Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 2021

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ :ΚΙΧΛΗ,ΦΩΣ

 






Peder B. Helland - Hope
Copy video url
Play / Pause
Mute / Unmute
Report a problem
Language
Mox Player

ΚΙΧΛΗ



Τὸ φῶς

Καθὼς περνοῦν τὰ χρόνια
πληθαίνουν οἱ κριτὲς ποὺ σὲ καταδικάζουν-
καθὼς περνοῦν τὰ χρόνια καὶ κουβεντιάζεις μὲ λιγότερες
  φωνές,
βλέπεις τὸν ἥλιο μ᾿ ἄλλα μάτια-
ξέρεις πὼς ἐκεῖνοι ποὺ ἔμειναν, σὲ γελοῦσαν,
τὸ παραμίλημα τῆς σάρκας, ὁ ὄμορφος χορὸς
ποὺ τελειώνει στὴ γύμνια.
Ὅπως, τὴ νύχτα στρίβοντας στὴν ἔρμη δημοσιά,
ἄξαφνα βλέπεις νὰ γυαλίζουν τὰ μάτια ἑνὸς ζώου
ποὺ ἔφυγαν κιόλας, ἔτσι νιώθεις τὰ μάτια σου
τὸν ἥλιο τὸν κοιτᾶς, ἔπειτα χάνεσαι μὲς στὸ σκοτάδι-
ὁ δωρικὸς χιτώνας
ποὺ ἀγγίξανε τὰ δάχτυλά σου καὶ λύγισε σὰν τὰ βουνά,
εἶναι ἕνα μάρμαρο στὸ φῶς, μὰ τὸ κεφάλι του εἶναι στὸ
  σκοτάδι.
Κι αὐτοὺς ποὺ ἀφῆσαν τὴν παλαίστρα γιὰ νὰ πάρουν
  δοξάρια
καὶ χτύπησαν τὸ θεληματικὸ μαραθωνοδρόμο
κι ἐκεῖνος εἶδε τὴ σφενδόνη ν᾿ ἀρμενίζει στὸ αἷμα
ν᾿ ἀδειάζει ὁ κόσμος ὅπως τὸ φεγγάρι
καὶ νὰ μαραίνουνται τὰ νικηφόρα περιβόλια-
τοὺς βλέπεις μὲς στὸν ἥλιο, πίσω ἀπὸ τὸν ἥλιο.
Καὶ τὰ παιδιὰ ποὺ κάναν μακροβούτια ἀπ᾿ τὰ μπαστούνια
πηγαίνουν σὰν ἀδράχτια γνέθοντας ἀκόμη,
σώματα γυμνὰ βουλιάζοντας μέσα στὸ μαῦρο φῶς
μ᾿ ἕνα νόμισμα στὰ δόντια, κολυμπώντας ἀκόμη,
καθὼς ὁ ἥλιος ράβει μὲ βελονιὲς μαλαματένιες
πανιὰ καὶ ξύλα ὑγρὰ καὶ χρώματα πελαγίσια-
ἀκόμη τώρα κατεβαίνουνε λοξὰ
πρὸς τὰ χαλίκια τοῦ βυθοῦ
οἱ ἄσπρες λήκυθοι.

Ἀγγελικὸ καὶ μαῦρο, φῶς,
γέλιο τῶν κυμάτων στὶς δημοσιὲς τοῦ πόντου,
δακρυσμένο γέλιο,
σὲ βλέπει ὁ γέροντας ἱκέτης
πηγαίνοντας νὰ δρασκελίσει τὶς ἀόρατες πλάκες
καθρεφτισμένο στὸ αἷμα του
ποὺ γέννησε τὸν Ἐτεοκλῆ καὶ τὸν Πολυνείκη.
Ἀγγελικὴ καὶ μαύρη, μέρα-
ἡ γλυφὴ γέψη τῆς γυναίκας ποὺ φαρμακώνει τὸ φυλακισμένο
βγαίνει ἀπ᾿ τὸ κύμα δροσερὸ κλωνάρι στολισμένο στάλες.
Τραγούδησε μικρὴ Ἀντιγόνη, τραγούδησε, τραγούδησε...
δὲ σοῦ μιλῶ γιὰ περασμένα, μιλῶ γιὰ τὴν ἀγάπη
στόλισε τὰ μαλλιά σου μὲ τ᾿ ἀγκάθια τοῦ ἥλιου,
σκοτεινὴ κοπέλα-
ἡ καρδιὰ τοῦ Σκορπιοῦ βασίλεψε,
ὁ τύραννος μέσα ἀπ᾿ τὸν ἄνθρωπο ἔχει φύγει,
κι ὅλες οἱ κόρες τοῦ πόντου, Νηρηίδες, Γραῖες
τρέχουν στὰ λαμπυρίσματα τῆς ἀναδυομένης
ὅποιος ποτέ του δὲν ἀγάπησε θ᾿ ἀγαπήσει,
στὸ φῶς-
  καὶ εἶσαι
σ᾿ ἕνα μεγάλο σπίτι μὲ πολλὰ παράθυρα ἀνοιχτὰ
τρέχοντας ἀπὸ κάμαρα σὲ κάμαρα, δὲν ξέροντας ἀπὸ ποῦ
  νὰ κοιτάξεις πρῶτα,
γιατὶ θὰ φύγουν τὰ πεῦκα καὶ τὰ καθρεφτισμένα βουνὰ
  καὶ τὸ τιτιβισμάτων πουλιῶν
θ᾿ ἀδειάσει ἡ θάλασσα, θρυμματισμένο γυαλί, ἀπὸ βοριὰ
  καὶ νότο
θ᾿ ἀδειάσουν τὰ μάτια σου ἀπ᾿ τὸ φῶς τῆς μέρας
πῶς σταματοῦν ξαφνικὰ κι ὅλα μαζὶ τὰ τζιτζίκια.

Πόρος, «Γαλήνη», 31 τοῦ Ὀχτώβρη 1946

 

ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ

Το Φως

Το Φως είναι η αλήθεια, η δικαιοσύνη αλλά και το «σπίτι».

Αυτό το κομμάτι μοιάζει μ’ ένα βίντεο-κλιπ με σκηνές που αλλάζουν με ταχύτητα και σταμα

τούν απότομα. Σ’ αυτό συνηγορούν και οι μουσικές εικόνες (ο χορός, τα δοξάρια, τραγούδη

σε, 

τα τζιτζίκια)

Τι βλέπουμε; Πολλά πράγματα μαζί.

Τη μοναξιά του ποιητή σε μια κατάσταση στην οποία η πλειοψηφία υιοθετεί ακραίες στάσεις 


και απόψεις

καθώς περνούν τα χρόνια…λιγότερες φωνές

Τη δυσκολία να ερμηνεύσουμε την πραγματικότητα

Όπως τη νύχτα…μες στο σκοτάδι

Την όμορφη αισθησιακή γυναίκα που όμως μοιάζει με απατηλή εικόνα

ξέρεις…γύμνια

και βγαίνει από τη θάλασσα όπως η Αφροδίτη

βγαίνει απ’ το κύμα δροσερό κλωνάρι

επαναλαμβάνεται η ιδέα του αγάλματος

ο δωρικός χιτώνας…στο σκοτάδι

Τους νέους που πολεμούν και πεθαίνουν

κι αυτούς που αφήσαν την παλαίστρα…οι άσπρες λήκυθοι

τον εμφύλιο πόλεμο

που γέννησε τον Ετεοκλή και τον Πολυνείκη

την αγάπη και τον θάνατο

Τραγούδησε μικρή Αντιγόνη… μιλώ για την αγάπη

σκοτεινή κοπέλα

και στο τέλος την «κάθαρση»

ο τύραννος μέσα απ’ τον άνθρωπο έχει φύγει

όποιος ποτέ του δεν αγάπησε θ’ αγαπήσει στο φως

και στη συνέχεια όλα εξαφανίζονται απότομα

πώς σταματούν ξαφνικά κι όλα μαζί τα τζιτζίκια.

στίχος 58: δακρυσμένο γέλιο: δακρυόεν γελάσασα

(Ιλιάδα Ζ΄ Έκτορος και Ανδρομάχης ομιλία: 484)

Τάσος Χατζηαναστασίου

Παλέρμο, Μάιος – Ιούνιος 2003

ADVERTISEMENTΚαθώς περνούν τα χρόνια – 

πληθαίνουν οι κριτές που σε καταδικάζουν
κουβεντιάζεις με λιγότερες φωνές, 
βλέπεις τον ήλιο μ’ άλλα μάτια
είναι ένα μάρμαρο στο φως, μα το κεφάλι του, είναι στο σκοτάδι  

Εδώ υπάρχουν, η ανθρώπινη πείρα, η σοφία και η ανθρώπινη πίκρα, όλα αποκτημένα με τα σκληρά βιώματα του λαού μας, με καταβολές ανυπολόγιστες πολιτισμικά και πολύτιμες θυσίες. Εδώ, βλέπουμε την πάλη ανάμεσα στο σκοτάδι και το φως, με επικράτηση του πρώτου. Κοιτώντας τώρα στις ανθρωποσφαγές των αιώνων, το σκοτάδι θα συναντήσουμε “πίσω από τον ήλιο” γιατί το σκοτάδι είναι το μισό του ήλιου (διαλεκτική αντίθεση). 

Αγγελικό και μαύρο, φως, γέλιο των κυμάτων, δακρυσμένο γέλιο… 

Θα χρειαστεί κάποιος μόχθος να συναιρέσουμε το αγγελικό και το μαύρο φως, να βρούμε δηλαδή τη σύνθεση που δείχνει τις αντιθέσεις της ζωής να συμπτύσσονται σε μια θέση, που είναι η αληθινή ζωή. Η ζωή μας εμπιστεύεται τα μυστικά της, την αλήθεια της, μια ζωή με νόημα όπου η χαρά και η λύπη γίνονται ένα και το καλό συνεργάζεται με το κακό. Αφού και η Αντιγόνη, η κόρη του γέροντα Οιδίποδα, από ένα περιβάλλον άγριου σπαραγμού και μίσους θα γίνει το σύμβολο της αγάπης και της εξιλέωσης. «Όποιος ποτέ του δεν αγάπησε θα αγαπήσει στο φως». Έτσι, η φωτεινή ζωή μας καθησυχάζει τους φόβους της νύχτας. Αλλά, ως πότε θα ζητάμε αυτό το φως, φτάνοντας σε ένα φεγγερό σκοτάδι; Στο αγγελικό και μαύρο φως που ο ποιητής δοξολογεί και εμείς θέλουμε μόνο το αγγελικό φως και δεν κατανοούμε πως η διαλεκτική νομοτέλεια δεν το επιτρέπει χωρίς την αντίθεσή του.

Το όραμα

Ο άνθρωπος λοιπόν κινδυνεύει, γιατί εύκολα τρίβεται, διαβρώνεται, είναι αδύναμο πουλί, ένα δεμάτι χόρτο, έτσι δεν έχει ηθική εσωτερική βούληση και συνείδηση, ούτε ο πολιτικός, ούτε ο επιστήμονας, ούτε ο καλλιτέχνης, ούτε ο απλός άνθρωπος. Γιαυτό και η Κίχλη ναυαγεί. Εξάλλου, ο άνθρωπος εμμονικά εμπιστεύεται και με πείσμα ό,τι βλέπει, και ιδιαίτερα ο Έλληνας, υπερτροφικά εγωκεντρικός και υποκειμενικός θεωρεί “αλήθεια” ό,τι αυτός πιστεύει αγνοώντας τη συλλογικότητα. Γιαυτό και η πορεία του είναι αυτή του Οιδίποδα που καταλήγει στη συντριβή και στην αυτοτύφλωση, ζητιάνος της ζωής, που τον κρατάει από το χέρι όμως, η μικρή Αντιγόνη, το παιδί της αντίστασης και της πραγματικής αλήθειας. Και όλα αυτά, γιατί ο Οιδίποδας δεν έβλεπε με το πάναγνο εσωτερικό φως, αλλά με τις εξωτερικές αισθήσεις που αρκετές φορές εξαπατούν, ή με την απόλυτη εμπιστοσύνη στην εξυπνάδα του και τον εαυτό του, που πολλές φορές μας ξεγελούν όταν αγνοούμε τις απόψεις των άλλων και την αλήθεια τους. Τέλος, το κάλεσμα στη μικρή Αντιγόνη, σύμβολο της αντίστασης (14 ετών ήταν στο μύθο), με το στεφάνι στα μαλλάκια της και σκοτεινή από το γύρω κόσμο, να τραγουδήσει για την εποχή που θα’ρθει, όπου ο Σκορπιός, σύμβολο της κακίας, θα βασιλέψει και ο τύραννος μέσα στον άνθρωπο θα πεθάνει το φως δικαιώνεται με ό,τι συμβολίζει. 
Όλοι μας κρύβουμε μέσα μας έναν μικρό τύραννο για τον εαυτό μας και τους άλλους. Όταν η αγάπη θα πλημμυρίσει την ψυχή μας με το φως της, «όποιος ποτέ του δεν αγάπησε θα αγαπήσει στο φως» (στ. 74). Τότε, ο άνθρωπος θα πάψει να είναι κίχλη, αδύναμο πουλάκι και θα βρει τον εαυτό του και τη δύναμη στη φωτεινή του διάσταση με την αγάπη, την ηθική και τη δικαιοσύνη. Τότε θα ενωθεί η φύση και ο άνθρωπος και θα πανηγυρίσουν αλλάζοντας τον απάνθρωπο κόσμο μας για πάντα. 

Γ. Ηρακλέους φιλόλογος

Βιβλιογραφία

 https://youtu.be/KgzW5_1cHMc

Μηνάς Δημάκης, Μια αντιπροσωπευτική φωνή των χρόνων μας, Εστία, Αθήνα 1970.
Γιώργος Ηρακλέους, “Ερμηνευτικές προϋποθέσεις της σεφερικής ποίησης (Ένας τρόπος διδακτικής προσέγγισης)”, Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης, τ. 13-14, Άνοιξη 1991. 
Ανδρέας Καραντώνης, Ο ποιητής Σεφέρης, Γαλαξίας, Αθήνα 1971.
Η Λέξη, τ. 53, [Αφιέρωμα στον Γιώργο Σεφέρη], Μάρτης-Απρίλης 1986.
Νέα Εστία, Αφιέρωμα στον Γιώργο Σεφέρη, τ. 1087, 15/10/1972. 


