Παρασκευή 1 Μαρτίου 2024

Ο τελευταίος σταθμός

 ποιητής Γιώργος Σεφέρης –αλλά και ο πρέσβης Γεώργιος Σεφεριάδης– έδινε σε όσους τον 

για τον “Τελευταίο Σταθμό” του Σεφέρη

σεφερης24grammata.com/ ιστορία της Λογοτεχνίας

Γιώργος Σεφέρης (1900 – 1971)
α. όλα β. έργα γ. μελέτες / άρθρα δ. ξενόγλωσσα

 

γράφει η Μελισσουργού Βασιλική

Ο προφητικός λόγος του Σεφέρη και η επαλήθευσή του στη σύγχρονη τραγική πραγματικότητα

Η ποίηση του Σεφέρη, έχοντας ως αφόρμηση  γεγονότα και ερεθίσματα μιας άλλης εποχής – όπως το ποίημα «Ο Τελευταίος Σταθμός»- φαντάζει σήμερα τόσο επίκαιρη με τη σύγχρονη πραγματικότητα.
Βαθύς γνώστης της ιστορίας αλλά και των μύθων, με τους οποίους οι αρχαίοι προσπαθούσαν να ερμηνεύσουν δυσεπίλυτα προβλήματα ή και  να φορτώσουν δικές τους αδυναμίες ,ο ποιητής εστιάζει στην ανθρώπινη φύση- σαν επαΐων της ψυχολογίας και του υποσυνειδήτου του ανθρώπου – ,στηλιτεύει τα πάθη ,τη δίψα για αξιώματα και εξουσία, διατυπώνει ερωτήματα και ανησυχεί για τη μοίρα και την πορεία του σύγχρονου ανθρώπου.
Στον «Τελευταίο Σταθμό» ο Σεφέρης βρίσκεται στο Σαλέρνο της Ιταλίας, στο λιμάνι της Cava dei Tirreni, όπου μαζί με τα μέλη της ελληνικής κυβέρνησης που σχηματίστηκε στο Κάιρο – πολιτικούς και άλλους υπηρεσιακούς παράγοντες – περιμένουν την άδεια των Άγγλων, για να επιστρέψουν στην πατρίδα.
Ο ποιητής ως υπάλληλος του διπλωματικού σώματοςπαρακολούθησε εκ του σύνεγγυς τις δολοπλοκίες , τις διπλωματικές εξελίξεις  και τις προσπάθειες στο Κάιρο  της ελληνικής κυβέρνησης για επικράτηση σε συνεργασία με τους ξένους παράγοντες. Επιστρέφουν στην Ελλάδα, όταν πια έχει παρέλθει ο κίνδυνος και η ταραχή του πολέμου (17/10/1944),κάποιοι έτοιμοι να αναλάβουν καινούργιους θώκους και αξιώματα ,χωρίς πραγματικά να τα αξίζουν.
Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσαν.
Τ’ αλφαβητάρι των άστρων που συλλαβίζεις
όπως το φέρνει ο κόπος της τελειωμένης μέρας
και βγάζεις άλλα νοήματα και άλλες ελπίδες,
πιο καθαρά μπορείς να το διαβάσεις …..
Κι όμως χτες βράδυ εδώ, σε τούτη τη στερνή μας σκάλα
όπου προσμένουμε την ώρα της επιστροφής μας να χαράξει
σαν ένα χρέος παλιό, μονέδα που έμεινε για χρόνια
στην κάσα ενός φιλάργυρου, και τέλος
ήρθε η στιγμή της πλερωμής κι ακούγονται
νομίσματα να πέφτουν στο τραπέζι,
σε τούτο το τυρρηνικό χωριό, πίσω από τη θάλασσα του Σαλέρνο
πίσω από τα λιμάνια του γυρισμού, στην άκρη
μιας φθινοπωρινής μπόρας, το φεγγάρι
ξεπέρασε τα σύννεφα…
    Σιωπές αγαπημένες της σελήνης
Το ποίημα αρχίζει με μια διαπίστωση, προερχόμενη από εμπειρίες και προσωπικά βιώματα. Ο ποιητής εξομολογείται ότι λίγες φεγγαρόφωτες νύχτες του άρεσαν- λίγες ήταν τόσο φωτεινές και καθαρές, έτσι ώστε να μη λαθέψει , ούτε να παραπλανηθεί στις επιλογές και στις αποφάσεις του. Και στην «Ελένη» τονίζει τον παραπλανητικό ρόλο του φεγγαριού που αποκρύπτει την αλήθεια και με το λιγοστό φως του οδηγεί σε λανθασμένες κατευθύνσεις. Αντίθετα, ο έναστρος ουρανός που μοιάζει με αλφαβητάρι, κατάλληλο για ανάγνωση δίνει στο τέλος της ημέρας πιο σαφείς οδηγίες και αληθινές απαντήσεις στους προβληματισμούς. Εξάλλου, η νύχτα αποτελεί και για τον ποιητή χρόνο περισυλλογής και απολογισμού των δρώμενων της ημέρας και του σύμπαντος βίου.
Τέτοια ήταν και η χθεσινή νύχτα της εξορίας των πολιτικών παραγόντων στον τελευταίο σταθμό , που θα τους οδηγούσε πίσω στην πατρίδα. Η επιστροφή αυτή ηχεί σαν τον ήχο των παλιών κερμάτων2  στην κασέλα ενός φιλάργυρου ,που με προσοχή και πάθος φυλάει τα χρήματά του. Μοιάζει με οφειλόμενο από παλιά χρέος και τώρα ήρθε η ώρα της πληρωμής ,της ανταμοιβής  της επιστροφής στην πατρίδα. Οι στίχοι αυτοί ολοκληρώνουν παρακάτω το νόημά τους σε συνδυασμό με τους στίχους 45 & 51 (ιδιοτέλεια να καρπωθείς το αίμα των άλλων & σφύριγμα του κέρδους).
Εκεί ,λοιπόν, στο τέλος μιας φθινοπωρινής μπόρας ,το φεγγάρι νικώντας τα σύννεφα , ρίχνει το ασημένιο του φως στα σπίτια της αντίπερα  όχθης – ο πόλεμος πέρασε , η ειρήνη επικράτησε και η γαλήνη βασιλεύει στα σπίτια των ανθρώπων- .
Το φεγγάρι φέρνει στο νου του ποιητή στίχους από το Λατίνο  ποιητή Βιργίλιο3
«Σιωπές αγαπημένες της σελήνης» ο στίχος συνδετικός κρίκος ανάμεσα σε πρώτη και δεύτερη στροφική ενότητα, προωθεί το συνειρμό , ενώ με τον αργόσυρτο ρυθμό του δίνει έναν μελαγχολικό τόνο στο ποίημα.
Είναι και αυτός ένας ειρμός της σκέψης, ένας τρόπος
ν’ αρχίσεις να μιλάς για πράγματα που ομολογείς
δύσκολα, σε ώρες που δεν βαστάς, σε φίλο
που ξέφυγε κρυφά και φέρνει
μαντάτα από το σπίτι κι από τους συντρόφους,
και βιάζεσαι ν’ ανοίξεις τη καρδιά σου
μη σε προλάβει η ξενιτιά και τον αλλάξει.
Ερχόμαστε απ’ την Αραπιά, την Αίγυπτο, την Παλαιστίνη
τη Συρία, το κρατίδιο της Κομμαγηνής πού ΄σβησε σαν το μικρό λυχνάρι
πολλές φορές γυρίζει στο μυαλό μας…
Ερχόμαστε απ’ την άμμο της έρημος απ΄ τις θάλασσες του Πρωτέα,
ψυχές μαραγκιασμένες από δημόσιες αμαρτίες,
καθένας κι ένα αξίωμα σαν το πουλί μες το κλουβί του. 
Το βροχερό φθινόπωρο σ’ αυτή τη γούβα
κακοφορμίζει την πληγή του καθενός μας
ή αυτό που θά’ λεγες αλλιώς, νέμεση μοίρα
ή μονάχα κακές συνήθειες, δόλο και απάτη,
ή ακόμα ιδιοτέλεια να καρπωθείς το αίμα των άλλων.
Εύκολα τρίβεται ο άνθρωπος μες τους πολέμους,
ο άνθρωπος είναι μαλακός, ένα δεμάτι χόρτο,
χείλια και δάχτυλα που λαχταρούν ένα άσπρο στήθος
μάτια που μισοκλείνουν στο λαμπύρισμα της μέρας
και πόδια που θα τρέχανε στο παραμικρό σφύριγμα του κέρδους.
Ο άνθρωπος είναι μαλακός και διψασμένος σαν το χόρτο,
άπληστος σαν το χόρτο, ρίζες τα νεύρα του κι απλώνουν,
σαν έρθει ο θέρος προτιμά να σφυρίξουν τα δρεπάνια σ’ άλλο χωράφι∙
σαν έρθει ο θέρος άλλοι φωνάζουνε για να ξορκίσουν το δαιμονικό
άλλοι μπερδεύονται μες στ’ αγαθά τους, άλλοι ρητορεύουν.
Αλλά τα ξόρκια τα’ αγαθά τις ρητορείες,
σαν είναι οι ζωντανοί μακριά, τι θα τα κάνεις;
Μήπως ο άνθρωπος είναι άλλο πράγμα;
Μην είναι αυτό που μεταδίνει ζωή;
Καιρός του σπείρειν, καιρός του θερίζειν.
Η δεύτερη ενότητα ξεκινά με μια εξομολόγηση και ένα άγχος να προλάβει να εκμυστηρευτεί, να εμπιστευθεί σκέψεις και συναισθήματα σ’ ένα φίλο που έρχεται από την πατρίδα, φέρνοντας  ειδήσεις για αγαπημένα  πρόσωπα. Ο φίλος είναι αγνός, καθαρός, ειλικρινής ,αμόλυντος και ο ποιητής βιάζεται να τον κάνει κοινωνό σκέψεων και συναισθημάτων ,πριν η σκληρή πραγματικότητα και οι παγίδες (σειρήνες) της ξενιτιάς διαβρώσουν το χρηστό ήθος του.
Ακολουθεί ένας κατάλογος με χώρες# στις οποίες Έλληνες ,κατά την περίοδο της Κατοχής, βρήκαν καταφύγιο ,ενώ παράλληλα ο ποιητής εκφράζει την ανησυχία του για την τύχη της Ελλάδας,  μήπως χαθεί από το χάρτη σαν το αρχαίο κρατίδιο της Κομμαγηνής#. Μήπως ο ελληνισμός ,ένδοξος κάποτε για τον πολιτισμό και τη σοφία του στις τέχνες , τις επιστήμες και τα γράμματα ,τώρα περιέλθει στην αφάνεια και την ασημαντότητα παρά το αλλοτινό του μεγαλείο.

