Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2018

ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ ΜΑΝΟΛΗΣ, Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.Χ. ,ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ



Θεσσαλονίκη μέρες του 1969 μΧ - Μανόλης Αναγνωστάκης-ανάγνωση


Θεσσαλονίκη μέρες του 1969 μ.Χ. - Μανόλης Αναγνωστάκης


Αναγνωστάκης - Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ Χ

ΔΕΣ:ΕΡΜΗΝΕΙΑ-ΔΙΑΦΑΝΕΙΕΣ :

ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ - ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ 1969 μ Χ


Σκυφτοί περάσανε - Μανόλης Αναγνωστάκης


Μ. Αναγνωστάκης: Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.Χ.

Εισαγωγικές παρατηρήσεις
Το ποίημα περιλαμβάνεται στη συλλογή Ο Στόχος (1970). Αυτή αποτελεί την τελευταία συλλογή του ποιητή και αποτελείται από
πολιτικώς τολμηρά ποιήματα, με στόχο την ανάληψη αντιστασια­κής δράσης και την ενεργοποίηση, αφύπνιση του λαού στη διάρκεια της στρατιω­τικής δικτατορίας. Πρωτοδημοσιεύτηκε στα Δεκαοχτώ Κείμενα, που αποτέλεσαν την πρώτη πράξη αντίστασης των πνευματικών ανθρώπων κατά της δικτατορίας.

Ενότητες
Το ποίημα είναι δυνατό να διακριθεί σε τρεις ενότητες:
α ενότητα («Στην οδό Αιγύπτου ... που περνούνε» [στ. 1-4]): κυριαρ­χούν οι προσδιορισμοί του χώρου και του χρόνου.
β ενότητα («Άλλωστε τα παιδιά ... των παιδιών των παιδιών τους» [στ. 5-12]): κυριαρχεί η αναφορά στα «παιδιά».
γ ενότητα(«Προς το παρόν ... των Ελλήνων» [στ. 13-19]): λειτουργεί η επαναφο­ρά στο χώρο της α' ενότητας, αποκαλύπτοντας ο ποιητής τα αίτια της νέας κατά­στασης και καταγγέλλοντας τα.


Συμβολισμοί
Η σκηνοθεσία των συμβολισμών στο ποίημα παρουσιάζεται μέσα
από τις παρακάτω επιλογές:
Η «Θεσσαλονίκη» είναι η Ελλάδα.
«Τράπεζα Συναλλαγών» είναι η συναλλαγή, το ξεπούλημα.
Οι λέξεις «βαριές αρρώστιες, πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί» αποτε­λούν τα σύμβολα της συμφοράς.
Οι «θωρακισμένοι στρατιώτες» αναφέρονται στη στρατιωτική δικτατορία, που είχε επιβληθεί στη χώρα (1967-1974).
Τέλος με τις λέξεις «πρακτορεία μεταναστεύσεως» εννοείται το μεταναστευτικό ρεύμα ως αποτέ­λεσμα της ανεργίας.

Τεχνική του ποιήματος
Στο συγκεκριμένο ποίημα το νόημα και η τεχνική συνδέονται στενά. Κυριαρχεί ο ρυθμός της καθημερινής κουβέντας, ελάχιστες είναι οι ασυνήθιστες λέξεις, ενώ απουσιάζουν οι παρομοιώσεις ή άλλα στοιχεία που στολίζουν το λόγο. Ο στίχος είναι λιτός. Δεν υπάρχει μέτρο και ομοιοκαταληξία, παρά μόνο ένας ρυθμός εσω­τερικός που δραματοποιεί ανάγλυφα την κατάσταση στην Ελλάδα του 1969 μ.Χ. Ο ποιητής μιμείται το καβαφικό ύφος, ενυπάρχει μια διάχυτη ειρωνεία, σαρκασμός, αγανάκτηση και οργή για την κατάσταση που επικρατεί. Ο λόγος είναι σαφής, απλός, ειλικρινής και διατυπωμένος με παρρησία.

Κεντρικό μήνυμα
Η αποκάλυψη και η καταγγελία της δικτατορίας, ως αιτίας για τις συμ­φορές που έπλητταν τον ελληνικό λαό. Η σύγκριση με το παρελθόν α­ποδεικνύει το τέλμα και την απουσία ανέλιξης της χώρας.

Απαντήσεις στις ερωτήσεις του σχολικού βιβλίου

1. Το ποίημα κινείται σε δύο χρονικά επίπεδα [το παρόν και το παρελθόν) με επίκεντρο την οδό Αιγύπτου. Το επίπεδο νου παρόντος διαγράφεσαι πιο ρητά, ενώ το επίπεδο του παρελθόντος συνάγεται έμμεσα κατά τη διαδρομή του ποιήματος. Με βάση τους υπαινιγμούς που γίνονται και τις αναθέσεις προς το παρόν, προσπαθήστε να ανασυνθέσετε την εικόνα νου παρελθόντος.

Απάντηση
Το παρελθόν, στο οποίο έμμεσα αναφέρεται ο ποιητής, σχετίζεται με τη μετακατοχική περίοδο και τα παιδικά ή εφηβικά του χρόνια. Φανταζόμαστε τα παιδιά να παίζουν στους δρόμους, κάτι που δεν μπορεί να γίνει πια λόγω των πολλών τροχοφόρων που τους διασχίζουν.
Οι μικρές μονοκατοικίες της γειτονιάς έχουν δώσει τη θέση τους σε μέγαρα πολυώροφα. Υπάρχουν τράπεζες, τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μετανάστευ­σης, που δεν υπήρχαν παλιότερα. Τα παιδιά μπορούσαν να γελάσουν, να ψιθυρί­σουν μυστικά, να εμπιστευθούν. Μεγάλωναν με τα αισιόδοξα λόγια του πατέρα και την ελπίδα ότι θα γνωρίσουν καλύτερες μέρες.

2. Το ποίημα κινείται επίσης σε δύο νοηματικά επίπεδα. Το πρώτο διακρίνεται εύκολα με μια πρώτη ανάγνωση. Ποιο είναι το δεύτερο στο οποίο στοχεύει το ποίημα;

Απάντηση
Στο ποίημα λειτουργούν δύο χρονικά αλλά και νοηματικά επίπεδα. Συγκρίνεται το παρελθόν με το παρόν, η Θεσσαλονίκη των παιδικών και εφηβικών χρόνων του ποιητή με τη Θεσσαλονίκη του 1969, τη Θεσσαλονίκη του παρόντος. Στο επίκεντρο βρίσκεται η οδός Αιγύπτου, η οποία φαίνεται να έχει αλλάξει ριζικά.
Τα πολυώροφα κτίρια, που σηματοδοτούν ένα απρόσωπο τρόπο ζωής, η συναλλαγή και το ξεπούλημα για την εξυπηρέτηση συμφερόντων, και ειδικότερα, και ειδικότερα το ξεπούλημα της χώρας στους ξένους, η θλίψη, η ανελευθερία και η έλλειψη εμπιστοσύνης σε συνδυασμό με τις συμφορές που έπληξαν στο παρελθόν, αλλά και θα συνεχίσουν να ταλανίζουν το λαό ( με την επιβολή δικτατορίας ) , αποτελούν μερικά από τα στοιχεία που συνθέτουν την εικόνα της Θεσσαλονίκης του 1969, της Ελλάδας γενικότερα του 1969. Μα η ελπίδα δε χάνεται, υπάρχει η πεποίθηση ότι στο μέλλον κάποια στιγμή η αλυσίδα της δυστυχίας θα πάρει τέλος και με αυτή την προοπτική κι αυτά τα παιδιά θα μεγαλώσουν τα παιδιά τους και τα παιδιά «των παιδιών των παιδιών τους». Άλλωστε μ’ αυτό το έργο έχουν ανατραφεί γενιές και γενιές. Προς το παρόν, ο ποιητής αρκείται στην καταγγελία της συναλλαγής, της ανεργίας και της συνεπαγόμενης μετανάστευσης και ελπίζει ότι η Ελλάδα « με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία, τις ωραίες εκκλησίες» θα αντιδράσει σε όλους όσοι σμιλεύουν το μίζερο παρόν της.


(Αυτά είναι στην πλειοψηφία τους εξαιρετικά σχόλια)

Η ποίηση του Αναγνωστάκη δεν είναι (τουλάχιστον όσον εκ πρώτης όψεως φαίνεται) απαισιόδοξη. «Στο βάθος του ορίζοντα της διακρίνεται ένα φως που μοιάζει περισσότερο με την αναλαμπή μιας αυγής και λιγότερο με το φέγγος ενός λυκόφωτος» και ότι «περισσότερο από ιδεολογικός ποιητής, ο Αναγνωστάκης είναι υπαρξιακός ποιητής και ο χαρακτήρας του αυ­τός τον κάνει ν' αποκλίνει ουσιωδώς από την ομάδα, των πολιτικών ποιητών και να προσεγγίζει τους υπαρξιακούς ποιητές της γενιάς του».
(Απόσπασμα από τις απόψεις του Ν. Βαγενά για τον Αναγνωστάκη)

Το ποίημα είναι από τη συλλογή Ο στόχος που πρωτοεκδόθηκε στη συγκε­ντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Αναγνωστάκη {Τα ποιήματα, 1941-1971), τα περισσότερα όμως ποιήματα της συλλογής είχαν δημοσιευτεί στα Δεκαοχτώ κείμενα, την ομαδική έκδοση που εμφανίστηκε τον Ιούλιο του 1970 και στάθηκε μια πράξη αντίστασης των πνευματικών ανθρώπων ενάντια στη δικτατορία.
Η συλλογή, που θεωρείται η πιο «πολιτική» του Αναγνωστάκη, περιλαμβά­νει 12 ποιήματα, ένα είδος προλόγου και έναν επίλογο.

«Ο τόνος είναι υψωμένος γενικά, σχεδόν οργισμένος, παρόλο που δεν υπερ­βαίνει το κουβεντιαστό όριο. Άλλοτε γίνεται δηκτικός και σαρκαστικός, άλλοτε μελαγχολικός και βαθιά πικραμένος, αλλά πάντα μονότροπος. πεζολογικός, ακόμα αντιποιητικός, προσγειωμένος».
( Κ. Μπαλάσκας)

Ο τίτλος του ποιήματος άμεσα παραπέμπει στον Καβάφη, ο οποίος χρησι­μοποιεί το Μέρες και κάποια χρονολογία σε πέντε ποιήματα του. Τα ποιήματα αυτά είναι: Μέρες του 1903. Μέρες του 1896. Μέρες του 1901. Μέρες του 1909, ΙΟκαι 11, Μέρες του 1908.
Σύμφωνα με τον Δ. Μαρωνίτη η χρησιμοποίηση του Καβαφικού αυτού τίτ­λου πέρα από το γεγονός ότι δείχνει ότι και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται για ημερολογιακού τύπου εγγραφές, αποτελεί και μια ειρωνική αντίθεση του πολι­τικού ποιήματος του Αναγνωστάκη με τα ερωτικά του Καβάφη, υποβάλλοντας ότι οι Μέρες του Αναγνωστάκη δεν μπορούν να έχουν και δεν έχουν καμιά ερω­τική και ηδονική χροιά.
Η τοπική ένδειξη «Θεσσαλονίκη» επίσης παραπέμπει στον Καβάφη (Μύ-ρης, Αλεξάνδρεια του 340 μ.Χ.). Όμως είναι και ο τόπος όπου γεννήθηκε και έζησε για πολλά χρόνια ο ποιητής.
Ο πρώτος στίχος του ποιήματος μας τοποθετεί σ' έναν ακόμα πιο συγκε­κριμένο χώρο από τη γενική ένδειξη του τίτλου «Θεσσαλονίκη».

«Στην οδό Αιγύπτου - πρώτη πάροδος δεξιά». Η οδός Αιγύπτου υπάρχει σε άλλα δύο ποιήματα του Αναγνωστάκη. Στο ποίημα Ο πόλεμος από τη συλλο­γή Εποχές, γραμμένη στα 1941-1944, διαβάζουμε:

Στην οδό Αιγύπτου (πρώτη πάροδος δεξιά)
τα κορίτσια κοκκαλιασμένα περιμένανε απ' ώρα τον
Ισπανό με τα τσιγαρόχαρτα
Επίσης στο ποίημα Όταν αποχαιρέτησα... από τη συλλογή Η συνέχεια 2, διαβάζουμε τους στίχους:
Πώς να εξηγήσω πιο απλά τι ήταν ο Ηλίας
Η Κλαίρη. ο Ραούλ, η οδός Αιγύπτου

Αυτή η επίμονη αναφορά στη συγκεκριμένη οδό σημαίνει πως υπήρξε κάτι ιδιαίτερο για τον ποιητή. Πιθανόν εκεί να έζησε τα παιδικά του χρόνια. Οπωσ­δήποτε είναι χώρος πολύ οικείος, από τον οποίο έχει πολλές αναμνήσεις, αλλά και χώρος γνωστός στο «τώρα», το 1969 που γράφεται το ποίημα.

Τον τοπικό προσδιορισμό ακολουθεί στο δεύτερο στίχο ένας χρονικός: «Τώρα». Το ίδιο επίρρημα θα επαναληφθεί λίγο πιο κάτω: «Τώρα πια δεν γε­λούν...» Και προς το τέλος του ποιήματος θα χρησιμοποιηθεί μια συνώνυμη φράση: «Προς το παρόν». Ο χρόνος λοιπόν του ποιήματος είναι το «τώρα», το «παρόν», το 1969, όπως δηλώνει ο τίτλος του ποιήματος.
Όμως το ποίημα δεν κινείται μόνο στο παρόν. Ξεκινά απ' αυτό αλλά με την τεχνική του flash-back, με αναδρομές, μας γυρίζει στο παρελθόν. Ούτε και σ' αυτό βέβαια μένει.
Υπάρχει μια διαρκής εναλλαγή ανάμεσα στο παρόν και στο παρελθόν. Με­τά το «τώρα» του δεύτερου στίχου ακολουθεί στον τέταρτο η φράση «και τα παιδάκια δεν μπορούνε πια...»
Ο ίδιος σχεδόν στίχος, όπως και λίγο πριν «η οδός Αιγύπτου», βρίσκεται και σε άλλο ποίημα του Αναγνωστάκη. Στη συλλογή Εποχές 2 στο ποίημα «VI», διαβάζουμε:
Και τα παιδάκια δεν μπορούνε πια να παίξουνε
χωρίς κανένα κίνδυνο από τα τόσα κάρα που περνούνε.
Ο Δ. Μαρωνίτης ονομάζει αυτή τη μέθοδο «διακειμενικές αυτοαναφορές». ενώ τη χρήση στίχων ή φράσεων άλλων ποιητών, οι οποίες επίσης υπάρχουν στο συγκεκριμένο ποίημα, «διακειμενικές ετεροαναφορές».

Παρόμοια δήλωση θα γίνει λίγο πιο κάτω: «Τώρα πια δε γελούν, δεν ψιθυ­ρίζουν μυστικά, δεν εμπιστεύονται». Αυτό το «πια» μας κάνει αμέσως να σκε­φτούμε, έστω κι αν δεν δηλώνεται, πως κάποτε μπορούσαν να παίξουν, να γε­λούν, να ψιθυρίζουν μυστικά, να εμπιστεύονται.

Όμως το παρελθόν δεν είναι μόνο υπονοούμενο. Υπάρχουν και πιο σαφείς δηλώσεις του. Αυτές είναι: «Ο καιρός εκείνος πέρασε που ξέρατε», «ήρθανε βα­ριές αρρώστιες από τότε», «θυμούνται τα λόγια του πατέρα».
Μένει τώρα να προσδιορίσουμε χρονικά αυτό το παρελθόν. Σε ποια εποχή αναφέρεται ο ποιητής; Ξεκινώντας από το τώρα. το οποίο είναι σαφώς προσ­διορισμένο (1969), έχοντας υπόψη ότι τα παιδιά (εκείνα που έπαιζαν, γελούσαν κλπ) μεγάλωσαν, συμπεραίνουμε ότι πρόκειται για τα ίδια παιδιά και μάλιστα «όσα επιζήσαν» που θυμούνται τα λόγια του πατέρα και επομένως το παρελ­θόν, στο οποίο αναφέρεται ο ποιητής, δεν ξεπερνά τη μια γενιά, δηλαδή τα 20-30 χρόνια. Βρισκόμαστε επομένως στη δραματική δεκαετία 1940-1950 τη γεμάτη από γεγονότα που σημάδεψαν ανεξίτηλα την Ελλάδα: Πόλεμος. Κατοχή, Αντί­σταση. Εμφύλιος.

Τους χρονικούς προσδιορισμούς και μετατοπίσεις του ποιήματος (παρόν -παρελθόν - παρόν αλλά και μια υποδήλωση μέλλοντος, «ελπίζοντας πως κάπο­τε θα σταματήσει η αλυσίδα»), παρακολουθούν οι περιγραφές του χώρου, οι τοπικοί προσδιορισμοί. Για το τώρα η αναφορά είναι πολύ σαφής: Στην οδό Αι­γύπτου υπάρχει τώρα η Τράπεζα Συναλλαγών, τουριστικά γραφεία και πρακτο­ρεία μεταναστεύσεως, στοιχεία που αναφέρονται δύο φορές μέσα στο ποίημα, στην αρχή και στο τέλος, με την ίδια ακριβώς σειρά.
Τι υπήρχε πριν εκεί δεν μας λέει ο ποιητής. Μας δίνει μόνο την πληροφο­ρία ότι «τα παιδάκια δεν μπορούνε πια να παίξουνε από τα τόσα τροχοφόρα», πράγμα που σημαίνει ότι κάποτε μπορούσαν, άρα κάποτε δεν υπήρχαν τόσα τροχοφόρα και τα παιδιά μπορούσαν άνετα να παίξουν στο δρόμο.
Η αναφορά στα παιδιά, που ανάμεσα τους πολύ πιθανόν υπήρξε και ο συγ­γραφέας, αφού μας περιγράφει έναν οικείο χώρο, οδηγεί τη σκέψη σ' ένα χαρα­κτηριστικό στοιχείο της ποίησης του Αναγνωστάκη που είναι οι φίλοι που εμ­φανίζονται στο έργο του και που «άλλοτε σημαίνουν τους ομοϊδεάτες και συνα­γωνιστές τον, αυτούς που κοινοί αγώνες και προβλήματα τους έδεσαν και τους ένωσαν, όταν μια ανάσα χώριζε τη ζωή από το θάνατο κι άλλοτε πάλι η ποίηση του γίνεται πλατύτερη και αγκαλιάζει όλους τους ανθρώπους»
( Δ. Καραμβλής)

Όμως η ύπαρξη πυκνής τροχαίας κίνησης δεν είναι ο μόνος λόγος που δεν παίζουν πια τα παιδιά. Τα παιδιά εκείνα μεγάλωσαν και δεν γελούν πια (όπως τότε), δεν ψιθυρίζουν μυστικά, δεν εμπιστεύονται (όπως τότε). Ένα συναίσθημα μελαγχολίας και καχυποψίας χαρακτηρίζει τώρα τους ανθρώπους που κάποτε έπαιζαν ξέγνοιαστα και γελούσαν. Ο λόγος δεν είναι βέβαια μόνο η ωριμότητα της ηλικίας. Οι επόμενοι στίχοι δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία για την αιτία αυ­τής της αλλαγής. Ανάμεσα στην παιδική τους ηλικία και στην ωριμότητα έχουν μεσολαβήσει συνταραχτικά γεγονότα. Κάποιοι από εκείνα τα ξέγνοιαστα παιδά­κια έχουν πεθάνει («όσα επιζήσαν», λέει ο ποιητής), γιατί στο μεταξύ ήρθανε «πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιώτες». Η ποιητική
έκφραση άμεσα παραπέμπει στην εκκλησιαστική δέηση από την ακολουθία του Εσπερινού, όταν ζητούμε από τον Θεό να μας προφυλάξει «από λιμού, λοιμού, σεισμού, καταποντισμού, πυρός, μαχαίρας, μύρτου, χαλάζης, επιδρομής αλλο­φύλων, εμφυλίου πολέμου και αιφνίδιου θανάτου». Ο ποιητής αναφέρεται σ' όλες τις ιστορικές περιπέτειες του Νέου Ελληνισμού και τα δεινά που επεσώρευσαν στον τόπο. Ειδικότερα με το «θωρακισμένοι στρατιώτες» ο ποιητής υπαινίσσεται τη στρατιωτική δικτατορία που επιβλήθηκε με το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967, που κατέλυσε τη Δημοκρατία και τις συνταγματικές ελευθερίες στην Ελλάδα.
Μέσα σ' αυτό το πικρό «τώρα», μέσα σ' αυτό το παρόν, όπου χώρος και άν­θρωποι όχι μόνο έχουν αλλάξει αλλά και η μεταξύ τους σχέση έχει διαφοροποιη­θεί ως το σημείο της αλλοτρίωσης, η μελαγχολία των μεγάλων, των αλλοτινών παιδιών που ωρίμασαν, εντείνεται και από ένα επιπρόσθετο στοιχείο. Καθώς θυ­μούνται τα λόγια του πατέρα «εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες μέρες», πράγμα που δεν έγινε, το στοιχείο της διάψευσης υπεισέρχεται στο ποίημα. Το «δεν έχει ση­μασία» προσδίνει και μια πικρή ειρωνεία γιατί ασφαλώς και έχει σημασία το να έρθουν οι καλύτερες μέρες. Μια ειρωνεία που μεγαλώνει ακόμα περισσότερο κα­θώς οι ίδιοι που διαψεύστηκαν θα εξακολουθούν να λένε τα ίδια στα δικά τους παιδιά εναποθέτοντας τις ελπίδες τους σε ένα μακρινό, απροσδιόριστο μέλλον. Όμως η διάψευση δεν αφορά μόνο το «τώρα», την παρούσα γενιά, τη γενιά του ποιητή. Πάει και προς τα πίσω. Για να λέει ο πατέρας «εσύ θα γνωρίσεις καλύτε­ρες μέρες», σημαίνει πως ούτε ο πατέρας είχε γνωρίσει τις καλύτερες μέρες στις οποίες είχε ελπίσει. Αλλά και η γενιά του πατέρα ποια ήταν; Αν πάμε ακόμα μια γενιά πίσω θα βρεθούμε πάλι σε «πλημμύρες, καταποντισμούς, σεισμούς, θωρα­κισμένους στρατιώτες». Είναι οι Βαλκανικοί πόλεμοι, ο Α' Παγκόσμιος, ο Εθνι­κός διχασμός, η Μικρασιατική Καταστροφή, προσφυγιά, δικτατορίες.
Τι σημαίνει όμως «καλύτερες μέρες»; Για ποιες «καλύτερες μέρες» μιλά, τις οποίες δεν γνώρισε ούτε ο πατέρας, ούτε ο ίδιος; Δεν υπάρχει αμφιβολία πως πρόκειται για το πολιτικό όραμα για το οποίο ο ποιητής αγωνίστηκε, για το όραμα ενός κόσμου ειρηνικού, του κόσμου της κοινωνικής δικαιοσύνης και της παγκόσμιας αλληλεγγύης και συναδέλφωσης. Εκτός από την ίδια την πολι­τική του ένταξη και δράση και άλλοι στίχοι του αναφέρονται σ' αυτό το όραμα.

Στο ποίημα Χάρης 1944 από τη συλλογή Εποχές, διαβάζουμε;

Ήμασταν όλοι μαζί και ξεδιπλώναμε ακούραστα
τις ώρες μας.
Τραγουδούσαμε σιγά για τις μέρες που θα 'ρχόντανε
φορτωμένες πολύχρωμα οράματα.

Οι επόμενοι στίχοι («ελπίζοντας... των παιδιών τους») υποβάλλουν ένα δι­φορούμενο συναίσθημα. Από τη μια είναι η ελπίδα, όπως ρητά δηλώνεται, πως κάποτε θα σταματήσει το κακό. πως κάποτε θα 'ρθουν οι καλύτερες μέρες. Ταυτόχρονα όμως αφήνεται να εισχωρήσει η αμφιβολία αν αυτό θα γίνει, κάποτε. αφού ο ποιητής το μεταθέτει σ" ένα απροσδιόριστο μέλλον, αφού, όπως λέει αλ­λού, «κανένας πόλεμος δεν τέλειωσε ποτέ».

Φτάνουμε έτσι στο τελευταίο μέρος του ποιήματος. Ο ποιητής επανέρχεται στο παρόν, μας τοποθετεί και πάλι στην οδό Αιγύπτου και επαναλαμβάνει τα χτίρια που περισσότερο τη χαρακτηρίζουν: Τράπεζα συναλλαγών, τουριστικά γραφεία, πρακτορεία μεταναστεύσεως. Τώρα όμως, με την επανάληψη σε διάφο­ρα πρόσωπα των δύο ρημάτων «συναλλάσσονται» και «μεταναστεύω» προσθέ­τει και το νέο τρόπο ζωής που τα χτίρια αυτά υποδηλούν. Είναι μια ζωή συναλ­λαγής, τουριστικοποίησης και μετανάστευσης. Και οι τρεις έννοιες είναι φορτι­σμένες με αρνητικές σημασίες. Ο κόσμος της συναλλαγής είναι ταυτόχρονα ο κόσμος της εμπορευματοποίησης των πάντων. Άμεσα ανακαλεί στη σκέψη ανέ­ντιμες συναλλαγές, συμβιβασμούς, αγοραπωλησίες, πολύ πιο πέρα από τις οι­κονομικές δραστηριότητες, συμβιβασμούς και συναλλαγές σε πολιτικό ή εθνικό επίπεδο. Και ο τουρισμός και η μετανάστευση είναι εξίσου δηλωτικά μιας υπο­βάθμισης της ζωής, μιας έκπτωσης εθνικής, μιας ταπείνωσης.
Με λίγες αλλά καίριες λέξεις ο ποιητής ζωγραφίζει την κοινωνία του καταναλωτισμού, την κοινωνία στην οποία υπάρχει μια επίφαση ευημερίας, ενώ υποκρύπτεται η έκπτωση των αξιών, το ξεπούλημα των πάντων για το κέρδος, η αλλοτρίωση.

Όλη την πίκρα, την αγανάκτηση, τη διαμαρτυρία του ο ποιητής συνοψίζει με ένα στίχο, δάνειο από τον Σεφέρη, γιατί ίσως δεν βρίσκει τίποτε πιο δυνατό και πιο καίριο που μπορεί να εκφράσει τα συναισθήματα του: «Όπου και να τα­ξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει».
Είναι στίχος από το ποίημα Με τον τρόπο του Γ.Σ. και που κατά τον Δ. Μαρωνίτη πιθανόν να είναι και έκφραση δυσφορίας του Αναγνωστάκη, αν το «ταξιδέψω» συνδυαστεί με το προηγούμενο «μεταναστεύω», για τη μετανάστευ­ση πολλών πολιτικών και άλλων κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Αυτοί διέ­φευγαν από έναν προβληματικό πάτριο χώρο και ύστερα τον νοσταλγούσαν. Σύμφωνα μ' αυτήν την ερμηνεία ο σεφερικός στίχος προσλαμβάνει και μια ει­ρωνική απόχρωση, προπάντων αν συνδυαστεί με τη σαφώς ειρωνική διάθεση του επόμενου στίχου: «Η Ελλάδα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία, τις ωραίες εκκλησίες». Τα «ωραία νησιά» ήταν γεμάτα από πολιτικούς εξόριστους.
Τα «ωραία γραφεία» είναι τα γραφεία της συναλλαγής και της μετανάστευσης αλλά και τα γραφεία της στυγνής δικτατορίας.
Οι «ωραίες εκκλησίες» είναι η επίφαση της γνήσιας θρησκευτικότητας, μια και εκπρόσωποι της εκκλησίας όχι μόνο δεν αντέδρασαν στη δικτατορία αλλά συχνά συνεργάστηκαν.

Αυτή λοιπόν είναι τι Ελλάδα που πληγώνει τον ποιητή. Με μια χαρακτηρι­στική φράση της δικτατορίας «Η Ελλάς των Ελλήνων» κατά παράλειψη της λέ­ξης «Χριστιανών»" ο Αναγνωστάκης συνοψίζει την πίκρα, την αγανάκτηση, τη διαμαρτυρία του, ενώ ταυτόχρονα καταγγέλλει ως πνευματικός άνθρωπος, με τα μέσα που έχει στη διάθεση του, το κατάντημα της Ελλάδας κάτω από το δι­κτατορικό καθεστώς. Η οδός Αιγύπτου απ' την οποία ξεκίνησε το ποίημα του έχει διευρυνθεί. Ήδη ο τίτλος του ποιήματος μας παρέπεμψε σε όλη τη Θεσσα­λονίκη. Το τέλος του ποιήματος παραπέμπει σε όλη την Ελλάδα.

Επιλογικά
«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Μανόλης Αναγνωστάκης είναι από τους ση­μαντικότερους ποιητές της σύγχρονης Ελλάδος. Η ποίηση του έχει τη σφραγίδα της αυθεντικής καταγραφής και μαρτυρίας των γεγονότων που συνετάραξαν τη χώρα μας από το 1944 μέχρι και τα δίσεκτα έτη της Απριλιανής δικτατορίας. Πρόκειται για μια ποίηση βιωματική αλλά και για μια απεγνωσμένη κραυγή διαμαρτυρίας. Τα ποιήματα του αποπνέουν το εξαίσιο εκείνο μύρο των κοινω­νικών αγώνων αλλά και της αγάπης προς τον καθόλου άνθρωπο, καθώς και το προσωπικό του ύφος και μέσα από τον ελεύθερο στίχο στοχεύει αφενός σε μιαν επανατοποθέτηση του ιστορικού/πολιτικού γίγνεσθαι και αφετέρου στην κριτι­κή των πολιτικών και κοινωνικών δομών της μετεμφυλιοπολεμικής Ελλάδος, μια και οι στίχοι του λειτουργούν σαν μνημόσυνα πεθαμένων πια ιδανικών και συναξάρια λησμονημένων μαρτύρων».
Πηγή: giouliblog.blogspot.com

ΔΕΣ








Χαρακτηριστικά της ποίησης του Αναγνωστάκη
 
 
Η κριτική και σατιρική στάση του.
 
 
Η ποίησή του είναι αφηγηματική, πεζολογική.
 
 
Διάλογος με άλλους ποιητές.
 
 
Παιδικές μνήμες.
 
 
Διάλογος, κουβεντιαστός τό

https://www.youtube.com/watch?v=fQuXtffnhrI

ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ - ΦΟΒΑΜΑΙ



Μαρία Παπαγεωργίου - Το Σκάκι (Live) - Official Audio Release




Θεσσαλονίκη,  Μέρες του 1969 μ . Χ ., Μανόλης Αναγνωστάκης
ΣΧΕΔΙΟ
 Δ Ι Δ Α Σ Κ Α Λ Ι Α Σ  Γ΄ Λυκείου
 Επιμέλεια: Σπύρος Αντωνέλλος
 

Παρουσίαση με θέμα: "Χριστίνα Αργυροπούλου Σύμβουλος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου"— Μεταγράφημα παρουσίασης:

1 Χριστίνα Αργυροπούλου Σύμβουλος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου
Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣΣΤΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΛΥΚΕΙΟΜΕ ΤΗ ΜΕΘΟΔΟ PROJECTΚΑΙ ΜΕ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΑ ΔΙΔΑΚΤΙΚΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑhttps://slideplayer.gr/slide/14122961/

3 Αυτή τη χρονιά (2005) έφυγαν δυο αθόρυβοι, αλλά μεγάλοι ποιητές για τα νεοελληνικά μας γράμματα, οι Μανόλης Αναγνωστάκης και Μίλτος Σαχτούρης.Η πρώτη μεταπολεμική γενιά στην οποία ανήκουν οι Μ. Αναγνωστάκης και Μ. Σαχτούρης βίωσε τον πόλεμο, την Κατοχή, τον εμφύλιο, στοιχεία που εξάγονται από την ποίησή τους. Με βάση τη γέννηση στο κέντρο αυτής της γενιάς βρίσκονται όσοι γεννήθηκαν στα , πολλοί έχουν τελειώσει μια ανώτατη σχολή και αρκετοί πολέμησαν στην Αλβανία. Στην ποιητική δημιουργία της Α΄ Μεταπολεμικής Γενιάς διαμορφώθηκαν τρεις τάσεις: α. η αντιστασιακή ή κοινωνική (Μ. Αναγνωστάκης, Α. Αλεξάνδρου, Μ. Κατσαρός, Τ. Λειβαδίτης, κ.ά.),β. η νεοϋπερρεαλιστική (Έκτορας Κακναβάτος, Δ. Παπαδίτσας, Μ. Σαχτούρης, Ε. Βακαλό, κ.ά.),γ. η υπαρξιακή ή μεταφυσική (Μ. Σαχτούρης, Ν. Καρούζος, Όλγα Βότση, Γ. Κότσιρας κ.ά.).

4 Ο Μανόλης Αναγνωστάκης, γεννήθηκε το 1925 στη Θεσσαλονίκη, σπούδασε ιατρική, καταδικάστηκε σε θάνατο το 1949 για την πολιτική του δράση και πέθανε το Εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα αρχικά με ένα παραδοσιακό ποίημα το 1942, αλλά από το γράφει και εκδίδει μοντέρνα/ νεωτερική ποίηση. Επίσης, έγραψε μελέτες, πεζά και έκαμε πολλές μεταφράσεις.

5 Ο Μ. Αναγνωστάκης, ποιητής και κριτικός, άνθρωπος με καθαρή ποιητική και πολιτική συνείδηση, επέλεξε τη σιωπή, όταν πια οι λέξεις έχασαν το νόημά τους, όταν η αλήθεια και το ψέμα έγιναν δυσδιάκριτα και η συναλλαγή έγινε πιο πολύπλοκη απ΄ ό,τι κατατίθεται ποιητικά, π.χ.«Α, φτάνει πια! Πρέπει να λέμε την αλήθεια στα/ παιδιά», «Προς το παρόν, στον παλιό δρόμο που λέγαμε, υψώνεται/ η Τράπεζα Συναλλαγών/ -εγώ συναλλάσσομαι, εσύ συναλλάσσεσαι αυτός συναλλάσσεται-».

6 Ο Μαν. Αναγνωστάκης αγαπήθηκε ιδιαίτερα, θαυμάστηκε για το ήθος του, υπήρξε πολίτης χωρίς συμβιβασμούς, με τις ευαίσθητες κεραίες του εδώ και χρόνια είδε κατά πού πάνε τα πράγματα και προτίμησε τη σιωπή. Οι θεωρητικές θέσεις του ήταν και στάση ζωής, γι΄ αυτό κατέκρινε το κλίμα «παλικαρισμού» όλων εκείνων που ζήτησαν ανταμοιβή για την Εθνική τους Αντίσταση ή που μεγιστοποίησαν τη συμβολή τους. Η ποίησή του, σε γλώσσα οικεία που λέει «τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη», έχει καθαρότητα αξιών και αισθημάτων. Μετά τις Εποχές Ι, ΙΙ, ΙΙΙ και τη Συνέχεια δίνει το Στόχο γραμμένο μέσα στη δικτατορία.

7 Τα ποιητικά του μοτίβα, ο χρόνος, η επίκληση ενός σκοπού, π. χ
Τα ποιητικά του μοτίβα, ο χρόνος, η επίκληση ενός σκοπού, π.χ. «Θα ΄ρθει μια μέρα», η μάνα και το παιδί στον πόλεμο, π.χ. «Φωνές/ Τη νύχτα/ Μακρινές φωνές/Μάνας τρελής στους έρημους δρόμους/Κλάμα παιδιού χωρίς απάντηση/ Ερείπια/ Σαν τρυπημένες σάπιες σημαίες», το χρέος, ο συλλογικός αγώνας, η πρωτοπρόσωπη ποιητική αφήγηση, η κριτική στάση, π.χ. «τις νύχτες που σκότωσα μέσα μου κάθε παλιά μου/ αυταπάτη.», ο θάνατος «Πικρών και ανεξήγητων θανάτων/ Γράφοντας ποιήματα χωρίς ήχους και λέξεις» όλα συνθέτουν την ποιητική και πολιτική ηθική του Μ. Αναγνωστάκη.

8 Η ποίησή του διδάσκει τους νέους με το δικό της δηλωτικό τρόπο να ξεχωρίζουν τα παραμύθια από την πραγματικότητα και τους κάθε είδους Λαυρέντηδες από τους άλλους πολίτες, π.χ. «Πέθανες-κι έγινες και συ: ο καλός.Ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης. [...]/Α, ρε, Λαυρέντη, εγώ που μόνο το ΄ξερα τι κάθαρμα ήσουν,τι κάλπικος παράς, μια ολόκληρη ζωή μέσα στο ψέμα.».

9 Οι ποιητές Μ. Αναγνωστάκης και Μ
Οι ποιητές Μ. Αναγνωστάκης και Μ. Σαχτούρης έχουν κοινά στοιχεία όπως είναι: τα ίδια εξωκειμενικά συμφραζόμενα -Πόλεμος, Κατοχή, Εμφύλιος-, η ένταξη στην ίδια γενιά, η παρουσία του θανάτου στην ποίησή τους και ο χαμηλός και εξομολογητικός τόνος. Οι διαφορές ανάμεσά τους είναι αρκετές, κυρίως σε θέματα κοινωνικά και πολιτικά, τα οποία διαπερνούν την ποίηση του Μ. Αναγνωστάκη, ο οποίος είναι πολιτικά προσδιορισμένος με το δυναμικό παρόν του στους αγώνες του τόπου. Αντίθετα ο Μ. Σαχτούρης είναι μοναχικός και απόμακρος, υπηρέτησε τη θητεία του, βίωσε τον φόβο του πολέμου και τη φρίκη της Κατοχής, που αναδεικνύεται μέσα από μοτίβα και εικόνες που συγκροτούν μια ποίηση τραυματική και αιμάσσουσα. Έτσι, το ιστορικό βίωμα ενυπάρχει στην ποίησή του, αλλά όχι ως καταγγελτικός λόγος και ως υπεύθυνη πολιτική φωνή, όπως στον Μ. Αναγνωστάκη.

10 Ο Μ. Σαχτούρης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1919, καταγόταν από την Ύδρα από γενιά αγωνιστών, φοίτησε στη Νομική Σχολή, την οποία εγκατέλειψε, εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα το 1944 και εξέδωσε αρκετές ποιητικές συλλογές. Εντάσσεται εντός και εκτός του υπερρεαλισμού, στην ποίησή του κυριαρχούν το παράλογο στοιχείο, η απλή γλώσσα, η ποιητική σκηνοθεσία και η εικονοποιϊα. Οι εικόνες του αποδίδουν την πραγματικότητα, όπου πρόσωπα, ζώα και πράγματα μεταπλάθονται με τη φαντασία και το παράλογο- αναστροφή της πραγματικότητας- σε αρχετυπικές μορφές, σε σημεία με συμπυκνωμένη ενέργεια. Η σκηνοθετική τεχνική του είναι άριστη, είναι τεχνική βάθους, καθώς κάνει κατάδυση στο βίωμα και τη συνείδηση και αναδεικνύει- όχι με μεγαλοστομίες- την ουσία των πραγμάτων. Η σκηνική διάρθρωση των ποιημάτων του ανοίγει και κλείνει ως αυλαία.

11 Ο Μίλτος Σαχτούρης αξιοποιεί στοιχεία από τον εξπρεσιονισμό, τον εικονισμό, τον υπερρεαλισμό και το παράλογο, αλλά ουσιαστικά ακολουθεί το δικό του μοναχικό δρόμο, που συνίσταται στη φανταστική εγγραφή του εμπράγματου κόσμου στην ποίησή του. Αξίζει να επισημανθεί ότι η ιστορία ως βίωμα είναι παρούσα τόσο στη σκηνοθεσία του όσο και στην ιδεοπλαστική εικόνα. Η ιδεοπλαστική του εικόνα είναι αυτόνομη, καθαρή, πηγάζει από τα πράγματα και τις αισθήσεις, η τεχνική του είναι αφαιρετική.

12 Η ποιητική του γλώσσα είναι απλή, καθημερινή, όπου η συμπύκνωση των όρων της παρομοίωσης και η αξιοποίηση της μεταφοράς συγκροτούν ένα νέο ποιητικό τοπίο σύντηξης του πραγματικού και ποιητικού στο οποίο εμπλέκεται ο αναγνώστης και το προσλαμβάνει ως ενιαίο χώρο. Το ποιητικό του τοπίο είναι μοναχικό, γεμάτο φόβο, το περιβάλλον στενό, έτσι όπως ήταν και η ζωή του ποιητή, π.χ. «κι έμεινα μ΄ έναν ακρωτηριασμένο φίλο/ και μ΄ ένα ματωμένο κλαδάκι συντροφιά». Ο ποιητής μεταθέτει την εμπειρία του που βγαίνει από τη συνείδηση σε έναν άλλο κόσμο υπερπραγματικό, εκεί όπου συντελείται το παράλογο ως σχίσμα της ζωής και της δημιουργίας του, εκεί όπου και ο έρωτας γίνεται θάνατος.

13 Ένα άλλο ευρηματικό στοιχείο σε αυτήν την ποίηση είναι οι τίτλοι των συλλογών και των ποιημάτων που «συνομιλούν» με τη λόγια και τη λαϊκή παράδοση, όπως και με το παραμύθι, με τη μυθολογία, τον Όμηρο, την αρχαία τραγωδία και με νεότερους δημιουργούς, Έλληνες και ξένους, πολλοί εκ των οποίων αναφέρονται και στην ποίησή του (Δ. Σολωμός, Ν. Εγγονόπουλος, Κ. Καρυωτάκης, Α. Εμπειρίκος, Σκαλκώτας, Κάφκα, Τ. Ντύλαν κ.ά.). Ο ποιητής με πρωτότυπο τρόπο μεταπλάθει όλα αυτά τα στοιχεία σε μια ανανεωμένη πρωτοποριακή γραφή που είναι πέραν του υπερρεαλισμού, του ρεαλισμού και του εξπρεσσιονισμού, αν και αξιοποιεί στοιχεία από όλα αυτά τα ρεύματα και κινήματα.

14 Είναι ολοφάνερο ότι στην ουσία της αυτή η ποίηση είναι δραματική
Είναι ολοφάνερο ότι στην ουσία της αυτή η ποίηση είναι δραματική. Οι δραματικές καταστάσεις δίνονται με επιλεγμένες λέξεις και εικόνες που θυμίζουν Γκουέρνικα και Ιερώνυμο Μπος, μεταδίδουν φρίκη, κομματιασμένο κόσμο και πληγωμένη συνείδηση. Τα μοτίβα του επανέρχονται βελτιωμένα από συλλογή σε συλλογή, π.χ. πουλιά, ζώα, ουρανός, ψωμί, ζητιάνα. Καταλύει την απόσταση ανάμεσα στη γη και τον ουρανό, οι μορφές του ανεβοκατεβαίνουν από τη ζωή στο θάνατο και το αντίστροφο ως δυο εκφάνσεις του ίδιου πράγματος.

15 Αναζητάει πέρα από τη γη τη λύτρωση, καθώς σε αρκετά του ποιήματα έρχονται οι άγγελοι ή μια ζητιάνα να δώσουν ψωμί από τον ουρανό, π.χ.«είναι όλοι τους δακρυσμένοιόμως κοιτάζουν τις ουράνιες ρεκλάμεςκαι μια ζητιάνα που πουλάει τσουρέκιαστον ουρανό» (Τα Δώρα, σελ. 44).

16 Η ποιητική χρωματολογία και ζωολογία του Σαχτούρη, με τα βασικά χρώματα και τις αποχρώσεις τους, με το μεικτό χαρακτήρα πουλιών, ζώων και προσώπων αποκαλύπτει το χαρακτήρα και την ουσία των πραγμάτων, που είναι και αυτή μεταβαλλόμενη όπως τα αποδιδόμενα χρώματα. Η χρωματολογία του λειτουργεί στο κλίμα του πολέμου, της κατοχής και του εμφυλίου. Αυτή η ποικιλία και η κινούμενη χρωματική «άμμος» αποδίδει την ασταθή και δύσκολη εποχή, το ματωμένο διάλογο του ποιητικού υποκειμένου με την εποχή του και την εχθρότητα ή τη «βαθύτερη οικειότητα του σύγχρονου κόσμου προς το σύγχρονο άνθρωπο».

17 Στο Μ. Σαχτούρη δεν έχουμε καταγγελτικό λόγο με πολιτική σκόπευση, όπως στον Αναγνωστάκη, αλλά ποιητικό λόγο που δείχνει (δείξη) και προβάλλει σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο το ατομικό βίωμα, το οποίο μεταπλάθεται σε μια ποίηση όπου κυριαρχεί ο πόνος και η ανθρώπινη οδύνη ως βαθύτερη ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης (μοίρα, τραγωδία, παραλογές). Το ύφος του κινείται ανάμεσα στην οικειότητα και την ανοικειότητα, ξαφνιάζοντας τον αναγνώστη με την παραμορφωτική διάσταση των ποιητικών υλικών από τα οποία αναδεικνύεται η τραγική μοίρα του ανθρώπου ως πάσχοντος όντος, χωρίς καρυωτακική απαισιοδοξία.

18 Η δικαιοσύνη και η λύτρωση αναζητούνται στον ουρανό, όπως φαίνεται και από τη συχνή χρήση της λέξης «ουρανός» και άλλων συμπαντικών στοιχείων. Το γήινο και ουράνιο επίπεδο αλληλοδιαπλέκονται, καθώς ό,τι γίνεται στο γήινο επίπεδο επηρεάζει και το ουράνιο. Ο Μ. Σαχτούρης με την ποίησή του αναζητά την αλήθεια, την αυθεντική ζωή, την απελευθέρωση από «πάθη και παθήματα» ανάμεσα στον ουρανό και τη γη και δίνει την εντύπωση ότι ως κλόουν μετεωρίζει και μετεωρίζεται στο μεταξύ ουρανού και γης αναζητώντας το νόημα της ύπαρξης. Η αναζήτησή του θυμίζει mutatis mutandis το ερώτημα της Μαργαρίτας στο Φάουστ του Γκαίτε και τον προβληματισμό του Ευριπίδη «Τι είναι θεός, και τι μη θεός και τι ανάμεσό τους» που επαναδιατυπώνεται στην Ελένη του Σεφέρη.

19 Η σκηνοθετική τεχνική του συγκροτεί ένα σκηνικό μεταμορφώσεων όπου κυριαρχούν το τοτεμικό στοιχείο, οι αρχετυπικές μορφές, τα πλάσματα της παιδικής παραμυθικής φαντασίας και το παράλογο, τα οποία με τη σειρά τους αποκαλύπτουν το ζοφερό βιωματικό κόσμο του Σαχτούρη, που αναζητά την ελπίδα σε έναν άλλο χώρο καθαρό, τον ουράνιο. Έτσι, ο κομματιασμένος κόσμος του Μ. Σαχτούρη δεν είναι μόνον μια ζωγραφισμένη ποίηση ή η στιγμιαία εντύπωση από τη Γκουέρνικα, αλλά το βάθος και το πλάτος ενός επώδυνου βιώματος που μετέτρεψε την παιδική και εφηβική ηλικία σε εφιαλτικό βίωμα. Μόνο που το βίωμα αυτό συνεχίζεται από τότε ως το τέλος της ζωής του (διαστολή του χρόνου), ενώ ο χώρος του ως ποιητική χωρικότητα συρρικνώνεται σε όσα έζησε ο ποιητής στην Αθήνα εκείνα τα δύσκολα χρόνια (πόλεμος, κατοχή, εμφύλιος, ασθένεια του ποιητή).

20 Και οι δυο ποιητές είναι ανθολογημένοι σε σχολικά βιβλία, όπως:
Γυμνάσιο: γ΄ γυμνασίου:Ποιήματα που μας διάβασε ένα βράδυ ο λοχίας Οttο V Μανόλης Αναγνωστάκης,Το ψωμί Μίλτος Σαχτούρης.Λύκειο: Στα Κ.Ν.Λ. γ΄ λυκείου Γενικής Παιδείας:Μ. Σαχτούρης, Η Αποκριά και Ο στρατιώτης ποιητής.Μ. Αναγνωστάκης, Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ. Χ., Επιτύμβιον και Νέοι της Σιδώνος.Νεοελληνική Λογοτεχνία Θεωρητικής Κατεύθυνσης ανθολογούνται τα ακόλουθα ποιήματα:Μ. Σαχτούρης, Ο Ελεγκτής, Ο ΣυλλέκτηςΜ. Αναγνωστάκης, Επίλογος, Στο Ν. ΕTEE

21 4. Διδακτικά παραδείγματα
Μ. Αναγνωστάκηςα. Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.Χ.Στην οδό Αιγύπτου-πρώτη πάροδος δεξιάΤώρα υψώνεται το μέγαρο της Τράπεζας ΣυναλλαγώνΤουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως.Και τα παιδάκια δεν μπορούνε πια να παίξουνε απότα τόσα τροχοφόρα που περνούνε.Άλλωστε τα παιδιά μεγάλωσαν, ο καιρός εκείνος πέρασε που ξέρατεΤώρα πια δε γελούν, δεν ψιθυρίζουν μυστικά, δεν εμπιστεύονται,Όσα επιζήσαν, εννοείται, γιατί ήρθανε βαριές αρρώστιες από τότεΠλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιώτες,Θυμούνται τα λόγια του πατέρα: εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες μέρεςΔεν έχει σημασία τελικά αν δεν τις γνώρισαν, λένε το μάθημαοι ίδιοι στα παιδιά τους

22 Ελπίζοντας πάντοτε πως κάποτε θα σταματήσει η αλυσίδα
Ίσως στα παιδιά των παιδιών τους ή στα παιδιά των παιδιώντων παιδιών τους.Προς το παρόν, στον παλιό δρόμο που λέγαμε, υψώνεταιΗ Τράπεζα Συναλλαγών-εγώ συναλλάσσομαι, εσύ συναλλάσσεσαι αυτός συναλλάσσεταιΤουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως-εμείς μεταναστεύουμε, εσείς μεταναστεύετε, αυτοί μεταναστεύουν-Όπου και να ταξιδέψω η ελλάδα με πληγώνει, έλεγε κι ο ΠοιητήςΗ Ελλάδα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία,Τις ωραίες εκκλησιέςΗ Ελλάς των Ελλήνων.

23 Η οικείωση με την ποίηση του Μ
Η οικείωση με την ποίηση του Μ. Αναγνωστάκη είναι εύκολη τόσο λόγω της γλώσσας όσο και του τόνου της φωνής του, του ύφους. Εκείνο που προέχει είναι η προσεκτική ανάγνωση, πρώτη και δεύτερη ώστε να κατανοηθεί το περιεχόμενο και η βαρύτητα των λέξεων και των σημασιών τους. Οι τίτλοι προετοιμάζουν για το περιεχόμενο των ποιημάτων και για τη συγκρότηση του νοήματος και μηνύματος. Στο ποίημα Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.Χ. τα ιστορικά συμφραζόμενα είναι ολοφάνερα συνεπώς και το στόχος του ποιήματος. Ο τίτλος του ποιήματος και της συλλογής Στόχος προβάλλουν τον κοινωνικό, ειρωνικό και καταγγελτικό λόγο του Μαν. Αναγνωστάκη. Η συλλογή Στόχος (1970) περιέχει ποιήματα που γράφτηκαν στην περίοδο της δικτατορίας

24 Εστιάζουμε την προσοχή μας στον πεζολογικό στίχο, στη στίξη που υποστηρίζει τη συναισθηματική διακύμανση και στο σκηνικό που πλαισιώνει νοήματα και μηνύματα. Το σκηνικό στους πρώτους στίχους δίνει μια πολυτελή πρόσοψη κτηρίων μιας χώρας που βιώνει την κοινωνική και εθνική αθλιότητα. Δίνεται αφαιρετικά και συνοπτικά η Ελλάδα της δεκαετίας του Η Τράπεζα Συναλλαγών, τα Τουριστικά γραφεία και τα πρακτορεία μεταναστεύσεως με τη γραφή και τα σημαινόμενά τους αναδεικνύουν τον κοινωνικό στόχο αυτής της ποίησης, που επιτείνεται με την αναφορά στα «παιδάκια»-υποκοριστικό, συμπάσχει ο ποιητής-, τα οποία δεν έχουν ελεύθερο χώρο για να παίξουν, ενώ η αλλαγή έχει εισβάλει με όλη της τη μεγαλοπρέπεια «τροχοφόρα». Η μετάβαση με το «άλλωστε» στο χρόνο από το χτες στο σήμερα επισύρει και άλλες αλλαγές που δηλώνονται πρώτα συνοπτικά και μετά μέσα από εικόνες και καταστάσεις «ο καιρός εκείνος πέρασε που ξέρατε», όπου η επίταξη του ρήματος ενέχει πόνο και νοσταλγία.

25 Με το «Τώρα πια δε γελούν, δεν ψιθυρίζουν μυστικά, δεν εμπιστεύονται,» γίνεται η μετάβαση στο παρόν όπου όλα έχουν αλλάξει προς το χειρότερο και όχι όπως θα περιμέναμε, σύμφωνα με τις πολυτελείς προσόψεις των Τραπεζών και των τουριστικών γραφείων. Το γέλιο και η εμπιστοσύνη χάθηκαν (αλλαγή καιρών) με αντανάκλαση στον ανθρώπινο παράγοντα, π.χ.«Όσα επιζήσαν, εννοείται, γιατί ήρθανε βαριές αρρώστιες από τότεΠλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιώτες,Θυμούνται τα λόγια του πατέρα: εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες μέρεςΔεν έχει σημασία τελικά αν δεν τις γνώρισαν, λένε το μάθημαοι ίδιοι στα παιδιά τουςΕλπίζοντας πάντοτε πως κάποτε θα σταματήσει η αλυσίδα»

26 Στους στίχους αυτούς με τη δυναμική της μεταφοράς και αλληγορίας δίνεται το κακό με αναφορά στις φυσικές καταστροφές και τους θωρακισμένους στρατιώτες- ιστορικό στίγμα (κατοχή, εμφύλιος), τα παιδιά δεν γνώρισαν τις «καλύτερες μέρες» για τις οποίες μιλούσαν οι πατέρες, άλλωστε και οι ίδιοι ως πατέρες με την ελπίδα για καλύτερες μέρες θα γαλουχήσουν τα παιδιά τους. Η επίταση με την επανάληψη σε αιτιατική και γενική, π.χ. «Ίσως στα παιδιά των παιδιών τους ή στα παιδιά των παιδιών των παιδιών τους.»δηλώνει τη μη πραγματοποιημένη ελπίδα και δίνει ποιητικότητα στο στίχο.

27 Από το σκηνικό των πρώτων στίχων πήγαμε στον άνθρωπο, στο συλλογισμό και τη μνήμη, που διακόπτονται με επαναφορά στο παρόν και στο πολυτελές σκηνικό, ένα σκηνικό φενακισμένο, όπως είναι και οι ανθρώπινες σχέσεις, όπου κυριαρχεί η συναλλαγή, η εκμετάλλευση και η μετανάστευση, εσωτερική και εξωτερική, από τα οικονομικά αδιέξοδα, π.χ. «Προς το παρόν, στον παλιό δρόμο που λέγαμε, υψώνεταιη Τράπεζα Συναλλαγών- εγώ συναλλάσσομαι, εσύ συναλλάσσεσαι αυτός συναλλάσσεται-Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως-εμείς μεταναστεύουμε, εσείς μεταναστεύετε, αυτοί μεταναστεύουν-».

28 Η αξιοποίηση της κλίσης του ρήματος με την πρόταξη της προσωπικής αντωνυμίας δηλώνει με τον πιο αυθεντικό τρόπο την κατάσταση που βιώνουν οι άνθρωποι, την φτώχια, τη μετανάστευση, δηλαδή το εθνικό ξεπούλημα πίσω από τη βιτρίνα των Τραπεζών και των τουριστικών γραφείων. Στους τελευταίους στίχους ο Μ. Αναγνωστάκης συνομιλεί με το Σεφέρη (διαλογικότητα), τον «Ποιητή» με την κεφαλαιογράμματη γραφή και την αντίστοιχη σημασιοδότηση του Σεφέρη ως μεγάλου ποιητή, και ολοκληρώνει το ποίημά του με την ανθρωπογεωγραφία της Ελλάδας σε ύφος σαρκαστικό με σαφή αναφορά στην εκμετάλλευση λέξεων και εννοιών, θρησκευτικού και πατριωτικού συναισθήματος από τη δικτατορία του 1967, π.χ.«Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει, έλεγε ο ΠοιητήςΗ Ελλάδα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία,τις ωραίες εκκλησίεςΗ Ελλάς των Ελλήνων».»

29 Ο ποιητής, όπως σημαίνει και ο τίτλος της συλλογής, στοχεύει να μας προβληματίσει με γλώσσα οικεία, με εικόνες και καταστάσεις καθημερινές που ίσως περνούν απαρατήρητες. Η απομόνωση του τελευταίου στίχου ηχεί ως τραγική ειρωνεία. Το ύφος είναι στοχαστικό στοχεύοντας στο μήνυμα και ζητώντας επαγρύπνηση από όλους σε εκείνους τους δίσεχτους καιρούς. Είναι ολοφάνερο ότι πρόκειται για ποίηση κοινωνική. Στη συνολική θεώρηση γίνεται συζήτηση στην τάξη, διερευνώνται τα χαρακτηριστικά της ποιητικής του Μ. Αναγνωστάκη και απαντώνται οι ερωτήσεις, αν δεν έχει γίνει αυτό κατά την ανάλυση του ποιήματος.

30 Επιτύμβιον, Συλλογή Στόχος (1970) η οποία περιέχει ποιήματα που γράφτηκαν στην περίοδο της δικτατορίαςΠέθανες - κι έγινες και συ: ο καλός.Ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης.Τριάντα έξι στέφανα σε συνοδέψανε, τρεις λόγοι αντιπροέδρων,εφτά ψηφίσματα για τις υπέροχες υπηρεσίες που προσέφερες.Α, ρε Λαυρέντη, εγώ που μόνο το 'ξερα τι κάθαρμα ήσουν,τι κάλπικος παράς, μια ολόκληρη ζωή μέσα στο ψέμα.Κοιμού εν ειρήνη δε θα 'ρθω την ησυχία σου να ταράξω.(Εγώ, μια ολόκληρη ζωή μες στη σιωπή θα την εξαγοράσωπολύ ακριβά κι όχι με τίμημα το θλιβερό σου το σαρκίο).

31 Προηγείται η προετοιμασία του/της καθηγητή/τριας, ανάγνωση, διερεύνηση της πρόσληψης και διεύρυνση μέσα από την ανάλυση μορφής και περιεχομένου. Σχολιάζονται η εκδοτική παρουσία στα ποιήματα, ο τίτλος, η παράδοση των επιτυμβίων και εστιάζεται η προσοχή στο περιεχόμενο αυτού του επιτύμβιου που μόνον επιγραμματικό δεν είναι. Συνήθως στους επιτύμβιους στίχους επαινείται ο θανών, εδώ δίνονται δυο εκδοχές, η άποψη των πολλών και η άμεση αντίληψη του ποιητή που έρχεται σε αντίθεση με τα κούφια εγκωμιαστικά λόγια. Άλλωστε ο τρόπος γραφής, το ύφος και οι διακυμάνσεις της φωνής αναδεικνύουν την ειρωνική και σαρκαστική γλώσσα που σημαίνει πολύ περισσότερα από όσα λέει και που κορυφώνεται με τους στίχους στην παρένθεση και τη γενίκευση στον επιλογικό μετεωρισμένο στίχο. Η διαπλοκή του β΄ με το α΄ ρηματικό πρόσωπο και η εμφατική παρουσία της προσωπικής αντωνυμίας «εγώ, συ» δημιουργούν οικείο ύφος, άμεση εμπειρία, δηλαδή βιωματικό πειστικό λόγο.

32 Στην πρώτη στροφή συσσωρεύονται τα χαρακτηριστικά και ονοματοποιημένα επίθετα, τα πολλά στεφάνια, οι τρεις επικήδειοι λόγοι και τα ψηφίσματα, στοιχεία που καταδεικνύουν ότι ο νεκρός κατείχε κάποια δημόσια θέση ή ήταν κάποιος που πρόσφερε υπηρεσίες. Η ποιότητα των υπηρεσιών του διευκρινίζεται στη δεύτερη στροφική ενότητα που κατανοείται καλύτερα σε σχέση με τα εξωκειμενικά συμφραζόμενα. Οι τιμές στο νεκρό έχουν σχέση με τη μεσαία αστική τάξη που μετά τον εμφύλιο ξεπουλιέται στις διεθνείς αγορές και τα ντόπια συμφέροντα, όπως λέει ο ποιητής ειρωνικά «για τις υπέροχες υπηρεσίες που πρόσφερες».Στη δεύτερη στροφική ενότητα δίνεται η πραγματική εικόνα του θανόντος με το σχήμα αποστροφής και τον καθημερινό λαϊκό λόγο, όπου οι λέξεις αποδίδουν την ουσία των πραγμάτων και όχι μια φενακισμένη εικόνα για το νεκρό, π.χ.«Α, ρε Λαυρέντη, εγώ που μόνο το ΄ξερα τι κάθαρμα ήσουντι κάλπικος παράς, μια ολόκληρη ζωή μέσα στο ψέμα».

