Η Μαρία Λαϊνά διαβάζει ποιήματα και πεζά της στο Underground Εντευκτήριο
Η Μαρία Λαϊνά μιλάει στο Πρώτο Πρόγραμμα
«Το Νόημα» της Μαρίας Λαϊνά με την Δήμητρα Χατούπη
Μαρία Λαϊνά - Θερινό Ηλιοστάσιο 2007 (Maria Laina)
Μαρία Λαϊνά
Γεννήθηκε στην Πάτρα το 1947.
Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Εξέδωσε τα έργα:
Ποίηση:
Ενηλικίωση (1968), Επέκεινα (1970), Αλλαγή τοπίου (1972), Σημεία στίξεως (1979), Κλόουν (1980), Δικό της (1985), Ρόδινος φόβος (1992), Ένα κλεφτό φιλί (1996).
Πεζά:
Κλόουν (1980), Η πραγματικότητα είναι πάντα εδώ (1990), Το φαγητό (1998). Μετέφρασε Τ.Σ. Έλιοτ (Εφτά δοκίμια για την ποίηση) και Έζρα Πάουντ (Η Αλφαβήτα της μελέτης).
Τιμήθηκε με Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1993).
| 1947- | ||||||||||||||
| ||||||||||||||
Μαρία Λαϊνά, Θυμάσαι τι είναι ποίηση; Ιστορίες ποδηλασίας, Πατάκη, Αθήνα 2018, 345 σελ.
Μαρία Λαϊνά, Ό,τι έγινε. Άνθρωποι και φαντάσματα, Πατάκη, Αθήνα 2020, 56 σελ.
Καθ’ όλη την πορεία της στην ποίηση, που διαρκεί πενήντα και πλέον χρόνια, η Λαϊνά εργάζεται με μοναδική σοβαρότητα πάνω στην ακρίβεια της γλώσσας, την πυκνότητα του νοήματος, και την απόδοση της προσωπικής της αλήθειας. Έχει τη γοητεία των ποιητών που αποθεώνουν το ελάχιστο, που μοιάζουν να έχουν λίγες λέξεις στη διάθεσή τους –μολονότι, ασφαλώς, γνωρίζουν πλήθος– και γυρνούν γύρω από τις ίδιες. Δεν ταξιδεύουν χιλιόμετρα για να βρουν νέες και να τις βάλουν ως τρόπαια. Κι η γοητεία αυτή δεν παύει να δεσπόζει ούτε όταν γράφει πεζά που μπορούν να λειτουργήσουν ως το σημείο εισόδου στο ποιητικό έργο, να μας προσφέρουν την ευκαιρία να εξοικειωθούμε με τη φωνή, τον αισθητικό κόσμο, τις ιδέες και τις ιδιαιτερότητες της ποιητικής φωνής της. (τεύχος 123)
Ελλάδα
Η Μαρία Λαϊνά γεννήθηκε στην Πάτρα το 1947.
Απόφοιτος της Νοµικής του Πανεπιστηµίου Αθηνών.
Εργάστηκε σε διάφορες δουλειές, σε σχέση πάντα µε την τέχνη (µετάφραση δοκιµίων και\ λογοτεχνίας, επιµέλεια εικαστικών, φιλοσοφικών και λογοτεχνικών βιβλίων, εκποµπές και σενάρια στην κρατική ραδιοφωνία-τηλεόραση, διδασκαλία ελληνι
κής γλώσσας και ποίησης σε αγγλόφωνα κολέγια, διδασκαλία µετάφρασης, δηµοσιογρα
φία σε λογοτεχνικά ένθετα εφηµερίδων).
Το έργο της περιλαµβάνει εννιά ποιητικές συλλογές, έντεκα θεατρικά, πέντε πεζογραφήµα
τα, τέσσερις κριτικές και µελετήµατα, σύνταξη ανθολογίας ξένης ποίησης του 20ού αιώνα
(επιλογή από ελληνικές µεταφράσεις).
Έργα της έχουν µεταφραστεί σε πολλές γλώσσες, αυτοτελή και σε ανθολογίες.
Εκπροσώπησε πολλές φορές επίσηµα την Ελλάδα στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη.
Το 1993 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο ποίησης για την ποιητική της συλλογή, "Ρόδινος
φόβος".
Η μετάφραση στα Γερμανικά της ίδιας συλλογής απέσπασε το βραβείο της Πόλης
του Μονάχου.
Το 1996 επίσης τιμήθηκε με το βραβείο Καβάφη και το 1998 με το βραβείο
Μαρία Κάλλας του Γ΄ προγράμματος της ελληνικής Ραδιοφωνίας.
Το 2014 τιμήθηκε με το Βραβείο του Ιδρύματος Κώστα & Ελένης Ουράνη για το σύνολο
του έργου της. Ιδρυτικό µέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.
(φωτογραφία: Κώστας Μητρόπουλος)
Βραβεία:
Βραβείο Ιδρύματος Κώστα & Ελένης Ουράνη Ακαδημίας Αθηνών 2014
Λογοτεχνία + Ποίηση
Μικτή τεχνική
Μαρία Λαϊνά. Εκδόσεις Πατάκη
https://www.toperiodiko.gr/%CE%BC%CE%B9%CE%BA%CF%84%CE%AE-%CF%84%CE%B5%CF%87%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%BC%CE%B1%CF%81%CE%AF%CE%B1-%CE%BB%CE%B1%CF%8A%CE%BD%CE%AC-%CE%B5%CE%BA%CE%B4%CF%8C%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%82-%CF%80%CE%B1/#.Yi6IjHozbMU Αλέξανδρος Στεργιόπουλος | 02/09/2014Μαρία Λαϊνά, εκδόσεις Πατάκη
Πίνακας κεντρικής φωτογραφίας: Ελένη Ζούνη, Ο σκεπτόμενος, 2010, μικτή τεχνική σε χαρτί, 111×158 εκ.
Η Μαρία Λαϊνά δικαιώνει τη μετριοφροσύνη και την ταπεινότητα του δημιουργού. Αφήνει το έργο της να «μιλήσει» και ακολουθεί. Χρέος της να του δώσει μορφή και κίνηση. Το κάνει αθόρυβα, αγόγγυστα και χωρίς να χρειάζεται να πει και να απαιτήσει πολλά. Σε αυτά που βλέπει αποκαλύπτονται και όσα θα δει. Χωρίς τυμπανοκρουσίες και επιτηδευμένες εξάρσεις, σε έλκει. Σε ενσωματώνει στο προσεγμένα σχεδιασμένο κάδρο που έχει φτιάξει. Η τελευταία της ποιητική συλλογή «Μικτή τεχνική» είναι μάθημα ζωγραφικής. Δηλαδή ποίησης. Γιατί τι άλλο, εκτός από εικόνα, παράγουν οι λέξεις; Αδρανή χρώματα που περιμένουν κάποιον/α να τα αναμίξει, να τα αναδεύσει και να τα ζωντανέψει.
Η ατάραχη έκφραση κυριαρχεί σε αυτά τα ποιήματα. Ήρεμη δύναμη που απλώνεται μεθοδικά στο χαρτί. Η σοφία της φύσης φιλτράρεται στη σκέψη και το μυαλό της Λαϊνά. Σκόρπια αποτυπώματα του περιβάλλοντος. Αόρατα. Ταπεινά και γι’ αυτό ανώτερα των ανθρώπινων. Ο σεβασμός και η καθοδήγηση του βλέμματος «παίρνουν την άδεια» για να τα περιορίσουν σε λίγες γραμμές. Ό,τι συλλαμβάνεται δεν είναι για πάντα. Προσωρινά το άυλο γενετικό υλικό της φύσης υποτάσσεται. Η Λαϊνά το εξυψώνει για να το δει και ο αληθινά τυφλός άνθρωπος. Ο αγχωμένος, εγωκεντρικός, ματαιόδοξος. Τον μικραίνει για να νιώσει το μεγαλείο που τον περιβάλλει.