Στο στίχο Ακολουθεί ένας κατάλογος με χώρες# στις οποίες Έλληνες ,κατά την περίοδο της Κατοχής, βρήκαν καταφύγιο ,ενώ παράλληλα ο ποιητής εκφράζει την ανησυχία του για την τύχη της Ελλάδας,  μήπως χαθεί από το χάρτη σαν το αρχαίο κρατίδιο της Κομμαγηνής#. Μήπως ο ελληνισμός ,ένδοξος κάποτε για τον πολιτισμό και τη σοφία του στις τέχνες , τις επιστήμες και τα γράμματα ,τώρα περιέλθει στην αφάνεια και την ασημαντότητα παρά το αλλοτινό του μεγαλείο.
Στο στίχο 38 ο ποιητής επαναλαμβάνει «ερχόμαστε από τις θάλασσες του Πρωτέα», από τ’ ακροθαλάσσι του Πρωτέα#, στίχος που παραπέμπει στην «Ελένη» του Ευριπίδη και του Σεφέρη. Κατόπιν προσθέτει το χαρακτηρισμό «μαραγκιασμένες ψυχές» των αυτοεξόριστων  Ελλήνων, ψυχές μαραμένες από τις δημόσιες αμαρτίες και αδικίες που διέπραξαν με γνώμονα την εξυπηρέτηση του προσωπικού τους συμφέροντος. Παγιδευμένοι μέσα στις φιλοδοξίες και τα πάθη τους , εγκλωβισμένοι σαν ένα πουλί στο κλουβί ,ζουν με το άγχος της απόκτησης  αξιωμάτων , ξοδεύοντας τις δυνάμεις τους-κυρίως τις ψυχικές- σε δολοπλοκίες , απάτες και τεχνάσματα. Δεν διστάζουν να εκμεταλλευτούν καταστάσεις, να παραγκωνίσουν ανθρώπους άξιους , για να καρπωθούν οι ίδιοι δόξα και αγαθά. Ο Σεφέρης ,και ο ίδιος παγιδευμένος  στη θέση του στο διπλωματικό σώμα, χωρίς περιθώρια αντίδρασης,  παρακολουθεί από πολύ κοντά όλα όσα διαδραματίζονται, τα οποία  απεικονίζουν ανάγλυφα την εικόνα σήψης  και διαφθοράς που επικρατεί στον πολιτικό τομέα της χώρας. Αλλά και οι πολίτες  βιώνουν μια προβληματική κατάσταση, αφού εμπιστεύθηκαν την τύχη της πατρίδας σε ανθρώπους που υπηρετούν όχι το δημόσιο καλό , αλλά το προσωπικό συμφέρον. Πολιτικοί  φερέφωνα και πειθήνια όργανα των συμμάχων που υποδεικνύουν λύσεις. Σαν συνέπεια της προηγούμενης αρρωστημένης κατάστασης ,οι πληγές τους (αδυναμίες, ελαττώματα, μικρότητες) παραμένουν ανοιχτές αναλαμβάνοντας το ρόλο της θείας δίκης που, σαν τιμωρός, διψά να αποκαταστήσει τη νέμεση και την ηθική τάξη.
Ο άνθρωπος είναι μαλακός σαν χόρτο7 , αδύναμος χαρακτήρας, επιρρεπής στο κακό, ευεπίφορος στην αδικία και στις υλικές απολαύσεις. Η απληστία τον χαρακτηρίζει και γίνεται άρπαγας των αγαθών και των θυσιών των άλλων. Κάποιοι έρχονται στην πατρίδα, με σκοπό να καταλάβουν όσα περισσότερα δύνανται, αδιαφορώντας γι’ αυτούς που έμειναν, πολέμησαν, αντιμετώπισαν τον κίνδυνο και «κέρδισαν» δόξα και υστεροφημία. Αυτών τα κίνητρα ήταν υψηλής αξίας, κινήθηκαν από ειλικρινή αγάπη για την πατρίδα και την ελευθερία. Αντίθετα, οι «επαναπατριζόμενοι» λειτουργούν βάσει σχεδίου και δόλου , καιροσκόποι και τυχοδιώκτες προστατεύουν εγωιστικά τον εαυτό τους και τα συμφέροντά τους, προτιμούν το θάνατο των άλλων, που θα εξασφαλίσει τη δική τους σωτηρία και υλική ευμάρεια.
Μπροστά στον πόλεμο και τη συμφορά ο ποιητής τονίζει ότι υπάρχουν κατηγορίες ανθρώπων και αντιδράσεων , κάτι ανάλογο που υποστήριξε ο Καζαντζάκης ότι συμβαίνει απέναντι στο «δέος»8 Οι άνθρωποι ,λοιπόν, αντιδρούν διαφορετικά άλλοι πανικόβλητοι φωνάζουν ,για να τρομάξουν και να απομακρύνουν το κακό ,άλλοι περιστοιχίζονται από τα αγαθά τους, νιώθοντας ευχαρίστηση και ασφάλεια από την ποσότητα# ,άλλοι αρκούνται σε ρητορείες και μεγάλα λόγια, χωρίς ,όμως , αντίκρισμα. Ιδιαίτερα ,όταν απουσιάζουν οι ζωντανοί άνθρωποι προς τους οποίους απευθύνονται. Η μόνη επιλογή που καταξιώνει τελικά τον άνθρωπο και τις αξίες είναι η απόφαση και η τόλμη να παλέψει, να προβάλει αντίσταση κατά του εχθρού ,όποιος και αν είναι αυτός. Όλα αυτά, βέβαια, προσλαμβάνουν αξία ,αποκτούν νόημα ,όταν οι άνθρωποι είναι εκεί και είναι ζωντανοί.
Στο κρίσιμο αυτό σημείο ο ποιητής , όπως και στην «Ελένη 9» του ,διατυπώνει έναν προβληματισμό: Μήπως ο άνθρωπος είναι άλλο πράγμα ;Μην είναι αυτό που μεταδίδει τη ζωή; Τι είναι ο άνθρωπος , μήπως δημιουργός ζωής, μήπως τεχνίτης του καλού , μήπως οραματιστής  ειρήνης; Ο καιρός θα δείξει την πραγματική υπόσταση του ανθρώπου μέσα από τη στάση του και τις επιλογές του. Αυτή θα είναι η ανταμοιβή του.
«Καιρός του σπείρειν , καιρός του θερίζειν»10 Στίχος που θυμίζει παραβολή εκκλησιαστικών κειμένων με σημασία γνωμικού. Ο χρόνος θα δείξει την αληθινή ταυτότητα του ανθρώπου. Όποια είναι η στάση και η προσφορά του ατόμου , τέτοια θα είναι και η ανταμοιβή του. Αν «σπείρει» μίση ,πάθη ,διαμάχες και διαφορές , θα «θερίσει» αναστάτωση , συμφορές, διχόνοια και πολέμους. Αντίθετα, αν «σπείρει» αγάπη, ορθή σκέψη και ενότητα, θα «θερίσει» ομόνοια, πρόοδο και αλληλεγγύη.   Ο άνθρωπος ικανός για το καλό ,αλλά και πρόξενος του κακού και της συμφοράς. Επιλέγει την ειρήνη και την πρόοδο, την ευημερία και την ευτυχία των ανθρώπων, ταυτόχρονα , όμως , μπορεί και απεργάζεται πολέμους , μίση και δυστυχία .
Στο στίχο 47 (ο άνθρωπος είναι μαλακός , ένα δεμάτι χόρτο) ο ποιητής αναφέρεται στην ευάλωτη φύση του ανθρώπου , στο στίχο 52 είναι μαλακός και διψασμένος ,ενώ στο στίχο 53 κορυφώνεται η ένταση, αφού προστίθεται και το χαρακτηριστικό της απληστίας. Έχουμε δηλαδή ένα κρεσέντο εννοιών, μια προϊούσα ένταση που σκοπό έχει να καταδείξει το «μεγαλείο» στο οποίο μπορεί να φθάσει ο άνθρωπος. Δέσμιος, μάλιστα, των παθών του χρησιμοποιεί όλες τις αισθήσεις του , για να απολαύσει τα υλικά αγαθά και για να κορέσει τις επιθυμίες του.
Προεξάρχοντα ρόλο στις αισθήσεις δίνει ο ποιητής και στην «Ελένη» , όπου ο Τεύκρος , προκειμένου να πείσει για την αλήθεια των ο ποιητής επαναλαμβάνει «ερχόμαστε από τις θάλασσες του Πρωτέα», από τ’ ακροθαλάσσι του Πρωτέα#, Ακολουθεί ένας κατάλογος με χώρες# στις οποίες Έλληνες ,κατά την περίοδο της Κατοχής, βρήκαν καταφύγιο ,ενώ παράλληλα ο ποιητής εκφράζει την ανησυχία του για την τύχη της Ελλάδας,  μήπως χαθεί από το χάρτη σαν το αρχαίο κρατίδιο της Κομμαγηνής#. Μήπως ο ελληνισμός ,ένδοξος κάποτε για τον πολιτισμό και τη σοφία του στις τέχνες , τις επιστήμες και τα γράμματα ,τώρα περιέλθει στην αφάνεια και την ασημαντότητα παρά το αλλοτινό του μεγαλείο.
Στο στίχο 38 ο ποιητής επαναλαμβάνει «ερχόμαστε από τις θάλασσες του Πρωτέα», από τ’ ακροθαλάσσι του Πρωτέα#, στίχος που παραπέμπει στην «Ελένη» του Ευριπίδη και του Σεφέρη. Κατόπιν προσθέτει το χαρακτηρισμό «μαραγκιασμένες ψυχές» των αυτοεξόριστων  Ελλήνων, ψυχές μαραμένες από τις δημόσιες αμαρτίες και αδικίες που διέπραξαν με γνώμονα την εξυπηρέτηση του προσωπικού τους συμφέροντος. Παγιδευμένοι μέσα στις φιλοδοξίες και τα πάθη τους , εγκλωβισμένοι σαν ένα πουλί στο κλουβί ,ζουν με το άγχος της απόκτησης  αξιωμάτων , ξοδεύοντας τις δυνάμεις τους-κυρίως τις ψυχικές- σε δολοπλοκίες , απάτες και τεχνάσματα. Δεν διστάζουν να εκμεταλλευτούν καταστάσεις, να παραγκωνίσουν ανθρώπους άξιους , για να καρπωθούν οι ίδιοι δόξα και αγαθά. Ο Σεφέρης ,και ο ίδιος παγιδευμένος  στη θέση του στο διπλωματικό σώμα, χωρίς περιθώρια αντίδρασης,  παρακολουθεί από πολύ κοντά όλα όσα διαδραματίζονται, τα οποία  απεικονίζουν ανάγλυφα την εικόνα σήψης  και διαφθοράς που επικρατεί στον πολιτικό τομέα της χώρας. Αλλά και οι πολίτες  βιώνουν μια προβληματική κατάσταση, αφού εμπιστεύθηκαν την τύχη της πατρίδας σε ανθρώπους που υπηρετούν όχι το δημόσιο καλό , αλλά το προσωπικό συμφέρον. Πολιτικοί  φερέφωνα και πειθήνια όργανα των συμμάχων που υποδεικνύουν λύσεις. Σαν συνέπεια της προηγούμενης αρρωστημένης κατάστασης ,οι πληγές τους (αδυναμίες, ελαττώματα, μικρότητες) παραμένουν ανοιχτές αναλαμβάνοντας το ρόλο της θείας δίκης που, σαν τιμωρός, διψά να αποκαταστήσει τη νέμεση και την ηθική τάξη.
Ο άνθρωπος είναι μαλακός σαν χόρτο7 , αδύναμος χαρακτήρας, επιρρεπής στο κακό, ευεπίφορος στην αδικία και στις υλικές απολαύσεις. Η απληστία τον χαρακτηρίζει και γίνεται άρπαγας των αγαθών και των θυσιών των άλλων. Κάποιοι έρχονται στην πατρίδα, με σκοπό να καταλάβουν όσα περισσότερα δύνανται, αδιαφορώντας γι’ αυτούς που έμειναν, πολέμησαν, αντιμετώπισαν τον κίνδυνο και «κέρδισαν» δόξα και υστεροφημία. Αυτών τα κίνητρα ήταν υψηλής αξίας, κινήθηκαν από ειλικρινή αγάπη για την πατρίδα και την ελευθερία. Αντίθετα, οι «επαναπατριζόμενοι» λειτουργούν βάσει σχεδίου και δόλου , καιροσκόποι και τυχοδιώκτες προστατεύουν εγωιστικά τον εαυτό τους και τα συμφέροντά τους, προτιμούν το θάνατο των άλλων, που θα εξασφαλίσει τη δική τους σωτηρία και υλική ευμάρεια.