33 Συζητιούνται το επίρρημα «μόνο» και οι λεκτικές επιλογές «κάθαρμα, κάλπικος παράς, ψέμα», που ηθογραφούν ένα νεκρό χωρίς αξίες. Μέσα από τα αντιθετικά επιτύμβια λόγια ο αναγνώστης εστιάζει στην πραγματική εικόνα του Λαυρέντη και όχι την επίσημη και πεποιημένη των τριών αντιπροέδρων. Στη συνέχεια ο ποιητής με τη λόγια έκφραση, «Κοιμού εν ειρήνη δε θα ΄ρθω την ησυχία σου να ταράξω», δηλώνει την πρόθεσή του, η οποία ουσιαστικά έχει αναιρεθεί, διότι η υστεροφημία του νεκρού και η ησυχία του έχει διαταραχθεί και δεν μπορούμε να πούμε ότι ο νεκρός κοιμάται εν ειρήνη. Βέβαια, ο ποιητής δεν στοχεύει μικρόψυχα στο συγκεκριμένο άτομο αλλά στις πράξεις του και σε κάθε «Λαυρέντη», ο οποίος γίνεται αντιπροσωπευτικό όνομα-σύμβολο στον επιλογικό στίχο, π.χ. «Δε θα ΄σαι ο πρώτος ούτε δα κι ο τελευταίος.». Στη συνέχεια της δεύτερης στροφής με τους στίχους στην παρένθεση ο ποιητής αποκαλύπτει τα συναισθήματά του και τη στάση του, στάση πολιτική, κοινωνική και υπεύθυνη, που μιλάει με τη σιωπή του, π.χ.«(Εγώ, μια ολόκληρη ζωή μες στη σιωπή θα την εξαγοράσωΠολύ ακριβά κι όχι με τίμημα το θλιβερό σου το σαρκίο)».

34 Η πικρή γεύση και ο εξομολογητικός τόνος δίνονται με την αντίθεση του εγώ και εσύ και με την περιφρόνηση εκείνου που αντιπροσωπεύει ο νεκρός και το «σαρκίο» του. Η σιωπή ως πολιτική στάση δεν μπορεί να θυσιαστεί για το Λαυρέντη. Ακολουθεί η ολοκλήρωση του νοήματος με το σχήμα του κύκλου, τόσο ως προς τη λόγια έκφραση (διαλογικότητα με τον εκκλησιαστικό λόγο), όσο και ως προς τους σαρκαστικούς χαρακτηρισμούς για το Λαυρέντη, με αναδιάταξη του πρώτου στίχου της πρώτης στροφής, τον ευθύ λόγο, την επιλογή των κεφαλαίων γραμμάτων και την «ομιλούσα στίξη», π.χ.«Κοιμού εν ειρήνη. Ως ήσουν πάντα στη ζωή: ο καλός,ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης.Δε θα ΄σαι ο πρώτος ούτε δα κι ο τελευταίος.»

35 Ο μετεωρισμένος επιλογικός στίχος, η επανάληψη, ο σαρκασμός, η συσσώρευση των επιθέτων, όλα γίνονται φορείς μηνυμάτων με στοχο τον «τιμώμενο» νεκρό και τη φενακισμένη εικονοποίησή του. Έτσι η μοντέρνα ποίηση μεταφέρει μηνύματα, νοήματα και σημασίες με όλα τα όπλα που παρέχει η γλώσσα και η γραμματική της (φωνολογία, μορφολογία, στίξη). Με τον επιλογικό στίχο επιτυγχάνεται η διεύρυνση των στόχων του ποιητή, ιδιαίτερα με τη φράση «ούτε δα» και τη σαρκαστική πικρή διάθεση. Η μέθοδος γραφής του Μ. Αναγνωστάκη θυμίζει Καβάφη (π.χ. Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης), το ύφος είναι ρητορικό και μοιάζει με μονόλογο του ποιητή (κοφτή φράση, προσεγμένη δομή, παρηχήσεις των γραμμάτων λ, ρ, επιλογή του β΄ ρηματικού προσώπου). Ο τελευταίος στίχος δένει με τους δύο πρώτους στίχους και δημιουργεί αίσθηση αποφθεγματική.

36 Αν οι ερωτήσεις έχουν απαντηθεί κατά την ερμηνεία, τότε οι μαθητές μπορούν να εργαστούν σε θεματικούς άξονες όπως είναι: η λειτουργία της ειρωνείας την ποίηση του Μανόλη Αναγνωστάκη με αναφορές στους: Κων. Καβάφη, Μ. Αναγνωστάκη, Ντίνο Χριστιανόπουλο, Κ. Δημουλά, Κ. Χαραλαμπίδη και άλλους ποιητές.

37 Νέοι της Σιδώνος, Συλλογή Στόχος (1970).
Νέοι της Σιδώνος, Συλλογή Στόχος (1970).Κανονικά δεν πρέπει να ’χουμε παράπονοΚαλή κι εγκάρδια η συντροφιά σας, όλο νιάτα,Κορίτσια δροσερά – αρτιμελή αγόριαΓεμάτα πάθος κι έρωτα για τη ζωή και για τη δράση.Καλά, με νόημα και ζουμί και τα τραγούδια σαςΤόσο, μα τόσο ανθρώπινα, συγκινημένα,Για τα παιδάκια που πεθαίνουν σ’ άλλην ήπειροΓια ήρωες που σκοτώθηκαν σ’ άλλα χρόνια,Για επαναστάτες Μαύρους, Πράσινους, Κιτρινωπούς,Για τον καημό του εν γένει πάσχοντος Ανθρώπου.Ιδιαιτέρως σας τιμά τούτη η συμμετοχήΣτην προβληματική και στους αγώνες του καιρού μαςΔίνετε ένα άμεσο παρών και δραστικό – κατόπιν τούτουΝομίζω δικαιούσθε με το παραπάνωΔυο δυο, τρεις τρεις, να παίξετε, να ερωτευθείτε,Και να ξεσκάσετε, αδελφέ, μετά από τόση κούραση.(Μας γέρασαν προώρως, Γιώργο, το κατάλαβες;)

38 Το ποίημα αυτό συνεξετάζεται με τους Σιδώνειους νέους του Κ. Π
Το ποίημα αυτό συνεξετάζεται με τους Σιδώνειους νέους του Κ. Π. Καβάφη είτε ομαδοσυνεργατικά στην τάξη είτε στο σπίτι ως εργασία σε ομάδες με δοσμένες ερωτήσεις και αξιοποίηση των ερωτήσεων του βιβλίου. Δίνεται έμφαση στη στάση των νέων-εμμονή στα λόγια-, στο λόγο-σχόλιο του ποιητή για τους νέους και στην ειρωνεία-σαρκασμό. Σχολιάζεται ο παρενθετικός στίχος στο τέλος όπου ο ποιητής εξομολογείται στο φίλο του Γιώργο σε α΄ πληθυντικό πρόσωπο, π.χ. «(Μας γέρασαν προώρως, Γιώργο, το κατάλαβες;»). Η ρητορική ερώτηση αναδεικνύει το βάθος του προβληματισμού του ποιητή και συνειδητού πολίτη και την αντίθεσή του σχετικά με τη στάση των νέων, που σταματούν στα λόγια. Το επίρρημα «προώρως» =πριν την ώρα, δηλώνει επιτάχυνση του χρόνου, αλλά και ωραιοποίηση του παρελθόντος του Γιώργου, φίλου του ποιητή και του ποιητή που ανήκουν σε άλλη γενιά, βίωσαν άλλα πράγματα και ως νέοι μιλούσαν με έργα και όχι μόνον με μεγάλα λόγια.

39 Γενικά, η μεγαλοστομία και οι κούφιες λέξεις καταγγέλλονται ποιητικά από το Μ. Αναγνωστάκη. Άλλωστε, ο ποιητής καταθέτει και ποιητικά ότι οι άνθρωποι κρίνονται από τις πράξεις τους, οι οποίες πρέπει να ανταποκρίνονται στην αλήθεια. Η αλήθεια και η διαφάνεια των πραγμάτων είναι το ποιητικό και κοινωνικό αίτημα του ποιητή, διότι μέσα από αυτή θα προκύψει η αυτοκριτική και η κάθαρση. Σε μια κριτική ενδοσκόπηση καταθέτει ποιητικά ότι πρέπει να λέμε την αλήθεια στα παιδιά, να λέμε τη σκάφη σκάφη και τα σύκα σύκα. Έτσι, με το λαϊκό επαναδιπλούμενο λόγο σηματοδοτεί ο ποιητής την αλήθεια και την αυθεντικότητα προσώπων, πραγμάτων και καταστάσεων ως διαρκές αίτημα.

40 Ποιήματα που μας διάβασε ένα βράδυ ο λοχίας Οtto V… (από τη συλλογή Εποχές και γράφτηκαν το 1941-44)
Σε δυο λεφτά θ’ ακουστεί το παράγγελμα «Εμπρός»Δεν πρέπει να σκεφτεί κανένας τίποτ’ άλλοΕμπρός η σημαία μας κι εμείς εφ’ όπλου λόγχη από πίσωΑπόψε θα χτυπήσεις ανελέητα και θα χτυπηθείςΘα τραβήξεις μπροστά τραγουδώντας ρυθμικά εμβατήριαΘα τραβήξεις μπροστά που μαντεύονται χιλιάδες ανήσυχα μάτιαΕκεί που χιλιάδες χέρια σφίγγονται γύρω από μι’ άλλη σημαίαΈτοιμα να χτυπήσουνε και να χτυπηθούν.Σ’ ένα λεφτό πρέπει πια να μας δώσουν το σύνθημαΜια λεξούλα μικρή μες στη νύχτα, που σε λίγο εξαίσια θα λάμψει.(Κι εγώ που ’χω μια ψυχή παιδική και δειλήΠου δεν θέλει τίποτα άλλο να ξέρει απ’ την αγάπηΚι εγώ πολεμώ τόσα χρόνια χωρίς, Θε μου, να μάθω γιατίΚαι δε βλέπω μπροστά τόσα χρόνια παρά μόνο το δίδυμο αδερφό μου.)

41 Μετά την ανάγνωση και την πρώτη πρόσληψη των μαθητών συνερευνητικά και με κατάλληλες ερωτήσεις διερευνώνται το συλλογικό στοιχείο, το καθήκον, ο χρόνος ως χρονική στιγμή, η στίξη και η γλώσσα ως μορφή και ως ύφος, π.χ.«Σε δυο λεφτά θ΄ ακουστεί το παράγγελμα «Εμπρός»Δεν πρέπει να σκεφτεί κανένας τίποτ’ άλλοΕμπρός η σημαία μας κι εμείς εφ΄ όπλου λόγχηαπό πίσω»

42 Εστιάζεται η προσοχή μας στο σύνθημα του πολέμου, στον εθνικό αγώνα με την αναφορά στη σημαία και στην ένταση της προσοχής όλων σε αυτόν τον σκοπό. Η δημοτική γλώσσα, το οικείο ύφος, το σπάσιμο του στίχου, η εκδοτική παρουσία του ποιήματος και ο πόλεμος είναι στοιχεία που εντοπίζονται στο κείμενο και συζητιούνται. Στη συνέχεια σχολιάζεται η συνύπαρξη του ρεαλισμού με το δραματικό στοιχείο, η ενεργητική και παθητική σύνταξη και ο ρεαλισμός του πολέμου, π.χ.«Απόψε θα χτυπήσεις ανελέητα και θα χτυπηθείςΘα τραβήξεις μπροστά τραγουδώντας ρυθμικάΕμβατήριαΘα τραβήξεις μπροστά που μαντεύονται χιλιάδεςΑνήσυχα μάτια»

43 Το σκηνικό συμπληρώνεται με την παρουσία των άλλων πολεμιστών γύρω από μια άλλη σημαία- σύμβολο και το νόημα κυκλώνεται-σχήμα κύκλου, όπως:«Εκεί που χιλιάδες χέρια σφίγγονται γύρω απόμι’ άλλη σημαίαΈτοιμα να χτυπήσουνε και να χτυπηθούν»Έτσι στήνεται γύρω από τις σημαίες το πολεμικό σκηνικό όχι με ηρωισμούς και μεγαλοστομίες, αλλά με ρεαλισμό και τραγικότητα. Ο κόσμος γύρω από τη μια και την άλλη σημαία- εσωτερικός και εξωτερικός σε σχέση με το ποιητικό υποκείμενο, μοιάζει με χορό αρχαίας τραγωδίας.

44 Η αγωνία δίνεται στους επόμενους δυο στίχους με τα ημιστίχιά τους, με την εναγώνια χρονική στιγμή, όπου τα «δυο λεφτά» γίνονται «Σ΄ ένα λεφτό» που θα δοθεί το σύνθημα για το οποίο μας προετοίμασε ο πρώτος στίχος, που τώρα δίνεται ειρωνικά με το υποκοριστικό «Μια λεξούλα μικρή μες στη νύχτα, που σε λίγο εξαίσια θα λάμψει». Η χρονική στιγμή γίνεται εναγώνια καθώς όλα συμβαίνουν «μες στη νύχτα» και από μια μικρή λέξη θα κριθεί το ύψιστο αγαθό για τον άνθρωπο, η ζωή. Η αναφορά στην κρίσιμη χρονική στιγμή που φτάνει «σε λίγο» και το επιλεγμένο λεξιλόγιο αποδίδουν την τραγικότητα που βιώνουν τα κειμενικά υποκείμενα, η οποία επιτείνεται με το σαρκασμό και την κριτική στάση του ποιητή απέναντι στον πόλεμο, που εμπεριέχεται στη φράση «εξαίσια θα λάμψει».

45 «(Κι εγώ που ‘ χω μια ψυχή παιδική και δειλή
Η δεύτερη ενότητα είναι ενταγμένη σε παρένθεση στοιχείο που σημαίνει ότι το ποιητικό υποκείμενο εκφράζει εξομολογητικά τα δικά του συναισθήματα, το ατομικό στοιχείο σε αντίθεση με το ηρωικό-συλλογικό. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση αποτελεί κατάθεση ψυχής με μοναδική ανθρώπινη αξία την αγάπη για το συνάνθρωπο, την αντίθεση στον πόλεμο (αγάπη, έχθρα # μίσος, πόλεμος) και τη διακήρυξη της πανανθρώπινης ειρήνης, π.χ.«(Κι εγώ που ‘ χω μια ψυχή παιδική και δειλήΠου σε θέλει τίποτα άλλο να ξέρει απ΄ την αγάπηΚι εγώ πολεμώ τόσα χρόνια χωρίς, Θε μου, να μάθω γιατίΚαι δε βλέπω μπροστά μου τόσα χρόνια παρά μόνο το δίδυμο αδερφό μου)».Συζητείται η άποψη του λοχία ότι πολεμάει τόσα χρόνια χωρίς να ξέρει το γιατί και ότι βλέπει τον αντίπαλο ως δίδυμο αδερφό. Έτσι φωτίζεται η άποψη και της άλλης πλευράς, γίνεται συζήτηση για τη θέση του ποιητή σχετικά με τον πόλεμο και ακολουθεί η εκπόνηση μιας διεπιστημονικής-διαθεματικής εργασίας από τους μαθητές χωρισμένους σε ομάδες με τη μέθοδο project με θέμα:

46 «Ειρήνη- πόλεμος» στους άξονες:
Η διερεύνηση των εννοιών ειρήνη –πόλεμος στο έργο του Μ. ΑναγνωστάκηΜελέτη αυτών των μοτίβων και εννοιών στην αρχαιοελληνική λογοτεχνία (π.χ Ηρόδοτος, Αριστοφάνης).Παρουσίαση των μοτίβων αυτών σε άλλους νεοέλληνες ποιητές (π.χ. Ρίτσος, Σεφέρης κλπ) σε σύγκριση με γραφή του Μ. Αναγνωστάκη.Θεατρικές μαρτυρίες-θεατρικά έργα και μηνύματα.Ο άμαχος πληθυσμός στον πόλεμοΟικονομικά συμφέροντα και πόλεμοςΕικαστικές αναπαραστάσεις.

47 Μέσα από αυτή τη σύντομη διαδρομή στο ποιητικό έργο του Μ
Μέσα από αυτή τη σύντομη διαδρομή στο ποιητικό έργο του Μ. Αναγνωστάκη αναδεικνύεται η πολιτική-κοινωνική στόχευση της ποίησής του, ο χαμηλόφωνος και εξομολογητικός τόνος, το ατομικό και συλλογικό βίωμα, αλλά κυρίως η διάψευση των ελπίδων της γενιάς του. Κυριαρχούν η αναμονή, η προσδοκία, το ύφος ημερολογίου, οι έντονοι κοινωνικοί προβληματισμοί και η αμεσότητα της φωνής του. Η ποίησή του αποπνέει πίκρα, απαισιοδοξία και ηθικολογία/διδακτισμό. Στις Εποχές στόχος είναι οι αντίπαλες πολιτικές συνθήκες της εποχής, στις Συνέχειες η εσωτερική σύγκρουση στο χώρο της αριστεράς, στο Στόχο η δικτατορία του Συχνά ολοκληρώνονται τα ποιήματά του με μια κραυγή διαμαρτυρία που δίνεται ποιητικά ως προσωπική φωνή μέσα σε παρένθεση. Τέλος, αρκετά ποιήματά του μελοποιήθηκαν από το Μ. Θεοδωράκη.

48 Η ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη μπορεί να διερευνηθεί ως προς πολλές παραμέτρους, όπως είναι η λειτουργία του παράλογου, η εικονοποιϊα του, η σκηνοθετική τεχνική του, η λειτουργία του χώρου και του χρόνου, οι προσωπογραφίες-αναφορές σε αγαπημένα πρόσωπα και δημιουργούς κ.ά.Ενδιαφέρουσες είναι για μελέτη οι ακόλουθες παράμετροι:Εικονοποιΐα-Σκηνοθεσία:α. Εικόνες με εστίαση στο γήινο επίπεδο και μετάπλασή τους σε ιδεοπλαστικές εικόνες (πραγματικός κόσμος).β. Εικόνες με εστίαση στο ουράνιο επίπεδο μέσα από την λέξη «ουρανός» με τις πολλές ιδιότητές του (φανταστικός κόσμος).γ. Αλληλοδιείσδυση του γήινου και ουράνιου επιπέδου μέσα από τη σκηνοθετική τεχνική του ποιητή και τη λειτουργία της φαντασίας και του σαχτουρικού παραλόγου.Μίλτος Σαχτούρης

49 Εικονοποιϊα: Η εικονοποιΐα του Σαχτούρη αποκαλύπτει τη διάθεση και τη διάνοιά του, που με τις λεκτικές επιλογές, τις μεταφορές και τις παρομοιώσεις εικονογραφεί κάθε φορά το θέμα που διαπραγματεύεται αντλώντας υλικό για τη μυθοπλασία του από τη ζωή, τις λαϊκές δοξασίες, τα παραμύθια κ.ά. Οι εικόνες του συγκροτούν και στηρίζουν την ιδέα και τον τρόπο που αυτή εκφέρεται, όπως στο ποίημα Ελεγκτής, π.χ.Ένας μπαξές γεμάτος αίμαείν΄ ο ουρανόςκαι λίγο χιόνιέσφιξα τα σκοινιά μουπρέπει και πάλι να ελέγξωτ΄αστέριαεγώκληρονόμος πουλιώνπρέπειέστω και με σπασμένα φτεράνα πετάω(Ποιήματα, σελ. 140).

50 Στο ποίημα αυτό η εικόνα του κακοποιημένου ουρανού συγκροτεί την ιδέα μέσα από τη σκηνή ενός ουράνιου μηχανοδηγού (σκοινιά) και του ρόλου του (ιδέα, μήνυμα), όπου ο ποιητής ως ιερό πουλί σακατεμένο από τους δύσκολους καιρούς πρέπει να κάμει τη διαδρομή του από τη γη στον ουρανό. Θα έλεγα ότι η σύζευξη ουρανού και γης μέσα από την εικονοποιϊα συντελείται στον Κάλβο με τον οποίο μπορεί να ανιχνευθούν κάποιες ομοιότητες, αφού ο Κάλβος είναι και από τους αγαπημένους του Μ. Σαχτούρη, π.χ. «τα φώτα σιγαλέα/ κινώνται των αστέρων/ λελυπημένα» (Ο Ωκεανός). Η τεχνική του Μ. Σαχτούρη είναι αφαιρετική, δίνει τα απαραίτητα και από το πράγμα πάει στο συμβολισμό του, στο μήνυμα, αξιοποιώντας την παρατακτική σύνταξη και τη μεταφορά, η οποία εγγράφεται στη λέξη ως στοιχείο τεχνικής του Μ. Σαχτούρη και της πρωτοτυπίας του.

51 Εικόνες με εστίαση στο γήινο επίπεδο και τη μετάπλασή τους σε ιδεοπλαστικές εικόνες (πραγματικός κόσμος): συναντώνται σε όλες τις συλλογές, αλλά συσσωρευτικά στις πρώτες, καθώς σταδιακά παρατηρείται μεγαλύτερη αλληλοδιείσδυση εικόνων από τον πραγματικό στον ουράνιο κόσμο. H εικονοποιϊα της συλλογής Λησμονημένη (1945) κινείται στο γήινο κυρίως επίπεδο άλλοτε μέσα από συγκεκριμένα στοιχεία γήινα που γίνονται ποιητικά και άλλοτε μέσα από έναν αόριστο εικονισμό, που παραπέμπει στη Λησμονημένη ως παρούσα απούσα, ως πρόσωπο-μοτίβο σε πολλά ποιήματα. Οι μεταμορφώσεις στο Σαχτούρη θυμίζουν Οβίδιο, έτσι η λησμονημένη ταυτίζεται με πολλά πράγματα και πρόσωπα μέσα από αλλεπάλληλες μεμονωμένες εικόνες που συγκροτούν ένα παζλ, π.χ.

52 «Η λησμονημένη είναι ο στρατιώτης που σταυρώθηκε
η λησμονημένη είναι το ρολόγι, που σταμάτησε» » το κλωνάρι που άναψε» » η βελόνα που έσπασε» » ο επιτάφιος που άνθισε[…] » » το φιλί που αρρώστησε[…] » » ο πυρετός που έπεσε»

53 Η λεκτική επιλογή της ουσιαστικοποιημένης παθητικής μετοχής «η λησμονημένη» ως τίτλου παραπέμπει τόσο σε πρόσωπο όσο και στην ψυχική κατάσταση του ποιητικού υποκειμένου, που μπορεί να κατανοηθεί σε σχέση και με τα εξωκειμενικά στοιχεία (αρρώστια του ποιητή, ματαίωση της ερωτικής συνάντησης με την αγαπημένη που αναγκαστικά γίνεται λησμονημένη για τη ζωή και σύμβολο για την ποίηση). Στο ποίημα Τα περιστέρια του νεκρού (σελ.55) με αφιέρωση στον Ο. Ελύτη, οι γήινες εικόνες συγκροτούν το μήνυμα μέσα από έναν έντονα δραματικό λόγο όπου τα πουλιά, τα νερά, τα βουνά, οι αετοί και ο κάμπος συνομιλούν με τις παραλογές, π.χ.

54 «ελάτε βγήτε στον κάμπο περιστέρια μου
με τις γαλάζιες κορδέλες στο λαιμό σαςελάτε βγήτε με το φεγγάρι στην καρδιάσα θα σηκώσω την ταφόπετρά μου[…]/Αργοπεθαίνουν γύρω μου τ΄ άλλα πουλιάελάτε βγήτε στον κάμπο περιστέρια μουελάτε βγήτε σφαγμένα περιστέρια μου».

55 Το παράθυρο- εικονιστικό μοτίβο-συχνό στην ποίηση του Σαχτούρη συμβολίζει την αναζήτηση εξόδου, σε αντίθεση με την πόρτα, που αποκτά μια φιλοσοφική και μεταφυσική διάσταση, καθώς ταυτίζεται με το θάνατο μέσα από τη διαδικασία της μεταφοράς. Έτσι, η ζωή ανοίγεται στο θάνατο μέσα από εικόνες-ιδέες-σύμβολα, π.χ. πόρτα-τάφος, κυπαρίσσια- θάνατος, κ.ά. στο ποίημα Η Πόρτα (σελ. 64), π.χ. «Η πόρτα που άνοιξες με τόσο πάθος/ άνοιξε στο θάνατο».Επίσης, το ποίημα Δεν Είναι ο Οιδίποδας (σελ.73) αποτελείται από πολλές επί μέρους εικόνες που με την παραμορφωτική τεχνική του Μ. Σαχτούρη ο ποιητικός λόγος δείχνει και αποκαλύπτει τη φρίκη που δεν κουβεντιάζεται, π.χ.

56 «Ο Αίγισθος το δίχτυ ο Κώστας
[…] ο Κώστας ο ψαράς ο πονεμένοςνεράντζια σπάνε τα τζάμια στα παράθυρα[…] ο Κώστας ο σκοτωμένος[…]τότε νυχτώνει η σιωπή τους δρόμουςκαι βγαίνει ο τυφλός με το μπαστούνι τουπαιδιά τον ακλουθάνε στις μύτες των ποδιώνδεν είναι ο Οιδίποδαςείναι ο Ηλίας της λαχαναγοράςπαίζει μιαν εξαντλητική θανάσιμη φλογέραείναι ο νεκρός Ηλίας της λαχαναγοράς»(Ποιήματα, σελ.73-74)

57 Ενδοκειμενικά εντοπίζεται ωριμότητα των μέσων που αξιοποιεί ο ποιητής, η σκηνοθετική τεχνική και εικονοποιϊα, το ατομικό συναντά το συλλογικό ως κοινό βίωμα μέσα από εικόνες ομιλούσες, π.χ. «Ξένε/ με το μαύρο κοστούμι σου/[…]/ πού έχεις κρύψει το πιστόλι σου;».Άλλοτε η εικονοποιϊα διευρύνεται και ξαφνιάζει με την ανοικειότητά της και με τη λειτουργία της μεταφοράς, π.χ. «Ωραίος σαν αετός ο Εμπειρίκος/ τα μάτια του να καίνε./- Πώς απ΄τον Πόρο, Αντρέα;/ εσύ πάντα πήγαινες στην Άνδρο./ -Κι εσύ Μίλτο, έπρεπε να ήσουνα/ στην Ύδρα, γιατί στον Πόρο;» (Εκτοπλάσματα, σελ.24).

58 Εικόνες με εστίαση στο ουράνιο επίπεδο μέσα από την λέξη «ουρανός» με τις πολλές ιδιότητές του εντοπίζονται πάρα πολλές στη σαχτουρική ποίηση είτε αυτόνομες είτε διαπλεκόμενες με το γήινο επίπεδο. Η λέξη «ουρανός» αναφέρεται πάνω από 50 φορές κι αν συνυπολογιστούν οι λέξεις που παραπέμπουν στον ουρανό, όπως φεγγάρι, άστρο, ήλιος, σύννεφο, τότε η αναφορά αυτή τετραπλασιάζεται. Εκείνο που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι πώς παρουσιάζεται ο ουρανός και ποιος είναι ο σκηνοθετικός και μυθοπλαστικός του ρόλος στην ποιητική του Μ. Σαχτούρη. Με βάση τα ευρήματα ο ουρανός αποτελεί ένα χώρο ελπίδας και λύτρωσης, καθώς «τα παιδιά πετάνε ψίχουλα στον ουρανό» (Χριστούγεννα 1943, σ.28) «και μια ζητιάνα που πουλάει τσουρέκια/ στον ουρανό» (Τα Δώρα σελ. 44) ή συγκροτεί ένα χώρο δικαίωσης, όπως στο ποίημα Τ’ Αδέρφια, π.χ. «μια μέρα θ’ ανάψει ο ουρανός γαλάζιος» (σ. 128), «πάντα θα’ χουμε ανάγκη από ουρανό», «μοίραζε γνήσιο ουρανό» (Ποιήματα, σελίδες 129, 132,146).

59 Συχνά, όμως, στην ποίηση του Σαχτούρη ο ουρανός παραπέμπει σε θάνατο, π.χ. «να κρεμάσουνε τον καπετάνιο/ στο μεγάλο κατάρτι τ΄ ουρανού» (σελ. 12). Στο ποίημα Του Θηρίου οι ουράνιες εικόνες διαπλέκονται με τις αρχετυπικές, ο χώρος συρρικνώνεται, κυριαρχεί το θηρίο που ο ποιητής ως κλόουν πάει να το εξευμενίσει στήνοντας ένα πολύπλοκο σκηνικό και επιστρατεύοντας στοιχεία από τη λόγια, λαϊκή και παραμυθική παράδοση (διαλογικότητα), π.χ. «Μη φύγεις θηρίο/[…]/ θα σου βρω πάλι το σπασμένο μπαλκόνι/ και το σκύλο ουρανό» (σ.83). Μια άλλη ιδιότητα του ουρανού είναι εκείνη του χώρου-παγίδας, καθώς ο ουρανός χάνει την ιδιότητα του γαλάζιου, του ήρεμου και καθαρού και γίνεται τοπίο γεμάτο παγίδες «σπηλιές, δάση και βράχους», όπως στο ποίημα Ο Ουρανός (σελ.57) όπου κυριαρχεί η μη αυθεντική ζωή.

60 Ο ουρανός με την παρέμβαση των ανθρώπων μοιάζει με κήπο ματωμένο (παρομοίωση), π.χ. «Ένας μπαξές γεμάτος αίμα/ είν’ ο ουρανός» (Ελεγκτής), ή είναι γεμάτος «σάπιο αίμα». Πέρα από τις αρνητικές ιδιότητες ο ουρανός παρουσιάζεται ποιητικά ως χώρος επιθυμητού ταξιδιού (λαϊκή θυμοσοφία για το τελευταίο ταξίδι) «θα ΄ναι ωραίο ταξίδι/ ο ουρανός» (σ.217), ως χώρος που απορροφά τα πράγματα της γης, π.χ. «και οι καρέκλες έφυγαν στον ουρανό» (σ.224) και ως χώρος-πράγμα μέσα από τη λειτουργία της μετωνυμίας και της συνεκδοχής, π.χ. «ουρλιάζει το τηλέφωνο στον ουρανό» (σ.220).

61 Αλληλοδιείσδυση του γήινου και ουράνιου επιπέδου μέσα από τη σκηνοθετική τεχνική του ποιητή και τη λειτουργία της φαντασίας και του σαχτουρικού παραλόγου.Η σκηνική αρχιτεκτονική του σαχτουρικού κόσμου αγκαλιάζει το γήινο και ουράνιο επίπεδο, που συγκροτούν ενιαία δομή μιας καλοδουλεμένης ποιητικής οργάνωσης, όπου το συλλογικό βίωμα διαπλέκεται με το ατομικό, ο πραγματικός χρόνος και ο χώρος ως ποιητική χωρικότητα και χρονικότητα εστιάζουν σε ένα σημείο αναφοράς, π.χ. Αποκριά, Χριστούγεννα κ.ά.

62 Η ΑποκριάΜακριά σ έν’ άλλο κόσμο γίνηκε αυτήη Αποκριάτο γαϊδουράκι γύριζε μες στους έρημους δρόμουςόπου δεν ανάπνεε κανείςπεθαμένα παιδιά ανέβαιναν ολοένα στον ουρανόκατέβαιναν μια στιγμή να πάρουν τους αετούς τουςπου τους είχαν ξεχάσειέπεφτε χιόνι γυάλινος χαρτοπόλεμοςμάτωνε τις καρδιέςμια γυναίκα γονατισμένηανάστρεφε τα μάτια της σα νεκρήμόνο περνούσαν φάλαγγες στρατιώτες εν δυοεν δυο με παγωμένα δόντιαΤο βράδυ βγήκε το φεγγάριαποκριάτικογεμάτο μίσοςτο δέσαν και το πέταξαν στη θάλασσαμαχαιρωμένοΜακριά σ΄ έν’ άλλο κόσμο γίνηκε αυτήη αποκριά.

63 Στο ποίημα Αποκριά ο εμφύλιος, το βίωμα, η παιδική αγνότητα, η φρίκη της εποχής «πεθαμένα παιδιά ανέβαιναν ολοένα στον ουρανό» κάνουν τον ποιητή να ξορκίζει το κακό με το παράλογο στοιχείο που στηρίζεται στο υλικό της αλήθειας «μακριά σ΄ έν΄ άλλο κόσμο γίνηκε αυτή/ η αποκριά» (σ.105). Το καρναβαλικό και το πραγματικό στοιχείο (παιδικές μνήμες αποκριάς, στρατιώτες, ιστορικά δρώμενα) συνυπάρχουν με το φεγγάρι (λαϊκό μοτίβο), που έχει και αυτό μασκαρευτεί από το μίσος των ανθρώπων «μαχαιρωμένο». Το ποίημα Αποκριά με σαφή την αναφορά του στο Εμφύλιο ( ) μπορεί να προσεγγιστεί μέσα από τις εικόνες του, το σχήμα κύκλου, τις αντιθέσεις, τη γλώσσα του.

64 Συζητείται πώς ο χώρος της παιδικής αγνότητας έγινε χώρος φρίκης, χώρος εφιαλτικός που θα συνοδεύει τον ποιητή δια βίου, εμπειρία που γίνεται ποίηση, αφού η πραγματικότητα ξεπερνάει σε τραγικότητα κάθε φαντασία. Επίσης είναι ανάγκη να εντοπιστούν τα στοιχεία του παράλογου, να συζητηθούν φράσεις-κλειδιά, που συνεξετάζονται με τη δομή, τη γλώσσα και όλα τα στοιχεία μορφής του ποιήματος, όπως: «Μακριά σ΄έναν άλλο κόσμο γίνηκε αυτή/ η αποκριά», όπου η φρικτή εμπειρία απωθείται, το βίωμα και η φρίκη δίνονται παραμορφωτικά ως ερημιά, φόβος, θάνατος, με την αξιοποίηση της τραγικής ειρωνείας «το γαϊδουράκι γύριζε μεσ’ στους έρημους δρόμους/ όπου δεν ανέπνεε κανείς». Οι επόμενες υπερρεαλιστικές εικόνες αποδίδουν τη φρίκη με διαπλοκή του γήινου και ουράνιου επιπέδου, με την εισβολή του παράλογου στοιχείου, π.χ.

65 «πεθαμένα παιδιά ανέβαιναν ολοένα στον ουρανό
κατέβαιναν μια στιγμή να πάρουν τους αετούς τουςπου τους είχαν ξεχάσειέπεφτε χιόνι γυάλινος χαρτοπόλεμοςμάτωνε τις καρδιές».Έτσι στο σκηνικό στήθηκε προβάλλοντας καταστάσεις πραγματικές και ψυχικές, το παιδί στον πόλεμο, ο θάνατος, η αποκριά και το πέταγμα του αετού έγινε πόλεμος γυάλινος (τραγωδία) σε ένα κρύο τοπίο «χιόνι», όπου ματώνουν οι καρδιές. Το τοπίο συμπληρώνεται με τη γονατισμένη γυναίκα στο δρόμο που πέθαινε από την πείνα, η φρίκη του βίαιου θανάτου αποδίδεται εικαστικά (σχέση υπερρεαλισμού και ζωγραφικής),

66 «μια γυναίκα γονατισμένη
ανάστρεφε τα μάτια της σα νεκρή» (αθώα θύματα),το στίγμα του πολέμου δίνεται με τους στίχους«μόνο περνούσαν φάλαγγες στρατιώτες εν-δυοεν-δυο με παγωμένα δόντια».Τα παγωμένα δόντια αποδίδουν το θάνατο που μοίραζαν οι στρατιώτες. Τα εξωκειμενικά συμφραζόμενα γίνονται κειμενικά στοιχεία με φόντο για το ατομικό και συλλογικό βίωμα την Αποκριά. Στην επόμενη στροφή ο πόλεμος και το μίσος αντανακλάται στη φύση, καθώς και το ρομαντικό λαϊκό μοτίβο, το φεγγάρι, που έχει και αυτό μασκαρευτεί γεμάτο από το μίσος των ανθρώπων. Τα επίθετα που το χαρακτηρίζουν «αποκριάτικο, μασκαρεμένο» αναδεικνύουν με σαρκασμό το δράμα της ζωής και τα αδιέξοδα, π.χ.

67 «Το βράδυ βγήκε το φεγγάρι
αποκριάτικογεμάτο μίσοςτο δέσαν και το πέταξαν στη θάλασσαμαχαιρωμένο»Το ποίημα κλείνει με το σχήμα του κύκλου και την απώθηση της αποκριάς στη μνήμη και σε έναν άλλο χρόνο και κόσμο ως να μην έγινε. Μέσα από τη μνήμη αναζητείται διέξοδος, το παράλογο στηρίζεται σε υλικό της αλήθειας, ο χρόνος είναι πραγματικός-ιστορικός και γίνεται ποιητικός με τη μετάπλαση της εμπειρίας σε ποίηση. Η δομή του ποιήματος, η καθημερινή γλώσσα, η απουσία στίξης όλα μεταφέρουν την εσωτερική εντύπωση από το ποιητικό γεγονός και την ψυχική κατάσταση του ποιητικού υποκειμένου.

68 Ο στρατιώτης ποιητήςΔεν έχω γράψει ποιήματαμέσα σε κρότουςκύλησε η ζωή μουΤη μιαν ημέρα έτρεματην άλλην ανατρίχιαζαμέσα στο φόβοπέρασε η ζωή μουδεν έχω γράψει ποιήματαμόνο σταυρούςσε μνήματακαρφώνω

69 την άλλην ανατρίχιαζα μέσα στο φόβο πέρασε η ζωή μου».
Στο ποίημα Ο στρατιώτης ποιητής και όχι ο στρατευμένος όπως στο Ρίτσο μελετάται η δομή, οι κοφτές φράσεις¸ οι ηχητικές εικόνες, οι επαναλήψεις, η συμπαρουσία του βιώματος, η στίξη, η γλώσσα και το περιεχόμενο. Το ποίημα αρχίζει με μια αρνητική δήλωση σε παρακείμενο «δεν έχω γράψει ποιήματα», κάτι ανάλογο έχει γράψει ο Σαραντάρης και ο Ρίτσος, ενώ η δήλωση ανατρέπεται από την ίδια τη δράση «μέσα σε κρότους/ μέσα σε κρότους/ κύλησε η ζωή μου». Ο αόριστος δηλώνει ένα χρόνο όπου ολοκληρώθηκε μια πράξη, μια ζωή μέσα στο θόρυβο της μάχης ως σωματική παρενόχληση. Ακολουθεί η προέκταση του γεγονότος αυτού σε ένα άλλο πιο βαθύ επίπεδο, στην ψυχή, π.χ.«Τη μιαν ημέρα έτρεματην άλλην ανατρίχιαζαμέσα στο φόβοπέρασε η ζωή μου».

70 Παρατηρούμε την κλιμάκωση του φόβου από το σωματικό και ψυχοσωματικό επίπεδο στο καθαρά ψυχολογικό που είναι και το πιο επώδυνο. Το ρήμα «πέρασε», αντί για το «κύλησε» της α΄ στροφής δηλώνει αγώνα για να γίνει το πέρασμα. Στην τρίτη στροφή επαναλαμβάνεται δυο φορές ο πρώτος στίχος, στοιχείο με σημασία ποιητική και ποιοτική, που ηχεί ως διαμαρτυρία για τη φρίκη του πολέμου, για τους ποιητές που πηγή έμπνευσής τους έγινε ο πόλεμος και ο θάνατος αντί για τη ζωή και τον έρωτα, π.χ.«μόνο σταυρούςσε μνήματακαρφώνω».

71 Σχολιάζεται ο παροντικός χρόνος, το α΄ ενικό πρόσωπο, η ποιητική κατάθεση του ποιητή που επαναλαμβάνεται «Δεν έχω γράψει ποιήματα» και κυρίως ο φόβος του θανάτου που έκαμε το Σαχτούρη ποιητή και μάρτυρα μιας εποχής που τον συνόδεψε ως το τέλος της ζωής του (ατομική ψυχολογία), κάτι που δεν έγινε με τους Ελύτη, Εμπειρίκο, Σαραντάρη, Εγγονόπουλο και άλλους δημιουργούς. Συνεπώς, στην ανακεφαλαίωση μπορούν να ανιχνευθούν αυτοβιογραφικά στοιχεία, στοιχεία ομοιότητας και διαφοράς με άλλους δημιουργούς της γενιάς του, υπερρεαλιστικά και υπαρξιακά στοιχεία και να απαντηθούν οι ερωτήσεις του βιβλίου ως άξονες που συμβάλλουν στη μελέτη του ποιήματος.

72 Στο γυμνάσιο ανθολογείται το ποίημα Το ψωμί.
'Ένα τεράστιο καρβέλι, μια πελώρια φραντζόλα ζεστό.ψωμί, είχε πέσει στο δρόμο από τον ουρανό'ένα παιδί με πράσινο κοντό βρακάκι και με μαχαίριέκοβε και μοίραζε στον κόσμο γύρω,όμως και μια μικρή, ένας μικρός άσπρος άγγελος, κι αυτήμ' ένα μαχαίρι έκοβε και μοίραζεκομμάτια γνήσιο ουρανόκι όλοι τώρα τρέχαν σ' αυτή, λίγοι πηγαίναν στο ψωμί,όλοι τρέχανε στον μικρόν άγγελο που μοίραζε ουρανό!Ας μην το κρύβουμε.Διψάμε για ουρανό.

73 Το ποίημα μπορεί να προσεγγιστεί μέσα από τις εικόνες του με αξιοποίηση των βιωμάτων των μαθητών. Εντοπίζεται η πρόελευση από τον ουρανό-σχεση δυο επιπέδων και αναζήτηση ελπίδας στον ουρανό. Σχολιάζεται ο ρόλος του παιδιού και της μικρής με την ποιητικότητα και την εισβολή του παράλογου. Το ότι όλοι έτρεχαν σε αυτή και όχι στο ψωμί είναι στοιχείο που σχολιάζεται ως αναζήτηση μόνιμης ελπίδας που ολοκληρώνεται ποιητικά ως αίτημα ότι όλοι διψάνε για ουρανό, όπου ο ουρανός είναι χώρος ελπίδας, π.χ.«όλοι τρέχανε στον μικρόν άγγελο που μοίραζε ουρανό!Ας μην το κρύβουμεΔιψάμε για ουρανό.».

74 Αφού γίνει μια πρώτη εξοικείωση μέσα από τις ερωτήσεις, τις εικόνες και τη διερεύνηση της μοντέρνας ποιητικής γραφής, μπορεί να γίνει ένα σχέδιο εργασίας με θέμα τον τίτλο του ποιήματος, Το ψωμί, και άξονες μικροέρευνας στους οποίους θα εργαστούν οι μαθητές κατά ομάδες των 3-5 ατόμων με τη διακριτική καθοδήγηση του/της καθηγητή/τριας, όπως:Το ψωμί ως σύμβολο στη λογοτεχνίαΟ άρτος αναπόσπαστο μέρος της θείας λειτουργίας και του εκκλησιαστικού λόγουΠαραγωγή σιταριού, κύκλος επεξεργασίας (κλίμα, περιοχές ελλαδικές, εποχή που γίνεται το όργωμα, η σπορά, η λίπανση, ο θέρος, το αλώνισμα).Σιτάρι και διατροφήΕπαγγέλματαΤο ψωμί στη λαογραφία (γάμοι, θρησκευτικές γιορτές, νεκρικά έθιμα κ.ά.)Η ιστορία και η δημιουργία του ψωμιού

75 Σε σχέση με τα παραπάνω θέματα οι μαθητές μπορούν να δημιουργήσουν ερωτηματολόγια και να οργανώσουν συνεντεύξεις ή έκθεση στο σχολείο ή στο δήμο.Συνεπώς, παρατηρούμε ότι, μέσα από αυτή την ενδεικτική διαδρομή στο έργο του Μ. Σαχτούρη, αποκαλύπτεται η σκηνοθετική τεχνική του ποιητή, η καλοδουλεμένη εικονοποιϊα του, η αριστοτεχνική έκφραση, το λιτό αλλά όχι τετριμμένο λεξιλόγιό του, καθώς όλα είναι στοιχεία ποιητικής ενός μεγάλου ποιητή που βίωσε τους «στυγερούς καιρούς». Ο Μ. Σαχτούρης ευαίσθητος, μοναχικός, αυθεντικός, αληθινός και αθώος ως τρελός λαγός, κληρονόμος πουλιών, άνθρωπος με κοπάδια μαργαρίτες στο στήθος του, μέγας κηπουρός της πνευματικής μας ζωής αναχώρησε στις 29 του Μάρτη 2005 για το γαλανό ουρανό, για τον ήρεμο κόσμο των αγγέλων, όπου το περίμεναν ο Ντύλαν Τόμας, ο Κάφκα, ο Σκλάβος, ο Ιωάννου, η Μ. Αξιώτη, ο Αλεξάνδρου, ο Καχτίτσης, ο Ν. Εγγονόπουλος, ο Α. Εμπειρίκος και άλλοι με τους οποίους συνομιλεί ποιητικά.

76 Ο θάνατος δεν χρειάζεται πια να τον επισκέπτεται
«όταν σβήνω το φως/ έρχεται ο θάνατος και/ μου φιλά τα χέρια » (Εκτοπλάσματα σελ.15),καθώς είχε έναν ειρηνικό θάνατο έτσι όπως τον ευχόταν«Θεέ μου, δώσε μας ένα θάνατο/ ειρηνικό» (Εκτοπλάσματα σελ.23).

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ Κ.Ν.Λ.Γ΄ΛΥΚΕΙΟΥ-converted





ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ Κ.Ν.Λ.Γ΄ΛΥΚΕΙΟΥ 

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΖΙΓΓΑ ΜΑΡΙΛΕΝΑ 


1 ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΚΕΙΜΕΝΑ

 1. Αλεξανδρινοί Βασιλείς 

2. Ελένη 

3. Ένα το χελιδόνι

 4. Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική 

5. Αποχαιρετισμός 

6. 13-12-43 

7. Θεσσαλονίκη Μέρες του 1969 μ.Χ. 

8. Πορτοκαλόκηπος 

9. Στα Στέφανα της κόρης του 

10. Ονήσιλος 

11. Οι νεκροί περιμένουν 

12. Φίλιππος 

13. Δεύτερο Γράμμα στη μητέρα 


ΑΛΕΞΑΝΔΡΙΝΟΙ ΒΑΣΙΛΕΙΣ: 


Χρόνος: 34 π.Χ τελετή των δωρεών που σκηνοθέτησαν ο Αντώνιος και η Κλεοπάτρα 

για να μοιράσουν στα παιδιά της τις χώρες που κάποτε κατέκτησε ο Μέγας Αλέξανδρος. 


Τόπος: Αλεξάνδρεια 


Είδος: ιστοριογενές ποίημα. 


Αντλεί το θέμα από την Ύστερη Αρχαιότητα (Ελληνιστικά και Ρωμαϊκά χρόνια. 

Το γεγονός αναφέρεται στο « Βίος Αντωνίου» από τους «Παράλληλους Βίους» του Πλουτάρχου.

 Ωστόσο έχει και φιλοσοφική διάθεση καθώς προτρέπει τον αναγνώστη να στοχαστή πάνω στην

 ανθρώπινη ματαιοδοξία.

 

Στόχος του ποιητή: 

Ο Καβάφης επιλέγει να αναφερθεί στην τελετή των δωρεών για να αναδείξει

 τη ματαιότητα της φιλοδοξίας. 

Η Κλεοπάτρα με τον Αντώνιο διοργάνωσαν την τελετή για να μοιρά

σουν στα παιδιά της Κλεοπάτρας εδάφη που παλαιότερα είχε κατακτήσει ο Μέγας Αλέξανδρος

 και τα οποία σχεδίαζαν να κατακτήσουν εκ νέου χωρίς όμως να τα έχουν ακόμη καταφέρει. 


Ο Καβάφης παρουσιάζει την τελετή για να τονίσει ότι επρόκειτο για μια ψεύτικη τελετή που έγινε

 μόνο για εντυπωσιασμό. Η ιστορία αυτή τονίζει την αρνητική πλευρά της πολιτικής εξουσίας που 

θέτει τις προσωπικές φιλοδοξίες πάνω από το καλό της πατρίδας και των πολιτών. Η εξουσία χρησι

μοποιεί τον πολιτικό λόγο ως μέσο εξαπάτησης του λαού. Από την άλλη ο λαός συμπεριφέρεται σαν

 άβουλη μάζα που ικανοποιείται με όσα του παρέχει η εξουσία και κατευθύνεται από την εξουσία χω

ρίς να αντιστέκεται σ΄αυτήν. Ακόμη και όταν γνωρίζει ότι η πολιτική εξουσία τον εξαπατά και τον εκ

μεταλλεύεται, αυτός αδιαφορεί ή χειροκροτεί τις πράξεις της εξουσίας . 


Διαχρονικότητα του θέματος:

 

Το ζήτημα της ματαιοδοξίας και της σχέσης πολιτών-πολιτικών. Καισαρίων: κεντρικό πρόσωπο του

 ποιήματος λεπτομερής περιγραφή, «Βασιλέα των Βασιλέων», (κεφαλαίο το Β), βασιλική ενδυμασία

 Συγκίνηση Καβάφη για την τραγική του μοίρα ( 4 χρόνια μετά θα δολοφονηθεί). 

Εντείνει την αντίθε

ση ανάμεσα στην χλιδή και την εξουσία με την μοίρα που τον περιμένει αργότερα μεγεθύνοντας και

 τα συναισθήματα συμπόνιας και οδύνης των αναγνωστών. 


Ο Καισαρίων: τραγικό πρόσωπο. Τα παιδιά:

 

Τραγικά πρόσωπα/Τραγική ειρωνεία 


Δε γνωρίζουν την καταστροφή που έρχεται. Είναι οι πρωτα

γωνιστές μιας καλοστημένης παράστασης, για την οποία δε φταίνε, αλλά θα πληρώσουν το τίμημα. 

Ανυποψίαστα χαίρονται τις τιμές και τους τίτλους μαζί με τους Αλεξανδρινούς που χαίρονται το ωραί

ο θέαμα. 


Σχήμα Ύβρις – Τίσις: 


Η Κλεοπάτρα παρακινημένη από τη ματαιοδοξία της προσπαθεί να ε

πιδείξει δύναμη (ύβρις) με αποτέλεσμα να θέσει κίνηση γεγονότα που θα οδηγήσουν στο δικό της

 θάνατο, αλλά και των παιδιών της (Τίσις: Τιμωρία).


 Εκφραστικά μέσα:


 α) Θεατρικότητα (σκηνικό, πρωταγωνιστές, θίασος, ενδυμασία, λόγια)

 

β) τριπλή κλιμάκωση όπως στα δημοτικά τραγούδια ( ο ποιητής εδώ τονίζει τα χαρακτηριστικά του

 τρίτου προσώπου στη σειρά, δηλ. του Καισαρίωνα).

 

γ) Ειρωνεία: 


1. Λεκτική ( επανάληψη φράσεων, παύλες) 


2. Δραματική (αντίθεση ανάμεσα στην αρχή και στο τέλος: 

επίδειξη ισχύος Κλεοπάτρας σε αντίθεση με στάση Αλεξανδρινών «τι κούφια λόγια ήσανε αυτές

 οι βασιλείες) 


3. Τραγική ειρωνεία (τα πρόσωπα δε γνωρίζουν το τραγικό τέλος που τους περιμένει). 


Ύφος/Γλώσσα: πεζολογικό


 ΕΛΕΝΗ 


Το ποίημα: Ανήκει στη συλλογή «Κύπρον ου μ΄εθέσπισεν»/ Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ’.


 Μια σειρά από κυπρογενή ποιήματα που τα εμπνεύστηκε ο Σεφέρης κατά την παραμονή του στην 

Κύπρο

 

Οι μύθοι στους οποίους βασίζεται:


 Οι μύθοι αυτοί σώζονται στην τραγωδία του Ευριπίδη «Ελένη». 


α) Μύθος Τεύκρου:


 Ο Τεύκρος, γιος του βασιλιά της Σαλαμίνας Τελαμώνα και αδελφός του Αίαντα, 

έλαβε μέρος στον Τρωικό πόλεμο και διακρίθηκε ως τοξότης.

 Όταν επέστρεψε στην πατρίδα του ο πατέρας του δεν τον δέχτηκε, διότι τον θεώρησε ένοχο για την

 αυτοκτονία του αδερφού του, αφού δεν του συμπαραστάθηκε όταν δεν του έδωσαν ως αριστείο τα

 όπλα του Αχιλλέα. Έτσι, ο Τεύκρος λαμβάνοντας χρησμό από τον Απόλλωνα, πάει στην Κύπρο 

όπουιδρύει το βασίλειο της Σαλαμίνας (Αμμόχωστο) προς τιμήν της πατρίδας του.


 Καθώς ταξιδεύει για την Κύπρο περνά από την Αίγυπτο όπου συναντά την αληθινή Ελένη


Β) Μύθος Ελένης: 


Η Αφροδίτη δεν έδωσε την αληθινή Ελένη στον Πάρη, αλλά ένα ομοίωμα της.

 Η πραγματική Ελένη

 μεταφέρθηκε στην Αίγυπτο από τον Ερμή κατ΄εντολή της Ήρας.

 Εκεί τη συναντά ο Τεύκρος, που πε

ρνάει από εκεί πηγαίνοντας στην Αίγυπτο.


 Τεχνοτροπία: 


Μυθική μέθοδος: 

η χρήση των μύθων που τους μεταφέρει στη εποχή του. 


Με τη χρήση των δύο μύθων παραπέμπει στους 2 Παγκοσμίους πολέμους και στην Μικρασιατική

 Καταστροφή δίνοντας έμφαση στη διαχρονική αλήθεια για τη ματαιότητα και τη φρίκη των πολέμων. 


Οι μύθοι μεταφέρονται στο παρόν και γίνονται επίκαιροι. 

Το παρελθόνταυτίζεται με το παρόν και το μήνυμα γίνεται διαχρονικό και παγκόσμιο.


 Τεύκρος:μια περσόνα του Σεφέρη:


 Αντίθετα με τον τίτλο, πρωταγωνιστής του ποιήματος είναι ο Τεύκρος.

 Πίσω από τη φωνή του μυθικού ήρωα αναγνωρίζει κανείς τη φωνή του Σεφέρη. 


Πίσω από τα βιώματα του Τεύκρου ανιχνεύονται στοιχεία της ζωής του Σεφέρη. 


Όπως ο Τεύκρος έζησε τον Τρωικό πόλεμο και τις τραγικέςσυνέπειές του και αναγκάστηκε 

να ξενιτευτεί έτσι και ο Σεφέρης έζησε τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, τη

 Μικρασιατική καταστροφή και τη ξενιτιά.


 Οι σκέψεις που εκφράζονται μέσα από τη φωνή του Τεύκρου είναι στην πραγματικότητα σκέψεις του Σεφέρη που προκύπτουν

 μέσα από δικές του εμπειρίες.

 

Επιμύθιο:

 Στο επιμύθιο του ποιήματος η φωνή ανήκει στον ποιητή, ο οποίος έχοντας την εμπειρία 

των πολέμων. Έτσι αμφιβάλλει για τα πραγματικά αίτια των πολέμων. Αντιλαμβάνεται ότι οι άνθρω

ποι εξαπατούνται και πολεμούν για μάταια ιδανικά και αξίες.


 Οι πόλεμοι πραγματοποιούνται, για να εξυπηρετούν τα συμφέροντα των δυνατών, ενώ φέρουν

 τραγικά αποτελέσματα για την ανθρωπότητα.


 Σύμβολα:


 Αηδόνι:

 Η μουσική τελειότητα, ο πόνος και η άγρυπνη ποιητική συνείδηση. 


Τροία/Τρωικός πόλεμος:

 Αγώνας για ιδανικά, που αποδεικνύεται όμως μάταιος.


 Ο Σεφέρης φοβάται ότι και ο Αγώνας της Κύπρου θα είναι μάταιος, αφού οι Άγγλοι που συμμετείχαν

 στον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο προασπιζόμενη υψηλά ιδανικά, θα αρνηθεί να πράξει το ίδιο και στην

 περίπτωση της Κύπρου.


 Αστερισμοί Τοξότη και Σκορπιού:

Σημεία προσανατολισμού που κρύβονταιαπό το φεγγάρι, το οποίο συμβολίζει το δόλο και 

την απόκρυψη της αλήθειας.


 Χρόνοι του ποιήματος: 


3 χρόνοι:

 α) χρόνος Τεύκρου (παρελθόν, στ. 10- 22, 42-52)

 β) χρόνος ποιητή

 (παρόν, στ. 1-9, 53-88) και

 γ) χρόνος των αναμνήσεων του Τεύκρου από τη συνάντηση με την Ελένη (στ. 23-36)

 και από τη συνειδητοποίηση ότι ο πόλεμος έγινε για ένα είδωλο (στ. 37-41). 


Υπάρχει και ένας τέταρτος λανθάνων χρόνος , όπου ταυτίζονται ο χρόνος του Τεύκρου με τον χρόνο

 του ποιητή και τα δύο πρόσωπα μεταξύ τους. 

Το επαναλαμβανόμενο μοτίβο «τ ΄ αηδόνια δε σ ΄ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες» λειτουργεί

 ως επιστροφή στο παρόν του ποιητή. 


Σχήμα κύκλου: Παρόν-ποιητής, Παρελθόν-Τεύκρος, Παρόν-ποιητής.


ΤΑ ΠΑΘΗ-ΑΣΜΑ Δ΄


 • Ολόκληρο το άσμα είναι ύμνος για την ελευθερία και για τη νίκη του φωτός έναντι του σκότους.


 • Προφητεύεται η ελευθερία από τους Γερμανούς 


• Παραπέμπει: 


α) στη Γερμανική κατοχή και Αντίσταση (1940- 1944) 


Β) στην εκκλησιαστική παράδοση:

 Γέννηση-Πάθη- Ανάσταση 


Ανάλυση: 1η στροφή:

Απαιτούνται αγώνες, θυσίες και αίμα για την Ελευθερία


 2η στροφή: 

Προφητεία της Ανάστασης. Χρησιμοποιεί την ιδέα ης Ορθοδοξίας για να μας μιλήσει για την απελευ

θέρωση του από το σκοτάδι. 

Ανάσταση= Απελευθέρωση


 3Η στροφή:

ξύπνημα της ιστορικής μνήμης του σκλαβωμένου πνεύματος-μέσα από το φοβερό σκοτάδι των 

Παθών (πόλεμος, πείνα, κατοχή) θα λάμψει το φως της Ανάστασης (Ελευθερίας) του έθνους


 Παρομοίωση: όπως δαγκώνει η αράχνη το θήραμά της και λειτουργεί αστραπιαία και ύπουλα, έτσι ξαφνικά

 θα φωτισθεί το μυαλό των Ελλήνων, θα ξυπνήσει η ιστορική τους μνήμη καθ θα ξεσηκωθεί, για να 

νικήσει τους κατακτητές.


 Επωδικά δίστιχα

α΄επωδικό δίστιχο 

μοίρα της Ελλάδας και του ποιητή τα βουνά, η θάλασσα και οι συνεχείς αγώνες για ελευθερία(παρά

πονο και πίκρα)

 Γ΄επωδικό δίστιχο 

το παράπονο μετατρέπεται σε υπερηφάνεια. 

Ταύτιση του ποιητή με την γεωγραφική μοίρα και τη μοίρα της ιστορίας του ελληνικού έθνους


 Σύμβολα: 


Χελιδόνι:

 η ελπίδα, η άνοιξη, η ειρήνη

Το σώμα του Μαγιού:

• ο Χριστός που σταυρώθηκε την Άνοιξη

• Η ελευθερία που χάθηκε το 1940 (κατοχή) 

• Η δικαιοσύνη

 • Η λύτρωση

 Βαθύ πηγάδι: 

πόλεμος, πείνα, κατοχή, σκλαβιά, κακουχίες 

Μάγοι: 

• όσοι θέλουν το κακό της Ελλάδας 

• Οι εχθροί 

• Οι δυνατοί που εκμεταλλεύονται τους αδύναμους

 Ήλιος:

αιώνιο σύμβολο δικαιοσύνης και ελευθερίας

 Για να επιτευχθεί: 

→ Αγώνες, θυσίες, αίμα

 → Βοήθεια του Θεού

 → Ιστορική μνήμη που θα ενεργοποιήσει τον ξεσηκωμό του έθνους 


ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΜΟΥ ΕΔΩΣΑΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ 


Η γλώσσα

- η θρησκεία

- ελευθερία 

αλληλένδετα στοιχεία που συνθέτουν την ελληνική ταυτότητα 


1. Η γλώσσα

έχει τις ρίζες της στον Όμηρο 

ενιαία-αδιαίρετη- αδιάσπαστη γλώσσα


 2. Θρησκεία: 

βυζαντινές ψαλμωδίες, υμνογραφία 


3. Ελευθερία: ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν του Σολωμού υμνεί την έννοια αυτή. 


Στο ποίημα η πορεία του ελληνικού έθνους συνάπτεται με την πορεία του ποιητή. 


