Κυριακή 10 Μαρτίου 2024

Πομπηία

 Είναι μια έκρηξη που όλο πάει να γίνει,

Νοιώθεις πως βράζουνε τα σωθικά του κόσμου.
Μία στιγμή και όλα φεύγουν απ’ τον έλεγχο,
Φωτιά θ’ αρπάξει το τεράστιο καμίνι…

 

Κολλημένο το αυτί πάνω στο χώμα
Κι από κάτω μία ύποπτη σιγή.
Τι να γίνεται εκεί; Αναρωτιέμαι,
Καθώς έμεινα να περιμένω ακόμα.

Είναι μια έκρηξη που όλο πάει να γίνει,
Νοιώθεις πως βράζουνε τα σωθικά του κόσμου.
Μία στιγμή και όλα φεύγουν απ’ τον έλεγχο,
Φωτιά θ’ αρπάξει το τεράστιο καμίνι.

Αλλά απόφαση, νομίζω, πήραν όλοι,
Έστω κι αν βλέπουνε καμιά φορά καπνούς,
Ή άμα νοιώθουν που και που μικροδονήσεις,
Ότι θα μείνει ήρεμη ετούτη η πόλη.

Θα συνηθίσουνε όλοι στην ηρεμία,
Θα ξαφνιαστούν όταν η έκρηξη αντηχήσει.
Όσο κι αν τρέξουνε, η λάβα θα τους φτάσει,
Θα μείνει μόνο μια καινούρια Πομπηία.

Άρης Κωνσταντίνου



Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν”:
Ο Σεφέρης και ο ξεριζωμός»

της Αγάθης Γεωργιάδου

(Διαστιχο)

 

Η Μικρασιατική Καταστροφή δεν βρήκε τον Γιώργο Σεφέρη στη Σμύρνη. Η οικογένειά του είχε ήδη μεταναστεύσει από το 1914 στην Αθήνα και το 1922 ήταν οικογενειακώς στο Παρίσι. Στο Χειρόγραφο Σεπ. ’41 (ξαναδουλεμένο το 1954, σ. 71) γράφει: «Ήμουν δεκατεσσάρω χρονώ τον Αύγουστο του 1914 όταν έφυγα από τη Σμύρνη. Είχα πολύ ζωντανά μέσα μου το συναίσθημα του τι θα πει σκλαβιά. Τα δύο τελευταία καλοκαίρια δεν είχαμε πάει στην εξοχή, στην Σκάλα του Βουρλά, που ήταν για μένα ο μόνος τόπος που, και τώρα ακόμη, μπορώ να ονομάσω πατρίδα με την πιο ριζική έννοια της λέξης: ο τόπος όπου βλάστησαν τα παιδικά μου χρόνια». Η Καταστροφή τού στέρησε την πατρίδα του, που έμεινε όμως για πάντα στην καρδιά, τη μνήμη και την ποίησή του. Και ο ίδιος ο ποιητής άλλωστε το παραδέχεται στις σημειώσεις του (Δοκιμές Β’ σ. 355): «Το γεγονός που μ’ επηρέασε περισσότερο απ’ όλα τ’ άλλα είναι η Μικρασιατική Καταστροφή».

