ΚΙΧΛΗ
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ Το Φως Το Φως είναι η αλήθεια, η δικαιοσύνη αλλά και το «σπίτι». Αυτό το κομμάτι μοιάζει μ’ ένα βίντεο-κλιπ με σκηνές που αλλάζουν με ταχύτητα και σταμα τούν απότομα. Σ’ αυτό συνηγορούν και οι μουσικές εικόνες (ο χορός, τα δοξάρια, τραγούδη σε, τα τζιτζίκια) Τι βλέπουμε; Πολλά πράγματα μαζί. Τη μοναξιά του ποιητή σε μια κατάσταση στην οποία η πλειοψηφία υιοθετεί ακραίες στάσεις και απόψεις καθώς περνούν τα χρόνια…λιγότερες φωνές Τη δυσκολία να ερμηνεύσουμε την πραγματικότητα Όπως τη νύχτα…μες στο σκοτάδι Την όμορφη αισθησιακή γυναίκα που όμως μοιάζει με απατηλή εικόνα ξέρεις…γύμνια και βγαίνει από τη θάλασσα όπως η Αφροδίτη βγαίνει απ’ το κύμα δροσερό κλωνάρι επαναλαμβάνεται η ιδέα του αγάλματος ο δωρικός χιτώνας…στο σκοτάδι Τους νέους που πολεμούν και πεθαίνουν κι αυτούς που αφήσαν την παλαίστρα…οι άσπρες λήκυθοι τον εμφύλιο πόλεμο που γέννησε τον Ετεοκλή και τον Πολυνείκη την αγάπη και τον θάνατο Τραγούδησε μικρή Αντιγόνη… μιλώ για την αγάπη σκοτεινή κοπέλα και στο τέλος την «κάθαρση» ο τύραννος μέσα απ’ τον άνθρωπο έχει φύγει όποιος ποτέ του δεν αγάπησε θ’ αγαπήσει στο φως και στη συνέχεια όλα εξαφανίζονται απότομα πώς σταματούν ξαφνικά κι όλα μαζί τα τζιτζίκια. στίχος 58: δακρυσμένο γέλιο: δακρυόεν γελάσασα (Ιλιάδα Ζ΄ Έκτορος και Ανδρομάχης ομιλία: 484) Τάσος Χατζηαναστασίου Παλέρμο, Μάιος – Ιούνιος 2003 |
πληθαίνουν οι κριτές που σε καταδικάζουν
κουβεντιάζεις με λιγότερες φωνές,
βλέπεις τον ήλιο μ’ άλλα μάτια
είναι ένα μάρμαρο στο φως, μα το κεφάλι του, είναι στο σκοτάδι
Εδώ υπάρχουν, η ανθρώπινη πείρα, η σοφία και η ανθρώπινη πίκρα, όλα αποκτημένα με τα σκληρά βιώματα του λαού μας, με καταβολές ανυπολόγιστες πολιτισμικά και πολύτιμες θυσίες. Εδώ, βλέπουμε την πάλη ανάμεσα στο σκοτάδι και το φως, με επικράτηση του πρώτου. Κοιτώντας τώρα στις ανθρωποσφαγές των αιώνων, το σκοτάδι θα συναντήσουμε “πίσω από τον ήλιο” γιατί το σκοτάδι είναι το μισό του ήλιου (διαλεκτική αντίθεση).
Αγγελικό και μαύρο, φως, γέλιο των κυμάτων, δακρυσμένο γέλιο…
Θα χρειαστεί κάποιος μόχθος να συναιρέσουμε το αγγελικό και το μαύρο φως, να βρούμε δηλαδή τη σύνθεση που δείχνει τις αντιθέσεις της ζωής να συμπτύσσονται σε μια θέση, που είναι η αληθινή ζωή. Η ζωή μας εμπιστεύεται τα μυστικά της, την αλήθεια της, μια ζωή με νόημα όπου η χαρά και η λύπη γίνονται ένα και το καλό συνεργάζεται με το κακό. Αφού και η Αντιγόνη, η κόρη του γέροντα Οιδίποδα, από ένα περιβάλλον άγριου σπαραγμού και μίσους θα γίνει το σύμβολο της αγάπης και της εξιλέωσης. «Όποιος ποτέ του δεν αγάπησε θα αγαπήσει στο φως». Έτσι, η φωτεινή ζωή μας καθησυχάζει τους φόβους της νύχτας. Αλλά, ως πότε θα ζητάμε αυτό το φως, φτάνοντας σε ένα φεγγερό σκοτάδι; Στο αγγελικό και μαύρο φως που ο ποιητής δοξολογεί και εμείς θέλουμε μόνο το αγγελικό φως και δεν κατανοούμε πως η διαλεκτική νομοτέλεια δεν το επιτρέπει χωρίς την αντίθεσή του.
Το όραμα
Ο άνθρωπος λοιπόν κινδυνεύει, γιατί εύκολα τρίβεται, διαβρώνεται, είναι αδύναμο πουλί, ένα δεμάτι χόρτο, έτσι δεν έχει ηθική εσωτερική βούληση και συνείδηση, ούτε ο πολιτικός, ούτε ο επιστήμονας, ούτε ο καλλιτέχνης, ούτε ο απλός άνθρωπος. Γιαυτό και η Κίχλη ναυαγεί. Εξάλλου, ο άνθρωπος εμμονικά εμπιστεύεται και με πείσμα ό,τι βλέπει, και ιδιαίτερα ο Έλληνας, υπερτροφικά εγωκεντρικός και υποκειμενικός θεωρεί “αλήθεια” ό,τι αυτός πιστεύει αγνοώντας τη συλλογικότητα. Γιαυτό και η πορεία του είναι αυτή του Οιδίποδα που καταλήγει στη συντριβή και στην αυτοτύφλωση, ζητιάνος της ζωής, που τον κρατάει από το χέρι όμως, η μικρή Αντιγόνη, το παιδί της αντίστασης και της πραγματικής αλήθειας. Και όλα αυτά, γιατί ο Οιδίποδας δεν έβλεπε με το πάναγνο εσωτερικό φως, αλλά με τις εξωτερικές αισθήσεις που αρκετές φορές εξαπατούν, ή με την απόλυτη εμπιστοσύνη στην εξυπνάδα του και τον εαυτό του, που πολλές φορές μας ξεγελούν όταν αγνοούμε τις απόψεις των άλλων και την αλήθεια τους. Τέλος, το κάλεσμα στη μικρή Αντιγόνη, σύμβολο της αντίστασης (14 ετών ήταν στο μύθο), με το στεφάνι στα μαλλάκια της και σκοτεινή από το γύρω κόσμο, να τραγουδήσει για την εποχή που θα’ρθει, όπου ο Σκορπιός, σύμβολο της κακίας, θα βασιλέψει και ο τύραννος μέσα στον άνθρωπο θα πεθάνει το φως δικαιώνεται με ό,τι συμβολίζει.
Όλοι μας κρύβουμε μέσα μας έναν μικρό τύραννο για τον εαυτό μας και τους άλλους. Όταν η αγάπη θα πλημμυρίσει την ψυχή μας με το φως της, «όποιος ποτέ του δεν αγάπησε θα αγαπήσει στο φως» (στ. 74). Τότε, ο άνθρωπος θα πάψει να είναι κίχλη, αδύναμο πουλάκι και θα βρει τον εαυτό του και τη δύναμη στη φωτεινή του διάσταση με την αγάπη, την ηθική και τη δικαιοσύνη. Τότε θα ενωθεί η φύση και ο άνθρωπος και θα πανηγυρίσουν αλλάζοντας τον απάνθρωπο κόσμο μας για πάντα.
Γ. Ηρακλέους φιλόλογος
Βιβλιογραφία
Μηνάς Δημάκης, Μια αντιπροσωπευτική φωνή των χρόνων μας, Εστία, Αθήνα 1970.
Γιώργος Ηρακλέους, “Ερμηνευτικές προϋποθέσεις της σεφερικής ποίησης (Ένας τρόπος διδακτικής προσέγγισης)”, Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης, τ. 13-14, Άνοιξη 1991.
