Γιάννης Κοντός «Η μακιγιέζ»
Επιστρέφει τριζάτη -όπως η θάλασσα-
σπίτι της. Είναι περασμένα μεσάνυχτα, άφησε
πίσω τα φώτα και τις ομιλίες του θεάτρου.
Η τσάντα με τα υλικά της δουλειάς -υλικά
του φεγγαριού- της βαραίνει το χέρι.
Μαζί οι αφές, ο καθρέφτης και ένα κάψιμο
στο δάχτυλο από τσιγάρο. Θα μπορούσε
να είναι από τα Γρεβενά, είναι όμως
από τη Μυτιλήνη.
Βαδίζει το δρόμο της επιστροφής, κοιτάζοντας
τις ρωγμές της ασφάλτου. Τα μαλλιά της χρώμα
σιταριού, και το δέρμα της το ίδιο. Το πρόσωπο
της ηθοποιού έχει στην τσέπη της, νόμισμα ανάγλυφο.
Το ξέρει απέξω. Τις μικρές ρυτίδες, τις φλέβες,
το εκμαγείο του μετώπου, τα μικρά αυτιά,
τα άβαφα χείλη, τους ψιθύρους, τα φρούτα στο τραπεζάκι.
Φως της ημέρας βλέπει σπάνια, μόνο σε καμιά εκδρομή.
Τα μυστικά της είναι οι στενοί διάδρομοι και το καμαρίνι.
Κατά τα άλλα διάγει ήρεμη οικογενειακή ζωή.
Την πρωταγωνίστρια την ακολουθεί όπως η ζέστη.
Τελευταία πίνει, και τα χέρια τρέμουν λίγο
όταν την ξεβάφει στο τέλος της παράστασης.
Η άλλη το ξέρει και απαντά με κοφτές κινήσεις
και ξυραφάκια-φωνήεντα που τινάζει μέσα από
τα δόντια. Της κάνει τον καφέ, της κάνει
μασάζ. Κάθε Δευτέρα (στην αργία του ηθοποιού)
χωρίζουν. Την άλλη, ξανασμίγουν. Ρουτίνα,
θα πεις. Καθημερινότητα, θα απαντήσει το σκοτάδι.
Δεν φέρνει ποτέ αντιρρήσεις. Υφαίνει όμως με
την υπακοή της ιστό αράχνης γύρω από την
αγέρωχη γυναίκα και ουσιαστικά την έχει παγιδεύσει.
Η σταρ φωνάζει, τρέμει, σπάει. Η μακιγιέζ
(η σκιά) την καθησυχάζει, της μιλά απαλά,
της βάφει τα νύχια και την πνίγει σιγά σιγά
όπως την έχει αιχμαλωτίσει μέσα
στην ίδια της τη ζωή.
Η περιοριστική δύναμη των συναναστροφών, όπου ο άλλος άνθρωπος λειτουργεί συχνά ως αφορμή μιας ανασταλτικά επίμονης επιστροφής στα μικρά ζητήματα της καθημερινότητας, δίνεται εδώ με την εναργή παραστατικότητα ενός παραδείγματος. Η απουσία του πνευματικού ερεθίσματος, της γόνιμης αντιπαράθεσης, του δημιουργικού λόγου, που θα μπορούσε να αφυπνίσει το άτομο και να το ωθήσει στη διερεύνηση νέων επιθυμητών επιτεύξεων, συνιστούν βασικό χαρακτηριστικό της πλειονότητας των καθημερινών σχέσεων.
Η στατική κατάσταση στην οποία περιέρχονται οι άνθρωποι, ο εγκλωβισμός τους σε σχήματα του παρελθόντος, επιτείνεται απ’ την έλλειψη εκείνου του συνομιλητή που με το λόγο ή με το προσωπικό του παράδειγμα, θα επαναφέρει τη διάθεση της ανανέωσης, την επιθυμία της καίριας αλλαγής. Έτσι, ο συχνά αθέλητος και τυχαία διαμορφωμένος περίγυρος του ατόμου διαδραματίζει ένα διαβρωτικό ρόλο στη ζωή του, καθώς όχι μόνο δεν προσφέρει τα κατάλληλα ερεθίσματα, αλλά επιχειρεί να ορίσει κι ως εκ τούτου να περιορίσει το άτομο σε μέτρα που κατανοεί και δεν απειλούν τη μέτρια υπόσταση που έχει αποδεχτεί ως απόγειο της δικής του υπόστασης.