Ανατέμνοντας την Κίχλη (της Σταυρούλας Τσούπρου)

0
2235

της Σταυρούλας Τσούπρου.

Το «κατά λέξη» στον τίτλο τής ανά χείρας έκδοσης θα πρέπει να το εννοήσουμε στην επίμοχθη και συνεπή προς τον εαυτό της κυριολεξία του. Βέβαια, για κάποιον που έχει γνωρίσει έστω και ένα δείγμα ερευνητικής ή/ και μεταφραστικής εργασίας τού Α.Κ. Χριστοδούλου, το καθοριστικό αυτό στοιχείο τής δουλειάς του (και να υποθέσω: του χαρακτήρα του) δεν αποτελεί κάτι καινοφανές· ωστόσο, ο ζήλος, όταν φθάνει σε τέτοια ένταση, δεν μπορεί παρά να εκπλήσσει, κάθε φορά.

 Ο μελετητής αναμετριέται εδώ με την Σεφερική Κίχλη, «ένα από τα πιο δυσνόητα» ποιήματα της ελληνικής γλώσσας, και η έκβαση της αναμέτρησης είναι επιτυχής (όπως αντίστοιχα και στις λοιπές παρόμοιες εργασίες του, είτε για τον Σεφέρη είτε για άλλους δημιουργούς), κρίνοντας από το γεγονός ότι στο τέλος τού βιβλίου του έχει κατορθώσει πράγματι να αποδείξει ότι ο παραπάνω χαρακτηρισμός δεν ισχύει και ότι η Κίχλη, αντίθετα, είναι ένα «εύκολο» ποίημα. Η έκταση των σελίδων, ωστόσο, που χρειάστηκε να καλυφθεί και ο απίστευτα πολλαπλάσιος κόπος, για τον οποίο μαρτυρούν οι προσκομιζόμενες πληροφορίες, διαψεύδουν, κατά μία έννοια, το «εύκολον» του πράγματος· εκτός αν θεωρήσουμε ότι ένα δυσνόητο ποίημα δεν μπορεί ποτέ να ερμηνευθεί, ούτε καν έως έναν βαθμό.

Η λεπτουργημένη δομή τού εξαντλητικού ερμηνευτικού σχολιασμού, αφ’ ενός, τής νεκυομαντείας τής Κίχλης και, αφ’ ετέρου, του ιδιότυπου «ανθρωπομορφισμού τού φωτός» ως σπονδυλικής στήλης και άξονα ολόκληρης της ζωής και της τέχνης τού Γιώργου Σεφέρη, από τον μελετητή είναι, οπωσδήποτε, πολύ απαιτητική για τον αναγνώστη. Αλλά πώς θα μπορούσε και να μην είναι, εφόσον αυτή η «κατά λέξη» και στίχο-στίχο εξήγηση οδηγείται αναπόφευκτα σε μία εις βάθος και εις πλάτος έρευνα όλων (πραγματικά όλων) των θεμάτων – μοτίβων – συμβόλων – διακειμενικών αντηχήσεων, που περιλαμβάνονται, μεν, στο συγκεκριμένο σεφερικό έργο αλλά εξακτινώνονται (η λειτουργία είναι αμφίδρομη) και σε άλλα κείμενα (λογοτεχνικά ή μη) του ίδιου συγγραφέα. Μπορεί να φανταστεί κανείς, μάλιστα, πόσο περισσότερο περίπλοκη γίνεται η εν λόγω διαδικασία καταγραφής τής δικτύωσης των διακειμένων, όταν σε αυτά αναγνωρίζονται ποικίλες “εξωτερικές επιδράσεις”, ιδέες, δηλαδή, τις οποίες ο Σεφέρης άντλησε (και κατόπιν αρμοδίως επεξεργάστηκε) από έργα άλλων δημιουργών. Η προσωπική σφραγίδα τού Α.Κ. Χριστοδούλου είναι αυτή ακριβώς η εξαντλητική καταγραφή[1], η οποία αισίως οδηγεί στην διαύγαση των νοημάτων και των προθέσεων του ποιητή.

Το ως άνω σήμα κατατεθέν τού ερευνητή Χριστοδούλου στηρίζεται, δε, σε μία, σαφώς διατυπωμένη και εδώ, θεωρητική αντίληψη (στην οποία, πάντως, έχει αφιερώσει και ξεχωριστό ερευνητικό πόνημα), σύμφωνα με την οποία: «Μια ανάλυση που προχωράει βήμα-βήμα, πατώντας διαρκώς με άκρα προσοχή πάνω στην «ποιητική λέξη» πάντα, στο συγκεκριμένο εννοιολογικό (και ποιητικό ενίοτε) φορτίο της, όπως πατάει με προσοχή ένα πόδι στις απλωμένες πέτρες σε ένα ρέμα, για να περάσει το ορμητικό νερό, είναι ο μόνος τρόπος πειστικής «ανάλυσης». Στα τυφλά ασφαλώς προχωράμε, αλλά κρατάμε στα χέρια μας μια έξυπνη βέργα, την ποιητική λέξη, που μπορεί να μας περάσει στην απέναντι όχθη. Όσο για τον όρο «πειστική ανάλυση» που χρησιμοποίησα, γνωρίζω τον κίνδυνο της αυταπάτης και της πλάνης. Κι εδώ ακριβώς κρύβεται ένα άλλο δράμα στην επικοινωνία αναγνώστη και ποιητή. Είναι μοιραίο, όσα θεμελιωμένη κι αν είναι μια ποιητική ανάγνωση/ ανάλυση, η συναίσθηση της ασφάλειας (επειδή ακριβώς είναι άλλη μια ατομική ιδέα) να είναι κλεισμένη ερμητικά στο κάστρο της. Το μοναχικό δράμα ενός βαθυστόχαστου αναγνώστη δεν έχει τέλος» (σσ. 57-58).

Όσο καλά γνωρίζει, όμως, να διατηρεί τις επιφυλάξεις του ο Α.Κ. Χριστοδούλου, άλλο τόσο καλά γνωρίζει πώς να διατυπώνει και να τεκμηριώνει τις αντιρρήσεις του, είτε πρόκειται για ανακρίβειες κριτικών, μελετητών ή μεταφραστών, είτε πρόκειται για λανθασμένες εκτιμήσεις, κατά την γνώμη του, ακόμη και του ίδιου τού Σεφέρη. Έτσι, επί παραδείγματι, ο Χριστοδούλου θεωρεί πως το περίφημο κείμενο «Μια Σκηνοθεσία για την Κίχλη», γραμμένο από τον ίδιο τον ποιητή, αντί να διευκολύνει την κατανόηση του ποιήματος, περιέπλεξε ακόμα περισσότερο τα πράγματα· αλλού, πάλι, δεν διστάζει να καταλογίσει στον Σεφέρη ελλιπή εμβάθυνση στην γνωστή θέση τού Διονύσιου Σολωμού για την προτεραιότητα της νοητικής έναντι της (συν)αισθηματικής πρόσληψης της ποίησης.

Η «εξηγητική» μέθοδος εργασίας τού Α.Κ. Χριστοδούλου οφείλει (υποθέτω, μάλιστα, συνειδητά) οπωσδήποτε πολλά στην «πρακτική κριτική» τού IARichards και, γενικότερα, στην «πλησία ή προσεκτική ανάγνωση» [close reading] της Νέας Κριτικής, όπως και στις αντιλήψεις περί «προθεσιακής πλάνης» των Wimsatt και Beardsley. Ωστόσο, τα παραπάνω συνδυάζονται επιτυχώς, όσο και, εν μέρει, απρόσμενα, με τις «θεωρίες τής αναγνωστικής ανταπόκρισης», αν κρίνουμε από φράσεις όπως η ακόλουθη, διατυπωμένη ως κριτικός έλεγχος μιας ακυρολεξίας τού Ανδρέα Καραντώνη: «Οι ποιητικές λέξεις δεν έχουν ούτε κύτταρα, ούτε νεύρα, ούτε αίμα. Δεν είναι ζωντανά πλάσματα. […] Οι λέξεις στην ποίηση ζωντανεύουν όταν πίνουν από το αίμα ενός αναγνώστη, για να χρησιμοποιήσω την εικόνα τής ομηρικής νεκυομαντείας» (σ. 74).

Πέρα από την αληθινή και βαθιά κατανόηση της Κίχλης (με όλες, βέβαια, τις αναφερθείσες νωρίτερα εδώ επιφυλάξεις), την οποία κερδίζει κάθε επιμελής αναγνώστης τού Α.Κ. Χριστοδούλου (αυτήν την φορά), ο οποίος και καθοδηγεί την «παραμυθιακή»[2] ανάγνωση του σεφερικού έργου, προσωπικά οφείλω, επιπροσθέτως, στον μελετητή την πολύτιμη δυνατότητα μιας διαφορετικά φωτισμένης ανάγνωσης ενός άλλου λογοτεχνήματος, του μυθιστορήματος Λεμονοδάσος του Κοσμά Πολίτη, χάρη στις πληροφορίες που παρέχονται και στις περιγραφές τού Γιώργου Σεφέρη για τον Πόρο. Ως αντίδωρο, δε, για αυτήν την ιδιαίτερη (αδιάφορο αν είναι ανεπίγνωστη) προσφορά του, θα ήθελα εδώ να θέσω υπ’ όψιν τού Αθανάσιου Χριστοδούλου μια δική μου απορία, αλλά και μία συγγενή θεματικά, όσο και άκρως εισαγωγική, βέβαια, σχετική ερευνητική απόπειρα.

Δεν είναι περίεργη η αρχική επιλογή τής ονομασίας «Κίχλη» για το, «βοηθητικόν του Στόλου», καραβάκι, «που έκανε στους καλούς καιρούς τα θελήματα του Προγυμναστηρίου του Πόρου»; Το πουλί «τσίχλα» (thrush στα αγγλικά) αποτελεί μια ευρεία κατηγορία με πολλά είδη, αλλά η χρήση τού ονόματός του και, μάλιστα, στην “επίσημη” μορφή του για ένα μικρό καράβι φαντάζει, τουλάχιστον, πρωτότυπη. Πάντως, η «καλλιτεχνική εμπλοκή» τής τσίχλας/ κίχλης δεν ξεκίνησε με τον Σεφέρη. Θα πρέπει να διευκρινιστεί εδώ ότι η οικογένεια Turdidae, δηλαδή, οι τσίχλες, ταξινομείτο παλαιότερα μαζί με το γένος Erithacus rubecula, επιστημονική ονομασία τού πολύ γνωστού μας κοκκινολαίμη – robin readbreast, στα αγγλικά. Σε αυτόν, στον robin, λοιπόν, αναθέτει ο WHAuden στο διάσημο ποίημά του «Ισπανία» (1937) να εκπροσωπήσει την πολιτεία τής αυτονομίας, το ελβετικό καντόνι: «the robins plucky canton» (στρ. 11, στ. 2). Όταν ο Σεφέρης μετέφρασε το συγκεκριμένο ποίημα του Auden,[3] απέδωσε το robin ως «τσιμπογιάννης» (λαϊκή ονομασία τού κοκκινολαίμη που επιχωριάζει στην Αίγινα), ενώ έκτοτε, στις ελληνικές μεταφράσεις τού ίδιου ποιήματος, συναντώνται οι αποδόσεις (θα υπάρχουν ίσως και άλλες, που δεν γνωρίζω): «κοκκινολαίμης» (Κώστας Μπουρναζάκης[4], Θωμάς Τσαλαπάτης[5]) και «κίχλη» (Τάκης Παπαγγελόπουλος)[6].[7]

Αν και δεν είναι γνωστή η ακριβής ημερομηνία κατά την οποία ο Γιώργος Σεφέρης μετέφρασε το ποίημα «Ισπανία» τού Auden, κρίνοντας από την ημερομηνία 4.3.1943 κατά την οποία μετέφρασε το «Musée des Beaux Arts»[8], ποίημα που ανήκει στην ίδια συλλογή (Another time) με το διάσημο προαναφερθέν, θεωρώ πως νομιμοποιούμαστε να πιστεύουμε ότι ο Σεφέρης είχε ήδη μεταφράσει το «Ισπανία» πριν αρχίσει να ασχολείται με την Κίχλη. Θα μπορούσε άραγε να συσχετιστεί το μετάφρασμα καθ’ οιονδήποτε τρόπο με το περί ου ο λόγος εδώ σεφερικό ποίημα;

Όπως και να έχει, στον Α. Κ. Χριστοδούλου, και, μέσω της μελέτης αυτού, στον Γιώργο Σεφέρη, καθώς και στον WHAuden και στους μεταφραστές του οφείλω το ωραίο ταξίδι. Πέραν τούτου, κάθε προσεκτικός αναγνώστης τής ανά χείρας έκδοσης (η οποία, να σημειωθεί ότι, αποτελεί εκτυπωτικό κόσμημα σε κάθε τυπογραφική λεπτομέρειά της, σχεδιασμένο και κατασκευασμένο, μάλιστα, από τον ίδιο τον Α. Κ. Χριστοδούλου), ύστερα από την διαπεραίωσή της, πιθανότατα θα οφείλει στους δύο πρώτους (και) μία διαφορετική και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ερμηνεία, αφ’ ενός, των ομηρικών προσώπων τού Οδυσσέα, της Κίρκης και του Ελπήνορα και, αφ’ ετέρου, των πολλών προσώπων τής καταστροφικής λαγνείας (του αίματος). Η σοβαρή (όχι, βέβαια, με την έννοια «αγέλαστη») Τέχνη επιφυλάσσει πάντοτε εκπλήξεις.

 info: «Κίχλη», ένα ποίημα σαν παραμύθι, του Γιώργου Σεφέρη. Εξηγημένο και σχολιασμένο κατά λέξη από τον Α. Κ. Χριστοδούλου, Gutenberg/ Σύρτις, 2016

Σημειώσεις

 



[1] Η λεπτομερέστατη ανάλυση του Α.Κ. Χριστοδούλου, στο σώμα και στα Συμπληρωματικά Σχόλια του κυρίως κειμένου, συνοδεύεται επιπλέον και από 3 Ευρετήρια: «Κυρίων ονομάτων και όρων», «Λέξεων της Κίχλης» και «Σεφερικών παραθεμάτων»!

