αδειάζει από φοιτητές· όλο και περισσότερα μαθήματα γίνονται στα ωραία μοντέρνα κτίρια, πάνω, στου Ζωγράφου· μοιραία, κάποτε θ’ αδειάσει εντελώς, κάτω θα μείνουν μόνο οι διοικητικές υπηρεσίες, ίσως ούτε κι αυτές, θα ’ναι μπελάς ν’ ανεβοκατεβαίνεις· μάλλον ολότελα άδειο από ζωή θα μείνει, ίσως γίνει και πραγματικά μουσείο, είναι όμορφο το κτίριο... άδειο από ζωή; μάλλον όχι· είναι πολλά αυτά που γίνανε εδώ για να περάσουνε έτσι στο ντούκου· πολλά αυτά που γίνανε, πολλά κι αυτά που ακόμα δεν έχουν γίνει· πολλά είναι που ’χουν μείνει αδικαίωτα· και ίσως σ’ αυτό οφείλεται αυτή η ιδιαίτερη αίσθηση που δοκιμάζει ο επισκέπτης τις μέρες τής επετείου, αυτή η θαλπωρή που δοκιμάζει ο επισκέπτης τις μέρες τής επετείου, αυτή η θαλπωρή που νιώθεις· αλλά κι αυτός ο αχός, πέστο αγκομαχητό, που ακούγεται σα να θυμίζει «δεν τελειώσαμε ακόμα»· είναι κι εκείνες οι ασκήσεις που ’χουν μείνει άλυτες...




Τάκης Χατζηαναγνώστου
Ενας πολίτης ελεινής μορφής
....................................................................................
Ωστόσο οι μηχανές μήτε από ιστορία ξέρουν, μήτε από καρδιά. Οι ερπύστριες γύρισαν. Το αγριο τέρας, αναποδογύρισε τη γυναίκα, μάτσισε την άσφαλτο, σκαρφάλωσε στο πεζοδρόμιο. Τα παιδιά, αλύγιστα, τραγουδούσαν ασταμάτητα μπροστά του, σκαρφαλωμένα σαν άγγελοι θεού πάνω στα κάγκελα της πύλης. Μαζί τους πάντα κι εκείνος κι δυό του γιοί. Το τέρας μούγκρισε, πήρε φόρα, ώρμησε. Η πύλη γκρεμίστηκε στο λεφτό, έγινε  άμορφος σωρός, χώματα, σίδερα. Ο όλεθρος κι θάνατος πέρασαν από πάνω αδάκρυτοι, αλέθοντας πέτρες, τραγούδια και σάρκες.
                                                ***
Με την αύριο, όταν οι δυνάμεις της «εξουσίας» καθάριζαν τον τόπο της σφαγής απ’ τα αίματα κα τις άλλες ακαθαρσίες, βρήκαν μες στο σωρό ένα κομμάτι ξεσκισμένο σακκακιού, με μιαν ανοιχτή τσέπη να χάσκη μπροστά στα βαριεστημένα τους μάτια. Μεσ’ απ’ αυτήν την τσέπη ξεμύτιζε ένα βρώμικο χαρτί. Το τράβηξαν, το εξέτασαν. Διάβασαν τούτα τα γράμματα με μολύβι.
                Κ α τ α γ γ έ λ λ ω
Κ α τ α γ γ έ λ λ ω  τ ο ν  ε α υ τ ό  μ ο υ ,  π ο υ  δ ε ν  ξ ύ π ν η σ α  π ι ο  μ π ρ ο σ τ ά ,  π ο υ  δ ε ν  ξ ε σ η κ ώ θ η κ α  π ι ο  μ π ρ ο σ τ ά ,  ν’ α ν τ ι σ τ α  θ ώ  σ τ η  β ί α 
κ α ι  σ τ ο ν  τ ρ ό μ ο .
Κ α τ α γ γ έ λ λ ω  τ ο ν  ε α υ τ ό  μ ο υ ,  π ο υ  υ π ή ρ ξ α  έ ν α ς  π ο λ ί τ η ς  ε λε  ε ι ν ή ς  μ ο ρ φ ή ς .        

Από το μυθιστόρημα «Ένας πολίτης ελεεινής μορφής», Αθήνα 1975









https://www.youtube.com/watch?v=Sm8fe1EammY

Αζίζ Νεσίν - Σώπα μη μιλάς (Απαγγέλει η Μαριέτα Ριάλδη)

Σώπα μη μιλάς! – Αζίζ Νεσίν 

Σώπα, μη μιλάς, είναι ντροπή 
κόψ’ τη φωνή σου 
σώπασε επιτέλους 
κι αν ο λόγος είναι αργυρός 
η σιωπή είναι χρυσός. 

Τα πρώτα λόγια που άκουσα από παιδί 
έκλαιγα, γέλαγα, έπαιζα μου λέγανε: 
«σώπα».

 Στο σχολείο 
μου κρύψαν την αλήθεια τη μισή, 
μου λέγανε : «εσένα τι σε νοιάζει; Σώπα!»

Με φιλούσε το πρώτο κορίτσι που ερωτεύτηκα και μου λέγανε:
«κοίτα μην πεις τίποτα, σσσσ….σώπα!» 


Κόψε τη φωνή σου και μη μιλάς, σώπαινε.
 Και αυτό βάσταξε μέχρι τα είκοσι μου χρόνια.

 Ο λόγος του μεγάλου
 η σιωπή του μικρού. 

Έβλεπα αίματα στο πεζοδρόμιο, 
«Τι σε νοιάζει εσένα;», μου λέγανε, 
«θα βρεις το μπελά σου, σώπα». 


Αργότερα φωνάζανε οι προϊστάμενοι
 «Μη χώνεις τη μύτη σου παντού, 
κάνε πως δεν καταλαβαίνεις, σώπα»

 Παντρεύτηκα, έκανα παιδιά,
 η γυναίκα μου ήταν τίμια κι εργατική 
και ήξερε να σωπαίνει.
 Είχε μάνα συνετή , που της έλεγε «Σώπα».

 Σε χρόνια δίσεκτα οι γονείς, οι γείτονες με συμβουλεύανε :
 «Μην ανακατεύεσαι, κάνε πως δεν είδες τίποτα. Σώπα»

Μπορεί να μην είχαμε με δ’αύτους γνωριμίες ζηλευτές, 
με τους γείτονες, μας ένωνε , όμως, το Σώπα. 

Σώπα ο ένας,σώπα ο άλλος σώπα οι επάνω, σώπα η κάτω,
 σώπα όλη η πολυκατοικία και όλο το τετράγωνο. 
Σώπα οι δρόμοι οι κάθετοι και οι δρόμοι οι παράλληλοι.

 Κατάπιαμε τη γλώσσα μας. 
Στόμα έχουμε και μιλιά δεν έχουμε. 
Φτιάξαμε το σύλλογο του «Σώπα». 
και μαζευτήκαμε πολλοί
μία πολιτεία ολόκληρη, μια δύναμη μεγάλη ,αλλά μουγκή! 

Πετύχαμε πολλά,φτάσαμε ψηλά, 
μας δώσανε παράσημα, 
τα πάντα κι όλα πολύ. 
Εύκολα , μόνο με το Σώπα. 
Μεγάλη τέχνη αυτό το «Σώπα».

 Μάθε το στη γυναίκα σου,στο παιδί σου,στην πεθερά σου
 κι όταν νιώσεις ανάγκη να μιλήσεις ξερίζωσε τη γλώσσα σου
 και κάν’την να σωπάσει.
 Κόψ’την σύρριζα. 
Πέτα την στα σκυλιά.
 Το μόνο άχρηστο όργανο 
από τη στιγμή που δεν το μεταχειρίζεσαι σωστά.

 Δεν θα έχεις έτσι εφιάλτες , τύψεις κι αμφιβολίες.
 Δε θα ντρέπεσαι τα παιδιά σου και θα γλιτώσεις από το βραχνά να μιλάς , 
χωρίς να μιλάς να λες «έχετε δίκιο,είμαι σαν κι εσάς» 
Αχ! Πόσο θα ‘θελα να μιλήσω ο κερατάς.


και δεν θα μιλάς , 
θα γίνεις φαφλατάς ,
 θα σαλιαρίζεις 
αντί να μιλάς .

 Κόψε τη γλώσσα σου, κόψ’την αμέσως. 
Δεν έχεις περιθώρια. 
Γίνε μουγκός.

Αφού δε θα μιλήσεις , καλύτερα να το τολμήσεις  Κόψε τη γλώσσα σου.


Για να είσαι τουλάχιστον σωστός στα σχέδια και στα όνειρά μου 
ανάμεσα σε λυγμούς και σε παροξυσμούς κρατώ τη γλώσσα μου
, γιατί νομίζω πως θα’ρθει η στιγμή που δεν θα αντέξω
 και θα ξεσπάσω και δεν θα φοβηθώ και θα ελπίζω 
και κάθε στιγμή το λαρύγγι μου θα γεμίζω με ένα φθόγγο , 
με έναν ψίθυρο , με ένα τραύλισμα , με μια κραυγή που θα μου λέει: 
ΜΙΛΑ!….

Διαβάστε περισσότερα στο: www.ithaque.gr





https://www.youtube.com/watch?v=22wWUO7HtPQ

ΣΩΠΑ ΜΗ ΜΙΛΑΣ του Αζίζ Νεσίν




Γιορτή Πολυτεχνείου [Ε τάξη] [video2]






Xούντα: Η ταράτσα της Μπουμπουλίνας - Τα Βασανιστήρια








Xούντα: Η ταράτσα της Μπουμπουλίνας - Τα Βασανιστήρια



https://www.youtube.com/watch?v=LX3Mm8eMDNU

ΝΕΤ Η μήχανη του Χρόνου S02E13 Το Κολαστήριο της Γαύρου




Πολυτεχνείο 1973: Το χρονικό της εξέγερσης




Η είσοδος του τανκ στο Πολυτεχνείο





https://www.youtube.com/watch?v=gKh-llT1ynQ

Το προσκύνημα" - Οι νεκροί του Πολυτεχνείου









Ημέρα μνήμης Πολυτεχνείου (εκπαιδευτικό animation)






Πολυτεχνείο - 17η Νοέμβρη 1973


12410 Και 1 Τριαντάφυλλα - 12410 And 1 Roses (ΕΡΤ - ERT)










ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΑΛΟΓΙΑΝΝΗΣ - ΕΙΜΑΣΤΕ ΔΥΟ

https://www.youtube.com/watch?v=3E3zBZADmEs

Πολυτεχνείο 17 Νοέμβρη 1973 - Εισβολή

https://www.youtube.com/watch?v=2KyP7qwp4j4




https://www.youtube.com/watch?v=2KyP7qwp4j4

ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΕΞΕΓΕΡΣΗΣ ΤΟΥ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ (ΣΧΟΛΙΚΗ ΓΙΟΡΤΗ ΜΕ ΚΕΙΜΕΝΑ & ΒΙΝΤΕΟ)




https://www.youtube.com/watch?v=fPwTj-gn_e4

Νοέμβρης 1973 - Χρονικό




ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΕΞΕΓΕΡΣΗΣ ΤΟΥ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ (ΣΧΟΛΙΚΗ ΓΙΟΡΤΗ ΜΕ ΚΕΙΜΕΝΑ & ΒΙΝΤΕΟ)





https://www.youtube.com/watch?v=CKBvVYDviZ4&index=3&list=RDPqHtlhJNXJM

ΤΟ ΣΦΑΓΕΙΟ - ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ - 17 ΝΟΕMΒΡΗ 1973




Ο Λεβέντης (λεβέντης εροβόλαγε) - Μαρία Δημητριάδη







νικος ξυλουρης μπηκαν στην πολη οι οχτροι



Γυρίζω τις πλάτες μου στο μέλλον..Χάρης & Πάνος Κατσιμίχας....



Αρνιέμαι-1975 Μίκης Θεοδωράκης









Προσκύνημα - Νίκος Δημητράτος






ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΜΑΣ ΤΣΙΡΚΟ (Πλάνα από την παράσταση)




Κάποτε θα ΄ρθουν να σου πούν....Παύλος Σιδηρόπουλος...




Π. Βούλγαρης - Το Χρονικό της Δικτατορίας 1967-1974 Full movie


http://www.sarantakos.com/istoria/polyt17n/17n.html

Θεατρικό δρώμενο 17ης Νοεμβρίου «Η ιστορία μιας νύχτας» - 2ο ΓΕ.Λ. Βριλησσίων 2013





Μουσικό Γ Λύκειο Παλλήνης γιορτή Πολυτεχνείου 2013









2009 - ΓΙΟΡΤΗ ΓΙΑ ΤΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ 1/3


https://www.youtube.com/watch?v=cMngx9ycpQM


Μουσικό Γ Λύκειο Παλλήνης γιορτή Πολυτεχνείου 2013





ΣΧΟΛΙΚΗ ΓΙΟΡΤΗ 17 ΝΟΕΜΒΡΗ - 1o ΔΗΜ.ΣΧ.ΠΟΛΥΓΥΡΟΥ






https://www.youtube.com/watch?v=4-79XDPIrmk

https://www.youtube.com/watch?v=CJ16VZ7XEpM

Πολυτεχνείο 1973: Τα θύματα της Χούντας



9ο ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΑΜΑΡΟΥΣΙΟΥ ΓΙΟΡΤΗ ΓΙΑ ΤΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ.ΛΗΨΗ

 ΣΤΑΥΡΟΣ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗΣ



ΓΙΟΡΤΗ 17 ΝΟΕΜΒΡΗ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΑΝΑΒΥΣΣΟΥ




Ποιήματα και πεζά για την εξέγερση του Πολυτεχνείου – 17 Νοέμβρη 1973































































ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ ΠΑΤΤΑΚΟΣ







Πολυτεχνείο 1973: H γενιά με τα οράματα και τα ιδανικά που έριξε...την Χούντα!

Πολυτεχνείο 1973: H γενιά με τα οράματα και τα ιδανικά που έριξε...την Χούντα!
ΔΕΙΤΕ ΤΙΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ

ΓΥΡΝΩΝΤΑΣ ΤΟ ΧΡΟΝΟ ΠΙΣΩ 43 ΧΡΟΝΙΑ ΠΡΙΝ ΘΥΜΟΜΑΣΤΕ ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ ΠΟΥ ΣΤΙΓΜΑΤΙΣΑΝ ΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Ελευθερία. Ενότητα. Δημοκρατία...Γυρνώντας τον χρόνο πίσω, διαπιστώνουμε πως η γενιά του 1973 ήξερε να υπερασπίζεται τα ιδανικά της. 
Αρχικά γιατί, απλούστατα, είχε ιδανικά. Είχε πάνω από όλα την ελευθερία της πατρίδας μας, την δημοκρατία που γεννήθηκε σε αυτά τα χώματα.  Η γενιά του 1973, έδωσε, σαν σήμερα (17/11/1973), μάχη με τον φασισμό και τον κέρδισε.
Η γενιά του Πολυτεχνείου  παραμένει παράδειγμα για όλες τις γενιές που ακολούθησαν...αλλά δυστυχώς, ξέχασαν...
Η λεωφόρος Πατησίων, βάφτηκε κάποτε με αίμα...Αίμα εκείνων που "εξαφάνισαν" τα τανκς και έριξαν την χούντα.
ςς
Πέρασαν πολλές γενιές από τότε. Μπορεί κάθε χρόνο, να γίνονται εκδηλώσεις μνήμης για τους φοιτητές του Πολυτεχνείου, παραμένει όμως αμφίβολο, αν σήμερα, συζητάμε το νόημα της εξέγερσης των φοιτητών το 1973. Αν κρίνει κανείς από τα γεγονότα που συμβαίνουν σχεδόν καθημερινά στην συμβολή Πατησίων και Μάρνης, θα διαπιστώσει πως κάποιοι, λίγοι ή πολλοί, δεν έχει σημασία, αμαυρώνουν την μνήμη των φοιτητών του Πολυτεχνείου του 1973.
Τι συμβαίνει; Δυστυχώς, κάποιοι βλέπουν εθιμοτυπικά όλες τις σημερινές εκδηλώσεις, την κατάθεση στεφάνων στο Πολυτεχνείο από τους πολιτικούς και γενικότερα τα καθιερωμένα. 
Γι αυτό, ίσως σήμερα περισσότερο από ποτέ, πρέπει να θυμηθούμε με λεπτομέρειες γιατί πάλεψε εκείνη η γενιά...Γιατί σήμερα, ο φασισμός είναι και πάλι, μετά από χρόνια, δίπλα μας. Πλησιάζει επικίνδυνα....
ioan
Γιατι έγινε η εξέγερση
Η Ελλάδα βρισκόταν από τις 21 Απριλίου 1967 υπό τη δικτατορική διακυβέρνηση του στρατού, καθεστώς που είχε καταργήσει τις ατομικές ελευθερίες, είχε διαλύσει τα πολιτικά κόμματα και είχε εξορίσει, φυλακίσει και βασανίσει πολιτικούς και πολίτες με κριτήριο τις πολιτικές τους πεποιθήσεις.
Το 1973 βρίσκει τον ηγέτη της χούντας, Γεώργιο Παπαδόπουλο, να έχει ξεκινήσει μια διαδικασία φιλελευθεροποίησης του καθεστώτος, η οποία συμπεριλάμβανε την αποφυλάκιση των πολιτικών κρατουμένων και την μερική άρση της λογοκρισίας, καθώς και υποσχέσεις για νέο σύνταγμα και εκλογές στις 10 Φεβρουαρίου 1974 για επιστροφή σε πολιτική διακυβέρνηση. Στελέχη της αντιπολίτευσης, μπόρεσαν έτσι να ξεκινήσουν πολιτική δράση ενάντια της χούντας.
ΠαΜαΠα Ιω
Η χούντα, στην προσπάθειά της να ελέγξει κάθε πλευρά της πολιτικής, είχε αναμιχθεί στον φοιτητικό συνδικαλισμό από το 1967, απαγορεύοντας τις φοιτητικές εκλογές στα πανεπιστήμια, στρατολογώντας υποχρεωτικά τους φοιτητές και επιβάλλοντας μη εκλεγμένους ηγέτες των φοιτητικών συλλόγων στην Eθνική Φοιτητική Ένωση Eλλάδας (ΕΦΕΕ).
Αυτές οι ενέργειες δημιούργησαν έντονα αντιδικτατορικά αισθήματα στους φοιτητές, όπως τον φοιτητή Γεωλογίας Κώστα Γεωργάκη, ο οποίος αυτοπυρπολήθηκε δημόσια το 1970 στην Γένοβα της Ιταλίας σε ένδειξη διαμαρτυρίας ενάντια στη χούντα.
image
Στις 13 Φεβρουαρίου πραγματοποιήθηκε διαδήλωση μέσα στο Πολυτεχνείο και η χούντα παραβίασε το πανεπιστημιακό άσυλο, δίνοντας εντολή στην αστυνομία να επέμβει.
Έντεκα φοιτητές συλλήφθηκαν και παραπέμφθηκαν σε δίκη. Με αφορμή αυτά τα γεγονότα, στις 21 Φεβρουαρίου, περίπου τρεις με τέσσερις χιλιάδες φοιτητές της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών κατέλαβαν το κτήριο της σχολής στο κέντρο της Αθήνας επί της οδού Σόλωνος, ζητώντας ανάκληση του νόμου 1347 που επέβαλε την στράτευση «αντιδραστικών νέων», καθώς 88 συμφοιτητές τους είχαν ήδη στρατολογηθεί με τη βία.
Από την ταράτσα του κτηρίου απαγγέλλουν τον ακόλουθο όρκο: «Εμείς οι φοιτηταί των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων ορκιζόμαστε στο όνομα της ελευθερίας να αγωνισθούμε μέχρι τέλους για την κατοχύρωση:
α) των ακαδημαϊκών ελευθεριών,
β)του πανεπιστημιακού ασύλου,
γ) της ανακλήσεως όλων των καταπιεστικών νόμων και διαταγμάτων».
ti egrafan oi efimerides tis epoxis gia tin exegersi tou polutexneiou body image 1416199370
Η αστυνομία έλαβε εντολή να επέμβει και πολλοί φοιτητές σε γύρω δρόμους υπέστησαν αστυνομική βία, χωρίς όμως τελικά να παραβιαστεί τοπανεπιστημιακό άσυλο. Τα γεγονότα στη Νομική αναφέρονται συχνά ως προάγγελος της εξέγερσης του Πολυτεχνείου.
Η εξέγερση των φοιτητών επηρεάστηκε επίσης σημαντικά και από τα νεανικά κινήματα της δεκαετίας του '60, και ειδικά από τα γεγονότα του Μάη του '68.
Η εξέγερση
POLYTEXNEIO1
"Οι εξεγέρσεις δεν μπαίνουν σε μουσεία,
εμπρός για της γενιάς μας τα Πολυτεχνεία!!"
Η εξέγερση που ξεκίνησε στις 14 Νοεμβρίου του 1973 επρόκειτο να αποτελέσει την κορύφωση των αντιδικτατορικών εκδηλώσεων. Το πρωί εκείνης της ημέρας οι φοιτητές συγκεντρώθηκαν στο προαύλιο του Πολυτεχνείου και αποφάσισαν την κήρυξη αποχής από τα μαθήματα, με αίτημα να γίνουν εκλογές για τους φοιτητικούς συλλόγους τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους και όχι στα τέλη του επόμενου χρόνου, όπως είχε ανακοινώσει το καθεστώς.
Ακολούθησαν συνελεύσεις φοιτητών στην Ιατρική και στη Νομική σχολή. Μάλιστα, οι φοιτητές της Νομικής εξέδωσαν ψήφισμα, με το οποίο ζητούσαν την ανάκληση των αποφάσεων της Χούντας για τη διεξαγωγή των φοιτητικών εκλογών, εκδημοκρατισμό των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, αύξηση των δαπανών για την παιδεία στο 20% του προϋπολογισμού και ανάκληση του Ν.1347 για την αναγκαστική στράτευση των φοιτητών.
politexneio1Όσο περνούσε η μέρα άρχισαν να μαζεύονται ολοένα και περισσότεροι φοιτητές στο Πολυτεχνείο, αλλά και άλλοι που πληροφορήθηκαν το νέο. Η αστυνομία αποδείχθηκε ανίκανη να εμποδίσει την προσέλευση του κόσμου. Το απόγευμα πάρθηκε η απόφαση για κατάληψη του Πολυτεχνείου. Οι πόρτες έκλεισαν και από τότε άρχισε η οργάνωση της εξέγερσης. Το πρώτο βήμα ήταν η εκλογή Συντονιστικής Επιτροπής, στην οποία μετείχαν 22 φοιτητές και 2 εργάτες, με σκοπό να καθοδηγήσει τον αγώνα. Επιπλέον, δημιουργήθηκαν επιτροπές σε όλες τις σχολές για να οργανώσουν την κατάληψη και την επικοινωνία με την ελληνική κοινωνία.
Για το σκοπό αυτό άρχισε να λειτουργεί ένας ραδιοφωνικός σταθμός, αρχικά στο κτήριο του Χημικού και αργότερα στο κτήριο των Μηχανολόγων, με εκφωνητές τη Μαρία Δαμανάκη και τον Δημήτρη Παπαχρήστου. Επιπλέον, στο Πολυτεχνείο εγκαταστάθηκαν πολύγραφοι, που δούλευαν μέρα - νύχτα, για να πληροφορούν τους φοιτητές και τον υπόλοιπο κόσμο για τις αποφάσεις της Συντονιστικής Επιτροπής και των φοιτητικών συνελεύσεων. Συγκροτήθηκαν συνεργεία φοιτητών, που έγραφαν συνθήματα σε πλακάτ, σε τοίχους, στα τρόλεϊ, στα λεωφορεία και στα ταξί, για να τα γνωρίσουν όλοι οι Αθηναίοι. Στο Πολυτεχνείο οργανώθηκε εστιατόριο και νοσοκομείο, ενώ ομάδες φοιτητών ανέλαβαν την περιφρούρηση του χώρου, ξεχωρίζοντας τους ενθουσιώδεις και δημοκράτες Αθηναίους από τους προβοκάτορες.
Η πρώτη αντίδραση του δικτατορικού καθεστώτος ήταν να στείλει μυστικούς πράκτορες να ανακατευθούν στο πλήθος που συνέρρεε στο Πολυτεχνείο και να ακροβολήσει σκοπευτές στα γύρω κτήρια. Στις 16 Νοεμβρίου μεγάλες αστυνομικές δυνάμεις επιτέθηκαν εναντίον του πλήθους που ήταν συγκεντρωμένο έξω από το Πολυτεχνείο, με γκλομπς, δακρυγόνα και σφαίρες ντουμ-ντουμ. Οι περισσότεροι διαλύθηκαν. Όσοι έμειναν έστησαν οδοφράγματα ανατρέποντας τρόλεϊ και συγκεντρώνοντας υλικά από νεοανεγειρόμενες οικοδομές, και άναψαν φωτιές για να εξουδετερώσουν τα δακρυγόνα. Αργότερα, η αστυνομία έκανε χρήση όπλων, χωρίς όμως να πετύχει το στόχο της, την καταστολή της εξέγερσης.
ti egrafan oi efimerides tis epoxis gia tin exegersi tou polutexneiou 1416212366 crop desktop
Ο δικτάτορας Παπαδόπουλος, όταν διαπίστωσε ότι η αστυνομία αδυνατούσε να εισέλθει στο Πολυτεχνείο, αποφάσισε να χρησιμοποιήσει το στρατό. Κοντά στο σταθμό Λαρίσης συγκεντρώθηκαν τρεις μοίρες ΛΟΚ και μία μοίρα αλεξιπτωτιστών από τη Θεσσαλονίκη. Τρία άρματα μάχης κατέβηκαν από του Γουδή προς το Πολυτεχνείο. Τα δύο στάθμευσαν στις οδούς Τοσίτσα και Στουρνάρα, αποκλείοντας τις πλαϊνές πύλες του ιδρύματος και το άλλο έλαβε θέση απέναντι από την κεντρική πύλη. Η Συντονιστική Επιτροπή των φοιτητών ζήτησε διαπραγματεύσεις, αλλά το αίτημά τους απορρίφθηκε.
Στις 3 τα ξημερώματα της 17ης Νοεμβρίου το άρμα που βρισκόταν απέναντι από την κεντρική πύλη έλαβε εντολή να εισβάλλει. Έπεσε πάνω στην πύλη και την έριξε, παρασέρνοντας στο διάβα του μία κοπέλα που ήταν σκαρφαλωμένη στον περίβολο κρατώντας την ελληνική σημαία. Οι μοίρες των ΛΟΚ, μαζί με ομάδες -μυστικών και μη- αστυνομικών, εισέβαλαν στο Πολυτεχνείο και κυνήγησαν τους φοιτητές, οι οποίοι πηδώντας από τα κάγκελα προσπάθησαν να διαφύγουν στους γύρω δρόμους. Τους κυνηγούσαν αστυνομικοί, πεζοναύτες, ΕΣΑτζήδες. Αρκετοί σώθηκαν βρίσκοντας άσυλο στις γύρω πολυκατοικίες, πολλοί συνελήφθησαν και μεταφέρθηκαν στη Γενική Ασφάλεια και στην ΕΣΑ.
images
Σύμφωνα με την επίσημη ανακοίνωση της Αστυνομίας, στις 17 Νοεμβρίου συνελήφθησαν 840 άτομα. Όμως, μετά τη Μεταπολίτευση, αξιωματικοί της Αστυνομίας, ανακρινόμενοι, ανέφεραν ότι οι συλληφθέντες ξεπέρασαν τα 2400 άτομα. Οι νεκροί επισήμως ανήλθαν σε 34 άτομα. Στην ανάκριση που διενεργήθηκε το φθινόπωρο του 1975 εναντίον των πρωταιτίων της καταστολής εντοπίστηκαν 21 περιπτώσεις θανάσιμου τραυματισμού. Ωστόσο, τα θύματα πρέπει να ήταν πολύ περισσότερα, διότι πολλοί βαριά τραυματισμένοι, προκειμένου να διαφύγουν τη σύλληψη, αρνήθηκαν να διακομιστούν σε νοσοκομείο.
ti egrafan oi efimerides tis epoxis gia tin exegersi tou polutexneiou body image 1416199411
Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος κήρυξε στρατιωτικό νόμο, αλλά στις 25 Νοεμβρίου ανατράπηκε με πραξικόπημα. Πρόεδρος ορίστηκε ο αντιστράτηγος Φαίδων Γκιζίκης και πρωθυπουργός της νέας κυβέρνησης ο Αδαμάντιος Ανδρουτσόπουλος. Όμως ο ισχυρός άνδρας του νέου καθεστώτος ήταν ο διοικητής της Στρατιωτικής Αστυνομίας, ταξίαρχος Δημήτριος Ιωαννίδης, που επέβαλλε ένα καθεστώς σκληρότερο από εκείνο του Παπαδόπουλου.
Η δικτατορία κατέρρευσε στις 23 Ιουλίου του 1974, αφού είχε ήδη προηγηθεί η τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Ο Γκιζίκης και ο αντιστράτηγος Ντάβος, διοικητής του Γ' Σώματος Στρατού, κάλεσαν τον Κωνσταντίνο Καραμανλή να επιστρέψει στην Ελλάδα για να επαναφέρει τη δημοκρατική διακυβέρνηση.
Τα συνθήματα
Τα συνθήματα που βροντοφώναξε ο λαός τον Νοέμβρη του 1973, έγιναν ζωγραφιές στους τοίχους: «Απόψε πεθαίνει ο φασισμός», «Εργάτες, αγρότες και φοιτητές», «Εξω οι Αμερικάνοι», «Εξω από το ΝΑΤΟ», «Λαέ πεινάς γιατί δεν πολεμάς», «Λαέ πολέμα σου πίνουνε το αίμα», «Κάτω ο Παπαδόπουλος», «Κάτω η Χούντα», «Η Χούντα στο απόσπασμα», «Απόψε θα γίνει Ταϊλάνδη», «Λαέ, λαέ ή τώρα ή ποτέ», «Θάνατος στον τύραννο», «Θάνατος στον φασισμό», «Ουε! Γραμματείς, Φαρισαίοι, Υποκριταί», «Οι φοιτητές δεν βολεύονται, βουλεύονται», «Ψωμί, παιδεία, ελευθερία»...
Με αυτά τα συνθήματα οδηγήθηκε στην εξέγερση του Νοέμβρη, με στόχο καλύτερες συνθήκες ζωής. Συνθήματα με πολιτικό περιεχόμενο και στόχους, για ανατροπή του φασιστικού καθεστώτος, για απεξάρτηση της χώρας από ξένους ιμπεριαλιστικούς στρατιωτικούς και πολιτικούς οργανισμούς, για εθνική ανεξαρτησία, για δημοκρατία και λαϊκή κυριαρχία, για το δικαίωμα στην εργασία, στη μόρφωση. Αυτά ήταν τα οράματα της νεολαίας του Νοέμβρη.
Οι νεκροί του Πολυτεχνείου
noemv 009
Η πρώτη λίστα με τους καταγεγραμμένους νεκρούς της Εξέγερσης του Πολυτεχνείου, όπως δόθηκε σε συνέντευξη Τύπου που διοργάνωσε ο υφυπουργός της Χούντας Σπύρος Ζουρνατζής στις 19 Νοεμβρίου 1973,από τον προϊστάμενο της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Αθηνών Δημήτρη Καψάσκη. Αναφέρονται τα ονόματα των νεκρών που είχαν νεκροτομηθεί ως το απόγευμα της Κυριακής 18 Νοεμβρίου 1973.
Στρατιώτες και αστυνομικοί έβαλαν με πραγματικά πυρά κατά πολιτών μέχρι και την επόμενη μέρα, με συνέπεια αρκετούς θανάτους στον χώρο γύρω από το Πολυτεχνείο, αλλά και στην υπόλοιπη Αθήνα.
Η πρώτη επίσημη καταγραφή τον Οκτώβριο του 1974, από τον εισαγγελέα Δημήτρη Τσεβά, εντόπισε 18 επίσημους ή πλήρως βεβαιωθέντες νεκρούς και 16 άγνωστους «βασίμως προκύπτοντες».
Ένα χρόνο αργότερα ο αντιεισαγγελέας εφετών Ιωάννης Ζαγκίνης έκανε λόγο για 23 νεκρούς, ενώ κατά τη διάρκεια της δίκης που ακολούθησε προστέθηκε ακόμη ένας.
Οι πρώτες δημοσιογραφικές προσπάθειες για την καταγραφή των γεγονότων μιλούσαν για 59 νεκρούς ή και 79 θύματα, με βάση τον κατάλογο Γεωργούλα.
Σύμφωνα με έρευνα του Διευθυντή Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, Λεωνίδα Καλλιβρετάκη το 2003, ο αριθμός των επωνύμων νεκρών ανέρχονταν σε 23, ενώ αυτός των νεκρών αγνώστων στοιχείων σε 16.
Ο Χρήστος Λάζος υποστήριξε ότι οι νεκροί είναι 83 και ίσως περισσότεροι. Ανάμεσά τους ο 19χρονος Μιχάλης Μυρογιάννης, ο μαθητής λυκείου Διομήδης Κομνηνός και ένα πεντάχρονο αγόρι από πυρά στου Ζωγράφου. Κατά τη δίκη των υπευθύνων της χούντας υπήρξαν μαρτυρίες για τον θάνατο πολλών πολιτών κατά τη διάρκεια της εξέγερσης. Τέλος, χιλιάδες σύμφωνα με εκτιμήσεις ήταν οι τραυματίες πολίτες.
111451 31c8aa69a60885c3b4b67741c43a0e2a
Κατάλογος νεκρών πολυτεχνείου
Ακολουθεί αναλυτικά ο κατάλογος των νεκρών του Πολυτεχνείου σύμφωνα με την έρευνα του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών:
Σπυρίδων Κοντομάρης του Αναστασίου, 57 ετών, δικηγόρος (πρώην βουλευτής Κερκύρας της Ένωσης Κέντρου), κάτοικος Αγίου Μελετίου, Αθήνα. Στις 16.11.1973, γύρω στις 20.30-21.00, ενώ βρισκόταν στη διασταύρωση οδών Γεωργίου Σταύρου & Σταδίου, προσβλήθηκε από δακρυγόνα αέρια που έριχνε η Αστυνομία κατά των διαδηλωτών, με αποτέλεσμα να υποστεί έμφραγμα του μυοκαρδίου. Μεταφέρθηκε στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών του Ε.Ε.Σ., όπου διαπιστώθηκε ο θάνατος του.
Διομήδης Κομνηνός του Ιωάννη, 17 ετών, μαθητής, κάτοικος Λευκάδος 7, Αθήνα. Στις 16.11.1973, μεταξύ 21.30 και 21.45, ενώ βρισκόταν μαζί με άλλους διαδηλωτές στη διασταύρωση των οδών Αβέρωφ & Μάρνη, τραυματίστηκε θανάσιμα στην καρδιά από πυρά που έριξαν εναντίον του άνδρες της φρουράς του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως. Μεταφέρθηκε στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών του Ε.Ε.Σ. και από εκεί, νεκρός πλέον, στο Ρυθμιστικό Κέντρο Αθηνών (όπως λεγόταν τότε το Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο).
Σωκράτης Μιχαήλ, 57 ετών, εμπειρογνώμων ασφαλιστικής εταιρείας,κάτοικος Περιστερίου Αττικής. Στις 16.11.1973, μεταξύ 21.00 και 22.30, ενώ βρισκόταν μεταξύ των οδών Μπουμπουλίνας και Σόλωνος, προσβλήθηκε από δακρυγόνα αέρια που έριχνε η Αστυνομία κατά των διαδηλωτών, με αποτέλεσμα να υποστεί απόφραξη της αριστεράς στεφανιαίας. Μεταφέρθηκε ημιθανής στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών του Ε.Ε.Σ. (F Σεπτεμβρίου), όπου και πέθανε.
1 8
Toril Margrethe Engeland του Per Reidar, 22 ετών, φοιτήτρια από το Molde της Νορβηγίας. Στις 16.11.1973, γύρω στις 23.30, τραυματίστηκε θανάσιμα στο στήθος από πυρά της φρουράς του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως. Μεταφέρθηκε από διαδηλωτές στο ξενοδοχείο «Ακροπόλ» και αργότερα, νεκρή ήδη, στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών του Ι.Κ.Α. Ανακριβώς είχε αναφερθεί αρχικά από την Αστυνομία ως «Αιγυπτία Τουρίλ Τεκλέτ» και η παρεξήγηση αυτή επιβιώνει ακόμη σε κάποιους «καταλόγους νεκρών».
Βασίλειος Φάμελλος του Παναγιώτη, 26 ετών, ιδιωτικός υπάλληλος, από τον Πύργο Ηλείας, κάτοικος Κάσου 1, Κυψέλη, Αθήνα. Στις 16.11.1973, γύρω στις 23.30, τραυματίστηκε θανάσιμα στο κεφάλι από πυρά της φρουράς του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως. Μεταφέρθηκε από διαδηλωτές στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών του Ε.Ε.Σ. και από εκεί, νεκρός πλέον, στο Ρυθμιστικό Κέντρο Αθηνών.
Γεώργιος Σαμούρης του Ανδρέα, 22 ετών, φοιτητής Παντείου, από την Πάτρα, κάτοικος πλατείας Κουντουριώτου 7, Κουκάκι. Στις 16.11.1973 γύρω στις 24.00, ενώ βρισκόταν στην ευρύτερη περιοχή του Πολυτεχνείου (Καλλιδρομίου και Ζωσιμάδων), τραυματίστηκε θανάσιμα στον τράχηλο από πυρά της αστυνομίας. Μεταφέρθηκε στο πρόχειρο ιατρείο του Πολυτεχνείου, όπου απεβίωσε. Από εκεί μεταφέρθηκε στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών του Ι.Κ.Α. Ανακριβώς είχε αναφερθεί αρχικά από την Αστυνομία ως «Χαμουρλής».
Δημήτριος Κυριακόπουλος του Αντωνίου, 35 ετών, οικοδόμος, από τα Καλάβρυτα, κάτοικος Περιστερίου Αττικής. Κατά τις βράδυνες ώρες της 16.11.1973 ενώ βρισκόταν στην περιοχή του Πολυτεχνείου, προσβλήθηκε από δακρυγόνα αέρια και στη συνέχεια κτυπήθηκε από αστυνομικούς με συμπαγείς ράβδους, συνεπεία των οποίων πέθανε, από οξεία ρήξη αορτής, τρεις ημέρες αργότερα, στις 19.11.1973, ενώ μεταφερόταν στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών του Ε.Ε.Σ.
traumatias trafmatias 1973 polytexneio
