Τότε θα ξέρεις.
(Γιατί η ποίηση δεν είναι ο τρόπος να μιλήσουμε,
Αλλά ο καλύτερος τοίχος να κρύψουμε το πρόσωπό μας).
ΑΡΧΙΣΕ ΜΙΑ ΣΙΓΑΝΗ ΒΡΟΧΗ
ΠΟΙΗΤΙΚΗ
Η ΑΓΑΠΗ ΕΙΝΑΙ ΦΟΒΟΣ
ΗΡΘΕΣ ΟΤΑΝ ΕΓΩ ΔΕΝ ΣΕ ΠΕΡΙΜΕΝΑ
ΦΟΒΑΜΑΙ
https://e-kozani.blogspot.gr/2016/11/blog-post_4.html
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ , ΜΕΡΕΣ 1969 Μ. Χ.
Μανόλης Αναγνωστάκης, Ποιήματα (επιλογή -επιμέλεια: Τζώρτζης Πάνος)
Κατηγορία: Διαρκής Ανθολογία Ελληνικής Ποίησης "Ποιείν", καταχώρηση από: Σωτήρης Παστάκας
http://www.poiein.gr/archives/36207/index.html
Θά ρθει μια μέρα που δε θα χουμε πια τί να πούμε
Θα καθόμαστε απέναντι και θα κοιταζόμαστε στα μάτια
Η σιωπή μου θα λέει: Πόσο είσαι όμορφη, μα δε βρίσκω άλλο τρόπο να σ’ το πω
Θα ταξιδέψουμε κάπου, έτσι από ανία ή για να πούμε πως κι εμείς ταξιδέψαμε.
Ο κόσμος ψάχνει σ’ όλη του τη ζωή να βρει τουλάχιστο τον έρωτα, μα δε βρίσκει τίποτα.
Σκέφτομαι συχνά πως η ζωή μας είναι τόσο μικρή που δεν αξίζει καν να την αρχίσει κανείς.
Απ’ την Αθήνα θα πάω στο Μοντεβίδεο ίσως και στη Σαγκάη·
είναι κάτι κι αυτό δεν μπορείς να το αμφισβητήσεις.
Καπνίσαμε —θυμήσου— ατέλειωτα τσιγάρα συζητώντας ένα βράδυ
—Ξεχνώ πάνω σε τί— κι είναι κρίμα γιατί ήταν τόσο μα τόσο ενδιαφέρον.
Μια μέρα, ας ήτανε, να φύγω μακριά σου αλλά κι εκεί θά ’ρθεις και θα με ζητήσεις
Δεν μπορεί, Θε μου, να φύγει κανείς ποτέ μοναχός του.
……………………………………………………
Τον πρώτο Μάρτη, στον πόλεμο, γνώρισα έναν Εγγλέζο θερμαστή
Που μου διηγήθηκεν ολόκληρη την ιστορία του Σαμ Ντέυλαν
«Είναι αργά» μου είπε κάποτε «θα ’πρεπε πια να πηγαίνουμε
Μα δεν είναι ανάγκη επιτέλους να κλαίτε τόσο πολύ για έναν άνθρωπο που σκοτώθηκε.
Πέθανε στην αγκαλιά μου και ψιθύριζε ένα γυναικείο όνομα
Είναι πολύ γελοίο να πεθαίνεις και να ψιθυρίζεις ένα γυναικείο όνομα».
Το μούτρο του άσπριζε παράξενα. Ύστερα δεν τον ξαναείδα.
Μια ημερομηνία πριν από χρόνια
Ζήσαμε πάντα σε υγρές κι ανεξερεύνητες παραλίες
Στα σιωπηλά καφενεία με τις ετοιμοθάνατες καρέκλες
Τα σούρουπα έρχονται και ξανάρχονται κι η θάλασσα είν’ ατέλειωτη
Με τα θαμπά καράβια που φεύγουν και πλανιούνται στο σκοτάδι.