[2] Σε ένα από τα τελευταία Συμπληρωματικά Σχόλιά του ο Α. Κ. Χριστοδούλου προβάλλει ως έναν από τους λόγους εξαιτίας των οποίων χαρακτήρισε την Κίχλη ως «παραμύθι» το γεγονός τής «υπέρογκης αυταπάτης» τού Σεφέρη, ο οποίος φαίνεται (ή θέλει) να πιστεύει ότι μπορεί να υπάρξει κάτι, έστω και το παραμικρό, στον βίο τού ανθρώπου που να μην διαφεντεύεται από την νοητική λειτουργία. Ανεξαρτήτως αυτού, πάντως, η σύνολη αφήγηση του Α. Κ. Χριστοδούλου διαθέτει παραμυθιακά χαρακτηριστικά, και αυτό, δεδομένων των συνεχών παραπομπών και παρεκβάσεων, είναι, πραγματικά, ένα κατόρθωμα και καταδεικνύει, αναμφίβολα, αφηγητικό τάλαντο.

[3] Στην σχετική σημείωση των Αντιγραφών αναφέρεται ότι: «Η μετάφραση έγινε από την έκδοση του ποιήματος σε χωριστό φυλλάδιο (Λονδίνο, Faber and Faber, 1937) που έφερε την ακόλουθη δήλωση: «Τα συγγραφικά δικαιώματα από το πούλημα τούτου του ποιήματος πηγαίνουν στην “Ιατρική βοήθεια για την Ισπανία”». Το ποίημα ξανατυπώθηκε στη συλλογή τού AudenAnother Time (Λονδίνο, Faber and Faber, 1940). Αυτά ήξερα ώς τον καιρό που βγήκε η πρώτη έκδοση των Αντιγραφών (Απρίλης 1965)». Στην συνέχεια ο Σεφέρης αναφέρεται στην μεταγενέστερη αποκήρυξη του συγκεκριμένου ποιήματος από τον WHAuden· βλ. στο Γιώργος Σεφέρης, Αντιγραφές Οριστική έκδοση, Φιλολογική επιμέλεια: Γ. Π. Σαββίδης, Ίκαρος, 1978, σσ. 159-160.

[4] Βλ. στο περιοδικό Παλίμψηστον, Ηράκλειο Κρήτης, τχ. 31, Φθινόπωρο 2013, σ. 12.

[5] Βλ. στο περιοδικό Τα Ποιητικά, τχ. 12, Δεκέμβριος 2013, σ. 19.

[6] Βλ. στο περιοδικό Το Κοράλλι, τχ. 10, Ιούλιος – Σεπτέμβριος 2016, σ. 18.

[7] Δευτερευόντως, το «plucky [= τολμηρός, ψυχωμένος] canton» μεταφράζεται ως «καβγατζίδικο καντόνι» (Σεφέρης, ό.π., σ. 123), «θαρραλέο καντόνι» (Μπουρναζάκης, ό.π. και Τσαλαπάτης, ό.π.), «γενναίο καντόνι» (Παπαγγελόπουλος, ό.π.).

[8] Αυτό το δεύτερο μεταφρασμένο ποίημα του Auden (το «Musée des Beaux Arts») ο Γιώργος Σεφέρης το ξαναθυμήθηκε στο «Θερινό Ηλιοστάσι» (από τα Τρία κρυφά ποιήματα), αν κρίνουμε από την αναφορά εκεί (Β′ 10-12) στον πίνακα του Breughel «Τοπίο με την πτώση τού Ίκαρου», ο οποίος περιγράφεται (μεταξύ και άλλων παρόμοιων “ζωγραφικών” νύξεων· βλ. σχετικά στο Γ. Χ. Ώντεν, Πένθιμο μπλουζ και άλλα ποιήματα, Ανθολόγηση, μετάφραση και σχόλια: Ερρίκος Σοφράς, Κίχλη, 2015/ στο «Σημείωμα», σσ. 7-19, εδώ, σσ. 14-15) από τον WHAuden στο «Musée des Beaux Arts» (βλ. και την αντίστοιχη Σημείωση στο Γιώργος Σεφέρης, Ποιήματα, Δέκατη έκτη έκδοση, Ίκαρος, 1989, σ. 348).

Σταυρούλα Γ. Τσούπρου


Γιῶργος Σεφέρης - Κίχλη


Α´. Τὸ σπίτι κοντὰ στὴ θάλασσα

Β´. Ὁ ἡδονικὸς Ἐλπήνωρ
Τὸ ραδιόφωνο

Γ´. Τὸ ναυάγιο τῆς «Κίχλης»
Τὸ φῶς


«ΚΙΧΛΗ»

Δαίμονος ἐπιπόνου κατὰ τύχης χαλεπῆς ἐφήμερον σπέρμα,
τί μὲ βιάζεσθε λέγειν, ἃ ὑμῖν ἄρειον μὴ γνῶναι.
(Ο ΣΕΙΛΗΝΟΣ ΣΤΟΝ ΜΙΔΑ)

Α´
Τὸ σπίτι κοντὰ στὴ θάλασσα

Τὰ σπίτια ποὺ εἶχα μου τὰ πῆραν. Ἔτυχε
νά᾿ ναι τὰ χρόνια δίσεχτα πόλεμοι χαλασμοὶ ξενιτεμοὶ
κάποτε ὁ κυνηγὸς βρίσκει τὰ διαβατάρικα πουλιὰ
κάποτε δὲν τὰ βρίσκει- τὸ κυνήγι
ἦταν καλὸ στὰ χρόνια μου, πῆραν πολλοὺς τὰ σκάγια-
οἱ ἄλλοι γυρίζουν ἢ τρελαίνουνται στὰ καταφύγια.
Μὴ μοῦ μιλᾶς γιὰ τ᾿ ἀηδόνι μήτε γιὰ τὸν κορυδαλλὸ
μήτε γιὰ τὴ μικρούλα σουσουράδα
ποὺ γράφει νούμερα στὸ φῶς μὲ τὴν οὐρά της-
δὲν ξέρω πολλὰ πράγματα ἀπὸ σπίτια
ξέρω πὼς ἔχουν τὴ φυλή τους, τίποτε ἄλλο.
Καινούργια στὴν ἀρχή, σὰν τὰ μωρὰ
ποὺ παίζουν στὰ περβόλια μὲ τὰ κρόσσια τοῦ ἥλιου,
κεντοῦν παράθροφυλλα χρωματιστὰ καὶ πόρτες
γυαλιστερὲς πάνω στὴ μέρα-
ὅταν τελειώσει ὁ ἀρχιτέκτονας ἀλλάζουν,
ζαρώνουν ἢ χαμογελοῦν ἢ ἀκόμη πεισματώνουν
μ᾿ ἐκείνους ποὺ ἔμειναν μ᾿ ἐκείνους ποὺ ἔφυγαν
μ᾿ ἄλλους ποὺ θὰ γυρίζανε ἂν μποροῦσαν
ἢ ποὺ χάθηκαν, τώρα ποὺ ἔγινε
ὁ κόσμος ἕνα ἀπέραντο ξενοδοχεῖο.

Δὲν ξέρω πολλὰ πράγματα ἀπὸ σπίτια,
θυμᾶμαι τὴ χαρά τους καὶ τὴ λύπη τους
καμιὰ φορά, σὰ σταματήσω-
ἀκόμη
καμιὰ φορά, κοντὰ στὴ θάλασσα, σὲ κάμαρες γυμνὲς
μ᾿ ἕνα κρεβάτι σιδερένιο χωρὶς τίποτε δικό μου
κοιτάζοντας τὴ βραδινὴν ἀράχνη συλλογιέμαι
πὼς κάποιος ἑτοιμάζεται νὰ ῾ρθεῖ, πὼς τὸν στολίζουν
μ᾿ ἄσπρα καὶ μαῦρα ροῦχα μὲ πολύχρωμα κοσμήματα
καὶ γύρω του μιλοῦν σιγὰ σεβάσμιες δέσποινες
γκρίζα μαλλιὰ καὶ σκοτεινὲς δαντέλες,
πὼς ἑτοιμάζεται νὰ ᾿ ρθει νὰ μ᾿ ἀποχαιρετήσει-

ἤ, μιὰ γυναίκα ἐλικοβλέφαρη βαθύζωνη
γυρίζοντας ἀπὸ λιμάνια μεσημβρινά,
Σμύρνη Ρόδο Συρακοῦσες Ἀλεξάντρεια,
ἀπὸ κλειστὲς πολιτεῖες σὰν τὰ ζεστὰ παράθυροφυλλα,
μὲ ἀρώματα χρυσῶν καρπῶν καὶ βότανα,
πὼς ἀνεβαίνει τὰ σκαλιὰ χωρὶς νὰ βλέπει
ἐκείνους ποὺ κοιμήθηκαν κάτω ἀπ᾿ τὴ σκάλα.

Ξέρεις τὰ σπίτια πεισματώνουν εὔκολα, σὰν τὰ γυμνώσεις.

 

Β´
Ὁ Ἡδονικὸς Ἐλπήνωρ

Τὸν εἶδα χτὲς νὰ σταματᾶ στὴν πόρτα
κoιτῶ ἀπὸ τὸ παράθυρό μου θἄ᾿ταν
ἑφτὰ περίπου μιὰ γυναίκα ἦταν μαζί του.
Εἶχε τὸ φέρσιμο τοῦ Ἐλπήνορα, λίγο πρὶν πέσει
νὰ τσακιστεῖ, κι ὅμως δὲν ἦταν μεθυσμένος.
Μιλοῦσε πολὺ γρήγορα, κι ἐκείνη
κοίταζε ἀφηρημένη πρὸς τοὺς φωνογράφους-
τὸν ἔκοβε καμιὰ φορὰ νὰ πεῖ μία φράση
κι ἔπειτα κοίταζε μ᾿ ἀνυπομονησία
ἐκεῖ ποὺ τηγανίζουν ψάρια- σὰν τὴ γάτα.
Αὐτὸς ψιθύριζε μ᾿ ἕνα ἀποτσίγαρο σβηστὸ στὰ χείλια:
- Ἄκουσε ἀκόμη τοῦτο. Στὸ φεγγάρι
τ᾿ ἀγάλματα λυγίζουν κάποτε σὰν τὸ καλάμι
ἀνάμεσα σὲ ζωντανοὺς καρποὺς — τ᾿ ἀγάλματα-
κι ἡ φλόγα γίνεται δροσερὴ πικροδάφνη,
ἡ φλόγα ποὺ καίει τὸν ἄνθρωπο, θέλω νὰ πῶ.
- Εἶναι τὸ φῶς... ἴσκιοι τῆς νύχτας...
- Ἴσως ἡ νύχτα ποὺ ἄνοιξε, γαλάζιο ρόδι,
σκοτεινὸς κόρφος, καὶ σὲ γέμισε ἄστρα
κόβοντας τὸν καιρό.
Κι ὅμως τ᾿ ἀγάλματα
λυγίζουν κάποτε, μοιράζοντας τὸν πόθο
στὰ δυό, σὰν τὸ ροδάκινο κι ἡ φλόγα
γίνεται φίλη μὰ στὰ μέλη κι ἀναφιλητὸ
κι ἔπειτα φύλλο δροσερὸ ποὺ παίρνει ὁ ἄνεμος-
λυγίζουν γίνουνται ἀλαφριὰ μ᾿ ἕνα ἀνθρώπινο βάρος.
Δὲν τὸ ξεχνᾶς.
- Τ᾿ ἀγάλματα εἶναι στὸ μουσεῖο.
-Ὄχι, σὲ κυνηγοῦν, πῶς δὲν τὸ βλέπεις;
θέλω νὰ πῶ μὲ τὰ σπασμένα μέλη τους,
μὲ τὴν ἀλλοτινὴ μορφή τους ποὺ δὲ γνώρισες
κι ὅμως τὴν ξέρεις.
Ὅπως ὅταν
στὰ τελευταῖα τῆς νιότης σου ἀγαπήσεις
γυναίκα ποὺ ἔμεινε ὄμορφη, κι ὅλο φοβᾶσαι,
καθὼς τὴν κράτησες γυμνὴ τὸ μεσημέρι,
τὴ μνήμη ποὺ ξυπνᾶ στὴν ἀγκαλιά σου-
φοβᾶσαι τὸ φιλὶ μὴ σὲ προδώσει
σ᾿ ἄλλα κρεβάτια περασμένα τώρα
ποὺ ὡστόσο θὰ μποροῦσαν νὰ στοιχειώσουν
τόσο εὔκολα τόσο εὔκολα καὶ ν᾿ ἀναστήσουν
εἴδωλα στὸν καθρέφτη, σώματα ποὺ ἦταν μία φορὰ-
τὴν ἡδονή τους.
Ὅπως ὅταν
γυρίζεις ἀπ᾿ τὰ ξένα καὶ τύχει ν᾿ ἀνοίξεις
παλιὰ κασέλα κλειδωμένη ἀπὸ καιρὸ
καὶ βρεῖς κουρέλια ἀπὸ τὰ ροῦχα ποὺ φοροῦσες
σὲ ὄμορφες ὧρες, σὲ γιορτὲς μὲ φῶτα
πολύχρωμα, καθρεφτισμένα, ποὺ ὅλο χαμηλώνουν
καὶ μένει μόνο τὸ ἄρωμα τῆς ἀπουσίας
μιᾶς νέας μορφῆς.
Ἀλήθεια, τὰ συντρίμμια
δὲν εἶναι ἐκεῖνα- ἐσὺ ῾σαι τὸ ρημάδι-
σὲ κυνηγοῦν μὲ μία παράξενη παρθενιὰ
στὸ σπίτι στὸ γραφεῖο στὶς δεξιώσεις
τῶν μεγιστάνων, στὸν ἀνομολόγητο φόβο τοῦ ὕπνου-
μιλοῦν γιὰ περιστατικὰ ποὺ θὰ ἤθελες νὰ μὴν ὑπάρχουν
ἢ νὰ γινόντουσαν χρόνια μετὰ τὸ θάνατό σου,
κι αὐτὸ εἶναι δύσκολο γιατί...
-Τ᾿ ἀγάλματα εἶναι στὸ μουσεῖο.
Καληνύχτα.
-... γιατὶ τ᾿ ἀγάλματα δὲν εἶναι πιὰ συντρίμμια,
εἴμαστε ἐμεῖς. Τ᾿ ἀγάλματα λυγίζουν ἀλαφριὰ ... καλή-
νύχτα.
Ἐδῶ χωρίστηκαν. Αὐτὸς ἐπῆρε
τὴν ἀνηφόρα ποὺ τραβάει κατὰ τὴν Ἄρκτο
κι αὐτὴ προχώρεσε πρὸς τὸ πολύφωτο ἀκρογιάλι
ὅπου τὸ κύμα πνίγεται στὴ βοὴ τοῦ ραδιοφώνου:

Τὸ ραδιόφωνο

«Πανιὰ στὸ φύσημα τοῦ ἀγέρα
ὁ νοῦς δὲν κράτησε ἄλλο ἀπὸ τὴ μέρα.
Ἄρωμα πεύκου καὶ σιγὴ
εὔκολα θ᾿ ἁπαλύνουν τὴν πληγὴ
ποὺ ἔκαμαν φεύγοντας ὁ ναύτης
ἡ σουσουράδα ὁ κοκωβιὸς κι ὁ μυγοχάφτης.
Γυναίκα ποὺ ἔμεινες χωρὶς ἁφή,
ἄκουσε τῶν ἀνέμων τὴν ταφή.

