Ο Γιοχάνες Βερμέερ (Johannes Vermeer) ανήκει στο ρεύμα του Μπαρόκ, και συγκεκριμένα στη Χρυσή Εποχή της ολλανδικής τέχνης. Παρόλο που το Μπαρόκ χαρακτηρίζεται συνήθως από έντονα συναισθήματα, δραματικό φωτισμό και δυναμικές σκηνές, το έργο του Βερμέερ έχει μοναδικά χαρακτηριστικά που το διαφοροποιούν, δίνοντας έμφαση στη ηρεμία, τη γαλήνη και τη φωτεινότητα των καθημερινών σκηνών.
Λεπτομερή χαρακτηριστικά της τέχνης του Βερμέερ:
1. Μαεστρική χρήση του φωτός
Το πιο διάσημο στοιχείο του Βερμέερ είναι η αριστοτεχνική χρήση του φυσικού φωτός. Σε πολλά έργα του, το φως προέρχεται από ένα παράθυρο στα αριστερά, και η διάχυση του φωτός είναι ήρεμη και φυσική. Αυτός ο απαλός, διάχυτος φωτισμός φωτίζει το πρόσωπο και το σώμα των φιγούρων, αναδεικνύοντας τα υλικά και τις λεπτομέρειες των αντικειμένων στο δωμάτιο.
2. Ηρεμία και συγκέντρωση στις φιγούρες
Οι άνθρωποι στους πίνακές του συχνά απεικονίζονται σε στιγμές απόλυτης συγκέντρωσης και ηρεμίας. Ασχολούνται με καθημερινές δραστηριότητες, όπως η ανάγνωση, η γραφή, το ράψιμο ή η προετοιμασία γεύματος, και συχνά φαίνονται απορροφημένοι στη στιγμή. Αυτό δίνει στα έργα του μια αίσθηση συγκέντρωσης και απομόνωσης.
3. Οικιακές σκηνές και καθημερινή ζωή
Ο Βερμέερ είναι γνωστός για τις σκηνές εσωτερικού χώρου, κυρίως με γυναίκες που απεικονίζονται σε καθημερινές δραστηριότητες. Αυτές οι σκηνές είναι οικείες και χαμηλών τόνων, αποφεύγοντας τις έντονες και δραματικές απεικονίσεις άλλων Μπαρόκ καλλιτεχνών. Έργα όπως "Το Κορίτσι με το Μαργαριταρένιο Σκουλαρίκι" ή "Η Γαλατού" αναδεικνύουν την ήρεμη, απλή ομορφιά της καθημερινής ζωής.
4. Απόλυτη προσοχή στη λεπτομέρεια
Οι πίνακές του αποκαλύπτουν μια ακρίβεια στην αναπαράσταση των υλικών, από τα λεπτά υφάσματα μέχρι το μέταλλο, το γυαλί ή τα μαργαριτάρια. Αυτή η τελειομανία στις υφές και τα υλικά είναι εντυπωσιακή και προσδίδει στους πίνακές του ρεαλισμό και ζωντάνια.
5. Γεωμετρική ακρίβεια και σύνθεση
Οι συνθέσεις του Βερμέερ είναι προσεκτικά δομημένες, με σαφείς γεωμετρικές γραμμές και ισορροπία. Συχνά χρησιμοποιεί γραμμές προοπτικής και σημεία φυγής για να δώσει βάθος στις σκηνές του. Τα αντικείμενα και οι άνθρωποι τοποθετούνται με τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργείται μια αίσθηση σταθερότητας και αρμονίας.
6. Χρήση συμβόλων και κρυφών νοημάτων
Παρόλο που οι πίνακές του φαίνονται απλοί σε πρώτο επίπεδο, πολλά αντικείμενα σε αυτούς έχουν συμβολική σημασία. Για παράδειγμα, οι καθρέφτες μπορεί να συμβολίζουν την αλήθεια ή την αυτογνωσία, ενώ οι ζυγαριές μπορεί να υποδηλώνουν τη δικαιοσύνη ή την ηθική ισορροπία. Αυτοί οι λεπτοί συμβολισμοί προσθέτουν μια άλλη διάσταση στους πίνακές του.
