Σάββατο 11 Απριλίου 2020

ΠΑΣΧΑΛΙΝΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ





https://www.openbook.gr/pasxalina-diigimata-papadiamantis/



γράφει η Ελένη Μπουγάκη,

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης ασχολήθηκε κυρίως με τη συγγραφή διηγημάτων. Τα διηγήματά του κατέχουν περίοπτη θέση στη νεοελληνική λογοτεχνία και ξεχωρίζουν ακόμα και σήμερα. Πολλά από αυτά, πρωτοδημοσιεύθηκαν σε εφημερίδες και περιοδικά κατά τη διάρκεια των Χριστουγέννων και του Πάσχα, και καθιερώθηκαν ως εορταστικά.
Το περιεχόμενό τους αντλείται από τα προσωπικά βιώματα του Παπαδιαμάντη. Ο ίδιος γράφει στην εισαγωγή του διηγήματος «Λαμπριάτικος Ψάλτης» (1893): «…ες τ διηγημάτια, σα δημοσίευσα κατ καιρος ποφαινόμενος τ Χριστούγεννα τ Πάσχα, νεπνεύσθην, ληθς, π τς ναμνήσεις μου κα τ ασθήματά μου, τ ποα θέλγουσι κα συγκινοσι, μ ατόν, σως κα λίγους κλεκτος φιλαναγνώστας…».
Η βαθιά θρησκευτικότητα που χαρακτηρίζει τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη μεταφέρεται στα πασχαλινά διηγήματά του, τόσο μέσα από μορφές ιερωμένων όσο και μέσα από πράξεις αγάπης με μηνύματα πανανθρώπινα, δοσμένα με ευαισθησία και πάθος.
Σημειώνει επίσης στο ίδιο διήγημα: «νόσω ζ κα ναπνέω κα σωφρον, δν θ παύσω πάντοτε… ν μν μετ λατρείας τν Χριστόν μου, ν περιγράφω μετ᾿ ρωτος τν φύσιν, κα ν ζωγραφ μετ στοργς τ γνήσια λληνικ θη…».
Μέσα από αυτές τις γραμμές ορίζονται οι βασικοί θεματικοί άξονες που διαπραγματεύεται ο Παπαδιαμάντης στα κείμενά του: τη θρησκείατην ελληνική φύση και το ελληνικό ήθος.
Δεν είναι όμως, όλα τα πασχαλινά διηγήματα του Παπαδιαμάντη ανοιξιάτικα, φωτεινά και χαρούμενα. Σε μερικά από αυτά η ατμόσφαιρα είναι σκοτεινή και οι ήρωες δυστυχείς από τα χτυπήματα της μοίρας. Τραγικά πρόσωπα που ζουν τη δική τους Μεγάλη Εβδομάδα που δυστυχώς η Ανάσταση του Ιησού Χριστού δεν μπορεί να δώσει ελπίδα.
Δραματικό τέλος έχουν τρία διηγήματα και αυτά είναι: «Η τελευταία βαπτιστική», «Τ’ αερικό στο δέντρο» και το «Τραγούδια του Θεού».
Επίσης παρατηρείται πως κάποια από αυτά ενώ δεν βρίσκονται στο πνεύμα των ημερών, συγκαταλέγονται στα πασχαλινά διηγήματα καθώς ο δραματικός χρόνος τους είναι η περίοδος του Πάσχα. 
Παρακάτω βλέπετε τα «πασχαλινά διήγημα» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη σε χρονολογική σειρά. 

Πασχαλινά Διηγήματα
1. Η τελευταία βαπτιστική (1888)
2. Εξοχική Λαμπρή (1890)
3. 
Παιδική Πασχαλιά (1891)
4. Πάσχα Ρωμέικο (1891)
5. Στην Αγι
Αναστασά (1892)
6.
Η Βλαχοπούλα (1892)
7.