«Ἄδειασε τὸ χρυσὸ βαρέλι
ὁ γήλιος ἔγινε κουρέλι
σὲ μιᾶς μεσόκοπης λαιμὸ
ποὺ βήχει καὶ δὲν ἔχει τελειωμό-
τὸ καλοκαίρι ποὺ ταξίδεψε τὴ θλίβει
μὲ τὰ μαλάματα στοὺς ὤμους καὶ στὴν ἥβη.
Γυναίκα ποὺ ἔχασε τὸ φῶς,
ἄκουσε, τραγουδᾶ ὁ τυφλός.»

«Σκοτείνιασε- κλεῖσε τὰ τζάμια-
κάνε σουραύλια μὲ τὰ χτεσινὰ καλάμια,
καὶ μὴν ἀνοίγεις ὅσο κι ἂν χτυποῦν-
φωνάζουν μὰ δὲν ἔχουν τί νὰ ποῦν.
Πάρε κυκλάμινα, πευκοβελόνες,
κρίνα ἀπ᾿ τὴν ἄμμο, κι ἀπ᾿ τὴ θάλασσα ἀνεμῶνες
γυναίκα ποὺ ἔχασες τὸ νοῦ,
ἄκου, περνᾶ τὸ ξόδι τοῦ νεροῦ...»

«Ἀθῆναι. Ἀνελίσσονται ραγδαίως
τὰ γεγονότα ποὺ ἤκουσε μὲ δέος
ἡ κοινὴ γνώμη. Ὁ κύριος ὑπουργὸς
ἐδήλωσεν, Δὲν μένει πλέον καιρός...»
«... πάρε κυκλάμινα... πεῦκο βελόνες...
κρίνα ἀπ᾿ τὴν ἄμμο... πεῦκο βελόνες...
γυναίκα. .»
«... ὑπερτερεῖ συντριπτικῶς.
Ὁ πόλεμος...»

ΨΥΧΑΜΟΙΒΟΣ

 

Γ´
Τὸ ναυάγιο τῆς «Κίχλης»

«Τὸ ξύλο αὐτὸ ποὺ δρόσιζε τὸ μέτωπό μου
τὶς ὦρες ποὺ τὸ μεσημέρι πύρωνε τὶς φλέβες
σὲ ξένα χέρια θέλει ἀνθίσει. Πάρ᾿ το, σοῦ τὸ χαρίζω-
δές, εἶναι ξύλο λεμονιᾶς...»

Ἄκουσα τὴ φωνὴ
καθὼς ἐκοίταζα στὴ θάλασσα νὰ ξεχωρίσω
ἕνα καράβι ποὺ τὸ βούλιαξαν ἐδῶ καὶ χρόνια-
τὄ᾿λεγαν «Κίχλη» ἕνα μικρὸ ναυάγιο- τὰ κατάρτια,
σπασμένα, κυματίζανε λοξὰ στὸ βάθος, σὰν πλοκάμια
ἢ μνήμη ὀνείρων, δείχνοντας τὸ σκαρί του
στόμα θαμπὸ κάποιου μεγάλου κήτους νεκροῦ
σβησμένο στὸ νερό. Μεγάλη ἀπλώνουνταν γαλήνη.

Κι ἄλλες φωνὲς σιγὰ-σιγὰ μὲ τὴ σειρά τους
ἀκολούθησαν- ψίθυροι φτενοὶ καὶ διψασμένοι
ποὺ βγαίναν ἀπὸ τοῦ ἥλιου τ᾿ ἄλλο μέρος, τὸ σκοτεινό-
θἄ ῾λεγες γύρευαν νὰ πιοῦν αἷμα μία στάλα-
ἤτανε γνώριμες μὰ δὲν μποροῦσα νὰ τὶς ξεχωρίσω.

Κι ἦρθε ἡ φωνὴ τοῦ γέρου, αὐτὴ τὴν ἔνιωσα
πέφτοντας στὴν καρδιὰ τῆς μέρας
ἥσυχη, σὰν ἀκίνητη:

«Κι ἂ μὲ δικάσετε νὰ πιῶ τὸ φαρμάκι, εὐχαριστῶ-
τὸ δίκιο σας θἆ ῾ναι τὸ δίκιο μου ποῦ νὰ πηγαίνω
γυρίζοντας σὲ ξένους τόπους, ἕνα στρογγυλὸ λιθάρι.

Τὸ θάνατο τὸν προτιμῶ-
ποιὸς πάει γιὰ τὸ καλύτερο ὁ θεὸς τὸ ξέρει».

Χῶρες τοῦ ἥλιου καὶ δὲν μπορεῖτε ν᾿ ἀντικρίσετε τὸν ἥλιο.
Χῶρες τοῦ ἀνθρώπου καὶ δὲν μπορεῖτε ν᾿ ἀντικρίσετε τὸν
ἄνθρωπο.

Τὸ φῶς

Καθὼς περνοῦν τὰ χρόνια
πληθαίνουν οἱ κριτὲς ποὺ σὲ καταδικάζουν-
καθὼς περνοῦν τὰ χρόνια καὶ κουβεντιάζεις μὲ λιγότερες
  φωνές,
βλέπεις τὸν ἥλιο μ᾿ ἄλλα μάτια-
ξέρεις πὼς ἐκεῖνοι ποὺ ἔμειναν, σὲ γελοῦσαν,
τὸ παραμίλημα τῆς σάρκας, ὁ ὄμορφος χορὸς
ποὺ τελειώνει στὴ γύμνια.
Ὅπως, τὴ νύχτα στρίβοντας στὴν ἔρμη δημοσιά,
ἄξαφνα βλέπεις νὰ γυαλίζουν τὰ μάτια ἑνὸς ζώου
ποὺ ἔφυγαν κιόλας, ἔτσι νιώθεις τὰ μάτια σου
τὸν ἥλιο τὸν κοιτᾶς, ἔπειτα χάνεσαι μὲς στὸ σκοτάδι-
ὁ δωρικὸς χιτώνας
ποὺ ἀγγίξανε τὰ δάχτυλά σου καὶ λύγισε σὰν τὰ βουνά,
εἶναι ἕνα μάρμαρο στὸ φῶς, μὰ τὸ κεφάλι του εἶναι στὸ
  σκοτάδι.
Κι αὐτοὺς ποὺ ἀφῆσαν τὴν παλαίστρα γιὰ νὰ πάρουν
  δοξάρια
καὶ χτύπησαν τὸ θεληματικὸ μαραθωνοδρόμο
κι ἐκεῖνος εἶδε τὴ σφενδόνη ν᾿ ἀρμενίζει στὸ αἷμα
ν᾿ ἀδειάζει ὁ κόσμος ὅπως τὸ φεγγάρι
καὶ νὰ μαραίνουνται τὰ νικηφόρα περιβόλια-
τοὺς βλέπεις μὲς στὸν ἥλιο, πίσω ἀπὸ τὸν ἥλιο.
Καὶ τὰ παιδιὰ ποὺ κάναν μακροβούτια ἀπ᾿ τὰ μπαστούνια
πηγαίνουν σὰν ἀδράχτια γνέθοντας ἀκόμη,
σώματα γυμνὰ βουλιάζοντας μέσα στὸ μαῦρο φῶς
μ᾿ ἕνα νόμισμα στὰ δόντια, κολυμπώντας ἀκόμη,
καθὼς ὁ ἥλιος ράβει μὲ βελονιὲς μαλαματένιες
πανιὰ καὶ ξύλα ὑγρὰ καὶ χρώματα πελαγίσια-
ἀκόμη τώρα κατεβαίνουνε λοξὰ
πρὸς τὰ χαλίκια τοῦ βυθοῦ
οἱ ἄσπρες λήκυθοι.

Ἀγγελικὸ καὶ μαῦρο, φῶς,
γέλιο τῶν κυμάτων στὶς δημοσιὲς τοῦ πόντου,
δακρυσμένο γέλιο,
σὲ βλέπει ὁ γέροντας ἱκέτης
πηγαίνοντας νὰ δρασκελίσει τὶς ἀόρατες πλάκες
καθρεφτισμένο στὸ αἷμα του
ποὺ γέννησε τὸν Ἐτεοκλῆ καὶ τὸν Πολυνείκη.
Ἀγγελικὴ καὶ μαύρη, μέρα-
ἡ γλυφὴ γέψη τῆς γυναίκας ποὺ φαρμακώνει τὸ φυλακισμένο
βγαίνει ἀπ᾿ τὸ κύμα δροσερὸ κλωνάρι στολισμένο στάλες.
Τραγούδησε μικρὴ Ἀντιγόνη, τραγούδησε, τραγούδησε...
δὲ σοῦ μιλῶ γιὰ περασμένα, μιλῶ γιὰ τὴν ἀγάπη
στόλισε τὰ μαλλιά σου μὲ τ᾿ ἀγκάθια τοῦ ἥλιου,
σκοτεινὴ κοπέλα-
ἡ καρδιὰ τοῦ Σκορπιοῦ βασίλεψε,
ὁ τύραννος μέσα ἀπ᾿ τὸν ἄνθρωπο ἔχει φύγει,
κι ὅλες οἱ κόρες τοῦ πόντου, Νηρηίδες, Γραῖες
τρέχουν στὰ λαμπυρίσματα τῆς ἀναδυομένης
ὅποιος ποτέ του δὲν ἀγάπησε θ᾿ ἀγαπήσει,
στὸ φῶς-
  καὶ εἶσαι
σ᾿ ἕνα μεγάλο σπίτι μὲ πολλὰ παράθυρα ἀνοιχτὰ
τρέχοντας ἀπὸ κάμαρα σὲ κάμαρα, δὲν ξέροντας ἀπὸ ποῦ
  νὰ κοιτάξεις πρῶτα,
γιατὶ θὰ φύγουν τὰ πεῦκα καὶ τὰ καθρεφτισμένα βουνὰ
  καὶ τὸ τιτιβισμάτων πουλιῶν
θ᾿ ἀδειάσει ἡ θάλασσα, θρυμματισμένο γυαλί, ἀπὸ βοριὰ
  καὶ νότο
θ᾿ ἀδειάσουν τὰ μάτια σου ἀπ᾿ τὸ φῶς τῆς μέρας
πῶς σταματοῦν ξαφνικὰ κι ὅλα μαζὶ τὰ τζιτζίκια.

Πόρος, «Γαλήνη», 31 τοῦ Ὀχτώβρη 1946

 

Κίχλη (1946), Κείμενο 

και 

σχολιασμός.

Picture

Κίρκη πίνακας Vladislav Kvartalny

Ο Σεφέρης για να βοηθήσει τούς αναγνώστες του να διαβάσουν ευκολότερα την "Κίρκη", κατά παράκληση τού Γιώργου Κατσίμπαλη, έφτιαξε αυτή "Τη Σκηνοθεσία για την Κίχλη", και τού την έστειλε υπό μορφή επιστολής, αντί πρωτοχρονιάτικου δώρου όπως γράφει χαριτολογώντας,   στις 27 Δεκεμβρίου τού 1949.



Η Γαλήνη μου έδωσε ύστερα από πολλά χρόνια, το αίσθημα του στέρεου σπιτιού όχι της κατασκήνωσης


Η Μαρώ Σεφέρη. Γιατί όχι κάποιες πλευρές της Κίρκης του ποιήματος;

Ολόκληρο το κείμενο του Σεφέρη, στο σύνδεσμο
«Σεφέρης Μια Σκηνοθεσία για την Κίχλη» 
και ο σύνδεσμος για τα "Αντί "  στο
"Σεφέρης Μια σκηνοθεσία για την Κίχλη. τα Αντί"

Γράφει ο Σεφέρης

«Τελειώνοντας το 1949 ο Γιώργος Κατσίμπαλης μου ζήτησε να του γράψω ένα γράμμα που θα βοηθούσε το καλοπροαίρετο αναγνώστη να διαβάσει ευκολότερα την "Κίχλη"». Η αλήθεια είναι ότι το ποίημα φαινόταν απροσπέλαστο τότε. Με το κέφι που δίνει η γραφή σ᾿ ένα φίλο, κάθησα και του έφτιαξα μια σκηνοθεσία· ήταν το πρωτοχρονιάτικο δώρο μου. "Έτσι" του έλεγα "δεν είναι απίθανο να παιχτεί κάποτε η "Κίχλη" στον κινηματογράφο". Με άλλα λόγια: υποδύθηκα το πρόσωπο του κοινού αναγνώστη, λιγότερο ή περισσότερο επαρκή· το κύρος της ερμηνείας μου δεν μπορούσε να είναι βαρύτερο».
Αγαπητέ μου Γιώργο,
Η Δυσκολία .......................................................