Ανδρέας Καραντώνης, Ο ποιητής Σεφέρης, Γαλαξίας, Αθήνα 1971.
Η Λέξη, τ. 53, [Αφιέρωμα στον Γιώργο Σεφέρη], Μάρτης-Απρίλης 1986.
Νέα Εστία, Αφιέρωμα στον Γιώργο Σεφέρη, τ. 1087, 15/10/1972.
πληθαίνουν οι κριτές που σε καταδικάζουν
κουβεντιάζεις με λιγότερες φωνές,
βλέπεις τον ήλιο μ’ άλλα μάτια
είναι ένα μάρμαρο στο φως, μα το κεφάλι του, είναι στο σκοτάδι
Εδώ υπάρχουν, η ανθρώπινη πείρα, η σοφία και η ανθρώπινη πίκρα, όλα αποκτημένα με τα σκληρά βιώματα του λαού μας, με καταβολές ανυπολόγιστες πολιτισμικά και πολύτιμες θυσίες. Εδώ, βλέπουμε την πάλη ανάμεσα στο σκοτάδι και το φως, με επικράτηση του πρώτου. Κοιτώντας τώρα στις ανθρωποσφαγές των αιώνων, το σκοτάδι θα συναντήσουμε “πίσω από τον ήλιο” γιατί το σκοτάδι είναι το μισό του ήλιου (διαλεκτική αντίθεση).
Αγγελικό και μαύρο, φως, γέλιο των κυμάτων, δακρυσμένο γέλιο…
Θα χρειαστεί κάποιος μόχθος να συναιρέσουμε το αγγελικό και το μαύρο φως, να βρούμε δηλαδή τη σύνθεση που δείχνει τις αντιθέσεις της ζωής να συμπτύσσονται σε μια θέση, που είναι η αληθινή ζωή. Η ζωή μας εμπιστεύεται τα μυστικά της, την αλήθεια της, μια ζωή με νόημα όπου η χαρά και η λύπη γίνονται ένα και το καλό συνεργάζεται με το κακό. Αφού και η Αντιγόνη, η κόρη του γέροντα Οιδίποδα, από ένα περιβάλλον άγριου σπαραγμού και μίσους θα γίνει το σύμβολο της αγάπης και της εξιλέωσης. «Όποιος ποτέ του δεν αγάπησε θα αγαπήσει στο φως». Έτσι, η φωτεινή ζωή μας καθησυχάζει τους φόβους της νύχτας. Αλλά, ως πότε θα ζητάμε αυτό το φως, φτάνοντας σε ένα φεγγερό σκοτάδι; Στο αγγελικό και μαύρο φως που ο ποιητής δοξολογεί και εμείς θέλουμε μόνο το αγγελικό φως και δεν κατανοούμε πως η διαλεκτική νομοτέλεια δεν το επιτρέπει χωρίς την αντίθεσή του.
Το όραμα
Ο άνθρωπος λοιπόν κινδυνεύει, γιατί εύκολα τρίβεται, διαβρώνεται, είναι αδύναμο πουλί, ένα δεμάτι χόρτο, έτσι δεν έχει ηθική εσωτερική βούληση και συνείδηση, ούτε ο πολιτικός, ούτε ο επιστήμονας, ούτε ο καλλιτέχνης, ούτε ο απλός άνθρωπος. Γιαυτό και η Κίχλη ναυαγεί. Εξάλλου, ο άνθρωπος εμμονικά εμπιστεύεται και με πείσμα ό,τι βλέπει, και ιδιαίτερα ο Έλληνας, υπερτροφικά εγωκεντρικός και υποκειμενικός θεωρεί “αλήθεια” ό,τι αυτός πιστεύει αγνοώντας τη συλλογικότητα. Γιαυτό και η πορεία του είναι αυτή του Οιδίποδα που καταλήγει στη συντριβή και στην αυτοτύφλωση, ζητιάνος της ζωής, που τον κρατάει από το χέρι όμως, η μικρή Αντιγόνη, το παιδί της αντίστασης και της πραγματικής αλήθειας. Και όλα αυτά, γιατί ο Οιδίποδας δεν έβλεπε με το πάναγνο εσωτερικό φως, αλλά με τις εξωτερικές αισθήσεις που αρκετές φορές εξαπατούν, ή με την απόλυτη εμπιστοσύνη στην εξυπνάδα του και τον εαυτό του, που πολλές φορές μας ξεγελούν όταν αγνοούμε τις απόψεις των άλλων και την αλήθεια τους. Τέλος, το κάλεσμα στη μικρή Αντιγόνη, σύμβολο της αντίστασης (14 ετών ήταν στο μύθο), με το στεφάνι στα μαλλάκια της και σκοτεινή από το γύρω κόσμο, να τραγουδήσει για την εποχή που θα’ρθει, όπου ο Σκορπιός, σύμβολο της κακίας, θα βασιλέψει και ο τύραννος μέσα στον άνθρωπο θα πεθάνει το φως δικαιώνεται με ό,τι συμβολίζει.
Όλοι μας κρύβουμε μέσα μας έναν μικρό τύραννο για τον εαυτό μας και τους άλλους. Όταν η αγάπη θα πλημμυρίσει την ψυχή μας με το φως της, «όποιος ποτέ του δεν αγάπησε θα αγαπήσει στο φως» (στ. 74). Τότε, ο άνθρωπος θα πάψει να είναι κίχλη, αδύναμο πουλάκι και θα βρει τον εαυτό του και τη δύναμη στη φωτεινή του διάσταση με την αγάπη, την ηθική και τη δικαιοσύνη. Τότε θα ενωθεί η φύση και ο άνθρωπος και θα πανηγυρίσουν αλλάζοντας τον απάνθρωπο κόσμο μας για πάντα.
Γ. Ηρακλέους φιλόλογος
Βιβλιογραφία
Μηνάς Δημάκης, Μια αντιπροσωπευτική φωνή των χρόνων μας, Εστία, Αθήνα 1970.
Γιώργος Ηρακλέους, “Ερμηνευτικές προϋποθέσεις της σεφερικής ποίησης (Ένας τρόπος διδακτικής προσέγγισης)”, Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης, τ. 13-14, Άνοιξη 1991.
Ανδρέας Καραντώνης, Ο ποιητής Σεφέρης, Γαλαξίας, Αθήνα 1971.
Η Λέξη, τ. 53, [Αφιέρωμα στον Γιώργο Σεφέρη], Μάρτης-Απρίλης 1986.
Νέα Εστία, Αφιέρωμα στον Γιώργο Σεφέρη, τ. 1087, 15/10/1972.
Ανατέμνοντας την Κίχλη (της Σταυρούλας Τσούπρου)
της Σταυρούλας Τσούπρου.
Το «κατά λέξη» στον τίτλο τής ανά χείρας έκδοσης θα πρέπει να το εννοήσουμε στην επίμοχθη και συνεπή προς τον εαυτό της κυριολεξία του. Βέβαια, για κάποιον που έχει γνωρίσει έστω και ένα δείγμα ερευνητικής ή/ και μεταφραστικής εργασίας τού Α.Κ. Χριστοδούλου, το καθοριστικό αυτό στοιχείο τής δουλειάς του (και να υποθέσω: του χαρακτήρα του) δεν αποτελεί κάτι καινοφανές· ωστόσο, ο ζήλος, όταν φθάνει σε τέτοια ένταση, δεν μπορεί παρά να εκπλήσσει, κάθε φορά.