Λαμπριάτικος Ψάλτης (1893)
8. Ταξίδι – Βαπόρι – Ρωμέικο (1895)
9. Χωρίς Στεφάνι (1896)
10. Κοκκώνα Θάλασσα (1900)
11. Υπό την Βασιλικήν δρύν (1901)
12. Ο Αλιβάνιστος (1903)
13. Ο Κοσμολαΐτης (1903)
14. Η άκληρη (1905)
15. Η Νοσταλγία του Γιάννη (1906)
16. Τ’ αερικό στο δέντρο (1907)
17. Τραγούδια του Θεού (1912)
18. Το Χριστός Ανέστη του Γιάννη (1914)

Η τελευταία βαπτιστική (1888)
Πρωτότυπον Πασχαλινόν Διήγημα
ν λλη τις χρηστ γυν εδέ ποτε καλ νοικοκυρι ες τς μέρας της, ναντιρρήτως εδε τοιατα κα θεια-Σοφούλα Κωνσταντινιά, σεβασμία οκοδέσποινα βδομηκονταετής, κάτοικος παραθαλασσίου κώμης ες μίαν τν νήσων το Αγαίου.
Τν κάλουν κοινς Σαραντανού, κα πολλο πέθετον τι τ πίθετον τοτο τ πεδόθη, διότι δθεν εχεν σον μ σαράντα γυναικν νον, περ δν νομίζετο περβολή. λλοι μως λεγον τι λέξις σχηματίσθη κατ συγκοπν κ το Σαραντανοννού, τοι νονν μ σαράντα βαπτιστικούς.
Τ βέβαιον εναι τι, ν δν εχε φθάσει ες τν ριθμν τοτον, δύο τρες μονάδες τς λειπον, κα λπιζε προσεχς ν συμπληρώσ τν τεσσαρακοντάδα. μολογητέον δ τι ατ κατ ρχς εχε βαπτίσει οκειοθελς μόνον πέντε ξ νήπια τν γειτόνων της, σα κα πσα λλη καλ οκοκυρ συνήθως βαπτίζει. λλ ταν παξ γνώσθη κα πεδείχθη τι εχε καλ χέρι, τότε λαι α γειτόνισσαι, συγγενες, παρασυγγενες, κολλήγισσαι, ρχισαν ν τν πολιορκον. Η συνέχεια Εδώ…
Εξοχική Λαμπρή (1890




Παιδικα ναμνήσεις
Καλ τ λεγεν μπαρμπα-Μηλιός, τι τ τος κενο κινδύνευον ν μείνουν ο νθρωποι ο χριστιανοί, ο ξωμερίτες, τν μέραν το Πάσχα, λειτούργητοι. Κα οδέποτε πρόρρησις φθασε τόσον γγς ν πληρωθ, σον ατή· διότι δς κινδύνευσε ν παληθεύσ, λλ ετυχς Θες δωκε καλν φώτισιν ες τος ρμοδίους κα ο πτωχο χωρικοί, ο γεωργοποιμένες το μέρους κείνου, ξιώθησαν κα ατο ν κούσωσι τν καλν λόγον κα ν φάγωσι κα ατο τ κόκκινο αγό.
