https://www.openbook.gr/pasxalina-diigimata-papadiamantis/
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης ασχολήθηκε
κυρίως με τη συγγραφή διηγημάτων. Τα διηγήματά του κατέχουν περίοπτη θέση στη
νεοελληνική λογοτεχνία και ξεχωρίζουν ακόμα και σήμερα. Πολλά από αυτά,
πρωτοδημοσιεύθηκαν σε εφημερίδες και περιοδικά κατά τη διάρκεια των Χριστουγέννων και
του Πάσχα, και καθιερώθηκαν ως εορταστικά.
Το περιεχόμενό τους αντλείται από τα
προσωπικά βιώματα του Παπαδιαμάντη. Ο ίδιος γράφει στην εισαγωγή του διηγήματος
«Λαμπριάτικος Ψάλτης» (1893): «…εἰς τὰ διηγημάτια, ὅσα ἐδημοσίευσα κατὰ καιροὺς ὁ ὑποφαινόμενος τὰ Χριστούγεννα ἢ τὸ Πάσχα, ἐνεπνεύσθην, ἀληθῶς, ἀπὸ τὰς ἀναμνήσεις μου καὶ τὰ αἰσθήματά μου, τὰ ὁποῖα θέλγουσι καὶ συγκινοῦσι, ἐμὲ αὐτόν, ἴσως καὶ ὀλίγους ἐκλεκτοὺς φιλαναγνώστας…».
Η βαθιά θρησκευτικότητα που χαρακτηρίζει
τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη μεταφέρεται στα πασχαλινά
διηγήματά του, τόσο μέσα από μορφές ιερωμένων όσο και μέσα από πράξεις
αγάπης με μηνύματα πανανθρώπινα, δοσμένα με ευαισθησία και πάθος.
Σημειώνει επίσης στο ίδιο διήγημα: «…ἐνόσω ζῶ καὶ ἀναπνέω καὶ σωφρονῶ, δὲν θὰ παύσω πάντοτε… νὰ ὑμνῶ μετὰ λατρείας τὸν Χριστόν μου, νὰ περιγράφω μετ᾿ ἔρωτος τὴν φύσιν, καὶ νὰ ζωγραφῶ μετὰ στοργῆς τὰ γνήσια Ἑλληνικὰ ἤθη…».
Μέσα από αυτές τις γραμμές ορίζονται οι
βασικοί θεματικοί άξονες που διαπραγματεύεται ο Παπαδιαμάντης στα κείμενά
του: τη θρησκεία, την ελληνική φύση και το
ελληνικό ήθος.
Δεν είναι όμως, όλα τα πασχαλινά διηγήματα του Παπαδιαμάντη ανοιξιάτικα, φωτεινά και χαρούμενα. Σε μερικά
από αυτά η ατμόσφαιρα είναι σκοτεινή και οι ήρωες δυστυχείς από τα χτυπήματα
της μοίρας. Τραγικά πρόσωπα που ζουν τη δική τους Μεγάλη Εβδομάδα που δυστυχώς
η Ανάσταση του Ιησού Χριστού δεν μπορεί να δώσει ελπίδα.
Δραματικό τέλος έχουν τρία διηγήματα και
αυτά είναι: «Η τελευταία βαπτιστική», «Τ’ αερικό στο δέντρο» και το «Τραγούδια
του Θεού».
Επίσης παρατηρείται πως κάποια από αυτά
ενώ δεν βρίσκονται στο πνεύμα των ημερών, συγκαταλέγονται στα πασχαλινά
διηγήματα καθώς ο δραματικός χρόνος τους είναι η περίοδος του Πάσχα.
Παρακάτω βλέπετε τα «πασχαλινά διήγημα» του
Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη σε χρονολογική σειρά.
Πασχαλινά
Διηγήματα
1. Η τελευταία βαπτιστική (1888)
2. Εξοχική Λαμπρή (1890)
3. Παιδική Πασχαλιά (1891)
4. Πάσχα Ρωμέικο (1891)
5. Στην Αγι᾽Αναστασά (1892)
6. Η Βλαχοπούλα (1892)
7. Λαμπριάτικος Ψάλτης (1893)
8. Ταξίδι – Βαπόρι – Ρωμέικο (1895)
9. Χωρίς Στεφάνι (1896)
10. Κοκκώνα Θάλασσα (1900)
11. Υπό την Βασιλικήν δρύν (1901)
12. Ο Αλιβάνιστος (1903)
13. Ο Κοσμολαΐτης (1903)
14. Η άκληρη (1905)
15. Η Νοσταλγία του Γιάννη (1906)
16. Τ’ αερικό στο δέντρο (1907)
17. Τραγούδια του Θεού (1912)
18. Το Χριστός Ανέστη του Γιάννη (1914)
2. Εξοχική Λαμπρή (1890)
3. Παιδική Πασχαλιά (1891)
4. Πάσχα Ρωμέικο (1891)
5. Στην Αγι᾽Αναστασά (1892)
6. Η Βλαχοπούλα (1892)
7. Λαμπριάτικος Ψάλτης (1893)
8. Ταξίδι – Βαπόρι – Ρωμέικο (1895)
9. Χωρίς Στεφάνι (1896)
10. Κοκκώνα Θάλασσα (1900)
11. Υπό την Βασιλικήν δρύν (1901)
12. Ο Αλιβάνιστος (1903)
13. Ο Κοσμολαΐτης (1903)
14. Η άκληρη (1905)
15. Η Νοσταλγία του Γιάννη (1906)
16. Τ’ αερικό στο δέντρο (1907)
17. Τραγούδια του Θεού (1912)
18. Το Χριστός Ανέστη του Γιάννη (1914)
Η τελευταία βαπτιστική (1888)
Πρωτότυπον Πασχαλινόν
Διήγημα
Ἂν ἄλλη τις χρηστὴ γυνὴ εἶδέ ποτε καλὰ νοικοκυριὰ εἰς τὰς ἡμέρας της, ἀναντιρρήτως εἶδε τοιαῦτα καὶ ἡ θεια-Σοφούλα Κωνσταντινιά, σεβασμία οἰκοδέσποινα ἑβδομηκονταετής, κάτοικος παραθαλασσίου κώμης εἰς μίαν τῶν νήσων τοῦ Αἰγαίου.