Ο μελετητής αναμετριέται εδώ με την Σεφερική Κίχλη, «ένα από τα πιο δυσνόητα» ποιήματα της ελληνικής γλώσσας, και η έκβαση της αναμέτρησης είναι επιτυχής (όπως αντίστοιχα και στις λοιπές παρόμοιες εργασίες του, είτε για τον Σεφέρη είτε για άλλους δημιουργούς), κρίνοντας από το γεγονός ότι στο τέλος τού βιβλίου του έχει κατορθώσει πράγματι να αποδείξει ότι ο παραπάνω χαρακτηρισμός δεν ισχύει και ότι η Κίχλη, αντίθετα, είναι ένα «εύκολο» ποίημα. Η έκταση των σελίδων, ωστόσο, που χρειάστηκε να καλυφθεί και ο απίστευτα πολλαπλάσιος κόπος, για τον οποίο μαρτυρούν οι προσκομιζόμενες πληροφορίες, διαψεύδουν, κατά μία έννοια, το «εύκολον» του πράγματος· εκτός αν θεωρήσουμε ότι ένα δυσνόητο ποίημα δεν μπορεί ποτέ να ερμηνευθεί, ούτε καν έως έναν βαθμό.
Η λεπτουργημένη δομή τού εξαντλητικού ερμηνευτικού σχολιασμού, αφ’ ενός, τής νεκυομαντείας τής Κίχλης και, αφ’ ετέρου, του ιδιότυπου «ανθρωπομορφισμού τού φωτός» ως σπονδυλικής στήλης και άξονα ολόκληρης της ζωής και της τέχνης τού Γιώργου Σεφέρη, από τον μελετητή είναι, οπωσδήποτε, πολύ απαιτητική για τον αναγνώστη. Αλλά πώς θα μπορούσε και να μην είναι, εφόσον αυτή η «κατά λέξη» και στίχο-στίχο εξήγηση οδηγείται αναπόφευκτα σε μία εις βάθος και εις πλάτος έρευνα όλων (πραγματικά όλων) των θεμάτων – μοτίβων – συμβόλων – διακειμενικών αντηχήσεων, που περιλαμβάνονται, μεν, στο συγκεκριμένο σεφερικό έργο αλλά εξακτινώνονται (η λειτουργία είναι αμφίδρομη) και σε άλλα κείμενα (λογοτεχνικά ή μη) του ίδιου συγγραφέα. Μπορεί να φανταστεί κανείς, μάλιστα, πόσο περισσότερο περίπλοκη γίνεται η εν λόγω διαδικασία καταγραφής τής δικτύωσης των διακειμένων, όταν σε αυτά αναγνωρίζονται ποικίλες “εξωτερικές επιδράσεις”, ιδέες, δηλαδή, τις οποίες ο Σεφέρης άντλησε (και κατόπιν αρμοδίως επεξεργάστηκε) από έργα άλλων δημιουργών. Η προσωπική σφραγίδα τού Α.Κ. Χριστοδούλου είναι αυτή ακριβώς η εξαντλητική καταγραφή[1], η οποία αισίως οδηγεί στην διαύγαση των νοημάτων και των προθέσεων του ποιητή.
Το ως άνω σήμα κατατεθέν τού ερευνητή Χριστοδούλου στηρίζεται, δε, σε μία, σαφώς διατυπωμένη και εδώ, θεωρητική αντίληψη (στην οποία, πάντως, έχει αφιερώσει και ξεχωριστό ερευνητικό πόνημα), σύμφωνα με την οποία: «Μια ανάλυση που προχωράει βήμα-βήμα, πατώντας διαρκώς με άκρα προσοχή πάνω στην «ποιητική λέξη» πάντα, στο συγκεκριμένο εννοιολογικό (και ποιητικό ενίοτε) φορτίο της, όπως πατάει με προσοχή ένα πόδι στις απλωμένες πέτρες σε ένα ρέμα, για να περάσει το ορμητικό νερό, είναι ο μόνος τρόπος πειστικής «ανάλυσης». Στα τυφλά ασφαλώς προχωράμε, αλλά κρατάμε στα χέρια μας μια έξυπνη βέργα, την ποιητική λέξη, που μπορεί να μας περάσει στην απέναντι όχθη. Όσο για τον όρο «πειστική ανάλυση» που χρησιμοποίησα, γνωρίζω τον κίνδυνο της αυταπάτης και της πλάνης. Κι εδώ ακριβώς κρύβεται ένα άλλο δράμα στην επικοινωνία αναγνώστη και ποιητή. Είναι μοιραίο, όσα θεμελιωμένη κι αν είναι μια ποιητική ανάγνωση/ ανάλυση, η συναίσθηση της ασφάλειας (επειδή ακριβώς είναι άλλη μια ατομική ιδέα) να είναι κλεισμένη ερμητικά στο κάστρο της. Το μοναχικό δράμα ενός βαθυστόχαστου αναγνώστη δεν έχει τέλος» (σσ. 57-58).
Όσο καλά γνωρίζει, όμως, να διατηρεί τις επιφυλάξεις του ο Α.Κ. Χριστοδούλου, άλλο τόσο καλά γνωρίζει πώς να διατυπώνει και να τεκμηριώνει τις αντιρρήσεις του, είτε πρόκειται για ανακρίβειες κριτικών, μελετητών ή μεταφραστών, είτε πρόκειται για λανθασμένες εκτιμήσεις, κατά την γνώμη του, ακόμη και του ίδιου τού Σεφέρη. Έτσι, επί παραδείγματι, ο Χριστοδούλου θεωρεί πως το περίφημο κείμενο «Μια Σκηνοθεσία για την Κίχλη», γραμμένο από τον ίδιο τον ποιητή, αντί να διευκολύνει την κατανόηση του ποιήματος, περιέπλεξε ακόμα περισσότερο τα πράγματα· αλλού, πάλι, δεν διστάζει να καταλογίσει στον Σεφέρη ελλιπή εμβάθυνση στην γνωστή θέση τού Διονύσιου Σολωμού για την προτεραιότητα της νοητικής έναντι της (συν)αισθηματικής πρόσληψης της ποίησης.
Η «εξηγητική» μέθοδος εργασίας τού Α.Κ. Χριστοδούλου οφείλει (υποθέτω, μάλιστα, συνειδητά) οπωσδήποτε πολλά στην «πρακτική κριτική» τού I. A. Richards και, γενικότερα, στην «πλησία ή προσεκτική ανάγνωση» [close reading] της Νέας Κριτικής, όπως και στις αντιλήψεις περί «προθεσιακής πλάνης» των Wimsatt και Beardsley. Ωστόσο, τα παραπάνω συνδυάζονται επιτυχώς, όσο και, εν μέρει, απρόσμενα, με τις «θεωρίες τής αναγνωστικής ανταπόκρισης», αν κρίνουμε από φράσεις όπως η ακόλουθη, διατυπωμένη ως κριτικός έλεγχος μιας ακυρολεξίας τού Ανδρέα Καραντώνη: «Οι ποιητικές λέξεις δεν έχουν ούτε κύτταρα, ούτε νεύρα, ούτε αίμα. Δεν είναι ζωντανά πλάσματα. […] Οι λέξεις στην ποίηση ζωντανεύουν όταν πίνουν από το αίμα ενός αναγνώστη, για να χρησιμοποιήσω την εικόνα τής ομηρικής νεκυομαντείας» (σ. 74).
Πέρα από την αληθινή και βαθιά κατανόηση της Κίχλης (με όλες, βέβαια, τις αναφερθείσες νωρίτερα εδώ επιφυλάξεις), την οποία κερδίζει κάθε επιμελής αναγνώστης τού Α.Κ. Χριστοδούλου (αυτήν την φορά), ο οποίος και καθοδηγεί την «παραμυθιακή»[2] ανάγνωση του σεφερικού έργου, προσωπικά οφείλω, επιπροσθέτως, στον μελετητή την πολύτιμη δυνατότητα μιας διαφορετικά φωτισμένης ανάγνωσης ενός άλλου λογοτεχνήματος, του μυθιστορήματος Λεμονοδάσος του Κοσμά Πολίτη, χάρη στις πληροφορίες που παρέχονται και στις περιγραφές τού Γιώργου Σεφέρη για τον Πόρο. Ως αντίδωρο, δε, για αυτήν την ιδιαίτερη (αδιάφορο αν είναι ανεπίγνωστη) προσφορά του, θα ήθελα εδώ να θέσω υπ’ όψιν τού Αθανάσιου Χριστοδούλου μια δική μου απορία, αλλά και μία συγγενή θεματικά, όσο και άκρως εισαγωγική, βέβαια, σχετική ερευνητική απόπειρα.
