Επίθετα Γ΄κλίσης (Ημιφωνόληκτα–Ενρινόληκτα & Υγρόληκτα): Γραμματική της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
Επιμέλεια: Άρης Ιωαννίδης
Τρικατάληκτα
Ενικός αριθμός | Πληθυντικός αριθμός | |||||
ον. | μέλας | μέλαινα | μέλαν | μέλαν-ες | μέλαιναι | μέλαν-α |
γεν. | μέλαν-ος | μελαίνης | μέλαν-ος | μελάν-ων | μελαινῶν | μελάν-ων |
δοτ. | μέλαν-ι | μελαίνῃ | μέλαν-ι | μέλα-σι | μελαίναις | μέλα-σι |
αιτ. | μέλαν-α | μέλαιναν | μέλαν | μέλαν-ας | μελαίνας | μέλαν-α |
κλ. | μέλαν | μέλαινα | μέλαν | μέλαν-ες | μέλαιναι | μέλαν-α |
Παρατηρήσεις
Το θηλυκό:
1) λήγει σε -α βραχύχρονο: βαθύς, βαθεῖα, ἑκών, ἑκοῦσα
2) στη γεν. του πληθ. τονίζεται πάντοτε στη λήγουσα: τῶν βαθειῶν, πασῶν,.
Δικατάληκτα
Ενικός αριθμός
ον. | ὁ | ἡ | εὐδαίμων | τὸ | εὔδαιμον |
γεν. | τοῦ | τῆς | εὐδαίμον-ος | τοῦ | εὐδαίμον-ος |
δοτ. | τῷ | τῇ | εὐδαίμον-ι | τῷ | εὐδαίμον-ι |
αιτ. | τὸν | τὴν | εὐδαίμον-α | τὸ | εὔδαιμον |
κλ. | (ὦ) | εὔδαιμον | (ὦ) | εὔδαιμον | |
Πληθυντικός αριθμός
| |||||
ον. | οἱ | αἱ | εὐδαίμον-ες | τὰ | εὐδαίμον-α |
γεν. | τῶν | εὐδαιμόν-ων | τῶν | εὐδαιμόν-ων | |
δοτ. | τοῖς | ταῖς | εὐδαίμο-σι | τοῖς | εὐδαίμο-σι |
αιτ. | τοὺς | τὰς | εὐδαίμον-ας | τὰ | εὐδαίμον-α |
κλ. | (ὦ) | εὐδαίμον-ες | (ὦ) | εὐδαίμον-α |
Ενικός αριθμός
ον. | ὁ | ἡ | σώφρων | τὸ | σῶφρον |
γεν. | τοῦ | τῆς | σώφρον-ος | τοῦ | σώφρον-ος |
δοτ. | τῷ | τῇ | σώφρον-ι | τῷ | σώφρον-ι |
αιτ. | τὸν | τὴν | σώφρον-α | τὸ | σῶφρον |
κλ. | (ὦ) | σῶφρον | (ὦ) | σῶφρον | |
Πληθυντικός αριθμός
| |||||
ον. | οἱ | αἱ | σώφρον-ες | τὰ | σώφρον-α |
γεν. | τῶν | σωφρόν-ων | τῶν | σωφρόν-ων | |
δοτ. | τοῖς | ταῖς | σώφρο-σι | τοῖς | σώφρο-σι |
αιτ. | τοὺς | τὰς | σώφρον-ας | τὰ | σώφρον-α |
κλ. | (ὦ) | σώφρον-ες | (ὦ) | σώφρον-α |
Όμοια κλίνονται τα επίθετα:
ὁ, ἡ κακοδαίμων ὁ, ἡ ἀγνώμων ὁ, ἡ εὐσχήμων ὁ, ἡ μεγαλοπράγμων ὁ, ἡ ἐλεήμων ὁ, ἡ μνήμων ὁ, ἡ ἄφρων ὁ, ἡ μεγαλόφρων | τὸ κακόδαιμον τὸ ἄγνωμον τὸ εὔσχημον τὸ μεγαλόπραγμον τὸ ἐλεῆμον τὸ μνῆμον τὸ ἄφρον τὸ μεγαλόφρον κ.α. |
Ενικός αριθμός
Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. | ὁ, ἡ ἄρρην τοῦ, τῆς ἄρρενος τῷ, τῇ ἄρρενι τόν, τὴν ἄρρενα (ὦ) ἂρρεν | τὸ ἄρρεν τοῦ ἄρρενος τῷ ἄρρενι τὸ ἄρρεν (ὦ) ἄρρεν |
Πληθυντικός αριθμός | ||
Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. | οἱ, αἱ ἄρρενες τῶν ἀρρένων τοῖς, ταῖς ἄρρεσι τούς, τὰς ἄρρενας (ὦ) ἄρρενες | τὰ ἄρρενα τῶν ἀρρένων τοῖς ἄρρεσι τὰ ἄρρενα (ὦ) ἄρρενα |
Παρατηρήσεις
1) έχουν αρχικό θέμα σε –ον, -εν, -ορ , αλλά στην ονομαστική του ενικού (αρσενικό και θηλυκό) δεν παίρνουν κατάληξη και το βραχύχρονο φωνήεν που είναι πριν από το χαρακτήρα το εκτείνουν σε μακρόχρονο, το ο σε ω και το ε σε η: (εὐδαιμον-) εὐδαίμων, (ἀρρεν-) ἄρρην,
2) έχουν την κλητ. του ενικού όμοια με το αρχικό θέμα: ὦ ἐλεῆμον…
3) όταν είναι σύνθετα σε –ων (γεν. –ονος) κανονικά στην κλητ. του ενικού του αρσεν. και του θηλ. και στην ονομ., αιτιατ. και κλητ. του ενικού του ουδετέρου ανεβάζουν τον τόνο, όχι όμως πιο πάνω από την τελευταία συλλαβή του α΄ συνθετικού: εὐδαίμων, ὦ εὔδαιμον – τὸ εὔδαιμον· εὐγνώμων, ὦ εὔγνωμον – τὸ εὔγνωμον· μεγαλοπράγμων, ὦ μεγαλόπραγμον – τὸ μεγαλόπραγμον (αλλά:μεγαλόφρων, ὦ μεγαλόφρον – τὸ μεγαλόφρον)
Μονοκατάληκτα (με δύο γένη)
Μερικά ενρινόληκτα και υγρόληκτα επίθετα της γ΄ κλίσης είναι μονοκατάληκτα με δύο γένη. Αυτά είναι απλά ή σύνθετα με β΄ συνθετικό τριτόκλιτο ενρινόληκτο ή υγρόληκτο και κλίνονται όπως τα αντίστοιχα ουσιαστικά της γ΄ κλίσης: ὁ, ἡ ἄχειρ, γεν. ἄχειρ-ος, δοτ. ἄχειρ-ι, αιτ. ἄχειρ-α…
_________________________________________
Βιβλιογραφία:
- Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής, Αχιλλέως Α. Τζάρτζανου, Αθήναι 1967
- Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής, Μιχ. Χ. Οικονόμου, ΟΕΔΒ
- Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής, Νίκος Παππάς, Ελληνοεκδοτική
- Ψηφιακά Εκπαιδευτικά Βοηθήματα (ΨΕΒ), Υπουργείο Παιδείας