Μπροστά στον πόλεμο και τη συμφορά ο ποιητής τονίζει ότι υπάρχουν κατηγορίες ανθρώπων και αντιδράσεων , κάτι ανάλογο που υποστήριξε ο Καζαντζάκης ότι συμβαίνει απέναντι στο «δέος»8 Οι άνθρωποι ,λοιπόν, αντιδρούν διαφορετικά άλλοι πανικόβλητοι φωνάζουν ,για να τρομάξουν και να απομακρύνουν το κακό ,άλλοι περιστοιχίζονται από τα αγαθά τους, νιώθοντας ευχαρίστηση και ασφάλεια από την ποσότητα# ,άλλοι αρκούνται σε ρητορείες και μεγάλα λόγια, χωρίς ,όμως , αντίκρισμα. Ιδιαίτερα ,όταν απουσιάζουν οι ζωντανοί άνθρωποι προς τους οποίους απευθύνονται. Η μόνη επιλογή που καταξιώνει τελικά τον άνθρωπο και τις αξίες είναι η απόφαση και η τόλμη να παλέψει, να προβάλει αντίσταση κατά του εχθρού ,όποιος και αν είναι αυτός. Όλα αυτά, βέβαια, προσλαμβάνουν αξία ,αποκτούν νόημα ,όταν οι άνθρωποι είναι εκεί και είναι ζωντανοί.
Στο κρίσιμο αυτό σημείο ο ποιητής , όπως και στην «Ελένη 9» του ,διατυπώνει έναν προβληματισμό: Μήπως ο άνθρωπος είναι άλλο πράγμα ;Μην είναι αυτό που μεταδίδει τη ζωή; Τι είναι ο άνθρωπος , μήπως δημιουργός ζωής, μήπως τεχνίτης του καλού , μήπως οραματιστής  ειρήνης; Ο καιρός θα δείξει την πραγματική υπόσταση του ανθρώπου μέσα από τη στάση του και τις επιλογές του. Αυτή θα είναι η ανταμοιβή του.
«Καιρός του σπείρειν , καιρός του θερίζειν»10 Στίχος που θυμίζει παραβολή εκκλησιαστικών κειμένων με σημασία γνωμικού. Ο χρόνος θα δείξει την αληθινή ταυτότητα του ανθρώπου. Όποια είναι η στάση και η προσφορά του ατόμου , τέτοια θα είναι και η ανταμοιβή του. Αν «σπείρει» μίση ,πάθη ,διαμάχες και διαφορές , θα «θερίσει» αναστάτωση , συμφορές, διχόνοια και πολέμους. Αντίθετα, αν «σπείρει» αγάπη, ορθή σκέψη και ενότητα, θα «θερίσει» ομόνοια, πρόοδο και αλληλεγγύη.   Ο άνθρωπος ικανός για το καλό ,αλλά και πρόξενος του κακού και της συμφοράς. Επιλέγει την ειρήνη και την πρόοδο, την ευημερία και την ευτυχία των ανθρώπων, ταυτόχρονα , όμως , μπορεί και απεργάζεται πολέμους , μίση και δυστυχία .
Στο στίχο 47 (ο άνθρωπος είναι μαλακός , ένα δεμάτι χόρτο) ο ποιητής αναφέρεται στην ευάλωτη φύση του ανθρώπου , στο στίχο 52 είναι μαλακός και διψασμένος ,ενώ στο στίχο 53 κορυφώνεται η ένταση, αφού προστίθεται και το χαρακτηριστικό της απληστίας. Έχουμε δηλαδή ένα κρεσέντο εννοιών, μια προϊούσα ένταση που σκοπό έχει να καταδείξει το «μεγαλείο» στο οποίο μπορεί να φθάσει ο άνθρωπος. Δέσμιος, μάλιστα, των παθών του χρησιμοποιεί όλες τις αισθήσεις του , για να απολαύσει τα υλικά αγαθά και για να κορέσει τις επιθυμίες του.
Προεξάρχοντα ρόλο στις αισθήσεις δίνει ο ποιητής και στην «Ελένη» , όπου ο Τεύκρος , προκειμένου να πείσει για την αλήθεια των που παραπέμπει στην «Ελένη» του Ευριπίδη και του Σεφέρη. ΚατόπινΑκολουθεί ένας κατάλογος με χώρες# στις οποίες Έλληνες ,κατά την περίοδο της Κατοχής, βρήκαν καταφύγιο ,ενώ παράλληλα ο ποιητής εκφράζει την ανησυχία του για την τύχη της Ελλάδας,  μήπως χαθεί από το χάρτη σαν το αρχαίο κρατίδιο της Κομμαγηνής#. Μήπως ο ελληνισμός ,ένδοξος κάποτε για τον πολιτισμό και τη σοφία του στις τέχνες , τις επιστήμες και τα γράμματα ,τώρα περιέλθει στην αφάνεια και την ασημαντότητα παρά το αλλοτινό του μεγαλείο.
Στο στίχο 38 ο ποιητής επαναλαμβάνει «ερχόμαστε από τις θάλασσες του Πρωτέα», από τ’ ακροθαλάσσι του Πρωτέα#, στίχος που παραπέμπει στην «Ελένη» του Ευριπίδη και του Σεφέρη. Κατόπιν προσθέτει το χαρακτηρισμό «μαραγκιασμένες ψυχές» των αυτοεξόριστων  Ελλήνων, ψυχές μαραμένες από τις δημόσιες αμαρτίες και αδικίες που διέπραξαν με γνώμονα την εξυπηρέτηση του προσωπικού τους συμφέροντος. Παγιδευμένοι μέσα στις φιλοδοξίες και τα πάθη τους , εγκλωβισμένοι σαν ένα πουλί στο κλουβί ,ζουν με το άγχος της απόκτησης  αξιωμάτων , ξοδεύοντας τις δυνάμεις τους-κυρίως τις ψυχικές- σε δολοπλοκίες , απάτες και τεχνάσματα. Δεν διστάζουν να εκμεταλλευτούν καταστάσεις, να παραγκωνίσουν ανθρώπους άξιους , για να καρπωθούν οι ίδιοι δόξα και αγαθά. Ο Σεφέρης ,και ο ίδιος παγιδευμένος  στη θέση του στο διπλωματικό σώμα, χωρίς περιθώρια αντίδρασης,  παρακολουθεί από πολύ κοντά όλα όσα διαδραματίζονται, τα οποία  απεικονίζουν ανάγλυφα την εικόνα σήψης  και διαφθοράς που επικρατεί στον πολιτικό τομέα της χώρας. Αλλά και οι πολίτες  βιώνουν μια προβληματική κατάσταση, αφού εμπιστεύθηκαν την τύχη της πατρίδας σε ανθρώπους που υπηρετούν όχι το δημόσιο καλό , αλλά το προσωπικό συμφέρον. Πολιτικοί  φερέφωνα και πειθήνια όργανα των συμμάχων που υποδεικνύουν λύσεις. Σαν συνέπεια της προηγούμενης αρρωστημένης κατάστασης ,οι πληγές τους (αδυναμίες, ελαττώματα, μικρότητες) παραμένουν ανοιχτές αναλαμβάνοντας το ρόλο της θείας δίκης που, σαν τιμωρός, διψά να αποκαταστήσει τη νέμεση και την ηθική τάξη.
Ο άνθρωπος είναι μαλακός σαν χόρτο7 , αδύναμος χαρακτήρας, επιρρεπής στο κακό, ευεπίφορος στην αδικία και στις υλικές απολαύσεις. Η απληστία τον χαρακτηρίζει και γίνεται άρπαγας των αγαθών και των θυσιών των άλλων. Κάποιοι έρχονται στην πατρίδα, με σκοπό να καταλάβουν όσα περισσότερα δύνανται, αδιαφορώντας γι’ αυτούς που έμειναν, πολέμησαν, αντιμετώπισαν τον κίνδυνο και «κέρδισαν» δόξα και υστεροφημία. Αυτών τα κίνητρα ήταν υψηλής αξίας, κινήθηκαν από ειλικρινή αγάπη για την πατρίδα και την ελευθερία. Αντίθετα, οι «επαναπατριζόμενοι» λειτουργούν βάσει σχεδίου και δόλου , καιροσκόποι και τυχοδιώκτες προστατεύουν εγωιστικά τον εαυτό τους και τα συμφέροντά τους, προτιμούν το θάνατο των άλλων, που θα εξασφαλίσει τη δική τους σωτηρία και υλική ευμάρεια.
Μπροστά στον πόλεμο και τη συμφορά ο ποιητής τονίζει ότι υπάρχουν κατηγορίες ανθρώπων και αντιδράσεων , κάτι ανάλογο που υποστήριξε ο Καζαντζάκης ότι συμβαίνει απέναντι στο «δέος»8 Οι άνθρωποι ,λοιπόν, αντιδρούν διαφορετικά άλλοι πανικόβλητοι φωνάζουν ,για να τρομάξουν και να απομακρύνουν το κακό ,άλλοι περιστοιχίζονται από τα αγαθά τους, νιώθοντας ευχαρίστηση και ασφάλεια από την ποσότητα# ,άλλοι αρκούνται σε ρητορείες και μεγάλα λόγια, χωρίς ,όμως , αντίκρισμα. Ιδιαίτερα ,όταν απουσιάζουν οι ζωντανοί άνθρωποι προς τους οποίους απευθύνονται. Η μόνη επιλογή που καταξιώνει τελικά τον άνθρωπο και τις αξίες είναι η απόφαση και η τόλμη να παλέψει, να προβάλει αντίσταση κατά του εχθρού ,όποιος και αν είναι αυτός. Όλα αυτά, βέβαια, προσλαμβάνουν αξία ,αποκτούν νόημα ,όταν οι άνθρωποι είναι εκεί και είναι ζωντανοί.
Στο κρίσιμο αυτό σημείο ο ποιητής , όπως και στην «Ελένη 9» του ,διατυπώνει έναν προβληματισμό: Μήπως ο άνθρωπος είναι άλλο πράγμα ;Μην είναι αυτό που μεταδίδει τη ζωή; Τι είναι ο άνθρωπος , μήπως δημιουργός ζωής, μήπως τεχνίτης του καλού , μήπως οραματιστής  ειρήνης; Ο καιρός θα δείξει την πραγματική υπόσταση του ανθρώπου μέσα από τη στάση του και τις επιλογές του. Αυτή θα είναι η ανταμοιβή του.
«Καιρός του σπείρειν , καιρός του θερίζειν»10 Στίχος που θυμίζει παραβολή εκκλησιαστικών κειμένων με σημασία γνωμικού. Ο χρόνος θα δείξει την αληθινή ταυτότητα του ανθρώπου. Όποια είναι η στάση και η προσφορά του ατόμου , τέτοια θα είναι και η ανταμοιβή του. Αν «σπείρει» μίση ,πάθη ,διαμάχες και διαφορές , θα «θερίσει» αναστάτωση , συμφορές, διχόνοια και πολέμους. Αντίθετα, αν «σπείρει» αγάπη, ορθή σκέψη και ενότητα, θα «θερίσει» ομόνοια, πρόοδο και αλληλεγγύη.   Ο άνθρωπος ικανός για το καλό ,αλλά και πρόξενος του κακού και της συμφοράς. Επιλέγει την ειρήνη και την πρόοδο, την ευημερία και την ευτυχία των ανθρώπων, ταυτόχρονα , όμως , μπορεί και απεργάζεται πολέμους , μίση και δυστυχία .
Στο στίχο 47 (ο άνθρωπος είναι μαλακός , ένα δεμάτι χόρτο) ο ποιητής αναφέρεται στην ευάλωτη φύση του ανθρώπου , στο στίχο 52 είναι μαλακός και διψασμένος ,ενώ στο στίχο 53 κορυφώνεται η ένταση, αφού προστίθεται και το χαρακτηριστικό της απληστίας. Έχουμε δηλαδή ένα κρεσέντο εννοιών, μια προϊούσα ένταση που σκοπό έχει να καταδείξει το «μεγαλείο» στο οποίο μπορεί να φθάσει ο άνθρωπος. Δέσμιος, μάλιστα, των παθών του χρησιμοποιεί όλες τις αισθήσεις του , για να απολαύσει τα υλικά αγαθά και για να κορέσει τις επιθυμίες του.
Προεξάρχοντα ρόλο στις αισθήσεις δίνει ο ποιητής και στην «Ελένη» , όπου ο Τεύκρος , προκειμένου να πείσει για την αλήθεια