Το καθημερινό βίωμα, η διαρκώς αναβαλλόμενη εξέλιξη και διερεύνηση του πολυδύναμου εαυτού, ο μαρασμός των δημιουργικών δυνάμεων του ατόμου, βρίσκουν στο αφηγηματικό ποίημα του Γιάννη Κοντού την ιδανική τους έκφραση. Μέσα από μια ιστορία που καθρεφτίζει σ’ ένα επίπεδο τη ζωή κάθε ανθρώπου∙ μέσα από μια ιστορία που ξεδιπλώνεται με σταθερά γοργό ρυθμό, ο ποιητής κεντρίζει το ενδιαφέρον του αναγνώστη, τον εισάγει επιτυχώς στο μικρόκοσμο της ηρωίδας και του προσφέρει έτσι αποτελεσματικότερα την πικρή αλήθεια ενός οικείου βιώματος, φτάνοντας στη διαπιστωτική κορύφωση του ποιήματος.
Επιστρέφει τριζάτη -όπως η θάλασσα-
σπίτι της. Είναι περασμένα μεσάνυχτα, άφησε
πίσω τα φώτα και τις ομιλίες του θεάτρου.
Η τσάντα με τα υλικά της δουλειάς -υλικά
του φεγγαριού- της βαραίνει το χέρι.
Μαζί οι αφές, ο καθρέφτης και ένα κάψιμο
στο δάχτυλο από τσιγάρο. Θα μπορούσε
να είναι από τα Γρεβενά, είναι όμως
από τη Μυτιλήνη.
Το λικνιστικό περπάτημα της ηρωίδας αποτελεί έκφραση μιας σκοπίμως τονιζόμενης θηλυκότητας, που έρχεται να αναπληρώσει ελλείψεις στην πιο ουσιαστική βάθυνση της προσωπικότητας.
Η ηρωίδα, η μακιγιέζ, επιστρέφει στο σπίτι της, έχοντας σχολάσει απ’ το θέατρο, όπου εργάζεται. Η διαδρομή της επιστροφής, ο κενός από δράση αυτός χρόνος, συνιστά κατάλληλη ευκαιρία για μιαν ανασκόπηση της καθημερινότητάς της κι ένα συνολικό κοίταγμα στα στοιχεία που δομούν τη ζωή της.
Μαζί της έχει τα υλικά της δουλειάς της∙ υλικά που βοηθούν στη δημιουργία μιας ψευδαίσθησης, μιας επίπλαστης εικόνας που λειτουργεί ενισχυτικά στο φανταστικό ταξίδι της θεατρικής πράξης. Εντούτοις, αν και στη τσάντα της υπάρχουν τα υλικά εκείνα του φεγγαριού, που μπορούν να δώσουν μιαν άλλη μορφή, μιαν άλλη αρτιότερη εικόνα της ζωής, η ίδια δεν είναι παρά ένα πλάσμα της συνήθειας, μια γυναίκα της καθημερινής ρουτίνας. Το κάψιμο απ’ το τσιγάρο, η απόλυτα ρεαλιστική αυτή λεπτομέρεια, αναιρεί αυτομάτως κάθε συσχέτιση με τη δυνητικά δημιουργική της τέχνη, που θα μπορούσε να της αποδώσει ξεχωριστές πνευματικές ιδιότητες.
Η μακιγιέζ δεν είναι παρά μια αδιάφορα απλή γυναίκα∙ μια γυναίκα που μπορεί να συναντήσει κανείς σε οποιοδήποτε μέρος της χώρας, χωρίς ποτέ να διακρίνει σε αυτή τίποτε το ιδιαίτερο. Διαπίστωση που ενισχύεται, άλλωστε, κι από την αναφορά στην καταγωγή της. Αν και είναι από τη Μυτιλήνη, θα μπορούσε εξίσου εύκολα να ήταν κι από τα Γρεβενά ή απ’ οπουδήποτε αλλού, μιας κι η παρουσία της είναι εξαιρετικά κοινότοπη.
Βαδίζει το δρόμο της επιστροφής, κοιτάζοντας
τις ρωγμές της ασφάλτου. Τα μαλλιά της χρώμα
σιταριού, και το δέρμα της το ίδιο. Το πρόσωπο
της ηθοποιού έχει στην τσέπη της, νόμισμα ανάγλυφο.
Το ξέρει απέξω. Τις μικρές ρυτίδες, τις φλέβες,
το εκμαγείο του μετώπου, τα μικρά αυτιά,
τα άβαφα χείλη, τους ψιθύρους, τα φρούτα στο τραπεζάκι.
Καθώς ο δρόμος της επιστροφής συνεχίζεται με τρόπο τυπικό, χωρίς κάποια ουσιαστική εσωτερική δράση -η μακιγιέζ κοιτάζει απλώς τις ρωγμές της ασφάλτου-, ο ποιητής βρίσκει την ευκαιρία να συμπληρώσει τα στοιχεία της ιστορίας εισάγοντας και το δεύτερο βασικό πρόσωπο, αυτό της ηθοποιού.