λα ατ διότι τ μν ταχύπλουν, ατ τ προκομμένον πλοον, τ ποον κτελε δθεν τν συγκοινωνίαν μεταξ τν τυχν νήσων κα τς πέναντι ξένου κτς, σχεδν τακτικς δς το τους, τοι κατ τς δύο λλαξοκαιριές, τ φθινόπωρον κα τ αρ, βυθίζεται, κα συνήθως χάνεται ατανδρον· ετα γίνεται νέα δημοπρασία, κα ερίσκεται τολμητίας τις πτωχς κυβερνήτης, στις δν σωφρονίζεται π τ πάθημα το προκατόχου του, ναλαμβάνων κάστοτε τ κινδυνωδέστατον ργον· κα τν φορν ταύτην, τ ταχύπλουν, λήγοντος το Μαρτίου, το ποχαιρετισμο το χειμνος γενομένου, εχε βυθισθ· δ παπα-Βαγγέλης, φημέριος μα κα γούμενος κα μόνος δελφς το μονυδρίου το γίου θανασίου, χων κατ ενοιαν το πισκόπου κα τ ξίωμα το ξάρχου κα πνευματικο τν πέναντι χωρίων, καίτοι γέρων δη, πλεε τετράκις το τους, τοι κατ πσαν τεσσαρακοστήν, ες τς ντικρ κτεινομένας κτάς, πως ξομολογήσ κα καταρτίσ πνευματικς τος δυστυχες κείνους δουλοπαροίκους, τος «κουκκουβίνους κουκκοσκιάχτες», πως τος νόμαζον, σπεύδων, κατ τν Μ. Τεσσαρακοστήν, ν πιστρέψ γκαίρως ες τν μονήν του πως ορτάσ τ Πάσχα· Η συνέχεια Εδώ…
Παιδική Πασχαλιά (1891)
Τν υόν της τν καπετν Κομνιανν τν παντρολογοσεν δη γρια-Κομνιανάκαινα, ν κα δν εχε χρονίσει κόμη νύμφη της, μακαρτις. Τ δύο ρφανά, μία κόρη κταέτις κα ν τετραετς παιδίον, φόρουν μαρα, κατάμαυρα, πο στενοχώρουν κ χλώμιαιναν τ πτωχ κάτισχνα κορμάκια των, κα τον καημς καρδις ν τ βλέπ τις. νθύμιζαν τ δημδες δίστιχον:
Βαρύτερ π τ σίδερα εναι τ μαρα ροχα,
γιατ τ φόρεσα κ γ γι μιν γάπη πού χα.
γραα κειτο π τς κλίνης καθ λην τν βδομάδα τν Παθν, γογγύζουσα, ρέγχουσα, φωνάζουσα. βεβαίου τι «γγελιάστηκε», κα τοιμάζετο ν ποθάν. πέβαλλεν ες τν Μόρφω, τν μικρν γγονήν της, ργασίας νωτέρας τς λικίας το πτωχο κορασίου. Αφνης, ν μέσ δύο γογγυσμν, βαλλε μίαν φωνήν, κ κραζεν π τς κλίνης πρς τν κτς το σογείου θαλάμου πηγαινοερχομένην κα πηρετοσαν παιδίσκην.
― Μ χύνς στν αλ τ νερά, χίλιες φορς σ τ επα· στ νεροχύτη!
Κ πανελάμβανε τος φορήτους στεναγμούς, πιτείνουσα μάλιστα ατος σάκις τυχν πτωχ γειτόνισσα, μ τολμσα ν εσέλθ, ρχετο δειλς μέχρι τς θύρας κα ρώτα πς το σθενής.
Βεβαίως γρια-Κομνιανάκαινα πασχεν, λλ σως μεγαλοποίει τ πργμα. κλαιε «τ νιτα της», λεγεν τι δν θ προφθάσ ν κάμ φέτος Πάσχα. Η συνέχεια Εδώ…
Πάσχα Ρωμέικο (1891)
«Πασχαλινά διηγήματα», Εκδοση «Βιβλιοπωλείον της “Εστίας” Ι.Δ.Κολλάρου και ΣΙΑ ΑΕ
