Ο Ντανταϊσμός αποτέλεσε ένα καλλιτεχνικό ρεύμα στη λογοτεχνία, τη γλυπτική και τη ζωγραφική, στις αρχές του 20ου αιώνα. «Γεννήθηκε» στις 8 Φεβρουαρίου του 1916 στο Καμπαρέ Voltaire της Ζυρίχης, με πρωτεργάτη τον ρουμάνο ποιητή Τριστιάν Τζαρά, και γρήγορα εξαπλώθηκε σε πολλές ευρωπαϊκές και αμερικανικές πόλεις (Κολονία, Βερολίνο, Ανόβερο, Παρίσι, Νέα Υόρκη). Το Ντανταϊστικό Μανιφέστο εκδόθηκε από τον Χούγκο Μπαλ στις 14 Ιουλίου 1916, ενώ ο Τζαρά εξέδωσε το δεύτερο Ντανταϊστικό Μανιφέστο στις 3 Φεβρουαρίου του 1918.

Ο όρος ντανταϊσμός προήλθε από το «ντα-ντα» που κάνουν τα μωρά, μία λέξη της παιδικής γλώσσας που ουσιαστικά δεν σημαίνει τίποτα. Και αυτό ακριβώς είναι ο ντανταϊσμός... Το παράλογο, το παράδοξο, το φανταστικό. Στόχος του, το γκρέμισμα των παραδοσιακών λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών αξιών, και η αμφισβήτηση των αρχών της μοντέρνας κοινωνίας. Μια φιλοσοφία, που οι οπαδοί του κινήματος εξέφραζαν τόσο μέσα από την τέχνη, όσο και από τη στάση ζωής και τον τρόπο σκέψης του, προκαλώντας συχνά το κοινό.



Οργάνωναν αυθόρμητες βραδιές, συνδύαζαν τα γράμματα και τις τέχνες, συνέτασσαν άρθρα και μανιφέστα, εκφράζονταν με ανόητα κείμενα που συγχωνεύονταν τυχαία, χρησιμοποιούσαν λέξεις δικής τους έμπνευσης, που δεν περιέγραφαν τίποτα, αλλά αποτελούσαν κομμάτια των ποιημάτων τους.

Η τεχνοτροπία τους, αρχικά επηρεάστηκε από τον κυβισμό και το φουτουρισμό. Έμπνευσή τους αποτελούσαν κατά κανόνα οι μηχανές, και οι ανθρώπινες φιγούρες τους θύμιζαν περισσότερο ρομπότ. Επέλεγαν στην τύχη σχήματα και εικόνες, καθώς και ετερογενή υλικά (μαλλί, ξύλο, φωτογραφίες και φωτομοντάζ, χαρτί, σκουπίδια), δημιουργώντας εφήμερα έργα που συνδύαζαν τη γλυπτική με τη ζωγραφική.

Ως κίνημα, ο ντανταϊσμός έπαψε να υπάρχει από το 1924 και οι εκπρόσωποί του διοχετεύτηκαν στο σουρεαλισμό.