Ωραία Ελένη από τον Dante Gabriel Rossetti (προσέξτε ότι την εικονίζει να κρατά ένα σύμβολο του Πάρη στο περιδέραιό της, ενώ η Τροία στο βάθος καίγεται):

 τωνμαραγκιασμένες ψυχές» των αυτοεξόριστων  Ελλήνων, ψυχές μαραμένες από τις δημόσιες αμαρτίες και αδικίες που διέπραξαν με γνώμονα την εξυπηρέτηση του προσωπικού τους συμφέροντος. Παγιδευμένοι μέσα στις φιλοδοξίες και τα πάθη τους , εγκλωβισμένοι σαν ένα πουλί στο κλουβί ,ζουν με το άγχος της απόκτησης  αξιωμάτων , ξοδεύοντας τις δυνάμεις τους-κυρίως τις ψυχικές- σε δολοπλοκίες , απάτες και τεχνάσματα. Δεν διστάζουν να εκμεταλλευτούν καταστάσεις,  την εντύπωση ανθρώπου σοβαρού, συγκρατημένου και μελαγχολικού, ενώ η ποίησή του ήταν ποίηση σκοτεινή, στα όρια του τραγικού. Παρ’ όλα αυτά, όπως έχει επισημανθεί και αλλού,[1] ο ποιητής είχε και ένα άλλο πρόσωπο, πιο αισθησιακό και φιλοπαίγμον από αυτό που βρίσκουμε στον «κανόνα» των ποιημάτων του.