Σπύρος Μαρίνος του Διονυσίου, επονομαζόμενος Γεωργαράς, 31 ετών, ιδιωτικός υπάλληλος, από την Εξωχώρα Ζακύνθου. Κατά τις βράδυνες ώρες της 16.11.1973, ενώ βρισκόταν στην περιοχή του Πολυτεχνείου, κτυπήθηκε από αστυνομικούς με συμπαγείς ράβδους, και υπέστη κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις. Μεταφέρθηκε στο Θεραπευτήριο Πεντέλης, όπου πέθανε τη Δευτέρα, 19.11.1973, από οξύ αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο. Τάφηκε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, όπου στις 9.9.1974, έγινε τελετή στη μνήμη του.
Νικόλαος Μαρκούλης του Πέτρου, 24 ετών, εργάτης, από το Παρθένι Θεσσαλονίκης, κάτοικος Χρηστομάνου 67, Σεπόλια, Αθήνα, εργάτης. Κατά τις πρωινές ώρες της 17.11.1973, ενώ βάδιζε στην πλατεία Βάθης, τραυματίστηκε στην κοιλιά από ριπή στρατιωτικής περιπόλου. Μεταφέρθηκε στο Ρυθμιστικό Κέντρο Αθηνών, όπου πέθανε τη Δευτέρα 19.11.1973.
Αικατερίνη Αργυροπούλου σύζυγος Αγγελή, 76 ετών, κάτοικος Κέννεντυ και Καλύμνου, Άγιοι Ανάργυροι Αττικής. Στις 10.00 της 17.11.1973, ενώ βρισκόταν στην αυλή του σπιτιού της, τραυματίστηκε στην πλάτη από σφαίρα. Διακομίστηκε στην κλινική «Παμμακάριστος» (Κάτω Πατήσια), όπου νοσηλεύτηκε επί ένα μήνα και κατόπιν μεταφέρθηκε στο σπίτι της, όπου πέθανε συνεπεία του τραύματος της μετά από ένα εξάμηνο (Μάιος 1974).
assets LARGE t 420 1923111 type13145
Στυλιανός Καραγεώργης του Αγαμέμνονος, 19 ετών, οικοδόμος, κάτοικος Μιαούλη 38, Νέο Ηράκλειο Αττικής. Στις 10.15 το πρωί της 17.11.1973, ενώ βρισκόταν μαζί με άλλους διαδηλωτές στην οδό Πατησίων, μεταξύ των κινηματογράφων «ΑΕΛΑΩ» και «ΕΑΛΗΝΙΣ», τραυματίστηκε από ριπή πολυβόλου που έριξε εναντίον τους περίπολος πεζοναυτών που επέβαινε ενός τεθωρακισμένου οχήματος. Μεταφέρθηκε στο Κ.Α.Τ., όπου πέθανε μετά από 12 μέρες, στις 30.11.1973.
Μάρκος Καραμανής του Δημητρίου, 23 ετών, ηλεκτρολόγος, από τον Πειραιά, κάτοικος Χίου 35, Αιγάλεω. Στις 10.30 περίπου το πρωί της 17.11.1973, ενώ βρισκόταν στην ταράτσα πολυκατοικίας επί της πλατείας Αιγύπτου 1, τραυματίστηκε θανάσιμα στο κεφάλι από πυρά της στρατιωτικής φρουράς που ενέδρευε στην ταράτσα του Ο.Τ.Ε. (αυτουργός ο ανθυπολοχαγός Ιωάννης Αυμπέρης, 573ου Τάγματος Πεζικού). Μεταφέρθηκε στην κλινική «Παντάνασσα» (πλατεία Βικτωρίας), όπου διαπιστώθηκε ο θάνατος του.
Αλέξανδρος Σπαρτίδης του Ευστρατίου, 16 ετών, μαθητής, από τον Πειραιά, κάτοικος Αγίας Λαύρας 80, Αθήνα. Στις 10.30 με 11.00 περίπου το πρωί της 17.11.1973, ενώ βάδιζε στη διασταύρωση των οδών Πατησίων και Κότσικα, τραυματίστηκε θανάσιμα στην κοιλιά από πυρά της στρατιωτικής φρουράς που ενέδρευε στην ταράτσα του Ο.Τ.Ε. (αυτουργός ο ανθυπολοχαγός Ιωάννης Δυμπέρης, 573ου Τάγματος Πεζικού). Με διαμπερές τραύμα μεταφέρθηκε στο Κ.Α.Τ., όπου τον βρήκε νεκρό ο πατέρας του.
Δημήτριος Παπαϊωάννου, 60 ετών, διευθυντής ταμείου αλευροβιομηχάνων, κάτοικος Αριστομένους 105, Αθήνα. Γύρω στις 11.30 της 17.11.1973, ενώ βρισκόταν στην πλατεία Ομονοίας, προσβλήθηκε από δακρυγόνα αέρια που έριχνε η Αστυνομία. Μεταφέρθηκε στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών του Ε.Ε.Σ., όπου διαπιστώθηκε ο θάνατος του, συνεπεία εμφράγματος.
Γεώργιος Γεριτσίδης του Αλεξάνδρου, 47 ετών, εφοριακός υπάλληλος,κάτοικος Ελπίδος 29, Νέο Ηράκλειο Αττικής. Στις 12.00 της 17.11.1973, ενώ βρισκόταν μέσα στο αυτοκίνητο του στα Νέα Λιόσια, τραυματίστηκε θανάσιμα στο κεφάλι από πυρά που διέσχισαν τον ουρανό του αυτοκινήτου. Μεταφέρθηκε στο Ρυθμιστικό Κέντρο Αθηνών, όπου πέθανε αυθημερόν.
Βασιλική Μπεκιάρη του Φωτίου, 17 ετών, εργαζόμενη μαθήτρια, από τα Αμπελάκια Βάλτου Αιτωλοακαρνανίας, κάτοικος Μεταγένους 8, Νέος Κόσμος. Στις 12.00 το μεσημέρι της 17.11.1973, ενώ βρισκόταν στην ταράτσα του σπιτιού της, τραυματίστηκε θανάσιμα στον αυχένα από πυρά. Μεταφέρθηκε στο Ρυθμιστικό Κέντρο Αθηνών και στη συνέχεια στον «Ευαγγελισμό», όπου πέθανε αυθημερόν.
Δημήτρης Θεοδώρας του Θεοφάνους, 5 1/2 ετών, κάτοικος Ανακρέοντος 2, Ζωγράφου. Στις 13.00, της 17.11.1973, ενώ διέσχιζε με τη μητέρα του τη διασταύρωση της οδού Ορεινής Ταξιαρχίας με τη λεωφόρο Παπάγου στου Ζωγράφου, τραυματίστηκε θανάσιμα στο κεφάλι από πυρά στρατιωτικής περιπόλου με επικεφαλής αξιωματικό (πιθανόν ο ίλαρχος).
Σπυρίδων Σταθάκης του Κ.Ε.Τ/Θ), που βρισκόταν ακροβολισμένη στο λόφο του Αγίου Θεράποντος. Εξέπνευσε ακαριαία και όταν μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο των Παίδων, απλώς διαπιστώθηκε ο θάνατος του.
Φ55 9 107
Αλέξανδρος Βασίλειος (Μπασρί) Καράκας, 43 ετών, Αφγανός τουρκικής υπηκοότητας, ταχυδακτυλουργός, κάτοικος Μύρων 10, Άγιος Παντελεήμονας, Αθήνα. Στις 13.00, της 17.11.1973, ενώ βάδιζε με τον 13χρονο γιο του στη διασταύρωση των οδών Χέϋδεν και Αχαρνών, τραυματίστηκε θανάσιμα στην κοιλιά από ριπή μυδραλίου τεθωρακισμένου στρατιωτικού οχήματος. Μεταφέρθηκε απευθείας στο νεκροτομείο, όπου διαπιστώθηκε ο θάνατος του.
Αλέξανδρος Παπαθανασίου του Σπυρίδωνος, 59 ετών, συνταξιούχος εφοριακός, από το ΚεράσοΒο Αιτωλοακαρνανίας, κάτοικος Νάξου 116, Αθήνα. Στις 13.30 της 18.11.1973, ενώ βάδιζε με τις ανήλικες κόρες του στη διασταύρωση των οδών Δροσοπούλου και Κύθνου, απέναντι από το ΙΣΤ' Αστυνομικό Τμήμα, βρέθηκε εν μέσω πυρών, προερχομένων από τους αστυνομικούς του Τμήματος, με αποτέλεσμα να πάθει συγκοπή. Μεταφέρθηκε στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών, όπου διαπιστώθηκε ο θάνατος του.
Ανδρέας Κούμπος του Στέργιου 63 ετών, βιοτέχνης, από την Καρδίτσα,κάτοικος Αμαλιάδος 12, Κολωνός. Γύρω στις 11.00 με 12.00 της 18.11.1973, ενώ βάδιζε στη διασταύρωση των οδών Γ' Σεπτεμβρίου και Καποδιστρίου, τραυματίστηκε στη λεκάνη από πυρά μυδραλίου τεθωρακισμένου στρατιωτικού οχήματος. Μεταφέρθηκε στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών του Ε.Ε.Σ., κατόπιν στο Ρυθμιστικό Κέντρο Αθηνών και τέλος στο Κ.Α.Τ., όπου και πέθανε στις 30.1.1974.
Μιχαήλ Μυρογιάννης του Δημητρίου, 20 ετών, ηλεκτρολόγος, από τη Μυτιλήνη, κάτοικος Ασημάκη Φωτήλα 8, Αθήνα. Στις 12.00 το μεσημέρι της 18.11.1973, ενώ βάδιζε στη διασταύρωση των οδών Πατησίων και Στουρνάρη, τραυματίστηκε θανάσιμα στο κεφάλι από πυρά περιστρόφου αξιωματικού του Στρατού (αυτουργός ο συνταγματάρχης Νικόλαος Ντερτιλής). Μεταφέρθηκε στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών του Ε.Ε.Σ. σε κωματώδη κατάσταση και κατόπιν στο Ρυθμιστικό Κέντρο Αθηνών, όπου πέθανε αυθημερόν.
Κυριάκος Παντελεάκης του Δημητρίου, 44 ετών, δικηγόρος, από την Κροκέα Λακωνίας, κάτοικος Φερρών 5, Αθήνα. Στις 12.00 με 12.30 το μεσημέρι της 18.11.1973, ενώ βάδιζε στη διασταύρωση των οδών Πατησίων και Γλάδστωνος, τραυματίστηκε θανάσιμα από πυρά διερχομένου άρματος μάχης. Μεταφέρθηκε στο Ρυθμιστικό Κέντρο Αθηνών, όπου και πέθανε στις 27.12.1973.
Ευστάθιος Κολινιάτης, 47 ετών, από τον Πειραιά, κάτοικος Νικοπόλεως 4, Καματερό Αττικής. Κτυπήθηκε στις 18.11.1973 από αστυνομικούς με συμπαγείς ράβδους, και υπέστη κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις, συνεπεία των οποίων πέθανε στις 21.11.1973.
Ιωάννης Μικρώνης του Αγγέλου, 22 ετών, φοιτητής στο τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών του Πανεπιστημίου Πατρών, από την Άνω Αλισσό Αχαΐας. Συμμετείχε στην κατάληψη του Πανεπιστημίου Πατρών. Κτυπήθηκε μετά τα γεγονότα, υπό συνθήκες που παραμένουν ακόμη αδιευκρίνιστες. Συνεπεία της κακοποίησης του υπέστη ρήξη του ήπατος, εξαιτίας της οποίας πέθανε στις 17.12.1973 στο Λαϊκό Νοσοκομείο Αθηνών, όπου νοσηλευόταν. Σύμφωνα με ορισμένες ενδείξεις, ο τραυματισμός του συνέβη στην Πάτρα, άλλες όμως πληροφορίες τον τοποθετούν στην Αθήνα. Η περίπτωση του παραμένει υπό έρευνα.
Τα βασανιστήρια στην οδό Μπουμπουλίνας
Οι συλλήψεις γίνονταν συνήθως νύχτα και στην πλειοψηφία τους χωρίς εντάλματα. Πολλοί μάλιστα συλλαμβάνονταν χωρίς να τους απαγγελθεί κατηγορία και κρατούνταν στην Ασφάλεια για μέρες ή μήνες ή προληπτικά, με τη δικαιολογία ότι έπρεπε να δώσουν «διευκρινήσεις». Πηγές της εποχής κάνουν λόγο για 87.000 κρατούμενους χωρίς κατηγορίες.
Πολλοί συλληφθέντες οδηγούνται στην Υποδιεύθυνση Γενικής Ασφάλειας Αθηνών, στη Μπουμπουλίνας, στο άντρο των βασανιστών Μάλλιου, Μπάμπαλη και Λάμπρου. Επρόκειτο για σύγχρονο κολαστήριο, στο οποίο ανακρίνονταν με συστηματική χρήση βασανιστηρίων χιλιάδες συλληφθέντες Αριστεροί και γενικότερα πολιτικοί αντίπαλοι του καθεστώτος.
Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούσαν οι βασανιστές της Ασφάλειας ήταν: σωματική κακοποίηση, ξύλο, φάλαγγα, αυστηρή απομόνωση σε άθλιες συνθήκες, εκφοβισμός, ταπείνωση, εικονικές εκτελέσεις, ηλεκτροσόκ με τη συμμετοχή ιατρικού προσωπικού που υπηρετούσε τη χούντα (π.χ. Καραγκουνάκης, γενικός διευθυντής του 401 ΓΣΝ). Εκείνη την περίοδο όλη η γειτονιά ανατριχιάζει από τις φωνές των βασανισθέντων στην ταράτσα της Μπουμπουλίνας, αναφέρουν μαρτυρίες.
M8Ri
«Η ταράτσα της Μπουμπουλίνας έχει το πιο γνωστό πλυσταριό του κόσμου. Ασφαλίτικη επινοητικότητα με τα πιο μηδαμινά μέσα, έναν πάγκο, ένα σκοινί και μερικά στειλιάρια δημιούργησαν μια από τις πιο ένδοξες αίθουσες βασανιστηρίων της εποχής μας» θα γράψει ο Περικλής Κοροβέσης στο βιβλίο Ανθρωποφύλακες. Το “πανηγύρι” στη διεστραμμένη αργκό των βασανιστών, δηλαδή το ανέβασμα στην ταράτσα, αποτελούσε την έναρξη των συστηματικών και απάνθρωπων βασανιστηρίων, που τελούνταν ενώ οι συλληφθέντες ήταν δεμένοι στον πάγκο. Η βιαιότητα των βασανιστηρίων ήταν τέτοια ώστε 22 άτομα πέθαναν κατά τη διάρκεια της κράτησης τους και άλλα 21 λίγες μέρες ή μέσα σε ένα χρόνο από τότε που αποφυλακίστηκαν.
Η κτηνωδία της οδού Μπουμπουλίνας αποτυπώθηκε στους τίτλους των εφημερίδων μετά την πτώση της δικτατορίας και κατά τη διάρκεια των δικών των βασανιστών: «Διεστραμμένοι βιαστές και σάτυροι στο άντρο της Ασφάλειας», «Αυτοί δεν ήταν ικανοί να φερθούν με ανθρωπιά», «Η Ασφάλεια ξεπέρασε την ΕΣΑ σε κτηνώδη φαντασία», «Ανασκολόπιζαν και έδερναν αλύπητα και με ‘επιστήμη’», ήταν κάποιοι τίτλοι που κοσμούσαν τα άρθρα των εφημερίδων, μετά από τις καταθέσεις των θυμάτων.
Το να μην σπάσεις, να μη λυγίσεις απέναντι στα βασανιστήρια δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Η πίστη στο όραμα μιας ελεύθερης κοινωνίας, η ηθικά νομιμοποιημένη σύγκρουση με τον παραλογισμό ενός καταπιεστικού και αυταρχικού καθεστώτος, και κυρίως η συλλογικοποίηση της κοινής τραυματικής εμπειρίας και η αλληλεγγύη μεταξύ των κρατουμένων ήταν εκείνα τα στοιχεία που τους στήριξαν τις δύσκολες στιγμές. Το σύνθημα παλιών αριστερών κρατουμένων «Αγάπα το κελί σου, τρώγε το φαΐ σου, διάβαζε πολύ», δηλαδή, αγάπα τον χώρο που ζεις για να μη σε πνίξουν οι τέσσερις τοίχοι, τρώγε για να μην πάθεις φυματίωση και πεθάνεις, διάβαζε για να μπορεί να ξεφεύγει το μυαλό, αποτέλεσε οδηγό σε αυτή τη μάχη.
23
με τα λεχθέντα του δικτάτορα Παπαδόπουλου. Μάλιστα ο θεωρητικός της χούνταςΓεωργαλάς πρότεινε την εφαρμογή «εκτεταμένων ψυχοθεραπευτικών προγραμμάτων».
Πιο κυνικός ο διοικητής του ΕΑΤ-ΕΣΑ Θεοφιλογιαννάκος καμάρωνε:«Θέλουμε να ακούει ο κόσμος πως βασανίζουμε και να τρέμει. Γκάγκστερς δε μας λέτε; Έ, λοιπόν, τέτοιοι είμαστε. Εγώ είμαι ο Θεοφιλογιαννάκος, ο γνωστός βασανιστής!». «Τα βασανιστήρια είναι απαραίτητα για την προστασία του πολιτισμού μας» δήλωνε σε δικηγόρο της Διεθνούς Αμνηστίας ένας από τους ηγέτες της Χούντας, η οποία, σύμφωνα με στρατηγό του αμερικάνικου Πεντάγωνου, «ήταν, που να πάρει ο διάολος, η καλύτερη κυβέρνηση μετά τον Περικλή!».
Εκτελεστής των δημοκρατικών δικαιωμάτων
Οι συστηματικές καταγγελίες για χρήση βασανιστηρίων από το καθεστώς ξεκίνησαν από τους αυτοεξόριστους έλληνες στο εξωτερικό. Οι πραξικοπηματίες διαρρήγνυαν τα ιμάτια τους απέναντι στις κατηγορίες, τις οποίες απέδιδαν σε ψίθυρο των ανθελλήνων και δάκτυλο κομμουνιστών.
Ήδη από τον Δεκέμβριο του 1967, ο Τζέιμς Μπέκετ, δικηγόρος της Διεθνούς Αμνηστίας κατεφτασε στην Ελλάδα ως ερευνητής διμελούς ομάδας της Διεθνούς Αμνηστίας, με σκοπό να καταγράψει την ευρεία χρήση βασανιστηρίων. Ο Μπέκετ ανέλαβε την έρευνα των περιστατικών και τις επαφές με τα θύματα των βασανιστών.
Συνέταξαν δύο μελέτες. Η δεύτερη κατονόμαζε τα θύματα. Αυτό οδήγησε στην καταγγελία του δικτατορικού καθεστώτος στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Το 1969 γίνεται καταγγελία εναντίον της Ελλάδος στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Στρασβούργο, στην οποία περιλαμβάνεται ο φάκελος «Βασανιστήρια» που είχε εκδώσει η επιθεώρηση Athènes-Presse Libre, το 1969. Η ανατριχιαστική μαρτυρία του Περικλή Κοροβέση δημοσιεύεται επώνυμα στο περιοδικό Look (Μάιος 1969).
noemv 567Τα βασανιστήρια επί επταετίας δεν αποτελούσαν μεμονωμένα περιστατικά και παρεκτροπές των σωμάτων ασφαλείας, αντίθετα αποτέλεσαν το βασικό μέσο της δικτατορίας (μαζί με τις εξορίες και τα στρατοδικεία) για τη σωματική, ηθική και πολιτική εξόντωση των αντιπάλων της. Ήταν μέσο «αναπαιδαγωγήσεως των Ελλήνων, ώστε να εξυγιάνουν τους εαυτούς τους και να συγκροτήσουν τον περιούσιον λαόν του Κυρίου» σύμφωνα 
Ο ντόρος που είχε προκληθεί οδήγησε στην αναγκαστική αποχώρηση της Ελλάδας από το Συμβούλιο της Ευρώπης λόγω των παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την οποία κατήγγειλαν και οι σκανδιναβικές χώρες με ένταση.
Ωστόσο τα βασανιστήρια δεν τα είδαν όλοι: ο ερευνητής του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού Μαρτί δεν βρήκε την ταράτσα της Μπουμπουλίνας, ενώ ο Αμερικανός γερουσιαστής Πουσίσκυ «αφού συνομίλησε με εκατοντάδες κρατουμένων, κατέληξε εις το συμπέρασμα ότι αι καταγγελίαι περί βασανιστηρίων ήσαν τελείως αναληθείς και καθαρά μυθεύματα». Το ίδιο ίσχυσε και για τους Εγγλέζους βουλευτές που συμμετείχαν στην αποστολή Φρέιζερ.
Μετά την πτώση της χούντας μηνύσεις κατατέθηκαν εναντίον 150 αστυνομικών-βασανιστών. Ωστόσο το μαχαίρι της αποχουντοποίησης δεν έφτασε στο κόκκαλο και τελικά στο εδώλιο του κατηγορουμένου οδηγήθηκαν μόλις 16. Από αυτούς τους ελάχιστους, άλλοι αθωώθηκαν από τα Εφετεία και άλλοι καταδικάστηκαν για απλές σωματικές βλάβες, ενώ τους επιβλήθηκαν εξαγοράσιμες ποινές. Ακόμη και τα ηγετικά μέλη της ΕΣΑ (Χατζηζήσης, Θεοφιλογιαννάκος, Πέτρου) που δικάστηκαν από στρατοδικείο και καταδικάστηκαν, δεν εξέτισαν το σύνολο της ποινής τους. Χαρακτηριστικό είναι ότι στη διάκρεια των δικών οι βασανιστές αντέκρουσαν όλες τις κατηγορίες και δήλωσαν ότι έκαναν απλά το καθήκον τους. Παρά τις μαρτυρίες των θυμάτων κανένας αστυνομικός της Ασφάλειας δεν έδειξε μετανοημένος. Ούτε ένας δεν παραδέχτηκε έστω μια πράξη βίας...
images 1
Το μοντέλο βασανιστή
Στη μαρτυρία του Π. Κοροβέση για τους βασανιστές του αναφέρεται: «Είχαν την έκφραση ανθρώπου που αγόραζε καινούργιο ρούχο ή τηλεόραση. Το γλεντάγανε.» Η πρωτοποριακή, ψυχολογική και κοινωνική μελέτη της καθηγήτριας Ψυχολογίας, Μίκας Χαρίτου-Φατούρου, για τους βασανιστές της ΕΤΑ-ΕΣΑ (Ο βασανιστής ως όργανο της κρατικής εξουσίας. Ψυχολογικές καταβολές, Ελληνικά Γράμματα, 2003), η οποία παρακολούθησε την πρώτη δίκη των βασανιστών στην Αθήνα, αναδεικνύει το μοντέλο βασανιστή της επταετίας. Επρόκειτο για νέους, πάνω-κάτω 22 ετών, που πέρασαν από τον στρατό στα κέντρα εκπαίδευσης της Στρατιωτικής Αστυνομίας και κατέληξαν στους θαλάμους βασανιστηρίων.
Οι υποψήφιοι βασανιστές, νέοι, κυρίως από φτωχές αγροτικές οικογένειες, με «καθαρό» οικογενειακό πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων επιλέχθηκαν από ένα προσεκτικά σχεδιασμένο σύστημα εκπαίδευσης, που τους υπέβαλε σε ξυλοδαρμούς, «καψόνια», ηθική εκμηδένιση, βρισιές, βουρδουλιές, ουρλιαχτά, με τα οποία υποδέχονταν οι παλαιότεροι οπλίτες και εκπαιδευτές τους υποψήφιους της ΕΣΑ. Αυτό το περιβάλλον του απόλυτου παραλογισμού και της τρομοκρατίας γινόταν μέρος του τελετουργικού μύησης των «Εσατζήδων» στο σώμα των «διαλεχτών» του συστήματος. Έδιναν όρκο υπακοής και πίστης στην «επανάσταση της 21ης Απριλίου», στον Παπαδόπουλο και τον Ιωαννίδη. Μόλις έπαιρναν το πηλίκιο, όφειλαν να εφαρμόσουν τα βιώματα της εκπαίδευσής τους. Να συμμετέχουν στα ομαδικά ή ατομικά βασανιστήρια των θυμάτων τους, επιτηρούμενοι από τους αξιωματικούς. Όταν στη διάρκεια των βασανιστηρίων αποσπούσαν πληροφορίες από τα θύματά τους, εξαργύρωναν περήφανοι την «επιτυχία» τους, ανάμεσα σε άλλα και με άδεια από τη «δουλειά», για να επιστρέψουν λίγες ημέρες στη «φυσιολογική» ζωή, στον έξω κόσμο, στις οικογένειές τους. Το μοντέλο αυτό ακολουθούταν και από τους βασανιστές της Μπουμπουλίνας.
Παράρτημα: Λίγα λόγια για το κτήριο
Η πολυκατοικία στην οδό Μπουμπουλίνας χαρακτηρίζεται το 1932 ως υπόδειγμα πρώιμου μοντερνισμού. Ιδιοκτήτης της ο γιατρός Κ. Λογοθετόπουλος, ο οποίος ήταν παντρεμένος με την ανιψιά του στρατάρχη Λιστ, επικεφαλής των δυνάμεων της Βέρμαχτ που επιτέθηκαν στη χώρα, χρημάτισε υπουργός Παιδείας και Υγείας στην κυβέρνηση Τσολάκογλου και κατοχικός πρωθυπουργός από τις 2 Δεκεμβρίου 1942 έως τις 7 Απριλίου 1943. Στη δεκαετία του 1950 η πολυκατοικία νοικιάστηκε από την Κρατική Υπηρεσία Πληροφοριών. Στη δεκαετία του ’80 αγοράστηκε από το ΚΚΕ, και μέχρι τα τέλη της στεγαζόταν εκεί η Κομματική Οργάνωση Αθήνας. Το 1993 αγοράστηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού.
Η δίκη για τα γεγονότα
29BD2155DF0EB8F77F651FD1C0DF07B4