Δεν είναι περίεργη η αρχική επιλογή τής ονομασίας «Κίχλη» για το, «βοηθητικόν του Στόλου», καραβάκι, «που έκανε στους καλούς καιρούς τα θελήματα του Προγυμναστηρίου του Πόρου»; Το πουλί «τσίχλα» (thrush στα αγγλικά) αποτελεί μια ευρεία κατηγορία με πολλά είδη, αλλά η χρήση τού ονόματός του και, μάλιστα, στην “επίσημη” μορφή του για ένα μικρό καράβι φαντάζει, τουλάχιστον, πρωτότυπη. Πάντως, η «καλλιτεχνική εμπλοκή» τής τσίχλας/ κίχλης δεν ξεκίνησε με τον Σεφέρη. Θα πρέπει να διευκρινιστεί εδώ ότι η οικογένεια Turdidae, δηλαδή, οι τσίχλες, ταξινομείτο παλαιότερα μαζί με το γένος Erithacus rubecula, επιστημονική ονομασία τού πολύ γνωστού μας κοκκινολαίμη – robin readbreast, στα αγγλικά. Σε αυτόν, στον robin, λοιπόν, αναθέτει ο W. H. Auden στο διάσημο ποίημά του «Ισπανία» (1937) να εκπροσωπήσει την πολιτεία τής αυτονομίας, το ελβετικό καντόνι: «the robin’s plucky canton» (στρ. 11, στ. 2). Όταν ο Σεφέρης μετέφρασε το συγκεκριμένο ποίημα του Auden,[3] απέδωσε το robin ως «τσιμπογιάννης» (λαϊκή ονομασία τού κοκκινολαίμη που επιχωριάζει στην Αίγινα), ενώ έκτοτε, στις ελληνικές μεταφράσεις τού ίδιου ποιήματος, συναντώνται οι αποδόσεις (θα υπάρχουν ίσως και άλλες, που δεν γνωρίζω): «κοκκινολαίμης» (Κώστας Μπουρναζάκης[4], Θωμάς Τσαλαπάτης[5]) και «κίχλη» (Τάκης Παπαγγελόπουλος)[6].[7]
Αν και δεν είναι γνωστή η ακριβής ημερομηνία κατά την οποία ο Γιώργος Σεφέρης μετέφρασε το ποίημα «Ισπανία» τού Auden, κρίνοντας από την ημερομηνία 4.3.1943 κατά την οποία μετέφρασε το «Musée des Beaux Arts»[8], ποίημα που ανήκει στην ίδια συλλογή (Another time) με το διάσημο προαναφερθέν, θεωρώ πως νομιμοποιούμαστε να πιστεύουμε ότι ο Σεφέρης είχε ήδη μεταφράσει το «Ισπανία» πριν αρχίσει να ασχολείται με την Κίχλη. Θα μπορούσε άραγε να συσχετιστεί το μετάφρασμα καθ’ οιονδήποτε τρόπο με το περί ου ο λόγος εδώ σεφερικό ποίημα;
Όπως και να έχει, στον Α. Κ. Χριστοδούλου, και, μέσω της μελέτης αυτού, στον Γιώργο Σεφέρη, καθώς και στον W. H. Auden και στους μεταφραστές του οφείλω το ωραίο ταξίδι. Πέραν τούτου, κάθε προσεκτικός αναγνώστης τής ανά χείρας έκδοσης (η οποία, να σημειωθεί ότι, αποτελεί εκτυπωτικό κόσμημα σε κάθε τυπογραφική λεπτομέρειά της, σχεδιασμένο και κατασκευασμένο, μάλιστα, από τον ίδιο τον Α. Κ. Χριστοδούλου), ύστερα από την διαπεραίωσή της, πιθανότατα θα οφείλει στους δύο πρώτους (και) μία διαφορετική και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ερμηνεία, αφ’ ενός, των ομηρικών προσώπων τού Οδυσσέα, της Κίρκης και του Ελπήνορα και, αφ’ ετέρου, των πολλών προσώπων τής καταστροφικής λαγνείας (του αίματος). Η σοβαρή (όχι, βέβαια, με την έννοια «αγέλαστη») Τέχνη επιφυλάσσει πάντοτε εκπλήξεις.
info: «Κίχλη», ένα ποίημα σαν παραμύθι, του Γιώργου Σεφέρη. Εξηγημένο και σχολιασμένο κατά λέξη από τον Α. Κ. Χριστοδούλου, Gutenberg/ Σύρτις, 2016
Σημειώσεις
[1] Η λεπτομερέστατη ανάλυση του Α.Κ. Χριστοδούλου, στο σώμα και στα Συμπληρωματικά Σχόλια του κυρίως κειμένου, συνοδεύεται επιπλέον και από 3 Ευρετήρια: «Κυρίων ονομάτων και όρων», «Λέξεων της Κίχλης» και «Σεφερικών παραθεμάτων»!
[2] Σε ένα από τα τελευταία Συμπληρωματικά Σχόλιά του ο Α. Κ. Χριστοδούλου προβάλλει ως έναν από τους λόγους εξαιτίας των οποίων χαρακτήρισε την Κίχλη ως «παραμύθι» το γεγονός τής «υπέρογκης αυταπάτης» τού Σεφέρη, ο οποίος φαίνεται (ή θέλει) να πιστεύει ότι μπορεί να υπάρξει κάτι, έστω και το παραμικρό, στον βίο τού ανθρώπου που να μην διαφεντεύεται από την νοητική λειτουργία. Ανεξαρτήτως αυτού, πάντως, η σύνολη αφήγηση του Α. Κ. Χριστοδούλου διαθέτει παραμυθιακά χαρακτηριστικά, και αυτό, δεδομένων των συνεχών παραπομπών και παρεκβάσεων, είναι, πραγματικά, ένα κατόρθωμα και καταδεικνύει, αναμφίβολα, αφηγητικό τάλαντο.
[3] Στην σχετική σημείωση των Αντιγραφών αναφέρεται ότι: «Η μετάφραση έγινε από την έκδοση του ποιήματος σε χωριστό φυλλάδιο (Λονδίνο, Faber and Faber, 1937) που έφερε την ακόλουθη δήλωση: «Τα συγγραφικά δικαιώματα από το πούλημα τούτου του ποιήματος πηγαίνουν στην “Ιατρική βοήθεια για την Ισπανία”». Το ποίημα ξανατυπώθηκε στη συλλογή τού Auden, Another Time (Λονδίνο, Faber and Faber, 1940). Αυτά ήξερα ώς τον καιρό που βγήκε η πρώτη έκδοση των Αντιγραφών (Απρίλης 1965)». Στην συνέχεια ο Σεφέρης αναφέρεται στην μεταγενέστερη αποκήρυξη του συγκεκριμένου ποιήματος από τον W. H. Auden· βλ. στο Γιώργος Σεφέρης, Αντιγραφές Οριστική έκδοση, Φιλολογική επιμέλεια: Γ. Π. Σαββίδης, Ίκαρος, 1978, σσ. 159-160.
[4] Βλ. στο περιοδικό Παλίμψηστον, Ηράκλειο Κρήτης, τχ. 31, Φθινόπωρο 2013, σ. 12.
[5] Βλ. στο περιοδικό Τα Ποιητικά, τχ. 12, Δεκέμβριος 2013, σ. 19.
[6] Βλ. στο περιοδικό Το Κοράλλι, τχ. 10, Ιούλιος – Σεπτέμβριος 2016, σ. 18.
[7] Δευτερευόντως, το «plucky [= τολμηρός, ψυχωμένος] canton» μεταφράζεται ως «καβγατζίδικο καντόνι» (Σεφέρης, ό.π., σ. 123), «θαρραλέο καντόνι» (Μπουρναζάκης, ό.π. και Τσαλαπάτης, ό.π.), «γενναίο καντόνι» (Παπαγγελόπουλος, ό.π.).