Στο μεταθανάτιο Τετράδιο Γυμνασμάτων Β΄[2] (το οποίο πλέον συμπεριλαμβάνεται στα Ποιήματa[3]) βρίσκουμε σατιρικά ποιήματα, καλλιγραφήματα (α λα Απολλιναίρ), χαϊκού, λιμερίκια και μαντινάδες σε κρητικό ιδίωμα, ενώ κάπου ο ποιητής μιμείται τη γλώσσα και το ύφος του Κάλβου. Εντύπωση ακόμα προκαλεί το ποίημα-άσκηση «Ινδικό Παραμύθι», το οποίο ο Σεφέρης έγραψε ως αντίδραση για την κατηγορία ότι η Στροφή είναι ποίημα «που προσφέρει μόνο λέξεις»: «Προσπάθησα να γράψω σύμφωνα με την ιδέα τους και δοκίμασα λέξεις που μου είναι ολωσδιόλου άγνωστες. Τις δανείστηκα από τον Λορέντσο Μαβίλη: Μπαχαμπαράτα – Νάλας και Νταμαγιάντη, 1915, σ. 33».
Λιμερίκια βρίσκουμε ακόμα και στα Ποιήματα με ζωγραφιές σε μικρά παιδιά,[4] ενώ η εικόνα του «σοβαρού» κλονίζεται περαιτέρω με τη μεταθανάτια σατιρική και «άσεμνη» συλλογή Τα εντεψίζικα,[5] που δημοσιεύτηκε με το γνωστό ψευδώνυμο Μαθιός Πασχάλης, στην οποία συμπεριλαμβάνεται μεταξύ άλλων και μία αθυρόστομη παρωδία του Ερωτόκριτου. Τέλος, από τη συζήτησή του με τον Έντμουντ Κήλυ[6] μαθαίνουμε ότι πέρα από το αγγλοσαξωνικό χιούμορ (nonsense) τον διασκέδαζε να διαβάζει έργα σατιρικά, όπως η Ακολουθία του Σπανού, ή πειραματικά, όπως το Ποίημα Καρκινικόν του ιερομόναχου Αμβρόσιου Πάμπερι.
Καταλαβαίνουμε εύκολα λοιπόν πως το χιούμορ, ο πειραματισμός, αλλά και ο αυτοπεριορισμός δεν ήταν ξένα στον Γιώργο Σεφέρη ούτε ως αναγνώστη ούτε ως δημιουργό ποίησης. Αναρωτιέται κανείς πώς θα έμοιαζαν τα «σοβαρά» ποιήματα του αν επέλεγε να ακολουθήσει και σε αυτά αντίστοιχη φορμαλιστική προσέγγιση.
Σκοπός της άσκησης αυτής ήταν η μεταγραφή του γνωστού ποιήματος Τελευταίος Σταθμός σε λειπογράμματη εκδοχή χωρίς το γράμμα «ε», κατά τα πρότυπα του La Disparition[7] του Ζωρζ Περέκ και των πρακτικών του Oulipo[8] γενικότερα. Η αρχική εκδοχή του κειμένου προέρχεται από τον τόμο Ποιήματα.[9] Έγινε απόπειρα κατά το δυνατόν να διατηρηθεί το νόημα των αρχικών στίχων και να μην προστεθούν επιπλέον νοηματικές ενότητες. Τυχαία κατά τόπους το ποίημα έμεινε άθικτο, συνολικά όμως μπορείποιητής Γιώργος Σεφέρης –αλλά και ο πρέσβης Γεώργιος Σεφεριάδης– έδινε σε όσους τον πλησίαζαν την εντύπωση ανθρώπου σοβαρού, συγκρατημένου και μελαγχολικού, ενώ η ποίησή του ήταν ποίηση σκοτεινή, στα όρια του τραγικού. Παρ’ όλα αυτά, όπως έχει επισημανθεί και αλλού,[1] ο ποιητής είχε και ένα άλλο πρόσωπο, πιο αισθησιακό και φιλοπαίγμον από αυτό που βρίσκουμε στον «κανόνα» των ποιημάτων του.

