Σάββατο 4 Μαρτίου 2017

ΑΝΤΩΝΗΣ ΦΩΣΤΙΕΡΗΣ,ΤΟΠΙΑ ΤΟΥ ΤΙΠΟΤΑ,και αλλα...

Αποτέλεσμα εικόνας για μαυρα τριανταφυλλα

Κυναίγειρος
Δεν έχει περάσει ακόμα ούτε λεπτό.
Καθώς κρατούσα καρφωμένο το καράβι
με τα δύο-
Νυστέρι; Ξίφος; Κεραυνός;
μου κόβει σύρριζα τ’ αριστερό. Δεν πόνεσα
Όσο κανείς θα φανταζόταν. Πίδακας
Μόνο πηδάει ζεστός απ΄τ’ ακρωτήρι του ώμου
Κι άξαφνα
Δίπλα ένα χέρι στο νερό. Σαν ξένο.
Ένα κομμάτι εγώ, σαν ξένο. Απόμακρο.
Με ό,τι κράτησε ό,τι χάιδεψε ολόκληρη ζωή
Να στραφταλίζει αφρόψαρο
Ξεπνοημένο. Ανάλαφρο
Τώρα τραβάει χορευτικά
Προς τον βυθό
`  -Τι πονεμένη,Θε μου, αναλγησία!
Εδω κηδεύεις τον εαυτό σου σε κομμάτια,
Και άδακρυς
Εσύ κεντάς μεταφορές, σαν τους ποιητές;
Σαν τους ποιητές.
Που με χαρτί για σάβανο
Κηδεύουνε
Σε κάθε λέξη έναν απόμακρο εαυτό.
Έναν ξένο.
`
****
Οι πεινώντες
Μακάριοι οι πεινώντες.
Γιατί αυτοί
όλο και κάποιο ξεροκόμματο θα βρουν
Μια χούφτα ψίχουλα
Να μπουκωθούν
Να θρέψουν
Μέχρι τελικής
Την άσπονδη
Ένδεια.
Ενώ οι άλλοι.
Με στρωμένο εμπρός τους το τραπέζι
Αδύναμοι
να πιάσουνε πιρούνι
Ανόρεχτοι-
Πεινώντας
Ακατάσχετα
Για πείνα.
`
****
Η φλόγα της αφής
Τον Μίδα σκέφτομαι βεβαίως. Όπως εσείς.
Το ακόρεστο χρυσάφι που ανθράκευε
Κάθε του άγγιγμα. Ύστερα λέω:
Πώς γύρισε αραγε ανάποδα το θαύμα
Και ό,τι δέχεται το ελάχιστό μας χάδι
Απανθρακώνετα
Σ’ αορατη αστραπή;
Δεν έχω απάντηση.
Κι ας βλέπω γύρω τους καπνούς
Να εκτυλίσσονται
Σαν ρητορεία μυθεύματος
Περί των εγκοσμίων.
Θωπείας θυμίαμα
Ή το εξώτερον
Που με αντάυγειες χρυσαφιές
Τώρα μηδίζει αγγέλλοντας
Τα ερεβώδη.
Καύση των ζώντων.
Και στρεβλή ετυμολογία
Που όμως λέγει τ’ αληθή
Το άνω θρώσκω.
Σ’ αυτήν την τελετή
Μείνε νηφάλιος:
Το δέρμα σου
κρησφύγετο αφύλαχτο
Στης φλόγας
Την τρεμάμενη
Αφή.
`
*****
Αμοργός
Αυτός ο βράχος με το αλάτι του
Δεν είναι τόπος. Χρόνος σου είναι.
Και το νερό του
Που σε ράντισε ασαράντιστο,
Πρώτο μετά το αμνιακό.
Κάτι αρμέγει μαύρο στ’ όνμά της
` Α μ ο ρ γ ό ς.
όπως πλατιά πού πλαταγίζει απάνω αστερόεσσα
Νύχτα.
Η νύχτα η πιο-
Να φέγγει τότε κι η μικρή πυγολαμπίδα
`  Διάττοντας