Είναι ωραίο και θλιβερό να θυμάσαι τόσα βράδια
Δεμένα μ’ απέραστους καπνούς και με δυο κατάμαυρα μάτια
Κι ένα χέρι που μάκραινε και χαιρετούσε απ’ το λιμάνι
(«Πορτ Σάιδ ‒ Αλεξάνδρεια» στις 20 του Ιούλη)
Ζήσαμε εκείνα τα θλιβερά και μονότονα καλοκαίρια
Κλεισμένοι πίσω από τα σίδερα της θάλασσας
Μετρώντας ένα ένα τα κύματα και τ’ άστρα
Δοσμένοι στην πικρή μας προσμονή.
Άγονες μνήμες.
Τί σκέφτονται όλα αυτά τα καράβια μες στη νύχτα
Που χορεύουν δεμένα τόσα χρόνια και δε γέρασαν
Τυλιγμένα απ’ τις φουρτούνες τόσων και τόσων ταξιδιών
Τi θυμούνται τ’ αναμμένα τροπικά δειλινά
Τα φώτα που λυγίζουν και βουτάνε στο νερό
Τα παιδιά που δεν κοιμούνται και κλαίνε τα βράδια
(«Πορτ Σάιδ ‒ Αλεξάνδρεια» στις 20 του Ιούλη)
Ήταν τα μάτια της θλιμμένα σαν τα καλοκαιριάτικα απογέματα
Κλεισμένα βαθιά στα μυστικά της θάλασσας
Κι ένα χέρι μαλακό και λεπτό σαν τη στοργή
Ένα χέρι μαλακό μπορεί να σε τραβήξει
Τραγουδώντας στα βάθη του πέλαγου στις μακρινές πολιτείες.
Ζήσαμε πάντα στις υγρές κι ανεξερεύνητες παραλίες
Με τη μνήμη πληγωμένη από μάτια και ταξίδια
Δεμένη πίσω απ’ ένα καράβι που δε θα γυρίσει
Μες στους απέραστους καπνούς και τα βραχνά τραγούδια
(«Πορτ Σάιδ ‒ Αλεξάνδρεια» στις 20 του Ιούλη).
II
«Το κάθε τι τελειώνει μια μέρα», «Τώρα είναι πια πολύ αργά»
Ή «Ν’ αποφασίσουμε χωρίς αναβολή» κι άλλες τέτοιες πολλές αοριστίες.
Φυσούσε απ’ το σπασμένο τζάμι. Ύστερα ήρθανε κι άλλοι.
Γνωστοί κάθε βράδυ. Καθίσαν σιωπηλοί σ’ ένα τραπέζι.
Σκέφτηκες πως περάσανε κι απόψε πάλι τόσες ώρες
—Σωστά το κάθε τι τελειώνει είναι τόσο απλό και φυσικό σαν το λες—
Μετρώντας ακόμη μια φορά ένα ένα τα ναυαγισμένα μας όνειρα
Πως ζήσαμε κι άλλο ένα βράδυ την ίδια πάντα αναμονή.
(Φίλοι καλοί, μη μας κατηγορήσετε. Σκίσαμε τώρα καιρό τα βιβλία μας
Καλύψαμε με τα χέρια τ’ αυτιά μας στα σφυρίγματα των πλοίων
Ανάψαμε τη φωτιά μας το πρωί με τις παλιές φωτογραφίες)
Κάποια φορά σκεφτήκαμε πως έπρεπε να κοιτάξουμε περισσότερο τα χέρια μας
Είχα κάτι αρρωστιάρικα δάχτυλα, μέσα γλιστρούσε ανεπανόρθωτα το κάθε τι
Είπαν πως ό,τι αγγίζαμε ράγιζε. (Έπρεπε πια κι εμείς να το πιστέψουμε).
Όμως γιατί ξαναγυρίζουμε κάθε φορά χωρίς σκοπό στον ίδιο τόπο;
Λέγαμε πως λησμονιούμασταν μέρες, ύστερα χρόνια, μα πάντα γυρνούσαμε
Κοιτάζαμε το πρόσωπό μας στον καθρέφτη και μια άλλη συνηθίσαμε μορφή.
…Φυσάει πολύ απ’ το σπασμένο τούτο τζάμι. (Ποιός έριξε φεύγοντας τις καρέκλες στο
πάτωμα;).
Δεν ξεχωρίσαμε στο τέλος αν έπρεπε να ξανάρθουμε ή να μην ξανάρθουμε
Θαρρούσες πως στο βάθος θα μας κούραζε το ίδιο. Δεν ξεχωρίσαμε.
(Είχαν τα πρόσωπά μας τόσο αλλόκοτα μπλεχτεί. Μη μας κατηγορήσετε. Χάσαμε πια
οριστικά το δικό μας).
Τοπίο
Ερειπωμένοι τοίχοι. Εγκατάλειψη.
Περασμένες μορφές κυκλοφορούνε αδιάφορα
Χρόνος παλιός χωρίς υπόσταση
Τίποτα πια δε θ’ αλλάξει δω μέσα.
Είναι μια ήρεμη σιωπή μην περιμένεις απάντηση
Κάποια νύχτα μαρτιάτικη χωρίς επιστροφή
Χωρίς νιότη, χωρίς έρωτα, χωρίς έπαρση περιττή.
Κάθε Μάρτη αρχίζει μιαν Άνοιξη.
Το βιβλίο σημαδεμένο στη σελίδα 16
Το πρόγραμμα της συναυλίας για την άλλη Κυριακή.
[Το πρωί…]
Το πρωί
Στις 5
Ο ξηρός
Μεταλλικός ήχος
Ύστερα από τα φορτωμένα καμιόνια
Που θρυμματίζουνε τις πόρτες του ύπνου.
Και το τελευταίο «αντίο» της παραμονής
Και οι τελευταίοι βηματισμοί στις υγρές πλάκες
Και το τελευταίο σου γράμμα
Στο παιδικό τετράδιο της αριθμητικής
Σαν του μικρού παραθυριού το δίχτυ
Που τεμαχίζει με κάθετες μαύρες γραμμές
Του πρωινού χαρούμενου ήλιου την παρέλαση.
[Η αγάπη είναι ο φόβος…]
Η αγάπη είναι ο φόβος που μας ενώνει με τους άλλους.
Όταν υπόταξαν τις μέρες μας και τις κρεμάσανε σα δάκρυα
Όταν μαζί τους πεθάνανε σε μιαν οικτρή παραμόρφωση
Τα τελευταία μας σχήματα των παιδικών αισθημάτων
Και τί κρατά τάχα το χέρι που οι άνθρωποι δίνουν;
Ξέρει να σφίξει γερά εκεί που ο λογισμός μάς ξεγελά
Την ώρα που ο χρόνος σταμάτησε και η μνήμη ξεριζώθηκε
Σα μιαν εκζήτηση παράλογη πέρα από κάθε νόημα;
(Κι αυτοί γυρίζουν πίσω μια μέρα χωρίς στο μυαλό μια ρυτίδα
Βρίσκουνε τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους που μεγάλωσαν
Πηγαίνουνε στα μικρομάγαζα και στα καφενεία της συνοικίας
Διαβάζουνε κάθε πρωί την εποποιία της καθημερινότητας).
Πεθαίνουμε τάχα για τους άλλους ή γιατί έτσι νικούμε τη ζωή
Ή γιατί έτσι φτύνουμε ένα ένα τα τιποτένια ομοιώματα
Και μια στιγμή στο στεγνωμένο νου τους περνά μιαν ηλιαχτίδα
Κάτι σα μια θαμπήν ανάμνηση μιας ζωικής προϊστορίας.
Φτάνουνε μέρες που δεν έχεις πια τί να λογαριάσεις
Συμβάντα ερωτικά και χρηματιστηριακές επιχειρήσεις
Δε βρίσκεις καθρέφτες να φωνάξεις τ’ όνομά σου
Απλές προθέσεις ζωής διασφαλίζουν μιαν επικαιρότητα
Ανία, πόθοι, όνειρα, συναλλαγές, εξαπατήσεις
Κι αν σκέφτομαι είναι γιατί η συνήθεια είναι πιο προσιτή από την τύψη.
Μα ποιός θά ’ρθει να κρατήσει την ορμή μιας μπόρας που πέφτει;
Ποιός θα μετρήσει μια μια τις σταγόνες πριν σβήσουν στο χώμα
Πριν γίνουν ένα με τη λάσπη σαν τις φωνές των ποιητών;
Επαίτες μιας άλλης ζωής της Στιγμής λιποτάχτες
Ζητούνε μια νύχτα απρόσιτη τα σάπια τους όνειρα.