Τὴν ἐκάλουν κοινῶς Σαραντανού, καὶ πολλοὶ ὑπέθετον ὅτι τὸ ἐπίθετον τοῦτο τῇ ἀπεδόθη, διότι δῆθεν εἶχεν ἴσον μὲ σαράντα γυναικῶν νοῦν, ὅπερ δὲν ἐνομίζετο ὑπερβολή. Ἄλλοι ὅμως ἔλεγον ὅτι ἡ λέξις ἐσχηματίσθη κατὰ συγκοπὴν ἐκ τοῦ Σαραντανοννού, ἤτοι νοννὰ μὲ σαράντα βαπτιστικούς.
Τὸ βέβαιον εἶναι ὅτι, ἂν δὲν εἶχε φθάσει εἰς τὸν ἀριθμὸν τοῦτον, δύο ἢ τρεῖς μονάδες τῆς ἔλειπον, καὶ ἤλπιζε προσεχῶς νὰ συμπληρώσῃ τὴν τεσσαρακοντάδα. Ὁμολογητέον δὲ ὅτι αὐτὴ κατ᾽ ἀρχὰς εἶχε βαπτίσει οἰκειοθελῶς μόνον πέντε ἢ ἓξ νήπια τῶν γειτόνων της, ὅσα καὶ πᾶσα ἄλλη καλὴ οἰκοκυρὰ συνήθως βαπτίζει. Ἀλλ᾽ ὅταν ἅπαξ ἐγνώσθη καὶ ἀπεδείχθη ὅτι εἶχε καλὸ χέρι, τότε ὅλαι αἱ γειτόνισσαι, συγγενεῖς, παρασυγγενεῖς, κολλήγισσαι, ἤρχισαν νὰ τὴν πολιορκοῦν. Η συνέχεια Εδώ…
Εξοχική Λαμπρή (1890
Παιδικαὶ Ἀναμνήσεις
Καλὰ τὸ ἔλεγεν ὁ μπαρμπα-Μηλιός, ὅτι τὸ ἔτος ἐκεῖνο ἐκινδύνευον νὰ μείνουν οἱ ἄνθρωποι οἱ χριστιανοί, οἱ ξωμερίτες, τὴν ἡμέραν τοῦ Πάσχα, ἀλειτούργητοι. Καὶ οὐδέποτε πρόρρησις ἔφθασε τόσον ἐγγὺς νὰ πληρωθῇ, ὅσον αὐτή· διότι δὶς ἐκινδύνευσε νὰ ἐπαληθεύσῃ, ἀλλ᾽ εὐτυχῶς ὁ Θεὸς ἔδωκε καλὴν φώτισιν εἰς τοὺς ἁρμοδίους καὶ οἱ πτωχοὶ χωρικοί, οἱ γεωργοποιμένες τοῦ μέρους ἐκείνου, ἠξιώθησαν καὶ αὐτοὶ νὰ ἀκούσωσι τὸν καλὸν λόγον καὶ νὰ φάγωσι καὶ αὐτοὶ τὸ κόκκινο αὐγό.
Ὅλα αὐτὰ διότι τὸ μὲν ταχύπλουν, αὐτὸ τὸ προκομμένον πλοῖον, τὸ ὁποῖον ἐκτελεῖ δῆθεν τὴν συγκοινωνίαν μεταξὺ τῶν ἀτυχῶν νήσων καὶ τῆς ἀπέναντι ἀξένου ἀκτῆς, σχεδὸν τακτικῶς δὶς τοῦ ἔτους, ἤτοι κατὰ τὶς δύο ἀλλαξοκαιριές, τὸ φθινόπωρον καὶ τὸ ἔαρ, βυθίζεται, καὶ συνήθως χάνεται αὔτανδρον· εἶτα γίνεται νέα
δημοπρασία, καὶ εὑρίσκεται τολμητίας τις πτωχὸς κυβερνήτης, ὅστις δὲν σωφρονίζεται ἀπὸ τὸ πάθημα τοῦ προκατόχου του, ἀναλαμβάνων ἑκάστοτε τὸ κινδυνωδέστατον ἔργον· καὶ τὴν φορὰν ταύτην, τὸ ταχύπλουν, λήγοντος τοῦ Μαρτίου, τοῦ ἀποχαιρετισμοῦ τοῦ χειμῶνος
γενομένου, εἶχε βυθισθῆ· ὁ δὲ παπα-Βαγγέλης, ὁ ἐφημέριος ἅμα καὶ ἡγούμενος καὶ μόνος ἀδελφὸς τοῦ μονυδρίου τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου, ἔχων κατ᾽ εὔνοιαν τοῦ ἐπισκόπου καὶ τὸ ἀξίωμα τοῦ ἐξάρχου καὶ πνευματικοῦ τῶν ἀπέναντι χωρίων, καίτοι γέρων ἤδη, ἔπλεε τετράκις τοῦ ἔτους, ἤτοι κατὰ πᾶσαν τεσσαρακοστήν, εἰς τὰς ἀντικρὺ ἐκτεινομένας ἀκτάς, ὅπως ἐξομολογήσῃ καὶ καταρτίσῃ πνευματικῶς τοὺς δυστυχεῖς ἐκείνους δουλοπαροίκους, τοὺς «κουκκουβίνους ἢ κουκκοσκιάχτες», ὅπως τοὺς ὠνόμαζον, σπεύδων, κατὰ τὴν Μ. Τεσσαρακοστήν, νὰ ἐπιστρέψῃ ἐγκαίρως εἰς τὴν μονήν του ὅπως ἑορτάσῃ τὸ Πάσχα· Η συνέχεια Εδώ…
Παιδική Πασχαλιά (1891)