Δεκαετία εξήντα του εικοστού
Κι ας έφυγε
Σφυρίζει αρόδου
Το παπόρι αθέατο
Μοσχάνθη Μαριλένα Ιόνιον
Με την καρίνα οργώνοντας
‘  Γραμμή
Τη θάλασσα της νοσταλγίας.
`  Την άγονη.
`
****
Το απόβαρο
Μιλάς με λέξεις.
Μεταφράζεις το άγνωστο
Σε κάτι πιο άγνωστο. Ανταλλάσσοντας
Τʼ ασήκωτο της ύλης μʼ ένα κίβδηλο
Χαρτοφυλάκιο
Γεμάτο άυλες μετοχές
Αντωνυμίες
Και ρήματα.
Ποιο χθόνιο λαρύγγι άραγε
Δίνει φωνή σʼ ένα φωνήεν;
Με ποιο στοιχείο αυτού του κόσμου
Συμφωνεί ένα σύμφωνο;
Μηδαμινές μπουκιές αέρα
Υποδύονται τέρατα. Σκέψου λοιπόν:
Για τον ψαρά
Η λέξη δίχτυ περιττεύει. Ατίθασα
Έμψυχα κι άψυχα ορμούν στις σημασίες
Σαρώνοντας. Ποδοπατούν
Το νόημα των ονομάτων και άηχα
(Τι εμπαιγμός! Τρία ηχηρά
φωνήεντα στο άηχα)
Σώμα με σώμα διεκδικούν
Ό,τι ονειρεύτηκαν πως είναι. Μεταλλάσσοντας
Έξω από γλώσσα κι από σκέψη
Το άγνωστο
Σε κάτι ακόμα πιο ερεβώδες.
Και ασήκωτο.
Στο άυλο
Απόβαρο
Της ύλης.
`
******
Το γραπτό
Αρχίζοντας ένα γραπτό τι θέλουμε;
Να μπούμε στο κουκούτσι αυτού του κόσμου;
Ή να τον σπάσουμε;
Να εξαχνωθεί στη φαντασία
Και άφθαρτο
Ν’ αναδυθεί ένα σύμπαν από λέξεις; Η άμπωτη
Ν’ αφήσει πίσω της κροκάλες αισθημάτων;
Φόβους και όνειρα; (Τ’ απόνερα του ύπνου εννοώ.
Kαι τ’ άλλα, για το αύριο που βαραίνει). Αρχίζοντας
Πάντα το ίδιο ατέλειωτο γραπτό
Μ’ ένα ορμαθό
Από ρυθμούς και εικόνες. Νιώθοντας
Πως τίποτα δεν θέλουμε στ’ αλήθεια - πως
Ενα γραπτό είν’ ένα σύμπαν από τίποτα. Και πως
Αυτό το ατέλειωτο γραπτό
Είναι το γραφτό μας.
;
****
Τοπία του τίποτα
Ξανά το σήμερα κι η σπάθη τού αμετάθετου
Ξανά η άβυσσος του νου.
Δεν έχει εντέλει τίποτα
Πραγματικά δικό της
Μια μικρή στιγμή;
Κάτι δανείζεται απ’ το πριν
Κάτι απ’ το αύριο
Το ξεπληρώνει
Με το υστέρημα του άλλου.
Αέρινη
Κι όμως πατάει στο στήθος σου ατσάλι -
Ετσι ακριβώς
Οπως το σύμπαν περισφίγγει:
Ατσάλινο.
Γεμάτο τρύπες από θάλασσες κενού
Τοπία του τίποτα
Να πλέουν μέσα τους νησάκια νετρονίων
Και γαλαξίες. Ευφάνταστη
Φενάκη τού ορατού
Στη φτερωτή
Μπαγκέτα ενός ιλίγγου.
Που ηλεκτρισμένη
Μεταμφιέζει το μηδέν
Το πουθενά
Και το ποτέ
Σε κόσμο.

