Τρίτη 23 Μαΐου 2017

Η φωνή της πατρίδας,της Ηπειρου μέσα στην ποίηση του Μιχάλη Γκανά

Κάποτε πέφτει η ψυχή, εκεί που
το κορμί σκοντάφτει.
Πέφτει σαν αρμαθιά κλειδιά,
μένεις απ’ έξω.



Η βαθιά σχέση της ποίησης του Μιχάλη Γκανά με το εντόπιο άχθος...

     Ηλίας Κεφάλας
Η μαγνητική δύναμη της εντοπιότητας επισημαίνει τη βαθιά
σχέση της ποίησης του Μιχάλη Γκανά με το εντόπιο άχθος και, ταυτόχρονα,
αναδεικνύει μια αίσθηση διαρκούς εξορίας, η οποία,
αναπόφευκτα, συνδυάζεται και με μια μόνιμη διάθεση επιστροφής.
Ο ζωντανός τόπος καθορίζει την ενδότερη φωνή των ποιητών
και επηρεάζει ομόλογα τη δόμηση του ποιητικού λόγου.
Η μνήμη του τόπου δημιουργεί ένα δικό της κόσμο, μέσα στον οποίο
ακμάζουντα υπαίθρια βιώματα. Ο χρόνος κρυσταλλώνεται
μέσα στον βιωμένο λόγο,καθώς καταυγάζει φαντασιακά όλο το βάρος
της νοσταλγίας του. Η δύναμη του λόγου αυτού όμως τον καθιστά
οικουμενικό και ανταποκρίνεται σε κάθε ευαισθησία και σε κάθε πατρίδα.

Ο Μιχάλης Γκανάς, γεννημένος το 1944 στον Τσαμαντά Θεσπρωτίας,
έζησε πολύ νωρίς την έλλειψη του γενέθλιου τόπου.
Τεσσάρων χρονών έφυγε από την πατρίδα με την οικογένειά
του για να ζήσει στην Αλβανία και την Ουγγαρία
μέχρι τα δέκα του χρόνια, που επέστρεψε.
Στα δεκαοχτώ του πήγε στην Αθήνα για σπουδές
για να μην ξαναγυρίσει ποτέ πίσω.

Ποιητικά και νοητικά είναι πάντα παρών στην πατρίδα, ενώ
σωματικά απουσιάζει και την αποζητά. Αντίθετα το κλεινόν άστυ,
ενώ του κατακρατά το σώμα, του εκλιπαρεί την αποκλειστική
και πρωτογενή ποιητική ψαύση. Στην πραγματικότητα ο ποιητής
είναι μετέωρος, δεν πατά πουθενά σταθερά και είναι ωσεί παρών
σε όλους τους αγαπημένους τόπους. Ο ζωντανός του κόσμος
είναι ένα άπλετο εσωτερικό φως και λειτουργεί με δάνεια
από τον περασμένο χρόνο και τη μνήμη. Η πατρίδα τον γυρεύει πάντα
με άσβηστες φωνές. Αλλά, τι πατρίδα–Μέδουσα, τι μάνα–Γοργόνα:
ενώ τόσο μαγνητίζει μεθυστικά και σπαραχτικά τα παιδιά της,
άλλο τόσο με την στερητική της ιδιομορφία και την ελλειμματική
δύναμη ζωής τα αποδιώχνει. Ωστόσο από την απόστασή της
ενσταλάζει ακατάπαυστα το μουσικό φαρμάκι της οδύνης της.
Κατακρατώντας έτσι μέσα σε αόρατα δίχτυα υπάκουο
και πειθαρχημένο στην εξάρτηση του νόστου κάθε δικό της τέκνο.

Έτσι πολύ νωρίς, σαν όλους τους συνειδητοποιημένους ποιητές
της πατρώας γης, ο Μιχάλης Γκανάς διακόνησε μια ποίηση
οικουμενικού ενδιαφέροντος, αλλά ξεκινημένης πρωταρχικά
από την εντόπια μορφολογία έκφρασης, ατμόσφαιρας και σύνθεσης
της προβληματικής του. Χαρτογράφησε με λιτό και αιφνίδιο τρόπο
τους συναισθηματικούς προσανατολισμούς του και κατέδειξε εξ αρχής
και δια παντός αυτό που ήταν το πιο σημαίνον από όλες
τις ελλείψεις του: την πατρίδα. Η πατρίδα εμφανίζεται
τόσο σαν ιδέα και σαν αίσθημα , όσο και σαν συγκεκριμένη
πραγματικότητα, δηλαδή με μορφολογία τοπωνυμική,
με γεωγραφικά χαρακτηριστικά, με ονόματα κατοίκων,
με χλωρίδα και πανίδα.
Ταυτόχρονα όμως καταδηλώνει την αιμορραγία του ξεριζωμού.
Ο βίαιος ξεριζωμός σύντομα μεταβάλλεται σε εκούσιο ξενιτεμό,
για να συνεχισθεί το ίδιο κακό της ομαδικής ή ατομικής φυγής,
της μάταιης από συναισθηματικής πλευράς περιπλάνησης.
Το χαρακτηριστικά εύστοχο επίγραμμα της εθνικής οδού
επισημαίνει τη μόνιμη πληθυσμιακή απώλεια:

Από δω έφυγε
η μισή πατρίδα


για τα ξένα.

Αυτή η εκ των πραγμάτων απομάκρυνση από τον τόπο, είτε λόγω ιστορικών αιτιών, είτε λόγω καθημερινών βιοτικών δυσκολιών, οδηγεί σε μια μεγάλης έκτασης ερήμωση του τοπίου, αλλά και της ψυχής των κατοίκων, επιβάλλει στον πληθυσμό μια διαρκή και ατελέσφορη οδοιπορία, προκαλώντας έτσι τη μεταστοιχείωση του ύπνου σε αγρυπνία αγωνίας, αφού η έγερση δεν ελπίζει παρά στο απροσδιόριστο «πουθενά» και η υπαρκτική εξορία επαναλαμβάνεται με ατελείωτες ωθήσεις σε όλο και πιο μακρινές διαδρομές:

Άδεια κι απόψε
τα τεπόζιτα του ύπνου […]
Αύριο πάλι
θα με πριονίσει η δημοσιά […]

Η ιδέα της πατρίδας προσφέρει μια εξουθενωτική οικείωση με τον αγαπημένο τόπο, που περιλαμβάνει δεσμούς αισθημάτων και αίματος, αγκιστρώσεις πνευματικής και σωματικής συγγένειας με νεκρούς και ζωντανούς. Γίνεται ένα τυφλό πάθος για ανεξιχνίαστα κοιτάγματα, για μια βουλιμία επιστροφής όχι μόνο στο κοντινό και γνωστό πίσω, αλλά στο άγνωστο και αγνώριστο παραπίσω, εκεί που είναι η αρχή και η ρίζα μας, εκεί που συντελείται το συμπλήρωμα του κύκλου. Στους Ηπειρώτες ποιητές, και ανάμεσά τους πρωτίστως στον Μιχάλη Γκανά, έτυχε αυτός ο κλήρος να ενεργήσουν έτσι διά της ποίησης ώστε: να καταδείξουν το αβυσσαλέο περίγραμμα της εσαεί επιστροφής, τον άραχλο και ανάστροφο δρόμο που μέσα από την πικρή επίγεια πατρίδα μάς οδηγεί στην τήξη της συμπαντικής ύλης.

Γι’ αυτό και η συνομιλία του Μιχάλη Γκανά με τους περασμένους στον θάνατο όμαιμους και ομόρριζους είναι ιδιαίτερα εύγλωττη και φορτισμένη με ένα αρχέγονο σπάραγμα κοσμικής οδύνης. Ο Γκανάς μέσα από την προσωπική μαρτυρία ξεπερνάει εύκολα το φθαρτό επικάλυμμα του ατομικού αδιέξοδου, φθάνοντας στο οριστικά και τραγικά διαμορφωμένο επίστρωμα της συλλογικής οιμωγής, το οποίο, μέσα από την ανωνυμία και τη γενική απροσωποποίηση των συντελεσθέντων γίνεται κομβικό συναίσθημα της κοινής μας μοίρας.
Με τέτοια έλλειψη πατρίδας λοιπόν και με εν εγρηγόρσει τον βιοτικό
νόστο μιας σκοτεινής και εντελώς ατελέσφορης επιστροφής
ο ποιητής Μιχάλης Γκανάς διακονεί ένα κλίμα διαρκούς απουσίας,
ασταμάτητης αποδημίας, που γίνεται πέτρινη εξορία και
σταθερή κατάσταση ειρκτής εις την ξένην.
Έχοντας στο αίμα του τη γνώση του μοιρολογιού
και αντλώντας εικόνες μέσα από τον θάνατο
και τους ξεριζωμούς, καταφεύγει μονίμως
στους χαμένους χρόνους και χώρους, όπου με οδηγό
την επίμονη μνήμη ξέρει καλά να μετατρέπει τους στίχους του
πότε σε συγκρατημένο λυγμό και πότε σε πέτρινη σιωπή.
Η φωνή του ιχνογραφεί τεθλασμένες που κινούνται πλαγιαστά
με όλους τους ανέμους. Πριν επιχειρήσει μια οποιαδήποτε
πνευματική και δημιουργική διαδρομή στις συνθήκες
της καθημερινής διαβίωσης το ποίημα επεμβαίνει από μόνο του
– ρυθμισμένο από το πανάρχαιο ένστικτο του αίματος –
και τον ταξιδεύει ενστικτωδώς στα παλιά λημέρια των προγόνων.
Μεταλαμβάνει των μαύρων νερών της λήθης, της γενέθλιας τοπιογραφίας,
της πατρώας μουσικής που γίνεται αχός μοναξιασμένων δέντρων
και ερημικών βουνών. Γνωρίζει ότι η λήθη λειτουργεί υπόγεια
και ερήμην μας. Γι’ αυτό και διαθλά τα πετρωμένα τοπία
της ακίνητης μνήμης για να τα κάνει παραμυθητικό μηχανισμό
ενάντια στη λησμονιά και τη φθορά. Ξένος σε όλους τους τόπους
ονειρεύεται τον ποθεινό τόπο της ακοίμητης στοργής, εκεί όπου
το απόρρητο μυστικό της εφημερότητάς μας
θα αποκαλυφθεί και θα μας παρηγορήσει με την τελική του καταφυγή.