7. Χρωματική παλέτα
Ο Βερμέερ χρησιμοποιούσε λαμπερά, καθαρά χρώματα, με πιο χαρακτηριστικά το μπλε και το κίτρινο. Ειδικά το μπλε (από την ημιπολύτιμη πέτρα λάπις λάζουλι, που ήταν ακριβό χρώμα για την εποχή) εμφανίζεται σε πολλά έργα του. Τα χρώματα στους πίνακές του είναι καθαρά και προσεκτικά τοποθετημένα, χωρίς υπερβολές, και συμβάλλουν στην ηρεμία και τη φυσικότητα των σκηνών του.
8. Κάμερα obscura
Πολλοί μελετητές πιστεύουν ότι ο Βερμέερ χρησιμοποίησε την κάμερα obscura, ένα πρώιμο οπτικό εργαλείο που βοηθούσε τους καλλιτέχνες να βλέπουν την προοπτική και τις αναλογίες πιο ακριβώς. Αυτό θα μπορούσε να εξηγήσει την εξαιρετική ακρίβεια στις αποστάσεις, τις προοπτικές και τον φωτισμό στα έργα του.
Το καλλιτεχνικό ρεύμα που ανήκει: Μπαρόκ (Dutch Golden Age)
Ο Βερμέερ ανήκει στο Μπαρόκ, μια καλλιτεχνική κίνηση που κυριάρχησε στην Ευρώπη από τα τέλη του 16ου έως τον 18ο αιώνα, και κυρίως στην ολλανδική Χρυσή Εποχή. Το Μπαρόκ, αν και πιο γνωστό για τη θεατρικότητα, την ένταση και τον δυναμισμό του, στην Ολλανδία είχε μια πιο ρεαλιστική και χαμηλών τόνων εκδοχή. Οι Ολλανδοί ζωγράφοι, όπως ο Βερμέερ, ασχολούνταν περισσότερο με την καθημερινή ζωή, τα τοπία και τις εσωτερικές σκηνές παρά με τις θρησκευτικές και μυθολογικές απεικονίσεις που χαρακτήριζαν άλλους Ευρωπαίους μπαρόκ καλλιτέχνες.
Σύγκριση με άλλους μπαρόκ καλλιτέχνες:
Σε αντίθεση με τον Ρούμπενς ή τον Καραβάτζιο, που παρουσίαζαν έντονες συναισθηματικές σκηνές και δραματικό φωτισμό, ο Βερμέερ προτιμούσε την ηρεμία και τις λεπτές αποχρώσεις του φωτός.
Η τέχνη του δεν αναζητούσε την υπερβολή ή το θέαμα, αλλά την εσωτερική ομορφιά και την αίσθηση ισορροπίας μέσα από τις απλές, καθημερινές στιγμές.
Ο Βερμέερ, αν και ένας τυπικός καλλιτέχνης του Μπαρόκ, εξερεύνησε την τέχνη του μέσα από πιο υποβλητικές και οικείες συνθέσεις, αναδεικνύοντας την απλότητα της καθημερινότητας με απαράμιλλη τέχνη.
Ντανταϊσμός
Ο Ντανταϊσμός ή Νταντά (Dada) ήταν ένα καλλιτεχνικό κίνημα αισθητικής αναρχίας που αναπτύχθηκε μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο στις εικαστικές τέχνες καθώς και στη λογοτεχνία (κυρίως στην ποίηση), το θέατρο και την γραφιστική. Μεταξύ άλλων, το κίνημα ήταν και μια διαμαρτυρία ενάντια στη βαρβαρότητα του πολέμου και αυτού που οι Ντανταϊστές πίστευαν ότι ήταν μια καταπιεστική διανοητική αγκύλωση, τόσο στην τέχνη όσο και στην καθημερινότητα. Ο Ντανταϊσμός χαρακτηρίζεται από εσκεμμένο παραλογισμό και απόρριψη των κυρίαρχων ιδανικών της τέχνης. Επηρέασε μεταγενέστερα κινήματα, κυρίως τον σουρεαλισμό, που ουσιαστικά ήταν η μετεξέλιξή του.