Τὸν υἱόν της τὸν καπετὰν Κομνιανὸν τὸν ἐπαντρολογοῦσεν ἤδη ἡ γρια-Κομνιανάκαινα, ἂν 〈καὶ〉 δὲν εἶχε χρονίσει ἀκόμη ἡ νύμφη της, ἡ μακαρῖτις. Τὰ δύο ὀρφανά, μία κόρη ὀκταέτις καὶ ἓν τετραετὲς παιδίον, ἐφόρουν μαῦρα, κατάμαυρα, ὁποὺ ἐστενοχώρουν κ᾽ ἐχλώμιαιναν τὰ πτωχὰ κάτισχνα κορμάκια των, καὶ ἦτον καημὸς καρδιᾶς νὰ τὰ βλέπῃ τις. Ἐνθύμιζαν τὸ δημῶδες δίστιχον:
Βαρύτερ᾽ ἀπ᾽ τὰ σίδερα εἶναι τὰ μαῦρα ροῦχα,
γιατὶ τὰ φόρεσα κ᾽ ἐγὼ γιὰ μιὰν ἀγάπη πού ᾽χα.
γιατὶ τὰ φόρεσα κ᾽ ἐγὼ γιὰ μιὰν ἀγάπη πού ᾽χα.
Ἡ γραῖα ἔκειτο ἐπὶ τῆς κλίνης καθ᾽ ὅλην τὴν ἑβδομάδα τῶν Παθῶν, γογγύζουσα, ρέγχουσα, φωνάζουσα. Ἐβεβαίου ὅτι «ἀγγελιάστηκε», καὶ ἡτοιμάζετο ν᾽ ἀποθάνῃ. Ἐπέβαλλεν εἰς τὴν Μόρφω, τὴν μικρὰν ἐγγονήν της, ἐργασίας ἀνωτέρας τῆς ἡλικίας τοῦ πτωχοῦ κορασίου. Αἴφνης, ἐν μέσῳ δύο γογγυσμῶν, ἔβαλλε μίαν φωνήν, κ᾽ ἔκραζεν ἀπὸ τῆς κλίνης πρὸς τὴν ἐκτὸς τοῦ ἰσογείου θαλάμου πηγαινοερχομένην καὶ ὑπηρετοῦσαν παιδίσκην.
― Μὴ χύνῃς στὴν αὐλὴ τὰ νερά, χίλιες φορὲς σ᾽ τὸ εἶπα· στὸ νεροχύτη!
Κ᾽ ἐπανελάμβανε τοὺς ἀφορήτους στεναγμούς, ἐπιτείνουσα μάλιστα αὐτοὺς ὁσάκις τυχὸν πτωχὴ γειτόνισσα, μὴ τολμῶσα νὰ εἰσέλθῃ, ἤρχετο δειλῶς μέχρι τῆς θύρας καὶ ἠρώτα πῶς ἦτο ἡ ἀσθενής.
Βεβαίως ἡ γρια-Κομνιανάκαινα ἔπασχεν, ἀλλ᾽ ἴσως ἐμεγαλοποίει τὸ πρᾶγμα. Ἔκλαιε «τὰ νιᾶτα της», ἔλεγεν ὅτι δὲν θὰ προφθάσῃ νὰ κάμῃ ἐφέτος Πάσχα. Η συνέχεια Εδώ…
Πάσχα Ρωμέικο (1891)
«Πασχαλινά διηγήματα», Εκδοση
«Βιβλιοπωλείον της “Εστίας” Ι.Δ.Κολλάρου και ΣΙΑ ΑΕ
Ο μπαρμπα-Πίπης, ο γηραιός φίλος μου,
είχεν επτά ή οκτώ καπέλλα, διαφόρων χρωμάτων, σχημάτων και μεγεθών, όλα εκ
παλαιού χρόνου και όλα κατακαίνουργια, τα οποία εφόρει εκ περιτροπής μετά του
ευπρεπούς μαύρου ιματίου του κατά τας μεγάλας εορτάς του ενιαυτού, οπόταν
έκαμνε δύο ή τρεις περιπάτους από της μιας πλατείας εις την άλλην διά της οδού
Σταδίου. Οσάκις εφόρει τον καθημερινόν κούκον του, με το σάλι του διπλωμένον
εις οκτώ ή δεκαέξ δίπλας επί του ώμου, συνήθιζε να κάθηται επί τινας ώρας εις
το γειτονικόν παντοπωλείον, υποπίνων συνήθως, μετά των φίλων, και ήτο στομύλος
και διηγείτο πολλά κι εμειδία προς αυτούς. Η συνέχεια Εδώ…
Στην Αγι᾽Αναστασά (1892)
Πέντε άνδρες είχον κατέλθει εις το Πρυΐ,
μίαν Κυριακήν του Ιουλίου του έτους 1875, και εκ των πέντε τούτων οι τρεις ήσαν
αρχαιολόγοι με δίοπτρα. Αλλ’ εκ των τριών, ο πρώτος απεφαίνετο ότι το σωζόμενον
εκεί ερείπιον ήτο ναός ειδωλολατρικός, ο δεύτερος ισχυρίζετο ότι ήτο
χριστιανική εκκλησία, αν δεν ήτο βαλανείον ρωμαϊκόν, και ο τρίτος επέμενεν ότι
ήτο, το πολύ, αρχοντικόν μέγαρον, ήτοι πύργος βενετικός, επικαλούμενος υπέρ της
γνώμης του και το όνομα Πρυΐ, όπερ έλεγε σχηματισθέν εκ του Πυργί, κατά
μετάθεσιν γραμμάτων. Του τελευταίου την γνώμην ησπάζετο απροκαλύπτως, μετέχων
της εκδρομής, και ο δημοδιδάσκαλος του χωρίου, όστις είχεν ανεγνωρισμένην