Ο τίτλος «Μικτή τεχνική» δεν είναι τυχαίος. Δεν είναι όμως η συνάντηση εικαστικών με ποίηση. Είναι η διάρρηξη της εικόνας και η ανακάλυψη της σύνδεσης ανθρώπου-φύσης. Σαν να ενώνονται δύο αντικρινοί καθρέφτες. Χαρακτηριστικό απόσπασμα:
Ξύλινη κόκκινη βάρκα˙
γελάει
στο άδειο του δίχτυ
ο ψαράς
γέρος νέος θα ήθελε να είναι
να παίξει κι άλλο
*
Σπατάλησε
μια ολόκληρη όμορφη μέρα
κοιτάζοντας την
τι άλλο να’ κανε;
Η Λαϊνά καταφέρνει να εισχωρήσει σε κάθε μόριο της εικόνας που αναπαράγει ο εγκέφαλος. Στην εικόνα που φτιάχνει αδιάκοπα η φύση και ο εσωτερικός κόσμος του ανθρώπου. Οι πορείες τους είναι απωθητικές, όμως ο ποιητικός λόγος τα έλκει όσο πιο κοντά γίνεται. Με λιτό και περιεκτικό τρόπο το ανέκφραστο βρίσκει την ουσιαστική έκφραση του. Νατουραλισμός και ρεαλισμός στα όρια του μαγικού, αφού το αυτονόητο (;) φανταστικό βήμα δεν γίνεται. Η οικονομία στον λόγο αντικαθίσταται από την πολύχρωμη αντανάκλαση της ψυχής. Των ξεχασμένων αισθημάτων της. Η Λαϊνά ξέρει που πρέπει να μπει η κατακλείδα στις φωνές των ανεκπλήρωτων επιθυμιών. Η ποίησή της είναι στιβαρή, με δικό της μέτρο και όρια. Ποίηση με τον λυρισμό απαραίτητη πινελιά-αποκάλυψη.
Μαρία Λαϊνά, εκδόσεις Πατάκη
Πίνακας κεντρικής φωτογραφίας: Ελένη Ζούνη, Ο σκεπτόμενος, 2010, μικτή τεχνική σε χαρτί, 111×158 εκ.
Η Μαρία Λαϊνά δικαιώνει τη μετριοφροσύνη και την ταπεινότητα του δημιουργού. Αφήνει το έργο της να «μιλήσει» και ακολουθεί. Χρέος της να του δώσει μορφή και κίνηση. Το κάνει αθόρυβα, αγόγγυστα και χωρίς να χρειάζεται να πει και να απαιτήσει πολλά. Σε αυτά που βλέπει αποκαλύπτονται και όσα θα δει. Χωρίς τυμπανοκρουσίες και επιτηδευμένες εξάρσεις, σε έλκει. Σε ενσωματώνει στο προσεγμένα σχεδιασμένο κάδρο που έχει φτιάξει. Η τελευταία της ποιητική συλλογή «Μικτή τεχνική» είναι μάθημα ζωγραφικής. Δηλαδή ποίησης. Γιατί τι άλλο, εκτός από εικόνα, παράγουν οι λέξεις; Αδρανή χρώματα που περιμένουν κάποιον/α να τα αναμίξει, να τα αναδεύσει και να τα ζωντανέψει.
Η ατάραχη έκφραση κυριαρχεί σε αυτά τα ποιήματα. Ήρεμη δύναμη που απλώνεται μεθοδικά στο χαρτί. Η σοφία της φύσης φιλτράρεται στη σκέψη και το μυαλό της Λαϊνά. Σκόρπια αποτυπώματα του περιβάλλοντος. Αόρατα. Ταπεινά και γι’ αυτό ανώτερα των ανθρώπινων. Ο σεβασμός και η καθοδήγηση του βλέμματος «παίρνουν την άδεια» για να τα περιορίσουν σε λίγες γραμμές. Ό,τι συλλαμβάνεται δεν είναι για πάντα. Προσωρινά το άυλο γενετικό υλικό της φύσης υποτάσσεται. Η Λαϊνά το εξυψώνει για να το δει και ο αληθινά τυφλός άνθρωπος. Ο αγχωμένος, εγωκεντρικός, ματαιόδοξος. Τον μικραίνει για να νιώσει το μεγαλείο που τον περιβάλλει.
Ο τίτλος «Μικτή τεχνική» δεν είναι τυχαίος. Δεν είναι όμως η συνάντηση εικαστικών με ποίηση. Είναι η διάρρηξη της εικόνας και η ανακάλυψη της σύνδεσης ανθρώπου-φύσης. Σαν να ενώνονται δύο αντικρινοί καθρέφτες. Χαρακτηριστικό απόσπασμα:
Ξύλινη κόκκινη βάρκα˙
γελάει
στο άδειο του δίχτυ
ο ψαράς
γέρος νέος θα ήθελε να είναι
να παίξει κι άλλο
*
Σπατάλησε
μια ολόκληρη όμορφη μέρα
κοιτάζοντας την
τι άλλο να’ κανε;
Η Λαϊνά καταφέρνει να εισχωρήσει σε κάθε μόριο της εικόνας που αναπαράγει ο εγκέφαλος. Στην εικόνα που φτιάχνει αδιάκοπα η φύση και ο εσωτερικός κόσμος του ανθρώπου. Οι πορείες τους είναι απωθητικές, όμως ο ποιητικός λόγος τα έλκει όσο πιο κοντά γίνεται. Με λιτό και περιεκτικό τρόπο το ανέκφραστο βρίσκει την ουσιαστική έκφραση του. Νατουραλισμός και ρεαλισμός στα όρια του μαγικού, αφού το αυτονόητο (;) φανταστικό βήμα δεν γίνεται. Η οικονομία στον λόγο αντικαθίσταται από την πολύχρωμη αντανάκλαση της ψυχής. Των ξεχασμένων αισθημάτων της. Η Λαϊνά ξέρει που πρέπει να μπει η κατακλείδα στις φωνές των ανεκπλήρωτων επιθυμιών. Η ποίησή της είναι στιβαρή, με δικό της μέτρο και όρια. Ποίηση με τον λυρισμό απαραίτητη πινελιά-αποκάλυψη.
Μαρία Λαϊνά: Η ποιήτρια του βαθέος ανθρώπινου,του ανυποχώ
ρητα σαρκικού και του εικονοποιημένου μεταφυσικού
Η Μαρία Λαϊνά γεννήθηκε στην Πάτρα το 1947. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Εργάστηκε ως κειμενογράφος, μεταφράστρια, επιμελήτρια εκδόσεων, script writer σε τηλεοπτικές εκπομπές και ταινίες. Ήταν παραγωγός, επιμελήτρια και παρουσιάστρια σε εκπομπές της ελληνικής ραδιοφωνίας με λογοτεχνικά θέματα. Δίδαξε επί 15 όλοκληρα την ελληνική γλώσσα και λογοτεχνία σε αμερικάνικα κολέγια. Ποιήματα της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, γερμανικά, σουηδικά, φιλανδικά, βουλγαρικά, εβραϊκά και σε άλλες γλώσσες. Το 1993 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο ποίησης για την ποιητική της συλλογή, “Ρόδινος φόβος”. Η μετάφραση στα Γερμανικά της ίδιας συλλογής απέσπασε το βραβείο της Πόλης του Μονάχου. Το 1996 επίσης τιμήθηκε με το βραβείο Καβάφη και το 1998 με το βραβείο Μαρία Κάλλας του Γ΄ προγράμματος της ελληνικής Ραδιοφωνίας.
Το 2014 τιμήθηκε με το Βραβείο του Ιδρύματος Κώστα & Ελένης Ουράνη για το σύνολο του έργου της.
Η Μαρία Λαϊνά γεννήθηκε στην Πάτρα το 1947. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Εργάστηκε ως κειμενογράφος, μεταφράστρια, επιμελήτρια εκδόσεων, script writer σε τηλεοπτικές εκπομπές και ταινίες. Ήταν παραγωγός, επιμελήτρια και παρουσιάστρια σε εκπομπές της ελληνικής ραδιοφωνίας με λογοτεχνικά θέματα. Δίδαξε επί 15 όλοκληρα την ελληνική γλώσσα και λογοτεχνία σε αμερικάνικα κολέγια. Ποιήματα της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, γερμανικά, σουηδικά, φιλανδικά, βουλγαρικά, εβραϊκά και σε άλλες γλώσσες. Το 1993 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο ποίησης για την ποιητική της συλλογή, “Ρόδινος φόβος”. Η μετάφραση στα Γερμανικά της ίδιας συλλογής απέσπασε το βραβείο της Πόλης του Μονάχου. Το 1996 επίσης τιμήθηκε με το βραβείο Καβάφη και το 1998 με το βραβείο Μαρία Κάλλας του Γ΄ προγράμματος της ελληνικής Ραδιοφωνίας.