Πράγματι, το αίσθημα του ανέστιου και ο καημός του πρόσφυγα ως μνήμη και ιστορία σφραγίζουν την ποίησή του. Η θάλασσα και το ταξίδι επανέρχονται συνεχώς: ΚίχληΗμερολόγιο Καταστρώματος, Α’, Β’, Γ’. Τα ακίνητα σάπια καράβια, τα ταξίδια σε ατελείωτες θάλασσες, οι άσκοπες περιπλανήσεις, αποτελούν κεντρικά μοτίβα στο σεφερικό έργο. Σ’ αυτό το αέναο ταξίδι αναζητεί τη γαλήνη που χάθηκε με την ανατροπή των παιδικών του χρόνων, των αναμνήσεών του, της ιδιαίτερης πατρίδας του, του πατρικού του σπιτιού. Είναι χαρακτηριστικό ότι «το σπίτι» ως νοσταλγικό όραμα πατρίδας εμφανίζεται συνεχώς σε όλο το έργο του, ιδίως το πατρικό του στη ΣκάλαΕίκοσι αναφορές έχουμε σ’ αυτό στις Μέρες από το 1925 ως το 1950 που ξαναγύρισε στη Σμύρνη, για να ξαναβρεί τα παιδικά του «λημέρια»: «Αν μπορούσα να ξαναδώ τα δένδρα που πρωτοκοίταξα στη ζωή μου, όλα θα είχαν αλλάξει. Ο κόσμος ολόκληρος. Το αίσθημα του ανεπανόρθωτου το αναγνωρίζω, όταν νιώσω, ολωσδιόλου απροσδόκητα, το φωτισμό των παιδικών μου χρόνων που μου σφίγγει την καρδιά» (σ. 37, 8/11/1936). Το 1938, στον «Γυρισμό του ξενιτεμένου», ο ποιητής αναζητεί το παλιό του σπίτι, τον κήπο, τα παιδικά βιώματα.

…] Γυρεύω τον παλιό μου κήπο
[…]
κι όμως σαν ήμουνα παιδί
έπαιζα πάνω στο χορτάρι
κάτω από μεγάλους ίσκιους
κι έτρεχα πάνω σε πλαγιές
ώρα πολλή λαχανιασμένος. […]

Το σπίτι έρχεται συχνά στο όνειρο του ποιητή σαν όραμα παρήγορο, που τον ξυπνά για να γράψει στο ημερολόγιο:

«Ήμουν σ’ ένα δωμάτιο με δύο παράθυρα που έβλεπαν κατά τη θάλασσα... Πίσω από το πρώτο αυτό δωμάτιο, ένα άλλο, μ’ ένα τραπέζι στρογγυλό, και στο βάθος ένας μπουφές. Όλα αυτά γνώριμα. Ίσως από το σπίτι της Σκάλας. Κάθομαι στο τραπέζι και ανοίγω ένα βιβλίο... ίσως ένα ... οικογενειακό λεύκωμα» (Μέρες Ε’, σ. 22, 11/12/1945).

Το 1950, ο Σεφέρης επισκέπτεται γεμάτος αγωνία το σπίτι του. «Θεέ μου, τι πάω να κάνω;» αναρωτιέται (Μέρες Ε’, σ. 196, 1/7/1950). Το περιβόλι, το μαγκανοπήγαδο, η μουριά, τα αμπέλια, τα λιόδεντρα, οι συκιές, οι ροδιές, ο πλάτανος, όλα τα διατήρησε ζωηρά στη μνήμη του και αποτέλεσαν κύρια θεματικά

 μνήμη του και αποτέλεσαν κύρια θεματικά μοτίβα της ποίησής του. Τα αναγνωρίζει όπου τα συναντά και του θυμίζουν την πατρίδα («Λεπτομέρειες στην Κύπρο», Ημερολόγιο Καταστρώματος, Γ’):

[…] Κι εκείνη την κραυγή
βγαλμένη απ’ τα παλιά νεύρα του ξύλου
γιατί την είπες φωνή πατρίδας;

Στο ποίημά του «Ένας λόγος για το καλοκαίρι» νιώθει μπερδεμένος, καθώς οι αναμνήσεις ζωντανεύουν μέσα του:

Κι όμως αγάπησα τους δρόμους τούς εδώ, αυτές τις κολόνες·
κι ας γεννήθηκα στην άλλη ακρογιαλιά κοντά
σε βούρλα και σε καλάμια
ο κουπολάτης, κι ας γεννήθηκα κοντά
στη θάλασσα που ξετυλίγω και τυλίγω στα δάχτυλά μου
σαν είμαι κουρασμένος – δεν ξέρω πια πού γεννήθηκα.