ειδικότητα εις την ετυμολογίαν. «Το άιντε είναι απ’ το άγε δη, το αρή, κλητικόν
επιφώνημα των γυναικών του τόπου, είναι απ’ το αρίστη, το βρε είναι απ’ το μώρε
–(μωρέ-μ’ρέ-μβρε-μπρε) βρε». Κι εξετόξευε κεραυνούς αγανακτήσεως κατ’ εκείνων
οίτινες ζητούσι τουρκικήν παραγωγήν διά τας λέξεις, ενώ είναι τόσον εύκολον,
έλεγε, ν’ ανευρίσκωμεν παντού ρίζαν ελληνικήν. Η συνέχεια Εδώ…
Η Βλαχοπούλα (1892)
– Θα πανδρευθήτε, παιδιά, ή να πανδρευτώ;
Τοιαύτην τινά νουθεσίαν μετ’ απειλής απηύθυνεν επανειλημμένως εις τους υιούς του ο γερο-Σαράντος, πάρεδρος του ωραίου και μαγευτικού χωρίου, γέρων εξηνταπέντε ετών, με κόκκινα μάγουλα και με σιδηράν υγείαν. Και ήτο ικανός, αν δεν τον ήκουαν, να το κάμει. Εις τας χωρικάς οικίας, βλέπεις, η γυνή δεν χρησιμεύει μόνον ως γυνή, ως οικοκυρά και ως μήτηρ, αλλ’ ο προορισμός της ευρύνεται όσον είναι ευρύς ο ορίζων του δροσερού χωρίου, κειμένου εις το κέντρον γοητευτικού οροπεδίου ανάμεσα εις τέσσαρας εξεχούσας ράχεις, όπου ευωδιάζει ο θύμος, η φασκομηλιά και το ύσσωπον, και όπου τα πεύκα, ως χειροκρατούμενα παιδία, σείονται όλα ομού με μίαν ομοιόμορφον κίνησιν από την αυτήν ριπήν του βορρά, του καταφερομένου από του ύψους της επιβλητικής Πεντέλης. Εκεί η γυνή τρέχει κατόπιν του ανδρός εις το χωράφι, τον βοηθεί εις όλας τας εργασίας, με την αριστεράν κρατούσα εις την αγκάλην το τελευταίον της τρίμηνον νεογνόν, με την δεξιάν συλλέγουσα χόρτα διά την προβατίναν ή λάχανα διά το εσπερινόν δείπνον, και πολλάκις αποκοιμίζουσα το βρέφος επί της χλόης, υπό την αμυγδαλέαν ανθούσαν ή υπό την μηλέαν φυλλορροούσαν, ασχολείται αυτή να βοτανίζει, να σκαλίζει ή και να σκάπτει ενίοτε. Χωρική δε οικία χωρίς γυναίκα θα ήτο ως ερημία χωρίς όασιν. Η συνέχεια Εδώ…
Τοιαύτην τινά νουθεσίαν μετ’ απειλής απηύθυνεν επανειλημμένως εις τους υιούς του ο γερο-Σαράντος, πάρεδρος του ωραίου και μαγευτικού χωρίου, γέρων εξηνταπέντε ετών, με κόκκινα μάγουλα και με σιδηράν υγείαν. Και ήτο ικανός, αν δεν τον ήκουαν, να το κάμει. Εις τας χωρικάς οικίας, βλέπεις, η γυνή δεν χρησιμεύει μόνον ως γυνή, ως οικοκυρά και ως μήτηρ, αλλ’ ο προορισμός της ευρύνεται όσον είναι ευρύς ο ορίζων του δροσερού χωρίου, κειμένου εις το κέντρον γοητευτικού οροπεδίου ανάμεσα εις τέσσαρας εξεχούσας ράχεις, όπου ευωδιάζει ο θύμος, η φασκομηλιά και το ύσσωπον, και όπου τα πεύκα, ως χειροκρατούμενα παιδία, σείονται όλα ομού με μίαν ομοιόμορφον κίνησιν από την αυτήν ριπήν του βορρά, του καταφερομένου από του ύψους της επιβλητικής Πεντέλης. Εκεί η γυνή τρέχει κατόπιν του ανδρός εις το χωράφι, τον βοηθεί εις όλας τας εργασίας, με την αριστεράν κρατούσα εις την αγκάλην το τελευταίον της τρίμηνον νεογνόν, με την δεξιάν συλλέγουσα χόρτα διά την προβατίναν ή λάχανα διά το εσπερινόν δείπνον, και πολλάκις αποκοιμίζουσα το βρέφος επί της χλόης, υπό την αμυγδαλέαν ανθούσαν ή υπό την μηλέαν φυλλορροούσαν, ασχολείται αυτή να βοτανίζει, να σκαλίζει ή και να σκάπτει ενίοτε. Χωρική δε οικία χωρίς γυναίκα θα ήτο ως ερημία χωρίς όασιν. Η συνέχεια Εδώ…