Η μακιγιέζ έχοντας προφανώς εργαστεί για χρόνια πλάι στην ηθοποιό, γνωρίζει πλέον με κάθε λεπτομέρεια και την παραμικρή ιδιαιτερότητά του προσώπου της. Μέρα με τη μέρα έχει εξοικειωθεί απόλυτα, όχι μόνο με το πρόσωπό της, που αποτελεί άλλωστε και το «αντικείμενο» της εργασίας της, αλλά και με την προσωπικότητά της. Γνωρίζει κάθε μικρή της συνήθεια, τα λόγια που ψιθυρίζει -σε μια προσπάθεια διατήρησης της ιδιωτικότητάς της-, τους ρυθμούς και τις διαθέσεις της.
Έτσι, όπως γνωρίζει πλήρως σαν το ανάγλυφο ενός νομίσματος στην τσέπη της, το πρόσωπο της ηθοποιού, έχει μάθει σταδιακά σε μεγάλο βαθμό και το χαρακτήρα της.
Φως της ημέρας βλέπει σπάνια, μόνο σε καμιά εκδρομή.
Τα μυστικά της είναι οι στενοί διάδρομοι και το καμαρίνι.
Κατά τα άλλα διάγει ήρεμη οικογενειακή ζωή.
Η μακιγιέζ εξαιτίας της δουλειάς της ζει κυρίως τα βράδια, με τους διαδρόμους του θεάτρου και το καμαρίνι της ηθοποιού να αποτελούν το φυσικό τη χώρο. Η συνύπαρξη, οι εντάσεις, οι τυπικότητες, τα σχόλια κι οι υποκριτικές συμπάθειες του εργασιακού αυτού χώρου -του κάθε εργασιακού χώρου- αποτελούν επί της ουσίας το βασικότερο κομμάτι της καθημερινότητάς της. Η οικογενειακή της ζωή, που άλλωστε ενδιαφέρει ελάχιστα την εξέλιξη του ποιήματος, κυλά ήρεμα.
Την πρωταγωνίστρια την ακολουθεί όπως η ζέστη.
Τελευταία πίνει, και τα χέρια τρέμουν λίγο
όταν την ξεβάφει στο τέλος της παράστασης.
Η άλλη το ξέρει και απαντά με κοφτές κινήσεις
και ξυραφάκια-φωνήεντα που τινάζει μέσα από
τα δόντια. Της κάνει τον καφέ, της κάνει
μασάζ. Κάθε Δευτέρα (στην αργία του ηθοποιού)
χωρίζουν. Την άλλη, ξανασμίγουν. Ρουτίνα,
θα πεις. Καθημερινότητα, θα απαντήσει το σκοτάδι.
Εκείνο που περισσότερο ενδιαφέρει και στο οποίο επικεντρώνεται το ποίημα, είναι φυσικά η συνύπαρξη της μακιγιέζ με την ηθοποιό. Η μακιγιέζ ακολουθεί την ηθοποιό παντού, μιας και πρέπει να είναι πάντοτε εκεί προκειμένου η ηθοποιός να πραγματοποιήσει τις εμφανίσεις της. Την ακολουθεί, λοιπόν, επίμονα, αναγκαστικά, μα και ενοχλητικά, όπως η ζέστη του καλοκαιριού κυκλώνει τους ανθρώπους.
Η μία γυναίκα γνωρίζει, υπομένει ή και ανέχεται τις συνήθειες της άλλης, μιας και καθεμία χρειάζεται την άλλη. Η μακιγιέζ χρειάζεται τη δουλειά της κι η ηθοποιός την προτιμά από κάποια καινούρια, μιας και ήδη γνωρίζει πώς θέλει και πώς πρέπει να επιμελείται το μακιγιάζ της.
Έτσι, το ελαφρύ τρέμουλο στα χέρια της μακιγιέζ απ’ το ποτό παρόλο που εκνευρίζει την ηθοποιό, δεν αποτελεί ικανό λόγο για να τη διώξει. Άλλωστε, η μακιγιέζ φροντίζει να εξισορροπεί την κατάσταση προσφέροντάς της επιπλέον υπηρεσίες. Της φτιάχνει τον καφέ, όπως της αρέσει, της κάνει μασάζ, για να την ηρεμεί και αντισταθμίζει έτσι την απώλεια στην απόδοση της βασικής δουλειάς της.
Δεν φέρνει ποτέ αντιρρήσεις. Υφαίνει όμως με
την υπακοή της ιστό αράχνης γύρω από την
αγέρωχη γυναίκα και ουσιαστικά την έχει παγιδεύσει.
