Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2021

ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ, H επιστροφή του Αντρέα :Ν. Λογοτεχνία β Γυμνασίου

 


Οικογένεια μεταναστών – Giuseppe Pellizza da Volpedo – 1906

https://antikleidi.com/2015/11/12/pinakes_metanaston/

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ

Αποσπάσματα από την τηλεοπτική σειρά «Γαλήνη»: 1:37:30 – 1:43:00 και 2:07:16 – 2:18:18

Η σειρά βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Ηλία Βενέζη

download

πηγή:http://ebooks.edu.gr/ebooks/v/html/8547/2246/Keimena-Neoellinikis-Logotechnias_B-Gymnasiou_html-empl/indexh_3.html


ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ  Βιογραφικό σημείωμα [πηγή: Εθνικό Κέντρο Βιβλίου]  Ηλίας Βενέζης (Εποχές και Συγγραφείς) [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ]

H επιστροφή του Αντρέα

         Το μυθιστόρημα του Ηλία Βενέζη Γαλήνη (1939) έχει ως θέμα του την εγκατάσταση μιας ομάδας προσφύγων στην Ανάβυσσο της Αττικής, μετά τη Μικρασιατική καταστροφή του 1922. Στον αγώνα για επιβίωση σε έναν άγνωστο και άγονο τόπο η ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο συνυπάρχει με τη νοσταλγία για τις χαμένες πατρίδες και την αγωνία για την τύχη εκείνων που έμειναν κρατούμενοι στα καταναγκαστικά τάγματα εργασίας της Ανατολής. Στο απόσπασμα που ακολουθεί, ο Αντρέας, που γύρισε σώος ύστερα από δεκατέσσερις μήνες ομηρίας, κρύβει την πικρή αλήθεια από τη μάνα του Άγγελου, του φίλου του που πέθανε πριν να χαρεί τη μέρα της επιστροφής.

Διδώ Σωτηρίου, «[Οι πρόσφυγες]» [Ανθολόγιο Λογοτεχνικών Κειμένων Ε' και ΣΤ' Δημοτικού]

Πλησιάζανε οι Φωκιανοί* λαχανιασμένοι, στο απάνω χωριό, που είχαν οι άλλοι πρόσφυγες, οι Ανατολίτες, όταν σταματήσανε μονομιάς.
         Ένας, μονάχος, ολομόναχος άνθρωπος πρόβαλε στο μονοπάτι. Είχε σκεπασμένο με τσουβάλια το κορμί του, το πρόσωπό του ήταν κίτρινο, ήταν ολομόναχος κι από πίσω του τρέχανε σκυλιά και τον γάβγιζαν, κι από πίσω του ήταν οι λόφοι.
         Σκιά θανάτου σκέπασε μονομιάς το κοπάδι των Φωκιανών, ώσπου μια φωνή είπε με δέος:
         — Αυτό είναι!
         Κι ολοένα «αυτό» ερχόταν, μαζί με τα σκυλιά και με τους λόφους. Ύστερα ακούστηκε ένα μούρμουρο κι ύστερα ακούστηκε η φωνή του ξένου:
         — Η μητέρα μου είναι εδώ;...
         Τότε, αναγνωρίζοντας τη φωνή του, όλο το κοπάδι έπεσε πάνω του, φωνάζοντας:
         — Είναι ο Αντρέας! Είναι ο Αντρέας της κυρά Σοφούλας!
         Κι ύστερα άρχισαν να τον πνίγουν στα ρωτήματα:
         — Μην είδες τον τάδε; Μην είδες τον τάδε;
         Σαν φοβισμένο ζο, κάτω απ' το κύμα των ανθρώπων, μουρμούριζε, σαν να ζητούσε έλεος:
         — Δεν ξέρω τίποτα... Δεν ξέρω τίποτα...
         Άρχισαν να βαδίζουν προς την Ανάβυσσο, ο αιχμάλωτος όδευε πρώτος και το πλήθος ακολουθούσε. Πλάι του έτρεχε λαχανιασμένος ο γιατρός Βένης.*
         — Είναι ακόμα μακριά; ρώτησε ο Αντρέας μια στιγμή το γιατρό, γεμάτος αγωνία! Για όνομα του Θεού! Να φτάξουμε! Να φτάξουμε!
         — Θα φτάξουμε, παιδί μου, θα φτάξουμε, έλεγε ο γιατρός. Να τα καλύβια μας, φαίνουνται. Μπορείς να λες στους ανθρώπους ένα «ναι» ή ένα «όχι», αν είδες κανένα δικό τους...
         Ένα «ναι» ή ένα «όχι» - πόσο απλά, λοιπόν, είναι όλα εδώ.
         — Η Άννα* ζει; ρώτησε μια στιγμή, μες στην αγωνία του, το αγόρι.
         — Ναι, ζει. Εδώ είναι. Εδώ είναι κι η μητέρα του Άγγελου. Μαζί με κείνον δεν ήσαστε, όταν σας πιάσανε;
         Τότε το παλικάρι έκανε ένα βίαιο κίνημα, σαν να ξυπνούσε από εφιάλτη.
         — Τι είπες; λέει βάναυσα στο γιατρό.
         — Είπα για τον ανιψιό μου τον Άγγελο. Θά 'ρθει με τ' άλλο βαπόρι;
         Η φωνή που ρωτά είναι ήσυχη, γαλήνια - πώς γίνεται, λοιπόν, να ρωτούνε μ' αυτό τον απλό τρόπο εδώ οι άνθρωποι κι η φωνή τους να είναι τόσο ήσυχη;
         — Θά 'ρθει με τ' άλλο βαπόρι; επιμένει η φωνή.
         Πάλι.
         — Θά 'ρθει λοιπόν;
         Κι η σκληρή φωνή του αγοριού, σχεδόν άγρια, αδύνατη πια να κρατηθεί, τινάζεται σπαράζοντας:
         — Ε, όχι! Δε θά 'ρθει! Δε θά 'ρθει! Μη με ρωτάτε πια! φώναζε απελπισμένα.
         Κάθισε απότομα καταγής κι έκλεισε το πρόσωπό του με τις χούφτες του. Όλοι, τότε, κάνανε ένα βουβό κύκλο πάνω από κείνο το φάντασμα.
         — Για ποιον λέει; ρωτούσαν σιγανά.
         Μα ο γιατρός τούς παρακάλεσε ν' αραιώσουν τον κύκλο, να πάρει αέρα το παιδί. Γονάτισε πλάι του κι έπιασε το μέτωπό του, σαν να ήθελε να δει αν έχει πυρετό.
         Ύστερα έσκυψε ακόμα πιο πολύ στ' αυτί του αγοριού, ικετεύοντας:
         — Η μητέρα του, να μη μάθει τίποτα, του ψιθύρισε τρέμοντας από ταραχή. Θα πρέπει να περιμένει.
         Κι ο Αντρέας χαμήλωσε το κεφάλι, πιο ήσυχος λίγο, στη γη.
         — Ναι, δε θα μάθει.