Ιστορία
Είναι γενικά δύσκολο να προσδιοριστεί με ακρίβεια το πού και πότε ξεκίνησε το κίνημα του Ντανταϊσμού. Χαρακτηριστικά, ο Ραούλ Χάουσμαν, αρχηγός του κινήματος στο Βερολίνο, επισημαίνει ότι είναι τόσο δύσκολο όσο ο προσδιορισμός της γενέτειρας του Ομήρου. Ο ίδιος ο Χάουσμαν θεωρούσε τον εαυτό του ιδρυτή του Ντανταϊσμού στα 1915. Αντίθετα, ο Κλωντ Ριβιέρ, σε άρθρο του στο περιοδικό τέχνης Arts υποστήριξε πως ο γεννήτορας του Νταντά είναι ο Φράνσις Πικαμπιά περί τα 1913. Σύμφωνα με τον Άλφρεντ Μπαρ, πρώην διευθυντή του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης, το Νταντά ξεκίνησε το 1916 στη Νέα Υόρκη και στη Ζυρίχη.
Είναι γεγονός πως ντανταϊστικά έργα, ήδη από το 1915 έκαναν την εμφάνισή τους στη Ρωσία. Επιπλέον, τα μανιφέστα των Ιταλών φουτουριστών που δημοσιεύτηκαν το 1909 χαρακτηρίζονταν από πολλές ομοιότητες με τα αντίστοιχα των Ντανταϊστών, τα οποία εκδόθηκαν λίγα χρόνια αργότερα. Δεν είναι επίσης τυχαίο πως και ο Αντρέ Ζιντ χαρακτηρίζεται από αρκετούς ως ο πρώτος ντανταϊστής ενώ στην ίδια κατηγορία εντάσσονται συχνά και ο Γκυγιώμ Απολλιναίρ ή ο Αλφρέντ Ζαρύ και ο Μπρισέ.
Ο Χανς Ρίχτερ, μέλος του ντανταϊστικού κινήματος γράφει χαρακτηριστικά:"Ακόμα και ο διάσημος εκείνος Ηρόστρατος της αρχαιότητας που έβαλε φωτιά στο ναό της Αρτέμιδος στην Έφεσσο μόνο και μόνο για να ξεσηκώσει τους συμπολίτες του ήταν ασφαλώς ένας ντανταϊστής"[1]. Ντανταϊστικές τάσεις και εκδηλώσεις (ατομικές ως επί το πλείστον) μπορούν να ανακαλυφθούν σε αρκετές περιόδους, ακόμα και του μακρινού παρελθόντος.
Είναι ωστόσο γεγονός πως στην περίοδο 1915-1916, άρχισαν να εκδηλώνονται παραπλήσια καλλιτεχνικά γεγονότα, σε διαφορετικά σημεία ανά τον κόσμο, τα οποία μπορούν να ενσωματωθούν στον ντανταϊσμό. Η ουδέτερη - την περίοδο του Α' Παγκοσμίου πολέμου - Ελβετία, φαίνεται πως προσέφερε το κατάλληλο υπόβαθρο για την κυοφορία του Ντανταϊστικού πνεύματος. Το ελβετικό Νταντά ξεκίνησε στη Ζυρίχη και ειδικότερα καλλιεργήθηκε στο ιστορικό Καμπαρέ Βολταίρ (Cabaret Voltaire) στις αρχές του 1916. Εκεί σχηματίστηκε μια ομάδα από εντελώς διαφορετικών εθνικοτήτων προσωπικότητες που αργότερα επεκτάθηκε σε άλλες πόλεις και εξελίχθηκε στο κίνημα του Ντανταϊσμού.