Η σταρ φωνάζει, τρέμει, σπάει. Η μακιγιέζ
(η σκιά) την καθησυχάζει, της μιλά απαλά,
της βάφει τα νύχια και την πνίγει σιγά σιγά
όπως την έχει αιχμαλωτίσει μέσα
στην ίδια της τη ζωή.
Η μακιγιέζ γνωρίζει πολύ καλά πως δεν πρέπει να δυσαρεστήσει την ηθοποιό, καθώς απ’ αυτή εξαρτάται το εισόδημά της. Έτσι, δεν της φέρνει ποτέ αντιρρήσεις και υπομένει κάθε της ξέσπασμα. Όσο κι αν φωνάζει η ηθοποιός, όσο κι αν ξεσπά πάνω της τον εκνευρισμό και τις απογοητεύσεις της, εκείνη τα δέχεται όλα με ηρεμία.
Η υποτακτική στάση της μακιγιέζ λειτουργεί βέβαια κι ως μέσο για να κερδίσει διαρκέστερα της θέση της πλάι στην ηθοποιό. Έτσι, αν η «σταρ» θέλει να εκδηλώνει τις δυσάρεστες πτυχές του χαρακτήρα της, χρειάζεται να έχει κοντά της κάποιον που να της αναγνωρίζει το δικαίωμα αυτών των εκρήξεων, χρειάζεται κάποιον που να της επιτρέπει να φέρεται όσο δύστροπα επιθυμεί.
Η μακιγιέζ λοιπόν, με την πονηριά του ανθρώπου που ξέρει να επιβιώνει και γνωρίζει καλά πως δεν έχει άλλες προοπτικές -ή έστω που δε θέλει να διεκδικήσει άλλες προοπτικές-, δημιουργεί για τον εαυτό της μια θέση μειωτική, μα όλως παραδόξως σχεδόν αναντικατάστατη. Θέτει τον εαυτό της στο ρόλο του υποτακτικού, που δημιουργεί στην ηθοποιό την ψευδαίσθηση της δύναμης, την ψευδαίσθηση πως είναι τόσο σημαντική, ώστε να μπορεί να είναι, χωρίς συνέπειες, δυσάρεστη. Υποτάσσεται στις παραξενιές της ηθοποιού, τη φροντίζει με κάθε δυνατό τρόπο και χρησιμοποιεί όσα γνωρίζει για τις μικρές της συνήθειες, ώστε να την κρατά πάντοτε επαρκώς ικανοποιημένη απ’ τις υπηρεσίες, αλλά κι από την εκεί παρουσία της.
Με τον τρόπο αυτό, όμως, οι ρόλοι αντιστρέφονται κι η αγέρωχη ηθοποιός, που αφελώς νομίζει πως έχει δίπλα της μια ανίσχυρη και υποταγμένη προσωπικότητα, γίνεται δέσμια της ίδιας της μικροπρέπειάς της. Αντί να διεκδικεί κοντά της την παρουσία ενός ανθρώπου με ανεξάρτητη και ισχυρή προσωπικότητα, που θα μπορούσε μέσα από την αντιπαράθεση έστω, να της προσφέρει ικανά ερεθίσματα, ωθώντας τη σε μια διαδικασία βελτίωσης, επιλέγει την άχρωμη παρουσία της μακιγιέζ.
Η ηρωίδα του ποιήματος, η συνηθισμένη και απλή μακιγιέζ, χρησιμοποιεί επιτυχώς τις γνώσεις της για το χαρακτήρα, για τις συνήθειες και για τις ανασφάλειες της ηθοποιού, ώστε να την παγιδεύσει μέσα στο τίποτα της καθημερινότητάς της. Γνωρίζει πώς και για ποια θέματα να της μιλήσει, γνωρίζει τις απλές της συνήθειες, το πώς θέλει να γίνεται το μακιγιάζ της, τα ψεγάδια του προσώπου της, την ανάγκη της να νιώθει πως είναι σημαντική, τους μικροθυμούς και τα μικροξεσπάσματά της, και της προσφέρει ό,τι ακριβώς χρειάζεται.
Η ηθοποιός δε θέλει κάποιον να της υπενθυμίζει πως μπορεί να επιτύχει περισσότερα, πως μπορεί να γίνει καλύτερη ως άνθρωπος. Χρειάζεται κάποιον που να την κάνει με την ταπεινότητά του να αισθάνεται σημαντική∙ χρειάζεται κάποιον που να τη διαβεβαιώνει πως τα έως τώρα πεπραγμένα της αρκούν. Έστω κι αν μ’ αυτό τον τρόπο την καθηλώνει και την πνίγει στο ανεπαρκές παρόν και είναι της.
Read more: http://latistor.blogspot.com/2012/12/blog-post.html#ixzz4BfVVNvvm