Λαμπριάτικος Ψάλτης
(1893)
Ἐὰν ὁ ἥρως τοῦ παρόντος διηγήματος ἦτο αὐτούσιος ὁ γράφων, τότε ὁ ἐπικεφαλῆς τίτλος θὰ εἶχε μᾶλλον τροπικὴν καὶ ἀλληγορικὴν σημασίαν. Διότι, ναὶ μέν, μὲ τὴν εὐδοκίαν τῆς θείας Προνοίας, εἶναι ἀληθές, ὅτι καὶ χάρις εἰς τὴν φιλάδελφον προθυμίαν τοῦ χωρικοῦ καὶ ἀρχοντικοῦ φίλου μου κυρ-Γιάννη Πεντελιώτου, ἀξιοῦμαι σχεδὸν κατ᾿ ἔτος ἀνελλιπῶς, κατὰ τὰς περιδόξους ταύτας ἡμέρας, νὰ συμψάλλω ἐναμίλλως μετ᾿ αὐτοῦ, ὑποβαστάζοντος διὰ τῆς χειρὸς τὰ γυαλιά του, ἀγαπῶντος τὸ πολίτικον ὕφος, παρατείνοντος ἐπ᾿ ἄπειρον τὰ μουσικὰ κῶλα καὶ τὰς καταλήξεις του, εἰς τὸν μικρὸν ἀγροτικὸν ναΐσκον τοῦ χωρίου Θ… ὅπου μυροβολεῖ, ἑλισσόμενον εἰς κυανοὺς στεφάνους, τὸ μοσχολίβανον, περιβάλλον, ὡς διὰ φεύγοντος πλαισίου, τοὺς ἀκτινωτοὺς στεφάνους καὶ τὰς σεμνὰς ὄψεις τῶν ἁγίων, καὶ ὅπου μὲ τὰς κεντητὰς ποδιάς των καὶ τὰ λευκὰ κολόβια αἱ νεαραὶ χωρικαὶ προσέρχονται, φέρουσαι ἀγκαλίδας ρόδων καὶ ἴων καὶ θημωνίας ὄλας δενδρολιβάνου, καταφορτώνουσαι μὲ λόφους ἀνθέων τὸν πενιχρὸν ἐπιτάφιον, μὴ ἔχοντα ἀνάγκην ἄλλης πολυτελείας. Ἐκεῖ εἰσβάλλει οὐλαμὸς ὅλος αὐτοσχεδίων ψαλτῶν, κρατούντων ἀνὰ ἓν φυλλάδιον τοῦ ἐπιταφίου εἰς τὴν χεῖρα, οἵτινες φιλοτιμοῦνται νὰ ψάλλωσιν ἐν σπαρακτικῇ παραφωνίᾳ τὰ ἐγκώμια, καταστρέφοντες διὰ κωμικῶν σφαλμάτων καὶ τὰς ὀλίγας λέξεις, ὄσαι εἶναι ὀρθῶς τυπωμέναι εἰς τὰ φυλλάδια ἐκεῖνα. Η συνέχεια Εδώ…
Ταξίδι – Βαπόρι – Ρωμέικο (1895)
Οἱ πέντε ἐπιβάται εἶχαν πλαγιάσει εἰς τὰς πέντε κοκέτας των, καί τινες αὐτῶν ἐκάπνιζον, ἐπὶ τῶν προσκεφάλων ἀκουμβημένοι, καὶ συνωμίλουν εὔθυμα καὶ τετριμμένα, ἐνῷ δύο ἄλλοι τοὺς ἔκαμνον τὸ μπάσο, ρέγχοντες δυνατά.
Πῶς ἄνθρωπος ὄχι πολὺ ὑγιὴς σωματικῶς, καὶ ὅστις ἀπὸ δώδεκα ἢ δεκατεσσάρων ἐτῶν δὲν εἶχε κοιμηθῆ ἐντὸς τοῦ αὐτοῦ θαλάμου μὲ ἄλλο ἄτομον, τὸ ἀναφέρω ὄχι ὡς καλὸν παράδειγμα, ἀλλά, τέλος, ἐκ τῶν κατ᾿ αὐτὸν ἀτυχῶν περιστάσεων εἶχε συνηθίσει, ὁ μισάνθρωπος, νὰ μὴ στέργῃ τὸν συγχρωτισμόν, πῶς, λέγω, θὰ ἠδύνατο νὰ εὕρῃ ἀνάπαυσιν, μεταξὺ τοῦ σωροῦ ἐκείνου, ἐντὸς χώρου τριῶν ἢ τεσσάρων τετραγωνικῶν πήχεων, καὶ ὑπὸ ὕψος ὀρόφου ὀργυιᾶς καὶ ἡμισείας; Τοῦτο ἦτο ἐπεῖγον πρὸς λύσιν πρόβλημα. Η
συνέχεια Εδώ…
Χωρίς Στεφάνι (1896)
Τάχα δεν ήτον οικοκυρά κι αυτή στο σπίτι
της και στην αυλήν της; Τάχα δεν ήτο κι αυτή έναν καιρόν νέα με ανατροφήν; Είχε
μάθει γράμματα εις τα σχολεία. Είχε πάρει το δίπλωμά της από το Αρσάκειον.