Ο τόπος του, οι μικρασιατικές ρίζες του, τον μαγνητίζουν και συνεχώς τον τραβούν προς τα πίσω, αφού «Είναι ο τόπος σου, είναι ακόμη κάτι πιο βιολογικό, πιο πρωτόγονο, η έλξη της γης σου – κάτι σαν το μαγνήτη της φωτιάς στην παγωνιά, σαν την πείνα και σαν το ίμερο. Δεν το ’χα νιώσει άλλη φορά, τούτο το συναίσθημα, έτσι..Όλα με τραβούν προς τα πίσω. Καθώς ακουμπώ την πένα, αυτή τη στιγμή, ταυτίζομαι με το παιδί των δώδεκα χρονώ


που άνοιξε πρώτη φορά ένα τετράδιο για να γράψει το ημερολόγιό του... Μια τόσο υπερβολική κατάσταση μπορεί να τη βαστάξει κανείς χωρίς να τρελαθεί για λίγες μέρες, «όχι περισσότερο» (Μέρες, Ε’, σ. 213, 17/10/1950).

Όλη αυτή η αναζήτηση μιας αέναα χαμένης πατρίδας ανιχνεύεται εντονότερα στις 24 ενότητες του Μυθιστορήματος (1934-1935). Αφετηρία της έμπνευσής του είναι οι τραγικές φυλετικές και προσωπικές εμπειρίες (τα δραματικά γεγονότα του Μεσοπολέμου, η Μικρασιατική Καταστροφή), αλλά και οι νέες ιστορικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν στην Ελλάδα και την Ευρώπη με την άνοδο των ολοκληρωτικών καθεστώτων. Στα χρόνια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου. Γράφει ο ποιητής: «Τώρα τελευταία, στις πιο απροσδόκητες στιγμές συναντιέμαι κάποτε με αναμνήσεις των παιδικών μου χρόνων. Ίσως να είναι η ατμόσφαιρα του πολέμου που με φέρνει τόσο εύκολα στα χρόνια ’14-’18. Ίσως μια στροφή» (Μέρες Δ’, σ. 16, 28/1/1941).

Μετά το τέλος του πολέμου εκδίδει την Κίχλη (1947). Στην καρδιά της έμπνευσης του ποιητή οι αιματηρές μέρες του Πολέμου και του Εμφυλίου, ο ποιητής όμως σκέφτεται συνειρμικά με το ναυάγιο του πλοίου που έδωσε τον τίτλο στη συλλογή και μια άλλη απώλεια, αυτή του πατρικού του σπιτιού. Η Κίχλη αποτελείται από τρεις μεγάλες ενότητες, στις οποίες ενσωματώνονται και μικρότερες: «Σπίτι κοντά στη θάλασσα», «Ο ηδονικός Ελπήνωρ» και «Το ναυάγιο της Κίχλης». Το θέμα του νόστου είναι διάχυτο και στην Κίχλη: η ατέρμονη περιπλάνηση, η διαρκής κίνηση, το ταξίδι χωρίς γυρισμό, η αυτοεξορία, η ξενιτιά. Δίσεχτοι καιροί. Στην καρδιά της Α’ ενότητας και πάλι 


Στην καρδιά της Α’ ενότητας και πάλι το σπίτι, η πατρική εστία, το ανεκπλήρωτο όραμα κι ένα αίσθημα διάχυτου πένθους. Το σπίτι άδειο από ανθρώπους, εγκαταλειμμένο κι έρημο, έρχεται πεισματωμένο στη σκέψη του και τον πληγώνει. Το νοσταλγεί γιατί συμβολίζει τον προσωπικό, βιωμένο χώρο του, έστω και φθαρμένο («Α’ «Το σπίτι κοντά στη θάλασσα»):

Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν. Έτυχε
να ’ναι τα χρόνια δίσεχτα πόλεμοι χαλασμοί ξενιτεμοί
[…]