***
Από την ταινία 1922 του Νίκου Κούνδουρου
Από την ταινία 1922 του Νίκου Κούνδουρου
[...] Γύρισε σαν άρρωστος, ένα αληθινό πτώμα στο καλύβι τους. Έτσι γίνεται κάθε μέρα. Είναι ένα φοβερό καθήκον που επαναλαμβάνεται, στερεότυπα, κάθε βράδυ, σαν κοντεύει να πέσει η νύχτα. Στην αρχή, τις πρώτες μέρες του γυρισμού του, ήταν τόσο μαρτυρικό, που κοίταζε πώς να το ξεφύγει. Ύστερα σιγά σιγά το συνήθισε, το είδε σαν χρέος. Όλα τα συνηθίζει κανείς. Συνηθίζει να ψάχνει μες στον εαυτό του κι άξαφνα να βλέπει πως είναι τόσο γυμνός και τόσο έρημος, σαν ν' αρχίζει μόλις, πρώτος απάνω στη γη, την ιστορία του ανθρώπου, μόλις και μόνος. Συνηθίζει να μην πιστεύει σε τίποτα και να μην ονειρεύεται, δηλαδή, να απογυμνώνεται από καθετί που μας συμφιλιώνει με τους ανθρώπους και με τη ζωή. Συνηθίζει και να σκοτώνει, τον εαυτό του, άλλους - κι όλα μέσα του να σωπαίνουν, και ο φόβος και η φαντασία και ο έλεος. * Όλα, λοιπόν, είναι μια απλή υπόθεση βαθμού, ως πού θα πέσεις. Έτσι συνηθίζεις κι αυτό, να κάθεσαι να λες κάθε μέρα ιστορίες σε μια μητέρα για ένα παιδί που δεν είναι πια να γυρίσει.
         «Η μητέρα του να μη μάθει τίποτα», του είχε ξαναπεί ικετευτικά ο γερο-Βένης. «Μπορεί να περιμένει όλα τα χρόνια που της μένουν ακόμα και να μη λυγίσει. Αλλά να μην έχει να περιμένει - αυτό δεν το μπορεί».
         Και για να μη μάθει κείνη η μητέρα τίποτα, ο Αντρέας κάθισε και της είπε μια ιστορία. Ήταν ένα παραμύθι όλο χρώμα και συγκίνηση, γεμάτο από καλοσύνη για δυο παιδιά που βρεθήκανε μες στο μπουρίνι του πολέμου, γεμάτο από ιερή ευγνωμοσύνη κι από θερμά δάκρυα.
         — Ο Άγγελος θά 'ρθει με την άλλη αποστολή, ή με την άλλη, την άλλη. Θά 'ρθει - ήταν ο πρώτος λόγος που είπε στη μητέρα του φίλου του.
         Κι ύστερα σαν ξεμοναχιαστήκανε, το ίδιο βράδυ, στο δωμάτιό της, η θεία Μαρία τον έβαλε και της είπε απ' την αρχή όλα, ένα ένα, πώς πέρασαν στην αιχμαλωσία, όλες οι μέρες τους, δεκατέσσερις μήνες.
         Ήταν κι η δική του η μητέρα πλάι του, η θεία Σοφία. Ν' ακούσει και κείνη το παραμύθι και τίποτα άλλο να μη μάθει ποτέ. Αυτοσχεδίαζε τα γεγονότα, οι σκληρές γραμμές σβήνανε μες στο παραμύθι, έτσι όπως γίνεται στα παραμύθια με τους δράκους και με τα θεριά που τα λες μια νύχτα σ' ένα παιδί, να το αποκοιμίσεις. Η νύχτα είναι ήσυχη, πλάι εκεί κάθεται ένας μικρός άγγελος και χύνει το φως του προσώπου του απάνω στα μάτια του παιδιού, περιμένοντας νά 'ρθει η ώρα και να τα σφαλίσει. Όλα είναι ήμερα, οι δράκοι και τα θεριά σιγά σιγά σβήνουν μες σε τούτο το θερμό φως, μπερδεύονται, παίρνουν σχήματα απροσδιόριστα, το παιδάκι χαμογελά και τα μάτια αργά αργά βασιλεύουνε. Το παιδάκι αποκοιμήθηκε. Η ειρήνη να είναι μαζί του. Μια μητέρα πρέπει ν' αποκοιμηθεί. Ο Θεός να είναι μαζί της.
         Έλεγε, λοιπόν, το παραμύθι που είπε ο Αντρέας στη θεία Μαρία:
         «Στο δρόμο που πηγαίνανε, λέει, στη μεγάλη πορεία για το εσωτερικό της Ανατολής, περπατούσανε όλο μέσα σε μεγάλα δάση, ανάμεσα σε καταρράχτες και σε σκιερά φαράγγια. Επειδή δεν είχανε δάση στα μέρη τους, εξόν απ' τα δάση των ελιών, ήτανε πλημμυρισμένοι από έναν αλλόκοτο φόβο, μια παράξενη γοητεία. Παράξενα πουλιά πετούσαν αποδώ και αποκεί, αλλόκοτα χρώματα και το βράδυ σαν έπεφτε ο ήλιος, οι σκιές μεγάλωναν και χάνονταν σ' ένα βάθος, όπου σταματούσε η ματιά του ανθρώπου. Στρατοπεδεύανε όπου τους έβρισκε η νύχτα, μες στα δάση και μες στα σκιερά φαράγγια. Σαν έβγαιναν τα πρώτα άστρα πάνω στον ουρανό, το δάσος άρχιζε να ταράζεται απ' τις άγριες φωνές των θεριών που ξεμπουκέρνανε απ' τις φωλιές τους, να βρουν τη λεία τους. Οι αιχμάλωτοι δε φοβούντανε τότε, γιατί ανάβανε μεγάλες φωτιές που τους προστατεύανε. Οι φλόγες πετούσαν αψηλά και τα κλωνιά των αιωνόβιων δέντρων γέρναν από πάνω τους, σαν μια επίκληση στην ιερή φλόγα, να τα πάρει και να ησυχάσουνε, γιατί πολύ έζησαν και πολύ επερίμεναν. Τα θεριά, τότε, δεν κοντεύανε, μονάχα τις φωνές τους ακούγανε. Ώσπου κι αυτές, όσο η νύχτα προχωρούσε, σιγά σιγά αδυνάτιζαν. Αδυνάτιζαν ώσπου γίνονταν ένα σιγανό βογκητό, σιγανό και σχεδόν ανθρώπινο, που δενόταν πάνω στα φύλλα και στους σκληρούς κορμούς, πάνω στον αγέρα και στους ανθρώπους για να τους αποκοιμίσει.
         Έτσι γινόταν τις νύχτες. Τις μέρες, στην πορεία, τους σταματούσαν σε καθαρά τρεχάμενα νερά και πίνανε, σε στάνες και σε καλύβες.
         Οι χωριάτες τούς φιλεύανε ψωμί σταρένιο και γάλα, ύστερα βγαίναν στις πόρτες, και τους ευχόντανε ο Θεός να είναι μαζί τους, στο δρόμο τους. Αυτοί οι χωριάτες δεν ξέρανε αν ήταν πόλεμος ή αν τελείωσε, δεν ξέρανε τίποτα. Ξέραν μονάχα πως άνθρωποι τους ζητούσαν ψωμί και το δίνανε με την απλότητα που έχουν όλες οι μεγάλες πράξεις.
         Μια βραδιά νυχτωθήκαν σ' ένα χωριό, σκαρφαλωμένο σ' ένα βουνό γεμάτο πεύκα. Αποκεί, στο μεγάλο εκείνο ύψος, ήταν η τελευταία φορά που είδανε τη θάλασσα.
         Έπεφτε ο ήλιος όταν κάποιος γύρισε πίσω και την είδε. Ήταν ένα μακρινό γαλανό στρώμα, μια λουρίδα που μόλις ξεχώριζε μέσα απ' τ' άνοιγμα του βουνού.
         "Παιδιά", είπε τότε ο σύντροφός τους. "Η θάλασσα".
         Όλοι, τότε, γύρισαν προς τη φευγαλέα γραμμή, που σε λίγο θα χανότανε για πάντα απ' τα μάτια τους. Την κοιτάζανε. Είχε αγέρα και κει κάτω θα ήταν ταραγμένη η θάλασσα και τα κύματα θ' ανεβοκατέβαιναν, το ένα πίσω απ' τ' άλλο. Τα υποπτευόντανε. Μα στα μάτια τους, που μέναν στυλωμένα εκεί, δεν έφτανε μήτε η ελάχιστη κίνηση. Τίποτα. Το πέλαγο έμενε έτσι ακίνητο, με τις μεγάλες ραβδωτές γραμμές που θα ήταν τα κύματα, έτσι ακίνητα γιατί βαρέθηκαν.
         Αυτό στάθηκε η μοναδική τους πίκρα, ύστερα από τόσες μέρες πορεία. Μα σαν μπήκανε στο χωριό του δάσους οι γυναίκες τρέξανε να τους φιλέψουν. Τους βάλαν σε μια μεγάλη καλύβα, τους φέρανε ζεστό σπιτίσιο τραχανά και φάγανε, τους φέραν και δαδιά και τ' ανάψανε, γιατί η νύχτα ήταν κρύα. Με τον Άγγελο, πλαγιάζαν, ο Αντρέας, πάντα μαζί μαζί αγκαλιασμένοι, έναν ύπνο μακάριο και ατάραχο.
         — Μα κείνοι οι άνθρωποι δεν ξέρουν, λοιπόν, τίποτα απ' τον πόλεμο; ρωτούσε η θεία Μαρία συγκινημένη.
         — Α, όχι, δεν ξέραν τίποτα εκεί πάνω, της έλεγε ο Αντρέας. Δεν ξέραν τίποτα, σαν να τους είχαν ξεχάσει μες στην ερημιά τους οι άλλοι άνθρωποι. Σαν να τους είχε ξεχάσει κι ο ίδιος ο Θεός τους. Έμειναν απλοί και καλοί. Ζούσαν με τα πρόβατά τους και με τα γεννήματα που τους έδινε η καλή γη, που τη βρέχαν με τον ίδρωτα τους. Κι έτσι που ξεπέφτανε, άξαφνα, τούτοι οι δυστυχισμένοι μες στην ειρήνη τους, ήτανε σαν πλάσματα που τα έστελνε ο προφήτης για να δοκιμάσει αν η καρδιά τους έμεινε πάντα καθαρή κι αλέκιαστη».
         Οι δυο μητέρες, του Αντρέα και του Άγγελου, κάθουνταν εκεί και κλαίγανε, όσο ξετυλιγότανε το παραμύθι. Ήταν δάκρυα που χύνονταν από ευγνωμοσύνη προς τον άνθρωπο, γιατί έμεινε καλός.
         — «Όταν τελείωσε η πορεία, πιάσαμε δουλειά στα τρένα, συνέχισε. Αδειάζαμε βαγόνια φορτωμένα με γεννήματα. Μια εύκολη δουλειά. Ύστερα μας πήγαν σ' ένα χωριό. Ήταν χειμώνας πια κι είχε πέσει το πρώτο χιόνι. Σε κείνο το χωριό, μια μέρα, μέσα στο θολάμι που σταλιάζαμε, ήρθε και μας βρήκε ο Κιαμήλ μπέης, ένας γιατρός. Μας τράβηξε αποκεί μέσα και μας έδωσε ζεστά ρούχα. Μας ρώτησε τι κάναμε στην πατρίδα μας και του είπαμε πως πηγαίναμε ακόμα στο Γυμνάσιο. Ήταν και κείνος νέο παιδί, ότι* είχε τελειώσει τις σπουδές του κι ήμαστε οι τρεις σαν αδέρφια.
         Ύστερα φύγαμε πάλι αποκεί και πιάσαμε δουλειά σ' ένα τσιφλίκι.* Ήταν ήμερα εκεί, σαν να μην ήταν πόλεμος. Μπορούσαμε να κάνουμε την προσευχή μας αν θέλαμε, μπορούσαμε να τραγουδούμε, κανένας δε μας εμπόδιζε. Όταν ερχόνταν οι αφέντες να κυνηγήσουν αγριογούρουνα, μας παίρναν και μας μαζί τους μες στο ρουμάνι.* Εκεί, σε κείνη την ήσυχη γωνιά, μας βρήκε η ειρήνη. Εμένα με πήρε η πρώτη αποστολή για την Ελλάδα. Ο Άγγελος θα ερχόταν με την άλλη, ή με την άλλη».
         Σαν αποχαιρετιστήκανε, λέει, με τον Άγγελο, ο τελευταίος λόγος εκεινού ήταν νά 'ρθει στη μητέρα του και να της φέρει χαιρετίσματα. Πήγανε, λέει, μαζί με τον Άγγελο πάνω απ' τον τάφο ενός συντρόφου τους, που είχε πεθάνει ήσυχα μια απ' τις τελευταίες μέρες του καλοκαιριού. Δεν είχε τίποτα, μονάχα μια ανεξήγητη μελαγχολία, που εκείνοι δεν την καταλαβαίνανε. Τον είχανε θάψει εκεί κοντά, σ' ένα ρέμα, κάτω από μια λεύκα. Οι ροδοδάφνες γέρναν τα κλώνια τους πλάι και σαν έπαιρνε να βραδιάσει του κάναν σκιά. Εκεί που πήγε ο Αντρέας ν' αποχαιρετίσει, για τελευταία φορά, τον πεθαμένο φίλο τους, εκεί, πάνω απ' τον τάφο του, αποχαιρετιστήκανε και με τον Άγγελο. «Να πας στη μητέρα μου χαιρετίσματα και να της πεις πως είμαι καλά και δε θ' αργήσω».
............................................................................
         Έτσι τελείωσε το παραμύθι. Ο Αντρέας φοβόταν πως δε θα τον πιστεύανε οι δυο μητέρες. Οι εφημερίδες ήταν γεμάτες από φοβερές αφηγήσεις. Στόμα με στόμα το έπος της Ανατολής προσπαθούσε να σχηματισθεί, μέσα στη φαντασία των ανθρώπων, που δεν το έζησαν.
         Γι' αυτό ο Αντρέας φοβόταν πως η θεία Μαρία δε θα τον πίστευε. Μα φαίνεται ήταν ζεστή η φωνή του. Κι έπειτα πάσχει κανείς μονάχα για να ελπίζει. Είναι, ίσως, αυτό, η πιο καθαρή συνείδηση του μέλλοντος.
         — Πόσο διαφορετικά τα φανταζόμαστε τα πράματα εμείς εδώ, του είπε μονάχα η μητέρα του φίλου του. Γιατί έλεγε ο κόσμος.
         — Ο κόσμος έχει φαντασία, της αποκρίθηκε. Το κακό είναι πως δεν μπορούσαμε να σας γράψουμε. Αλλιώς θα ξέρατε.
         — Ναι, είπε εκείνη. Η σιωπή ήταν φοβερή.