Το 2014 τιμήθηκε με το Βραβείο του Ιδρύματος Κώστα & Ελένης Ουράνη για το σύνολο του έργου της.
Μαρία Λαϊνά: Η ποίηση είναι απλούστατα γλώσσα
Υπάρχουν δύο ρήματα που απασχολούν κατά καιρούς τον ποδηλάτη. Το ρήμα «είμαι» και το ρήμα «κάνω». Υπάρχουν και οι αντίστοιχοι τύποι ανθρώπων. Αυτοί που κυρίως είναι, και αυτοί που κυρίως κάνουν. Αυτοί που αν δεν κάνουν δεν είναι, κι εκείνοι που αν δεν είναι δεν μπορούν να κάνουν. Βέβαια πάντα κάνει κάτι κανείς, αλλιώς δεν είναι δυνατόν να είναι, και κατά κάποιον τρόπο πάντα είναι, αλλιώς δεν είναι δυνατόν να κάνει. Και κάνουμε λοιπόν και είμαστε. Αλλά σήμερα το είναι θεωρείται κυρίως η ελάσσων προϋπόθεση για το μέγιστο που είναι το να κάνεις. Αλλιώς, ακόμη κι αν είσαι, είναι σαν να μην είσαι ή δεν είσαι καλά. Πρέπει λοιπόν να κάνουμε για ν’ αποδείξουμε ότι κατ’ αρχάς είμαστε, κι ύστερα ότι καλώς είμαστε, καλά είμαστε, δικαίως είμαστε. Οι άλλοι μαθαίνουν να μας αναγνωρίζουν και μας θυμούνται από αυτό που κάνουμε ή σταματήσαμε να κάνουμε. Κάνω δύο γάμους ή τρεις σχέσεις, κάνω παιδιά, θα κάνω μια δεξίωση, πέντε ταξίδια, δεκαοχτώ εκπομπές. Δεν μπορώ να κάνω σιωπή, μοναξιά, αγάπη, μπορώ όμως να κάνω φιλίες, έρωτα. Και πάλι όμως μιλάμε για πράξεις. Τα αφηρημένα ουσιαστικά, ειδικότερα όσα δηλώνουν κατάσταση, δεν… κάνονται. Πρέπει να γίνουν, και το ρήμα «γίνομαι», όταν γίνει, παραχωρεί τη θέση του στο είναι ή στο υπάρχω. Δεν μπορείς λοιπόν να κάνεις αυτά που είσαι, ενώ μπορείς να είσαι αυτά που κάνεις. Οι άνθρωποι τώρα που κυρίως κάνουν είναι σχεδόν πάντα ευτυχέστεροι, ασφαλέστεροι και καλά οργανωμένοι. Ο θεός ο ίδιος, η συνείδησή μας εν ανάγκη, μας καλεί, πριν κοιμηθούμε το βράδυ, σ’ έναν απολογισμό τού τι κάναμε τη μέρα που πέρασε. Στη διάρκεια της ημέρας, ενίοτε και της νύχτας, ακούγεται η αγωνιώδης ερώτηση της μητρός προς το ανήλικο τέκνο της: «Έκανες;». Αλίμονο σε όποιον δεν έχει κάνει, δεν κάνει και δεν θα συνεχίσει να κάνει. Θα χρειαστεί χρόνια ψυχανάλυση για να μάθει ότι μπορεί και να μην έκανε άσχημα που δεν έκανε αν αυτό ήθελε να κάνει. Αλλά μπορεί να θες να κάνεις και να μην κάνεις; Γιατί ακόμη και την τρύπα στο νερό την κάνεις! – Κάθε στιγμή είναι άγνωστος τόπος….
από τη σελίδα “Πεντάλ” της Μαρίας Λαϊνά
στην Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας 26-3-2010
Υπάρχουν δύο ρήματα που απασχολούν κατά καιρούς τον ποδηλάτη. Το ρήμα «είμαι» και το ρήμα «κάνω». Υπάρχουν και οι αντίστοιχοι τύποι ανθρώπων. Αυτοί που κυρίως είναι, και αυτοί που κυρίως κάνουν. Αυτοί που αν δεν κάνουν δεν είναι, κι εκείνοι που αν δεν είναι δεν μπορούν να κάνουν. Βέβαια πάντα κάνει κάτι κανείς, αλλιώς δεν είναι δυνατόν να είναι, και κατά κάποιον τρόπο πάντα είναι, αλλιώς δεν είναι δυνατόν να κάνει. Και κάνουμε λοιπόν και είμαστε. Αλλά σήμερα το είναι θεωρείται κυρίως η ελάσσων προϋπόθεση για το μέγιστο που είναι το να κάνεις. Αλλιώς, ακόμη κι αν είσαι, είναι σαν να μην είσαι ή δεν είσαι καλά. Πρέπει λοιπόν να κάνουμε για ν’ αποδείξουμε ότι κατ’ αρχάς είμαστε, κι ύστερα ότι καλώς είμαστε, καλά είμαστε, δικαίως είμαστε. Οι άλλοι μαθαίνουν να μας αναγνωρίζουν και μας θυμούνται από αυτό που κάνουμε ή σταματήσαμε να κάνουμε. Κάνω δύο γάμους ή τρεις σχέσεις, κάνω παιδιά, θα κάνω μια δεξίωση, πέντε ταξίδια, δεκαοχτώ εκπομπές. Δεν μπορώ να κάνω σιωπή, μοναξιά, αγάπη, μπορώ όμως να κάνω φιλίες, έρωτα. Και πάλι όμως μιλάμε για πράξεις. Τα αφηρημένα ουσιαστικά, ειδικότερα όσα δηλώνουν κατάσταση, δεν… κάνονται. Πρέπει να γίνουν, και το ρήμα «γίνομαι», όταν γίνει, παραχωρεί τη θέση του στο είναι ή στο υπάρχω. Δεν μπορείς λοιπόν να κάνεις αυτά που είσαι, ενώ μπορείς να είσαι αυτά που κάνεις. Οι άνθρωποι τώρα που κυρίως κάνουν είναι σχεδόν πάντα ευτυχέστεροι, ασφαλέστεροι και καλά οργανωμένοι. Ο θεός ο ίδιος, η συνείδησή μας εν ανάγκη, μας καλεί, πριν κοιμηθούμε το βράδυ, σ’ έναν απολογισμό τού τι κάναμε τη μέρα που πέρασε. Στη διάρκεια της ημέρας, ενίοτε και της νύχτας, ακούγεται η αγωνιώδης ερώτηση της μητρός προς το ανήλικο τέκνο της: «Έκανες;». Αλίμονο σε όποιον δεν έχει κάνει, δεν κάνει και δεν θα συνεχίσει να κάνει. Θα χρειαστεί χρόνια ψυχανάλυση για να μάθει ότι μπορεί και να μην έκανε άσχημα που δεν έκανε αν αυτό ήθελε να κάνει. Αλλά μπορεί να θες να κάνεις και να μην κάνεις; Γιατί ακόμη και την τρύπα στο νερό την κάνεις! – Κάθε στιγμή είναι άγνωστος τόπος….
από τη σελίδα “Πεντάλ” της Μαρίας Λαϊνά
στην Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας 26-3-2010
Γράφοντας ποίηση: o λόγος της Μαρίας Λαϊνά

Μαρία Λαϊνά, Θυμάσαι τι είναι ποίηση; Ιστορίες ποδηλασίας, Πατάκη, Αθήνα 2018, 345 σελ.
Μαρία Λαϊνά, Ό,τι έγινε. Άνθρωποι και φαντάσματα, Πατάκη, Αθήνα 2020, 56 σελ.