Για το έθνος η γλώσσα είναι: η εθνική ταυτότητα, ο πολιτισμός, η ιστορία


 Για τον ποιητή η γλώσσα είναι: η κληρονομιά, η ταυτότητα, η συνείδηση του έθνους, 
το όπλο της δημιουργίας

 Παράγοντες που διαμορφώνουν και εμπλουτίζουν τη γλώσσα: 

1. Ελληνικό γεωγραφικό τοπίο: θαλασσινό τοπίο, τοπίο της υπαίθρου 
2. Λαϊκή παράδοση: έθιμα, τσουγκρίσματα, κνίσες, ντουφεκιές, Χριστός Ανέστη
 3. Ιστορία: αγώνες για ελευθερία 
4. Θρησκεία: βυζαντινοί ύμνοι και ψαλμωδίες
5. Πνευματική παράδοση: λογοτεχνία, πολιτισμός από τον Όμηρο μέχρι τη νεότερη εποχή (Σολωμός)


 Σταθμοί της εξέλιξης της Ελληνικής Γλώσσας και του ποιητή 

1. Ομηρική εποχή και Αρχαία Εποχή: 

Όμηρος, κλασική παράδοση, ελληνική μυθολογία, Μινωικός Πολιτισμός (1Η-2Η Στροφή)

 2. Βυζαντινή Εποχή: 

ορθοδοξία, μουσική, υμνογραφία (3η στροφή) 

3. Νεοελληνική εποχή
νεοελληνική παράδοση, αγώνας του 1821, εθνικός ύμνος (4η στροφή) 

4. Παιδική ηλικία: 
εμπειρίες, συνήθειες, εικόνες (αυτός ο σταθμός αφορά μόνο τον ποιητή) 

Συναισθήματα ποιητή για τη γλώσσα του:
 υπερηφάνεια, αυτοαναγνώριση, κατανόηση της ελληνικότητας 

Τεχνική:

 1.Παρήχηση του ‘ρ’ και του ΄π΄ : πλούσιες Ομηρικές παρηχήσεις. 
Πιο συχνή τη παρήχηση του ‘ρ’ που υποδηλώνει τη ροή, τη διαρκή εξέλιξη και τον εμπλουτισμό 
της γλώσσας 

2.Εικόνες
→ Οπτικές → Ακουστικές → Οσφρητικές
 
ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ 
Τόπος: 
Κρησφύγετο Αυξεντίου 

Χρόνος: 1957 
Ιστορικό Υπόβαθρο: Αγώνας 55-59’
 Ολοκαύτωμα Αυξεντίου (3 Μαρτίου 1957) 

Απόφαση του θανάτου:
 → Η πιο μεγάλη και σημαντική απόφαση 
→ Υπέρβαση των ατομικών αναγκών-εσωτερική ελευθερία
 → Ύψιστη μορφή αξιοπρέπειας
 → Κορυφαία πράξη Αποτέλεσμα της θυσίας

: → Μεταφορά στον κόσμο της αιωνιότητας
 → Πρότυπο → Υστεροφημία → 
Δόξα Ήλιος
→ οδήγησε τον ήρωα στην ενσυνείδητη απόφαση του θανάτου και στην κατάκτηση της εσωτερικής
 ελευθερίας 
→ Λύτρωσε τον ήρωα
 → Σύμβολο του αγώνα για ελευθερία και συναδέλφωση των λαών
 → Σύμβολο αθανασίας

 Οι αναβαθμοί πορείας του ανθρώπου προς την εσωτερική ελευθερία:
 
Α’ Αναβαθμός: Η καθημερινή έγνοια για την αντιμετώπιση των βιολογικών αναγκών (τροφή, χρήματα
, έρωτας) 
Β΄Αναβαθμός: Ο αγώνας για το ξεσκλάβωμα της πατρίδας
Γ΄Αναβαθμός: Ο αγώνας για το ξεσκλάβωμα του κόσμου

Εσωτερική ελευθερία:

 υπέρβαση των βιολογικών αναγκών:

 καθημερινή έγνοια, νίκη των φόβων, αγώνας επιβίωσης, ατομική ευτυχία ατομικό επίπεδο 

Εξωτερική ελευθερία:

 Φυλετικό χρέος-απελευθέρωση 
Εθνικό Επίπεδο 
Ταύτιση με την κοινωνική συνείδηση και τη ψυχή του σύμπαντος
 Οικουμενικό Επίπεδο 13-12-43 

Χρόνος
ιστορικός 1943,
 αφηγηματικός 1963

 Τόπος:
 Καλάβρυτα 
Πρόσωπα: 2 αδέρφια, νεκρός 16χρονος, ντόπιοι τουρίστες, συγγραφέας 

Ενότητες:
 α) εκταφή 16χρονου αγοριού
 β) επίσκεψη ομάδας τουριστών.

 Αφηγηματικές τεχνικές:

 α. πρωτοπρόσωπη αφήγηση: 
εξομολογητικός τόνος, αμεσότητα 
β. ομοδιηγητικός αφηγητής: 

ο αφηγητής είναι αυτόπτης μάρτυρας και πρωταγωνιστής της ιστορίας, εξομολογείται προσωπικά 
συναισθήματα και σκέψεις 

γ. εσωτερική εστίαση:
 γνωρίζει όσα και τα πρόσωπα, ταυτίζεται με τα αδέρφια του νεκρού, παρουσιάζει τα γεγονότα ,όπως
 ο ίδιος τα γνωρίζει και υποκειμενικά.

 δ. ρεαλισμός: 

παρουσίαση της ωμής πραγματικότητας 

Γλώσσα απλή και ωμή.

 Στάση συγγραφέα κατά τη διάρκεια της εκταφής

δέος-ευλάβεια- σεβασμός-κατάνυξη-ταύτιση-ενοχές και τύψεις. VS 

Στάση τουριστών
τυπική σεμνότητα και προσποίηση-βεβήλωση και ασέβεια-ύβρις προδοτική και
 αντιπατριωτική στάση.
 
Στόχος-Μήνυμα:
 
α. Να δείξει τι στάση πρέπει να τηρούμε απέναντι στα μαρτύρια και τις θυσίες του ελληνισμού
 ευλάβεια, σεβασμός, φόρος τιμής.
 β. να καταδικάσει την έλλειψη ιστορικής μνήμης και απουσία σεβασμού τυπική στάση, αδιαφορία, 
βεβήλωση, ασέβεια, αναγνώριση δικαιολογιών στον εχθρό. 

Επιτυγχάνει να στείλει το μήνυμα μέσω της αντίθεσης-ρήγματος μεταξύ α ΄ και β ΄ ενότητας.

 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ 1969 Μ.Χ. 

Τόπος:
 Θεσσαλονίκη, οδός Αιγύπτου (συμβολίζει ολόκληρη την Ελλάδα) 

Χρόνος: 
1969 μ.Χ. (στρατιωτική δικτατορία) 

Κεντρική ιδέα: 

Έκφραση της πίκρας, της αγανάκτησης, της διαμαρτυρίας και της καταγγελίας εκ μέρους του ποιητή
 ως πνευματικού ανθρώπου για την κατάντια, την έκπτωση των αξιών, τις ανέντιμες συναλλαγές,
 τους συμβιβασμούς και την εμπορευματοποίηση της Ελλάδας κάτω από το δικτατορικό καθεστώς
 και γενικά την αλλοτρίωση που επικρατεί σε όλους τους τομείς.

Η σύγκριση με το παρελθόν αποδεικνύει την διάβρωση σε όλα τα επίπεδα. «Όπου και να ταξιδέψω
 η Ελλάδα με πληγώνει: 

Στίχος δάνειο από το Σεφέρη, ο οποίος πληγώθηκε από τη δικτατορία του Μεταξά και ο Αναγνωστά
κης το βρίσκει επίκαιρο. 

Τον ποιητή πληγώνει:

  Η Ελλάδα με τα ωραία νησιά που έγιναν τόπος 
εξορίας των πολιτικών αντιπάλων και των αντιφρονούντων
 
 Η Ελλάδα με τα ωραία γραφεία που
έγιναν χώροι συναλλαγής, εκμετάλλευσης και εμπορευματοποίησης
 
 Η Εκκλησία που αποδέχεται και στηρίζει τους δικτάτορες

 Απώλεια της εθνικής περηφάνιας και συνείδησης
  Έκπτωση των αξιών
  Υποβάθμιση του ιστορικού παρελθόντος
 
 Εθνική ταπείνωση «Ελλάς των Ελλήνων» :
  Παράφραση του συνθήματος της Χούντας «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών»
  Αποκορύφωμα του σαρκασμού 
 Συνοψίζει την πίκρα και τη διαμαρτυρία-καταγγελία 
 Διευρύνει την Οδό Αιγύπτου=Ελλάδα 

Συναισθήματα ποιητή:
  Μελαγχολία  Θλίψη  Πόνος  Απογοήτευση  Αγανάκτηση  Θυμός  Σαρκαστική διάθεση 

Παρελθόν-Παρόν 

Το παρελθόν μπορούμε να το ανασυνθέσουμε στηριζόμενοι:

→ Στις αντιθέσεις με το παρόν
 → Στους υπαινιγμούς για το παρελθόν 

Γενικά πίσω από τη φαινομενική εικόνα της ευημερίας και του εκσυγχρονισμού κρύβεται η αθλιότη
τα της αλλοτρίωσης, της συναλλαγής. 
Με το επίθετο «ωραία» ο ποιητής ειρωνεύεται την τακτική του δικτατορικού καθεστώτος να υποστηρί
ζει ότι τα πάντα στη χώρα είναι ωραία, ότι οι πολίτες ευημερούν. 

ΠΟΡΤΟΚΑΛΟΚΗΠΟΣ

 Χρόνος Ιστορικός: 1955-1956 (Αγγλοκρατία, 
Δολοφονία Πετράκη Γιάλλουρου) 

Χρόνος ιστορίας : 
35 χρόνια νεανική ηλικία Πετρή 
-53 ετών 

Τόπος: 
Δερύνεια (Κύπρος) 

Πρόσωπα:

Πετρής, μάνα, Αρτέμης και σε ευρύτερο πλάνο οι Κύπριοι και 2 παλληκάρια που ανακοινώνουν το 
θάνατο του Αρτέμη.

 Το διήγημα κινείται γύρω από 2 άξονες σχέσεων:

Α) Πετρής - Πορτοκαλόκηπος: Το δέσιμο του ανθρώπου της Κυπριακής υπαίθρου με τη γη και τα
 δέντρα του, δεσμός που δε λύνεται ούτε από το γεγονός του θανάτου του πιο αγαπημένου προσώ
που. 

Β) Πετρής - Αρτέμης:
 Οι καινούργιες ιδέες, τα όνειρα, τα πρωτοφανή αισθήματα για τον Αρτέμη. Στοιχεία που το αποδεικνύουν-Επιχειρήματα: Α) κυκλικό σχήμα αρχή- τέλος: Πορτοκαλόκηπος. 

Β) τίτλος διηγήματος

 Γ) άξονας του Πορτοκαλόκηπου προηγείται αλλά και έπεται του Αρτέμη

 Δ) έμφαση συγγραφέα στην περιγραφή της σχέσης του Πετρή- Πορτοκαλόκηπου. 

Γοργή και λιτή αφήγηση στην ανακοίνωση του θανάτου του Αρτέμη. 
Ο άξονας που βαραίνει περισσότερο είναι ο πρώτος. 

Πρόθεση του συγγραφέα είναι να δοθεο δεσμός του ανθρώπου της κυπριακής υπαίθρου με τη γη
 και τα δέντρα του,δεσμός που δε λύνεται ακόμα και από το γεγονός του θανάτου 
αγαπημένου προσώπου.

 Πώς λειτουργεί η φύση: 

Α. Αρχή:
η ψυχή του σφιχτοδεμένη με το χώμα και τα δέντρα τα παιδιά του νιώθει το σφυγμό του.

 Β. Γέννηση του Αρτέμη: 
Τα δέντρα και το παιδί του ταυτίζονται στη συνείδηση του.

 Ζει και δύο ζωές: 

α) αφοσίωση στο κτήμα 
β) όνειρα για τον Αρτέμη. 

Γ. Θάνατος του Αρτέμη: 
Ο πορτοκαλόκηπος υποκαθιστά το παιδί του: καταφύγιο, παρηγοριά, βοηθά τον Πετρή να κρατηθεί 
όρθιος. 

Στάση Πετρή απέναντι στον αγώνα: 

• επιφυλακτική 
• τάσσεται ανεπιφύλακτα και ταυτίζεται 

Αντίδραση Πετρή στον θάνατο: 

• Θυμός, οργή • Υπομονή, στωικότητα, • Παρηγοριά στα δέντρα του 

Χαρακτηρισμός Πετρή: 
• απλός βιοπαλαιστής, βαρύς, αμίλητος, δουλευτής, στωικός, υπομονετικός, ψύχραιμος • Πατριώτης

 Η σχέση του Πετρή με άλλα πρόσωπα αντικατοπτρίζει:
 • Την κυπριακή κοινωνία
 • Τη δομή της κυπριακής κοινωνίας 
• Τα ήθη και τα έθιμα
 • Τις ιδεολογίες της κοινωνίας

 Κεντρική ιδέα:

 Η αγάπη, το δέσιμο, η ταύτιση του Κύπριου αγρότη με τη γη, με το περιβόλι, με τα δέντρα του και η 
επάνοδος του σ ΄ αυτήν ως καταφύγιο στις δύσκολες στιγμές.

 Αφηγηματικές τεχνικές: 

α) τριτοπρόσωπη αφήγηση
-ετεροδιηγητικός αφηγητής: ο αφηγητής δεν συμμετέχει στα γεγονότα που αφηγείται.

Β) εξωτερική εστίαση: 

ο αφηγητής βρίσκεται έξω από την υπόθεση.

 Γ) παντογνώστης αφηγητής:
 γνωρίζει τα πάντα, ακόμα και τις σκέψεις των ηρώων του. 

Δ) προϊδεασμός:

 ο αναγνώστης προετοιμάζεται ψυχολογικά για το τι πρόκειται να επακολουθήσει (προϊδεασμός για
 το θάνατο του Αρτέμη) 

Ε) Επιτάχυνση:

 γεγονότα μεγάλης διάρκειας παρουσιάζονται σύντομα.

 Στ) αφήγηση, διάλογος, ελεύθερος πλάγιος λόγος 


ΣΤΑ ΣΤΕΦΑΝΑ ΤΗΣ ΚΟΡΗΣ ΤΟΥ 

Τόπος: Κύπρος 
Χρόνος: μετά την Τουρκική εισβολή 

Υπερβατικό-εξωλογικό-υπερρεαλιστικό στοιχείο παρουσία του νεκρού πατέρα στον γάμο της κόρης
 του:

 • Δείχνει τις τραγικές συνέπειες που άφησε στις οικογένειες των αγνοουμένων η απώλεια των
 αγαπημένων τους.

 Στερούνται τους δικούς τους ανθρώπους σε σημαντικές στιγμές της ζωής τους-ανεξίτηά σημαδεμέ
νοι παρόλο που η ζωή συνεχίζεται. 

• Τονίζει το ηθικό χρέος της μνήμης απέναντι στους νεκρούς 
• Τονίζει ότι οι αγνοούμενοι βρίσκονται ζωντανοί στις συνειδήσεις των δικών τους 
• Εικόνα στοργής και τρυφερότητας που έρχεται σε αντίθεση με την τουρκική κτηνωδία

Χρήση ενεστώτα: 
στόχος να δείξει τη σχετικά αδιαφορία των ξένων που παρίστανται τυπικά χωρίς καμιά συναισθημα
τική συμμετοχή. 

Αντίθεση μεταξύ των στοργικών πατρικών συναισθημάτων και των ξένων που παρίστανται τυπικά.

 Αντίθεση (δεύτερος και τελευταίος στίχος): 

• Να τονίσει το δράμα των οικογενειών των αγνοουμένων ζουν με την άγνοια και την ελπίδα 
• Έκπληξη και συγκίνηση του αναγνώστη 

Κεντρική ιδέα-στόχος ποιητή:

• Προβάλλει την πολιτική του διαμαρτυρία:

 καταγγέλλει τον πόλεμο και τα δεινά του και προκαλεί συγκίνηση

 • Να εκφράσει τον πόνο και την πίκρα του για τις συνέπειες της τουρκικής εισβολής

 • Στέλνει το μήνυμα ότι τίποτε δεν πρέπει να ξεχαστεί 

• Έμφαση στο δράμα που ζουν οι συγγενείς των αγνοουμένων


 ΟΝΗΣΙΛΟΣ 

Τίτλος: 

Ο τίτλος συνδέει αμέσως το ποίημα με την ιστορία της Κύπρου αλλά και με τον θρύλο,
 καθώς ο Ονήσιλος είναι ένα πρόσωπο

 (α) ιστορικό – ρεαλιστικό (επανάσταση εναντίον Περσών 499-498 π.Χ.) αλλά και

(β) θρυλικό – συμβολικό (καύκαλο/ μέλισσες/ χρησμός).

 Τόπος:
 Κύπρος (όπως καταλαβαίνουμε από την αναφορά στον όνομα του Ονήσιλου)

 Χρόνος:

 Το ποίημα κινείται σε δύο χρονικά επίπεδα.

 (α) Στον ιστορικό χρόνο: Ονήσιλος- Πέρσες 499-498 π.Χ.

 (β) Στον παροντικό χρόνο: Κύπριοι- Τούρκοι 1974

 Ο Ονήσιλος

 Ο Ονήσιλος ήταν βασιλιάς της Σαλαμίνας της Κύπρου. 
Κατάφερε να ενώσει όλα τα κυπριακά βασίλεια, με εξαίρεση εκείνο της Αμαθούντας, και να τα
 ξεσηκώσει σε επανάσταση εναντίον των Περσών (499-498 π.Χ.). 
Επειδή η Αμαθούσιοι ήταν οι μόνοι που αρνήθηκαν να συνεργαστούν μαζί του, ο Ονήσιλος
 επιχείρησε να καταλάβει την Αμαθούντα με πολιορκία.
 Στη μάχη που ακολούθησε με τους Πέρσες, ο βασιλιάς του Κουρίου, Στασάνωρ, λιποτάκτησε στο
 στρατόπεδο των Περσών, ενώ τον ακολούθησαν και οι Σαλαμίνιοι.

 Μετά από αυτή την προδοσία, ο Ονήσιλος νικήθηκε και σκοτώθηκε στη μάχη. 


Οι Αμαθούσιοι, θέλοντας να τον εκδικηθούν τον αποκεφάλισαν και κρέμασαν το κεφάλι του στην
 πλατεία της πόλης. 

Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ένα σμήνος από μέλισσες έκανε τη φωλιά του μέσα στο κρανίο και οι 
Αμαθούσιοι ζήτησαν χρησμό από μαντείο, ο οποίος τους προέτρεψε να θάψουν τον Ονήσιλο με τιμές
 ήρωα και να του προσφέρουν θυσίες, όπως και έγινε.

 «Δέκα χρόνια έστελλε τις μέλισσές του ο Ονήσιλος να μας κεντρίσουν, να μας ξυπνήσουν να μας
 φέρουν ένα μήνυμα»: 

Εδώ γίνεται αναφορά στα δέκα χρόνια πριν την εισβολή του 1974 (1963-1974). 

Έστελλε: ο παρατατικός δείχνει τις παρατεταμένες, επανειλημμένες προσπάθειες του Ονήσιλου.
 Το ίδιο και τα δέκα χρόνια. Ο Ονήσιλος περνά άμεσα στη δράση.

 Μέσω των μελισσών προσπαθεί αυτά τα δέκα χρόνια να αφυπνίσει τον λαό της Κύπρου, που 
βρισκόταν σε λήθαργο. Από τα βάθη της ιστορίας προειδοποιούσε στέλλοντας τις μέλισσες, καλώ
ντας τους Κυπρίους σε επαγρύπνηση και αγωνιστικότητα. 

Οι μέλισσες συμβολίζουν τα μηνύματα
 των καιρών, τα σημάδια που μας προειδοποιούν αλλά τα αγνοούμε. Στην περίπτωση της Κύπρου,
 τα σημάδια που προμήνυαν πριν το 1974 την καταστροφή ήταν:

 (α) τα γεγονότα του 1963-64: ανταρσία των Τουρκοκυπρίων ενάντια στους Ελληνοκυπρίους. 

Οι Τούρκοι απειλούν για πρώτη φορά με εισβολή και τουρκικά πλοία φτάνουν έξω από την Κερύνεια.

 (β) το καλοκαίρι 1964:

 βομβαρδισμοί στην Τηλλυρία από τους Τούρκους. 
Νέα απειλή για εισβολή. 

(γ) τα γεγονότα του 1967

στρατιωτικό πραξικόπημα της Χούντας στην Ελλάδα και αποχώρηση της ελληνικής μεραρχίας από
 την Κύπρο. 

(δ) εμφύλιος διχασμός ξεσπά στην Κύπρο το 1971, που θα οδηγήσει στο πραξικόπημα
 του 1974.

 «Δέκα χιλιάδες μέλισσες έστειλε ο Ονήσιλος κι όλες ψοφήσανε απάνω στο παχύ μας δέρμα χωρίς
 τίποτα να νιώσουμε»:
οι προσπάθειες του Ονήσιλου για αφύπνιση του κυπριακού λαού απέτυχαν, έπεσαν στο κενό. 
Ο θάνατος των μελισσών θα οδηγήσει σε μια άλλη αλυσίδα θανάτων (τραγωδία του 1974).
 Έστειλε: 
αόριστος 
→ οι προσπάθειες έφτασαν στο τέλος τους.
 Οι Κύπριοι είναι οριστικά χαμένοι. 

Δέκα χιλιάδες:
τονίζεται το μέγεθος της προσπάθειας του Ονήσιλου. 

Τόσες πολλές προειδοποιήσεις πήγαν χαμένες. απάνω στο παχύ μας δέρμα, χωρίς τίποτα να νιώ
σουμε: ο κυπριακός λαός χαρακτηρίζεται από μια νέκρωση συνειδήσεων, μια νωθρότητα (παθητικό
τητα) που θα είναι και η αιτία της καταστροφής του. Παρόλο που οι μέλισσες κεντούν, προκαλούν πό
νο, οι Κύπριοι δεν τις αντιλήφθηκαν. Τέτοιο ήταν το μέγεθος της αδιαφορίας, της αναισθησίας τους. 

Οι λόγοι για τους οποίους απέτυχε ο Ονήσιλος να αφυπνίσει τους Κυπρίους είναι

η αδιαφορία τους, η παχυδερμία, το βύθισμα στον ευδαιμονισμό, το βόλεμα, ο εφησυχασμός, το ότι 
ενδιαφέρονται μόνο για την οικονομική ανάπτυξη και τα υλικά αγαθά. 

Όλα αυτά τους αποσπούν την προσοχή από τα μηνύματα των καιρών και δεν τους επιτρέπουν να
 τα ερμηνεύσουν, να τα αποκρυπτογραφήσουν.

 Ο ποιητής είναι σαν να λέει η έπαρσή μας έφτασε στην ύβρη και η τιμωρία ήταν αναπόφευκτη.
   Γι’ αυτή μας την ύβρη ο Ονήσιλος θα μας καταραστεί (βλ. τελευταίο στίχο).

 «Κ’ έγειρα νεκρός. Άδοξος, άθλιος, καταραμένος απ’ τον Ονήσιλο»:

 Ο ποιητής δεν διαμαρτύρεται για την οργή του Ονήσιλου. Δέχεται το άδοξο τέλος και την κατάρα
 που τον βαραίνει, γιατί δεν φάνηκε αντάξιος της ιστορίας του τόπου του.
 Δέχεται αδιαμαρτύρητα τις κατάρες του Ονήσιλου και τον θάνατό του, γιατί νιώθει ενοχές.
 Θεωρεί ότι η τιμωρία του, όπως και όλου του κυπριακού ελληνισμού, είναι δίκαιη.

Στο πρόσωπο του ποιητή πρέπει να δούμε:
 
α) όλο τον κυπριακό ελληνισμό, γιατί όλοι έχουν την ευθύνη τους,
 β) τους πνευματικούς ανθρώπους, τους οποίους βαραίνει το χρέος της μη αφύπνισης του λαού.

 Γι’ αυτό στο τέλος του ποιήματος η οργή του Ονήσιλου ξεσπά μόνο πάνω στον ποιητή, ο οποίος 
αντιπροσωπεύει τους πνευματικούς ανθρώπους. 

Το τέλος αυτό λειτουργεί ως κάθαρση, με τη νέμεση, την τιμωρία των υπαιτίων, αφού το ποίημα
 αποτελεί ένα δράμα με ήρωες που έφτασαν στην ύβρη.
 ύβρις-νέμεσις-τίσις-κάθαρσις) 

Σύμβολα:

 Ονήσιλος:
 Σύμβολο αρετής, αγωνιστικότητας και αυτοθυσίας, που με τη θυσία του οδηγείται στην αγιότητα.

Είναι ο ήρωας που αγωνίζεται για τη διατήρηση της εθνικής ταυτότητας του λαού του, πέρα από
 συναλλαγές με βαρβάρους και πολιτικές σκοπιμότητες.

Καύκαλο: 
Συμβολίζει τον θάνατο που οδηγεί στην ηρωοποίηση, την αγιότητα/ ιερότητα. 
Ο θάνατος που προεκτείνεται στην ανάσταση αλλά και 
τη δικαίωση. 

Το γυμνό κρανίο 
είναι ο απογυμνωμένος άνθρωπος, απαλλαγμένος από τις κακίες των συνανθρώπων του.

Μέλισσες

Είναι ένα σύμβολο πολυδύναμο. 

Εκφράζουν την αγιότητα, την αγνότητα, την εργατικότητα, τον αδιάκοπο προβληματισμό.

 Είναι όλοι όσοι αγρυπνούν, ανησυχούν, ερωτούν σε μια εναγώνια προσπάθεια αφύπνισης όλων
 όσιο αδιαφορούν και υπνώττουν. 

Είναι, ακόμα, τα μηνύματα των καιρών, που, ενώ συρρέουν και μας έρχονται ή δίνονται επίμονα, 
εμείς τα αγνοούμε.

 Στοιχεία τεχνικής:

 ✓ Ειρωνεία, καυστικότητα 
✓ Επανάληψη
 ✓ Λακωνικότητα
 (με λίγες λέξεις λέει πολλά)

 
ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΝ 


Γραμματολογική κατάταξη: 

Πρώτη Μεταπολεμική Γενιά 

-Οδυνηρές εμπειρίες Β΄Π.Π., Κατοχής, Εμφυλίου, Μετεμφυλιακά χρόνια 
- αυτοβιογραφικό 
στοιχείο 
- συναισθηματική συμμετοχή στις περιπέτειες των ηρώων
 -ρεαλισμός

 Θέμα:
 
Το μυθιστόρημα αναφέρεται στην Μικρασιατική καταστροφή, 
τον ξεριζωμό και τις δοκιμασίες των προσφύγων κατά την εγκατάστασή τους στην Ελλάδα.

 Το απόσπασμα αναφέρεται στο Α μέρος του μυθιστορήματος πριν την Μικρασιατική καταστροφή,
 όπου περιγράφονται οι καθημερινέςσυνήθειες των προσώπων, οι οικογενειακές στιγμές και οι ειρηνική συμβίωση
 Ελλήνων,Τούρκων και Αρμενίων. 

Τόπος: 

Αϊδίνι, στο σπίτι της Αλίκης Μάζη/Μάγη


 Χρόνος:

 α) Ιστορικός χρόνος: περίοδος από το 1918 μέχρι τον Β΄Π.Π. 

Β) χρόνος της ιστορίας: 1918- 1942: 
Ο χρόνος κατά τον οποίο συνέβηκε η ιστορία

 Γ) Χρόνος αφήγησης: 1942 (παρόν αφήγησης): 
ο χρόνος κατά τον οποίο η αφηγήτρια εξιστορεί τα γεγονότα.

 Προκειμένου να εξιστορήσει τα γεγονότα χρησιμοποιεί την τεχνική της αναδρομικής αφήγησης 
που της επιτρέπει να μεταβεί στο παρελθόν και στο χρόνο της ιστορίας για να την αφηγηθεί.

 Πρόσωπα: 
Αλίκη Μάγη (αφηγήτρια), Θεία Καλλιόπη, Θεία Ερμιόνη, Θείος Αριστείδης, Θείος
 Περικλής, θείος Ορέστης, Ιω, Ελβίρα, θείος Θανάσης, γιαγιά, πατέρας, Τακουή, Καπετάν Μαθιός,
 Κόνα Αγγελικώ. 

Είδος αφήγησης: 

πρωτοπρόσωπη: αφηγείται προσωπικά βιώματα και εμπειρίες τι επιτυγχάνει:
 • ζωντάνια • αμεσότητα • έχει τη δύναμη της προσωπικής μαρτυρίας • έντονο βιωματικό στοιχείο
 • αληθοφάνεια στην αφήγηση. 


Τύπος αφηγητή: 

ομοδιηγητική/αυτοδιηγητική αφηγήτρια: πρωταγωνιστεί στην ιστορία που αφηγείται


 Είδος εστίασης:
 
εσωτερική εστίαση καθώς αφηγείται όσα η ίδια γνωρίζει και υποκειμενικά,
 άρα έχει περιορισμένη γνώση.

 Η γυναικεία οπτική της αφήγησης: 

• στο απόσπασμα κυριαρχούν οι γυναικείες μορφές, η ζωή τους στο σπίτι, λεπτομέρειες από την
 καθημερινότητα των μικροαστών και των λαϊκών ανθρώπων.

 • Κατανοεί τις γυναίκες, τη συμπεριφορά και τα συναισθήματά τους

 • Δικαιολογεί τις συμπεριφορές των γυναικών 

• Στηρίζει τις γυναίκες και κρίνει τη στάση των άλλων και τη δική της απέναντί τους. (π.χ. σχολιάζει
 το γεγονός ότι η Ελπινίκη, γυναίκα του θείου Θανάση, δεν είναι αποδεκτή από τα αδέλφια 
του άντρα της, παρόλο που φαίνεται ντροπαλή και συνεσταλμένη ή τη συνενοχή της ίδιας της
 αφηγήτριας με την κόνα Αγγελικώ, που καταλαβαίνει ότι κλέβει από τα κελάρια τους, εντούτοις η 
μεγάλη αγάπη που τρέφει προς αυτήν δεν της επιτρέπει να την μαρτυρήσει). 

Τα δύο «στρατόπεδα» της οικογένειας 

Ανάλογα με τη συμπεριφορά τους προς τους άλλους:

 → Το πρώτο «στρατόπεδο» :
Είναι άνθρωποι που αποδέχονται τους άλλους, δεν κάνουν διακρίσεις, είναι ανοιχτόκαρδοι και κατα
δεκτικοί, ειλικρινείς στις συναναστροφές τους 
 η γιαγιά  ο θείος Θανάσης,  η θεία Καλλιόπη  ο πατέρας (η θεία Ερμιόνη δεν ανήκει σε κάποιο 
από τα στρατόπεδα)  Η Τακουή, η Αρμένισσα γειτόνισσα, είχε λαϊκή καρδιά, ήταν καλόψυχη και αφε
λής,χείμαρρος στα λόγια, φορέας της δικής της κουλτούρας.  Ο καπτάν Μαθιός –καραβοτσακισμέ
νος θαλασσόλυκος και μετέπειτα στεριανός στο Αϊδίνι− ζωντανεύει μέσα από την αφήγηση 
της Καλλιόπης τη φωνή του.
  Η κόνα Αγγελικώ, σημαντική βοήθεια στο σπίτι για τη γιαγιά, αλλά και παρουσία ιδιαίτερα αγαπη
τή στα παιδιά με τη φροντίδα της και τα παραμύθια. Άνθρωπος σβέλτος, καλόκαρδος, ακούραστος,
 με λαϊκή σοφία. 
→ Το δεύτερο «στρατόπεδο» 

• θείος Αριστείδης • θείος Περικλής • θεία Ηλέκτρα • θείος Ορέστης • θεία Ιώ. • η θεία Ελβίρα Σιτζάνο
γλου Τα παιδιά (όπως η αφηγήτρια και η Ριρή με την οποία η πρώτη μοιράζεται σκέψεις και συναι
σθήματα καθότι συνομήλικες), αποκτούν εμπειρίες και βιώματα ιδιαίτερα με τη συναναστροφή.
 Έρχονται σε επαφή με άλλες κουλτούρες, ιδιώματα, λαϊκές δοξασίες, ιστορίες, παραμύθια, 
συνήθειες, με μυρωδιές και γεύσεις, τραγούδια και χορό. Ήθη στο Αϊδίνι και γενικότερα στη Μ. Ασία:
 • συνήθεια να δίνονται στα παιδιά αρχαιόπρεπα ονόματα (Ηλέκτρα, Ιώ, Καλλιόπη, Αριστείδης,
 Περικλής, Ορέστης, Ερμιόνη, Ελπινίκη, κ.ά).

 • πλουσιοπάροχα γεύματα που περιλάμβαναν και του πουλιού το γάλα 

Λαογραφικά στοιχεία: 

• πίστη στη βασκανία (γιαγιά) – η διαδικασία για το ξεμάτιασμα από την κό
να Αγγελικώ
 • ξόρκια και γιατροσόφια για τη θεραπεία ασθενειών (πχ. έκοβε το «σαρλίκι» με μέλι και
• μετάξι, 
τις «μαγουλήθρες» των παιδιών με Πεντάλφα, κ.ά.)
 • κόψιμο του φιδέ (δίνεται αρκετά αναλυτικά η όλη διαδικασία, που ήταν μια συλλογική δουλειά και 
ευκαιρία συνάντησης, συζητήσεων και ανταλλαγής συνταγών για γλυκά και φαγητά.
 • Καφεμαντεία, χαρτορίχτρες, μάγεια, ξόρκια
• άγρυπνοι φρουροί, Χτύπος του ραβδιού του παζβάντη (νυχτοφύλακα) ζωή και την περιουσία των
 κατοίκων
 • Διηγήσεις παραμυθιών: διήγηση της ιστορίας του Τσάκιτζη (λαϊκός ήρωας που λήστευε τους πλούσιους τσιφλικάδες της περιοχής και έδινε χρήματα και αγαθά στους φτωχούς). 
- ιστορίες της κόνας Αγγελικώς για νεράιδες που ξελογιάζουν τους άντρες, για τα στοιχειωμένα
 τσοκαράκια της Βαλιντέ-χανούμ
 • Φωτίζουν τη σοφία του λαού,
• φανερώνουν γλωσσικό πλούτο
 • φωτίζουν τον τρόπο ζωής
 • Φωτίζουν τις προσδοκίες και τα όνειρα των ανθρώπων
 • Διαφυλάσσονται στη μνήμη ως αναμνήσεις που επιστρέφουν μέσω της αναπόλησης

 Αφηγηματικές τεχνικές: 

1. Μέθοδος αναπόλησης:
 η αφηγήτρια ανασύρει γεγονότα και τα αφηγείται χωρίς να τηρείται χρονολογική σειρά.

 2. Αναλήψεις: 
η αφηγήτρια μετατοπίζει την αφήγηση του από το παρόν στο παρελθόν και μεταφέρεται σε 
γεγονότα που έγιναν παλαιότερα.

 3. Διάλογος: 
ζωντάνια, φυσικότητα, θεατρικότητα, αληθοφάνεια, φωτίζεται το ήθος και ο χαρακτήρας
 των ηρώων 

4. Περιγραφή: 

πλούσιες και λεπτομερείς περιγραφές της καθημερινής ζωής στήνεται το σκηνικό
 δράσης, φωτίζεται η αφήγηση,αισθητική απόλαυση για τον αναγνώστη, αληθοφάνεια στην αφήγηση, 
παρουσίαση της αλλαγής και της μεταβολής της ζωής μετά τη μικρασιατική καταστροφή.

 Οι δύο κόσμοι (πριν και μετά την καταστροφή) φαντάζουν πολύ διαφορετικοί και εντείνουν την τρα
γικότητα των ηρώων. 
Αυτό είναι εμφανές στην τελευταία παράγραφο του αποσπάσματος «Άλλωστε,
 στο σπίτι μας τέτοια “ψιλοπράματα” κανείς δεν τα υπολόγιζε τότε.»

5. Προϊδεασμός: μικρή υποψία, πρόγευση για κάτι που θα συμβεί 

6. Πλάγιος λόγος (αφηγήσεις θείας Καλλιόπης, διαλόγους της Καλλιόπης με τον Καπετάν Μαθιό,
 αφηγήσεις κόνας Αγγελικώς)

 7. Αντιθέσεις: 

α) πλούσιοι vs φτωχοί δε στέκονται εμπόδιο στην αλληλεγγύη, την αγάπη, την εμπιστοσύνη. 

Β) πριν την Μικρασιατική καταστροφή vs μετα από αυτήν
 «Άλλωστε, στο σπίτι μας τέτοια “ψιλοπράματα” κανείς δεν τα υπολόγιζε τότε.»

 • Προϊδεασμός για την αλλαγή της ζωής και της τύχης
 • Τα δεδομένα γίνονται ζητούμενα 
• Τέλος της ανεμελιάς και της ξεγνοιασιάς 
• Έμμεση αναφορά στη Μικρασιατική καταστροφή 

Ο ρόλος του παρατατικού:

 -πειστική απόδοση της πραγματικότητας 
-αποτύπωση καθημερινών, επαναλαμβανόμενων συνηθειών
 -διαστολή και επιμήκυνση του χρόνου
 -παραστατική απόδοση της αφήγησης
 

ΦΙΛΙΠΠΟΣ

 Γενικά: 

Το ποίημα «Φίλιππος» ανήκει στην πρώτη ποιητική συλλογή του Τ. Σινόπουλου «Μεταίχμιο Β»

, που δημοσιεύτηκε το 1957. 

Τα ποιήματα αυτά γράφτηκαν στην περίοδο 1949-1955. 

Πολλά από τα ποιήματα της συγκεκριμένης συλλογής έχουν για τίτλους ονόματα,
 όπως «Φίλιππος», «Ιάκωβος», «Μαρία»?, 

υποδηλώνοντας το καθένα και κάποιο ατομικό δράμα
 του ποιητή, κουβαλώντας και επιβεβαιώνοντας με τον τρόπο τους κάποια επώδυνη μνήμη του.

 Στο ποίημα επίσης «Φίλιππος» γίνεται αναφορά της πόλης Λάρισας, 
εδώ υπηρέτησε ο Σινόπουλος στα χρόνια του εμφυλίου πολέμου. 

Ο τίτλος του ποιήματος: 

Ένα όνομα, «Φίλιππος», είναι ο τίτλος του ποιήματος, 

του βασικού ουσιαστικά προσώπου στο οποίο και αναφέρεται. 

Πρόκειται για έναν φανταστικό ήρωα, μια και κατά τη μαρτυρία του ίδιου του ποιητή 
ο Φίλιππος του ποιήματος ταυτίζεται με το φίλο του Φώτο Πασχαλινό,

 που εκτελέστηκε από τους Γερμανούς το 1942 στην Πάτρα. 

Δομή του Ποιήματος: 

Πρώτη ενότητα: 

«Εδώ?.αίμα» (στιχ.1-10). Ο εμφύλιος

 Δεύτερη ενότητα: «δε θα ?.αγώνα;» (στιχ.11-18). Στη Λάρισα

 Τρίτη ενότητα: «δε θα?. Λάρισα» (στιχ. 19- 24). Στη Λάρισα

 Τέταρτη ενότητα: «Και?.τέσσερα» (στιχ. 24- τέλος). Το σήμερα

 Το περιεχόμενο του ποιήματος: 

Το ποίημα ξεκινάει με το επίρρημα «εδώ», μια αόριστη τοποθέτηση στο χώρο, που συγκεκριμενο
ποιείται, όμως, καθώς προχωρά η αφήγηση.

 Έτσι, στους επόμενους στίχους 2, 12,15 και 24 ο ποιητής αναφέρει σχετικά με το χώρο,
 πως βρίσκεται σε μιαν ακίνητη κοιλάδα, στην πόλη της Λάρισας, 
μια πόλη φανταστική, ασάλευτη και κούφια. 

Ο χρόνος φαίνεται να έχει σταματήσει για όλους, ακόμη και για τον ποιητή, 
με όλα τα παραπάνω επίθετα, που αποδίδονται στον τόπο, όπου ζει, τονίζεται ουσιαστικά η
εφιαλτική εικόνα της εποχής του. 

Το μόνο που
 του έχει απομείνει σ’ αυτό το τοπίο εγκατάλειψης, είναι η ανάμνηση του Φίλιππου, 
κάθεται λοιπόν και τον συλλογίζεται. 


Ωστόσο, «δεν θα ξανά ‘ρθει ο Φίλιππος», 
μας δηλώνει, πρόκειται για μια φράση βασικό μοτίβο, κλειδί για την κατανόηση του ποιήματος,
 που χρησιμοποιείται τρεις φορές μέσα σ’ αυτό (στίχος: 1,11, 19): 

-σαν απόδειξη, μαρτυρία του πως αντιδρά και πως δέχεται ο ποιητής το χαμό του.

 Στο ποίημα αυτό ο Σινόπουλος χρησιμοποιεί τη μέθοδο και την τεχνική της σύνθεσης ενός μουσικού έργου, η επανάληψη της συγκεκριμένης φράσης αποσκοπεί 

κατ’ αρχή στο να τονίσει τη συγκίνηση του, δείχνοντας το μέγεθος της απώλειας που σημαίνει για 
τον ίδιο ο θάνατος του Φιλίππου, μέσα από την επιμονή του σε μια πραγματικότητα αμετάβλητη.

 Ευνόητο είναι βέβαια, πως συμπαρασύρει σ’ αυτή τη συγκινησιακή κατάσταση και τον αναγνώστη 
του 
Εκτός, όμως, από αυτό με τη χρήση του αφηγηματικού τεχνάσματος της επανάληψης περνά με
 μεγαλύτερη άνεση από τη μια θεματική ενότητα και ταυτόχρονα εικόνα σε κάποια επόμενη, 
μια και χρησιμοποιείται σαν επωδός κάθε φορά ο συγκεκριμένος στίχος, προκειμένου να κλείσουν κατά κάποιο τρόπο τα επί μέρους τμήματα, από τα οποία συναρμολογείται το ποίημα. 

Οι διαφορετικές έτσι εικόνες μέσα σ’ αυτό, άσχετες με μια πρώτη ματιά μεταξύ τους, ενισχυμένες και
 από τη διαφορά του χρόνου στον οποίο αναφέρονται, πλαισιώνουν τη βασική ιδέα, που στάθηκε 
ως αφορμή για να γραφεί το ποίημα και που δεν είναι άλλη από το νόημα της θυσίας του ήρωα Φιλίπ
που.

 -Εάν περάσουμε στη συνέχεια στη λέξη του στίχου, βλέπουμε πως ο αρνητικός τύπος του μέλ
λοντα του ρήματος, «δεν θα ξανά ‘ρθει», δεν αφήνει κανένα περιθώριο αλλαγής, έχουμε πράγματι να
κάνουμε με μια τελεσίδικη κατάσταση. 

Όλα έχουν επικεντρωθεί λοιπόν σε μια μνήμη επώδυνη, που αφορά σ ’έναν άνθρωπο διαφορετικό
 και ξεχωριστό, που δεν βολεύονταν με ότι βολεύονται οι πολλοί συνήθως

Είναι, απ’ ότι φαίνεται, ο μόνος που έχει τη δύναμη μέσα στη γενικότερη, κυρίαρχη ακινησία του 
περιβάλλοντος χώρου την συγκεκριμένη εποχή να αντιδράσει. δεν πείθεται, ούτε και δελεάζεται από
 μικρά και τετριμμένα πράγματα, τα «λάφυρα και οι σειρήνες» δεν στάθηκαν ικανά να τον μετακινή
σουν από τα οράματα του, έτσι ώστε να περάσει στο στρατόπεδο των πολλών.

Οι ηθικές αξίες εδώ αντιπαρατίθενται με τα υλικά αγαθά και φυσικά υπερισχύουν αυτών, όσον αφορά τις προτιμήσεις του Φιλίππου. Ο ποιητής στέκεται απέναντι του και διαλέγεται μαζί του, καθώς ανακαλεί τη συμπεριφο
ρά του σε ένα γυμνό και άδειο, ακίνητο παρόν. 

Το όνειρο του Φίλιππου ήταν μια πατρίδα χωρίς σύνορα, «απέραντη», που θα έφτανε για να χωρέ
σει όλους,χωρίς σύνορα, πολέμουκαι καταστροφές. Μα απ ότι αφήνεται να εννοηθεί, το μόνο που 
κέρδισε από έναν τέτοιο αγώνα και μια τέτοια πανανθρώπινη πίστη ήταν η προδοσία. 

Δύο ερωτήματα υπάρχουν σε όλο το ποίημα:

Α) το πρώτο είναι αυτό, που απευθύνει ο Φίλιππος στον ποιητή, έναν άνθρωπο του πνεύματος 
στους στίχους 5 και 6, τον οποίο φαίνεται να μη διακρίνει από το πλήθος, εμπλέκοντας τον μέχρις
 ενός σημείου κατ’ αυτόν τον τρόπο στην προδοσία, που έχουν υποστεί τα πιστεύω του.

 Ποια είναι η αλήθεια, γιατί το ψέμα αντί αυτής, «ποιο είναι το αληθινό σας πρόσωπο» φωνάζει
 ο Φίλιππος απευθυνόμενος προς τον ποιητή, πριν εγκαταλείψει έναν κόσμο, που δεν του ταιριάζει.


 Πικρή ειρωνεία και μαζί απελπισία και από μέρους και των δύο, περισσότερο αδυναμία για τον
 δεύτερο και απ’ ότι φαίνεται εν τέλει υπερηφάνεια από μέρους του Φιλίππου, που δεν ενδίδει.

 Ο Φίλιππος «φεύγει για τα λαμπερά βουνά», έναν κόσμο χωρίς οράματα έχει τη δύναμη να τον 
απορρίψει και να τον εγκαταλείψει.

 Ο στίχος επαναλαμβάνεται δυο φορές στο ποίημα (στίχος: 7, 21), παρόλα αυτά δεν έχει τη σημασία, 
που έχει ο προηγούμενος στίχος «δε θα ξανά ‘ρθει ο Φίλιππος», πιο ποιητικός απ’ αυτόν τονίζει
 την διάθεση για φυγή του ήρωα και το ιδιαίτερο ποιόν του, τα βουνά παραμένουν πάντα ένα 
σύμβολο ελευθερίας και ανεξαρτησίας.

 Κάτι μεγάλο φαίνεται, πως χάθηκε μαζί με τον ονειροπόλο Φίλιππο, η απουσία του φέρνει μοναξιά
 και ίσως να δημιουργεί τύψεις στον ποιητή. 

Η προδοσία των οραμάτων του ήρωα τον βασανίζουν, πιο πολύ πάντως μετράνε οι συνέπειες
 αυτής της απώλειας 

Στα χρόνια που ακολούθησαν, ήρθανε πόλεμοι και μάλιστα για τους Έλληνες ο 
χειρότερος όλων των πολέμων, ο εμφύλιος, μάχες πολλές, ο θρίαμβος του παραλογισμού και της 
ασυνεννοησίας, χειμώνας ήλθε στην αγαπημένη χώρα και αίμα, ποτάμι αίμα. 

Η θάλασσα η πηγή της
 ζωής γι ‘ αυτόν τον τόπο, η προς τα έξω πύλη του χάθηκε. Κάτι μεσαιωνικό από σκοτεινούς, αλλοτι
νούς καιρούς φέρνει μαζί του ο στίχος 8, όταν οι διαφορές μεταξύ των ανθρώπων
 λύνονταν με την άνευ όρων υποταγή τους και την εξόντωση τους καμιά φορά μέχρι ενός.


 Στους στίχους 9 και 10 η σκληρότητα και οι συνέπειες αυτού του πολέμου τονίζονται με την
 επανάληψη του ρήματος «μαύρισε», που αποδίδει το χρώμα του πένθους και της νύχτας, το 
σκοτάδι κάλυψε τα πάντα γύρω από τον ποιητή σε αντίθεση με το φως, που έφερνε και που αποζη
τούσε ο Φίλιππος. 

Το χειμωνιάτικο τοπίο σε συμφωνία με την ύπνωση της ζωής, το σταμάτημα της,
 αλλά και κάτι πολύ χειρότερο απ’ όλα αυτά: η σκέψη των ανθρώπων ανήμπορη, βυθισμένη μέσα 
στο κακό και αυτό είναι το πιο τρομερό γιατί θα έχει ως αποτέλεσμα του το θάνατο. 

Ο Φίλιππος έφυγε λοιπόν οριστικά και για πάντα. 

Όλες οι εικόνες του πολέμου, που μας παραθέτει
ο ποιητής, έρχονται να συμπληρώσουν το λόγο της ανεπίστρεπτης φυγής του. Είναι βράδυ,
 ωστόσο, κι ο ποιητής παγώνει, η μοναξιά του και η απελπισία του αυτή την ώρα ίσως είναι
 μεγαλύτερη απ’ όσοποτέ άλλοτε.

 Στο στίχο 12 μεταφερόμαστε κάπου αλλού, σε ένα τοπίο παροντικό για τον συγγραφέα,
με διαφορετικές εικόνες από αυτές που είδαμε μέχρι τώρα, ο χρόνος εξατομικεύεται,
 γίνεται προσωποπαγής, καθώς περνάμε σε ένα επίπεδο εσωτερικού διαλογισμού για τον ποιητή. 


Φυσάει δυνατά και, ενώ τα σκέφτεται όλα αυτά ένα απέραντο τοπίο καταστροφής μέσα του και 
έξω απ αυτόν συμπληρώνει την απελπισία του, την έλλειψη και το κενό που αισθάνεται από την α
πουσία του Φιλίππου.

 Είναι μεσάνυχτα λοιπόν, σε ένα καφενείο της Λάρισας, ο τόπος ορίζεται με ακρίβεια
 μια πόλη επαρχιακή και επίπεδη, θα μπορούσε στη θέση της να βρίσκεται οποιαδήποτε άλλη, 
όσο για την χρονική στιγμή είναι η ώρα, που οι ανικανοποίητες συνειδήσεις ξαγρυπνούν, 
μη μπορώντας να συμβιβαστούν να δεχτούν αδιαμαρτύρητα, ότι τους βαραίνει. 


Η πόλη, μια βομβαρδισμένη πόλη, φαίνεται μόλις να βγήκε από μια μεγάλη καταστροφή από το 
πέρασμα ενός πολέμου,που την έχει αφήσει βαθιά τραυματισμένη.

 Μια πόλη εξιλαστήριο θύμα στο βωμό της παραλογισμού, στη σκιά του θανάτου, 
που μπορεί να πέρασε αλλά άφησε πληγές ανοιχτές πίσω της, έτσι για να προκαλείται και να 
απαιτείται μια απάντηση, για όλα αυτά που έγιναν, για να καταλάβει τελικά το γιατί παραμορφώθηκε. 

Εικόνες που είδε και ξαναβλέπει ο ποιητής, αυτή τη φορά πίσω από τη Λάρισα παρελαύνει 
ένας ατέλειωτος αριθμός πόλεων, όσες θα μπορούσε να συλλάβει η ανθρώπινη φαντασία.

 Ασάλευτες πόλεις, που βρέθηκαν στο μάτι του κυκλώνα, νεκρές από ζωή, με το θάνατο πάντα να
 παραμονεύει.

 Β) το δεύτερο ερώτημα του ποιητή ανελέητο, καθώς φαντάζει ακατανόητο για αυτόν και, καθώς
 αισθάνεται ανίκανος να βρει μια απάντηση για αυτό.

 «Ποιο είναι το δίκαιο του πολεμιστή;» 

Ποιο ήταν το δίκαιο του Φίλιππου, του κάθε Φίλιππου; 

«Ο αγώνας», ποιος αγώνας, για ποιον και γιατί ο οποιοσδήποτε αγώνας;

 «Ο αγώνας που σε πάει σε άλλον αγώνα»;
 Και τι μένει απ όλα αυτά; Ένα όνειρο χαμένο μια ζωή δοσμένη που και γιατί;
 η επανάληψη του πρώτου στίχου για Τρίτη φορά «Ο Φίλιππος δεν θα ξανά ‘ ρθει».

 Οι ήρωες δεν θα ξανάρθουν για τον ποιητή, ο φίλος που χάθηκε, πήρε μαζί του κάθε του πίστη 
και ελπίδα. 
Ο άνθρωπος Φίλιππος, ανυποχώρητος, πέρα από συμβιβασμούς και ημίμετρα, αγαπούσε το φως,
 τους ανθρώπους με τα καθαρά και χαρούμενα πρόσωπα, ο Φίλιππος της αγάπης και του ονείρου,
 ο πλασμένος για τα μεγάλα πράγματα για τις κορυφές, ο ξεχωριστός, ο διαφορετικός, ο ελεύθερος. 

Στην τελευταία ενότητα (στίχος: 22 -29) το σκηνικό αλλάζει τελείως, εικόνες φαινομενικά άσχετες
 του εξωτερικού χώρου, που εναλλάσσονται με σκέψεις του ποιητή, έτσι όπως αυτές βγαίνουν μέσα
 από την επώδυνη αναπόληση των περασμένων.

 Η τελευταία αντιπαράθεση του με τον Φίλιππο, μόνος του σε μια πόλη, στους άδειους δρόμους 
της Λάρισας σφυρίζοντας να περπατάει, η ανεμελιά, η προσπάθεια να σταθεί και να επιζήσει σε ένα
 επίπεδο και κούφιο, τραγικά ανούσιο παρόν. 

Η τελευταία εικόνα, που έρχεται να τονίσει αυτό ακριβώς: η κυρία Πανδώρα ακρωτηριασμένη από
 όλα όσα προηγήθηκαν, σε μια ακρωτηριασμένη χώρα να ενδιαφέρεται για τα πολύ τετριμμένα 
και ασήμαντα πράγματα, επιδιδόμενησε συζητήσεις περί σώματος. 

Το σαράντα τέσσερα είναι πολύ μακριά και τόσο κοντά ταυτόχρονα, όσο η τραυματισμένη
 και μόνη ψυχή του ποιητή μπροστά σε ένα κόσμο μικρό, εάν αντιπαρατεθεί με τα πρόσωπα της
 μνήμης, που κουβαλάει μέσα του.
 

Τελική εκτίμηση:

 Ο «Φίλιππος» είναι ένα από τα πλέον γνωστά ποιήματα του Τ. Σινόπουλου και ένα από τα
 αντιπροσωπευτικότερα της μεταπολεμικής ποίησης μας, ενδεικτικό του τρόπου με τον οποίο
 βίωσαν τα δραματικά γεγονότα της κατοχής και του εμφυλίου οι ποιητές αυτής της γενιάς, αλλά και
 του τρόπου με τον οποίο τα απέδωσαν.

 Η μνήμη σ’ αυτούς τους ποιητές έπαιξε σημαντικό ρόλο, τα προσωπικά τους βιώματα και οι
 τραυματικές τους εμπειρίες. 

Με τεχνικές μοντέρνες: θρυμματισμένο λόγο, ελλειπτικό και συμβολικό συχνά περνούν όλη την 
ανασφάλεια τους και το αίσθημα της αποτυχίας, που αισθάνονται από τη βίαιη διάψευση των ιδεών
 τους. 

Στο συγκεκριμένο ποίημα ο Σινόπουλος βαθύτατα διχασμένος εσωτερικά, με ένα κομμάτι του να αι
μορραγεί, με μια απόλυτα πεσιμιστική διάθεση μέσα από σκληρές εικόνες και συχνά με ένα αίσθημα
 απόλυτου κυνισμού σκιαγραφεί την εποχή του, μη αφήνοντας περιθώρια αμφισβήτησης στους ανα
γνώστες του γύρω από τα όσα λέει.

 Ο λόγος του ουσιαστικός και λιτός μέσα από την αντιπαράθεση του χθες με την εποχή του, με μια
 παλινδρομική κίνηση, που αφορά στο πήγαινε-έλα ανάμεσα σ’ αυτόν και τον Φίλιππο, τον Φίλιππο
 και τους άλλους, τους άλλους και τον ίδιο, δεν μας δίνει μια εικόνα μόνο του εσωτερικού του κόσμου,
 μας πληροφορεί γενικότερα για το πώς βλέπει ο ίδιος τον κόσμο.

 1. Με μαύρο χρώμα υπογραμμίζονται τα συναισθήματα και οι σκέψεις του ποιητή και με κίτρινο τα
 συναισθήματα και οι σκέψεις του Φίλιππου.

Με κόκκινο τονίζονται οι συνέπειες της προδοσίας.


ΔΕΥΤΕΡΟ ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ 


Χαρακτηριστικά της ποίησής του 

Χαρακτηριστικά:
 
Θέματα: 

Επιγραμματικότητα
-Συμπύκνωση
- Η Κυπριακή ιστορική πραγματικότητα.

Προσωπικά του βιώματα. 
Ακριβολογία 

Μέτρο:
 Προβληματισμός και φιλοσοφική  διάθεση 
 Παραδοσιακός έμμετρος ομοιοκατάληκτος στίχος. 


Ελεύθερος στίχος 
Κλίμα μελαγχολίας, πικρίας, διάψευσης, διαμαρτυρίας

Γλώσσα:

 Δημοτική και Κυπριακή διάλεκτο.

  Ειρωνεία (καβαφική)
 – υπαινικτική ειρωνεία 

Προσωποποίηση 

Επανάληψη (θεμάτων, στίχων κτλ.) 

– παραλλαγές 

Δεύτερο γράμμα στη μητέρα Θ’ 

Το ποίημα αποτελείται από 25 μέρη, όσα και τα γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου, αν προσθέσου
με σε αυτά και το στ’.

 Ιστορικό πλαίσιο: 

• Απελευθερωτικός αγώνα 1955-1959,
 • ανεξαρτησία της Κύπρου, 
• διακοινοτικές ταραχές,
 • στρατιωτική δικτατορία στην Ελλάδα που οδήγησαν και σε προβληματικές διπλωματικές σχέσεις
 των 2 κρατών, 
• παρεμβάσεις των ξένων στα εσωτερικά του κράτους
 • πραξικόπημα και εισβολή. 

Περιεχόμενο 

Ο ποιητής επιθυμεί να στείλει «γράμμα» στη «μητέρα» και επιδιώκει αυτό να έχει συνοχή και δομή. 

Η πρόθεση του όμως είναι δύσκολο να επιτευχθεί λόγω της περιρρέουσας κατάστασης
 που επικρατεί .

 Η πραγματικότητα που βιώνει ο ποιητής κοινωνικά, πολι
τικά και ιστορικά επηρεάζουν τη συναισθηματική του κατάσταση.
 Αντικρίζει τη νέα κατάσταση της πατρίδας του και εκφράζει τη θλίψη και την ανησυχία του.
 
Α’ Ενότητα: στ.1 – 23

 «Μητέρα, διαισθάνομαι πως το γράμμα μου άρχισε να διασπάται, .... πως η δομή που ήλπιζα άρχισε
 να διασπάται »
: Ο ποιητής εκφράζει την απογοήτευσή του για το ότι η προσπάθειά του έμεινε άκαρπη.

 Η επιθυμία του να στείλει στην μητέρα του ένα σωστά δομημένο γράμμα δεν έχει αποτέλεσμα.
 Οι συνθήκες που επικρατούν διέλυσαν τις ελπίδες του. 

Η χρήση των ρημάτων αποκαλύπτουν την πρόθεση του ποιητή η οποία ανήκει στο παρελθόν: 

ήλπιζα, επεδίωξα χρόνος παρατατικός που δείχνει διάρκεια η οποία όμως πλέον έχει διακοπεί.
 
Το ρήμα «διασθάνομαι» σε χρόνο ενεστώτα εισάγει τον κίνδυνο της ανατροπής. 

Τα σχέδια του ποιητή θα ανατραπούν και το γράμμα του θα χάσει τον αρχικό του σκοπό.
 
Δημιουργείται ένταση και αντίθεση ανάμεσα στην πρόθεση και την επιθυμία και στον φόβο
 ότι αυτή δεν θα μπορέσει να ολοκληρωθεί. 

Σε αντίθεση με τον ενεστώτα (αρχίζει), η χρήση του ρήματος, εδώ, σε αόριστο (άρχισε) συνδυάζεται
 άριστα με το ρήμα διαισθάνομαι, το οποίο δημιουργεί την εντύπωση πως το γεγονός της διάσπασης πρόκειται να εξελιχθεί και να επηρεάσει την ποιητική αφήγηση.

 Σαν τις κουρασμένες τετράδες ... το ταχύτερο στα συνήθη»: 

Η αρχή της διάσπασης επιχειρείται να εξηγηθεί μέσα από το παράδειγμα των μαθητικών 
παρελάσεων. Πρόκειται για μια εκτεταμένη παρομοίωση, πρώτη από τις συνολικά τρεις που περιλαμ
βάνει το συγκεκριμένο απόσπασμα ,οι οποίες λειτουργούν συμβολικά και μεταφορικά. Εδώ οι μαθητικές παρελάσεις αποκτούν φωνή, ζωντανεύουν , λένε «ουφ» «και επιτέλους» και σπεύδουν να απομακρυνθούν από τη συλλογι
κότητα της παρέλασης επιβεβαιώνοντας την αίσθηση της διάσπασης. 

Μαθητικές παρελάσεις: Ο ποιητής επιλέγει να αναφερθεί στις μαθητικές παρελάσεις , και όχι σε
 στρατιωτικές ή σε άλλου είδους, γιατί σε αυτές οι πρωταγωνιστές είναι οι νέοι, οι έφηβοι που οικειο
θελώς συμμετέχουν .
 
Έτσι, παραπέμπουν στους πολίτες ενός νεοσύστατου δημοκρατικού κράτους το οποίο, τη χρονιά που εκδίδεται το Δεύτερο γράμμα (1972) μετράει μόνο 12 χρόνια ζωής. 
Η παρέλαση χρειάζεται δομή, συνοχή αλλά και ταλαιπωρία για να μπορέσουν τα άτομα να
 υποτάξουν το «ατομικό» στο «συλλογικό».

 Άρα, η ανακούφιση που αισθάνονται οι μαθητές, όταν την εγκαταλείπουν, ταυτίζεται 
με την εγκατάλειψη των ίδιων των πολιτών στο κράτος τους δυο χρόνια πριν την εισβολή.

 Από την άλλη, τα «κουμπωμένα κολάρα» και το στοιχισμένο βήμα μαρτυρούν μια αίσθηση
καταπίεσης από την οποία οι « μαθητές» σπέυδουν να ξεφύγουν παραπέμποντας σε μια διάσπαση
 της συλλογικότητας και της ενότητας. 

Η στοιχισμένη μορφή των παρελάσεων, η έννοια δηλαδή της αυστηρής στοίχισης, εκφράζει την
 πρόθεση του ποιητή να συνδυάσει και τη δυναμική, τη ζωντάνια και την καινοτομία 
(ελεύθερος στίχος, πεζολογικό ύφος, απουσία στροφών) αλλά και την αυστηρή δομή και τη συνοχή
 που διέπουν ένα ποίημα.