Η. Βενέζης, Γαλήνη, Βιβλιοπωλείον της Εστίας

img

Διδώ Σωτηρίου, «Οι νεκροί περιμένουν» (απόσπασμα)  Γιώργος Σεφέρης, «Ο γυρισμός του ξενιτεμένου»  Γιώργος Σεφέρης, «Αργοναύτες» (από τη συλλογή «Μυθιστόρημα»)


* Φωκιανοί: πρόσφυγες από το χωριό Φωκές της Μικράς Ασίας. Έχτισαν στην Ανάβυσσο το σημερινό συνοικισμό Νέα Φώκαια * γιατρός Βένης: ένα κεντρικό πρόσωπο του μυθιστορήματος * Άννα: η κόρη του γιατρού * έλεος: το έλεος, η ανθρωπιά * ότι: μόλις * τσιφλίκι: αγρόκτημα πολύ μεγάλης έκτασης το οποίο καλλιεργούσαν εργάτες γης * ρουμάνι: δασώδης περιοχή

Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής  Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής 

 

ΕΡΓΑΣΙΕΣ
1

Στο πρώτο μέρος του αποσπάσματος εμφανίζεται, ύστερα από πολύμηνη αιχμαλωσία, ένας νέος από το χωριό των Φωκιανών προσφύγων. Βρείτε τα στοιχεία που αποδίδουν την εξωτερική του εμφάνιση και συνδυάστε τα με εκείνα που αναφέρονται στην ψυχολογική του κατάσταση.

