Θεσσαλονίκη μέρες του 1969 μΧ - Μανόλης Αναγνωστάκης-ανάγνωση
Θεσσαλονίκη μέρες του 1969 μ.Χ. - Μανόλης Αναγνωστάκης
Αναγνωστάκης - Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ Χ
ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ - ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ 1969 μ Χ
Σκυφτοί περάσανε - Μανόλης Αναγνωστάκης
Μ. Αναγνωστάκης: Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.Χ.
Το ποίημα περιλαμβάνεται στη συλλογή Ο Στόχος (1970). Αυτή αποτελεί την τελευταία συλλογή του ποιητή και αποτελείται από
πολιτικώς τολμηρά ποιήματα, με στόχο την ανάληψη αντιστασιακής δράσης και την ενεργοποίηση, αφύπνιση του λαού στη διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας. Πρωτοδημοσιεύτηκε στα Δεκαοχτώ Κείμενα, που αποτέλεσαν την πρώτη πράξη αντίστασης των πνευματικών ανθρώπων κατά της δικτατορίας.
Ενότητες
Το ποίημα είναι δυνατό να διακριθεί σε τρεις ενότητες:
α ενότητα («Στην οδό Αιγύπτου ... που περνούνε» [στ. 1-4]): κυριαρχούν οι προσδιορισμοί του χώρου και του χρόνου.
β ενότητα («Άλλωστε τα παιδιά ... των παιδιών των παιδιών τους» [στ. 5-12]): κυριαρχεί η αναφορά στα «παιδιά».
γ ενότητα(«Προς το παρόν ... των Ελλήνων» [στ. 13-19]): λειτουργεί η επαναφορά στο χώρο της α' ενότητας, αποκαλύπτοντας ο ποιητής τα αίτια της νέας κατάστασης και καταγγέλλοντας τα.
Συμβολισμοί
Η σκηνοθεσία των συμβολισμών στο ποίημα παρουσιάζεται μέσα
από τις παρακάτω επιλογές:
Η «Θεσσαλονίκη» είναι η Ελλάδα.
«Τράπεζα Συναλλαγών» είναι η συναλλαγή, το ξεπούλημα.
Οι λέξεις «βαριές αρρώστιες, πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί» αποτελούν τα σύμβολα της συμφοράς.
Οι «θωρακισμένοι στρατιώτες» αναφέρονται στη στρατιωτική δικτατορία, που είχε επιβληθεί στη χώρα (1967-1974).
Τέλος με τις λέξεις «πρακτορεία μεταναστεύσεως» εννοείται το μεταναστευτικό ρεύμα ως αποτέλεσμα της ανεργίας.
Τεχνική του ποιήματος
Στο συγκεκριμένο ποίημα το νόημα και η τεχνική συνδέονται στενά. Κυριαρχεί ο ρυθμός της καθημερινής κουβέντας, ελάχιστες είναι οι ασυνήθιστες λέξεις, ενώ απουσιάζουν οι παρομοιώσεις ή άλλα στοιχεία που στολίζουν το λόγο. Ο στίχος είναι λιτός. Δεν υπάρχει μέτρο και ομοιοκαταληξία, παρά μόνο ένας ρυθμός εσωτερικός που δραματοποιεί ανάγλυφα την κατάσταση στην Ελλάδα του 1969 μ.Χ. Ο ποιητής μιμείται το καβαφικό ύφος, ενυπάρχει μια διάχυτη ειρωνεία, σαρκασμός, αγανάκτηση και οργή για την κατάσταση που επικρατεί. Ο λόγος είναι σαφής, απλός, ειλικρινής και διατυπωμένος με παρρησία.
Κεντρικό μήνυμα
Η αποκάλυψη και η καταγγελία της δικτατορίας, ως αιτίας για τις συμφορές που έπλητταν τον ελληνικό λαό. Η σύγκριση με το παρελθόν αποδεικνύει το τέλμα και την απουσία ανέλιξης της χώρας.
Απαντήσεις στις ερωτήσεις του σχολικού βιβλίου
1. Το ποίημα κινείται σε δύο χρονικά επίπεδα [το παρόν και το παρελθόν) με επίκεντρο την οδό Αιγύπτου. Το επίπεδο νου παρόντος διαγράφεσαι πιο ρητά, ενώ το επίπεδο του παρελθόντος συνάγεται έμμεσα κατά τη διαδρομή του ποιήματος. Με βάση τους υπαινιγμούς που γίνονται και τις αναθέσεις προς το παρόν, προσπαθήστε να ανασυνθέσετε την εικόνα νου παρελθόντος.
Απάντηση
Το παρελθόν, στο οποίο έμμεσα αναφέρεται ο ποιητής, σχετίζεται με τη μετακατοχική περίοδο και τα παιδικά ή εφηβικά του χρόνια. Φανταζόμαστε τα παιδιά να παίζουν στους δρόμους, κάτι που δεν μπορεί να γίνει πια λόγω των πολλών τροχοφόρων που τους διασχίζουν.
Οι μικρές μονοκατοικίες της γειτονιάς έχουν δώσει τη θέση τους σε μέγαρα πολυώροφα. Υπάρχουν τράπεζες, τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μετανάστευσης, που δεν υπήρχαν παλιότερα. Τα παιδιά μπορούσαν να γελάσουν, να ψιθυρίσουν μυστικά, να εμπιστευθούν. Μεγάλωναν με τα αισιόδοξα λόγια του πατέρα και την ελπίδα ότι θα γνωρίσουν καλύτερες μέρες.
2. Το ποίημα κινείται επίσης σε δύο νοηματικά επίπεδα. Το πρώτο διακρίνεται εύκολα με μια πρώτη ανάγνωση. Ποιο είναι το δεύτερο στο οποίο στοχεύει το ποίημα;
Απάντηση
Στο ποίημα λειτουργούν δύο χρονικά αλλά και νοηματικά επίπεδα. Συγκρίνεται το παρελθόν με το παρόν, η Θεσσαλονίκη των παιδικών και εφηβικών χρόνων του ποιητή με τη Θεσσαλονίκη του 1969, τη Θεσσαλονίκη του παρόντος. Στο επίκεντρο βρίσκεται η οδός Αιγύπτου, η οποία φαίνεται να έχει αλλάξει ριζικά.
Τα πολυώροφα κτίρια, που σηματοδοτούν ένα απρόσωπο τρόπο ζωής, η συναλλαγή και το ξεπούλημα για την εξυπηρέτηση συμφερόντων, και ειδικότερα, και ειδικότερα το ξεπούλημα της χώρας στους ξένους, η θλίψη, η ανελευθερία και η έλλειψη εμπιστοσύνης σε συνδυασμό με τις συμφορές που έπληξαν στο παρελθόν, αλλά και θα συνεχίσουν να ταλανίζουν το λαό ( με την επιβολή δικτατορίας ) , αποτελούν μερικά από τα στοιχεία που συνθέτουν την εικόνα της Θεσσαλονίκης του 1969, της Ελλάδας γενικότερα του 1969. Μα η ελπίδα δε χάνεται, υπάρχει η πεποίθηση ότι στο μέλλον κάποια στιγμή η αλυσίδα της δυστυχίας θα πάρει τέλος και με αυτή την προοπτική κι αυτά τα παιδιά θα μεγαλώσουν τα παιδιά τους και τα παιδιά «των παιδιών των παιδιών τους». Άλλωστε μ’ αυτό το έργο έχουν ανατραφεί γενιές και γενιές. Προς το παρόν, ο ποιητής αρκείται στην καταγγελία της συναλλαγής, της ανεργίας και της συνεπαγόμενης μετανάστευσης και ελπίζει ότι η Ελλάδα « με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία, τις ωραίες εκκλησίες» θα αντιδράσει σε όλους όσοι σμιλεύουν το μίζερο παρόν της.
(Αυτά είναι στην πλειοψηφία τους εξαιρετικά σχόλια)
Η ποίηση του Αναγνωστάκη δεν είναι (τουλάχιστον όσον εκ πρώτης όψεως φαίνεται) απαισιόδοξη. «Στο βάθος του ορίζοντα της διακρίνεται ένα φως που μοιάζει περισσότερο με την αναλαμπή μιας αυγής και λιγότερο με το φέγγος ενός λυκόφωτος» και ότι «περισσότερο από ιδεολογικός ποιητής, ο Αναγνωστάκης είναι υπαρξιακός ποιητής και ο χαρακτήρας του αυτός τον κάνει ν' αποκλίνει ουσιωδώς από την ομάδα, των πολιτικών ποιητών και να προσεγγίζει τους υπαρξιακούς ποιητές της γενιάς του».
(Απόσπασμα από τις απόψεις του Ν. Βαγενά για τον Αναγνωστάκη)
Το ποίημα είναι από τη συλλογή Ο στόχος που πρωτοεκδόθηκε στη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Αναγνωστάκη {Τα ποιήματα, 1941-1971), τα περισσότερα όμως ποιήματα της συλλογής είχαν δημοσιευτεί στα Δεκαοχτώ κείμενα, την ομαδική έκδοση που εμφανίστηκε τον Ιούλιο του 1970 και στάθηκε μια πράξη αντίστασης των πνευματικών ανθρώπων ενάντια στη δικτατορία.
Η συλλογή, που θεωρείται η πιο «πολιτική» του Αναγνωστάκη, περιλαμβάνει 12 ποιήματα, ένα είδος προλόγου και έναν επίλογο.
«Ο τόνος είναι υψωμένος γενικά, σχεδόν οργισμένος, παρόλο που δεν υπερβαίνει το κουβεντιαστό όριο. Άλλοτε γίνεται δηκτικός και σαρκαστικός, άλλοτε μελαγχολικός και βαθιά πικραμένος, αλλά πάντα μονότροπος. πεζολογικός, ακόμα αντιποιητικός, προσγειωμένος».
( Κ. Μπαλάσκας)
Ο τίτλος του ποιήματος άμεσα παραπέμπει στον Καβάφη, ο οποίος χρησιμοποιεί το Μέρες και κάποια χρονολογία σε πέντε ποιήματα του. Τα ποιήματα αυτά είναι: Μέρες του 1903. Μέρες του 1896. Μέρες του 1901. Μέρες του 1909, ΙΟκαι 11, Μέρες του 1908.
Σύμφωνα με τον Δ. Μαρωνίτη η χρησιμοποίηση του Καβαφικού αυτού τίτλου πέρα από το γεγονός ότι δείχνει ότι και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται για ημερολογιακού τύπου εγγραφές, αποτελεί και μια ειρωνική αντίθεση του πολιτικού ποιήματος του Αναγνωστάκη με τα ερωτικά του Καβάφη, υποβάλλοντας ότι οι Μέρες του Αναγνωστάκη δεν μπορούν να έχουν και δεν έχουν καμιά ερωτική και ηδονική χροιά.
Η τοπική ένδειξη «Θεσσαλονίκη» επίσης παραπέμπει στον Καβάφη (Μύ-ρης, Αλεξάνδρεια του 340 μ.Χ.). Όμως είναι και ο τόπος όπου γεννήθηκε και έζησε για πολλά χρόνια ο ποιητής.
Ο πρώτος στίχος του ποιήματος μας τοποθετεί σ' έναν ακόμα πιο συγκεκριμένο χώρο από τη γενική ένδειξη του τίτλου «Θεσσαλονίκη».
«Στην οδό Αιγύπτου - πρώτη πάροδος δεξιά». Η οδός Αιγύπτου υπάρχει σε άλλα δύο ποιήματα του Αναγνωστάκη. Στο ποίημα Ο πόλεμος από τη συλλογή Εποχές, γραμμένη στα 1941-1944, διαβάζουμε:
Στην οδό Αιγύπτου (πρώτη πάροδος δεξιά)
τα κορίτσια κοκκαλιασμένα περιμένανε απ' ώρα τον
Ισπανό με τα τσιγαρόχαρτα
Επίσης στο ποίημα Όταν αποχαιρέτησα... από τη συλλογή Η συνέχεια 2, διαβάζουμε τους στίχους:
Πώς να εξηγήσω πιο απλά τι ήταν ο Ηλίας
Η Κλαίρη. ο Ραούλ, η οδός Αιγύπτου
Αυτή η επίμονη αναφορά στη συγκεκριμένη οδό σημαίνει πως υπήρξε κάτι ιδιαίτερο για τον ποιητή. Πιθανόν εκεί να έζησε τα παιδικά του χρόνια. Οπωσδήποτε είναι χώρος πολύ οικείος, από τον οποίο έχει πολλές αναμνήσεις, αλλά και χώρος γνωστός στο «τώρα», το 1969 που γράφεται το ποίημα.
Τον τοπικό προσδιορισμό ακολουθεί στο δεύτερο στίχο ένας χρονικός: «Τώρα». Το ίδιο επίρρημα θα επαναληφθεί λίγο πιο κάτω: «Τώρα πια δεν γελούν...» Και προς το τέλος του ποιήματος θα χρησιμοποιηθεί μια συνώνυμη φράση: «Προς το παρόν». Ο χρόνος λοιπόν του ποιήματος είναι το «τώρα», το «παρόν», το 1969, όπως δηλώνει ο τίτλος του ποιήματος.
Όμως το ποίημα δεν κινείται μόνο στο παρόν. Ξεκινά απ' αυτό αλλά με την τεχνική του flash-back, με αναδρομές, μας γυρίζει στο παρελθόν. Ούτε και σ' αυτό βέβαια μένει.
Υπάρχει μια διαρκής εναλλαγή ανάμεσα στο παρόν και στο παρελθόν. Μετά το «τώρα» του δεύτερου στίχου ακολουθεί στον τέταρτο η φράση «και τα παιδάκια δεν μπορούνε πια...»
Ο ίδιος σχεδόν στίχος, όπως και λίγο πριν «η οδός Αιγύπτου», βρίσκεται και σε άλλο ποίημα του Αναγνωστάκη. Στη συλλογή Εποχές 2 στο ποίημα «VI», διαβάζουμε:
Και τα παιδάκια δεν μπορούνε πια να παίξουνε
χωρίς κανένα κίνδυνο από τα τόσα κάρα που περνούνε.
Ο Δ. Μαρωνίτης ονομάζει αυτή τη μέθοδο «διακειμενικές αυτοαναφορές». ενώ τη χρήση στίχων ή φράσεων άλλων ποιητών, οι οποίες επίσης υπάρχουν στο συγκεκριμένο ποίημα, «διακειμενικές ετεροαναφορές».
Παρόμοια δήλωση θα γίνει λίγο πιο κάτω: «Τώρα πια δε γελούν, δεν ψιθυρίζουν μυστικά, δεν εμπιστεύονται». Αυτό το «πια» μας κάνει αμέσως να σκεφτούμε, έστω κι αν δεν δηλώνεται, πως κάποτε μπορούσαν να παίξουν, να γελούν, να ψιθυρίζουν μυστικά, να εμπιστεύονται.
Όμως το παρελθόν δεν είναι μόνο υπονοούμενο. Υπάρχουν και πιο σαφείς δηλώσεις του. Αυτές είναι: «Ο καιρός εκείνος πέρασε που ξέρατε», «ήρθανε βαριές αρρώστιες από τότε», «θυμούνται τα λόγια του πατέρα».
Μένει τώρα να προσδιορίσουμε χρονικά αυτό το παρελθόν. Σε ποια εποχή αναφέρεται ο ποιητής; Ξεκινώντας από το τώρα. το οποίο είναι σαφώς προσδιορισμένο (1969), έχοντας υπόψη ότι τα παιδιά (εκείνα που έπαιζαν, γελούσαν κλπ) μεγάλωσαν, συμπεραίνουμε ότι πρόκειται για τα ίδια παιδιά και μάλιστα «όσα επιζήσαν» που θυμούνται τα λόγια του πατέρα και επομένως το παρελθόν, στο οποίο αναφέρεται ο ποιητής, δεν ξεπερνά τη μια γενιά, δηλαδή τα 20-30 χρόνια. Βρισκόμαστε επομένως στη δραματική δεκαετία 1940-1950 τη γεμάτη από γεγονότα που σημάδεψαν ανεξίτηλα την Ελλάδα: Πόλεμος. Κατοχή, Αντίσταση. Εμφύλιος.
Τους χρονικούς προσδιορισμούς και μετατοπίσεις του ποιήματος (παρόν -παρελθόν - παρόν αλλά και μια υποδήλωση μέλλοντος, «ελπίζοντας πως κάποτε θα σταματήσει η αλυσίδα»), παρακολουθούν οι περιγραφές του χώρου, οι τοπικοί προσδιορισμοί. Για το τώρα η αναφορά είναι πολύ σαφής: Στην οδό Αιγύπτου υπάρχει τώρα η Τράπεζα Συναλλαγών, τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως, στοιχεία που αναφέρονται δύο φορές μέσα στο ποίημα, στην αρχή και στο τέλος, με την ίδια ακριβώς σειρά.
Τι υπήρχε πριν εκεί δεν μας λέει ο ποιητής. Μας δίνει μόνο την πληροφορία ότι «τα παιδάκια δεν μπορούνε πια να παίξουνε από τα τόσα τροχοφόρα», πράγμα που σημαίνει ότι κάποτε μπορούσαν, άρα κάποτε δεν υπήρχαν τόσα τροχοφόρα και τα παιδιά μπορούσαν άνετα να παίξουν στο δρόμο.
Η αναφορά στα παιδιά, που ανάμεσα τους πολύ πιθανόν υπήρξε και ο συγγραφέας, αφού μας περιγράφει έναν οικείο χώρο, οδηγεί τη σκέψη σ' ένα χαρακτηριστικό στοιχείο της ποίησης του Αναγνωστάκη που είναι οι φίλοι που εμφανίζονται στο έργο του και που «άλλοτε σημαίνουν τους ομοϊδεάτες και συναγωνιστές τον, αυτούς που κοινοί αγώνες και προβλήματα τους έδεσαν και τους ένωσαν, όταν μια ανάσα χώριζε τη ζωή από το θάνατο κι άλλοτε πάλι η ποίηση του γίνεται πλατύτερη και αγκαλιάζει όλους τους ανθρώπους»
( Δ. Καραμβλής)
Όμως η ύπαρξη πυκνής τροχαίας κίνησης δεν είναι ο μόνος λόγος που δεν παίζουν πια τα παιδιά. Τα παιδιά εκείνα μεγάλωσαν και δεν γελούν πια (όπως τότε), δεν ψιθυρίζουν μυστικά, δεν εμπιστεύονται (όπως τότε). Ένα συναίσθημα μελαγχολίας και καχυποψίας χαρακτηρίζει τώρα τους ανθρώπους που κάποτε έπαιζαν ξέγνοιαστα και γελούσαν. Ο λόγος δεν είναι βέβαια μόνο η ωριμότητα της ηλικίας. Οι επόμενοι στίχοι δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία για την αιτία αυτής της αλλαγής. Ανάμεσα στην παιδική τους ηλικία και στην ωριμότητα έχουν μεσολαβήσει συνταραχτικά γεγονότα. Κάποιοι από εκείνα τα ξέγνοιαστα παιδάκια έχουν πεθάνει («όσα επιζήσαν», λέει ο ποιητής), γιατί στο μεταξύ ήρθανε «πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιώτες». Η ποιητική
έκφραση άμεσα παραπέμπει στην εκκλησιαστική δέηση από την ακολουθία του Εσπερινού, όταν ζητούμε από τον Θεό να μας προφυλάξει «από λιμού, λοιμού, σεισμού, καταποντισμού, πυρός, μαχαίρας, μύρτου, χαλάζης, επιδρομής αλλοφύλων, εμφυλίου πολέμου και αιφνίδιου θανάτου». Ο ποιητής αναφέρεται σ' όλες τις ιστορικές περιπέτειες του Νέου Ελληνισμού και τα δεινά που επεσώρευσαν στον τόπο. Ειδικότερα με το «θωρακισμένοι στρατιώτες» ο ποιητής υπαινίσσεται τη στρατιωτική δικτατορία που επιβλήθηκε με το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967, που κατέλυσε τη Δημοκρατία και τις συνταγματικές ελευθερίες στην Ελλάδα.
Μέσα σ' αυτό το πικρό «τώρα», μέσα σ' αυτό το παρόν, όπου χώρος και άνθρωποι όχι μόνο έχουν αλλάξει αλλά και η μεταξύ τους σχέση έχει διαφοροποιηθεί ως το σημείο της αλλοτρίωσης, η μελαγχολία των μεγάλων, των αλλοτινών παιδιών που ωρίμασαν, εντείνεται και από ένα επιπρόσθετο στοιχείο. Καθώς θυμούνται τα λόγια του πατέρα «εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες μέρες», πράγμα που δεν έγινε, το στοιχείο της διάψευσης υπεισέρχεται στο ποίημα. Το «δεν έχει σημασία» προσδίνει και μια πικρή ειρωνεία γιατί ασφαλώς και έχει σημασία το να έρθουν οι καλύτερες μέρες. Μια ειρωνεία που μεγαλώνει ακόμα περισσότερο καθώς οι ίδιοι που διαψεύστηκαν θα εξακολουθούν να λένε τα ίδια στα δικά τους παιδιά εναποθέτοντας τις ελπίδες τους σε ένα μακρινό, απροσδιόριστο μέλλον. Όμως η διάψευση δεν αφορά μόνο το «τώρα», την παρούσα γενιά, τη γενιά του ποιητή. Πάει και προς τα πίσω. Για να λέει ο πατέρας «εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες μέρες», σημαίνει πως ούτε ο πατέρας είχε γνωρίσει τις καλύτερες μέρες στις οποίες είχε ελπίσει. Αλλά και η γενιά του πατέρα ποια ήταν; Αν πάμε ακόμα μια γενιά πίσω θα βρεθούμε πάλι σε «πλημμύρες, καταποντισμούς, σεισμούς, θωρακισμένους στρατιώτες». Είναι οι Βαλκανικοί πόλεμοι, ο Α' Παγκόσμιος, ο Εθνικός διχασμός, η Μικρασιατική Καταστροφή, προσφυγιά, δικτατορίες.
Τι σημαίνει όμως «καλύτερες μέρες»; Για ποιες «καλύτερες μέρες» μιλά, τις οποίες δεν γνώρισε ούτε ο πατέρας, ούτε ο ίδιος; Δεν υπάρχει αμφιβολία πως πρόκειται για το πολιτικό όραμα για το οποίο ο ποιητής αγωνίστηκε, για το όραμα ενός κόσμου ειρηνικού, του κόσμου της κοινωνικής δικαιοσύνης και της παγκόσμιας αλληλεγγύης και συναδέλφωσης. Εκτός από την ίδια την πολιτική του ένταξη και δράση και άλλοι στίχοι του αναφέρονται σ' αυτό το όραμα.
Στο ποίημα Χάρης 1944 από τη συλλογή Εποχές, διαβάζουμε;
Ήμασταν όλοι μαζί και ξεδιπλώναμε ακούραστα
τις ώρες μας.
Τραγουδούσαμε σιγά για τις μέρες που θα 'ρχόντανε
φορτωμένες πολύχρωμα οράματα.
Οι επόμενοι στίχοι («ελπίζοντας... των παιδιών τους») υποβάλλουν ένα διφορούμενο συναίσθημα. Από τη μια είναι η ελπίδα, όπως ρητά δηλώνεται, πως κάποτε θα σταματήσει το κακό. πως κάποτε θα 'ρθουν οι καλύτερες μέρες. Ταυτόχρονα όμως αφήνεται να εισχωρήσει η αμφιβολία αν αυτό θα γίνει, κάποτε. αφού ο ποιητής το μεταθέτει σ" ένα απροσδιόριστο μέλλον, αφού, όπως λέει αλλού, «κανένας πόλεμος δεν τέλειωσε ποτέ».
Φτάνουμε έτσι στο τελευταίο μέρος του ποιήματος. Ο ποιητής επανέρχεται στο παρόν, μας τοποθετεί και πάλι στην οδό Αιγύπτου και επαναλαμβάνει τα χτίρια που περισσότερο τη χαρακτηρίζουν: Τράπεζα συναλλαγών, τουριστικά γραφεία, πρακτορεία μεταναστεύσεως. Τώρα όμως, με την επανάληψη σε διάφορα πρόσωπα των δύο ρημάτων «συναλλάσσονται» και «μεταναστεύω» προσθέτει και το νέο τρόπο ζωής που τα χτίρια αυτά υποδηλούν. Είναι μια ζωή συναλλαγής, τουριστικοποίησης και μετανάστευσης. Και οι τρεις έννοιες είναι φορτισμένες με αρνητικές σημασίες. Ο κόσμος της συναλλαγής είναι ταυτόχρονα ο κόσμος της εμπορευματοποίησης των πάντων. Άμεσα ανακαλεί στη σκέψη ανέντιμες συναλλαγές, συμβιβασμούς, αγοραπωλησίες, πολύ πιο πέρα από τις οικονομικές δραστηριότητες, συμβιβασμούς και συναλλαγές σε πολιτικό ή εθνικό επίπεδο. Και ο τουρισμός και η μετανάστευση είναι εξίσου δηλωτικά μιας υποβάθμισης της ζωής, μιας έκπτωσης εθνικής, μιας ταπείνωσης.
Με λίγες αλλά καίριες λέξεις ο ποιητής ζωγραφίζει την κοινωνία του καταναλωτισμού, την κοινωνία στην οποία υπάρχει μια επίφαση ευημερίας, ενώ υποκρύπτεται η έκπτωση των αξιών, το ξεπούλημα των πάντων για το κέρδος, η αλλοτρίωση.
Όλη την πίκρα, την αγανάκτηση, τη διαμαρτυρία του ο ποιητής συνοψίζει με ένα στίχο, δάνειο από τον Σεφέρη, γιατί ίσως δεν βρίσκει τίποτε πιο δυνατό και πιο καίριο που μπορεί να εκφράσει τα συναισθήματα του: «Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει».
Είναι στίχος από το ποίημα Με τον τρόπο του Γ.Σ. και που κατά τον Δ. Μαρωνίτη πιθανόν να είναι και έκφραση δυσφορίας του Αναγνωστάκη, αν το «ταξιδέψω» συνδυαστεί με το προηγούμενο «μεταναστεύω», για τη μετανάστευση πολλών πολιτικών και άλλων κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Αυτοί διέφευγαν από έναν προβληματικό πάτριο χώρο και ύστερα τον νοσταλγούσαν. Σύμφωνα μ' αυτήν την ερμηνεία ο σεφερικός στίχος προσλαμβάνει και μια ειρωνική απόχρωση, προπάντων αν συνδυαστεί με τη σαφώς ειρωνική διάθεση του επόμενου στίχου: «Η Ελλάδα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία, τις ωραίες εκκλησίες». Τα «ωραία νησιά» ήταν γεμάτα από πολιτικούς εξόριστους.
Τα «ωραία γραφεία» είναι τα γραφεία της συναλλαγής και της μετανάστευσης αλλά και τα γραφεία της στυγνής δικτατορίας.
Οι «ωραίες εκκλησίες» είναι η επίφαση της γνήσιας θρησκευτικότητας, μια και εκπρόσωποι της εκκλησίας όχι μόνο δεν αντέδρασαν στη δικτατορία αλλά συχνά συνεργάστηκαν.
Αυτή λοιπόν είναι τι Ελλάδα που πληγώνει τον ποιητή. Με μια χαρακτηριστική φράση της δικτατορίας «Η Ελλάς των Ελλήνων» κατά παράλειψη της λέξης «Χριστιανών»" ο Αναγνωστάκης συνοψίζει την πίκρα, την αγανάκτηση, τη διαμαρτυρία του, ενώ ταυτόχρονα καταγγέλλει ως πνευματικός άνθρωπος, με τα μέσα που έχει στη διάθεση του, το κατάντημα της Ελλάδας κάτω από το δικτατορικό καθεστώς. Η οδός Αιγύπτου απ' την οποία ξεκίνησε το ποίημα του έχει διευρυνθεί. Ήδη ο τίτλος του ποιήματος μας παρέπεμψε σε όλη τη Θεσσαλονίκη. Το τέλος του ποιήματος παραπέμπει σε όλη την Ελλάδα.
Επιλογικά
«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Μανόλης Αναγνωστάκης είναι από τους σημαντικότερους ποιητές της σύγχρονης Ελλάδος. Η ποίηση του έχει τη σφραγίδα της αυθεντικής καταγραφής και μαρτυρίας των γεγονότων που συνετάραξαν τη χώρα μας από το 1944 μέχρι και τα δίσεκτα έτη της Απριλιανής δικτατορίας. Πρόκειται για μια ποίηση βιωματική αλλά και για μια απεγνωσμένη κραυγή διαμαρτυρίας. Τα ποιήματα του αποπνέουν το εξαίσιο εκείνο μύρο των κοινωνικών αγώνων αλλά και της αγάπης προς τον καθόλου άνθρωπο, καθώς και το προσωπικό του ύφος και μέσα από τον ελεύθερο στίχο στοχεύει αφενός σε μιαν επανατοποθέτηση του ιστορικού/πολιτικού γίγνεσθαι και αφετέρου στην κριτική των πολιτικών και κοινωνικών δομών της μετεμφυλιοπολεμικής Ελλάδος, μια και οι στίχοι του λειτουργούν σαν μνημόσυνα πεθαμένων πια ιδανικών και συναξάρια λησμονημένων μαρτύρων».
Πηγή: giouliblog.blogspot.com
https://www.youtube.com/watch?v=fQuXtffnhrI
ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ - ΦΟΒΑΜΑΙ
Μαρία Παπαγεωργίου - Το Σκάκι (Live) - Official Audio Release
Παρουσίαση με θέμα: "Χριστίνα Αργυροπούλου Σύμβουλος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου"— Μεταγράφημα παρουσίασης:
ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ Κ.Ν.Λ.Γ΄ΛΥΚΕΙΟΥ-converted
- 1 - 39
ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ Κ.Ν.Λ.Γ΄ΛΥΚΕΙΟΥ
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΖΙΓΓΑ ΜΑΡΙΛΕΝΑ
1 ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΚΕΙΜΕΝΑ
1. Αλεξανδρινοί Βασιλείς
2. Ελένη
3. Ένα το χελιδόνι
4. Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική
5. Αποχαιρετισμός
6. 13-12-43
7. Θεσσαλονίκη Μέρες του 1969 μ.Χ.
8. Πορτοκαλόκηπος
9. Στα Στέφανα της κόρης του
10. Ονήσιλος
11. Οι νεκροί περιμένουν
12. Φίλιππος
13. Δεύτερο Γράμμα στη μητέρα
ΑΛΕΞΑΝΔΡΙΝΟΙ ΒΑΣΙΛΕΙΣ:
Χρόνος: 34 π.Χ τελετή των δωρεών που σκηνοθέτησαν ο Αντώνιος και η Κλεοπάτρα
για να μοιράσουν στα παιδιά της τις χώρες που κάποτε κατέκτησε ο Μέγας Αλέξανδρος.
Τόπος: Αλεξάνδρεια
Είδος: ιστοριογενές ποίημα.
Αντλεί το θέμα από την Ύστερη Αρχαιότητα (Ελληνιστικά και Ρωμαϊκά χρόνια.
Το γεγονός αναφέρεται στο « Βίος Αντωνίου» από τους «Παράλληλους Βίους» του Πλουτάρχου.
Ωστόσο έχει και φιλοσοφική διάθεση καθώς προτρέπει τον αναγνώστη να στοχαστή πάνω στην
ανθρώπινη ματαιοδοξία.
Στόχος του ποιητή:
Ο Καβάφης επιλέγει να αναφερθεί στην τελετή των δωρεών για να αναδείξει
τη ματαιότητα της φιλοδοξίας.
Η Κλεοπάτρα με τον Αντώνιο διοργάνωσαν την τελετή για να μοιρά
σουν στα παιδιά της Κλεοπάτρας εδάφη που παλαιότερα είχε κατακτήσει ο Μέγας Αλέξανδρος
και τα οποία σχεδίαζαν να κατακτήσουν εκ νέου χωρίς όμως να τα έχουν ακόμη καταφέρει.
Ο Καβάφης παρουσιάζει την τελετή για να τονίσει ότι επρόκειτο για μια ψεύτικη τελετή που έγινε
μόνο για εντυπωσιασμό. Η ιστορία αυτή τονίζει την αρνητική πλευρά της πολιτικής εξουσίας που
θέτει τις προσωπικές φιλοδοξίες πάνω από το καλό της πατρίδας και των πολιτών. Η εξουσία χρησι
μοποιεί τον πολιτικό λόγο ως μέσο εξαπάτησης του λαού. Από την άλλη ο λαός συμπεριφέρεται σαν
άβουλη μάζα που ικανοποιείται με όσα του παρέχει η εξουσία και κατευθύνεται από την εξουσία χω
ρίς να αντιστέκεται σ΄αυτήν. Ακόμη και όταν γνωρίζει ότι η πολιτική εξουσία τον εξαπατά και τον εκ
μεταλλεύεται, αυτός αδιαφορεί ή χειροκροτεί τις πράξεις της εξουσίας .
Διαχρονικότητα του θέματος:
Το ζήτημα της ματαιοδοξίας και της σχέσης πολιτών-πολιτικών. Καισαρίων: κεντρικό πρόσωπο του
ποιήματος λεπτομερής περιγραφή, «Βασιλέα των Βασιλέων», (κεφαλαίο το Β), βασιλική ενδυμασία
Συγκίνηση Καβάφη για την τραγική του μοίρα ( 4 χρόνια μετά θα δολοφονηθεί).
Εντείνει την αντίθε
ση ανάμεσα στην χλιδή και την εξουσία με την μοίρα που τον περιμένει αργότερα μεγεθύνοντας και
τα συναισθήματα συμπόνιας και οδύνης των αναγνωστών.
Ο Καισαρίων: τραγικό πρόσωπο. Τα παιδιά:
Τραγικά πρόσωπα/Τραγική ειρωνεία
Δε γνωρίζουν την καταστροφή που έρχεται. Είναι οι πρωτα
γωνιστές μιας καλοστημένης παράστασης, για την οποία δε φταίνε, αλλά θα πληρώσουν το τίμημα.
Ανυποψίαστα χαίρονται τις τιμές και τους τίτλους μαζί με τους Αλεξανδρινούς που χαίρονται το ωραί
ο θέαμα.
Σχήμα Ύβρις – Τίσις:
Η Κλεοπάτρα παρακινημένη από τη ματαιοδοξία της προσπαθεί να ε
πιδείξει δύναμη (ύβρις) με αποτέλεσμα να θέσει κίνηση γεγονότα που θα οδηγήσουν στο δικό της
θάνατο, αλλά και των παιδιών της (Τίσις: Τιμωρία).
Εκφραστικά μέσα:
α) Θεατρικότητα (σκηνικό, πρωταγωνιστές, θίασος, ενδυμασία, λόγια)
β) τριπλή κλιμάκωση όπως στα δημοτικά τραγούδια ( ο ποιητής εδώ τονίζει τα χαρακτηριστικά του
τρίτου προσώπου στη σειρά, δηλ. του Καισαρίωνα).
γ) Ειρωνεία:
1. Λεκτική ( επανάληψη φράσεων, παύλες)
2. Δραματική (αντίθεση ανάμεσα στην αρχή και στο τέλος:
επίδειξη ισχύος Κλεοπάτρας σε αντίθεση με στάση Αλεξανδρινών «τι κούφια λόγια ήσανε αυτές
οι βασιλείες)
3. Τραγική ειρωνεία (τα πρόσωπα δε γνωρίζουν το τραγικό τέλος που τους περιμένει).
Ύφος/Γλώσσα: πεζολογικό
ΕΛΕΝΗ
Το ποίημα: Ανήκει στη συλλογή «Κύπρον ου μ΄εθέσπισεν»/ Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ’.
Μια σειρά από κυπρογενή ποιήματα που τα εμπνεύστηκε ο Σεφέρης κατά την παραμονή του στην
Κύπρο
Οι μύθοι στους οποίους βασίζεται:
Οι μύθοι αυτοί σώζονται στην τραγωδία του Ευριπίδη «Ελένη».
α) Μύθος Τεύκρου:
Ο Τεύκρος, γιος του βασιλιά της Σαλαμίνας Τελαμώνα και αδελφός του Αίαντα,
έλαβε μέρος στον Τρωικό πόλεμο και διακρίθηκε ως τοξότης.
Όταν επέστρεψε στην πατρίδα του ο πατέρας του δεν τον δέχτηκε, διότι τον θεώρησε ένοχο για την
αυτοκτονία του αδερφού του, αφού δεν του συμπαραστάθηκε όταν δεν του έδωσαν ως αριστείο τα
όπλα του Αχιλλέα. Έτσι, ο Τεύκρος λαμβάνοντας χρησμό από τον Απόλλωνα, πάει στην Κύπρο
όπουιδρύει το βασίλειο της Σαλαμίνας (Αμμόχωστο) προς τιμήν της πατρίδας του.
Καθώς ταξιδεύει για την Κύπρο περνά από την Αίγυπτο όπου συναντά την αληθινή Ελένη
. Β) Μύθος Ελένης:
Η Αφροδίτη δεν έδωσε την αληθινή Ελένη στον Πάρη, αλλά ένα ομοίωμα της.
Η πραγματική Ελένη
μεταφέρθηκε στην Αίγυπτο από τον Ερμή κατ΄εντολή της Ήρας.
Εκεί τη συναντά ο Τεύκρος, που πε
ρνάει από εκεί πηγαίνοντας στην Αίγυπτο.
Τεχνοτροπία:
Μυθική μέθοδος:
η χρήση των μύθων που τους μεταφέρει στη εποχή του.
Με τη χρήση των δύο μύθων παραπέμπει στους 2 Παγκοσμίους πολέμους και στην Μικρασιατική
Καταστροφή δίνοντας έμφαση στη διαχρονική αλήθεια για τη ματαιότητα και τη φρίκη των πολέμων.
Οι μύθοι μεταφέρονται στο παρόν και γίνονται επίκαιροι.
Το παρελθόνταυτίζεται με το παρόν και το μήνυμα γίνεται διαχρονικό και παγκόσμιο.
Τεύκρος:μια περσόνα του Σεφέρη:
Αντίθετα με τον τίτλο, πρωταγωνιστής του ποιήματος είναι ο Τεύκρος.
Πίσω από τη φωνή του μυθικού ήρωα αναγνωρίζει κανείς τη φωνή του Σεφέρη.
Πίσω από τα βιώματα του Τεύκρου ανιχνεύονται στοιχεία της ζωής του Σεφέρη.
Όπως ο Τεύκρος έζησε τον Τρωικό πόλεμο και τις τραγικέςσυνέπειές του και αναγκάστηκε
να ξενιτευτεί έτσι και ο Σεφέρης έζησε τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, τη
Μικρασιατική καταστροφή και τη ξενιτιά.
Οι σκέψεις που εκφράζονται μέσα από τη φωνή του Τεύκρου είναι στην πραγματικότητα σκέψεις του Σεφέρη που προκύπτουν
μέσα από δικές του εμπειρίες.
Επιμύθιο:
Στο επιμύθιο του ποιήματος η φωνή ανήκει στον ποιητή, ο οποίος έχοντας την εμπειρία
των πολέμων. Έτσι αμφιβάλλει για τα πραγματικά αίτια των πολέμων. Αντιλαμβάνεται ότι οι άνθρω
ποι εξαπατούνται και πολεμούν για μάταια ιδανικά και αξίες.
Οι πόλεμοι πραγματοποιούνται, για να εξυπηρετούν τα συμφέροντα των δυνατών, ενώ φέρουν
τραγικά αποτελέσματα για την ανθρωπότητα.
Σύμβολα:
Αηδόνι:
Η μουσική τελειότητα, ο πόνος και η άγρυπνη ποιητική συνείδηση.
Τροία/Τρωικός πόλεμος:
Αγώνας για ιδανικά, που αποδεικνύεται όμως μάταιος.
Ο Σεφέρης φοβάται ότι και ο Αγώνας της Κύπρου θα είναι μάταιος, αφού οι Άγγλοι που συμμετείχαν
στον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο προασπιζόμενη υψηλά ιδανικά, θα αρνηθεί να πράξει το ίδιο και στην
περίπτωση της Κύπρου.
Αστερισμοί Τοξότη και Σκορπιού:
Σημεία προσανατολισμού που κρύβονταιαπό το φεγγάρι, το οποίο συμβολίζει το δόλο και
την απόκρυψη της αλήθειας.
Χρόνοι του ποιήματος:
3 χρόνοι:
α) χρόνος Τεύκρου (παρελθόν, στ. 10- 22, 42-52)
β) χρόνος ποιητή
(παρόν, στ. 1-9, 53-88) και
γ) χρόνος των αναμνήσεων του Τεύκρου από τη συνάντηση με την Ελένη (στ. 23-36)
και από τη συνειδητοποίηση ότι ο πόλεμος έγινε για ένα είδωλο (στ. 37-41).
Υπάρχει και ένας τέταρτος λανθάνων χρόνος , όπου ταυτίζονται ο χρόνος του Τεύκρου με τον χρόνο
του ποιητή και τα δύο πρόσωπα μεταξύ τους.
Το επαναλαμβανόμενο μοτίβο «τ ΄ αηδόνια δε σ ΄ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες» λειτουργεί
ως επιστροφή στο παρόν του ποιητή.
Σχήμα κύκλου: Παρόν-ποιητής, Παρελθόν-Τεύκρος, Παρόν-ποιητής.
ΤΑ ΠΑΘΗ-ΑΣΜΑ Δ΄
• Ολόκληρο το άσμα είναι ύμνος για την ελευθερία και για τη νίκη του φωτός έναντι του σκότους.
• Προφητεύεται η ελευθερία από τους Γερμανούς
• Παραπέμπει:
α) στη Γερμανική κατοχή και Αντίσταση (1940- 1944)
Β) στην εκκλησιαστική παράδοση:
Γέννηση-Πάθη- Ανάσταση
Ανάλυση: 1η στροφή:
Απαιτούνται αγώνες, θυσίες και αίμα για την Ελευθερία
2η στροφή:
Προφητεία της Ανάστασης. Χρησιμοποιεί την ιδέα ης Ορθοδοξίας για να μας μιλήσει για την απελευ
θέρωση του από το σκοτάδι.
Ανάσταση= Απελευθέρωση
3Η στροφή:
ξύπνημα της ιστορικής μνήμης του σκλαβωμένου πνεύματος-μέσα από το φοβερό σκοτάδι των
Παθών (πόλεμος, πείνα, κατοχή) θα λάμψει το φως της Ανάστασης (Ελευθερίας) του έθνους
Παρομοίωση: όπως δαγκώνει η αράχνη το θήραμά της και λειτουργεί αστραπιαία και ύπουλα, έτσι ξαφνικά
θα φωτισθεί το μυαλό των Ελλήνων, θα ξυπνήσει η ιστορική τους μνήμη καθ θα ξεσηκωθεί, για να
νικήσει τους κατακτητές.
Επωδικά δίστιχα:
α΄επωδικό δίστιχο
μοίρα της Ελλάδας και του ποιητή τα βουνά, η θάλασσα και οι συνεχείς αγώνες για ελευθερία(παρά
πονο και πίκρα)
Γ΄επωδικό δίστιχο
το παράπονο μετατρέπεται σε υπερηφάνεια.
Ταύτιση του ποιητή με την γεωγραφική μοίρα και τη μοίρα της ιστορίας του ελληνικού έθνους
Σύμβολα:
Χελιδόνι:
η ελπίδα, η άνοιξη, η ειρήνη
Το σώμα του Μαγιού:
• ο Χριστός που σταυρώθηκε την Άνοιξη
• Η ελευθερία που χάθηκε το 1940 (κατοχή)
• Η δικαιοσύνη
• Η λύτρωση
Βαθύ πηγάδι:
πόλεμος, πείνα, κατοχή, σκλαβιά, κακουχίες
Μάγοι:
• όσοι θέλουν το κακό της Ελλάδας
• Οι εχθροί
• Οι δυνατοί που εκμεταλλεύονται τους αδύναμους
Ήλιος:
αιώνιο σύμβολο δικαιοσύνης και ελευθερίας
Για να επιτευχθεί:
→ Αγώνες, θυσίες, αίμα
→ Βοήθεια του Θεού
→ Ιστορική μνήμη που θα ενεργοποιήσει τον ξεσηκωμό του έθνους
ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΜΟΥ ΕΔΩΣΑΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
Η γλώσσα
- η θρησκεία
- ελευθερία
αλληλένδετα στοιχεία που συνθέτουν την ελληνική ταυτότητα
1. Η γλώσσα:
έχει τις ρίζες της στον Όμηρο
ενιαία-αδιαίρετη- αδιάσπαστη γλώσσα
2. Θρησκεία:
βυζαντινές ψαλμωδίες, υμνογραφία
3. Ελευθερία: ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν του Σολωμού υμνεί την έννοια αυτή.
Στο ποίημα η πορεία του ελληνικού έθνους συνάπτεται με την πορεία του ποιητή.
Για το έθνος η γλώσσα είναι: η εθνική ταυτότητα, ο πολιτισμός, η ιστορία
Πώς λειτουργεί η φύση:
Ο Ονήσιλος
στρατόπεδο των Περσών, ενώ τον ακολούθησαν και οι Σαλαμίνιοι.
Ο ποιητής είναι σαν να λέει η έπαρσή μας έφτασε στην ύβρη και η τιμωρία ήταν αναπόφευκτη.
Η γυναικεία οπτική της αφήγησης:
Η κόνα Αγγελικώ, σημαντική βοήθεια στο σπίτι για τη γιαγιά, αλλά και παρουσία ιδιαίτερα αγαπη
• ξόρκια και γιατροσόφια για τη θεραπεία ασθενειών (πχ. έκοβε το «σαρλίκι» με μέλι και
του έχει απομείνει σ’ αυτό το τοπίο εγκατάλειψης, είναι η ανάμνηση του Φίλιππου,
« Που όπως είπα έρχεται ο τυχών ... και συνωθούνται»
Η σημασία της Μητέρας
Μανόλης Αναγνωστάκης
- 1. ΚΕΙΜΕΝΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ Γ' ΛΥΚΕΙΟΥ
- ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ
- 2. ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ (1925-2005)
- Η ΖΩΗ ΤΟΥ
- Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και σπούδασε ιατρική.
- Πήρε την ειδικότητα της ακτινολογίας στη Βιέννη. Άσκησε το επάγγελμα του
- γιατρού μέχρι το 1978 στη Θεσσαλονίκη και κατόπιν στην Αθήνα.
- .
- Πολιτικά στρατευμένος από νεαρή ηλικία στο χώρο της ανανεωτικής αριστεράς. Πήρε μέρος
- στην Εθνική Αντίσταση και κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου καταδικάστηκε από το στρατοδικείο σε
- θάνατο για την παράνομη πολιτική του δράση (1949). Αποφυλακίστηκε με τη γενική αμνηστία
- του 1951.
- . Πέθανε στην Αθήνα στις 23 Ιουνίου 2005.
- ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ
- ΓΕΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ
- Είναι από τους πιο αντιπροσωπευτικούς
- ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς.
- Η γενιά αυτή που έζησε την κατοχή και την αντίσταση, σημαδεύτηκε από τον χαρακτηρισμό
- “ ποίηση της ήττας ”, καθώς πολλοί δημιουργοί της διέγραψαν την πορεία από την αισιόδοξη
- πίστη στο κομμουνιστικό όραμα, στην απαισιοδοξία που προέκυψε από τη διάψευση των προσ
- δοκιών τους. Κατέληξαν στη διαπίστωση που θα τους απορρυθμίσει: “ η ποιητική λειτουργία εί
- ναι τόσο περιθωριακή όσο και αναποτελεσματική ...”
- . Α' ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΓΕΝΙΑ
- Στην ποιητική δημιουργία αυτής της γενιάς αναπτύσσονται
- τρεις τάσεις:
- α. η αντιστασιακή ή κοινωνική (Μ. Αναγνωστάκης,
- Α. Αλεξάνδρου, Μ. Κατσαρός, Τ. Λειβαδίτης, κ.ά.)
- β. η νεοϋπερρεαλιστική (Έκτορας Κακναβάτος,
- . Δ. Παπαδίτσας, Μ. Σαχτούρης, Ε. Βακαλό, κ.ά.),
- γ. η υπαρξιακή ή μεταφυσική (Μ. Σαχτούρης,
- Ν. Καρούζος, Όλγα Βότση, Γ. Κότσιρας κ.ά.).
- ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ
- Η ποίηση του Αναγνωστάκη απηχεί κοινωνικές και πολι
- τικές συγκρούσεις που ακολούθησαν μετά την κατοχή.
- Το πρόβλημα της ηθικής στάσης σε μια εποχή ταραγμένη από τα πάθη και την ιδεολογική
- σύγχυση είναι βασικό στοιχείο της ποίησής του.
- Υπάρχει όμως και ένα αίσθημα αισιοδοξίας ως αποτέλεσμα πικρής εμπειρίας.
- Ο άξονας της ιστορικότητας , ως ιστορικές στιγμές, ως δράση ανθρώπων, ως κριτική και αυ
- τοκριτική, διαπερνά πολλά ποιήματα.
- .Σταδιακά αναδιπλώνεται σε ένα πιο προσωπικό κόσμο.
- . Επιχειρεί τη διαφύλαξη των ανθρωπιστικών συναισθημάτων και αξιών που χάνονται στο
- σύγχρονο κόσμο.
- Συχνά υπάρχει μια φαινομενική συναισθηματική απόσταση από τα θέματα που τον απασχο
- λούν
- Συχνή είναι επίσης στο έργο του η παρουσία της μνήμης, οι αναφορές στην παιδική ηλικία
- και τους φίλους , η ταύτιση ποίησης και ζωής .
- Η διατύπωση είναι πολλές φορές επιγραμματική .
- Ο εξομολογητικός τόνος,
- το ύφος προφορικού λόγου,
- οι ρητορικές ερωτήσεις,
- η δραματική διάθεση,
- . ο υπαινιγμός,
- . οι παρενθέσεις και
- η όλη εικόνα του ποιήματος επιδιώκουν την
- επικοινωνία με το θεατή
- . ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
- Ποίηση
- Εποχές
- 1, 2, 3, (1945 -1954)
- Η συνέχεια 1, 2, 3, (1954 -1962)
- Ο στόχος, 1970.
- Το περιθώριο ‘68-’69, 1979.
- Υ.Γ., 1983
- . Ασχολήθηκε επίσης με την κριτική της λογοτεχνίας, το δοκίμιο, τις μεταφράσεις και την έκδο
- ση λογοτεχνικού περιοδικού.
- ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
- Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.Χ.
- Επιτύμβιον
- Νέοι της Σιδώνος, 1970
- Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.Χ.
- Το ποίημα ανήκει στη συλλογή Ο Στόχος (1970).
- Πρωτοδημοσιεύτηκε στα Δεκαοχτώ Κείμενα, που η έκδοσή τους αποτέλεσε την πρώτη πράξη
- ομαδικής δημόσιας αντίστασης των πνευματικών ανθρώπων κατά της δικτατορίας .
- Είναι ποίημα πολιτικό.
- Απηχεί την πολιτική και κοινωνική κατάσταση από τη μετακατοχική περίοδο και τη στρατιωτική
- δικτατορία.
- Στην οδό Αιγύπτου ―πρώτη πάροδος δεξιά― Τώρα υψώνεται το μέγαρο της Τράπεζας Συναλ
- λαγών Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως. Και τα παιδάκια δεν μπορούνε πια
- να παίξουνε από τα τόσα τροχοφόρα που περνούνε. Άλλωστε τα παιδιά μεγάλωσαν, ο καιρός ε
- κείνος πέρασε που ξέρατε Τώρα πια δε γελούν, δεν ψιθυρίζουν μυστικά, δεν εμπιστεύονται, Όσα
- επιζήσαν, εννοείται, γιατί ήρθανε βαριές αρρώστιες από τότε Πλημμύρες, καταποντισμοί, σει
- σμοί, θωρακισμένοι στρατιώτες· Θυμούνται τα λόγια του πατέρα: εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες
- μέρες Δεν έχει σημασία τελικά αν δεν τις γνώρισαν, λένε το μάθημα οι ίδιοι στα παιδιά τους Ελπί
- ζοντας πάντοτε πως κάποτε θα σταματήσει η αλυσίδα Ίσως στα παιδιά των παιδιών τους ή στα
- παιδιά των παιδιών των παιδιών τους. Προς το παρόν, στον παλιό δρόμο που λέγαμε, υψώνεται
- η Τράπεζα Συναλλαγών ― εγώ συναλλάσσομαι, εσύ συναλλάσσεσαι αυτός συναλλάσσεται― Του
- ριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως ― εμείς μεταναστεύουμε, εσείς μεταναστεύετε,
- αυτοί μεταναστεύουν― Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει, έλεγε κι ο Ποιητής Η Ελλά
- δα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία, τις ωραίες εκκλησιές Η Ελλάς των Ελλήνων .
- . Ερμηνευτικά στοιχεία
- Ο χώρος της ποιητικής αφήγησης είναι η Θεσσαλονίκη .
- .Το ποίημα κινείται σε δυο χρονικά επίπεδα, το παρόν (1969) και το παρελθόν , με επίκεντρο
- την οδό Αιγύπτου.
- Στο επίπεδο του παρόντος οι λέξεις φορτίζονται και με μια λανθάνουσα σημασία .
- .
- Έτσι, γίνεται αναφορά:
- στην εμπορευματοποίηση της ζωής ,
- στις ιδεολογικές συναλλαγές ,
- στο εθνικό ξεπούλημα ,
- στην ταπείνωση και την εθνική υποτέλεια , στην εν γένει αλλοτρίωση του ανθρώπου.
- Η επιστροφή στο παρελθόν γίνεται με συνειρμικά φλας μπακ.
- .
- Δίνεται συνοπτικά η ιστορική εξέλιξη του τόπου μεταπολεμικά με έμφαση στην καταστροφή
- και την απανθρωποποίηση της ζωής.
- . Η διάψευση της ελπίδας προβάλλεται ως αίτημα ζωής για το μέλλον, αίτημα ειρήνης και αν
- θρωπιάς.
- Έτσι, η πίκρα και η διάψευση δεν αναιρεί αλλά ενισχύει την πίστη.
- Ύπαρξη δυο νοητικών επιπέδων:. εικόνα ενός δρόμου (οδός Αιγύπτου)
- ο δρόμος ως σύμβολο της Ελλάδας
- Εκφραστικοί τρόποι
- Επαναλήψεις
- Ευθύς λόγος
- Άμεση και λιτή έκφραση
- Ειρωνεία καβαφικού τύπου
- Σαρκαστικός τόνος
- Αντιθέσεις
- Πεζολογική γλώσσα
- Μανόλης Αναγνωστάκης: Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.Χ.
- Το ποίημα ανήκει στη συλλογή Ο Στόχος (1970).
- Πρωτοδημοσιεύτηκε στα Δεκαοχτώ Κείμενα, που η έκδοσή τους αποτέλεσε την
- πρώτη πράξη ομαδικής δημόσιας αντίστασης των πνευματικών ανθρώπων κατά της δικτατορί
- ας. Είναι ποίημα πολιτικό, όπως εξάλλου και πολλά άλλα ποιήματα του Αναγνωστάκη, και απη
- χεί την πολιτική και κοινωνική κατάσταση από τη μετακατοχική περίοδο και τη στρατιωτική δικτα
- τορία.
- Επιτύμβιον
- Το ποίημα ανήκει στην ποιητική συλλογή Ο Στόχος (1970), που περιέχει ποιή
- ματα γραμμένα στην περίοδο της δικτατορίας (1967-1974).
- Πέθανες- κι έγινες και συ: ο καλός, O λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης.
- Tριάντα έξη στέφανα σε συνοδέψανε, τρεις λόγοι αντιπροέδρων, Eφτά ψηφίσματα για τις υπέρο
- χες υπηρεσίες που προσέφερες. A, ρε Λαυρέντη, εγώ που μόνο τόξερα τί κάθαρμα ήσουν, Tί κάλ
- πικος παράς, μια ολόκληρη ζωή μέσα στο ψέμα Kοιμού εν ειρήνη, δεν θα 'ρθώ την ησυχία σου
- να ταράξω. (Eγώ, μια ολόκληρη ζωή μες στη σιωπή θα την εξαγοράσω Πολύ ακριβά κι όχι με τίμη
- μα το θλιβερό σου το σαρκίο.) Kοιμού εν ειρήνη. Ως ήσουν πάντα στη ζωή: ο καλός, O λαμπρός
- άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης. Δε θά 'σαι ο πρώτος ούτε δα κι ο τελευταίος.6Ερμηνευτικά στοιχεία
- Επιτύμβιο: επιγραφή χαραγμένη σε τάφο.. Το ποίημα είναι ένα είδος ποιητικού επικηδείου που απαγγέλλει ο ποιητής σε μορφή διαλογι
- κού μονολόγου προς έναν υποθετικό ακροατή, τον νεκρό.
- Ο νεκρός πρωταγωνιστής δεν ενδιαφέρει ως συγκεκριμένο πρόσωπο αλλά ως τυπικό δείγμα
- της μεταπολεμικής ελληνικής αστικής κοινωνίας στην οποία στοχεύει ο ποιητής.
- Το συναίσθημα αντιπαλότητας που διακατέχει τον ποιητή είναι για το όλον και όχι για το μέ
- ρος.
- Ύπαρξη δύο νοηματικών ενοτήτων με βάση την αντίθεση φαίνεσθαι και είναι.
- Στην πρώτη δίνεται η άποψη των πολλών για τον θανόντα. Είναι έντονη η σαρκαστική διάθε
- ση.
- Στη δεύτερη υπάρχει η άμεση αντίληψη του ποιητή. Αποδίδεται η ουσία και όχι η απατηλή ει
- κόνα.
- Στους στίχους 8-9 αποτυπώνεται μια πικρία και υπάρχει εξομολογητικός τόνος .
- Ο τόνος του ποιήματος είναι σαρκαστικός με κυρίαρχη τη διδακτική πρόθεση . </li></ul>
- Εκφραστικοί τρόποι
- Στην πρώτη ενότητα η ειρωνεία αποδίδεται με υπερφόρτωση επι
- θέτων και χαρακτηρισμών.
- Στη δεύτερη ενότητα η ουσία αποδίδεται με το καθημερινό λαϊκό λεξιλόγιο .
- Η χρήση του δευτέρου προσώπου εκφράζει την ανάγκη για επικοινωνία.
- Νέοι της Σιδώνος, 1970
- Το ποίημα ανήκει στη συλλογή Ο Στόχος (1970) . Είναι γραμμένο
- κατά τη διάρκεια της δικτατορίας και εκφράζει την πίκρα του ποιητή για κάποιους νέους, που η
- συμπεριφορά τους του θυμίζει τους Σιδώνειους νέους του Καβάφη. </ul>
- . Kανονικά δεν πρέπει νάχουμε παράπονο Kαλή κι εγκάρδια η συντροφιά σας, όλο νιάτα, Kορί
- τσια δροσερά- αρτιμελή αγόρια Γεμάτα πάθος κι έρωτα για τη ζωή και για τη δράση. Kαλά, με νόη
- μα και ζουμί και τα τραγούδια σας Tόσο, μα τόσο ανθρώπινα, συγκινημένα, Για τα παιδάκια που
- πεθαίνουν σ' άλλην Ήπειρο Για ήρωες που σκοτωθήκαν σ' άλλα χρόνια, Για επαναστάτες Mαύ
- ρους, Πράσινους, Kιτρινωπούς, Για τον καημό του εν γένει πάσχοντος Aνθρώπου. Iδιαιτέρως σάς
- τιμά τούτη η συμμετοχή Στην προβληματική και στους αγώνες του καιρού μας Δίνετε ένα άμεσο
- παρών και δραστικό- κατόπιν τούτου Nομίζω δικαιούσθε με το παραπάνω Δυο δυο, τρεις τρεις,
- να παίξετε, να ερωτευθείτε, Kαι να ξεσκάσετε, αδελφέ, μετά από τόση κούραση. (Mας γέρασαν
- προώρως Γιώργο, το κατάλαβες;)
- . Ερμηνευτικά στοιχεία
- Το ποίημα αποτελεί ένα είδος διαμαρτυρίας-καταγγελίας.
- Αντιπαρατίθεται η γενιά των νέων με τη γενιά των παλιών αγωνιστών τους οποίους εκπροσω
- πεί ο ποιητής.
- Μέσα από το σαρκασμό καταγγέλλεται η ψευτιά, η απουσία αγωνιστικής δράσης και η κυριαρ
- χία της ευζωίας.
- Υπάρχουν συνεχείς αντιπαραθέσεις:. -παρόν-παρελθόν
- -δράση-αδράνεια
- -επιφάνεια-ουσία
- Στόχος του ποιήματος είναι πολιτικός
- Με τον παρενθετικό τελευταίο στίχο:
- -το ποίημα αποκτά δραματικότητα
- -ανακεφαλαιώνεται η οργή, η αγανάκτηση, η διαμαρτυρία
- -εκφράζεται η πίκρα του ποιητή
- Η νέα γενιά η οποία κατηγορείται έδωσε την απάντησή της τρία χρόνια μετά στο Πολυτεχνείο
- .. Εκφραστικοί τρόποι <ul><li>Λιτός, κουβεντιαστός λόγός.
- Στοιχεία καθαρεύουσας.
- Λαϊκότροπο ύφος.
- Ειρωνικός τόνος.
- Κ.Π. Καβάφης
- Νέοι της Σιδώνος (400 μ.X.)
- Ο ηθοποιός που έφεραν για να τους διασκεδάσει
- απήγγειλε και μερικά επιγράμματα εκλεκτά. Η αίθουσα άνοιγε στον κήπο επάνω· κ’ είχε μιαν ελα
- φρά ευωδία ανθέων που ενώνονταν με τα μυρωδικά των πέντε αρωματισμένων Σιδωνίων νέων.
- Διαβάσθηκαν Μελέαγρος, και Κριναγόρας, και Pιανός. Μα σαν απήγγειλεν ο ηθοποιός, «Aισχύ
- λον Ευφορίωνος Aθηναίον τόδε κεύθει -» (τονίζοντας ίσως υπέρ το δέον το «αλκήν δ’ ευδόκιμον»
- , το «Μαραθώνιον άλσος»), πετάχθηκεν ευθύς ένα παιδί ζωηρό, φανατικό για γράμματα, και φώνα
- ξε·
- . «A δεν μ’ αρέσει το τετράστιχον αυτό.
- Εκφράσεις τοιούτου είδους μοιάζουν κάπως σαν λιποψυχίες.
- Δώσε — κηρύττω — στο έργον σου όλην την δύναμί σου, όλην την μέριμνα, και πάλι το
- έργον σου θυμήσου μες στην δοκιμασίαν, ή όταν η ώρα σου πια γέρνει. Έτσι από σένα περιμέ
- νω κι απαιτώ. Κι όχι απ’ τον νου σου ολότελα να βγάλεις της Τραγωδίας τον Λόγο τον λαμπρό —
- τι Aγαμέμνονα, τι Προμηθέα θαυμαστό, τι Ορέστου, τι Κασσάνδρας παρουσίες, τι Επτά επί Θή
- βας— και για μνήμη σου να βάλεις μ ό ν ο που μες στων στρατιωτών τες τάξεις, τον σωρό πολέμη
- σες και συ τον Δάτι και τον Aρταφέρνη.»
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ 1969 μ.Χ.
Θεσσαλονίκη, μέρες του 1969 μ.Χ
ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ ΤΙΤΛΟΣ Παραπέμπει άμεσα στον Καβάφη ο οποίος χρησιμοποιεί το Μέρες ή μια τοπική ένδειξη και χρονολογία σε ποιήματά του.Η χρησιμοποίησή του δείχνει ότι πρόκειται για ημερολογιακού τύπου καταγραφές ΔΟΜΗ α΄ενότητα στιχ. 1-4 : Οι προσδιορισμοί του τόπου και του χρόνου β΄ενότητα στιχ. 5-12 : Κυριαρχεί η έννοια παιδιά που αποτελεί,παρά τη φαινομενική σχέση με τα προηγούμενα, μια εύστοχη ποιητική παρέκβαση γ΄ενότητα στιχ 13-19 : ξανασυνδέεται το νήμα που άρχισε με την «οδό Αιγύπτου» ΕΠΙΠΕΔΑ Το ποίημα κινείται σε δύο χρονικά επίπεδα το επίπεδο του παρόντος (τώρα, ενεστώτας, προς το παρόν) και το επίπεδο του παρελθόντος (Ο γυρισμός στο «άλλοτε» γίνεται με συνειρμικά φλας μπάκ και δίνει συνοπτικά την ιστορική εξέλιξη του τόπου μεταπολεμικά. Κυριαρχεί η εικόνα της καταστροφής, του ολέθρου, της απανθρωποποίησης της ζωής. Το παρελθόν διαψεύδει την ελπίδα του πατέρα για το αύριο αλλά αυτή εξακολουθεί να προβάλλει σαν αίτημα ζωής για το μέλλον, αίτημα ειρήνης και ανθρωπιάς) Το ποίημα κινείται σε δύο νοηματικά επίπεδα Οι λέξεις δηλώνουν αυτό που δηλώνουν ονομάζοντας τα πράγματα αλλά και ταυτόχρονα εχουν λανθάνουσα σημασία, υποδηλώνοντας κάποιες άλλες καταστάσεις ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΙ Θεσσαλονίκη = Είναι ο τόπος των παιδικών και εφηβικών χρόνων του ποιητή αλλά συμβολίζει ολόκληρη την Ελλάδα Η οδός Αιγύπτου- πρώτη πάροδος δεξιά ( συνεκδοχή) = Η Ελλάδα με τη σταθερά δεξιά της απόκλιση, τη συναλλαγή σε όλα τα επίπεδα, την πολιτική έκπτωση, την εθνική υποτέλεια. Η κοινωνική ζωή είναι αλλοτριωμένη με την απώλεια θεμελιωδών στοιχείων ( συναίσθημα, εμπιστοσύνη) και την αντικατάστασή τους από άλλα (εμπορευματοποίηση, κυνήγι του κέρδους) Υψώνεται = κυριαρχεί, δεσπόζει, εξουδετερώνει όλα τα άλλα, έχει καταπατήσει τον ελεύθερο χώρο Τράπεζα συναλλαγών = Κύρια λειτουργία της η συναλλαγή (κυριολεκτικά και μεταφορικά) εμπορευματοποίηση της ζωής, ιδεολογικές συναλλαγές (συμβιβασμοί, προδοσίες), αγοραπωλησίες σε πολιτικό και εθνικό επίπεδο, φιλαργυρία, τοκογλυφία, εκμετάλλευση και απάτη Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μετανάστευσης = γεύση έκπτωσης και υποτίμησης και αθρόα φυγή των εργαζομένων λόγω ανεργίας Τροχοφόρα =Η αναφορά δηλώνει την ύπαρξη πυκνής τροχαίας κίνησης που δεν υπήρχε «άλλοτε». Δεν είναι όμως ο μόνος λόγος που δεν παίζουν τα παιδιά, ούτε ότι μεγάλωσαν και ωρίμασαν μόνο, φταίνε και τα όσα μεσολάβησαν. Βαριές αρρώστιες, πλημμύρες, καταποντισμοί σεισμοί = συμφορές Θωρακισμένοι στρατιώτες = δικτατορία, τυραννία Καλύτερες μέρες = Το πολιτικό όραμα του ποιητή για έναν κόσμο ειρηνικό και κοινωνικά δίκαιο. Παραλλαγή του μύθου του Ησιόδου για την παρακμή της ανθρωπότητας. Στο μύθο η χρυσή εποχή τοποθετείται στο παρελθόν ενώ εδώ στο μέλλον γιατί ο ποιητής έχει μια προοδευτική κοσμοθεωρία. Το χρυσό γένος βρίσκεται στο απώτερο παρελθόν ενώ εδώ το καλύτερο γένος χάνεται στο μακρινό μέλλον. Μάθημα = η λέξη απομυθοποιεί το όραμα του πατέρα. Τελικά το καλύτερο μέλλον δεν είναι παρά ένα μάθημα που επαναλαμβάνεται αφού η σύγχρονη πραγματικότητα δε φαίνεται να δικαιώνει την ελπίδα αυτή. Ωραία νησιά, ωραία γραφεία, ωραίες εκκλησίες = έντονα ειρωνική διάθεση αφού τα ωραία νησία έχουν γίνει τόποι πολιτικής εξορίας, τα ωραία γραφεία είναι γραφεία συναλλαγής και μετανάστευσης και οι ωραίες εκκλησίες διατηρούν μόνο επίφαση θρησκευτικότητας (υπαινιγμός για το ρόλο της εκκλησίας κατά την δικτατορία) Η Ελλάς των Ελλήνων = το τυπογραφικό διάστημα που υπάρχει ανάμεσα στο υπόλοιπο ποίημα και τον τελευταίο στίχο (χαρακτηριστικό φαινόμενο στη συλλογή ο Στόχος) του δίνει μορφή τίτλου ή και επιμύθιου. Εκτός από την υπαινικτική αναφορά στο σύνθημα της δικτατορίας, Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών, με την τελευταία λέξη Ελλήνων, παραπέμπει στο «Ίτε παίδες Έλλήνων». Εξάλλου η λέξη παιδιά συναντάται όσο καμιά άλλη στο ποίημα 2 Λέξεις που σηματοδοτούν το παρόν και το παρελθόν τονίζουν την αλλαγή στη ζωή του αφηγητή και στην κοινωνία, ενώ το μέλλον δίνεται με ευθύ λόγο από κάποιον που δεν είναι ο αφηγητής. Ο ευθύς λόγος στο στίχο 9 αναγκάζει τον αναγνώστη να μπει μέσα στο κείμενο να το ζήσει σαν Ιστορία. Η ίδια πρόσκληση έγινε στο στίχο 5, που ξέρατε, και επαναλαμβάνεται στο στίχο 13, που λέγαμε (και όχι που έλεγα).Είναι λοιπόν φανερό ότι για τον Αναγνωστάκη η ποίηση είναι μια μορφή επικοινωνίας ΤΕΧΝΙΚΗ Αμεσότητα και απλότητα και πεζολογικός χαρακτήρας στη γλώσσα. Ο εσωτερικός ρυθμός του ποιήματος πηγάζει από το ρυθμό της καθημερινής κουβέντας, ελάχιστες ασυνήθιστες λέξεις, καμιά παρομοίωση ή άλλα λογοτεχνικά στολίδια. Στο ποίημα συναντάμε επίσης επαναλήψεις, καβαφικού τύπου ειρωνεία, σαρκαστικό τόνο, αντιθέσεις. Χαρακτηριστικά της ποίησης του Αναγνωστάκη είναι : ο έντονος κοινωνικοπολιτικός της χαρακτήρας, η ρηματική διατύπωση, ο εξομολογητικός και απαισιόδοξος τόνος που πολλές φορές γίνεται αιχμηρός και διδακτικός , το ύφος προφορικού λόγου, οι ρητορικές ερωτήσεις, η δραματική διάθεση, ο υπαινιγμός, οι παρενθέσεις, η στίξη, η οπτική παρουσίαση του ποιήματος στη σελίδα. Αυτά πετυχαίνουν να ανοίξουν με τον αναγνώστη έναν ουσιαστικό διάλογο επικοινωνίας. Το β΄πρόσωπο εξάλλου επισημαίνει την παρουσία του Εσύ. Τα ποιητικά του μοτίβα, ο χρόνος, η επίκληση ενός σκοπού, η μάνα και το παιδί στον πόλεμο, το χρέος, ο συλλογικός αγώνας, η πρωτοπρόσωπη ποιητική αφήγηση, κριτική στάση, διαμαρτυρία, σαρκασμός είναι χαρακτηριστικά της συλλογής ο Στόχος Μιχάλης Γκανάς Η Ελλάδα που λες
|
1 Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.χ. Α Μανόλης Αναγνωστάκης Π Ρ Ο Τ Σ Η Επιμέλεια: Σπύρος Αντωνέλλος Ε.Μ.Ε. Γ Λυκείου Δ Ι Δ Α Σ Κ Α Λ Ι Α Σ
2 Θεσσαλονίκη, 1960
3 Μανόλης Αναγνωστάκης: Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.χ. Στην οδό Αιγύπτου -πρώτη πάροδος δεξιά! Τώρα υψώνεται το μέγαρο της Τράπεζας Συναλλαγών Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως. Και τα παιδάκια δεν μπορούνε πια να παίξουνε από τα τόσα τροχοφόρα που περνούνε. Άλλωστε τα παιδιά μεγάλωσαν, ο καιρός εκείνος πέρασε που ξέρατε Τώρα πια δε γελούν, δεν ψιθυρίζουν μυστικά, δεν εμπιστεύονται, Όσα επιζήσαν, εννοείται, γιατί ήρθανε βαριές αρρώστιες από τότε. Πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιώτες, Θυμούνται τα λόγια του πατέρα: εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες μέρες. Δεν έχει σημασία τελικά αν δεν τις γνώρισαν, λένε το μάθημα οι ίδιοι στα παιδιά τους ελπίζοντας πάντοτε πως κάποτε θα σταματήσει η αλυσίδα. Ίσως στα παιδιά των παιδιών τους ή στα παιδιά των παιδιών των παιδιών τους. Προς το παρόν, στον παλιό λόδρόμο που λέγαμε, υψώνεται η Τράπεζα Συναλλαγών - εγώ συναλλάσσομαι, εσύ συναλλάσσεσαι αυτός συναλλάσσεται- Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως -εμείς μεταναστεύουμε, εσείς μεταναστεύετε, αυτοί μεταναστεύουν-. Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει, έλεγε κι ο Ποιητής Η Ελλάδα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία, τις ωραίες εκκλησιές Η Ελλάς των Ελλήνων.
4 Το ποίημα περιλαμβάνεται στη συλλογή Ο Στόχος (1970). Είναι η τελευταία συλλογή του Μανόλη Αναγνωστάκη και αποτελείται από πολιτικώς τολμηρά ποιήματα, με στόχο την ανάληψη αντιστασιακής δράσης και την ενεργοποίηση, αφύπνιση του λαού στη διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας του Πρωτοδημοσιεύτηκε στα Δεκαοχτώ Κείμενα, που αποτέλεσαν την πρώτη πράξη αντίστασης των πνευματικών ανθρώπων κατά της δικτατορίας.
5 Ο τίτλος του ποιήματος παραπέμπει στον Κ.Π. Καβάφη, ο οποίος χρησιμοποιεί το Μέρες και κάποια χρονολογία σε πέντε ποιήματα του: Μέρες του Μέρες ρςτου Μέρες ρςτου Μέρες ρςτου 1909, και, Μέρες του Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.χ. Σύμφωνα με το Δ. Μαρωνίτη η χρησιμοποίηση του Καβαφικού αυτού τίτλου πέρα από το γεγονός ότι δείχνει πως και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται για ημερολογιακού τύπου εγγραφές, αποτελεί και μια ειρωνική αντίθεση του πολιτικού ποιήματος του Αναγνωστάκη με τα ερωτικά του Καβάφη, υποβάλλοντας ότι οι Μέρες του Αναγνωστάκη δεν μπορούν να έχουν και δεν έχουν καμιά ερωτική, ηδονική χροιά. Η τοπική ένδειξη «Θεσσαλονίκη» επίσης παραπέμπει στον Καβάφη (Μύρης, Αλεξάνδρεια του 340 μ.χ.). Όμως είναι και ο τόπος όπου γεννήθηκε και έζησε για πολλά χρόνια ο Αναγνωστάκης.
6 Η αρχή του ποιήματος «Στην οδό Αιγύπτου - πρώτη πάροδος δεξιά». Η οδός Αιγύπτου υπάρχει σε άλλα δύο ποιήματα του Αναγνωστάκη. Στο ποίημα Ο πόλεμος από τη συλλογή «Εποχές», γραμμένη στα , διαβάζουμε: Στην οδό Αιγύπτου (πρώτη πάροδος δεξιά) τα κορίτσια κοκαλιασμένα περιμένανε απ' ώρα τον Ισπανό με τα τσιγαρόχαρτα..» Επίσης στο ποίημα Όταν αποχαιρέτησα... από τη συλλογή «Η συνέχεια 2», διαβάζουμε τους στίχους: «Πώς να εξηγήσω πιο απλά τι ήταν ο Ηλίας Η Κλαίρη. ο Ραούλ, η οδός Αιγύπτου» Αυτή η επίμονη αναφορά στη συγκεκριμένη ρμ οδό σημαίνει πως υπήρξε κάτι ιδιαίτερο για τον ποιητή. Πιθανόν εκεί να έζησε τα παιδικά του χρόνια. Οπωσδήποτε είναι χώρος πολύ οικείος, από τον οποίο έχει πολλές αναμνήσεις, αλλά και χώρος γνωστός στο «τώρα», το 1969 που γράφεται το ποίημα.
7 Θεσσαλονίκη, Οδός Αιγύπτου 1950 και σήμερα
8 Ανάλυση του ποιήματος μέσα από την αναπαράσταση του χρόνου
9 Το παρελθόν, στο οποίο έμμεσα αναφέρεται ο αφηγητής, σχετίζεται με τη μετακατοχική περίοδο και τα παιδικά ή εφηβικά του χρόνια. Φανταζόμαστε: Τα παιδιά να παίζουν στους δρόμους. Μικρές μονοκατοικίες της γειτονιάς. Τα παιδιά μπορούσαν να γελάσουν, να ψιθυρίσουν μυστικά, να εμπιστευτούν. Μεγάλωναν με τα αισιόδοξα λόγια του πατέρα και την ελπίδα ότι θα γνωρίσουν καλύτερες μέρες.
10 Προσέξτε! Tον τοπικό προσδιορισμό ακολουθεί στο δεύτερο στίχο ένας χρονικός: «Τώρα». Το ίδιο επίρρημα θα επαναληφθεί λίγο πιο κάτω: «Τώρα πια δεν γελούν...».» Στο τέλος του ποιήματος θα χρησιμοποιηθεί μια συνώνυμη φράση: «Προς το παρόν». Ο ό λ ό ή Ο χρόνος λοιπόν του ποιήματος είναι το «τώρα», το «παρόν», το 1969, όπως δηλώνει και ο τίτλος.
11 Θεσσαλονίκη 1960 Όμως το ποίημα δεν κινείται μόνο στο παρόν. Ξεκινά απ' αυτό αλλά με την τεχνική του flash back, με αναδρομές, μας μεταφέρει στο παρελθόν. Ωστόσο, υπάρχει μια διαρκής εναλλαγή ανάμεσα στο παρόν και στο παρελθόν. Μετά το «τώρα» του δεύτερου στίχου ακολουθεί στον τέταρτο η φράση «και τα παιδάκια δεν μπορούνε πια...». Ο ίδιος σχεδόν στίχος, όπως και λίγο πριν «η οδός Αιγύπτου», βρίσκεται και σε άλλο ποίημα του Αναγνωστάκη. Στη συλλογή Εποχές 2 στο ποίημα «VI», διαβάζουμε: Και τα παιδάκια δεν μπορούνε πια να παίξουνε χωρίς κανένα κίνδυνο από τα τόσα κάρα που περνούνε. Ο Δ. Μαρωνίτης ονομάζει αυτή τη μέθοδο «διακειμενικές αυτοαναφορές».
12 Παρόμοια δήλωση θα γίνει λίγο πιο κάτω: «Τώρα πια δε γελούν, δεν ψιθυρίζουν μυστικά, δεν εμπιστεύονται». Αυτό το «πια» μας κάνει αμέσως να σκεφτούμε, έστω κι αν δεν δηλώνεται, πως κάποτε μπορούσαν να παίξουν, να γελούν, να ψιθυρίζουν μυστικά, να εμπιστεύονται.
13 Το παρελθόν δεν είναι μόνο υπονοούμενο. Υπάρχουν και πιο σαφείς δηλώσεις του. Αυτές είναι: «Ο καιρός εκείνος πέρασε που ξέρατε», «ήρθανε ή θ βαριές αρρώστιες από τότε», «θυμούνται τα λόγια του πατέρα».
14 Ας προσδιορίσουμε χρονικά αυτό το παρελθόν. Σε ποια εποχή αναφέρεται ο αφηγητής;
15 Ξεκινώντας από το τώρα, το οποίο είναι σαφώς προσδιορισμένο (1969), έχοντας υπόψη ότι τα παιδιά (εκείνα που έπαιζαν, γελούσαν κλπ) μεγάλωσαν, συμπεραίνουμε ότι πρόκειται για τα ίδια παιδιά και μάλιστα «όσα επιζήσαν» που θυμούνται τα λόγια του πατέρα και επομένως το παρελθόν, στο οποίο αναφέρεται ο Αναγνωστάκης, δεν ξεπερνά τη μια γενιά, δηλαδή τα χρόνια. Βρισκόμαστε στη δραματική δεκαετία τη γεμάτη από γεγονότα που σημάδεψαν ανεξίτηλα την Ελλάδα: Πόλεμος. Κατοχή, Αντίσταση. Εμφύλιος.
16 Τους χρονικούς προσδιορισμούς και μετατοπίσεις του ποιήματος (παρόν παρελθόν παρόν αλλά και μια υποδήλωση μέλλοντος, «ελπίζοντας πως κάποτε θα σταματήσει η αλυσίδα»), παρακολουθούν οι περιγραφές του χώρου και οι τοπικοί προσδιορισμοί.
17 Για το τώρα η αναφορά είναι πολύ σαφής: Στην οδό Αιγύπτου υπάρχει τώρα η Τράπεζα Συναλλαγών, τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως, στοιχεία που αναφέρονται δύο φορές μέσα στο ποίημα, στην αρχή και στο τέλος, με την ίδια ακριβώς σειρά. Τι υπήρχε πριν εκεί δεν αναφέρεται.
18 Πώς παρουσιάζονται τα παιδιά στο ποίημα;
19
20 Η αναφορά στα παιδιά, που ανάμεσα τους πολύ πιθανόν υπήρξε και ο Αναγνωστάκης, αφού μας περιγράφει έναν οικείο χώρο, αποτελεί χαρακτηριστικό στοιχείο της ποίησής του που είναι οι φίλοι οι οποίοι εμφανίζονται στο έργο του και που «άλλοτε σημαίνουν τους ομοϊδεάτες και συναγωνιστές του, αυτούς που κοινοί αγώνες και προβλήματα τους έδεσαν και τους ένωσαν, όταν μια ανάσα χώριζε τη ζωή από το θάνατο κι άλλοτε πάλι η ποίησή του γίνεται πλατύτερη και αγκαλιάζει όλους τους ανθρώπους». ( Δ. Καραμβλής)
21 Όμως η ύπαρξη πυκνής τροχαίας κίνησης δεν είναι ο μόνος λόγος που δεν παίζουν πια τα παιδιά. Τα παιδιά εκείνα μεγάλωσαν και δε γελούν πια (όπως τότε), δεν ψιθυρίζουν μυστικά, δεν εμπιστεύονται (όπως τότε). Ένα συναίσθημα μελαγχολίας και καχυποψίας χαρακτηρίζει τώρα τους ανθρώπους που κάποτε έπαιζαν ξέγνοιαστα και γελούσαν. Ο λόγος δεν είναι βέβαια μόνο η ωριμότητα της ηλικίας. Γιατί;
22 Ποιητικές συνδηλώσεις του περιβάλλοντος των παιδιών του 1969: - βαριές αρρώστιες - πλημμύρες, - καταποντισμοί, - σεισμοί, - θωρακισμένοι στρατιώτες εξηγήστε
23 Ανάμεσα στην παιδική τους ηλικία και στην ωριμότητα έχουν μεσολαβήσει συνταραχτικά γεγονότα. Κάποια από εκείνα τα ξέγνοιαστα παιδάκια έχουν πεθάνει («όσα επιζήσαν», λέει ο ποιητής), γιατί στο μεταξύ ήρθανε «πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιώτες». Η ποιητική έκφραση παραπέμπει άμεσα στην εκκλησιαστική δέηση από την ακολουθία του Εσπερινού, όταν ζητάμε από το Θεό να μας προφυλάξει «από λιμού, λοιμού, σεισμού, καταποντισμού, πυρός, μαχαίρας, μύρτου, χαλάζης, επιδρομής αλλοφύλων, εμφυλίου πολέμου και αιφνιδίου θανάτου». Πού αναφέρεται ο αφηγητής;
24 Δικτατορία:
25 Απρίλης 1967 Ο μοιραίος εκείνος Απρίλης. Και τα συμπαρομαρτούντα: τανκ, βασιλιάς, Αμερικάνοι, στρατηγοί, κυβέρνηση της Δεξιάς, Φρειδερίκη. Στις 2 τα ξημερώματα της 21ης Απριλίου ο συνταγματάρχης Ι. Λαδάς εξαπέλυσε την ΕΣΑ, που συνέλαβε το σύνολο της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας της χώρας. Ταυτόχρονα, ο διοικητής του Κέντρου Τεθωρακισμένων, ταξίαρχος Στ. Παττακός, έβγαλε τα τεθωρακισμένα και κατέλαβε όλα τα στρατηγικά σημεία της πρωτεύουσας, εφαρμόζοντας το σχέδιο «Προμηθεύς». ρ ς Ήταν η αρχή...
26 Ηισπανικήλέξηjunta (προφ. χούnτα > στα ελλ. χούντα ) σημαίνει ένωση σύνδεσμος. Κατά το Oxford English Dictionary ο ισπανικός όρος καθιερώθηκε το 19ο αιώνα, όταν ο Ναπολέων εισέβαλε στην Ισπανία. Τότε, οι Ισπανοί επαναστάτες/μαχητές κατά των Γάλλων οργανώνονταν σε ομάδες από μια στρατιωτική επιτροπή, μία Χούντα, καιέτσιοόροςέμεινε έμεινε με τη σημασία του στρατιωτικού συνδέσμου. Στα ελληνικά δηλώνει τις στρατιωτικές ομάδες που επιχειρούν να καταλάβουν παράνομα την εξουσία, αν και χρησιμοποιείται, κυρίως, για τη Δικτατορία των Συνταγματαρχών (1967), επειδή με αυτό τον όρο χαρακτήρισαν το συγκεκριμένο πραξικόπημα οι ραδιοφωνικοί σταθμοί του BBC και Deutsche Welle.
27 Οι πρωτεργάτες του πραξικοπήματος του 1967
28 Αποφασίσαμεν και διατάσσομεν: Απαγορεύονται καθ άπασαν την Επικράτειαν και καθ οιονδήποτε τρόπον η μετάδοσις ή εκτέλεσις μουσικής και ασμάτων του κομμουνιστού Μίκη Θεοδωράκη, τα οποία, εκτός των άλλων, αποτελούν και μέσον συνδέσμου μεταξύ των κομμουνιστών. Οι παραβάται θα παραπέμπονται εις τα έκτακτα στρατοδικεία».
29
30 Μέσα σ' αυτό το πικρό «τώρα», μέσα σ' αυτό το παρόν, όπου χώρος και άνθρωποι όχι μόνο έχουν αλλάξει αλλά και η μεταξύ τους σχέση έχει διαφοροποιηθεί ως το σημείο της αλλοτρίωσης, η μελαγχολία των μεγάλων, των αλλοτινών παιδιών που ωρίμασαν, εντείνεται και από ένα επιπρόσθετο στοιχείο: Καθώς θυμούνται τα λόγια του πατέρα «εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες μέρες», πράγμα που δεν έγινε, το στοιχείο της διάψευσης υπεισέρχεται στο ποίημα. Το «δεν έχει σημασία» προσδίνει και μια πικρή ειρωνεία γιατί ασφαλώς και έχει σημασία το να έρθουν οι καλύτερες μέρες.
31 Η ειρωνεία μεγαλώνει ακόμα περισσότερο καθώς οι ίδιοι, που διαψεύστηκαν, θα εξακολουθούν να λένε τα ίδια στα δικά τους παιδιά εναποθέτοντας τις ελπίδες τους σε ένα μακρινό, απροσδιόριστο μέλλον. Η διάψευση δεν αφορά μόνο το «τώρα», ώ την παρούσα γενιά, τη γενιά του ποιητή. Πάει και προς τα πίσω. Για να λέει ο πατέρας «εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες μέρες», σημαίνει πως ούτε ο πατέρας είχε γνωρίσει τις καλύτερες μέρες στις οποίες είχε ελπίσει. Ποια ήταν η γενιά του Ποια ήταν η γενιά του πατέρα;
32 Είναι οι γενιές που έζησαν τους Βαλκανικούς πολέμους, τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, τον Εθνικό διχασμό, τη Μικρασιατική Καταστροφή, την προσφυγιά, δικτατορίες, το Β Παγκόσμιο πόλεμο,, τον Εμφύλιο.
33 Η μετανάστευση Γερμανία: Eλληνίδα μετανάστρια με τα δυο παιδιά της, στην αποβάθρα της ελπίδας για μια καλύτερη ζωή. Bλέμμα επιφυλακτικό, χέρια καχύποπτα, η χάρτινη βαλίτσα με το σχοινί και με τα λιγοστά υπάρχοντα Η μοίρα των έτσι κι αλλιώς ηττημένων.
34 Μπορεί να ελπίζει σε «καλύτερες μέρες;»
35 Ο Μ. Αναγνωστάκης μιλά για το πολιτικό όραμα για το οποίο και αγωνίστηκε. Μιλά για το όραμα ενός κόσμου ειρηνικού, του κόσμου της κοινωνικής δικαιοσύνης, της παγκόσμιας αλληλεγγύης και συναδέλφωσης.
36 Στο ποίημα «Χάρης» 1944 από τη συλλογή «Εποχές», διαβάζουμε: Ήμασταν όλοι μαζί και ξεδιπλώναμε ακούραστα τις ώρες μας. Τραγουδούσαμε σιγά για τις μέρες που θα 'ρχόντανε φορτωμένες πολύχρωμα οράματα.
37 Τι σημαίνουν οι στίχοι; Ελπίζοντας πάντοτε πως κάποτε θα σταματήσει η αλυσίδα. Ίσωςσταπαιδιάτωνπαιδιώντουςήσταπαιδιάτωνπαιδιώνστα των παιδιών τους στα των παιδιών των παιδιών τους.
38 Υποβάλλουν ένα διφορούμενο συναίσθημα. Από τη μια είναι η ελπίδα, όπως ρητά δηλώνεται, πως κάποτε θα σταματήσει το κακό. πως κάποτε θα 'ρθουν οι καλύτερες μέρες. Ταυτόχρονα όμως αφήνεται να υπεισέλθει η αμφιβολία για το αν αυτό θα γίνει, κάποτε. Ο Αναγνωστάκης το μεταθέτει σ ένα απροσδιόριστο μέλλον, αφού, όπως λέει αλλού, «κανένας πόλεμος δεν τέλειωσε ποτέ».
39 Επαναφορά στο παρόν
40 Ο ποιητής επανέρχεται στο παρόν, μας τοποθετεί και πάλι στην οδό Αιγύπτου και επαναλαμβάνει τα χτίρια που περισσότερο τη χαρακτηρίζουν: Τράπεζα συναλλαγών,, Τουριστικά Γραφεία,, Πρακτορεία Μεταναστεύσεως. Τώρα όμως, με την επανάληψη σε διάφορα πρόσωπα των δύο ρημάτων «συναλλάσσονται» και «μεταναστεύω». Γιατί;
41 Δηλώνεται ο νέος τρόπος ζωής. Είναι μια ζωή συναλλαγής, τουριστικοποίησης και μετανάστευσης. Και οι τρεις έννοιες είναι φορτισμένες αρνητικά. Ο κόσμος της συναλλαγής είναι ταυτόχρονα ο κόσμος της εμπορευματοποίησης των πάντων. Ανακαλεί στη σκέψη ανέντιμες συναλλαγές, συμβιβασμούς, αγοραπωλησίες, πολύ πιο πέρα από τις οικονομικές δραστηριότητες, συμβιβασμούς και συναλλαγές σε πολιτικό ή εθνικό επίπεδο. Ο τουρισμός και η μετανάστευση είναι εξίσου δηλωτικά μιας υποβάθμισης της ζωής, μιας έκπτωσης εθνικής, μιας ταπείνωσης. Ο Αναγνωστάκης σκιαγραφεί την κοινωνία του καταναλωτισμού, την κοινωνία στην οποία υπάρχει μια επίφαση ευημερίας, ενώ υποκρύπτεται η έκπτωση των αξιών, το ξεπούλημα των πάντων για το κέρδος, η αλλοτρίωση.
42 Όλη την πίκρα, την αγανάκτηση, τη διαμαρτυρία του ο ποιητής συνοψίζει με ένα στίχο, δάνειο από το Γ. Σεφέρη: «Όπου Ό και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει». Κατά το Δ. Μαρωνίτη πιθανόν να είναι και έκφραση δυσφορίας του Αναγνωστάκη, αν το «ταξιδέψω» ξδέψ συνδυαστεί με το προηγούμενο «μεταναστεύω», για τη μετανάστευση πολλών πολιτικών και άλλων πολιτών κατά τη διάρκεια της δικτατορίας.
43 «Η Ελλάδα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία, τις ωραίες εκκλησιές»
44 Τα «ωραία νησιά» = Τόποι εξορίας των αντιχουντικών
45 Τα «ωραία γραφεία» είναι τα γραφεία της συναλλαγής και της μετανάστευσης αλλά και τα γραφεία μετανάστευσης αλλά και τα γραφεία της στυγνής δικτατορίας.
46 ωραίες εκκλησιές H ηγεσία της εκκλησίας υπήρξε σταθερός βραχίονας επιβολής της αντιδραστικής πολιτικής του μετεμφυλιακού κράτους. Το επιστέγασμα της κοσμικής «μαυρίλας» που εκπροσωπούσε ήταν η στάση της κατά την περίοδο της χούντας. Ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης «θα αφήσει εποχή», με την περίφημη προσφώνησή του στη Δέσποινα Παπαδοπούλου, τη γυναίκα του δικτάτορα, που την παρομοίαζε με την Παναγία.
47 «Η Ελλάς των Ελλήνων» αποτελεί μέρος του συνθήματος της δικτατορίας, που μαζί με το Φοίνικα υπήρξαν τα εμβλήματα τα δηλωτικά του ψευτο ιδεολογικού προσανατολισμού της. Στην περίπτωση αυτή ο τελευταίος στίχος πρέπει να ιδωθεί στη συνάφειά του με το μ.χ. του τίτλου, οπότε έχομε την αρχή και στο τέλος του ποιήματος στην υπηρεσία, που εξέφρασε το «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών». Πρόκειται για θαυμάσιο ποιητικό εύρημα που επιτρέπει να αισθανόμαστε ότι σε όλη την ανάγνωση του ποιήματος λανθάνει ως επένδυση έδ του ακροάματος το «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών», το οποίο σχηματίζοντας κύκλο ανοίγει και κλείνει το ποίημα δηλώνοντας πως σημαίνοντα και σημαινόμενα κινούνται από το σύνθημα και το υπηρετούν: έτσι μαρτυρείται η υποκρισία που είχε την ευκαιρία να καταγγείλει απορώντας ο Γιώργος Σεφέρης με το στιχούργημα: Από βλακεία Ελλάς, πυρ! Ελλήνων, πυρ! Χριστιανών, πυρ! Τρεις λέξεις νεκρές. Γιατί τις σκοτώσατε;
48 Αυτή λοιπόν είναι η Ελλάδα που πληγώνει τον ποιητή. Με μια χαρακτηριστική φράση της δικτατορίας «Η Ελλάς των Ελλήνων» κατά παράλειψη της λέξης «Χριστιανών», ο Αναγνωστάκης συνοψίζει την πίκρα, την αγανάκτηση, τη διαμαρτυρία του, ενώ ταυτόχρονα καταγγέλλει ως πνευματικός άνθρωπος, το κατάντημα της Ελλάδας κάτω από το δικτατορικό καθεστώς. Η οδός Αιγύπτου απ' την οποία ξεκίνησε το ποίημα του έχει διευρυνθεί, είναι ολόκληρη η χώρα κάτω από τη βάναυση πολιτική της χούντας.
49 Τεχνική του ποιήματος Τεχνική του ποιήματος Το νόημα και η τεχνική συνδέονται στενά. Κυριαρχεί ο ρυθμός της καθημερινής κουβέντας, ελάχιστες είναι οι ασυνήθιστες λέξεις, ενώ απουσιάζουν οι παρομοιώσεις ή άλλα στοιχεία που στολίζουν το λόγο. Ο Ο στίχος είναι λιτός. Δεν υπάρχει μέτρο και ομοιοκαταληξία, παρά μόνο ένας εσωτερικός ρυθμός που δραματοποιεί ανάγλυφα την κατάσταση στην Ελλάδα του 1969 μ.χ. Ο ποιητής μιμείται το καβαφικό ύφος, ενυπάρχει μια διάχυτη ειρωνεία, σαρκασμός, αγανάκτηση και οργή για την κατάσταση που επικρατεί. Ο λόγος είναι σαφής, απλός, ειλικρινής και διατυπωμένος με παρρησία.
50 Άλλες επισημάνσεις: «Οδός ςαιγύπτου πρώτη πάροδος δεξιά»: Συνεκδοχή, όπου το μέρος Λειτουργεί αντί του όλου και καλύπτει την Ελλάδα με τη σταθερά δεξιά απόκλιση. Ηλέξη«συναλλαγή» Η στο μέγαρο της Τράπεζας παραπέμπει: στην εμπορευματοποίηση της ζωής, στις ιδεολογικές συναλλαγές (συμβιβασμοί και προδοσίες), στην εκμετάλλευση και στην απάτη. Το ρήμα «υψώνεται» σημαίνει κυριαρχεί, δεσπόζει και συνάμα εξουδετερώνει τον ελεύθερο χώρο. Ο ευθύς λόγος (που ξέρατε, που λέγαμε) εισάγει τον αναγνώστη στο κείμενο για να το ζήσει σαν Ιστορία. «Καλύτερες μέρες»: Παραλλαγή του μύθου του Ησιόδου για την παρακμή της ανθρωπότητας. Στο μύθο ηχρ χρυσή εποχή είναι τοποθετημένη η στο παρελθόν, ενώ στο ποίημα τοποθετείται στο μέλλον. Ηλέξη«μάθημα» απομυθοποιεί τα όνειρα του πατέρα. Το «καλύτερο μέλλον» Η λέξη «μάθημα» απομυθοποιεί τα όνειρα του πατέρα. Το «καλύτερο μέλλον» είναι ένα «μάθημα» που επαναλαμβάνουμε, κρατώντας την ελπίδα ζωντανή.
51 Παράλληλα Κείμενα Γ.Σεφέρης, Ποιήματα, (Με τον τρόπο του Γ.Σ.), Ίκαρος,Αθήνα 1979, σσ Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει ολοένα ταξιδεύει Κι αν «ορώμεν ανθούν πέλαγος Αιγαίον νεκροίς» είναι εκείνοι που θέλησαν να πιάσουν το μεγάλο καράβι εκείνοι που βαρέθηκαν να περιμένουν τα καράβια που δεν μπορούν πια να κινήσουν την ΕΛΣΗ τη ΣΑΜΟΘΡΑΚΗ τον ΑΜΒΡΑΚΙΚΟ. Σφυρίζουν τα καράβια τώρα που βραδιάζει στον Πειραιά σφυρίζουν ολοένα σφυρίζουν μα δεν κουνιέται κανένας αργάτης καμιά αλυσίδα δεν έλαμψε βρεμένη στο στερνό φως που βασιλεύει ο καπετάνιος μένει μαρμαρωμένος μες στ' άσπρα και στα χρυσά. Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει παραπετάσματα βουνών αρχιπέλαγα γυμνοί γρανίτες... το καράβι που ταξιδεύει το λένε ΑΓΩΝΙΑ 937
52 Ποια στάση ζωής ακολουθούν στο ποίημα του Γ. Σεφέρη «εκείνοι που θέλησαν να πιάσουν το μεγάλο καράβι»; Να τη συγκρίνετε με τη στάση που ακολουθούν οι άνθρωποι στο ποίημα «Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.χ.» του Μ. Αναγνωστάκη.
53 Το σπίτι κοντά στη θάλασσα Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν. Πώς συνδέεται θεματικά το πιο πάνω Έτυχε να 'ναι τα χρόνια δίσεχτα ποίημασ του Γ. Σεφέρη με αυ το του Αναγνωστάκη; πολέμοι χαλασμοί ξενιτεμοί κάποτε ο κυνηγός βρίσκει τα διαβατάρικα πουλιά κάποτε δεν τα βρίσκει το κυνήγι ήταν καλό στα χρόνια μου, πήραν πολλούς τα σκάγια οι άλλοι γυρίζουν ή τρελαίνουνται στα καταφύγια. Ο Γιώργος Σεφέρης στο σπίτι όπου γεννήθηκε, στα Βουρλά της Σμύρνης.
54 Κλείτος Κύρου, "Κραυγή δέκατη πέμπτη" (από τη συλλογή "Κραυγές της νύχτας") Μιλώ με σπασμένη φωνή δεν εκλιπαρώ Τον οίκτο σας μέσα μου μιλούν χιλιάδες στόματα Που κάποτε φώναζαν οργισμένα στον ήλιο Μια γενιά που έψελνε τα δικαιώματά της Κουνώντας λάβαρα πανηγυριού σειώντας σπαθιά Γράφοντας στίχους εξαίσιους μιας πρώτης νεότητας Ποτίζοντας τα σπαρτά με περίσσιο αίμα Μικρά παιδιά που αφέθηκαν στο έλεος τ ουρανού Η γενιά μου ήταν μια αστραπή που πνίγηκε Η βροντή της η γενιά μου καταδιώχτηκε Σα ληστής σύρθηκε στο συρματόπλεγμα Μοίρασε σαν αντίδωρο τη ζωή και το θάνατο. Π ύ ί ά ή Κλ Κύ Ποιους συσχετισμούς μπορείτε να κάνετε στα ποιήματα του Κλ. Κύρου και στη Θεσσαλονίκη του Μ. Αναγνωστάκη;
55 Μανόλης Αναγνωστάκης Στη Θεσσαλονίκη. Xρονολογία άγνωστη, ίσως αρχές του '50 (αρχείο Γ. Zεβελάκη).
56 Aσκήσεις ισορροπίας, σαν σε πατίνι ή κρεμασμένος στη σκαλοναρία. Στο παράθυρο του αυτοκινήτου, ημητέρατου του υποκλίνεται ελαφρά στον φακό δίπλα της, ο ξάδελφός του Γιάννης Kασιμάτηςμ
57 Ποδηλατώντας στις εξοχές της Θεσσαλονίκης. Σε μια οικογενειακή εκδρομή, λίγο πριν από τον β παγκόσμιο πόλεμο. (αρχείο Γ. Zεβελάκη).
58 «Άκουγα πάλι τη φωνή σου όταν γυρνούσα χθες / από το πληκτικό νοσοκομείο / Aνάμεσα στα βρώμικα πανιά και στα νερά τα μουχλιασμένα / Πλήθος ενέδρες της ζωής παραμονεύουν την πτώση σου» («Σκυφτοί περάσανε...»). ) Πίσω από τη φωτογραφία: «Iωάννινα, 10 Nοεμβρίου 1954.» (αρχείο Γ. Zεβελάκη).
https://docplayer.gr/10890155-Manolis-anagnostakis-thessaloniki-meres-toy-1969-m-h.html
59 Μανόλης Αναγνωστάκης Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη όπου σπούδασε ιατρική. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής συμμετείχε στην ΕΠΟΝ. Κατά την διετία ήταν αρχισυντάκτης του περιοδικού Ξεκίνημα, που ανήκε στον εκπολιτιστικό όμιλο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Είχε έντονη πολιτική δράση στο φοιτητικό κίνημα, για την οποία φυλακίστηκε το 1948 ενώ το 1949 καταδικάστηκε σε θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο. Βγήκε από τη φυλακή με την γενική αμνηστία το 1951.Την περίοδο ειδικεύτηκε ως ακτινολόγος στη Βιέννη και κατόπιν άσκησε το επάγγελμα του ακτινολόγου για ένα διάστημα στη Θεσσαλονίκη ενώ το 1978 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Δημοσίευσε κείμενα του για πρώτη φορά στο περιοδικό Πειραϊκά Γράμματα (1942) και αργότερα στο το φοιτητικό περιοδικό Ξεκίνημα (1944), του οποίου υπήρξε και αρχισυντάκτης για μία περίοδο. Ποιήματά του, καθώς και κριτικές δημοσιεύτηκαν αργότερα σε αρκετά περιοδικά. Την περίοδο εξέδωσε το περιοδικό Κριτική ενώ υπήρξε μέλος της εκδοτικής ομάδας των Δεκαοκτώ κειμένων (1970), των Νέων Κειμένων και του περιοδικού Η Συνέχεια (1973).Το 1986 του απονεμήθηκε το Κρατικό Βραβείο Ποίησης ενώ το 1997 ανακηρύχθηκε η επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης.
Mανόλης Αναγνωστάκης- Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.χ. Για τη βιογραφία του ποιητή βλ. σελ. 57 σχολ. βιβλίου. Ανάγνωση εισαγ. σημειώματος, σελ. 54 σχολ. βιβλίου* Δομή: α εν. :στ.1-4: δίνεται ο χώρος και ο χρόνος β εν.: στ.5-12: κυριαρχεί η αναφορά στα παιδιά γ εν.: στ : επιστροφή στον αρχικό χώρο, καταγγελία όσων ευθύνονται για την καινούργια πραγματικότητα Τεχνική: απουσία μέτρου, ομοιοκαταληξίας, αλλά και επιθέτων. Λόγος λιτός, καθημερινός, αφού στοχεύει στον προβληματισμό κι όχι στην τέρψη του αναγνώστη. Κυρίαρχο εκφραστικό μέσο η εικόνα (περιγράφει τη ζωή στις σύγχρονες ελληνικές πόλεις: τράπεζες, γραφεία, τροχοφόρα). Καβαφική ειρωνεία. Ύφος: σαρκαστικό/ διδακτικό Σχολιασμός τίτλου: Ο χρονοδείκτης θυμίζει Καβάφη και μπαίνει σκόπιμα στο ποίημα (μιλά για ενδείξεις μιας εποχής). Σχολιασμός χωρίων στ.1:** ο ποιητής μάς δίνει αρχικά το χώρο της δράσης πρόκειται για ένα γνώριμό του δρόμο της Θεσσαλονίκης, που θα μπορούσε, ωστόσο, να βρίσκεται σε οποιαδήποτε πόλη της μεταπολεμικής Ελλάδας και ιδίως της δικτατορικής περιόδου (λειτουργεί συμβολικά πιστή απεικόνιση της ζωής στις σύγχρονες πόλεις) * Ο Δ. Μαρωνίτης γράφει για το Στόχο : «Ο επιλογικός Στόχος στα πρώτα χρόνια της δικτατορίας, επαναφέρει τον Αναγνωστάκη στην τροχιά της πολιτικής σύμπραξης, κάτω από κορυφαίες συνθήκες». Στόχος του ποιητή είναι να καταγγείλει το καθεστώς των συνταγματαρχών, που τόσα δεινά προκάλεσε στη χώρα μας και να προκαλέσει την αντίσταση σ αυτό. **Ο στ. βρίσκεται και στο ποίημα Πόλεμος ( γράφτηκε το 1941, όταν ο ποιητής ήταν μόλις 16 ετών!) Στην οδό Αιγύπτου-πρώτη πάροδος δεξιά- τα κορίτσια κοκαλιασμένα περιμένανε απ ώρα τον Ισπανό με τα τσιγαρόχαρτα.
2 στ.2-3:- Το «τώρα» δηλώνει ότι το ποίημα κινείται αρχικά στο χρονικό επίπεδο του παρόντος, ενώ συγχρόνως μας παραπέμπει έμμεσα στην οδό Αιγύπτου του χθες: χωρίς τράπεζες, πρακτορεία, αυτοκίνητα, αλλά με παιδιά που παίζουν ανέμελα στους δρόμους και μικρές ανθρώπινες μονοκατοικίες που στεγάζουν ανθρώπους αισιόδοξους για το μέλλον. -Οι τράπεζες, τα τουριστικά γραφεία και τα πρακτορεία μεταναστεύσεως εκφράζουν το σύστημα εκμετάλλευσης κι εμπορευματοποίησης των πάντων, αλλοτρίωσης, άναρχης ανάπτυξης, στρεβλής προόδου κι ερήμωσης της υπαίθρου, που σημάδεψαν την εποχή στην οποία αναφέρεται το ποίημα κι αποτελούν τη βιτρίνα που κρύβει την πολιτική και κοινωνική αθλιότητα. στ.4: το πρόσωπο της σύγχρονης πόλης είναι αφιλόξενο για τα παιδιά, αφού τα πανύψηλα κτήρια και η πυκνή κυκλοφορία τους στερούν τη δυνατότητα του παιγνιδιού. στ.5: : τα χρόνια της αθωότητας χάθηκαν, διαπιστώνει με σαρκασμό ο ποιητής. στ.6: στην Ελλάδα των συνταγματαρχών κυριαρχεί η κατήφεια και η αμοιβαία καχυποψία, ενώ έχει χαθεί η χαρά και η εμπιστοσύνη στο συνάνθρωπο. στ.7-8: ο ποιητής υπαινίσσεται τις οδυνηρές εμπειρίες που βίωσε η συγκεκριμένη γενιά: εμπλοκή σ ένα παγκόσμιο πόλεμο, δύο δικτατορίες (του Μεταξά και των συνταγματαρχών) κι έναν εμφύλιο πόλεμο, έτσι ώστε να χαρακτηρίζεται γενιά της διάψευσης και των ερειπίων. στ. 9-13: όσα παιδιά απ τη γενιά του ποιητή κατάφεραν να επιβιώσουν θυμούνται την υπόσχεση του πατέρα για καλύτερες μέρες, που όμως δεν ήρθαν ποτέ, αναλογίζονται τα οράματα που δεν πραγματοποιήθηκαν. Κι επιπλέον, παρά τις αμφιβολίες τους, πρέπει και οι ίδιοι να δώσουν στα δικά τους παιδιά κάποια προοπτική. στ.14-17: ο ποιητής μάς επαναφέρει στη διάσταση του παρόντος, όπου η μόνη βεβαιότητα είναι η εκμετάλλευση, η αλλοτρίωση, η μετανάστευση. Μάλιστα η χρήση των ρημάτων σε τόσα διαφορετικά πρόσωπα έρχεται να δηλώσει ότι τα αρνητικά φαινόμενα έχουν γενικευτεί- όλοι εμπλέκονται σ αυτά. στ.18: προκειμένου να εκφράσει την απογοήτευσή του για την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, ο ποιητής δανείζεται τον πασίγνωστο στίχο του Σεφέρη.
3 στ.19: στο στίχο κυριαρχεί η ειρωνεία, αφού: -τα ωραία νησιά της Ελλάδας έχουν γίνει τώρα είτε τόποι εξορίας είτε γραφικοί τουριστικοί προορισμοί -τα ωραία γραφεία σηματοδοτούν το σύγχρονο τρόπο εκμετάλλευσης -ενώ οι ωραίες εκκλησίες συμβολίζουν τη θρησκεία, που η χούντα κατά κόρον χρησιμοποίησε, για να καταπνίξει κάθε προοδευτική κίνηση. επιλογικός στίχος: σαφής υπαινιγμός του δικτατορικού συνθήματος Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών. *** Συναισθήματα που κυριαρχούν στο ποίημα: Πίκρα για τη ζοφερή κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η χώρα (βλ. ανάλυση) και απογοήτευση για το μέλλον. Το Ποίημα Στην οδό Αιγύπτου -πρώτη πάροδος δεξιά! Τώρα υψώνεται το μέγαρο της Τράπεζας Συναλλαγών Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως. Και τα παιδάκια δεν μπορούνε πια να παίξουνε από τα τόσα τροχοφόρα που περνούνε. 5 Άλλωστε τα παιδιά μεγάλωσαν, ο καιρός εκείνος πέρασε που ξέρατε Τώρα πια δε γελούν, δεν ψιθυρίζουν μυστικά, δεν εμπιστεύονται, Όσα επιζήσαν, εννοείται, γιατί ήρθανε βαριές αρρώστιες από τότε Πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιώτες, Θυμούνται τα λόγια του πατέρα: εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες μέρες 10 Δεν έχει σημασία τελικά αν δεν τις γνώρισαν, λένε το μάθημα οι ίδιοι στα παιδιά τους Ελπίζοντας πάντοτε πως κάποτε θα σταματήσει η αλυσίδα Ίσως στα παιδιά των παιδιών τους ή στα παιδιά των παιδιών των παιδιών τους. Προς το παρόν, στον παλιό δρόμο που λέγαμε, υψώνεται η Τράπεζα Συναλλαγών 15-εγώ συναλλάσσομαι, εσύ συναλλάσσεσαι αυτός συναλλάσσεται- Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως -εμείς μεταναστεύουμε, εσείς μεταναστεύετε, αυτοί μεταναστεύουν- Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει, έλεγε κι ο Ποιητής Η Ελλάδα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία, τις ωραίες εκκλησιές Η Ελλάς των Ελλήνων.
4 Διδακτικά παραδείγματα Μ. Αναγνωστάκης α. Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.χ. Στην οδό Αιγύπτου-πρώτη πάροδος δεξιά Τώρα υψώνεται το μέγαρο της Τράπεζας Συναλλαγών
5 Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως. Και τα παιδάκια δεν μπορούνε πια να παίξουνε από τα τόσα τροχοφόρα που περνούνε. Άλλωστε τα παιδιά μεγάλωσαν, ο καιρός εκείνος πέρασε που ξέρατε 5 Τώρα πια δε γελούν, δεν ψιθυρίζουν μυστικά, δεν εμπιστεύονται, Όσα επιζήσαν, εννοείται, γιατί ήρθανε βαριές αρρώστιες από τότε Πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιώτες, Θυμούνται τα λόγια του πατέρα: εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες μέρες Δεν έχει σημασία τελικά αν δεν τις γνώρισαν, λένε το μάθημα 10 οι ίδιοι στα παιδιά τους Ελπίζοντας πάντοτε πως κάποτε θα σταματήσει η αλυσίδα Ίσως στα παιδιά των παιδιών τους ή στα παιδιά των παιδιών
6 των παιδιών τους. Προς το παρόν, στον παλιό δρόμο που λέγαμε, υψώνεται Η Τράπεζα Συναλλαγών -εγώ συναλλάσσομαι, εσύ συναλλάσσεσαι αυτός συναλλάσσεται- 15 Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως -εμείς μεταναστεύουμε, εσείς μεταναστεύετε, αυτοί μεταναστεύουν- Όπου και να ταξιδέψω η ελλάδα με πληγώνει, έλεγε κι ο Ποιητής Η Ελλάδα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία, Τις ωραίες εκκλησιές Η Ελλάς των Ελλήνων. Η οικείωση με την ποίηση του Μ. Αναγνωστάκη είναι εύκολη τόσο λόγω της γλώσσας όσο και του τόνου της φωνής του, του ύφους. Εκείνο που προέχει είναι η προσεκτική ανάγνωση, πρώτη και δεύτερη ώστε να
7 κατανοηθεί το περιεχόμενο και η βαρύτητα των λέξεων και των σημασιών τους. Οι τίτλοι προετοιμάζουν για το περιεχόμενο των ποιημάτων και για τη συγκρότηση του νοήματος και μηνύματος. Στο ποίημα Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.χ. τα ιστορικά συμφραζόμενα είναι ολοφάνερα συνεπώς και το στόχος του ποιήματος. Ο τίτλος του ποιήματος και της συλλογής Στόχος προβάλλουν τον κοινωνικό, ειρωνικό και καταγγελτικό λόγο του Μαν. Αναγνωστάκη. Η συλλογή Στόχος (1970) περιέχει ποιήματα που γράφτηκαν στην περίοδο της δικτατορίας Εστιάζουμε την προσοχή μας στον πεζολογικό στίχο, στη στίξη που υποστηρίζει τη συναισθηματική διακύμανση και στο σκηνικό που πλαισιώνει νοήματα και μηνύματα.
8 Το σκηνικό στους πρώτους στίχους δίνει μια πολυτελή πρόσοψη κτηρίων μιας χώρας που βιώνει την κοινωνική και εθνική αθλιότητα. Δίνεται αφαιρετικά και συνοπτικά η Ελλάδα της δεκαετίας του Η Τράπεζα Συναλλαγών, τα Τουριστικά γραφεία και τα πρακτορεία μεταναστεύσεως με τη γραφή και τα σημαινόμενά τους αναδεικνύουν τον κοινωνικό στόχο αυτής της ποίησης, που επιτείνεται με την αναφορά στα «παιδάκια»- υποκοριστικό, συμπάσχει ο ποιητής-, τα οποία δεν έχουν ελεύθερο χώρο για να παίξουν, ενώ η αλλαγή έχει εισβάλει με όλη της τη μεγαλοπρέπεια «τροχοφόρα». Η μετάβαση με το «άλλωστε» στο χρόνο από το χτες στο σήμερα επισύρει και άλλες αλλαγές που δηλώνονται πρώτα συνοπτικά και μετά μέσα από εικόνες και καταστάσεις «ο καιρός
9 εκείνος πέρασε που ξέρατε», όπου η επίταξη του ρήματος ενέχει πόνο και νοσταλγία. Με το «Τώρα πια δε γελούν, δεν ψιθυρίζουν μυστικά, δεν εμπιστεύονται,» γίνεται η μετάβαση στο παρόν όπου όλα έχουν αλλάξει προς το χειρότερο και όχι όπως θα περιμέναμε, σύμφωνα με τις πολυτελείς προσόψεις των Τραπεζών και των τουριστικών γραφείων. Το γέλιο και η εμπιστοσύνη χάθηκαν (αλλαγή καιρών) με αντανάκλαση στον ανθρώπινο παράγοντα, π.χ. «Όσα επιζήσαν, εννοείται, γιατί ήρθανε βαριές αρρώστιες από τότε Πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιώτες, Θυμούνται τα λόγια του πατέρα: εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες μέρες
10 Δεν έχει σημασία τελικά αν δεν τις γνώρισαν, λένε το μάθημα οι ίδιοι στα παιδιά τους Ελπίζοντας πάντοτε πως κάποτε θα σταματήσει η αλυσίδα» Στους στίχους αυτούς με τη δυναμική της μεταφοράς και αλληγορίας δίνεται το κακό με αναφορά στις φυσικές καταστροφές και τους θωρακισμένους στρατιώτες- ιστορικό στίγμα (κατοχή, εμφύλιος), τα παιδιά δεν γνώρισαν τις «καλύτερες μέρες» για τις οποίες μιλούσαν οι πατέρες, άλλωστε και οι ίδιοι ως πατέρες με την ελπίδα για καλύτερες μέρες θα γαλουχήσουν τα παιδιά τους. Η επίταση με την επανάληψη σε αιτιατική και γενική, π.χ. «Ίσως στα παιδιά των παιδιών τους ή στα παιδιά των παιδιών των παιδιών τους.»
11 δηλώνει τη μη πραγματοποιημένη ελπίδα και δίνει ποιητικότητα στο στίχο. Από το σκηνικό των πρώτων στίχων πήγαμε στον άνθρωπο, στο συλλογισμό και τη μνήμη, που διακόπτονται με επαναφορά στο παρόν και στο πολυτελές σκηνικό, ένα σκηνικό φενακισμένο, όπως είναι και οι ανθρώπινες σχέσεις, όπου κυριαρχεί η συναλλαγή, η εκμετάλλευση και η μετανάστευση, εσωτερική και εξωτερική, από τα οικονομικά αδιέξοδα, π.χ. «Προς το παρόν, στον παλιό δρόμο που λέγαμε, υψώνεται η Τράπεζα Συναλλαγών - εγώ συναλλάσσομαι, εσύ συναλλάσσεσαι αυτός συναλλάσσεται-
12 Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως -εμείς μεταναστεύουμε, εσείς μεταναστεύετε, αυτοί μεταναστεύουν-». Η αξιοποίηση της κλίσης του ρήματος με την πρόταξη της προσωπικής αντωνυμίας δηλώνει με τον πιο αυθεντικό τρόπο την κατάσταση που βιώνουν οι άνθρωποι, την φτώχια, τη μετανάστευση, δηλαδή το εθνικό ξεπούλημα πίσω από τη βιτρίνα των Τραπεζών και των τουριστικών γραφείων. Στους τελευταίους στίχους ο Μ. Αναγνωστάκης συνομιλεί με το Σεφέρη (διαλογικότητα), τον «Ποιητή» με την κεφαλαιογράμματη γραφή και την αντίστοιχη σημασιοδότηση του Σεφέρη ως μεγάλου ποιητή, και ολοκληρώνει το ποίημά του με την
13 ανθρωπογεωγραφία της Ελλάδας σε ύφος σαρκαστικό με σαφή αναφορά στην εκμετάλλευση λέξεων και εννοιών, θρησκευτικού και πατριωτικού συναισθήματος από τη δικτατορία του 1967, π.χ. «Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει, έλεγε ο Ποιητής Η Ελλάδα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία, τις ωραίες εκκλησίες Η Ελλάς των Ελλήνων».» Ο ποιητής, όπως σημαίνει και ο τίτλος της συλλογής, στοχεύει να μας προβληματίσει με γλώσσα οικεία, με εικόνες και καταστάσεις καθημερινές που ίσως περνούν απαρατήρητες. Η απομόνωση του τελευταίου στίχου ηχεί ως τραγική ειρωνεία. Το ύφος
14 είναι στοχαστικό στοχεύοντας στο μήνυμα και ζητώντας επαγρύπνηση από όλους σε εκείνους τους δίσεχτους καιρούς. Είναι ολοφάνερο ότι πρόκειται για ποίηση κοινωνική. Στη συνολική θεώρηση γίνεται συζήτηση στην τάξη, διερευνώνται τα χαρακτηριστικά της ποιητικής του Μ. Αναγνωστάκη και απαντώνται οι ερωτήσεις, αν δεν έχει γίνει αυτό κατά την ανάλυση του ποιήματος.
ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥ http://www.greek-language.gr/digitalResources/literature/tools/concordance/timeline.html?cnd_id=2
ΠΟΙΗΜΑΤΑ http://users.uoa.gr/~nektar/arts/poetry/manolhs_anagnwstakhs_poems.htm
ΠΗΓΗ http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSGL-C131/595/3928,1725
Μανόλης Αναγνωστάκης
Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.Χ.
Τώρα υψώνεται το μέγαρο της Τράπεζας Συναλλαγών
Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως.
Και τα παιδάκια δεν μπορούνε πια να παίζουνε από
τα τόσα τροχοφόρα που περνούνε.
| |||
5 | Άλλωστε τα παιδιά μεγάλωσαν, ο καιρός εκείνος πέρασε που ξέρατε | ||
Τώρα πια δε γελούν, δεν ψιθυρίζουν μυστικά, δεν εμπιστεύονται,
Όσα επιζήσαν, εννοείται, γιατί ήρθανε βαριές αρρώστιες από τότε
Πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιώτες,
Θυμούνται τα λόγια του πατέρα: εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες μέρες
| |||
10 |
Δεν έχει σημασία τελικά αν δεν τις γνώρισαν, λένε το μάθημα
οι ίδιοι στα παιδιά τους
| ||
Ελπίζοντας πάντοτε πως κάποτε θα σταματήσει η αλυσίδα
Ίσως στα παιδιά των παιδιών τους ή στα παιδιά των παιδιών
των παιδιών τους.
Προς το παρόν, στον παλιό δρόμο που λέγαμε, υψώνεται
η Τράπεζα Συναλλαγών
| |||
15 |
—εγώ συναλλάσσομαι, εσύ συναλλάσσεσαι αυτός συναλλάσσεται—
| ||
Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως
—εμείς μεταναστεύουμε, εσείς μεταναστεύετε, αυτοί μεταναστεύουν—
Η Ελλάδα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία,
τις ωραίες εκκλησιές
| |||
Η Ελλάς των Ελλήνων3. |
- Το ποίημα κινείται σε δύο χρονικά επίπεδα (το παρόν και το παρελθόν) με επίκεντρο την οδό Αιγύπτου. Το επίπεδο του παρόντος διαγράφεται πιο ρητά, ενώ το επίπεδο του παρελθόντος συνάγεται έμμεσα κατά τη διαδρομή του ποιήματος. Με βάση τους υπαινιγμούς που γίνονται και τις αντιθέσεις προς το παρόν, προσπαθήστε να ανασυνθέσετε την εικόνα του παρελθόντος.
- Το ποίημα κινείται επίσης σε δύο νοηματικά επίπεδα. Το πρώτο διακρίνεται εύκολα με μια πρώτη ανάγνωση. Ποιο είναι το δεύτερο στο οποίο στοχεύει το ποίημα;
https://www.youtube.com/watch?v=s_qsvF_SGTU
ΠΗΓΗ http://www.potheg.gr/PeriodDetails.aspx?INDEX=5&lan=1
| ||||||||||||||
1925-2005 | ||||||||||||||
|
Θεσσαλονίκη μέρες του 1969 μ.Χ. - Μανόλης Αναγνωστάκης
Θεσσαλονίκη μέρες του 1969 μΧ - Μανώλης Αναγνωστάκης
Νέοι της Σιδώνος - Μανώλης Αναγνωστάκης
Μανόλης Αναγνωστάκης - Στο παιδί μου...
Αφιέρωμα στον Μανόλη Αναγνωστάκη
Κι ήθελε ακόμη - Μανώλης Αναγνωστάκης
Μαρία Δημητριάδη - Κι ήθελε ακόμη | Maria Dimitriadi - Ki ithele akomi - Official Audio Release
Μανώλη Αναγνωστάκη - ΜΙΛΩ - Μίκη Θεοδωράκη
Αντί να φωνασκώ - Μανώλης Αναγνωστάκης
Μανόλης Αναγνωστάκης Αποφθέγματα
Μ. Αναγνωστάκης - Μ. Θεοδωράκης - ΔΡΟΜΟΙ ΠΑΛΙΟΙ - Μαργαρίτα Ζορμπαλά
ΠΗΓΗ https://www.slideshare.net/elenliousa/ss-10641364
http://www.vlioras.gr/Philologia/Literature/Sxolika/LykeiouC/GLyceiouGenikisVivlio.htm
ΠΟΙΗ ΣΗ
http://www.vlioras.gr/Philologia/Literature/Poetry/Periexomena.htm
ΠΗΓΗ https://www.slideshare.net/kotsiele/1969-66147769
Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969
Μανόλης Αναγνωστάκης - Η συνείδηση μιας γενιάς
Τον Οκτώβριο του 1940 ο νεαρός ποιητής γράφει μερικά κομμάτια πατριωτικού περιεχομένου, εμπνευσμένα από τον πόλεμο με τους Ιταλούς που μόλις είχε αρχίσει. Ενα από αυτά -το «Μολών λαβέ»- δημοσιεύεται, προκαλώντας ποικίλα κολακευτικά σχόλια, τα οποία ενισχύουν τα όνειρά του για ποιητική καταξίωση. Επειτα, συμβαίνει και κάτι άλλο: Το δεκαεξάχρονο αγόρι στέλνει, κάπως διστακτικά, μερικά ποιήματά του στον Γρηγόριο Ξενόπουλο και στο περιοδικό που διηύθυνε -τη θρυλική «Νέα Εστία- και εκείνος του απάντησε με ένα γράμμα γεμάτο πολύτιμες παρατηρήσεις, αναγνωρίζοντας -παράλληλα- την ευγλωττία, τη ρητορική και τον λυρισμό που θα αποτελούσαν γνωρίσματα της ποίησής του μέχρι τέλους. Ετσι, μία τέτοια ενθάρρυνση ήταν ικανή να τον κάνει να συνεχίσει την ποιητική του ενασχόληση με ακόμη περισσότερη σοβαρότητα, κάτι που φάνηκε εξαρχής από τη συμμετοχή του -το 1942- στο περιοδικό «Πειραϊκά Γράμματα». Στο μεταξύ, το φθινόπωρο του ’43, εγγράφεται στην Φυσικομαθηματική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου και τον επόμενο χρόνο στη νεοσύστατη Ιατρική Σχολή.> αι ενώ θα περίμενε κανείς ότι αυτή η επιλογή θα τον απομάκρυνε από τον αναβρασμό της εποχής του, έγινε ακριβώς το αντίθετο. Αποφασίζει -καθοριστικά για τη μοίρα του- και στρατεύεται με την Αριστερά, στο οργανωμένο αντιστασιακό κίνημα. Γι’ αυτήν την πολιτική του δράση φυλακίστηκε στο διάστημα 1948-1951, ενώ το 1949 καταδικάστηκε σε θάνατο απ’ το έκτακτο στρατοδικείο. Χρόνια μετά θα πει: «Εχω λάβει και εγώ μέρος στην Εθνική Αντίσταση, από πολύ μικρός, όπως πάρα πολλοί, όπως όλοι σχεδόν, όπως αποδεικνύεται τώρα τελευταία. Αλλά δεν έχω να προβάλω κανέναν ιδιαίτερο τίτλο, ούτε κανένα ιδιαίτερο εύσημο. Νομίζω όμως πως έζησα πάρα πολύ έντονα αυτά τα χρόνια και ιδιαίτερα τα χρόνια του Εμφυλίου που ήταν η πιο σκοτεινή, η πιο μαύρη, η πιο ταπεινωτική περίοδος στη νεοελληνική ιστορία».
Η σημαντικότερη, ωστόσο, προσφορά του στην αποτίμηση εκείνης της εποχής εκφράζεται στην ποίησή του μέσα από την οποία αποδίδεται μοναδικά η συναισθηματική αιμορραγία, η απόγευση της σύγχρονης ελληνικής τραγωδίας. Ανάμεσα σε άλλα, λοιπόν, δημοσιεύει στο περιοδικό «Ο φοιτητής» ένα από τα πιο σημαντικά ποιήματά του με τίτλο «Χάρης 1944» για τον θάνατο ενός αγαπημένου συντρόφου: «Mια μέρα μας σφύριξε κάποιος στ’ αφτί: «Πέθανε ο Xάρης»/ «Σκοτώθηκε» ή κάτι τέτοιο. Λέξεις που τις ακούμε κάθε μέρα./ Kανείς δεν τον είδε. Ηταν σούρουπο. Θα ’χε σφιγμένα τα χέρια όπως πάντα/ Στα μάτια του χαράχτηκεν άσβηστα η χαρά της καινούριας ζωής μας/ Μα όλα αυτά ήταν απλά κι ο καιρός είναι λίγος. Kανείς δεν προφταίνει». Οπως θα πει χαρακτηριστικά σε συνέντευξή του: «Ηθελα να εκφράσω μια γενικότερη αίσθηση του χαμού των πιο εκλεκτών παιδιών της στρατιάς της κατοχής, της Αντίστασης, του Εμφυλίου, που εξοντώθηκαν όχι μόνο φυσικά αλλά και ηθικά και πολιτικά και κυρίως ανθρώπινα».
Από τη φυλακή βγήκε το 1951 με την γενική αμνηστία. Παντρεύεται την ικανή κριτικό Nόρα Bαρβέρη -μετέπειτα Αναγνωστάκη- και την περίοδο 1955-1956 φεύγουν μαζί στη Βιέννη, όπου ειδικεύεται στην ακτινολογία. Το 1957 γεννιέται ο γιος τους Aνέστης και επιστρέφουν στη Θεσσαλονίκη για να ασκήσει το επάγγελμα. Η λογοτεχνική του δραστηριότητα -έκτοτε- ήταν έντονη: Εξέδωσε το περιοδικό «Κριτική» (1959-1961), υπήρξε μέλος της εκδοτικής ομάδας των «Δεκαοχτώ κειμένων» (1970) και, βέβαια, έγραψε ποιήματα, κριτικά κείμενα και δοκίμια, όπως -μεταξύ άλλων- οι «Εποχές» (1945), «Εποχές 2» (1948), «Εποχές 3» (1951), «Η συνέχεια» (1954), «Τα ποιήματα» (1971), «Αντιδογματικά, άρθρα και σημειώματα» (1978) και το 1987 το αυτοβιογραφικό «Ο ποιητής Mανούσος Φάσσης».
Ολα αυτά τα χρόνια, μέσα από μια ποίηση εξαιρετικής μουσικότητας και λυρικών απηχήσεων, ο Αναγνωστάκης εμφανίζεται νικημένος από μια πνιγηρή απόγνωση που τον συγκλόνιζε ως τα βάθη της ψυχής του. Αλλά δεν εγκαταλείπει ποτέ την προσπάθεια για μια κάποια συνέχεια, για τη διατήρηση της μνήμης- μία πεισματική ελπίδα για καλύτερους καιρούς. Αλίμονο, όμως: Με τι κόστος! Η λυγμική συγκίνησή του για όσα χάθηκαν, μετασχηματίζεται σταδιακά σε έναν βασανιστικό μονόλογο, σε μια λιτανεία ατελών σκέψεων και απροσδιόριστων ενοχών με τη φωνή του να ακολουθεί τον τόνο της σχεδόν ψιθυριστής παραίνεσης ή -ακόμη περισσότερο- της τραυματικής διαπίστωσης, την οποία θέλει συνεχώς να εκμυστηρευτεί στον αναγνώστη: «Τώρα δε μένει τίποτ’ άλλο/ οι δυο τρεις λέξεις μας σε μια γωνιά του δρόμου». Με τα σπαρακτικά ποιήματα των τελευταίων του βιβλίων, το δραματικό του ύφος γίνεται εξαιρετικά ελλειπτικό, αντικαθιστώντας τις μεγάλες ποιητικές εικόνες με απλές λέξεις, μεμονωμένες φράσεις από τις ρωγμές των οποίων διαχέεται η διάψευση, η μεταπολεμική προδοσία των ιδεών, η φθορά, οι απογοητεύσεις, η διαπίστωση των συμβιβασμών- εκεί που άλλοτε υπήρχε η άδολη φιλία και η γνησιότητα. Είναι στην τελευταία ποιητική του περίοδο που θα αποδεχτεί αμετάκλητα -με μια πικρή αυτοειρωνεία- τον κλειστό ορίζοντα της ζωής και της τέχνης και την συνακόλουθη ανάγκη μιας αδιαπραγμάτευτης σιωπής.
Σε όλη του την πορεία αγωνιζόταν να συμφιλιώσει τις ανάγκες της ποίησης με τις προσταγές της συνείδησής του, να παραμερίσει την κομματική πειθαρχία της επίσημης Αριστεράς προς όφελος μιας αδέσμευτης κριτικής, αλλά και μιας έκφρασης αποκαθαρμένης από ρητορείες και εύκολους εντυπωσιασμούς. Και τώρα, στις αρχές του ’80 αισθανόταν ότι έπρεπε να σταματήσει να γράφει, ότι οι λέξεις εξαντλήθηκαν και το μόνο που απέμενε ήταν η επιλογή της σιωπής. «Η ποίηση είναι μια δυνατότητα έκφρασης. Θα μείνει κανείς μόνος με αυτήν τη δυνατότητα ή θα φτάσει κάποτε σε ένα σημείο που δεν θα αισθανθεί την ανάγκη της έκφρασης; Και αυτό όχι από αδιαφορία ή από παραίτηση. Εντελώς το αντίθετο: Από την οδυνηρή διαπίστωση της φτώχειας των εκφραστικών του δυνατοτήτων, της φτώχειας δηλαδή των λέξεων να αποδώσουν την ουσία της ζωής» εξηγεί για να καταλήξει: «Τότε σταματά, τότε επιλέγει τη σιωπή, που και η σιωπή σε ορισμένες περιπτώσεις, είναι και αυτή μια έκφραση».
Κάπως έτσι ο εκφραστής της ήττας μιας γενιάς, αλλά και της ελπίδας για κάτι καλύτερο μέσα από μια συνεχή και επίμονη προσπάθεια, αποφάσισε να σιωπήσει, μέχρι τον θάνατό του- στις 23 Ιουνίου 2005. Προηγουμένως, γνώρισε τιμές και βραβεύσεις, σίγουρα λιγότερες απ’ όσες άξιζε, αλλά πάντως αρκετές για κάποιον που πρωτίστως τον ενδιέφερε μία χαμηλών τόνων αυτοεκτίμηση. Ηταν ο ποιητής της προσωπικής -πάνω απ’ όλα- εντιμότητας που έβλεπε ότι το ήθος της δημιουργίας έπρεπε να συνυπάρχει με το ήθος της πολιτικής δράσης και -κατ’ επέκτασιν- της ίδιας της ζωής.
Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.Χ.
Στην οδό Αιγύπτου ―πρώτη πάροδος δεξιά―
Τώρα υψώνεται το μέγαρο της Τράπεζας Συναλλαγών
Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως.
Και τα παιδάκια δεν μπορούνε πια να παίξουνε από τα τόσα τροχοφόρα που περνούνε.
Άλλωστε τα παιδιά μεγάλωσαν, ο καιρός εκείνος πέρασε που ξέρατε
Τώρα πια δε γελούν, δεν ψιθυρίζουν μυστικά, δεν εμπιστεύονται,
Όσα επιζήσαν, εννοείται, γιατί ήρθανε βαριές αρρώστιες από τότε
Πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιώτες·
Θυμούνται τα λόγια του πατέρα: εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες μέρες
Δεν έχει σημασία τελικά αν δεν τις γνώρισαν, λένε το μάθημα οι ίδιοι στα παιδιά τους
Ελπίζοντας πάντοτε πως κάποτε θα σταματήσει η αλυσίδα
Ίσως στα παιδιά των παιδιών τους ή στα παιδιά των παιδιών των παιδιών τους.
Προς το παρόν, στον παλιό δρόμο που λέγαμε, υψώνεται Η Τράπεζα Συναλλαγών
―εγώ συναλλάσσομαι, εσύ συναλλάσσεσαι αυτός συναλλάσσεται―
Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως
―εμείς μεταναστεύουμε, εσείς μεταναστεύετε, αυτοί μεταναστεύουν―
Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει, έλεγε κι ο Ποιητής
Η Ελλάδα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία, τις ωραίες εκκλησιές
Η Ελλάς των Ελλήνων.
Χαρακτηριστικά της ποίησης του Αναγνωστάκη
- Η κριτική και σατιρική στάση του.
- Ο κοινωνικοπολιτικός χαρακτήρας.
- Η ειρωνεία του που θυμίζει Καβαφική ποίηση.
- Η απαισιοδοξία.
- Ο εξομολογητικός τόνος της ποίησής του με προσωπικές μνήμες και βιώματα.
- Χρησιμοποιεί καθημερινό λεξιλόγιο, με αποτέλεσμα την κυριολεξία .
- Η ποίησή του είναι αφηγηματική, πεζολογική.
- Διάλογος με άλλους ποιητές.
- Παιδικές μνήμες.
- Διάλογος, κουβεντιαστός τόνος.
Συμπληρωματικά στοιχεία για το ποίημα
Το ποίημα
Ανήκει στη συλλογή "Ο στόχος" που πρωτοδημοσιεύτηκε στα δεκαοκτώ κείμενα. Είναι ποίημα πολιτικό , εντάσσεται στην αντίσταση κατά της δικτατορίας και αντικατοπτρίζει τα κοινωνικοπολιτικά προβλήματα της εποχής εκείνης.Ο τίτλος του ποιήματος παραπέμπει στον Καβάφη. Κυριαρχούν η σύγκριση με το παρελθόν, η απουσία στοιχείων βελτίωσης και και η διάψευση των ελπίδων για ένα καλύτερο αύριο.
Δομή του ποιήματος
α΄ενότητα στιχ. 1-4 : Τοπικοί και χρονικοί προσδιορισμοί
β΄ενότητα στιχ. 5-12 : Αναφορά στα παιδιά
γ΄ενότητα στιχ 13-19 : Επαναφορά στην πρώτη ενότητα και στα αίτια της κατάστασης.
Αλλαγές που συντελούνται στην Οδό Αιγύπτου
- Αλλοτρίωση των ανθρώπων
- Απώλεια των ανθρώπινων χαρακτηριστικών του συναισθήματος και της εμπιστοσύνης.
- Κυριαρχούν τα συναισθήματα του φόβου και της ανασφάλειας.
- Εμπορευματοποίηση των πάντων και ανελέητο κυνήγι του κέρδους.
- Ιδεολογικές και οικονομικές συναλλαγές.
- Κυριαρχία των τραπεζών και των γραφείων μετανάστευσης.
- Έντονα σημάδια αστικοποίησης : τα παιδιά δεν μπορούν πια να παίξουν στους δρόμους εξαιτίας των τροχοφόρων.
- Το επίπεδο του παρόντος(τώρα)
- Το επίπεδο του παρελθόντος: δίνεται υπαινικτικά και έμμεσα με την τεχνική της σύγκρισης με το παρελθόν. Στο παρελθόν λοιπόν δεν υπήρχαν μεγάλα κτίρια αλλά μικρές μονοκατοικίες, τα παιδιά μπορούσαν να παίζουν ελεύθερα στους ήσυχους δρόμους, δεν υπήρχαν τράπεζες και τουριστικά γραφεία, οι άνθρωποι εμπιστεύονταν ο ένας τον άλλο, γελούσαν και ονειρεύονταν ένα καλύτερο αύριο.
- Το πρώτο επίπεδο αποτελεί περιγραφή της καθημερινής ζωής στον κεντρικό δρόμο μιας σύγχρονης πόλης.
- Υπάρχει όμως και ένα άλλο επίπεδο που αποτελεί καταγγελία για την κατάσταση που επικρατεί στην Ελλάδα. Οι λέξεις έχουν λανθάνουσα σημασία και δηλώνουν κάτι διαφορετικό από το φανερό:
- Θεσσαλονίκη=Ελλάδα
- Τράπεζα=αλισβερίσι, ξεπούλημα, εμπορευματοποίηση, διάβρωση , αλλοτρίωση
- Υψώνεται= κυριαρχεί, δεσπόζει
- Τουριστικά γραφεία=επιφανειακή ευημερία, τουριστική αλλοτρίωση, φτώχεια και μετανάστευση
- Πρακτορεία μεταναστεύσεως=οικονομική εξαθλίωση, ανεργία, μετανάστευση
- Βαριές, αρρώστιες, πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί=συμφορές
- Θωρακισμένοι στρατιώτες=δικτατορία
- Ωραία γραφεία= χώροι συναλλαγής και χώροι βασανιστηρίων αθώων πολιτών.
- Ωραίες εκκκλησίες= εκμετάλλευση του θρησκευτικού συναισθήματιος των Ελλήνων από τους δικτάτορες αλλά και υπαινιγμός για το ρόλο της εκκλησίας στην περίοδο της δικτατορίας.
- Εσωτερικός ρυθμός.
- Καθημερινή γλώσσα, ελάχιστες ασυνήθιστες λέξεις.
- Έλλειψη σχημάτων λόγου και λογοτεχνικών στολιδιών.
- Δεν υπάρχει ομοιοκαταληξία.
- Καβαφικό ύφος
- Διάχυτη ειρωνεία και σαρκασμός
- Μελαγχολική διάθεση, αγανάκτηση, απογοήτευση, οργή του ποιητή
Παράλληλα κείμενα
γλιστρούσε μέσα στα φύλλα για να τυλιχτεί στο κορμί μου
καθώς ανέβαινα την ανηφόρα κι η θάλασσα μ’ ακολουθούσε
ανεβαίνοντας κι αυτή σαν τον υδράργυρο θερμομέτρου
ώσπου να βρούμε τα νερά του βουνού.
Στη Σαντορίνη αγγίζοντας νησιά που βουλιάζαν
ακούγοντας να παίζει ένα σουραύλι κάπου στις αλαφρόπετρες
μου κάρφωσε το χέρι στην κουπαστή
μια σαΐτα τιναγμένη ξαφνικά
από τα πέρατα μιας νιότης βασιλεμένης.
Στις Μυκήνες σήκωσα τις μεγάλες πέτρες και τους θησαυρούς των Ατρειδών
και πλάγιασα μαζί τους στο ξενοδοχείο της “Ωραίας Ελένης του Μενελάου”·
χάθηκαν μόνο την αυγή που λάλησε η Κασσάντρα
μ’ έναν κόκορα κρεμασμένο στο μαύρο λαιμό της.
Στις Σπέτσες στον Πόρο και στη Μύκονο
με χτίκιασαν οι βαρκαρόλες.
απόσπασμα από το ποίημα “ΜΕ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΤΟΥ Γ. Σ.” από το “ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ”, Γιώργος Σεφέρης
Ο ήλιος του απογεύματος , Κ. Καβάφης
Την κάμαρην αυτή, πόσο καλά την ξέρω.
Τώρα νοικιάζονται κι αυτή κ’ η πλαγινή
για εμπορικά γραφεία. Όλο το σπίτι έγινε
γραφεία μεσιτών, κ’ εμπόρων, κ’ Εταιρείες.
A η κάμαρη αυτή, τι γνώριμη που είναι.
Κοντά στην πόρτα εδώ ήταν ο καναπές,
κ’ εμπρός του ένα τουρκικό χαλί·
σιμά το ράφι με δυο βάζα κίτρινα.
Δεξιά· όχι, αντικρύ, ένα ντολάπι με καθρέπτη.
Στη μέση το τραπέζι όπου έγραφε·
κ’ η τρεις μεγάλες ψάθινες καρέγλες.
Πλάι στο παράθυρο ήταν το κρεββάτι
που αγαπηθήκαμε τόσες φορές.
Θα βρίσκονται ακόμη τα καϋμένα πουθενά.
Πλάι στο παράθυρο ήταν το κρεββάτι·
ο ήλιος του απογεύματος τώφθανε ώς τα μισά.
...Aπόγευμα η ώρα τέσσερες, είχαμε χωρισθεί
για μια εβδομάδα μόνο ... Aλλοίμονον,
η εβδομάς εκείνη έγινε παντοτινή.
Μανώλης Αναγνωστάκης, Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.Χ
ΠΗΓΗ https://www.slideshare.net/Yiannou/ss-30617044
Μ. Αναγνωστάκης: Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.Χ.
Το ποίημα περιλαμβάνεται στη συλλογή Ο Στόχος (1970). Αυτή αποτελεί την τελευταία συλλογή του ποιητή και αποτελείται από
πολιτικώς τολμηρά ποιήματα, με στόχο την ανάληψη αντιστασιακής δράσης και την ενεργοποίηση, αφύπνιση του λαού στη διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας. Πρωτοδημοσιεύτηκε στα Δεκαοχτώ Κείμενα, που αποτέλεσαν την πρώτη πράξη αντίστασης των πνευματικών ανθρώπων κατά της δικτατορίας.
Ενότητες
Το ποίημα είναι δυνατό να διακριθεί σε τρεις ενότητες:
α ενότητα («Στην οδό Αιγύπτου ... που περνούνε» [στ. 1-4]): κυριαρχούν οι προσδιορισμοί του χώρου και του χρόνου.
β ενότητα («Άλλωστε τα παιδιά ... των παιδιών των παιδιών τους» [στ. 5-12]): κυριαρχεί η αναφορά στα «παιδιά».
γ ενότητα(«Προς το παρόν ... των Ελλήνων» [στ. 13-19]): λειτουργεί η επαναφορά στο χώρο της α' ενότητας, αποκαλύπτοντας ο ποιητής τα αίτια της νέας κατάστασης και καταγγέλλοντας τα.
Συμβολισμοί
Η σκηνοθεσία των συμβολισμών στο ποίημα παρουσιάζεται μέσα
από τις παρακάτω επιλογές:
Η «Θεσσαλονίκη» είναι η Ελλάδα.
«Τράπεζα Συναλλαγών» είναι η συναλλαγή, το ξεπούλημα.
Οι λέξεις «βαριές αρρώστιες, πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί» αποτελούν τα σύμβολα της συμφοράς.
Οι «θωρακισμένοι στρατιώτες» αναφέρονται στη στρατιωτική δικτατορία, που είχε επιβληθεί στη χώρα (1967-1974).
Τέλος με τις λέξεις «πρακτορεία μεταναστεύσεως» εννοείται το μεταναστευτικό ρεύμα ως αποτέλεσμα της ανεργίας.
Τεχνική του ποιήματος
Στο συγκεκριμένο ποίημα το νόημα και η τεχνική συνδέονται στενά. Κυριαρχεί ο ρυθμός της καθημερινής κουβέντας, ελάχιστες είναι οι ασυνήθιστες λέξεις, ενώ απουσιάζουν οι παρομοιώσεις ή άλλα στοιχεία που στολίζουν το λόγο. Ο στίχος είναι λιτός. Δεν υπάρχει μέτρο και ομοιοκαταληξία, παρά μόνο ένας ρυθμός εσωτερικός που δραματοποιεί ανάγλυφα την κατάσταση στην Ελλάδα του 1969 μ.Χ. Ο ποιητής μιμείται το καβαφικό ύφος, ενυπάρχει μια διάχυτη ειρωνεία, σαρκασμός, αγανάκτηση και οργή για την κατάσταση που επικρατεί. Ο λόγος είναι σαφής, απλός, ειλικρινής και διατυπωμένος με παρρησία.
Κεντρικό μήνυμα
Η αποκάλυψη και η καταγγελία της δικτατορίας, ως αιτίας για τις συμφορές που έπλητταν τον ελληνικό λαό. Η σύγκριση με το παρελθόν αποδεικνύει το τέλμα και την απουσία ανέλιξης της χώρας.
Απαντήσεις στις ερωτήσεις του σχολικού βιβλίου
1. Το ποίημα κινείται σε δύο χρονικά επίπεδα [το παρόν και το παρελθόν) με επίκεντρο την οδό Αιγύπτου. Το επίπεδο νου παρόντος διαγράφεσαι πιο ρητά, ενώ το επίπεδο του παρελθόντος συνάγεται έμμεσα κατά τη διαδρομή του ποιήματος. Με βάση τους υπαινιγμούς που γίνονται και τις αναθέσεις προς το παρόν, προσπαθήστε να ανασυνθέσετε την εικόνα νου παρελθόντος.
Απάντηση
Το παρελθόν, στο οποίο έμμεσα αναφέρεται ο ποιητής, σχετίζεται με τη μετακατοχική περίοδο και τα παιδικά ή εφηβικά του χρόνια. Φανταζόμαστε τα παιδιά να παίζουν στους δρόμους, κάτι που δεν μπορεί να γίνει πια λόγω των πολλών τροχοφόρων που τους διασχίζουν.
Οι μικρές μονοκατοικίες της γειτονιάς έχουν δώσει τη θέση τους σε μέγαρα πολυώροφα. Υπάρχουν τράπεζες, τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μετανάστευσης, που δεν υπήρχαν παλιότερα. Τα παιδιά μπορούσαν να γελάσουν, να ψιθυρίσουν μυστικά, να εμπιστευθούν. Μεγάλωναν με τα αισιόδοξα λόγια του πατέρα και την ελπίδα ότι θα γνωρίσουν καλύτερες μέρες.
2. Το ποίημα κινείται επίσης σε δύο νοηματικά επίπεδα. Το πρώτο διακρίνεται εύκολα με μια πρώτη ανάγνωση. Ποιο είναι το δεύτερο στο οποίο στοχεύει το ποίημα;
Απάντηση
Στο ποίημα λειτουργούν δύο χρονικά αλλά και νοηματικά επίπεδα. Συγκρίνεται το παρελθόν με το παρόν, η Θεσσαλονίκη των παιδικών και εφηβικών χρόνων του ποιητή με τη Θεσσαλονίκη του 1969, τη Θεσσαλονίκη του παρόντος. Στο επίκεντρο βρίσκεται η οδός Αιγύπτου, η οποία φαίνεται να έχει αλλάξει ριζικά.
Τα πολυώροφα κτίρια, που σηματοδοτούν ένα απρόσωπο τρόπο ζωής, η συναλλαγή και το ξεπούλημα για την εξυπηρέτηση συμφερόντων, και ειδικότερα, και ειδικότερα το ξεπούλημα της χώρας στους ξένους, η θλίψη, η ανελευθερία και η έλλειψη εμπιστοσύνης σε συνδυασμό με τις συμφορές που έπληξαν στο παρελθόν, αλλά και θα συνεχίσουν να ταλανίζουν το λαό ( με την επιβολή δικτατορίας ) , αποτελούν μερικά από τα στοιχεία που συνθέτουν την εικόνα της Θεσσαλονίκης του 1969, της Ελλάδας γενικότερα του 1969. Μα η ελπίδα δε χάνεται, υπάρχει η πεποίθηση ότι στο μέλλον κάποια στιγμή η αλυσίδα της δυστυχίας θα πάρει τέλος και με αυτή την προοπτική κι αυτά τα παιδιά θα μεγαλώσουν τα παιδιά τους και τα παιδιά «των παιδιών των παιδιών τους». Άλλωστε μ’ αυτό το έργο έχουν ανατραφεί γενιές και γενιές. Προς το παρόν, ο ποιητής αρκείται στην καταγγελία της συναλλαγής, της ανεργίας και της συνεπαγόμενης μετανάστευσης και ελπίζει ότι η Ελλάδα « με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία, τις ωραίες εκκλησίες» θα αντιδράσει σε όλους όσοι σμιλεύουν το μίζερο παρόν της.
(Αυτά είναι στην πλειοψηφία τους εξαιρετικά σχόλια)
Η ποίηση του Αναγνωστάκη δεν είναι (τουλάχιστον όσον εκ πρώτης όψεως φαίνεται) απαισιόδοξη. «Στο βάθος του ορίζοντα της διακρίνεται ένα φως που μοιάζει περισσότερο με την αναλαμπή μιας αυγής και λιγότερο με το φέγγος ενός λυκόφωτος» και ότι «περισσότερο από ιδεολογικός ποιητής, ο Αναγνωστάκης είναι υπαρξιακός ποιητής και ο χαρακτήρας του αυτός τον κάνει ν' αποκλίνει ουσιωδώς από την ομάδα, των πολιτικών ποιητών και να προσεγγίζει τους υπαρξιακούς ποιητές της γενιάς του».
(Απόσπασμα από τις απόψεις του Ν. Βαγενά για τον Αναγνωστάκη)
Το ποίημα είναι από τη συλλογή Ο στόχος που πρωτοεκδόθηκε στη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Αναγνωστάκη {Τα ποιήματα, 1941-1971), τα περισσότερα όμως ποιήματα της συλλογής είχαν δημοσιευτεί στα Δεκαοχτώ κείμενα, την ομαδική έκδοση που εμφανίστηκε τον Ιούλιο του 1970 και στάθηκε μια πράξη αντίστασης των πνευματικών ανθρώπων ενάντια στη δικτατορία.
Η συλλογή, που θεωρείται η πιο «πολιτική» του Αναγνωστάκη, περιλαμβάνει 12 ποιήματα, ένα είδος προλόγου και έναν επίλογο.
«Ο τόνος είναι υψωμένος γενικά, σχεδόν οργισμένος, παρόλο που δεν υπερβαίνει το κουβεντιαστό όριο. Άλλοτε γίνεται δηκτικός και σαρκαστικός, άλλοτε μελαγχολικός και βαθιά πικραμένος, αλλά πάντα μονότροπος. πεζολογικός, ακόμα αντιποιητικός, προσγειωμένος».
( Κ. Μπαλάσκας)
Ο τίτλος του ποιήματος άμεσα παραπέμπει στον Καβάφη, ο οποίος χρησιμοποιεί το Μέρες και κάποια χρονολογία σε πέντε ποιήματα του. Τα ποιήματα αυτά είναι: Μέρες του 1903. Μέρες του 1896. Μέρες του 1901. Μέρες του 1909, ΙΟκαι 11, Μέρες του 1908.
Σύμφωνα με τον Δ. Μαρωνίτη η χρησιμοποίηση του Καβαφικού αυτού τίτλου πέρα από το γεγονός ότι δείχνει ότι και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται για ημερολογιακού τύπου εγγραφές, αποτελεί και μια ειρωνική αντίθεση του πολιτικού ποιήματος του Αναγνωστάκη με τα ερωτικά του Καβάφη, υποβάλλοντας ότι οι Μέρες του Αναγνωστάκη δεν μπορούν να έχουν και δεν έχουν καμιά ερωτική και ηδονική χροιά.
Η τοπική ένδειξη «Θεσσαλονίκη» επίσης παραπέμπει στον Καβάφη (Μύ-ρης, Αλεξάνδρεια του 340 μ.Χ.). Όμως είναι και ο τόπος όπου γεννήθηκε και έζησε για πολλά χρόνια ο ποιητής.
Ο πρώτος στίχος του ποιήματος μας τοποθετεί σ' έναν ακόμα πιο συγκεκριμένο χώρο από τη γενική ένδειξη του τίτλου «Θεσσαλονίκη».
«Στην οδό Αιγύπτου - πρώτη πάροδος δεξιά». Η οδός Αιγύπτου υπάρχει σε άλλα δύο ποιήματα του Αναγνωστάκη. Στο ποίημα Ο πόλεμος από τη συλλογή Εποχές, γραμμένη στα 1941-1944, διαβάζουμε:
Στην οδό Αιγύπτου (πρώτη πάροδος δεξιά)
τα κορίτσια κοκκαλιασμένα περιμένανε απ' ώρα τον
Ισπανό με τα τσιγαρόχαρτα
Επίσης στο ποίημα Όταν αποχαιρέτησα... από τη συλλογή Η συνέχεια 2, διαβάζουμε τους στίχους:
Πώς να εξηγήσω πιο απλά τι ήταν ο Ηλίας
Η Κλαίρη. ο Ραούλ, η οδός Αιγύπτου
Αυτή η επίμονη αναφορά στη συγκεκριμένη οδό σημαίνει πως υπήρξε κάτι ιδιαίτερο για τον ποιητή. Πιθανόν εκεί να έζησε τα παιδικά του χρόνια. Οπωσδήποτε είναι χώρος πολύ οικείος, από τον οποίο έχει πολλές αναμνήσεις, αλλά και χώρος γνωστός στο «τώρα», το 1969 που γράφεται το ποίημα.
Τον τοπικό προσδιορισμό ακολουθεί στο δεύτερο στίχο ένας χρονικός: «Τώρα». Το ίδιο επίρρημα θα επαναληφθεί λίγο πιο κάτω: «Τώρα πια δεν γελούν...» Και προς το τέλος του ποιήματος θα χρησιμοποιηθεί μια συνώνυμη φράση: «Προς το παρόν». Ο χρόνος λοιπόν του ποιήματος είναι το «τώρα», το «παρόν», το 1969, όπως δηλώνει ο τίτλος του ποιήματος.
Όμως το ποίημα δεν κινείται μόνο στο παρόν. Ξεκινά απ' αυτό αλλά με την τεχνική του flash-back, με αναδρομές, μας γυρίζει στο παρελθόν. Ούτε και σ' αυτό βέβαια μένει.
Υπάρχει μια διαρκής εναλλαγή ανάμεσα στο παρόν και στο παρελθόν. Μετά το «τώρα» του δεύτερου στίχου ακολουθεί στον τέταρτο η φράση «και τα παιδάκια δεν μπορούνε πια...»
Ο ίδιος σχεδόν στίχος, όπως και λίγο πριν «η οδός Αιγύπτου», βρίσκεται και σε άλλο ποίημα του Αναγνωστάκη. Στη συλλογή Εποχές 2 στο ποίημα «VI», διαβάζουμε:
Και τα παιδάκια δεν μπορούνε πια να παίξουνε
χωρίς κανένα κίνδυνο από τα τόσα κάρα που περνούνε.
Ο Δ. Μαρωνίτης ονομάζει αυτή τη μέθοδο «διακειμενικές αυτοαναφορές». ενώ τη χρήση στίχων ή φράσεων άλλων ποιητών, οι οποίες επίσης υπάρχουν στο συγκεκριμένο ποίημα, «διακειμενικές ετεροαναφορές».
Παρόμοια δήλωση θα γίνει λίγο πιο κάτω: «Τώρα πια δε γελούν, δεν ψιθυρίζουν μυστικά, δεν εμπιστεύονται». Αυτό το «πια» μας κάνει αμέσως να σκεφτούμε, έστω κι αν δεν δηλώνεται, πως κάποτε μπορούσαν να παίξουν, να γελούν, να ψιθυρίζουν μυστικά, να εμπιστεύονται.
Όμως το παρελθόν δεν είναι μόνο υπονοούμενο. Υπάρχουν και πιο σαφείς δηλώσεις του. Αυτές είναι: «Ο καιρός εκείνος πέρασε που ξέρατε», «ήρθανε βαριές αρρώστιες από τότε», «θυμούνται τα λόγια του πατέρα».
Μένει τώρα να προσδιορίσουμε χρονικά αυτό το παρελθόν. Σε ποια εποχή αναφέρεται ο ποιητής; Ξεκινώντας από το τώρα. το οποίο είναι σαφώς προσδιορισμένο (1969), έχοντας υπόψη ότι τα παιδιά (εκείνα που έπαιζαν, γελούσαν κλπ) μεγάλωσαν, συμπεραίνουμε ότι πρόκειται για τα ίδια παιδιά και μάλιστα «όσα επιζήσαν» που θυμούνται τα λόγια του πατέρα και επομένως το παρελθόν, στο οποίο αναφέρεται ο ποιητής, δεν ξεπερνά τη μια γενιά, δηλαδή τα 20-30 χρόνια. Βρισκόμαστε επομένως στη δραματική δεκαετία 1940-1950 τη γεμάτη από γεγονότα που σημάδεψαν ανεξίτηλα την Ελλάδα: Πόλεμος. Κατοχή, Αντίσταση. Εμφύλιος.
Τους χρονικούς προσδιορισμούς και μετατοπίσεις του ποιήματος (παρόν -παρελθόν - παρόν αλλά και μια υποδήλωση μέλλοντος, «ελπίζοντας πως κάποτε θα σταματήσει η αλυσίδα»), παρακολουθούν οι περιγραφές του χώρου, οι τοπικοί προσδιορισμοί. Για το τώρα η αναφορά είναι πολύ σαφής: Στην οδό Αιγύπτου υπάρχει τώρα η Τράπεζα Συναλλαγών, τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως, στοιχεία που αναφέρονται δύο φορές μέσα στο ποίημα, στην αρχή και στο τέλος, με την ίδια ακριβώς σειρά.
Τι υπήρχε πριν εκεί δεν μας λέει ο ποιητής. Μας δίνει μόνο την πληροφορία ότι «τα παιδάκια δεν μπορούνε πια να παίξουνε από τα τόσα τροχοφόρα», πράγμα που σημαίνει ότι κάποτε μπορούσαν, άρα κάποτε δεν υπήρχαν τόσα τροχοφόρα και τα παιδιά μπορούσαν άνετα να παίξουν στο δρόμο.
Η αναφορά στα παιδιά, που ανάμεσα τους πολύ πιθανόν υπήρξε και ο συγγραφέας, αφού μας περιγράφει έναν οικείο χώρο, οδηγεί τη σκέψη σ' ένα χαρακτηριστικό στοιχείο της ποίησης του Αναγνωστάκη που είναι οι φίλοι που εμφανίζονται στο έργο του και που «άλλοτε σημαίνουν τους ομοϊδεάτες και συναγωνιστές τον, αυτούς που κοινοί αγώνες και προβλήματα τους έδεσαν και τους ένωσαν, όταν μια ανάσα χώριζε τη ζωή από το θάνατο κι άλλοτε πάλι η ποίηση του γίνεται πλατύτερη και αγκαλιάζει όλους τους ανθρώπους»
( Δ. Καραμβλής)
Όμως η ύπαρξη πυκνής τροχαίας κίνησης δεν είναι ο μόνος λόγος που δεν παίζουν πια τα παιδιά. Τα παιδιά εκείνα μεγάλωσαν και δεν γελούν πια (όπως τότε), δεν ψιθυρίζουν μυστικά, δεν εμπιστεύονται (όπως τότε). Ένα συναίσθημα μελαγχολίας και καχυποψίας χαρακτηρίζει τώρα τους ανθρώπους που κάποτε έπαιζαν ξέγνοιαστα και γελούσαν. Ο λόγος δεν είναι βέβαια μόνο η ωριμότητα της ηλικίας. Οι επόμενοι στίχοι δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία για την αιτία αυτής της αλλαγής. Ανάμεσα στην παιδική τους ηλικία και στην ωριμότητα έχουν μεσολαβήσει συνταραχτικά γεγονότα. Κάποιοι από εκείνα τα ξέγνοιαστα παιδάκια έχουν πεθάνει («όσα επιζήσαν», λέει ο ποιητής), γιατί στο μεταξύ ήρθανε «πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιώτες». Η ποιητική
έκφραση άμεσα παραπέμπει στην εκκλησιαστική δέηση από την ακολουθία του Εσπερινού, όταν ζητούμε από τον Θεό να μας προφυλάξει «από λιμού, λοιμού, σεισμού, καταποντισμού, πυρός, μαχαίρας, μύρτου, χαλάζης, επιδρομής αλλοφύλων, εμφυλίου πολέμου και αιφνίδιου θανάτου». Ο ποιητής αναφέρεται σ' όλες τις ιστορικές περιπέτειες του Νέου Ελληνισμού και τα δεινά που επεσώρευσαν στον τόπο. Ειδικότερα με το «θωρακισμένοι στρατιώτες» ο ποιητής υπαινίσσεται τη στρατιωτική δικτατορία που επιβλήθηκε με το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967, που κατέλυσε τη Δημοκρατία και τις συνταγματικές ελευθερίες στην Ελλάδα.
Μέσα σ' αυτό το πικρό «τώρα», μέσα σ' αυτό το παρόν, όπου χώρος και άνθρωποι όχι μόνο έχουν αλλάξει αλλά και η μεταξύ τους σχέση έχει διαφοροποιηθεί ως το σημείο της αλλοτρίωσης, η μελαγχολία των μεγάλων, των αλλοτινών παιδιών που ωρίμασαν, εντείνεται και από ένα επιπρόσθετο στοιχείο. Καθώς θυμούνται τα λόγια του πατέρα «εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες μέρες», πράγμα που δεν έγινε, το στοιχείο της διάψευσης υπεισέρχεται στο ποίημα. Το «δεν έχει σημασία» προσδίνει και μια πικρή ειρωνεία γιατί ασφαλώς και έχει σημασία το να έρθουν οι καλύτερες μέρες. Μια ειρωνεία που μεγαλώνει ακόμα περισσότερο καθώς οι ίδιοι που διαψεύστηκαν θα εξακολουθούν να λένε τα ίδια στα δικά τους παιδιά εναποθέτοντας τις ελπίδες τους σε ένα μακρινό, απροσδιόριστο μέλλον. Όμως η διάψευση δεν αφορά μόνο το «τώρα», την παρούσα γενιά, τη γενιά του ποιητή. Πάει και προς τα πίσω. Για να λέει ο πατέρας «εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες μέρες», σημαίνει πως ούτε ο πατέρας είχε γνωρίσει τις καλύτερες μέρες στις οποίες είχε ελπίσει. Αλλά και η γενιά του πατέρα ποια ήταν; Αν πάμε ακόμα μια γενιά πίσω θα βρεθούμε πάλι σε «πλημμύρες, καταποντισμούς, σεισμούς, θωρακισμένους στρατιώτες». Είναι οι Βαλκανικοί πόλεμοι, ο Α' Παγκόσμιος, ο Εθνικός διχασμός, η Μικρασιατική Καταστροφή, προσφυγιά, δικτατορίες.
Τι σημαίνει όμως «καλύτερες μέρες»; Για ποιες «καλύτερες μέρες» μιλά, τις οποίες δεν γνώρισε ούτε ο πατέρας, ούτε ο ίδιος; Δεν υπάρχει αμφιβολία πως πρόκειται για το πολιτικό όραμα για το οποίο ο ποιητής αγωνίστηκε, για το όραμα ενός κόσμου ειρηνικού, του κόσμου της κοινωνικής δικαιοσύνης και της παγκόσμιας αλληλεγγύης και συναδέλφωσης. Εκτός από την ίδια την πολιτική του ένταξη και δράση και άλλοι στίχοι του αναφέρονται σ' αυτό το όραμα.
Στο ποίημα Χάρης 1944 από τη συλλογή Εποχές, διαβάζουμε;
Ήμασταν όλοι μαζί και ξεδιπλώναμε ακούραστα
τις ώρες μας.
Τραγουδούσαμε σιγά για τις μέρες που θα 'ρχόντανε
φορτωμένες πολύχρωμα οράματα.
Οι επόμενοι στίχοι («ελπίζοντας... των παιδιών τους») υποβάλλουν ένα διφορούμενο συναίσθημα. Από τη μια είναι η ελπίδα, όπως ρητά δηλώνεται, πως κάποτε θα σταματήσει το κακό. πως κάποτε θα 'ρθουν οι καλύτερες μέρες. Ταυτόχρονα όμως αφήνεται να εισχωρήσει η αμφιβολία αν αυτό θα γίνει, κάποτε. αφού ο ποιητής το μεταθέτει σ" ένα απροσδιόριστο μέλλον, αφού, όπως λέει αλλού, «κανένας πόλεμος δεν τέλειωσε ποτέ».
Φτάνουμε έτσι στο τελευταίο μέρος του ποιήματος. Ο ποιητής επανέρχεται στο παρόν, μας τοποθετεί και πάλι στην οδό Αιγύπτου και επαναλαμβάνει τα χτίρια που περισσότερο τη χαρακτηρίζουν: Τράπεζα συναλλαγών, τουριστικά γραφεία, πρακτορεία μεταναστεύσεως. Τώρα όμως, με την επανάληψη σε διάφορα πρόσωπα των δύο ρημάτων «συναλλάσσονται» και «μεταναστεύω» προσθέτει και το νέο τρόπο ζωής που τα χτίρια αυτά υποδηλούν. Είναι μια ζωή συναλλαγής, τουριστικοποίησης και μετανάστευσης. Και οι τρεις έννοιες είναι φορτισμένες με αρνητικές σημασίες. Ο κόσμος της συναλλαγής είναι ταυτόχρονα ο κόσμος της εμπορευματοποίησης των πάντων. Άμεσα ανακαλεί στη σκέψη ανέντιμες συναλλαγές, συμβιβασμούς, αγοραπωλησίες, πολύ πιο πέρα από τις οικονομικές δραστηριότητες, συμβιβασμούς και συναλλαγές σε πολιτικό ή εθνικό επίπεδο. Και ο τουρισμός και η μετανάστευση είναι εξίσου δηλωτικά μιας υποβάθμισης της ζωής, μιας έκπτωσης εθνικής, μιας ταπείνωσης.
Με λίγες αλλά καίριες λέξεις ο ποιητής ζωγραφίζει την κοινωνία του καταναλωτισμού, την κοινωνία στην οποία υπάρχει μια επίφαση ευημερίας, ενώ υποκρύπτεται η έκπτωση των αξιών, το ξεπούλημα των πάντων για το κέρδος, η αλλοτρίωση.
Όλη την πίκρα, την αγανάκτηση, τη διαμαρτυρία του ο ποιητής συνοψίζει με ένα στίχο, δάνειο από τον Σεφέρη, γιατί ίσως δεν βρίσκει τίποτε πιο δυνατό και πιο καίριο που μπορεί να εκφράσει τα συναισθήματα του: «Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει».
Είναι στίχος από το ποίημα Με τον τρόπο του Γ.Σ. και που κατά τον Δ. Μαρωνίτη πιθανόν να είναι και έκφραση δυσφορίας του Αναγνωστάκη, αν το «ταξιδέψω» συνδυαστεί με το προηγούμενο «μεταναστεύω», για τη μετανάστευση πολλών πολιτικών και άλλων κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Αυτοί διέφευγαν από έναν προβληματικό πάτριο χώρο και ύστερα τον νοσταλγούσαν. Σύμφωνα μ' αυτήν την ερμηνεία ο σεφερικός στίχος προσλαμβάνει και μια ειρωνική απόχρωση, προπάντων αν συνδυαστεί με τη σαφώς ειρωνική διάθεση του επόμενου στίχου: «Η Ελλάδα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία, τις ωραίες εκκλησίες». Τα «ωραία νησιά» ήταν γεμάτα από πολιτικούς εξόριστους.
Τα «ωραία γραφεία» είναι τα γραφεία της συναλλαγής και της μετανάστευσης αλλά και τα γραφεία της στυγνής δικτατορίας.
Οι «ωραίες εκκλησίες» είναι η επίφαση της γνήσιας θρησκευτικότητας, μια και εκπρόσωποι της εκκλησίας όχι μόνο δεν αντέδρασαν στη δικτατορία αλλά συχνά συνεργάστηκαν.
Αυτή λοιπόν είναι τι Ελλάδα που πληγώνει τον ποιητή. Με μια χαρακτηριστική φράση της δικτατορίας «Η Ελλάς των Ελλήνων» κατά παράλειψη της λέξης «Χριστιανών»" ο Αναγνωστάκης συνοψίζει την πίκρα, την αγανάκτηση, τη διαμαρτυρία του, ενώ ταυτόχρονα καταγγέλλει ως πνευματικός άνθρωπος, με τα μέσα που έχει στη διάθεση του, το κατάντημα της Ελλάδας κάτω από το δικτατορικό καθεστώς. Η οδός Αιγύπτου απ' την οποία ξεκίνησε το ποίημα του έχει διευρυνθεί. Ήδη ο τίτλος του ποιήματος μας παρέπεμψε σε όλη τη Θεσσαλονίκη. Το τέλος του ποιήματος παραπέμπει σε όλη την Ελλάδα.
Επιλογικά
«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Μανόλης Αναγνωστάκης είναι από τους σημαντικότερους ποιητές της σύγχρονης Ελλάδος. Η ποίηση του έχει τη σφραγίδα της αυθεντικής καταγραφής και μαρτυρίας των γεγονότων που συνετάραξαν τη χώρα μας από το 1944 μέχρι και τα δίσεκτα έτη της Απριλιανής δικτατορίας. Πρόκειται για μια ποίηση βιωματική αλλά και για μια απεγνωσμένη κραυγή διαμαρτυρίας. Τα ποιήματα του αποπνέουν το εξαίσιο εκείνο μύρο των κοινωνικών αγώνων αλλά και της αγάπης προς τον καθόλου άνθρωπο, καθώς και το προσωπικό του ύφος και μέσα από τον ελεύθερο στίχο στοχεύει αφενός σε μιαν επανατοποθέτηση του ιστορικού/πολιτικού γίγνεσθαι και αφετέρου στην κριτική των πολιτικών και κοινωνικών δομών της μετεμφυλιοπολεμικής Ελλάδος, μια και οι στίχοι του λειτουργούν σαν μνημόσυνα πεθαμένων πια ιδανικών και συναξάρια λησμονημένων μαρτύρων».
Πηγή: giouliblog.blogspot.com
Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.Χ., Μ. Αναγνωστάκη
Μανόλης Αναγνωστάκης
Εργοβιογραφικά στοιχεία
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1925. Σπούδασε Ιατρική και ειδικεύτηκε ως ακτινολόγος στη Βιέννη (1955-1956). Άσκησε το επάγγελμα του ακτινολόγου στη Θεσσαλονίκη και το 1978 στην Αθήνα, όπου και μετεγκαταστάθηκε. Για την πολιτική του δράση στο φοιτητικό κίνημα φυλακίστηκε στο διάστημα 1948-1951, ενώ το 1949 καταδικάστηκε σε θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο. Εμφανίστηκε στα γράμματα από το περιοδικό Πειραϊκά Γράμματα (1942) και το φοιτητικό περιοδικό Ξεκίνημα (1944). Του τελευταίου περιοδικού διετέλεσε και αρχισυντάκτης, από το τεύχος 1 (15 Φεβρ. 1944) μέχρι και το 11-12 (1 και 15 Οκτ. 1944). Δημοσίευσε ποιήματα και κριτικά σημειώματα σε πολλά περιοδικά, ενώ είχε και πυκνή παρουσία στην εφημερίδα Αυγή, με κείμενα για θέματα λογοτεχνικά και πολιτικά. Εξέδωσε το περιοδικό Κριτική (Θεσσαλονίκη, 1959-1961), υπήρξε μέλος της εκδοτικής ομάδας των Δεκαοκτώ κειμένων (1970), των Νέων Κειμένων και του περιοδικού Η Συνέχεια (1973). Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά. Ακόμα, ποιήματά του μελοποίησαν ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Θάνος Μικρούτσικος, η Αγγελική Ιονάτου και ο Μιχάλης Γρηγορίου.
Εξέδωσε τις εξής ποιητικές συλλογές: Εποχές 1 (1945), Εποχές 2 (1948), Εποχές 3 (1951), Η Συνέχεια (1954), Τα ποιήματα 1941-1956, συγκεντρωτική έκδοση μαζί με τις Παρενθέσεις και τη Συνέχεια 2 (1956), Η Συνέχεια 3 (1962) και Ο Στόχος (1970). Όλο του το έργο εκδίδεται με τον τίτλο Τα Ποιήματα 1941-1971 (1971). Ασχολήθηκε επίσης με το δοκίμιο και τον πεζό λόγο: Τα υπέρ και κατά (1965), Αντιδογματικά (1978), Το περιθώριο (πεζό) (1979), Τα συμπληρωματικά (1985), Ο ποιητής Μανούσος Φάσσης, (1987). Mετέφρασε: τρία ποιήματα του Απολλιναίρ (1944), δύο ωδές του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα: F. G. Lorca, Δύο ωδές-Ωδή στον Σαλβαντόρ Νταλί-Ωδή στον Ουόλτ Ουίτμαν (1949).
Η κριτική για το έργο του
«Τώρα πια στην Τέχνη όχι μεγέθη-απλώς αποχρώσεις είχε πει ο Μανόλης. Αλλά οι αποχρώσεις της ποίησής του είναι τόσο πλούσιες, τόσο βαθιές, που δημιουργούν ένα καινούριο μέγεθος και την κάνουν πραγματικά μεγάλη. Πρώτα-πρώτα η ποίηση του Μανόλη Αναγνωστάκη είναι μεγάλη, γιατί μ’ ένα τράνταγμα που το προκαλεί χωρίς να το διακηρύσσει -μας αναγκάζει να ξαναδούμε και να ξανααισθανθούμε την πραγματικότητα, και μαζί τον εαυτό μας μέσα σ’ αυτήν. Αυτή την πραγματικότητα, που οι διαχειριστές της συχνά την καταχωνιάζουν σ’ ένα, όπως λέει ο ίδιος, δήθεν χαμένο παρελθόν, την προσαρμόζουν σ’ ένα μέτριο, ήσυχο, ειρηνικό παρόν ή σ’ ένα ανέφελο μέλλον. Στις αντιλήψεις που διαμόρφωσε γι’ αυτή την πραγματικότητα, ο Μανόλης Αναγνωστάκης παρέμεινε μέχρι τα έσχατα όρια συνεπής, φθάνοντας ως την αντιμετώπιση του ίδιου του θανάτου».
(Τίτος Πατρίκιος, “Μανόλης Αναγνωστάκης”, Η Λέξη αρ. 186, 2005, σελ. 431-433)
«Αν εξαιρέσουμε τα ποιήματα του Στόχου, νομίζω ότι καμιά ποιητική του φάση δεν έχει άμεσα πολιτικά ποιήματα, με την έννοια ότι είναι εξαρτημένα από κάποια πολιτική επιλογή ή τάση, στρατηγική ή τακτική, και ότι παραπέμπουν ή μεταφράζονται στο ιδίωμά του».
(Αλ. Αργυρίου Η Ελληνική Ποίηση, Ανθολογία -Γραμματολογία, τ. Ε΄, Σοκόλης, 1982, σελ.29)
«Ο άξονας της ιστορικότητας, ως ιστορικές στιγμές-ορόσημα, ως δράση ανθρώπων, ως κριτική και αυτοκριτική ή ως πραγματική ιστορία που δεν έχει γραφτεί ακόμα, διαπερνάει πολλά ποιήματά του [του Μ. Αναγνωστάκη] σ’ όλες τις συλλογές, άλλοτε άμεσα και άλλοτε έμμεσα, με γλώσσα χωρίς στολίδια και περιστροφές, με λέξεις που αποκτούν το πραγματικό τους σημασιολογικό βάρος […]. Η ρηματική διατύπωση, ο εξομολογητικός τόνος, το ύφος προφορικού λόγου, οι ρητορικές ερωτήσεις, η δραματική διάθεση, ο υπαινιγμός, οι παρενθέσεις, η στίξη, η οπτική παρουσίαση του ποιήματος στη σελίδα, όλα πετυχαίνουν να ανοίξουν με τον αναγνώστη έναν ουσιαστικό διάλογο επικοινωνίας, καθώς το β΄ πρόσωπο επισημαίνει την παρουσία του εσύ […]. Τα ποιητικά του μοτίβα, ο χρόνος, η επίκληση ενός σκοπού “Θα ’ρθει μια μέρα”, η μάνα και το παιδί στον πόλεμο, το χρέος, ο συλλογικός αγώνας, η πρωτοπρόσωπη ποιητική αφήγηση, η κριτική στάση, η διαμαρτυρία και ο σαρκασμός διαπερνούν αυτή τη συλλογή».
(Χρ. Αργυροπούλου, “Η Ατομική και συλλογική μνήμη ως βιωμένη ιστορία στο έργο
του Μανόλη Αναγνωστάκη”, Φιλολογική, 93, 2005, σελ.11,13)
«Επίπεδα βιωματικό και γραμματικό, το βίωμα και η λέξη. Το ποιητικό μόρφωμα ολοκληρώνεται σε τρία επίπεδα <ενότητες>: α) Στην οδό Αιγύπτου... που περνούνε [στ. 1- 4]. β) Άλλωστε τα παιδιά ... των παιδιών των παιδιών τους [στ. 5- 12]. γ) Προς το παρόν ... των Ελλήνων [στ. 13-19]. Στο πρώτο επίπεδο: Οι προσδιορισμοί του τόπου [...] και του χρόνου [...]. Στο δεύτερο επίπεδο: Κυριαρχεί η έννοια “παιδιά” [...] αποτελεί ουσιαστικά, παρά τη φαινομενική σχέση με τα προηγούμενα, μια εύστοχη ποιητική παρέκβαση [...]. Στο τρίτο επίπεδο: ξανασυνδέει το νήμα που άρχισε με το “στην οδό Αιγύπτου”».
(Γεώργιος Ι. Σπανός, Η Διδασκαλία του Ποιήματος, Αθήνα, Μαυρομμάτη, 1996, σελ. 51-61)
«Το ποίημα κινείται σε δυο επίπεδα:
α) Στο επίπεδο του παρόντος (τώρα, ενεστώτας, προς το παρόν) [...]. Οι λέξεις δηλώνουν αυτό που δηλώνουν ονομάζοντας τα πράγματα, αλλά ταυτόχρονα είναι φορτισμένες με μια τουλάχιστο λανθάνουσα σημασία, υποδηλώνοντας κάποιες άλλες καταστάσεις. […] στο μέγαρο της Τράπεζας η λέξη συναλλαγή παραπέμπει:
- στην εμπορευματοποίηση της ζωής,
- στις ιδεολογικές συναλλαγές, δηλαδή σε συμβιβασμούς και προδοσίες,
- στις ποικίλες αγοραπωλησίες σε πολιτικό ή σε εθνικό επίπεδο,
- για έναν που ξέρει την περιοχή παραπέμπει και σε άλλου είδους συναλλαγές.
Επιπλέον, η λέξη αφήνει στη δική μου τουλάχιστο αίσθηση (σε άλλον ίσως δεν αφήνει) μια βρόμικη γεύση ανάμικτη από φιλαργυρία, τοκογλυφία, εκμετάλλευση, απάτη. Τα τουριστικά γραφεία και τα πρακτορεία μετανάστευσης, εξάλλου, κουβαλούν επίσης τη δική τους θεματική και προβληματική. Στη δική μου αίσθηση πάλι αφήνουν μια στυφή γεύση έκπτωσης και υποτίμησης, ταπείνωσης και εθνικής υποτέλειας. Επειδή έτσι αισθάνομαι, η οδός Αιγύπτου -πρώτη πάροδος δεξιά- γίνεται κι αυτή μια συνεκδοχή, όπου το μέρος λειτουργεί αντί του όλου και καλύπτει όλη την Ελλάδα με τη σταθερά δεξιά της απόκλιση (αν θέλετε), με τη συναλλαγή σε όλα τα επίπεδα, με την πολιτική έκπτωση και την εθνική υποτέλεια. Και την κοινωνική ζωή της αλλοτριωμένη με την απώλεια ορισμένων στοιχείων που αποτελούν τη βάση (συναίσθημα, εμπιστοσύνη) και την αντικατάσταση τους από άλλα, όπως η εμπορευματοποίηση των πάντων και το κυνήγι του κέρδους. Έτσι, η μαρξιστική έννοια της αλλοτρίωσης, που δείχνει την αποκοπή του εργάτη από το προϊόν της εργασίας του, γίνεται εδώ η αποκοπή του ανθρώπου και του πολίτη από τα βασικά στοιχεία της ζωής του και από το ίδιο το έδαφος του τόπου του.
β) Στο επίπεδο του παρελθόντος. Ο γυρισμός στο “άλλοτε” γίνεται με συνειρμικά φλας μπακ και δίνει πολύ συνοπτικά την ιστορική εξέλιξη του τόπου μεταπολεμικά με κυρίαρχο το θέμα της καταστροφής, του ολέθρου, της απανθρωποποίησης της ζωής. Ακόμα το συνειρμικό φλας μπακ, διαψεύδοντας την ελπίδα του πατέρα για καλύτερες μέρες, την προβάλλει σταθερά σαν αίτημα ζωής για το μέλλον, αίτημα ειρήνης και ανθρωπιάς. Έτσι, η πίκρα και η διάψευση όχι μόνο δεν αναιρεί αλλά δυναμώνει την πίστη».
(Κ. Μπαλάσκας, Λογοτεχνία και Παιδεία, Γνώση και Ανάγνωση Λογοτεχνικών Κειμένων, Επικαιρότητα, Αθήνα, 1985, σελ. 83-89)
«Υψώνεται <στ. 2> σημαίνει κυριαρχεί, δεσπόζει, εξουδετερώνει όλα τ’ άλλα, έχει καταπατήσει τον ελεύθερο χώρο [...]. Κύρια λειτουργία της Τράπεζας η συναλλαγή (κυριολεκτικά και μεταφορικά). Συμπληρώματά της τα τουριστικά γραφεία και τα πρακτορεία μεταναστεύσεως, πράγμα που δηλώνει την αθρόα φυγή των εργαζομένων λόγω ανεργίας. Μια κατάσταση που πληγώνει τον ποιητή -η κατάσταση της εποχής της Ελλάδος Ελλήνων Χριστιανών. Συνεπώς πρόθεση του ποιητή δεν είναι να απεικονίσει απλώς ένα δρόμο της Θεσσαλονίκης του 1969. Αυτή στέκεται το σύμβολο που δίνει την εικόνα όλης της Ελλάδας την εποχή της δικτατορίας και πιο πέρα όλης της μεταπολεμικής περιόδου της Ελλάδας, που πλήγωνε και το Σεφέρη αλλά από άλλη σκοπιά: το Σεφέρη τον πληγώνει η Ελλάδα του παρελθόντος με τις μνήμες και τα ερείπια του αρχαίου μεγαλείου της και η Ελλάδα του 1936 με τον ξεπεσμό της, τον πιθηκισμό και την τυπολατρία των ανθρώπων [...]. Τον Αναγνωστάκη αντίθετα δεν τον πολυνοιάζει το απώτερο παρελθόν, ούτε πικραίνεται για το χαμένο μεγαλείο. τον ενδιαφέρει η κατάντια του λαού της, όπως την έζησε ο πατέρας του, ο ίδιος και τα παιδιά του, η Ελλάδα σε μια περίοδο τριών γενεών, από τότε που οι Έλληνες οραματίστηκαν μια δικαιότερη κοινωνία και συνειδητοποίησαν ότι ήταν δυνατό να πραγματοποιηθεί [...]. Η σκηνοθεσία του συμβολικού δίνεται με λίγες αλλά ουσιαστικές επιλογές: Θεσσαλονίκη = Ελλάδα. Τράπεζα Συναλλαγών = αλισβερίσι και ξεπούλημα. Βαριές αρρώστιες, πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί = συμφορά. Θωρακισμένοι στρατιώτες = δικτατορία, τυραννία. Πρακτορεία μεταναστεύσεως = μετανάστευση κ.τ.λ. Η σύγκριση με το παρελθόν, που δεν ήταν και αυτό καλύτερο, αποδεικνύει τις συμφορές που έπληξαν τον ελληνικό λαό. Το “νόημα” και η “τεχνική” υφαίνονται τόσο στενά που είναι αδύνατο να το απομονώσεις. Αν ερευνήσουμε τα φορμαλιστικό στοιχεία του ποιήματος, θα παρατηρήσουμε ότι ο εσωτερικός ρυθμός του πηγάζει από το ρυθμό της καθημερινής κουβέντας ελάχιστες ασυνήθιστες λέξεις, καμιά παρομοίωση ή άλλα λογοτεχνικά στολίδια [...]. Τα ρυθμικά αποτελέσματα συγκλίνουν σ’ ένα ενιαίο όλο και δραματοποιούν την κατάσταση που συμβολίζει η “Θεσσαλονίκη του 1969”».
(Νίκος Γρηγοριάδης, Αναγνώσεις Λογοτεχνικών Κειμένων, Κώδικας, Θεσσαλονίκη, 1992, σελ. 77-79)
«Λέξεις που σηματοδοτούν το παρελθόν και το παρόν τονίζουν την αλλαγή στη ζωή του αφηγητή και στην κοινωνία, ενώ το μέλλον δίνεται με ευθύ λόγο στα λόγια κάποιου που δεν είναι ο αφηγητής. Ο ευθύς λόγος στο στίχο 9 αναγκάζει τον αναγνώστη να μπει μέσα στο κείμενο, να το ζήσει σαν Ιστορία. Η ίδια πρόσκληση έγινε ήδη στο στίχο 5, που ξέρατε, και θα επαναληφθεί στο στίχο 13, που λέγαμε, κι όχι που έλεγα: είναι φανερό ότι για τον Αναγνωστάκη η ποίηση είναι μια μορφή επικοινωνίας. Καλύτερες μέρες είναι παραλλαγή του μύθου του Ησιόδου για την παρακμή της ανθρωπότητας. Στο μύθο η χρυσή εποχή είναι τοποθετημένη στο παρελθόν, ενώ στο ποίημα που εξετάζουμε τοποθετείται στο μέλλον από ποιητή με προοδευτική κοσμοθεωρία. Η διακειμενική αναφορά όμως παραμένει: όπως το χρυσό γένος ανήκει στο μακρινό παρελθόν τόσο που να μοιάζει με παραμύθι, το καλύτερο γένος είναι ένας αντικατοπτρισμός που χάνεται καθώς βαδίζουμε στην έρημο του μέλλοντος. Η λέξη μάθημα, στον επόμενο στίχο, απομυθοποιεί τα όνειρα του πατέρα. Ο αφηγητής κρατά έτσι απόσταση από αυτή την αντιμετώπιση των καταστάσεων γιατί ξέρει ότι το καλύτερο μέλλον είναι ένα μάθημα που επαναλαμβάνουμε και που κανένα γεγονός στην πραγματικότητα που ζει δε δικαιώνει. Αυτή η στάση εξηγεί γιατί το ποίημα “Στο παιδί μου...” τελειώνει με συναισθηματική φόρτιση:
Α, φτάνει πια! Πρέπει να λέμε την αλήθεια στα παιδιά.
[…] Ο αφηγητής τώρα κοντοστέκεται. Το τυπογραφικό διάστημα που υπάρχει ανάμεσα στο υπόλοιπο ποίημα και τον τελευταίο στίχο (χαρακτηριστικό φαινόμενο στη συλλογή Ο Στόχος) δίνει στις λέξεις Η Ελλάς των Ελλήνων τη μορφή τίτλου ή και επιμυθίου. [...] και μόνο η λέξη Ελλάς, σε σύγκριση με την πιο σύγχρονη μορφή της του προηγούμενου στίχου, αρκεί για να σηματοδοτήσει την ύπαρξη διακειμένου [...]. Το ποίημα όμως τελειώνει έτσι με τη λέξη Ελλήνων, όπως το “Ίτε, παίδες Ελλήνων”, ενώ η λέξη παιδιά (το παίδες του διακειμένου) επαναλαμβάνεται περισσότερο από κάθε άλλη στο ποίημα».
(Ζωή Σαμαρά, Προοπτικές του Κειμένου, Θεσσαλονίκη, Κώδικας, 1987, σελ. 30-32)
«Συνήθως στους επιτύμβιους στίχους επαινείται ο θανών, εδώ δίνονται δυο εκδοχές, η άποψη των πολλών και η άμεση αντίληψη του ποιητή που έρχεται σε αντίθεση με τα κούφια εγκωμιαστικά λόγια […]. Στην πρώτη στροφή συσσωρεύονται τα χαρακτηριστικά και ονοματοποιημένα επίθετα, τα πολλά στεφάνια, οι τρεις επικήδειοι λόγοι και τα ψηφίσματα, στοιχεία που καταδεικνύουν ότι ο νεκρός κατείχε κάποια δημόσια θέση ή ήταν κάποιος που πρόσφερε υπηρεσίες. […]. Στη δεύτερη στροφική ενότητα δίνεται η πραγματική εικόνα του θανόντος με το σχήμα αποστροφής και τον καθημερινό λαϊκό λόγο, όπου οι λέξεις περνούν την πρόθεση του ποιητικού υποκειμένου, δηλαδή αποδίδουν την ουσία των πραγμάτων και όχι μια φενακισμένη εικόνα για τον νεκρό […]. Μέσα από τα αντιθετικά επιτύμβια λόγια ο αναγνώστης εστιάζει στην πραγματική εικόνα του Λαυρέντη και όχι την επίσημη και πεποιημένη των τριών αντιπροέδρων […]. Η μέθοδος γραφής του Μ. Αναγνωστάκη θυμίζει Καβάφη (π.χ. “Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης”), το ύφος είναι ρητορικό και μοιάζει με μονόλογο του ποιητή (κοφτή φράση, προσεγμένη δομή, παρηχήσεις των γραμμάτων λ, ρ, επιλογή του β΄ ρηματικού προσώπου). Ο τελευταίος στίχος δένει με τους δύο πρώτους στίχους και δημιουργεί αίσθηση αποφθεγματική».
(Χρ. Αργυροπούλου, “Ο σχολικός Μ. Αναγνωστάκης”, Ομπρέλα, 74, 2006)
«Ο τίτλος του ποιήματος “Επιτύμβιον” σημαίνει βέβαια επιγραφή χαραγμένη σε τάφο. Στην αρχαία ελληνική η λέξη είναι επίθετο και συνοδεύεται από κάποιο ουσιαστικό: επιτύμβιος βωμός, επιτύμβια επιγραφή, επιτύμβιο επίγραμμα […]. Εδώ ο ποιητής γράφει ένα επιτύμβιο για το Λαυρέντη, που πέθανε πρόσφατα[…]. Το Επιτύμβιον είναι ένα είδος ποιητικού επικήδειου που τον απαγγέλλει ο ποιητής σε μια μορφή διαλογικού μονόλογου με υποθετικό συνομιλητή (ακροατή) το νεκρό. Συνηθίζεται, άλλωστε, στους επικήδειους ν’ απευθύνεται ο ομιλητής στο νεκρό σε δεύτερο πρόσωπο· ας θυμηθούμε και τον Επιτάφιο του Γιάννη Ρίτσου. Η ανάγκη για ένα δεύτερο πρόσωπο, στο οποίο ν’ απευθύνεται, φαίνεται σ’ όλη την ποίηση του Αναγνωστάκη και δεν αποτελεί, νομίζω, στοιχείο τεχνικής, αλλά εκφράζει διάθεση άμεσης επικοινωνίας […]. Υπάρχει βέβαια και η ευθεία αντίθεση ανάμεσα στο λυρικό εγώ και στο Λαυρέντη. Αλλά το λυρικό εγώ του ποιήματος δε δείχνει να στρέφεται κατά του συγκεκριμένου Λαυρέντη. Ένα ανθρωπάκι, θλιβερό σαρκίο που δεν αξίζει τον κόπο να ασχοληθεί κανείς, και προπαντός όταν τα λόγια του τα ’χει μετρημένα με το σταγονόμετρο. Δε φαίνεται, άλλωστε, να τον ενδιαφέρουν τ’ άτομα, για τα οποία, μάλιστα, διαθέτει όλη την απαιτούμενη κατανόηση. […]Αν όμως ο Λαυρέντης δεν ενδιαφέρει ως συγκεκριμένο άτομο, ενδιαφέρει και πολύ ως “δείγμα τυπικό” της μεταπολεμικής ελληνικής αστικής κοινωνίας ή της μεσαίας τάξης, στην οποία στοχεύει ο ποιητής. Αυτό φαίνεται σε δυο σημεία του ποιήματος στον πρώτο και στον τελευταίο στίχο. Στον πρώτο στίχο [...] το “και συ” θέλει να πει βέβαια όπως τόσοι και τόσοι όμοιοι σου. Το “και” είναι προσθετικό. Η γενίκευση, όμως, γίνεται ρητά στον τελευταίο στίχο, τον ξεχωρισμένο σαν ουρά, σαν συμπέρασμα ή σαν επιμύθιο.
[...] Έτσι, ο Λαυρέντης γίνεται συνεκδοχή [...]. Και το συναίσθημα αντιπαλότητας που διακατέχει τον ποιητή είναι για το όλο, μέσα στο οποίο εντάσσεται το μέρος. Ένα συναίσθημα αντιπαλότητας που συνοδεύεται από πικρή γεύση και από αηδία και που εκφράζεται με δηκτική και σαρκαστική γλώσσα, που θυμίζει Σατιρικά Γυμνάσματα του Παλαμά ή -κυρίως- Καρυωτάκη, προσδιορίζοντας μια στάση γεμάτη ασυμβίβαστη αδιαλλαξία».
(Κώστας Μπαλάσκας, Λογοτεχνία και Παιδεία: Γνώση και Ανάγνωση Λογοτεχνικών Κειμένων, Αθήνα, Επικαιρότητα, 1985, σελ. 79-83)
«Ο τόνος του ποιήματος είναι σαρκαστικός με κυρίαρχη τη διδακτική πρόθεση. [...]. Στην πρώτη ενότητα ο ποιητής εκθέτει με ποιες τιμές κηδεύτηκε ο Λαυρέντης, ενώ στη δεύτερη η εικόνα αντιστρέφεται και το πρόσωπο του Λαυρέντη παρουσιάζεται όπως ακριβώς ήταν. Στον επιλογικό στίχο ο τύπος του Λαυρέντη γενικεύεται […]. Στην πρώτη ενότητα τη σαρκαστική διάθεση εξυπηρετούσε η υπερφόρτωση χαρακτηριστικών επιθέτων ή εννοιών και η παράθεση συνηθισμένων εικόνων κοινωνικής υποκρισίας και διαστρέβλωσης της πραγματικότητας· στη δεύτερη ενότητα, αντίθετα, την εξυπηρετεί το λαϊκό λεξιλόγιο, που ενισχύεται με την αποστροφή του ποιητή στον ίδιο το Λαυρέντη (Α, ρε Λαυρέντη...) [...]. Στους στίχους αυτούς <8-9> αποτυπώνεται μια πικρή γεύση, ο ποιητής γίνεται για λίγο εξομολογητικός (όπως συνήθως σ’ όλη του την ποίηση), καθώς διαπιστώνει πως σ’ όλη του τη ζωή ήταν μέσα στην (πολιτική) σιωπή. Το νόημα: δεν είναι το θλιβερό σου το σαρκίο ο στόχος μου, αλλά ό,τι εσύ αντιπροσωπεύεις».
(Τάκης Καρβέλης, Η Νεότερη Ποίηση: Θεωρία και Πράξη, Κώδικας, Θεσσαλονίκη, 1983, σελ. 178-179)
«Ο ποιητής-αφηγητής μένει πιστός στην οπτική γωνία και το ύφος του συλλογικού αξιολογητή. Η χρήση του δεύτερου ενικού προσώπου, η κοφτή δομή του στίχου, οι παρηχήσεις του “ρ” (στ. 2 και 4) δίνουν στο ύφος του έναν επίσημο χαρακτήρα, όπως ταιριάζει στην περίπτωση. Και όλα αυτά δίνονται στην έγκλιση του πραγματικού και σε χρόνο Αόριστο, που αποτελεί το πρώτο επίπεδο της αφήγησης[…].Στους στίχους 5, 6 και 7 ο αναγνώστης νιώθει την εκπληκτική ακροβασία του ποιητή ανάμεσα στις συγκινησιακές συγκρούσεις και τον αυτοέλεγχο. Ο ποιητής δίνει την εντύπωση ανθρώπου που οι επιθυμίες του βρίσκονται σε διάσταση με τις πράξεις του. Η διάσταση αυτή υπογραμμίζεται από την απόσταση που χωρίζει το υποκείμενο “εγώ” και την ενέργεια του (“δε θα’ ρθω”). Η αστιξία μετά το ψέμα, που κυριαρχεί στο κέντρο του ποιήματος, υπογραμμίζει τη σύγκρουση των ενδιάμεσων, της γνώσης και της συγκατάβασης. Το κεφαλαίο “Κ” του Κοιμού “ανακόπτει” το διασκελισμό, αισθητοποιώντας σχηματικά το δισταγμό του ομιλητή [...].
Ταυτόχρονα, όμως, με μια άλλη ανάγνωση, που επιτρέπει πάλι η αστιξία της παρένθεσης, αναδύεται κι ένα άλλο νόημα εξίσου σπουδαίο. Το “μια ολόκληρη ζωή μες στη σιωπή”, ως πικρός απολογισμός, φέρνει σε ευθεία αντιπαράθεση το “εγώ” (που προβάλλεται στην αρχή της παρένθεσης σαν έτοιμο για έξοδο) με το αναξιοκρατικά δικαιωμένο “εσύ” (“μια ολόκληρη ζωή μέσα στο ψέμα”) [...]. Παράλληλα, όμως, η απόφαση αυτή <στ. 8-9> έχει τα στοιχεία του τραγικού μεγαλείου, καθώς εμπεριέχει την επίγνωση του προσωπικού κόστους και, επομένως, το θάρρος [...]. Έτσι, αντιπροβάλλεται ένα άλλο ήθος προς αυτό του Λαυρέντη και το ποίημα αποκτά διδακτικό χαρακτήρα, αφού λειτουργεί αφυπνιστικά, τροχιοδεικτικά […]. Έτσι το “Επιτύμβιον” εξελίσσεται σ’ ένα αντίλογο που λιθοβολεί με τη γυμνή αλήθεια του, όχι τον ασώματο συνομιλητή, αλλά την κοινωνική πρώτη ύλη που αναπαράγει τους “Λαυρέντηδες”».
(Γιώργος Φρυγανάκης, “Μανόλης Αναγνωστάκης, Επιτύμβιον”, Μυλωνά - Πιερή Θ., Η Μεταπολεμική Ποίηση, Τυποσπουδή, Ρέθυμνο, 1990, σελ. 60-65)
«Το εγώ μιλάει εδώ συλλογικά ως εμείς (οι παλιοί μάλλον αγωνιστές, η γενιά του εμφύλιου) σε αντίθεση με το εσείς (οι σημερινοί νέοι του 1970), τη νέα γενιά, που εξαντλεί την αγωνιστικότητα της (εναντίον της δικτατορίας υποτίθεται) με εκ του ασφαλούς εκδηλώσεις σε συντροφιές, με τραγούδια γενικής και αόριστης διαμαρτυρίας, με συζητήσεις γενικού θεωρητικού προβληματισμού και αντιστασιακής γυμναστικής. Ο τόνος της ομιλίας είναι έντονα σαρκαστικός. Με το σαρκασμό του ο ποιητής καταγγέλλει την ψευτιά, την απουσία της αγωνιστικής πράξης και τον ευνουχισμό της αλκής μέσα στην ευζωία (να παίξετε, να ερωτευτείτε, να ξεσκάσετε). Ορα τό καβαφικό διακείμενο στον τίτλο, που περιλαμβάνει όλο το ποίημα, στο οποίο εμπεριέχεται το επίγραμμα του Αισχύλου. Έτσι, το ποίημα του Αναγνωστάκη θα μπορούσε να θεωρηθεί ως (πιθανή) απάντηση του Αισχύλου στους Σιδώνιους νέους. Η παλιά γενιά χλευάζει τους νέους με βαθιά πίκρα, όπως δηλώνεται στην αποστροφή του ποιητή στο φίλο του Γιώργο (Αποστολίδη), με το“εκ βαθέων” και πάλι σε παρένθεση. Η νέα γενιά έδωσε την απάντηση, τρία χρόνια αργότερα, στο Πολυτεχνείο. Ο λόγος και πάλι απλός, λιτός, κουβεντιαστός, πεζός, έμμεσα διδακτικός. Ο στόχος και πάλι πολιτικός».
(Κώστας Μπαλάσκας, Ταξίδι με το Κείμενο: Προτάσεις για την Ανάγνωση της Λογοτεχνίας Ποίηση, Πεζογραφία, Δοκίμιο], Αθήνα, Επικαιρότητα, 1990, σελ. 82-83)
«Η χρήση ενός λαϊκότροπου κι εφησυχαστικού λεξιλογίου αναδιπλώνεται στη συνέχεια με το καλά του πέμπτου στίχου. Η περιγραφή από τα πρόσωπα περνάει στη δράση και συμπεριφορά τους, μιλώντας για τα τραγούδια τους. Αν το ζητούμενο είναι η δράση, τότε η ποιητική περιγραφή δεν πετυχαίνει το στόχο της. Αν είναι αντίθετα [...] να δειχθεί, η έλλειψη δράσης, τότε, χάρη στα όσα ακολουθούν, πετυχαίνει στην εντέλεια και ο ανατρεπτικός χαρακτήρας της περιγραφής κλιμακώνεται. Έχουμε εδώ να κάνουμε με ειρωνεία καταστάσεων […].
Μια άλλη ερώτηση είναι: ποιοι ή ποιος βρίσκονται μαζί με τον ποιητή στο Μας γέρασαν. Όσο κι αν μας διαφωτίζει η κλητική προσφώνηση που ακολουθεί, η αοριστία με την οποία διατυπώνεται το αντικείμενο στην αρχή του στίχου δεν μας εμποδίζει να υποθέσουμε μαζί με το συνομιλητή του ποιητή και κάποια άλλη συντροφιά-παρέα. Οπότε οδηγούμαστε στη γενιά-συντροφιά του ποιητή στην αντίσταση και στον εμφύλιο. Στο επίρρημα προώρως υπάρχει μια καταγγελία: δηλώνεται ο χρόνος (“νωρίτερα απ’ ό,τι έπρεπε”) και υπονοείται η αξιολόγηση (“άδικα”). [...] η αναφορά του ονόματος <Γιώργο> στο ποίημα, εκτός του ότι δημιουργεί δραματικότητα με την προσθήκη ενός άλλου προσώπου στη σκηνή, δίνει στο κείμενο, όπως έχει ο ίδιος ο Αναγνωστάκης πει, “ζεστασιά, θερμότητα, ισχυρότητα, αμεσότητα”. Στο τελικό ρήμα του στίχου (“κατάλαβες”) ανακεφαλαιώνονται η οργή, η αγανάκτηση, η διαμαρτυρία σε δύο ταυτόχρονα επίπεδα χρόνου: στο παρόν (1970) χλευάζεται/ καταγγέλλεται:
α) μια στάση ζωής = παραίτηση από δράση
β) όποιος την υιοθετεί: Νέοι της Σιδώνος του 1970 (άμεσα)· οι πολλοί με
την αδιάφορη αποδοχή (έμμεσα).
στο παρελθόν (αόριστα) […] καταγγέλλεται:
α) η κατάχρηση της νιότης
β) οι ανώνυμοι υπεύθυνοι.
Η σχέση των δύο αυτών ποιητικών διαμαρτυριών μπορεί να οριστεί σαν συμπληρωματική: στην πρώτη περίπτωση η πραγματική δράση τίθεται στο περιθώριο της ζωής, ενώ στη δεύτερη η πολιτική δράση έθεσε στο περιθώριο τη νιότη. Άρα από αυτή την αντιπαράθεση υποβάλλεται ότι για τον ποιητήτο ιδανικό θα ήταν μία αρμονική συνύπαρξη ζωής-δράσης, που όπως διαπιστώνουμε μαζί του δεν υπάρχει ούτε στο παρόν ούτε στο παρελθόν».
(Λελεδάκη Β., “Μανόλης Αναγνωστάκης, Νέοι της Σιδώνος, 1970”, Μυλωνά - Πιερή Θ., Η Μεταπολεμική Ποίηση, Ρέθυμνο, Τυποσπουδή, 1990, σελ. 42, 45-47)
Μνήμη Μανόλη Αναγνωστάκη. "Αποτοξίνωση μέσα στην κατάθλιψη" (ΥΓ.)
πηγή εικόνας: Φωτογραφικό λεύκωμα Giovanni Giovannetti |
Θεσσαλονίκη-Αθήνα
Ιατρική
Αντίσταση-Εμφύλιος-Καταδίκη σε θάνατο για "παράνομη πολιτική δράση"
συμμετοχή στον αντιδικτατορικό αγώνα-διαρκής πολιτική παρουσία στον χώρο της ανανεωτικής αριστεράς
ποίηση και κριτικό δοκίμιο
Στα λιγοστά ποιήματα που, μέσα σε είκοσι πέντε και παραπάνω χρόνια, έγραψα, αν εξαιρέσω το πρώτο κι ένα μέρος από το δεύτερο βιβλίο μου, σε πόσα από τα υπόλοιπα δεν έσβησα την τελευταία στιγμή λέξεις, δεν αλλοίωσα έννοιες δεν αφαίρεσα ολόκληρους στίχους, γιατί υπήρχαν εκεί ίσως μερικά πράγματα που δεν έπρεπε να ειπωθούν. Πόσοι άραγε απ` αυτούς που, δίκαια, μ` έψεξαν για "χαλαρότητα στην έκφραση" για "ηθελημένη ασάφεια" για "αδιαφορία στη μορφή", υποπτεύθηκαν πως είχα πετύχει σχεδόν πάντα την καίρια λέξη, που και μόνη της μπορούσε να ανακαλέσει ένα ολόκληρο νόημα, να στήσει έναν κόσμο -και δεν την έγραψα γιατί πίστευα (ή φοβόμουνα) πως δεν έπρεπε ακόμα να γραφτεί.(Σ` όλη μας τη ζωή βουλιάξαμε πολλά καράβια μέσα μας, ίσως για να μη ναυαγήσουμε μια ώρα αρχύτερα εμείς οι ίδιοι). Σπαράγματα πολλαπλών αναγνώσεων στην ποίηση του Μανόλη Αναγνωστάκη της Άντειας Φραντζή, ΑΝΤΙ, 16/1/1987
επιλογή Νάσος Βαγενάς, Αιγαίον, Λευκωσία 1996, σελ. 217
Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει
Η Ελλάδα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία, τις ωραίες εκκλησιές
Η Ελλάς των Ελλήνων.
Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν. Έτυχε
να `ναι τα χρόνια δίσεχτα· πολέμοι χαλασμοί ξενιτεμοί·
και ο Αναγνωστάκης
Όσα επιζήσαν, εννοείται, γιατί ήρθανε βαριές αρρώστιες από τότε
Πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιώτες·
μ' ένα κρεβάτι σιδερένιο χωρίς τίποτε δικό μου
Στα σιδερένια κρεβάτια
Όταν το φως λιγοστεύει
Τα ξημερώματα.
Υποταχτήκαμε και βρήκαμε τη στάχτη.
Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν αγαπήσετε.
Αγαπήσαμε και βρήκαμε τη στάχτη.
Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν εγκαταλείψετε τη ζωή σας.
Εγκαταλείψαμε τη ζωή μας και βρήκαμε τη στάχτη ...
και ο Αναγνωστάκης
Πολλοί μας μίλησαν επίσης για την Ε π ο χ ή
Για των καιρών το βαρυσήμαντο
Έπρεπε βέβαια κι εσύ πια να διαλέξεις
Αυτό που λέμε μια συνέπεια μια ακεραιότητα
Κάτι το ανθρώπινο με μια οποιαδήποτε τελείωση
Ξεχνώντας τι μοιράζουμε κάθε καινούρια στιγμή.
Πολλοί μας μίλησαν επίσης για την Ε π ο χ ή
Γ΄ Γυμνασίου (από τη συλλογή Ο Στόχος)
Γ΄ Λυκείου (από τη συλλογή Ο Στόχος)
Γ΄ Λυκείου Θεωρητική Κατεύθυνση
- Επίλογος (από τη συλλογή Ο Στόχος)
- Στον Νίκο Ε... 1949 (από τη συλλογή Παρενθέσεις)
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ», τχ. 121 (Ιούλιος-Αύγουστος-Σεπτέμβριος 2005), σελ. 443-454
ΟΙ ΝΙΚΗΤΕΣ