Κι ετήρει όλα τα χρέη της τα κοινωνικά,
και μετήρχετο τα οικιακά έργα της καλλίτερ’ από καθεμίαν. Είχε δε μεγάλην
καθαριότητα εις το σπίτι της, κι εις τα κατώφλιά της, πρόθυμη ν’ ασπρίζη και να
σφουγγαρίζη, χωρίς ποτέ να βαρύνεται και χωρίς να δεικνύη την παραξενιάν
εκείνην, ήτις είναι συνήθης εις όλας τας γυναίκας, τας αγαπώσας μέχρις
υπερβολής την καθαριότητα. Και όταν έμβαινεν η Μεγάλη Εβδομάς, εδιπλασίαζε τα
ασπρίσματα και τα πλυσίματα, τόσον, οπού έκαμνε το πάτωμα ν’ αστράφτη και τον
τοίχον να ζηλεύη το πάτωμα. Η συνέχεια Εδώ…
Κοκκώνα Θάλασσα (1900)
-Μάινα κόντρα-φλόκο! σβέλτα! Μάινα
μπαμπαφίγκο! Μάινα όξου-φλόκο! Μπρούλια ράντα! μπρούλια μαίστρα! μπρούλια
τρίγκο.
Τις θα το επίστευεν, ότι από ένα μικρόν
αμυδρόν μαυράδι έμελλε να εξέλθη τόση τρικυμία; Πώς από μίαν μικράν κηλίδα, την
οποία προθύμως παραβλέπουν εκάστοτε οι άνθρωποι, ρημάζουν υποθέσεις και
ναυαγούν φιλοδοξίαι!
Ο ουρανός ήτον ως παμμεγίστη, άπειρος
κανδήλα, ολίγω πρότερον. Η θάλασσα εκουφόβραζε, ως γιγαντιαία χύτρα επάνω εις
σιγανήν φωτιάν. Πέραν εκεί, εις την άκρην όπου έφθανε το όμμα, ήσαν τα
«θεμέλια» του ορίζοντος. Εκεί ήσαν μερικά «καθίσματα». Εκεί είχε φανεί κάτι
θολόν και μαύρον. Ητον εκείνο το ρύγχος της τρικυμίας. Ο καπετάν Τζώνης το
είδε, το διέκρινε, και την ανεγνώρισεν. Ολίγα λεπτά παρήλθον, και η τρικυμία
ενεφανίσθη πάνοπλος, με όλους τους βρόντους και τας ηχούς της, με όλα τα ρίγη
και τας φρικιάσεις των ανθρώπων και των κυμάτων. Η συνέχεια Εδώ…
Υπό την Βασιλικήν δρύν
(1901)
Περιοδ. « Παναθήναια », 1901
Ὅταν παιδίον διηρχόμην ἐκεῖ πλησίον, ἐπὶ ὁναρίου ὀχούμενος, διὰ νὰ ὑπάγω νὰ ἀπολαύσω τὰς ἀγροτικάς μας πανηγύρεις τῶν ἡμερῶν τοῦ Πάσχα, τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καὶ τῆς Πρωτομαγιᾶς, ἐρρέμβαζον γλυκὰ μὴ χορταίνων νὰ θαυμάζω περικαλλὲς δένδρον μεμονωμένον, πελώριον, μίαν βασιλικὴν δρῦν. ῾Οποῖον μεγαλεῖον εἶχεν! Οἱ κλάδοι της χλωρόφαιοι, κατάμεστοι, κραταιοί· οἱ κλῶνοι της γαμψοὶ ὡς ἡ κατατομὴ τοῦ ἀετοῦ, οὖλοι ὡς ἡ χαίτη τοῦ λέοντος, προεῖχον ἀναδεδεμένοι εἰς βασιλικὰ στέμματα. Καὶ ἦτο ἐκείνη ἅνασσα τοῦ δρυμοῦ, δέσποινα ἀγρίας καλλονῆς, βασίλισσα τῆς δρόσου… Η συνέχεια Εδώ…
Ο Αλιβάνιστος (1903)
Ἀφοῦ ἐβάδισαν ἐπὶ τινὰ ὥραν, ἀνὰ τὴν βαθεῖαν σύνδενδρον κοιλάδα, ἡ θειὰ Μολώτα, κ᾿ ἡ Φωλιὼ τῆς Πέρδικας, κ᾿ ἡ Ἀφέντρα τῆς Σταματηρίζενας, τέλος ἔφθασαν εἰς τὸ Δασκαλειό. Αἱ τελευταίαι ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου ἐχρύσωναν ἀκόμη τὰς δυὸ ράχεις, ἔνθεν καὶ ἔνθεν τῆς κοιλάδος.