Επίσημη ιστοσελίδα της Κοινότητας Παλαιάς Φώκαιας

 
2

Γιατί ο αφηγητής ονομάζει «παραμύθι» την ιστορία που διηγείται ο Αντρέας στη θεία Μαρία; Πώς αιτιολογεί αυτόν το χαρακτηρισμό;

 
3«Μα κείνοι οι άνθρωποι δεν ξέραν, λοιπόν, τίποτα απ' τον πόλεμο;»: Γιατί η θεία Μαρία κάνει αυτή την ερώτηση; Ποια είναι η συμπεριφορά αυτών των ανθρώπων; Βρείτε και σχολιάστε τις φράσεις που αναφέρονται στο συγκεκριμένο θέμα.
 
 
ΔΙΑΘΕΜΑΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ
♦ 

Επισκεφθείτε το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών (Κυδαθηναίων 11, Πλάκα, τηλ. 210 3239225), με σκοπό να δείτε και να συγκεντρώσετε υλικό (φωτογραφίες, κείμενα, έγγραφα κ.ά.) για τους Μικρασιάτες πρόσφυγες και τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν όταν ήρθαν στην Ελλάδα.

Το προσφυγικό ζήτημα στην Ελλάδα κατά τον Μεσοπόλεμο [Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία Γ' Γυμνασίου]  Το χρονικό της προσφυγιάς - Έλληνες πρόσφυγες μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ]  εικόνα



πηγη:http://users.sch.gr/ipap/Ellinikos_Politismos/logotexnia/B-epistrofi.htm

Παράλληλα Κείμενα
 Διδώ Σωτηρίου, «Οι πρόσφυγες» [Ανθολόγιο Λογοτεχνικών Κειμένων Ε' και ΣΤ' Δημοτικού] Διδώ Σωτηρίου, «[Οι πρόσφυγες]» [Ανθολόγιο Λογοτεχνικών Κειμένων Ε' και ΣΤ' Δημοτικού]
 Διδώ Σωτηρίου, «Οι νεκροί περιμένουν» (απόσπασμα) Διδώ Σωτηρίου, «Οι νεκροί περιμένουν» (απόσπασμα)
 Γιώργος Σεφέρης, «Ο γυρισμός του ξενιτεμένου» Γιώργος Σεφέρης, «Ο γυρισμός του ξενιτεμένου»
 Γιώργος Σεφέρης, «Αργοναύτες» (από τη συλλογή «Μυθιστόρημα») Γιώργος Σεφέρης, «Αργοναύτες» (από τη συλλογή «Μυθιστόρημα»)


Λεξιλόγιο
Φωκιανοί: πρόσφυγες από το χωριό Φωκές της Μικράς Ασίας. Έχτισαν στην Ανάβυσσο το σημερινό συνοικισμό Νέα Φώκαια * γιατρός Βένης: ένα κεντρικό πρόσωπο του μυθιστορήματος * Άννα: η κόρη του γιατρού * έλεος: το έλεος, η ανθρωπιά * ότι: μόλις * τσιφλίκι: αγρόκτημα πολύ μεγάλης έκτασης το οποίο καλλιεργούσαν εργάτες γης * ρουμάνι: δασώδης περιοχή

138


ΕΡΓΑΣΙΕΣ

  •  Στο πρώτο μέρος του αποσπάσματος εμφανίζεται, ύστερα από πολύμηνη αιχμαλωσία, ένας νέος από το χωριό των Φωκιανών προσφύγων. Βρείτε τα στοιχεία που αποδίδουν την εξωτερική του εμφάνιση και συνδυάστε τα με εκείνα που αναφέρονται στην ψυχολογική του κατάσταση.
     Επίσημη ιστοσελίδα της Κοινότητας Παλαιάς Φώκαιας Επίσημη ιστοσελίδα της Κοινότητας Παλαιάς Φώκαιας
  •  Γιατί ο αφηγητής ονομάζει «παραμύθι» την ιστορία που διηγείται ο Αντρέας στη θεία Μαρία; Πώς αιτιολογεί αυτόν το χαρακτηρισμό;
  •  «Μα κείνοι οι άνθρωποι δεν ξέραν, λοιπόν, τίποτα απ' τον πόλεμο;»: Γιατί η θεία Μαρία κάνει αυτή την ερώτηση; Ποια είναι η συμπεριφορά αυτών των ανθρώπων; Βρείτε και σχολιάστε τις φράσεις που αναφέρονται στο συγκεκριμένο θέμα.


ΔΙΑΘΕΜΑΤΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ

  •  Επισκεφθείτε το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών (Κυδαθηναίων 11, Πλάκα, τηλ. 210 3239225), με σκοπό να δείτε και να συγκεντρώσετε υλικό (φωτογραφίες, κείμενα, έγγραφα κ.ά.) για τους Μικρασιάτες πρόσφυγες και τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν όταν ήρθαν στην Ελλάδα.
     Το προσφυγικό ζήτημα στην Ελλάδα κατά τον Μεσοπόλεμο [Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία Γ' Γυμνασίου] Το προσφυγικό ζήτημα στην Ελλάδα κατά τον Μεσοπόλεμο [Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία Γ' Γυμνασίου]
     Το χρονικό της προσφυγιάς - Έλληνες πρόσφυγες μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ] Το χρονικό της προσφυγιάς - Έλληνες πρόσφυγες μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ]
     Η Σμύρνη και ο ελληνισμός της Μικράς Ασίας. Μνήμη και νοσταλγία. (Δραστηριότητα) Η Σμύρνη και ο ελληνισμός της Μικράς Ασίας. Μνήμη και νοσταλγία. (Δραστηριότητα)

Γεώργιος Ιακωβίδης, Η προσφυγοπούλα ή Κοιμισμένη ανθοπώλις

Γεώργιος Ιακωβίδης, Η προσφυγοπούλα ή Κοιμισμένη ανθοπώλις
Δείτε τον πίνακα σε μεγαλύτερη ανάλυση στην Εθνική Πινακοθήκη


Ηλίας Βενέζης (1904 - 1973) Ekebi


Ηλίας Βενέζης

Διάβασε για τη ζωή και το έργο του εδώ.


ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Βιογραφίες Ανθολογούμενων Λογοτεχνών στα βιβλία Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γυμνασίου - Λυκείου


Βενέζης Ηλίας (1904 - 1973)


Ηλίας Βενέζης

Φιλολογικό ψευδώνυμο του Ηλία Μέλλου. Γεννήθηκε στο Αϊβαλί (Κυδωνιές) της Μικράς Ασίας και έζησε όλο το δράμα της μικρασιατικής καταστροφής (1922). Ένα χρόνο αργότερα εγκαταστάθηκε στην Αθήνα όπου εργάστηκε ως υπάλληλος στην Τράπεζα, ενώ παράλληλα επιδόθηκε στη λογοτεχνία. Το πεζογραφικό του έργο, που διακρίνεται για την τρυφερότητα, τη νοσταλγία και το χαμηλόφωνο τόνο του, αναφέρεται κυρίως στη «χαμένη πατρίδα» και στις δυσκολίες των προσφύγων να προσαρμοστούν στην καινούρια πατρίδα τους. Έργα του: Μυθιστορήματα: Το Νούμερο 31328 (1931), Γαλήνη (1939), Αιολική Γη (1943), Έξοδος (1950), Ωκεανός (1956). Διηγήματα: Ο Μανόλης Λέκας (1928), Αιγαίο (1941), Άνεμοι (1944), Ώρα Πολέμου (1946), Νικημένοι (1955). Έγραψε επίσης ένα θεατρικό έργο, το Μπλοκ C (1945), εμπνευσμένο από την αντίσταση στη γερμανική κατοχή, καθώς και ταξιδιωτικά: Φθινόπωρο στην Ιταλία (1950), Αμερικανική Γη (1955), Αργοναύτες (1962). Ο Βενέζης έγινε ακαδημαϊκός.

 

Πηγή: Σχολικό βιβλίο β' λυκείου

 

Ο Ηλίας Βενέζης (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Ηλία Μέλλου) γεννήθηκε στις Κυδωνιές (Αϊβαλί) της Μικράς Ασίας, γιος του Μιχαήλ Δ. Μέλλου και της Βασιλικής Γιαννακού Μπιμπέλα. Είχε έξι αδέρφια. Με το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ο πατέρας του και μια αδερφή του αποκλείστηκαν στη Μικρά Ασία και η υπόλοιπη οικογένεια κατέφυγε στη Μυτιλήνη, όπου ο συγγραφέας γράφτηκε στο Γυμνάσιο. Το 1919 επέστρεψαν όλοι στο Αϊβαλί (είχε προηγηθεί η αποβίβαση των ελληνικών στρατευμάτων στη Μικρά Ασία), εκτός από την Άρτεμη, κόρη της οικογένειας, που πέθανε από επιδημία ισπανικής γρίπης στη Μυτιλήνη. Το 1922 ο Βενέζης, που μόλις είχε τελειώσει το γυμνάσιο στη γενέτειρά του, αιχμαλωτίστηκε από τους τούρκους και υπηρέτησε στα τάγματα εργασίας στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας για δεκατέσσερις μήνες. Αφέθηκε ελεύθερος το 1923 και επέστρεψε στη Λέσβο για να βρει την οικογένειά του. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής συνελήφθη από τα S.S. και κλείστηκε στις φυλακές Αβέρωφ. Απελευθερώθηκε είκοσι τρεις μέρες αργότερα μετά από εκκλήσεις του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού και άλλων προσωπικοτήτων της εποχής. Πέθανε στην Αθήνα μετά από πολύχρονη και επώδυνη ασθένεια.

Γραμματέας και διευθύνων σύμβουλος του Δ.Σ. του Εθνικού Θεάτρου (1950-1952) και διοικητικός διευθυντής και πρόεδρος της καλλιτεχνικής επιτροπής του (1964-1967), ιδρυτικό μέλος της Ομάδας των Δώδεκα (1950), συνεργάτης του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας (1954-1966), πρόεδρος του κινηματογραφικού φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (1963-1966) και αντιπρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης (1966-1970), ο Ηλίας Βενέζης εκλέχτηκε επίσης μέλος της Ακαδημίας Αθηνών (1957), θέση από την οποία ανέπτυξε έντονη πολιτιστική δραστηριότητα.

Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1921 με δημοσιεύσεις διηγημάτων στο περιοδικό της Κωνσταντινούπολης Ο Λόγος. Το 1927 βραβεύτηκε από το περιοδικό Νέα Εστία για το διήγημά του Ο θάνατος και αργότερα δημοσίευσε σε συνέχειες την πρώτη μορφή του εμπνευσμένου από την εμπειρία του στα τάγματα της Ανατολής έργου του Το νούμερο 31328, που εκδόθηκε το 1931. Ακολούθησαν τα μυθιστορήματα Γαλήνη, Αιολική γη, Έξοδος και Ωκεανός, που κινούνται όλα, όπως και το πρώτο του στα πλαίσια του ντοκουμέντου, με σαφείς επιδράσεις από την ανθρωπιστική ιδεολογία του συγγραφέα. Ολοκλήρωσε επίσης διηγήματα, ιστορικές μελέτες, οδοιπορικά και το θεατρικό έργο Μπλοκ C, που πρωτοπαραστάθηκε το 1945 από το θίασο του Πέλου Κατσέλη. Έργα του μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες. Το 1949 μετά από πρόσκληση του State Department περιόδευσε στις Η.Π.Α., όπου πραγματοποίησε διαλέξεις και συνεντεύξεις. Τιμήθηκε με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας και τον Έπαινο της Ακαδημίας Αθηνών (1940 για τη Γαλήνη).

 

Εργογραφία

 

Ι.Πεζογραφία

• Ο Μανόλης Λέκας· κι άλλα διηγήματα · Γραμμένα από τον Ηλία Βενέζη. Αθήνα, 1928.

• Το νούμερο 31328· (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής)· Ρομάντσο. Μυτιλήνη, 1931 (β΄έκδοση αναθεωρημένη, Αθήνα, Οι φίλοι του βιβλίου, 1945 και γ΄ έκδοση τελειωτική, Αθήνα, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 1952).

• Γαλήνη· Μυθιστόρημα. Αθήνα, Πυρσός, 1939 (γ΄ έκδοση αναθεωρημένη, Αθήνα, Άλφα, 1943).

• Αιγαίο· Διηγήματα · Με σχέδια του Γιώργου Βακαλό. Αθήνα, Πυρσός, 1941.

• Αιολική γη· Μυθιστόρημα. Αθήνα, Άλφα, 1944.

• Ακήφ. Αθήνα, Γλάρος, [1944].

• Άνεμοι· Διηγήματα. Αθήνα, Άλφα, 1944.

• Ώρα πολέμου· Διηγήματα. Αθήνα, Άλφα, 1946.

• Οι νικημένοι· Διηγήματα. Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, [1954].

• Ωκεανός· Μυθιστόρημα. Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, [1956].

• Αρχιπέλαγος. Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, [1969].

• Εφταλού. Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, [1972].

• Στις ελληνικές θάλασσες · Μυθιστορία του Ιονίου και του Αιγαίου. Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, [1973].

• Στρατής Μυριβήλης – Μ.Καραγάτσης – Άγγελος Τερζάκης – Ηλίας Βενέζης, Το μυθιστόρημα των τεσσάρων. Αθήνα, Εστία, 1979.

ΙΙ.Θέατρο

• Μπλοκκ C· Δράμα σε τρεις πράξεις και τέσσερις εικόνες. Αθήνα, Οι φίλοι του Βιβλίου, 1946.

IΙΙ Οδοιπορικά - Χρονικά

• Φθινόπωρο στην Ιταλία· Οδοιπορικό. Αθήνα, Άλφα, 1950.