[....]«Ας φανταστούμε» γράφει ο Σεφέρης στο "Μιά σκηνοθεσία για την Κίχλη" στον Γ. Κατσίμπαλη, πως εκείνος που λέει "εγώ" στην "Κίχλη", είναι ένας κάποιος Οδυσσέας. Ίσως αυτό να μας κάνει να στοχαστούμε πως οι άνθρωποι της αστάθειας, των περιπλανήσεων και των πολέμων, μολονότι μπορεί να παραλλάζουν κατά το μεγαλείο και την αξία, κινούνται πάντα ανάμεσα στα ίδια τέρατα και τις ίδιες λαχτάρες».
 Γράφει ο Σεφέρης στο ίδιο γράμμα: «Το σπίτι της Κίρκης είναι το πρώτο σπίτι που βλέπει ο Οδυσσέας ύστερα από πολλά βάσανα πολλά φονικά και ανοησίες (το φλασκί των ανέμων), ύστερα από τους Κύκλωπες, που του στοίχησαν ακριβά· είναι η πρώτη χλιδή που βρίσκει: το πλούσιο τραπέζι, το αψηλό κρεβάτι και το κορμί της ωραίας γυναίκας. Είναι μαλθακό αυτό το σπίτι· τους ανθρώπους που δε χάθηκαν η Κίρκη τους κάνει γουρούνια. Ο Οδυσσέας χαίρεται αυτή την ηδονή, αλλά έχει στο νου του και το δικό του σπίτι. Θα ήθελες να ονομάσουμε αυτό το δικό του σπίτι, το φως;»
«Εδώ αρχίζει η "Κίχλη" »
«Το περιβάλλον του Πόρου, οι πρώτες μου εκείνες διακοπές ύστερα από οκτώ χρόνια, μου έδωσαν διάφορα συναισθήματα. Ένα απ᾿ αυτά ήταν αυτό που έλεγα ὁ  "Αννίβας στην Καπούη". Αλλά και στα περασμένα, ο Πόρος  ήταν για μένα ο πιο "ηδονόπαθος" τόπος: λεμονόδασα, κανάλια. Συχνά  με δυσανασχέτησε· έφτασα από αντίδραση, να τον ονομάσω κρεβατοκάμαρα μεγάλης εταίρας· βλέπεις πόσο "αντιελπινορικός*" γίνομαι. Εξ άλλου η "Γαλήνη" το Βικτοριανό εκείνο σπίτι μου έδωσε ύστερα από πολλά χρόνια, το αίσθημα του στερεού σπιτιού, όχι της κατασκήνωσης.
Έτσι ο Οδυσσέας, ύστερα από τόσες καταστροφές, και άλλες που νιώθει επικείμενες, συλλογίζεται αυτό που ο κόσμος ονομάζει σπίτι».
(η αλληλοεισχώρηση ποιητή και Οδυσσέα)

«Το σπίτι γεμάτο γρίλιες και δυσπιστία
σαν το καλοκοιτάξεις στις σκοτεινές γωνιές
"για χρόνια πλάγιαζα νωρίς" ψιθυρίζει.... 
»
(Piazza San Nikolo)

« Γυρίσαμε στα σπίτια μας τσακισμένοι
μ᾿ ανήμπορα μέλη, με το στόμα ρημαγμένα
από τη γέψη της σκουριάς και της αρμύρας».

(Μυθιστόρημα Α΄)

«Το σπίτι μας μέσα στα πεύκα και τις χαρουπιές
μεγάλα παράθυρα. Μεγάλα τραπέζια.....»

(Μυθιστόρημα Ζ΄)

«Ό,τι αγάπησα χάθηκε μαζί με τα σπίτια
που ήταν καινούργια το περασμένο καλοκαίρι
και γκρέμισαν με τον αγέρα του φθινοπώρου».

(Μυθιστόρημα ΙΗ΄)

Μια σκηνοθεσία για την Κίχλη.

* Ελπήνορας

PictureΓιάννης Ψυχοπαίδης "Ελπήνωρ"

Ελπήνορας
Ελπήνορας άνθρωπος αντιηρωικός, τρυφηλός, ηδυπαθής, επιπόλαιος, απερίσκεπτος, γενικά αρνητικά χαρακτηρισμένος.
Λίγα λόγια για τον Ελπήνορα ο οποίος κατέχει κεντρική θέση, στην Κίχλη αλλά και σε άλλα ποιήματα του Σεφέρη είτε ονομαζόμενος είτε σαν περσόνα.

Ενδεικτικά:
Στη "Στροφή" στο ποίημα: "Οι Σύντροφοι στον άδη"

« πέσαμε εδώ στα χαμηλά
ανίδεοι και χορτάτοι».


Στο "Μυθιστόρημαστο Δ΄ "Αργοναύτες" οι υποταγμένοι και σιωπηλοί σύντροφοι
« Οι σύντροφοι τέλειωσαν με τη σειρά
με χαμηλωμένα μάτια. Τα κουπιά τους
δείχνουν το μέρος που κοιμούνται στ᾿ ακρογιάλι.
Κανείς δεν τους θυμάται. Δικαιοσύνη.

Χαρακτηρισμένοι Ελπήνορες  από τον ίδιο το Σεφέρη στο ποίημα αυτό, με ενστάσεις από μελετητές του  ποιήματος  (περιπτώσεις Λέοντος Καραπαναγιώτη στο Αφιέρωμα για τον Σεφέρη 1961 "Μυθιστόρημα", Σπύρου Πλασκοβίτη "Ο δίκαιος λόγος του Σεφέρη" επιλογή κριτικών κειμένων, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης).

Ακόμη  στο "μια Σκηνοθεσία για την Κίχλη"   ο Σεφέρης και τους "υπομονετικούς" της " Άρνησης"   τους χαρακτηρίζει πολύ αυστηρά Ελπήνορες.
«Με τι καρδιά, με τι πνοή,
τι πόθους και τι πάθος
πήραμε τη ζωή  μας· λάθος»

«Το κέρδισε ο μικρότερος και χάθηκε» 
από τη "Μποτίλια στο πέλαγος» ΙΒ΄ από το "Μυθιστόρημα"ένας κάποιος Ελπήνωρ ο πιο νέος.

Και ο ίδιος υπενθυμίζει τη ρητή επίκληση, στο Ημερολόγιο Β΄ «Ο Στρατής Θαλασσινός ανάμεσα στους αγαπάνθους»,
«Κι οι σύντροφοι μένουν στα παλάτια της Κίρκης·
ακριβέ μου Ελπήνωρ! Ηλίθιε, φτωχέ μου Ελπήνωρ!
Ή, δεν τους βλέπεις;»

που έρχεται σε αντίθεση με τις σκιές των ηρώων που δηλώνει η ράχη των Ψαρών.
«Βοηθήστε μας!»-
Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη.

Συνεχίζει ο Σεφέρης προς τον Κατσίμπαλη:
«Ίσως ρωτήσεις γιατί γράφω με συμπάθεια γι᾿ αυτούς. Μα γιατί οι άνθρωποι που ανήκουν σ᾿ αυτή την κατηγορία, ανάμεσα στους ήρωες (ομηρική έννοια, όχι καρλαϊλική) και τους Θερσίτες είναι οι πιο συμπαθητικοί. Ακόμα και ο Ομηρικός Οδυσσέας, όταν βλέπει τον Ελπήνορα πρώτο ανάμεσα στους νεκρούς, τον λυπάται και δακρύζει. Δε λέω: αγαπητοί αξιοθαύμαστοι· λέω: συμπαθητικοί, μέσοι και σπαταλημένοι»
Παρακάτω σημειώνει ο Σεφέρης: «Ίσως ρωτήσεις γιατί γράφω με συμπάθεια γι' αυτούς. Μα γιατί οι άνθρωποι που ανήκουν σ᾿ αυτή την κατηγορία, ανάμεσα στους ήρωες (ομηρική έννοια, όχι καρλαϊλική) και τους Θερσίτες είναι οι πιο συμπαθητικοί. Ακόμα και ο Ομηρικός Οδυσσέας, όταν βλέπει τον Ελπήνορα πρώτο ανάμεσα στους νεκρούς, τον λυπάται και δακρύζει. Δε λέω: αγαπητοί αξιοθαύμαστοι· λέω: συμπαθητικοί, μέσοι και σπαταλημένοι»

Ο Ομηρικός Ελπήνορας
Στη χώρα των Λαιστρυγόνων ο Οδυσσέας χάνει τα ένδεκα από τα δώδεκα καράβια του. Με το ένα που του απομένει φτάνει στην Αιαία, το παράξενο και μυστηριώδες νησί της Κίρκης. Εκεί ανιχνεύει αρχικά μόνος του το παλάτι της Κίρκης, αλλά δεν το πλησιάζει. Επιστρέφει στους συντρόφους και τους χωρίζει σε δύο ομάδες, ορίζοντας αρχηγό της δεύτερης τον Ευρύλοχο. Στην ομάδα αυτή πέφτει ο κλήρος να πάει στο παλάτι και να μπει μέσα. Εκεί τους υποδέχεται η Κίρκη και με το μαγικό ραβδί της τους μεταμορφώνει σε γουρούνια. Σώζεται μονάχα ο (καχύποπτος) Ευρύλοχος, που έμεινε έξω από το παλάτι. Τρομοκρατημένος από την εξαφάνιση των άλλων, γυρίζει πίσω και ενημερώνει τους υπόλοιπους και τον Οδυσσέα, που αναλαμβάνει και πάλι μόνος να ξεδιαλύνει το μυστήριο. Στο δρόμο προς το παλάτι εμφανίζεται μπροστά του ο Ερμής, που του αποκαλύπτει τι έχει συμβεί και τον συμβουλεύει πώς να αντιμετωπίσει την Κίρκη. Η μάγισσα επιχειρεί να μεταμορφώσει και τον Οδυσσέα αλλά αποτυγχάνει. Εκείνος την ορκίζει πως δεν θα του κάνει κακό, πλαγιάζει μαζί της και την πείθει να επαναφέρει στην ανθρώπινη μορφή τους συντρόφους του. Η Κίρκη δέχεται και ζητά να έρθουν στο παλάτι και οι υπόλοιποι. Όλοι μαζί περνούν κάπου ένα χρόνο στο παλάτι ευωχούμενοι. Όταν ο Οδυσσέας, παρακινούμενος και από τους συντρόφους, της ζητάει να τους επιτρέψει να φύγουν, εκείνη συγκατατίθεται, αλλά, προς απογοήτευση όλων, του φανερώνει ότι πρέπει να κατεβεί στον κάτω κόσμο για να ζητήσει χρησμό από τον μάντη Τειρεσία, που θα του δείξει το δρόμο της επιστροφής. Την ώρα που ξεκινούν, ο πιο νέος απ᾽ όλους, ο Ελπήνωρ με τον σαλεμένο νου, πέφτει μεθυσμένος από το δώμα της Κίρκης και σκοτώνεται.

Κάποιος Ελπήνωρ, ο πιο νέος απ᾽ όλους, μήτε στη μάχη και πολύ
γενναίος, μήτε και στο μυαλό του τόσο γνωστικός -
αυτός λοιπόν, γυρεύοντας δροσιά, πήγε και πλάγιασε παράμερα
από τους άλλους μου συντρόφους,
στο δώμα επάνω του ιερού σπιτιού της Κίρκης,
με το κεφάλι του βαρύ απ᾽ το πολύ κρασί.
Τότε, ακούγοντας θόρυβο και φωνές των άλλων που κινούσαν,
πετάχτηκε απ᾽ τον ύπνο ξαφνιασμένος και, παραζαλισμένος, χάνει
τον δρόμο του, που θα κατέβαινε πάλι τη σκάλα την ψηλή·
από τη στέγη πέφτοντας, γκρεμίστηκε με το κεφάλι, σύντριψε
του λαιμού τους αστραγάλους, κι ευθύς κατέβηκε
στον Άδη η ψυχή του.
Ο Οδυσσέας τον συνάντησε όταν επισκέφθηκε τον Άδη, και μάλιστα ήταν ο πρώτος που συνάντησε στον κάτω κόσμο. Εκεί ο Ελπήνορας του υπενθύμισε ότι του όφειλε μια κανονική κηδεία, οπότε επιστρέφοντας ο Οδυσσέας στον επάνω κόσμο εκπλήρωσε την υποχρέωσή του: επέστρεψε στην Αιαία, έκαψε τη σορό του Ελπήνορα και μετά την έθαψε μαζί με την πανοπλία του, σημαδεύοντας τον τάφο με ένα κουπί του πλοίου του.
Ο αντιηρωικός χαρακτήρας του Ελπήνορα αγγίζει τη σύγχρονη ευαισθησία περισσότερο απ' ό, τι οι πρωτεύοντες ομηρικοί ήρωες, όπως ο Οδυσσέας. Ο Ελπήνωρ (ελπίς+ανήρ) είναι ο συνηθισμένος άνθρωπος που ζει στον μικρόκοσμό του και παγιδεύεται σε μικρές επιλογές που όμως τη δεδομένη στιγμή φαντάζουν σπουδαίες στα μάτια του.


Το ποίημα Α'

Δαίμονος ἐπιπόνου καί τύχης χαλεπής έφήμερον σπέρμα,
τί με βιάζεσθε λέγει, ἅ ὑμῖν ἄρειον μή γνῶναι.


(Ο ΣΕΙΛΗΝΟΣ ΣΤΟΝ ΜΙΔΑ)

Α'
Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν. Έτυχε
να ᾿ναι τα χρόνια δίσεχτα· πολέμοι χαλασμοί ξενιτεμοί·
κάποτε ο κυνηγός βρίσκει τα διαβατάρικα πουλιά
κάποτε δεν τα βρίσκει· το κυνήγι
ήταν καλό στα χρόνια μου, πήραν πολλούς τα σκάγια·
οι άλλοι γυρίζουν ή τρελαίνουνται στα καταφύγια.