Θα ’ρθω μανούλα νοικοκύρης
με κούρσα κόκκινη και με γραβάτα.
– Θα ’ρθεις παιδί μου μουσαφίρης
με δυο βρυσούλες στα πικρά σου μάτια.

Ο ποιητής Μιχάλης Γκανάς υπηρετεί πιστά μια σταθερά
εν τόπω ποίηση, ακόμα κι όταν το ποίημα δεν έχει τόπο
να σταθεί και μένει μετέωρο, αναμέλποντας μια αδιέξοδη
καθημερινότητα, που κατατρύχεται από τις σκοτεινές απορίες
της ύπαρξης και το διαρκές σύνδρομο της απώλειας. Εδώ θα πρέπει
να διευκρινίσουμε ότι δεν πρόκειται για απώλεια ενός συγκεκριμένου
«τι» που, κάποτε, για κάποιο διάστημα, κατείχε ο ποιητής
και στη συνέχεια έχασε. Εδώ πρόκειται για απώλεια ενός κόσμου
που σχεδόν ουδέποτε είχε την τύχη να του ανήκει, ενώ, κατηγορηματικά,
τον εδικαιούτο. Πρόκειται για αναζήτηση μιας ηθικής κατάστασης,
μιας ανεξόφλητης δεοντολογίας της βιωτής. Από την άλλη μεριά,
για να διαβάσουμε την ποίησή του και απ’ την ανάποδη,
απ’ τη βαθύτερη πλευρά της, γιατί υπάρχουν ανοιχτά κανάλια
που τα διαπλέουμε ως εκεί, πρόκειται για καταδήλωση
μιας παρωχημένης ή μιας μελλοντικής απώλειας, οι οποίες
εξακτινούμενες στο υπερπέραν ταυτίζονται και γίνονται
οι δύο όψεις του αυτού νομίσματος, με το οποίο εξαγοράζεται
ο ξοδεμένος μας χρόνος. Όλες οι επιφάνειες αντικατοπτρίζουν πάντα
κάτι από τον δημιουργικό οργασμό των αδύτων. Κι εμείς
μέσα στα παραμιλητά μας δεν επαναλαμβάνουμε τίποτε άλλο,
παρά ό,τι είπε κάποτε απόμακρα το σύμπαν και ύστερα
σιώπησε. Δεν μεταφέρουμε μέσα στον λόγο μας
παρά σπαράγματα εικόνων και αισθήσεων
ενός συγκεχυμένου ονείρου, που κάποτε εφαπτόταν
με μια παράξενη πραγματικότητα. Ωστόσο η λεπταίσθητη κρούστα
του ονείρου αυτού, η συνθήκη της πραγματικότητας,
είναι το ισχυρό άλλοθι των αποπροσανατολισμών μας.
Κι εκεί μέσα, επί ματαίω ή όχι, χανόμαστε.
Ή, όπως μας ψιθυρίζει ο Μιχάλης Γκανάς:


Κάποτε πέφτει η ψυχή, εκεί που
το κορμί σκοντάφτει.
Πέφτει σαν αρμαθιά κλειδιά,