• Έξοδος· Χρονικό της κατοχής. Αθήνα, Άλφα, 1950.

• Αμερικανική γη· Χρονικό ενός ταξιδιού απ’ τις ακτές του Ατλαντικού ως τον Ειρηνικό και τον κόλπο του Μεξικού. Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, [1954].

• Αργοναύτες· Χρονικά των Ελλήνων και ταξίδια. Αθήνα, 1961.

• Περιηγήσεις. Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, [1973].

• Μικρασία χαίρε· [Διήγησις συμβάντων]. Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, [1974].

ΙV. Μονογραφίες

• Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός · Οι χρόνοι της δουλέιας · Ιστορία. Αθήνα, Άλφα, 1952.

• Χρονικόν της Τραπέζης της Ελλάδος. 1955.

• Εμμανουήλ Τσουδερός· Ο πρωθυπουργός της μάχης της Κρήτης και η εποχή του. Αθήνα, 1966.

• Η πολιτεία της νύχτας. 1943.

 

Πηγή: Ε.ΚΕ.ΒΙ



Η επιστροφή του Αντρέα


http://pierfilologia.blogspot.com/2014/04/blog-post_29.html





Ηλίας Βενέζης, «Η επιστροφή του Αντρέα»

Πρόκειται για ένα απόσπασμα από το μυθιστόρημα Γαλήνη (1939), που περιγράφει την επανεγκατάσταση Μικρασιατών προσφύγων σε άγονο τόπο της Αττικής (Ανάβυσσος).

ΘΕΜΑΤΑ

  • Η οδυνηρή εμπειρία της αιχμαλωσίας
  • Η αγωνία για την τύχη των αγνοούμενων αιχμαλώτων
  • Ο πόνος της μάνας
  • Το δράμα του «επιζώντος»

Κεντρικό θέμα του αποσπάσματος είναι η φανταστική ιστορία που επινοεί ένας επαναπατρισμένος αιχμάλωτος πολέμου, ο Αντρέας, προκειμένου να καθησυχάσει τη δυστυχισμένη μάνα του νεκρού συντρόφου του, η οποία ζει με το όνειρο της επιστροφής και του δικού της παιδιού.
Το περιεχόμενο του κειμένου κοινωνικό και αντιπολεμικό

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΓΕΓΟΝΟΣ:
Κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 οι Τούρκοι συνέλαβαν χιλιάδες αιχμαλώτους (άντρες Έλληνες Μικρασιάτες μεταξύ 18 και 45 ετών), με τους οποίους συγκρότησαν τα «Τάγματα Εργασίας» (Αμελέ Ταμπουρού). Σε αυτά οι Έλληνες αιχμάλωτοι οδηγήθηκαν με πορεία προς το εσωτερικό της Μικράς Ασίας και υποβλήθηκαν σε καταναγκαστικά έργα και πάσης φύσεως κακουχίες. Πολλοί από τους αιχμαλώτους εκτελέστηκαν, άλλοι έπεσαν θύματα κακομεταχείρισης και επιδημιών, ενώ ελάχιστοι επέζησαν. Ο ίδιος ο Ηλίας Βενέζης (Ρωμιός από το Αϊβαλί) βρέθηκε αιχμάλωτος σε ένα τέτοιο Τάγμα Εργασίας για 14 μήνες με 3.000 συμπατριώτες του, είχε όμως την τύχη να είναι ένας από τους 23 επιζήσαντες, που επέστρεψαν από τη φρίκη του πολέμου. Μετά τη σωτηρία του, θέλησε να μετατρέψει αυτή την τραυματική εμπειρία σε αφήγημα και έγραψε Το νούμερο 31328 (1924/ 1931)το χρονικό της αιχμαλωσίας. Στο επόμενο μυθιστόρημά του Γαλήνη (1939) αναφέρεται κυρίως στα βάσανα της προσφυγιάς. Στο βιβλίο αυτό συμπεριλαμβάνεται όμως και ένα κεφάλαιο που αναφέρεται στις περιπέτειες της αιχμαλωσίας και στην επιστροφή ενός αιχμαλώτου, του Αντρέα.

ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΚΟ ΕΙΔΟΣ: ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
  • Τμήμα μιας μεγαλύτερης ιστορίας-εκτεταμένος μύθος
  • Πολλά επίπεδα χρόνου και χώρου
  • Πολυπρόσωπο

ΣΧΟΛΙΑ
  • Η φρίκη της αιχμαλωσίας αποτυπώνεται στην εξωτερική εμφάνιση του Αντρέα και στη συμπεριφορά του
  • Η τραγωδία της προσφυγιάς, το δράμα των επιζώντων στη στάση των Φωκιανών
  • Η πίστη στον άνθρωπο στη στάση του γιατρού Βένη, που,παρά την καταστροφή που βίωσε, παραμένει ΑΝΘΡΩΠΟΣ
  • Τα δεινά του πολέμου, η αναίτια καταστροφή ενός πολιτισμού, το ξερίζωμα ενός λαού από τις πατρογονικές του εστίες, η γενοκτονία παρουσιάζονται από έναν αφηγητή που συχνά παρεμβαίνει με τα σχόλιά του

  Τα στοιχεία του παραμυθιού στην εγκιβωτισμένη αφήγηση:
  • Αοριστία τόπου (φανταστικό-γοητευτικό σκηνικό & ποιητικές περιγραφές)
  • Αοριστία χρόνου(κλασική διάκριση σε μέρα και νύχτα) και θαμιστική αφήγηση
  • Συμβολισμοί (νύχτα=αιχμαλωσία, θηρία=δεσμοφύλακες, λεία=αιχμάλωτοι, σιγανό βογκητό=βογκητό αιχμαλώτων)
  • Η συμμετοχή της φύσης στον ανθρώπινο φόβο

 ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ

  • Τριτοπρόσωπη αφήγηση: Το κείμενο συμπεριλαμβάνει την κυρίως αφήγηση σε γ΄ πρόσωπο. Σε αυτήν αποτυπώνεται η προσπάθεια των Μικρασιατών προσφύγων να εγκατασταθούν στη νέα τους ‘πατρίδα’ (την Ανάβυσσο). Η κυρίως αφήγηση εμπεριέχει μια άλλη αυτοτελή αφήγηση, τη διήγηση του Αντρέα, η οποία επίσης δίνεται σε γ΄ πρόσωπο. (Έλεγε λοιπόν το παραμύθι που είπε ο Αντρέας στη θεία Μαρία. «Στο δρόμο που πηγαίνανε, στη μεγάλη πορεία για το εσωτερικό της Ανατολής...»). Πρόκειται για μια αφήγηση μέσα στην αφήγηση ή εγκιβωτισμένη αφήγηση (παράδειγμα τέτοιας αφήγησης έχουμε δει στην Οδύσσεια του Ομήρου). Σε κάποια σημεία αυτής της διήγησης παρεκβάλλεται η φωνή του ήρωα σε πρώτο πρόσωπο («Όταν τέλειωσε η πορεία πιάσαμε δουλειά στα τρένα, κλπ»).
  • Διάλογος (π.χ. μεταξύ του πλήθους και του Αντρέα, που αποδίδει μεγάλη ψυχική πίεση εκ μέρους και των δύο)
  • Περιγραφή (π.χ. η εξωτερική περιγραφή του Αντρέα)
  • Σχόλιο (π.χ. του αφηγητή για τον Αντρέα, το γιατρό Βένη ).Ο αφηγητής σχολιάζει σε αρκετά σημεία και τα σχόλιά του μας βοηθούν να παρακολουθήσουμε καλύτερα τους ήρωες και τις αντιδράσεις τους
  • Εσωτερικός μονόλογος
  • Ειρωνεία: Στη διήγηση του Αντρέα υπάρχει μια εξωραϊσμένη και ειρωνική αντιστροφή της πραγματικότητας, καθώς ο Αντρέας κρατώντας την υπόσχεση που έδωσε στον γιατρό, προσπαθεί να κρύψει την πραγματικότητα, δηλαδή τις κακουχίες της αιχμαλωσίας και το τραγικό τέλος του φίλου του, Άγγελου, από τη θεία Μαρία. Ο Βενέζης, βάζοντας τον ήρωά του, Αντρέα, να αποτυπώνει μια ειρωνική αντιστροφή της πραγματικότητάς, προσπαθεί να δώσει στους αναγνώστες του μια εικόνα από τα δεινά των Ελλήνων αιχμαλώτων στα Τάγματα Εργασίας «εκ του αντιθέτου».