Στο μεταθανάτιο Τετράδιο Γυμνασμάτων Β΄[2] (το οποίο πλέον συμπεριλαμβάνεται στα Ποιήματa[3]) βρίσκουμε σατιρικά ποιήματα, καλλιγραφήματα (α λα Απολλιναίρ), χαϊκού, λιμερίκια και μαντινάδες σε κρητικό ιδίωμα, ενώ κάπου ο ποιητής μιμείται τη γλώσσα και το ύφος του Κάλβου. Εντύπωση ακόμα προκαλεί το ποίημα-άσκηση «Ινδικό Παραμύθι», το οποίο ο Σεφέρης έγραψε ως αντίδραση για την κατηγορία ότι η Στροφή είναι ποίημα «που προσφέρει μόνο λέξεις»: «Προσπάθησα να γράψω σύμφωνα με την ιδέα τους και δοκίμασα λέξεις που μου είναι ολωσδιόλου άγνωστες. Τις δανείστηκα από τον Λορέντσο Μαβίλη: Μπαχαμπαράτα – Νάλας και Νταμαγιάντη, 1915, σ. 33».
Λιμερίκια βρίσκουμε ακόμα και στα Ποιήματα με ζωγραφιές σε μικρά παιδιά,[4] ενώ η εικόνα του «σοβαρού» κλονίζεται περαιτέρω με τη μεταθανάτια σατιρική και «άσεμνη» συλλογή Τα εντεψίζικα,[5] που δημοσιεύτηκε με το γνωστό ψευδώνυμο Μαθιός Πασχάλης, στην οποία συμπεριλαμβάνεται μεταξύ άλλων και μία αθυρόστομη παρωδία του Ερωτόκριτου. Τέλος, από τη συζήτησή του με τον Έντμουντ Κήλυ[6] μαθαίνουμε ότι πέρα από το αγγλοσαξωνικό χιούμορ (nonsense) τον διασκέδαζε να διαβάζει έργα σατιρικά, όπως η Ακολουθία του Σπανού, ή πειραματικά, όπως το Ποίημα Καρκινικόν του ιερομόναχου Αμβρόσιου Πάμπερι.
Καταλαβαίνουμε εύκολα λοιπόν πως το χιούμορ, ο πειραματισμός, αλλά και ο αυτοπεριορισμός δεν ήταν ξένα στον Γιώργο Σεφέρη ούτε ως αναγνώστη ούτε ως δημιουργό ποίησης. Αναρωτιέται κανείς πώς θα έμοιαζαν τα «σοβαρά» ποιήματα του αν επέλεγε να ακολουθήσει και σε αυτά αντίστοιχη φορμαλιστική προσέγγιση.
Σκοπός της άσκησης αυτής ήταν η μεταγραφή του γνωστού ποιήματος Τελευταίος Σταθμός σε λειπογράμματη εκδοχή χωρίς το γράμμα «ε», κατά τα πρότυπα του La Disparition[7] του Ζωρζ Περέκ και των πρακτικών του Oulipo[8] γενικότερα. Η αρχική εκδοχή του κειμένου προέρχεται από τον τόμο Ποιήματα.[9] Έγινε απόπειρα κατά το δυνατόν να διατηρηθεί το νόημα των αρχικών στίχων και να μην προστεθούν επιπλέον νοηματικές ενότητες. Τυχαία κατά τόπους το ποίημα έμεινε άθικτο, συνολικά όμως μπορεί να πει κανείς ότι αυτή η ιδιότυπη λειπογράμματη διάλεκτος μειώνει το ποίημα ξεκάθαρα. Ο γράφων θέλει να ελπίζει παρ’ όλα αυτά ότι ο Σεφέρης θα έβρισκε το εγχείρημα διασκεδαστικό, αν και προφανώς κάτι τέτοιο δεν θα το μάθουμε ποτέ.

(Το ποίημα του Σεφέρη)