Ο μπαρμπα-Πίπης, ο γηραιός φίλος μου, είχεν επτά ή οκτώ καπέλλα, διαφόρων χρωμάτων, σχημάτων και μεγεθών, όλα εκ παλαιού χρόνου και όλα κατακαίνουργια, τα οποία εφόρει εκ περιτροπής μετά του ευπρεπούς μαύρου ιματίου του κατά τας μεγάλας εορτάς του ενιαυτού, οπόταν έκαμνε δύο ή τρεις περιπάτους από της μιας πλατείας εις την άλλην διά της οδού Σταδίου. Οσάκις εφόρει τον καθημερινόν κούκον του, με το σάλι του διπλωμένον εις οκτώ ή δεκαέξ δίπλας επί του ώμου, συνήθιζε να κάθηται επί τινας ώρας εις το γειτονικόν παντοπωλείον, υποπίνων συνήθως, μετά των φίλων, και ήτο στομύλος και διηγείτο πολλά κι εμειδία προς αυτούς. Η συνέχεια Εδώ…
Στην ΑγιΑναστασά (1892)
Πέντε άνδρες είχον κατέλθει εις το Πρυΐ, μίαν Κυριακήν του Ιουλίου του έτους 1875, και εκ των πέντε τούτων οι τρεις ήσαν αρχαιολόγοι με δίοπτρα. Αλλ’ εκ των τριών, ο πρώτος απεφαίνετο ότι το σωζόμενον εκεί ερείπιον ήτο ναός ειδωλολατρικός, ο δεύτερος ισχυρίζετο ότι ήτο χριστιανική εκκλησία, αν δεν ήτο βαλανείον ρωμαϊκόν, και ο τρίτος επέμενεν ότι ήτο, το πολύ, αρχοντικόν μέγαρον, ήτοι πύργος βενετικός, επικαλούμενος υπέρ της γνώμης του και το όνομα Πρυΐ, όπερ έλεγε σχηματισθέν εκ του Πυργί, κατά μετάθεσιν γραμμάτων. Του τελευταίου την γνώμην ησπάζετο απροκαλύπτως, μετέχων της εκδρομής, και ο δημοδιδάσκαλος του χωρίου, όστις είχεν ανεγνωρισμένην ειδικότητα εις την ετυμολογίαν. «Το άιντε είναι απ’ το άγε δη, το αρή, κλητικόν επιφώνημα των γυναικών του τόπου, είναι απ’ το αρίστη, το βρε είναι απ’ το μώρε –(μωρέ-μ’ρέ-μβρε-μπρε) βρε». Κι εξετόξευε κεραυνούς αγανακτήσεως κατ’ εκείνων οίτινες ζητούσι τουρκικήν παραγωγήν διά τας λέξεις, ενώ είναι τόσον εύκολον, έλεγε, ν’ ανευρίσκωμεν παντού ρίζαν ελληνικήν. Η συνέχεια Εδώ…
Η Βλαχοπούλα (1892)
– Θα πανδρευθήτε, παιδιά, ή να πανδρευτώ;
Τοιαύτην τινά νουθεσίαν μετ’ απειλής απηύθυνεν επανειλημμένως εις τους υιούς του ο γερο-Σαράντος, πάρεδρος του ωραίου και μαγευτικού χωρίου, γέρων εξηνταπέντε ετών, με κόκκινα μάγουλα και με σιδηράν υγείαν. Και ήτο ικανός, αν δεν τον ήκουαν, να το κάμει. Εις τας χωρικάς οικίας, βλέπεις, η γυνή δεν χρησιμεύει μόνον ως γυνή, ως οικοκυρά και ως μήτηρ, αλλ’ ο προορισμός της ευρύνεται όσον είναι ευρύς ο ορίζων του δροσερού χωρίου, κειμένου εις το κέντρον γοητευτικού οροπεδίου ανάμεσα εις τέσσαρας εξεχούσας ράχεις, όπου ευωδιάζει ο θύμος, η φασκομηλιά και το ύσσωπον, και όπου τα πεύκα, ως χειροκρατούμενα παιδία, σείονται όλα ομού με μίαν ομοιόμορφον κίνησιν από την αυτήν ριπήν του βορρά, του καταφερομένου από του ύψους της επιβλητικής Πεντέλης. Εκεί η γυνή τρέχει κατόπιν του ανδρός εις το χωράφι, τον βοηθεί εις όλας τας εργασίας, με την αριστεράν κρατούσα εις την αγκάλην