Κάτω, εἰς τὸ δάσος τὸ πυκνόν, βαθεῖα σκιὰ ἡπλοῦτο. Κορμοὶ κισσοστεφεῖς καὶ κλῶνες χιαστοὶ ἐσχημάτιζον ἀνήλια συμπλέγματα, ὅπου μεταξὺ τῶν φύλλων ἠκούοντο ἀτελείωτοι ψιθυρισμοὶ ἐρώτων. Εὐτυχῶς τὸ δάσος ἐνομίζετο κοινῶς ὡς στοιχειωμένον, ἄλλως θὰ τὸ εἶχε καταστρέψει κι᾿ αὐτὸ πρὸ πολλοῦ ὁ πέλεκυς τοῦ ὑλοτόμου. Αἱ τρεῖς γυναῖκες ἐπάτουν πότε ἐπὶ βρύων μαλακῶν, πότε ἐπὶ λίθων καὶ χαλίκων τοῦ ἀνωμάλου ἐδάφους. Ἡ ψυχὴ κ᾿ ἡ καρδούλα των ἐδροσίσθη, ὅταν ἔφθασαν εἰς τὴν βρύσιν τοῦ Δασκαλειοῦ. Η συνέχεια Εδώ…
Ο Κοσμολαΐτης (1903)
Ἔνα καιρόν ὀ πατήρ του ἦτον εύκατάστατος ἔμπορος εἰς τόν Πειραιᾶ, ὕστερον ἦλθον δυστυχίαι, καὶ ὁ ἄνθρωπος ἐξέπεσεν. Ἀλλὰ καὶ ἄν διετηρεῖτο ἔκτοτε τὸ μαγαζί, εἶναι ζήτημα, ἄν ὁ Στέλιος θὰ εἶχε τὴν ἱκανότητα νὰ ἐξακολουθήσῃ ἐπωφελῶς τὸ ἔργον μετὰ τὸν θάνατον τοῦ πατρός του. Εἶχε μάθει ὀλίγα κολλυβογράμματα. Ἔτρεφε καλογηρικάς κλίσεις, ἐφοίτα εἰς τοὺς ναούς, εἶχε συλληφθῆ ἀπὸ τὸ πνευματικὸν ἀμφίβληστρον τοῦ ἱερομονάχου Μεθοδίου, ὅστις ἡσύχαζε κατ’ ἐκεῖνον τὸν χρόνον ἔν τινι μονυδρίῳ ἐπί τινος λόφου, ἐγγὺς τῶν Ἀθηνῶν. Ὁ Στέλιος εἶχε γίνει ὁπωσοῦν καλὸς διαβαστὴς εἰς τὰς ἱερὰς ἀκολουθίας. Ἐσείετο ὅλος, ὅταν ἐδιάβαζε τὸ Συναξάρι τῆς ἡμέρας. Ὅταν ἔψαλλε τὸν μικρὸν Πολυέλεον (ψαμὸν τοῦ ὁποίου ὅλοι οἱ στίχοι λήγουσιν εἰς τὴν φράσιν “ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ”, καὶ ἐντεῦθεν ὠνομάσθη “πολυέλαιος” καὶ τὸ πολυλάμπαδον τὸ κρεμάμενον εἰς τὸ μέσον τοῦ ναοῦ, τὸ ὁποῖον καὶ σείουσι, καθ’ ἥν ὥραν ψάλλεται ὁ ρηθεὶς χαλμὸς) εἶς ὅστις ἤθελε νὰ κάμῃ τὸ ἀστεῖον – διότι δὲν λείπουν καὶ τὴν ὥραν τῆς ἀκολουθίας ἀκόμα τοιοῦτοι πειρασμοὶ ἐντός τοῦ ναοῦ – ἔλεγε “Μὴν κουνᾶτε τὸν πολυέλαιο, κουνιέται ὁ Καλοχεράκης”. Η συνέχεια Εδώ…
Η άκληρη (1905)
Βέβαια, ἡ τύχη της τὸ εἶχε κοντὰ εἰς ὅλα τ᾿ ἄλλα βάσανά της, νὰ εὑρεθῇ καὶ τὸ σπίτι της αὐτό, ὅπου ἐκατοικοῦσεν, εἰς μέρος τόσον παράμερον, καὶ τόσον ξανοιχτὸν συνάμα· σιμὰ εἰς τὸν αἰγιαλόν, κατέναντι εἰς μικρὰν πλατεῖαν, καὶ ἀνάμεσα εἰς δύο ἐργαστήρια, τὸ ἓν σιδηρουργεῖον, τὸ ἄλλο βαρελάδικον. Διότι ὅλα αὐτὰ τὰ διάφορα μέρη ἦσαν ὡς κυψέλαι, ὡς σφηκοφωλεαί, ὅπου ἐμαζώνοντο καθημερινῶς ὅλες «οἱ κλῆρες»* τῆς γειτονιᾶς καὶ τοῦ χωρίου, κ᾿ ἐθορυβοῦσαν, κ᾿ ἐχαλνοῦσαν τὸν κόσμον. Η συνέχεια Εδώ…
Η Νοσταλγία του Γιάννη (1906)
– Δε μ’ λες Σαραφιανέ, τι κάνουν εκείνα τα μ’λάρια τ’ Γιάννη τ’ Αργαστιώτη;
Την ερώτησιν αυτήν απηύθυνε περιοδικώς ο Γιάννης ο Λιοσαίος εις τον Σαραφιανόν, τον φαιδρόν και ανοικτόκαρδον καταστηματάρχην του ωραίου, σχεδόν εξοχικού μαγαζιού, του γερω Θωμαδάκη. Ο γέρων ήτο πατήρ του Σαραφιανού και ως μαγαζί εχρησίμευεν όλον σχεδόν το υπόγειον της ευρυχώρου οικίας, συνεχομένης με μέγα κήπον και αυλήν, παρά την εσχατιάν του χωρίου, και εχούσης προ αυτής μικράν πλατείαν με δύο τεραστίας πλατυφύλλους μωρέας.