Καθ’ όλη την πορεία της στην ποίηση, που διαρκεί πενήντα και πλέον χρόνια, η Λαϊνά εργάζεται με μοναδική σοβαρότητα πάνω στην ακρίβεια της γλώσσας, την πυκνότητα του νοήματος, και την απόδοση της προσωπικής της αλήθειας. Έχει τη γοητεία των ποιητών που αποθεώνουν το ελάχιστο, που μοιάζουν να έχουν λίγες λέξεις στη διάθεσή τους –μολονότι, ασφαλώς, γνωρίζουν πλήθος– και γυρνούν γύρω από τις ίδιες. Δεν ταξιδεύουν χιλιόμετρα για να βρουν νέες και να τις βάλουν ως τρόπαια. Κι η γοητεία αυτή δεν παύει να δεσπόζει ούτε όταν γράφει πεζά που μπορούν να λειτουργήσουν ως το σημείο εισόδου στο ποιητικό έργο, να μας προσφέρουν την ευκαιρία να εξοικειωθούμε με τη φωνή, τον αισθητικό κόσμο, τις ιδέες και τις ιδιαιτερότητες της ποιητικής φωνής της. (τεύχος 123)
O πεζός λόγος των ποιητών είναι συναρπαστικός. Μας δίνει την ευκαιρία να γνωρίσουμε μία ακόμη όψη του ποιητή, να τον παρακολουθήσουμε ενόσω συλλογιέται, ενώ γράφει για πράγματα που του αρέσουν με την ελευθερία του ερασιτέχνη και την εξαιρετικά δουλεμένη γλώσσα. Αρκεί να σκεφτούμε τη βαθιά αναγνωστική απόλαυση που μας προσφέρουν οι Δοκιμές του Σεφέρη, τα Ανοιχτά Χαρτιά του Οδυσσέα Ελύτη, τα κείμενα για την τζαζ του Φίλιπ Λάρκιν, τα άρθρα του Φιλίπ Ζακοτέ για τους ομοτέχνους του, οι επιστολές του Ρίλκε, οι πραγματείες της Βακαλό για την τέχνη. Αυτά τα κείμενα είναι επιπλέον σημαντικά γιατί μπορούν να λειτουργήσουν ως το σημείο εισόδου στο ποιητικό έργο, να μας προσφέρουν την ευκαιρία να εξοικειωθούμε με τη φωνή, τον αισθητικό κόσμο, τις ιδέες και τις ιδιαιτερότητες του ποιητή. Γιατί η ποίηση, καθότι διέπεται από τις δικές της προϋποθέσεις και ιδιοσυγκρασίες, κάποτε φαντάζει δύσληπτη ή αδιαπέραστη ακόμη και σε αναγνώστες που έχουν σχέση με τη λογοτεχνία και το διάβασμα.
Μέσω του πεζού λόγου
Διαμέσου του πεζού λόγου, προσέγγισα για πρώτη φορά το έργο της ποιήτριας Μαρίας Λαϊνά, συγκεκριμένα μέσα από τις επιφυλλίδες της στη στήλη «Πεντάλ», γραμμένες το διάστημα 2009-2011, στο ένθετο «Βιβλιοδρόμιο» της Ελευθεροτυπίας, εκλογή των οποίων εκδόθηκε στο πολύ απολαυστικό βιβλίο με τίτλο Θυμάσαι τι είναι η ποίηση; Ιστορίες ποδηλασίας (εκδόσεις Πατάκη, 2018). Έχοντας δημιουργήσει την περσόνα του αφηγητή-ποδηλάτη που κάνει πεντάλ και διανύει πόλεις, τοπία και βιβλία, η Λαϊνά ξεναγεί τους αναγνώστες της στον προσωπικό της κόσμο και τρόπο να βλέπει τα πράγματα. Στις πενήντα επιφυλλίδες που συγκεντρώνονται στο βιβλίο, η Λαϊνά γράφει για τους αγαπημένους της συγγραφείς, όπως ο Τσέχωφ, ο Τ.Σ. Έλιοτ και ο Έζρα Πάουντ, ο Τανιζάκι, οι Αμερικανοί Ρόμπερτ Κρήλυ και Μαρκ Στραντ, η Αλεξάνδρα Πλαστήρα και η Βακαλό («ποιος τη θυμάται και ποιος τη μνημονεύει αλήθεια την Ελένη Βακαλό, με τη μακριά γερή κοτσίδα; Ποιος θυμάται το θάρρος της στη ζωή και το θάρρος της στο θάνατο;»). Αντιγράφει απλόχερα αποσπάσματα από τα διαβάσματά της, άλλοτε σχολιάζοντάς τα και συνδέοντάς τα με την επικαιρότητα, κι άλλοτε παραδίδοντάς τα ασχολίαστα στον αναγνώστη προς προβληματισμό. Σχολιάζει με παρρησία και χιούμορ τις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις εκείνης της επεισοδιακής διετίας 2009-2011 και τις κακοτοπιές στην πόλη της Αθήνας. Kαταθέτει την άποψή της για ζητήματα τέχνης και αισθητικής:
Το κακό με τη λογοτεχνία, κατεξοχήν με την ποίηση, είναι ότι γράφεται με λέξεις, και τις λέξεις τις θεωρούμε δεδομένες και κτήμα όλων από γεννησιμιού μας και δεν είναι σαν τις νότες ή τα χρώματα που πρέπει να τα σπουδάσεις και να μάθεις πώς συνδυάζονται και ποιο πάει καλύτερα πλάι σε άλλο, και, και, και… Γι’αυτό και η ερώτηση «Τι είναι ποίηση;»· γι’αυτό και οι ρομαντικές απαντήσεις του τύπου «το καταφύγιο στο οποίο προσφεύγουμε σε δύσκολες στιγμές» ή «αυτό που ομορφαίνει τη ζωή μας», και εντέλει η αξίωση πολλών ανθρώπων να θεωρούνται ή να θεωρούν άλλους ποιητές επειδή, λέει, ο τρόπος τους να ζουν τη ζωή τους «ποιητικά» ή η «ποιητική» ύπαρξή τους αρκούν να υποκαταστήσουν το ζητούμενο. Το ζητούμενο όμως είναι απλούστατα η ποίηση. Ποιητής είναι αυτός που γράφει καλά ποιήματα, ούτε καν αυτός που γράφει ποιήματα. (Θυμάσαι τι είναι η ποίηση;, 91-2)
Η γλώσσα είναι, φυσικά, παντού και πάντα, το βασικό θέμα. Πώς η γλώσσα δημιουργεί ποίηση. Πώς κάποιοι δημοσιογράφοι και φιλόλογοι κακομεταχειρίζονται τη γλώσσα. Πώς εργαζόμαστε πάνω στη γλώσσα προκειμένου να εκφράσουμε την αλήθεια:
[…] η ποίηση καταφέρνει το ξάφνιασμα, αν δεν το καταφέρνει, δεν είναι ποίηση, ισχυρίζομαι ταπεινά. Κατευθείαν αντίθετο, ας πούμε, με την τηλεοπτική, τουλάχιστον, δημοσιογραφία, όπου επί μία εβδομάδα μπορεί να παρακολουθείς το γνέσιμο της ίδιας είδησης […] με ανταποκριτές που δεν ξέρουν άλλους συνδέσμους εκτός από το «ωστόσο» και «καθώς», και τα επιρρήματά τους εξαντλούνται στο «ακριβώς» και «απλά» – αυτό το τελευταίο χρησιμοποιημένο και εκτός των άλλων αδίσταχτα λάθος στη θέση του «απλώς». (Θυμάσαι τι είναι η ποίηση;, σελ. 24)