Ακολουθεί ένας κατάλογος με χώρες# στις οποίες Έλληνες ,κατά την περίοδο της Κατοχής, βρήκαν καταφύγιο ,ενώ παράλληλα ο ποιητής εκφράζει την ανησυχία του για την τύχη της Ελλάδας,  μήπως χαθεί από το χάρτη σαν το αρχαίο κρατίδιο της Κομμαγηνής#. Μήπως ο ελληνισμός ,ένδοξος κάποτε για τον πολιτισμό και τη σοφία του στις τέχνες , τις επιστήμες και τα γράμματα ,τώρα περιέλθει στην αφάνεια και την ασημαντότητα παρά το αλλοτινό του μεγαλείο.
Στο στίχο 38 ο ποιητής επαναλαμβάνει «ερχόμαστε από τις θάλασσες του Πρωτέα», από τ’ ακροθαλάσσι του Πρωτέα#, στίχος που παραπέμπει στην «Ελένη» του Ευριπίδη και του Σεφέρη. Κατόπιν προσθέτει το χαρακτηρισμό «μαραγκιασμένες ψυχές» των αυτοεξόριστων  Ελλήνων, ψυχές μαραμένες από τις δημόσιες αμαρτίες και αδικίες που διέπραξαν με γνώμονα την εξυπηρέτηση του προσωπικού τους συμφέροντος. Παγιδευμένοι μέσα στις φιλοδοξίες και τα πάθη τους , εγκλωβισμένοι σαν ένα πουλί στο κλουβί ,ζουν με το άγχος της απόκτησης  αξιωμάτων , ξοδεύοντας τις δυνάμεις τους-κυρίως τις ψυχικές- σε δολοπλοκίες , απάτες και τεχνάσματα. Δεν διστάζουν να εκμεταλλευτούν καταστάσεις, να παραγκωνίσουν ανθρώπους άξιους , για να καρπωθούν οι ίδιοι δόξα και αγαθά. Ο Σεφέρης ,και ο ίδιος παγιδευμένος  στη θέση του στο διπλωματικό σώμα, χωρίς περιθώρια αντίδρασης,  παρακολουθεί από πολύ κοντά όλα όσα διαδραματίζονται, τα οποία  απεικονίζουν ανάγλυφα την εικόνα σήψης  και διαφθοράς που επικρατεί στον πολιτικό τομέα της χώρας. Αλλά και οι πολίτες  βιώνουν μια προβληματική κατάσταση, αφού εμπιστεύθηκαν την τύχη της πατρίδας σε ανθρώπους που υπηρετούν όχι το δημόσιο καλό , αλλά το προσωπικό συμφέρον. Πολιτικοί  φερέφωνα και πειθήνια όργανα των συμμάχων που υποδεικνύουν λύσεις. Σαν συνέπεια της προηγούμενης αρρωστημένης κατάστασης ,οι πληγές τους (αδυναμίες, ελαττώματα, μικρότητες) παραμένουν ανοιχτές αναλαμβάνοντας το ρόλο της θείας δίκης που, σαν τιμωρός, διψά να αποκαταστήσει τη νέμεση και την ηθική τάξη.
Ο άνθρωπος είναι μαλακός σαν χόρτο7 , αδύναμος χαρακτήρας, επιρρεπής στο κακό, ευεπίφορος στην αδικία και στις υλικές απολαύσεις. Η απληστία τον χαρακτηρίζει και γίνεται άρπαγας των αγαθών και των θυσιών των άλλων. Κάποιοι έρχονται στην πατρίδα, με σκοπό να καταλάβουν όσα περισσότερα δύνανται, αδιαφορώντας γι’ αυτούς που έμειναν, πολέμησαν, αντιμετώπισαν τον κίνδυνο και «κέρδισαν» δόξα και υστεροφημία. Αυτών τα κίνητρα ήταν υψηλής αξίας, κινήθηκαν από ειλικρινή αγάπη για την πατρίδα και την ελευθερία. Αντίθετα, οι «επαναπατριζόμενοι» λειτουργούν βάσει σχεδίου και δόλου , καιροσκόποι και τυχοδιώκτες προστατεύουν εγωιστικά τον εαυτό τους και τα συμφέροντά τους, προτιμούν το θάνατο των άλλων, που θα εξασφαλίσει τη δική τους σωτηρία και υλική ευμάρεια.
Μπροστά στον πόλεμο και τη συμφορά ο ποιητής τονίζει ότι υπάρχουν κατηγορίες ανθρώπων και αντιδράσεων , κάτι ανάλογο που υποστήριξε ο Καζαντζάκης ότι συμβαίνει απέναντι στο «δέος»8 Οι άνθρωποι ,λοιπόν, αντιδρούν διαφορετικά άλλοι πανικόβλητοι φωνάζουν ,για να τρομάξουν και να απομακρύνουν το κακό ,άλλοι περιστοιχίζονται από τα αγαθά τους, νιώθοντας ευχαρίστηση και ασφάλεια από την ποσότητα# ,άλλοι αρκούνται σε ρητορείες και μεγάλα λόγια, χωρίς ,όμως , αντίκρισμα. Ιδιαίτερα ,όταν απουσιάζουν οι ζωντανοί άνθρωποι προς τους οποίους απευθύνονται. Η μόνη επιλογή που καταξιώνει τελικά τον άνθρωπο και τις αξίες είναι η απόφαση και η τόλμη να παλέψει, να προβάλει αντίσταση κατά του εχθρού ,όποιος και αν είναι αυτός. Όλα αυτά, βέβαια, προσλαμβάνουν αξία ,αποκτούν νόημα ,όταν οι άνθρωποι είναι εκεί και είναι ζωντανοί.
Στο κρίσιμο αυτό σημείο ο ποιητής , όπως και στην «Ελένη 9» του ,διατυπώνει έναν προβληματισμό: Μήπως ο άνθρωπος είναι άλλο πράγμα ;Μην είναι αυτό που μεταδίδει τη ζωή; Τι είναι ο άνθρωπος , μήπως δημιουργός ζωής, μήπως τεχνίτης του καλού , μήπως οραματιστής  ειρήνης; Ο καιρός θα δείξει την πραγματική υπόσταση του ανθρώπου μέσα από τη στάση του και τις επιλογές του. Αυτή θα είναι η ανταμοιβή του.
«Καιρός του σπείρειν , καιρός του θερίζειν»10 Στίχος που θυμίζει παραβολή εκκλησιαστικών κειμένων με σημασία γνωμικού. Ο χρόνος θα δείξει την αληθινή ταυτότητα του ανθρώπου. Όποια είναι η στάση και η προσφορά του ατόμου , τέτοια θα είναι και η ανταμοιβή του. Αν «σπείρει» μίση ,πάθη ,διαμάχες και διαφορές , θα «θερίσει» αναστάτωση , συμφορές, διχόνοια και πολέμους. Αντίθετα, αν «σπείρει» αγάπη, ορθή σκέψη και ενότητα, θα «θερίσει» ομόνοια, πρόοδο και αλληλεγγύη.   Ο άνθρωπος ικανός για το καλό ,αλλά και πρόξενος του κακού και της συμφοράς. Επιλέγει την ειρήνη και την πρόοδο, την ευημερία και την ευτυχία των ανθρώπων, ταυτόχρονα , όμως , μπορεί και απεργάζεται πολέμους , μίση και δυστυχία .
Στο στίχο 47 (ο άνθρωπος είναι μαλακός , ένα δεμάτι χόρτο) ο ποιητής αναφέρεται στην ευάλωτη φύση του ανθρώπου , στο στίχο 52 είναι μαλακός και διψασμένος ,ενώ στο στίχο 53 κορυφώνεται η ένταση, αφού προστίθεται και το χαρακτηριστικό της απληστίας. Έχουμε δηλαδή ένα κρεσέντο εννοιών, μια προϊούσα ένταση που σκοπό έχει να καταδείξει το «μεγαλείο» στο οποίο μπορεί να φθάσει ο άνθρωπος. Δέσμιος, μάλιστα, των παθών του χρησιμοποιεί όλες τις αισθήσεις του , για να απολαύσει τα υλικά αγαθά και για να κορέσει τις επιθυμίες του.

Προεξάρχοντα ρόλο στις αισθήσεις δίνει ο ποιητής και στην «Ελένη» , όπου ο Τεύκρος , προκειμένου να πείσει για την αλήθεια των σταθμός

Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσαν.
Τ’ αλφαβητάρι των άστρων που συλλαβίζεις
όπως το φέρει ο κόπος της  τελειωμένης μέρας
και βγάζεις άλλα νοήματα κι’ άλλες ελπίδες,
πιο καθαρά μπορείς να το διαβάσεις.
Τώρα που κάθομαι άνεργος και λογαριάζω
λίγα φεγγάρια απόμειναν στη μνήμη·
νησιά, χρώμα θλιμμένης Παναγίας, αργά στη χάση
ή φεγγαρόφωτα σε πολιτείες του βοριά ρίχνοντας κάποτε
σε ταραγμένους δρόμους ποταμούς και μέλη ανθρώπων
βαρειά μια νάρκη.
Κι’ όμως χτες βράδυ εδώ, σε τούτη τη στερνή μας σκάλα
όπου προσμένουμε την ώρα της  επιστροφής μας να χαράξει
σαν ένα χρέος παλιό, μονέδα που έμεινε για χρόνια
στην κάσα ενός φιλάργυρου, και τέλος
ήρθε η στιγμή της  πλερωμής κι’ ακούγονται
νομίσματα να πέφτουν πάνω στο τραπέζι·
σε τούτο το τυρρηνικό χωριό, πίσω από τη θάλασσα του
    Σαλέρνο
πίσω από τα λιμάνια του γυρισμού, στην  άκρη
μιας φθινοπωρινής μπόρας το φεγγάρι
ξεπέρασε τα σύννεφα, και γίναν
τα σπίτια στην αντίπερα πλαγιά από σμάλτο.
Σιωπές αγαπημένες της  σελήνης.

Είναι κι’ αυτός ένας ειρμός της  σκέψης ένας τρόπος
ν’ αρχίσεις να μιλάς για πράγματα που ομολογείς

δύσκολα, σε ώρες όπου δε βαστάς, σε φίλοποιητής Γιώργος Σεφέρης –αλλά και ο πρέσβης Γεώργιος Σεφεριάδης– έδινε σε όσους τον πλησίαζαν την εντύπωση ανθρώπου σοβαρού, συγκρατημένου και μελαγχολικού, ενώ η ποίησή του ήταν ποίηση σκοτεινή, στα όρια του τραγικού. Παρ’ όλα αυτά, όπως έχει επισημανθεί και αλλού,[1] ο ποιητής είχε και ένα άλλο πρόσωπο, πιο αισθησιακό και φιλοπαίγμον από αυτό που βρίσκουμε στον «κανόνα» των ποιημάτων του.