Ζυρίχη (1915-1919)
Την 1η Φεβρουαρίου του 1916, ο Χούγκο Μπαλ εγκαινίασε το Καμπαρέ Βολταίρ προσελκύοντας σε αυτό μία ομάδα καλλιτεχνών και με σκοπό να αποτελέσει ένα κέντρο καλλιτεχνικής ψυχαγωγίας. Μεταξύ των καλλιτεχνών που ανταποκρίθηκαν πρώτοι, βρίσκονταν ο Τριστάν Τζαρά και ο ζωγράφος Μαρσέλ Γιανκό ενώ σύντομα ο χώρος αυτός διαμόρφωσε τον κεντρικό πυρήνα των ντανταϊστών.
Στις 15 Ιουνίου, κυκλοφόρησε η έκδοση Καμπαρέ Βολταίρ (Cabaret Voltaire), ένα περιοδικό που αποτελούσε ίσως το πρώτο συλλογικό έργο μιας πρώιμης ντανταϊστικής ομάδας, ενώ στις 14 Ιουλίου, ο Μπαλ απήγγειλε το πρώτο μανιφέστο της ομάδας. Τον Ιούλιο του 1917, κυκλοφόρησε το πρώτο περιοδικό Dada, με εκδότη και οργανωτή τον Τριστάν Τζαρά. Οι πέντε πρώτες εκδόσεις του περιοδικού έγιναν στη Ζυρίχη, ενώ οι δύο τελευταίες στο Παρίσι. Με τη διακοπή της λειτουργίας του Καμπαρέ Βολταίρ, ο Μπαλ εγκατέλειψε την Ευρώπη και ο Τριστάν Τζαρά αναδείχθηκε ως ο ηγέτης του ντανταϊσμού με σημαντική συμβολή στην διάδοση των ιδεών του κινήματος.
Νέα Υόρκη (1915-1921)
Η Νέα Υόρκη αποτελούσε, όπως και η Ζυρίχη, καταφύγιο αρκετών καλλιτεχνών κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου πολέμου. Κύριοι εκπρόσωποι του ντανταϊσμού στην Αμερική ήταν οι ζωγράφοι Μαρσέλ Ντυσάν και Φράνσις Πικαμπιά καθώς και ο φωτογράφος Μαν Ραίη. Καταλυτικό ρόλο στο ξεκίνημα του ντανταϊσμού διαδραμάτισε και το έργο του φωτογράφου Άλφρεντ Στέγκλιτζ. Σε αντίθεση με την εκδήλωση του κινήματος σε άλλες πόλεις, στη Νέα Υόρκη δεν υπήρξε κανένα ντανταϊστικό μανιφέστο, ενώ τα μέλη του δεν αποκαλούνταν ντανταϊστές, ωστόσο εκφράζονταν μέσα από εκδόσεις όπως τα δύο τεύχη του περιοδικού The Blind Man, το μοναδικό τεύχος του Rongwrong καθώς και στο New York Dada, όλα με εκδότες τον Μαρσέλ Ντυσάν και τον Μαν Ραίη. Ανάμεσα στα σημαντικότερα έργα που παρουσιάστηκαν εκείνη την εποχή στη Νέα Υόρκη συγκαταλέγονται τα ready made (έτοιμα αντικείμενα) έργα τέχνης του Ντυσάν. Μέχρι το 1921, οι περισσότεροι ντανταϊστές καλλιτέχνες μεταφέρθηκαν στο Παρίσι.