 ΣΧΗΜΑΤΑ ΛΟΓΟΥ:
  • Παρονομασία & ασύνδετο (ένας, μονάχος, ολομόναχος άνθρωπος:η αίσθηση που προκαλεί & το ψυχικό δράμα του ίδιου)
  • Μεταφορές (πχ «συνηθίζει να σκοτώνει τον εαυτό του, άλλους, κι όλα μέσα του σωπαίνουν», «οι σκληρές γραμμές σβήνανε μές στο παραμύθι»)
  • Προσωποποίηση (πχ «ένα χωριό σκαρφαλωμένο σ’ ένα βουνό γεμάτο πεύκα»)
  • Εικόνες: Στο απόσπασμα υπάρχουν εξαιρετικές εικόνες, περιγραφές της φύσης μέσα από ‘σκιερά φαράγγια’ και ‘μεγάλα δάση’ στην ενδοχώρα της Μικράς Ασίας, με καταρράκτες, παράξενα πουλιά και αλλόκοτα χρώματα. («Στο δρόμο που πηγαίνανε, λέει, στη μεγάλη πορεία για το εσωτερικό της Ανατολής...» σελ. 135)
  • Παρομοίωση (σαν φοβισμένο ζο…σαν να ζητούσε έλεος)
  • Επαναλήψεις (δεν ξέρω τίποτα…δεν ξέρω τίποτα…) που αποδίδουν την ψυχική του ένταση

ΓΛΩΣΣΑ – ΥΦΟΣ
Η γλώσσα είναι απλή δημοτική, με ελάχιστους ιδιωματισμούς. 
Το ύφος ζωντανό, παραστατικό με το διάλογο και τις εικόνες, γεμάτο συγκίνηση και συναίσθημα,λυρικό στις περιγραφές της φύσης, εξομολογητικό στα σημεία των εσωτερικών μονολόγων. Κυριαρχούν η λιτότητα και η απλότητα που χαρακτηρίζουν το έργο του Βενέζη γενικότερα.

ΧΡΟΝΟΣ
Η ευθύγραμμη πορεία του χρόνου διακόπτεται από τον εγκιβωτισμό (τη δευτερεύουσα αφήγηση μέσα στην κύρια όπου παρεκβάλλεται η φωνή του ήρωα σε πρώτο πρόσωπο)

ΑΦΗΓΗΤΗΣ
Εξωδιηγητικός-ετεροδιηγητικός:αφηγείται σε γ΄πρόσωπο μια ιστορία στην οποία δε μετέχει
Αφήγηση με μηδενική εστίαση από έναν παντογνώστη αφηγητή (δεν έχει συγκεκριμένη οπτική γωνία-η γνώση του είναι απόλυτη)




                         

                              


                
η πορεία των προσφύγων...
                         

ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ


ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ, ΤΟ ΝΟΥΜΕΡΟ  31328
                                  (η αληθινή ιστορία της αιχμαλωσίας, αυτή που απέκρυψε ο Αντρέας)

                Η νέα πόστα που μας παρέλαβε ήταν καβαλαραίοι. Είχαν μια λαμπρή ιδέα: Αφήσαμε τον ίσιο δρόμο, πέσαμε μες τα χωράφια. Αυτό ήταν μια αλύπητη δοκιμασία για τα γυμνά φουσκαλιασμένα ποδάρια μας. Οι βόλοι το χώμα ήταν ξεροί και ντούροι απ’ τον ήλιο. Δεν είχε βρέξει ακόμα. Κοιτάζαμε να τους ξεφύγουμε, γιατί δεν μπορείς μαζί τους να κρατήσεις ισορροπία ξυπόλυτος. Μα πέφταμε στην άλλη ευλογία, σε κάτι παλιάγκαθα που μας παλάβωναν.
-Δεν μπορώ! Δεν μπορώ πια!
Όλοι φωνάζαν. Κι όμως όλοι τρέχαμε μη μείνουμε πίσω. Τρέμαμε πως όποιος μείνει τελευταίος θα τον σκοτώσουν. Ο ένας βιαζόταν να προσπεράσει τον άλλο, και τον άλλο-ένας παλαβός συναγωνισμός που πνιγόταν στα μουγκριχτά μας. Ξεκολλούσαμε, στα πεταχτά τα αγκάθια από τις πατούνες και τρέχαμε. Τρέχαν από πίσω μας και οι στρατιώτες με τα άλογα, και μας χτυπούσαν με τα κοντάκια μη σταθούμε. Ήμαστε ένα κοπάδι σαν τα αναμαλλιασμένα ζα –τρέχουν  στον κάμπο να σταλιάσουν κάπου γιατί μυρίστηκαν το μπουρίνι.
Δεν μπορούσα να σηκώσω το βάρος της συντροφικής παπούτσας. Το ιδρωμένο βρώμιο ποδάρι μου γλυστρούσε και χόρευε μέσα της. Την τράβηξα και τη βαστούσα στα χέρια. Μα τότε η πατούνα, συνηθισμένη στο άσυλο, άρχισε να σπαράζει απ’ το ύπαιθρο. Άναβε, πετούσε σπίθες. Έσκισε ένα κομμάτι απ’ το πουκάμισο που μου άφησαν και την τύλιξα.
Ο Αργύρης με συμβουλεύει να κάνουμε αλλαξιά τα παπούτσια.
-Δοκιμάζουμε.
Τα αλλάξαμε. Έδωσα το ζερβί και πήρα το δεξί. Τα φορέσαμε τρέχοντας. Πιο πέρα κάμαμε πάλι αλλαξιά. Και πάλι.
Ο ήλιος ανέβαινε καφτός, εχτρικά, χωρίς οίκτο. Μες στον Οχτώβρη ένας τέτοιος ήλιος! Άρχισε να μας καίει η δίψα. Η σκόνη κολλούσε στις γλώσσες, που μπαινόβγαιναν σαν κουρντισμένες. Φτύναμε να φύγει η πίκρα. Μα τα στόματα ήταν ξερά. Κι αν έβγαινε λίγο φτύμα, μετανιώναμε ύστερα για την ογρή ουσία που αφήσαμε να ξοδευτεί.
-Νερό! Νερό!
-Τι; λέει ο αξιωματικός της συνοδείας.
-Σου! Σου![νερό] φωνάζαμε τούρκικα.
-Σου; Μάλιστα!
Κοντεύαμε σε μια πηγή. Μας κράτησαν καμιά εικοσαριά μέτρα αλάργα. Οι στρατιώτες πήγαιναν διαδοχικά, πίνανε, πότιζαν τα άλογα, γέμιζαν τα παγούρια τους. Πίναν με τις χούφτες. Βλέπαμε το νερό που ξέφευγε και χυνόταν από τα στόματά τους. Όλα τα κορμιά γέρναν προς αυτή τη φευγαλέα καθαρή γραμμή που σκορπούσε καταγής. Ακούγαμε τον ήχο της. Τον ακούγαμε. Με μάτια γεμάτα πυρετό γέρναμε προς τα εκεί. Έτσι όπως γέρνουν τα διψασμένα δέντρα.
-Έλεος!
Τίποτα! Μας κρατούσαν μακριά, κολλημένους στο θέαμα. Άφησαν μονάχα τις γυναίκες και το παιδάκι να παν να πιούν.
-Λυπηθείτε μας! Λυπηθείτε μας! Φωνάζαμε