Γιατί η σιωπή μας είναι ο δισταγμός για τη ζωή και το θάνατο.
[Κι ήθελε ακόμη…]
Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει. Όμως εγώ
Δεν παραδέχτηκα την ήττα. Έβλεπα τώρα
Πόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσω
Πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες.
Μιλάτε, δείχνετε πληγές αλλόφρονες στους δρόμους
Τον πανικό που στραγγαλίζει την καρδιά σας σα σημαία
Καρφώσατε σ’ εξώστες, με σπουδή φορτώσατε το εμπόρευμα
Η πρόγνωσίς σας ασφαλής: Θα πέσει η πόλις.
Εκεί, προσεχτικά, σε μια γωνιά, μαζεύω με τάξη,
Φράζω με σύνεση το τελευταίο μου φυλάκιο
Κρεμώ κομμένα χέρια στους τοίχους, στολίζω
Με τα κομμένα κρανία τα παράθυρα, πλέκω
Με κομμένα μαλλιά το δίχτυ μου και περιμένω.
Όρθιος, και μόνος σαν και πρώτα περιμένω.
[Ήρθες όταν εγώ…]
Ήρθες όταν εγώ δεν σε περίμενα. Σαν κάθε νύχτα
Καίοντας την ανάμνηση πικρών θανάτων
Ανημποριά των γηρατειών, τρόμος της γέννησης,
Σε τρώγλες σκοτεινές, στην αγκύλη της ηδονής
Πέρα απ’ τους άδειους κάμπους των αποσπασμάτων
Ήρθες όταν εγώ δεν σε περίμενα. Α πώς θα ζούσες
Εσύ κι εγώ μια τέτοιαν εποχή
Σάπιο φορτίο στ’ αμπάρι ενός
Μεθυσμένου καραβιού που πέθαναν όλοι
Βουλιάζοντας με χίλιες τρύπες στα κορμιά μας
Μάτια θολά που χλεύασαν το φως
Στόματα αδέσποτα στη φλούδα της ζωής
Καίοντας την ανάμνηση — Νεκροί
Σε μια εποχή ανέκκλητου θανάτου
Ήρθες όταν εγώ δε σε περίμενα. Κι ούτε ένα νεύμα
Μια λέξη, όπως η σφαίρα στο στίγμα του λαιμού
Ούτε μι’ ανθρώπινη φωνή γιατί δεν είχε
Ακόμα γεννηθεί καμιά φωνή
Δεν είχε γεννηθεί τ’ άγριο ποτάμι
Που ρέει στις άκρες των δακτύλων και σωπαίνει.
Ανάμνηση ζωής — πότε ν’ αρχίζεις
Αδίστακτος και πράος να βγάζω λόγους
Να εκφωνώ στα κενοτάφια τους θρήνους
Φθαρμένους στων φθόγγων την πολυκαιρία
Και να κλειδώνεις τις μικρές μικρές χαρές
Όχι πατώντας στους νεκρούς σου πάνω στίχους
Γιατί αν είναι κόκαλα, έρωτες ή χαμόσπιτα
Με την κουβέρτα στην ξώπορτα χωρίζοντας τον κόσμο
Στα δυο, κρύβοντας το σπασμό και την απόγνωση
Κι έξω να ψάλλουν οι περαστικοί στο πείσμα των πιστών
Στο πείσμα του άρρωστου παιδιού και του χειμώνα
Α πώς θα ζούσες μια εποχή. Κι αυτός αδίσταχτος,
Ο χρόνος, θρυμματίζοντας τη σκέψη
Τα στέρεα σχέδια και τις βίαιες αποφάσεις
Τα αιωρούμενα γιατί, τα υγρά χαμόγελα
Ήρθες όταν εγώ δεν σε περίμενα. Μη με γελάσεις
Αυτά δεν είναι τα κατώφλια που έχω σκύψει
Αυτές οι κρύπτες που ριγούν τα τρωκτικά
Δεν έχουν τίποτε από τ’ άρωμα της λάσπης
Ούτε απ’ το χάδι των νεκρών στα όνειρα μας
Γιατί έχει μείνει κάτι —αν έχει μείνει—
Πέρα από θάνατο, φθορά, λόγια και πράξη.