Μη μου μιλάς για τ' αηδόνι μήτε για τον κορυδαλλό
μήτε για τη μικρούλα σουσουράδα
που γράφει νούμερα στο φως με την ουρά της· δεν ξέρω πολλά πράγματα από σπίτια
ξέρω πως έχουν τη φυλή τους, τίποτε άλλο.
Καινούρια στην αρχή, σαν τα μωρά
που παίζουν στα περβόλια με τα κρόσσια του ήλιου,
κεντούν παραθυρόφυλλα χρωματιστά και πόρτες γυαλιστερές πάνω στη μέρα·
όταν τελειώσει ο αρχιτέκτονας αλλάζουν,
ζαρώνουν ή χαμογελούν ή ακόμη πεισματώνουν
μ' εκείνους που έμειναν μ' εκείνους που έφυγαν
μ' άλλους που θα γυρίζανε αν μπορούσαν
ή που χαθήκαν, τώρα που έγινε
ο κόσμος ένα απέραντο ξενοδοχείο.

Δεν ξέρω πολλά πράγματα από σπίτια,
θυμάμαι τη χαρά τους και τη λύπη τους
καμιά φορά, σα σταματήσω·
                                                      ακόμη
καμιά φορά, κοντά στη θάλασσα, σε κάμαρες γυμνές
μ' ένα κρεβάτι σιδερένιο χωρίς τίποτε δικό μου
κοιτάζοντας τη βραδινήν αράχνη συλλογιέμαι
πως κάποιος ετοιμάζεται να 'ρθει, πως τον στολίζουν
μ' άσπρα και μαύρα ρούχα με πολύχρωμα κοσμήματα 
και γύρω του μιλούν σιγά σεβάσμιες δέσποινες
γκρίζα μαλλιά και σκοτεινές δαντέλες,
πως ετοιμάζεται να 'ρθει να μ' αποχαιρετήσει·
ή, μια γυναίκα ελικοβλέφαρη βαθύζωνη
γυρίζοντας από λιμάνια μεσημβρινά,
Σμύρνη Ρόδο Συρακούσες Αλεξάντρεια,
από κλειστές πολιτείες σαν τα ζεστά παραθυρόφυλλα,
με αρώματα χρυσών καρπών και βότανα,
πως ανεβαίνει τα σκαλιά χωρίς να βλέπει
εκείνους που κοιμήθηκαν κάτω απ' τη σκάλα.
 
Ξέρεις τα σπίτια πεισματώνουν εύκολα, σαν τα γυμνώσεις.

Σχόλια

Δαίμονος ἐπιπόνου καί τύχης χαλεπής έφήμερον σπέρμα,
τί με βιάζεσθε λέγει, ἅ ὑμῖν ἄρειον μή γνῶναι.

(Ο ΣΕΙΛΗΝΟΣ ΣΤΟΝ ΜΙΔΑ)

Το παραπάνω κείμενο είναι από τον Παραμυθητικόν πρός Απολλώνιον τού Πλούταρχου.
Φυλή άθλια κι εφήμερη, παιδί της τύχης και της οδύνης, γιατί με αναγκάζεις να σου αποκαλύψω πράγμα που θα ήταν καλύτερα για σένα να μη γνωρίσεις ποτέ;

Είναι άξιον προσοχής,  γιατί ο Σεφέρης επέλεξε μόνο ένα τμήμα από το απόσπασμα το οποίο  έτσι μένει μετέωρο γιατί δεν περιλαμβάνει το "πράγμα" που είναι καλύτερα να μη γνωρίζει ο Μίδας και κάθε Μίδας και το οποίο αποκαλύπτεται στη συνέχεια του αποσπάσματος.  Ο  Σεφέρης προφανώς γνωρίζει το απόσπασμα, αλλά δεν συμφωνεί με τον απόλυτο  Μηδενισμό στον οποίο παραπέμπει. Το απόσπασμα αυτό που εκφράζει το βαθύ πεσιμισμό των Ελλήνων - βλέπε και Σοφοκλή στον "Οἰδίποδα ἐπί Κολωνῷ":
(Το καλύτερο απ' όλα θε να 'τανε να μην είχε κανείς γεννηθεί, ή μια που ήρθε στο φως, να γυρνά κείθ' όπου ήρθε μια ώρα πιο μπρος) - περιλαμβάνει ο Νίτσε στο βιβλίο του "Η Γέννηση της Τραγωδίας".
Το απόσπασμα  που μας ενδιαφέρει:
Ο Βασιλιάς Μίδας συνάντησε τον Σειληνό (σύντροφο του Διονύσου) και κάτοχο της Σοφίας κατά το μύθο, στο δάσος και τον πίεσε να μάθει πιο ήταν για το άνθρωπο το πιο ποθητό και πολύτιμο πράγμα. Η απάντηση του Σειληνού ήταν:

 «[...] δαίμονος ἐπιπόνου καὶ τύχης χαλεπῆς ἐφήμερον σπέρμα, τί με βιάζεσθε λέγειν ἃ ὑμῖν ἄρειον μὴ γνῶναι; μετ' ἀγνοίας γὰρ τῶν οἰκείων κακῶν ἀλυπότατος ὁ βίος. ἀνθρώποις δὲ πάμπαν οὐκ ἔστι γενέσθαι τὸ πάντων ἄριστον οὐδὲ μετασχεῖν τῆς τοῦ βελτίστου φύσεως (ἄριστον γὰρ πᾶσι καὶ πάσαις τὸ μὴ γενέσθαι)· τὸ μέντοι μετὰ τοῦτο καὶ πρῶτον τῶν ἀνθρώπῳ ἀνυστῶν, δεύτερον δέ, τὸ γενομένους ἀποθανεῖν ὡς τάχιστα».Δῆλον οὖν ὡς οὔσης κρείττονος τῆς ἐν τῷ τεθνάναι διαγωγῆς ἢ τῆς ἐν τῷ ζῆν, οὕτως ἀπεφήνατο.
Μετάφραση
«[...] φυλή άθλια κι εφήμερη, παιδί της τύχης και της οδύνης, γιατί με αναγκάζεις να σου αποκαλύψω πράγμα που θα ήταν καλύτερα για σένα να μη γνωρίσεις ποτέ; Γιατί είναι πιο ανώδυνος ο βίος, όταν κανείς αγνοεί τι είναι δεινό για τον ίδιο. Ό,τι περισσότερο απ' όλα πρέπει να επιθυμείς, σου είναι αδύνατον να τα αποκτήσεις ούτε μπορείς να μετέχεις στη φύση του καλύτερου: το καλύτερο για όλους και όλες είναι να μην έχει κανείς ποτέ γεννηθεί, να μην υπάρχει, να πέσει στην ανυπαρξία. Αλλά αφού έχει γεννηθεί ό,τι περισσότερο πρέπει να επιθυμεί, είναι να πεθάνει το γρηγορότερο». Είναι φανερό, λοιπόν, ότι είναι καλύτερη η ζωή στον θάνατο, παρά η ζωή στη ζωή, έτσι αποφάνθηκε.

Ανάλυση

Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν. Έτυχε
να ᾿ναι τα χρόνια δίσεχτα· πολέμοι χαλασμοί ξενιτεμοί·
κάποτε ο κυνηγός βρίσκει τα διαβατάρικα πουλιά
κάποτε δεν τα βρίσκει· το κυνήγι
ήταν καλό στα χρόνια μου, πήραν πολλούς τα σκάγια·
οι άλλοι γυρίζουν ή τρελαίνουνται στα καταφύγια

Picture

Μη μου μιλάς για τ' αηδόνι μήτε για τον κορυδαλλό
μήτε για τη μικρούλα σουσουράδα
που γράφει νούμερα στο φως με την ουρά της· δεν ξέρω πολλά πράγματα από σπίτια
ξέρω πως έχουν τη φυλή τους, τίποτε άλλο.
Καινούρια στην αρχή, σαν τα μωρά
που παίζουν στα περβόλια με τα κρόσσια του ήλιου,
κεντούν παραθυρόφυλλα χρωματιστά και πόρτες γυαλιστερές πάνω στη μέρα·
όταν τελειώσει ο αρχιτέκτονας αλλάζουν,
ζαρώνουν ή χαμογελούν ή ακόμη πεισματώνουν
μ' εκείνους που έμειναν μ' εκείνους που έφυγαν
μ' άλλους που θα γυρίζανε αν μπορούσαν
ή που χαθήκαν, τώρα που έγινε
ο κόσμος ένα απέραντο ξενοδοχείο.
Δεν ξέρω πολλά πράγματα από σπίτια,
θυμάμαι τη χαρά τους και τη λύπη τους
καμιά φορά, σα σταματήσω·
                                                      ακόμη
καμιά φορά, κοντά στη θάλασσα, σε κάμαρες γυμνές
μ' ένα κρεβάτι σιδερένιο χωρίς τίποτε δικό μου
κοιτάζοντας τη βραδινήν αράχνη συλλογιέμαι
πως κάποιος ετοιμάζεται να 'ρθει, πως τον στολίζουν
μ' άσπρα και μαύρα ρούχα με πολύχρωμα κοσμήματα 
και γύρω του μιλούν σιγά σεβάσμιες δέσποινες
γκρίζα μαλλιά και σκοτεινές δαντέλες,
πως ετοιμάζεται να 'ρθει να μ' αποχαιρετήσει·
ή, μια γυναίκα ελικοβλέφαρη βαθύζωνη
γυρίζοντας από λιμάνια μεσημβρινά,
Σμύρνη Ρόδο Συρακούσες Αλεξάντρεια,
από κλειστές πολιτείες σαν τα ζεστά παραθυρόφυλλα,
με αρώματα χρυσών καρπών και βότανα,
πως ανεβαίνει τα σκαλιά χωρίς να βλέπει
εκείνους που κοιμήθηκαν κάτω απ' τη σκάλα.
 Ξέρεις τα σπίτια πεισματώνουν εύκολα, σαν τα γυμνώσεις.

Ο ποιητής σαν να απαντά σε μια παρηγορητική φωνή: μη μου μιλάς για πράγματα όπως θα μίλαγαν σ᾿ άλλους καιρούς. Το μόνο που ξέρω είναι ότι τα σπίτια έχουν τη φυλή τους, "το ύφος τους". Εδώ τα σπίτια προσωποποιούνται: αισθάνονται, γελούνε, θυμώνουν, με αυτούς που  έφυγαν από πολέμους, από ανάγκες τώρα που ο κόσμος έγινε απέραντος.  Στο ημερολόγιο τού 46 ο Σεφέρης γράφει: «Νόμιζες πως ο πόλεμος, οι δύσκολες περιστάσεις θα τελείωναν με κάποια ειρήνη. Ξαφνικά ανακαλύπτεις πως όλη τη ζωή σου θα την περάσεις ανώμαλα»

Το σπίτι σαν το καλοκοιτάξεις μέσα από τις παλιές κορνίζες
ξυπνά με τα πατήματα της μητέρας στα σκαλοπάτια
το χέρι που φτιάνει σκεπάσματα ή διορθώνει την κουνουπιέρα.......

(αποσπάσματα από το "Piazza San Nicolo")

Συνεχίζει ο Σεφέρης την σκηνοθεσία
« - παιδικές αναμνήσεις. Τέτοιες αναμνήσεις του έρχονται εδώ στο μέγαρο της Κίρκης. Ονειροπολεί. Κι  εδώ ψιθυρίζουν παλιές αρχόντισσες, ενώ παρουσιάζεται το φάντασμα του νέου. Το στολίζουν σα γαμπρό και σα νεκρό:
πως  κάποιος ετοιμάζεται να 'ρθει να μ' αποχαιρετήσει·
Είναι αν θέλεις το είδωλο του νεκρού Ελπήνορα, ένας αντίλαλος του Ελπήνορα  του β΄ μέρους και των πρώτων στίχων του γ΄. Το πέρασμα της γυναίκας, της Κίρκης τον παραμερίζει:

ή, μια γυναίκα ελικοβλέφαρη βαθύζωνη

»Για την ιδέα μου,  η Κίρκη δεν είναι θεά, μήτε καν μάγισσα, είναι ένα σύμβολο της ηδονής, ο καημός του αισθησιασμού. Θαρρώ πως η ατμόσφαιρα που φέρνει η μεσημβρινή αυτή γυναίκα, με τα αρώματα από καρπούς, βότανα και μεσογειακές πολιτείες, έχει αρκετή σαφήνεια. Σμύρνη, γιατί εκεί έζησα παιδί· Συρακούσες, Μεγάλη Ελλάδα, ηδονική ζωή κτλ. είναι κοντά στα μέρη της Ομηρικής Κίρκης· όσο για τη Ρόδο, κοίταξε στο "Στρατή Θαλασσινό περιγράφει έναν άνθρωπο"
το κορίτσι στο πορνείο της Πόλης:

......... τόση ζωή τριγύρω στο δέρμα.
»Έπειτα το κορίτσι μου είπε παίζοντας απρόσεχτα με το δεξί του στήθος: "Είμαι από τη Ρόδο, με αρρεβώνιασαν 13 χρονών για 100 παράδες.

»Αλλά τώρα ο Οδυσσέας αντιδρά· η ηδονή που βλέπει να περνά μπροστά του, στοχάζεται πως είναι η άλλη όψη της φθοράς· η Κίρκη

.... ανεβαίνει τα σκαλιά χωρίς να βλέπει
εκείνους που κοιμήθηκαν κάτω απ' τη σκάλα

σαν τους μεθυσμένους· χωρίς να βλέπει τους νεκρούς του. Η τρυφή αυτού του σπιτιού αρχίζει να τον βαραίνει. Τελειώνει με τη μνήμη των πεισματωμένων σπιτιών».