 Όπως όμως η μαθητική παρέλαση κινδυνεύει να διασπαστεί πλησιάζοντας στο τέλος, έτσι και το ποίημα κινδυνεύει με διάσπαση της δομής του καθώς προσπαθεί να ολοκληρωθεί.

 Συμβολισμοί: 

1. Οι κουρασμένες παρελάσεις σχετίζονται με το ιστορικό πλαίσιο του ποιήματος παραπέμποντας 
στην νεοϊδρυθείσα Κυπριακή Δημοκρατία.

 2. Οι τετράδες των μαθητών είναι οι στοίχοι της παρέλασης και παραπέμπουν στην ποιητική δημι
ουργία και στους στίχους του ποιήματος (λογοπαίγνιο: στοίχιση – στίχοι) αλλά και στη ανησυχία του
 ποιητή για τον κίνδυνο διάσπασης του ποιητικού λόγου.

 « Και η αλήθεια είναι πως τι χρειαζόταν η συνοχή ... πώς θα άντεχε ο ειρμός»: 

Ο ποιητής αρχίζει να ξεδιπλώνει τους προβληματισμούς του και τις ανησυχίες του (αλλά και τον εκνευρισμό και την αγωνία του), με μια σειρά από με τη μορφή καταιγιστικών ερωτήσεων.

 →Ρητορικά ερωτήματα που επαναλαμβάνονται (επαναφορά) με σκοπό να προβληματίσουν.
 Η αυτονόητη απάντηση στα ερωτήματα αυτά είναι αρνητική (τι χρειαζόταν;
 = δεν χρειαζόταν, πώς θα άντεχε = δεν θα άντεχε) και επομένως ο ποιητής κινδυνεύει να οδηγηθεί 
στην εγκατάλειψη της ενότητας.
 Σχετίζονται με τα «συνήθη» και τα « καθημερινά» των προηγούμε
νων στίχων παραπέμποντας στην ιστορική εποχή με την οποία συνδέεται το ποίημα.
 Οι κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες της εποχής δεν βοηθούν τη συνοχή, τη δομή και τη συνέπεια
να επιβιώσουν.

 « Που όπως είπα έρχεται ο τυχών ... και συνωθούνται» 

: Στο σημείο αυτό αιτιολογείται η αρνητική απάντηση που δόθηκε στα πιο πάνω ρητορικά ερωτήμα
τα. Περιγράφει, μέσα από επαναλήψεις( έρχομαι, ανοίγω) και αιτιολογικές προτάσεις με τη μορφή 
ερωτήσεων, την περιρρέουσα πραγματικότητα. 

Η αναφορά «που όπως είπα» βρίσκεται σε άλλα αποσπάσματα του Δεύτερου γράμματος και συγκε
κριμένα στο απόσπασμα δ’. 

Ο Μόντης επιλέγει ως ιστορικό πλαίσιο του ποιήματος τη σύγχρονη
 ιστορική πραγματικότητα , δηλαδή μια αντιηρωική εποχή διάψευσης προσδοκιών, απογοήτευσης
 και διάσπασης που προκύπτει από εξωτερικές παρεμβάσεις.

 Τα ρητορικά ερωτήματα: επαναλαμβάνονται με σκοπό να τονίσουν την ένταση και να μας προβλημα
τίσουν, προσδίδοντας θεατρικότητα στο ποίημα.
 Επίσης, μας παραπέμπουν να τα διαβάσουμε με πειστικό και παραστατικό ύφος. 

Το ίδιο ρητορικά αλλά και ερωτηματικά θα πρέπει να διαβαστούν και οι αιτιολογικές προτάσεις ,
αφού στην  ουσία λειτουργούν ως επιχειρήματα μέσα στο πλαίσιο ενός δραματικού μονολόγου ο
 οποίος αναδεικνύει τη σύγκρουση των συναισθημάτων του ποιητή. 
Σύγκρουση ανάμεσα στη διατήρηση της δομής και στον κίνδυνο διάσπασής της. 

Η επιλογή των επιρρημάτων (ανάκατα, απροειδοποίητα)
 φανερώνει το βαθμό των εξωτερικών παρεμβάσεων αλλά και τα αποτελέσματα που φέρνουν. 

Μέσα στη σκέψη του , που προσπαθεί να δομηθεί και κρατήσει μια ισορροπία, παρεμβαίνουν άλλο, 
ξένοι παράγοντες και του προσθέτουν στοιχεία και δεδομένα που δεν μπορεί να επεξεργαστεί. 

Β’ Ενότητα : στ 24 – 55 

Στη 2η ενότητα ο ποιητής, ο αποστολέας του γράμματος, διατυπώνει την πρόθεσή του 
να εγκαταλείψει τη δομή, τη συνοχή και τη συνέπεια

. «Εγκαταλείπω τη συνοχή, μητέρα, εγκαταλείπω τη δομή, μητέρα, εγκαταλείπω τη συνέπεια» 

Παρουσιάζεται η πρόθεση του ποιητή να εγκαταλείψει την προσπάθειά του. 

Το ρήμα «εγκαταλείπω» επαναλαμβάνεται και τίθεται με ασύνδετο σχήμα, φορτίζοντας συναισθημα
τικά το ποίημα και αποκαλύπτοντας την ψυχολογική κατάσταση του ποιητή. 
Ο ποιητής αισθάνεται θυμό, αγανάκτηση, απελπισία. Οι εξωτερικές συνθήκες τον ωθούν, τον 
αναγκάζουν να εγκαταλείψει την αρχική του πρόθεση.
 « δεν μπορεί να υπάρξει συνέπεια ... και τώρα ταυτίζομαι πλήρως»:

 Με μια σειρά από αιτιολογικές προτάσεις οι οποίες πάλι παραθέτονται ασύνδετα, ο ποιητής παρου
σιάζει την εξωτερική πραγματικότητα η οποία ευθύνεται για τη διάσπαση. 

Τα επιχειρήματά του λειτουργούν ως απόλυτες αντιφάσεις και συμπληρώνουν την απόλυτη εικόνα 
για τις ιδιαιτερότητες της εποχής( ένα κράτος νεοσύστατο, το οποίο ήδη από τα πρώτα χρόνια της 
ανεξαρτησίας βιώνει «επιθέσεις» και έρχεται αντιμέτωπο με γεγονότα τα οποία απειλούν την ομαλή
 πορεία του και τη δυνατότητα να κρατηθεί ενωμένο). 

Βρίσκεται σε εσωτερική σύγχυση και διακατέχεται από αντιφατικά και συγκρουσιακά συναισθήματα.
 Που εντοπίζεται η αιτία που οδηγεί τον ποιητή στη διάσπαση; 

Στις αιτιολογικές προτάσεις, οι οποίες καταδεικνύουν σύγκρουση ανάμεσα στο εγώ και το εμείς 
Στην ψυχολογική κατάσταση που βρίσκεται ο ποιητής Στην έμφαση που δίνεται στο επίρρημα 
« πλήρως» που επαναλαμβάνεται 

Επαναλήψεις: «έτσι που τώρα», « και τώρα» (επανέρχεται σε μια κατάσταση από την οποία δεν
 μπορεί να ξεφύγει) « σαν το τρελό κλαδί της λυγαριάς ... και τ΄είχαν
 και χειροκροτούσαν τα σπουργίτια; »

: Η 2η παρομοίωση του ποιήματος.
 Ο ποιητής παρομοιάζει τον εαυτό του με ένα τρελό κλαδί. 

Η επιλογή του επιθέτου ταιριάζει και με την προηγούμενη περιγραφή της κατάστασης του ,
 η οποία λόγω των ακραίων αντιφάσεων, δημιουργεί μια αίσθηση τρέλας,παράνοιας. 

Το χαρακτηριστικό του «κλαδιού» είναι ότι αρχικά επιχειρεί να αποκοπεί από το σύνολο,
 να πάει ενάντια και στην προσπάθειά του αυτή δέχεται και την επιδοκιμασία και την στήριξη των 
πουλιών. 

Την ίδια στιγμή επιστρέφει στο σύνολο. 
Εντάσσεται, υπακούει και ενώνεται και ταυτόχρονα απορεί γιατί τα πουλιά χειροκροτούσαν \
την προηγούμενη επιλογή του.
 
Όπως το κλαδί λοιπόν, αισθάνεται κι ο ποιητής.

 Τη μια αποκόπτεται από το σύνολο και την ίδια στιγμή ενώνεται με αυτό.

 Προσωπικά και συλλογικά αδιέξοδα, κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα δημιουργούν ένα
 αλλοπρόσαλλο σύνολο και αφήνουν πικρή απογοήτευση στον ψυχισμό του ποιητή.

 Η προσωποποίηση του κλαδιού δημιουργεί μια έντονη εικόνα της εξωτερικής πραγματικότητας. 
« σαν το μικρό τρελό πουλί ... ύστερα πίσω αγωνιά να φτάσει τ’ άλλα» : 

3η Παρομοίωση που σκοπό έχει να εξηγήσει και να δικαιολογήσει και αυτή την εσωτερική κατάστα
ση του ποιητή και τις έντονες αντιφάσεις που βιώνει. 

Ο ποιητής παρομοιάζει τον εαυτό του και με ένα τρελό .
 Επαναλαμβάνει το επίθετο « τρελό» καθώς συμβαδίζει τόσο με την εξωτερική όσο και με την 
εσωτερική πραγματικότητα. 

Το πουλί παρουσιάζει τα ίδια χαρακτηριστικά με το κλαδί.

 Απομακρύνεται από το σύνολο ξαφνικά και δημιουργεί αισθήματα θαυμασμού και ξαφνικά 
πάλι επιστρέφει με αίσθημα αγωνίας μην τυχόν και χάσει το σύνολο. 

Τρέχει πίσω να φτάσει τους υπόλοιπους. 

Ως κοινά χαρακτηριστικά των δύο παρομοιώσεων: 

Το επίθετο που τα χαρακτηρίζει Η προσπάθεια τους να πορευτούν αντίθετα, όπου 
τόσο η διαφοροποίηση όσο και η διάσπαση επικροτούνται. 

Στην πρώτη περίπτωση από τα χειροκροτήματα και τις φωνές των σπουργιτιών και στη δεύτερη 
από το μπράβο του παρατηρητή.
Επίσης, κοινό στοιχείο αποτελεί και η απροσδόκητη και αμετάκλητη επιστροφή τους 
με αγωνία και επιθυμία υπακοής στην ενότητα. 

Το μέγεθος τους (μικρό) 
Οι φωνές που υπάρχουν στις παρομοιώσεις και τις εικόνες που δημιουργούνται (οπτικές, ηχητικές) 
« κι εσύ δεν ξέρεις πια αν έστω κι απ’ αυτή τη
 δειλή μεταμελημένη απόπειρα βγήκε κάτι ή αν χειρότερα τώρα»

 : Το τέλος του αποσπάσματος λειτουργεί συμπερασματικά. 
Ένα συμπέρασμα που αφήνει πάλι την αίσθηση της απορίας.

Μετά από
 την απόπειρα διαχωρισμού από το σύνολο και την επιστροφή σε αυτή, ένα ερώτημα μένει:

 αν προσέφερε κάτι, αν βοήθησε έστω και λίγο στη διατήρηση της αρχικής πρόθεσης για δομή και 
συνοχή. Αν κατάφερε να βελτιώσει την δεινή πραγματικότητα.

 Ο ποιητής δεν δίνει απάντηση, απλά διερωτάται μεταφέροντας τον προβληματισμό αυτό στον
αναγνώστη. 

Μια προσπάθεια φοβισμένη για αλλαγή ακόμα κι αν ματαιώθηκε στη συνέχεια μπόρεσε
να βελτιώσει τα πράγματα ή μήπως έχει χειρότερα αποτελέσματα; 

Ένα ερώτημα που θα μείνει αναπάντητο στο ποίημα αλλά που η ιστορική πραγματικότητα θα απαντή
σει. 

Εκφραστικά μέσα
 Επαναλήψεις
Επιφορά (Μια λέξη ή φράση επαναλαμβάνεται στο τέλος δύο ή περισσότερων διαδοχικών 
προτάσεων. ) 
Ασύνδετο σχήμα 
Επαναφορά 
Παρομοιώσεις 
Μεταφορές 
Εικόνες (οπτικές, ηχητικές)

 Ευθύς λόγος
 Χρήση α’ και β’ προσώπου (θεατρικότητα)

Ρητορικά ερωτήματα
 Προσωποποιήσεις 

Επιστολική Μορφή του ποιήματος

 Ο τίτλος του ποιήματος Εσωτερικές αναφορές που παραπέμπουν σε γράμμα ( το γράμμα μου άρχισε να διασπάται) Η αναφορά στον παραλήπτη (η μητέρα) και στον αποστολέα ( το ποιητικό υποκείμενο)

 Η σημασία της Μητέρας 

Στην ποιητική σύνθεση αυτή ο Κώστας Μόντης απευθύνεται στη Μητέρα του. 

Ο ποιητής την έχασε στην τρυφερή ηλικία των 12 ετών γεγονός που του στέρησε την αγάπη και τη 
στήριξη που σε κάθε άνθρωπο προσφέρει η μητέρα. 

Για τον ποιητή λοιπόν η μητρική φιγούρα αποτελεί το αιώνιο σύμβολο της ιδεατής καταφυγής σε
 ώρες κλονισμού και έσχατης δοκιμασίας.
 Σε αυτή καταφεύγει σε ώρες δύσκολες αναζητώντας στήριξη και παρηγοριά 



ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΜΕΣΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΚΥΠΡΟΥ Γ50 ΧΡΟΝΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
 Ημερίδα Μανόλης Αναγνωστάκης (1925- 2005)
 ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ Λευκωσία, Σάββατο, 28 Νοεμβρίου 2015 
Πολιτιστικό Κέντρο Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου 
ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΗΜΕΡΙΔΑΣ Σπύρος Αντωνέλλος,
 Συντονιστής Ε.Μ.Ε. Φιλολογικών Μαθημάτων - θεατρολογίας Ελένη Κτίστη, Ε.Μ.Ε. 
Φιλολογικών Μαθημάτων Λεωνίδας Γαλάζης, Ε.Μ.Ε. Φιλολογικών Μαθημάτων 
ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ Σωτηρία Παπαμαργαρίτη - Αλέξανδρος Μπαζούκης Μαρία Παπαλεοντίου 
- Κάκια Παπακυριακού Φιλόλογοι 
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΥΛΗΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ Σπύρος Αντωνέλλος, Συντονιστής
 Ε.Μ.Ε. Φιλολογικών Μαθημάτωνθεατρολογίας

 Ποιητική 

Προδίδετε πάλι την Ποίηση, θα μου πεις, Την ιερότερη εκδήλωση του Ανθρώπου 
Τη χρησιμοποιείτε πάλι ως μέσον, υποζύγιον Των σκοτεινών επιδιώξεών σας 
Εν πλήρει γνώσει της ζημιάς που προκαλείτε Με το παράδειγμά σας στους νεωτέρους.
 Το τι δεν πρόδωσες ε σ ύ να μου πεις Εσύ κι οι όμοιοι σου, χρόνια και χρόνια,
 Ένα προς ένα τα υπάρχοντά σας ξεπουλώντας Στις διεθνείς αγορές και τα λαϊκά παζάρια
 Και μείνατε χωρίς μάτια για να βλέπετε, χωρίς αφτιά  ακούτε, με σφραγισμένα στόματα και δε μιλάτε. Για ποια ανθρώπινα ιερά μάς εγκαλείτε;

 Ξέρω:

 κηρύγματα και ρητορείες πάλι, θα πεις. Ε ναι λοιπόν! 
Κηρύγματα και ρητορείες. Σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις
 Να μην τις παίρνει ο άνεμος. 
Μονόλης Ανογνωστάκης 
Πολιτιστικό Κέντρο Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου
 
ΛΗΞΗ ΗΜΕΡΙΔΑΣ «Κατά καιρούς μ’ έχουν χαρακτηρίσει καθαρά πολιτικό ποιητή. Προσωπικά δεν
 νομίζω ότι είμαι πολιτικός ποιητής. Είμαι ερωτικός και πολιτικός μαζί. Συνδυάζονται αυτά τα δύο.
 Είναι η εποχή που τα συνδύαζε αυτά τα δύο. Δηλαδή δεν μπορούσε να είναι κανείς ερωτικός 
ποιητής, ξεχνώντας το πολιτικό πλαίσιο εκείνης της εποχής που ήταν φουντωμένα τα πολιτικά πάθη.
 Υπήρχε το πολιτικό στοιχείο μέσα, η έκφραση της πολιτικής, μέσα από μια ερωτική κατάσταση
 όμως. Δεν ξέρω αν το καταλαβαίνουμε αυτό το πράγμα εύκολα. Γι’ αυτό αρνούμαι όλα αυτά περί 
«ποίησης της ήττας» και τα σχετικά. Δεν είναι ποίηση της ήττας. Είναι μια αγωνία για την εποχή, ένα
 άγχος για την εποχή. Όταν τελείωσε η εποχή, τελειώνει κι η ποίηση. Δεν μπορείς να γράψεις συνε
χώς ποίηση. Δεν είμαι επαγγελματίας ποιητής. Αισθάνομαι την ποίηση σαν τρόπο έκφρασης επειδή
 δεν μπορούσα να εκφραστώ διαφορετικά. Δηλαδή ήταν η εποχή τόσο πιεσμένη, τόσο δύσκολη, που
 μόνο εκφράζοντας τον πόνο του μπορούσε κανείς να την αντέξει».

 Μανόλης Αναγνωστάκης

 ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑΣ ΚΑΙ ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑΣ ΜΑΝΟΛΗ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗ 

1925: Γέννηση στη Θεσσαλονίκη (10 Μαρτίου) από γονείς Κρητικούς.
 Πατέρας του ήταν ο Ανέστης, από τους πρώτους ακτινολόγους της Θεσσαλονίκης,
 μητέρα του η Ευαγγελία, το γένος Κασιμάτη.Έχει προηγηθεί η μεγάλη του αδερφή, Μαρία, 
και θα ακολουθήσει η Λούλα, η γνωστή θεατρική συγγραφέας. 
1928: Ο ποιητής σε ηλικία τριών χρόνων 
1942: Ολοκληρώνει τις γυμνασιακές του σπουδές στο Πειραματικό Σχολείο του Α.Π.Θ. (1936-1942) 
και εγγράφεται στη Φυσικομαθηματική Σχολή του Α.Π.Θ.

 Δημοσίευση του ποιήματος «1870-1942» στα Πειραϊκά Γράμματα (σύμφωνα με μαρτυρία του ιδίου,
 το πρώτο του ποίημα, με τίτλο «Μολών Λαβέ», το γράφει το 1940 και δημοσιεύεται στην εφημερίδα 
Νέος Κόσμος στις 16/1 /1 941). Η δημοσίευση του 1942 είναι η πρώτη δημοσίευση σε λογοτεχνικό 
περιοδικό. 1943: Μετεγγράφεται στη νεοσύστατη Ιατρική Σχολή του Α.Π.Θ. Φυλακίζεται από τους
 Γερμανούς στο στρατόπεδο «Παύλος Μελάς». Τέλη του 1943 ετοιμάζεται να φύγει στο βουνό, όμως
 τελικά παραμένει για να αναλάβει την αρχισυνταξία του φοιτητικού περιοδικού που ετοιμαζόταν. 


1944: Φοιτητής της Ιατρικής Α.Π.Θ., δραστηριοποιείται ως μέλος της Ε.Π.Ο.Ν. (Ενιαία Πανελλαδική 
Οργάνωση Νέων). Συμμετέχει ενεργά στην έκδοση δύο φοιτητικών περιοδικών, 

Ξεκίνημα (1944) και Ο Φοιτητής (1945), δημοσιεύοντας επιπλέον κριτικές, ποιήματα και μεταφράσεις
. Στο Ξεκίνημα δημοσιεύει και το πρώτο ελευθερόστιχο ποίημα «Απροσδιόριστη χρονολογία», ενώ 
την ίδια χρονιά δημοσιεύει στη Νεανική Φωνή ένα ακόμα, το «Ιστορία», το οποίο δεν συμπεριέλαβε 
στις μετέπειτα συλλογές του. 

1945: Τυπώνει εκτός εμπορίου την πρώτη του ποιητική συλλογή, Επο
χές, με ποιήματα που γράφτηκαν από το 1941 μέχρι το 1944. 1946:

Διαγράφεται από το Κ.Κ.Ε., κατηγορούμενος για ελιτισμό και τροτσκισμό.

 Άρθρο του «Και πάλι για τον υπερρεαλισμό» στην εφημερίδα Νέα Λαϊκή Φωνή. 
Δημοσιεύει το αφήγημα «Αποχρώσεις»στα Φιλολογικά Χρονικά. 

Νεανική φωτογραφία του ποιητή 1948: Συλλαμβάνεται μαζί με άλλα 68 μέλη της Ε.Π.Ο.Ν. 

για συνωμοτική δράση και φυλακίζεται στο Γεντί Κουλέ (Επταπύργιο Θεσσαλονίκης)· συγκροτούμε
νος του ο φίλος του Γιώργος Αποστολίδης.

 Τυπώνεται από φίλους του στις Σέρρες σε 100 αντίτυπα εκτός εμπορίου η συλλογή

 Εποχές 2
 με σκόπιμα λαθεμένη χρονολογία γραφής: 1943-1946.

 Εκδίδονται στη Θεσσαλονίκη, σε μετάφραση Μ. Αναγνωστάκη - Κλείτου Κύρου, Δύο Ωδές του Λόρκα
 («Ωδή στον Σαλβαντόρ Νταλί», «Ωδή στον Γουόλτ Γουίτμαν»). 

1949: Καταδικάζεται από το Στρατοδικείο σε θάνατο (με απόφαση κατά πλειοψηφία 3 προς 2), χωρίς
 στη διάρκεια της δίκης να επικαλεστεί ποτέ τη διαγραφή του από το Κ.Κ.Ε. 

1951: Αποφυλακίζεται (αμνηστία με τα μέτρα της κυβέρνησης Νικόλαου Πλαστήρα).
 Εκδίδονται οι Εποχές 3, με ποιήματα από το 1949-1950 (ιδιωτική έκδοση στη Θεσσαλονίκη). 

1952: Παίρνει το πτυχίο της Ιατρικής. Ειδικευόμενος γιατρός στο Νοσηλευτικό Ίδρυμα του 
Μετοχικού Ταμείου Στρατού στην Αθήνα. 

1953: Στρατεύεται και υπηρετεί στο Υγειονομικό των Ιωαννίνων. 

1954: Τυπώνει στην Αθήνα τη Συνέχεια, με ποιήματα από το 1953-1954 (ιδιωτική έκδοση). 

1956: Τυπώνει στην Αθήνα τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα (1941- 1956) 
μαζί με τις Παρενθέσεις και τη Συνέχεια 2 που δεν είχαν κυκλοφορήσει ώς τότε- πρόκειται για το
 πρώτο βιβλίο του που διακινείται από βιβλιοπωλεία.

 Γάμος με τη Νόρα Βαρβέρη. Ειδίκευση στην ακτινολογία στη Βιέννη. 

1957: Γεννιέται ο γιος του, Ανέστης. Εργάζεται ως ακτινολόγος στη Θεσσαλονίκη. 

Δημοσιεύονται τα άρθρα του «Η αντικειμενικότητα του έργου Τέχνης»

 και «Προβλήματα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού» στην Επιθεώρηση Τέχνης. 

1959: Εκδίδει στη Θεσσαλονίκη την Κριτική, περιοδικό αποκλειστικά μελέτης και κριτικής
 (1959-1961, 18 τεύχη συνολικά).

 Μονόλης Αναγνωστάκης - Νόρα και Δημήτρης Χριστοδούλου (Θεσσαλονίκη 1959) 1960: 

Νέες, δικές του μεταφράσεις ποιημάτων του Φ. Γ. Λόρκα στο περιοδικό Ενδοχώρο των Ιωαννίνων.

 1961: Δίνει τρεις διαλέξεις - μαθήματα με θέμα «Νεότερη ποίηση στην Ελλάδα μέσα από τους κυριότερους εκπροσώπους της», στην Τέχνη της Θεσσαλονίκης.

 1962: Τυπώνεται στη Θεσσαλονίκη η Συνέχεια 3, με αφιέρωση στη Νόρα Αναγνωστάκη,
 η οποία την ίδια χρονιά συνεργάζεται ως κριτικός στον τόμο Για τον Σεφέρη. 

Τιμητικό αφιέρωμα στα τριάντα χρόνια της Στροφής. 
1963: Βιβλιοκρισίες για την Αριάγνη του Στρατή Τσίρκα και την Καγκελόπορτα του Αντρέα Φραγκιά 
στο περιοδικό Εποχές (1963 -1967). Στην Αυγή δημοσιεύει τα πρώτα πολιτικού χαρακτήρα κείμενα, 
με αφορμή τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη. 

Συμπεριλαμβάνεται από τον Βύρωνα Λεοντάρη στην «Ποίηση της ήττας», στο ομώνυμο δοκίμιο με 
αφορμή την έκδοση της Μαθητείας του Τίτου Πατρικίου. Το 1967, σε φωτογραφία Μάριο Βίπι 

1965: Κυκλοφορεί το Υπέρ και κοτά.

Σημειώσεις Κριτικής, με τα κυριότερα κριτικά του άρθρα.

 Διορίζεται στην Καλλιτεχνική Επιτροπή του Κρατικού θεάτρου Βορείου Ελλάδος,
 παρά τις αντιδράσεις που προκλήθηκαν. 

1966:Έως την επιβολή της δικτατορίας, συνεργάζεται με την εφημερίδα της Θεσσαλονίκης Μακεδονι
κή Ώρα με κριτικές βιβλίου, ψευδώνυμες επιστολές, ανυπόγραφα και ενυπόγραφα σχόλια, καθώς 
και κριτικές ταινιών. 

1967: 
Η Χούντα τον διώχνει από το ΑΧΕΠΑ. Ο Γιώργος Σεφέρης με τον Μανόλη Αναγνωστάκη, τη Νόρα
 Αναγνωστάκη και την Ντόρα Τσάτσου στην Αίθουσα «Τέχνης» της Θεσσαλονίκης (1964) 


1968: Κατά τη διάσπαση του Κ.Κ.Ε., τοποθετείται με την πλευρά του Κ.Κ.Ε. Εσωτερικού.

 1969: Κυκλοφορεί το Περιθώριο σε περιορισμένο αριθμό δακτυλογραφημένων αντίγραφων με
 κείμενα γραμμένα τους τελευταίους μήνες του 1968 και τους πρώτους του 1969.

 Στο αφιέρωμα του περιοδικού Les Temps Modernes για την Ελλάδα, δημοσιεύεται το ποίημα 

«Η απόφαση» (Η Συνέχεια 3), σε μετάφραση της Μάτσης Χατζηλαζάρου.

 Εξόριστος στο χωριό Ζάτουνα ο Μίκη θεοδωράκης συνθέτει, ήδη από το 1968, τους κύκλους τραγου
διών «Αρκαδίες», σε ποίηση, μεταξύ άλλων, και του Μ. Αναγνωστάκη.

 1970: Εκδίδεται ο αντιστασιακός τόμος Δεκαοχτώ Κείμενα με συνεργασίες του ιδίου 
(από τη συλλογή Ο Στόχος) και των Γιώργου Σεφέρη, Στρατή Τσίρκα, Αλέξανδρου Κοτζιά, 
Αλέξανδρου Αργυρίου κ.ά. 

Η σύζυγός του, Νόρα, διατηρεί συνεταιριστικά το βιβλιοπωλείο «Βιβλιοθήκη» της Θεσσαλονίκης, 
στο οποίο θα συμμετάσχει αργότερα και ο Γιάννης Πάνου. 

1971: Εκδίδεται το σύνολο του ποιητικού του έργου, Τα Ποιήματα 1941- 1971. 
Συμμετέχει στη «Βραδιά Σεφέρη», που διοργανώνει η Εταιρεία Μελέτης Ελληνικών Προβλημάτων
 (22.11.1971). 

1972: Μαζί με τον Κλείτο Κύρου, εκθέτουν στη Θεσσαλονίκη, στην γκαλερί «Ζ.Μ.»,

έργα τους με κολάζ. 1973:

 Συνεργάζεται στο βραχύβιο αντιδικτατορικό περιοδικό Η Συνέχεια (Μάρτιος - Οκτώβριος 1973). 

Μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, η Ασφάλεια Θεσσαλονίκης προχωρά σε κατάσχεση εντύπων
 στο βιβλιοπωλείο «Βιβλιοθήκη».

 Με τον γιο του Ανέστη, το 1956
 1974: 
Επιστράτευση μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. 

1975: Αρχίζει η εντατική αρθρογραφία στην εφημερίδα 

Η Αυγή, που θα κρατήσει μια 15ετία. Αρθρογραφεί παράλληλα σε πολιτικά έντυπα. 

Κυκλοφορούν οι Μπαλάντες, που συνέθεσε ο Μ. θεοδωράκης το 1973-74 σε ποίηση Αναγνωστάκη 
(περιλαμβάνονται και τραγούδια που γράφτηκαν ειδικά, χωρίς να ενταχθούν σε ποιητική συλλογή,
 όπως το Όταν μια άνοιξη χαμογελάσει).

 Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά, ενώ μελοποιήθηκαν
 και από άλλους συνθέτες, όπως ο θάνος Μικρούτσικος, ο Μιχάλης Γρηγορίου, ο Γιάννης Μαρκόπου
λος και ο Δημήτρης Παπαδημητρίου.

 1978: Μετά τους σεισμούς της Θεσσαλονίκης, εγκαθίσταται με την οικογένειά του στην Αθήνα
 (Πεύκη) και ανοίγει Ακτινολογικό Εργαστήριο στο Νέο Ηράκλειο Αττικής.

 Εκδίδονται τα Αντιδογματικά. Άρθρα και Σημειώματα 1946-1977, ένας τόμος με τα περισσότερα 
πολιτικά άρθρα του. 

Δημοσιεύει στην Αυγή εντυπώσεις από ένα ταξίδι στην Ισπανία. 

1979: 
Εκδίδει Το Περιθώριο ,68-,69 με σύντομα κειμενικά σπαράγματα που είχαν κυκλοφορήσει 
δακτυλογραφημένα το 1969. 1980: Μανούσος Φάσσης,Παιδική Μούσα. (Τραγούδια για την
 προσχολική και σχολική ηλικία):

 πρώτη δημόσια εμφάνιση του Φάσση, προσωπείου του Μανόλη Αναγνωστάκη.

 Στην Κίνα, μέλος αντιπροσωπείας του Κ.Κ.Ε. Εσωτερικού ταξιδιωτικές εντυπώσεις στην Αυγή.

 Πρώτη αυτοτελής, δίγλωσση έκδοση ποιημάτων του σε αγγλική μετάφραση Κίμωνα Φράιερ.

 Δίσκος του Μιχάλη Γρηγορίου Η αγάπη είναι φόβος, σε ποίηση Μ. Αναγνωστάκη. 

1981: Ξεκινά να επιμελείται τις «Φιλολογικές Σελίδες» της Αυγής, μαζί με τον Τέλη Σαμαντά (-1985).

 Κρατά τη στήλη «Η αλληλογραφία σας. Μας ρωτάτε... σας απαντούμε», με υπογραφή
 «Ο θείος Λένον που σ’ όλα απαντά» στο περιοδικό θούριος (-1982). 

Υποψήφιος βουλευτής Θεσσαλονίκης με το Κ.Κ.Ε. Εσωτερικού. 

1982: Συνομιλία του ποιητή με τον Αντώνη Φωστιέρη και τον Θανάση Νιάρχο στο αφιέρωμα του
 περιοδικού Η Λέξη
- δημοσιεύεται μαζί με ένα ανέκδοτο ποίημα του 1969 με τίτλο «Μιλά η Μόσχα». 

1983: Κυκλοφορεί σε μικρή πλακέτα το ΥΓ., ιδιωτική έκδοση 100 αντιτύπων. 
Συνέντευξη και παρουσίαση του ποιητή στην εκπομπή Παρασκήνιο (1983),
 σε σκηνοθεσία Λάκη Παπαστάθη). 

Δημοσιεύει στην Αυγή το ποίημα «Φοβάμαι», για τα 21 χρόνια του Πολυτεχνείου, το οποίο
 θα παραμείνει ανένταχτο. 

1984: Υποψήφιος ευρωβουλευτής με το Κ.Κ.Ε. Εσωτερικού. 
Με το ψευδώνυμο Αλ Καμύς δημοσιεύει στην Αυγή ένα κείμενο χαρακτηριστικό της ποδοσφαιροφιλί
ας του, Άγιαξ για πάντα. 

1985: Τα Συμπληρωματικά.
 Σημειώσεις Κριτικής: τόμος με τα αδέσποτα κριτικά του σημειώματα. 

1986: Συνταξιοδοτείται. 
Τιμάται με το Α' Κρατικό Κρατικό Βραβείο Ποίησης. 
Με το ποιητικό προσωπείο του Μανούσου Φάσση, κυκλοφορεί τη μπαλάντα Ο Κατήφορος,
 έκδοση του ανύπαρκτου εκδοτικού οίκου AIDS.
 Κολάζ στο περιοδικό Το Τέταρτο.
 Αυτοβιογραφικά κείμενα «Σελίδες της ποδοσφαιρικής αυτοβιογραφίας μου» 
και «Ο Ιωάννης Μεταξάς και εγώ» στην Αυγή.

 Ξεκινά με τον Γ. Ζεβελάκη τις ημίωρες ραδιοφωνικές εκπομπές «Φιλολογικοί Περίπατοι
 στον Μεσοπόλεμο» (300 περίπου μέσα σε μια εξαετία). 

1987:
 Κυκλοφορεί το «δοκιμιακό σχεδίασμα»: Ο ποιητής Μανούσος Φάσσης. 

Η Ζωή και το Έργο του. Μια πρώτη απόπειρα κριτικής προσέγγισης
. Επιμέλεια της σειράς «Η Πεζογραφική μας Παράδοση»: 50 πεζογραφήματα του 19ου αιώνα
 σε χρηστική μορφή (εκδ. «Νεφέλη»). 

1990:
 Τυπώνεται Η χαμηλή φωνή. 
Τα λυρικά μιας περασμένης εποχής στους παλιούς ρυθμούς, μια προσωπική ανθολογία 
του Αναγνωστάκη (ποιήματα από τη συλλογή είχε ήδη διαβάσει στον ραδιοφωνικό σταθμό 
Ηρακλείου Κρήτης το 1988). 
1992: Συμπληρωμένο σε μορφή βιβλίου, τυπώνεται το ΥΓ. 
από τις εκδόσεις «Νεφέλη».
 1995: Τιμόται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωστή Στεφανόπουλο με το παράσημο του 
Ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικος, μαζί με άλλους 25 ανθρώπους των Γραμμάτων και των Τεχνών.

 1997: Επίτιμος διδάκτορας Α.Π.Θ.
 Κυκλοφορεί ο δίσκος με μουσική από την τηλεοπτική σειρά Λόγω Τιμής, ανάμεσά τους και η 
μελοποίηση του ποιήματος «Το σκάκι» από τον Δημήτρη Παπαδημητρίου.

 Τιμάται από τον Οργανισμό «Θεσσαλονίκη, Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης, 1997»
 για το σύνολο του έργου του. 

2001: Βραβείο Ιδρύματος Κώστα & Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών.

 2002: Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας.
 \
2005: Πεθαίνει σε ηλικία 80 ετών από ανακοπή καρδιάς στο Νοσοκομείο «Αμαλία Φλέμινγκ»

 στις 23 Ιουνίου και κηδεύεται δημοσία δαπάνη στις 27 Ιουνίου.
 Με τη Νόρο Αναγνωστάκη στο μπαλκόνι του σπιτιού όπου μεγάλωσε.
 Φωτογραφία: Μιλτιάδης Πολυβίου,
 Απρίλιος 1997 
Η Λούλα Αναγνωστάκη, θεατρική συγγραφέας και αδελφή του ποιητή. 

Πηγές για τον καταρτισμό της βιογραφίας - εργογραφίας:
 Δασκαλόπουλος, Δ. - Στασινοπούλου Μ. «Μανόλης Αναγνωστάκης
: Σχήμα βίου και έργου», περ. Εντευκτήριο, τχ. 71, Δεκέμβριος 2005
 (Αφιέρωμα στον Μ. Αναγνωστάκη), και περ. Αντί 527-528 (30 Ιουλίου 1993).
 Πηγή για τα ευρύτερα γραμματολογικά και ιστορικά συμφραζόμενα στάθηκαν
 οι γραμματολογίες των Λίνου Πολίτη, Mario Vitti, Αλέξανδρου Αργυρίου και Roderick Beaton, 
καθώς και το ψηφιακό «Χρονολόγιο» του Σπουδαστηρίου Νέου Ελληνισμού. 

Ο Μανόλης Ανογνωστάκης (1925-2005) και ο Γιώργος Ιωάννου (1927-1985)
 αποθανάτισαν και οι δύο συμπτωματικά, και με διαφορετική αφετηρία, μια μέρα της Κατοχής, 
την 13-12-43. 

Το ποίημα του πρώτου γράφεται τις μέρες της Κατοχής και είναι σαν μια σελίδα προσωπικού
ημερολογίου, την οποία διαπερνούν ένα κλίμα μοναξιάς και εγκατάλειψης, η διάψευση των ελπίδων
 και η αγωνιώδης αναμονή ενός γράμματος που δεν έρχεται.

 Για το προσωπικό βίωμα της ημέρας εκείνης έχουμε τη μαρτυρία του ποιητή στον Μίλτο Πολυβίου:
 «Την ημέρα εκείνη έμαθα ότι δεν θα ανέβαινα στο βουνό». Η μεταγενέστερη αφήγηση του Γιώργου 
Ιωάννου εστιάζει στο τραγικό περιστατικό της «Σφαγής των Καλαβρύτων» από τους κατακτητές.

 Ο πεζογράφος της Σαρκοφάγου επισκέπτεται έπειτα από είκοσι χρόνια το νεκροταφείο της μαρτυρι
κής πόλης. 
Παρευρίσκεται τυχαία στην εκταφή ενός εκτελεσμένου και στην ανακομιδή των οστών
 του από τους συγγενείς. Στο κρανίο φέγγει η τρύπα από τη χαριστική βολή. 
Την ώρα της περισυλλογής διακόπτει «ένα μπουλούκι εγχώριοι τουρίστες» που εισβάλλει 
μέσα στον ιερό περίβολο. 
Εκφράζονται δύο διαφορετικοί κόσμοι: ο διαρκής βουβός πόνος των συγγενών
 και η επιπόλαιη αμεριμνησία των εκδρομέων.

 Ο μονόλογος του Μ. Αναγνωστάκη

Όλος ο μονόλογός του «Είμαι αριστερόχειρ ουσιαστικά» (εκδ. Πατάκη) είναι ένα μνημείο αφιερωμέ
νο στην ειλικρίνεια, με όρους εξομολόγησης, χωρίς να γίνεται ούτε σε μία αράδα μελιστάλαχτη. 

Δεν είναι αυτοβιογραφικό κείμενο. Βρέθηκε στα κατάλοιπα του ποιητή, με την ένδειξη
«Προς μελλοντικούς αναγνώστες και μελλοντικούς μελετητές». Δεν ήταν ούτε μία παραγγελία που, 
λόγω απρόβλεπτων συγκυριών, έμεινε στο συρτάρι. 

Ο μονόλογος είναι μία συνέντευξη του Μανόλη Αναγνωστάκη στον τότε «άγνωστο δημοσιογράφο,
 με ανεκδήλωτες ακόμη λογοτεχνικές τάσεις» Μισέλ Φάις. 

Χρειάστηκαν δύο επισκέψεις στο σπίτι του ποιητή, στην Πεύκη, στις 4 και 9 Νοεμβρίου 1992. 

Την έκδοση προλογίζει ο δημοσιογράφος και ποιητής Παντελής Μπουκάλας και το επίμετρο
 ανήκει δικαιωματικά στον Μισέλ Φάις.

 Ας ξεκινήσουμε από τις ποιητικές αγάπες του αυτοβιογραφούμενου δημιουργού. 
Αγαπούσε τον «μεταφυσικό» της εθνικής ιδέας Ανδρέα Κάλβο, γιατί «λέει πράγματα ασύλληπτα». 


Αντίθετα, είχε ενστάσεις για τον οικουμενικό της Αλεξάνδρειας Κωνσταντίνο Π. Καβάφη: 
«Ο Καβάφης κολακεύει τον κόσμο, τον κολακεύει διότι βλέπει σ’ αυτόν την απήχηση που μπορεί 
να έχει ο κόσμος σ’ αυτόν». 

Υποκλινόταν στον «μεγάλο ποιητή» Γκιγιόμ Απολινέρ, του άρεσε ο Φρανσίς Ζαμ, είχε διαβάσει σε
 μετάφραση και τον είχε συγκλονίσει ο Ουόλτ Ουίτμαν. 

Αναρωτιέστε πώς δούλευε τα ποιήματά του; «Τα ποιήματά μου δεν τα διορθώνω ποτέ, όπως 
έρχονται τα γράφω. 

Κάνω μια ελαφριά διόρθωση, μερικές λέξεις, μερικές φράσεις ή τα εγκαταλείπω τελείως», μίλαγε 
ανυπόκριτα για το εργαστήρι του. Και κοιτώντας προς τους μετά τον θάνατό του «τυμβωρύχους» 
της φιλολογίας τούς απέτρεπε: 

«Δεν υπάρχουν ποιήματά μου αδημοσίευτα. Λοιπόν, μην ψάχνει κανείς να βρει ποιήματά μου αδημο
σίευτα. Δεν υπάρχει κανένα».
 Αποστρεφόταν την ετικέτα, που τον καταχώριζε στους «ποιητές της ήττας»: 

«Δεν νομίζω ότι είμαι πολιτικός ποιητής. Είμαι ερωτικός και πολιτικός μαζί. Είναι η εποχή που τα
 συνδύαζε αυτά τα δύο. 
Δηλαδή δεν μπορούσε να είναι κανείς ερωτικός ποιητής, ξεχνώντας το πολιτικό πλαίσιο εκείνης της
 εποχής, που ήταν φουντωμένα τα πολιτικά πάθη». 

Αν και βγαλμένος από τα σπλάχνα της Αριστερός, δεν περίμενε να γεράσει για να συνειδητοποιήσει 
τα αρνητικά της πολιτικής του κομμουνιστικού κόμματος, αφού είχε διαγραφεί από το Κ.Κ.Ε.
 ήδη από το 1946. 

Τολμούσε μάλιστα να βρεθεί απέναντι στους συντρόφους τού πάλαι ποτέ Κ.Κ.Ε.
 Εσωτερικού, με τους οποίους μοιραζόταν τις ίδιες θέσεις: «Και με διέγραψαν οι άνθρωποι αυτοί που, μετά από τριάντα πέντε, σαράντα χρόνια θα ήταν στο Κ.Κ.Ε. Εσωτερικού, οι οποίοι ήταν και καθοδηγητές μου».

 Ούτε η λογοτεχνική Αριστερά ήταν εικόνισμα ιδεολογικής ορθοδοξίας για τον Μανόλη Αναγνωστά
κη, γι’ αυτό μπορούσε να ξεχωρίσει τα θετικά και τα αρνητικά της. 

Κι αυτή την αντιμετώπισή του δεν την έκρυψε όταν εξέδωσε το σημαντικό για τη διετία ’59-’61 περιοδικό «Κριτική»:
 «Ενώ η Αριστερά έδειχνε ότι ήταν μια δύναμη προοδευτική, δημιουργική, 
ήταν αντιδραστική στον πνευματικό τομέα. 

Έμενε σε πρότυπα του ’40-’45.
 Και δεν μπορούσε να συλλάβει τη μελλοντική φωνή των γεγονότων». 

Βασίλης Καλαμάρας, «Αναγνωστάκης αυτοβιογραφούμενος», 
εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 22-6-2011

 Στη Θεσσαλονίκη, αρχές της δεκαετίας του ‘50. Από το αρχείο του Γιώργου Ζεβελάκη 
[αναδημοσίευση από το αφιέρωμα της εφημερίδας Καθημερινής, 4.12.2005]

Ας ξαναδιαβάσουμε τον Αναγνωστάκη Την επόμενη μέρα από το θάνατο του Μανόλη Αναγνωστάκη
 (23 Ιουνίου 2005), η ΑΥΓΗ βγήκε με μια τεράστια φωτογραφία του ποιητή στην πρώτη σελίδα.

 Ήταν χαμογελαστός και αισιόδοξος με απλωμένο το χέρι σαν σε αποχαιρετισμό. 
Η μορφή του, η ιστορία του, τα λόγια του με έκαναν να συνειδητοποιήσω την απώλεια και να
σκεφθώ 
πως ο Μανόλης Αναγνωστάκης εξέφραζε μια άλλη αριστερά που ήταν διαφορετική από
 αυτή που έζησε στον καιρό του, με άλλο προσανατολισμό, άλλο ήθος, άλλη ευθύνη, άλλη ανθρώπι
νη ποιότητα

Την ίδια μέρα σκέφτηκα πώς τόσοι και τόσοι αγώνες, φυλακίσεις, τόσες διώξεις, εκτελέ
σεις, απώλειες συντρόφων γέννησαν στην ψυχή του ποιητή τόσα 

λίγα ποιήματα -περίπου εκατό- που ωστόσο και σήμερα μας βοηθάνε να γνωρίσουμε κάτι από την
 πορεία του τόπου μας μέσα από τις συμπληγάδες των συγκρούσεων, της απόγνωσης και του 
αίματος.

 Κατάλαβα πώς τα ποιήματα είναι λίγα γιατί ο κανόνας της τέχνης απαιτεί διαδικασία πυκνότητας, 
αποκρύψεων, συμβόλων και αλληγοριών. Αυτά ίσως στερεώνουν το ποίημα και το κάνουν ικανό να
 ταξιδέψει στο χρόνο και να παραμείνει ζωντανό όταν η εποχή που το γέννησε παρέρχεται ανεπιστρε
πτί.

 Όλο και πιο γυμνά /Ό λο και πιο άναρθρα /Ό χ ι πια φράσεις /Ό χ ι πια λέξεις / Γραμμάτων σύμβο
λα /Α ν τί για την πόλη η πέτρα /Α ν τί για το σώμα το νύχι/Ακόμα πιο- πολύ μια αιμάτινη/Σκοτωμένη κηλίδα/ Πάνω στο μικροσκόπιο. 

Ένα από τα κεντρικά μοτίβα της ποίησής του είναι οι χαμένοι σύντροφοι της νιότης του, 
της σπουδαίας γενιάς που έζησε τα μετεφηβικά χρόνια της στις αρχές της δεκαετίας του ’40.

 Σε όλη του τη ζωή ο ποιητής λες και φαντάζεται τους παλιούς χαμένους φίλους να ξαναγυρίζουν για
 να τον συναντήσουν, μαζί με τη νιότη τους και τα όνειρά τους.

 Πώς να εξηγήσω πιο απλά τι ήταν ο 
Ηλίας/ Η Κλαίρη, ο Ραούλ, η οδός Αιγύπτου / Η 3η Μαίόυ, το τραμ 8, η «Αλκινόη»/ 
Το σπίτι του Γιώργου, το αναρρωτήριο. / θα σου μιλήσω πάλι ακόμα με σημάδια / Με σκοτεινές παρα
βολές με παραμύθια/ Γιατί τα σύμβολα είναι πιο πολλά απ’ τις λέξεις. [...] 

Όμως ξεφυλλίζοντας τα  ποιήματα του θα νιώσεις κάτι που είναι γεμάτο ζεστασιά και ανθρώπινη 
αλληλεγγύη σε καιρούς ζωής και θανάτου.

 Όταν ήμουνα με τυφοειδή πυρετό στο Αναρρωτήριο, κάθε πρωί, στις πέντε, περνούσαν κάτω
 από τα παράθυρα,οι φάλαγγες των μελλοθανάτων
 κι εμείς στα κρεβάτια μας ακούγαμε τα τραγούδια, τις ζητωκραυγές, τις βλαστήμιες. 

Εκείνο το πρωί νόμισα πως ξεχώρισα τη φωνή του Φαρμάκη, έναν τόνο πιο πάνω από τις άλλες - 
ύστερα κατάλαβα πώς ήτανε για μένα τον άρρωστο, ένα τελευταίο μήνυμά του, ο αποχαιρετισμός.
 θα ξεχωρίσεις διαβάζοντας τα ποιήματα του Αναγνωστάκη τον κάλπικο παρά από την αξιοπρεπή 
στάση σε ακραίες στιγμές του βίου, την αυτοθυσία από την ιδιοτέλεια, τον ψεύτικο λόγο από την 
τίμια σιωπή, το θύμα από το θύτη. Μέσα στο γραφείο του, ο Ποιητής, μιλά αργά στον ευγενικό επισκέ
πτη του για την αποστολή της ποίησης στον καιρό μας, για την αδιαφορία των νέων προς τη γλώσ
σα, για την πολυπλοκότητα των πνευματικών προβλημάτων στην αντιφατική εποχή μας. Να φαντα
στείς ένα άλλο δωμάτιο με τέσσερις καθόλου ευγενικούς επισκέπτες, να μαστιγώνουν τον Ποιητή, να
 τον ξεγυμνώνουν, να του σβήνουν αναμμένα τσιγάρα στα χέρια, να του ρίχνουν κουβάδες νερό να
 συνέλθει για να ξαναρχίσουν. Μέσα σε ποιο δωμάτιο βρίσκεται ο Ποιητής ο αληθινός; 

Τα πάσχοντα πρόσωπα της ποίησής του εμπλέκονται στην πολιτική σκηνή, προερχόμενα από όλες 
τις παρατάξεις, νικητών και ηττημένων. «Ο δικηγόρος του Σακκά, πήρε 200 λίρες στο χέρι, με την υ
πόσχεση να κατεβεί αμέσως στην Αθήνα να αναστείλει την εκτέλεση.
 Την άλλη μέρα ο Σακκάς εκτελέστηκε. Ο δικηγόρος το ήξερε αυτό από τα πριν, τον είχανε καλέσει
 και τον ενημερώσανε για την απόρριψη της αίτησης για χάρη.

 Έκανα ό,τι ήταν ανθρωπίνως δυνατόν, είπε. Μου πήρανε τα λεφτά και με γελάσανε κοτζάμ υπουρ
γοί...». Γιατί να μου τα ξαναθυμίσει πάλι ο Γιώργος όλα αυτά χτες, όταν μας συστήσανε σ’ ένα σπίτι 
την κόρη του δικηγόρου, κυρία Τάδε σήμερα, με άντρα γιατρό, συνάδελφο, και με μια βίλα προικώα, 
στη Χαλκιδική. Μοιάζουν τα πρόσωπα να είναι ένα είδος προσωπογραφίας της Ελλάδας και είναι αυ
τά τα ίδια που γεννούν τον ιστό του δράματος και καθορίζουν τις όποιες πολιτικές. 

Και πώς να τον βρίσεις κάθαρμα, όταν έχει κάτσει είκοσι χρόνια φυλακή... ή 
Η φοβερή εξυπνάδα του, χωρίς ίχνος ευαισθησίας, ή Δεν έφταιγεν ο ίδιος. Τόσος ήτανε. 

Σήμερα, αντιθέτως μ’ αυτά που πίστευε ο Αναγνωστάκης, πολλοί πολιτικοί ισχυρίζονται πως σημα
σία έχουν οι πολιτικές και όχι τα πρόσωπα που θα τις εφαρμόσουν. Οι ανθρώπινες ποιότητες ελάχι
στα λαμβάνονται υπ’ όψιν.Ίσως γι’ αυτό οδηγούνται στις φυλακές πολλοί απ’ αυτούς που καλούνται
 να εφαρμόσουν τις πολιτικές αυτές. 

Λάκης Παπαστάθης, σκηνοθέτης - συγγραφέας Μανόλης Αναγνωστάκης [...]
 
Εκείνο που έφερε στην ποίησή μας ο Αναγνωστάκης είναι η χαμηλόφωνη κουβέντα με τον εξομολο
γητικό χαρακτήρα. Όχι πια λυρικές κορδέλες και τραγούδια αλλά κάτι από τη θέρμη της προφορικής
 ομιλίας, ένα λόγος γυμνός, μια κουβέντα ανθρώπινη όχι πια πετάγματα της φαντασίας εκφρασμένα
 με τις πιο απίθανες και αλλεπάλληλες εικόνες αλλά μια έκφραση της εμπειρίας που μας καίει, του
καημού που μας τρώει, της λαχτάρας που μας παιδεύει.

 Μια μετατόπιση από το συμβολισμό στο ρεαλισμό, από τη λυρική στη δραματική διάθεση και από 
τη φαντασία στην εμπειρία 
σα βασικό κύτταρο της ποιητικής παρόρμησηςνα τι αποτελεί κυρίως την αδικαίωτη ακόμα προσφο
ρά της μεταπολεμικής γενιάς. 

Ο Αναγνωστάκης που είχε αρχίσει να γράφει από δεκάξι χρονώ και είχε διαβάσει πολύ
 γαλλική ποίηση, Λόρκα και Μαγιακόβσκι, είναι ο πρώτος σχεδόν που άνοιξε, με πολλή επιτυχία το 
νέο δρόμο.

 Ας δούμε μερικούς τυχαίους στίχους για να καταλάβουμε τη διαφορά: 

θάρθει μια μέρα που δε θα ‘χουμε πια τι να πούμε θα καθόμαστε απέναντι και θα
 κοιταζόμαστε στα μάτια Η σιωπή μου θα λέει: 

Πόσο είσαι όμορφη, μα δε βρίσκω άλλο τρόπο να στο πω θα ταξιδέψουμε κάπου έτσι 
από ανία, ή για να πούμε πως και μεις ταξιδέψαμε. Τίποτε περιττό, καμιά έξαρση. Ο στίχος κυλάει 
κανονικά χωρίς μετατοπίσεις λέξεων, δίχως τη μέθη των επιφωνημάτων. Μένεις με την εντύπωση
 πως ο ποιητής στέκεται δίπλα σου και σου μιλάει, πως έχει να σου πει κάτι που μπορεί να ενδιαφέ
ρει και σένα. Καμιά διάθεση να εντυπωσιάσει. Μονάχα η ανάγκη να μιλήσει, να πει σε κάποιον τον
 πόνο του. [...] 

Δύο είναι οι κύκλοι του ποιητικού έργου του Αναγνωστάκη: οι Εποχές και οι Συνέχειες.
 Ο κάθε κύκλος από τους δύο αποτελείται από τρία μέρη.
 Οι «Εποχές» αποτελούν κατά κάποιο τρό
πο ένα ποιητικό χρονικό που μας μιλάει για τρεις εποχές: την κατοχή, τα μετά την απελευθέρωση 
και τη φυλάκιση του ποιητή. 

Οι «Συνέχειες» αποτελούν βέβαια μια συνέχεια του χρονικού αυτού,
 παρουσιάζουν όμως περισσότερες ψυχικές διαθλάσεις, από τη στιγμή που ο θάνατος αντιμετωπί
στηκε κατάφατσα ως τις μέρες μας που, με την προσπάθεια για διαβίωση, έχουν επέλθει κάμποσες 
διαφοροποιήσεις.

 Επιμένοντας στον κάθε κύκλο, θα δούμε ότι οι «Εποχές 1» αρχίζουν με τη γεύση 
της προπολεμικής ανίας και πλήξης, συνεχίζουν με την κατοχική παγωνιά και τελειώνουν με μια α
μυδρή ελπίδα για μια καλύτερη μέρα (1941-1944).

 Στις «Εποχές 2» έρχεται το σπάσιμο των ιδανικών
 κι αρχίζει η ιδιωτική περιπέτεια του ποιητή, η οποία όμως έτσι όπως δίνεται αποχτάει καθολικότερες
 διαστάσεις (1946-1948).

 Στις «Εποχές 3» η περιπέτεια αυτή φτάνει στην οξύτερη δραματικότητά της,
 ενώ οι εσωτερικές συγκρούσεις πληθαίνουν ακόμη περισσότερο (1949-1950). Βλέπουμε δηλ. μια\
 έ
νταση που διαρκώς ανεβαίνει παράλληλα μ’ ένα ψυχικό κυμάτισμα. 

Στη «Συνέχεια 1» έχουμε μια σειρά πορτραίτα εκείνων που πέθαναν γιατί άξιζαν, ένα ελεγειακό απολογισμό:
 Αυτοί δεν ήτανΉρωες. Όμως ο θάνατός τους Των άδειων μάταιων ημερών νόμιμη πλήρωση

 Στων άλλων την παραδοχή
 και την αδιαφορία έμοιαζε σ’ ένα πρόσκαιρο πλαίσιο ξεχασμένο Σαν μιαν ανάμνηση ακριβή της τε
λευταίας υπόμνησης Είχεν ακόμα τη σκληρήν ευγένεια των πραγμάτων Που μιας στιγμής η απόστα
ση ξέρει να υψώνει. Όλα αυτά δίνονται άλλοτε με τη γνωστή γυμνότητα του Αναγνωστάκη και άλλοτε
 με κάποια αλληγορική τάση. Η τάση αυτή πυκνώνει στη «Συνέχεια 2», και ταυτόχρονα διαφαίνεται 
κάτι σαν απολογισμός και σαν απολογία, η οδυνηρή έκπληξη του ανθρώπου που επέζησε. 

Στην «Συνέχεια 3» η έκπληξη αυτή γίνεται πια συνειδητή προσπάθεια για επιβίωση, η προσπάθεια 
να τα ξεχάσουμε όλα και να δεχτούμε τη νέα ζωή, χωρίς εφιάλτες και παρακρούσεις, σα να μην έγινε
 τίποτε, αγνοί, ολομόναχοι και «διδαγμένοι την αριθμητική των ιδεών».

 Βλέπουμε δηλ. κι εδώ το ίδιο
 ψυχικό κυμάτισμα των «Εποχών», αλλ’ αντί για μια ανάταση, ένα είδος πεσίματος, κάτι σαν παρα
χώ
ρηση στη ζωή. Βέβαια, όλα αυτά είναι σχηματικά και οπωσδήποτε αδικούν τόσο τον κριτικό, όσο και

 τον ποιητή. Εντούτοις, αν κάτι μπορεί ακόμη να εκφράζει αυτό το φθαρμένο λεξιλόγιο, τότε θα μπορο
ύσαμε αδίσταχτα να πούμε ότι κι αυτό ακόμα το λύγισμα και το τσάκισμα, αυτή η κάμψη, εκτός του
 ότι είναι απόλυτα γνήσια και δικαιωμένα, είναι και αντιπροσωπευτικά. Αντιπροσωπεύουν τις θλιβε
ρές τύχες και ταραχές της γενιάς μας και γενικότερα του λαού μας, που ιδίως από το 1950 και μετά, 
ζει αποκεφαλισμένος, κυριολεχτικά εξουθενωμένος, κι όμως επιμένει ακόμα να κουτσοπαλεύει και να
 ελπίζει.

 Έτσι, ο Αναγνωστάκης με τη σιγανόφωνη ποίησή του και το οξύ αισθητήριό του ευτύχησε να αναγά
γει την εξομολόγηση της ατομικής του περιπέτειας σε ένα γενικότερο χρονικό της τελευταίας δεκαπε
νταετίας, ένα χρονικό γεμάτο έξαρση και κατάπτωση, κάτι σα Μακρυγιάννης του καιρού μας, και να
 εκφράσει το ψυχικό κλίμα της μεταπολεμικής γενιάς με τον πιο λιτό και ικανοποιητικό τρόπο. 1962 

Ντίνος Χριστιανόπουλος, «Μανόλης Αναγνωστάκης», 

Γία τον Αναγνωστάκη, επιμ. Νάσος Βαγενάς, Αιγαίον. Λευκωσία 1996, σ. 53-60. Μ. Αναγνωστάκη,
 Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.Χ. 


 Μια ανάγνωση... Το ποίημα περιλαμβάνεται στη συλλογή Ο Στόχος (1970) που είναι και η τελευταία
 συλλογή του Μανόλη Αναγνωστάκη. 

Αποτελείται από πολιτικώς τολμηρά ποιήματα, με στόχο την ανάληψη αντιστασιακής δράσης και 
την ενεργοποίηση, αφύπνιση του λαού στη διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας του 1967. 
Πρωτοδημοσιεύτηκε στα Δεκαοχτώ Κείμενα, που αποτέλεσαν την πρώτη πράξη αντίστασης των
 πνευματικών ανθρώπων κατά της δικτατορίας. 

Η τοποθέτηση στο χώρο από την αρχή του ποιήματος, «στην οδό Αιγύπτου - πρώτη πάροδο δεξιά»
 παραπέμπει και σε άλλα δύο ποιήματα του Αναγνωστάκη. Στο ποίημα «Ο πόλεμος» από τη συλλο
γή Εποχές, γραμμένη στα 1941-1944, διαβάζουμε:

 Στην οδό Αιγύπτου (πρώτη πάροδος δεξιά) τα κο
ρίτσια κοκαλιασμένα περιμένανε απ’ ώρα τον Ισπανό με τα τσιγαρόχαρτα Επίσης στο ποίημα «Όταν
 αποχαιρέτησα...» 

από τη συλλογή Η συνέχεια 2\ 

Πώς να εξηγήσω πιο απλά τι ήταν ο Ηλίας Η Κλαίρη, ο Ραούλ, η οδός Αιγύπτου Αυτή η επίμονη
 αναφορά στην συγκεκριμένη οδό σημαίνει πως αυτή υπήρξε κάτι ιδιαίτερο για τον Αναγνωστάκη. 

Πιθανόν εκεί να έζησε τα παιδικά του χρόνια. Οπωσδήποτε είναι χώρος πολύ οικείος, από τον οποίο
 έχει πολλές αναμνήσεις, αλλά και χώρος γνωστός στο «τώρα», το 1969 που γράφεται το ποίημα. 