[8] Αυτό το δεύτερο μεταφρασμένο ποίημα του Auden (το «Musée des Beaux Arts») ο Γιώργος Σεφέρης το ξαναθυμήθηκε στο «Θερινό Ηλιοστάσι» (από τα Τρία κρυφά ποιήματα), αν κρίνουμε από την αναφορά εκεί (Β′ 10-12) στον πίνακα του Breughel «Τοπίο με την πτώση τού Ίκαρου», ο οποίος περιγράφεται (μεταξύ και άλλων παρόμοιων “ζωγραφικών” νύξεων· βλ. σχετικά στο Γ. Χ. Ώντεν, Πένθιμο μπλουζ και άλλα ποιήματα, Ανθολόγηση, μετάφραση και σχόλια: Ερρίκος Σοφράς, Κίχλη, 2015/ στο «Σημείωμα», σσ. 7-19, εδώ, σσ. 14-15) από τον W. H. Auden στο «Musée des Beaux Arts» (βλ. και την αντίστοιχη Σημείωση στο Γιώργος Σεφέρης, Ποιήματα, Δέκατη έκτη έκδοση, Ίκαρος, 1989, σ. 348).
Σταυρούλα Γ. Τσούπρου
της Σταυρούλας Τσούπρου.
Το «κατά λέξη» στον τίτλο τής ανά χείρας έκδοσης θα πρέπει να το εννοήσουμε στην επίμοχθη και συνεπή προς τον εαυτό της κυριολεξία του. Βέβαια, για κάποιον που έχει γνωρίσει έστω και ένα δείγμα ερευνητικής ή/ και μεταφραστικής εργασίας τού Α.Κ. Χριστοδούλου, το καθοριστικό αυτό στοιχείο τής δουλειάς του (και να υποθέσω: του χαρακτήρα του) δεν αποτελεί κάτι καινοφανές· ωστόσο, ο ζήλος, όταν φθάνει σε τέτοια ένταση, δεν μπορεί παρά να εκπλήσσει, κάθε φορά.
Ο μελετητής αναμετριέται εδώ με την Σεφερική Κίχλη, «ένα από τα πιο δυσνόητα» ποιήματα της ελληνικής γλώσσας, και η έκβαση της αναμέτρησης είναι επιτυχής (όπως αντίστοιχα και στις λοιπές παρόμοιες εργασίες του, είτε για τον Σεφέρη είτε για άλλους δημιουργούς), κρίνοντας από το γεγονός ότι στο τέλος τού βιβλίου του έχει κατορθώσει πράγματι να αποδείξει ότι ο παραπάνω χαρακτηρισμός δεν ισχύει και ότι η Κίχλη, αντίθετα, είναι ένα «εύκολο» ποίημα. Η έκταση των σελίδων, ωστόσο, που χρειάστηκε να καλυφθεί και ο απίστευτα πολλαπλάσιος κόπος, για τον οποίο μαρτυρούν οι προσκομιζόμενες πληροφορίες, διαψεύδουν, κατά μία έννοια, το «εύκολον» του πράγματος· εκτός αν θεωρήσουμε ότι ένα δυσνόητο ποίημα δεν μπορεί ποτέ να ερμηνευθεί, ούτε καν έως έναν βαθμό.
Η λεπτουργημένη δομή τού εξαντλητικού ερμηνευτικού σχολιασμού, αφ’ ενός, τής νεκυομαντείας τής Κίχλης και, αφ’ ετέρου, του ιδιότυπου «ανθρωπομορφισμού τού φωτός» ως σπονδυλικής στήλης και άξονα ολόκληρης της ζωής και της τέχνης τού Γιώργου Σεφέρη, από τον μελετητή είναι, οπωσδήποτε, πολύ απαιτητική για τον αναγνώστη. Αλλά πώς θα μπορούσε και να μην είναι, εφόσον αυτή η «κατά λέξη» και στίχο-στίχο εξήγηση οδηγείται αναπόφευκτα σε μία εις βάθος και εις πλάτος έρευνα όλων (πραγματικά όλων) των θεμάτων – μοτίβων – συμβόλων – διακειμενικών αντηχήσεων, που περιλαμβάνονται, μεν, στο συγκεκριμένο σεφερικό έργο αλλά εξακτινώνονται (η λειτουργία είναι αμφίδρομη) και σε άλλα κείμενα (λογοτεχνικά ή μη) του ίδιου συγγραφέα. Μπορεί να φανταστεί κανείς, μάλιστα, πόσο περισσότερο περίπλοκη γίνεται η εν λόγω διαδικασία καταγραφής τής δικτύωσης των διακειμένων, όταν σε αυτά αναγνωρίζονται ποικίλες “εξωτερικές επιδράσεις”, ιδέες, δηλαδή, τις οποίες ο Σεφέρης άντλησε (και κατόπιν αρμοδίως επεξεργάστηκε) από έργα άλλων δημιουργών. Η προσωπική σφραγίδα τού Α.Κ. Χριστοδούλου είναι αυτή ακριβώς η εξαντλητική καταγραφή[1], η οποία αισίως οδηγεί στην διαύγαση των νοημάτων και των προθέσεων του ποιητή.
Το ως άνω σήμα κατατεθέν τού ερευνητή Χριστοδούλου στηρίζεται, δε, σε μία, σαφώς διατυπωμένη και εδώ, θεωρητική αντίληψη (στην οποία, πάντως, έχει αφιερώσει και ξεχωριστό ερευνητικό πόνημα), σύμφωνα με την οποία: «Μια ανάλυση που προχωράει βήμα-βήμα, πατώντας διαρκώς με άκρα προσοχή πάνω στην «ποιητική λέξη» πάντα, στο συγκεκριμένο εννοιολογικό (και ποιητικό ενίοτε) φορτίο της, όπως πατάει με προσοχή ένα πόδι στις απλωμένες πέτρες σε ένα ρέμα, για να περάσει το ορμητικό νερό, είναι ο μόνος τρόπος πειστικής «ανάλυσης». Στα τυφλά ασφαλώς προχωράμε, αλλά κρατάμε στα χέρια μας μια έξυπνη βέργα, την ποιητική λέξη, που μπορεί να μας περάσει στην απέναντι όχθη. Όσο για τον όρο «πειστική ανάλυση» που χρησιμοποίησα, γνωρίζω τον κίνδυνο της αυταπάτης και της πλάνης. Κι εδώ ακριβώς κρύβεται ένα άλλο δράμα στην επικοινωνία αναγνώστη και ποιητή. Είναι μοιραίο, όσα θεμελιωμένη κι αν είναι μια ποιητική ανάγνωση/ ανάλυση, η συναίσθηση της ασφάλειας (επειδή ακριβώς είναι άλλη μια ατομική ιδέα) να είναι κλεισμένη ερμητικά στο κάστρο της. Το μοναχικό δράμα ενός βαθυστόχαστου αναγνώστη δεν έχει τέλος» (σσ. 57-58).
Όσο καλά γνωρίζει, όμως, να διατηρεί τις επιφυλάξεις του ο Α.Κ. Χριστοδούλου, άλλο τόσο καλά γνωρίζει πώς να διατυπώνει και να τεκμηριώνει τις αντιρρήσεις του, είτε πρόκειται για ανακρίβειες κριτικών, μελετητών ή μεταφραστών, είτε πρόκειται για λανθασμένες εκτιμήσεις, κατά την γνώμη του, ακόμη και του ίδιου τού Σεφέρη. Έτσι, επί παραδείγματι, ο Χριστοδούλου θεωρεί πως το περίφημο κείμενο «Μια Σκηνοθεσία για την Κίχλη», γραμμένο από τον ίδιο τον ποιητή, αντί να διευκολύνει την κατανόηση του ποιήματος, περιέπλεξε ακόμα περισσότερο τα πράγματα· αλλού, πάλι, δεν διστάζει να καταλογίσει στον Σεφέρη ελλιπή εμβάθυνση στην γνωστή θέση τού Διονύσιου Σολωμού για την προτεραιότητα της νοητικής έναντι της (συν)αισθηματικής πρόσληψης της ποίησης.