ΔΙΔΩ ΣΩΤΗΡΙΟΥ , ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΝ


     Αρχίσαμε να βαδίζουμε πιασμένοι απ΄ το χέρι , κοντά ο ένας στον άλλον, χαμένοι, μουδιασμένοι, δισταχτικοί, σαν να ΄μαστε τυφλοί και δεν ξέρουμε που θα μας φέρει το κάθε βήμα που αποτολμούσαμε. Γυρεύαμε ξενοδοχείο στο λιμάνι για ν΄ ακουμπήσουμε και να περιμένουμε τους δικούς μας. Όπου όμως κι αν ρωτούσαμε, παίρναμε την ίδια στερεότυπη απόκριση:

-Απ΄ τη Σμύρνη έρχεστε; Δε δεχόμαστε πρόσφυγες.

-Μα θα σας πληρώσουμε καλά, άνθρωποι του Θεού, έλεγε η θεία Ερμιόνη.

     Εκείνοι επέμεναν στην άρνησή τους:

-Φοβόμαστε τις επιτάξεις . Δε μάθατε λοιπόν πως στη Χίο, στη Μυτιλήνη, στη Σάμο έφτασε προσφυγολόι, κι επιτάξανε όλα τα σχολεία, τα ξενοδοχεία, τα πάντα;

-Τι θέλαμε, τι γυρεύαμε μεις να ΄ρθούμε σε τούτον τον αφιλόξενο τόπο, έλεγε η κυρία Ελβίρα. Τι θέλαμε και τι γυρεύαμε να χωριστούμε από τους άνδρες μας!
     Στο τέλος βρέθηκε ένας αναγκεμένος ξενοδόχος και μας έδωσε ένα σκοτεινό, άθλιο δωμάτιο με έξι κρεβάτια. Για πότε γινήκαμε πραγματικοί πρόσφυγες δεν το καταλάβαμε. Μέσα σε λίγα εικοσιτετράωρα όλος ο κόσμος αναποδογύρισε.
     Βαπόρια φτάναν το ένα πίσω από τ΄ άλλο και ξεφόρτωναν κόσμο, έναν κόσμο ξεκουρντισμένον, αλλόκοτο, άρρωστο, συφοριασμένο, λες κι έβγαινε από φρενοκομεία, από νοσοκομεία, από νεκροταφεία. Έπηξαν οι δρόμοι, το λιμάνι οι εκκλησιές, τα σχολειά, οι δημόσιοι χώροι. Στα πεζοδρόμια γεννιόνταν παιδιά και πέθαιναν γέροι .
      Ενάμισι εκατομμύριο άνθρωποι βρεθήκανε ξαφνικά έξω απ΄ την προγονική τους γη. Παράτησαν σκοτωμένα παιδιά και γονιούς άταφους. Παράτησαν περιουσίες, τον καρπό στα δένδρα και στα χωράφια το φαΐ στη φουφού, τη σοδειά στην αποθήκη το κομπόδεμα στο συρτάρι, τα πορτρέτα των προγόνων στους τοίχους. Και βάλθηκαν να τρέχουν να φεύγουν κυνηγημένοι απ΄ το τούρκικο μαχαίρι και τη φωτιά του πολέμου. Έρχεται μια τραγική στιγμή στη ζωή του ανθρώπου, που το θεωρεί  τύχη να μπορέσει να παρατήσει το έχει του, την πατρίδα του το παρελθόν του και να φύγει, να φύγει λαχανιασμένος αποζητώντας αλλού τη σιγουριά. Άρπαξαν οι άνθρωποι βάρκες, καΐκια, σχεδίες, βαπόρια, πέρασαν τη θάλασσα σ΄ έναν ομαδικό, φοβερό ξενιτεμό. Κοιμήθηκαν αποβραδίς νοικοκυραίοι στον τόπο τους και ξύπνησαν φυγάδες, θαλασσοπόροι, άστεγοι άποροι, αλήτες και ζητιάνοι στα λιμάνια του Πειραιά, της  Σαλονίκης, της Καβάλας του Βόλου, της Πάτρας.
       Ενάμισι εκατομμύριο αγωνίες και οικονομικά προβλήματα ξεμπαρκάρανε στο φλούδι της Ελλάδας, με μια θλιβερή ταμπέλα κρεμασμένη στο στήθος: «Πρόσφυγες!» Που να ακουμπήσουν οι πρόσφυγες; Τι να σκεφτούν; τι να ξεχάσουν; τι να πράξουν; που να δουλέψουν; πώς να ζήσουν;
      Τρέμαν ακόμα απ΄ το φόβο. Τα μάτια τους  ήταν κόκκινα απ΄ το αιμάτινο ποτάμι της κόλασης που διάβηκαν. Και σαν πάτησαν σε στέρεο έδαφος, μετρήθηκαν να δουν πόσοι φτάσανε και πόσοι λείπουν. Κι οι ζωντανοί δεν το πιστεύανε, μόνο άπλωναν τα χέρια τους στο κορμί τους και το ψάχνανε, για να βεβαιωθούνε πως δεν ήταν βρικόλακες. Και ψάχναν και για την ψυχή τους, να δουν αν ήταν στη θέση της.  Μ΄ αυτή ήταν άφαντη. Είχε μείνει πίσω στην πατρίδα κοντά στους αγαπημένους νεκρούς και στους αιχμαλώτους, κοντά στα σπιτάκια, στα χωράφια, στις δουλειές….
       Κι είπαν : περαστικοί είμαστε, ας βολευτούμε όπως  όπως , κι αύριο θα ματαγυρίσουμε στα μέρη μας. Κι αποζητούσαν, τούτη την ελπίδα, με την ίδια λαχτάρα σαν το ψωμί το νερό και τ΄ αλάτι.
Τόσοι ήταν, ενάμισι  εκατομμύριο ρωμιοί μικρασιάτες, που στριφογύριζαν τώρα στο καύκαλο της Ελλάδας, σαν περιπλανώμενοι ιουδαίοι διωγμένοι από τη γη της Χαναάν. Χωρίς  πατρίδα χωρίς δουλειά χωρίς σπίτι. Και μόλις χτες να θυμάσαι πως ήσουνα νοικοκύρης.
      Ψάχναν για τον αίτιο , αναθεμάτιζαν τον ουρανό, τη γης ,τον Κεμάλ το Βενιζέλο τον Κωνσταντίνο, την Αντάντ, τον πόλεμο. Μα πριν  απ΄ όλα τον ύπουλο τον Άγγλο ,τον υπολογιστή ,το διπλοπρόσωπο, το σφετεριστή που έκανε μπίζνες και αυτοκρατορική πολιτική με το αίμα και τη δυστυχία ενός λαού….  










: