Σάββατο 25 Αυγούστου 2018

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΙΖΥΗΝΟΣ,Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου,ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Β ΛΥΚΕΙΟΥ




Γεώργιος Ιακωβίδης (1853-1932), Κοιμωμένη ανθοπώλις, Εθνική Πινακοθήκη

Γεώργιος Ιακωβίδης (1853-1932), Κοιμωμένη ανθοπώλις, Εθνική Πινακοθήκη


Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου  Γ. Βιζυηνός, «Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου» (ολόκληρο το διήγημα) [πηγή: Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού]  Γ. Βιζυηνός, «Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου» (ψηφιοποιημένη έκδοση του διηγήματος) [πηγή: Ανέμη. Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Νεοελληνικών Σπουδών]

(απόσπασμα)
ΣΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ αυτό ο Βιζυηνός περιγράφει την εναγώνια αγάπη της μητέρας για τον ξενιτεμένο της γιο και την οδύνη και την απελπισία της για τον ανεξήγητο θάνατο του άλλου της γιου. Η επιστροφή του ξενιτεμένου γλύκανε κάπως τον καημό της, αλλά δεν ήταν δυνατό να εξαλείψει τη διάθεσή της για εκδίκηση. Όλες όμως οι προσπάθειές της να βρεθεί και να τιμωρηθεί ο φονιάς ήταν άκαρπες και η μητέρα εξορκίζει τα παιδιά της να μην αφήσουν τον αδελφό τους ανεκδίκητο.
Στη φάση αυτή της ιστορίας εμφανίζεται η Τουρκάλα με το γιο της τον Κιαμήλη (το γεγονός περιγράφεται λεπτομερειακά στο απόσπασμά μας), που προσφέρεται να βοηθήσει και τους φιλοξενεί στην πρωτεύουσα, όσο κρατάνε οι αναζητήσεις για την ανακάλυψη του φονιά. Όμως και οι προσπάθειες αυτές δεν φέρνουν αποτέλεσμα. Το μυστήριο τέλος διαλευκαίνεται, όταν ο Κιαμήλης αφηγείται στο Γιωργή (το συγγραφέα) ότι σκότωσε επιτέλους το βρυκόλακα που δεν τον άφηνε να ησυχάσει. Τι είχε συμβεί; Ο Κιαμήλης, αν και ήταν βέβαιος πως είχε σκοτώσει το φονιά του αδελφοποιτού του, τον ταχυδρόμο Χαραλάμπη, τον έβρισκε διαρκώς μπροστά του και αποφάσισε να απαλλαγεί από το φάντασμα. Στη συνέχεια της αφήγησης αποκαλύπτεται ότι ο ταχυδρόμος τον οποίο σκότωσε ο Κιαμήλης δεν ήταν ο Χαραλάμπης αλλά ο Χρηστάκης που τον είχε αντικαταστήσει εκείνες τις μέρες στη δουλειά. Η αποκάλυψη είναι τρομερή και ο Κιαμήλης χάνει τα λογικά του. Παρακαλεί το συγγραφέα να μην το πει στη μητέρα του και όταν αποφυλακίζεται, γίνεται, για να εξιλεωθεί, άβουλος και άφωνος δούλος της και αφοσιώνεται στη δούλεψή της.
Ο μη γνωρίσας την αγαθότατην ταύτην μητέρα προ του θανάτου του υιού της, θα την εκλάβη ίσως ως γυναίκα τραχέος και σκληρού χαρακτήρος, αφού εγώ αυτός* εδυσκολευόμην πλέον να ανεύρω εν αυτή την άπειρον εκείνην φιλανθρωπίαν, ήτις την έκαμνε να φείδηται* και να συμπονεί και αυτήν την άψυχον φύσιν, και ως εκ της οποίας δεν υπέφερε να ίδει ουδέ μίαν όρνιθα σφαζομένην. Διότι ναι μεν, εκδίκησιν λέγουσα, ηννόει κυρίως “δικαιοσύνην”. Αλλά την δικαιοσύνην ταύτην δεν ηννόει άνευ προσωπικής αυτής ικανοποιήσεως προσμετρουμένην μόνον υπό της απαθούς χειρός του νόμου.
— Να τον ιδώ κρεμασμένον, έλεγε, να τραβήξω το σχοινί του, και ύστερα ας αποθάνω!
Τόσον φρικαλέως επιθυμητή εφαίνετο η εκδίκησις εις την φιλοστοργίαν της φυσικής και αμορφώτου γυναικός!
Τα ψυχρά της επιστήμης σκέμματα*, δι' ων εδοκίμαζον ενίοτε να καταπραΰνω τας ορμάς της θερμής αυτής καρδίας, εξητμίζοντο πριν φθάσωσι τον σκοπόν αυτών, ως μικραί σταγόνες ύδατος, όταν πίπτωσιν επί σφοδρώς φλεγόμενης καμίνου. Ούτω και κατ' εκείνην την ημέραν. Όταν μετά μακράν διδαχήν περί της θέσεως των ατόμων απέναντι της δημοσίου δικαιοσύνης, της υπεσχέθην ότι θα κινήσω πάντα λίθον προς εύρεσιν και τιμωρίαν του κακούργου:
— Ναι! είπε, μετά τίνος αγρίας εντρυφήσεως*. Να τον ιδώ κρεμασμένο, να τραβήξω το σχοινί του, και ύστερ' ας πεθάνω!
Αλλ' αίφνης εκρούσθη η θύρα, και, μετά προφανούς δυσαρεσκείας είδε την καταξύριστον μορφήν του υπηρέτου ευσεβάστως παρακύπτουσαν* όπισθεν του θυροφύλλου.
— Τι τρέχει, Λουή; τον ηρώτησα εισερχόμενον.
— Μία Τούρκισσα, απήντησεν υποκλινόμενος προ της συνωφρυωμένης* μητρός μου, μία Τούρκισσα προς επίσκεψιν.
Προς επίσκεψιν ημών; Δεν είναι δυνατόν! Θα έχεις λάθος, Λουή, πήγαινε! Δεν γνωρίζομεν καμμίαν Τούρκισσαν. Αλλ' ενώ τον απέπεμπον ούτω, χάριν της μητρός μου, ηκούσθη ταραχή εν τω διαδρόμω και φωναί ως εριζόντων*. Ο Λουής υπεκλίθη εκ νέου όσον οίον τε βαθέως, όπως με πείσει, ότι ημείς ήμεθα οι ζητούμενοι. Αλλ' αίφνης η θύρα ανοίγει μετά φοβερού πατάγου, ωθήσασ' αυτόν να πέσει κατακέφαλα, ενώ μία γραία, σχεδόν απερικάλυπτος Οθωμανίς ερρίπτετο εις τους πόδας της μητρός μου, μετά λυγμών και δακρύων. Φαίνεται ότι οι έξω υπηρέται τη εκώλυον την είσοδον και εκ της απελπισίας αυτής εβίασε την θύραν. Ο εμβρόντητος Λουής επρόφθασε να συνέλθει και εκδιώξει διά λακτισμών τον δειλώς ακολουθούντα αυτήν υψηλότατον λευκοσάρικον* «σοφτάν»*, αλλ' ο αδελφός μου, παρεμβάς, ως τον είδεν, επέπληξε τον υπηρέτην και εισήγαγε μετά μεγάλης χαράς τον ισχνόν και λευκόχλωμον εκείνον Τούρκον, ως εάν ήτον ο οικειότατος αυτώ φίλος.
— Είναι ο Κιαμήλης μας, είπεν, επιδεικτικώς προς εμέ, και αυτή θα είναι η μητέρα του!
Η μήτηρ μου μόλις και μετά βίας, απαλλαγείσα των περιπτυγμών* της Οθωμανίδος, ητένισεν υψηλά προς την συμπαθητικήν του σοφτά μορφήν μετά παραδόξου στοργής, και:
— Εσύ είσαι Κιαμήλη, παιδί μου; τον ηρώτησε. Και πώς είσαι; Καλά; Καλά; Δεν σ' εγνώρισα με αυτή την φορεσιά σου!
Ο Τούρκος έσκυψε μετά δακρύων εις τους οφθαλμούς και λαβών εφίλησε την άκραν του φορέματός της.
- Ο Θεός πολλά καλά να σε δίνει, Βαλινδέ!* είπε. Μέρα νύχτα παρακαλώ να κόβει από τα χρόνια μου να βάζει στα δικά σου.
Η μήτηρ μου εφαίνετο υπερβολικά ευχαριστημένη· ο Μιχαήλος επήγε να τα χάσει από την χαράν του, απευθύνων μυρίας ερωτήσεις και περιποιήσεις πότε εις τον ισχνοτενή εκείνον πρασινορασοφόρον και πότε εις την μητέρα του. Μόνον εγώ και ο Λουής ιστάμεθα άφωνοι και ενεοί.* Επί τέλους λαβών τον αδελφόν μου κατά μέρος:
— Έλα, άφησε τα γέλια σου, λέγω, και ειπέ μου τι συμβαίνει εδώ πέρα; Τι σας είναι αυτοί;
— Τώρα θα σε το πω, είπεν ο αδελφός μου γελών έτι περισσότερον. Τώρα θα σε το πω. Πήγαινε, Λουή! δυο καφέδες γρήγορα! Μα κοίταξε, να μην τους κάμεις πάλε σαν τα φράγκικά σου τ' αποπλύματα! Α-λα-τούρκο, και χωρίς ζάχαρη! Ακούς;
Και ταύτα λέγων εισήλθε μετ' εμού εις το προσεχές δωμάτιον.
— Αυτός είναι ένας Τούρκος, που τον εγιάτρευεν η μητέρα εφτά μήνες εις το σπίτι μας, και αυτή είναι η μάνα του, που ήλθε τώρα να της πει το σπολλάτη!* είπεν ο αδελφός μου, γελάσας προς μεγάλην μου έκπληξιν.
— Ένας Τούρκος, που τον εγιάτρευεν η μητέρα εφτά μήνας! Και από πότε έγινεν η μητέρα νοσοκόμος των Τούρκων; ηρώτησα εγώ συνωφρυωμένος εξ αγανακτήσεως.
Πρέπει να σημειώσω, ότι ο Μιχαήλος εσυνήθιζε ν' αστεΐζηται επί των αδυναμιών της μητρός ημών, τόσω μάλλον ασμένως*, όσω μάλλον αγογγύστως και προθύμως τας επλήρωνεν εκ του ιδίου του βαλαντίου. Τίποτε δεν τον ηυχαρίστει τόσον, όσον να μιμήται την μητέρα μας, δρώσαν υπό την επήρειαν αδυναμίας τινός, της οποίας τα στοιχεία παρεμόρφου επί το κωμικώτερον κατά τρόπον όλως ίδιον αυτώ.*Η ανοχή της καλής μητρός, ήτις εγέλα και αυτή, οσάκις τον ήκουεν, ερρίζωσεν εν αυτώ έτι μάλλον* την κακήν ταύτην συνήθειαν. Διά τούτο, όταν με είδεν αγανακτούντα επί τω ακούσματι:
— Άκουσε να σε πω, μου είπεν. Αν εννοείς να τα έχεις έτσι κατεβασμένα, δεν σε λέγω τίποτε. Θα μου χαλάσεις την ιστορία. Κάλλιο να την αφήσουμε μίαν άλλην ημέρα, για να γελάσεις και συ με την καρδιά σου, να γελάσει κι η μητέρα κομμάτι, που τόσες ημέρες δεν εγέλασεν ακόμη με τα σωστά της, η καημένη.
— Έλα! τω είπον τότε. Η μητέρα φαίνεται πολύ ευχαριστημένη από την επίσκεψιν, και είναι όλως διόλου ενασχολημένη με τους Τούρκους της, που δεν ημπορώ να χωνέψω. Ώσπου να πιουν τον καφέ τους και να μας ξεφορτωθούν, ειπέ μου την ιστορία.
— Άκουσε λοιπόν, μοι είπεν. Ηξεύρεις πόσον η μητέρ' ανησυχούσεν όταν έλειπες. Και δεν φθάνει που ανησυχούσεν εκείνη, μόνον δεν άφηνε και τον κόσμο στην ησυχία του. Ποιος περνά να τον σταματήσει μέσ' στον δρόμο· ποιος έφθασεν από πουθενά, να πα να τον ρωτήσει μη σε είδαν, μη σε άκουσαν. Την ξεύρεις. Ένα πρωί πρωί ετρυγούσαμε τα πεπόνια στο χωράφι. Έξαφνα βλέπει ένα διαβάτη που περνούσε. Δεν τον αφήνει να πάγει στη δουλειά του, μόνο τρέχει στην φράκτη:
— Ώρα καλή, θειε!
— Πολλά τα έτη, κυρά!
— Από την Ευρώπη έρχεσαι;
— Όχι, κυρά, από το χωριό μου. Και πού είν' αυτή η Ευρώπη;
— Να, ξεύρω κι εγώ; αυτού που είναι το παιδί μου. Δεν άκουσες να λένε τίποτε για το παιδί μου;
— Όχι, κυρά. Και πώς το λένε το παιδί σου;
— Αμ' ξέρω και γω μαθές; Ο νουνός του το βάφτισε Γιωργί και πατέρας του ήτανε ο Μιχαλιός ο πραματευτής, ο άνδρας μου. Μα κείνο, ακούς, επρόκοψε και πήρεν ένα όνομα από τα περιγραμμάτου·*και τώρα, σαν το γράφουνε μέσ' στες εφημερίδες, δεν ηξεύρω κι εγώ η ίδια, το παιδί μου είναι μαθές που λένε, ή κανένας φράγκος!
— Την ιστορία, Μιχαήλε! την ιστορία του Τούρκου! διέκοψα εγώ ανυπομόνως.
— Στάσου δα! είπεν εκείνος. Η ιστορία ήλθεν ύστερ' από την κουβέντα. Ύστερ' από την κουβέντα, βλέπεις τη μητέρα και κόφτει το πιο καλό, το πιο μεγάλο πεπόνι.
— Αμ' δεν παίρνεις κάνα πωρικό από τον κήπο μας, θείε;
— Ευχαριστώ, κυρά, δεν έχω τόπο να το βάλω.
— Δεν πειράζει, θείε, το καθαρίζω και το τρώγεις.
— Ευχαριστώ, κυρά, με κρατεί κοιλόπονος.
— Έλα να χαρείς, κάμε μου την χάρη. Γιατί, διες, έχω παιδί στην ξενιτιά, κι έχω καρδιά καμμένη. Κι αφού δεν μπορώ να το στείλω στο παιδί μου, φα' το καν του λόγου σου που είσαι ξένος. Ίσως το 'βρει κι εκείνο από κανέναν άλλονε.
Ο άνθρωπος έχασε την υπομονή του.
 Ντζάνουν* καλά, χριστιανή για! μα σαν έχεις παιδί στην ξενιτιά, τι σε φταίγω εγώ να βάλω, έτσι θεονήστικος, όλην αυτή την χολέρα μέσ' στο στομάχι μου! Μη θαρρείς πως εβαρέθηκα τη ζωή μου; Εγώ έχω γυναίκα που με καρτερά, κι έχω παιδιά να θρέψω. Μα σαν θέλεις και καλά να χρησιμοποιήσεις το πεπόνι σου, στείλε το στου γερο-Μούρτου το χάνι. Εκεί κοντά ένας ξένος παλεύει με τον θάνατο, θερμασμένος εδώ και τρεις εβδομάδες. Άμα γευθεί αυτή τη χολέρα, πίστεψέ με, θα γλυτώσει και αυτός από τη θέρμη και η θέρμη απ' αυτόνε.
— Τέλος πάντων! του είπα, ετελείωσαν τα επεισόδια; Άρχισε πλέον την ιστορία!
— Στάσου δα! απήντησεν εκείνος πειρακτικώς. Μήπως είμεθα εις την Ευρώπην που πουλούν το κρέας δίχως κόκκαλα; Σε λέγω την ιστορία καθώς εγένηκεν. Αν δεν σ' αρέσει, άφησέ την κατά μέρος. Πάμε να διούμε την χανούμισσα!
— Σε ήθελα να είσαι από πουθενά, εξηκολούθησεν έπειτα, να ιδείς την μητέρα, όταν το άκουσε. — Χριστός και Παναγιά, παιδάκι μου! — Και έπεσε το πεπόνι από τα χέρια της, κι έγινε σαν πίτα! Κι έσιαξε το φακιόλι στο κεφάλι της, κι επήρε τον δρόμο. Δηλαδή τα σπαρμένα και τ' άσπαρτα χωράφια κατ' ευθείαν για να φθάσει όσον το δυνατόν γρηγορότερα. Εγώ που την ήξευρα, την αφήκα να πάγει. Μα σαν επροχώρησε καμπόσο και είδε που δεν το εκούνησα, εγύρισε πίσω θυμωμένη και:
— Τι χάσκεις απ' αυτού, μωρέ πολλακαμένε;* — εφώναξε. — Ε; φυλάγεις να το πω για να σαλέψεις;
Αν σε βαστά μην την ακολουθείς. Θα ήταν καλή να με φακιολίσει* με καμιά βωλάκα.* Αφήκα λοιπόν την δουλειά μου, κι έπεσα καταπόδι της. Πού να την φθάσεις! Βρε αγκάθια, βρε χανδάκια, βρε φράχτες — δεν έβλεπε τίποτε. Τίποτε άλλο, παρά του γερο-Μούρτου τον σκεπό που εκοκκίνιζε μακριά μέσ' στα σπαρμένα.