Ο τίτλος του ποιήματος παραπέμπει στον Κ.Π. Καβάφη, ο οποίος χρησιμοποιεί το «Μέρες» και κάποι
α χρονολογία σε πέντε ποιήματα του: «Μέρες του 1903», «Μέρες του 1896», «Μέρες του 1901», 
«Μέρες του 1909»,
 «Μέρες του 1908». 

Η χρησιμοποίηση του Καβαφικού αυτού τίτλου, πέραν από το γεγονός ότι δείχνει πως και στις δύο
 περιπτώσεις πρόκειται για ημερολογιακού τύπου εγγραφές, αποτελεί και μια ειρωνική αντίθεση του
 πολιτικού ποιήματος του Αναγνωστάκη με τα ερωτικά του Καβάφη, υποβάλλοντας ότι οι «Μέρες» 
του Αναγνωστάκη δεν μπορούν να έχουν - και δεν έχουν- καμιά ερωτική, ηδονική χροιά. 

Η τοπική ένδειξη «Θεσσαλονίκη» επίσης παραπέμπει και πάλι στον Καβάφη
 (Μύρης, Αλεξάνδρεια του 340 μ.Χ.).

 Όμως είναι και ο τόπος όπου γεννήθηκε και έζησε για πολλά χρόνια ο Αναγνωστάκης. Το παρελθόν,
 στο οποίο έμμεσα αναφέρεται ο αφηγητής, σχετίζεται με τη μετακατοχική περίοδο και τα παιδικά ή ε
φηβικά του χρόνια. Φανταζόμαστε: Τα παιδιά να παίζουν στους δρόμους, μικρές μονοκατοικίες της 
γειτονιάς, τα παιδιά μπορούσαν να γελάσουν, να ψιθυρίσουν μυστικά, να εμπιστευτούν. 

Μεγάλωναν με τα αισιόδοξα λόγια του πατέρα και την ελπίδα ότι θα γνωρίσουν καλύτερες μέρες. Τον 
τοπικό προσδιορισμό στο ποίημα, ακολουθεί στο δεύτερο στίχο ένας χρονικός: «Τώρα». 

Το ίδιο επίρρημα θα επαναληφθεί λίγο πιο κάτω: «Τώρα πια δεν γελούν...», ενώ στο τέλος του ποιήμα
τος θα χρησιμοποιηθεί μια συνώνυμη φράση: «Προς το παρόν». 
Ο χρόνος λοιπόν του ποιήματος είναι το «τώρα», το «παρόν», το 1969, όπως δηλώνει και ο τίτλος .
Όμως το ποίημα δεν κινείται μόνο στο παρόν

. Ξεκινά απ’ αυτό αλλά με την τεχνική του flash-back, με αναδρομές, μας μεταφέρει στο παρελθόν. Ωστόσο, υπάρχει μια διαρκής εναλλαγή ανάμεσα στο παρόν και στο παρελθόν. Μετά το «τώρα» του δεύτερου στίχου ακολουθεί στον τέταρτο η φράση «και τα παιδάκια δεν μπορούνε πια...».

 Ο ίδιος σχεδόν στίχος, όπως και λίγο πριν «η οδός Αιγύπτου», βρίσκεται και σε άλλο ποίημα του Α
ναγνωστάκη. 

Στη συλλογή Εποχές 2 στο ποίημα «VI», διαβάζουμε: Και τα παιδάκια δεν μπορούνε πια
 να παίξουνε χωρίς κανένα κίνδυνο από τα τόσα κάρα που περνούνε. Παρόμοια δήλωση θα γίνει
 λίγο
 πιο κάτω: «Τώρα πια δε γελούν, δεν ψιθυρίζουν μυστικά, δεν εμπιστεύονται». 

Αυτό το «πια» μας κάνει αμέσως να σκεφτούμε, έστω κι αν δεν δηλώνεται, πως κάποτε μπορούσαν 
να παίζουν, να γελούν, να ψιθυρίζουν μυστικά, να εμπιστεύονται. 

Το παρελθόν δεν είναι μόνο υπονοούμενο. Υπάρχουν και πιο σαφείς δηλώσεις του: «Ο καιρός εκείνος πέρασε που ξέρατε», «ήρθανε βαριές αρρώστιες από τότε», «θυμούνται τα λόγια του πατέρα». 
Ξεκινώντας από το τώρα, το οποίο είναι σαφώς προσδιορισμένο (1969), έχοντας υπόψη ότι τα παιδιά
 (εκείνα που έπαιζαν, γελούσαν κλπ) μεγάλωσαν, συμπεραίνουμε ότι πρόκειται για τα ίδια παιδιά και 
μάλιστα «όσα επιζήσαν» που θυμούνται τα λόγια του πατέρα και επομένως το παρελθόν, στο οποίο
 αναφέρεται ο Αναγνωστάκης, δεν ξεπερνά τη μια γενιά, δηλαδή τα 20-30 χρόνια.

 Βρισκόμαστε στη δραματική δεκαετία 1940-1950, τη γεμάτη από γεγονότα που σημάδεψαν ανεξίτηλα 
την Ελλάδα: Πόλεμος, Κατοχή, Αντίσταση, Εμφύλιος. Τους χρονικούς προσδιορισμούς και τις μετατο
πίσεις του ποιήματος (παρόν - παρελθόν - παρόν αλλά και μια υποδήλωση μέλλοντος, «ελπίζοντας 
πως κάποτε θα σταματήσει η αλυσίδα»), παρακολουθούν οι περιγραφές του χώρου και οι τοπικοί προ
σδιορισμοί.

 Για το τώρα η αναφορά είναι πολύ σαφής: Στην οδό Αιγύπτου υπάρχει τώρα «η Τράπεζα Συναλλαγών
, τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως», στοιχεία που αναφέρονται δύο φορές μέσα
 στο ποίημα, στην αρχή και στο τέλος, με την ίδια ακριβώς σειρά. 

Τι υπήρχε πριν εκεί δεν αναφέρεται.
 Η αναφορά στα παιδιά, που ανάμεσα τους πολύ πιθανόν υπήρξε και ο Αναγνωστάκης, αφού περιγρά
φει έναν οικείο χώρο, αποτελεί χαρακτηριστικό στοιχείο της ποίησής του και είναι οι φίλοι οι οποίοι
εμφανίζονται στο έργο του και που άλλοτε σημαίνουν τους ομοϊδεάτες και συναγωνιστές του, αυτούς 
που κοινοί αγώνες και προβλήματα τούς έδεσαν και τους ένωσαν, όταν μια ανάσα χώριζε τη ζωή από
 το θάνατο κι άλλοτε πάλι η ποίησή του γίνεται πλατύτερη και αγκαλιάζει όλους τους ανθρώπους. 


Όμως η ύπαρξη πυκνής τροχαίας κίνησης δεν είναι ο μόνος λόγος που δεν παίζουν πια τα παιδιά. 

Τα παιδιά εκείνα μεγάλωσαν και δε γελούν πια (όπως τότε), δεν ψιθυρίζουν μυστικά, δεν εμπιστεύο
νται (όπως τότε). Ένα συναίσθημα μελαγχολίας και καχυποψίας χαρακτηρίζει τώρα τους ανθρώπους
 που κάποτε έπαιζαν ξέγνοιαστα και γελούσαν.

 Ο λόγος δεν είναι βέβαια μόνο η ωριμότητα της ηλικίας
. Ποιητικές συνδηλώσεις του περιβάλλοντος των παιδιών του 1969 υπάρχουν στο ποίημα: «βαριές αρ
ρώστιες», «πλημμύρες», «καταποντισμοί», «σεισμοί», «θωρακισμένοι στρατιώτες».

Μέσα σ' αυτό το
 πικρό «τώρα», μέσα σ' αυτό το παρόν, όπου χώρος και άνθρωποι όχι μόνο έχουν αλλάξει αλλά και η
 μεταξύ τους σχέση έχει διαφοροποιηθεί ως το σημείο της αλλοτρίωσης, η μελαγχολία των μεγάλων, 
των αλλοτινών παιδιών που ωρίμασαν, 
εντείνεται και από ένα επιπρόσθετο στοιχείο: Καθώς θυμού
νται τα λόγια του πατέρα «εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες μέρες», πράγμα ρου δεν έγινε, το στοιχείο της 
διάψευσης υπεισέρχεται στο ποίημα. Το «δεν έχει σημασία» προσδίνει και μια πικρή ειρωνεία γιατί 
ασφαλώς και έχει σημασία το να έρθουν οι καλύτερες μέρες. 

Η ειρωνεία μεγαλώνει ακόμα περισσότε
ρο καθώς οι ίδιοι, που διαψεύστηκαν , θα εξακολουθούν να λένε τα ίδια στα δικά τους παιδιά εναποθέ
τοντας τις ελπίδες τους σε ένα μακρινό, απροσδιόριστο μέλλον. Η διάψευση δεν αφορά μόνο το «τώ
ρα», την παρούσα γενιά, τη γενιά του ποιητή. 
Πάει και προς τα πίσω. Για να λέει ο πατέρας «εσύ θα
 γνωρίσεις καλύτερες μέρες», σημαίνει πως ούτε ο πατέρας είχε γνωρίσει τις καλύτερες μέρες στις ο
ποίες είχε ελπίσει. Αυτές οι «καλύτερες μέρες» είναι εδώ παραλλαγή του μύθου του Ησιόδου για την 
παρακμή της ανθρωπότητας.

 Στο μύθο η χρυσή εποχή είναι τοποθετημένη στο παρελθόν, ενώ στο 
ποίημα τοποθετείται στο μέλλον. 
Η ειρωνεία στο ποίημα μεγαλώνει ακόμα περισσότερο καθώς οι ίδιοι, που διαψεύστηκαν, θα εξακολου
θούν να λένε τα ίδια στα δικά τους παιδιά εναποθέτοντας τις ελπίδες τους σε ένα μακρινό, απροσδιόρι
στο μέλλον. Ο Αναγνωστάκης μιλά για το πολιτικό όραμα για το οποίο και αγωνίστηκε. Μιλά για το ό
ραμα ενός κόσμου ειρηνικού, του κόσμου της κοινωνικής δικαιοσύνης, της παγκόσμιας αλληλεγγύης 
και συναδέλφωσης.

 Στο ποίημα «Χάρης» 1944 από τη συλλογή Εποχές, διαβάζουμε: Ήμασταν όλοι μαζί και ξεδιπλώναμε
 ακούραστα τις ώρες μας. Τραγουδούσαμε σιγά για τις μέρες που θα ‘ρχόντανε φορτωμένες πολύχρω
μα οράματα Οι στίχοι Ελπίζοντας πάντοτε πως κάποτε θα σταματήσει η αλυσίδα. Ίσως στα παιδιά των
 παιδιών τους ή στα παιδιά των παιδιών των παιδιών τους, υποβάλλουν ένα διφορούμενο συναίσθη
μα. 

Από τη μια είναι η ελπίδα, όπως ρητά δηλώνεται, πως κάποτε θα σταματήσει το κακό, πως κάποτε θα
 ‘ρθουν οι καλύτερες μέρες. Ταυτόχρονα όμως αφήνεται να υπεισέλθει η αμφιβολία για το αν αυτό θα
 γίνει κάποτε. Ο Αναγνωστάκης το μεταθέτει σ’ ένα απροσδιόριστο μέλλον, αφού, όπως λέει αλλού,
 «κανένας πόλεμος δεν τέλειωσε ποτέ». 
Ο ποιητής επανέρχεται στο παρόν, και πάλι στην οδό Αιγύ
πτου και επαναλαμβάνει τα κτήρια που φωτογραφίζουν την πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα: 
Τράπεζα συναλλαγών, Τουριστικά Γραφεία, Πρακτορεία Μεταναστεύσεως. Το τώρα όμως, δίνεται με 
την επανάληψη σε διάφορα πρόσωπα των δύο ρημάτων «συναλλάσσονται» και «μεταναστεύω». 

Η 
μητέρα Ευαγγελία, το γένος Κασιμάτη. Ήταν και αυτή, όπως και ο πατέρας, από το Ρέθυμνο. Η φωτογραφία, στην Κρήτη, αρχές του 20ου αιώνα Η Ελλάδα με τα ωραία νησιά (οι τόποι εξορίας των αντιχουντικών), τα ωραία γραφεία (τα γραφεία της συναλλαγής και της μετανάστευσης, αλλά και τα γραφεία της στυγνής δικτατορίας), τις ωραίες εκκλησίες (η εκκλησία συνεργάστηκε με το χουντικό καθεστώς). Αυτή λοιπόν είναι η Ελλάδα που «πληγώνει» τον ποιητή, καθώς δανείζεται το σεφερικό συλλογισμό. Με μια χαρακτηριστική φράση της δικτατορίας «Η Ελλάς των Ελλήνων» - κατά παράλειψη της λέξης «Χριστιανών» - ο Αναγνωστάκης συνοψίζει την πίκρα, την αγανάκτηση, τη διαμαρτυρία του, ενώ ταυτόχρονα καταγγέλλει ως πνευματικός άνθρωπος, το κατάντημα της Ελλάδας κάτω από το δικτατορικό καθεστώς. 

Η οδός Αιγύπτου απ’ την οποία ξεκίνησε το ποίημά του έχει διευρυνθεί, είναι ολόκληρη η χώρα κάτω
 από τη βάναυση πολιτική της χούντας. Στο ποίημα, το νόημα και η τεχνική συνδέονται στενά.

 Κυριαρχεί ο ρυθμός της καθημερινής κουβέντας, ελάχιστες είναι οι ασυνήθιστες λέξεις, απουσιάζουν
 οι παρομοιώσεις ή άλλα στοιχεία που κοσμούν την ποιητική γραφή.

 Ο στίχος είναι λιτός. Δεν υπάρχει μέτρο και ομοιοκαταληξία, παρά μόνο ένας εσωτερικός ρυθμός που 
δραματοποιεί ανάγλυφα την κατάσταση στην Ελλάδα του 1969 μ.Χ. 

Ο Αναγνωστάκης μιμείται το καβαφικό ύφος, ενυπάρχει στο ποίημα μια διάχυτη ειρωνεία, σαρκασμός
, αγανάκτηση και οργή για την κατάσταση που επικρατεί. 

Ο λόγος του είναι σαφής, απλός, ειλικρινής και διατυπωμένος με παρρησία. 

Σπύρος Αντωνέλλος, Ε.Μ.Ε. Φιλολογικών - θεατρολογίας

 ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
 I. Ποίηση • Εποχές, <θεσσαλονίκη> 1945. • Εποχές 2, [Σέρρες], 1948 - εκτός εμπορίου. • Εποχές 3,
 <θεοσαλονίκη> 1951 - εκτός εμπορίου. • Η Συνέχεια, <Αθήνα> 1954 - εκτός εμπορίου. • Τα Ποιήματα 
(1941-1956): Εποχές - Εποχές 2 - Παρενθέσεις - Εποχές 3 - Η Συνέχεια - Η Συνέχεια 2, Αθήνα, 1956.
 • Η Συνέχεια 3, Θεσσαλονίκη, 1962. • Τα Ποιήματα 1941-1971: Εποχές - Εποχές 2 - Παρενθέσεις - Επο
χές 3 - Η Συνέχεια - Η Συνέχεια 2 - Η Συνέχεια 3 - 0 στόχος, Θεσσαλονίκη 1971. Πολλές ανατυπώσεις.
• Το περιθώριο ’68-’69, Πλειάς, Αθήνα, 1979. Αρκετές ανατυπώσεις. • Μανούσος Φάσσης [= Μ. Αναγνω
στάκης], Παιδική Μούσα (Τραγούδια για την προσχολική και σχολική ηλικία), «Αμοργός», 1980. • ΥΓ.,
 [Αθήνα], <1983> - εκτός εμπορίου. Δεύτερη έκδοση Νεφέλη , Αθήνα 1992. II. Δοκίμια - Μελέτες - Άρθρα
 - Πεζά • Υπέρ και κατά. Σημειώσεις Κριτικής, Θεσσαλονίκη 1965. • Αντιδογματικά. Άρθρα και Σημειώμα
τα 1946-1977, Πλειάς, < Αθήνα 1978>. Δεύτερη έκδοση Στιγμή, Αθήνα 1985. Αρκετές ανατυπώσεις.
 • Τα Συμπληρωματικά-Σημειώσεις Κριτικής, Στιγμή, Αθήνα 1985. • Ο ποιητής Μανούσος Φάσσης 
- Η Ζωή και το Έργο του. Μια πρώτη απόπειρα κριτικής προσέγγισης, Δοκιμιακό σχεδίασμα, Στιγμή,
 Αθήνα, 1987. • Η Χαμηλή Φωνή. Τα λυρικά μιας περασμένης εποχής στους παλιούς ρυθμούς-Μια 
προσωπική ανθολογία, Νεφέλη, Αθήνα, 1990. III. Μεταφράσεις • F.G.Lorca, Δύο Ωδές. Ωδή στον Salva
dor Dali. Ωδή στον Walt Whitman, Απόδοση Κλείτος Κύρου - Μανόλης Αναγνωστάκης. Θεσσαλονίκη,
 1948. G. Apollinaire, περ. Ξεκίνημα, τχ. 6-7 (1 και 15 Ιουνίου 1944) 138-139. G. Apollinaire, «Βούκινα
 κυνηγετικά», «Marizibill», περ. Ποιητική Τέχνη, τχ. 8(1 Ιουνίου 1948), 175-176 J. Roudaut, «Ancolies
 pour Benjamin Peret», περ. Κριτική, τχ. 7-8 (Ιαν.- Απρ. 1960), 39-43. [Ρ. Αλμπέρτι] «Η μπαλλάντα του
 φτερωτού ποδηλάτη» [: απόσπασμα], εφ. Η Αυγή (5 Ιουνίου 1977). ΡΑΦΙΑ ηση μπορίου. κτός εμπορί
ου. ; εμπορίου. Εποχές 2 - Παρενθέσεις - Εποχές να, 1956. Εποχές 2 - Παρενθέσεις - Εποχές ϋνέχεια
 3 - 0 στόχος, Θεσσαλονίκη to, 1979. Αρκετές ανατυπώσεις. Γάκης], Παιδική Μούσα σχολική ηλικία),
 «Αμοργός», 1980. ιίου. Δεύτερη έκδοση Νεφέλη , ς - Άρθρα - Πεζά Θεσσαλονίκη 1965. 7τα 1946-1977,
 Πλειάς, < Αθήνα ίνα 1985. Αρκετές ανατυπώσεις. οιτικής, Στιγμή, Αθήνα 1985. ωή και το Έργο του. 
Μια πρώτη ικιμιακό σχεδίασμα, Στιγμή, ιασμένης εποχής στους παλιούς ό, Νεφέλη, Αθήνα, 1990. 
ράσεις alvador Dali. Ωδή στον Walt Whitλης Αναγνωστάκης. Θεσσαλονίκη, 1 και 15 Ιουνίου 1944) 
138-139. «Marizibill», περ. Ποιητική Τέχνη, Peret», περ. Κριτική, τχ. 7-8 (Ιαν.- ιτού ποδηλάτη» [: από
σπασμα], εφ. ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ • Αμπατζοπούλου Φραγκίσκη, «Γύρω από το ΥΓ. Μια μαρτυ
ρία και μια απόπειρα ανάγνωσης», περ. Φιλόλογος, τχ. 121, 2005, σ. 355-368. Αργυρίου Αλέξανδρος
, Μανόλης Αναγνωστάκης. Νοούμενα και υπονοούμενα της ποίησής του, Γαβριηλίδης, Αθήνα, 2004.
 Βαγενάς Νάσος, «Ξαναδιαβάζοντας τον Αναγνωστάκη», Η ειρωνική γλώσσα■ Κριτικές μελέτες για τ
η νεοελληνική γραμματεία, σ.125-132, Στιγμή, Αθήνα, 1994. Βαγενάς Νάσος (επιμέλεια), Για τον Ανα
γνωστάκη- Κριτικά κείμενα, Αιγαίον, Λευκωσία, 1996. Βαρίκας Βάσος, «Μια ποιητική συλλογή. Μ. Α
ναγνωστάκη: Συνέχεια 3», Συγγραφείς και κείμενα A '■ 1961 -1965, σ. 107-109, Ερμής, Αθήνα, 1975.
 Γαραντούδης Ευριπίδης, «Τα ποιήματα του Μανούσου Φάσση και η παιδική ασθένεια της έμμετρης
 ποίησης», περ. Πορφύρας, τχ. 86, 1998, σ. 615-631. Δάλλας Γιάννης, Μανόλης Αναγνωστάκης. Ποίη
ση και ιδεολογία, Κέδρος, Αθήνα 2007. θέμελης Γιώργος, «Μ. Αναγνωστάκης», Η νεώτερη ποίησή μας,
 σ. 269 -280. Φέξης, Αθήνα, 1963. Ιλίνσκαγια Σόνια, Η Μοίρα μιας Γενιάς. Συμβολή στη μελέτη της Μετα
πολεμικής Ποίησης στην Ελλάδα, Κέδρος, Αθήνα 1976. Κοκόλης Ξ. Α., Δώδεκα ποιητές, Θεσσαλονίκη
 1930 -1960, Εγνατία, Θεσσαλονίκη 1979. Μαρωνίτης Δ. Ν., Ποιητική και πολιτική ηθική- Πρώτη μετα
πολεμική γενιά- Αλεξάνδρου - Αναγνωστάκης - Πατρίκιος, Κέδρος, Αθήνα 1976. Μαρωνίτης Δ. Ν., «Ποί
ηση και ιστορία. Μ. Αναγνωστάκης: Θεσσαλονίκη, μέρες του 1969 μ.Χ.», περ. Εντευκτήριο, τχ. 6,1989,
 σ. 5-14. Μέντη Δώρα, Μεταπολεμική πολιτική ποίηση. Ιδεολογία και ποιητική, Κέδρος, Αθήνα 1995. 
Μουλλάς Παναγιώτης, Τρία κείμενα για τον Μανόλη Αναγνωστάκη, Στιγμή, Αθήνα 1998. Μπακογιάννης
 Μιχάλης Γ., Η «Κριτική» (1959-1961) του Μανόλη Αναγνωστάκη, University Studio Press, Θεσσαλονί
κη 2004. Orsina Vincenzo, Ο Στόχος και η Σιωπή. Εισαγωγή στην ποίηση του Μ. Αναγνωστάκη, μτφρ.:
 Α. Καλογιάννη, Νεφέλη, Αθήνα 1995. Στεριάδης Βασίλης, «Ποιητική και πολιτική σύμπραξη» (Κριτική 
για Τα ποιήματα (1941-1971), περ. Διαβάζω, τχ. 11,1978, σ. 67-68. Τζούμα Άννα, Ο χρόνος - Ο λόγος.
 Η ποιητική δοκιμασία του Μανόλη Αναγνωστάκη: μια οπτική, Νεφέλη, Αθήνα 1982. Φάις Μισέλ, Είμαι
 αριστερόχειρ ουσιαστικά. Μονόλογος του Μανόλη Αναγνωστάκη, Πατάκης, Αθήνα 2011. «Σε Β' πρό
σωπο: Μια συνομιλία του Μανόλη Αναγνωστάκη με τον Αντώνη Φωστιέρη και τον Θανάση Νιάρχο» 
περ. Η λέξη, τχ. 11,1982, σ. 54-59. «Μανόλης Αναγνωστάκης», περ. Αντί, τχ. 846,1 Ιουλίου 2005. 
«Μανόλης Αναγνωστάκης. Ο ποιητής και ο πολίτης», εφ. Ελευθεροτυπία. Βιβλιοθήκη, 30 Νοεμβρίου 2001. 
«Μανόλης Αναγνωστάκης», περ. Εντευκτήριο, τχ. 71, Δεκέμβριος 2005. «Μανόλης Αναγνωστάκης»,
 περ. θέματαλογοτεχίας, τχ. 30, Σεπ.-Δεκ. 2005, σ. 3-27. «Μανόλης Αναγνωστάκης (1925-2005). “Κι εγώ
 μέσα σε σένα και σ’ όλους”», εφ. Η Καθημερινή, Επτά ημέρες, 4/12/2005. «Μανόλης Αναγνωστάκης
 (1925-2005)», εφ. Μακεδονία, 8/3/2015. «Μανόλης Αναγνωστάκης», Παρασκήνιο, Σκηνοθέτης: Λάκης
 Παπαστάθης, Παραγωγή ΕΡΤ 1983. Δρόμοι παλιοί Δρόμοι πολιοί που αγάπησα και μίσησα ατέλειω
τα κάτω απ’ τους ίσκιους των σπιτιών να περπατώ νύχτες των γυρισμών αναπότρεπτες κι η πόλη 
νεκρή Την ασήμαντη παρουσία μου βρίσκω σε κάθε γωνιά κάμε να σ’ ανταμώσω κάποτε φάσμα χαμέ
νο του τόπου μου κι εγώ Ξεχασμένος κι ατίθασος να περπατώ κρατώντας μία σπίθα τρεμόσβηστη
 στις υγρές μου παλάμες Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα χωρίς να γνωρίζω κανένα κι ούτε κανένας
κι ούτε κανένας με γνώριζε. 

Μανόλης Αναγνωστάκης

  1. 1. ΚΕΙΜΕΝΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ Γ' ΛΥΚΕΙΟΥ
  2.  ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ
  3. 2. ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ (1925-2005) 

  4. Η ΖΩΗ ΤΟΥ
  5.  
  6. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και σπούδασε ιατρική. 
  7. Πήρε την ειδικότητα της ακτινολογίας στη Βιέννη. Άσκησε το επάγγελμα του
  8.  γιατρού μέχρι το 1978 στη Θεσσαλονίκη και κατόπιν στην Αθήνα.

  9. Πολιτικά στρατευμένος από νεαρή ηλικία στο χώρο της ανανεωτικής αριστεράς. Πήρε μέρος 
  10. στην Εθνική Αντίσταση και κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου καταδικάστηκε από το στρατοδικείο σε
  11.  θάνατο για την παράνομη πολιτική του δράση (1949). Αποφυλακίστηκε με τη γενική αμνηστία 
  12. του 1951.
  13. Πέθανε στην Αθήνα στις 23 Ιουνίου 2005. 
  14.  ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ 
  15. ΓΕΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ
  16.  Είναι από τους πιο αντιπροσωπευτικούς 
  17. ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς.
  18.  Η γενιά αυτή που έζησε την κατοχή και την αντίσταση, σημαδεύτηκε από τον χαρακτηρισμό 
  19. “ ποίηση της ήττας ”, καθώς πολλοί δημιουργοί της διέγραψαν την πορεία από την αισιόδοξη 
  20. πίστη στο κομμουνιστικό όραμα, στην απαισιοδοξία που προέκυψε από τη διάψευση των προσ
  21. δοκιών τους. Κατέληξαν στη διαπίστωση που θα τους απορρυθμίσει: “ η ποιητική λειτουργία εί
  22. ναι τόσο περιθωριακή όσο και αναποτελεσματική ...” 
  23. Α' ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΓΕΝΙΑ 
  24. Στην ποιητική δημιουργία αυτής της γενιάς αναπτύσσονται 
  25. τρεις τάσεις:
  26.  α. η αντιστασιακή ή κοινωνική (Μ. Αναγνωστάκης,
  27.  Α. Αλεξάνδρου, Μ. Κατσαρός, Τ. Λειβαδίτης, κ.ά.)
  28.  β. η νεοϋπερρεαλιστική (Έκτορας Κακναβάτος,
  29. Δ. Παπαδίτσας, Μ. Σαχτούρης, Ε. Βακαλό, κ.ά.),
  30.  γ. η υπαρξιακή ή μεταφυσική (Μ. Σαχτούρης,
  31. Ν. Καρούζος, Όλγα Βότση, Γ. Κότσιρας κ.ά.).
  32.  ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ 
  33. Η ποίηση του Αναγνωστάκη απηχεί κοινωνικές και πολι
  34. τικές συγκρούσεις που ακολούθησαν μετά την κατοχή.
  35.  Το πρόβλημα της ηθικής στάσης σε μια εποχή ταραγμένη από τα πάθη και την ιδεολογική 
  36. σύγχυση είναι βασικό στοιχείο της ποίησής του.
  37.  Υπάρχει όμως και ένα αίσθημα αισιοδοξίας ως αποτέλεσμα πικρής εμπειρίας.
  38.  Ο άξονας της ιστορικότητας , ως ιστορικές στιγμές, ως δράση ανθρώπων, ως κριτική και αυ
  39. τοκριτική, διαπερνά πολλά ποιήματα.
  40. .Σταδιακά αναδιπλώνεται σε ένα πιο προσωπικό κόσμο.
  41. Επιχειρεί τη διαφύλαξη των ανθρωπιστικών συναισθημάτων και αξιών που χάνονται στο 
  42. σύγχρονο κόσμο.
  43.  Συχνά υπάρχει μια φαινομενική συναισθηματική απόσταση από τα θέματα που τον απασχο
  44. λούν
  45.  Συχνή είναι επίσης στο έργο του η παρουσία της μνήμης, οι αναφορές στην παιδική ηλικία 
  46. και τους φίλους , η ταύτιση ποίησης και ζωής . 
  47.  Η διατύπωση είναι πολλές φορές επιγραμματική .
  48.  Ο εξομολογητικός τόνος,
  49.  το ύφος προφορικού λόγου,
  50.  οι ρητορικές ερωτήσεις,
  51.  η δραματική διάθεση,
  52. ο υπαινιγμός,
  53. οι παρενθέσεις και
  54.  η όλη εικόνα του ποιήματος επιδιώκουν την
  55.  επικοινωνία με το θεατή 
  56. . ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ 
  57. Ποίηση
  58.  Εποχές
  59.  1, 2, 3, (1945 -1954)
  60.  Η συνέχεια 1, 2, 3, (1954 -1962)
  61.  Ο στόχος, 1970.
  62.  Το περιθώριο ‘68-’69, 1979.
  63.  Υ.Γ., 1983

  64. Ασχολήθηκε επίσης με την κριτική της λογοτεχνίας, το δοκίμιο, τις μεταφράσεις και την έκδο
  65. ση λογοτεχνικού περιοδικού. 
  66.  ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
  67.  Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.Χ.
  68.  Επιτύμβιον
  69.  Νέοι της Σιδώνος, 1970 
  70. Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.Χ. 

  71. Το ποίημα ανήκει στη συλλογή Ο Στόχος (1970). 
  72. Πρωτοδημοσιεύτηκε στα Δεκαοχτώ Κείμενα, που η έκδοσή τους αποτέλεσε την πρώτη πράξη 
  73. ομαδικής δημόσιας αντίστασης των πνευματικών ανθρώπων κατά της δικτατορίας . 
  74. Είναι ποίημα πολιτικό. 
  75. Απηχεί την πολιτική και κοινωνική κατάσταση από τη μετακατοχική περίοδο και τη στρατιωτική 
  76. δικτατορία.
  77.  Στην οδό Αιγύπτου ―πρώτη πάροδος δεξιά― Τώρα υψώνεται το μέγαρο της Τράπεζας Συναλ
  78. λαγών Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως. Και τα παιδάκια δεν μπορούνε πια
  79.  να παίξουνε από τα τόσα τροχοφόρα που περνούνε. Άλλωστε τα παιδιά μεγάλωσαν, ο καιρός ε
  80. κείνος πέρασε που ξέρατε Τώρα πια δε γελούν, δεν ψιθυρίζουν μυστικά, δεν εμπιστεύονται, Όσα
  81.  επιζήσαν, εννοείται, γιατί ήρθανε βαριές αρρώστιες από τότε Πλημμύρες, καταποντισμοί, σει
  82. σμοί, θωρακισμένοι στρατιώτες· Θυμούνται τα λόγια του πατέρα: εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες 
  83. μέρες Δεν έχει σημασία τελικά αν δεν τις γνώρισαν, λένε το μάθημα οι ίδιοι στα παιδιά τους Ελπί
  84. ζοντας πάντοτε πως κάποτε θα σταματήσει η αλυσίδα Ίσως στα παιδιά των παιδιών τους ή στα 
  85. παιδιά των παιδιών των παιδιών τους. Προς το παρόν, στον παλιό δρόμο που λέγαμε, υψώνεται 
  86. η Τράπεζα Συναλλαγών ― εγώ συναλλάσσομαι, εσύ συναλλάσσεσαι αυτός συναλλάσσεται― Του
  87. ριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως ― εμείς μεταναστεύουμε, εσείς μεταναστεύετε, 
  88. αυτοί μεταναστεύουν― Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει, έλεγε κι ο Ποιητής Η Ελλά
  89. δα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία, τις ωραίες εκκλησιές Η Ελλάς των Ελλήνων .

  90. . Ερμηνευτικά στοιχεία
  91. Ο χώρος της ποιητικής αφήγησης είναι η Θεσσαλονίκη .
  92. .Το ποίημα κινείται σε δυο χρονικά επίπεδα, το παρόν (1969) και το παρελθόν , με επίκεντρο
  93.  την οδό Αιγύπτου.

  94.  Στο επίπεδο του παρόντος οι λέξεις φορτίζονται και με μια λανθάνουσα σημασία .
  95. Έτσι, γίνεται αναφορά:
  96.  στην εμπορευματοποίηση της ζωής ,
  97.  στις ιδεολογικές συναλλαγές ,
  98.  στο εθνικό ξεπούλημα ,
  99.  στην ταπείνωση και την εθνική υποτέλεια , στην εν γένει αλλοτρίωση του ανθρώπου.
  100. Η επιστροφή στο παρελθόν γίνεται με συνειρμικά φλας μπακ.
  101. .
  102.  Δίνεται συνοπτικά η ιστορική εξέλιξη του τόπου μεταπολεμικά με έμφαση στην καταστροφή
  103.  και την απανθρωποποίηση της ζωής.
  104. Η διάψευση της ελπίδας προβάλλεται ως αίτημα ζωής για το μέλλον, αίτημα ειρήνης και αν
  105. θρωπιάς.
  106.  Έτσι, η πίκρα και η διάψευση δεν αναιρεί αλλά ενισχύει την πίστη.
  107.  Ύπαρξη δυο νοητικών επιπέδων:εικόνα ενός δρόμου (οδός Αιγύπτου)
  108.  ο δρόμος ως σύμβολο της Ελλάδας 
  109.  Εκφραστικοί τρόποι
  110. Επαναλήψεις
  111.  Ευθύς λόγος
  112.  Άμεση και λιτή έκφραση
  113.  Ειρωνεία καβαφικού τύπου
  114.  Σαρκαστικός τόνος
  115.  Αντιθέσεις
  116.  Πεζολογική γλώσσα 
  117.  
  118. Μανόλης Αναγνωστάκης: Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.Χ.
  119. Το ποίημα ανήκει στη συλλογή Ο Στόχος (1970). 
  120. Πρωτοδημοσιεύτηκε στα Δεκαοχτώ Κείμενα, που η έκδοσή τους αποτέλεσε την
  121.  πρώτη πράξη ομαδικής δημόσιας αντίστασης των πνευματικών ανθρώπων κατά της δικτατορί
  122. ας. Είναι ποίημα πολιτικό, όπως εξάλλου και πολλά άλλα ποιήματα του Αναγνωστάκη, και απη
  123. χεί την πολιτική και κοινωνική κατάσταση από τη μετακατοχική περίοδο και τη στρατιωτική δικτα
  124. τορία. 
  125. Επιτύμβιον 
  126. Το ποίημα ανήκει στην ποιητική συλλογή Ο Στόχος (1970), που περιέχει ποιή
  127. ματα γραμμένα στην περίοδο της δικτατορίας (1967-1974).
  128.  Πέθανες- κι έγινες και συ: ο καλός, O λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης. 
  129. Tριάντα έξη στέφανα σε συνοδέψανε, τρεις λόγοι αντιπροέδρων, Eφτά ψηφίσματα για τις υπέρο
  130. χες υπηρεσίες που προσέφερες. A, ρε Λαυρέντη, εγώ που μόνο τόξερα τί κάθαρμα ήσουν, Tί κάλ
  131. πικος παράς, μια ολόκληρη ζωή μέσα στο ψέμα Kοιμού εν ειρήνη, δεν θα 'ρθώ την ησυχία σου
  132.  να ταράξω. (Eγώ, μια ολόκληρη ζωή μες στη σιωπή θα την εξαγοράσω Πολύ ακριβά κι όχι με τίμη
  133. μα το θλιβερό σου το σαρκίο.) Kοιμού εν ειρήνη. Ως ήσουν πάντα στη ζωή: ο καλός, O λαμπρός 
  134. άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης. Δε θά 'σαι ο πρώτος ούτε δα κι ο τελευταίος.6Ερμηνευτικά στοιχεία 
  135. Επιτύμβιο: επιγραφή χαραγμένη σε τάφο.Το ποίημα είναι ένα είδος ποιητικού επικηδείου που απαγγέλλει ο ποιητής σε μορφή διαλογι
  136. κού μονολόγου προς έναν υποθετικό ακροατή, τον νεκρό.
  137.  Ο νεκρός πρωταγωνιστής δεν ενδιαφέρει ως συγκεκριμένο πρόσωπο αλλά ως τυπικό δείγμα

  138.  της μεταπολεμικής ελληνικής αστικής κοινωνίας στην οποία στοχεύει ο ποιητής.
  139.  Το συναίσθημα αντιπαλότητας που διακατέχει τον ποιητή είναι για το όλον και όχι για το μέ
  140. ρος.
  141.  Ύπαρξη δύο νοηματικών ενοτήτων με βάση την αντίθεση φαίνεσθαι και είναι.
  142.  Στην πρώτη δίνεται η άποψη των πολλών για τον θανόντα. Είναι έντονη η σαρκαστική διάθε
  143. ση.
  144.  Στη δεύτερη υπάρχει η άμεση αντίληψη του ποιητή. Αποδίδεται η ουσία και όχι η απατηλή ει
  145. κόνα.
  146.  Στους στίχους 8-9 αποτυπώνεται μια πικρία και υπάρχει εξομολογητικός τόνος .
  147.  Ο τόνος του ποιήματος είναι σαρκαστικός με κυρίαρχη τη διδακτική πρόθεση . </li></ul>
  148.  Εκφραστικοί τρόποι
  149.  Στην πρώτη ενότητα η ειρωνεία αποδίδεται με υπερφόρτωση επι
  150. θέτων και χαρακτηρισμών.
  151.  Στη δεύτερη ενότητα η ουσία αποδίδεται με το καθημερινό λαϊκό λεξιλόγιο .
  152.  Η χρήση του δευτέρου προσώπου εκφράζει την ανάγκη για επικοινωνία.
  153.  Νέοι της Σιδώνος, 1970 

  154. Το ποίημα ανήκει στη συλλογή Ο Στόχος (1970) . Είναι γραμμένο 
  155. κατά τη διάρκεια της δικτατορίας και εκφράζει την πίκρα του ποιητή για κάποιους νέους, που η 
  156. συμπεριφορά τους του θυμίζει τους Σιδώνειους νέους του Καβάφη. </ul>
  157. Kανονικά δεν πρέπει νάχουμε παράπονο Kαλή κι εγκάρδια η συντροφιά σας, όλο νιάτα, Kορί
  158. τσια δροσερά- αρτιμελή αγόρια Γεμάτα πάθος κι έρωτα για τη ζωή και για τη δράση. Kαλά, με νόη
  159. μα και ζουμί και τα τραγούδια σας Tόσο, μα τόσο ανθρώπινα, συγκινημένα, Για τα παιδάκια που 
  160. πεθαίνουν σ' άλλην Ήπειρο Για ήρωες που σκοτωθήκαν σ' άλλα χρόνια, Για επαναστάτες Mαύ
  161. ρους, Πράσινους, Kιτρινωπούς, Για τον καημό του εν γένει πάσχοντος Aνθρώπου. Iδιαιτέρως σάς
  162.  τιμά τούτη η συμμετοχή Στην προβληματική και στους αγώνες του καιρού μας Δίνετε ένα άμεσο
  163.  παρών και δραστικό- κατόπιν τούτου Nομίζω δικαιούσθε με το παραπάνω Δυο δυο, τρεις τρεις, 
  164. να παίξετε, να ερωτευθείτε, Kαι να ξεσκάσετε, αδελφέ, μετά από τόση κούραση. (Mας γέρασαν
  165.  προώρως Γιώργο, το κατάλαβες;)
  166. Ερμηνευτικά στοιχεία 
  167. Το ποίημα αποτελεί ένα είδος διαμαρτυρίας-καταγγελίας.
  168.  Αντιπαρατίθεται η γενιά των νέων με τη γενιά των παλιών αγωνιστών τους οποίους εκπροσω
  169. πεί ο ποιητής.
  170.  Μέσα από το σαρκασμό καταγγέλλεται η ψευτιά, η απουσία αγωνιστικής δράσης και η κυριαρ
  171. χία της ευζωίας.
  172. Υπάρχουν συνεχείς αντιπαραθέσεις:-παρόν-παρελθόν
  173.  -δράση-αδράνεια
  174.  -επιφάνεια-ουσία
  175.  Στόχος του ποιήματος είναι πολιτικός
  176. Με τον παρενθετικό τελευταίο στίχο:
  177.  -το ποίημα αποκτά δραματικότητα
  178. -ανακεφαλαιώνεται η οργή, η αγανάκτηση, η διαμαρτυρία
  179.  -εκφράζεται η πίκρα του ποιητή
  180.  Η νέα γενιά η οποία κατηγορείται έδωσε την απάντησή της τρία χρόνια μετά στο Πολυτεχνείο
  181. .Εκφραστικοί τρόποι <ul><li>Λιτός, κουβεντιαστός λόγός.
  182.  Στοιχεία καθαρεύουσας.
  183.  Λαϊκότροπο ύφος.
  184.  Ειρωνικός τόνος. 
  185.  
  186. Κ.Π. Καβάφης 
  187. Νέοι της Σιδώνος (400 μ.X.)
  188.  Ο ηθοποιός που έφεραν για να τους διασκεδάσει
  189.  απήγγειλε και μερικά επιγράμματα εκλεκτά. Η αίθουσα άνοιγε στον κήπο επάνω· κ’ είχε μιαν ελα
  190. φρά ευωδία ανθέων που ενώνονταν με τα μυρωδικά των πέντε αρωματισμένων Σιδωνίων νέων.
  191.  Διαβάσθηκαν Μελέαγρος, και Κριναγόρας, και Pιανός. Μα σαν απήγγειλεν ο ηθοποιός, «Aισχύ
  192. λον Ευφορίωνος Aθηναίον τόδε κεύθει -» (τονίζοντας ίσως υπέρ το δέον το «αλκήν δ’ ευδόκιμον»
  193. , το «Μαραθώνιον άλσος»), πετάχθηκεν ευθύς ένα παιδί ζωηρό, φανατικό για γράμματα, και φώνα
  194. ξε·
  195. «A δεν μ’ αρέσει το τετράστιχον αυτό.
  196.  Εκφράσεις τοιούτου είδους μοιάζουν κάπως σαν λιποψυχίες.
  197.  Δώσε — κηρύττω — στο έργον σου όλην την δύναμί σου, όλην την μέριμνα, και πάλι το
  198.  έργον σου θυμήσου μες στην δοκιμασίαν, ή όταν η ώρα σου πια γέρνει. Έτσι από σένα περιμέ
  199. νω κι απαιτώ. Κι όχι απ’ τον νου σου ολότελα να βγάλεις της Τραγωδίας τον Λόγο τον λαμπρό —
  200.  τι Aγαμέμνονα, τι Προμηθέα θαυμαστό, τι Ορέστου, τι Κασσάνδρας παρουσίες, τι Επτά επί Θή
  201. βας— και για μνήμη σου να βάλεις μ ό ν ο που μες στων στρατιωτών τες τάξεις, τον σωρό πολέμη
  202. σες και συ τον Δάτι και τον Aρταφέρνη.»

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ 1969 μ.Χ.

Μανόλης Αναγνωστάκης
Θεσσαλονίκη,  Μέρες του 1969 μ.Χ.
Το ποίημα ανήκει στη συλλογή Ο Στόχος (1970). Πρωτοδημοσιεύτηκε στα Δεκαοχτώ Κείμενα, που η έκδοσή τους αποτέλεσε την πρώτη πράξη ομαδικής δημόσιας αντίστασης  των  πνευματικών ανθρώπων κατά της δικτατορίας. Είναι  ποίημα  πολιτικό,  όπως εξάλλου και πολλά άλλα ποιήματα του Αναγνωστάκη, και απηχεί την  πολιτική και κοινωνική κατάσταση από  τη μετακατοχική περίοδο και τη στρατιωτική δικτατορία.
Στην οδό Αιγύπτου -πρώτη πάροδος δεξιά-­ 1
Τώρα υψώνεται το μέγαρο της Τράπεζας Συναλλαγών
Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως.
Και τα παιδάκια δεν μπορούνε πια να παίξουνε από
       τα τόσα τροχοφόρα που περνούνε.

                 5.' Αλλωστε τα παιδιά μεγάλωσαν, ο καιρός εκείνος πέρασε που ξέρατε
                    Τώρα πια δε γελούν, δεν ψιθυρίζουν μυστικά, δεν εμπιστεύονται,
                    'Οσα επιζήσαν, εννοείται, γιατί ήρθανε βαριές αρρώστιες από τότε
                     Πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιώτες.,

  Θυμούνται τα λόγια του πατέρα: εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες μέρες
10. Δεν έχει σημασία τελικά αν δεν τις γνώρισαν, λένε το μάθημα
               οι ίδιοι στα παιδιά  τους
  Ελπίζοντας πάντοτε πως κάποτε θα σταματήσει η αλυσίδα
 'Ισως στα παιδιά των παιδιών τους ή στα παιδιά των παιδιών των παιδιών τους.

 Προς το παρόν, στον παλιό δρόμο που λέγαμε, υψώνεται η Τράπεζα Συναλλαγών     
  -εγώ συναλλάσσομαι, εσύ συναλλάσσεσαι, αυτός συναλλάσσεται-   
   Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως            
  -εμείς μεταναστεύουμε, εσείς μεταναστεύετε, αυτοί μεταναστεύουν-            

  'Οπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει, έλεγε κι ο Ποιητής2   
  Η Ελλάδα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία, τις ωραίες εκκλησιές          

       Η Ελλάς των Ελλήνων.3

Ερωτήσεις του εγχειριδίου
1. Το ποίημα κινείται σε δυο χρονικά επίπεδα (το παρόν και τo παρελθόν) με επίκεντρο την oδό Αιγύπτου. Το επίπεδο του παρόντος διαγράφεται  πιο ρητά, ενώ το επίπεδο του παρελθόντος συνάγεται έμμεσα κατά  τη διαδρομή του ποιήματος. Με βάση  τους υπαινιγμούς που γίνονται  και τις αντιθέσεις προς το παρόν, προσπαθήστε να ανασυνθέσετε την εικόνα του παρελθόντος
2. Το ποίημα κινείται επίσης σε δυο νοηματικά επίπεδα. Το πρώτο διακρίνεται εύκολα με μια πρώτη ανάγνωση. Ποιο είναι το δεύτερο στο οποίο στοχεύει το ποίημα;  _____________________________
1. Ο στίχος βρίσκεται και στο ποίημα Πόλεμος, που γράφτηκε το 1941 (όταν ο ποιητής ήταν μόλις 16 ετών.): .Στην οδό Αιγύπτου -πρώτη πάροδος δεξιά- τα κορίτσια κοκαλιασμένα περιμένανε απ' ώρα τον Ισπανό με τα τσιγαρόχαρτα.
2. Ο Γιώργος  Σεφέρης.
3. Υπαινίσσεται το σύνθημα της στρατιωτικής δικτατορίας: Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών
Μανόλης Αναγνωστάκης ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ. ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ 1969 μ.Χ.

(Θεσσαλονίκη: υπονοείται όλη η Ελλάδα.     1969: Η δικτατορία των συνταγματαρχών - χούντα- κράτησε από το 1967 ως το 1974. Το μ.Χ. ειρωνικά: τόσα χρόνια μ.Χ. κι εμείς έχουμε δικτατορία!)
Στην οδό Αιγύπτου - πρώτη πάροδος δεξιά- (κοίτα τα ίδια λόγια στο ποίημα - γραμμένο την Κατοχή. 'Αρα, στην Ελλάδα, τον καιρό της Κατοχής, τα κορίτσια (σωματεμπορία) περίμεναν τον Ισπανό με τα απαγορευμένα τσιγαρόχαρτα,  πράξεις ατιμίας γίνονταν στα κατώτατα στρώματα της κοινωνίας, ενώ:
Tώρα υψώνεται το μέγαρο της Τράπεζας Συναλλαγών- Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως.( στο πρώτο νοηματικό επίπεδο δίνεται η οικονομική άνοδος που ήθελαν να δείξουν οι δικτάτορες. Σε δεύτερο νοηματικό επίπεδο, υψώνεται: μεγαλοπρεπής η δικτατορία μεταφέρει τις άνομες συναλλαγές στα μέγαρα της κυβέρνησης της χώρας. Μετανάστευση των δημοκρατικών Ελλήνων και τουριστικά γραφεία= πρώτο επίπεδο πολύς τουρισμός και πρόοδος, αλλά σε δεύτερο επίπεδο: εισαγωγή  ξένων συμφερόντων ή εξορίες σε νησιά των αντιφρονούντων.)

Και τα παιδάκια δεν μπορούνε πια να παίξουνε από τα τόσα τροχοφόρα που  περνούνε.(αυτοί που ήταν παιδιά τον καιρό της κατοχής- ηγενιά του ποιητή-  δεν χαίρονται . Στο πρώτο επίπεδο νομίζει κανείς πως γέμισε αυτοκίνητα η Ελλάδα, το όνειρο καθενός να αγοράσει δικό του, αλλά σε δεύτερο επίπεδο τροχοφόρα: στη δικτατορία τα τανκς) .'Αλλωστε τα παιδιά μεγάλωσαν, ο καιρός εκείνος πέρασε που ξέρατε Τώρα πια δε γελούν, δεν ψιθυρίζουν μυστικά, δεν εμπιστεύονται,  ( Αν συγκρίνετε τον καιρό της Κατοχής με τον καιρό της δικτατορίας, η δικτατορία είναι χειρότερη. Τον καιρό της κατοχής μπορούσαν να κάνουν αντίσταση, μυστικές οργανώσεις ενώ τώρα επί δικτατορίας δεν μπορούν γιατί δεν έχουν εμπιστοσύνη ο ένας στον άλλο)'Οσα επιζήσαν, εννοείται , γιατί ήρθανε βαριές αρρώστιες από τότε Πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιώτες, (Από την Κατοχή, αντίσταση κι ύστερα ακολούθησαν πολλά κακά, ιδιαίτερα ο εμφύλιος- από λοιμού, λιμού , σεισμού, καταποντισμού, πυρός μαχαίρας επιδρομής αλλοφύλων, εμφυλίου πολέμου και αιφνιδίου θανάτου)

θυμούνται τα λόγια του πατέρα: εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες μέρες . Δεν έχει σημασία τελικά αν δεν τις γνώρισαν, λένε το μάθημα οι ίδιοι στα  παιδιά  τους Ελπίζοντας πάντοτε πως κάποτε θα σταματήσει η αλυσίδα ' Ισως στα παιδιά των παιδιών τους ή στα παιδιά των παιδιών των παιδιών τους. Δηλαδή: η κατάσταση στην Ελλάδα από από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και εξής χειροτερεύει αντί να βελτιώνεται με τα χρόνια. Μένει η ελπίδα για το καλύτερο. (Ως εδώ τελειώνει η παρένθεση με την αναφορά στα παρελθόντα.)

Προς το παρόν, στον παλιό δρόμο που λέγαμε, υψώνεται η Τράπεζα Συναλλαγών -εγώ συναλλάσσομαι, εσύ συναλλάσσεσαι, αυτός συναλλάσσεται- ' Ολοι συναλλάσσονται με τη δικτατορία, το είδατε και στο Ψαράκι από την πρώτη μέρα προσαρμόζονται , ξεπουλιούνται συνειδήσεις , εξαγοράζονται άνθρωποι.Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως -εμείς μεταναστεύουμε, εσείς μεταναστεύετε, αυτοί μεταναστεύουν- Η μετανάστευση των δημοκρατών Ελλήνων και άλλων, όπως είδετε στο Διπλό βιβλίο).  'Οπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει, έλεγε κι ο Ποιητής  Ο Σεφέρης έγραφε τον καιρό της δικτατορίας του Μεταξά τους πιο πάνω στίχους.Η Ελλάδα μητέρα της δημοκρατίας έχει δικτάτορες.  Όπου και να ταξιδέψω μέσα στην Ελλάδα, γράφει το ποίημα του Σεφέρη.  Η Ελλάδα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία, τις ωραίες εκκλησιές Η Ελλάς των Ελλήνων. Τα νησιά κατάντησαν στρατόπεδα συγκεντρώσεων, τα ανακριτικά γραφεία της ΕΣΑ ήταν χώροι βασανιστηρίων, (μερικοί εδώ υποστηρίζουν ότι εννοεί τα ταξιδιωτικά γραφεία- εξορίες σε νησιά)  oι δικτάτορες εκμεταλλεύονταν το θρησκευτικό αίσθημα, η Εκκλησία συνεργάστηκε με τη χούντα . Η Ελλάς των Ελλήνων Χριστιανών, όπως ήταν το έμβλημα της Χούντας, κατάντησε Ελλάδα των ανθελλήνων δικτατόρων, αφού οι πραγματικοί 'Ελληνες ή φυλακίζονταν ή μετανάστευαν.


Θεσσαλονίκη, μέρες του 1969 μ.Χ

ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ

ΤΙΤΛΟΣ

Παραπέμπει άμεσα στον Καβάφη ο οποίος χρησιμοποιεί το Μέρες ή μια τοπική ένδειξη και χρονολογία σε ποιήματά του.Η χρησιμοποίησή του δείχνει ότι πρόκειται για ημερολογιακού τύπου καταγραφές

ΔΟΜΗ 

α΄ενότητα στιχ. 1-4 : Οι προσδιορισμοί του τόπου και του χρόνου

β΄ενότητα στιχ. 5-12 : Κυριαρχεί η έννοια παιδιά που αποτελεί,παρά τη φαινομενική σχέση με τα προηγούμενα, μια εύστοχη ποιητική παρέκβαση

γ΄ενότητα στιχ 13-19 : ξανασυνδέεται το νήμα που άρχισε με την «οδό Αιγύπτου»

ΕΠΙΠΕΔΑ

Το ποίημα κινείται σε δύο χρονικά επίπεδα  το επίπεδο του παρόντος (τώρα, ενεστώτας, προς το παρόν)  και το επίπεδο του παρελθόντος (Ο γυρισμός στο «άλλοτε» γίνεται με συνειρμικά φλας μπάκ και δίνει συνοπτικά την ιστορική εξέλιξη του τόπου μεταπολεμικά. Κυριαρχεί η εικόνα της καταστροφής, του ολέθρου, της απανθρωποποίησης της ζωής. Το παρελθόν διαψεύδει την ελπίδα του πατέρα για το αύριο αλλά αυτή εξακολουθεί να προβάλλει σαν αίτημα ζωής για το μέλλον, αίτημα ειρήνης και ανθρωπιάς)

Το ποίημα κινείται σε δύο νοηματικά επίπεδα  Οι λέξεις δηλώνουν αυτό που δηλώνουν ονομάζοντας τα πράγματα αλλά και ταυτόχρονα εχουν λανθάνουσα σημασία, υποδηλώνοντας κάποιες άλλες καταστάσεις

ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΙ

Θεσσαλονίκη =  Είναι ο τόπος των παιδικών και εφηβικών χρόνων του ποιητή αλλά συμβολίζει ολόκληρη την Ελλάδα

Η οδός Αιγύπτου- πρώτη πάροδος δεξιά ( συνεκδοχή) = Η Ελλάδα με τη σταθερά δεξιά της απόκλιση, τη συναλλαγή σε όλα τα επίπεδα, την πολιτική έκπτωση, την εθνική υποτέλεια. Η κοινωνική ζωή είναι αλλοτριωμένη με την απώλεια θεμελιωδών στοιχείων ( συναίσθημα, εμπιστοσύνη) και την αντικατάστασή τους από άλλα (εμπορευματοποίηση, κυνήγι του κέρδους)

Υψώνεται = κυριαρχεί, δεσπόζει, εξουδετερώνει όλα τα άλλα, έχει καταπατήσει τον ελεύθερο χώρο

Τράπεζα συναλλαγών = Κύρια λειτουργία της η συναλλαγή (κυριολεκτικά και μεταφορικά) εμπορευματοποίηση της ζωής, ιδεολογικές συναλλαγές (συμβιβασμοί, προδοσίες), αγοραπωλησίες σε  πολιτικό και εθνικό επίπεδο, φιλαργυρία, τοκογλυφία, εκμετάλλευση και απάτη

Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μετανάστευσης = γεύση έκπτωσης και υποτίμησης και αθρόα φυγή των εργαζομένων λόγω ανεργίας

Τροχοφόρα =Η αναφορά δηλώνει την ύπαρξη πυκνής τροχαίας κίνησης που δεν υπήρχε «άλλοτε». Δεν είναι όμως ο μόνος λόγος που δεν παίζουν τα παιδιά, ούτε ότι μεγάλωσαν και ωρίμασαν μόνο, φταίνε και τα όσα μεσολάβησαν.

Βαριές αρρώστιες, πλημμύρες, καταποντισμοί σεισμοί = συμφορές

Θωρακισμένοι στρατιώτες = δικτατορία, τυραννία

Καλύτερες μέρες = Το πολιτικό όραμα του ποιητή για έναν κόσμο ειρηνικό και κοινωνικά δίκαιο. Παραλλαγή του μύθου του Ησιόδου για την παρακμή της ανθρωπότητας.

Στο μύθο η χρυσή εποχή τοποθετείται στο παρελθόν ενώ εδώ στο μέλλον γιατί ο ποιητής έχει μια προοδευτική κοσμοθεωρία. Το χρυσό γένος βρίσκεται στο απώτερο παρελθόν ενώ εδώ το καλύτερο γένος χάνεται στο μακρινό μέλλον.

Μάθημα = η λέξη απομυθοποιεί το όραμα του πατέρα. Τελικά το καλύτερο μέλλον δεν είναι παρά ένα μάθημα που επαναλαμβάνεται αφού η σύγχρονη πραγματικότητα δε φαίνεται να δικαιώνει την ελπίδα αυτή.

Ωραία νησιά, ωραία γραφεία, ωραίες εκκλησίες = έντονα ειρωνική διάθεση αφού τα ωραία νησία έχουν γίνει τόποι πολιτικής εξορίας, τα ωραία γραφεία είναι γραφεία συναλλαγής και μετανάστευσης και οι ωραίες εκκλησίες διατηρούν μόνο επίφαση θρησκευτικότητας  (υπαινιγμός για το ρόλο της εκκλησίας κατά την δικτατορία)

Η Ελλάς των Ελλήνων = το τυπογραφικό διάστημα που υπάρχει ανάμεσα στο υπόλοιπο ποίημα και τον τελευταίο στίχο (χαρακτηριστικό φαινόμενο στη συλλογή ο Στόχος) του δίνει μορφή τίτλου ή και επιμύθιου. Εκτός από την υπαινικτική αναφορά στο σύνθημα της δικτατορίας, Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών, με την τελευταία λέξη Ελλήνων, παραπέμπει στο «Ίτε παίδες Έλλήνων». Εξάλλου η λέξη παιδιά συναντάται όσο καμιά άλλη στο ποίημα

    2 Λέξεις που σηματοδοτούν το παρόν και το παρελθόν τονίζουν την αλλαγή στη ζωή του αφηγητή και στην κοινωνία, ενώ το μέλλον δίνεται με ευθύ λόγο από κάποιον που δεν είναι ο αφηγητής. Ο ευθύς λόγος στο στίχο 9 αναγκάζει τον αναγνώστη να μπει μέσα στο κείμενο να το ζήσει σαν Ιστορία. Η ίδια πρόσκληση έγινε στο στίχο 5, που ξέρατε, και επαναλαμβάνεται στο στίχο 13, που λέγαμε (και όχι που έλεγα).Είναι λοιπόν φανερό ότι για τον Αναγνωστάκη η ποίηση είναι μια μορφή επικοινωνίας

ΤΕΧΝΙΚΗ 

Αμεσότητα και απλότητα και πεζολογικός χαρακτήρας στη γλώσσα. Ο εσωτερικός ρυθμός του ποιήματος πηγάζει από το ρυθμό της καθημερινής κουβέντας, ελάχιστες ασυνήθιστες λέξεις, καμιά παρομοίωση ή άλλα λογοτεχνικά στολίδια. Στο ποίημα συναντάμε επίσης επαναλήψεις, καβαφικού τύπου ειρωνεία, σαρκαστικό τόνο, αντιθέσεις.

Χαρακτηριστικά της ποίησης του Αναγνωστάκη είναι : ο έντονος κοινωνικοπολιτικός της χαρακτήρας, η ρηματική διατύπωση, ο εξομολογητικός και απαισιόδοξος τόνος που πολλές φορές γίνεται αιχμηρός και διδακτικός , το ύφος προφορικού λόγου, οι ρητορικές ερωτήσεις, η δραματική διάθεση, ο υπαινιγμός, οι παρενθέσεις, η στίξη, η οπτική παρουσίαση του ποιήματος στη σελίδα. Αυτά πετυχαίνουν να ανοίξουν με τον αναγνώστη έναν ουσιαστικό διάλογο επικοινωνίας. Το β΄πρόσωπο εξάλλου επισημαίνει την παρουσία του Εσύ.

           Τα ποιητικά του μοτίβα, ο χρόνος, η επίκληση ενός σκοπού, η μάνα και το παιδί στον πόλεμο, το χρέος, ο συλλογικός αγώνας, η πρωτοπρόσωπη ποιητική αφήγηση, κριτική στάση, διαμαρτυρία, σαρκασμός είναι χαρακτηριστικά της συλλογής ο Στόχος


Μιχάλης Γκανάς                                  Η Ελλάδα που λες

 

Η Ελλάδα που λες δεν είναι μόνο πληγή.