Η «εξηγητική» μέθοδος εργασίας τού Α.Κ. Χριστοδούλου οφείλει (υποθέτω, μάλιστα, συνειδητά) οπωσδήποτε πολλά στην «πρακτική κριτική» τού I. A. Richards και, γενικότερα, στην «πλησία ή προσεκτική ανάγνωση» [close reading] της Νέας Κριτικής, όπως και στις αντιλήψεις περί «προθεσιακής πλάνης» των Wimsatt και Beardsley. Ωστόσο, τα παραπάνω συνδυάζονται επιτυχώς, όσο και, εν μέρει, απρόσμενα, με τις «θεωρίες τής αναγνωστικής ανταπόκρισης», αν κρίνουμε από φράσεις όπως η ακόλουθη, διατυπωμένη ως κριτικός έλεγχος μιας ακυρολεξίας τού Ανδρέα Καραντώνη: «Οι ποιητικές λέξεις δεν έχουν ούτε κύτταρα, ούτε νεύρα, ούτε αίμα. Δεν είναι ζωντανά πλάσματα. […] Οι λέξεις στην ποίηση ζωντανεύουν όταν πίνουν από το αίμα ενός αναγνώστη, για να χρησιμοποιήσω την εικόνα τής ομηρικής νεκυομαντείας» (σ. 74).
Πέρα από την αληθινή και βαθιά κατανόηση της Κίχλης (με όλες, βέβαια, τις αναφερθείσες νωρίτερα εδώ επιφυλάξεις), την οποία κερδίζει κάθε επιμελής αναγνώστης τού Α.Κ. Χριστοδούλου (αυτήν την φορά), ο οποίος και καθοδηγεί την «παραμυθιακή»[2] ανάγνωση του σεφερικού έργου, προσωπικά οφείλω, επιπροσθέτως, στον μελετητή την πολύτιμη δυνατότητα μιας διαφορετικά φωτισμένης ανάγνωσης ενός άλλου λογοτεχνήματος, του μυθιστορήματος Λεμονοδάσος του Κοσμά Πολίτη, χάρη στις πληροφορίες που παρέχονται και στις περιγραφές τού Γιώργου Σεφέρη για τον Πόρο. Ως αντίδωρο, δε, για αυτήν την ιδιαίτερη (αδιάφορο αν είναι ανεπίγνωστη) προσφορά του, θα ήθελα εδώ να θέσω υπ’ όψιν τού Αθανάσιου Χριστοδούλου μια δική μου απορία, αλλά και μία συγγενή θεματικά, όσο και άκρως εισαγωγική, βέβαια, σχετική ερευνητική απόπειρα.
Δεν είναι περίεργη η αρχική επιλογή τής ονομασίας «Κίχλη» για το, «βοηθητικόν του Στόλου», καραβάκι, «που έκανε στους καλούς καιρούς τα θελήματα του Προγυμναστηρίου του Πόρου»; Το πουλί «τσίχλα» (thrush στα αγγλικά) αποτελεί μια ευρεία κατηγορία με πολλά είδη, αλλά η χρήση τού ονόματός του και, μάλιστα, στην “επίσημη” μορφή του για ένα μικρό καράβι φαντάζει, τουλάχιστον, πρωτότυπη. Πάντως, η «καλλιτεχνική εμπλοκή» τής τσίχλας/ κίχλης δεν ξεκίνησε με τον Σεφέρη. Θα πρέπει να διευκρινιστεί εδώ ότι η οικογένεια Turdidae, δηλαδή, οι τσίχλες, ταξινομείτο παλαιότερα μαζί με το γένος Erithacus rubecula, επιστημονική ονομασία τού πολύ γνωστού μας κοκκινολαίμη – robin readbreast, στα αγγλικά. Σε αυτόν, στον robin, λοιπόν, αναθέτει ο W. H. Auden στο διάσημο ποίημά του «Ισπανία» (1937) να εκπροσωπήσει την πολιτεία τής αυτονομίας, το ελβετικό καντόνι: «the robin’s plucky canton» (στρ. 11, στ. 2). Όταν ο Σεφέρης μετέφρασε το συγκεκριμένο ποίημα του Auden,[3] απέδωσε το robin ως «τσιμπογιάννης» (λαϊκή ονομασία τού κοκκινολαίμη που επιχωριάζει στην Αίγινα), ενώ έκτοτε, στις ελληνικές μεταφράσεις τού ίδιου ποιήματος, συναντώνται οι αποδόσεις (θα υπάρχουν ίσως και άλλες, που δεν γνωρίζω): «κοκκινολαίμης» (Κώστας Μπουρναζάκης[4], Θωμάς Τσαλαπάτης[5]) και «κίχλη» (Τάκης Παπαγγελόπουλος)[6].[7]
Αν και δεν είναι γνωστή η ακριβής ημερομηνία κατά την οποία ο Γιώργος Σεφέρης μετέφρασε το ποίημα «Ισπανία» τού Auden, κρίνοντας από την ημερομηνία 4.3.1943 κατά την οποία μετέφρασε το «Musée des Beaux Arts»[8], ποίημα που ανήκει στην ίδια συλλογή (Another time) με το διάσημο προαναφερθέν, θεωρώ πως νομιμοποιούμαστε να πιστεύουμε ότι ο Σεφέρης είχε ήδη μεταφράσει το «Ισπανία» πριν αρχίσει να ασχολείται με την Κίχλη. Θα μπορούσε άραγε να συσχετιστεί το μετάφρασμα καθ’ οιονδήποτε τρόπο με το περί ου ο λόγος εδώ σεφερικό ποίημα;
Όπως και να έχει, στον Α. Κ. Χριστοδούλου, και, μέσω της μελέτης αυτού, στον Γιώργο Σεφέρη, καθώς και στον W. H. Auden και στους μεταφραστές του οφείλω το ωραίο ταξίδι. Πέραν τούτου, κάθε προσεκτικός αναγνώστης τής ανά χείρας έκδοσης (η οποία, να σημειωθεί ότι, αποτελεί εκτυπωτικό κόσμημα σε κάθε τυπογραφική λεπτομέρειά της, σχεδιασμένο και κατασκευασμένο, μάλιστα, από τον ίδιο τον Α. Κ. Χριστοδούλου), ύστερα από την διαπεραίωσή της, πιθανότατα θα οφείλει στους δύο πρώτους (και) μία διαφορετική και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ερμηνεία, αφ’ ενός, των ομηρικών προσώπων τού Οδυσσέα, της Κίρκης και του Ελπήνορα και, αφ’ ετέρου, των πολλών προσώπων τής καταστροφικής λαγνείας (του αίματος). Η σοβαρή (όχι, βέβαια, με την έννοια «αγέλαστη») Τέχνη επιφυλάσσει πάντοτε εκπλήξεις.
info: «Κίχλη», ένα ποίημα σαν παραμύθι, του Γιώργου Σεφέρη. Εξηγημένο και σχολιασμένο κατά λέξη από τον Α. Κ. Χριστοδούλου, Gutenberg/ Σύρτις, 2016
Σημειώσεις
[1] Η λεπτομερέστατη ανάλυση του Α.Κ. Χριστοδούλου, στο σώμα και στα Συμπληρωματικά Σχόλια του κυρίως κειμένου, συνοδεύεται επιπλέον και από 3 Ευρετήρια: «Κυρίων ονομάτων και όρων», «Λέξεων της Κίχλης» και «Σεφερικών παραθεμάτων»!
[2] Σε ένα από τα τελευταία Συμπληρωματικά Σχόλιά του ο Α. Κ. Χριστοδούλου προβάλλει ως έναν από τους λόγους εξαιτίας των οποίων χαρακτήρισε την Κίχλη ως «παραμύθι» το γεγονός τής «υπέρογκης αυταπάτης» τού Σεφέρη, ο οποίος φαίνεται (ή θέλει) να πιστεύει ότι μπορεί να υπάρξει κάτι, έστω και το παραμικρό, στον βίο τού ανθρώπου που να μην διαφεντεύεται από την νοητική λειτουργία. Ανεξαρτήτως αυτού, πάντως, η σύνολη αφήγηση του Α. Κ. Χριστοδούλου διαθέτει παραμυθιακά χαρακτηριστικά, και αυτό, δεδομένων των συνεχών παραπομπών και παρεκβάσεων, είναι, πραγματικά, ένα κατόρθωμα και καταδεικνύει, αναμφίβολα, αφηγητικό τάλαντο.