http://www.poiein.gr/archives/25994


ΑΝΤΩΝΗΣ ΦΩΣΤΙΕΡΗΣ - ΠΟΙΗΜΑΤΑ




Τ' ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΦΑΥΝΟΥ

Θα ταξιδέψω πάλι απάνω στο κορμί σου.
Κι εκεί που το ποτάμι σκίζεται στα δύο,
Στη λόχμη με τα μαύρα της χορτάρια
και λάσια πολυτρίχια - σα βατράχι,

Πηδώντας, θα χωθώ και θα κοάξω...



Ο ΕΡΩΤΑΣ

Ο έρωτας
Ένα τρελό κυνήγι μες στη νύχτα
Τρέχοντας μ΄εκατό
Ψιχαλισμένος δρόμος
Οι διάττοντες
Ανοίγοντάς σου δρόμο
Στο στερέωμα.

ΤΑ ΑΙΣΘΗΜΑΤΑ

Τα αισθήματα είναι το καλώδιο
Που φτάνει στην καρδιά του μηδενός.
Πόσο χαμένο αίμα πόσα τραύματα
Και πόσοι πεθαμένοι.
Κάθε χειμώνας που έρχεται είναι κι ο τελευταίος
Ένα παγόβουνο που κατεβαίνει τους ωκεανούς μάς συναντά
Ένας σβησμένος ήλιος λέει ακόμα τ΄όνομά του λάμποντας.

Πόσο σπαταλημένο αίμα πόσα αισθήματα
Ένας πολτός
Μάταια ζυμωμένα σε αξεδιάλυτο όλον
Περνούν στρατοί στα επουράνια χάη
Ομοβροντίες στο στενό αέρα.

Τα αισθήματα είναι το καλώδιο
Που φτάνει απ΄την καρδιά μας στα μεσούρανα
Φέρνει τους πάγους και πυροδοτεί τους ήλιους μας
Είναι ο τηλέγραφος για να μιλάμε και στους πεθαμένους.

Σύγχρονη Ερωτική Ποίηση - εκδόσεις Καστανιώτη




Ανεπίδεκτοι Αθανασίας

Τρεις ώρες φτάνουν για να γράψεις ένα ωραίο ποίημα
Όμως τριάντα χρόνια δεν αρκούν να γράψεις ένα ποίημα
Όσο αν ζητάς κι αν θυσιάζεις. Η άνοιξη
Κατάλαβα πως είναι υπόθεση ρουτίνας για τη φύση
Που εχθρεύεται το πνεύμα και αμαυρώνει το άφθαρτο.
Σκέψου καλά : Κάθε μορφή αθανασίας αντίκειται
Στην έννοια του όντος. Κάθε αντίθεση
Θα συντριβεί κάτω απ’ τη φτέρνα του καιρού
Καθώς πατάει με δρασκελιές και πέλματα γρανίτη.
Ανοίγοντας μια υπόνοια παρόντος
Καίγοντας
Τα φρύγανα των πράξεων σε ουρανομήκεις φλόγες ήλιου.
Όπου παρόν
Σημαίνει απλώς το παρελθόν του μέλλοντος
Ή, πιο σωστά, το μέλλον ενός άλλου παρελθόντος
Αφού, όσο ξέρω, δεν υπάρχει ακόμα η συνταγή
Να φτιαχτεί μια στιγμή διαρκείας. Τι άπληστοι
Σταθήκαμε στ’ αλήθεια, τι άσωτοι
Μες στη φιλαργυρία μας. Ποιος θα πιστέψει άραγε
Πως σπαταλήσαμε τη λίγη αιωνιότητα που μας αναλογεί
Χαμένοι σε μιαν έρημο από λέξεις. Σπέρνοντας
Και περιμένοντας το νέο φρούτο που θα βγει απ’ το κουκούτσι,
Αφήνοντας
Το γινωμένο φρούτο να σαπίσει.
Αλήθεια, τι άπραγοι
Τι ανεπίδεκτοι αθανασίας οι θνητοί.


ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΠΡΟΥΣΤ
Αντώνης Φωστιέρης

Από τους σημαντικότερους και στοχαστικότερους ποιητές της γενιάς του ΄70 με γλώσσα διαυγή και καίρια. Ανθρωπος διακριτικός και σεμνός έχει προσφέρει στην ποίηση και από τη θέση του εκδότη, με το περιοδικό «Η Νέα Ποίηση» και, βέβαια- έχοντας συνεργάτη τον Θανάση Νιάρχο- με τη «Λέξη» που γίνεται φέτος 30 χρονών.
Η απόλυτη ευτυχία για σας είναι; 

Χρόνου παρατατικού, χρόνου αορίστου, σπανιότερα χρόνου μέλλοντος .

Τι σας κάνει να σηκώνεστε το πρωί; 

Η έκπληξη πως ξημέρωσε ακόμη μια μέρα.

Η τελευταία φορά που ξεσπάσατε σε γέλια;
Βλέποντας, για πολλοστή φορά, τον «Δικτάτορα» του Τσάπλιν.



Το βασικό γνώρισμα του χαρακτήρα σας είναι; 

Η αποστασιοποιημένη προσήλωση στα πράγματα.

Το βασικό ελάττωμά σας;
Η αποστασιοποιημένη προσήλωση στα πρόσωπα. 
Σε ποια λάθη δείχνετε τη μεγαλύτερη επιείκεια; 

Σε όσα στρέφονται εναντίον του εαυτού μας.