το τελευταίον της τρίμηνον νεογνόν, με την δεξιάν συλλέγουσα χόρτα διά την προβατίναν ή λάχανα διά το εσπερινόν δείπνον, και πολλάκις αποκοιμίζουσα το βρέφος επί της χλόης, υπό την αμυγδαλέαν ανθούσαν ή υπό την μηλέαν φυλλορροούσαν, ασχολείται αυτή να βοτανίζει, να σκαλίζει ή και να σκάπτει ενίοτε. Χωρική δε οικία χωρίς γυναίκα θα ήτο ως ερημία χωρίς όασιν. Η συνέχεια Εδώ…
Λαμπριάτικος Ψάλτης (1893)
Ἐὰν ρως το παρόντος διηγήματος το ατούσιος γράφων, τότε πικεφαλς τίτλος θ εχε μλλον τροπικν κα λληγορικν σημασίαν. Διότι, να μέν, μ τν εδοκίαν τς θείας Προνοίας, εναι ληθές, τι κα χάρις ες τν φιλάδελφον προθυμίαν το χωρικο κα ρχοντικο φίλου μου κυρ-Γιάννη Πεντελιώτου, ξιομαι σχεδν κατ᾿ τος νελλιπς, κατ τς περιδόξους ταύτας μέρας, ν συμψάλλω ναμίλλως μετ᾿ ατο, ποβαστάζοντος δι τς χειρς τ γυαλιά του, γαπντος τ πολίτικον φος, παρατείνοντος π᾿ πειρον τ μουσικ κλα κα τς καταλήξεις του, ες τν μικρν γροτικν ναΐσκον το χωρίου Θ… που μυροβολε, λισσόμενον ες κυανος στεφάνους, τ μοσχολίβανον, περιβάλλον, ς δι φεύγοντος πλαισίου, τος κτινωτος στεφάνους κα τς σεμνς ψεις τν γίων, κα που μ τς κεντητς ποδιάς των κα τ λευκ κολόβια α νεαρα χωρικα προσέρχονται, φέρουσαι γκαλίδας ρόδων κα ων κα θημωνίας λας δενδρολιβάνου, καταφορτώνουσαι μ λόφους νθέων τν πενιχρν πιτάφιον, μ χοντα νάγκην λλης πολυτελείας. κε εσβάλλει ολαμς λος ατοσχεδίων ψαλτν, κρατούντων ν ν φυλλάδιον το πιταφίου ες τν χερα, οτινες φιλοτιμονται ν ψάλλωσιν ν σπαρακτικ παραφωνί τ γκώμια, καταστρέφοντες δι κωμικν σφαλμάτων κα τς λίγας λέξεις, σαι εναι ρθς τυπωμέναι ες τ φυλλάδια κενα. Η συνέχεια Εδώ…
Ταξίδι – Βαπόρι – Ρωμέικο (1895)
Ο πέντε πιβάται εχαν πλαγιάσει ες τς πέντε κοκέτας των, καί τινες ατν κάπνιζον, π τν προσκεφάλων κουμβημένοι, κα συνωμίλουν εθυμα κα τετριμμένα, ν δύο λλοι τος καμνον τ μπάσο, ρέγχοντες δυνατά.
Πς νθρωπος χι πολ γις σωματικς, κα στις π δώδεκα δεκατεσσάρων τν δν εχε κοιμηθ ντς το ατο θαλάμου μ λλο τομον, τ ναφέρω χι ς καλν παράδειγμα, λλά, τέλος, κ τν κατ᾿ ατν τυχν περιστάσεων εχε συνηθίσει, μισάνθρωπος, ν μ στέργ τν συγχρωτισμόν, πς, λέγω, θ δύνατο ν ερ νάπαυσιν, μεταξ το σωρο κείνου, ντς χώρου τριν τεσσάρων τετραγωνικν πήχεων, κα π ψος ρόφου ργυις κα μισείας; Τοτο το πεγον πρς λύσιν πρόβλημα. Η συνέχεια Εδώ…
Χωρίς Στεφάνι (1896)
Τάχα δεν ήτον οικοκυρά κι αυτή στο σπίτι της και στην αυλήν της; Τάχα δεν ήτο κι αυτή έναν καιρόν νέα με ανατροφήν; Είχε μάθει γράμματα εις τα σχολεία. Είχε πάρει το δίπλωμά της από το Αρσάκειον.