Στις 30 Δεκεμβρίου του 1975 και μετά από ακροαματική διαδικασία 2,5 μηνών και διάσκεψη 6 ημερών ενώπιον του πενταμελούς εφετείου Αθηνών, εκδόθηκε η απόφαση του δικαστηρίου το οποίο κήρυξε ένοχους τους 20 από τους 32 κατηγορούμενους, αθωώνοντας 12.
Οι κύριες ποινές που επιβλήθηκαν ήταν:
Picture0223
Δημήτριος Ιωαννίδης (αρχηγός της ΕΣΑ την περίοδο της εξέγερσης): 7 φορές ισόβια για ηθική αυτουργία σε 7 ανθρωποκτονίες από πρόθεση και 25 χρόνια κάθειρξη κατά συγχώνευση για ηθική αυτουργία σε 38 απόπειρες ανθρωποκτονιών και πρόκληση διάπραξης κακουργημάτων, καθώς και διαρκής στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων.

Γεώργιος Παπαδόπουλος (εν ενεργεία δικτάτορας την περίοδο της εξέγερσης): 25 χρόνια κάθειρξη για απλή συνέργεια σε ανθρωποκτονίες.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΠΟΕΣΥ για Πολυτεχνείο: «Όλοι στις πορείες για τα δικαιώματά μας και την ελευθεροτυπία»

ΠΟΕΣΥ για Πολυτεχνείο: «Όλοι στις πορείες για τα δικαιώματά μας και την ελευθεροτυπία»

Συνέπειες 
Η αιματηρή καταστολή της εξέγερσης, που –όπως προκύπτει από την επισκόπηση του καταλόγου των καταγεγραμμένων νεκρών– χαρακτηρίσθηκε από δολοφονίες πολιτών ακόμη και δυο μέρες μετά τη στιγμή της εισόδου του τανκ στον περίβολο του Πολυτεχνείου, με κύρια αιτία την κήρυξη στρατιωτικού νόμου, προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις. Οκτώ ημέρες μετά τα γεγονότα, εκδηλώθηκε νέο πραξικόπημα του ταξίαρχου Δημήτριου Ιωαννίδη το οποίο ανέτρεψε την σκιώδη κυβέρνηση του Σπυρίδωνα Μαρκεζίνη, εξαφανίζοντας, παράλληλα, τις όποιες προοπτικές υπήρχαν για τη, σταδιακή έστω, φιλελευθεροποίηση του χουντικού καθεστώτος, που είχε εξαγγείλει ο Γεώργιος Παπαδόπουλος.
Β2
Ο τελευταίος, τέθηκε σε κατ' οίκον περιορισμό στην οικία του στο Λαγονήσι, όπου και παρέμεινε έκτοτε, μέχρι και την πτώση του καθεστώτος, στις 24 Ιουλίου του 1974. Με νέο, «αφανή δικτάτορα» τον Ιωαννίδη, καθώς στην «πρωθυπουργία» ανήλθε ο οικονομολόγος Αδαμάντιος Ανδρουτσόπουλος και στην «προεδρία» της δήθεν δημοκρατίας ο στρατηγός Φαίδων Γκιζίκης, η χούντα σκλήρυνε τη στάση της ανακαλώντας τις αναβολές πολλών φοιτητών τους οποίους επιστράτευσε, ενώ πλήθυναν οι παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και φιμώθηκε εκ νέου ο Τύπος. Μάλιστα, προκειμένου να εμπεδωθεί μια επίφαση δημοκρατικότητας στην κοινή γνώμη, ο δημοσιογράφος Νίκος Μαστοράκης σκηνοθέτησε μια τηλεοπτική εκπομπή, παρουσιάζοντας μερικούς φοιτητές, με τους οποίους συζήτησε (υπό την παρουσία ανδρών της ΕΑΤ-ΕΣΑ που όμως δεν εμφανίζονταν στα πλάνα) τα αίτια και την αφορμή της εξέγερσης.
Η ανεπιτυχής απόπειρα πραξικοπήματος του Ιωαννίδη στις 15 Ιουλίου του 1974 ενάντια στον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο Γ´ και μετέπειτα Πρόεδρο της Κύπρου, συνέπεσε με την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο. Τα γεγονότα προκάλεσαν την πτώση του στρατιωτικού καθεστώτος και δήλωσαν την απαρχή της περιόδου της μεταπολίτευσης. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής προσκλήθηκε από την αυτοεξορία του στη Γαλλία και διορίστηκε Πρωθυπουργός της Ελλάδας στο πλευρό του προέδρου Γκιζίκη.
Η κοινοβουλευτική δημοκρατία επανήλθε και οι βουλευτικές εκλογές της 17ης Νοεμβρίου 1974 ήταν οι πρώτες ελεύθερες εκλογές μετά από μια δεκαετία.
Λίγες ημέρες αργότερα, στις 8 Δεκεμβρίου, διεξήχθη δημοψήφισμα για τη μορφή του πολιτεύματος, στο οποίο επικράτησε η αβασίλευτη δημοκρατία.
Τα γεγονότα του Πολυτεχνείου υπήρξαν σταθμός στη διαμόρφωση της ταυτότητας της σύγχρονης ελληνικής Αριστεράς, από την οποία θεωρούνται ως κορυφαία εκδήλωση αυθόρμητης εξέγερσης, αντιαυταρχισμού, αντιαμερικανισμού κλπ. Ενδεικτικό στοιχείο της επιρροής τους σε ριζοσπαστικούς κύκλους είναι η επιλογή της ημερομηνίας «17 Νοέμβρη» ως ονόματος από την ακροαριστερή τρομοκρατική οργάνωση, η οποία ξεκίνησε τη δράση της το 1975 και επί σχεδόν τρεις δεκαετίες θεωρούνταν ως η πιο επικίνδυνη τρομοκρατική ομάδα στην Ελλάδα.
to xroniko ths diktatorias 1967 1974
Ο επίσημος εορτασμός της επετείου της εξέγερσης κάθε 17η Νοεμβρίου καθιερώθηκε το 1981, από την νεοεκλεγείσα κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ.
Επτά «πέτρινα» χρόνια μέσα από την κάμερα του Π. Βούλγαρη
«Το Χρονικό της Δικτατορίας 1967- 1974»ένα ανέκδοτο ντοκιμαντέρ του Έλληνα σκηνοθέτη (δείτε το βίντεο παρακάτω).
Το 37λεπτο ανέκδοτο ντοκιμαντέρ του Παντελή Βούλγαρη «Το Χρονικό της Δικτατορίας 1967- 1974» ταινία, η οποία περιέχει πολύτιμο αρχειακό υλικό· από την κηδεία των Γεωργίου Παπανδρέου και Γιώργου Σεφέρη ως τις δίκες του Αλέκου Παναγούλη και άλλων αγωνιστών.
«Σε αυτό το φιλμ υπάρχει ό,τι καταφέραμε εμείς που μείναμε στον τόπο» είπε ο σκηνοθέτης, ο οποίος θυμήθηκε ότι την ώρα του πραξικοπήματος του 1967 ο ίδιος συμμετείχε στα γυρίσματα της ταινίας «Κιέριον» του Δήμου Θέου. «Συμμετείχαν όλοι» είπε συγκινημένος. « O Αγγελόπουλος, η Μαρκετάκη, ο Φέρρης, ο Βαλτινός. Ήταν μια ταινία όμως που άρχισε να φθίνει,γιατί άλλους τους συνελάμβαναν και άλλοι φεύγανε».
Σιγά σιγά άρχισε να καταγράφει ό,τι μπορούσε με μια κάμερα Super 8. Φυλακές του Μπογιατίου, κάποια στρατοδικεία... Αργότερα το υλικό έφθασε στο Παρίσι, όπου ο Κώστας Γαβράς το είδε μαζί με τον Κρις Μαρκέρ. Αμέσως βοήθησαν τον Βούλγαρη, στέλνοντάς του μια μηχανή 16 mm και φιλμ. Έτσι συνεχίστηκε η κινηματογράφηση. Η κηδεία του Πέτρουλα, οι φυλακές της Ακροναυπλίας, η πορεία της Ειρήνης.
«Στη Δικτατορία, από ένστικτο, φανταζόμασταν ότι κάτι θα συμβεί στην κηδεία του Γεωργίου Παπανδρέου», ανέφερε ο σκηνοθέτης, «αλλά κανείς δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι θα μαζεύονταν 500.000 άνθρωποι. Ήταν ένας τρόπος για να φανεί ότι η Ελλάδα δεν είναι μια χώρα που δεν αντιδρά».
Όλα αυτά όμως γίνονταν κρυφά. Έπρεπε να έχεις ειδική άδεια για να κυκλοφορείς με κάμερα στους δρόμους της Αθήνας. «Ήταν μια εποχή συντροφικότητας, το ξεκίνημα του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου, μια εποχή που τη θυμάμαι σε ένα κλίμα φοβίας και ανασφάλειας,αλλά ταυτόχρονα και βαθιάς ανθρωπιάς. Άρα, είναι ένα χρήσιμο υλικό. Για να ξαναθυμηθούμε εμείς και για να μάθουν οι νέοι».
Δεν έλειψαν οι δυσκολίες και τα κυνηγητά. Αλλά αυτό δεν πείραζε γιατί «καταγράψαμε σημαντικά πράγματα από ταράτσα σε ταράτσα, όπως τα γεγονότα στη Νομική. Ίσως η ποιότητα να μην είναι πάρα πολύ καλή,όμως το γεγονός που καταγράφεις είναι» συμπλήρωσε στο τέλος της παρουσίασης ο Νίκος Καβουκίδης.
Πηγές: sansimera.gr, ethnos.gr. wikipedia.gr, το περιοδικό

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος


Τάσου Λειβαδίτη, «Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος»

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν’ αγωνίζεσαι για την ειρήνη και για το δίκιο.
Θα βγεις στους δρόμους, θα φωνάξεις, τα χείλια σου θα
ματώσουν απ’ τις φωνές
το πρόσωπό σου θα ματώσει από τις σφαίρες — μα ούτε βήμα πίσω.
Κάθε κραυγή σου μια πετριά στα τζάμια των πολεμοκάπηλων
Κάθε χειρονομία σου σα να γκρεμίζεις την αδικία.
Και πρόσεξε: μη ξεχαστείς ούτε στιγμή.
Έτσι λίγο να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια
αφίνεις χιλιάδες παιδιά να κομματιάζονται την ώρα που παίζουν ανύποπτα στις πολιτείες
μια στιγμή αν κοιτάξεις το ηλιοβασίλεμα
αύριο οι άνθρωποι θα χάνουνται στη νύχτα του πολέμου
έτσι και σταματήσεις μια στιγμή να ονειρευτείς
εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα θα γίνουν στάχτη κάτω απ' τις οβίδες.
Δεν έχεις καιρό
δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί ν’ αφίσεις τη μάνα σου, την αγαπημένη
ή το παιδί σου.
Δε θα διστάσεις.
Θ’ απαρνηθείς τη λάμπα σου και το ψωμί σου
θ’ απαρνηθείς τη βραδινή ξεκούραση στο σπιτικό κατώφλι
για τον τραχύ δρόμο που πάει στο αύριο.
Μπροστά σε τίποτα δε θα δειλιάσεις κι ούτε θα φοβηθείς.
Το ξέρω, είναι όμορφο ν’ ακούς μια φυσαρμόνικα το βράδι,
να κοιτάς έν’ άστρο, να ονειρεύεσαι
είναι όμορφο σκυμένος πάνω απ’ το κόκκινο στόμα της αγάπης σου
να την ακούς να σου λέει τα όνειρά της για το μέλλον.
Μα εσύ πρέπει να τ’ αποχαιρετήσεις όλ’ αυτά και να ξεκινήσεις
γιατί εσύ είσαι υπεύθυνος για όλες τις φυσαρμόνικες του κόσμου, για όλα τ’ άστρα, για όλες τις λάμπες και για όλα τα όνειρα
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί να σε κλείσουν φυλακή για είκοσι ή και περισσότερα χρόνια
μα εσύ και μες στη φυλακή θα θυμάσαι πάντοτε την άνοιξη,
τη μάνα σου και τον κόσμο.
Εσύ και μες απ’ το τετραγωνικό μέτρο του κελλιού σου
θα συνεχίζεις τον δρόμο σου πάνω στη γη.
Κι’ όταν μες στην απέραντη σιωπή, τη νύχτα
θα χτυπάς τον τοίχο του κελλιού σου με το δάχτυλο
απ’ τ’ άλλο μέρος του τοίχου θα σου απαντάει η Ισπανία.
Εσύ, κι ας βλέπεις να περνάν τα χρόνια σου και ν’ ασπρίζουν τα μαλλιά σου
δε θα γερνάς.
Εσύ και μες στη φυλακή κάθε πρωί θα ξημερώνεσαι πιο νέος
Αφού όλο και νέοι αγώνες θ’ αρχίζουνε στον κόσμο
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
θα πρέπει να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό.
Αποβραδίς στην απομόνωση θα γράψεις ένα μεγάλο τρυφερό γράμμα στη μάνα σου
θα γράψεις στον τοίχο την ημερομηνία, τ’ αρχικά του ονόματός σου και μια λέξη: Ειρήνη
σα να ’γραφες όλη την ιστορία της ζωής σου.
Να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό
να μπορείς να σταθείς μπροστά στα έξη ντουφέκια
σα να στεκόσουνα μπροστά σ’ ολάκαιρο το μέλλον.
Να μπορείς, απάνω απ’ την ομοβροντία που σε σκοτώνει
εσύ ν’ ακούς τα εκατομμύρια των απλών ανθρώπων που τραγουδώντας πολεμάνε για την ειρήνη.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.
[πηγή: Τάσος Λειβαδίτης, Ποίηση, Κέδρος, Αθήναι 21979, σ. 121-124]



Συγκεντρώνω εδώ υλικό γραμμένο για την εξέγερση του Πολυτεχνείου, είτε γράφτηκε εκείνες τις μέρες είτε αργότερα. Αρκετά από αυτά τα πήρα από την πολύ καλή ανθολογία του Ηλία Γκρη Το μελάνι φωνάζει – Η 17η Νοέμβρη στη λογοτεχνία (εκδόσεις Μεταίχμιο).



Ποιήματα

Δημήτρης Ραβάνης-Ρεντής Ρεπορτάζ για ένα ζεστό Νοέβρη (Τα περισσότερα ποιήματα της συλλογής του ποιητή)

ΑΡΧΕΙΟ ΘΕΜΑΤΩΝ 
Μικροπράγματα Μικροπράγματα 18 ποιήματα για την εξέγερση του Πολυτεχνείου Ρίτσος, Βρεττάκος, Μανόλης Αναγνωστάκης, Σινόπουλος κ.α.


ΑΡΗΣ ΔΗΜΟΚΙΔΗΣ 17.11.2014 | 00:00           

Τα ποιήματα είναι από την ανθολογία του Ηλία Γκρη ΄Το μελάνι φωνάζει – Η 17η Νοέμβρη στη λογοτεχνία', εκδόσεις Μεταίχμιο.      

 ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ 
Το αγόρι και η πόρτα   Εκεί που έπεσε είναι μια κόκκινη λίμνη, ένα κόκκινο δέντρο, ένα κόκκινο πουλί.   Σηκώθηκε όρθια η πεσμένη καγκελόπορτα- χιλιάδες άλογα. Λαός καβαλίκεψε. Κομνηνέ! - φωνάξαμε. Γύρισε και μας κοίταξε δε φορούσε επίδεσμο ούτε στεφάνι. Άσπρα άλογα, κόκκινα άλογα και μαύρα, πιο μαύρα- καλπασμός, - η ιστορία Να προφτάσουμε.           

ΚΩΣΤΟΥΛΑ ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ 1050 Χιλιόκυκλοι
 "Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο!" Αυτή η φωνή που τρέμει στον αέρα, δεν σούστειλε ένα μήνυμα μητέρα, αυτή η φωνή δεν ήτανε του γιού σου, ήταν φωνές χιλιάδες του λαού σου. "Εδώ Πολυτεχνείο ,εδώ Πολυτεχνείο!" Μιλάει ένα κορίτσι κι ένα αγόρι, εκπέμπουνε τραγούδι μοιρολόι, χίλιες πενήντα αντένες η λαχτάρα, σε στόματα μανάδων η κατάρα. Και τα κορίτσια και τ' αγόρια που μιλούσαν, τρεις μέρες και τρεις νύχτες δεν μετρούσαν, δοκίμαζαν τις λέξεις με αγωνία, κι αλλάζανε ρυθμό στην ιστορία.   "Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο!" Γραμμένα μένουν τα ονόματα στο αρχείο, δεν αναφέρονται οι νεκροί που είναι στο ψυγείο, λένε πως είναι τέσσερις κι είναι εκατό οι μανάδες, πρώτα σκοτώθηκε η φωνή και σώπασαν χιλιάδες.          

   ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΩΤΑΣ
 Εδώ Πολυτεχνείο...   Εδώ Πολυτεχνείο! Εδώ Πολυτεχνείο! Εδώ καλώ βοήθεια, πρόφτασε,λαέ, βοήθεια, πρόφτασε,λαέ, σκοτώνουν τα παιδιά σου, οϊμέ! Τα νιάτα που έστησαν εδώ του Αγώνα τραγικόν χορό και τραγουδούν τη Λευτεριά, σου τα σκοτώνουν τα παιδιά. Της βίας ο δούλος ο μωρός δουλέμπορος, φονιάς μιαρός, σκοτώνει, λαέ, τα τέκνα σου, τ' αγόρια, τα κορίτσια σου.   Εδώ Πολυτεχνείο! Εδώ τα νιάτα σέρνουνε χορό. Της Επιστήμης τα παιδιά και τραγουδάν τη Λευτεριά. Εδώ της νιότης ο άξιος νους, που χτίζει θέατρα, ναούς, σκεδιάζει ιδέες και μηχανές και δένει το αύριο με το χτες,   Εδώ Πολυτεχνείο! Εδώ μέσα στης τέχνης το ιερό σκοτώνει η βία τα παιδιά που τραγουδούν τη Λευτεριά. Εδώ Πολυτεχνείο! Εδώ γίνεται ανήκουστο κακό! Της βίας ο δούλος ο μωρός του Χάρου μαύρος έμπορος, σφάζει τα τέκνα του λαού. τη νιότη, την ελπίδα του, το άνθος του αύριο, τον καρπό της τέχνης και της γνώσης, ω! Εδώ Πολυτεχνείου κραυγή καλούν το Χρέος κι η Τιμή Λαέ μας, βοήθα τα παιδιά. Ο αγώνας για τη Λευτεριά.          

 ΛΟΥΚΑΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ 
Ο εκφωνητής (1978) 
Δεν θα ξεχάσουμε ποτέ τη φωνή σου γενναίο παιδί: Εδώ Πολυτεχνείο! Εδώ Πολυτεχνείο! Σας μιλάει ο σταθμός των ελεύθερων αγωνιζόμενων φοιτητών των ελεύθερων αγωνιζόμενων Ελλήνων! Είχες βραχνιάσει να μιλάς με τις ώρες μα πιο πολύ ήταν το πάθος που ράγιζε το πυρωμένο μέταλλο της φωνής σου γεμίζοντας τους αιθέρες μ' ανατριχίλες και δάκρυα.   Κι ο πλανταγμένος λαός συσπειρωμένος μισός στους δρόμους και μισός στα σπίτια ρουφούσε λαίμαργα το τραύλισμα της λευτεριάς που σπαρταρούσε μέσα στο στήθος σου κι αγωνιούσε και παθαίνονταν κι έκανε προσευχές, Χριστέ μου, να μη σωπάσεις.   Γιατί χρόνια και χρόνια σ' αυτό τον τόπο είναι στη μοίρα του ν' ακούει αυτό το τραύλισμα που δεν προφταίνει να γίνει φωνή που δεν προφταίνει να γίνει φθόγγος και μουσική αναστάσιμη.   Γιατί χρόνια και χρόνια στην κρίσιμη στιγμή τα δολερά χέρια των τυράννων υπογράφουν το διάταγμα της σιγής σου.         

ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ
 Φοβᾶμαι... Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἑφτὰ χρόνια ἔκαναν πὼς δὲν εἶχαν πάρει χαμπάρι καὶ μία ὡραία πρωία μεσοῦντος κάποιου Ἰουλίου βγῆκαν στὶς πλατεῖες μὲ σημαιάκια κραυγάζοντας «δῶστε τὴ χούντα στὸ λαό». Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ μὲ καταλερωμένη τὴ φωλιὰ πασχίζουν τώρα νὰ βροῦν λεκέδες στὴ δική σου.   Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ σοῦ κλείναν τὴν πόρτα μὴν τυχὸν καὶ τοὺς δώσεις κουπόνια καὶ τώρα τοὺς βλέπεις στὸ Πολυτεχνεῖο νὰ καταθέτουν γαρίφαλα καὶ νὰ δακρύζουν.   Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ γέμιζαν τὶς ταβέρνες καὶ τὰ σπάζαν στὰ μπουζούκια κάθε βράδυ καὶ τώρα τὰ ξανασπάζουν ὅταν τοὺς πιάνει τὸ μεράκι τῆς Φαραντούρη καὶ ἔχουν καὶ «ἀπόψεις».   Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἄλλαζαν πεζοδρόμιο ὅταν σὲ συναντοῦσαν καὶ τώρα σὲ λοιδοροῦν γιατὶ, λέει, δὲν βαδίζεις ἴσιο δρόμο.   Φοβᾶμαι, φοβᾶμαι πολλοὺς ἀνθρώπους.   Φέτος φοβήθηκα ἀκόμη περισσότερο. Νοέμβρης 1983           

ΗΛΙΑΣ ΓΚΡΗΣ
 Το ερπετό που ξυπνάει   17 Νοέμβρη 1989
 Θητεύσαμε παιδιά στη νύχτα με ένα σταφύλι θυμού ατρύγητο. Τι αμό­λυντη περηφάνια είχαν τα λόγια μας φωτίζοντας το θαύμα πού· θαύμα δεν έγινε. Είναι από τότε που η μνήμη ερπετό ξυπνάει και τρώει απ' τη θλίψη και ύστερα λουφάζει σε τάφο συλημένο, γιατί πάντα θα ανθίζει η στοργή για τα ναυάγια που επιστρέφουν παράδοξα όπως σκιές του φονιά μέσα στα όνειρα. Και είναι από τότε που βγάζουν στο σφυρί τα κουρέλια εκείνου του πάναγνου έρωτα· του πάναγνου έρωτα. Και όσοι τάχθηκαν πρώτοι, εξαρ­γύρωσαν την κραυγή μας ερήμην. Από κείνη τη νύχτα, ό,τι και αν πω, φωνάζει σαν αίμα.         

  ΚΟΡΑΛΙΑ ΘΕΟΤΟΚΑ 
Αντί στεφάνου (1977)   
 Ποια απάντηση, ποιος χτύπος στο κοιμισμένο στήθος σου αγόρι γαζωμένο από τις σύγχρονες μηχανές σε σχήμα χελιδονιού άγγελε με χλωρή γενειάδα κάτω από τις ερπύστριες συνείδηση βαμμένη στον τοίχο και στις πέτρες σώπασες τ' όνομά σου μες στη βοή της λάσπης περιστέρι μπροστά στα ηλεκτροφόρα σύρματα με το σύνθημα της δικαιοσύνης στο χώμα. Με το τραγούδι χαιρετίζω όσους μοχθούν για τη ζωή, όχι στο χαμό της για την τροφή, όχι τη στέρηση της για τη γνώση, με τη γνώση ενάντια στις αριθμομηχανές των κρεάτων ενάντια στον οργασμό της κατανάλωσης ενάντια στις τρομερές λυχνίες της δισχιλιετηρίδας. Θα 'ρθει ένας κόσμος χλόης αγόρι και θα δουλεύουμε στη μοιρασιά των λουλουδιών.           

ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ 
Δοκίμιο ΄73 - ΄74    Υπάρχει ένα παράθυρο καμωμένο κόσκινο στη φωτογραφία του δρόμου. Τώρα η σκάλα σε διασχίζει καθέτως απ' το υπόγειο ως τον αυχένα. Κάποιος ανεβαίνει μ΄ ένα τρανζίστορ ρυθμικός πολλαπλασιασμός των ειδήσεων. Στη μικρή οθόνη τα πρόσωπα εναλλάσονται σταθερά δίχως πολλούς θορύβους. Η εξουσία όπως πάντοτε φωτίζεται με τετραγωνισμένο φως. Ιαχές. Το πλήθος. Στο μεταξύ το πλήθος. Αόρατα μάτια με τρείς διαστάσεις ακτινογραφούν εισερχομένους εξερχομένους διερχομένους. Τα περίστροφα ακίνητα βαθειά μέσα τους σαφώς οπλισμένα. Το πλήθος φεύγει έφυγε. Κι εκεί σε βρήκαν αργότερα με μια ριπή (τρύπες 7-8) στη πλάτη σου ετών ας πούμε 24 καμμιά ταυτότητα.   Ταξίδι στο μεγάλο διάδρομο καταργημένος χρόνος. Όχι σκοτάδι μήτε μισοσκόταδο μήτε και φως. Ταξίδι τα χαράματα σ' ένα γυμνό τοπίο σκοποβολής. Η βρύση πλένει χέρια και πουκάμισο οι εφημερίδες καταπίνουν τις φωνές. Αστυνομίες αμίλητες μέσα σε σκοτεινές αστυνομίες. Πρωθυπουργοί με σκεπασμένο πρόσωπο. Απάνω οι νόμοι σε σειρές σοφή συναρμογή και διάταξη με τους συνήθεις αγωγούς σωλήνες σωληνώσεις πολαπλά κυκλώματα με θύρες διαφυγής. Κυκλοφορία παράπλευρη για τους αξιοπρεπείς φονιάδες... Κι εσείς που ωστόσο συνεχίζετε κρατώντας προστατεύοντας στα δόντια σας την τελευταία σας λέξη. Το λάθος των μηχανουργών.          

 ΑΧΘΟΣ ΑΡΟΥΡΗΣ
 Του Πολυτεχνείου  
 Φουκαραδάκι ο δύστυχος, είχε τελειώσει νυχτερινό γυμνάσιο. Για σπουδές ελπίδα δεν τ' απόμενε ούτε τόση Δε βάφονται τ' αυγά με τις πορδές! Δούλευε εφαρμοστής. Δουλειά του πάγκου, θέλει σίγουρο χέρι και μυαλό ξουράφι. Κι ήταν ο πιο ξυπνός στου Μαστροβάγγου —Δω μέσα ρε παιδιά, πηγαίνω στράφι! — Ε! όχι δα ρε Μπάμπη, εδώ μαστόροι πολύ παλιοί σου βγάζουν το καπέλο. Τι παραπάνω θά 'θελες αγόρι; — Θά 'θελα να σπουδάσω, μα όσο κι αν θέλω... Πολυτεχνείο το λεν, δεν είν' αστεία, αν βρίσκονταν παράδες κι αν... και αν... για φροντιστήρια, δίδακτρα, βιβλία... (κι ας λεν πως είναι η παιδεία «Δωρεάν») Εν τέλει τα κατάφερε και μπήκε μέσ' στη σχολή που επόθει, μιαν εσπέρα στα τέλη τον Νοέμβρη. Και μια σφαίρα στα φλογισμένα στήθη τον ευρήκε. Ανέκδοτο, Π. Φάληρο Δεκέμβριος 1973           

ΦΩΤΟΣ ΓΙΟΦΥΛΛΗΣ

 «Εδώ Πολυτεχνείο»   Στον άγιο ήχο της φωνής: «Εδώ Πολυτεχνείο!...» στο κάλεσμα της νιότης μας, που φέρνει προς το φως άστραψε σ' όλες τις ψυχές τ' άφταστο μεγαλείο της Λευτεριάς και ξέσπασε κάθε καημός κρυφός!   Τ' ατράνταχτα τα στήθια σας, παιδιά, γινήκαν κάστρα, και πάλεψαν σκληρά κι ορθά με τανκς και με πιστόλια σαν η ψυχή σας έφερνε στον ουρανό και στ' άστρα το θρίαμβο της Λευτεριάς, μες σε βροχή από βόλια.   Στα παλληκάρια που' πεσαν στην άνιση την πάλη  δόξα τούς πρέπει και τιμή μες σε χιλιάδες χρόνια! Μα και σε σας που ζήσατε, για να χαρείτε πάλι ολάκαιρη την Λευτεριά, την πάμφωτη κι αιώνια!...   Ραφήνα, Τρύγος 1974           

ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΟΥΛΙΟΣ Αθήνα (1977)   Τσιμέντο και σίδερο στον πνιγμένο αέρα πανάρχαια γόησσα Αθήνα γυαλίζει τ' άσπρο σου στήθος απόψε άσε με να σου το σφίξω μέχρι να πονέσεις χύνοντας κόκκινο γάλα καθώς θ' ακούς το τραγούδι της συνουσίας παράμερα στα δεντράκια δύο μαθητών του γυμνασίου και το ρυθμό της καρδιάς μου σ' αυτό το βράδυ των μεθυσμένων συντριβανιών του αμύγδαλου-κόσμου ................................................................................ Ακου το ουρλιαχτό του περιπολικού και κοίτα Αυτούς που οτυς βάζουν στο αυτοκίνητο και Βιαστικά τους οδηγούν στο τμήμα . Με προβολείς στο μάτι τους ρίχνουν κάτω Τους ψάχνουν κι η μέση τους σπάει στο τραπέζι Και τους αφήνουν με το στόμα πεταμένο Στον ουρανό πάνω σ' ένα κολοσιαίο Κλάξον αυτοκινήτου πάνω στο δάπεδο του γραφείου Τα παιδιά με τα γυαλιστερά εξαρτήματα Ειδικευμένα στον τρόμο και τα μεγαλοπρεπή Σειρήτια στα μάτια τους. Κι αυτοί που Έχουν δολοφονηθεί αδιαμαρτύρητα ή πετάχτηκαν Απ' την ταράτσα του κτιρίου μετά το πέρας Των ανακρίσεων όπως γίνεται στο σινεμά Κι αυτοί που αφανίστηκαν μες στη θάλασσα Θέλοντας να το σκάσουν και οι καιροί Αποθρασύνοντας τον ισχυρό Σ' αυτό τον κόσμο τον παράφρονα της φυλακής. Κι αυτοί που πολτοποιήθηκαν απ' τα τανκς Μέσα στο Πολυτεχνείο ή έσκασαν απ' τα καπνογόνα κι αυτοί που σταυρώθηκαν Στα διασταυρούμενα πυρά Φωνάζοντας μέχρι τον άλλο κόσμο «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ»           


ΣΤΕΛΙΟΣ ΓΕΡΑΝΗΣ

 «Το στρατόπεδο ετέθη πάλι υπό έλεγχον»   Άρχισαν να κλονίζονται τα θεμέλια.   Ένας βραχνός λοχίας μας γκρεμίζει στη Νύχτα με σιδερένιους λοστούς. Ανοιξιάτικα όνειρα τουφεκίζονται στον αυλόγυρο του Πολυτεχνείου. Ο στρατοπεδάρχης καπνίζει νευρικά το τσιμπούκι του καθαρίζει την υγρασία στα τζάμια και μετράει τους σκοτωμένους απ' το παράθυρο.   Ύστερα σηκώνεται πλένει τα χέρια του ρίχνει μια φευγαλέα ματιά στον καθρέφτη λέει ένα σκληρό «αυτός είμαι» και ξαπλώνει στο κρεβάτι να κοιμηθεί.   Μα πριν αδειάσει το γυάλινο μάτι του στο ποτήρι σηκώνει με αργές κινήσεις το τηλέφωνο και καλεί το Επιτελείο: «Στρατηγέ μου, η εκστρατεία εστέφθη υπό πλήρους επιτυχίας Το στρατόπεδο ετέθη πάλι υπό έλεγχον Καληνύχτα σας».          


 ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ Μικρός τύμβος (Πολυτεχνείο)   Δίχως τουφέκι και σπαθί, με τον ήλιο στο μέτωπο, υπήρξατε ήρωες και ποιητές μαζί. Είστε το Ποίημα. Απλώνοντας το χέρι μου δεν φτάνει ως εκεί που ωραία λουλούδια τις μορφές σας Λιτανεύει ο αέρας της αρετής. Ω παιδιά μου, Μπροστά σ' αυτό το ποίημα μετράει μόνο η σιωπή. από την ενότητα «Παραλειπόμενα», Β' τόμος των Απάντων          


ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΑΦΟΠΟΥΛΟΣ 
Τα νέα σατιρικά γυμνάσματα   Τώρα όλα στην Ελλάδα έχουν αλλάξει. Οι ξενοκίνητοι έλειψαν προδότες. Τα παλιά ρούβλια εγίνηκαν στην πράξη δολάρια, για τους γνήσιους πατριώτες. Κι ας σχίζονται, μες στο Πολυτεχνείο, οι αλήτες, δήθεν για Δημοκρατία, ενώ συνωμοτούν στο καφενείο, για να φέρουν μια νέα Λαοκρατία. Της «Νέας Ελλήνων Τάξεως» παίδες ίτε, με το στιλέτο πάντα γρηγορείτε.   Παιδιά του Μετσοβίου Πολυτεχνείου, της λευτεριάς ανοίξατε τη στράτα. Είστε ο Ιερός Λόχος του Δραγατσανίου, που 'χε κι εκείνος τα δικά σας νιάτα. Σας φέρνουν οι δειλοί άνθινα στεφάνια και κροκοδείλια τώρα χύνουν δάκρυα εκείνοι, που προσμέναν στην αφάνεια «ευκαιρίες», ζαρωμένοι σε μιαν άκρια. Των μεγάλων τα όπλα η υποκρισία. Το δικό σας προνόμιον η θυσία.     
ΑΡΧΕΙΑ ΜΝΗΜΗΣ/FLIPPRESS © - Βασίλης Καραγεώργος, www.flippress.gr    

 ΛΕΝΑ ΠΑΠΠΑ 

Στούς σκοτωμένους σπουδαστές του Νοεμβρίου   Μάτια κλειδωμένα, χέρια παγωμένα κείτεται -δεκοχτώ χρονώ ήτανε δεν ήτανε- για να έχω εγώ πουλιά-φτερά στα χέρια μου, και συ στο σπιτάκι σου, μια γλάστρα με βασιλικό στο πεζουλάκι και τα παιδιά μας ξένοιαστα να χτίζουνε το μέλλον.   Η μάνα του τον περιμένει και δεν έρχεται, η άνοιξή του παίζει κα δεν τηνε ξέρει πια. Στις φλέβες του αίμα σταματημένο και πικρό, γυαλί σπασμένο ο κόσμος, σωριασμένο πάνω του. Για να έχω εγώ τον άσπρο μου ύπνο Και συ γαρίφαλο χαμόγελο στο στόμα σου, για να 'χουν τα παιδιά μας το δικό τους ήλιο...           


ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ Το σώμα και το αίμα  - Ακόμα μια δοκιμή για ένα ποίημα του Πολυτεχνείου (1977) Ο ένας γράφει συνθήματα στους τοίχους ο άλλος φωνάζει συνθήματα πάνω απ' τους δρόμους ο τρίτος φοράει το παράθυρο τραγουδάει ανοιχτός Ρωμιοσύνη Ρωμιοσύνη τους τραυματίες τους κουβάλησαν στη βιβλιοθήκη η μια παλάμη αμπελόφυλλου στο χτυπημένο γόνατο αγάλματα λυπημένα μες στους καπνούς -πού τον ξεχάσατε τον έρωτα σπουδαστές οικοδόμοι κατάρες πλακάτ ζητωκραυγές σημαίες έρωτας είναι τ' όνειρο έρωτας είναι ο κόσμος χαμηλωμένο κούτελο του ταύρου έρχονται κι άλλοι κι άλλοι μικρά μεγάλα σκολιαρόπαιδα με μια φούχτα στραγάλια με τσάντες δυο κόκκινα πουλιά σταυρωτά ζωγραφισμένα στα τετράδιά τους οι νεόνυμφοι βγήκαν απ' το φωτογραφείο δένουν τις άσπρες ταινίες στο κιγκλίδωμα τυφλοί λαχειοπώλες μια όρθια κιθάρα λαμπιόνια φαρμακείων νυχτώνει η πολιτεία ηλεκτρικοί αριθμοί κλεισμένα θέατρα κλεισμένα τα μικρά τεφτέρια τα υπόγεια ποιήματα τα τρύπια λουλούδια η μυστική γεωγραφία ανεβαίνει βουβή πάνω απ' τη νύχτα απ' το απόρθητο βάθος απόψε είναι ο καιρός για όλα λέει απόψε είναι η συνέχεια όλων λέει αύριο για όλο τον άνθρωπο για όλο το μέλλον έτσι είπε πάνω στη στέγη κράταγε ένα μεγάλο αόρατο τιμόνι κι έστριβε την πολιτεία κάτω απ την άσφαλτο ακουγόταν ο θόρυβος του κόσμου ένα μαύρο σκυλί ένα καλάθι ένας μικρός καθρέφτης δυο τεράστια παπούτσια του πικρού γελωτοποιού και το σπασμένο ποτήρι κι η μυρωδιά απ' τη φουφού του καστανά μεγάλη σαν καράβι          
 ΓΙΩΡΓΗΣ ΣΑΡΑΝΤΗΣ
 Εδώ Πολυτεχνείο   Τρείς νύχτες καίγανε οι φωτιές την τελευταία ακούστηκαν καμπάνες Κάπου αλλού θα παίζεται η ζωή μας σκέφτηκα και τότε τον είδα λαμπαδιασμένο απ' τις ζητωκρυαγές να τρέχει προς το θάνατο Αλέξανδρε του φώναξα Αλέξανδρε κι ύστερα πιο σπαραχτικά Αλέξανδρεεε, πάλι και πάλι Καθώς έσκυψα να τον σηκώσω από την άσφαλτο δε βρήκα παρά στάχτη Σ' όλους τους δρόμους οι στρατιώτες πυροβολούσαν το φόβο τους.        
  

 ΛΕΙΑ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ-ΚΑΡΑΒΙΑ
 Προς Αντιγόνην (Αποσπάσματα) Φέτο δε θά 'ρθει η άνοιξη, δε θ' αφήσουμε τους κούκους να τιτιβίσουν τα τραγούδια των στασιαστών, τις μυγδαλιές να τους μυρώσουν, όχι, τον ήλιο δε θα τον αφήσουμε να ξεκαλοκαιριάσει, και τα τζιτζίκια να τσιρίζουν ζει ζει ζει. Ετούτος ο Νοέμβρης θα μείνει καρφωμένος μέσα στο χρόνο, με τις ατέλειωτες του νύχτες, με το βοριά στα στηλωμένα μάτια μας, με τους τριγμούς κλαριών ή πατημάτων, κρωγμούς ή συνθηματικές κραυγές συνωμοτών. Δεν ξεγελιόμαστε απ' τα τεχνάσματα σας. Κάποιος ρίχνει κόκκινο χρώμα στα ποτάμια — δεν έρευσε από φλέβες τόσο κόκκινο. Κάποιος βάφει πορφυρένια τη θάλασσα και τα σύννεφα στάζουν αίματα, αίματα, πλημμυρίζουν οι δρόμοι.             