Ο Σαραφιανός επροσπάθει με διαφόρους τρόπους να διασκεδάζη τας περιοδικάς ταύτας νοσταλγίας του μπάρμπα-Γιάννη του Λιοσαίου. Του προσέφερε τσιγάρον με καπνόν και με ολίγην μπαρούτην – όσον δια να γείνη ακίνδυνος μικρά έκρηξις, ικανή να τσιροφλίση τας τρίχας του μύστακος· τον εφίλευε τουρσί από ακρόδρυα «πιμπιράμφον», στυφά και ευώδη υπόξινα, τον εκέρνα εντόπιον ρακί, και του έβαζε κρασί, όσον ήρκει δια να κάμη κέφι ο μπαρμπα-Γιάννης. Διότι ευκόλως έπαιρνε φωτιά. Με δυο ποτήρια ήταν ικανός να φουσκώση την γκάιδα και ν’αρχίση να χορεύη ολομόναχος τον βουκολικόν, υποκάτω από τας ολοπράσινας μωρέας, κατέμπροσθεν του μαγαζιού. Η συνέχεια Εδώ…
Τ’ αερικό στο δέντρο (1907)
Κάτω στὰ Βουρλίδικα, καθὼς κατηφορίζεις ἀπὸ τίς Βίγλες, ἀνάμεσα Πλατάνου καὶ Πετράλωνα, σιμὰ στῆς Γανωτίνας τὸν Μύλον, ἐκεῖ κατεβαίνει τὸ ῥεῦμα, χείμαῤῥος, νᾶμα, δρόσος καὶ ἴαμα, ἀπὸ τὰ ὄρη τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖ εὐφροσύνη ὀρνέων, ἐπαύλεις Σειρήνων, καὶ καλάμη καὶ χλόη· ἐκεῖ τὸ ὄμμα ἀπολαύει γωνίαν παραδείσου, καὶ ἡ ψυχὴ δροσίζεται ὡς σώφρων Ἄννα, κινοῦσα τὰ χείλη εἰς προσευχήν, χωρὶς ν᾿ ἀκούεται ἡ φωνή της, φωνὴ μυστηριωδῶς ψιθυρίζουσα εἰς τὴν καρδίαν: «Σὺ ἐποίησας πάντα τὰ ὡραῖα τῆς γῆς, θέρος καὶ ἔαρ, σὺ ἔπλασας αὐτά». Η συνέχεια Εδώ…
Τραγούδια του Θεού (1912)
Μὲ εἶχε καλέσει ὁ γενναῖος φίλος μου, ὁ κὺρ Στέφανος Μ., εἰς τὴν οἰκίαν του τὴν ἡμέραν τοῦ Πάσχα, διὰ νὰ συμφάγωμεν τὴν ὥραν τοῦ προγεύματος περὶ τὰς δέκα, ἀπὸ συγκατάβασιν καὶ εὐσπλαγχνίαν, διὰ νὰ κάμω κ᾿ ἐγὼ μετὰ τόσα χρόνια *** Πάσχα οἰκιακόν, ἔρημος καὶ ξένος στὰ ξένα. Εὔχαρι καὶ θαλπερὸν ἦτο τὸ ἐσωτερικὸν τῆς ἑστίας του, ἀφοῦ διῆλθον τὴν εὐρεῖαν αὐλήν, μὲ τὴν διάπλατον πύλην, καὶ τοὺς σταύλους τῶν ἀλόγων, καὶ τὴν πρασινάδαν, καὶ τὰς γάστρας τῶν ἀνθέων. Ἡ οἰκογένειά του, ἡ γραῖα Μαρία ἡ συμβία του, ἀφελὴς καὶ ἀρχαϊκή, ὁ υἱός του, ἀμόρφωτος καὶ ἄπλαστος καλὸς ἁμαξηλάτης, κι ὁ ἀδελφός του, στιβαρός, γεροντοπαλλήκαρον, τραχὺς καὶ φιλαλήθης. Τέλος ἡ κόρη του ἡ Ρηνούλα, τελεία ἀντιπρόσωπος τῆς νέας γενεᾶς, κεντήτρια, ζωγραφίνα καὶ θεατρίνα. Η συνέχεια Εδώ…
Το Χριστός Ανέστη του Γιάννη (1914)
Ὅπως τὸ διηγοῦνται, ὅσοι τὸ ἔφθασαν, ἐν ἠλικίᾳ ὄντες εἰς Ἀθήνας τῷ 1870, ὁ νεκρὸς τοῦ ἑνὸς τῶν ληστῶν τοῦ Δηλεσίου, κομισθέντων εἰς Ἀθήνας κατὰ Μάιον, εἶχε τὸ πρόσωπον παραδόξως φαιδρὸν καὶ γελαστόν. Τὴν ὥραν ποὺ τοὺς ἐτουφεκοβολοῦσαν τ᾿ ἀποσπάσματα, ἐλλοχεῦον ὄπισθεν πυκνῶν θάμνων καὶ βράχων τὸ παλληκάρι ἐκεῖνο τῆς Ρούμελης, ἴσως διότι τὸ ταμπούρι του τοῦ ἐφαίνετο πολὺ ἀσφαλές, τίς οἶδε τί εἶχε σκεφθῆ, ἢ τί σοβαρὸν εἶδεν, ἢ τί ἀστεῖον ἤκουσε παρά τινος γείτονος συντρόφου του, κ᾿ ἐγέλασεν, ὅπως οἱ ἄνθρωποι γελοῦν. Συγχρόνως, ἐν ἀκαρεῖ, τοῦ ἦλθε τὸ βόλι. Τὸν ηὗρε καίριον εἰς τὸν λαιμόν, καὶ τὸν ἀφῆκεν εἰς τὸν τόπον. Η συνέχεια Εδώ…