[3] Στην σχετική σημείωση των Αντιγραφών αναφέρεται ότι: «Η μετάφραση έγινε από την έκδοση του ποιήματος σε χωριστό φυλλάδιο (Λονδίνο, Faber and Faber, 1937) που έφερε την ακόλουθη δήλωση: «Τα συγγραφικά δικαιώματα από το πούλημα τούτου του ποιήματος πηγαίνουν στην “Ιατρική βοήθεια για την Ισπανία”». Το ποίημα ξανατυπώθηκε στη συλλογή τού Auden, Another Time (Λονδίνο, Faber and Faber, 1940). Αυτά ήξερα ώς τον καιρό που βγήκε η πρώτη έκδοση των Αντιγραφών (Απρίλης 1965)». Στην συνέχεια ο Σεφέρης αναφέρεται στην μεταγενέστερη αποκήρυξη του συγκεκριμένου ποιήματος από τον W. H. Auden· βλ. στο Γιώργος Σεφέρης, Αντιγραφές Οριστική έκδοση, Φιλολογική επιμέλεια: Γ. Π. Σαββίδης, Ίκαρος, 1978, σσ. 159-160.
[4] Βλ. στο περιοδικό Παλίμψηστον, Ηράκλειο Κρήτης, τχ. 31, Φθινόπωρο 2013, σ. 12.
[5] Βλ. στο περιοδικό Τα Ποιητικά, τχ. 12, Δεκέμβριος 2013, σ. 19.
[6] Βλ. στο περιοδικό Το Κοράλλι, τχ. 10, Ιούλιος – Σεπτέμβριος 2016, σ. 18.
[7] Δευτερευόντως, το «plucky [= τολμηρός, ψυχωμένος] canton» μεταφράζεται ως «καβγατζίδικο καντόνι» (Σεφέρης, ό.π., σ. 123), «θαρραλέο καντόνι» (Μπουρναζάκης, ό.π. και Τσαλαπάτης, ό.π.), «γενναίο καντόνι» (Παπαγγελόπουλος, ό.π.).
[8] Αυτό το δεύτερο μεταφρασμένο ποίημα του Auden (το «Musée des Beaux Arts») ο Γιώργος Σεφέρης το ξαναθυμήθηκε στο «Θερινό Ηλιοστάσι» (από τα Τρία κρυφά ποιήματα), αν κρίνουμε από την αναφορά εκεί (Β′ 10-12) στον πίνακα του Breughel «Τοπίο με την πτώση τού Ίκαρου», ο οποίος περιγράφεται (μεταξύ και άλλων παρόμοιων “ζωγραφικών” νύξεων· βλ. σχετικά στο Γ. Χ. Ώντεν, Πένθιμο μπλουζ και άλλα ποιήματα, Ανθολόγηση, μετάφραση και σχόλια: Ερρίκος Σοφράς, Κίχλη, 2015/ στο «Σημείωμα», σσ. 7-19, εδώ, σσ. 14-15) από τον W. H. Auden στο «Musée des Beaux Arts» (βλ. και την αντίστοιχη Σημείωση στο Γιώργος Σεφέρης, Ποιήματα, Δέκατη έκτη έκδοση, Ίκαρος, 1989, σ. 348).
Σταυρούλα Γ. Τσούπρου
Γιῶργος Σεφέρης - Κίχλη
* Α´. Τὸ σπίτι κοντὰ στὴ θάλασσα * Β´. Ὁ ἡδονικὸς Ἐλπήνωρ * Γ´. Τὸ ναυάγιο τῆς «Κίχλης» |
«ΚΙΧΛΗ»
Δαίμονος ἐπιπόνου κατὰ τύχης χαλεπῆς ἐφήμερον σπέρμα, τί μὲ βιάζεσθε λέγειν, ἃ ὑμῖν ἄρειον μὴ γνῶναι. (Ο ΣΕΙΛΗΝΟΣ ΣΤΟΝ ΜΙΔΑ) |
Α´ | ||||||||||||||||
Β´ | ||||||||||||||||
Γ´ |
Η Γαλήνη μου έδωσε ύστερα από πολλά χρόνια, το
αίσθημα του στέρεου σπιτιού όχι της κατασκήνωσης Η Μαρώ Σεφέρη. Γιατί όχι κάποιες πλευρές της Κίρκης
του ποιήματος; |
Ολόκληρο το κείμενο
του Σεφέρη, στο σύνδεσμο |
* Ελπήνορας
Γιάννης Ψυχοπαίδης "Ελπήνωρ"
Ελπήνορας
Ελπήνορας άνθρωπος αντιηρωικός, τρυφηλός, ηδυπαθής, επιπόλαιος, απερίσκεπτος,
γενικά αρνητικά χαρακτηρισμένος.
Λίγα λόγια για τον Ελπήνορα ο οποίος κατέχει κεντρική θέση, στην Κίχλη αλλά
και σε άλλα ποιήματα του Σεφέρη είτε ονομαζόμενος είτε σαν περσόνα.
Ενδεικτικά:
Στη "Στροφή" στο ποίημα: "Οι Σύντροφοι
στον άδη"
« πέσαμε εδώ στα χαμηλά
ανίδεοι και χορτάτοι».
Στο "Μυθιστόρημα" στο Δ΄ "Αργοναύτες" οι
υποταγμένοι και σιωπηλοί σύντροφοι
« Οι σύντροφοι τέλειωσαν με τη σειρά
με χαμηλωμένα μάτια. Τα κουπιά τους
δείχνουν το μέρος που κοιμούνται στ᾿ ακρογιάλι.
Κανείς δεν τους θυμάται. Δικαιοσύνη.
Χαρακτηρισμένοι Ελπήνορες από τον ίδιο το Σεφέρη στο ποίημα αυτό, με
ενστάσεις από μελετητές του ποιήματος (περιπτώσεις Λέοντος
Καραπαναγιώτη στο Αφιέρωμα για τον Σεφέρη 1961 "Μυθιστόρημα", Σπύρου
Πλασκοβίτη "Ο δίκαιος λόγος του Σεφέρη" επιλογή κριτικών κειμένων,
Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης).
Ακόμη στο "μια Σκηνοθεσία για την Κίχλη"
ο Σεφέρης και τους "υπομονετικούς" της " Άρνησης"
τους χαρακτηρίζει πολύ αυστηρά Ελπήνορες.
«Με τι καρδιά, με τι πνοή,
τι πόθους και τι πάθος
πήραμε τη ζωή μας· λάθος»
«Το κέρδισε ο μικρότερος και χάθηκε» από τη "Μποτίλια
στο πέλαγος» ΙΒ΄ από το "Μυθιστόρημα", ένας
κάποιος Ελπήνωρ ο πιο νέος.
Και ο ίδιος υπενθυμίζει τη ρητή επίκληση, στο Ημερολόγιο Β΄ «Ο Στρατής
Θαλασσινός ανάμεσα στους αγαπάνθους»,
«Κι οι σύντροφοι μένουν στα παλάτια της Κίρκης·
ακριβέ μου Ελπήνωρ! Ηλίθιε, φτωχέ μου Ελπήνωρ!
Ή, δεν τους βλέπεις;»
που έρχεται σε αντίθεση με τις σκιές των ηρώων που δηλώνει η ράχη των Ψαρών.
«Βοηθήστε μας!»-
Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη.