Η τελευταία φορά που κλάψατε;
Παρακολουθώντας στην Κάλυμνο τον «χορό του Μηχανικού», με τον χορευτή να τρεκλίζει μιμούμενος βουτηχτή χτυπημένο απ΄ τη νόσο των δυτών.

Με ποια ιστορική προσωπικότητα ταυτίζεστε περισσότερο; 

Με καμία, φυσικά.

Ποιοι είναι οι ήρωές σας σήμερα; 
Ολοι εκείνοι που, κάτω από την επίπεδη επιφάνεια της καθημερινότητας, μπορούν να διακρίνουν την ποίηση της κάθε στιγμής. Που διαβάζουν την ποίηση απ΄ το ανοιχτό βιβλίο του κόσμου. Χωρίς καν να ξέρουν το αλφάβητό του. 

Το αγαπημένο σας ταξίδι;
Στα κρημνώδη σύνορα της μνήμης και της λήθης. 
Οι αγαπημένοι σας συγγραφείς; 

Οι Προσωκρατικοί, πρωτίστως ο Ηράκλειτος.

Ποια αρετή προτιμάτε σε έναν άντρα; 

Την εντιμότητα, την ευθύτητα, τη συνέπεια.

... Και σε μια γυναίκα;
Τη σταθερότητα, την ευαισθησία, την ανεκτικότητα. 


Ο αγαπημένος σας συνθέτης;
Ο Μπαχ των «Βρανδεμβούργειων Κοντσέρτων». 
Το τραγούδι που σφυρίζετε κάνοντας ντους;

Συγγνώμη, είναι ερώτηση αυτή αντάξια ενός Προυστ;

Το βιβλίο που σας σημάδεψε;
Στα παιδικά μου χρόνια, το Χωρίς οικογένεια του Εκτορος Μαλό. Στην παρατεταμένη έως σήμερα εφηβεία μου, Τα εις εαυτόν του Μάρκου Αυρήλιου.

Η ταινία που σας σημάδεψε;
Η εφιαλτικά προφητική «Μετρόπολις» (1926) του Φριτς Λανγκ. 
Ο αγαπημένος σας ζωγράφος;

Από τους ξένους, ο Ολλανδός Μ. Κ. Εσερ. Από τους σύγχρονους Ελληνες, ο Σόρογκας, ο Τέτσης, ο Φασιανός, ο Ψυχοπαίδης.

Το αγαπημένο σας χρώμα;
Το μαύρο. Το «φαεννότατον έρεβος» του Σοφοκλή, που θανατώνει και ξαναγεννάει όλα τα χρώματα. Σαν τη σιωπή, που περιέχει σύμπαντα τον λόγο.

Ποια θεωρείτε ως τη μεγαλύτερη επιτυχία σας; 

Τον Θοδωρή και τον Νικόλα. Τους γιους μου.

Το αγαπημένο σας ποτό;
Η ψημένη ρακή της Αμοργού. 

Για ποιο πράγμα μετανιώνετε περισσότερο; 
Για τα δέκα χρόνια σπουδών στα νομικά. Τα έχασα αριστεύοντας. 

Τι απεχθάνεστε περισσότερο;
Την πραγματική πραγματικότητα, όταν δεν την αρδεύει η ελπίδα του ανέλπιστου. 
Οταν δεν γράφετε, ποια είναι η αγαπημένη σας ασχολία;

Το διάβασμα. «Και μες στην Τέχνη πάλι, ξεκουράζομαι απ΄ τη δούλεψή της».

Ο μεγαλύτερος φόβος σας;
Τα επώδυνα, επαίσχυντα και ταραχώδη τέλη της ζωής ημών. 
Σε ποια περίπτωση επιλέγετε να πείτε ψέματα; 

Γράφοντας. Η λογοτεχνία, εξ ορισμού, ψεύδεται ασύστολα απέναντι στο πασιφανές. Για να εγκαθιδρύσει, μερικές φορές, μιαν Αλήθεια υπέρτερη.

Ποιο είναι το μότο σας;
«Ηθος ανθρώπω δαίμων». 

Πώς θα επιθυμούσατε να πεθάνετε; 
Χωρίς άτοκες δόσεις θανάτου. Ορθιος και με σώας τας φρένας. 

Εάν συνέβαινε να συναντήσετε τον Θεό, τι θα θέλατε να σας πει; 
«Καλωσόρισες στην ανυπαρξία». 

Σε ποια πνευματική κατάσταση βρίσκεστε αυτόν τον καιρό;
Μελαγχολικής ταραχής, από τη μυστική βοή των επερχομένων.