Κι ετήρει όλα τα χρέη της τα κοινωνικά, και μετήρχετο τα οικιακά έργα της καλλίτερ’ από καθεμίαν. Είχε δε μεγάλην καθαριότητα εις το σπίτι της, κι εις τα κατώφλιά της, πρόθυμη ν’ ασπρίζη και να σφουγγαρίζη, χωρίς ποτέ να βαρύνεται και χωρίς να δεικνύη την παραξενιάν εκείνην, ήτις είναι συνήθης εις όλας τας γυναίκας, τας αγαπώσας μέχρις υπερβολής την καθαριότητα. Και όταν έμβαινεν η Μεγάλη Εβδομάς, εδιπλασίαζε τα ασπρίσματα και τα πλυσίματα, τόσον, οπού έκαμνε το πάτωμα ν’ αστράφτη και τον τοίχον να ζηλεύη το πάτωμα. Η συνέχεια Εδώ…
Κοκκώνα Θάλασσα (1900)
 -Μάινα κόντρα-φλόκο! σβέλτα! Μάινα μπαμπαφίγκο! Μάινα όξου-φλόκο! Μπρούλια ράντα! μπρούλια μαίστρα! μπρούλια τρίγκο.
Τις θα το επίστευεν, ότι από ένα μικρόν αμυδρόν μαυράδι έμελλε να εξέλθη τόση τρικυμία; Πώς από μίαν μικράν κηλίδα, την οποία προθύμως παραβλέπουν εκάστοτε οι άνθρωποι, ρημάζουν υποθέσεις και ναυαγούν φιλοδοξίαι!
Ο ουρανός ήτον ως παμμεγίστη, άπειρος κανδήλα, ολίγω πρότερον. Η θάλασσα εκουφόβραζε, ως γιγαντιαία χύτρα επάνω εις σιγανήν φωτιάν. Πέραν εκεί, εις την άκρην όπου έφθανε το όμμα, ήσαν τα «θεμέλια» του ορίζοντος. Εκεί ήσαν μερικά «καθίσματα». Εκεί είχε φανεί κάτι θολόν και μαύρον. Ητον εκείνο το ρύγχος της τρικυμίας. Ο καπετάν Τζώνης το είδε, το διέκρινε, και την ανεγνώρισεν. Ολίγα λεπτά παρήλθον, και η τρικυμία ενεφανίσθη πάνοπλος, με όλους τους βρόντους και τας ηχούς της, με όλα τα ρίγη και τας φρικιάσεις των ανθρώπων και των κυμάτων. Η συνέχεια Εδώ…
Υπό την Βασιλικήν δρύν (1901)
Περιοδ. « Παναθήναια », 1901
ταν παιδίον διηρχόμην κε πλησίον, π ναρίου χούμενος, δι ν πάγω ν πολαύσω τς γροτικάς μας πανηγύρεις τν μερν το Πάσχα, το γίου Γεωργίου κα τς Πρωτομαγις, ρρέμβαζον γλυκ μ χορταίνων ν θαυμάζω περικαλλς δένδρον μεμονωμένον, πελώριον, μίαν βασιλικν δρν. Οποον μεγαλεον εχεν! Ο κλάδοι της χλωρόφαιοι, κατάμεστοι, κραταιοί· ο κλνοι της γαμψο ς κατατομ το ετο, ολοι ς χαίτη το λέοντος, προεχον ναδεδεμένοι ες βασιλικ στέμματα. Κα το κείνη νασσα το δρυμο, δέσποινα γρίας καλλονς, βασίλισσα τς δρόσου… Η συνέχεια Εδώ…
Ο Αλιβάνιστος (1903)