Στο μεταθανάτιο Τετράδιο Γυμνασμάτων Β΄[2] (το οποίο πλέον συμπεριλαμβάνεται στα Ποιήματa[3]) βρίσκουμε σατιρικά ποιήματα, καλλιγραφήματα (α λα Απολλιναίρ), χαϊκού, λιμερίκια και μαντινάδες σε κρητικό ιδίωμα, ενώ κάπου ο ποιητής μιμείται τη γλώσσα και το ύφος του Κάλβου. Εντύπωση ακόμα προκαλεί το ποίημα-άσκηση «Ινδικό Παραμύθι», το οποίο ο Σεφέρης έγραψε ως αντίδραση για την κατηγορία ότι η Στροφή είναι ποίημα «που προσφέρει μόνο λέξεις»: «Προσπάθησα να γράψω σύμφωνα με την ιδέα τους και δοκίμασα λέξεις που μου είναι ολωσδιόλου άγνωστες. Τις δανείστηκα από τον Λορέντσο Μαβίλη: Μπαχαμπαράτα – Νάλας και Νταμαγιάντη, 1915, σ. 33».

Λιμερίκια βρίσκουμε ακόμα και στα Ποιήματα με ζωγραφιές σε μικρά παιδιά,[4] ενώ η εικόνα του «σοβαρού» κλονίζεται περαιτέρω με τη μεταθανάτια σατιρική και «άσεμνη» συλλογή Τα εντεψίζικα,[5] που δημοσιεύτηκε με το γνωστό ψευδώνυμο Μαθιός Πασχάλης, στην οποία συμπεριλαμβάνεται μεταξύ άλλων και μία αθυρόστομη παρωδία του Ερωτόκριτου. Τέλος, από τη συζήτησή του με τον Έντμουντ Κήλυ[6] μαθαίνουμε ότι πέρα από το αγγλοσαξωνικό χιούμορ (nonsense) τον διασκέδαζε να διαβάζει έργα σατιρικά, όπως η Ακολουθία του Σπανού, ή πειραματικά, όπως το Ποίημα Καρκινικόν του ιερομόναχου Αμβρόσιου Πάμπερι.

Καταλαβαίνουμε εύκολα λοιπόν πως το χιούμορ, ο πειραματισμός, αλλά και ο αυτοπεριορισμός δεν ήταν ξένα στον Γιώργο Σεφέρη ούτε ως αναγνώστη ούτε ως δημιουργό ποίησης. Αναρωτιέται κανείς πώς θα έμοιαζαν τα «σοβαρά» ποιήματα του αν επέλεγε να ακολουθήσει και σε αυτά αντίστοιχη φορμαλιστική προσέγγιση.

Σκοπός της άσκησης αυτής ήταν η μεταγραφή του γνωστού ποιήματος Τελευταίος Σταθμός σε λειπογράμματη εκδοχή χωρίς το γράμμα «ε», κατά τα πρότυπα του La Disparition[7] του Ζωρζ Περέκ και των πρακτικών του Oulipo[8] γενικότερα. Η αρχική εκδοχή του κειμένου προέρχεται από τον τόμο Ποιήματα.[9] Έγινε απόπειρα κατά το δυνατόν να διατηρηθεί το νόημα των αρχικών στίχων και να μην προστεθούν επιπλέον νοηματικές ενότητες. Τυχαία κατά τόπους το ποίημα έμεινε άθικτο, συνολικά όμως μπορεί να πει κανείς ότι αυτή η ιδιότυπη λειπογράμματη διάλεκτος μειώνει το ποίημα ξεκάθαρα. Ο γράφων θέλει να ελπίζει παρ’ όλα αυτά ότι ο Σεφέρης θα έβρισκε το εγχείρημα διασκεδαστικό, αν και προφανώς κάτι τέτοιο δεν θα το μάθουμε ποτέ.


(Το ποίημα του Σεφέρη)


Τελευταίος σταθμός

Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσαν.

Τ’ αλφαβητάρι των άστρων που συλλαβίζεις

όπως το φέρει ο κόπος της τελειωμένης μέρας

και βγάζεις άλλα νοήματα κι’ άλλες ελπίδες,

πιο καθαρά μπορείς να το διαβάσεις.

Τώρα που κάθομαι άνεργος και λογαριάζω

λίγα φεγγάρια απόμειναν στη μνήμη·

νησιά, χρώμα θλιμμένης Παναγίας, αργά στη χάση

ή φεγγαρόφωτα σε πολιτείες του βοριά ρίχνοντας κάποτε

σε ταραγμένους δρόμους ποταμούς και μέλη ανθρώπων

βαρειά μια νάρκη.

Κι’ όμως χτες βράδυ εδώ, σε τούτη τη στερνή μας σκάλα

όπου προσμένουμε την ώρα της επιστροφής μας να χαράξει

σαν ένα χρέος παλιό, μονέδα που έμεινε για χρόνια

στην κάσα ενός φιλάργυρου, και τέλος

ήρθε η στιγμή της πλερωμής κι’ ακούγονται

νομίσματα να πέφτουν πάνω στο τραπέζι·

σε τούτο το τυρρηνικό χωριό, πίσω από τη θάλασσα του

    Σαλέρνο

πίσω από τα λιμάνια του γυρισμού, στην άκρη

μιας φθινοπωρινής μπόρας το φεγγάρι

ξεπέρασε τα σύννεφα, και γίναν

τα σπίτια στην αντίπερα πλαγιά από σμάλτο.

Σιωπές αγαπημένες της σελήνης.


Είναι κι’ αυτός ένας ειρμός της σκέψης ένας τρόπος

ν’ αρχίσεις να μιλάς για πράγματα που ομολογείς

δύσκολα, σε ώρες όπου δε βαστάς, σε φίλο να πει κανείς ότι αυτή η ιδιότυπη λειπογράμματη διάλεκτος μειώνει το ποίημα ξεκάθαρα. Ο γράφων θέλει να ελπίζει παρ’ όλα αυτά ότι ο Σεφέρης θα έβρισκε το εγχείρημα διασκεδαστικό, αν και προφανώς κάτι τέτοιο δεν θα το μάθουμε ποτέ.

(Το ποίημα του Σεφέρη)

Τελευταίος σταθμός

Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσαν.
Τ’ αλφαβητάρι των άστρων που συλλαβίζεις
όπως το φέρει ο κόπος της  τελειωμένης μέρας
και βγάζεις άλλα νοήματα κι’ άλλες ελπίδες,
πιο καθαρά μπορείς να το διαβάσεις.
Τώρα που κάθομαι άνεργος και λογαριάζω
λίγα φεγγάρια απόμειναν στη μνήμη·Ωραία Ελένη από τον Dante Gabriel Rossetti (προσέξτε ότι την εικονίζει να κρατά ένα σύμβολο του Πάρη στο περιδέραιό της, ενώ η Τροία στο βάθος καίγεται):
νησιά, χρώμα θλιμμένης Παναγίας, αργά στη χάση
ή φεγγαρόφωτα σε πολιτείες του βοριά ρίχνοντας κάποτε
σε ταραγμένους δρόμους ποταμούς και μέλη ανθρώπων
βαρειά μια νάρκη.
Κι’ όμως χτες βράδυ εδώ, σε τούτη τη στερνή μας σκάλα
όπου προσμένουμε την ώρα της  επιστροφής μας να χαράξει
σαν ένα χρέος παλιό, μονέδα που έμεινε για χρόνια
στην κάσα ενός φιλάργυρου, και τέλος
ήρθε η στιγμή της  πλερωμής κι’ ακούγονται
νομίσματα να πέφτουν πάνω στο τραπέζι·
σε τούτο το τυρρηνικό χωριό, πίσω από τη θάλασσα του
    Σαλέρνο
πίσω από τα λιμάνια του γυρισμού, στην  άκρη
μιας φθινοπωρινής μπόρας το φεγγάρι
ξεπέρασε τα σύννεφα, και γίναν
τα σπίτια στην αντίπερα πλαγιά από σμάλτο.
Σιωπές αγαπημένες της  σελήνης.

Είναι κι’ αυτός ένας ειρμός της  σκέψης ένας τρόπος
ν’ αρχίσεις να μιλάς για πράγματα που ομολογείς
δύσκολα, σε ώρες όπου δε βαστάς, σε φίλο