Στη μπόσική ώρα καφές με καϊμάκι,

ραδιόφωνα και Τι-Βι στις βεράντες, μπρούντζινο χρώμα, μπρούντζινο σώμα,

μπρούντζινο πώμα η Ελλάδα στα χείλη μου.

 Στις μάντρες η ψαρόκολλα του ήλιου

πιάνει σαν έντομα τα μάτια.

Πίσω απ’ τις μάντρες τα ξεκοιλιασμένα σπίτια

γήπεδα, φυλακές,νοσοκομεία

άνθρωποι του θεού και ρόπτρα του διαβόλου

κι οι τραμβαγέρηδες να πίνουν μόνοι

κρασάκι της Αράχωβας στυφό.

Εδώ κοιμήθηκαν παλικαράδες,

με το ντουφέκι στο ‘να τους πλευρό,

με τα ξυπόλυτα παιδιά στον ύπνο τους.

Τσεμπέρια καλοτάξιδα περνούσαν κι έφευγαν

κελίμια και βελέντζες της νεροτρουβιάς.

Τώρα γαρμπίλι κι άρβυλα

σε τούτο το εκκοκιστήριο των βράχων

κι οι τραμβαγέρηδες να πίνουν μόνοι

κρασάκι της Αράχωβας στυφό.

 

 

 

1 Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.χ. Α Μανόλης Αναγνωστάκης Π Ρ Ο Τ Σ Η Επιμέλεια: Σπύρος Αντωνέλλος Ε.Μ.Ε. Γ Λυκείου Δ Ι Δ Α Σ Κ Α Λ Ι Α Σ

2 Θεσσαλονίκη, 1960

3 Μανόλης Αναγνωστάκης: Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.χ. Στην οδό Αιγύπτου -πρώτη πάροδος δεξιά! Τώρα υψώνεται το μέγαρο της Τράπεζας Συναλλαγών Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως. Και τα παιδάκια δεν μπορούνε πια να παίξουνε από τα τόσα τροχοφόρα που περνούνε. Άλλωστε τα παιδιά μεγάλωσαν, ο καιρός εκείνος πέρασε που ξέρατε Τώρα πια δε γελούν, δεν ψιθυρίζουν μυστικά, δεν εμπιστεύονται, Όσα επιζήσαν, εννοείται, γιατί ήρθανε βαριές αρρώστιες από τότε. Πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιώτες, Θυμούνται τα λόγια του πατέρα: εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες μέρες. Δεν έχει σημασία τελικά αν δεν τις γνώρισαν, λένε το μάθημα οι ίδιοι στα παιδιά τους ελπίζοντας πάντοτε πως κάποτε θα σταματήσει η αλυσίδα. Ίσως στα παιδιά των παιδιών τους ή στα παιδιά των παιδιών των παιδιών τους. Προς το παρόν, στον παλιό λόδρόμο που λέγαμε, υψώνεται η Τράπεζα Συναλλαγών - εγώ συναλλάσσομαι, εσύ συναλλάσσεσαι αυτός συναλλάσσεται- Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως -εμείς μεταναστεύουμε, εσείς μεταναστεύετε, αυτοί μεταναστεύουν-. Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει, έλεγε κι ο Ποιητής Η Ελλάδα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία, τις ωραίες εκκλησιές Η Ελλάς των Ελλήνων.

4 Το ποίημα περιλαμβάνεται στη συλλογή Ο Στόχος (1970). Είναι η τελευταία συλλογή του Μανόλη Αναγνωστάκη και αποτελείται από πολιτικώς τολμηρά ποιήματα, με στόχο την ανάληψη αντιστασιακής δράσης και την ενεργοποίηση, αφύπνιση του λαού στη διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας του Πρωτοδημοσιεύτηκε στα Δεκαοχτώ Κείμενα, που αποτέλεσαν την πρώτη πράξη αντίστασης των πνευματικών ανθρώπων κατά της δικτατορίας.

5 Ο τίτλος του ποιήματος παραπέμπει στον Κ.Π. Καβάφη, ο οποίος χρησιμοποιεί το Μέρες και κάποια χρονολογία σε πέντε ποιήματα του: Μέρες του Μέρες ρςτου Μέρες ρςτου Μέρες ρςτου 1909, και, Μέρες του Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.χ. Σύμφωνα με το Δ. Μαρωνίτη η χρησιμοποίηση του Καβαφικού αυτού τίτλου πέρα από το γεγονός ότι δείχνει πως και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται για ημερολογιακού τύπου εγγραφές, αποτελεί και μια ειρωνική αντίθεση του πολιτικού ποιήματος του Αναγνωστάκη με τα ερωτικά του Καβάφη, υποβάλλοντας ότι οι Μέρες του Αναγνωστάκη δεν μπορούν να έχουν και δεν έχουν καμιά ερωτική, ηδονική χροιά. Η τοπική ένδειξη «Θεσσαλονίκη» επίσης παραπέμπει στον Καβάφη (Μύρης, Αλεξάνδρεια του 340 μ.χ.). Όμως είναι και ο τόπος όπου γεννήθηκε και έζησε για πολλά χρόνια ο Αναγνωστάκης.

6 Η αρχή του ποιήματος «Στην οδό Αιγύπτου - πρώτη πάροδος δεξιά». Η οδός Αιγύπτου υπάρχει σε άλλα δύο ποιήματα του Αναγνωστάκη. Στο ποίημα Ο πόλεμος από τη συλλογή «Εποχές», γραμμένη στα , διαβάζουμε: Στην οδό Αιγύπτου (πρώτη πάροδος δεξιά) τα κορίτσια κοκαλιασμένα περιμένανε απ' ώρα τον Ισπανό με τα τσιγαρόχαρτα..» Επίσης στο ποίημα Όταν αποχαιρέτησα... από τη συλλογή «Η συνέχεια 2», διαβάζουμε τους στίχους: «Πώς να εξηγήσω πιο απλά τι ήταν ο Ηλίας Η Κλαίρη. ο Ραούλ, η οδός Αιγύπτου» Αυτή η επίμονη αναφορά στη συγκεκριμένη ρμ οδό σημαίνει πως υπήρξε κάτι ιδιαίτερο για τον ποιητή. Πιθανόν εκεί να έζησε τα παιδικά του χρόνια. Οπωσδήποτε είναι χώρος πολύ οικείος, από τον οποίο έχει πολλές αναμνήσεις, αλλά και χώρος γνωστός στο «τώρα», το 1969 που γράφεται το ποίημα.

7 Θεσσαλονίκη, Οδός Αιγύπτου 1950 και σήμερα

8 Ανάλυση του ποιήματος μέσα από την αναπαράσταση του χρόνου

9 Το παρελθόν, στο οποίο έμμεσα αναφέρεται ο αφηγητής, σχετίζεται με τη μετακατοχική περίοδο και τα παιδικά ή εφηβικά του χρόνια. Φανταζόμαστε: Τα παιδιά να παίζουν στους δρόμους. Μικρές μονοκατοικίες της γειτονιάς. Τα παιδιά μπορούσαν να γελάσουν, να ψιθυρίσουν μυστικά, να εμπιστευτούν. Μεγάλωναν με τα αισιόδοξα λόγια του πατέρα και την ελπίδα ότι θα γνωρίσουν καλύτερες μέρες.

10 Προσέξτε! Tον τοπικό προσδιορισμό ακολουθεί στο δεύτερο στίχο ένας χρονικός: «Τώρα». Το ίδιο επίρρημα θα επαναληφθεί λίγο πιο κάτω: «Τώρα πια δεν γελούν...».» Στο τέλος του ποιήματος θα χρησιμοποιηθεί μια συνώνυμη φράση: «Προς το παρόν». Ο ό λ ό ή Ο χρόνος λοιπόν του ποιήματος είναι το «τώρα», το «παρόν», το 1969, όπως δηλώνει και ο τίτλος.

11 Θεσσαλονίκη 1960 Όμως το ποίημα δεν κινείται μόνο στο παρόν. Ξεκινά απ' αυτό αλλά με την τεχνική του flash back, με αναδρομές, μας μεταφέρει στο παρελθόν. Ωστόσο, υπάρχει μια διαρκής εναλλαγή ανάμεσα στο παρόν και στο παρελθόν. Μετά το «τώρα» του δεύτερου στίχου ακολουθεί στον τέταρτο η φράση «και τα παιδάκια δεν μπορούνε πια...». Ο ίδιος σχεδόν στίχος, όπως και λίγο πριν «η οδός Αιγύπτου», βρίσκεται και σε άλλο ποίημα του Αναγνωστάκη. Στη συλλογή Εποχές 2 στο ποίημα «VI», διαβάζουμε: Και τα παιδάκια δεν μπορούνε πια να παίξουνε χωρίς κανένα κίνδυνο από τα τόσα κάρα που περνούνε. Ο Δ. Μαρωνίτης ονομάζει αυτή τη μέθοδο «διακειμενικές αυτοαναφορές».

12 Παρόμοια δήλωση θα γίνει λίγο πιο κάτω: «Τώρα πια δε γελούν, δεν ψιθυρίζουν μυστικά, δεν εμπιστεύονται». Αυτό το «πια» μας κάνει αμέσως να σκεφτούμε, έστω κι αν δεν δηλώνεται, πως κάποτε μπορούσαν να παίξουν, να γελούν, να ψιθυρίζουν μυστικά, να εμπιστεύονται.

13 Το παρελθόν δεν είναι μόνο υπονοούμενο. Υπάρχουν και πιο σαφείς δηλώσεις του. Αυτές είναι: «Ο καιρός εκείνος πέρασε που ξέρατε», «ήρθανε ή θ βαριές αρρώστιες από τότε», «θυμούνται τα λόγια του πατέρα».

14 Ας προσδιορίσουμε χρονικά αυτό το παρελθόν. Σε ποια εποχή αναφέρεται ο αφηγητής;

15 Ξεκινώντας από το τώρα, το οποίο είναι σαφώς προσδιορισμένο (1969), έχοντας υπόψη ότι τα παιδιά (εκείνα που έπαιζαν, γελούσαν κλπ) μεγάλωσαν, συμπεραίνουμε ότι πρόκειται για τα ίδια παιδιά και μάλιστα «όσα επιζήσαν» που θυμούνται τα λόγια του πατέρα και επομένως το παρελθόν, στο οποίο αναφέρεται ο Αναγνωστάκης, δεν ξεπερνά τη μια γενιά, δηλαδή τα χρόνια. Βρισκόμαστε στη δραματική δεκαετία τη γεμάτη από γεγονότα που σημάδεψαν ανεξίτηλα την Ελλάδα: Πόλεμος. Κατοχή, Αντίσταση. Εμφύλιος.

16 Τους χρονικούς προσδιορισμούς και μετατοπίσεις του ποιήματος (παρόν παρελθόν παρόν αλλά και μια υποδήλωση μέλλοντος, «ελπίζοντας πως κάποτε θα σταματήσει η αλυσίδα»), παρακολουθούν οι περιγραφές του χώρου και οι τοπικοί προσδιορισμοί.

17 Για το τώρα η αναφορά είναι πολύ σαφής: Στην οδό Αιγύπτου υπάρχει τώρα η Τράπεζα Συναλλαγών, τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως, στοιχεία που αναφέρονται δύο φορές μέσα στο ποίημα, στην αρχή και στο τέλος, με την ίδια ακριβώς σειρά. Τι υπήρχε πριν εκεί δεν αναφέρεται.

18 Πώς παρουσιάζονται τα παιδιά στο ποίημα;

19

20 Η αναφορά στα παιδιά, που ανάμεσα τους πολύ πιθανόν υπήρξε και ο Αναγνωστάκης, αφού μας περιγράφει έναν οικείο χώρο, αποτελεί χαρακτηριστικό στοιχείο της ποίησής του που είναι οι φίλοι οι οποίοι εμφανίζονται στο έργο του και που «άλλοτε σημαίνουν τους ομοϊδεάτες και συναγωνιστές του, αυτούς που κοινοί αγώνες και προβλήματα τους έδεσαν και τους ένωσαν, όταν μια ανάσα χώριζε τη ζωή από το θάνατο κι άλλοτε πάλι η ποίησή του γίνεται πλατύτερη και αγκαλιάζει όλους τους ανθρώπους». ( Δ. Καραμβλής)

21 Όμως η ύπαρξη πυκνής τροχαίας κίνησης δεν είναι ο μόνος λόγος που δεν παίζουν πια τα παιδιά. Τα παιδιά εκείνα μεγάλωσαν και δε γελούν πια (όπως τότε), δεν ψιθυρίζουν μυστικά, δεν εμπιστεύονται (όπως τότε). Ένα συναίσθημα μελαγχολίας και καχυποψίας χαρακτηρίζει τώρα τους ανθρώπους που κάποτε έπαιζαν ξέγνοιαστα και γελούσαν. Ο λόγος δεν είναι βέβαια μόνο η ωριμότητα της ηλικίας. Γιατί;

22 Ποιητικές συνδηλώσεις του περιβάλλοντος των παιδιών του 1969: - βαριές αρρώστιες - πλημμύρες, - καταποντισμοί, - σεισμοί, - θωρακισμένοι στρατιώτες εξηγήστε

23 Ανάμεσα στην παιδική τους ηλικία και στην ωριμότητα έχουν μεσολαβήσει συνταραχτικά γεγονότα. Κάποια από εκείνα τα ξέγνοιαστα παιδάκια έχουν πεθάνει («όσα επιζήσαν», λέει ο ποιητής), γιατί στο μεταξύ ήρθανε «πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιώτες». Η ποιητική έκφραση παραπέμπει άμεσα στην εκκλησιαστική δέηση από την ακολουθία του Εσπερινού, όταν ζητάμε από το Θεό να μας προφυλάξει «από λιμού, λοιμού, σεισμού, καταποντισμού, πυρός, μαχαίρας, μύρτου, χαλάζης, επιδρομής αλλοφύλων, εμφυλίου πολέμου και αιφνιδίου θανάτου». Πού αναφέρεται ο αφηγητής;

24 Δικτατορία:

25 Απρίλης 1967 Ο μοιραίος εκείνος Απρίλης. Και τα συμπαρομαρτούντα: τανκ, βασιλιάς, Αμερικάνοι, στρατηγοί, κυβέρνηση της Δεξιάς, Φρειδερίκη. Στις 2 τα ξημερώματα της 21ης Απριλίου ο συνταγματάρχης Ι. Λαδάς εξαπέλυσε την ΕΣΑ, που συνέλαβε το σύνολο της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας της χώρας. Ταυτόχρονα, ο διοικητής του Κέντρου Τεθωρακισμένων, ταξίαρχος Στ. Παττακός, έβγαλε τα τεθωρακισμένα και κατέλαβε όλα τα στρατηγικά σημεία της πρωτεύουσας, εφαρμόζοντας το σχέδιο «Προμηθεύς». ρ ς Ήταν η αρχή...

26 Ηισπανικήλέξηjunta (προφ. χούnτα > στα ελλ. χούντα ) σημαίνει ένωση σύνδεσμος. Κατά το Oxford English Dictionary ο ισπανικός όρος καθιερώθηκε το 19ο αιώνα, όταν ο Ναπολέων εισέβαλε στην Ισπανία. Τότε, οι Ισπανοί επαναστάτες/μαχητές κατά των Γάλλων οργανώνονταν σε ομάδες από μια στρατιωτική επιτροπή, μία Χούντα, καιέτσιοόροςέμεινε έμεινε με τη σημασία του στρατιωτικού συνδέσμου. Στα ελληνικά δηλώνει τις στρατιωτικές ομάδες που επιχειρούν να καταλάβουν παράνομα την εξουσία, αν και χρησιμοποιείται, κυρίως, για τη Δικτατορία των Συνταγματαρχών (1967), επειδή με αυτό τον όρο χαρακτήρισαν το συγκεκριμένο πραξικόπημα οι ραδιοφωνικοί σταθμοί του BBC και Deutsche Welle.

27 Οι πρωτεργάτες του πραξικοπήματος του 1967

28 Αποφασίσαμεν και διατάσσομεν: Απαγορεύονται καθ άπασαν την Επικράτειαν και καθ οιονδήποτε τρόπον η μετάδοσις ή εκτέλεσις μουσικής και ασμάτων του κομμουνιστού Μίκη Θεοδωράκη, τα οποία, εκτός των άλλων, αποτελούν και μέσον συνδέσμου μεταξύ των κομμουνιστών. Οι παραβάται θα παραπέμπονται εις τα έκτακτα στρατοδικεία».

29

30 Μέσα σ' αυτό το πικρό «τώρα», μέσα σ' αυτό το παρόν, όπου χώρος και άνθρωποι όχι μόνο έχουν αλλάξει αλλά και η μεταξύ τους σχέση έχει διαφοροποιηθεί ως το σημείο της αλλοτρίωσης, η μελαγχολία των μεγάλων, των αλλοτινών παιδιών που ωρίμασαν, εντείνεται και από ένα επιπρόσθετο στοιχείο: Καθώς θυμούνται τα λόγια του πατέρα «εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες μέρες», πράγμα που δεν έγινε, το στοιχείο της διάψευσης υπεισέρχεται στο ποίημα. Το «δεν έχει σημασία» προσδίνει και μια πικρή ειρωνεία γιατί ασφαλώς και έχει σημασία το να έρθουν οι καλύτερες μέρες.

31 Η ειρωνεία μεγαλώνει ακόμα περισσότερο καθώς οι ίδιοι, που διαψεύστηκαν, θα εξακολουθούν να λένε τα ίδια στα δικά τους παιδιά εναποθέτοντας τις ελπίδες τους σε ένα μακρινό, απροσδιόριστο μέλλον. Η διάψευση δεν αφορά μόνο το «τώρα», ώ την παρούσα γενιά, τη γενιά του ποιητή. Πάει και προς τα πίσω. Για να λέει ο πατέρας «εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες μέρες», σημαίνει πως ούτε ο πατέρας είχε γνωρίσει τις καλύτερες μέρες στις οποίες είχε ελπίσει. Ποια ήταν η γενιά του Ποια ήταν η γενιά του πατέρα;

32 Είναι οι γενιές που έζησαν τους Βαλκανικούς πολέμους, τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, τον Εθνικό διχασμό, τη Μικρασιατική Καταστροφή, την προσφυγιά, δικτατορίες, το Β Παγκόσμιο πόλεμο,, τον Εμφύλιο.

33 Η μετανάστευση Γερμανία: Eλληνίδα μετανάστρια με τα δυο παιδιά της, στην αποβάθρα της ελπίδας για μια καλύτερη ζωή. Bλέμμα επιφυλακτικό, χέρια καχύποπτα, η χάρτινη βαλίτσα με το σχοινί και με τα λιγοστά υπάρχοντα Η μοίρα των έτσι κι αλλιώς ηττημένων.

34 Μπορεί να ελπίζει σε «καλύτερες μέρες;»

35 Ο Μ. Αναγνωστάκης μιλά για το πολιτικό όραμα για το οποίο και αγωνίστηκε. Μιλά για το όραμα ενός κόσμου ειρηνικού, του κόσμου της κοινωνικής δικαιοσύνης, της παγκόσμιας αλληλεγγύης και συναδέλφωσης.

36 Στο ποίημα «Χάρης» 1944 από τη συλλογή «Εποχές», διαβάζουμε: Ήμασταν όλοι μαζί και ξεδιπλώναμε ακούραστα τις ώρες μας. Τραγουδούσαμε σιγά για τις μέρες που θα 'ρχόντανε φορτωμένες πολύχρωμα οράματα.

37 Τι σημαίνουν οι στίχοι; Ελπίζοντας πάντοτε πως κάποτε θα σταματήσει η αλυσίδα. Ίσωςσταπαιδιάτωνπαιδιώντουςήσταπαιδιάτωνπαιδιώνστα των παιδιών τους στα των παιδιών των παιδιών τους.

38 Υποβάλλουν ένα διφορούμενο συναίσθημα. Από τη μια είναι η ελπίδα, όπως ρητά δηλώνεται, πως κάποτε θα σταματήσει το κακό. πως κάποτε θα 'ρθουν οι καλύτερες μέρες. Ταυτόχρονα όμως αφήνεται να υπεισέλθει η αμφιβολία για το αν αυτό θα γίνει, κάποτε. Ο Αναγνωστάκης το μεταθέτει σ ένα απροσδιόριστο μέλλον, αφού, όπως λέει αλλού, «κανένας πόλεμος δεν τέλειωσε ποτέ».

39 Επαναφορά στο παρόν

40 Ο ποιητής επανέρχεται στο παρόν, μας τοποθετεί και πάλι στην οδό Αιγύπτου και επαναλαμβάνει τα χτίρια που περισσότερο τη χαρακτηρίζουν: Τράπεζα συναλλαγών,, Τουριστικά Γραφεία,, Πρακτορεία Μεταναστεύσεως. Τώρα όμως, με την επανάληψη σε διάφορα πρόσωπα των δύο ρημάτων «συναλλάσσονται» και «μεταναστεύω». Γιατί;

41 Δηλώνεται ο νέος τρόπος ζωής. Είναι μια ζωή συναλλαγής, τουριστικοποίησης και μετανάστευσης. Και οι τρεις έννοιες είναι φορτισμένες αρνητικά. Ο κόσμος της συναλλαγής είναι ταυτόχρονα ο κόσμος της εμπορευματοποίησης των πάντων. Ανακαλεί στη σκέψη ανέντιμες συναλλαγές, συμβιβασμούς, αγοραπωλησίες, πολύ πιο πέρα από τις οικονομικές δραστηριότητες, συμβιβασμούς και συναλλαγές σε πολιτικό ή εθνικό επίπεδο. Ο τουρισμός και η μετανάστευση είναι εξίσου δηλωτικά μιας υποβάθμισης της ζωής, μιας έκπτωσης εθνικής, μιας ταπείνωσης. Ο Αναγνωστάκης σκιαγραφεί την κοινωνία του καταναλωτισμού, την κοινωνία στην οποία υπάρχει μια επίφαση ευημερίας, ενώ υποκρύπτεται η έκπτωση των αξιών, το ξεπούλημα των πάντων για το κέρδος, η αλλοτρίωση.

42 Όλη την πίκρα, την αγανάκτηση, τη διαμαρτυρία του ο ποιητής συνοψίζει με ένα στίχο, δάνειο από το Γ. Σεφέρη: «Όπου Ό και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει». Κατά το Δ. Μαρωνίτη πιθανόν να είναι και έκφραση δυσφορίας του Αναγνωστάκη, αν το «ταξιδέψω» ξδέψ συνδυαστεί με το προηγούμενο «μεταναστεύω», για τη μετανάστευση πολλών πολιτικών και άλλων πολιτών κατά τη διάρκεια της δικτατορίας.

43 «Η Ελλάδα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία, τις ωραίες εκκλησιές»

44 Τα «ωραία νησιά» = Τόποι εξορίας των αντιχουντικών

45 Τα «ωραία γραφεία» είναι τα γραφεία της συναλλαγής και της μετανάστευσης αλλά και τα γραφεία μετανάστευσης αλλά και τα γραφεία της στυγνής δικτατορίας.

46 ωραίες εκκλησιές H ηγεσία της εκκλησίας υπήρξε σταθερός βραχίονας επιβολής της αντιδραστικής πολιτικής του μετεμφυλιακού κράτους. Το επιστέγασμα της κοσμικής «μαυρίλας» που εκπροσωπούσε ήταν η στάση της κατά την περίοδο της χούντας. Ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης «θα αφήσει εποχή», με την περίφημη προσφώνησή του στη Δέσποινα Παπαδοπούλου, τη γυναίκα του δικτάτορα, που την παρομοίαζε με την Παναγία.

47 «Η Ελλάς των Ελλήνων» αποτελεί μέρος του συνθήματος της δικτατορίας, που μαζί με το Φοίνικα υπήρξαν τα εμβλήματα τα δηλωτικά του ψευτο ιδεολογικού προσανατολισμού της. Στην περίπτωση αυτή ο τελευταίος στίχος πρέπει να ιδωθεί στη συνάφειά του με το μ.χ. του τίτλου, οπότε έχομε την αρχή και στο τέλος του ποιήματος στην υπηρεσία, που εξέφρασε το «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών». Πρόκειται για θαυμάσιο ποιητικό εύρημα που επιτρέπει να αισθανόμαστε ότι σε όλη την ανάγνωση του ποιήματος λανθάνει ως επένδυση έδ του ακροάματος το «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών», το οποίο σχηματίζοντας κύκλο ανοίγει και κλείνει το ποίημα δηλώνοντας πως σημαίνοντα και σημαινόμενα κινούνται από το σύνθημα και το υπηρετούν: έτσι μαρτυρείται η υποκρισία που είχε την ευκαιρία να καταγγείλει απορώντας ο Γιώργος Σεφέρης με το στιχούργημα: Από βλακεία Ελλάς, πυρ! Ελλήνων, πυρ! Χριστιανών, πυρ! Τρεις λέξεις νεκρές. Γιατί τις σκοτώσατε;

48 Αυτή λοιπόν είναι η Ελλάδα που πληγώνει τον ποιητή. Με μια χαρακτηριστική φράση της δικτατορίας «Η Ελλάς των Ελλήνων» κατά παράλειψη της λέξης «Χριστιανών», ο Αναγνωστάκης συνοψίζει την πίκρα, την αγανάκτηση, τη διαμαρτυρία του, ενώ ταυτόχρονα καταγγέλλει ως πνευματικός άνθρωπος, το κατάντημα της Ελλάδας κάτω από το δικτατορικό καθεστώς. Η οδός Αιγύπτου απ' την οποία ξεκίνησε το ποίημα του έχει διευρυνθεί, είναι ολόκληρη η χώρα κάτω από τη βάναυση πολιτική της χούντας.

49 Τεχνική του ποιήματος Τεχνική του ποιήματος Το νόημα και η τεχνική συνδέονται στενά. Κυριαρχεί ο ρυθμός της καθημερινής κουβέντας, ελάχιστες είναι οι ασυνήθιστες λέξεις, ενώ απουσιάζουν οι παρομοιώσεις ή άλλα στοιχεία που στολίζουν το λόγο. Ο Ο στίχος είναι λιτός. Δεν υπάρχει μέτρο και ομοιοκαταληξία, παρά μόνο ένας εσωτερικός ρυθμός που δραματοποιεί ανάγλυφα την κατάσταση στην Ελλάδα του 1969 μ.χ. Ο ποιητής μιμείται το καβαφικό ύφος, ενυπάρχει μια διάχυτη ειρωνεία, σαρκασμός, αγανάκτηση και οργή για την κατάσταση που επικρατεί. Ο λόγος είναι σαφής, απλός, ειλικρινής και διατυπωμένος με παρρησία.

50 Άλλες επισημάνσεις: «Οδός ςαιγύπτου πρώτη πάροδος δεξιά»: Συνεκδοχή, όπου το μέρος Λειτουργεί αντί του όλου και καλύπτει την Ελλάδα με τη σταθερά δεξιά απόκλιση. Ηλέξη«συναλλαγή» Η στο μέγαρο της Τράπεζας παραπέμπει: στην εμπορευματοποίηση της ζωής, στις ιδεολογικές συναλλαγές (συμβιβασμοί και προδοσίες), στην εκμετάλλευση και στην απάτη. Το ρήμα «υψώνεται» σημαίνει κυριαρχεί, δεσπόζει και συνάμα εξουδετερώνει τον ελεύθερο χώρο. Ο ευθύς λόγος (που ξέρατε, που λέγαμε) εισάγει τον αναγνώστη στο κείμενο για να το ζήσει σαν Ιστορία. «Καλύτερες μέρες»: Παραλλαγή του μύθου του Ησιόδου για την παρακμή της ανθρωπότητας. Στο μύθο ηχρ χρυσή εποχή είναι τοποθετημένη η στο παρελθόν, ενώ στο ποίημα τοποθετείται στο μέλλον. Ηλέξη«μάθημα» απομυθοποιεί τα όνειρα του πατέρα. Το «καλύτερο μέλλον» Η λέξη «μάθημα» απομυθοποιεί τα όνειρα του πατέρα. Το «καλύτερο μέλλον» είναι ένα «μάθημα» που επαναλαμβάνουμε, κρατώντας την ελπίδα ζωντανή.

51 Παράλληλα Κείμενα Γ.Σεφέρης, Ποιήματα, (Με τον τρόπο του Γ.Σ.), Ίκαρος,Αθήνα 1979, σσ Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει ολοένα ταξιδεύει Κι αν «ορώμεν ανθούν πέλαγος Αιγαίον νεκροίς» είναι εκείνοι που θέλησαν να πιάσουν το μεγάλο καράβι εκείνοι που βαρέθηκαν να περιμένουν τα καράβια που δεν μπορούν πια να κινήσουν την ΕΛΣΗ τη ΣΑΜΟΘΡΑΚΗ τον ΑΜΒΡΑΚΙΚΟ. Σφυρίζουν τα καράβια τώρα που βραδιάζει στον Πειραιά σφυρίζουν ολοένα σφυρίζουν μα δεν κουνιέται κανένας αργάτης καμιά αλυσίδα δεν έλαμψε βρεμένη στο στερνό φως που βασιλεύει ο καπετάνιος μένει μαρμαρωμένος μες στ' άσπρα και στα χρυσά. Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει παραπετάσματα βουνών αρχιπέλαγα γυμνοί γρανίτες... το καράβι που ταξιδεύει το λένε ΑΓΩΝΙΑ 937

52 Ποια στάση ζωής ακολουθούν στο ποίημα του Γ. Σεφέρη «εκείνοι που θέλησαν να πιάσουν το μεγάλο καράβι»; Να τη συγκρίνετε με τη στάση που ακολουθούν οι άνθρωποι στο ποίημα «Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.χ.» του Μ. Αναγνωστάκη.

53 Το σπίτι κοντά στη θάλασσα Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν. Πώς συνδέεται θεματικά το πιο πάνω Έτυχε να 'ναι τα χρόνια δίσεχτα ποίημασ του Γ. Σεφέρη με αυ το του Αναγνωστάκη; πολέμοι χαλασμοί ξενιτεμοί κάποτε ο κυνηγός βρίσκει τα διαβατάρικα πουλιά κάποτε δεν τα βρίσκει το κυνήγι ήταν καλό στα χρόνια μου, πήραν πολλούς τα σκάγια οι άλλοι γυρίζουν ή τρελαίνουνται στα καταφύγια. Ο Γιώργος Σεφέρης στο σπίτι όπου γεννήθηκε, στα Βουρλά της Σμύρνης.

54 Κλείτος Κύρου, "Κραυγή δέκατη πέμπτη" (από τη συλλογή "Κραυγές της νύχτας") Μιλώ με σπασμένη φωνή δεν εκλιπαρώ Τον οίκτο σας μέσα μου μιλούν χιλιάδες στόματα Που κάποτε φώναζαν οργισμένα στον ήλιο Μια γενιά που έψελνε τα δικαιώματά της Κουνώντας λάβαρα πανηγυριού σειώντας σπαθιά Γράφοντας στίχους εξαίσιους μιας πρώτης νεότητας Ποτίζοντας τα σπαρτά με περίσσιο αίμα Μικρά παιδιά που αφέθηκαν στο έλεος τ ουρανού Η γενιά μου ήταν μια αστραπή που πνίγηκε Η βροντή της η γενιά μου καταδιώχτηκε Σα ληστής σύρθηκε στο συρματόπλεγμα Μοίρασε σαν αντίδωρο τη ζωή και το θάνατο. Π ύ ί ά ή Κλ Κύ Ποιους συσχετισμούς μπορείτε να κάνετε στα ποιήματα του Κλ. Κύρου και στη Θεσσαλονίκη του Μ. Αναγνωστάκη;

55 Μανόλης Αναγνωστάκης Στη Θεσσαλονίκη. Xρονολογία άγνωστη, ίσως αρχές του '50 (αρχείο Γ. Zεβελάκη).

56 Aσκήσεις ισορροπίας, σαν σε πατίνι ή κρεμασμένος στη σκαλοναρία. Στο παράθυρο του αυτοκινήτου, ημητέρατου του υποκλίνεται ελαφρά στον φακό δίπλα της, ο ξάδελφός του Γιάννης Kασιμάτηςμ

57 Ποδηλατώντας στις εξοχές της Θεσσαλονίκης. Σε μια οικογενειακή εκδρομή, λίγο πριν από τον β παγκόσμιο πόλεμο. (αρχείο Γ. Zεβελάκη).

58 «Άκουγα πάλι τη φωνή σου όταν γυρνούσα χθες / από το πληκτικό νοσοκομείο / Aνάμεσα στα βρώμικα πανιά και στα νερά τα μουχλιασμένα / Πλήθος ενέδρες της ζωής παραμονεύουν την πτώση σου» («Σκυφτοί περάσανε...»). ) Πίσω από τη φωτογραφία: «Iωάννινα, 10 Nοεμβρίου 1954.» (αρχείο Γ. Zεβελάκη).




https://docplayer.gr/10890155-Manolis-anagnostakis-thessaloniki-meres-toy-1969-m-h.html

59 Μανόλης Αναγνωστάκης Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη όπου σπούδασε ιατρική. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής συμμετείχε στην ΕΠΟΝ. Κατά την διετία ήταν αρχισυντάκτης του περιοδικού Ξεκίνημα, που ανήκε στον εκπολιτιστικό όμιλο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Είχε έντονη πολιτική δράση στο φοιτητικό κίνημα, για την οποία φυλακίστηκε το 1948 ενώ το 1949 καταδικάστηκε σε θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο. Βγήκε από τη φυλακή με την γενική αμνηστία το 1951.Την περίοδο ειδικεύτηκε ως ακτινολόγος στη Βιέννη και κατόπιν άσκησε το επάγγελμα του ακτινολόγου για ένα διάστημα στη Θεσσαλονίκη ενώ το 1978 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Δημοσίευσε κείμενα του για πρώτη φορά στο περιοδικό Πειραϊκά Γράμματα (1942) και αργότερα στο το φοιτητικό περιοδικό Ξεκίνημα (1944), του οποίου υπήρξε και αρχισυντάκτης για μία περίοδο. Ποιήματά του, καθώς και κριτικές δημοσιεύτηκαν αργότερα σε αρκετά περιοδικά. Την περίοδο εξέδωσε το περιοδικό Κριτική ενώ υπήρξε μέλος της εκδοτικής ομάδας των Δεκαοκτώ κειμένων (1970), των Νέων Κειμένων και του περιοδικού Η Συνέχεια (1973).Το 1986 του απονεμήθηκε το Κρατικό Βραβείο Ποίησης ενώ το 1997 ανακηρύχθηκε η επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης.


Mανόλης Αναγνωστάκης- Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.χ. Για τη βιογραφία του ποιητή βλ. σελ. 57 σχολ. βιβλίου. Ανάγνωση εισαγ. σημειώματος, σελ. 54 σχολ. βιβλίου* Δομή: α εν. :στ.1-4: δίνεται ο χώρος και ο χρόνος β εν.: στ.5-12: κυριαρχεί η αναφορά στα παιδιά γ εν.: στ : επιστροφή στον αρχικό χώρο, καταγγελία όσων ευθύνονται για την καινούργια πραγματικότητα Τεχνική: απουσία μέτρου, ομοιοκαταληξίας, αλλά και επιθέτων. Λόγος λιτός, καθημερινός, αφού στοχεύει στον προβληματισμό κι όχι στην τέρψη του αναγνώστη. Κυρίαρχο εκφραστικό μέσο η εικόνα (περιγράφει τη ζωή στις σύγχρονες ελληνικές πόλεις: τράπεζες, γραφεία, τροχοφόρα). Καβαφική ειρωνεία. Ύφος: σαρκαστικό/ διδακτικό Σχολιασμός τίτλου: Ο χρονοδείκτης θυμίζει Καβάφη και μπαίνει σκόπιμα στο ποίημα (μιλά για ενδείξεις μιας εποχής). Σχολιασμός χωρίων στ.1:** ο ποιητής μάς δίνει αρχικά το χώρο της δράσης πρόκειται για ένα γνώριμό του δρόμο της Θεσσαλονίκης, που θα μπορούσε, ωστόσο, να βρίσκεται σε οποιαδήποτε πόλη της μεταπολεμικής Ελλάδας και ιδίως της δικτατορικής περιόδου (λειτουργεί συμβολικά πιστή απεικόνιση της ζωής στις σύγχρονες πόλεις) * Ο Δ. Μαρωνίτης γράφει για το Στόχο : «Ο επιλογικός Στόχος στα πρώτα χρόνια της δικτατορίας, επαναφέρει τον Αναγνωστάκη στην τροχιά της πολιτικής σύμπραξης, κάτω από κορυφαίες συνθήκες». Στόχος του ποιητή είναι να καταγγείλει το καθεστώς των συνταγματαρχών, που τόσα δεινά προκάλεσε στη χώρα μας και να προκαλέσει την αντίσταση σ αυτό. **Ο στ. βρίσκεται και στο ποίημα Πόλεμος ( γράφτηκε το 1941, όταν ο ποιητής ήταν μόλις 16 ετών!) Στην οδό Αιγύπτου-πρώτη πάροδος δεξιά- τα κορίτσια κοκαλιασμένα περιμένανε απ ώρα τον Ισπανό με τα τσιγαρόχαρτα.

2 στ.2-3:- Το «τώρα» δηλώνει ότι το ποίημα κινείται αρχικά στο χρονικό επίπεδο του παρόντος, ενώ συγχρόνως μας παραπέμπει έμμεσα στην οδό Αιγύπτου του χθες: χωρίς τράπεζες, πρακτορεία, αυτοκίνητα, αλλά με παιδιά που παίζουν ανέμελα στους δρόμους και μικρές ανθρώπινες μονοκατοικίες που στεγάζουν ανθρώπους αισιόδοξους για το μέλλον. -Οι τράπεζες, τα τουριστικά γραφεία και τα πρακτορεία μεταναστεύσεως εκφράζουν το σύστημα εκμετάλλευσης κι εμπορευματοποίησης των πάντων, αλλοτρίωσης, άναρχης ανάπτυξης, στρεβλής προόδου κι ερήμωσης της υπαίθρου, που σημάδεψαν την εποχή στην οποία αναφέρεται το ποίημα κι αποτελούν τη βιτρίνα που κρύβει την πολιτική και κοινωνική αθλιότητα. στ.4: το πρόσωπο της σύγχρονης πόλης είναι αφιλόξενο για τα παιδιά, αφού τα πανύψηλα κτήρια και η πυκνή κυκλοφορία τους στερούν τη δυνατότητα του παιγνιδιού. στ.5: : τα χρόνια της αθωότητας χάθηκαν, διαπιστώνει με σαρκασμό ο ποιητής. στ.6: στην Ελλάδα των συνταγματαρχών κυριαρχεί η κατήφεια και η αμοιβαία καχυποψία, ενώ έχει χαθεί η χαρά και η εμπιστοσύνη στο συνάνθρωπο. στ.7-8: ο ποιητής υπαινίσσεται τις οδυνηρές εμπειρίες που βίωσε η συγκεκριμένη γενιά: εμπλοκή σ ένα παγκόσμιο πόλεμο, δύο δικτατορίες (του Μεταξά και των συνταγματαρχών) κι έναν εμφύλιο πόλεμο, έτσι ώστε να χαρακτηρίζεται γενιά της διάψευσης και των ερειπίων. στ. 9-13: όσα παιδιά απ τη γενιά του ποιητή κατάφεραν να επιβιώσουν θυμούνται την υπόσχεση του πατέρα για καλύτερες μέρες, που όμως δεν ήρθαν ποτέ, αναλογίζονται τα οράματα που δεν πραγματοποιήθηκαν. Κι επιπλέον, παρά τις αμφιβολίες τους, πρέπει και οι ίδιοι να δώσουν στα δικά τους παιδιά κάποια προοπτική. στ.14-17: ο ποιητής μάς επαναφέρει στη διάσταση του παρόντος, όπου η μόνη βεβαιότητα είναι η εκμετάλλευση, η αλλοτρίωση, η μετανάστευση. Μάλιστα η χρήση των ρημάτων σε τόσα διαφορετικά πρόσωπα έρχεται να δηλώσει ότι τα αρνητικά φαινόμενα έχουν γενικευτεί- όλοι εμπλέκονται σ αυτά. στ.18: προκειμένου να εκφράσει την απογοήτευσή του για την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, ο ποιητής δανείζεται τον πασίγνωστο στίχο του Σεφέρη.

3 στ.19: στο στίχο κυριαρχεί η ειρωνεία, αφού: -τα ωραία νησιά της Ελλάδας έχουν γίνει τώρα είτε τόποι εξορίας είτε γραφικοί τουριστικοί προορισμοί -τα ωραία γραφεία σηματοδοτούν το σύγχρονο τρόπο εκμετάλλευσης -ενώ οι ωραίες εκκλησίες συμβολίζουν τη θρησκεία, που η χούντα κατά κόρον χρησιμοποίησε, για να καταπνίξει κάθε προοδευτική κίνηση. επιλογικός στίχος: σαφής υπαινιγμός του δικτατορικού συνθήματος Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών. *** Συναισθήματα που κυριαρχούν στο ποίημα: Πίκρα για τη ζοφερή κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η χώρα (βλ. ανάλυση) και απογοήτευση για το μέλλον. Το Ποίημα Στην οδό Αιγύπτου -πρώτη πάροδος δεξιά! Τώρα υψώνεται το μέγαρο της Τράπεζας Συναλλαγών Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως. Και τα παιδάκια δεν μπορούνε πια να παίξουνε από τα τόσα τροχοφόρα που περνούνε. 5 Άλλωστε τα παιδιά μεγάλωσαν, ο καιρός εκείνος πέρασε που ξέρατε Τώρα πια δε γελούν, δεν ψιθυρίζουν μυστικά, δεν εμπιστεύονται, Όσα επιζήσαν, εννοείται, γιατί ήρθανε βαριές αρρώστιες από τότε Πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιώτες, Θυμούνται τα λόγια του πατέρα: εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες μέρες 10 Δεν έχει σημασία τελικά αν δεν τις γνώρισαν, λένε το μάθημα οι ίδιοι στα παιδιά τους Ελπίζοντας πάντοτε πως κάποτε θα σταματήσει η αλυσίδα Ίσως στα παιδιά των παιδιών τους ή στα παιδιά των παιδιών των παιδιών τους. Προς το παρόν, στον παλιό δρόμο που λέγαμε, υψώνεται η Τράπεζα Συναλλαγών 15-εγώ συναλλάσσομαι, εσύ συναλλάσσεσαι αυτός συναλλάσσεται- Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως -εμείς μεταναστεύουμε, εσείς μεταναστεύετε, αυτοί μεταναστεύουν- Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει, έλεγε κι ο Ποιητής Η Ελλάδα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία, τις ωραίες εκκλησιές Η Ελλάς των Ελλήνων.

4 Διδακτικά παραδείγματα Μ. Αναγνωστάκης α. Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.χ. Στην οδό Αιγύπτου-πρώτη πάροδος δεξιά Τώρα υψώνεται το μέγαρο της Τράπεζας Συναλλαγών

5 Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως. Και τα παιδάκια δεν μπορούνε πια να παίξουνε από τα τόσα τροχοφόρα που περνούνε. Άλλωστε τα παιδιά μεγάλωσαν, ο καιρός εκείνος πέρασε που ξέρατε 5 Τώρα πια δε γελούν, δεν ψιθυρίζουν μυστικά, δεν εμπιστεύονται, Όσα επιζήσαν, εννοείται, γιατί ήρθανε βαριές αρρώστιες από τότε Πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιώτες, Θυμούνται τα λόγια του πατέρα: εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες μέρες Δεν έχει σημασία τελικά αν δεν τις γνώρισαν, λένε το μάθημα 10 οι ίδιοι στα παιδιά τους Ελπίζοντας πάντοτε πως κάποτε θα σταματήσει η αλυσίδα Ίσως στα παιδιά των παιδιών τους ή στα παιδιά των παιδιών

6 των παιδιών τους. Προς το παρόν, στον παλιό δρόμο που λέγαμε, υψώνεται Η Τράπεζα Συναλλαγών -εγώ συναλλάσσομαι, εσύ συναλλάσσεσαι αυτός συναλλάσσεται- 15 Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως -εμείς μεταναστεύουμε, εσείς μεταναστεύετε, αυτοί μεταναστεύουν- Όπου και να ταξιδέψω η ελλάδα με πληγώνει, έλεγε κι ο Ποιητής Η Ελλάδα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία, Τις ωραίες εκκλησιές Η Ελλάς των Ελλήνων. Η οικείωση με την ποίηση του Μ. Αναγνωστάκη είναι εύκολη τόσο λόγω της γλώσσας όσο και του τόνου της φωνής του, του ύφους. Εκείνο που προέχει είναι η προσεκτική ανάγνωση, πρώτη και δεύτερη ώστε να

7 κατανοηθεί το περιεχόμενο και η βαρύτητα των λέξεων και των σημασιών τους. Οι τίτλοι προετοιμάζουν για το περιεχόμενο των ποιημάτων και για τη συγκρότηση του νοήματος και μηνύματος. Στο ποίημα Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.χ. τα ιστορικά συμφραζόμενα είναι ολοφάνερα συνεπώς και το στόχος του ποιήματος. Ο τίτλος του ποιήματος και της συλλογής Στόχος προβάλλουν τον κοινωνικό, ειρωνικό και καταγγελτικό λόγο του Μαν. Αναγνωστάκη. Η συλλογή Στόχος (1970) περιέχει ποιήματα που γράφτηκαν στην περίοδο της δικτατορίας Εστιάζουμε την προσοχή μας στον πεζολογικό στίχο, στη στίξη που υποστηρίζει τη συναισθηματική διακύμανση και στο σκηνικό που πλαισιώνει νοήματα και μηνύματα.

8 Το σκηνικό στους πρώτους στίχους δίνει μια πολυτελή πρόσοψη κτηρίων μιας χώρας που βιώνει την κοινωνική και εθνική αθλιότητα. Δίνεται αφαιρετικά και συνοπτικά η Ελλάδα της δεκαετίας του Η Τράπεζα Συναλλαγών, τα Τουριστικά γραφεία και τα πρακτορεία μεταναστεύσεως με τη γραφή και τα σημαινόμενά τους αναδεικνύουν τον κοινωνικό στόχο αυτής της ποίησης, που επιτείνεται με την αναφορά στα «παιδάκια»- υποκοριστικό, συμπάσχει ο ποιητής-, τα οποία δεν έχουν ελεύθερο χώρο για να παίξουν, ενώ η αλλαγή έχει εισβάλει με όλη της τη μεγαλοπρέπεια «τροχοφόρα». Η μετάβαση με το «άλλωστε» στο χρόνο από το χτες στο σήμερα επισύρει και άλλες αλλαγές που δηλώνονται πρώτα συνοπτικά και μετά μέσα από εικόνες και καταστάσεις «ο καιρός

9 εκείνος πέρασε που ξέρατε», όπου η επίταξη του ρήματος ενέχει πόνο και νοσταλγία. Με το «Τώρα πια δε γελούν, δεν ψιθυρίζουν μυστικά, δεν εμπιστεύονται,» γίνεται η μετάβαση στο παρόν όπου όλα έχουν αλλάξει προς το χειρότερο και όχι όπως θα περιμέναμε, σύμφωνα με τις πολυτελείς προσόψεις των Τραπεζών και των τουριστικών γραφείων. Το γέλιο και η εμπιστοσύνη χάθηκαν (αλλαγή καιρών) με αντανάκλαση στον ανθρώπινο παράγοντα, π.χ. «Όσα επιζήσαν, εννοείται, γιατί ήρθανε βαριές αρρώστιες από τότε Πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιώτες, Θυμούνται τα λόγια του πατέρα: εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες μέρες

10 Δεν έχει σημασία τελικά αν δεν τις γνώρισαν, λένε το μάθημα οι ίδιοι στα παιδιά τους Ελπίζοντας πάντοτε πως κάποτε θα σταματήσει η αλυσίδα» Στους στίχους αυτούς με τη δυναμική της μεταφοράς και αλληγορίας δίνεται το κακό με αναφορά στις φυσικές καταστροφές και τους θωρακισμένους στρατιώτες- ιστορικό στίγμα (κατοχή, εμφύλιος), τα παιδιά δεν γνώρισαν τις «καλύτερες μέρες» για τις οποίες μιλούσαν οι πατέρες, άλλωστε και οι ίδιοι ως πατέρες με την ελπίδα για καλύτερες μέρες θα γαλουχήσουν τα παιδιά τους. Η επίταση με την επανάληψη σε αιτιατική και γενική, π.χ. «Ίσως στα παιδιά των παιδιών τους ή στα παιδιά των παιδιών των παιδιών τους.»

11 δηλώνει τη μη πραγματοποιημένη ελπίδα και δίνει ποιητικότητα στο στίχο. Από το σκηνικό των πρώτων στίχων πήγαμε στον άνθρωπο, στο συλλογισμό και τη μνήμη, που διακόπτονται με επαναφορά στο παρόν και στο πολυτελές σκηνικό, ένα σκηνικό φενακισμένο, όπως είναι και οι ανθρώπινες σχέσεις, όπου κυριαρχεί η συναλλαγή, η εκμετάλλευση και η μετανάστευση, εσωτερική και εξωτερική, από τα οικονομικά αδιέξοδα, π.χ. «Προς το παρόν, στον παλιό δρόμο που λέγαμε, υψώνεται η Τράπεζα Συναλλαγών - εγώ συναλλάσσομαι, εσύ συναλλάσσεσαι αυτός συναλλάσσεται-

12 Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως -εμείς μεταναστεύουμε, εσείς μεταναστεύετε, αυτοί μεταναστεύουν-». Η αξιοποίηση της κλίσης του ρήματος με την πρόταξη της προσωπικής αντωνυμίας δηλώνει με τον πιο αυθεντικό τρόπο την κατάσταση που βιώνουν οι άνθρωποι, την φτώχια, τη μετανάστευση, δηλαδή το εθνικό ξεπούλημα πίσω από τη βιτρίνα των Τραπεζών και των τουριστικών γραφείων. Στους τελευταίους στίχους ο Μ. Αναγνωστάκης συνομιλεί με το Σεφέρη (διαλογικότητα), τον «Ποιητή» με την κεφαλαιογράμματη γραφή και την αντίστοιχη σημασιοδότηση του Σεφέρη ως μεγάλου ποιητή, και ολοκληρώνει το ποίημά του με την

13 ανθρωπογεωγραφία της Ελλάδας σε ύφος σαρκαστικό με σαφή αναφορά στην εκμετάλλευση λέξεων και εννοιών, θρησκευτικού και πατριωτικού συναισθήματος από τη δικτατορία του 1967, π.χ. «Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει, έλεγε ο Ποιητής Η Ελλάδα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία, τις ωραίες εκκλησίες Η Ελλάς των Ελλήνων».» Ο ποιητής, όπως σημαίνει και ο τίτλος της συλλογής, στοχεύει να μας προβληματίσει με γλώσσα οικεία, με εικόνες και καταστάσεις καθημερινές που ίσως περνούν απαρατήρητες. Η απομόνωση του τελευταίου στίχου ηχεί ως τραγική ειρωνεία. Το ύφος

14 είναι στοχαστικό στοχεύοντας στο μήνυμα και ζητώντας επαγρύπνηση από όλους σε εκείνους τους δίσεχτους καιρούς. Είναι ολοφάνερο ότι πρόκειται για ποίηση κοινωνική. Στη συνολική θεώρηση γίνεται συζήτηση στην τάξη, διερευνώνται τα χαρακτηριστικά της ποιητικής του Μ. Αναγνωστάκη και απαντώνται οι ερωτήσεις, αν δεν έχει γίνει αυτό κατά την ανάλυση του ποιήματος.

1. ΚΕΙΜΕΝO
 Μανόλης Αναγνωστάκης: Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 µ.Χ. (Κ.Ν.Λ. Γ΄ Λυκείου, σσ. 73-74) 2. ΠΑΡΑ∆ΕΙΓΜΑΤΑ ΕΡΩΤΗΣΕΩΝ 2.1. Στοιχεία που αφορούν στο συγγραφέα, λογοτεχνικό περιβάλλον και λοιπά γραµµατολογικά στοιχεία: 1. Το ποίηµα ανήκει σε συλλογή µε τον τίτλο “Στόχος”. Πιστεύετε ότι ο τίτλος αυτός εναρµονίζεται µε το περιεχόµενο του ποιήµατος1 ; 2. α) Πού παραπέµπει ο τίτλος του ποιήµατος; β) Ποια ιδιαίτερη λειτουργία έχει, κατά τη γνώµη σας, η διευκρίνιση µ.Χ.; 3. Σε ποιες περιόδους της ιστορίας µας αναφέρονται οι ιστορικοπολιτικοί υπαινιγµοί του ποιήµατος; Να δικαιολογήσετε την απάντησή σας. 4. “Τράπεζα Συναλλαγών” - “Τουριστικά γραφεία” - “πρακτορεία µεταναστεύσεων” - “τόσα τροχοφόρα”: Ποια φαινόµενα που σηµάδεψαν την οικονοµική, κοινωνική και πολιτική ζωή της Ελλάδας στη δεκαετία 1960-1970 θίγει ο συγγραφέας µέσα απ’ αυτές τις αναφορές; 5. “Μερικά χαρακτηριστικά της ποίησης του Μ. Αναγνωστάκη είναι ο έντονος κοινωνικοπολιτικός της χαρακτήρας… ο σταθερός εξοµολογητικός και απαισιόδοξος τόνος που πολλές φορές γίνεται αιχµηρός και διδακτικός, σατυρικός και σαρκαστικός2 ”. Σε ποια σηµεία του ποιήµατος µπορείτε να εντοπίσετε αυτά τα χαρακτηριστικά; 1 Για την απάντηση βλ. π.χ. Μπαλάσκας Κ., Νεοελληνική Ποίηση, εκδ. Επικαιρότητα, Αθήνα 1980, σσ. 18-20. 2 Καρβέλης Τ., Νεότερη Ποίηση, εκδ. Κώδικας, Αθήνα 1983, σ. 172. 125 2.2. ∆οµή του κειµένου, επαλήθευση ή διάψευση µιας κρίσης µε βάση το κείµενο, εκφραστικά µέσα και τρόποι του κειµένου (υφολογική διερεύνηση, αφηγηµατικές λειτουργίες, επιλογές του δηµιουργού σε διάφορα επίπεδα γλωσσικής ανάλυσης): 1. Το ποίηµα διακρίνεται σε δύο νοηµατικά επίπεδα: στο πρώτο περιγράφεται το παρόν και στο δεύτερο υπάρχουν υπαινιγµοί που αναφέρονται στο παρελθόν. Να διακρίνετε τα σηµεία του ποιήµατος που αφορούν κάθε επίπεδο. 2. Το ποίηµα στηρίζεται σε δύο χρονικούς άξονες: παρόν – παρελθόν. Πώς γίνεται η µετάβαση από το ένα επίπεδο στο άλλο; 3. α) Ποιος αφηγείται στο ποίηµα; β) Ποιες αφηγηµατικές τεχνικές χρησιµοποιεί; γ) Σε ποιους απευθύνεται; 4. α) Ποιο αίσθηµα µεταφέρει στον αναγνώστη η φράση: “πληµµύρες, καταποντισµοί, σεισµοί” (στ. 8) µε την οποία αποδίδει ο ποιητής τις συνθήκες στις οποίες ανδρώθηκαν τα παιδιά; β) Πώς αντιλαµβάνεστε τη χρήση του β΄ πληθυντικού προσώπου “ξέρατε” (στ. 5); 5. “Εγώ, εσύ, αυτός” (στ. 15), “Εµείς, εσείς, αυτοί” (στ. 17): Πώς ερµηνεύετε την αλλαγή από τον ενικό του στ. 15 στον πληθυντικό του στ. 17; 6. Ποιο ρόλο έχει στο ποίηµα η παρέκβαση των στίχων 5-14; 7. Κατά µία άποψη3 ο αναγνώστης του Αναγνωστάκη είναι ο έντιµος µε πολιτική και ηθική συνείδηση και ευαισθησία πολίτης που πονά για τον άνθρωπο, για τον τόπο του και για τη µοίρα του. Γιατί, θα πρέπει, κατά τη γνώµη σας, αυτές οι αρετές να διακρίνουν τον αναγνώστη του συγκεκριµένου ποιήµατος; 8. Γνωρίσµατα της ποίησης του Αναγνωστάκη, ως προς τη µορφή, είναι ο κουβεντιαστός τόνος και η πεζολογική έκφραση. Να εντοπίσετε τα σηµεία του ποιήµατος που τεκµηριώνουν αυτή την άποψη. 3 Μπαλάσκας Κ., ό.π., σσ. 31-32. 126 2.3. Σχολιασµός ή σύντοµη ανάπτυξη χωρίων του κειµένου: 1. Το ποίηµα προχωρεί από το συγκεκριµένο του α΄ στίχου: “Στην οδό Αιγύπτου”, στο ευρύτερο του τελευταίου στίχου: “Η Ελλάς των Ελλήνων”. Πώς ερµηνεύετε αυτή τη διεύρυνση; Πού τοποθετείται η Θεσσαλονίκη του 1969 µ.Χ. σε σχέση µε τα δύο αυτά άκρα; 2. α) “Πρώτη πάροδος δεξιά” (στ. 1): Ποια είναι η σηµασία αυτής της συγκεκριµένης αναφοράς; β) “υψώνεται” (στ. 2, 14): Πώς δικαιολογείτε την επιλογή αυτού του ρήµατος; γ) “Τράπεζα Συναλλαγών” (στ. 2): Τι υποδηλώνει, κατά τη γνώµη σας, η γραφή των λέξεων µε κεφαλαίο; 3. Γιατί αναφέρεται, κατά τη γνώµη σας, ο ποιητής στα παιδιά; 4. “Θυµούνται τα λόγια … στα παιδιά των παιδιών των παιδιών τους”, (στ. 9-13): Να σχολιάσετε το βαθύτερο νόηµα αυτών των στίχων4 . 5. α) Ποια είναι η σηµασία του “εννοείται” στο στίχο 7; β) Τι εξυπηρετεί η επανάληψη του επιθέτου “ωραία” στο στίχο 19; Πώς συνδέεται µε τον προηγούµενο και τον επόµενο στίχο του ποιήµατος; 6. α) Ο Ποιητής 5 (στ. 18): Τι υποδηλώνει, κατά τη γνώµη σας, η γραφή της λέξης µε κεφαλαίο; β) Να σχολιάσετε την έννοια “Ελλάδα / Ελλάς” στους τρεις τελευταίους στίχους του ποιήµατος. 7. Το ποίηµα διαπνέεται από ένα αίσθηµα πίκρας και απογοήτευσης. Τι το προκαλεί στον ποιητή; 4 Βλ. σχετικά και Βιβλίο του Καθηγητή, Κ.Ν.Λ. Γυµνασίου - Λυκείου, Ποίηση 4, σ. 99 και σ. 105. Οι στίχοι αυτοί συνδέονται επίσης έµµεσα και µε τον τρόπο κοινωνικοποίησης των νέων και την “αλυσιδωτή” αναπαραγωγή της ισχύουσας ιδεολογίας. 5 Ενν. ο Γιώργος Σεφέρης. Βλ. σχετικά και την άποψη του ∆. Ν. Μαρωνίτη, Βιβλίο του Καθηγητή, ό.π., σ. 102. 127 2.4. Σχολιασµός αδίδακτου λογοτεχνικού κειµένου: Γ. Σεφέρης: Με τον τρόπο του Γ.Σ. 6 ………………………………………………………… Στο µεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει ολοένα ταξιδεύει κι αν “ορώµεν ανθούν πέλαγος Αιγαίον νεκροίς”7 είναι εκείνοι πού θέλησαν να πιάσουν το µεγάλο καράβι µε το κολύµπι εκείνοι που βαρέθηκαν να περιµένουν τα καράβια που δεν µπορούν να κινήσουν την ΕΛΣΗ τη ΣΑΜΟΘΡΑΚΗ τον ΑΜΒΡΑΚΙΚΟ. Σφυρίζουν τα καράβια τώρα που βραδιάζει στον Πειραιά σφυρίζουν ολοένα σφυρίζουν µα δεν κουνιέται κανένας αργάτης καµιά αλυσίδα δεν έλαµψε βρεµένη στο στερνό φως που βασιλεύει ο καπετάνιος µένει µαρµαρωµένος µες στ’ άσπρα και στα χρυσά. Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα µε πληγώνει· παραπετάσµατα βουνών αρχιπέλαγα γυµνοί γρανίτες το καράβι που ταξιδεύει το λένε ΑΓ ΩΝΙΑ 937. (απόσπασµα) Ποια στάση ζωής ακολουθούν “εκείνοι που θέλησαν να πιάσουν το µεγάλο καράβι”; Να τη συγκρίνετε µε εκείνη που ακολουθούν οι άνθρωποι στη Θεσσαλονίκη του 1969 µ.Χ. 6 Σεφέρης Γ., Ποιήµατα, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 121979, σσ. 99-101. 7 Μετάφραση: “Βλέπουµε ν’ ανθίζει νεκρούς το Αιγαίο”. 128 Γ. Σεφέρης: Το σπίτι κοντά στη θάλασσα 8 Τα σπίτια που είχα µου τα πήραν. Έτυχε να’ναι τα χρόνια δίσεχτα· πόλεµοι χαλασµοί ξενιτεµοί· κάποτε ο κυνηγός βρίσκει τα διαβατάρικα πουλιά κάποτε δεν τα βρίσκει· το κυνήγι ήταν καλό στα χρόνια µου, πήραν πολλούς τα σκάγια· οι άλλοι γυρίζουν ή τρελαίνουνται στα καταφύγια. ……………………………………………………… (απόσπασµα) Με ποιο από τα θέµατα που θίγονται στο ποίηµα Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 µ.Χ. συνδέονται οι παραπάνω στίχοι; Κλ. Κύρου: Κραυγές της νύχτας 9 Μιλώ µε σπασµένη φωνή δεν εκλιπαρώ Τον οίκτο σας µέσα µου µιλούν χιλιάδες στόµατα Που κάποτε φώναζαν οργισµένα στον ήλιο Μια γενιά που έψελνε τα δικαιώµατά της Κουνώντας λάβαρα πανηγυριού σειώντας σπαθιά Γράφοντας στίχους εξαίσιους µιας πρώτης νεότητας Ποτίζοντας τα σπαρτά µε περίσσιο αίµα Μικρά παιδιά που αφέθηκαν στο έλεος τ’ ουρανού. Η γενιά µου ήταν µια αστραπή που πνίγηκε Η βροντή της η γενιά µου καταδιώχτηκε Σα ληστής σύρθηκε στο συρµατόπλεγµα Μοίρασε σαν αντίδωρο τη ζωή και το θάνατο ................................................................................... (απόσπασµα) Πώς συσχετίζεται το παραπάνω απόσπασµα µε το εξεταζόµενο ποίηµα; 8 Σεφέρης Γ., ό.π., σ. 219. 9 Κύρου Κλ., από τη συλλογή “Κραυγές της νύχτας”, απόσπασµα 15, Η ελληνική ποίηση, Η πρώτη µεταπολεµική γενιά, εκδ. Σοκόλη, Αθήνα, σ. 286. 129 3. ΠΑΡΑ∆ΕΙΓΜΑΤΑ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΣΠΙΤΙ 1. Με βάση τους υπαινιγµούς του ποιήµατος, να προσπαθήσετε να ανασυνθέσετε την εικόνα της κοινωνίας της Θεσσαλονίκης του 1969 µ.Χ. 2. Με βάση το ποίηµα να προσπαθήσετε να ανασυνθέσετε την εικόνα του παρελθόντος στην οδό Αιγύπτου, τότε που οι ενήλικες του 1969 µ.Χ. ήταν παιδιά. Πώς ζούσαν, τι προβλήµατα αντιµετώπισαν, ποιες ήταν οι ελπίδες τους και ποια τα όνειρά τους; 4. ΠΑΡΑ∆ΕΙΓΜΑ ΚΡΙΤΗΡΙΟΥ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ Κριτήριο για ωριαία γραπτή δοκιµασία (45 λεπτά περίπου) ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ:………………………………………………………….. ΤΑΞΗ:………………….ΤΜΗΜΑ:……………………… ΜΑΘΗΜΑ: Κείµενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Μανόλης Αναγνωστάκης: Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969, µ.Χ. ΗΜΕΡ/ΝΙΑ:…………………………… ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ: 1. Πώς φαντάζεστε την κοινωνία της Θεσσαλονίκης του 1969 µ.Χ.; .......................................................................................................................... .......................................................................................................................... .......................................................................................................................... Μονάδες 5 2. Ποια αντίθεση υπάρχει στους στίχους 6-7 και 8; Ποια συναισθήµατα σας δηµιουργεί η αντίθεση αυτή; .......................................................................................................................... .......................................................................................................................... .......................................................................................................................... Μονάδες 5 130 131 3. Τι πιστεύετε ότι συµβολίζει για τον ποιητή η οδός Αιγύπτου; .......................................................................................................................... .......................................................................................................................... .......................................................................................................................... Μονάδες 5 4. Με ποιους εκφραστικούς τρόπους και σε ποιους κυρίως στίχους διαφαίνεται η διάψευση των ελπίδων; .......................................................................................................................... .......................................................................................................................... .......................................................................................................................... Μονάδες 5





ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥ http://www.greek-language.gr/digitalResources/literature/tools/concordance/timeline.html?cnd_id=2

ΠΗΓΗ http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSGL-C131/595/3928,1725

Μανόλης Αναγνωστάκης

Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.Χ.  Μαν. Αναγνωστάκης, «Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.Χ.» (ανάγνωση) [πηγή: Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού]

Το Ποιημα Ανηκει στη συλλογή Ο Στόχος (1970). Πρωτοδημοσιεύτηκε στα Δεκαοχτώ Κείμενα, που η έκδοσή τους αποτέλεσε την πρώτη πράξη ομαδικής δημόσιας αντίστασης των πνευματικών ανθρώπων κατά της δικτατορίας. Είναι ποίημα πολιτικό, όπως εξάλλου και πολλά άλλα ποιήματα του Αναγνωστάκη, και απηχεί την πολιτική και κοινωνική κατάσταση από τη μετακατοχική περίοδο και τη στρατιωτική δικτατορία.