φο βάδισαν π τιν ραν, ν τν βαθεαν σύνδενδρον κοιλάδα, θει Μολώτα, κ᾿ Φωλι τς Πέρδικας, κ᾿ φέντρα τς Σταματηρίζενας, τέλος φθασαν ες τ Δασκαλειό. Α τελευταίαι κτνες το λίου χρύσωναν κόμη τς δυ ράχεις, νθεν κα νθεν τς κοιλάδος. Κάτω, ες τ δάσος τ πυκνόν, βαθεα σκι πλοτο. Κορμο κισσοστεφες κα κλνες χιαστο σχημάτιζον νήλια συμπλέγματα, που μεταξ τν φύλλων κούοντο τελείωτοι ψιθυρισμο ρώτων. Ετυχς τ δάσος νομίζετο κοινς ς στοιχειωμένον, λλως θ τ εχε καταστρέψει κι᾿ ατ πρ πολλο πέλεκυς το λοτόμου. Α τρες γυνακες πάτουν πότε π βρύων μαλακν, πότε π λίθων κα χαλίκων το νωμάλου δάφους. ψυχ κ᾿ καρδούλα των δροσίσθη, ταν φθασαν ες τν βρύσιν το Δασκαλειο. Η συνέχεια Εδώ…




Ο Κοσμολαΐτης (1903)
να καιρόν  πατήρ του τον εύκατάστατος μπορος ες τόν Πειραιστερον λθον δυστυχίαικα  νθρωπος ξέπεσενλλ κα ν διετηρετο κτοτε τ μαγαζίεναι ζήτημαν  Στέλιος θ εχε τν κανότητα ν ξακολουθήσ πωφελς τ ργον μετ τν θάνατον το πατρός τουΕχε μάθει λίγα κολλυβογράμματατρεφε καλογηρικάς κλίσειςφοίτα ες τος ναούςεχε συλληφθ π τ πνευματικν μφίβληστρον το ερομονάχου Μεθοδίουστις σύχαζε κατ’ κενον τν χρόνον ν τινι μονυδρί πί τινος λόφουγγς τν θηνν Στέλιος εχε γίνει πωσον καλς διαβαστς ες τς ερς κολουθίαςσείετο λοςταν διάβαζε τ Συναξάρι τς μέραςταν ψαλλε τν μικρν Πολυέλεον (ψαμν το ποίου λοι ο στίχοι λήγουσιν ες τν φράσιν τι ες τν αἰῶνα τ λεος ατο, κα ντεθεν νομάσθη “πολυέλαιος” κα τ πολυλάμπαδον τ κρεμάμενον ες τ μέσον το ναοτ ποον κα σείουσικαθ’ ν ραν ψάλλεται  ρηθες χαλμςες στις θελε ν κάμ τ στεον  διότι δν λείπουν κα τν ραν τς κολουθίας κόμα τοιοτοι πειρασμο ντός το ναο  λεγε “Μν κουντε τν πολυέλαιοκουνιέται  Καλοχεράκης”. Η συνέχεια Εδώ…
Η άκληρη (1905)
Βέβαια,  τύχη της τ εχε κοντ ες λα τ᾿ λλα βάσανά τηςν ερεθ κα τ σπίτι της ατόπου κατοικοσενες μέρος τόσον παράμερονκα τόσον ξανοιχτν συνάμα· σιμ ες τν αγιαλόνκατέναντι ες μικρν πλατεανκα νάμεσα ες δύο ργαστήριατ ν σιδηρουργεοντ λλο βαρελάδικονΔιότι λα ατ τ διάφορα μέρη σαν ς κυψέλαις σφηκοφωλεαίπου μαζώνοντο καθημερινς λες «ο κλρες»τς γειτονις κα το χωρίουκ᾿ θορυβοσανκ᾿ χαλνοσαν τν κόσμον. Η συνέχεια Εδώ…
Η Νοσταλγία του Γιάννη (1906)
– Δε μ’ λες Σαραφιανέ, τι κάνουν εκείνα τα μ’λάρια τ’ Γιάννη τ’ Αργαστιώτη;
Την ερώτησιν αυτήν απηύθυνε περιοδικώς ο Γιάννης ο Λιοσαίος εις τον Σαραφιανόν, τον φαιδρόν και ανοικτόκαρδον καταστηματάρχην του ωραίου, σχεδόν εξοχικού μαγαζιού, του γερω Θωμαδάκη. Ο γέρων ήτο πατήρ του Σαραφιανού και ως μαγαζί εχρησίμευεν όλον σχεδόν το υπόγειον της ευρυχώρου οικίας, συνεχομένης με μέγα κήπον και αυλήν, παρά την εσχατιάν του χωρίου, και εχούσης προ αυτής μικράν πλατείαν με δύο τεραστίας πλατυφύλλους μωρέας.