  ΑΡΗΣ ΔΗΜΟΚΙΔΗΣ Γεννήθηκε το 1978 στη Θεσσαλονίκη όπου και ζει. Ενδιαφέρεται για τα πάντα - και γράφει κυρίως γι' αυτά που του αρέσουν. (Κι έχει βγάλει 13 παιδικά βιβλία στις εκδόσεις Μεταίχμιο) Πηγή: www.lifo.gr


Πεζά





http://www.schools.ac.cy/klimakio/Themata/epikaira/politehnio/index.html

ΕΠΙΚΑΙΡΑ ΘΕΜΑΤΑ



ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ


Κείμενα

Φωτογραφίες

Αρχεία Ήχου

Φύλλα Εργασίας

Δρώμενο για τη 17η Νοέμβρη 1973, Επτά θεατρικά σκετς

ΠΗΓΗ http://www.theatroedu.gr/

ΔΡΩΜΕΝΟ

ΓΙΑ ΤΗ 17η  ΝΟΕΜΒΡΗ


Τάνια Χριστοφοράτου (Πώς φτάσαμε στη Χούντα και το Πραξικόπημα)
Αγγελίνα Καλμαντή-Τάνια Χριστοφοράτου (Απάθεια ή εξέγερση)
Ελευθερία Τσιντάρη (Τα σκάνδαλα της δικτατορίας)
Ρέμη Κοφτερίδη (Παναγούλης)
Γιάννης Λουλούδης/Τάνια Χριστοφοράτου (Η Παιδεία κατά την Επταετία)

Ο Πατέρας κάθεται μπροστά στην τηλεόραση. Παρακολουθεί ρεπορτάζ-αφιέρωμα στο Πολυτεχνείο.

(ήχος από το αφιέρωμα)

Έφηβος: Χμ… μας το έδειξαν και στο σχολείο αυτό. (αναφερόμενος στο ρεπορτάζ). Τραγικό, δεν είναι;
Πατέρας: Είναι. Τόσο αίμα χύθηκε για όλα αυτά που τώρα εμείς θεωρούμε δεδομένα. Δημοκρατία, παιδεία, ελευθερία λόγου… Αξίζει να το θυμόμαστε.
Έφηβος: Για να τα θυμόμαστε πρέπει να τα ξέρουμε. Εγώ δεν ξέρω και τίποτα για το πώς ήρθε η χούντα στην Ελλάδα. Θα μου τα πεις λίγο;
Πατέρας: Θα προσπαθήσω, αν και τα πράγματα είναι περίπλοκα. Δεν μπορείς να πεις έφταιξε “αυτός” και να ξεμπερδεύεις. Για δες λίγο:

 ΠΡΩΤΟ ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΣΚΕΤΣ

Πώς ήρθε η Χούντα
Πρόσωπα:
1 Αμερικάνος (Υπουργός Εξωτερικών Ντ.Ατσεσον) (Αμερικανός)
Ο Ελληνοαμερικάνος Τομ Πάπας (Τομ Πάπας)
1 εκπρόσωπος της κυβέρνησης (κοινοβούλιο)
1 εκπρόσωπος του παλατιού (Βασιλιάς Κων/νος) (βασιλιάς)
1 εκπρόσωπος του στρατού (Παπαδόπουλος)
Εκπρόσωποι του εργατικού κινήματος (Λαός)


Σκηνικό : Οι πέντε κάθονται στην μέση της σκηνής παίζοντας Μονόπολη και μιλώντας (μεταξύ τους υπάρχει ένταση και δυσπιστία), ο λαός πότε-πότε φωνάζει συνθήματα απ’το αμφιθέατρο

Ο διάλογος έχει ως εξής:

Λαός: Προίκα στην Παιδεία, όχι στη Σοφία!
Βασ.: Σιγά μην δώσουμε 15% από τα κονδύλια του κράτους για την Παιδεία. Ποιος θέλει το λαό μορφωμένο; Άλλωστε έχουμε άλλες προτεραιότητες, πρέπει να προικήσω την αδελφή μου τη Σοφία που παντρεύεται στην Ισπανία το Χουάν Κάρλος!
Κοινοβ.: Εννοείς να προικήσει ο λαός την αδελφή σου!
Βασ.: Θα έπρεπε να είναι περήφανοι που θα έχουν τέτοια τιμή!!!
Κοινοβ.: Θα σταματήσεις να επεμβαίνεις στην πολιτική ζωή της χώρας; Παραβιάζεις το Σύνταγμα! Ο ρόλος σου θα έπρεπε να είναι απλώς διακοσμητικός.
Βασ.: Κάνεις λάθος αγαπητέ μου…
Λαός: Δε σε θέλει ο λαός, παρ’τη μάνα σου και μπρος!
Κοινοβ.: Ο λαός εκφράστηκε με τις εκλογές του 1964. Εσύ μετά υπονόμευσες την κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου και υποκίνησες την αποστασία!
Βασ.: Αγαπητέ μου, μην ταράζεσαι… Δεν μπορεί να κυβερνάει μία χώρα σαν την Ελλάδα ένας γέρος σαν τον Παπανδρέου. Πες κι εσύ αγαπητέ μου Άτσεσον!
Αμερ.: Ωωω, αυτός είναι ένας ξεμωραμένος και φλύαρος γέρος, που τον επηρεάζει ο γιος του, ο Ανδρέας.
Τομ Πάππας: Όου, γιες, αυτός ο Ανδρέας, προσπαθεί να μου περιορίσει τα µονοπώλια, να μου μειώσει τις τιμές του πετρελαίου μου και να μου αυξήσει τα έξοδα τέλος πάντων…
Αμερ.: Η γνώμη μου είναι οτι οι Έλληνες, τόσο οι αρχαίοι όσο και οι σύγχρονοι παρουσιάζουν σοβαρά προβλήματα όποτε πειραματίζονται με μη αυταρχική εξουσία.
Κοινοβ.: Ναι, κι έτσι το κόμμα που στις εκλογές του 1964 είχε λάβει 52% των ψήφων βρέθηκε στην αντιπολίτευση, ενώ η κυβέρνηση είναι πλέον όργανο του βασιλιά. Έτσι παραβιάζεται η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας.
Αμερ. Βασ. Παπαδ. Πάπας (όλοι μαζί): Ποια;
Βασ.: Χα χα, ας γελάσω αγαπητέ μου! Τίποτα δεν θα είχα καταφέρει αν δεν υπήρχαν πρόθυμοι βουλευτές να προδώσουν το κόμμα τους για ένα ψίχουλο εξουσίας… Τους τάξαμε υπουργεία και έτρεξαν με τις πυτζάμες να ορκιστούν!!!
Κοινοβ.: Τους εξαγοράσατε!
Βασ.: Σας εξαγοράσαμε, αγαπητέ μου! όλοι έχετε μία τιμή!
Παπαδ.: Ο λαός είναι μία μάζα ανίδεων και οι κυβερνήσεις που ψηφίζει είναι σάπιες. Κάποιος πρέπει να επιβάλει μία τάξη.
Βασ.: Συμφωνώ! εγώ θα κατευθύνω την πορεία του κράτους!
Παπαδ.: (κρυφά) Κούνια που σε κούναγε κι εσένα…
Βασ.: Είπες κάτι αγαπητέ μου Συνταγματάρχα Παπαδόπουλε;
Παπαδ.: Όχι, όχι, Μεγαλειότατε. Παίξτε, είναι σειρά σας.
Λαός από το αμφιθέατρο: ένα-ένα-τέσσερα!
Κοινοβ.: Ακούτε; φωνάζουν για την υπεράσπιση του Συντάγματος!
Παπαδ.: Είδατε χάος που επιφέρει η πολλή δημοκρατία;!
Τομ Πάππας.: Ας φωνάζουν, αυτοί θα βραχνιάσουν! Αλλά είναι και κουραστικό… Έχει χρειαστεί να εξαγοράσω τέσσερις κυβερνήσεις σε πέντε χρόνια για να εγκαταστήσω τα διυλιστήριά μου στη Θεσσαλονίκη… Πολυέξοδο, χρονοβόρο…

(σιωπή για λίγο)
Τομ Πάππας.: Εγώ πιστεύω οτι κάποιος, με στιβαρό χέρι (κοιτάζει τον Παπαδόπουλο) πρέπει να αναλάβει να εξαγνίσει την κοινωνική, πολιτική και οικονομική ζωή της χώρας.
Παπαδ.: Θα πρέπει εμείς να γίνουμε εγγυητές της σταθερότητας! Πρέπει να βάλουμε την Ελλάδα, που είναι ένας μεγάλος ασθενής που νοσεί, στον γύψο!
Κοινοβ: Μιλάτε για … πραξικόπημα! Μα οι Έλληνες θα ξεσηκωθούν, ποτέ δεν θα επιτρέψουν…
Αμερ.: Ω, ντάρλινγκ, τι λέτε; δείτε τα πράγματα καθαρά: ποιος ακριβώς θα αντισταθεί;
Η Αριστερά απλώς θέλει τη Δεξιά και το Κέντρο στην εξουσία και τον εαυτό της να πιέζει για αλλαγές. Η αστική πάλι τάξη φοβάται τους αγώνες του εργατικού κινήματος. Μία χούντα θα γίνει ανεκτή γιατί θα βολέψει κόσμο…
Παπαδ.: Και αν έχει και “φιλολαϊκό” πρόσωπο…! Σαν το δικό μου…
Βασιλ.: (μυστικά) Θα πρέπει γρήγορα να οργανώσω πραξικόπημα
Παπαδ.: (τον κοιτάζει σαν να ξέρει τι ψυθιρίζει) Όποιος προλάβει πρώτος

Εφηβος: Και πρόλαβε ο Στρατός… Και τι έγινε μετά;
Πατέρας : Δες:

ΔΕΥΤΕΡΟ  ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΣΚΕΤΣ
Πρόσωπα: Παπαδόπουλος, Μακαρέζος, Παττακός, τρεις δημοσιογράφοι
Το πραξικόπημα και η χούντα
Χτύπος στην πόρτα του αμφιθεάτρου.Είσοδος του συνταγματάρχη Γ.Παπαδόπουλου μαζί με τους Μακαρέζο και Παττακό.Μπαίνουν περήφανοι, ακούγονται εμβατήρια και δημοτικά άσματα.
Συζητούν:
Παπαδ.: Ο αιφνιδιασμός μας πέτυχε πλήρως.
Μακ.: Το στρατιωτικό κίνημα επικράτησε.
Παττ.: Και μάλιστα αναίμακτα.
Παπαδ.: Τους πιάσαμε στον ύπνο!
Μακ.: Ας αναγγείλουμε τώρα την ανάληψη της εξουσίας από το στρατό.

Κατεβαίνουν προς τη σκηνή.

Παπαδ: «Αποφασίζομεν και Διατάζομεν! Απαγορεύονται οι συγκεντρώσεις άνω των τριών ατόμων! Αναστέλλομεν τα άρθρα του Συντάγματος που προβλέπουν:
Μακ.: Οτι κανένας δε συλλαμβάνεται χωρίς δικαστικό ένταλμα,
Το δικαίωμα της ελεύθερης συγκέντρωσης προσώπων,
Το δικαίωμα της ίδρυσης και συμμετοχής σε σωματεία,
Το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου,
Το απαραβίαστο της αλληλογραφίας.
Παττ.: Την απαγόρευση της επιβολής θανατικής ποινής σε πολιτικά εγκλήματα. Μπορούν πλέον να συσταθούν και να λειτουργήσουν, χωρίς ειδικό νόμο, έκτακτα στρατοδικεία.
Παπαδ: Καταργείται η βουλή!
Μακ.: Απαγορεύεται η λειτουργία των πολιτικών κομμάτων!
Παττ.: Απαγορεύονται οι απεργίες!
Παπαδ.: Απολύονται όσοι θεωρούνται επικίνδυνοι για το καθεστώς.
Μακ.: Παύονται οι δήμαρχοι και κοινοτάρχες.
Παττ.: Παύονται οι εκλεγμένοι στα σωματεία και τα συνδικάτα.
Παπαδ.: Απαγορεύεται η κυκλοφορία κατα τις βραδινές ώρες
Παττ.: Απαγορεύονται οι συναθροίσεις!

(Μπαίνουν δημοσιογράφοι και παίρνουν συνέντευξη από τον Παπαδόπουλο. Οι άλλοι δύο αποχωρούν.)

Δημοσ.1: Γιατί κάνατε το πραξικόπημα;
Παπαδ.: Η επέμβαση του στρατού ήταν επιβεβλημένη εξαιτίας της πορείας της χώρας προς τον κομμουνισμό.
Δημοσ.2: Ποιες ήταν οι αιτίες αυτής της πορείας;
Παπαδ.: Η αδυναμία συνεννόησης των πολιτικών μεταξύ τους και με τον Βασιλιά, καθώς και μια σχεδόν καθολική αντίληψη αναρχίας στην ελληνική κοινωνία.
Δημοσ.3: Και ο ρόλος του στρατού;
Παπαδ.: Ο στρατός είναι η μόνη πολιτικά ουδέτερη δύναμη ικανή να αποτρέψει την καταστροφή.
Δημοσ.1: Ποιοι είναι οι στόχοι σας;
Παπαδ.: Η ανάπλαση της κοινωνίας ώστε να αποβληθεί η αναρχική αντίληψη.
Δημοσ.2: Πώς δικαιολογείτε τα κατασταλτικά μέτρα;
Παπαδ.: Η Ελλάς είναι ένας ασθενής που πρόσκαιρα ακινητοποιείται πάνω στο χειρουργικό τραπέζι προκειμένου να αποκατασταθεί η υγεία του.
Δημοσ.3: Μήπως η ασθένεια είναι το ενδεχόμενο αποτέλεσμα των προκηρυχθεισών εκλογών;
Παπαδ.: Όχι βεβαίως, στόχος μας είναι να αποτραπεί η πορεία προς τον κομμουνισμό μέσω του κοινοβουλίου, κατά το παράδειγμα της Τσεχοσλοβακίας.
Δημοσ.1: Πόσοι συνεληφθησαν κατά το πραξικόπημα;
Παπαδ.: 25 πολιτικοί ετέθησαν υπό περιορισμόν και σύντομα θα αφεθούν ελεύθεροι.
Δημοσ.2: Μόνο αυτοί συνελήφθησαν;
Παπαδ.: Έχουν συλληφθεί περίπου 5.000 επικίνδυνοι κομμουνιστές, η τύχη των οποίων θα κριθεί από επιτροπές ασφαλείας.
Δημοσ.3: Πού βασίζονται οι κατηγορίες;
Παπαδ.: Έχει βρεθεί υλικό, για τη συγκέντρωση του οποίου απαιτήθηκαν 70 φορτηγά, που αποδείκνυε ότι προετοιμαζόταν κομμουνιστικό πραξικόπημα.
Δημοσ.1: Ποια θα είναι η τύχη της Αριστεράς;
Παπαδ.: Θα δημιουργηθούν συνθήκες τέτοιες που θα κάνουν τον κομμουνισμό ακίνδυνο, όπως στις μεγάλες χώρες της Ευρώπης.

Πατέρας και έφηβος

Ε: τι άλλο έγινε πατέρα στη χούντα;
Π: επέβαλαν λογοκρισία στη μουσική, στο θέατρο, στον κινηματογράφο, στα σχολεία και στα πανεπιστήμια.
Ε: Δηλαδή;
Π: Πάνω από 800 βιβλία Ελλήνων και ξένων συγγραφέων θεωρήθηκαν «επικίνδυνα» και αποσύρθηκαν από τις προθήκες των βιβλιοπωλείων ή καταστράφηκαν.
Ε: Μα είναι τα βιβλία επικίνδυνα;
Π: Αν μιλάνε για ελευθερία, αν μιλάνε για τυραννικά καθεστώτα… Αποσύρθηκαν παιδί μου βιβλία του Αισχύλου, του Ευριπίδη, του Αριστοφάνη, του Ρήγα… Τολστόι, Μπαλζάκ, Μποβουάρ, Σαρτρ… και πολλά πολλά ακόμα.
Ε: Στο θέατρο τι έκαναν;
Π: Στο Εθνικό θέατρο δόθηκε κατάλογος με έργα τα οποία μόνο επιτρεπόταν να ανεβάσουν.
Ε: Και στη μουσική;
Π: Πολλά τραγούδια κόπηκαν στη λογοκρισία ή αναγκάστηκαν οι συντελεστές τους να παραλλάξουν τους στίχους για να περάσουν τον έλεγχο.
Ε: Και τι άλλο έκαναν;
Π: Συλλήψεις για το παραμικρό και κράτηση στην ασφάλεια, με άγριους βασανισμούς. Χιλιάδες άνθρωποι στάλθηκαν σε εξορίες στα ξερονήσια, απλα και μόνο λόγω των πολιτικών τους φρονιμάτων. Κατασκοπία, φακελώματα και χαφιεδισμός.
Ε: Και οι πλούσιοι;
Π: Αυτοί περνούσαν καλά!!! Όπως πάντα!!!! Φοροαπαλλαγές, δάνεια, προστασία και διευκολύνσεις. Το 1972 η Ένωση Ελλήνων Εφοπλιστών ανακήρυξε τον Παπαδόπουλο ισόβιο πρόεδρο σε ένδειξη ευγνωμοσύνης για τα γενναιόδωρα κίνητρά του στους εφοπλιστές !!!
Ε: Άρα, αυτοί που υποστήριζαν τη χούντα δεν ήταν, ας πούμε, φασίστες ή ακροδεξιοί από ιδεολογία… Ήταν, απλά …
Π: Οι εκπρόσωποι του ξένου και ντόπιου κεφαλαίου!!! Το ξέρεις οτι τότε, το εξωτερικό χρέος της χώρας έφτασε τα 4 δις δολάρια; Ο πληθωρισμός έφτανε το 30% , οι μισθοί είχαν παγώσει.
Ε: Δε μου λες; υπήρχαν και τότε σκάνδαλα όπως τώρα; μίζες, διαπλοκή και τα λοιπά;
Π: Φυσικά υπήρχαν!!! Η Χούντα ήταν η ασυδοσία του Κεφαλαίου. Τα συνδικάτα ήταν διαλυμένα, οι εργάτες χωρίς καμία προστασία. Όπως σου είπα, οι δικτάτορες στήριζαν τους κεφαλαιοκράτες και το αντίστροφο.
Τότε όμως τίποτα δεν γινόταν γνωστό, η ραδιοτηλεόραση ήταν κρατική, οι εφημερίδες πέρναγαν από λογοκρισία. “Κανείς δεν είχε το θάρρος να μεταβάλει τον ψίθυρο σε καταγγελία”, όπως είπε ο Γιάννης Καψής. “ Ήταν μία συνωμοσία κραυγαλέας σιωπής”.
Ε: Θα μου πεις μερικά από αυτά;
Π: Θα σου πω, αλλά αυτά τα σκάνδαλα ήταν τίποτα μπροστά στα υπόλοιπα εγκλήματα της δικτατορίας.
ΤΡΙΤΟ ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΣΚΕΤΣ

“Τα σκάνδαλα της δικτατορίας”
Πρόσωπα: Αφηγητής, Αφηγήτρια, Γιώργος, Δανάη, Μάρκος, Καίτη.

Η εικόνα ξεκινάει σε ένα δρόμο της Αθήνας.