Τώρα υψώνεται το μέγαρο της Τράπεζας Συναλλαγών
Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως.
Και τα παιδάκια δεν μπορούνε πια να παίζουνε από
τα τόσα τροχοφόρα που περνούνε.
5Άλλωστε τα παιδιά μεγάλωσαν, ο καιρός εκείνος πέρασε που ξέρατε
Τώρα πια δε γελούν, δεν ψιθυρίζουν μυστικά, δεν εμπιστεύονται,
Όσα επιζήσαν, εννοείται, γιατί ήρθανε βαριές αρρώστιες από τότε
Πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιώτες,
Θυμούνται τα λόγια του πατέρα: εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες μέρες
10
Δεν έχει σημασία τελικά αν δεν τις γνώρισαν, λένε το μάθημα
οι ίδιοι στα παιδιά τους
Ελπίζοντας πάντοτε πως κάποτε θα σταματήσει η αλυσίδα
Ίσως στα παιδιά των παιδιών τους ή στα παιδιά των παιδιών
των παιδιών τους.
Προς το παρόν, στον παλιό δρόμο που λέγαμε, υψώνεται
η Τράπεζα Συναλλαγών
15
—εγώ συναλλάσσομαι, εσύ συναλλάσσεσαι αυτός συναλλάσσεται—
Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως
—εμείς μεταναστεύουμε, εσείς μεταναστεύετε, αυτοί μεταναστεύουν—
Η Ελλάδα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία,
τις ωραίες εκκλησιές
Η Ελλάς των Ελλήνων3.
Γ. Σεφέρης, «Με τον τρόπο του Γ.Σ.» [Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γ΄ Γυμνασίου]

1. Ο στίχος βρίσκεται και στο ποίημα Πόλεμος, που γράφτηκε το 1941 (όταν ο ποιητής ήταν μόλις 16 ετών): «Στην οδό Αιγύπτου (πρώτη πάροδος δεξιά) τα κορίτσια κοκαλιασμένα περιμένανε απ' ώρα τον Ισπανό με τα τσιγαρόχαρτα».  Μαν. Αναγνωστάκης, «Ο Πόλεμος»
2. Ο Γιώργος Σεφέρης.
3. Υπαινίσσεται το σύνθημα της στρατιωτικής δικτατορίας: Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών.
Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
  1. Το ποίημα κινείται σε δύο χρονικά επίπεδα (το παρόν και το παρελθόν) με επίκεντρο την οδό Αιγύπτου. Το επίπεδο του παρόντος διαγράφεται πιο ρητά, ενώ το επίπεδο του παρελθόντος συνάγεται έμμεσα κατά τη διαδρομή του ποιήματος. Με βάση τους υπαινιγμούς που γίνονται και τις αντιθέσεις προς το παρόν, προσπαθήστε να ανασυνθέσετε την εικόνα του παρελθόντος.
  2. Το ποίημα κινείται επίσης σε δύο νοηματικά επίπεδα. Το πρώτο διακρίνεται εύκολα με μια πρώτη ανάγνωση. Ποιο είναι το δεύτερο στο οποίο στοχεύει το ποίημα;
(ΒΙΒΛΙΟ ΚΑΘΗΓΗΤΗ)

https://www.youtube.com/watch?v=s_qsvF_SGTU

ΠΗΓΗ http://www.potheg.gr/PeriodDetails.aspx?INDEX=5&lan=1
Στην ποίηση της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς μπορούμε σε γενικές γραμμές να ξεχωρίσουμε τις εξής τάσεις:
α) την αντιστασιακή ή κοινωνική, όπου κυριαρχεί το όραμα για έναν κόσμο πολιτικά και κοινωνικά δικαιότερο (βλ. Άρης Αλεξάνδρου, Μανόλης ΑναγνωστάκηςΜιχάλης ΚατσαρόςΤάκης Σινόπουλος, Θανάσης Κωσταβάρας, Τάσος ΛειβαδίτηςΤίτος Πατρίκιος, κ.ά),

β) την νεοϋπερρεαλιστική, όπου οι ποιητές ανανεώνουν και προωθούν σημαντικά την υπερρεαλιστική ποίηση του μεσοπολέμου (Ελένη ΒακαλόΝάνος Βαλαωρίτης, Έκτωρ Κακναβάτος, Μίλτος Σαχτούρης κ.ά).
γ) την υπαρξιακή ή μεταφυσική, στην οποία οι ποιητές καταπιάνονται με υπαρξιακά ζητήματα και καταγράφουν την μεταφυσική αγωνία του ανθρώπου μπροστά στο θάνατο (βλ. Νίκος Καρούζος, Όλγα Βότση, Γιώργης Κότσιρας).

  • Αναγνωστάκης Μανόλης
1925-2005
ΒιογραφίαΕργογραφίαΒιβλιογραφία

Θεσσαλονίκη μέρες του 1969 μ.Χ. - Μανόλης Αναγνωστάκης






Θεσσαλονίκη μέρες του 1969 μΧ - Μανώλης Αναγνωστάκης




Νέοι της Σιδώνος - Μανώλης Αναγνωστάκης




Μανόλης Αναγνωστάκης - Στο παιδί μου...


Αφιέρωμα στον Μανόλη Αναγνωστάκη









Κι ήθελε ακόμη - Μανώλης Αναγνωστάκης



Μαρία Δημητριάδη - Κι ήθελε ακόμη | Maria Dimitriadi - Ki ithele akomi - Official Audio Release




Μανώλη Αναγνωστάκη - ΜΙΛΩ - Μίκη Θεοδωράκη

https://www.youtube.com/watch?v=y1XzTi7iUGg


Αντί να φωνασκώ - Μανώλης Αναγνωστάκης





Μανόλης Αναγνωστάκης Αποφθέγματα


Μ. Αναγνωστάκης - Μ. Θεοδωράκης - ΔΡΟΜΟΙ ΠΑΛΙΟΙ - Μαργαρίτα Ζορμπαλά


ΠΗΓΗ https://www.slideshare.net/elenliousa/ss-10641364
ΚΕΙΜΕΝΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ Γ' ΛΥΚΕΙΟΥ ΜΑΝΟΛΗΣ  ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ
























ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ (1925-2005) <ul>Η ΖΩΗ ΤΟΥ <li>Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και σπούδασε ιατρική. Πήρε την ειδικότητα της...


Πολιτικά στρατευμένος από νεαρή ηλικία στο χώρο της ανανεωτικής αριστεράς. Πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση και κατά τη δι...



Πέθανε στην Αθήνα στις 23 Ιουνίου 2005.  </li></ul>

ΔΕΣ ΚΑΙ        ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ,ΠΟΙΗΣΗ
 http://www.vlioras.gr/Philologia/Literature/Sxolika/LykeiouC/GLyceiouGenikisVivlio.htm

ΠΟΙΗ ΣΗ
http://www.vlioras.gr/Philologia/Literature/Poetry/Periexomena.htm
ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ <ul>ΓΕΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ <li>Είναι από τους πιο αντιπροσωπευτικούς ποιητές της  πρώτης μεταπολεμικής γενιάς.

Η γενιά αυτή που έζησε την κατοχή και την αντίσταση, σημαδεύτηκε από τον χαρακτηρισμό “ ποίηση της ήττας ”, καθώς πολλοί δ...


Α' ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΓΕΝΙΑ <ul><li>Στην ποιητική δημιουργία αυτής της γενιάς αναπτύσσονται τρεις τάσεις:

α.  η αντιστασιακή ή κοινωνική  (Μ. Αναγνωστάκης,

Α. Αλεξάνδρου, Μ. Κατσαρός, Τ. Λειβαδίτης, κ.ά.)

β.  η νεοϋπερρεαλιστική  (Έκτορας Κακναβάτος,

Δ. Παπαδίτσας, Μ. Σαχτούρης, Ε. Βακαλό, κ.ά.),

γ.  η υπαρξιακή ή μεταφυσική  (Μ. Σαχτούρης,

Ν. Καρούζος, Όλγα Βότση, Γ. Κότσιρας κ.ά.).  </li></ul>

ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ <ul><li>Η ποίηση του Αναγνωστάκη απηχεί  κοινωνικές και πολιτικές συγκρούσεις  που ακολούθησαν με...

Το  πρόβλημα της ηθικής στάσης  σε μια εποχή ταραγμένη από τα πάθη και την ιδεολογική σύγχυση είναι βασικό στοιχείο της πο...

Υπάρχει όμως και ένα  αίσθημα αισιοδοξίας  ως αποτέλεσμα πικρής εμπειρίας.

Ο  άξονας της ιστορικότητας , ως ιστορικές στιγμές, ως δράση ανθρώπων, ως κριτική και αυτοκριτική, διαπερνά πολλά ποιήματα...
<ul><li>Σταδιακά αναδιπλώνεται σε ένα πιο  προσωπικό κόσμο.




Συχνά υπάρχει μια  φαινομενική συναισθηματική απόσταση  από τα θέματα που τον απασχολούν
Συχνή είναι επίσης στο έργο του η  παρουσία της μνήμης,   οι  αναφορές στην παιδική ηλικία και τους φίλους , η  ταύτιση πο...

<ul><li>Η διατύπωση είναι πολλές φορές  επιγραμματική .

Ο εξομολογητικός τόνος,

το ύφος προφορικού λόγου,

ΠΗΓΗ https://www.slideshare.net/kotsiele/1969-66147769




Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969

Μανόλης Αναγνωστάκης - Η συνείδηση μιας γενιάς



ΠΗΓΗ 
Μία σπουδαία προσωπικότητα, ένας χαρισματικός ποιητής που πέτυχε να εκφράσει τον εαυτό του και την εποχή του, αλλά και να διαχειριστεί την ήττα της γενιάς του μέσα από μία σπαρακτική ειλικρίνεια, με πλήρη συνείδηση της ευθύνης απέναντι στην Ιστορία, μακριά από τους συνήθεις εύκολους συναισθηματισμούς. 
Η οδυνηρή επίγνωση της δύσης μιας ολόκληρης εποχής και η αθλιότητα του Εμφυλίου που ακολούθησε, η γενικευμένη παρακμή και η παρατεταμένη θλίψη, ο πόνος που δεν απαλύνεται και η αισιοδοξία που μοιάζει συνεχώς να αναβάλλεται. Και μέσα σε όλα αυτά ένα αδιαπραγμάτευτο προσωπικό χρέος: η διεκδίκηση της αξιοπρέπειας. Η ποίηση του Μανόλη Αναγνωστάκη έρχεται να αποτυπώσει τη σύνθλιψη μιας γενιάς που έζησε τον σπαραγμό του αδελφοκτόνου πολέμου, μια ιστορική συγκυρία αδιανόητης σκληρότητας και ακραίας απανθρωπιάς που πραγμάτωσε τον σουρεαλισμό στην πιο αδυσώπητη εκδοχή του. Εάν σε τέτοιες συνθήκες ο κοινωνικός περίγυρος τείνει να εκμηδενίσει τα πρόσωπα, τότε αυτό που πέτυχε ο ποιητής είναι πραγματικά σπουδαίο: κατόρθωσε να αναγάγει το προσωπικό του βίωμα, σε χρονικό της ελληνικής συλλογικής μοίρας μιας περιόδου η οποία άφησε πληγές που δύσκολα επουλώνονται.
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, το 1925, σε μια μεσοαστική οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν γιατρός και -όπως αναφέρει ο ποιητής- «ήθελε από μικροί να μορφωθούμε καλά εγώ κι οι αδελφές μου. Hταν μανιώδης ερασιτέχνης φωτογράφος. Eίχε βγάλει χιλιάδες φωτογραφίες». Απ’ ότι φαίνεται, αυτή η παρότρυνση προς την κατεύθυνση της τέχνης και της επιστήμης ήταν καθοριστική για την εξέλιξη των παιδιών: Αλλωστε, αδερφή του ποιητή είναι η εξαιρετική θεατρική συγγραφέας Λούλα Αναγνωστάκη. Οσο για τον μικρό Μανόλη έδειξε από πολύ νωρίς σημάδια μιας ασυνήθιστα οξυμένης ποιητικής ευφυΐας: Ηδη από τα μαθητικά του χρόνια, αποκτά τη φήμη του ποιητή, χάρη σε μία αυθόρμητη ικανότητα που είχε να συνθέτει στίχους. Μάλιστα, οι δάσκαλοί του είχαν τόσο εντυπωσιαστεί που του επέτρεπαν, στο μάθημα της έκθεσης, να γράφει απλώς μερικούς στίχους και να πηγαίνει στο προαύλιο για παιχνίδι. Δεν θα αργήσει, όμως, να αντιληφθεί ότι η ποίηση είναι κάτι τελείως διαφορετικό από το να βρίσκεις ομοιοκαταληξίες. Οπως και να ’χει, στη διαμόρφωσή του συνέβαλε αποφασιστικά η ανακάλυψη του Σεφέρη, του Ρίτσου, του Βρεττάκου, του Εγγονόπουλου και του Καρυωτάκη το καλοκαίρι του ’40, αλλά και η ποιητική «Ανθολογία» του Αποστολίδη -την οποία ήξερε απ’ έξω: Είναι κάτω από αυτές τις επιρροές που θα αφιερωθεί στην αναζήτηση του καινούργιου. Αν και πρώιμο ταλέντο αντιλαμβανόταν ότι η ποίηση είναι μια ιδιαίτερα απαιτητική τέχνη όπου ο δημιουργός επιστρατεύει όλες του τις πνευματικές και ηθικές δυνάμεις. Και αυτό δεν θα το ξεχνούσε ποτέ, ιδίως στα αμέσως επόμενα χρόνια όπου η πνευματική ισορροπία και η ηθική υπόσταση της γενιάς του έμελλε να αποδειχτούν εξαιρετικά ευάλωτες. 
Τον Οκτώβριο του 1940 ο νεαρός ποιητής γράφει μερικά κομμάτια πατριωτικού περιεχομένου, εμπνευσμένα από τον πόλεμο με τους Ιταλούς που μόλις είχε αρχίσει. Ενα από αυτά -το «Μολών λαβέ»- δημοσιεύεται, προκαλώντας ποικίλα κολακευτικά σχόλια, τα οποία ενισχύουν τα όνειρά του για ποιητική καταξίωση. Επειτα, συμβαίνει και κάτι άλλο: Το δεκαεξάχρονο αγόρι στέλνει, κάπως διστακτικά, μερικά ποιήματά του στον Γρηγόριο Ξενόπουλο και στο περιοδικό που διηύθυνε -τη θρυλική «Νέα Εστία- και εκείνος του απάντησε με ένα γράμμα γεμάτο πολύτιμες παρατηρήσεις, αναγνωρίζοντας -παράλληλα- την ευγλωττία, τη ρητορική και τον λυρισμό που θα αποτελούσαν γνωρίσματα της ποίησής του μέχρι τέλους. Ετσι, μία τέτοια ενθάρρυνση ήταν ικανή να τον κάνει να συνεχίσει την ποιητική του ενασχόληση με ακόμη περισσότερη σοβαρότητα, κάτι που φάνηκε εξαρχής από τη συμμετοχή του -το 1942- στο περιοδικό «Πειραϊκά Γράμματα». Στο μεταξύ, το φθινόπωρο του ’43, εγγράφεται στην Φυσικομαθηματική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου και τον επόμενο χρόνο στη νεοσύστατη Ιατρική Σχολή.> αι ενώ θα περίμενε κανείς ότι αυτή η επιλογή θα τον απομάκρυνε από τον αναβρασμό της εποχής του, έγινε ακριβώς το αντίθετο. Αποφασίζει -καθοριστικά για τη μοίρα του- και στρατεύεται με την Αριστερά, στο οργανωμένο αντιστασιακό κίνημα. Γι’ αυτήν την πολιτική του δράση φυλακίστηκε στο διάστημα 1948-1951, ενώ το 1949 καταδικάστηκε σε θάνατο απ’ το έκτακτο στρατοδικείο. Χρόνια μετά θα πει: «Εχω λάβει και εγώ μέρος στην Εθνική Αντίσταση, από πολύ μικρός, όπως πάρα πολλοί, όπως όλοι σχεδόν, όπως αποδεικνύεται τώρα τελευταία. Αλλά δεν έχω να προβάλω κανέναν ιδιαίτερο τίτλο, ούτε κανένα ιδιαίτερο εύσημο. Νομίζω όμως πως έζησα πάρα πολύ έντονα αυτά τα χρόνια και ιδιαίτερα τα χρόνια του Εμφυλίου που ήταν η πιο σκοτεινή, η πιο μαύρη, η πιο ταπεινωτική περίοδος στη νεοελληνική ιστορία». 
 Η σημαντικότερη, ωστόσο, προσφορά του στην αποτίμηση εκείνης της εποχής εκφράζεται στην ποίησή του μέσα από την οποία αποδίδεται μοναδικά η συναισθηματική αιμορραγία, η απόγευση της σύγχρονης ελληνικής τραγωδίας. Ανάμεσα σε άλλα, λοιπόν, δημοσιεύει στο περιοδικό «Ο φοιτητής» ένα από τα πιο σημαντικά ποιήματά του με τίτλο «Χάρης 1944» για τον θάνατο ενός αγαπημένου συντρόφου: «Mια μέρα μας σφύριξε κάποιος στ’ αφτί: «Πέθανε ο Xάρης»/ «Σκοτώθηκε» ή κάτι τέτοιο. Λέξεις που τις ακούμε κάθε μέρα./ Kανείς δεν τον είδε. Ηταν σούρουπο. Θα ’χε σφιγμένα τα χέρια όπως πάντα/ Στα μάτια του χαράχτηκεν άσβηστα η χαρά της καινούριας ζωής μας/ Μα όλα αυτά ήταν απλά κι ο καιρός είναι λίγος. Kανείς δεν προφταίνει». Οπως θα πει χαρακτηριστικά σε συνέντευξή του: «Ηθελα να εκφράσω μια γενικότερη αίσθηση του χαμού των πιο εκλεκτών παιδιών της στρατιάς της κατοχής, της Αντίστασης, του Εμφυλίου, που εξοντώθηκαν όχι μόνο φυσικά αλλά και ηθικά και πολιτικά και κυρίως ανθρώπινα». 
Από τη φυλακή βγήκε το 1951 με την γενική αμνηστία. Παντρεύεται την ικανή κριτικό Nόρα Bαρβέρη -μετέπειτα Αναγνωστάκη- και την περίοδο 1955-1956 φεύγουν μαζί στη Βιέννη, όπου ειδικεύεται στην ακτινολογία. Το 1957 γεννιέται ο γιος τους Aνέστης και επιστρέφουν στη Θεσσαλονίκη για να ασκήσει το επάγγελμα. Η λογοτεχνική του δραστηριότητα -έκτοτε- ήταν έντονη: Εξέδωσε το περιοδικό «Κριτική» (1959-1961), υπήρξε μέλος της εκδοτικής ομάδας των «Δεκαοχτώ κειμένων» (1970) και, βέβαια, έγραψε ποιήματα, κριτικά κείμενα και δοκίμια, όπως -μεταξύ άλλων- οι «Εποχές» (1945), «Εποχές 2» (1948), «Εποχές 3» (1951), «Η συνέχεια» (1954), «Τα ποιήματα» (1971), «Αντιδογματικά, άρθρα και σημειώματα» (1978) και το 1987 το αυτοβιογραφικό «Ο ποιητής Mανούσος Φάσσης». 
Ολα αυτά τα χρόνια, μέσα από μια ποίηση εξαιρετικής μουσικότητας και λυρικών απηχήσεων, ο Αναγνωστάκης εμφανίζεται νικημένος από μια πνιγηρή απόγνωση που τον συγκλόνιζε ως τα βάθη της ψυχής του. Αλλά δεν εγκαταλείπει ποτέ την προσπάθεια για μια κάποια συνέχεια, για τη διατήρηση της μνήμης- μία πεισματική ελπίδα για καλύτερους καιρούς. Αλίμονο, όμως: Με τι κόστος! Η λυγμική συγκίνησή του για όσα χάθηκαν, μετασχηματίζεται σταδιακά σε έναν βασανιστικό μονόλογο, σε μια λιτανεία ατελών σκέψεων και απροσδιόριστων ενοχών με τη φωνή του να ακολουθεί τον τόνο της σχεδόν ψιθυριστής παραίνεσης ή -ακόμη περισσότερο- της τραυματικής διαπίστωσης, την οποία θέλει συνεχώς να εκμυστηρευτεί στον αναγνώστη: «Τώρα δε μένει τίποτ’ άλλο/ οι δυο τρεις λέξεις μας σε μια γωνιά του δρόμου». Με τα σπαρακτικά ποιήματα των τελευταίων του βιβλίων, το δραματικό του ύφος γίνεται εξαιρετικά ελλειπτικό, αντικαθιστώντας τις μεγάλες ποιητικές εικόνες με απλές λέξεις, μεμονωμένες φράσεις από τις ρωγμές των οποίων διαχέεται η διάψευση, η μεταπολεμική προδοσία των ιδεών, η φθορά, οι απογοητεύσεις, η διαπίστωση των συμβιβασμών- εκεί που άλλοτε υπήρχε η άδολη φιλία και η γνησιότητα. Είναι στην τελευταία ποιητική του περίοδο που θα αποδεχτεί αμετάκλητα -με μια πικρή αυτοειρωνεία- τον κλειστό ορίζοντα της ζωής και της τέχνης και την συνακόλουθη ανάγκη μιας αδιαπραγμάτευτης σιωπής.
Σε όλη του την πορεία αγωνιζόταν να συμφιλιώσει τις ανάγκες της ποίησης με τις προσταγές της συνείδησής του, να παραμερίσει την κομματική πειθαρχία της επίσημης Αριστεράς προς όφελος μιας αδέσμευτης κριτικής, αλλά και μιας έκφρασης αποκαθαρμένης από ρητορείες και εύκολους εντυπωσιασμούς. Και τώρα, στις αρχές του ’80 αισθανόταν ότι έπρεπε να σταματήσει να γράφει, ότι οι λέξεις εξαντλήθηκαν και το μόνο που απέμενε ήταν η επιλογή της σιωπής. «Η ποίηση είναι μια δυνατότητα έκφρασης. Θα μείνει κανείς μόνος με αυτήν τη δυνατότητα ή θα φτάσει κάποτε σε ένα σημείο που δεν θα αισθανθεί την ανάγκη της έκφρασης; Και αυτό όχι από αδιαφορία ή από παραίτηση. Εντελώς το αντίθετο: Από την οδυνηρή διαπίστωση της φτώχειας των εκφραστικών του δυνατοτήτων, της φτώχειας δηλαδή των λέξεων να αποδώσουν την ουσία της ζωής» εξηγεί για να καταλήξει: «Τότε σταματά, τότε επιλέγει τη σιωπή, που και η σιωπή σε ορισμένες περιπτώσεις, είναι και αυτή μια έκφραση». 
Κάπως έτσι ο εκφραστής της ήττας μιας γενιάς, αλλά και της ελπίδας για κάτι καλύτερο μέσα από μια συνεχή και επίμονη προσπάθεια, αποφάσισε να σιωπήσει, μέχρι τον θάνατό του- στις 23 Ιουνίου 2005. Προηγουμένως, γνώρισε τιμές και βραβεύσεις, σίγουρα λιγότερες απ’ όσες άξιζε, αλλά πάντως αρκετές για κάποιον που πρωτίστως τον ενδιέφερε μία χαμηλών τόνων αυτοεκτίμηση. Ηταν ο ποιητής της προσωπικής -πάνω απ’ όλα- εντιμότητας που έβλεπε ότι το ήθος της δημιουργίας έπρεπε να συνυπάρχει με το ήθος της πολιτικής δράσης και -κατ’ επέκτασιν- της ίδιας της ζωής.



 
Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.Χ.


Στην οδό Αιγύπτου ―πρώτη πάροδος δεξιά―
Τώρα υψώνεται το μέγαρο της Τράπεζας Συναλλαγών
Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως.
Και τα παιδάκια δεν μπορούνε πια να παίξουνε από τα τόσα τροχοφόρα που περνούνε.
Άλλωστε τα παιδιά μεγάλωσαν, ο καιρός εκείνος πέρασε που ξέρατε
Τώρα πια δε γελούν, δεν ψιθυρίζουν μυστικά, δεν εμπιστεύονται,
Όσα επιζήσαν, εννοείται, γιατί ήρθανε βαριές αρρώστιες από τότε
Πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιώτες·
Θυμούνται τα λόγια του πατέρα: εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες μέρες
Δεν έχει σημασία τελικά αν δεν τις γνώρισαν, λένε το μάθημα οι ίδιοι στα παιδιά τους
Ελπίζοντας πάντοτε πως κάποτε θα σταματήσει η αλυσίδα
Ίσως στα παιδιά των παιδιών τους ή στα παιδιά των παιδιών των παιδιών τους.
Προς το παρόν, στον παλιό δρόμο που λέγαμε, υψώνεται Η Τράπεζα Συναλλαγών
―εγώ συναλλάσσομαι, εσύ συναλλάσσεσαι αυτός συναλλάσσεται―
Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως
―εμείς μεταναστεύουμε, εσείς μεταναστεύετε, αυτοί μεταναστεύουν―
Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει, έλεγε κι ο Ποιητής
Η Ελλάδα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία, τις ωραίες εκκλησιές
 
Η Ελλάς των Ελλήνων.


Χαρακτηριστικά της ποίησης του Αναγνωστάκη



  • Η κριτική και σατιρική στάση του.
  • Ο κοινωνικοπολιτικός χαρακτήρας.
  • Η ειρωνεία του που θυμίζει Καβαφική ποίηση.
  • Η απαισιοδοξία.
  • Ο εξομολογητικός τόνος της ποίησής του με προσωπικές μνήμες και βιώματα.
  • Χρησιμοποιεί καθημερινό λεξιλόγιο, με αποτέλεσμα την  κυριολεξία .
  • Η ποίησή του είναι αφηγηματική, πεζολογική.
  • Διάλογος με άλλους ποιητές.
  • Παιδικές μνήμες.
  •  Διάλογος, κουβεντιαστός τόνος.

    Συμπληρωματικά στοιχεία για το ποίημα
     Το ποίημα 
    Ανήκει στη συλλογή "Ο στόχος" που πρωτοδημοσιεύτηκε στα δεκαοκτώ κείμενα. Είναι ποίημα πολιτικό , εντάσσεται στην αντίσταση κατά της δικτατορίας και αντικατοπτρίζει τα κοινωνικοπολιτικά προβλήματα της εποχής εκείνης.Ο τίτλος του ποιήματος παραπέμπει στον Καβάφη. Κυριαρχούν η σύγκριση με το παρελθόν, η απουσία στοιχείων βελτίωσης και  και η διάψευση των ελπίδων για ένα καλύτερο αύριο.

    Δομή του ποιήματος
    α΄ενότητα στιχ. 1-4 : Τοπικοί και χρονικοί προσδιορισμοί
    β΄ενότητα στιχ. 5-12 : Αναφορά στα παιδιά
    γ΄ενότητα στιχ 13-19 : Επαναφορά στην πρώτη ενότητα και στα αίτια της κατάστασης.

    Αλλαγές που συντελούνται στην Οδό Αιγύπτου 
    • Αλλοτρίωση των ανθρώπων
    • Απώλεια των ανθρώπινων χαρακτηριστικών  του συναισθήματος και της εμπιστοσύνης.
    • Κυριαρχούν τα συναισθήματα του φόβου και της ανασφάλειας.
    • Εμπορευματοποίηση των πάντων και ανελέητο κυνήγι του κέρδους.
    • Ιδεολογικές και οικονομικές συναλλαγές.
    • Κυριαρχία των τραπεζών και των γραφείων μετανάστευσης.
    • Έντονα σημάδια αστικοποίησης : τα παιδιά δεν μπορούν πια να παίξουν στους δρόμους εξαιτίας των τροχοφόρων. 
    Τα χρονικά επίπεδα του ποιήματος
    1. Το επίπεδο του παρόντος(τώρα)
    2. Το επίπεδο του παρελθόντος: δίνεται υπαινικτικά και έμμεσα  με την τεχνική της σύγκρισης με το παρελθόν. Στο παρελθόν λοιπόν  δεν υπήρχαν μεγάλα κτίρια αλλά μικρές μονοκατοικίες, τα παιδιά μπορούσαν να παίζουν ελεύθερα στους ήσυχους δρόμους, δεν υπήρχαν τράπεζες και τουριστικά γραφεία, οι άνθρωποι εμπιστεύονταν ο ένας τον άλλο, γελούσαν και ονειρεύονταν ένα καλύτερο αύριο.
     Νοηματικά επίπεδα
    1. Το πρώτο επίπεδο αποτελεί περιγραφή της καθημερινής ζωής στον κεντρικό δρόμο μιας σύγχρονης πόλης.
    2. Υπάρχει όμως και ένα άλλο επίπεδο που αποτελεί  καταγγελία για την κατάσταση που επικρατεί στην Ελλάδα. Οι λέξεις έχουν λανθάνουσα σημασία και δηλώνουν κάτι διαφορετικό από το φανερό:
    •  Θεσσαλονίκη=Ελλάδα
    • Τράπεζα=αλισβερίσι, ξεπούλημα,  εμπορευματοποίηση, διάβρωση , αλλοτρίωση
    • Υψώνεται= κυριαρχεί, δεσπόζει
    • Τουριστικά γραφεία=επιφανειακή ευημερία, τουριστική αλλοτρίωση, φτώχεια και  μετανάστευση
    • Πρακτορεία μεταναστεύσεως=οικονομική εξαθλίωση, ανεργία, μετανάστευση
    • Βαριές, αρρώστιες, πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί=συμφορές
    • Θωρακισμένοι στρατιώτες=δικτατορία
    • Ωραία γραφεία= χώροι συναλλαγής και χώροι βασανιστηρίων αθώων πολιτών.
    • Ωραίες εκκκλησίες= εκμετάλλευση του θρησκευτικού συναισθήματιος των Ελλήνων από τους δικτάτορες αλλά και υπαινιγμός για το ρόλο της εκκλησίας στην περίοδο της δικτατορίας.
    Στοιχεία τεχνικής
    •  Εσωτερικός ρυθμός.
    • Καθημερινή γλώσσα, ελάχιστες ασυνήθιστες λέξεις.
    • Έλλειψη σχημάτων λόγου και λογοτεχνικών στολιδιών.
    • Δεν υπάρχει ομοιοκαταληξία.
    •  Καβαφικό ύφος
    • Διάχυτη ειρωνεία και σαρκασμός
    • Μελαγχολική διάθεση, αγανάκτηση, απογοήτευση, οργή του ποιητή 


    Παράλληλα κείμενα
    Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει.


    Στο Πήλιο μέσα στις καστανιές το πουκάμισο του Κενταύρου
    γλιστρούσε μέσα στα φύλλα για να τυλιχτεί στο κορμί μου
    καθώς ανέβαινα την ανηφόρα κι η θάλασσα μ’ ακολουθούσε
    ανεβαίνοντας κι αυτή σαν τον υδράργυρο θερμομέτρου
    ώσπου να βρούμε τα νερά του βουνού.
    Στη Σαντορίνη αγγίζοντας νησιά που βουλιάζαν
    ακούγοντας να παίζει ένα σουραύλι κάπου στις αλαφρόπετρες
    μου κάρφωσε το χέρι στην κουπαστή
    μια σαΐτα τιναγμένη ξαφνικά
    από τα πέρατα μιας νιότης βασιλεμένης.
    Στις Μυκήνες σήκωσα τις μεγάλες πέτρες και τους θησαυρούς των Ατρειδών
    και πλάγιασα μαζί τους στο ξενοδοχείο της “Ωραίας Ελένης του Μενελάου”·
    χάθηκαν μόνο την αυγή που λάλησε η Κασσάντρα
    μ’ έναν κόκορα κρεμασμένο στο μαύρο λαιμό της.
    Στις Σπέτσες στον Πόρο και στη Μύκονο
    με χτίκιασαν οι βαρκαρόλες.
    (…)
    απόσπασμα από το ποίημα “ΜΕ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΤΟΥ Γ. Σ.” από το “ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ”, Γιώργος Σεφέρης


    Ο ήλιος του απογεύματος , Κ. Καβάφης
     

    Την κάμαρην αυτή, πόσο καλά την ξέρω.
    Τώρα νοικιάζονται κι αυτή κ’ η πλαγινή
    για εμπορικά γραφεία. Όλο το σπίτι έγινε
    γραφεία μεσιτών, κ’ εμπόρων, κ’ Εταιρείες.

    A η κάμαρη αυτή, τι γνώριμη που είναι.

    Κοντά στην πόρτα εδώ ήταν ο καναπές,
    κ’ εμπρός του ένα τουρκικό χαλί·
    σιμά το ράφι με δυο βάζα κίτρινα.
    Δεξιά· όχι, αντικρύ, ένα ντολάπι με καθρέπτη.
    Στη μέση το τραπέζι όπου έγραφε·
    κ’ η τρεις μεγάλες ψάθινες καρέγλες.
    Πλάι στο παράθυρο ήταν το κρεββάτι
    που αγαπηθήκαμε τόσες φορές.

    Θα βρίσκονται ακόμη τα καϋμένα πουθενά.

    Πλάι στο παράθυρο ήταν το κρεββάτι·
    ο ήλιος του απογεύματος τώφθανε ώς τα μισά.

    ...Aπόγευμα η ώρα τέσσερες, είχαμε χωρισθεί
    για μια εβδομάδα μόνο ... Aλλοίμονον,
    η εβδομάς εκείνη έγινε παντοτινή. 


    Η Ελλάδα που λες..., Μιχάλης Γκανάς



    Η Ελλάδα που λες, δεν είναι μόνο πληγή.

    Στη μπόσικη ώρα καφές με καϊμάκι,

    ραδιόφωνα και Τι-Βι στις βεράντες,

    μπρούντζινο χρώμα, μπρούντζινο σώμα,

    μπρούντζινο πώμα η Ελλάδα στα χείλη μου.

    Στις μάντρες η ψαρόκολλα του ήλιου

    πιάνει σαν έντομα τα μάτια.

    Πίσω απ’ τις μάντρες τα ξεκοιλιασμένα σπίτια,

    γήπεδα, φυλακές, νοσοκομεία

    άνθρωποι του Θεού και ρόπτρα του διαβόλου

    κι οι τραμβαγέρηδες να πίνουν μόνοι

    κρασάκι της Αράχωβας στυφό.

    Εδώ κοιμήθηκαν παλικαράδες,

    με το ντουφέκι στο ’να τους πλευρό,

    με τα ξυπόλητα παιδιά στον ύπνο τους.

    Τσεμπέρια καλοτάξιδα περνούσαν κι έφευγαν,

    κελίμια και βελέντζες της νεροτρουβιάς.

    Τώρα γαρμπίλι κι άρβυλα

    σε τούτο το εκκοκκιστήριο των βράχων

    κι οι τραμβαγέρηδες να πίνουν μόνοι

    κρασάκι της Αράχωβας στυφό.

     
    Μανώλης Αναγνωστάκης, Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.Χ
    Ενδεικτικές επισημάνσεις:
    ·         Σχολιασμός του τίτλου:  Παραπέμπει άμεσα στον Καβάφη ο οποίος χρησιμοποιεί το «Μέρες» ή μια τοπική ένδειξη και χρονολογία σε ποιήματά του. Η χρησιμοποίησή του δείχνει ότι πρόκειται για ημερολογιακού τύπου καταγραφές.

    ·         Χρονικά επίπεδα: Το ποίημα κινείται σε δύο χρονικά επίπεδα  το επίπεδο του παρόντος (τώρα, ενεστώτας, προς το παρόν)  και το επίπεδο του παρελθόντος (Ο γυρισμός στο «άλλοτε» γίνεται με συνειρμικά φλας μπάκ και δίνει συνοπτικά την ιστορική εξέλιξη του τόπου μεταπολεμικά. Κυριαρχεί η εικόνα της καταστροφής, του ολέθρου, της απανθρωποποίησης της ζωής. Το παρελθόν διαψεύδει την ελπίδα του πατέρα για το αύριο αλλά αυτή εξακολουθεί να προβάλλει σαν αίτημα ζωής για το μέλλον, αίτημα ειρήνης και ανθρωπιάς)
    ·         Δύο νοηματικά επίπεδα:  Οι λέξεις έχουν λανθάνουσα σημασία, υποδηλώνουν.

    ·         Συμβολισμοί:
    Θεσσαλονίκη: ο τόπος των παιδικών και εφηβικών χρόνων του ποιητή αλλά συμβολίζει ολόκληρη την Ελλάδα
    Η οδός Αιγύπτου- πρώτη πάροδος δεξιά ( συνεκδοχή) = Η Ελλάδα με τη σταθερά δεξιά της απόκλιση, τη συναλλαγή σε όλα τα επίπεδα, την πολιτική έκπτωση, την εθνική υποτέλεια. Η κοινωνική ζωή είναι αλλοτριωμένη με την απώλεια θεμελιωδών στοιχείων (συναίσθημα, εμπιστοσύνη) και την αντικατάστασή τους από άλλα (εμπορευματοποίηση, κυνήγι του κέρδους)
    Υψώνεται = κυριαρχεί, δεσπόζει, εξουδετερώνει όλα τα άλλα, έχει καταπατήσει τον ελεύθερο χώρο
    Τράπεζα συναλλαγών = Κύρια λειτουργία της η συναλλαγή (κυριολεκτικά και μεταφορικά) εμπορευματοποίηση της ζωής, ιδεολογικές συναλλαγές (συμβιβασμοί, προδοσίες), αγοραπωλησίες σε  πολιτικό και εθνικό επίπεδο, φιλαργυρία, τοκογλυφία, εκμετάλλευση και απάτη.
    Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μετανάστευσης = γεύση έκπτωσης και υποτίμησης και αθρόα φυγή των εργαζομένων λόγω ανεργίας
    Τροχοφόρα =Η αναφορά δηλώνει την ύπαρξη πυκνής τροχαίας κίνησης που δεν υπήρχε «άλλοτε». Δεν είναι όμως ο μόνος λόγος που δεν παίζουν τα παιδιά, ούτε ότι μεγάλωσαν και ωρίμασαν μόνο, φταίνε και τα όσα μεσολάβησαν.
    Βαριές αρρώστιες, πλημμύρες, καταποντισμοί σεισμοί = συμφορές
    Θωρακισμένοι στρατιώτες = πόλεμος, εμφύλιος, δικτατορίες, τυραννία
    Καλύτερες μέρες = Το πολιτικό όραμα του ποιητή για έναν κόσμο ειρηνικό και κοινωνικά δίκαιο. Παραλλαγή του μύθου του Ησιόδου για την παρακμή της ανθρωπότητας. Στο μύθο η χρυσή εποχή τοποθετείται στο παρελθόν, ενώ εδώ στο μέλλον γιατί ο ποιητής έχει μια προοδευτική κοσμοθεωρία. Το χρυσό γένος βρίσκεται στο απώτερο παρελθόν, ενώ εδώ το καλύτερο γένος χάνεται στο μακρινό μέλλον.
    Μάθημα = η λέξη απομυθοποιεί το όραμα του πατέρα. Τελικά το καλύτερο μέλλον δεν είναι παρά ένα μάθημα που επαναλαμβάνεται αφού η σύγχρονη πραγματικότητα δε φαίνεται να δικαιώνει την ελπίδα αυτή.
    Ωραία νησιά, ωραία γραφεία, ωραίες εκκλησίες = έντονα ειρωνική διάθεση αφού τα ωραία νησιά έχουν γίνει τόποι πολιτικής εξορίας, τα ωραία γραφεία είναι γραφεία συναλλαγής και μετανάστευσης και οι ωραίες εκκλησίες διατηρούν μόνο επίφαση θρησκευτικότητας  (υπαινιγμός για το ρόλο της εκκλησίας κατά την δικτατορία)
    Η Ελλάς των Ελλήνων = το τυπογραφικό διάστημα που υπάρχει ανάμεσα στο υπόλοιπο ποίημα και τον τελευταίο στίχο (χαρακτηριστικό φαινόμενο στη συλλογή ο Στόχος) του δίνει μορφή τίτλου ή και επιμύθιου. Εκτός από την υπαινικτική αναφορά στο σύνθημα της δικτατορίας, Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών, με την τελευταία λέξη Ελλήνων, παραπέμπει στο «Ίτε παίδες Έλλήνων». Εξάλλου η λέξη παιδιά συναντάται όσο καμιά άλλη στο ποίημα
     2 Λέξεις που σηματοδοτούν το παρόν και το παρελθόν τονίζουν την αλλαγή στη ζωή του αφηγητή και στην κοινωνία, ενώ το μέλλον δίνεται με ευθύ λόγο από κάποιον που δεν είναι ο αφηγητής. Ο ευθύς λόγος στο στίχο 9 αναγκάζει τον αναγνώστη να μπει μέσα στο κείμενο να το ζήσει σαν Ιστορία. Η ίδια πρόσκληση έγινε στο στίχο 5, που ξέρατε, και επαναλαμβάνεται στο στίχο 13, που λέγαμε (και όχι που έλεγα). Είναι λοιπόν φανερό ότι για τον Αναγνωστάκη η ποίηση είναι μια μορφή επικοινωνίας.
    ·         Η ποιητική τεχνική:  
    1.       Αμεσότητα και απλότητα και πεζολογικός χαρακτήρας στη γλώσσα. Ο εσωτερικός ρυθμός του ποιήματος πηγάζει από το ρυθμό της καθημερινής κουβέντας, ελάχιστες ασυνήθιστες λέξεις, καμιά παρομοίωση ή άλλα λογοτεχνικά στολίδια. Στο ποίημα συναντάμε επίσης επαναλήψεις, καβαφικού τύπου ειρωνεία, σαρκαστικό τόνο, αντιθέσεις.
    2.       Χαρακτηριστικά της ποίησης του Αναγνωστάκη είναι : ο έντονος κοινωνικοπολιτικός της χαρακτήρας, η ρηματική διατύπωση, ο εξομολογητικός και απαισιόδοξος τόνος που πολλές φορές γίνεται αιχμηρός και διδακτικός , το ύφος προφορικού λόγου, οι ρητορικές ερωτήσεις, η δραματική διάθεση, ο υπαινιγμός, οι παρενθέσεις, η στίξη, η οπτική παρουσίαση του ποιήματος στη σελίδα. Αυτά πετυχαίνουν να ανοίξουν με τον αναγνώστη έναν ουσιαστικό διάλογο επικοινωνίας. Το β΄πρόσωπο εξάλλου επισημαίνει την παρουσία του Εσύ.
    3.       Τα ποιητικά του μοτίβα, ο χρόνος, η επίκληση ενός σκοπού, η μάνα και το παιδί στον πόλεμο, το χρέος, ο συλλογικός αγώνας, η πρωτοπρόσωπη ποιητική αφήγηση, κριτική στάση, διαμαρτυρία, σαρκασμός είναι χαρακτηριστικά της συλλογής «ο Στόχος».

    Μανώλης Αναγνωστάκης, Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.Χ
    Ενδεικτικές επισημάνσεις:
    ·         Σχολιασμός του τίτλου:  Παραπέμπει άμεσα στον Καβάφη ο οποίος χρησιμοποιεί το «Μέρες» ή μια τοπική ένδειξη και χρονολογία σε ποιήματά του. Η χρησιμοποίησή του δείχνει ότι πρόκειται για ημερολογιακού τύπου καταγραφές.

    ·         Χρονικά επίπεδα: Το ποίημα κινείται σε δύο χρονικά επίπεδα  το επίπεδο του παρόντος (τώρα, ενεστώτας, προς το παρόν)  και το επίπεδο του παρελθόντος (Ο γυρισμός στο «άλλοτε» γίνεται με συνειρμικά φλας μπάκ και δίνει συνοπτικά την ιστορική εξέλιξη του τόπου μεταπολεμικά. Κυριαρχεί η εικόνα της καταστροφής, του ολέθρου, της απανθρωποποίησης της ζωής. Το παρελθόν διαψεύδει την ελπίδα του πατέρα για το αύριο αλλά αυτή εξακολουθεί να προβάλλει σαν αίτημα ζωής για το μέλλον, αίτημα ειρήνης και ανθρωπιάς)
    ·         Δύο νοηματικά επίπεδα:  Οι λέξεις έχουν λανθάνουσα σημασία, υποδηλώνουν.

    ·         Συμβολισμοί:
    Θεσσαλονίκη: ο τόπος των παιδικών και εφηβικών χρόνων του ποιητή αλλά συμβολίζει ολόκληρη την Ελλάδα
    Η οδός Αιγύπτου- πρώτη πάροδος δεξιά ( συνεκδοχή) = Η Ελλάδα με τη σταθερά δεξιά της απόκλιση, τη συναλλαγή σε όλα τα επίπεδα, την πολιτική έκπτωση, την εθνική υποτέλεια. Η κοινωνική ζωή είναι αλλοτριωμένη με την απώλεια θεμελιωδών στοιχείων (συναίσθημα, εμπιστοσύνη) και την αντικατάστασή τους από άλλα (εμπορευματοποίηση, κυνήγι του κέρδους)
    Υψώνεται = κυριαρχεί, δεσπόζει, εξουδετερώνει όλα τα άλλα, έχει καταπατήσει τον ελεύθερο χώρο
    Τράπεζα συναλλαγών = Κύρια λειτουργία της η συναλλαγή (κυριολεκτικά και μεταφορικά) εμπορευματοποίηση της ζωής, ιδεολογικές συναλλαγές (συμβιβασμοί, προδοσίες), αγοραπωλησίες σε  πολιτικό και εθνικό επίπεδο, φιλαργυρία, τοκογλυφία, εκμετάλλευση και απάτη.
    Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μετανάστευσης = γεύση έκπτωσης και υποτίμησης και αθρόα φυγή των εργαζομένων λόγω ανεργίας
    Τροχοφόρα =Η αναφορά δηλώνει την ύπαρξη πυκνής τροχαίας κίνησης που δεν υπήρχε «άλλοτε». Δεν είναι όμως ο μόνος λόγος που δεν παίζουν τα παιδιά, ούτε ότι μεγάλωσαν και ωρίμασαν μόνο, φταίνε και τα όσα μεσολάβησαν.
    Βαριές αρρώστιες, πλημμύρες, καταποντισμοί σεισμοί = συμφορές
    Θωρακισμένοι στρατιώτες = πόλεμος, εμφύλιος, δικτατορίες, τυραννία
    Καλύτερες μέρες = Το πολιτικό όραμα του ποιητή για έναν κόσμο ειρηνικό και κοινωνικά δίκαιο. Παραλλαγή του μύθου του Ησιόδου για την παρακμή της ανθρωπότητας. Στο μύθο η χρυσή εποχή τοποθετείται στο παρελθόν, ενώ εδώ στο μέλλον γιατί ο ποιητής έχει μια προοδευτική κοσμοθεωρία. Το χρυσό γένος βρίσκεται στο απώτερο παρελθόν, ενώ εδώ το καλύτερο γένος χάνεται στο μακρινό μέλλον.
    Μάθημα = η λέξη απομυθοποιεί το όραμα του πατέρα. Τελικά το καλύτερο μέλλον δεν είναι παρά ένα μάθημα που επαναλαμβάνεται αφού η σύγχρονη πραγματικότητα δε φαίνεται να δικαιώνει την ελπίδα αυτή.
    Ωραία νησιά, ωραία γραφεία, ωραίες εκκλησίες = έντονα ειρωνική διάθεση αφού τα ωραία νησιά έχουν γίνει τόποι πολιτικής εξορίας, τα ωραία γραφεία είναι γραφεία συναλλαγής και μετανάστευσης και οι ωραίες εκκλησίες διατηρούν μόνο επίφαση θρησκευτικότητας  (υπαινιγμός για το ρόλο της εκκλησίας κατά την δικτατορία)
    Η Ελλάς των Ελλήνων = το τυπογραφικό διάστημα που υπάρχει ανάμεσα στο υπόλοιπο ποίημα και τον τελευταίο στίχο (χαρακτηριστικό φαινόμενο στη συλλογή ο Στόχος) του δίνει μορφή τίτλου ή και επιμύθιου. Εκτός από την υπαινικτική αναφορά στο σύνθημα της δικτατορίας, Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών, με την τελευταία λέξη Ελλήνων, παραπέμπει στο «Ίτε παίδες Έλλήνων». Εξάλλου η λέξη παιδιά συναντάται όσο καμιά άλλη στο ποίημα
     2 Λέξεις που σηματοδοτούν το παρόν και το παρελθόν τονίζουν την αλλαγή στη ζωή του αφηγητή και στην κοινωνία, ενώ το μέλλον δίνεται με ευθύ λόγο από κάποιον που δεν είναι ο αφηγητής. Ο ευθύς λόγος στο στίχο 9 αναγκάζει τον αναγνώστη να μπει μέσα στο κείμενο να το ζήσει σαν Ιστορία. Η ίδια πρόσκληση έγινε στο στίχο 5, που ξέρατε, και επαναλαμβάνεται στο στίχο 13, που λέγαμε (και όχι που έλεγα). Είναι λοιπόν φανερό ότι για τον Αναγνωστάκη η ποίηση είναι μια μορφή επικοινωνίας.
    ·         Η ποιητική τεχνική:  
    1.       Αμεσότητα και απλότητα και πεζολογικός χαρακτήρας στη γλώσσα. Ο εσωτερικός ρυθμός του ποιήματος πηγάζει από το ρυθμό της καθημερινής κουβέντας, ελάχιστες ασυνήθιστες λέξεις, καμιά παρομοίωση ή άλλα λογοτεχνικά στολίδια. Στο ποίημα συναντάμε επίσης επαναλήψεις, καβαφικού τύπου ειρωνεία, σαρκαστικό τόνο, αντιθέσεις.
    2.       Χαρακτηριστικά της ποίησης του Αναγνωστάκη είναι : ο έντονος κοινωνικοπολιτικός της χαρακτήρας, η ρηματική διατύπωση, ο εξομολογητικός και απαισιόδοξος τόνος που πολλές φορές γίνεται αιχμηρός και διδακτικός , το ύφος προφορικού λόγου, οι ρητορικές ερωτήσεις, η δραματική διάθεση, ο υπαινιγμός, οι παρενθέσεις, η στίξη, η οπτική παρουσίαση του ποιήματος στη σελίδα. Αυτά πετυχαίνουν να ανοίξουν με τον αναγνώστη έναν ουσιαστικό διάλογο επικοινωνίας. Το β΄πρόσωπο εξάλλου επισημαίνει την παρουσία του Εσύ.
    3.       Τα ποιητικά του μοτίβα, ο χρόνος, η επίκληση ενός σκοπού, η μάνα και το παιδί στον πόλεμο, το χρέος, ο συλλογικός αγώνας, η πρωτοπρόσωπη ποιητική αφήγηση, κριτική στάση, διαμαρτυρία, σαρκασμός είναι χαρακτηριστικά της συλλογής «ο Στόχος».

    ΓΔΕΣ ΚΑΙ https://www.lectores.gr/


     Îœ. Αναγνωστάκης, Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.Χ. – Σενάριο διδασκαλίας

1

1. Ταυτότητα του σεναρίου
Τίτλος σεναρίου: Επί...
    Μ. Αναγνωστάκης, Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.Χ. – Σενάριο διδασκαλίας

2

2. Στόχοι-σκεπτικό
Συνοπτική παρουσίαση της πρ...
    Μ. Αναγνωστάκης, Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.Χ. – Σενάριο διδασκαλίας

3

Να δημοσιοποιούν τις παραγωγές τους στην κοινό...

    Μ. Αναγνωστάκης, Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.Χ. – Σενάριο διδασκαλίας

4

3. Λεπτομερής παρουσίαση της πρότασης
Πρόβλημα...

    Μ. Αναγνωστάκης, Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.Χ. – Σενάριο διδασκαλίας

5

κείμενο και να το νοηματοδοτήσει.1 Σε μεγάλο β...
    Μ. Αναγνωστάκης, Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.Χ. – Σενάριο διδασκαλίας

6

όρο μαθητή, ο οποίος όμως αποτελεί μία νοητική...



    Γραμματολογική τοποθέτηση του έργου
Η ποίηση του Αναγνωστάκη δεν είναι (τουλάχιστον όσον εκ πρώτης όψεως φαίνεται) απαισιό...

    αποτελεί την τελευταία συλλογή του ποιητή και αποτελείται από πολιτικώς τολμηρά ποιήματα, με
στόχο την ανάληψη αντιστασιακ...
    διαβάζουμε:
Στην οδό Αιγύπτου (πρώτη πάροδος δεξιά)
τα κορίτσια κοκκαλιασμένα περιμένανε απ' ώρα τον
Ισπανό με τα τσιγαρόχ...

    ετεροαναφορές».
Η μετάβαση από το παρόν στο παρελθόν γίνεται με μια ιδιαίτερη τεχνική: τα στοιχεία που
επισημαίνεται ρητά ...

    αλλοτρίωσης που υφίστανται τα ωραία νησιά, που είναι παράλληλα και τόπος εξορίας των αντιπάλων
του καθεστώτος.
γ) Τα πρακτ...

    Βέβαια ήθελε να σαρκάσει το σύνθημα των δικτατόρων που πίστευαν ότι οι Έλληνες Χριστιανοί
κινδύνευαν από τους κομμουνιστές...

    Απαντήσεις στις ερωτήσεις του σχολικού βιβλίου
1. Το ποίημα κινείται σε δύο χρονικά επίπεδα (το παρόν και το παρελθόν) με ...
    ΠΗΓΗ https://www.slideshare.net/Yiannou/ss-30617044

    Μανόλης Αναγνωστάκης

Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969μ.Χ

Γιάννου Βασιλική

    Ο Μανόλης Αναγνωστάκης,
γεννήθηκε
το
1925
στη
Θεσσαλονίκη, σπούδασε ιατρική,
καταδικάστηκε σε θάνατο το 1949
για την πολιτ...

    

Ο Μ. Αναγνωστάκης, ποιητής και κριτικός,
άνθρωπος με καθαρή ποιητική και πολιτική
συνείδηση, επέλεξε τη σιωπή, όταν πια...


    







Ο Μαν. Αναγνωστάκης αγαπήθηκε ιδιαίτερα,
θαυμάστηκε για το ήθος του, υπήρξε πολίτης
χωρίς συμβιβασμούς.
Οι θεω...
    Τα ποιητικά του μοτίβα,
ο χρόνος, η επίκληση ενός σκοπού,
π.χ. «Θα ΄ρθει μια μέρα»,
η μάνα και το παιδί στον πόλεμο,
π.χ. ...

    Η ποίησή του διδάσκει τους
νέους με το δικό της
δηλωτικό τρόπο να
ξεχωρίζουν τα παραμύθια
από την πραγματικότητα και
τους ...


    Μ. Αναγνωστάκης
Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.Χ.
Στην οδό Αιγύπτου-πρώτη πάροδος δεξιά
Τώρα υψώνεται το μέγαρο της Τράπεζα...
    Ελπίζοντας πάντοτε πως κάποτε θα σταματήσει η αλυσίδα
Ίσως στα παιδιά των παιδιών τους ή στα παιδιά των παιδιών
των παιδιώ...

    Στην ποίηση του Αναγνωστάκη οι τίτλοι προετοιμάζουν για
το περιεχόμενο των ποιημάτων και για τη συγκρότηση του
νοήματος κα...


    •Εστιάζουμε την προσοχή μας στον
πεζολογικό στίχο, στη στίξη που
υποστηρίζει τη συναισθηματική
διακύμανση και στο σκηνικό ...

    



Η Τράπεζα Συναλλαγών, τα Τουριστικά γραφεία
και τα πρακτορεία μεταναστεύσεως με τη γραφή
και τα σημαινόμενά τους ανα...

    Με το «Τώρα πια δε γελούν, δεν ψιθυρίζουν μυστικά, δεν
εμπιστεύονται,» γίνεται η μετάβαση στο παρόν όπου
όλα έχουν αλλάξει...
    Στους στίχους αυτούς με τη δυναμική της μεταφοράς και
αλληγορίας δίνεται το κακό με αναφορά στις φυσικές
καταστροφές και τ...

    Από το σκηνικό των πρώτων στίχων πήγαμε στον άνθρωπο, στο
συλλογισμό και τη μνήμη, που διακόπτονται με επαναφορά στο
παρόν...


    Η αξιοποίηση της κλίσης του ρήματος με την πρόταξη της
προσωπικής αντωνυμίας δηλώνει με τον πιο αυθεντικό τρόπο
την κατάστ...

    Ο ποιητής, όπως σημαίνει και ο τίτλος της
συλλογής, στοχεύει να μας προβληματίσει με
γλώσσα οικεία, με εικόνες και καταστά...

    Βιβλιογραφία










Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Γ’ τεύχος, Γ΄ Τάξη Γενικού
Λυκείου, Βιβλίο του καθηγητή, ΟΕΔ...

    Μ. Αναγνωστάκης: Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.Χ.

    Εισαγωγικές παρατηρήσεις
    Το ποίημα περιλαμβάνεται στη συλλογή Ο Στόχος (1970). Αυτή αποτελεί την τελευταία συλλογή του ποιητή και αποτελείται από
    πολιτικώς τολμηρά ποιήματα, με στόχο την ανάληψη αντιστασια­κής δράσης και την ενεργοποίηση, αφύπνιση του λαού στη διάρκεια της στρατιω­τικής δικτατορίας. Πρωτοδημοσιεύτηκε στα Δεκαοχτώ Κείμενα, που αποτέλεσαν την πρώτη πράξη αντίστασης των πνευματικών ανθρώπων κατά της δικτατορίας.