Βερολίνο (1917-1923)
Η ντανταϊστική ομάδα του Βερολίνου διέφερε σημαντικά από την αντίστοιχη της Ζυρίχης, με περισσότερο πολιτικό περιεχόμενο. Σημαντικό ρόλο στην διάδοση του ντανταϊσμού στο Βερολίνο διαδραμάτισε ο Ρίχαρντ Χύλζενμπεκ, ο οποίος έφτασε εκεί στις αρχές του 1917. Το Φεβρουάριο του 1918, πραγματοποίησε μία ομιλία για τον ντανταϊσμό, ασκώντας παράλληλα επιθετική κριτική απέναντι στην αφηρημένη τέχνη και τα ρεύματα του φουτουρισμού, του εξπρεσιονισμού και του κυβισμού. Τον επόμενο χρόνο εξέδωσε επίσης το δικό του μανιφέστο, με το οποίο αναγγελόταν και επίσημα το ντανταϊστικό κίνημα στο Βερολίνο. Εκτός από το έντονο πολιτικό στοιχείο, το Νταντά του Βερολίνου χαρακτηρίστηκε και από νέες τεχνικές ανακαλύψεις στη ζωγραφική και τη λογοτεχνία, με σημαντικότερες αυτές του φωτομοντάζ από τους Γκεόργκ Γκρος και Τζον Χάρτφηλντ, και του αποκαλούμενου ηχητικού ποιήματος. Την κορύφωση των ντανταϊστικών εκδηλώσεων στο Βερολίνο αποτέλεσε η πρώτη Διεθνής Γιορτή Νταντά, το 1920, όπου έλαβαν μέρος όλα τα μέλη του τοπικού κινήματος.
Επί γερμανικού εδάφους, το ντανταϊστικό κίνημα οργανώθηκε επίσης - αν και σε μικρότερη κλίμακα - στην Κολωνία και το Αννόβερο, με κύριους εκροσώπους τους Μαξ Ερνστ και Κουρτ Σβίττερς αντίστοιχα.
Παρίσι(1919-1923)
Στο Παρίσι, ο ντανταϊσμός είχε ήδη αρχίσει να αναδεικνύεται, παράλληλα με το κίνημα της Ζυρίχης, κυρίως μέσα από την συνεργασία του Τριστάν Τζαρά με φιλολογικούς κύκλους του Παρισιού, όπως την αλληλογραφία του με τον Απολλιναίρ και τη συμμετοχή των Αντρέ Μπρετόν και Λουί Αραγκόν στην τέταρτη και πέμπτη έκδοση του περιοδικού Dada. Πολλά από τα μέλη της μεταγενέστερης πρώτης υπερρεαλιστικής ομάδας συμμετείχαν στις εκδηλώσεις του ντανταϊσμού στο Παρίσι, ενώ το 1922 σημειώθηκε η ρήξη στις σχέσεις του Μπρετόν με τον Τζαρά, γεγονός που συνδυάστηκε με την σταδιακή φθορά του κινήματος.
Προέλευση της ονομασίας Dada
Μέχρι σήμερα δεν υπάρχει βεβαιότητα σχετικά με το ποιος ανακάλυψε την ονομασία Νταντά ούτε σχετικά με την ακριβή προέλευση του όρου. Πολλοί θεωρούν ότι προέρχεται από τη διπλή ρουμανική κατάφαση (da da) την οποία χρησιμοποιούσαν πολύ συχνά οι Τριστάν Τζαρά
χρησιμοποιούσαν πολύ συχνά οι Τριστάν Τζαρά και Μαρσέλ Γιανκό (ρουμανικής καταγωγής και σημαντικά στελέχη του Ντανταϊσμού) στις μεταξύ τους συζητήσεις. Ο Χανς Ρίχτερ αναφέρει ότι και ο ίδιος δεν γνώριζε την προέλευση της λέξης ή τον εμπνευστή της. Σύμφωνα με μια δεύτερη εκδοχή, ο όρος ανακαλύφθηκε ανοίγοντας ένα λεξικό στην τύχη. Ο Ρίχαρντ Χύλζενμπεκ αναφέρει σε ένα γράμμα πως ο ίδιος μαζί με τον Χούγκο Μπαλ την ανακάλυψαν αναζητώντας στις σελίδες ενός Γερμανο-Γαλλικού λεξικού, ένα καλλιτεχνικό ψευδώνυμο για την τραγουδίστρια του Καμπαρέ Βολταίρ Μαντάμ Λε Ρουά. Στα γαλλικά dada σημαίνει ένα ξύλινο παιδικό αλογάκι ενώ η έκφραση c'est mon dada (μφ. αυτό είναι το νταντά μου) σημαίνει αυτό είναι το χόμπυ μου. Στα ελληνικά, νταντά είναι η παραμάνα. Στα αφρικανικά Κρου νταντά λέγεται η ουρά της ιερής αγελάδας.