Άφθαρτο μες στην τέφρα αυτή που καίω
Σαν κάθε νύχτα την ανάμνηση θανάτων
Πικρών και ανεξήγητων θανάτων
Γράφοντας ποιήματα χωρίς ήχους και λέξεις.
[Εκεί…]
Εκεί θα τα βρεις.
Κάποιο κλειδί
Που θα πάρεις
Μονάχα εσύ που θα πάρεις
Και θα σπρώξεις την πόρτα
Θ’ ανοίξεις το δωμάτιο
Θ’ ανοίξεις τα παράθυρα στο φως
Ζαλισμένα τα ποντίκια θα κρυφτούν
Οι καθρέφτες θα λάμψουν
Οι γλόμποι θα ξυπνήσουν απ’ τον άνεμο
Εκεί θα τα βρεις
Κάπου — απ’ τις βαλίτσες και τα παλιοσίδερα
Απ’ τα κομμένα καρφιά, δόντια σκισμένα,
Καρφίτσες στα μαξιλάρια, τρύπιες κορνίζες,
Μισοκαμένα ξύλα, τιμόνια καραβιών.
Θα μείνεις λίγο μέσα στο φως
Ύστερα θα σφαλίσεις τα παράθυρα
Προσεχτικά τις κουρτίνες
Ξεθαρρεμένα τα ποντίκια θα σε γλείφουν
Θα σκοτεινιάσουν οι καθρέφτες
Θ’ ακινητήσουν οι γλόμποι
Κι εσύ θα πάρεις το κλειδί
Και με κινήσεις βέβαιες χωρίς τύψεις
Θ’ αφήσεις να κυλήσει στον υπόνομο
Βαθιά βαθιά μες στα πυκνά νερά.
Τότε θα ξέρεις.
(Γιατί η ποίηση δεν είναι ο τρόπος να μιλήσουμε,
Αλλά ο καλύτερος τοίχος να κρύψουμε το πρόσωπό μας).
[Όλο και πιο γυμνά…]
Όλο και πιο γυμνά
Όλο και πιο άναρθρα
Όχι πια φράσεις
Όχι πια λέξεις
Γραμμάτων σύμβολα
Αντί για την πόλη η πέτρα
Αντί για το σώμα το νύχι
Ακόμα πιο πολύ: μια αιμάτινη
Σκοτωμένη κηλίδα
Πάνω στο μικροσκόπιο.
[Ήταν άνθρωποι…]
Ήταν άνθρωποι
Πολλοί πολλοί άνθρωποι
Αγκαλιασμένοι
Με τα δάχτυλα σφιχτά
(Σα χειροπέδες)
Κι όταν σκοτείνιασε
Ύστερα μείναν λίγοι άνθρωποι
Κι ύστερα ακόμα πιο λίγοι
Όσο σβήναν τα φώτα ένα ένα
Όσο βούλιαζε η νύχτα
Κι ύστερα ακόμα πιο λίγοι
Κι οι άλλοι πουλούσαν τα μάτια τους
Κι οι άλλοι τούς κλέβαν τα δόντια τους
Κι αυτοί κλειδώναν τα μάτια τους
Κι αυτοί καρφώναν τα δόντια τους
Γυρίζοντας στον τοίχο τους καθρέφτες
(Όλο και λίγοι πιο λίγοι)
Ώσπου σε μια στιγμή
Άνοιξε κάποιος το μαχαίρι
Κι έσκισε το πουκάμισό του
Κι είδανε τ’ όνομά του γραμμένο στο στήθος
Πάνω ακριβώς στο μέρος της καρδιάς.
(Σ’ αυτούς που λέω τώρα αυτά τα λόγια).
[Αντί να φωνασκώ…]
Αντί να φωνασκώ και να συμφύρομαι
Με τους υπαίθριους ρήτορες και τους αγύρτες
—Μάντεις κακών και οραματιστές—
Όταν γκρεμίστηκε το σπίτι μου
Και σκάφτηκε βαθιά με τα υπάρχοντα
(Και δε μιλώ εδώ για χρήματα και τέτοια)
Πήρα τους δρόμους μοναχός σφυρίζοντας.