Στη Β’ ενότητα της Κίχλης, με τίτλο «Ο ηδονικός Ελπήνωρ», η ανάγκη ωστόσο για επιστροφή στο σπίτι-φως σημειολογικά αποτυπώνεται με τα αγάλματα που «κυνηγούν» τον ποιητή-αφηγητή «[…] με τα σπασμένα μέλη τους/ με την αλλοτινή μορφή τους που δε γνώρισες// κι όμως την ξέρεις». Στη Γ’ ενότητα, με τίτλο «Το ναυάγιο της «Κίχλης», στην υποενότητα «Φως», οι εικόνες της παιδικής ηλικίας, οι «γιορτές με φώτα πολύχρωμα» έρχονται στον νου του αφηγητή και του αφήνουν «το άρωμα της απουσίας τους». Πληγή ανοιχτή για τον ποιητή, που με το προσωπείο ενός Οδυσσέα ψάχνει στον Άδη τον δρόμο του γυρισμού. Αγγελικό και

μαύρο το φως, ωστόσο φως. Βαθύς καημός ο ανεκπλήρωτος νόστος, που δε θα σβήσει ποτέ παρά μόνο με τον θάνατο. Το αίσθημα αυτό συμπυκνώνεται μοναδικά στους τελευταίους στίχους της Κίχλης:

[…] και είσαι
σ’ ένα μεγάλο σπίτι με πολλά παράθυρα ανοιχτά
τρέχοντας από κάμαρα σε κάμαρα, δεν ξέροντας από πού
να κοιτάξεις πρώτα,
γιατί θα φύγουν τα πεύκα και τα καθρεφτισμένα βουνά
και το τιτίβισμα των πουλιών
θ’ αδειάσει η θάλασσα, θρυμματισμένο γυαλί, από βοριά
και νότο
θ’ αδειάσουν τα μάτια σου απ’ το φως της μέρας
πώς σταματούν ξαφνικά κι όλα μαζί τα τζιτζίκια.

Αγάθη Γεωργιάδου, Δρ Φιλολογίας, συγγραφέας

 

η προσπάθειές μας, των συφοριασμένων·
είν’ η προσπάθειές μας σαν των Τρώων.

Ο ποιητής χρησιμοποιώντας α΄ πληθυντικό πρόσωπο στην αφήγησή του συμπεριλαμβάνει και τον εαυτό του στους «συφοριασμένους» ανθρώπους που μάταια πασχίζουν ν’ αποφύγουν τη δεδομένη ήττα. Με τον τρόπο αυτό τα λεγόμενά του αποκτούν την αλήθεια, αλλά και τον υποκειμενισμό του προσωπικού βιώματος και της προσωπικής οπτικής.
Ο χαρακτηρισμός των ανθρώπων ως συφοριασμένων προκύπτει από τα ποικίλα προβλήματα που καλούνται να αντιμετωπίσουν, αλλά κι από τις απρόσμενες συμφορές που συχνά σαρώνουν τη ζωή τους. Ενδεικτικοί ως προς αυτό είναι κι οι στίχοι από το Β΄ στάσιμο της Αντιγόνης του Σοφοκλή «οδέν ρπει θνατν βιότ πάμπολύ γ’ κτός τας» [ο βίος των θνητών καιρό δε σέρνεται πολύ έξω από της συμφοράς το μονοπάτι. (Μετάφραση: Κ. Χ. Μύρης)].
Με το σχήμα της επαναφοράς (οι δύο πρώτοι στίχοι ξεκινούν με τον ίδιο τρόπο: είν’ η προσπάθειές μας) ο ποιητής στρέφει την προσοχή του αναγνώστη στη λέξη «προσπάθειες», η οποία εν τέλει χαρακτηρίζει συνολικά την ανθρώπινη ζωή, μιας κι οι άνθρωποι βρίσκονται διαρκώς σε μια διαδικασία προσπάθειας. Είτε πρόκειται για την επιβίωσή τους είτε για ό,τι ο καθένας αντιλαμβάνεται ως προσωπική του επιτυχία, οι άνθρωποι συνεχώς προσπαθούν να κατορθώσουν κάτι.