 

Β΄  Ο ηδονικός  Ελπήνωρ

                                            
Τον είδα χτες να σταματά στην πόρτα
κάτω από το παράθυρό μου· θα 'ταν
εφτά περίπου· μια γυναίκα ήταν μαζί του.
Είχε το φέρσιμο του Ελπήνορα, λίγο πριν πέσει
να τσακιστεί, κι όμως δεν ήταν μεθυσμένος.
Μιλούσε πολύ γρήγορα, κι εκείνη
κοίταζε αφηρημένη προς τους φωνογράφους·
τον έκοβε καμιά φορά να πει μια φράση
κι έπειτα κοίταζε μ' ανυπομονησία
εκεί που τηγανίζουν ψάρια· σαν τη γάτα.
Αυτός ψιθύριζε μ' ένα αποτσίγαρο σβηστό στα χείλια:

- «Άκουσε ακόμη τούτο. Στο φεγγάρι
τ' αγάλματα λυγίζουν κάποτε σαν το καλάμι
ανάμεσα σε ζωντανούς καρπούς  -   τ' αγάλματα·
κι η φλόγα γίνεται δροσερή πικροδάφνη, η φλόγα που καίει τον άνθρωπο, θέλω να πω».
- «Είναι το φως... ίσκιοι της νύχτας...»
- «Ίσως η νύχτα που άνοιξε, γαλάζιο ρόδι,
σκοτεινός κόρφος, και σε γέμισε άστρα
κόβοντας τον καιρό.
            Κι όμως τ' αγάλματα
λυγίζουν κάποτε, μοιράζοντας τον πόθο
στα δυο, σαν το ροδάκινο· κι η φλόγα
γίνεται φίλημα στα μέλη κι αναφιλητό
κι έπειτα φύλλο δροσερό που παίρνει ο άνεμος· λυγίζουν· γίνουνται αλαφριά μ' ένα ανθρώπινο βάρος.
Δεν το ξεχνάς».
                     - Τ' αγάλματά είναι στο μουσείο.
- «Όχι, σε κυνηγούν, πώς δεν το βλέπεις;
θέλω να πω με τα σπασμένα μέλη τους,
με την αλλοτινή μορφή τους που δε γνώρισες
κι όμως την ξέρεις.
                                       Όπως όταν
στα τελευταία της νιότης σου αγαπήσεις
γυναίκα που έμεινε όμορφη, κι όλο φοβάσαι,  καθώς την κράτησες γυμνή το μεσημέρι,
τη μνήμη που ξυπνά στην αγκαλιά σου·
φοβάσαι το φιλί μη σε προδώσει
σ' άλλα κρεβάτια περασμένα τώρα
που ωστόσο θα μπορούσαν να στοιχειώσουν
τόσο εύκολα τόσο εύκολα και ν' αναστήσουν
είδωλα στον καθρέφτη, σώματα που ήταν μια φορά· την ηδονή τους.
                                  Όπως όταν
γυρίζεις απ' τα ξένα και τύχει ν' ανοίξεις
παλιά κασέλα κλειδωμένη από καιρό
και βρεις κουρέλια από τα ρούχα που φορούσες
σε όμορφες ώρες, σε γιορτές με φώτα
πολύχρωμα, καθρεφτισμένα, που όλο χαμηλώνουν και μένει μόνο το άρωμα της απουσίας μιας νέας μορφής.
                                  Αλήθεια, τα συντρίμμια
δεν είναι εκείνα· εσύ 'σαι το ρημάδι·
σε κυνηγούν με μια παράξενη παρθενιά
στο σπίτι στο γραφείο στις δεξιώσεις
των μεγιστάνων, στον ανομολόγητο φόβο του ύπνου·
μιλούν για περιστατικά που θα ήθελες να μην υπάρχουν
ή να γινόντουσαν χρόνια μετά το θάνατό σου,
κι αυτό είναι δύσκολο γιατί...»
                        - Τ' αγάλματά είναι στο μουσείο.
Καληνύχτα».
- «...γιατί τ' αγάλματα δεν είναι πια συντρίμμια,
είμαστε εμείς. Τ' αγάλματα λυγίζουν αλαφριά... καληνύχτα.

Εδώ χωρίστηκαν. Αυτός επήρε
την ανηφόρα που τραβάει κατά την Άρκτο
κι αυτή προχώρεσε προς το πολύφωτο ακρογιάλι
 όπου το κύμα πνίγεται στη βοή του ραδιοφώνου:

Picture

Η μάγισσα, J.W.Waterhouse, 1913

Το ραδιόφωνο

- «Πανιά στο φύσημα του αγέρα
ο νους δεν κράτησε άλλο από τη μέρα.
Άρωμα πεύκου και σιγή
εύκολα θ' απαλύνουν την πληγή
που έκαμαν φεύγοντας ο ναύτης
η σουσουράδα ο κοκωβιός κι ο μυγοχάφτης. Γυναίκα που έμεινες χωρίς αφή,
άκουσε των ανέμων την ταφή.
»Άδειασε το χρυσό βαρέλι
ο γήλιος έγινε κουρέλι
σε μιας μεσόκοπης λαιμό
που βήχει και δεν έχει τελειωμό·
το καλοκαίρι που ταξίδεψε τη θλίβει
με τα μαλάματα στους ώμους και στην ήβη.
Γυναίκα που έχασες το φως, άκουσε, τραγουδά ο τυφλός.
»Σκοτείνιασε· κλείσε τα τζάμια·
κάνε σουραύλια με τα χτεσινά καλάμια,
και μην ανοίγεις όσο κι α χτυπούν·
φωνάζουν μα δεν έχουν τί να πουν.
Πάρε κυκλάμινα, πευκοβελόνες,
κρίνα απ' την άμμο, κι απ' τη θάλασσα ανεμώνες·
γυναίκα που έχασες το νου,
άκου, περνά το ξόδι του νερού...»
- «Αθήναι. Ανελίσσονται ραγδαίως
τα γεγονότα που ήκουσε με δέος
η κοινή γνώμη. Ο κύριος υπουργός
εδήλωσεν, Δεν μένει πλέον καιρός...
- ...πάρε κυκλάμινα... πευκοβελόνες...
κρίνα απ' την άμμο... πευκοβελόνες...
γυναίκα... - ...υπερτερεί συντριπτικώς.
Ο πόλεμος...»
                ΨΥΧΑΜΟΙΒΟΣ

1.Στο φεγγάρι: Η Κίρκη ήταν, σύμφωνα με την παράδοση, σεληνιακή θεά. Το φαντασμαγορικό φως του φεγγαριού, που αλλάζει την ύλη, ευκολύνει την παρομοίωση. Καταμεσήμερα η εικόνα θα ήταν πολύ πιο δύσκολη.

2. τ' αγάλματα λυγίζουν κάποτε σαν το καλάμι:
Κοίταξε, με το ίδιο νόημα στη "Στέρνα":
Μεγάλη αγάπη κι άχραντη, γαλήνη!
Μέσα στη ζωντανή θέρμη ένα βράδυ
λύγισες ταπεινά, γυμνή καμπύλη...


3. ...η νύχτα που άνοιξε, γαλάζιο ρόδι,
σκοτεινός κόρφος, και σε γέμισε άστρα

" Κοίταξε στον Ερωτικό λόγο"

Πήτερ Μάγκριτζ στο δοκίμιό του "Ο ηδονικός Σεφέρης" στο βιβλίο "Εισαγωγή στην Ποίηση του Σεφέρη" Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, γράφει: « Το ρόδι και ο κόρφος εμφανίζονται και σε άλλα ποιήματα του Σεφέρη με τη σημασία των γεννητικών οργάνων». Δεν ξέρω αν αυτό  προκύπτει από κάποια ρήση του Σεφέρη, αλλά την θεωρώ, όχι κυριολεκτική ερμηνεία. Προσωπικά θα έλεγα ότι παραπέμπουν σε ερωτική συνεύρεση.

κόβοντας τον καιρό: Το "κόβοντας τον καιρό" συνδέεται με τον ερωτικό σπασμό και με την αίσθηση ότι πάνω στον ερωτικό σπασμό πεθαίνει  κανείς και ξαναγεννιέται.
« Μου έκανε πάντα εντύπωση [......] πόσο έντονα έχει κανείς, αμέσως μετά το σπασμό, την εντύπωση ότι πέθανε και ξαναγεννήθηκε. Είναι μια απειροελάχιστη στιγμή διακοπής του ανθρώπου. Ο άνθρωπος για μια στιγμή είναι κομμένος στα δυο [......] ο μισός από τη μια μεριά στο βασίλειο του Άδη και από την άλλη ο μισός μέσα στη ζωή, ξαφνικά ολοκαίνουργιος. Τέτοια εντύπωση μου δίνει και η πράξη του ανθρώπου να δίνει ένα έργο, την εντύπωση της διακοπής». ( Γ. Σεφέρης και Γ. Θεοτοκάς, Αλληλογραφία (1903 - 1066).


«Τώρα συνεχίζω το σενάριο που φτιάχνουμε» γράφει ο Σεφέρης.
« Έτσι δεν είναι απίθανο να παιχτεί κάποτε η "Κίχλη" στον κινηματογράφο».
»Ο Ελπήνορας, στην κατάσταση " αναστολής" που βρίσκεται, καθώς θα ᾿λεγαν οι ψυχίατροι, πάει και ψαρεύει αυτή την τραγελαφική υπεκφυγή των αγαλμάτων. Αν έλεγε ας πούμε, σαν τον Καβάφη "Στο  φεγγάρι τα  ηδονικά κορμιά ..." , θα είχε την ελπίδα να γίνει κάπως νοητός. Τούτο μου δίνει, βέβαια την ευκαιρία να ξαναπιάσω την εικόνα του αγάλματος στο γ΄ μέρος ( ο δωρικός χιτώνας κλπ.), αλλά δίνει και στην Κίρκη την ευκαιρία να τον στείλει στο διάβολο, όπως και εμένα οι αναγνώστες που με βρίσκουν ερμητικό. Πράσιν᾿ άλογα, του αποκρίνεται. Τ᾿ αγάλματα είναι στο μουσείο. Στην πρώτη απάντηση της Κίρκης, ο Ελπήνορας αισθάνεται την ταπείνωση, αντιδρά και τα θαλασσώνει περισσότερο. Τα λόγια του που ακολουθούν, δεν είναι πια μια πρόσκληση στον έρωτα, αλλά κοίταγμα του σκουληκιού που είναι μέσα στον καρπό της ηδονής. Εδώ, η Κίρκη αρχίζει ίσως να καταλαβαίνει, αλλά επειδή καταλαβαίνει και τα θλιβερά πράγματα που έχει μέσα της, εκνευρίζεται περισσότερο. Αυτός ο Ελπήνορας είναι ανυπόφορα πληκτικός. Τον διακόπτει στεγνά και βιαστικά, και του γυρίζει την πλάτη».

Μια παρατήρηση: Τον καϋμένο τον Ελπήνορα τον θάβει ο ίδιος ό Σεφέρης με τα λόγια πού του βάζει στο στόμα, και τα οποία χρησιμοποιεί ο ίδιος σημασιολογικά διαφορετικά σε άλλα ποιήματα δικά του όπως ό ίδιος αναφέρει παραπάνω, και μετά του ζητά και τα ρέστα. Η Εξουσία του ποιητή.
«Ο συναισθηματικός ήρωας μάταια προσπαθεί να εκμαιεύσει λίγη συμπάθεια από τη γυναίκα που νοιάζεται για άλλα πράγματα. (Εκπροσωπεί άραγε η Κίρκη τον "μυωπικό και στυγνό θετικισμό" της σύγχρονης γυναίκας», όπως εικάζει ο Καραντώνης.


 






Εδώ χωρίστηκαν Ο Ελπήνορας και η Κίρκη.

Συνεχίζει Ο Σεφέρης την σκηνοθεσία:
«Στο μεταξύ, ακούγεται το τραγούδι (Είναι ένα τραγούδι μισεμού) του ραδιοφώνου, που δεν είναι ξεκάρφωτο όσο θέλουν να πουν. Αντανακλά με τρόπο αλαφρύ και παιχνιδιάρικο τις ιδέες της διάβασης του χρόνου, της τυραννίας της μνήμης και της φθοράς, που είπε ο Ελπήνορας· θα μπορούσε να ήταν το:
Πάει πάει πάει πάει
πάει η νεότης πάει
πάει το πουλί μου πάει....
Έρχεται το φθινόπωρο στη γη και τον άνθρωπο:
το καλοκαίρι που ταξίδεψε....
σε μιας μεσόκοπης λαιμό.

Όπως το α΄ μέρος τελειώνει μ᾿ εκείνους που κοιμήθηκαν κάτω από τη σκάλα και με τα γυμνωμένα σπίτια, έτσι και τούτο: με τον απρόσωπο αντίλαλο του δέους και της ραγδαίας καταστροφής στο δελτίο ειδήσεων που έρχεται να συγκρουστεί και να μπερδευτεί με την τελευταία στροφή του τραγουδιού.
ΨΥΧΑΜΟΙΒΟΣ: Η φράση του Αισχύλου (Αγαμέμνων) «χρυσαμοιβός δ᾿ Άρης σωμάτων» σημαίνει την εμπορία των κορμιών που έκανε ο θεός του πολέμου, παίρνοντας χρυσάφι και δίνοντας σαν αντάλλαγμα την τέφρα τους. Αντίστοιχα στο Σεφέρη ο «ψυχαμοιβός πόλεμος» σημαίνει τον πόλεμο που ξεπουλά τις ίδιες τις ψυχές και τις εξαργυρώνει.

Γ΄  Το ναυάγιο της «Κίχλης»


«Το ξύλο αυτό που δρόσιζε το μέτωπό μου
τις ώρες που το μεσημέρι πύρωνε τις φλέβες
σε ξένα χέρια θέλει ανθίσει. Πάρ' το, σου το χαρίζω·
δες, είναι ξύλο λεμονιάς...»
                                                    Άκουσα τη φωνή
καθώς εκοίταζα στη θάλασσα να ξεχωρίσω
ένα καράβι που το βούλιαξαν εδώ και χρόνια·
το ᾿λεγαν «Κίχλη»· ένα μικρό ναυάγιο· τα κατάρτια,
σπασμένα, κυματίζανε λοξά στο βάθος, σαν πλοκάμια
ή μνήμη ονείρων, δείχνοντας το σκαρί του
στόμα θαμπό κάποιου μεγάλου κήτους νεκρού
σβησμένο στο νερό. Μεγάλη απλώνουνταν γαλήνη.
Κι άλλες φωνές σιγά σιγά με τη σειρά τους
ακολουθήσαν· ψίθυροι φτενοί και διψασμένοι
που βγαίναν από του ήλιου τ' άλλο μέρος, το σκοτεινό·
θα 'λεγες γύρευαν να πιούν αίμα μια στάλα·
είτανε γνώριμες μα δεν μπορούσα να τις ξεχωρίσω.
Κι ήρθε η φωνή του γέρου, αυτή την ένιωσα
πέφτοντας στην καρδιά της μέρας
ήσυχη, σαν ακίνητη:
«Κι α με δικάσετε να πιώ φαρμάκι, ευχαριστώ·
το δίκιο σας θα 'ναι το δίκιο μου· πού να πηγαίνω
γυρίζοντας σε ξένους τόπους, ένα στρογγυλό λιθάρι.
Το θάνατο τον προτιμώ·
ποιος πάει για το καλύτερο ο θεός το ξέρει».