Συνεχίζει ο Σεφέρης προς τον Κατσίμπαλη:
«Ίσως ρωτήσεις γιατί γράφω με συμπάθεια γι᾿ αυτούς. Μα γιατί οι άνθρωποι που
ανήκουν σ᾿ αυτή την κατηγορία, ανάμεσα στους ήρωες (ομηρική έννοια, όχι
καρλαϊλική) και τους Θερσίτες είναι οι πιο συμπαθητικοί. Ακόμα και ο Ομηρικός
Οδυσσέας, όταν βλέπει τον Ελπήνορα πρώτο ανάμεσα στους νεκρούς, τον λυπάται και
δακρύζει. Δε λέω: αγαπητοί αξιοθαύμαστοι· λέω: συμπαθητικοί, μέσοι και
σπαταλημένοι»
Παρακάτω σημειώνει ο Σεφέρης: «Ίσως ρωτήσεις γιατί γράφω με συμπάθεια
γι' αυτούς. Μα γιατί οι άνθρωποι που ανήκουν σ᾿ αυτή την κατηγορία, ανάμεσα
στους ήρωες (ομηρική έννοια, όχι καρλαϊλική) και τους Θερσίτες είναι οι πιο
συμπαθητικοί. Ακόμα και ο Ομηρικός Οδυσσέας, όταν βλέπει τον Ελπήνορα πρώτο
ανάμεσα στους νεκρούς, τον λυπάται και δακρύζει. Δε λέω: αγαπητοί
αξιοθαύμαστοι· λέω: συμπαθητικοί, μέσοι και σπαταλημένοι»
Ο Ομηρικός Ελπήνορας
Στη χώρα των Λαιστρυγόνων ο Οδυσσέας χάνει τα ένδεκα από τα δώδεκα καράβια
του. Με το ένα που του απομένει φτάνει στην Αιαία, το παράξενο και μυστηριώδες
νησί της Κίρκης. Εκεί ανιχνεύει αρχικά μόνος του το παλάτι της Κίρκης, αλλά δεν
το πλησιάζει. Επιστρέφει στους συντρόφους και τους χωρίζει σε δύο ομάδες,
ορίζοντας αρχηγό της δεύτερης τον Ευρύλοχο. Στην ομάδα αυτή πέφτει ο κλήρος να
πάει στο παλάτι και να μπει μέσα. Εκεί τους υποδέχεται η Κίρκη και με το μαγικό
ραβδί της τους μεταμορφώνει σε γουρούνια. Σώζεται μονάχα ο (καχύποπτος)
Ευρύλοχος, που έμεινε έξω από το παλάτι. Τρομοκρατημένος από την εξαφάνιση των
άλλων, γυρίζει πίσω και ενημερώνει τους υπόλοιπους και τον Οδυσσέα, που
αναλαμβάνει και πάλι μόνος να ξεδιαλύνει το μυστήριο. Στο δρόμο προς το παλάτι
εμφανίζεται μπροστά του ο Ερμής, που του αποκαλύπτει τι έχει συμβεί και τον
συμβουλεύει πώς να αντιμετωπίσει την Κίρκη. Η μάγισσα επιχειρεί να μεταμορφώσει
και τον Οδυσσέα αλλά αποτυγχάνει. Εκείνος την ορκίζει πως δεν θα του κάνει
κακό, πλαγιάζει μαζί της και την πείθει να επαναφέρει στην ανθρώπινη μορφή τους
συντρόφους του. Η Κίρκη δέχεται και ζητά να έρθουν στο παλάτι και οι υπόλοιποι.
Όλοι μαζί περνούν κάπου ένα χρόνο στο παλάτι ευωχούμενοι. Όταν ο Οδυσσέας,
παρακινούμενος και από τους συντρόφους, της ζητάει να τους επιτρέψει να φύγουν,
εκείνη συγκατατίθεται, αλλά, προς απογοήτευση όλων, του φανερώνει ότι πρέπει να
κατεβεί στον κάτω κόσμο για να ζητήσει χρησμό από τον μάντη Τειρεσία, που θα
του δείξει το δρόμο της επιστροφής. Την ώρα που ξεκινούν, ο πιο νέος απ᾽
όλους, ο Ελπήνωρ με τον σαλεμένο νου, πέφτει μεθυσμένος από
το δώμα της Κίρκης και σκοτώνεται.
Κάποιος Ελπήνωρ, ο πιο νέος απ᾽ όλους, μήτε στη μάχη και πολύ
γενναίος, μήτε και στο μυαλό του τόσο γνωστικός -
αυτός λοιπόν, γυρεύοντας δροσιά, πήγε και πλάγιασε παράμερα
από τους άλλους μου συντρόφους,
στο δώμα επάνω του ιερού σπιτιού της Κίρκης,
με το κεφάλι του βαρύ απ᾽ το πολύ κρασί.
Τότε, ακούγοντας θόρυβο και φωνές των άλλων που κινούσαν,
πετάχτηκε απ᾽ τον ύπνο ξαφνιασμένος και, παραζαλισμένος, χάνει
τον δρόμο του, που θα κατέβαινε πάλι τη σκάλα την ψηλή·
από τη στέγη πέφτοντας, γκρεμίστηκε με το κεφάλι, σύντριψε
του λαιμού τους αστραγάλους, κι ευθύς κατέβηκε
στον Άδη η ψυχή του.
Ο Οδυσσέας τον συνάντησε όταν επισκέφθηκε τον Άδη, και μάλιστα ήταν ο πρώτος
που συνάντησε στον κάτω κόσμο. Εκεί ο Ελπήνορας του υπενθύμισε ότι του όφειλε
μια κανονική κηδεία, οπότε επιστρέφοντας ο Οδυσσέας στον επάνω κόσμο εκπλήρωσε
την υποχρέωσή του: επέστρεψε στην Αιαία, έκαψε τη σορό του Ελπήνορα και μετά
την έθαψε μαζί με την πανοπλία του, σημαδεύοντας τον τάφο με ένα κουπί του
πλοίου του.
Ο αντιηρωικός χαρακτήρας του Ελπήνορα αγγίζει τη σύγχρονη ευαισθησία
περισσότερο απ' ό, τι οι πρωτεύοντες ομηρικοί ήρωες, όπως ο Οδυσσέας. Ο Ελπήνωρ
(ελπίς+ανήρ) είναι ο συνηθισμένος άνθρωπος που ζει στον μικρόκοσμό του και
παγιδεύεται σε μικρές επιλογές που όμως τη δεδομένη στιγμή φαντάζουν σπουδαίες
στα μάτια του.
Το ποίημα Α'
Δαίμονος ἐπιπόνου καί τύχης χαλεπής έφήμερον σπέρμα, |
Σχόλια |
Ανάλυση
Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν. Έτυχε |
|
|
Μη μου μιλάς για τ' αηδόνι μήτε για τον κορυδαλλό |
Ο ποιητής σαν να
απαντά σε μια παρηγορητική φωνή: μη μου μιλάς για πράγματα όπως θα μίλαγαν σ᾿
άλλους καιρούς. Το μόνο που ξέρω είναι ότι τα σπίτια έχουν
τη φυλή τους, "το ύφος τους". Εδώ τα σπίτια
προσωποποιούνται: αισθάνονται, γελούνε, θυμώνουν, με αυτούς που έφυγαν
από πολέμους, από ανάγκες τώρα που ο κόσμος έγινε απέραντος. Στο
ημερολόγιο τού 46 ο Σεφέρης γράφει: «Νόμιζες πως ο πόλεμος, οι δύσκολες
περιστάσεις θα τελείωναν με κάποια ειρήνη. Ξαφνικά ανακαλύπτεις πως όλη τη
ζωή σου θα την περάσεις ανώμαλα» |
|
Β΄ Ο ηδονικός
Ελπήνωρ
Η μάγισσα, J.W.Waterhouse, 1913 Το ραδιόφωνο |
1.Στο φεγγάρι: Η Κίρκη
ήταν, σύμφωνα με την παράδοση, σεληνιακή θεά. Το φαντασμαγορικό φως του
φεγγαριού, που αλλάζει την ύλη, ευκολύνει την παρομοίωση. Καταμεσήμερα η
εικόνα θα ήταν πολύ πιο δύσκολη. |
Γ΄ Το ναυάγιο της
«Κίχλης»
|
Συνεχίζει Ο
Σεφέρης "τη Σκηνοθεσία για την Κίρκη" |
Το Φως
Καθώς περνούν τα χρόνια |
|