Τα πεζά κείμενα των ποιητών είναι συναρπαστικά γιατί μας φανερώνουν όψεις του χαρακτήρα τους. Ο ποιητής χρειάζεται από τη μία να βρίσκεται σε διαρκή επαφή και όσμωση με το περιβάλλον, σε μία σχέση ακραίας ευαισθησίας με τον κόσμο, κι από την άλλη να αντιστέκεται με θάρρος στη μόδα, στις δημοφιλείς απόψεις, στα κλισέ της σκέψης, της γλώσσας και της συμπεριφοράς· να είναι με άλλα λόγια ουσιωδώς αντισυμβατικός. Η ανεξαρτησία της κρίσης της Λαϊνά σημαδεύει τον αναγνώστη, κι η φωνή της γίνεται εθιστική, όπως όταν σχολιάζει τη σχέση του Έλληνα με τη λογοτεχνία:
[Στον Έλληνα] κανείς δεν του δίνει το «κακό» παράδειγμα, κανείς δεν τον σπρώχνει να αμαρτήσει, ούτε γονείς ούτε εκπαιδευτικό προσωπικό ούτε η κοινή θέα: βαπόρια, αεροπλάνα και τρένα πάνε κι έρχονται και σπάνια καθωσπρέπει Έλληνας διανοείται τη σήμερον ημέραν να πιάσει στα χέρια του έντυπο πλην την εφημερίδας και του περιοδικού. Το περίεργο είναι ότι δεν ισχύει το ίδιο με το γράψιμο. Εκεί τα πράγματα υφίστανται σοβαρή αλλαγή: παρότι άχρηστο βιοποριστικά και συνταξιοδοτικά το επάγγελμα του ποιητή ή διηγηματογράφου (του αξιοπρεπούς τουλάχιστον), πλήθος άνθρωποι επιχειρούν να γράψουν, γράφουν και ξαναγράφουν, χωρίς κανέναν ενδοιασμό και φόβο ότι μπορεί, ας πούμε, να μπαίνουν σε παγοδρόμιο χωρίς να φοράνε παγοπέδιλα αλλά και δίχως να έχουν όρεξη να αγοράσουν τα των ομοτέχνων τους. (Θυμάσαι τι είναι η ποίηση;, 120)
Στέκεται με σκεπτικισμό απέναντι στην αμετροέπεια που εντοπίζει στη σημερινή κριτική της λογοτεχνίας, της τέχνης αλλά και στη λογοτεχνία γενικότερα («ο κριτικός στον οποίο πρέπει να χρωστάμε ευγνωμοσύνη είναι εκείνος που θα μας κάνει να δούμε κάτι που δεν το είχαμε δει πριν»). Η Λαϊνά είναι επίσης σπουδαία όταν ελέγχει την αυθαιρεσία του θεωρητικού λόγου (ή της μεταγλώσσας) που χρησιμοποιούν οι επιμελητές εκθέσεων τέχνης και οι γκαλερίστες:
Σπάνια σήμερα κάποιος ενδιαφέρεται π.χ. για τη φωτογραφία αυτή καθεαυτή. Όταν προσέρχεται ο φωτογράφος σ’ έναν επιμελητή ή σ’ έναν γκαλερίστα, τον ρωτάνε οι περισσότεροι ποιο είναι το concept, λέξη που έχει αντικαταστήσει σχεδόν σήμερα το προηγουμένως «αθώο» θέμα, γιατί ενσωματώνει και την «εννοιακή» (Θεέ μου, συγχώρεσέ με) πρόθεσή του. […] Σιγά σιγά οι φωτογραφίες από μόνες τους δεν σημαίνουν τίποτα, δίχως το κείμενο του επιμελητή που συνήθως εξηγεί με εξαντλητικό και περίπλοκο τρόπο τη σειρά των εικόνων έτσι ώστε να τους προσδώσει κοινό λόγο ύπαρξης, να αποκαλύψει την πρόθεση του καλλιτέχνη (λες και είναι μία) και να τους εξασφαλίσει με το στανιό ένα δήθεν κοινό θέμα ή μια ιδέα-έννοια (concept). (Θυμάσαι τι είναι η ποίηση;, 49-50)
Ακρίβεια, πυκνότητα, προσωπική αλήθεια
Καθ’ όλη την πορεία της στην ποίηση, που διαρκεί πενήντα και πλέον χρόνια, η Λαϊνά εργάζεται με μοναδική σοβαρότητα πάνω στην ακρίβεια της γλώσσας, την πυκνότητα του νοήματος, και την απόδοση της προσωπικής της αλήθειας. Το 2015, εκδόθηκε ο συγκεντρωτικός τόμος Σε τόπο ξερό (εκδόσεις Πατάκη), ο οποίος συγκεντρώνει ποιήματα από το 1970 έως το 2012, δηλαδή οκτώ ποιητικές συλλογές. Στον τόμο αυτό, που έλαβε το βραβείο Ακαδημίας Αθηνών - Ίδρυμα Κώστα & Ελένης Ουράνη, συμπεριλαμβάνονται συλλογές που αγαπήθηκαν πολύ, όπως ο Ρόδινος Φόβος και η σειρά ποιημάτων Δικό της. Στον Ρόδινο Φόβο ξεχωρίζουν για τις έντονες εικόνες και τις λεπταίσθητες αποτυπώσεις του νερού τα ποιήματα που εμπνέονται από τις περιοχές του Νείλου (Ασουάν, Λούξορ).
Το περασμένο φθινόπωρο, δημοσιεύτηκε το ποιητικό έργο Ό,τι έγινε, Άνθρωποι και Φαντάσματα. Πρόκειται για συλλογή ποιημάτων που κινούνται στη θεματική της μοναξιάς, της φθαρτότητας του ανθρώπινου σώματος, της αντοχής του ανθρώπου και της ανθεκτικότητας της ανθρώπινης δημιουργίας, και αποδίδουν το αίσθημα της αποξένωσης που βιώνει ο άνθρωπος μέσα στο αστικό περιβάλλον. Τα υλικά της ποίησής της αντλούνται από την καθημερινότητα, το αστικό τοπίο και την αστική αρχιτεκτονική. Αποτυπώνει την υπερβολικά πραγματική όψη της ζωής, την καθημερινότητα, την κίνηση μέσα στο σπίτι. Αυτό που κανείς δεν θα δει, κανείς δεν θα δοξάσει. Ό,τι πιο απλό, πιο καθημερινό, πιο ευκαταφρόνητο. Στην ποιητική γλώσσα, έχουν περάσει λέξεις τόσο καθημερινές όπως «μπαλκονόπορτα» και «εξώπορτα»· σε ένα ποίημα, συνυπάρχει η όμορφη λέξη «αίγλη» με τη «βεράντα», το τυπικό στοιχείο της αθηναϊκής αστικής αρχιτεκτονικής.
Το ύφος της Λαϊνά είναι εδώ και χρόνια αναγνωρίσιμο και διακριτό μέσα στο σύνολο της σύγχρονης ελληνικής ποίησης: εξαιρετικά λιτό (κάποιοι κριτικοί έχουν πει «ασκητικό), οικονομημένο, αύταρκες και συχνά εξομολογητικό. Όπως έχει γράψει ο Δημήτρης Αθηνάκης στην Καθημερινή, «ο μινιμαλισμός της βαδίζει στα χνάρια του παγκόσμιου ανθρώπου, που είναι ωστόσο υποχρεωμένος να ζει μέσα στα όρια του σπιτιού, της πόλης, της χώρας του». Στην παράδοση της Ζωής Καρέλλη και της Ελένης Βακαλό, η Λαϊνά φροντίζει για την ύπαρξη του ανοίκειου στην ποίησή της. Ο αναγνώστης μπλέκεται σε μία δοκιμασία αποκρυπτογράφησης, όπου χρειάζεται χρόνο προκειμένου να βρει τη θέση του μέσα στο ερμητικό ποίημα. Χρειάζεται, κυρίως, να εμπιστευτεί ότι το ανοίκειο θα του προσφέρει απόλαυση.
Η Λαϊνά έχει τη γοητεία των ποιητών που αποθεώνουν το ελάχιστο, που μοιάζουν να έχουν λίγες λέξεις στη διάθεσή τους –μολονότι, ασφαλώς, γνωρίζουν πλήθος– και γυρνούν γύρω από τις ίδιες. Δεν ταξιδεύουν χιλιόμετρα για να βρουν νέες και να τις βάλουν ως τρόπαια στην ποίησή τους. Συγκινούν γιατί γράφουν «οργανικά», σαν να μην μπορούσαν να κάνουν αλλιώς. Σαν η λέξη να φύτρωσε στο χώμα που φροντίζουν. Διαβάζοντας τα πεζά και τα ποιήματα της Λαϊνά, θητεύουμε δίπλα σε μια δημιουργό που αντιμετωπίζει με τη μεγαλύτερη σοβαρότητα την γλώσσα, την τέχνη και τη ζωή:
Καμιά φορά ο ποδηλάτης, στις στάσεις του, το σκέφτεται με μοιρολατρική μελαγχολία. Σάμπως το θάρρος, η απελπισία, και το ταλέντο να χαίρεσαι τέχνη και ζωή να πηγαίνουν μαζί. Δεν το υπερασπίζομαι σαν κανόνα. Αλλά οσάκις συμβαίνει, τότε δεν λείπει πραγματικά τίποτα, και μόνον εκεί μου φαίνεται ότι ο άνθρωπος μπορεί να ισχυριστεί ότι υπερέχει σαν είδος του υπόλοιπου ζωικού βασιλείου. (Θυμάσαι τι είναι η ποίηση;, σελ. 144-5)
Μαρία Λαϊνά
| Μαρία Λαϊνά | |
|---|---|
| Όνομα στη μητρική γλώσσα | Μαρία Λαϊνά (Ελληνικά) |
| Γέννηση | 1947[1] Πάτρα |
| Χώρα πολιτογράφησης | Ελλάδα |
| Σπουδές | Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών |
| Ιδιότητα | ποιητής, καθηγητής πανεπιστημίου, σεναριογράφος, μεταφραστής, κριτικός, ραδιοφωνικός παρουσιαστής και συγγραφέας |
| Είδος τέχνης | ποίηση |
| Βραβεύσεις | Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1993) |
Η Μαρία Λαϊνά (γενν. 1947 στην Πάτρα) είναι βραβευμένη Ελληνίδα ποιήτρια. Σπούδασε Νομική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, αλλά δεν άσκησε ποτέ δικηγορία. Αντ' αυτού εργάστηκε ως μεταφράστρια, κριτικός έργων τέχνης, σεναριογράφος, καθηγήτρια Ελληνικών και ραδιοφωνικός παραγωγός.
Ανήκει στην αποκαλούμενη Γενιά του '70, που είναι λογοτεχνικός όρος που αναφέρεται στους Έλληνες συγγραφείς που ξεκίνησαν να δημοσιεύουν τα έργα τους κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970, και ειδικότερα προς το τέλος της επταετούς στρατιωτικής δικτατορίας και τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης.
Της απονεμήθηκε το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή της, Ρόδινος φόβος το 1993 και το Βραβείο Καβάφη, μαζί με τον Γιώργο Μαρκόπουλο το 1996. Το 1998 βραβεύθηκε με το Βραβείο Μαρία Κάλλας του Τρίτου Προγράμματος της Ελληνικής Ραδιοφωνίας. Η ποίηση της μεταφράστηκε στα Αγγλικά, Γαλλικά και Ισπανικά.
Επιλογή ποιημάτων της Λαϊνά μεταφράσθηκε στην αγγλική από την Αμερικανίδα καθηγήτρια Sarah McCann και κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις του Πανεπιστημίου του Κονέκτικατ το 2017.[2]
Εργογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ποίηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
- Ενηλικίωση, 1968
- Επέκεινα, 1970
- Αλλαγή τοπίου, 1972
- Σημεία στίξεως, 1979
- Δικό της, 1985
- Ρόδινος φόβος, 1992
- Εδώ, 2003
Μεταφράσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
- Η Αλφαβήτα της μελέτης (ABC of Reading), του Έζρα Πάουντ, 1974
- Μακαριότητα (Bliss), της Κάθριν Μάνσφιλντ, 1981
- Για την ποίηση (On Poetry and Poets), του Τόμας Στερνς Έλιοτ, 1982
Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
- ↑ NUKAT. n2010077969.
- ↑ «Η Μαρία Λαϊνά ξανά στα αγγλικά», Η Καθημερινή, 14 Ιανουαρίου 2017, ένθ. «Ζωή», σελ. 4
Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
- «Μαρία Λαϊνά - Έκθεση Βιβλίου της Φραγκφούρτης 2001 - Ελλάδα τιμώμενη χώρα». www.greece2001.gr. Ανακτήθηκε στις 12 Ιουλίου 2016.
- «.:BiblioNet : Λαϊνά, Μαρία, 1947 - :». www.biblionet.gr. Εθνικό Κέντρο Βιβλίου. Ανακτήθηκε στις 12 Ιουλίου 2016.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
- Μαρία Λαϊνά στον Πανδέκτη, του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών
- Η σελίδα της Μαρίας Λαϊνά στην ιστοσελίδα της Εταιρείας Συγγραφέων.
- «Μαρία Λαϊνά: Η ποίηση είναι γλώσσα, ούτε ιδέες ούτε συναίσθημα», συνέντευξη στον Γρηγόρη Μπέκο, εφημερίδα Το Βήμα, 08/03/2015
- «Μαρία Λαϊνά, η ποίηση με την ορμή της γλώσσας» άρθρο του Δημήτρη Αθηνάκη, εφημερίδα Η Καθημερινή, 06/06/2015
Μαρία Λαϊνά – Άνθρωποι & Φαντάσματα (της Κωνσταντίνας
Κορρυβάντη)
της Κωνσταντίνας Κορρυβάντη
«Τις νύχτες σκάβω μες στο χρόνο / ανοίγω δρόμους, διώχνω τις αράχνες / και με φροντίδα σε σηκώ
νω απ’ τους νεκρούς» έγραφε στη συλλογή «Επέκεινα» η Μαρία Λαϊνά ως νεαρή ποιήτρια το 1970.
Στο νέο της βιβλίο ποίησης που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πατάκη, η Λαϊνά, ανα
γνωρισμένη ως μία από τις καλύτερες φωνές της γενιάς της, συνομιλεί με «ανθρώπους και φαντά
σματα» καταλύοντας τα χρονικά σύνορα. Παρόν, παρελθόν και μέλλον σε έναν ιδιότυπο απολογι
σμό ζωής.
Η αναμέτρηση με τα ποιήματα της συλλογής γίνεται στο γνώριμο ναρκοπέδιο της λογοτεχνίας.
Απαιτούνται προσεκτικά βήματα και καλοζυγισμένες κινήσεις για να διασχίσουμε, ζωντανοί μέχρι
τέλους, την απόσταση που χωρίζει – ή αν προτιμάτε ενώνει – την επιθυμία και την ματαίωση.
Με λέξεις καλά ακονισμένες, αισθητικές και φόρμα μινιμαλιστική η ποιήτρια της κατασταλαγμέ
νης ευφυΐας και του ολιγόστιχου μα αφοπλιστικού συναισθήματος, του τόσο οικείου για τους μυ
ημένους στην ποίηση της Λαϊνά, ξεκινά στο βιβλίο αυτό ένα ταξίδι ενδοσκόπησης.
Με ακρίβεια, ευστοχία και το στοιχείο της έκπληξης η Λαϊνά μένει να απαντήσει το διαρκές ερώ
τημα που έθεσε πριν χρόνια με την ποίησή της. «Λατρεύτηκε κανείς εδώ; / υπήρχε κάποιος; /
ή πέρασε απλώς ο χρόνος και άφησε την ομορφιά του;»
Η συλλογή έχει τον τίτλο «Ό,τι έγινε: άνθρωποι και φαντάσματα» και όπως μας λέει η συγγραφέ
ας του, ο τίτλος είναι εμπνευσμένος από το βιβλίο του Χουάν Ρούλφο «Πέδρο Πάραμο».
Αν αποφασίσουμε να σταθούμε σε αυτήν την επιλογή, ανοίγουμε έναν άλλο, διακειμενικό αναγνω
στικό χάρτη.
Στον Ρούλφο, ένας γιος αναζητά τον άγνωστο πατέρα του, σε μία προσπάθεια να κρατήσει την υπό
σχεση που έδωσε στην ετοιμοθάνατη μητέρα του.
Ο ήρωας επιστρέφει στην Κομάλα, ένα ερειπωμένο χωριό-φάντασμα.
Η Κομάλα του Χουάν Ρούλφο είναι ένας προορισμός άχρονος, ένας λαβύρινθος αφηγήσεων, μία
επικράτεια φαντασμάτων. Είναι, δηλαδή, παρά τον κύριο, κεντρικό αφηγητή του ένα έργο πληθυ
ντικό. Ένα έργο για φωνές στο χωροχρονικό συνεχές ζωής και θανάτου, όπως πιστεύω είναι και η
νέα συλλογή της Λαϊνά.