Ο Σαραφιανός επροσπάθει με διαφόρους τρόπους να διασκεδάζη τας περιοδικάς ταύτας νοσταλγίας του μπάρμπα-Γιάννη του Λιοσαίου. Του προσέφερε τσιγάρον με καπνόν και με ολίγην μπαρούτην – όσον δια να γείνη ακίνδυνος μικρά έκρηξις, ικανή να τσιροφλίση τας τρίχας του μύστακος· τον εφίλευε τουρσί από ακρόδρυα «πιμπιράμφον», στυφά και ευώδη υπόξινα, τον εκέρνα εντόπιον ρακί, και του έβαζε κρασί, όσον ήρκει δια να κάμη κέφι ο μπαρμπα-Γιάννης. Διότι ευκόλως έπαιρνε φωτιά. Με δυο ποτήρια ήταν ικανός να φουσκώση την γκάιδα και ν’αρχίση να χορεύη ολομόναχος τον βουκολικόν, υποκάτω από τας ολοπράσινας μωρέας, κατέμπροσθεν του μαγαζιού. Η συνέχεια Εδώ…
Τ’ αερικό στο δέντρο (1907)
Κάτω στ Βουρλίδικακαθς κατηφορίζεις π τίς Βίγλεςνάμεσα Πλατάνου κα Πετράλωνασιμ στς Γανωτίνας τν Μύλονκε κατεβαίνει τ εμαχείμαῤῥοςνμαδρόσος κα αμαπ τ ρη το Θεοκε εφροσύνη ρνέωνπαύλεις Σειρήνωνκα καλάμη κα χλόη· κε τ μμα πολαύει γωνίαν παραδείσουκα  ψυχ δροσίζεται ς σώφρων ννακινοσα τ χείλη ες προσευχήνχωρς ν᾿ κούεται  φωνή τηςφων μυστηριωδς ψιθυρίζουσα ες τν καρδίαν«Σ ποίησας πάντα τ ραα τς γςθέρος κα αρσ πλασας ατά». Η συνέχεια Εδώ…
Τραγούδια του Θεού (1912)
Μ εχε καλέσει  γενναος φίλος μου κρ Στέφανος Μ., ες τν οκίαν του τν μέραν το Πάσχαδι ν συμφάγωμεν τν ραν το προγεύματος περ τς δέκαπ συγκατάβασιν κα εσπλαγχνίανδι ν κάμω κ᾿ γ μετ τόσα χρόνια *** Πάσχα οκιακόνρημος κα ξένος στ ξέναΕχαρι κα θαλπερν το τ σωτερικν τς στίας τουφο διλθον τν ερεαν αλήνμ τν διάπλατον πύληνκα τος σταύλους τν λόγωνκα τν πρασινάδανκα τς γάστρας τν νθέων οκογένειά του γραα Μαρία  συμβία τουφελς κα ρχαϊκή υός τουμόρφωτος κα πλαστος καλς μαξηλάτηςκι  δελφός τουστιβαρόςγεροντοπαλλήκαροντραχς κα φιλαλήθηςΤέλος  κόρη του  Ρηνούλατελεία ντιπρόσωπος τς νέας γενεςκεντήτρια, ζωγραφίνα κα θεατρίνα. Η συνέχεια Εδώ…
Το Χριστός Ανέστη του Γιάννη (1914)

πως τ διηγονταισοι τ φθασανν λικί ντες ες θήνας τ 1870,  νεκρς το νς τν ληστν το Δηλεσίουκομισθέντων ες θήνας κατ Μάιονεχε τ πρόσωπον παραδόξως φαιδρν κα γελαστόνΤν ραν πο τος τουφεκοβολοσαν τ᾿ ποσπάσματαλλοχεον πισθεν πυκνν θάμνων κα βράχων τ παλληκάρι κενο τς Ρούμεληςσως διότι τ ταμπούρι του το φαίνετο πολ σφαλέςτίς οδε τί εχε σκεφθ τί σοβαρν εδεν τί στεον κουσε παρά τινος γείτονος συντρόφου του, κ᾿ γέλασενπως ο νθρωποι γελονΣυγχρόνωςν καρετο λθε τ βόλιΤν ηρε καίριον ες τν λαιμόνκα τν φκεν ες τν τόπον. Η συνέχεια Εδώ…