Αφηγήτρια: «Έλα, έλα να τους δεις» δείχνει προς το κοινό και κάνει νόημα με το χέρι σα να φωνάζει κάποιον πίσω από τα σκηνικά. Έτσι βγαίνει ο αφηγητής.
Αφηγητής: «Στάματα πια! Σταμάτα να εκμεταλλεύεσαι το ότι δεν μπορούν να σε δουν.» Εκείνη κάνει πως κοιτάει αλλού και δεν του δίνει σημασία.
Αφηγήτρια: «Ναι αυτό φταίει. Όχι ότι φοβάσαι πως πάλι θα χάσεις.» τον μαλώνει. «Αφού μωρέ δε ξέρεις να μπαίνεις στο μυαλό τους.» παιχνιδιάρικα τον πλησιάζει και του τσιμπάει το μάγουλο.
Αφηγητής: «Πάμε στοίχημα; Να, δες αυτούς τους τέσσερις.» την πιάνει από τον ώμο και της δείχνει τους 4 ανθρώπους που είναι ‘’παγωμένοι’’.
(Δανάη: Στην είσοδο προς το αμφιθέατρο μια κοπέλα με καμπαρντίνα και εφημερίδα.
Γιώργος: Από τη δεξιά μεριά προς τη μέση ένας κύριος με καμπαρντίνα που προσπαθεί με το σπίρτο του να ανάψει ένα τσιγάρο.
Καίτη: Ακριβώς στην αντίθετη μεριά μια κυρία με καμπαρντίνα, μεγάλα γυαλιά ηλίου κοιτάζεται στο μικρό της καθρεφτάκι που μόλις έβγαλε από τη τσάντα.
Μάρκος: Λίγο πιο κοντά στους δυο αφηγητές μας, από πίσω τους στέκεται ένας κύριος, με το ένα πόδι στο τοίχο με καμπαρντίνα και καπέλο, κάπως μοιάζει να περιμένει τους άλλους τρεις.)

Μόλις τους δείχνει οι δυο αφηγητές κάνουν στην άκρη και οι 4 χαρακτήρες έχουν ΄΄ξεπαγώσει΄΄ και φαίνεται να έχουν τον ίδιο προορισμό με κέντρο την σκηνή για μια διακριτική συνάντηση.

Αφηγήτρια: «Να δεις που αυτοί κάτι ετοιμάζουν. Τστς και δες διακριτικότητα, δες ντύσιμο.»
Αφηγητής: «Σώπα ν’ ακούσουμε!»

Οι 4 χαρακτήρες κάνουν πως σκοντάφτουν ο ένας πάνω στον άλλον.

Ο Γιώργος ακόμα προσπαθεί να ανάψει το τσιγάρο.
«Βρήκες τίποτα από αυτά που λέγαμε;»
Μάρκος: «Μισό, να δείτε τι σας έφερα! Εδώ από πίσω έχω αφήσει τα χαρτιά που τα αποδεικνύουν όλα!!!» λέει με ένα πλατύ χαμόγελο και πάει να πάρει κάτι πίσω από τα παρασκήνια.
Αφηγήτρια: «Να δεις που καμία μαύρη σακούλα θα φέρει.»
Αφηγητής: «Εσύ πια ξερόλα όλα τα ξέρεις!» και όντως ο Μάρκος επιστρέφει με μια μεγάλη και βαριά, μαύρη σακούλα σκουπιδιών.
Αφηγήτρια: «Εμμ τέτοια οργάνωση χωρίς μαύρη σακούλα γίνεται; Δεν γίνεται!»
Αφηγητής: «Πολλές μυστηρίου βλέπεις.»
Αφηγήτρια: «Εσύ είσαι άσχετος!»
Μάρκος: «Λοιπόν παιδιά!» λέει με υπερηφάνεια και δείχνει τη σακούλα. «Εδώ φαίνεται οτι οι ηγέτες μας…»
Δανάη: «Οι ποιοι μας;»
Καίτη: «Ειρωνικά το λέει.»
Γιώργος: «Ώρα μας είναι να σχολιάσουμε το συντακτικό του Μάρκου.»
Καίτη: «Δεν είναι συντακτικό!»
Μάρκος: «Συνεχίζω… μ’αυτά αποδεικνύεται πόσο βουτηγμένοι στη διαφθορά είναι οι… ηγέτες μας»
Αφηγήτρια: «Για νέο μας το λέει.» και διακριτικά αποχωρεί δίπλα από τον αφηγητή και πάει να κοιτάξει τι έχει μέσα η τσάντα. «Έλα να δεις τι πράμα έχει εδώ!» λέει στον αφηγητή γελώντας.
Αφηγητής: «Εγώ δεν είμαι περίεργος.» αλλά παρόλα αυτά πλησιάζει για να δει.
Μάρκος: «Τα εισοδήματα τους έχουν γίνει τόσα!!!!» δείχνει με τα χέρια του και η αφηγήτρια αντιδράει.
Αφηγήτρια: «Ε! ε! Σε σχολική παράσταση είσαστε!»
Γιώργος: «Αυτό το ξέρουμε ήδη.»
Δανάη: «Πολλά σκάνδαλα ακούγονται όμως κανείς δεν μπορούσε μέχρι τώρα να τα αποδείξει.»
Καίτη: «Η μπόχα τους όμως κοντεύει να μας πνίξει!!! Όπως αυτό με τα σάπια κρέατα που έκαναν εισαγωγή απ’την Αργεντινή.»
Μάρκος: «Ακριβώς! Μας απαγορεύουν να τρώμε ντόπια κρέατα για να μας ταΐσουν τα μαύρα της Αργεντινής.»
Δανάη: “Χολέρα θα πάθουμε”
Μάρκος: «Περίμενε έχει κι άλλα..» ψάχνει τη σακούλα που την έχει πάει λίγο πιο μακριά η αφηγήτρια άθελα της.
Αφηγήτρια: «Ουπς…»
Αφηγητής: «Καλά να πάθεις.» Πλησιάζει ο Μάρκος και παίρνει τη σακούλα. Ωστόσο η αφηγήτρια έχει μείνει με μερικά χαρτιά στα χέρια.
Μάρκος: «Το ξέρατε οτι έχουν ψηφίσει την ασυλία τους; Η δίωξη υπουργών μπορεί να γίνει μόνο με απόφαση των συναδέλφων τους!!! »
Καίτη: «Κόρακας κοράκου μάτι δεν βγάζει…»
Δανάη: «Γιατί οι τόσες τακτοποιήσεις των συγγενών τους, που τις πας;»
Αφηγητής: «Ωωω, καλά εκεί και αν γίνεται της…»
Αφηγήτρια: «Ε!!!»
Αφηγητής: «… της κακομοίρας!»
Αφηγήτρια: «Έτσι μπράβο.»
Καίτη: «Γιατί, την κυρία Ρουφογάλη; Καλή είναι του λόγου της.»
Γιώργος: «Ποια; αυτή που είναι… ω ρεε μάναα μου!!!» δείχνει ενθουσιασμένος.
Δανάη: «Δες , δες αμέσως ξύπνησε…»
Αφηγητής: «Εδώ που τα λέμε δεν έχει και άδικο!»
Αφηγήτρια: τον κοιτάζει με ένα σνομπ ύφος.
Αφηγητής: «Τι;»
Μάρκος: «Ναι λοιπόν αυτή η μοντέλα που πήγε και παντρεύτηκε τον διοικητή της ΚΥΠ, τον ταξίαρχο κύριο Ρουφογάλη, και τι δεν είπε στην συνέντευξη της. Είπε ότι αρχίζει να ράβει νέες γκαρνταρόμπες υψηλής ραπτικής και πως η ζωή της έχει αλλάξει.»
Καίτη: «Οι παρέες της εμπλουτίστηκαν με πλούσιους φιλοχουντικούς επιχειρηματίες που της δίνουν ραβασάκια για ρουσφέτια»
Αφηγήτρια: «Και ο σύζυγος δεν της χαλάει χατίρι! » μπαίνει ανάμεσα τους, όμως ως γνωστόν ούτε να μην ακούσουν μπορούν ούτε να την δουν.
Αφηγητής: «Ναι σάμπως και από το γάμο τους έλειπαν οι εφοπλιστάδες. Τι Ωνάσης, τι Βαρδινογιάννης, τι Λάτσης, τι Μποδοσάκης, μέχρι και από την Νέα Υόρκη ήρθαν. Για να μη πούμε για τις σουίτες και τα ακριβά αυτοκίνητα που είχε στείλει ο Ωνάσης.»
Καίτη: «Όταν τελειώσει πάντως όλο αυτό οι ΄΄μεγάλοι΄΄ θα το έχουν χάσει το παιχνίδι. Ειδικά αυτές οι κομπίνες με τις αναπτυξιακές συμβάσεις.»
Αφηγήτρια: «Α καλά! Μεγάλο θέμα ανοίγουν. Και εσύ βρε κουκλίτσα μου δε ξέρεις οτι από την ώρα και τη στιγμή που οι υπογραφές μπαίνουν από πολυεθνικές είναι όλα νόμιμα; Και τώρα είμαστε καλά. Το 2013 να δεις τι θα γίνεται!»
Αφηγητής: «Μέχρι το ’13 έφτασε η χάρη σου;»
Αφηγήτρια: «Αμέ! Αλλά τώρα άλλα μας καίνε. Τα 1.200.000 δολάρια μια χαρά πλήρωσε το δημόσιο στην πολυεθνική Litton για την οικονομική ανάπτυξη της Κρήτης, χωρίς να γίνει τίποτα..»
Γιώργος: «Φανταστείτε οτι χρεωθήκαμε ενάμιση δις. Δραχμές για την κατασκευή της Εγνατίας, με σύμβαση του Μακαρέζου και του εργολάβου Μακντόναλντ.
Καίτη: “Και τα εργοστάσια της Κόκα-Κόλα τις σας λένε; Που δώσανε άδεια στον Τομ Πάπας να τα ανοίξει εδώ;»
Δανάη: “Για το Ναό του Σωτήρα Χριστού τι έχετε να πείτε; Που πριν ακόμα χτιστεί, πριν καν γίνουν τα σχέδια για την κατασκευή του, χάλασαν 406 εκατομμύρια δραχμές!!!”
Μάρκος: “Ο πιο θαυματουργός Ναός της χώρας”
Η αφηγήτρια φαίνεται ταραγμένη και κοιτάει συνεχώς πίσω από τα παρασκήνια.
Αφηγήτρια: «Καλέ! Φύγετε έρχεται μπάτσος.»
Αφηγητής: «Τι το πρόβλεψες και αυτό;»
Αφηγήτρια: «Ναι για έλα να δεις!»
Αφηγητής: «Ωω καλά αν τους δουν έτσι και με τη χαρτούρα μαζί πάει! Αυτό ήταν»
Η Καίτη φαίνεται ταραγμένη να κοιτάει προς το δρόμο.
Καίτη: «Δε θέλω να σας τρομάξω αλλά νομίζω ότι αυτός μοιάζει με αστυνομικό.» κοιτάνε όλοι και τελικά προλαβαίνουν να φύγουν.
……………………………..
Ε: Πω, πω, σαπίλα… κάτι μου θυμίζει. Η σημερινή κατάσταση δεν είναι και τόσο μακρινή.
Π: Σήμερα είναι διαφορετικά. Όλα είναι για το χρήμα. Τουλάχιστον εσύ μπορείς να βγεις ελεύθερα μια βόλτα με τους φίλους σου. Κάτι που κάνεις συχνά, προφανώς. (βήχας)
Ε: (αναστεναγμός). Τέλος πάντων. Πες μου όμως.. τα σχολεία πώς ήταν τότε;
Π: Θα δεις τις εξαγγελίες του Υπουργού Παιδείας και θα καταλάβεις


ΤΕΤΑΡΤΟ ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΣΚΕΤΣ

“Η δικτατορία στην εκπαίδευση”
Επιθεωρητές σχολείων βρίσκονται καθισμένοι στις καρέκλες. Μπαίνει στην αίθουσα ο Υπουργός Παιδείας.

Υπουργός: Αγαπητοί κύριοι καλώς ήλθατε στην πρώτη συνδιάσκεψη που αφορά τη λήψη κανονισμών για τα σχολεία.
Επιθεωρητές: …ψίθυροι “ευχαριστούμε…”
Υπουργός: Πρώτο θέμα είναι η απομάκρυνση των μη νομιμοφρόνων και των υπόπτων δια αντιδραστικάς και επαναστατικάς ιδέας.

Επιθεωρητής 2: Έχετε δίκιο, δεν μπορούμε να επιτρέψουμε στα μιάσματα να δηλητηριάζουν τη σκέψη των νεαρών ατόμων!
Υπουργός: Συμφωνώ, αυτό είναι αποκλειστικά δικό μας δικαίωμα…
Τα κριτήρια αξιολόγησης των καθηγητών θα είναι η ικανότητα προσαρμογής προς τας υποδείξεις, το κοινωνικό φρόνημα, η προσήλωση στα ελληνοχριστιανικά ιδεώδη!!!
Επιθεωρητές: χειροκρότημα
Επιθεωρητής 1: Πώς θα εξασφαλίζονται αυτά, κύριε Υπουργέ;
Υπουργός: Μα εσείς οι επιθεωρητές θα παρακολουθείτε στενά και θα παρεμβαίνετε. Οι καθηγητές θα είναι υποχρεωμένοι να παρακολουθούν τους συναδέλφους και τους μαθητές τους και να αναφέρουν εις εμάς τις επιφυλάξεις και τις παρατηρήσεις τους.
Επιθεωρητής 2: Μείνετε ήσυχος κύριε Υπουργέ, βασιστείτε πάνω μας.
Υπουργός: Δεύτερο θέμα είναι η επέκταση της δωρεάν παιδείας και στα Πανεπιστήμια.
Επιθεωρητής 1: Σοφή απόφαση, θα μας κάνει πιο αρεστούς στο λαό, που ήδη μας λατρεύει
Υπουργός: Βέβαια, η υποχρεωτική εκπαίδευση από εννιάχρονη, θα γίνει πάλι εξάχρονη
Επιθεωρητής 2: Σοφότατον, διότι έτσι θα γλιτώσομεν τόσα χρήματα!
Επιθεωρητής 1: Συμφωνούμε, τα άτομα που δεν αξίζουν να μορφωθούν είναι προτιμότερο να ξεκινήσουν να αποδίδουν από μικρή ηλικία, αφού πρώτα υπηρετήσουν το στρατιωτικό τους υπέρ της πατρίδος.
Υπουργός: Απαγορεύονται οι θεατρικές παραστάσεις αρχαίων κειμένων όπως ο «Προμηθεύς Δεσμώτης» του Αισχύλου, οι «Ικέτιδες» του Ευρυπίδη, ο «Αίας» του Σοφοκλή, οι κωμωδίες του Αριστοφάνη!
Επιθεωρητής 1: Σοφότατον! αύται αι παραστάσεις ασκούν κριτικήν εις καθεστώτα…. ορισμένου είδους, χμ…
Υπουργός: Η επίσημη γλώσσα διδασκαλίας θα είναι η καθαρεύουσα, βεβαίως βεβαίως!
Επιπλέον: Τα παιδία θα πρέπει να κουρεύονται υποχρεωτικώς, οι μαθητικές ποδιές να είναι αρκούντως μακριές, απαγορεύεται το μινιφουστοφορείν, οι κορασίδες να φορούν κορδέλα με τα εθνικά χρώματα στα μαλλιά..
Επιθεωρητής 1: Το καπνίζειν υπό των γυναικών και το οφρυοβλεφαρογράφειν (κάνει ανάλογες κινήσεις) σκορπίζουν αηδίαν, διότι το Εκπαιδευτήριον δεν είναι αίθουσα ντιορικών επιδείξεων αλλά ιερά Κιβωτός θείων λειτουργημάτων!!!
Επιθεωρητής 2: Και για τους άρρενες μαθητές απαγορεύεται το θαμίζειν εις κέντρα κακόφημα, το συσφαιρίζειν και βωμολοχεύεσθαι μετά πολιτών!!!
Υπουργός: Και μην ξεχάτε: απαγορεύεται το συνομπρελίζεσθαι εις τα προαύλια ανεξαρτήτως καιρού!!!
……………………………..
Ε: Καλά, τι λέγανε αυτοί; τι λέξεις ήταν αυτές; τις έχει ο Μπαμπινιώτης;
Π: Παρίσταναν τους μορφωμένους και έφτιαχναν λέξεις δικής τους επινόησης. Πρόσεξες όμως αυτό που αναφέρθηκε για το “κοινωνικό φρόνημα”; Χιλιάδες πολιτικοί αντίπαλοι της χούντας στάλθηκαν εξορία σε ξερονήσια, βασανίστηκαν από την ΕΑΤ-ΕΣΑ.
Ε: Το έχω ακούσει, αλλά τι σημαίνουν τα αρχικά;
Π: Το ΕΑΤ-ΕΣΑ(= Ειδικό Ανακριτικό Τμήμα της Ελληνικής Στρατιωτικής Αστυνομίας) ήταν η μυστική αστυνομία και το κύριο σώμα ασφαλείας κατά τη διάρκεια της δικτατορίας.
Ε: Πατέρα, έχω μία απορία. Οι βασανιστές γεννιούνται ή γίνονται;
Π: Να ρωτήσεις τη βιολόγο σου αν υπάρχει το γονίδιο του βασανιστή.
Ε: Εσύ τι νομίζεις;
Π: Εγώ νόμιζα οτι ήταν άνθρωποι σαδιστές μέχρι που διάβασα την έρευνα μία ψυχολόγου που παρακολούθησε τη δίκη των βασανιστών. Η συνθήκες εκπαίδευσής τους ήταν αυτή που τους μετέτρεψε σε τέρατα.
Ε: Δηλαδή; τι τους μάθαιναν;
Π: Η εκπαίδευσή τους ήταν βιωματική: Από την ώρα που έμπαιναν στη σχολή, τους έδερναν, τους εκμηδένιζαν ηθικά, τους έβριζαν, τους έκαναν δηλαδή ό,τι θα έπρεπε να κάνουν οι ίδιοι στα θύματά τους.
Ε: Και υπήρχε αντίσταση στη χούντα;
Π: Φυσικά υπήρχε, οργανώσεις έκαναν βομβιστικές επιθέσεις, κρεμούσαν πανό, μοίραζαν φεϊγ-βολάν, οι άνθρωποι διαδήλωναν. Συλλαμβάνονταν, δικάζονταν, βασανίζονταν, στέλνονταν εξορία. Ο Παναγούλης έκανε μία απόπειρα δολοφονίας του δικτάτορα. Δεν πέτυχε.

ΠΕΜΠΤΟ ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΣΚΕΤΣ
Παναγούλης
(Ο Παναγούλης κάθεται σε ένα τραπέζι με τη γυναίκα του. Ενώ είναι καθισμένοι η Ορίανα γυρνάει και τον κοιτάει…)
– Αγάπη μου ξέρεις τι βρήκα ξεχασμένο;
( Ο Παν. Κοιτάει με απορία.. Εκείνη αρχίζει να διαβάζει ένα ποίημα.
Με σοβαρό ύφος την κοιτάει και μετά από ένα σημείο αρχίζει να απαγγέλει μαζί της.. ξανακάθεται στην καρέκλα και γυρνάει προς το μέρος της )

Αλέξανδρος Παναγούλης – Η διαδρομή
Τρία βήματα μπροστά
και τρία πίσω πάλι.
Χίλιες φορές την ίδια διαδρομή
Έξη χιλιάδες βήματα…
Ο σημερινός περίπατος με κούρασε
ίσως γιατί τα βήματα μετρούσα
Τώρα σταμάτησα
μα αύριο
αντίθετα θα αρχίσω να βαδίζω
(η ποικιλία ομορφαίνει τη ζωή)
και κάτι άλλο σκέφτομαι
μικρότερα τα βήματα αν κάνω
τέσσερα-τέσσερα μπορεί να τα μετρώ!
Καλά το σκέφτηκα
Πιο όμορφη να γίνει η διαδρομή!…

– Έλα να σου πω για μία στιγμή αδυναμίας μου, που ίσως δεν την ξέρεις.