Πρώτο ποίημα-κλειδί είναι αυτό που κοσμεί και το οπισθόφυλλο του βιβλίου. Μεταφέρω:
«Έζησα με αναίδεια / και μοναξιά. /Μιλάω στο πρώτο πρόσωπο./Έζησα με παράξενες σκέψεις/ σκοτε
ινές παρορμήσεις /Και όνειρα·»
Ο στίχος «μιλάω στο πρώτο πρόσωπο» είναι μία συγγραφική συνθήκη απαραβίαστη σε όλα τα ποι
ήματα της συλλογής. Το φύλο και οι ρόλοι μετατοπίζονται.
Η πραγματικότητα του καθημερινού βιώματος εμπλέκεται με το λογοτεχνικό βίωμα. Αναφορές σε
οικείους θα μπορούσαν τελικά να αφορούν επιδραστικούς ομότεχνους της Λαϊνά και την συγγρα
φική της σχέση μαζί τους.
Τα πολλαπλά πρόσωπα με τα οποία ανοίγει διάλογο το επίμονο «εγώ» της ποιήτριας μοιάζει στο
βιβλίο αυτό να συναντιούνται σε έναν φασματικό ερημότοπο ψυχών, σε μία αν θέλετε Κομάλα
της γραφής.
Την ανάπτυξη και τη γλώσσα του βιβλίου θα μπορούσαν να τις περιγράψουν εξαιρετικά μερικοί
παλαιότεροι στίχοι της ποιήτριας. «Φυσικά η φωνή είναι πολλές φωνές. / Κάποιες κατάφεραν να
γίνουν ευδιάκριτες/ λίγες πιο δυνατά/ οι πιο πολλές θα μείνουνε στο χρώμα/ – βαλές ή ντάμα-» έγρα
φε η Λαϊνά το 1992.
Τη νέα της συλλογή ανοίγει το ποίημα «Σκηνικό».
Το διαβάζω και το αισθάνομαι ως ποίημα ποιητικής που αγωνιά για την ποιότητα και τη διάρκεια
του παραγόμενου έργου.
Γράφει η Λαϊνά:
«Το πράσινο τρεμοσαλεύει ο αέρας/ κι αφήνει αέρα για τη θάλασσα/ μ’ ένα κιτρινορόδινο κομμάτι
ου
ρανό/ ∙εγώ, στην αποδώ μεριά του σκηνικού/ θνητή μέσα σε όλα τα αθάνατα/ καπνίζω ένα τσιγάρο
για να μην πολυαισθάνομαι/ πως δεν θα επιζήσω κανενός/ και δεν θα καταφέρω τίποτα που να’ χει
τέτοιο / χρώμα».
Τοποθετώντας τον εαυτό της συγκρινόμενη ως «θνητή μέσα σε όλα τα αθάνατα» σε μία άκρη του
σκηνικού, που θα μπορούσε να είναι μία απεικόνιση του λογοτεχνικού τοπίου, η Λαϊνά μέσα από
τους συγγραφείς που διάβασε πιστά και που με το έργο τους την συνέτρεξαν στα δύσκολα, μιλά για
πράγματα πολύ προσωπικά.
Ενδεικτικά, στο ποίημα «Σαν» απηχεί ο Τζ. Ντ. Σάλιντζερ στην «Ιδανική ημέρα για μπανανόψα
ρα», όπου ο Σέιμορ, μέλος της οικογένειας Γκλας με τα παιδιά-θαύματα, αυτοκτονεί στις διακοπές
του κοντά στη θάλασσα. Ενώ το ποίημα «Ποιος είναι αυτός» είναι μία ευθεία αναφορά στη νουβέ
λα «Πέδρο Πάραμο», όπου η ποιήτρια μιλά ως γιός, ως άλλος Χουάν Πρεσιάδο.
Μεταφέρω:
«Μητέρα εγώ είμαι, είπα / είσαι καλά; /αισθάνεσαι καλά εδώ;/ Ο γιός σου είμαι/ σου έφερα τσιγάρα
κι ας μην επιτρέπεται. / Οι ξένοι είναι πάντα ξένοι, είπε/ κι αυτά τα μάτια δεν είναι δικά σου/ τα πή
ρες
απ΄το κεφάλι του πατέρα σου./ Άκου της είπα/ ήταν νεκρός/ και τώρα επιτέλους/ είναι».
Αλλά και στο «Μην είσαι κόπανος» ο ήρωας του ποιήματος, πρόσωπο στο οποίο μιλά η ποιήτρια,
θυμίζει τον συγγραφέα Ρόμπερτ Βάλζερ που το 1956 βρήκε το θάνατο κατά τη διάρκεια ενός περι
πάτου στο χιόνι.
Διαβάζουμε:
«Μην είσαι κόπανος, του είπα/ στραβώθηκες;/ χιονίζει με τα όλα του/ κι αυτός σαν να μην τρέχει
τίποτα/ ανεβαίνει με κόκκινα χέρια/ το μάγουλό του άσπρισε/ φωτίζει/ τον κοκαλιάρικο δείχτη του
χεριού του/ αν πέσει τώρα θα τον τρέχουμε/ κι αυτός ανεβαίνει, ρε πούστη μου/ σαν να μην βλέπει τη
χιονοστιβάδα είπα/ γιατί ο καημός του ανθρώπου, είπε/ είναι πιο δυνατός/ απ΄τον καημό της φύσης/
γι’αυτό, μου είπε/ θα πέσει σαν αστέρι».
Το «Ό,τι έγινε» με τον υπότιτλο «άνθρωποι και φαντάσματα» δεν αφορά, λοιπόν, μονάχα υπαρκτά
πρόσωπα που πέρασαν από τη ζωή της ποιήτριας. Αφορά και πρόσωπα που μειδιούν στη βιβλιοθή
κη της. Είναι οι κοινές συντεταγμένες λογοτεχνίας και ζωής.
Από το 1983 η ποιήτρια σε συνέντευξή της υποστήριζε πως: «αν η ποίηση αντανακλούσε απλώς
την πραγματικότητα […] το έργο τέχνης που θα προέκυπτε από αυτήν δεν θα άξιζε πολλά πράγμα
τα». Σε εκείνη προσωπικά, είπε, «μία πραγματικότητα φτάνει».
Αν η πραγματικότητα είναι μία, έχει ειπωθεί πως τα θέματα κάθε αξιόλογου βιβλίου είναι συνή
θως δύο. Το «Ό,τι έγινε: άνθρωποι και φαντάσματα» πέρα από τις εσώψυχες συνομιλίες του, εξακο
λουθεί να ψηλαφίζει σταθερά την «κρυμμένη ραφή» της «θηλυκιάς ύπαρξης», όπως διαβάζουμε
στο ποίημα «Μα». Και ανανεώνει τη διαχρονική έγνοια της ποιήτριας για τον έρωτα, την ομορφιά
και τη φθορά της.
Στο ποίημα «Βαθιά μέσα της» λέει: «Πήγε και άνοιξε την μπαλκονόπορτα/ χωρίς ανυπομονησία/
βαθιά μέσα της/ ήξερε ότι το στήθος της αρνιόταν./Σκέφτηκε τι θα κάνω/ αν με ζητήσει για χορό/
μάλλον θα του χαμογελάσω/ μιαν άλλη φορά θα του πω/ απόψε νιώθω κάποια ψύχρα. /Ποτέ δεν άντε
χα τα ίχνη της φθοράς/ που προκαλούν τα μελαγχολικά αμαρτήματα».
Η ίδια διάθεση συνεχίζεται και στους τελικούς στίχους του ποιήματος «Μία φθινοπωρινή ημέρα».
«Η τύχη μού χαμογελάει∙/ η μοναξιά που ονειρεύτηκα στα νιάτα μου/ θ’ ανοίξει το μπουκάλι το κρα
σί/ και θα μ’ ανάψει το τσιγάρο».
Κι όλα αυτά γιατί «κάτι απ’ το σώμα/ είχε το θράσος/ να είναι ακόμα καρπός», όπως σημειώνει η ποιήτρια στο ποίημα «Νότος».
Συνεχίζει στο επόμενο ποίημα λέγοντας: «Δεν είμαι στ’ αλήθεια νεκρή/ γιατί ακόμα θέλει η καρδιά
μου να αγγίξει/ αυτό που έχει γεράσει μαζί της./Ίσως ένα καρφί στο στήθος/ ίσως ένα γερό σφυρί».