Ο Τριστάν Τζαρά έδωσε την δική του εκδοχή λέγοντας "Μία λέξη γεννήθηκε, κανείς δεν ξέρει πώς". Το μοναδικό γεγονός γύρω από τον όρο Dada είναι πως πρωτοεμφανίστηκε τυπωμένος στο Καμπαρέ Βολταίρ στις 15 Ιουνίου του 1916.
Ντανταϊσμός στην Ελλάδα
Ο Ντανταϊσμός έγινε γνωστός στην Ελλάδα με πολύ μεγάλη καθυστέρηση, στην εποχή της Μικρασιατικής Εκστρατείας και μάλιστα κατά το χρόνο που είχε ήδη ξεκινήσει η φθορά του κινήματος. Έτσι ουσιαστικά το κίνημα αυτό δεν επηρέασε ούτε κατ΄ ελάχιστο τη σύγχρονη ελληνική ποίηση και τις τέχνες γενικότερα.
Ντανταϊστές καλλιτέχνες
- Γκυγιώμ Απολλιναίρ - Γαλλία
- Χανς Αρπ (Hans Arp) - Ελβετία, Γαλλία και Γερμανία
- Χούγκο Μπαλ (Hugo Ball) - Ελβετία
- Γιόχανς Μπάαντερ (Johannes Baader) - Γερμανία
- Αρτούρ Κραβάν (Arthur Cravan) - Γαλλία
- Ζαν Κροτύ (Jean Crotti) - Γαλλία
- Μαρσέλ Ντυσάν (Marcel Duchamp) - Γαλλία και Η.Π.Α
- Μαξ Ερνστ (Max Ernst) - Γερμανία
- Ραούλ Χάουσμαν (Raoul Hausmann) - Γερμανία
- Έμυ Χένινγκς (Emmy Hennings) - Ελβετία
- Ρίχαρντ Χύλζενμπεκ (Richard Huelsenbeck) - Ελβετία και Γερμανία
- Μαρσέλ Γιανκό (Marcel Janco) - Ελβετία
- Φράνσις Πικαμπιά (Francis Picabia) - Γαλλία και Η.Π.Α
- Μαν Ραίη (Man Ray) - Γαλλία και Η.Π.Α
- Χανς Ρίχτερ (Hans Richter) - Ελβετία
- Κουρτ Σβίττερς (Kurt Schwitters) - Γερμανία
- Τριστάν Τζαρά (Tristan Tzara) - Ελβετία
- Μπεατρίς Γούντ (Beatrice Wood) - Γαλλία και Η.Π.Α
- Χάνα Χοχ (Hannah Höch), Γερμανία
Βιβλιογραφία
- Richard Huelsenbeck, Memoirs of a Dada Drummer, (University of California Press)
- Greil Marcus, Lipstick Traces, (Harvard Press)
- Irene Hoffman, Documents of Dada and Surrealism: Dada and Surrealist Journals in the Mary Reynolds Collection Αρχειοθετήθηκε 2011-05-13 στο Wayback Machine., Ryerson and Burnham Libraries, The Art Institute of Chicago.
- Marc Dachy, Dada, The revolt of art, Harry N. Abrams, Inc., (ISBN 0-8109-9255-8)
- Marc Dachy, Archives du mouvement Dada, ed. Hazan
- Χανς Ρίχτερ, Νταντά, Εκδόσεις Υποδομή (1983)
- Δημήτριος Βέσκος, Ποητική Ανθολογία Dada, εκδόσεις Δωδώνη (1983)
- Τριστάν Τζαρά, Μανιφέστα του Ντανταϊσμού, εκδόσεις Αιγόκερως
- Ρίχαρντ Χύλζενμπεκ, Εμπρός Νταντά!Η Ιστορία του Ντανταϊσμού, εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος (1998)
Αναφορές
Δείτε επίσης
- Μοντέρνα τέχνη
- Υπερρεαλισμός
- Φουτουρισμός
- Μανιφέστο του Ντανταϊσμού (1916) - Το Μανιφέστο του 1916, από τον Χούγκο Μπαλ, στην ελληνική Βικιθήκη.