 Χώρες του ήλιου και δεν μπορείτε ν' αντικρίσετε τον ήλιο.
Χώρες του ανθρώπου και δεν μπορείτε ν' αντικρίσετε τον άνθρωπο.

Picture

Συνεχίζει Ο Σεφέρης "τη Σκηνοθεσία για την Κίρκη"

«Ας πούμε πως το μαύρο καράβι είναι η "Κίχλη":
                                                          ... τα κατάρτια
σπασμένα, κυματίζανε λοξά στο βάθοςσαν πλοκάμια ή μνήμη ονείρων, δείχνοντας το σκαρί του στόμα θαμπό κάποιου μεγάλου κήτους νεκρού σβησμένο στο νερό....

Βλέπω τα κατάρτια σαν τα βέλη, που ζωγραφίζουν σε πινακίδες για να δείξουν το δρόμο· το δρόμο για το "δήμο ονείρων". Εδώ γίνεται η νεκυομαντεία*. Πρώτη ακούγεται η φωνή του Ελπήνορα:
Το ξύλο** αυτό που δρόσιζε το μέτωπό μου
τις ώρες που το μεσημέρι πύρωνε τις φλέβες
σε ξένα χέρια θέλει ανθίσει. Πάρ' το, σου το χαρίζω·
δες, είναι ξύλο λεμονιάς...

Έπειτα κι άλλες φωνές, της μητέρας, των φίλων· γνώριμες φωνές. Ο Οδυσσέας τις διώχνει· πρέπει να ακούσει πρώτα το γέρο Τειρεσία:
Κι ήρθε η φωνή του γέρου...
Και του μιλά ο Τειρεσίας για το φως· τον ήλιο· τα γελάδια του ήλιου: "αν τα σεβαστείτε, θα γυρίσετε· αν τα πειράξετε, όλα τα δεινά σας περιμένουν". Καθώς κι εγώ νομίζω, όλο το ζήτημα είναι πώς θα σεβαστεί κανείς τα γελάδια του ήλιου, πως θα σεβαστεί την κάθε μέρα που του δίνει ο θεός.  Οι σύντροφοι δεν τα σεβάστηκαν, τα ᾿'φαγαν, οι νήπιοι και χάθηκαν. Τώρα μένουν "ανίδεοι και χορτάτοι", χωρίς γυρισμό:
Σκορπισμένοι σπαταλημένοι· δεν μπορούνε πια ν᾿ αντικρύσουνε μήτε τον ήλιο, μήτε τον άνθρωπο:
Χώρες του ήλιου και δεν μπορείτε ν' αντικρίσετε τον ήλιο.
Χώρες του ανθρώπου και δεν μπορείτε ν' αντικρίσετε τον άνθρωπο.

Θα μπορούσα όπως βλέπεις, ακολουθώντας και από πιο κοντά τη γραμμή της Οδύσσειας, να καταλήξω σ᾿ αυτούς τους στίχους. Προτίμησα ένα άλλο τόνο που μου φάνηκε πιο πιστός στη δική μου φωνή. Στην Κίχλη, ο ερμηνευτής του νόστου δεν είναι ο Τειρεσίας, είναι ένα πρόσωπο που αισθάνομαι πιο ανθρώπινο· ο δίκαιος. ...............
Έτσι ο Σωκράτης δεν έχει τίποτα άλλο να πει παρά τα λόγια που απολογήθηκε στους κριτές του

 *νεκυομαντεία:
Ο Μario Vitti γράφει στο βιβλίο του "ΦΘΟΡΑ ΚΑΙ ΛΟΓΟΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΣΕΦΕΡΗ" εκδόσεις Εστία: « Η Νεκυομαντεία, ή αν την αποκαλέσουμε με τη λαϊκότερη ονομασία της, η νεκρομαντεία, οφείλεται στην ανάγκη του Σεφέρη να επικοινωνήσει με δασκάλους με γέροντες, με όσους ζούσαν κάποτε σε χώρους μακρινούς ή κοντινούς» 
" Θυμόντανε κανείς κάτι γέροντες δασκάλους που μας άφησαν ορφανούς" γράφει στην " Τελευταία μέρα"
** Το ξύλο:

Αυτό το κλωνάρι,  που σύμφωνα με τ' αρχαία έθιμα ταφής, προσφερόταν στους νεκρούς για να φυλάει το σώμα τους ή να συνοδεύει την ελευθερωμένη ψυχή τους, συμβολίζει την ενότητα της ζωής και τη δύναμη της αυτοανανέωσης μέσα από την πίστη, χάρη στην οποία, ο μυθικός ήρωας διασχίζει το σκοτάδι τού θανάτου για να ξαναβρεί το δρόμο για τη ζωή. Αλλά ταυτόχρονα φαίνεται να συμβολίζει τη συμφιλίωση των αντιθέσεων που χαρίζει τη στιγμή της αποκάλυψης».
Βαγενάς, Νάσος.  "Η γενεαλογία της Κίχλης" στο Ο ποιητής και ο χορευτής. Μια εξέταση της ποιητικής και της ποίησης του Σεφέρη. Αθήνα : Κέδρος, α.σ. 283-284 .

Το Φως

Καθώς περνούν τα χρόνια
πληθαίνουν οι κριτές που σε καταδικάζουν·
καθώς περνούν τα χρόνια και κουβεντιάζεις με λιγότερες φωνές,
βλέπεις τον ήλιο μ' άλλα μάτια·
ξέρεις πως εκείνοι που έμειναν, σε γελούσαν,
το παραμίλημα της σάρκας, ο όμορφος χορός
που τελειώνει στη γύμνια.
Όπως, τη νύχτα στρίβοντας στην έρμη δημοσιά, άξαφνα βλέπεις να γυαλίζουν τα μάτια ενός ζώου
που έφυγαν κιόλας, έτσι νιώθεις τα μάτια σου·
τον ήλιο τον κοιτάς, έπειτα χάνεσαι μες στο σκοτάδι·
ο δωρικός χιτώνας
που αγγίξανε τα δάχτυλά σου και λύγισε σαν τα βουνά,
είναι ένα μάρμαρο στο φως, μα το κεφάλι του είναι στο σκοτάδι.
Κι αυτούς που αφήσαν την παλαίστρα για να πάρουν τα δοξάρια
και χτύπησαν το θεληματικό μαραθωνοδρόμο
κι εκείνος είδε τη σφενδόνη ν' αρμενίζει στο αίμα
ν' αδειάζει ο κόσμος όπως το φεγγάρι
και να μαραίνουνται τα νικηφόρα περιβόλια·
τους βλέπεις μες στον ήλιο, πίσω από τον ήλιο.
Και τα παιδιά που κάναν μακροβούτια απ' τα μπαστούνια
πηγαίνουν σαν αδράχτια γνέθοντας ακόμη,
σώματα γυμνά βουλιάζοντας μέσα στο μαύρο φως
 μ' ένα νόμισμα στα δόντια, κολυμπώντας ακόμη,
καθώς ο ήλιος ράβει με βελονιές μαλαματένιες
πανιά και ξύλα υγρά και χρώματα πελαγίσια·
ακόμη τώρα κατεβαίνουνε λοξά
προς τα χαλίκια του βυθού οι άσπρες λήκυθοι.

Αγγελικό και μαύρο, φως,
γέλιο των κυμάτων στις δημοσιές του πόντου, δακρυσμένο γέλιο,
σε βλέπει ο γέροντας ικέτης
πηγαίνοντας να δρασκελίσει τις αόρατες πλάκες
καθρεφτισμένο στο αίμα του
που γέννησε τον Ετεοκλή και τον Πολυνείκη.
Αγγελική και μαύρη, μέρα·
η γλυφή γέψη της γυναίκας που φαρμακώνει το φυλακισμένο
βγαίνει απ' το κύμα δροσερό κλωνάρι  στολισμένο στάλες.
Τραγούδησε μικρή Αντιγόνη, τραγούδησε, τραγούδησε...
δε σου μιλώ για περασμένα, μιλώ για την αγάπη·
στόλισε τα μαλλιά σου με τ' αγκάθια του ήλιου, σκοτεινή κοπέλα·
η καρδιά του Σκορπιού βασίλεψε,
ο τύραννος μέσα απ' τον άνθρωπο έχει φύγει,
κι όλες οι κόρες του πόντου, Νηρηίδες, Γραίες
τρέχουν στα λαμπυρίσματα της αναδυομένης·
όποιος ποτέ του δεν αγάπησε θ' αγαπήσει,
στο φως·
                  και είσαι
σ' ένα μεγάλο σπίτι με πολλά παράθυρα ανοιχτά
τρέχοντας από κάμαρα σε κάμαρα, δεν ξέροντας από πού
να κοιτάξεις πρώτα,
γιατί θα φύγουν τα πεύκα και τα καθρεφτισμένα βουνά και
το τιτίβισμα των πουλιών
θ' αδειάσει η θάλασσα, θρυμματισμένο γυαλί, από βοριά και νότο
θ' αδειάσουν τα μάτια σου απ' το φως της μέρας
πως σταματούν ξαφνικά κι όλα μαζί τα τζιτζίκια.

Πόρος, «Γαλήνη», 31 του Οχτώβρη 1946








Τα μάτια σου λάμπουν "μια στιγμή"  και έπειτα χάνονται, σαν τα μάτια του φοβισμένου ζώου.


 Σκοτεινό νόημα: "ο δωρικός........... στο σκοτάδι"




σφενδόνη: το κυρτό τμήμα των κερκίδων του σταδίου.



 μπαστούνια: τα μπαστούνια των καραβιών
 [εννοεί το μικρό κατάρτι που προεξέχει σχεδόν οριζόντια στην πλώρη των ιστιοφόρων].





λήκυθοι:  Οι λευκές λήκυθοι ήταν τα κατεξοχήν νεκρικά αγγεία των αρχαίων.
γέλιο των κυμάτων: πρβλ. «ποντίων τε κυμάτων ανήριθμον γέλασμα» Προμηθεύς Δεσμώτης 89
δακρυσμένο γέλιο
Πρβλ. «δακρυόεν γελάσασα», Ιλιάδα Ζ΄.

...μήτ' Ἄρης μήτε πόντος ἀντέκυρσεν,
ἄσκοποι δὲ πλάκες ἔμαρψαν
ἐν ἀφανεῖ τινι μόρῳ φερόμενον.
Οιδίπους επί Κολωνώ 1679-82.
(αφού μήτε του Άρη ο πόλεμος τον σκότωσε
μήτε της θάλασσας το κύμα τον κατάπιε·
αλλά τον έκρυψαν πλάκες αόρατες,
κι άφαντος θάνατος τον πήρε)
 δροσερό κλωνάρι:
πρβλ.  Ήρχισε και μεγάλωνε το δροσερό κλωνάρι
και πλήθαινε στην ομορφιά, στη γνώση και στη χάρη.  (Ερωτόκριτος Α 57-58).

Η καρδιά του Σκορπιού: ο Αντάρης [το πιο λαμπρό αστέρι του αστερισμού του Σκορπιού].
Γραίες: για τον Ησίοδο (Θεογονία 270) οι Γραίες είναι «καλλιπάρῃοι, ἐκ γενετῆς πολιαὶ [= ασπρομάλλες]», η μία «εὔπεπλος», η άλλη «κροκόπεπλος» - αυτές είχα κατά νου. Οι Φορκύδες του Προμηθέα Δεσμώτη (793), «κυκνόμορφοι», μ' ένα κοινό δόντι κι ένα κοινό μάτι, είναι άλλη ιστορία. Δε φανταζόμουν έτσι τις Γραίες - άλλο αν οι παραδόσεις μπερδεύτηκαν αργότερα.
δεν ξέροντας: όπως, λ.χ. στον Ερωτόκριτο
πως: είναι παρομοιαστικό με τη σημασία του όπως. 
ο τύραννος: Ο Νάσος Βαγενάς στο δοκίμιο  "Η γενεαλογία της Κίχλης" γράφει «Ο Οδυσσέας και ο Ελπήνωρ πιστεύω πως συμβολίζουν τις δύο αντμαχόμενες όψεις του ανθρώπου.   Ο νόστος της μιάς είναι το χοιροστάσιο της Κίρκης· ο νόστος της άλλης είναι για το σπίτι, για το φως. Η ευδαιμονία, η ολοκλήρωση του ανθρώπου, εξαρτάται από τη δύναμη της θέλησής του, από το πόσο είναι ικανός να εξισορροπίσει τις αντίρροπες δυνάμεις μέσα του σε μια δημιουργική αρμονία. Αυτός είναι ο λόγος που για έναν από τους στίχους κλειδιά της Κίχλης (ο τύραννος μέσα απ' τον άνθρωπο έχει φύγει) ο Σεφέρης σημειώνει τα εξής (Ποιήματα σ. 335) "Η θέληση είναι γι' αυτόν (= τον Μεγκ Τσου) ένας κυβερνήτης, και ο ιδεώδης Κυβερνήτης, σύμφωνα με την κομφουκιανή αντίληψη, είναι πάντα εκείνος που κυβερνά με την καλή θέληση, φροντίζοντας για τα συμφέροντα των κυβερνωμένων, με τη συγκατάθεση. Το να κάνει πόλεμο στους υπηκόους του είναι σημάδι ενός κακού κυβερνήτη (= ενός τυράννου), που δεν τήρησε το χρέος του και του αξίζει να τον παραμερίσουν. Αυτή την αντίληψη, απαράλλαχτη, την εφαρμόζει ο Μεγκ Τσου στη θέληση... Δεν υπάρχει για την κινέζικη διάνοια, πόλεμος, αναγνωρισμένος επίσημα, ανάμεσα στην ψυχή και στο σώμα" Η παραπάνω σημείωση του Σεφέρη είναι από το βιβλίο του  I. A. Richards, Mencius on the Mind.»