Ήτανε βέβαια μεγάλη η περιπέτεια
Όμως η πόλις φλέγονταν τόσο όμορφα
Ασύλληπτα πυροτεχνήματα ανεβαίνανε
Στον πράο ουρανό με διαφημίσεις
Αιφνίδιων θανάτων κι αλλαξοπιστήσεων.
Σε λίγο φτάσανε και τα μαντάτα πως
Κάηκαν όλα τα επίσημα αρχεία και βιβλιοθήκες
Οι βιτρίνες των νεωτερισμών και τα μουσεία
Όλες οι ληξιαρχικές πράξεις γεννήσεων
Και θανάτων —έτσι που πια δεν ήξερε
Κανείς αν πέθανε ή αν ζούσε ακόμα—
Όλα τα δούναι και λαβείν των μεσιτών
Από τους οίκους ανοχής τα βιβλιάρια των κοριτσιών
Τα πιεστήρια και τα γραφεία των εφημερίδων.
Εξαίσια νύχτα τελεσίδικη και μόνη
Οριστική (όχι καθόλου όπως οι λύσεις
Στα περιπετειώδη φιλμ).
Τίποτα δεν πουλιόταν πια.
Έτσι λαφρύς και περιττός πήρα τους δρόμους
Βρήκα την Κλαίρη βγαίνοντας
Απ’ τη Συναγωγή κι αγκαλιασμένοι
Κάτω απ’ τις αψίδες των κραυγών
Περάσαμε στην άλλη όχθη με τις τσέπες
Χωρίς πια χώματα, φωτογραφίες και τα παρόμοια.
Τίποτα δεν πουλιόταν πια.
[Στ’ αστεία παίζαμε…]
Στ’ αστεία παίζαμε!
Δε χάσαμε μόνο τον τιποτένιο μισθό μας
Μέσα στη μέθη του παιχνιδιού σάς δώσαμε και τις γυναίκες μας
Τα πιο ακριβά ενθύμια που μέσα στην κάσα κρύβαμε
Στο τέλος το ίδιο το σπίτι μας με όλα τα υπάρχοντα.
Νύχτες ατέλειωτες παίζαμε, μακριά απ’ το φως της ημέρας
Μήπως πέρασαν χρόνια; σαπίσαν τα φύλλα του ημεροδείχτη
Δε βγάλαμε ποτέ καλό χαρτί, χάναμε χάναμε ολοένα
Πώς θα φύγουμε τώρα; πού θα πάμε; ποιός θα μας δεχτεί;
Δώστε μας πίσω τα χρόνια μας δώστε μας πίσω τα χαρτιά μας
Κλέφτες!
Στα ψέματα παίζαμε!
[Τη νύχτα έρχονται…]
Τη νύχτα έρχονται οι μεγάλες αποφάσεις
Τη νύχτα πλάι στην αγαπημένη
Στους γλυκούς όρκους πριν από τη συνουσία
Τη νύχτα οδηγούν τα λεωφορεία στην αποθήκη
Όταν αρχίζουν να δουλεύουν τα πιεστήρια
Και σβήνουνε τα νυσταγμένα φώτα ένα ένα
Τη νύχτα έρχονται οι μεγάλες αποφάσεις
Των μυστικών, τα σχέδια, επαναστάσεων,
Η λειτουργία του καζίνου, εκείνο
Το τελευταίο γράμμα, απ’ το κελί σου,
Τα ιδεώδη, τελοσπάντων, για την αναπροσαρμογή.
Τη νύχτα εκείνη αρνήθηκα ν’ ακολουθήσω πια
Αρνήθηκα τη μοναξιά των λέξεων,
Των εσκεμμένων συνειρμών, τη λογική του ονείρου.
Τη νύχτα εκείνη κάηκε το διανυκτερεύον φαρμακείο
Αποκοιμήθηκε βαθιά ο σκοπός στρατιώτης
Βρέθηκε μες στο δρόμο νεκρός ο φτωχός νυχτοφύλακας.
Άτιμοι! Εσείς δολοφονήσατε τον τελευταίο νυχτοφύλακα!
[Όλα τα πρόσωπα…]
Όλα τα πρόσωπα της ιστορίας μας είν’ εντελώς φανταστικά
Καμιά πλέον συσχέτιση με πρόσωπα υπάρξαντα.