- Νεοντανταϊσμός
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
- Dada online
- Dada Manifesto (Τριστάν Τζαρά, 1918) και Διάλεξη για τον Ντανταϊσμό (Τριστάν Τζαρά, 1922)
- Διεθνές Αρχείο Ντανταϊσμού
- Γεννήτρια ψευδο-τυχαίου κειμένου
Ο Ντανταϊσμός αποτέλεσε ένα καλλιτεχνικό ρεύμα στη λογοτεχνία, τη γλυπτική και τη ζωγραφική, στις αρχές του 20ου αιώνα. «Γεννήθηκε» στις 8 Φεβρουαρίου του 1916 στο Καμπαρέ Voltaire της Ζυρίχης, με πρωτεργάτη τον ρουμάνο ποιητή Τριστιάν Τζαρά, και γρήγορα εξαπλώθηκε σε πολλές ευρωπαϊκές και αμερικανικές πόλεις (Κολονία, Βερολίνο, Ανόβερο, Παρίσι, Νέα Υόρκη). Το Ντανταϊστικό Μανιφέστο εκδόθηκε από τον Χούγκο Μπαλ στις 14 Ιουλίου 1916, ενώ ο Τζαρά εξέδωσε το δεύτερο Ντανταϊστικό Μανιφέστο στις 3 Φεβρουαρίου του 1918.
Ο όρος ντανταϊσμός προήλθε από το «ντα-ντα» που κάνουν τα μωρά, μία λέξη της παιδικής γλώσσας που ουσιαστικά δεν σημαίνει τίποτα. Και αυτό ακριβώς είναι ο ντανταϊσμός... Το παράλογο, το παράδοξο, το φανταστικό. Στόχος του, το γκρέμισμα των παραδοσιακών λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών αξιών, και η αμφισβήτηση των αρχών της μοντέρνας κοινωνίας. Μια φιλοσοφία, που οι οπαδοί του κινήματος εξέφραζαν τόσο μέσα από την τέχνη, όσο και από τη στάση ζωής και τον τρόπο σκέψης του, προκαλώντας συχνά το κοινό.
Οργάνωναν αυθόρμητες βραδιές, συνδύαζαν τα γράμματα και τις τέχνες, συνέτασσαν άρθρα και μανιφέστα, εκφράζονταν με ανόητα κείμενα που συγχωνεύονταν τυχαία, χρησιμοποιούσαν λέξεις δικής τους έμπνευσης, που δεν περιέγραφαν τίποτα, αλλά αποτελούσαν κομμάτια των ποιημάτων τους.
Η τεχνοτροπία τους, αρχικά επηρεάστηκε από τον κυβισμό και το φουτουρισμό. Έμπνευσή τους αποτελούσαν κατά κανόνα οι μηχανές, και οι ανθρώπινες φιγούρες τους θύμιζαν περισσότερο ρομπότ. Επέλεγαν στην τύχη σχήματα και εικόνες, καθώς και ετερογενή υλικά (μαλλί, ξύλο, φωτογραφίες και φωτομοντάζ, χαρτί, σκουπίδια), δημιουργώντας εφήμερα έργα που συνδύαζαν τη γλυπτική με τη ζωγραφική.
Ως κίνημα, ο ντανταϊσμός έπαψε να υπάρχει από το 1924 και οι εκπρόσωποί του διοχετεύτηκαν στο σουρεαλισμό.
Πηγή: https://www.sansimera.gr/articles/64
© SanSimera.gr