Σαν έφθασε κοντά, άρχισαν τα γόνατά της να τρέμουν κι εκάθισε σε μια πέτρα.
— Χριστός και Παναγιά, παιδάκι μου! Και πώς δεν μου το είπες πως ήταν ένας άρρωστος δωπέρα;
— Αμ' τι να σε το πω! Μήπως είσαι γιατρός για να τον γιάνεις; Εκείνο, ως και ο παπα-Δήμος, που τ' άκουσε, δεν επήγε να τον δει. Γιατ' είναι, λέγει, Τούρκος, κι οι Τούρκοι δε πληρώνουν για ευχέλαιο.
— Τούρκος είπες; εφώναξε τότε, και ήλθεν ολίγο στην θωριά της. — Σαν είναι Τούρκος — Δόξα σοι ο Θεός! Είχα μια φοβέρα μήπως ήταν το Γιωργί μας!
— Κρίμα που δεν σου το είπα πρωτύτερα, μητέρα, να μη χαλάσεις του κόσμου τα χωράφια και να κάμεις τα πόδια σου κόσκινο μέσ' στ' αγκάθια. Από τη βία σου, μ' έκανες να πάρω τον δρόμο αξυπόλυτος. — Μα κείνη, στο μεταξύ, ξανακίνησε προς του Μούρτου το χάνι.
Εκεί που έπεσα πάλι καταπόδι της, κι επήγα να πηδήξω ένα χανδάκι, ακούω κάποιον και βογκά. Στρέφω και θωρώ, ένας Τούρκαρος χαμαί, με κίτρινο πρόσωπο, με κόκκινα μάτια! Έτσι εύκολα που γελώ στη ζωή μου, ποτέ δεν εγέλασα για άρρωστον άνθρωπο.
Κι εκείνη την ημέρα δεν ημπόρεσα να βασταχθώ, γιατί, δεν ηξεύρεις. Εδώ ήταν μια βάτος, κι εδώ μια αγριαγγινάρα. Κι ο Τούρκος, που παράδερνε παραλαλώντας εις την μέση, εγύριζε στη βάτο, και της έκαμνε τεμενάδες, και την γλυκομιλούσε, και της έκαμνεν εργολαβία. Εγύριζε στην αγριαγγινάρα κ' έτριζε τα δόντια, κι αγρίευε τα μάτια, κι εσήκωνε με βρισιές το χέρι του, να της κόψει το κεφάλι! Τα μεγάλα του λόγια από την μια και η αδυναμία του από την άλλη ήτανε να σκάσεις από τα γέλια. Μα σαν ήλθεν η μητέρα και με είδε, σου έκαμεν ένα θυμό! ένα θυμό! Θεός να σε φυλάγει!
— Τι στέκεις και γελάς αυτού, βρε χάχα; Ε; τι στέκεις και γελάς! Ο άνθρωπος ψυχομαχά, και συ το χαίρεσαι; Πιάσ' από κεινά! Φορτώσου τον στην ράχη σου!
— Καλέ, χριστιανή, αυτός είναι μιάμιση φορά μακρύτερος από μένα, πώς θέλεις να τον φορτωθώ στην ράχη μου!
— Πιάσ' απ' εκεινά, σε λέγω, γιατί ξέρεις;
Αν σε βαστά μην το κάμεις! Έπιασα λοιπόν και με φόρτωσε τον Τουρκαλά στην ράχη μου κι επήραμε τον δρόμο.
Ο γερο-Μούρτος έλιαζε την κοιλιά του έξω από τη θύρα του χανιού. Σαν μας είδε, εγέλασε βαθιά μέσ' στον λαιμό του κι εφώναξεν;
— Ωρέ, δεν μου φορτώνεσαι κάλλιο κειο τον ψόφιο γάδαρο, για να κερδαίσεις καν τα πέταλά του, μόνο σκομαχάς έτσι στα χαμένα για να πας την λοιμική στο σπίτι σου;
Εγώ δεν απηλογήθηκα γιατί, καταλαμβάνεις, αναπνοή για χωρατά δεν μ' επερίσσευε. Μα η μητέρα, την ξεύρεις την μητέρα. Του εδιάβασε τον εξάψαλμο για την απονιά του!
Σαν τον εφέραμε στο σπίτι, εστρώσαμε το στρώμα του Χρηστάκη και τον επλαγιάσαμε. Ο Χρηστάκης ο μακαρίτης εγύριζε τότε στα χωριά της επαρχίας, με τες πραματειές επάνω στ' άλογο. Ήτανε πριν ανοίξει το μαγαζί του. Και σαν έμαθε πως έχουμε τον άρρωστο εις το σπίτι, επήγε κι έρριψε την κάπα του εις της θειας μας το σπίτι, στο Κρυονερό. Η μητέρα τον εμάλωνε πάντοτε για τες ακαταστασίες του, κι εκείνος ο μακαρίτης αφορμήν εγύρευε για να ξωμένει, να ζει του κεφαλιού του. Εφτά μήνες είχαμε τον άρρωστο στο σπίτι, εφτά μήνες δεν επάτησε το κατώφλιό μας. Ώσπου αναγκάσθηκεν η μητέρα να τον στείλει μαζί μου στην Πόλη, πριν γιατρευθεί όλως διόλου.
— Και πώς είχε ξεπέσει στο χωριό μας, ηρώτησα εγώ. Και πώς συνέβη ν' αρρωστήσει;
— Χουμ! είπεν ο αδελφός μου ξύων την κεφαλήν του. Αυτό κι εγώ μόνον άκρες μέσες το γνωρίζω. Μήπως μ' άφηκε μαθές η μητέρα να τον ερωτήσω, καθώς ήθελα;
— Άνθρωποι είμεθα, έλεγε, και οι αρρώστιες είναι για τους ανθρώπους. Αλίμονο σ' όποιον δεν έχει ποιος να τον κοιτάξει! Και ποιος ηξεύρει, αν αυτήν την ώρα και το Γιωργί μας δεν είν' άρρωστο στην ξενιτιά, χωρίς κανένα εδικό στο πλάγι του! Μην κάθεσαι λοιπόν και μου ψιλορωτάς τον άνθρωπο, μόνο γιάνε τον πρώτα!
Ο Κιαμήλης είναι καλός, πολύ καλός ο καημένος, εξηκολούθησεν ο αδελφός μου, και πολλές φορές άνοιξε μονάχος του να με πει το πώς αρρώστησε. Μα όσες φορές το δοκίμαζε τόνε ξανάπιανεν η θέρμη.
Εδώ μας διέκοψεν εισελθούσα η μήτηρ μου μετά των ξένων της. Η κοντή και πως* εύσωμος Οθωμανίς είχε τακτοποιημένον το λευκότατον αυτής γιασμάκιον* και συνεκράτει επί το κοσμιώτερον τον μαύρον και μακρόν αυτής φερετζέν, υπό τον ποδόγυρον του οποίου μόλις έβλεπες τα μυτωτά και κίτρινα «παπούτσια» της. Αλλά βαθείαν εντύπωσιν μοι ενεποίησε τώρα η ωχρά και μελαγχολική του Κιαμήλ όψις, τα χαρακτηριστικά της οποίας μοι εφάνησαν τόσον ήμερα, τόσον ηδέα* ώστ' εκέρδισεν ούτως ειπείν εξ εφόδου την συμπάθειάν μου. Τούτο δεν διέφυγε την προσοχήν της μητρός, ήτις εγνώριζε την προς τους Τούρκους αντιπάθειάν μου. Δι' αυτό ατενίσασα φιλοστόργως προς αυτόν ενώ μοι τον παρουσίαζεν.
— Ο αρίσκος* ο Κιαμήλης!, είπεν, είναι πολύ, πολύ καλό παιδί. Τρώγει και κόλλυβα· πίνει και αγίασμα· φιλά και του παπά το χέρι· τι να κάμει! Όλα για να γειάνει.
Οι οφθαλμοί της μητρός του επληρώθησαν δακρύων. Μόλις δε τοις απέτεινα δύο τρεις λέξεις εις την γλώσσαν των, και ήρχισαν να με πληρώσιν ευχών κι ευλογιών, επαίνων κι εγκωμίων με τας γνωστάς εκείνας υπερβολάς της τουρκικής εθιμοτυπίας. Αλλ' η μήτηρ μου διακόψασα τον χείμαρρον της ρητορικής αυτών αποτόμως:
— Τώρα καθήστε, είπε, να διούμε τι θα κάνουμε. Η χανούμισσα, παιδί μου, έχει ένα γιο στον Ζαπτιέ,*που είναι από τους πρώτους ανακριτάδες. Της είπα την συμφορά που μας εγίνηκε· θα τον βάλει να μας εύρει τον φονιά! Η καημένη! δεν ηξεύρεις τι καλή που είναι! Τι κρίμα, που δεν το ήξευρα να έρθω πρωτύτερα στην Πόλη! Ως τα τώρα θα τον είχα τρεις φορές κρεμασμένο, και θα ήμουν απ' αυτή την μεριά τουλάχιστον ήσυχη!

Γ. Βιζυηνός, «Μοσκώβ Σελήμ» [πηγή: Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Β' Λυκείου]   «Κεσέμι» (μανιάτικο δημοτικό τραγούδι)   G. K. Chesterton, «Πώς να γράψετε μια αστυνομική ιστoρία»   Αγκάθα Κρίστι, «Δέκα μικροί νέγροι» (θεατρική διασκευή της ιστορίας μυστηρίου της Αγκάθα Κρίστι) [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ]

εγώ αυτός: εγώ ο ίδιος.
φείδομαι: λυπάμαι, φροντίζω.
σκέμμα: σκέψη, συλλογισμός.
εντρύφησις: απόλαυση, ευχαρίστηση.
παρακύπτω: σκύβω πλάγια και κοιτώ.
συνωφρυωμένος: κατσουφιασμένος.
ερίζω: φιλονικώ.
λευκοσάρικος: με λευκό σαρίκι.
σοφτάς: Τούρκος ιεροσπουδαστής.
περιπτυγμός: εναγκαλισμός.
βαλινδέ: (λ. αραβική) μητέρα. Ειδικά μητέρα σουλτάνου που είχε εξαιρετικές τιμές και προνόμια στα σουλτανικά παλάτια.
ενεός: άναυδος από έκπληξη.
σπολλάτη: (εις πολλά έτη), ευχαριστώ.
ασμένως: ευχαρίστως, με ευχαρίστηση.
κατά τρόπον όλως ίδιον αυτώ: με δικό του, τελείως ξεχωριστό τρόπο.
έτι μάλλον: ακόμη περισσότερο.
περιγραμμάτου: τα σχετικά με τη μόρφωση, τα γράμματα.
ντζάνουν: (λ. τουρκική) ψυχή μου.
πολλακαμένε: καημένε.
φακιολίζω: βάζω το φακιόλι.
βωλάκα: χοντρός βόλος από χώμα.
πως: κάπως.
γιασμάκιον: (λ. τουρκ.) σκέπασμα του προσώπου που άφηνε μόνο τα μάτια ακάλυπτα.
ηδέα: γλυκά.
αρίσκος: (χαϊδευτικό) ο καημένος.
ζαπτιές: (λ. τουρκ.) αστυνόμος, χωροφύλακας.
Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
  1. Μέσα από το διάλογο αποκαλύπτονται οι χαρακτήρες των προσώπων και η σχέση και οι δεσμοί ανάμεσά τους. Να τους βρείτε και να παρακολουθήσετε πώς γίνεται αυτό.
  2. Στην πρώτη σελίδα του αποσπάσματός μας ο συγγραφέας προσπαθεί να καθησυχάσει τη μάνα του. Γιατί δεν μπορεί να το πετύχει;
  3. Ποιον τρόπο ακολουθεί στην αφήγησή του ο αδελφός του συγγραφέα; Ποια είναι τα αποτελέσματα της μεθόδου αυτής;
  4. Πώς κατορθώνει ο συγγραφέας να δημιουργήσει κωμική κατάσταση μέσα από την τραγικότητα του πληγωμένου Τούρκου;
  5. Με ποιες φράσεις, στις δυο τελευταίες σελίδες, προοικονομεί ο συγγραφέας ότι ο Κιαμήλης είναι φονιάς;
εικόνα


Γεώργιος Βιζυηνός «Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου» (ερωτήσεις)

Gary Hogben 

Γεώργιος Βιζυηνός «Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου» (ερωτήσεις)
https://latistor.blogspot.com/2011/01/blog-post_05.html

Μέσα από το διάλογο αποκαλύπτονται οι χαρακτήρες των προσώπων και η σχέ

ση και οι δεσμοί ανάμεσά τους. Να τους βρείτε και να παρακολουθήσετε πώς γίνε
ται αυτό.Από τα πρόσωπα που παρουσιάζονται στο απόσπασμα του διηγήματος κυριαρ
χεί η μητέρα του αφηγητή, ο χαρακτήρας της οποίας αποκαλύπτεται τόσο μέσα από το διάλο
γό
 της με τον αφηγητή όσο και στην εκτενέστερη σκηνή με τον αδερφό του αφηγητή, το Μιχα
ήλο. Η πρώτη εντύπωση που λαμβάνουμε για τη μητέρα είναι πως έχοντας βιώσει ανείπω
το πόνο από τη δολοφονία του γιου της, του Χρηστάκη, επιθυμεί πλέον, όσο τίποτε άλλο,
να εκδικηθεί το φονιά του γιου της. Η μητέρα, μάλιστα, δε θέλει απλώς να τιμωρηθεί ο φο
νιάς, θέλει να βρίσκεται η ίδια εκεί όταν θα απαγχονίζεται ο φονιάς, ώστε να μπορέσει να
 τραβήξει με τα χέρια της το σχοινί που θα αφαιρέσει τη ζωή του. Η ανάγκη αυτή για εκδίκη
ση, βέβαια, δεν υποδηλώνει πως η μητέρα είναι ένας σκληρός άνθρωπος, δείχνει κυρίως
την ένταση του πόνου που έχει υποστεί και την ανάγκη της να διοχετεύσει κάπου όλη αυ
τή την πίκρα. Η μητέρα του αφηγητή είναι πάνω απ’ όλα μια μητέρα που έχει χάσει το παιδί
της και υποφέρει, όχι μόνο για το θάνατο του παιδιού της αλλά και γιατί γνωρίζει πως δεν στά
θηκε ικανή να προστατέψει το γιο της, γι’ αυτό έστω και τώρα, θέλει να κάνει κάτι για το παι
δί της, θέλει να συμμετάσχει στην τιμωρία του φονιά του.
Το βασικό επομένως στοιχείο που αντλούμε για το χαρακτήρα της μητέρας είναι η δίχως
όρια
αγάπη που αισθάνεται για τα παιδιά της, στοιχείο που ενισχύεται και μέσα από το διάλογο
 που έχει με τον άλλο της γιο, το Μιχαήλο, όταν ο αφηγητής απουσίαζε στο εξωτερι
κό και η μητέρα υπέφερε, μη γνωρίζοντας που βρίσκεται το παιδί της και αν είναι καλά
στην υγεία του. Για άλλη μια φορά η μητέρα είναι ανήμπορη να βοηθήσει το παιδί της 
που λείπει κι αυτό την ωθεί σε μια αδιάκοπη προσπάθεια να μάθει νέα του, αλλά και να 
προσφέρει βοήθεια σε όποιον την έχει ανάγκη, με την ελπίδα ότι κάποιος άλλος, στα πλαίσια
 μιας συμπαντικής ισορροπίας, θα συντρέξει το παιδί της, όπου κι αν βρίσκεται αυτό. Η μητέρα ρωτά με α
γωνία τους διαβάτες αν έχουν ακούσει κάτι για το γιο της και παράλληλα σπεύδει να βοηθήσει
όποιον βρίσκεται σε ανάγκη, έστω κι αν αυτός είναι ένας Τούρκος. Από τον τρόπο, άλλωστε,
 που η μητέρα προσφωνεί και αντιμετωπίζει τον Κιαμήλη, συνειδητοποιούμε πως η αγάπη
που έχει να προσφέρει, όχι μόνο στα παιδιά της, αλλά και στους συνανθρώπους της, είναι ανε
ξάντλητη.
Το επόμενο πρόσωπο που μπορούμε να διακρίνουμε είναι ο ίδιος ο αφηγητής, ο οποίος
βλέποντας πόσο βασανίζεται η μητέρα του με σκέψεις και αισθήματα μίσους για το φονιά
του αδερφού του, επιχειρεί να καθησυχάσει τις εκδικητικές της διαθέσεις μιλώντας
της για την αξία της δημόσιας δικαιοσύνης και προσφέροντάς της μια πιο ψύχραιμη μα
τιά στο θέμα της εκδίκησης. Ο αφηγητής προβάλλει εδώ σαφώς πιο συγκρατημένος και
 με μεγαλύτερο έλεγχο στα συναισθήματά του, γεγονός που οφείλεται στις μακροχρόνιες
σπουδές του που του επιτρέπουν να εκλογικεύει σε μεγαλύτερο βαθμό όσα αισθάνεται. Το 
κίνητρο του αφηγητή, βέβαια, για τις προσπάθειές του αυτές είναι η αγάπη που έχει για τη
 μητέρα του και η επιθυμία του να τη δει να ηρεμεί και να μην αφήνει το μίσος της για το δο
λοφόνο να ταράζει την ψυχή της.
Ο χαρακτήρας, πάντως, που διαγράφεται πιο ανάλαφρος και αποκαλύπτει μια ελαφρύτερη
διάθεση απέναντι στα τραγικά γεγονότα που έπληξαν την οικογένεια του αφηγητή, είναι
ο αδερφός του ο Μιχαήλος, ο οποίος μοιάζει πάντοτε έτοιμος να αστειευτεί και να γελάσει,
χωρίς αυτό να σημαίνει πως αγαπά λιγότερο την οικογένειά του. Ο Μιχαήλος ανήκει στην
 κατηγορία των ανθρώπων που αντιμετωπίζουν τις δυσκολίες της ζωής με χιούμορ, χρησιμο
ποιώντας τους αστεϊσμούς ως μηχανισμό άμυνας απέναντι στην πραγματικότητα που συχνά δεί
χνει το σκληρό της πρόσωπο στους ανθρώπους. Είναι πάντοτε έτοιμος να βρει την αστεία
πλευρά των πραγμάτων και δε διστάζει να διακωμωδεί ακόμη και τις συμπεριφορές της
 μητέρας του, την οποία όμως σέβεται απόλυτα και δεν τολμά ποτέ να της αντιταχθεί.
Τέλος, ο Κιαμήλης και η μητέρα του, που στο απόσπασμα αυτό παρουσιάζονται σε μικρότερο
βαθμό, βρίσκονται κοντά στην οικογένεια του αφηγητή για να εκφράσουν την ευγνωμοσύ
νη τους, αποδεικνύοντας πως η καλοσύνη και η ανθρωπιά δε γνωρίζουν φυλετικές διακρίσεις
και φέρνουν τους ανθρώπους κοντά, ανεξάρτητα από την ιδιαίτερη εθνική τους κουλτούρα και
 θρησκεία.

Στην πρώτη σελίδα του αποσπάσματός μας ο συγγραφέας προσπαθεί να καθησυ
χάσει τη μάνα του. Γιατί δεν μπορεί να το πετύχει;Η μητέρα του αφηγητή θέλει να εκδι
κηθεί το φονιά του γιου της, κι αν αυτό είναι δυνατό θέλει να συμμετέχει και η ίδια στον απαγ
χονισμό του, καθώς μόνο έτσι θα μπορέσει να καταλαγιάσει το μίσος που φουντώνει μέσα
της για τον άνθρωπο που της στέρησε το παιδί της. Ο πόνος που αισθάνεται για το χαμό του
 παιδιού της θολώνει την κρίση της και ξυπνά μέσα της βίαιες διαθέσεις εκδίκησης και
μια ασίγαστη ανάγκη να δει το δολοφόνο του παιδιού της να πληρώνει το τίμημα για το έγκλη
μα που διέπραξε. Παράλληλα, η μητέρα ίσως αισθάνεται και ενοχές που δεν ήταν εκεί να προ
στατέψει το παιδί της και που δεν μπόρεσε να αποτρέψει το χαμό του, καθώς οι γονείς εί
ναι πάντοτε έτοιμοι να κάνουν οτιδήποτε για τα παιδιά τους και αισθάνονται απίστευτο πό
νο όταν δεν τους δίνεται καν η ευκαιρία να προσπαθήσουν να σώσουν το παιδί τους, όταν
συνειδητοποιούν πως κάποια γεγονότα βρίσκονται έξω από το δικό τους έλεγχο κι από τις δι
κές του δυνάμεις. Άλλωστε, η μητέρα του αφηγητή ένιωθε από την πρώτη στιγμή πως ο γιος
της ο Χρηστάκης δεν έπρεπε να αναλάβει το ταχυδρομείο στη θέση του Χαραλάμπη και
ενώ τότε προσπάθησε να τον αποτρέψει, τώρα ίσως σκέφτεται ότι θα έπρεπε να είχε επιμεί
νει περισσότερο στην άρνησή της.

Ποιον τρόπο ακολουθεί στην αφήγησή του ο αδελφός του συγγραφέα; Ποια εί
ναι τα αποτελέσματα της μεθόδου αυτής;Ο Μιχαήλος δίνει την αφήγησή του παρα
θέτοντας τους διαλόγους της μητέρας με τον περαστικό αλλά και με τον ίδιο, προσφέρο
ντας έτσι στο διήγημα ζωντάνια, παραστατικότητα αλλά και τονίζοντας τη θεατρικότητα του
 κειμένου. Με τον αφηγηματικό αυτό τρόπο ο Μιχαήλος μας παρέχει τη δυνατότητα να παρα
κολουθήσουμε με λεπτομέρεια τις αντιδράσεις και τα συναισθήματα της μητέρας, η οποί
α από την ανησυχία και τη στεναχώρια που έχει για το γιο της που λείπει στα ξένα, φτάνει σε
 ακραίες συμπεριφορές. Μέσα από τα λόγια της μητέρας αποκαλύπτεται η ένταση των συ
ναισθημάτων της και γίνεται πλήρως αντιληπτός ο καημός της για τον ξενιτεμένο
γιο της, ενώ παράλληλα μας παρουσιάζεται η μεγαλόψυχη στάση της απέναντι στον άρρωστο
Κιαμήλη και εξηγείται πλέον η ευγνωμοσύνη που έχουν ο νεαρός Τούρκος και η μητέρα του
προς τη μητέρα του αφηγητή.

Πώς κατορθώνει ο συγγραφέας να δημιουργήσει κωμική κατάσταση μέσα
 από την τραγικότητα του πληγωμένου Τούρκου;


Ο Μιχαήλος όταν αντικρίζει τον Κιαμήλη για πρώτη φορά, βλέπει έναν άνθρωπο που δεν έ
χει
συνείδηση των πράξεών του, από τη μία να γλυκομιλά σ’ ένα βάτο και από την άλλη να α
πει
λεί μια αγριαγκινάρα. Η εικόνα αυτή είναι βέβαια κωμική καθώς ο Μιχαήλος αγνοούσε την
 ιστορία του Κιαμήλη κι έβλεπε απλώς τις παραληρηματικές πράξεις ενός ανθρώπου, αλλά
υποδηλώνει παράλληλα και την ένταση στην οποία βρισκόταν ο πληγωμένος Τούρκος, ο ο
ποίος από τη μία εκδήλωνε την τρυφερότητα που αισθανόταν για την κοπέλα που αγαπούσε κι
 α
πό την άλλη εξέφραζε το μίσος του για εκείνον που είχε σκοτώσει τον αδελφοποιτό του φίλο.

Με ποιες φράσεις, στις δυο τελευταίες σελίδες, προοικονομεί ο συγγραφέας ότι 
ο 
Κιαμήλης είναι ο φονιάς;Ο συγγραφέας προοικονομεί το γεγονός ότι ο Κιαμήλης είναι ο
φο
νιάς του Χρηστάκη, όταν μας αποκαλύπτει ότι οι δυο τους δε συναντήθηκαν ποτέ, καθώς
ο Χρηστάκης απουσίαζε όταν έφεραν για πρώτη φορά τον Κιαμήλη στο σπίτι τους κι έπειτα
όταν έμαθε για τον άρρωστο Τούρκο δεν παρουσιάστηκε καθόλου στο σπίτι και προτίμησε
να μείνει σε μια θεία τους. «Ο Χρηστάκης ο μακαρίτης εγύριζε τότε στα χωριά της επαρχίας,
με τες πραμάτειες επάνω στ’ άλογο... Και σαν έμαθε πως έχουμε τον άρρωστο εις το σπίτι, ε
πή
γε κι έρριψε την κάπα του εις της θείας μας το σπίτι, στο Κρυονερό... Εφτά μήνες είχαμε
τον
άρρωστο στο σπίτι, εφτά μήνες δεν επάτησε το κατώφλιό μας.» Ο Χρηστάκης έμεινε μακρι
ά
από το σπίτι της οικογένειας για εφτά ολόκληρους μήνες, γεγονός που σημαίνει ότι ο Κιαμή
λης δεν είχε ποτέ την ευκαιρία να τον δει και να αντιληφθεί έτσι την τραγική ομοιότητα που
υπήρχε ανάμεσα στο Χρηστάκη και το Χαραλάμπη.




Ποίος ήτον ο φονεύς του αδερφού μου

Γεώργιος Βιζυηνός                                       Ποίος ήτον ο φονεύς του αδερφού μου
Το διήγημα  (περιοδικό Εστία 1883), αποτελεί  ανάλυση κοινωνιολογική μιας ορθόδοξης ελληνικής οικογένειας που ζει στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα ”. Το απόσπασμα εντάσσεται στην πρώτη σκηνή του έργου.
Θέμα: Η τραγική ιστορία μιας μητέρας που περιέθαλψε για εφτά μήνες το φονιά του γιου της.
Σύντομη απόδοση περιεχομένου: Στην Κωνσταντινούπολη  ο Γεώργιος συναντά μετά από αρκετά χρόνια τη μητέρα του και τον αδερφό του Μιχαήλο. Εκεί συναντούν μια οικογένεια Τούρκων, οι οποίοι θέλουν  να ευχαριστήσουν τη μητέρα του συγγραφέα, επειδή είχε περιθάλψει για επτά μήνες τον γιο της Κιαμήλ. Αφού μαθαίνουμε  πως βρέθηκε τραυματισμένος στα χέρια της μητέρας του αφηγητή, μαθαίνουμε την τραγική αλήθεια: Ο Κιαμήλ,προσπαθώντας να εκδικηθεί το θάνατο του αδελφοποιτού του που πέθανεστην ίδια ενέδρα, σκότωσε άθελά του τον Χρήστο, τον αδελφό τουσυγγραφέα! Ο Κιαμήλ συλλαμβάνεται και ο συγγραφέας στέλνει τη μητέρατου πίσω στο χωριό, χωρίς να της αποκαλύψει την αλήθεια. Τρία χρόνια αργότερα ο συγγραφέας επισκέπτεται το χωριό του και βρίσκει εκεί τον Κιαμήλ τρελό από τις τύψεις, να είναι υπηρέτης στο σπίτι της μητέρας του,χωρίς αυτή να ξέρει την αλήθεια για το φονιά του παιδιού της.
Τα πρόσωπα
Η  μητέρα, που έχασε τον άντρα της το Μιχαλιό και το μεγαλύτερο γιο της, το Χρηστάκη. Είναι αξιοπρόσεκτη η ψυχολογική κατάσταση και η εκδικητική της μανία.
Ο Κιαμήλ, ο φονιάς που τελικά γίνεται πρόσωπο συμπαθητικό
Η μορφή της μητέρας του συγγραφέα και του Κιαμήλ αποκτούν διαστάσεις ηρώων αρχαίας τραγωδίας, μιας  και η μητέρα αγνοεί το φονιά του γιου της και ο Κιαμήλ αρχικά αγνοεί  ποιος ήταν το πραγματικό θύμα του. Η τραγικότητά τους έγκειται στο ότι αγνοούν την αλήθεια, αφού «θύτης» και«θύμα» δεν γνωρίζουν το δίχτυ της μοίρας στο οποίο έχουν παγιδευτεί.
Ο Γιωργής (ή το Γιωργί),  ο αφηγητής της ιστορίας , έχει σημεία ταύτισης με το Γεώργιο Βιζυηνό: είναι ο μορφωμένος γιος  που σπούδασε στην Ευρώπη και «επρόκοψε».
Ο μικρότερος αδελφός του Γιωργή, ο Μιχαήλος, που αφηγείται την ιστορία του Κιαμήλ.
ΑΦΗΓΗΣΗ : Έχουμε μίμηση. Ένας δραματοποιημένος αφηγητής αφηγείται την ιστορία, παράλληλα όμως η δική του «φωνή» διακόπτεται, για να παρατεθούν διάλογοι, όπως ακριβώς έγιναν στην πραγματικότητα. Αφηγείται  σε α΄ πρόσωπο, κάτι που δίνει στην αφήγηση τη δύναμη της προσωπικής μαρτυρίας, ενώ με τους διαλόγους το έργο αποκτά ζωντάνια, παραστατικότητα, αμεσότητα και αντικειμενικότητα, αφού τα λόγια των ηρώων παρουσιάζονται όπως ειπώθηκαν.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Ενδοδιηγητικός ομοδιηγητικός. Μετέχει στην ιστορία, αλλά δεν είναι η δική του ιστορία αυτή που αφηγείται ούτε πρωταγωνιστεί έστω στο συγκεκριμένο απόσπασμα.
ΕΣΤΙΑΣΗ:Η εστίαση είναι εσωτερική. Ο αφηγητής παρουσιάζει τα γεγονότα όπως τα βλέπει, τα ζει και τα αντιλαμβάνεται καθώς ξετυλίγονται μπροστά του και με όσες γνώσεις διαθέτει για τα γεγονότα μέχρι τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή.
Εγκιβωτισμός :( η διακοπή της κανονικής ροής της αφήγησης για να παρουσιαστεί μια άλλη αφήγηση). Πρόκειται για μια ιστορία που ο ενδοδιηγητικός αφηγητής, ο οποίος γράφει με εσωτερική εστίαση, δεν μπορεί να τη γνωρίζει, αφού δεν ήταν παρών.   Ο πιο κατάλληλος να την διηγηθεί  είναι ο Μιχαήλος, αυτός που μετέφερε τον Κιαμήλ στο σπίτι τους και έζησε κάτω από την ίδια στέγη με αυτόν για 7 μήνες, που τον είδε άρρωστο και στα όρια της σχιζοφρένειας.
Πάλι με εσωτερική εστίαση, με μίμηση, δηλαδή συνδυασμό πρωτοπρόσωπης αφήγησης με διαλόγους αυτούσιους, αλλά και με γραμμική αφήγηση δίδεται και η ιστορία που αφηγείται ο Μιχαήλος. Και πάλι δηλαδή παρουσιάζεται η ιστορία όσο το δυνατόν πιο πιστά και αντικειμενικά.
 Η αναδρομική αφήγηση του Μιχαήλου,  περιέχει συνεχείς παρεκβάσεις Συνιστά επιβράδυνση, η οποία επιτείνει την αγωνία του αναγνώστη – και του ίδιου του αφηγητή! – κεντρίζει το ενδιαφέρον του, φωτίζει αθέατες πλευρές της ιστορίας,  και με την αλλαγή της αφηγηματικής φωνής αποκτά το κείμενο και ποικιλία.
Μέσα στην εγκιβωτισμένη αφήγηση υπάρχουν προσημάνσεις και προοικονομία.
v   ο γερο –Μούρτος, ο ιδιοκτήτης του χανιού διπλά στο οποίο κειτόταν ο Κιαμήλ, είπε στο Μιχαήλο: «…για να πας τη λοιμική σπίτι σου;».  Και η λοιμική μπορεί να είναι η επιδημική ασθένεια, εδώ όμως τελικά είναι ο ίδιος ο θάνατος.
v     Το μίσος και η απέχθεια του Χρηστάκη για τον Τούρκο Κιαμήλ, λειτουργούν ως προσήμανση του ρόλου που τελικά θα έπαιζε στη ζωή του  ο Κιαμήλ. Σαν να τον προειδοποίησε το ένστικτό του γι’ αυτό το ρόλο.
v     Προοικονομία: η τελευταία προσήμανση λειτουργεί και ως προοικονομία, αφού  οι δύο αυτοί άνθρωποι δεν γνωρίστηκαν, οπότε εξηγείται το σφάλμα του Κιαμήλ, αφού ο Χρηστάκης έμοιαζε πολύ με το Χαραλάμπη, τον ταχυδρόμο που αντικατέστησε στην υπηρεσία και στο θάνατο (!).
«Πίσω από τις περιπέτειες μιας καλοστημένης αστυνομικής ιστορίας αναδύονται τελικά οι άνθρωποι με την τραγικότητά τους, πιασμένοι στο ίδιο δόκανο της μοίρας» (Μουλλάς)Το διήγημα κινείται στο χώρο της ηθογραφίας και περιέχει στοιχεία κοινωνικά και ψυχογραφικά. Τα πρόσωπα σκιαγραφούνται με ρεαλισμό,αληθοφάνεια και δραματικότητα μέσα από τους διαλόγους τους. Ο Βιζυηνός ζωγραφίζει με δεξιοτεχνία και αφηγηματική χάρη την τραγική αυτή κατάσταση, αποφορτίζοντάς την συνεχώς με κωμικά στοιχεία. Έτσι, το διήγημα αποτελεί μια λεπτή ισορροπία αντίθετων και συγκρουόμενων καταστάσεων.
Ο Γεώργιος Βιζυηνός είναι ένας από τους σημαντικότερους νεοέλληνες πεζογράφους. Εμφανίζεται σε μια εποχή που οι πεζογράφοι στρέφονται στην περιγραφή της υπαίθρου με στόχο τα ήθη και τα έθιμα του ελληνικού λαού. Έτσι καλλιεργήθηκε το ηθογραφικό διήγημα.  Ο Βιζυηνός όμως πήγε πιο πέρα και πρόσθεσε και αυτοβιογραφικά χαρακτηριστικά στο έργο του. Χαρακτηριστικά του έργου του είναι: 
1) Αυτοβιογραφικός χαρακτήρας: το έργο του είναι αποκλειστικά σχεδόν βιωματικό (καταγραφές από την παιδική ηλικία, οι ήρωές του είναι συγγενικά του πρόσωπα, ο τόπος είναι η ιδιαίτερη πατρίδα του, η Αν. Θράκη)
 2) Ψυχογραφικό αφήγημα: τον ενδιαφέρει η ανθρώπινη ψυχή και τα μυστικά της. Επισημαίνει πρώτος στα έργα του τις ψυχολογικές διαδικασίες των ηρώων (Π.χ επιθετικότητα, εκλογίκευση).
3) Λαογραφικά στοιχεία: συγκεντρώνει στοιχεία από τη ζωή των μικρών αγροτικών κοινωνιών και από την προφορική τους παράδοση (οι διάλογοι στα έργα του ακολουθούν το ιδίωμα της Θράκης).
4) Η γλώσσα: χρησιμοποιεί την αρχαϊζουσα γλώσσα που σε αρκετά σημεία είναι προσιτή, αποδεικνύοντας τη φιλολογική του παιδεία. Πρώτος χρησιμοποιεί την τοπική διάλεκτο της πατρίδας του στους διαλόγους.
 5) Αφηγηματικές τεχνικές: - Χρησιμοποιεί την αφήγηση σε α΄ πρόσωπο. -Υπάρχουν αναδρομές στο παρελθόν που διασπούν τη γραμμική αφήγηση των γεγονότων. - Είναι αισθητή η θεατρικότητα των έργων του με τη συμμετοχή πολλών προσώπων, την εναλλαγή σκηνών και επεισοδίων. - Χρησιμοποιεί μικτό τρόπο αφήγησης (διήγηση +μίμηση).


«Ποίος ήτον ο φονεύς του αδερφού μου», Γ. Βιζυηνός 
10. Να προσπαθήσετε, γνωρίζοντας το τέλος της ιστορίας και τ η λύση το...


«Ποίος ήτον ο φονεύς του αδερφού μου», Γ. Βιζυηνός 
στο ότι μπόρεσε να αναπαραστήσει και να απεικονίσει, με πειστικούς αφη...


Γεώργιος Βιζυηνός


Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%93%CE%B5%CF%8E%CF%81%CE%B3%CE%B9%CE%BF%CF%82_%CE%92%CE%B9%CE%B6%CF%85%CE%B7%CE%BD%CF%8C%CF%82
Πήδηση στην πλοήγησηΠήδηση στην αναζήτηση
Γεώργιος Βιζυηνός
Georgios M. Vizyinos.JPG
Γέννηση8  Μαρτίου 1849[1]
Βιζύη
Θάνατος15 Απριλίου 1896 (47 ετών)
Αθήνα[2]
ΥπηκοότηταΕλλάδα
ΣπουδέςΕθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο ΑθηνώνΠανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν και Πανεπιστήμιο της Λειψίας
Ιδιότητασυγγραφέαςθεατρικός συγγραφέαςμυθιστοριογράφος και ποιητής
Commons page Πολυμέσα σχετικά με τον καλλιτέχνη
Ο Γεώργιος Βιζυηνός (πραγματικό ονοματεπώνυμο Γεώργιος Μιχαήλ Σύρμας ή Μιχαηλίδης, Βιζύη8 Μαρτίου 1849[3] – Αθήνα15 Απριλίου 1896 (47 ετών), ήταν Έλληνας πεζογράφος, ποιητής και λόγιος. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της ελληνικής λογοτεχνίας.

Βιογραφικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γεννήθηκε στη Βιζύη της Ανατολικής Θράκης, το σημερινό Βιζέ της Τουρκίας, στις 8 Μαρτίου 1849, γιος πολύ φτωχικής οικογένειας. Ο πατέρας του, Μιχαήλος Σύρμας, δούλευε στα καμίνια του ασβέστη. Αργότερα έγινε πραματευτής και πέθανε από τύφο το 1854 αφήνοντας τον γιό του ορφανό σε ηλικία 5 ετών. Είχε άλλα τέσσερα αδέλφια: τον Μιχαήλο, που πέθανε τρία χρόνια πριν από τον Γεώργιο, τον Χρηστάκη, τον αδικοσκοτωμένο ταχυδρόμο, για τον οποίο μιλά στο διήγημά του Ποιος ήτο ο φονεύς του αδελφού μου, και δύο κορίτσια, την Άννα, που πέθανε με τις συνθήκες που περιγράφει στο Αμάρτημα της μητρός μου και την Αννιώ, που πήρε το όνομα της αδελφής της, αλλά πέθανε κι αυτή μικρή[4] Σε ηλικία 10 ετών οι παππούδες του τον στέλνουν στην Κωνσταντινούπολη κοντά σε ένα θείο του για να μάθει ραπτική. Παραμένει εκεί μέχρι την ηλικία των 18, προστατευόμενος από τον Κύπριο έμπορο, Γιάγκο Γεωργιάδη και αργότερα προστατευόμενος του αρχιεπισκόπου Κύπρου, Σωφρονίου Β΄, ζει για ένα διάστημα στην Κύπρο, όπου μάλιστα τον προόριζαν για τον ιερατικό κλάδο. Το 1872 γίνεται ιεροσπουδαστής στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, χωρίς την υποχρέωση να ιερωθεί, όπου το 1873 δημοσιεύει και την πρώτη του ποιητική συλλογή (Ποιητικά Πρωτόλεια)[5]. Μεταξύ των καθηγητών του αναφέρεται και ο ποιητής Ηλίας Τανταλίδης, ο οποίος διέκρινε στον Βιζυηνό στοιχεία ιδιαίτερου ταλέντου και ευφυίας, ώστε τον σύστησε στον πλούσιο Γεώργιο Ζαρίφη[6]. Το 1874 το επικό ποίημά του Κόδρος βραβεύεται στον Βουτσιναίο Ποιητικό Διαγωνισμό[7]. Την ίδια χρονιά εγγράφεται στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, αλλά με δαπάνες του Ζαρίφη μεταβαίνει στη Γερμανία, στη Γοτίγγη, όπου σπουδάζει φιλολογία και φιλοσοφία στο διάστημα 1875-1878. Το 1876 η επόμενη ποιητική συλλογή του Άραις μάραις κουκουνάραις (μετονομάστηκε σε Βοσπορίδες Αύραι) βραβεύεται στον Βουτσιναίο Διαγωνισμό, στον οποίο, το 1877 η συλλογή του Εσπερίδες επαινείται. Το 1881 τυπώνεται στη Λειψία η διδακτορική του διατριβή Das Kinderspiel in Bezug auf Psychologie und Paedagogik («Το παιδικό παιχνίδι υπό έποψη ψυχολογική και παιδαγωγική»)[6]. Οι σπουδές του στην Γερμανία διηύρυναν σημαντικά τον πνευματικό του κόσμο και τον έφεραν σε επαφή με έναν χώρο που έστρεφε πλέον την πλάτη του στον ρομαντισμό και στον αποστεωμένο κλασικισμό και στρεφόταν στον εσωτερικό άνθρωπο. Το τελευταίο αυτό στοιχείο υπήρξε καθοριστικό για το πεζογραφικό έργο του Βιζυηνού και ας μη λησμονούμε οτι στην Γερμανία υπήρξε, μεταξύ άλλων, μαθητής του θεμελιωτή της Πειραματικής Ψυχολογίας Βίλ(χ)ελμ Βούντ. Η ψυχογραφική ανάλυση των ηρώων του είναι εκείνη στην οποία προπάντων οφείλει την πρωτοποριακή θέση που κατέχει στα νεοελληνικά γράμματα. Μέχρι το 1884 ο Βιζυηνός επισκέπτεται το Παρίσι (1882), όπου γνωρίζει τον Δημήτριο Βικέλα, τον Marquis Queux de Saint-Hilaire και τη Juliette Lamber-Adam, και το Λονδίνο (1883), όπου σχετίζεται με τον πρεσβευτή Πέτρο Βράιλα-Αρμένη. Παράλληλα, δημοσιεύει την ποιητική συλλογή Ατθίδες Αύραι. Την ίδια χρονιά (1883) δημοσιεύεται στην Εστία το πρώτο μεγάλο διήγημά του, Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως. Δημοσιεύονται επίσης το Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου και Το αμάρτημα της μητρός μου. Το 1884, λόγω του θανάτου του προστάτη του, Ζαρίφη, υποχρεώνεται να επιστρέψει στην Αθήνα και διορίζεται καθηγητής σε γυμνάσιο.
Ένα χρόνο αργότερα εκλέγεται υφηγητής στην έδρα της Ιστορίας της Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, με την επί υφηγεσία διατριβή Η φιλοσοφία του καλού παρά Πλωτίνω[8]. Παράλληλα δημοσιεύονται τα διηγήματά του Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας και Το μόνον της ζωής του ταξείδιον. Εκείνη την εποχή αρχίζει να ασχολείται με ένα μεταλλείο στο Σαμάκοβο. Το 1886 γράφει το Ο Μοσκώβ-Σελήμ. Το 1892 προσβάλλεται από φρενική νόσο και καταλήγει έγκλειστος στις 14 Απριλίου 1892 στο Δρομοκαΐτειο Ψυχιατρείο[9]. Εκεί ζει βυθισμένος στις ουτοπικές εμμονές του για την εκμετάλλευση του μεταλλείου στην πατρίδα του και στο παραληρηματικό πάθος του για τη νεαρή Μπετίνα Φραβασίλη (14 ετών), μαθήτριάς του στο Ωδείο Αθηνών, την οποία επιθυμούσε να νυμφευθεί[10]. Ύστερα από τέσσερα χρόνια εγκλεισμού, πεθαίνει στις 15 Απριλίου 1896, σε ηλικία 47 ετών. Η ζωή του ενέπνευσε τον σκηνοθέτη Λάκη Παπαστάθη, ο οποίος και γύρισε την ταινία " Μόνον της ζωής το ταξείδιον¨. Η ταινία παρουσιάζει την περίοδο που ο συγγραφέας ήταν έγκλειστος στο ψυχιατρείο και μεταφέρεται στην παιδική του ηλικία μέσα από διαλόγους με το παππού του, ο οποίος του μιλούσε για φανταστικά ταξίδια.

Έργο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Βιζυηνός, νους κριτικός, ιδιοφυής, φιλέρευνος, διδάσκει, μεταφράζει τις γνωστότερες ευρωπαϊκές μπαλάντες, συγγράφει μελέτες φιλοσοφικές, αισθητικές, ψυχολογικές, λαογραφικές, αλλά και σχολικά εγχειρίδια και άρθρα για εγκυκλοπαιδικά λεξικά.
Το αφηγηματικό του υλικό, αντλημένο από προσωπικές και οικογενειακές μνήμες, από τις παραδόσεις και τα βιώματα της λαϊκής ζωής στην ιδιαίτερη πατρίδα του, διοχετεύεται στα διηγήματά του. Το υλικό αυτό ενισχυμένο από το στέρεο υπόβαθρο της παιδείας του και την επιστημονική γνώση της ψυχολογίας ενσωματωμένο σε μια ποικίλη, πλούσια γλώσσα υψηλού ήθους (λόγια, λαϊκή, ιδιωματική) διοχετεύεται στα διηγήματά του. Έτσι ο Βιζυηνός αναπτύσσει τη μυθοπλασία του. Ανακαινιστής και πρωτοπόρος, ανοίγει τον δρόμο της νεοελληνικής διηγηματογραφίας. Η αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο, η μυθιστορηματική πλαστικότητα των χαρακτήρων, οι δραματικές συγκρούσεις, η δομή, η δραματικότητα, η άρτια αφηγηματική τεχνική — η ενδιαφέρουσα διαπλοκή του ιστορικού και του αφηγηματικού χρόνου — είναι μερικά από τα βασικά γνωρίσματα του «Αμαρτήματος της μητρός μου», αλλά και των άλλων διηγημάτων του.
Όλες οι μελέτες του - όπως και αρκετές ποιητικές συλλογές - εκδόθηκαν σε αυτοτελή τόμο. Τα διηγήματα και τα άρθρα δημοσιεύθηκαν σε διάφορα έντυπα της εποχής και δεν συγκεντρώθηκαν σε τόμο κατά τη διάρκεια της ζωής του. Από τα χειρόγραφά του σώζονται κάποιες επιστολές και αρκετά ποιήματα. Βλ. την έκδοση «Επιστολές» σε επιμέλεια Γ. Παπακώστα (Αθήνα: Πατάκης 2004) και για εκτενή βιβλιογραφικά τον Α´ τόμο της έκδοσης «Τα Ποιήματα» (Αθήνα: Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη 2003).

Ποιητικές συλλογές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ποιητικά Πρωτόλεια (1873)
  • Ο Κόδρος (1874)
  • Βοσπορίδες Αύραι (1876)
  • Ατθίδες Αύραι (1883)
  • Εσπερίδες (1877)
  • Λυρικά
  • Παιδικαί ποιήσεις

Διηγήματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Άρθρα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Η Ελληνική δημοσιογραφία κατά το 1883 (1884) - Μετάφραση
  • Διατί η μηλιά δεν έγινε μηλέα (1885)
  • Μαργαρίτου Ευαγγελίδου, «Ιστορία της θεωρίας της γνώσεως» (1885) - Κριτική
  • Οι καλόγεροι και η λατρεία του Διονύσου εν Θρἀκη (1888)
  • Αι εικαστικαί τέχναι κατά την Α´ εικοσιπενταετηρίδα του Γεωργίου Α´ (1888)
  • Η Κέρκυρα (1891) - Μετάφραση
  • Αμερικανικαί Αρχαιότητες (1891)
  • Ερίκος Ίβσεν (1892)
  • Ανά τον Ελικώνα, Βαλλίσματα (1894)
Ποίος Ήτον ο Φονεύς του Αδελφού μου» δωρεάν e-book
Συγγραφέας: Γεώργιος Βιζυηνός
Επιμέλεια έκδοσης: Γιώργος Β. Σκάθαρος
«Είναι το τρίτο διήγημα του Γ. Βιζυηνού. Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Εστία σε τρεις συνέχειες από τις 23 Οκτωβρίου 1883. Σ’ αυτό ο συγγραφέας περιγράφει το θάνατο του αδελφού του, Χρήστου και τις αγωνιώδεις προσπάθειες της μητέρας του να βρει το δολοφόνο του παιδιού της».