Επιχειρώντας ένα γενικότερο σχόλιο, σκέφτομαι πως η Λαϊνά είχε πάντα τον τρόπο της με τα ραγι
σμένα, τα σπασμένα, τα φθαρμένα πράγματα. Στο ποίημα «Το τριζόνι» γράφει: «Το τριζόνι τρυπάει
τη νύχτα/ με μία βελόνα που δεν φαίνεται/ μια βιαστική βελόνα/ που εισχωρεί στο μυαλό μου / […]/
Ό,τι μπορώ να αισθανθώ/ βγαίνει από ρωγμές και τρύπες».
Η ποιητική προσέγγιση της Λαϊνά, ρηγματώδης και γι’ αυτό ουσιαστική στην πορεία της, μου θυ
μίζει – με δεδομένη την αφαιρετικότητα του στίχου της- την ιαπωνική αισθητική και το σεβασμό
της στην καλαισθησία και την φθαρτότητα.
Πέρα από τις διαφορετικές κατηγορίες του ωραίου – όπως το αουάρε (θλιμμένη ομορφιά), το γιού
γκεν (βαθύτητα), το μα (κενό), το ουάμπι (λιτότητα), το σάμπι (μοναχικότητα) και το σίμπουε (πε
ριστολή του εντυπωσιασμού) – που συναντάμε στον αισθητικό πολιτισμό της Ιαπωνίας και που ως
θέση και ύφος εντοπίζονται στο σύνολο του έργου της Λαϊνά, το στοιχείο εκείνο που νιώθω πιο
ισχυρό στην ποιητική της μικροτεχνία, στη μέθοδό της, είναι μεταφορικά η ιαπωνική τέχνη της
επισκευής των χρηστικών αντικειμένων.
Η αρχαία τεχνική Κιντσούγκι (κιν για τον χρυσό και τσούγκι για την σύνδεση), όπου η επιδιόρθω
ση, η αποκατάσταση οποιουδήποτε σπασμένου αντικειμένου γίνεται με τρόπο αισθητικό και φιλο
σοφημένο με την επανένωση ή την αντικατάσταση των σπασμένων κομματιών με χρυσό, έχει
στην Λαϊνά την ποιητική εφαρμογή της.
Οι ρωγμές γίνονται χρυσές φλέβες στο τραυματισμένο σώμα, έτσι ώστε το ελάττωμα, το ψεγάδι,
η ζημιά να αναδεικνύεται με λεπτότητα ως κάτι το θαυμαστό. Τέτοια τεχνίτρια του λόγου είναι η
Λαϊνά.
Κι όταν γράφει: «Στην άκρη της βεράντας/ ένα σταχτοδοχείο και μία κούπα τσάι./ Κάθομαι μόνη/
στο στήθος μου κοπάζει η μέρα» σχεδόν την βλέπω να κρατά μια κούπα με κάθε τρόπο ραγισμένη,
μα ωστόσο με κάθε κόστος από τα χρόνια επίχρυση.
Κλείνω με δύο ποιήματά της που αγαπώ. Ένα παλαιότερο από την συλλογή «Ρόδινος Φόβος» κι
ένα καινούργιο της από αυτή τη νέα συλλογή που μεταξύ τους νομίζω συνομιλούν, καθόλου μονό
τονα, στο ψιλόβροχο.
Σιγανή βροχή
«Aπό τότε ζω μόνος
καμιά ευγενική γυναίκα δε με φροντίζει.
Ζεσταίνω το τσάι μου μόνος·
σηκώνω το κερί και διαβάζω
όχι ποιήματα όχι
τον πράσινο αχνό των δέντρων έξω απ’ το παράθυρό μου.
Θυμάμαι ωστόσο δυο στίχους από μία συλλογή του
Σουντό Μόρι:
«Ζέστη από τον κόρφο θαυμάσιου κοριτσιού».
Άκουγες τη βροχή;
μπορεί το «εντάξει» μας να
ήταν το «για πάντα» μας
Δεν σε είδα ποτέ μ’ αλλιώτικα παπούτσια
ή με καινούργιο χτένισμα
δεν σ’ έπιασα ποτέ από την μέση
νύχτα
ή σκοτεινά απλώς.
Και θέλω να ρωτήσω:
άκουγες την βροχή όταν την άκουγα;
Μαρία Λαϊνά, Ό,τι έγινε. Άνθρωποι και φαντάσματα, Πατάκης
Βρες το εδώ
Λαϊνά Μαρία
https://poets.gr/el/poihtes/laina-maria
Η Μαρία Λαϊνά γεννήθηκε στην Πάτρα το 1947.
Απόφοιτος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Εργάστηκε σε διάφορες δουλειές, σε σχέση πάντα με την τέχνη (μετάφραση δοκιμίων και
λογοτεχνίας, επιμέλεια εικαστικών, φιλοσοφικών και λογοτεχνικών βιβλίων, εκπομπές
και σενάρια στην κρατική ραδιοφωνία – τηλεόραση, διδασκαλία ελληνικής γλώσσας και
ποίησης σε αγγλόφωνα κολέγια, διδασκαλία μετάφρασης, δημοσιογραφία σε λογοτεχνικά
ένθετα εφημερίδων).
Το έργο της περιλαμβάνει εννιά ποιητικές συλλογές:
Ενηλικίωση, Αθήνα 1968, Επέκεινα, Κέδρος 1970, Αλλαγή τοπίου, Κέδρος 1972, Σημεία
στίξεως, Κέδρος 1979, Δικό της, Κείμενα 1985, Ρόδινος φόβος, Στιγμή 1992, Εδώ, Καστα
νιώτης 2003, Ο κήπος -όχι εγώ, Καστανιώτης 2005, Μικτή τεχνική, Πατάκης 2012, Σε τό
πο ξερό, Ποιήματα 1970 - 2012, Πατάκης 2015,
Ό,τι έγινε - άνθρωποι και φαντάσματα, Πατάκης 2020.
Εκτός από ποίηση, περιλαμβάνει και έντεκα θεατρικά, πέντε πεζογραφήματα, τρεις κριτι
κές και μελετήματα, σύνταξη ανθολογίας ξένης ποίησης του 20ου αιώνα (επιλογή από
ελληνικές μεταφράσεις). Έργα της έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες (αγγλικά, γαλ
λικά, ισπανικά, γερμανικά, σουηδικά, φιλανδικά, βουλγαρικά, εβραϊκά κ.ά).
Έχει τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1993), το Βραβείο Καβάφη (1996),
το Βραβείο Μαρία Κάλλας του Γ΄ Προγράμματος της ΕΡΤ (1998).
Το 2014 της απονεμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών το Βραβείο Κώστα και Ελένης
Ουράνη. Η μετάφραση της ποιητικής της συλλογής Ρόδινος Φόβος στα γερμανικά από
τον Dadie Σιδέρη – Speck απέσπασε το βραβείο της πόλης του Μονάχου.
Είναι ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.
Ποιητικές συλλογές
Ό,τι έγινε
Σκηνικό Πράματα ανύπαρκτα Με χτύπησε στο πρόσωπο Μια φθινοπωρινή ημέρα
Το ωραιότερό του Μην είσαι κόπανος Απλά το είπε Τι κρίμα
Αλλαγή Τοπίου
IV Προετοιμασία
Δικό της
Τοιχογραφία Επίλογος
Εδώ
Άτιτλο
Επέκεινα
Κύκλος 6ος
Μικτή τεχνική
Άτιτλο Τρία ποιήματα
Ρόδινος Φόβος
18 Αυγούστου 1880 Η αφήγηση Η ταβέρνα της Τζαμάικα
Σημεία Στίξεως
Πέντε ποιήματα 5. Πέντε ποιήματα 4. Πέντε ποιήματα 3. Πέντε ποιήματα 2.
Πέντε ποιήματα 1. Και φόνοι έξοχοι Μόνο του
Διαβάστε περισσότερα: https://poets.gr/el/poihtes/laina-maria

























