Ή και ακόμα υπαρκτά σε μια δεδομένη εποχή.
Γιατί και η Εποχή δεν υπήρξε —μη μιλήσεις πια γι’ αυτήν
Με τα ίδια πάλι λόγια που δεν αλλοιώνονται από το χρόνο
Όπως το μέταλλο κάτω από τη σκουριά, το δέρμα κάτω από το ρούχο.
Γιατί τα πρόσωπα της ιστορίας μας είν’ εντελώς φανταστικά
Οι περιπέτειές τους αδιάφορες για την Ιστορία
Ούτε καν ίχνη σβησμένων ονομάτων για τους οπωσδήποτε επιζήσαντες.
Κατέβασε τις Μεγάλες Κουρτίνες, φράξε όσο είναι καιρός
Τις μυστικές ρωγμές των στίχων, μ’ ένα χαμόγελο κι εσύ
Υποδέξου, αγνός, τη χαρούμενη καινούρια ημέρα
Έλα Γιώργο — βάλε στη θήκη το μαχαίρι.
Ο Νεκρός
Ήρθαν τα πρώτα τηλεγραφήματα
Σταμάτησαν τα πιεστήρια και περιμέναν
Έγιναν οι παραγγελίες στις αρμόδιες αρχές.
Μα ο νεκρός δεν πέθανε την ορισμένη ώρα.
Όλοι φορέσαν τις μαύρες γραβάτες
Δοκίμασαν στον καθρέφτη τις συντριμμένες πόζες
Ακούστηκαν οι πρώτοι λυγμοί τα θλιβερά εγκώμια.
Μα ο νεκρός δεν πέθανε την ορισμένη ώρα.
Στο τέλος οι ώρες γινήκαν μέρες·
Εκείνες οι φριχτές μέρες της αναμονής
Οι φίλοι άρχισαν να διαμαρτύρονται
Έκλεισαν τα γραφεία τους σταμάτησαν τις πληρωμές
Γυρνούσαν τα παιδιά τους αδέσποτα στους δρόμους
Έβλεπαν τα λουλούδια να μαραίνονται.
Μα ο νεκρός δεν πέθανε την ορισμένη ώρα.
(Τόσα και τόσα πράγματα που δεν προβλέπονται
Τόσες συνέπειες ανυπολόγιστες, τόσες θυσίες,
Σε ποιούς υπεύθυνους να διαμαρτυρηθείς, πού να φωνάξεις;).
Και ο νεκρός δεν πέθανε την ορισμένη ώρα.
Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.Χ.
Στην οδό Αιγύπτου —πρώτη πάροδος δεξιά—
Τώρα υψώνεται το μέγαρο της Τράπεζας Συναλλαγών
Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως
Και τα παιδάκια δεν μπορούνε πια να παίξουνε από τα τόσα τροχοφόρα που περνούνε
Άλλωστε τα παιδιά μεγάλωσαν, ο καιρός εκείνος πέρασε που ξέρατε
Τώρα πια δε γελούν, δεν ψιθυρίζουν μυστικά, δεν εμπιστεύονται,
Όσα επιζήσαν, εννοείται, γιατί ήρθανε βαριές αρρώστιες από τότε
Πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιώτες·
Θυμούνται τα λόγια του πατέρα: εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες μέρες
Δεν έχει σημασία τελικά αν δεν τις γνώρισαν, λένε το μάθημα οι ίδιοι στα παιδιά τους
Ελπίζοντας πάντοτε πως κάποτε θα σταματήσει η αλυσίδα
Ίσως στα παιδιά των παιδιών τους ή στα παιδιά των παιδιών των παιδιών τους.
Προς το παρόν, στον παλιό δρόμο που λέγαμε, υψώνεται η Τράπεζα Συναλλαγών
—εγώ συναλλάσσομαι, εσύ συναλλάσσεσαι, αυτός συναλλάσσεται—
Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως
—εμείς μεταναστεύουμε, εσείς μεταναστεύετε, αυτοί μεταναστεύουν—
Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει, έλεγε κι ο Ποιητής
Η Ελλάδα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία, τις ωραίες εκκλησιές
Η Ελλάς των Ελλήνων.