*αλλαγή σκηνής*

Ο φυλακισμένος πλέον Αλέξανδρος Παναγούλης βρίσκεται στο κελί του μετά από οικτρά (αποτρόπαια) βασανιστήρια και γραφεί πάνω σε σπιρτόκουτα με το αίμα του.
Λέει δυνατά το ποίημα:
Αλέξανδρος Παναγούλης – Η μπογιά
Ζωντάνεψα τους τοίχους
φωνή τους έδωσα
πιο φιλική να γίνουν συντροφιά.
Κι οι δεσμοφύλακες ζητούσαν
να μάθουνε που βρήκα την μπογιά.
Οι τοίχοι του κελιού
το μυστικό το κράτησαν
κι οι μισθοφόροι ψάξανε παντού
Όμως μπογιά δεν βρήκαν
Γιατί στιγμή δεν σκέφτηκαν
στις φλέβες μου να ψάξουν
Απηυδισμένος πετάει το σπιρτόκουτο και μονολογεί.
– Και τελικά τι κατάφερα όλα αυτά τα χρόνια; Κατέληξα σε ένα κελί να γράφω ποιήματα περιμένοντας τι ακριβώς;

(Μπαίνει στην σκηνή ο εαυτός του)

– Δεν είναι δυνατόν να απορείς, εσύ που έκανες τόσα για αυτή τη χώρα. Που την είχες προβλέψει τη χούντα θυμάσαι και είχες εμμονή πια με την ελευθερία..
– Και που το πρόβλεψα τι έγινε τι κατάφερα;
– Τι κατάφερες; Έδωσες πνοή στον αγώνα. Μέχρι και μία οργάνωση δημιούργησες την «ελληνική αντίσταση» το ξέχασες;
– Ξεχνιούνται τόσα ταξίδια στο εξωτερικό; Τόσος κόπος να μαζευτούν χρήματα, όπλα, να βρούμε υποστήριξη για τον αγώνα;
– Είχες ένα σχέδιο αν θυμάμαι καλά;
– Είχα και εγώ μια αυταπάτη σαν ένα έφηβο ονειροπόλο πίστευα ότι θα μπορούσα να αλλάξω την κατάσταση να γλιτώσω τη χώρα μου από αυτή τη δικτατορία.. Ήθελα να ανατινάξω το αυτοκίνητο του Παπαδόπουλου και ήμουν κοντά πολύ κοντά αλλά τελικά η μοίρα τα ήθελε αλλιώς. Ξέρεις όμως οτι Δεν επιδίωξα να σκοτώσω έναν άνθρωπο. Δεν είμαι ικανός να σκοτώσω έναν άνθρωπο. Επιδίωξα να σκοτώσω έναν τύραννο.
– Μα δεν πειράζει που δεν τον σκότωσες ΕΣΥ σήμανες την εκκίνηση του αγώνα..Ξεχνάς τι έγινε μετά στη κηδεία του Γ. Παπανδρέου; Πόσοι αθηναίοι βρήκαν ευκαιρία να διαδηλώσουν κατά της χούντας; Μισό εκατομμύριο!!
– Σωστά ούτε στην κηδεία του δεν μπόρεσα να πάω… Ξέρεις μπορεί να προσποιούμαι τον σκληρό εκεί μέσα (δείχνει προς την είσοδο που μπήκε στην σκηνή εννοώντας τα βασανιστήρια) αλλά εσύ με ξέρεις καλά και φοβάμαι, φοβάμαι πως όλα ήταν μάταια..
– Και τι που είσαι κλεισμένος εδώ μέσα; Δεν μπορείς να βοηθήσεις με άλλον τρόπο και αυτό που γράφεις με το ίδιο σου το αίμα νομίζεις δεν στηρίζει τον αγώνα; (παύση και ανάγνωση ποιημάτων) άσε που δεν πέθανες είσαι ακόμα ζωντανός και όσο αντέχεις εσύ τα βασανιστήρια (κοιτάει προς εκεί) θα αντέχουμε και εμείς οι υπόλοιποι μέχρι την πτώση της χούντας…

(αλλαγή σκηνής)

Παν. Με θεωρείς αδύναμο;
Ορ. Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην αμφισβητήσει τον εαυτό του κάποια στιγμή στη ζωή του. Αν ήταν άλλος στη θέση σου θα είχε λυγίσει δε θα άντεχε. Αν είναι εφικτό, από αυτή τη στιγμή σε θαυμάζω ακόμα περισσότερο.
Παν. Χαίρομαι που κάνεις τη στιγμή της αδυναμίας μου να φαντάζει τόσο ηρωική. Αλλά δε νιώθω άξιος θαυμασμού.
Ορ. Μα πως όχι; Όλος ο κόσμος κινήθηκε για να μην σου επιβληθεί η θανατική ποινή. Επέζησες τις χούντας στην εξορία και τώρα είμαστε στην Ελλάδα και είμαστε ζωντανοί και ελεύθεροι. Εσύ μας έσωσες.
Παν. Και τώρα είμαι απομονωμένος. Πολλοί από αυτούς που συνεργάστηκαν με τη χούντα, συνεχίζουν να είναι στο προσκήνιο. Μας κυβερνούν ακόμα!
Ορ. Και δέχεσαι καταγγελίες συνεχώς, πολιτικές πιέσεις, απειλές για τη ζωή σου… Πόσο φοβάμαι, πόσο σε αγαπώ…
Παν. Οι φάκελοι σχετικά με τα όργανα ασφαλείας της Χούντας θα αποκαλυφθούν σε λίγες μέρες, οι αποδείξεις θα έρθουν στην επιφάνεια.
Ορ. Φοβάμαι

…………………………….

Π: Ο Παναγούλης σκοτώθηκε την πρωτομαγιά του 1976 σε ηλικία 36 ετών σε τροχαίο ατύχημα στη λεωφόρο Βουλιαγμένης, πριν αποκαλυφθούν οι φάκελοι.
Ε: Αυτό σημαίνει οτι πολλοί συνεργοί της Χούντας…
Π: … έμειναν ατιμώρητοι και συνέχισαν να παίζουν ρόλο στην πολιτική ζωή της χώρας μετά τη μεταπολίτευση.
Ε: (μικρή σιωπή) Πώς ήρθε η μεταπολίτευση; Με το Πολυτεχνείο;
Π: Ήταν η αρχή του τέλους.

ΕΚΤΟ ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΣΚΕΤΣ
Το Χρονικό του Πολυτεχνείου

(Παρουσιάζουν 6 παιδιά)

Ο λαός έχει φτάσει στο αμήν. Οι χουντικοί αποφάσισαν να προκηρύξουν “εκλογές”, έτσι για να τους ησυχάσουν.. Εκλογές μαϊμού.
Οι εργαζόμενοι κάνουν απεργίες, οι αγρότες συλλαλητήρια, οι φοιτητές ζητούν ελεύθερες εκλογές στα Πανεπιστήμια. Στις 4 Νοεμβρίου γίνεται διαδήλωση με αφορμή το μνημόσυνο του Γ.Παπανδρέου και γίνονται συλλήψεις.
Στις 14 Νοεμβρίου γίνονται Γενικές Συνελεύσεις των φοιτητικών συλλόγων. Μια πορεία περίπου 1500 φοιτητών φεύγει από τη Νομική σε πορεία προς το Πολυτεχνείο.
«Ψωμί- Παιδεία- Ελευθερία», «Κάτω η χούντα»
Στη διαδρομή επιτίθεται η αστυνομία και τη διαλύει.
Από αυτούς 300-350 θα καταφύγουν στο παν/ακό άσυλο του Πολυτεχνείου. Η κατάληψη άρχισε με 300 αγωνιστές και μαζικοποιήθηκε με χιλιάδες φοιτητές, εργάτες και μαθητές στο γύρω χώρο, που δήλωναν τη συμπαράστασή τους με κάθε τρόπο.
Κάτω η χούντα” “Θάνατος στην Τυρρανία” “Επανάσταση Λαέ”
Γύρω στις 9 έγινε ολοκληρωτική κατάληψη του Πολυτεχνείου και του γύρω χώρου και σταμάτησε η κυκλοφορία.
Οι διαδηλωτές γρήγορα έγιναν ακόμα περισσότεροι και έξω από το κτίριο ανέμιζαν σημαίες και έκαιγαν ομοιώματα του Παπαδόπουλου και σύμβολα της 21ης Απριλίου.
Γύρω στα μεσάνυχτα, έκλεισαν οι πόρτες του Πολυτεχνείου, μέσα στο οποίο δημιουργήθηκαν επιτροπές περιφρούρησης για τις επισιτιστικές και υγειονομικές ανάγκες.
Την άλλη μέρα, κυκλοφόρησαν προκηρύξεις, ήλθαν φοιτητές από την Πάτρα και αγρότες από τα Μέγαρα, μπήκε σε λειτουργία ο ραδιοφωνικός σταθμός του Πολυτεχνείου, μέσω του οποίου ο λαός καλείτο σε “ΓΕΝΙΚΗ ΑΠΕΡΓΙΑ” και “ΓΕΝΙΚΗ ΕΞΕΓΕΡΣΗ”.
Συγκεντρώθηκαν τρόφιμα, χρήματα, ενώ πλήθος κόσμου έδινε τσιγάρα, χρήματα, ψωμιά και κάθε λογής είδη για την ενίσχυση της κατάληψης.
Το απόγευμα της Πέμπτης ο κλοιός των αστυνομικών έσπασε. Μέσα στο Πολυτεχνείο μπήκαν πολλοί μαθητές και ιδιαίτερα των τεχνικών σχολών, συγκεντρωμένοι κάτω από ένα μεγάλο πανό.
Παρασκευή 16/11
Πλήθος κόσμου κατεβαίνει στους δρόμους, ο κόσμος συμπαραστέκεται στους αγωνιζόμενους, οι καμπάνες χτυπούν ασταμάτητα στις εκκλησίες των συνοικιών.
Από νωρίς το απόγευμα αρχίζουν οι συγκρούσεις. Άφθονα δακρυγόνα και καπνογόνα πέφτουν στο κέντρο της Αθήνας. Πολλοί τραυματίζονται και οι διαδηλωτές μεταφέρουν τους τραυματίες στο Πολυτεχνείο.
Ο σταθμός κάνει εκκλήσεις για φάρμακα, ιατρικά εργαλεία, γιατρούς και ασθενοφόρα.
Οι διαδηλωτές στήνουν οδοφράγματα σε διάφορα σημεία κοντά στο Πολυτεχνείο, χρησιμοποιώντας αυτοκίνητα, τρόλεϊ, λεωφορεία. Ορισμένοι διαδηλωτές πολιορκούν ακόμα τα Υπουργεία Παιδείας, Γεωργίας, Δικαιοσύνης, Κοινωνικών Υπηρεσιών και Δημοσίων Έργων.
Με απόφαση της Αστυνομίας απαγορεύεται η κυκλοφορία στο κέντρο της πόλης μέχρι νεωτέρας διαταγής.
Στις 10:30 έπεσαν δακρυγόνα από την αστυνομία μέσα στο Πολυτεχνείο. Νοσοκομειακά αυτοκίνητα γεμάτα αστυνομικούς περνούσαν τα οδοφράγματα και έριχναν δακρυγόνα στο Πολυτεχνείο και στους γύρω χώρους.
Ο Ραδιοσταθμός καλούσε συνεχώς το λαό σε συμπαράσταση. Αργά τη νύχτα, οι πυροβολισμοί γύρω από το Πολυτεχνείο συνεχίζονταν.
Γύρω στις 12 τα μεσάνυχτα, ξεκίνησε από τη Λεωφόρο Αλεξάνδρας διαδήλωση χιλιάδων ατόμων, που συγκρούστηκαν με τους αστυνομικούς.
Σάββατο 17/11
Λίγο μετά τα μεσάνυχτα τα πρώτα τανκς έκαναν την εμφάνισή τους στον κόμβο των Αμπελοκήπων.
Λίγο μετά τη 1, με την εμφάνιση των αρμάτων οι διαδηλωτές άρχισαν να υποχωρούν. Αρκετοί βρήκαν καταφύγιο σε πολυκατοικίες, οι πόρτες των οποίων είχαν αφεθεί επίτηδες ανοιχτές.
Από τα μεγάφωνα μεταδιδόταν, πως όσοι ήθελαν ν’ αποχωρήσουν, μπορούσαν να φύγουν, προτού οι πόρτες κλείσουν οριστικά.
Ελεύθεροι σκοπευτές κατέλαβαν θέσεις στα γύρω από το Πολυτεχνείο κτίρια.
Ο Ραδιοφωνικός Σταθμός του Πολυτεχνείου εξακολουθούσε να μεταδίδει προς τους στρατιώτες: “Είμαστε άοπλοι, θα σας υποδεχτούμε με χειροκροτήματα”.
Τρία άρματα σταμάτησαν στην πόρτα του Πολυτεχνείου επί της Πατησίων.
Λίγο πριν τις 3, οι δυνάμεις του στρατού και της αστυνομίας είχαν συνταχθεί σε θέση μάχης έξω από το Πολυτεχνείο. Άρχισαν οι διαπραγματεύσεις με τους κλεισμένους μέσα στο κτίριο, ενώ στην είσοδο, παρατάσσονταν και άλλα τανκς.
Στις 2:59 τρία τανκς εφόρμησαν προς το Πολυτεχνείο.
Ένα άρμα μάχης που βρισκόταν απέναντι από την κεντρική πύλη, οπισθοχώρησε λίγο και μετά έπεσε με ορμή πάνω της. Η πύλη γκρεμίστηκε.
Μετά την είσοδο του τανκ αστυνομικοί και άνδρες των ΛΟΚ μπήκαν στο Πολυτεχνείο, ενώ όσοι βρίσκονταν στην πύλη και δεν χτυπήθηκαν υποχώρησαν στο εσωτερικό.
Μέσα στο προαύλιο γίνονταν συγκρούσεις ανάμεσα σε αστυνομικούς και αυτούς που βρίσκονταν μέσα.
Οι εξεγερμένοι συντάχθηκαν σε φάλαγγες με τα χέρια ψηλά και με τη συνοδεία ΛΟΚ βγήκαν έξω. Οι συγκρούσεις συνεχίζονταν από κτίριο σε κτίριο.
Στις 7:30 το πρωί άρχισαν και πάλι οι διαδηλώσεις στους δρόμους.
Λίγο αργότερα, διαδηλωτές επιχείρησαν να καταλάβουν το Υπουργείο Κοινωνικών Υπηρεσιών. Έγιναν συγκρούσεις με δυνάμεις αστυνομικών και τανκς που κατέφτασαν και οι διαδηλωτές υποχώρησαν.
Στις 11 κηρύχθηκε Στρατιωτικός Νόμος, ωστόσο οι διαδηλώσεις και οι συγκρούσεις συνεχίστηκαν μέχρι το βράδυ.

…………………………….

Ε: Κι έτσι έπεσε η χούντα;
Π: Δημιουργήθηκε μία ρωγμή στο γύψο… που είχαν βάλει την Ελλάδα. Η χούντα έπεσε με την επιστράτευση του 1974. Μπροστά στην εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο, κάλεσε επιστράτευση, πολύς κόσμος δεν πήγε καν, όσοι πήγαν είδαν μια γελοία κατάσταση με ένα καθεστώς που όχι μόνο δεν ήθελε να δώσει τα όπλα στο λαό, αλλά που τα είχε κυριολεκτικά πουλήσει για πλουτισμό! Η χούντα δεν ενέπνεε πια καμία εμπιστοσύνη, κάλεσαν τους πολιτικούς και τους παρέδωσαν την εξουσία τον Ιούλιο.
(τραγούδι)
Πατέρας και έφηβος ανεβαίνουν στη σκηνή.


ΕΒΔΟΜΟ ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΣΚΕΤΣ
Απάθεια ή Εξέγερση
Ε: Κι από τότε, τι; πώς φτάσαμε στο τώρα; τι έγιναν οι αγωνιστές του Πολυτεχνείου;
Π: Απορροφήθηκαν από το σύστημα.
Ε: Όλοι;
Π: Όχι όλοι βέβαια. Κάποιοι. Άλλοι όμως συνεχίζουν ν’αγωνίζονται αμείωτα από τότε.
Ε: Και όλοι αυτοί οι βυθισμένοι στον καναπέ;
Π: Θυμάσαι τι σου είπα για την εκπαίδευση των βασανιστών;
Ε: Ναι.
Π: Το ίδιο ισχύει και για την εκπαίδευση στη χαύνωση.
Ε: Έφυγε η δικτατορία των συνταγματαρχών και ήρθε η δικτατορία του καταναλωτισμού.
Π: Που σου κάνει βιωματική εκπαίδευση στη χαύνωση.
Ε: Μέσω των ΜΜΕ. Μέσω των πάντων. Έτσι δεν είναι; Επηρεάζεσαι από ό,τι βλέπεις, ό,τι διαβάζεις, ότι σου λένε.
Π: Χαίρομαι που το βλέπεις. Εσύ δεν παρασέρνεσαι πιο πολύ σ’αυτό τον καταναλωτικό αγώνα;
Ε: Ναι, αλλά τουλάχιστον, το παραδέχομαι. Εσύ όμως τι κάνεις;
Π: Σαν τι θα μπορούσα να κάνω δηλαδή;
Ε: Πάντως όχι να γκρινιάζεις μπροστά στην τηλεόραση. Κάτι για να αλλάξει η κατάσταση!
Π: Δεν μπορείς, παιδάκι μου, να ξεκινήσεις επανάσταση με το έτσι θέλω.
Ε: Μα όλα ξεκίνησαν από ιδεολογία και από κότσια. Το να καθόμαστε στον καναπέ μας και να λέμε πόσο άσχημη είναι η κατάσταση δε θα την αλλάξει. Θέλεις κάτι πολύ; Θυσιάζεις γι’ αυτό. Δε σου αρέσει κάτι; Το αλλάζεις. Δεν περιμένεις τους άλλους να το αλλάξουν για σένα.
Π: Κι εγώ αυτά έλεγα στην ηλικία σου… Μεγαλώνοντας όμως θα δεις ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά.

Μπαίνει ο παππούς. Περπατάει αργά, τρίβοντας μουστάκι κτλ. Κοιτάει την οθόνη της τηλεόρασης.
Π: Ορίστε. Να ο κατάλληλος άνθρωπος να επιχειρηματολογήσει.
Παππούς: Παρακαλώ;
Π: Για πες στο παιδί για το Πολυτεχνείο και για τις εξεγέρσεις.
ΠΠ: Εσύ ακόμη να μάθεις;
Ε: Να μάθει τι;
ΠΠ: Σαν εσένα ήταν και ο πατέρας σου. Σαν μανιακός έκανε για μία ευκαιρία να τρέχει στις πορείες και στις διαδηλώσεις. Δεν καταλάβαινε με τίποτα. Μυαλό ανύπαρκτο τότε! Νόμιζε ότι όλα είναι τόσο εύκολα και απλά. Δεν ήξερε τι θα γινόταν αν όλοι υποστηρίζαμε ανοιχτά αυτό που πιστεύαμε. Πόσος μεγάλος κίνδυνος υπήρχε. Και ακόμη, δηλαδή. Είμαστε τόσο μικροί παιδί μου, μπροστά στους μεγάλους που στο χέρι τους υπάρχει το χαρτονόμισμα πρώτα, και το μέλλον το δικό μας έπειτα. Αν είμαστε λίγοι, δεν αξίζει να ρισκάρουμε. Θα το δεις κι εσύ μεγαλώνοντας.
Ε: (αναστενάζει) Κι εσύ θα δεις, κοιτώντας πίσω όμως, ότι μόνο όσοι είχαν το θάρρος να υποστηρίξουν αυτό που πιστεύουν έφεραν τις μεγάλες αλλαγές χάρη στις οποίες εσύ μπορείς να κάθεσαι στον καναπέ σου τώρα. Ή να διαβάζεις ελεύθερα την εφημερίδα σου. Η τυφλή υπακοή δεν οδηγεί πουθενά.
Π: Αν σκέφτονταν όλοι με τον ίδιο τρόπο, τότε μόνο θα άλλαζε κάτι. Αλλά έλα που δε σκέφτονται!
Ε: Πρέπει να αλλάξει κάτι! Όχι απαραίτητα μέσω βιαιοτήτων, αλλά μέσω μιας καθημερινής επανάστασης! Τόσα πράγματα μπορούμε να κάνουμε από μόνοι μας για να αφυπνίσουμε τον κόσμο. Συζητήσεις! αλληλοβοήθεια! Εναλλακτικές δράσεις! Θέατρο δρόμου! Αυτό-οργανωμένοι χώροι πολιτισμού, παιδείας, υγείας, σίτισης! Αρκεί να νοιαζόμαστε εμείς, αφού δεν νοιάζονται οι άλλοι. Ο ένας για τον άλλον. Αυτό μπορεί να αλλάξει τον κόσμο.
Π: Ωραία τα λόγια… στην πράξη όμως; Τι γίνεται; Τίποτα δεν θα γίνει! Ο κόσμος θα συνεχίσει στην απάθεια και τη χαύνωση.
Ε: Δεν το πιστεύω αυτό! δεν θέλω να το πιστέψω, δεν μπορώ να παραιτηθώ χωρίς να προσπαθήσω!
Π: Παιδί μου, η τεμπελιά είναι μεγάλος και κακός σύμβουλος. Ίσως πιο μεγάλος κι απ’το φόβο!!!
Ε: Πρέπει να τους ξεκουνίσουμε όλους, πρέπει να ξεσηκωθούν με κάποιο τρόπο! Και πρώτα από τους άλλους εμείς οι ίδιοι. Εσύ, εγώ! Πρέπει να είμαστε όλοι μαζί, ενάντια στο φόβο και στην τεμπελιά, όπως λες, και σήμερα. «Δε θα πρέπει να μας προγραμματίζει ο υπολογιστής, δε θα μας παρακολουθεί η τηλεόραση, δε θα μας εξαγοράζει το σούπερ μάρκετ», αξίζουμε ισότητα και πραγματική ελευθερία. Ο φόβος, η αμφιβολία και η αβεβαιότητα για τον ίδιο μας τον εαυτό είναι ο χειρότερος εχθρός. Μόνο αν τα κάνουμε πέρα, μόνο έτσι, ίσως, καταφέρουμε να αλλάξουμε τη ζωή μας για το καλύτερο.

………………………