    Ενότητες
    Το ποίημα είναι δυνατό να διακριθεί σε τρεις ενότητες:
    α ενότητα («Στην οδό Αιγύπτου ... που περνούνε» [στ. 1-4]): κυριαρ­χούν οι προσδιορισμοί του χώρου και του χρόνου.
    β ενότητα («Άλλωστε τα παιδιά ... των παιδιών των παιδιών τους» [στ. 5-12]): κυριαρχεί η αναφορά στα «παιδιά».
    γ ενότητα(«Προς το παρόν ... των Ελλήνων» [στ. 13-19]): λειτουργεί η επαναφο­ρά στο χώρο της α' ενότητας, αποκαλύπτοντας ο ποιητής τα αίτια της νέας κατά­στασης και καταγγέλλοντας τα.


    Συμβολισμοί
    Η σκηνοθεσία των συμβολισμών στο ποίημα παρουσιάζεται μέσα
    από τις παρακάτω επιλογές:
    Η «Θεσσαλονίκη» είναι η Ελλάδα.
    «Τράπεζα Συναλλαγών» είναι η συναλλαγή, το ξεπούλημα.
    Οι λέξεις «βαριές αρρώστιες, πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί» αποτε­λούν τα σύμβολα της συμφοράς.
    Οι «θωρακισμένοι στρατιώτες» αναφέρονται στη στρατιωτική δικτατορία, που είχε επιβληθεί στη χώρα (1967-1974).
    Τέλος με τις λέξεις «πρακτορεία μεταναστεύσεως» εννοείται το μεταναστευτικό ρεύμα ως αποτέ­λεσμα της ανεργίας.

    Τεχνική του ποιήματος
    Στο συγκεκριμένο ποίημα το νόημα και η τεχνική συνδέονται στενά. Κυριαρχεί ο ρυθμός της καθημερινής κουβέντας, ελάχιστες είναι οι ασυνήθιστες λέξεις, ενώ απουσιάζουν οι παρομοιώσεις ή άλλα στοιχεία που στολίζουν το λόγο. Ο στίχος είναι λιτός. Δεν υπάρχει μέτρο και ομοιοκαταληξία, παρά μόνο ένας ρυθμός εσω­τερικός που δραματοποιεί ανάγλυφα την κατάσταση στην Ελλάδα του 1969 μ.Χ. Ο ποιητής μιμείται το καβαφικό ύφος, ενυπάρχει μια διάχυτη ειρωνεία, σαρκασμός, αγανάκτηση και οργή για την κατάσταση που επικρατεί. Ο λόγος είναι σαφής, απλός, ειλικρινής και διατυπωμένος με παρρησία.

    Κεντρικό μήνυμα
    Η αποκάλυψη και η καταγγελία της δικτατορίας, ως αιτίας για τις συμ­φορές που έπλητταν τον ελληνικό λαό. Η σύγκριση με το παρελθόν α­ποδεικνύει το τέλμα και την απουσία ανέλιξης της χώρας.

    Απαντήσεις στις ερωτήσεις του σχολικού βιβλίου

    1. Το ποίημα κινείται σε δύο χρονικά επίπεδα [το παρόν και το παρελθόν) με επίκεντρο την οδό Αιγύπτου. Το επίπεδο νου παρόντος διαγράφεσαι πιο ρητά, ενώ το επίπεδο του παρελθόντος συνάγεται έμμεσα κατά τη διαδρομή του ποιήματος. Με βάση τους υπαινιγμούς που γίνονται και τις αναθέσεις προς το παρόν, προσπαθήστε να ανασυνθέσετε την εικόνα νου παρελθόντος.

    Απάντηση
    Το παρελθόν, στο οποίο έμμεσα αναφέρεται ο ποιητής, σχετίζεται με τη μετακατοχική περίοδο και τα παιδικά ή εφηβικά του χρόνια. Φανταζόμαστε τα παιδιά να παίζουν στους δρόμους, κάτι που δεν μπορεί να γίνει πια λόγω των πολλών τροχοφόρων που τους διασχίζουν.
    Οι μικρές μονοκατοικίες της γειτονιάς έχουν δώσει τη θέση τους σε μέγαρα πολυώροφα. Υπάρχουν τράπεζες, τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μετανάστευ­σης, που δεν υπήρχαν παλιότερα. Τα παιδιά μπορούσαν να γελάσουν, να ψιθυρί­σουν μυστικά, να εμπιστευθούν. Μεγάλωναν με τα αισιόδοξα λόγια του πατέρα και την ελπίδα ότι θα γνωρίσουν καλύτερες μέρες.

    2. Το ποίημα κινείται επίσης σε δύο νοηματικά επίπεδα. Το πρώτο διακρίνεται εύκολα με μια πρώτη ανάγνωση. Ποιο είναι το δεύτερο στο οποίο στοχεύει το ποίημα;

    Απάντηση
    Στο ποίημα λειτουργούν δύο χρονικά αλλά και νοηματικά επίπεδα. Συγκρίνεται το παρελθόν με το παρόν, η Θεσσαλονίκη των παιδικών και εφηβικών χρόνων του ποιητή με τη Θεσσαλονίκη του 1969, τη Θεσσαλονίκη του παρόντος. Στο επίκεντρο βρίσκεται η οδός Αιγύπτου, η οποία φαίνεται να έχει αλλάξει ριζικά.
    Τα πολυώροφα κτίρια, που σηματοδοτούν ένα απρόσωπο τρόπο ζωής, η συναλλαγή και το ξεπούλημα για την εξυπηρέτηση συμφερόντων, και ειδικότερα, και ειδικότερα το ξεπούλημα της χώρας στους ξένους, η θλίψη, η ανελευθερία και η έλλειψη εμπιστοσύνης σε συνδυασμό με τις συμφορές που έπληξαν στο παρελθόν, αλλά και θα συνεχίσουν να ταλανίζουν το λαό ( με την επιβολή δικτατορίας ) , αποτελούν μερικά από τα στοιχεία που συνθέτουν την εικόνα της Θεσσαλονίκης του 1969, της Ελλάδας γενικότερα του 1969. Μα η ελπίδα δε χάνεται, υπάρχει η πεποίθηση ότι στο μέλλον κάποια στιγμή η αλυσίδα της δυστυχίας θα πάρει τέλος και με αυτή την προοπτική κι αυτά τα παιδιά θα μεγαλώσουν τα παιδιά τους και τα παιδιά «των παιδιών των παιδιών τους». Άλλωστε μ’ αυτό το έργο έχουν ανατραφεί γενιές και γενιές. Προς το παρόν, ο ποιητής αρκείται στην καταγγελία της συναλλαγής, της ανεργίας και της συνεπαγόμενης μετανάστευσης και ελπίζει ότι η Ελλάδα « με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία, τις ωραίες εκκλησίες» θα αντιδράσει σε όλους όσοι σμιλεύουν το μίζερο παρόν της.


    (Αυτά είναι στην πλειοψηφία τους εξαιρετικά σχόλια)

    Η ποίηση του Αναγνωστάκη δεν είναι (τουλάχιστον όσον εκ πρώτης όψεως φαίνεται) απαισιόδοξη. «Στο βάθος του ορίζοντα της διακρίνεται ένα φως που μοιάζει περισσότερο με την αναλαμπή μιας αυγής και λιγότερο με το φέγγος ενός λυκόφωτος» και ότι «περισσότερο από ιδεολογικός ποιητής, ο Αναγνωστάκης είναι υπαρξιακός ποιητής και ο χαρακτήρας του αυ­τός τον κάνει ν' αποκλίνει ουσιωδώς από την ομάδα, των πολιτικών ποιητών και να προσεγγίζει τους υπαρξιακούς ποιητές της γενιάς του».
    (Απόσπασμα από τις απόψεις του Ν. Βαγενά για τον Αναγνωστάκη)

    Το ποίημα είναι από τη συλλογή Ο στόχος που πρωτοεκδόθηκε στη συγκε­ντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Αναγνωστάκη {Τα ποιήματα, 1941-1971), τα περισσότερα όμως ποιήματα της συλλογής είχαν δημοσιευτεί στα Δεκαοχτώ κείμενα, την ομαδική έκδοση που εμφανίστηκε τον Ιούλιο του 1970 και στάθηκε μια πράξη αντίστασης των πνευματικών ανθρώπων ενάντια στη δικτατορία.
    Η συλλογή, που θεωρείται η πιο «πολιτική» του Αναγνωστάκη, περιλαμβά­νει 12 ποιήματα, ένα είδος προλόγου και έναν επίλογο.

    «Ο τόνος είναι υψωμένος γενικά, σχεδόν οργισμένος, παρόλο που δεν υπερ­βαίνει το κουβεντιαστό όριο. Άλλοτε γίνεται δηκτικός και σαρκαστικός, άλλοτε μελαγχολικός και βαθιά πικραμένος, αλλά πάντα μονότροπος. πεζολογικός, ακόμα αντιποιητικός, προσγειωμένος».
    ( Κ. Μπαλάσκας)

    Ο τίτλος του ποιήματος άμεσα παραπέμπει στον Καβάφη, ο οποίος χρησι­μοποιεί το Μέρες και κάποια χρονολογία σε πέντε ποιήματα του. Τα ποιήματα αυτά είναι: Μέρες του 1903. Μέρες του 1896. Μέρες του 1901. Μέρες του 1909, ΙΟκαι 11, Μέρες του 1908.
    Σύμφωνα με τον Δ. Μαρωνίτη η χρησιμοποίηση του Καβαφικού αυτού τίτ­λου πέρα από το γεγονός ότι δείχνει ότι και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται για ημερολογιακού τύπου εγγραφές, αποτελεί και μια ειρωνική αντίθεση του πολι­τικού ποιήματος του Αναγνωστάκη με τα ερωτικά του Καβάφη, υποβάλλοντας ότι οι Μέρες του Αναγνωστάκη δεν μπορούν να έχουν και δεν έχουν καμιά ερω­τική και ηδονική χροιά.
    Η τοπική ένδειξη «Θεσσαλονίκη» επίσης παραπέμπει στον Καβάφη (Μύ-ρης, Αλεξάνδρεια του 340 μ.Χ.). Όμως είναι και ο τόπος όπου γεννήθηκε και έζησε για πολλά χρόνια ο ποιητής.
    Ο πρώτος στίχος του ποιήματος μας τοποθετεί σ' έναν ακόμα πιο συγκε­κριμένο χώρο από τη γενική ένδειξη του τίτλου «Θεσσαλονίκη».

    «Στην οδό Αιγύπτου - πρώτη πάροδος δεξιά». Η οδός Αιγύπτου υπάρχει σε άλλα δύο ποιήματα του Αναγνωστάκη. Στο ποίημα Ο πόλεμος από τη συλλο­γή Εποχές, γραμμένη στα 1941-1944, διαβάζουμε:

    Στην οδό Αιγύπτου (πρώτη πάροδος δεξιά)
    τα κορίτσια κοκκαλιασμένα περιμένανε απ' ώρα τον
    Ισπανό με τα τσιγαρόχαρτα
    Επίσης στο ποίημα Όταν αποχαιρέτησα... από τη συλλογή Η συνέχεια 2, διαβάζουμε τους στίχους:
    Πώς να εξηγήσω πιο απλά τι ήταν ο Ηλίας
    Η Κλαίρη. ο Ραούλ, η οδός Αιγύπτου

    Αυτή η επίμονη αναφορά στη συγκεκριμένη οδό σημαίνει πως υπήρξε κάτι ιδιαίτερο για τον ποιητή. Πιθανόν εκεί να έζησε τα παιδικά του χρόνια. Οπωσ­δήποτε είναι χώρος πολύ οικείος, από τον οποίο έχει πολλές αναμνήσεις, αλλά και χώρος γνωστός στο «τώρα», το 1969 που γράφεται το ποίημα.

    Τον τοπικό προσδιορισμό ακολουθεί στο δεύτερο στίχο ένας χρονικός: «Τώρα». Το ίδιο επίρρημα θα επαναληφθεί λίγο πιο κάτω: «Τώρα πια δεν γε­λούν...» Και προς το τέλος του ποιήματος θα χρησιμοποιηθεί μια συνώνυμη φράση: «Προς το παρόν». Ο χρόνος λοιπόν του ποιήματος είναι το «τώρα», το «παρόν», το 1969, όπως δηλώνει ο τίτλος του ποιήματος.
    Όμως το ποίημα δεν κινείται μόνο στο παρόν. Ξεκινά απ' αυτό αλλά με την τεχνική του flash-back, με αναδρομές, μας γυρίζει στο παρελθόν. Ούτε και σ' αυτό βέβαια μένει.
    Υπάρχει μια διαρκής εναλλαγή ανάμεσα στο παρόν και στο παρελθόν. Με­τά το «τώρα» του δεύτερου στίχου ακολουθεί στον τέταρτο η φράση «και τα παιδάκια δεν μπορούνε πια...»
    Ο ίδιος σχεδόν στίχος, όπως και λίγο πριν «η οδός Αιγύπτου», βρίσκεται και σε άλλο ποίημα του Αναγνωστάκη. Στη συλλογή Εποχές 2 στο ποίημα «VI», διαβάζουμε:
    Και τα παιδάκια δεν μπορούνε πια να παίξουνε
    χωρίς κανένα κίνδυνο από τα τόσα κάρα που περνούνε.
    Ο Δ. Μαρωνίτης ονομάζει αυτή τη μέθοδο «διακειμενικές αυτοαναφορές». ενώ τη χρήση στίχων ή φράσεων άλλων ποιητών, οι οποίες επίσης υπάρχουν στο συγκεκριμένο ποίημα, «διακειμενικές ετεροαναφορές».

    Παρόμοια δήλωση θα γίνει λίγο πιο κάτω: «Τώρα πια δε γελούν, δεν ψιθυ­ρίζουν μυστικά, δεν εμπιστεύονται». Αυτό το «πια» μας κάνει αμέσως να σκε­φτούμε, έστω κι αν δεν δηλώνεται, πως κάποτε μπορούσαν να παίξουν, να γε­λούν, να ψιθυρίζουν μυστικά, να εμπιστεύονται.

    Όμως το παρελθόν δεν είναι μόνο υπονοούμενο. Υπάρχουν και πιο σαφείς δηλώσεις του. Αυτές είναι: «Ο καιρός εκείνος πέρασε που ξέρατε», «ήρθανε βα­ριές αρρώστιες από τότε», «θυμούνται τα λόγια του πατέρα».
    Μένει τώρα να προσδιορίσουμε χρονικά αυτό το παρελθόν. Σε ποια εποχή αναφέρεται ο ποιητής; Ξεκινώντας από το τώρα. το οποίο είναι σαφώς προσ­διορισμένο (1969), έχοντας υπόψη ότι τα παιδιά (εκείνα που έπαιζαν, γελούσαν κλπ) μεγάλωσαν, συμπεραίνουμε ότι πρόκειται για τα ίδια παιδιά και μάλιστα «όσα επιζήσαν» που θυμούνται τα λόγια του πατέρα και επομένως το παρελ­θόν, στο οποίο αναφέρεται ο ποιητής, δεν ξεπερνά τη μια γενιά, δηλαδή τα 20-30 χρόνια. Βρισκόμαστε επομένως στη δραματική δεκαετία 1940-1950 τη γεμάτη από γεγονότα που σημάδεψαν ανεξίτηλα την Ελλάδα: Πόλεμος. Κατοχή, Αντί­σταση. Εμφύλιος.

    Τους χρονικούς προσδιορισμούς και μετατοπίσεις του ποιήματος (παρόν -παρελθόν - παρόν αλλά και μια υποδήλωση μέλλοντος, «ελπίζοντας πως κάπο­τε θα σταματήσει η αλυσίδα»), παρακολουθούν οι περιγραφές του χώρου, οι τοπικοί προσδιορισμοί. Για το τώρα η αναφορά είναι πολύ σαφής: Στην οδό Αι­γύπτου υπάρχει τώρα η Τράπεζα Συναλλαγών, τουριστικά γραφεία και πρακτο­ρεία μεταναστεύσεως, στοιχεία που αναφέρονται δύο φορές μέσα στο ποίημα, στην αρχή και στο τέλος, με την ίδια ακριβώς σειρά.
    Τι υπήρχε πριν εκεί δεν μας λέει ο ποιητής. Μας δίνει μόνο την πληροφο­ρία ότι «τα παιδάκια δεν μπορούνε πια να παίξουνε από τα τόσα τροχοφόρα», πράγμα που σημαίνει ότι κάποτε μπορούσαν, άρα κάποτε δεν υπήρχαν τόσα τροχοφόρα και τα παιδιά μπορούσαν άνετα να παίξουν στο δρόμο.
    Η αναφορά στα παιδιά, που ανάμεσα τους πολύ πιθανόν υπήρξε και ο συγ­γραφέας, αφού μας περιγράφει έναν οικείο χώρο, οδηγεί τη σκέψη σ' ένα χαρα­κτηριστικό στοιχείο της ποίησης του Αναγνωστάκη που είναι οι φίλοι που εμ­φανίζονται στο έργο του και που «άλλοτε σημαίνουν τους ομοϊδεάτες και συνα­γωνιστές τον, αυτούς που κοινοί αγώνες και προβλήματα τους έδεσαν και τους ένωσαν, όταν μια ανάσα χώριζε τη ζωή από το θάνατο κι άλλοτε πάλι η ποίηση του γίνεται πλατύτερη και αγκαλιάζει όλους τους ανθρώπους»
    ( Δ. Καραμβλής)

    Όμως η ύπαρξη πυκνής τροχαίας κίνησης δεν είναι ο μόνος λόγος που δεν παίζουν πια τα παιδιά. Τα παιδιά εκείνα μεγάλωσαν και δεν γελούν πια (όπως τότε), δεν ψιθυρίζουν μυστικά, δεν εμπιστεύονται (όπως τότε). Ένα συναίσθημα μελαγχολίας και καχυποψίας χαρακτηρίζει τώρα τους ανθρώπους που κάποτε έπαιζαν ξέγνοιαστα και γελούσαν. Ο λόγος δεν είναι βέβαια μόνο η ωριμότητα της ηλικίας. Οι επόμενοι στίχοι δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία για την αιτία αυ­τής της αλλαγής. Ανάμεσα στην παιδική τους ηλικία και στην ωριμότητα έχουν μεσολαβήσει συνταραχτικά γεγονότα. Κάποιοι από εκείνα τα ξέγνοιαστα παιδά­κια έχουν πεθάνει («όσα επιζήσαν», λέει ο ποιητής), γιατί στο μεταξύ ήρθανε «πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιώτες». Η ποιητική
    έκφραση άμεσα παραπέμπει στην εκκλησιαστική δέηση από την ακολουθία του Εσπερινού, όταν ζητούμε από τον Θεό να μας προφυλάξει «από λιμού, λοιμού, σεισμού, καταποντισμού, πυρός, μαχαίρας, μύρτου, χαλάζης, επιδρομής αλλο­φύλων, εμφυλίου πολέμου και αιφνίδιου θανάτου». Ο ποιητής αναφέρεται σ' όλες τις ιστορικές περιπέτειες του Νέου Ελληνισμού και τα δεινά που επεσώρευσαν στον τόπο. Ειδικότερα με το «θωρακισμένοι στρατιώτες» ο ποιητής υπαινίσσεται τη στρατιωτική δικτατορία που επιβλήθηκε με το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967, που κατέλυσε τη Δημοκρατία και τις συνταγματικές ελευθερίες στην Ελλάδα.
    Μέσα σ' αυτό το πικρό «τώρα», μέσα σ' αυτό το παρόν, όπου χώρος και άν­θρωποι όχι μόνο έχουν αλλάξει αλλά και η μεταξύ τους σχέση έχει διαφοροποιη­θεί ως το σημείο της αλλοτρίωσης, η μελαγχολία των μεγάλων, των αλλοτινών παιδιών που ωρίμασαν, εντείνεται και από ένα επιπρόσθετο στοιχείο. Καθώς θυ­μούνται τα λόγια του πατέρα «εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες μέρες», πράγμα που δεν έγινε, το στοιχείο της διάψευσης υπεισέρχεται στο ποίημα. Το «δεν έχει ση­μασία» προσδίνει και μια πικρή ειρωνεία γιατί ασφαλώς και έχει σημασία το να έρθουν οι καλύτερες μέρες. Μια ειρωνεία που μεγαλώνει ακόμα περισσότερο κα­θώς οι ίδιοι που διαψεύστηκαν θα εξακολουθούν να λένε τα ίδια στα δικά τους παιδιά εναποθέτοντας τις ελπίδες τους σε ένα μακρινό, απροσδιόριστο μέλλον. Όμως η διάψευση δεν αφορά μόνο το «τώρα», την παρούσα γενιά, τη γενιά του ποιητή. Πάει και προς τα πίσω. Για να λέει ο πατέρας «εσύ θα γνωρίσεις καλύτε­ρες μέρες», σημαίνει πως ούτε ο πατέρας είχε γνωρίσει τις καλύτερες μέρες στις οποίες είχε ελπίσει. Αλλά και η γενιά του πατέρα ποια ήταν; Αν πάμε ακόμα μια γενιά πίσω θα βρεθούμε πάλι σε «πλημμύρες, καταποντισμούς, σεισμούς, θωρα­κισμένους στρατιώτες». Είναι οι Βαλκανικοί πόλεμοι, ο Α' Παγκόσμιος, ο Εθνι­κός διχασμός, η Μικρασιατική Καταστροφή, προσφυγιά, δικτατορίες.
    Τι σημαίνει όμως «καλύτερες μέρες»; Για ποιες «καλύτερες μέρες» μιλά, τις οποίες δεν γνώρισε ούτε ο πατέρας, ούτε ο ίδιος; Δεν υπάρχει αμφιβολία πως πρόκειται για το πολιτικό όραμα για το οποίο ο ποιητής αγωνίστηκε, για το όραμα ενός κόσμου ειρηνικού, του κόσμου της κοινωνικής δικαιοσύνης και της παγκόσμιας αλληλεγγύης και συναδέλφωσης. Εκτός από την ίδια την πολι­τική του ένταξη και δράση και άλλοι στίχοι του αναφέρονται σ' αυτό το όραμα.

    Στο ποίημα Χάρης 1944 από τη συλλογή Εποχές, διαβάζουμε;

    Ήμασταν όλοι μαζί και ξεδιπλώναμε ακούραστα
    τις ώρες μας.
    Τραγουδούσαμε σιγά για τις μέρες που θα 'ρχόντανε
    φορτωμένες πολύχρωμα οράματα.

    Οι επόμενοι στίχοι («ελπίζοντας... των παιδιών τους») υποβάλλουν ένα δι­φορούμενο συναίσθημα. Από τη μια είναι η ελπίδα, όπως ρητά δηλώνεται, πως κάποτε θα σταματήσει το κακό. πως κάποτε θα 'ρθουν οι καλύτερες μέρες. Ταυτόχρονα όμως αφήνεται να εισχωρήσει η αμφιβολία αν αυτό θα γίνει, κάποτε. αφού ο ποιητής το μεταθέτει σ" ένα απροσδιόριστο μέλλον, αφού, όπως λέει αλ­λού, «κανένας πόλεμος δεν τέλειωσε ποτέ».

    Φτάνουμε έτσι στο τελευταίο μέρος του ποιήματος. Ο ποιητής επανέρχεται στο παρόν, μας τοποθετεί και πάλι στην οδό Αιγύπτου και επαναλαμβάνει τα χτίρια που περισσότερο τη χαρακτηρίζουν: Τράπεζα συναλλαγών, τουριστικά γραφεία, πρακτορεία μεταναστεύσεως. Τώρα όμως, με την επανάληψη σε διάφο­ρα πρόσωπα των δύο ρημάτων «συναλλάσσονται» και «μεταναστεύω» προσθέ­τει και το νέο τρόπο ζωής που τα χτίρια αυτά υποδηλούν. Είναι μια ζωή συναλ­λαγής, τουριστικοποίησης και μετανάστευσης. Και οι τρεις έννοιες είναι φορτι­σμένες με αρνητικές σημασίες. Ο κόσμος της συναλλαγής είναι ταυτόχρονα ο κόσμος της εμπορευματοποίησης των πάντων. Άμεσα ανακαλεί στη σκέψη ανέ­ντιμες συναλλαγές, συμβιβασμούς, αγοραπωλησίες, πολύ πιο πέρα από τις οι­κονομικές δραστηριότητες, συμβιβασμούς και συναλλαγές σε πολιτικό ή εθνικό επίπεδο. Και ο τουρισμός και η μετανάστευση είναι εξίσου δηλωτικά μιας υπο­βάθμισης της ζωής, μιας έκπτωσης εθνικής, μιας ταπείνωσης.
    Με λίγες αλλά καίριες λέξεις ο ποιητής ζωγραφίζει την κοινωνία του καταναλωτισμού, την κοινωνία στην οποία υπάρχει μια επίφαση ευημερίας, ενώ υποκρύπτεται η έκπτωση των αξιών, το ξεπούλημα των πάντων για το κέρδος, η αλλοτρίωση.

    Όλη την πίκρα, την αγανάκτηση, τη διαμαρτυρία του ο ποιητής συνοψίζει με ένα στίχο, δάνειο από τον Σεφέρη, γιατί ίσως δεν βρίσκει τίποτε πιο δυνατό και πιο καίριο που μπορεί να εκφράσει τα συναισθήματα του: «Όπου και να τα­ξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει».
    Είναι στίχος από το ποίημα Με τον τρόπο του Γ.Σ. και που κατά τον Δ. Μαρωνίτη πιθανόν να είναι και έκφραση δυσφορίας του Αναγνωστάκη, αν το «ταξιδέψω» συνδυαστεί με το προηγούμενο «μεταναστεύω», για τη μετανάστευ­ση πολλών πολιτικών και άλλων κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Αυτοί διέ­φευγαν από έναν προβληματικό πάτριο χώρο και ύστερα τον νοσταλγούσαν. Σύμφωνα μ' αυτήν την ερμηνεία ο σεφερικός στίχος προσλαμβάνει και μια ει­ρωνική απόχρωση, προπάντων αν συνδυαστεί με τη σαφώς ειρωνική διάθεση του επόμενου στίχου: «Η Ελλάδα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία, τις ωραίες εκκλησίες». Τα «ωραία νησιά» ήταν γεμάτα από πολιτικούς εξόριστους.
    Τα «ωραία γραφεία» είναι τα γραφεία της συναλλαγής και της μετανάστευσης αλλά και τα γραφεία της στυγνής δικτατορίας.
    Οι «ωραίες εκκλησίες» είναι η επίφαση της γνήσιας θρησκευτικότητας, μια και εκπρόσωποι της εκκλησίας όχι μόνο δεν αντέδρασαν στη δικτατορία αλλά συχνά συνεργάστηκαν.

    Αυτή λοιπόν είναι τι Ελλάδα που πληγώνει τον ποιητή. Με μια χαρακτηρι­στική φράση της δικτατορίας «Η Ελλάς των Ελλήνων» κατά παράλειψη της λέ­ξης «Χριστιανών»" ο Αναγνωστάκης συνοψίζει την πίκρα, την αγανάκτηση, τη διαμαρτυρία του, ενώ ταυτόχρονα καταγγέλλει ως πνευματικός άνθρωπος, με τα μέσα που έχει στη διάθεση του, το κατάντημα της Ελλάδας κάτω από το δι­κτατορικό καθεστώς. Η οδός Αιγύπτου απ' την οποία ξεκίνησε το ποίημα του έχει διευρυνθεί. Ήδη ο τίτλος του ποιήματος μας παρέπεμψε σε όλη τη Θεσσα­λονίκη. Το τέλος του ποιήματος παραπέμπει σε όλη την Ελλάδα.

    Επιλογικά
    «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Μανόλης Αναγνωστάκης είναι από τους ση­μαντικότερους ποιητές της σύγχρονης Ελλάδος. Η ποίηση του έχει τη σφραγίδα της αυθεντικής καταγραφής και μαρτυρίας των γεγονότων που συνετάραξαν τη χώρα μας από το 1944 μέχρι και τα δίσεκτα έτη της Απριλιανής δικτατορίας. Πρόκειται για μια ποίηση βιωματική αλλά και για μια απεγνωσμένη κραυγή διαμαρτυρίας. Τα ποιήματα του αποπνέουν το εξαίσιο εκείνο μύρο των κοινω­νικών αγώνων αλλά και της αγάπης προς τον καθόλου άνθρωπο, καθώς και το προσωπικό του ύφος και μέσα από τον ελεύθερο στίχο στοχεύει αφενός σε μιαν επανατοποθέτηση του ιστορικού/πολιτικού γίγνεσθαι και αφετέρου στην κριτι­κή των πολιτικών και κοινωνικών δομών της μετεμφυλιοπολεμικής Ελλάδος, μια και οι στίχοι του λειτουργούν σαν μνημόσυνα πεθαμένων πια ιδανικών και συναξάρια λησμονημένων μαρτύρων».
    Πηγή: giouliblog.blogspot.com


    Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.Χ., Μ. Αναγνωστάκη

    Θέμα του ποιήματος: Είναι η κοινωνικοπολιτική εικόνα της Ελλάδας του 1969 σε συσχετισμό με την Ελλάδα του παρελθόντος και με τη διάψευση των ελπίδων για ένα καλύτερο μέλλον. Το περιεχόμενο είναι κοινωνικό και πολιτικό. Ο τίτλος του ποιήματος μας θυμίζει τον Καβάφη.
    Τι συμβολίζει η Αίγυπτος;
    Είναι η οδός του ποιητή που έζησε τα παιδικά του χρόνια. Συμβολίζει όμως ολόκληρη την Ελλάδα του 1969.
    Ποιες αλλαγές βλέπει ο ποιητής στην οδό Αιγύπτου;
    Ο ποιητής στην οδό Αιγύπτου βλέπει τεράστιες κοινωνικές αλλαγές. Οι άνθρωποι αλλοτριώθηκαν, δεν επικοινωνούν μεταξύ τους, συναλλάσσονται οι λίγοι και οι πολλοί μεταναστεύουν. Επίσης βλέπει ότι άλλαξε η όψη του χώρου. Στον οικονομικό τομέα υψώνονται Τράπεζες συναλλαγών και πρακτορεία μετανάστευσης. Ο τρόπος ζωής των παιδιών έχει αλλάξει. Δεν εμφανίζονται πια και δεν μπορούν να παίξουν στους δρόμους της γειτονιάς επειδή κινδυνεύουν από τα τροχοφόρα. Λιγοστεύουν τα παιδιά και γενικά μειώθηκε ο πληθυσμός των ανθρώπων οι οποίοι τώρα είναι κλεισμένοι στον εαυτό τους. Αυτό οφείλεται σε θεομηνίες και στους θωρακισμένους στρατιώτες. Τέλος οι άνθρωποι αλλοτριώθηκαν από τις συναλλαγές.
    Το ποίημα κινείται σε δύο χρονικά επίπεδα (το παρόν και το παρελθόν) με επίκεντρο την οδό Αιγύπτου. Το επίπεδο του παρόντος διαγράφεται πιο ρητά, ενώ το επίπεδο του παρελθόντος συνάγεται έμμεσα κατά τη διαδρομή του ποιήματος. Με βάση τους  υπαινιγμούς που γίνονται και τις αντιθέσεις προς το παρόν, προσπαθήστε να ανασυνθέσετε την εικόνα του παρελθόντος.
      Το ποίημα κινείται αρχικά στο παρόν (1969 μ.Χ.- στρατιωτική δικτατορία) με αναφορά στην οδό Αιγύπτου. Η μετάβαση από το παρόν στο παρελθόν γίνεται με μια ιδιαίτερη τεχνική: τα στοιχεία που επισημαίνεται ρητά ότι δεν υπάρχουνπια στο παρόν αφήνεται να νοηθεί ότι κάποτε υπήρχαν στο παρελθόν, με την αρνητική δηλαδή παρουσίαση του παρόντος νοείται έμμεσα και αντιθετικά η κατάσταση του παρελθόντος. Το παρελθόν που υπαινίσσεται ο ποιητής είναι μάλλον εκείνο των παιδικών χρόνων του ποιητή. Τα δύο πια που υπάρχουν μέσα στο ποίημα (στ.4 και 6) υποδηλώνουν ότι κάποτε συνέβαιναν αυτά που δε συμβαίνουν τώρα. Το παρελθόν μπορούμε να το ανασυνθέσουμε στηριζόμενοι: α) στις αντιθέσεις προς το παρόν και β) στους υπαινιγμούς για το παρελθόν. Έτσι  στο παρελθόν:
    α) Δεν υψώνονταν μεγάλα κτίρια, άρα υπήρχε ανοιχτοσύνη, ο δρόμος ήταν ίσως μια γειτονιά και είχε ανθρώπινο πρόσωπο.
    β) Τα παιδιά έπαιζαν ελεύθερα στους δρόμους της γειτονιάς, αφού δεν υπήρχαν επικίνδυνα τροχοφόρα.
    γ) Πολλοί όμως από τη γενιά του ποιητή έχασαν τη ζωή τους από μεγάλες συμφορές («βαριές αρρώστιες») που ενέσκηψαν στη χώρα. Οι συμφορές αυτές δηλώνονται με τη φράση: «πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιώτες». Πίσω από αυτές τις συμφορές εννοούνται: ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος του 1940, η Γερμανική Κατοχή, με την πείνα και τις εκτελέσεις, ο αιματηρός Εμφύλιος (1946-1949) και η μεμφυλιακή περίοδος με τις διώξεις των αντιφρονούντων, δικτατορία του Μεταξά 1936 και δικτατορία του Ιωαννίδη 1967.
      Με την αναφορά του ποιητή στον «πατέρα» που ανήκει στην προηγούμενη γενιά, δηλαδή στη γενιά των Βαλκανικών πολέμων, του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, της Μικρασιατικής καταστροφής του 1922 και της προσφυγιάς, το παρελθόν προεκτείνεται προς τα πίσω και φαίνεται ότι το παρελθόν ήταν μια αλυσίδα αλλεπάλληλων εθνικών περιπετειών. Όμως παρά τα δεινά είχε ανθρώπινο πρόσωπο. Οι άνθρωποι διατηρούσαν δεσμούς οικειότητας και εμπιστοσύνης.
    Το ποίημα κινείται επίσης σε δύο νοηματικά επίπεδα. Το πρώτο διακρίνεται εύκολα με μια πρώτη ανάγνωση. Ποιο είναι το δεύτερο στο οποίο στοχεύει το ποίημα;
      Στο πρώτο νοηματικό επίπεδο ο ποιητής επισημαίνει τις τοπογραφικές αλλαγές που έχουν συντελεστεί στην οδό Αιγύπτου. Πίσω όμως από αυτό το ορατό νοηματικό επίπεδο, κρύβεται ένα άλλο:
    α) Η Τράπεζα Συναλλαγών αφήνει να νοηθεί ότι κυριαρχούν οι συναλλαγές. Πέρα όμως από το οικονομικό και εμπορικό της περιεχόμενο, η λέξη δηλώνει και την εμπορευματοποίηση, την εκμετάλλευση, τη διάβρωση συνειδήσεων, το ξεπούλημα των ιδεών, την πολιτική διαφθορά, γενικά την αλλοτρίωση των πάντων. Η επανάληψη του ρήματος συναλλάσσομαι και στα τρία ρηματικά πρόσωπα δείχνει ότι η αλλοτρίωση είναι καθολική.
    β) Τα τουριστικά γραφεία δηλώνουν, από τη μια, μια επίπλαστη εικόνα ευημερίας, αφού λόγω της φτώχειας πολλοί άνθρωποι μεταναστεύουν και από την άλλη, τον κίνδυνο της τουριστικής αλλοτρίωσης που υφίστανται τα ωραία νησιά, που είναι παράλληλα και τόπος εξορίας των αντιπάλων του καθεστώτος.
    γ) Τα πρακτορεία μεταναστεύσεως δείχνουν ότι πίσω από τη βιτρίνα της ευημερίας και του εκσυγχρονισμού («υψώνεται η Τράπεζα Συναλλαγών», «τα ωραία γραφεία») κρύβεται η αθλιότητα, αφού λόγω της οικονομικής κατάστασης πάρα πολλοί άνθρωποι αναγκάζονται να μεταναστεύουν σε αναζήτηση καλύτερων όρων ζωής. Το φαινόμενο μάλιστα της μετανάστευσης είναι καθολικό, όπως φαίνεται από την κλίση του ρήματος «μεταναστεύω» στα τρία ρηματικά πρόσωπα.
    δ) Τα ωραία γραφεία, πέρα από το φαινομενικό εκσυγχρονισμό, δηλώνουν επίσης την ασχήμια που υπάρχει, αφού αυτά τα γραφεία είτε είναι χώροι συναλλαγής και εκμετάλλευσης είτε χώροι ανακρίσεων και βασανιστηρίων δημοκρατικών πολιτών.
    ε) Οι ωραίες εκκλησιές δηλώνουν είτε ότι η δικτατορία καπηλεύεται υψηλές αξίες όπως της θρησκείας (όπως φαίνεται και από το σύνθημα της «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» το οποίο ο ποιητής στο τέλος του ποιήματος είτε από αυτολογοκρισία είτε απαξιώνοντας να το αναφέρει ολόκληρο, το αναφέρει λειψό) είτε ότι κάποια όργανα της Εκκλησίας υπηρετούν τη δικτατορία και της παρέχουν ηθική κάλυψη.
      Γενικά πίσω από τη φαινομενική εικόνα της ευημερίας και του εκσυγχρονισμού κρύβεται η αθλιότητα της αλλοτρίωσης, της συναλλαγής. Με το επίθετο «ωραία» ο ποιητής ειρωνεύεται την τακτική του δικτατορικού καθεστώτος να υποστηρίζει ότι τα πάντα στη χώρα είναι ωραία, ότι οι πολίτες ευημερούν.
    Τι θυμούνται τα παιδιά;
    Τα παιδιά θυμούνται τα λόγια του πατέρα τους για το μέλλον, που ήταν γεμάτα αισιοδοξία και ελπίδα για τη δική τους και την επόμενη τους γενιά. Ο πατέρας άνηκε στην προηγούμενη γενιά, σε εκείνη που έζησε τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο, τους Βαλκανικούς πολέμους και κυρίως την τραγωδία της Μικρασιατικής καταστροφής του 1922 και δεν φανταζόταν πόσα κακά επρόκειτο να βρουν την Ελλάδα. Τελικά δεν γνώρισαν καλύτερες μέρες αλλά χειρότερες. Οι ελπίδες τους για ένα καλύτερο μέλλον διαψεύστηκαν κυρίως στον εμφύλιο και κατά την περίοδο της δικτατορίας του 1967.
    Τι πληγώνει τον ποιητή;
    Το στίχο αυτόν το δανείζεται από το Σεφέρη ο οποίος πληγώθηκε από τη δικτατορία του Μεταξά και ο Αναγνωστάκης το βρίσκει επίκαιρο. Τον πληγώνει η Ελλάδα με τα ωραία νησιά που έγιναν τόπος εξορίας των αντιφρονούντων και τόπος αλλοτρίωσης από τους τουρίστες. Τον πληγώνει η Ελλάδα με τα ωραία γραφεία που έγιναν χώροι συναλλαγής και εκμετάλλευσης. Θεωρεί ότι η θρησκεία κινδυνεύει από  τους κομμουνιστές σύμφωνα με τους δικτάτορες που έλεγαν ότι κινδύνευαν τα ιερά και τα όσια.
    Ποια είναι τα συναισθήματα που διακατέχουν τον ποιητή;
    Τον ποιητή διακατέχει η μελαγχολική διάθεση, η θλίψη, ο πόνος, η απογοήτευση, η οργή, η αγανάκτηση, η ειρωνεία και ο σαρκασμός.
    Σχολιάστε τον τελευταίο στίχο.
    Ο στίχος αυτός αν συμπληρωθεί με τη λέξη Χριστιανών, εκφράζει το σύνθημα των δικτατόρων με το οποίο καπηλεύονταν τις υψηλές αξίες της πατρίδας και της θρησκείας. Ο ποιητής αφαιρεί τη λέξη Χριστιανών για να πει ότι η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες και όχι μόνο στους Έλληνες Χριστιανούς. Βέβαια ήθελε να σαρκάσει το σύνθημα των δικτατόρων που πίστευαν ότι οι Έλληνες Χριστιανοί κινδύνευαν από τους κομμουνιστές.
    Πηγή : http://loukia-gregoriou.blogspot.gr



    Μανόλης Αναγνωστάκης

    ΠΗΓΗ https://latistor.blogspot.com/2010/04/blog-post_1095.htm
    Νίκος Εγγονόπουλος

    Μανόλης Αναγνωστάκης

    Εργοβιογραφικά στοιχεία

    Ο Μανόλης Αναγνωστάκης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1925. Σπούδασε Ιατρική και ειδικεύτηκε ως ακτινολόγος στη Βιέννη (1955-1956). Άσκησε το επάγγελμα του ακτινολόγου στη Θεσσαλονίκη και το 1978 στην Αθήνα, όπου και μετεγκαταστάθηκε. Για την πολιτική του δράση στο φοιτητικό κίνημα φυλακίστηκε στο διάστημα 1948-1951, ενώ το 1949 καταδικάστηκε σε θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο. Εμφανίστηκε στα γράμματα από το περιοδικό Πειραϊκά Γράμματα (1942) και το φοιτητικό περιοδικό Ξεκίνημα (1944). Του τελευταίου περιοδικού διετέλεσε και αρχισυντάκτης, από το τεύχος 1 (15 Φεβρ. 1944) μέχρι και το 11-12 (1 και 15 Οκτ. 1944). Δημοσίευσε ποιήματα και κριτικά σημειώματα σε πολλά περιοδικά, ενώ είχε και πυκνή παρουσία στην εφημερίδα Αυγή, με κείμενα για θέματα λογοτεχνικά και πολιτικά. Εξέδωσε το περιοδικό Κριτική (Θεσσαλονίκη, 1959-1961), υπήρξε μέλος της εκδοτικής ομάδας των Δεκαοκτώ κειμένων (1970), των Νέων Κειμένων και του περιοδικού Η Συνέχεια (1973). Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά. Ακόμα, ποιήματά του μελοποίησαν ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Θάνος Μικρούτσικος, η Αγγελική Ιονάτου και ο Μιχάλης Γρηγορίου.
    Εξέδωσε τις εξής ποιητικές συλλογές: Εποχές 1 (1945), Εποχές 2 (1948), Εποχές 3 (1951), Η Συνέχεια (1954), Τα ποιήματα 1941-1956, συγκεντρωτική έκδοση μαζί με τις Παρενθέσεις και τη Συνέχεια 2 (1956), Η Συνέχεια 3 (1962) και Ο Στόχος (1970). Όλο του το έργο εκδίδεται με τον τίτλο Τα Ποιήματα 1941-1971 (1971). Ασχολήθηκε επίσης με το δοκίμιο και τον πεζό λόγο: Τα υπέρ και κατά (1965), Αντιδογματικά (1978), Το περιθώριο (πεζό) (1979), Τα συμπληρωματικά (1985), Ο ποιητής Μανούσος Φάσσης, (1987). Mετέφρασε: τρία ποιήματα του Απολλιναίρ (1944), δύο ωδές του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα: F. G. Lorca, Δύο ωδές-Ωδή στον Σαλβαντόρ Νταλί-Ωδή στον Ουόλτ Ουίτμαν (1949).

    Η κριτική για το έργο του
    «Τώρα πια στην Τέχνη όχι μεγέθη-απλώς αποχρώσεις είχε πει ο Μανόλης. Αλλά οι αποχρώσεις της ποίησής του είναι τόσο πλούσιες, τόσο βαθιές, που δημιουργούν ένα καινούριο μέγεθος και την κάνουν πραγματικά μεγάλη. Πρώτα-πρώτα η ποίηση του Μανόλη Αναγνωστάκη είναι μεγάλη, γιατί μ’ ένα τράνταγμα που το προκαλεί χωρίς να το διακηρύσσει -μας αναγκάζει να ξαναδούμε και να ξανααισθανθούμε την πραγματικότητα, και μαζί τον εαυτό μας μέσα σ’ αυτήν. Αυτή την πραγματικότητα, που οι διαχειριστές της συχνά την καταχωνιάζουν σ’ ένα, όπως λέει ο ίδιος, δήθεν χαμένο παρελθόν, την προσαρμόζουν σ’ ένα μέτριο, ήσυχο, ειρηνικό παρόν ή σ’ ένα ανέφελο μέλλον. Στις αντιλήψεις που διαμόρφωσε γι’ αυτή την πραγματικότητα, ο Μανόλης Αναγνωστάκης παρέμεινε μέχρι τα έσχατα όρια συνεπής, φθάνοντας ως την αντιμετώπιση του ίδιου του θανάτου».

    (Τίτος Πατρίκιος, “Μανόλης Αναγνωστάκης”, Η Λέξη αρ. 186, 2005, σελ. 431-433)

    «Αν εξαιρέσουμε τα ποιήματα του Στόχου, νομίζω ότι καμιά ποιητική του φάση δεν έχει άμεσα πολιτικά ποιήματα, με την έννοια ότι είναι εξαρτημένα από κάποια πολιτική επιλογή ή τάση, στρατηγική ή τακτική, και ότι παραπέμπουν ή μεταφράζονται στο ιδίωμά του».

    (Αλ. Αργυρίου Η Ελληνική Ποίηση, Ανθολογία -Γραμματολογία, τ. Ε΄, Σοκόλης, 1982, σελ.29)

    «Ο άξονας της ιστορικότητας, ως ιστορικές στιγμές-ορόσημα, ως δράση ανθρώπων, ως κριτική και αυτοκριτική ή ως πραγματική ιστορία που δεν έχει γραφτεί ακόμα, διαπερνάει πολλά ποιήματά του [του Μ. Αναγνωστάκη] σ’ όλες τις συλλογές, άλλοτε άμεσα και άλλοτε έμμεσα, με γλώσσα χωρίς στολίδια και περιστροφές, με λέξεις που αποκτούν το πραγματικό τους σημασιολογικό βάρος […]. Η ρηματική διατύπωση, ο εξομολογητικός τόνος, το ύφος προφορικού λόγου, οι ρητορικές ερωτήσεις, η δραματική διάθεση, ο υπαινιγμός, οι παρενθέσεις, η στίξη, η οπτική παρουσίαση του ποιήματος στη σελίδα, όλα πετυχαίνουν να ανοίξουν με τον αναγνώστη έναν ουσιαστικό διάλογο επικοινωνίας, καθώς το β΄ πρόσωπο επισημαίνει την παρουσία του εσύ […]. Τα ποιητικά του μοτίβα, ο χρόνος, η επίκληση ενός σκοπού “Θα ’ρθει μια μέρα”, η μάνα και το παιδί στον πόλεμο, το χρέος, ο συλλογικός αγώνας, η πρωτοπρόσωπη ποιητική αφήγηση, η κριτική στάση, η διαμαρτυρία και ο σαρκασμός διαπερνούν αυτή τη συλλογή».

    (Χρ. Αργυροπούλου, “Η Ατομική και συλλογική μνήμη ως βιωμένη ιστορία στο έργο
    του Μανόλη Αναγνωστάκη”, Φιλολογική, 93, 2005, σελ.11,13)

    «Επίπεδα βιωματικό και γραμματικό, το βίωμα και η λέξη. Το ποιητικό μόρφωμα ολοκληρώνεται σε τρία επίπεδα <ενότητες>: α) Στην οδό Αιγύπτου... που περνούνε [στ. 1- 4]. β) Άλλωστε τα παιδιά ... των παιδιών των παιδιών τους [στ. 5- 12]. γ) Προς το παρόν ... των Ελλήνων [στ. 13-19]. Στο πρώτο επίπεδο: Οι προσδιορισμοί του τόπου [...] και του χρόνου [...]. Στο δεύτερο επίπεδο: Κυριαρχεί η έννοια “παιδιά” [...] αποτελεί ουσιαστικά, παρά τη φαινομενική σχέση με τα προηγούμενα, μια εύστοχη ποιητική παρέκβαση [...]. Στο τρίτο επίπεδο: ξανασυνδέει το νήμα που άρχισε με το “στην οδό Αιγύπτου”».

    (Γεώργιος Ι. Σπανός, Η Διδασκαλία του Ποιήματος, Αθήνα, Μαυρομμάτη, 1996, σελ. 51-61)

    «Το ποίημα κινείται σε δυο επίπεδα:
    α) Στο επίπεδο του παρόντος (τώρα, ενεστώτας, προς το παρόν) [...]. Οι λέξεις δηλώνουν αυτό που δηλώνουν ονομάζοντας τα πράγματα, αλλά ταυτόχρονα είναι φορτισμένες με μια τουλάχιστο λανθάνουσα σημασία, υποδηλώνοντας κάποιες άλλες καταστάσεις. […] στο μέγαρο της Τράπεζας η λέξη συναλλαγή παραπέμπει:
    - στην εμπορευματοποίηση της ζωής,
    - στις ιδεολογικές συναλλαγές, δηλαδή σε συμβιβασμούς και προδοσίες,
    - στις ποικίλες αγοραπωλησίες σε πολιτικό ή σε εθνικό επίπεδο,
    - για έναν που ξέρει την περιοχή παραπέμπει και σε άλλου είδους συναλλαγές.
    Επιπλέον, η λέξη αφήνει στη δική μου τουλάχιστο αίσθηση (σε άλλον ίσως δεν αφήνει) μια βρόμικη γεύση ανάμικτη από φιλαργυρία, τοκογλυφία, εκμετάλλευση, απάτη. Τα τουριστικά γραφεία και τα πρακτορεία μετανάστευσης, εξάλλου, κουβαλούν επίσης τη δική τους θεματική και προβληματική. Στη δική μου αίσθηση πάλι αφήνουν μια στυφή γεύση έκπτωσης και υποτίμησης, ταπείνωσης και εθνικής υποτέλειας. Επειδή έτσι αισθάνομαι, η οδός Αιγύπτου -πρώτη πάροδος δεξιά- γίνεται κι αυτή μια συνεκδοχή, όπου το μέρος λειτουργεί αντί του όλου και καλύπτει όλη την Ελλάδα με τη σταθερά δεξιά της απόκλιση (αν θέλετε), με τη συναλλαγή σε όλα τα επίπεδα, με την πολιτική έκπτωση και την εθνική υποτέλεια. Και την κοινωνική ζωή της αλλοτριωμένη με την απώλεια ορισμένων στοιχείων που αποτελούν τη βάση (συναίσθημα, εμπιστοσύνη) και την αντικατάσταση τους από άλλα, όπως η εμπορευματοποίηση των πάντων και το κυνήγι του κέρδους. Έτσι, η μαρξιστική έννοια της αλλοτρίωσης, που δείχνει την αποκοπή του εργάτη από το προϊόν της εργασίας του, γίνεται εδώ η αποκοπή του ανθρώπου και του πολίτη από τα βασικά στοιχεία της ζωής του και από το ίδιο το έδαφος του τόπου του.
    β) Στο επίπεδο του παρελθόντος. Ο γυρισμός στο “άλλοτε” γίνεται με συνειρμικά φλας μπακ και δίνει πολύ συνοπτικά την ιστορική εξέλιξη του τόπου μεταπολεμικά με κυρίαρχο το θέμα της καταστροφής, του ολέθρου, της απανθρωποποίησης της ζωής. Ακόμα το συνειρμικό φλας μπακ, διαψεύδοντας την ελπίδα του πατέρα για καλύτερες μέρες, την προβάλλει σταθερά σαν αίτημα ζωής για το μέλλον, αίτημα ειρήνης και ανθρωπιάς. Έτσι, η πίκρα και η διάψευση όχι μόνο δεν αναιρεί αλλά δυναμώνει την πίστη».

    (Κ. Μπαλάσκας, Λογοτεχνία και Παιδεία, Γνώση και Ανάγνωση Λογοτεχνικών Κειμένων, Επικαιρότητα, Αθήνα, 1985, σελ. 83-89)

    «Υψώνεται <στ. 2> σημαίνει κυριαρχεί, δεσπόζει, εξουδετερώνει όλα τ’ άλλα, έχει καταπατήσει τον ελεύθερο χώρο [...]. Κύρια λειτουργία της Τράπεζας η συναλλαγή (κυριολεκτικά και μεταφορικά). Συμπληρώματά της τα τουριστικά γραφεία και τα πρακτορεία μεταναστεύσεως, πράγμα που δηλώνει την αθρόα φυγή των εργαζομένων λόγω ανεργίας. Μια κατάσταση που πληγώνει τον ποιητή -η κατάσταση της εποχής της Ελλάδος Ελλήνων Χριστιανών. Συνεπώς πρόθεση του ποιητή δεν είναι να απεικονίσει απλώς ένα δρόμο της Θεσσαλονίκης του 1969. Αυτή στέκεται το σύμβολο που δίνει την εικόνα όλης της Ελλάδας την εποχή της δικτατορίας και πιο πέρα όλης της μεταπολεμικής περιόδου της Ελλάδας, που πλήγωνε και το Σεφέρη αλλά από άλλη σκοπιά: το Σεφέρη τον πληγώνει η Ελλάδα του παρελθόντος με τις μνήμες και τα ερείπια του αρχαίου μεγαλείου της και η Ελλάδα του 1936 με τον ξεπεσμό της, τον πιθηκισμό και την τυπολατρία των ανθρώπων [...]. Τον Αναγνωστάκη αντίθετα δεν τον πολυνοιάζει το απώτερο παρελθόν, ούτε πικραίνεται για το χαμένο μεγαλείο. τον ενδιαφέρει η κατάντια του λαού της, όπως την έζησε ο πατέρας του, ο ίδιος και τα παιδιά του, η Ελλάδα σε μια περίοδο τριών γενεών, από τότε που οι Έλληνες οραματίστηκαν μια δικαιότερη κοινωνία και συνειδητοποίησαν ότι ήταν δυνατό να πραγματοποιηθεί [...]. Η σκηνοθεσία του συμβολικού δίνεται με λίγες αλλά ουσιαστικές επιλογές: Θεσσαλονίκη = Ελλάδα. Τράπεζα Συναλλαγών = αλισβερίσι και ξεπούλημα. Βαριές αρρώστιες, πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί = συμφορά. Θωρακισμένοι στρατιώτες = δικτατορία, τυραννία. Πρακτορεία μεταναστεύσεως = μετανάστευση κ.τ.λ. Η σύγκριση με το παρελθόν, που δεν ήταν και αυτό καλύτερο, αποδεικνύει τις συμφορές που έπληξαν τον ελληνικό λαό. Το “νόημα” και η “τεχνική” υφαίνονται τόσο στενά που είναι αδύνατο να το απομονώσεις. Αν ερευνήσουμε τα φορμαλιστικό στοιχεία του ποιήματος, θα παρατηρήσουμε ότι ο εσωτερικός ρυθμός του πηγάζει από το ρυθμό της καθημερινής κουβέντας ελάχιστες ασυνήθιστες λέξεις, καμιά παρομοίωση ή άλλα λογοτεχνικά στολίδια [...]. Τα ρυθμικά αποτελέσματα συγκλίνουν σ’ ένα ενιαίο όλο και δραματοποιούν την κατάσταση που συμβολίζει η “Θεσσαλονίκη του 1969”».

    (Νίκος Γρηγοριάδης, Αναγνώσεις Λογοτεχνικών Κειμένων, Κώδικας, Θεσσαλονίκη, 1992, σελ. 77-79)

    «Λέξεις που σηματοδοτούν το παρελθόν και το παρόν τονίζουν την αλλαγή στη ζωή του αφηγητή και στην κοινωνία, ενώ το μέλλον δίνεται με ευθύ λόγο στα λόγια κάποιου που δεν είναι ο αφηγητής. Ο ευθύς λόγος στο στίχο 9 αναγκάζει τον αναγνώστη να μπει μέσα στο κείμενο, να το ζήσει σαν Ιστορία. Η ίδια πρόσκληση έγινε ήδη στο στίχο 5, που ξέρατε, και θα επαναληφθεί στο στίχο 13, που λέγαμε, κι όχι που έλεγα: είναι φανερό ότι για τον Αναγνωστάκη η ποίηση είναι μια μορφή επικοινωνίας. Καλύτερες μέρες είναι παραλλαγή του μύθου του Ησιόδου για την παρακμή της ανθρωπότητας. Στο μύθο η χρυσή εποχή είναι τοποθετημένη στο παρελθόν, ενώ στο ποίημα που εξετάζουμε τοποθετείται στο μέλλον από ποιητή με προοδευτική κοσμοθεωρία. Η διακειμενική αναφορά όμως παραμένει: όπως το χρυσό γένος ανήκει στο μακρινό παρελθόν τόσο που να μοιάζει με παραμύθι, το καλύτερο γένος είναι ένας αντικατοπτρισμός που χάνεται καθώς βαδίζουμε στην έρημο του μέλλοντος. Η λέξη μάθημα, στον επόμενο στίχο, απομυθοποιεί τα όνειρα του πατέρα. Ο αφηγητής κρατά έτσι απόσταση από αυτή την αντιμετώπιση των καταστάσεων γιατί ξέρει ότι το καλύτερο μέλλον είναι ένα μάθημα που επαναλαμβάνουμε και που κανένα γεγονός στην πραγματικότητα που ζει δε δικαιώνει. Αυτή η στάση εξηγεί γιατί το ποίημα “Στο παιδί μου...” τελειώνει με συναισθηματική φόρτιση:
    Α, φτάνει πια! Πρέπει να λέμε την αλήθεια στα παιδιά.
    […] Ο αφηγητής τώρα κοντοστέκεται. Το τυπογραφικό διάστημα που υπάρχει ανάμεσα στο υπόλοιπο ποίημα και τον τελευταίο στίχο (χαρακτηριστικό φαινόμενο στη συλλογή Ο Στόχος) δίνει στις λέξεις Η Ελλάς των Ελλήνων τη μορφή τίτλου ή και επιμυθίου. [...] και μόνο η λέξη Ελλάς, σε σύγκριση με την πιο σύγχρονη μορφή της του προηγούμενου στίχου, αρκεί για να σηματοδοτήσει την ύπαρξη διακειμένου [...]. Το ποίημα όμως τελειώνει έτσι με τη λέξη Ελλήνων, όπως το “Ίτε, παίδες Ελλήνων”, ενώ η λέξη παιδιά (το παίδες του διακειμένου) επαναλαμβάνεται περισσότερο από κάθε άλλη στο ποίημα».

    (Ζωή Σαμαρά, Προοπτικές του Κειμένου, Θεσσαλονίκη, Κώδικας, 1987, σελ. 30-32)

    «Συνήθως στους επιτύμβιους στίχους επαινείται ο θανών, εδώ δίνονται δυο εκδοχές, η άποψη των πολλών και η άμεση αντίληψη του ποιητή που έρχεται σε αντίθεση με τα κούφια εγκωμιαστικά λόγια […]. Στην πρώτη στροφή συσσωρεύονται τα χαρακτηριστικά και ονοματοποιημένα επίθετα, τα πολλά στεφάνια, οι τρεις επικήδειοι λόγοι και τα ψηφίσματα, στοιχεία που καταδεικνύουν ότι ο νεκρός κατείχε κάποια δημόσια θέση ή ήταν κάποιος που πρόσφερε υπηρεσίες. […]. Στη δεύτερη στροφική ενότητα δίνεται η πραγματική εικόνα του θανόντος με το σχήμα αποστροφής και τον καθημερινό λαϊκό λόγο, όπου οι λέξεις περνούν την πρόθεση του ποιητικού υποκειμένου, δηλαδή αποδίδουν την ουσία των πραγμάτων και όχι μια φενακισμένη εικόνα για τον νεκρό […]. Μέσα από τα αντιθετικά επιτύμβια λόγια ο αναγνώστης εστιάζει στην πραγματική εικόνα του Λαυρέντη και όχι την επίσημη και πεποιημένη των τριών αντιπροέδρων […]. Η μέθοδος γραφής του Μ. Αναγνωστάκη θυμίζει Καβάφη (π.χ. “Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης”), το ύφος είναι ρητορικό και μοιάζει με μονόλογο του ποιητή (κοφτή φράση, προσεγμένη δομή, παρηχήσεις των γραμμάτων λ, ρ, επιλογή του β΄ ρηματικού προσώπου). Ο τελευταίος στίχος δένει με τους δύο πρώτους στίχους και δημιουργεί αίσθηση αποφθεγματική».

    (Χρ. Αργυροπούλου, “Ο σχολικός Μ. Αναγνωστάκης”, Ομπρέλα, 74, 2006)

    «Ο τίτλος του ποιήματος “Επιτύμβιον” σημαίνει βέβαια επιγραφή χαραγμένη σε τάφο. Στην αρχαία ελληνική η λέξη είναι επίθετο και συνοδεύεται από κάποιο ουσιαστικό: επιτύμβιος βωμός, επιτύμβια επιγραφή, επιτύμβιο επίγραμμα […]. Εδώ ο ποιητής γράφει ένα επιτύμβιο για το Λαυρέντη, που πέθανε πρόσφατα[…]. Το Επιτύμβιον είναι ένα είδος ποιητικού επικήδειου που τον απαγγέλλει ο ποιητής σε μια μορφή διαλογικού μονόλογου με υποθετικό συνομιλητή (ακροατή) το νεκρό. Συνηθίζεται, άλλωστε, στους επικήδειους ν’ απευθύνεται ο ομιλητής στο νεκρό σε δεύτερο πρόσωπο· ας θυμηθούμε και τον Επιτάφιο του Γιάννη Ρίτσου. Η ανάγκη για ένα δεύτερο πρόσωπο, στο οποίο ν’ απευθύνεται, φαίνεται σ’ όλη την ποίηση του Αναγνωστάκη και δεν αποτελεί, νομίζω, στοιχείο τεχνικής, αλλά εκφράζει διάθεση άμεσης επικοινωνίας […]. Υπάρχει βέβαια και η ευθεία αντίθεση ανάμεσα στο λυρικό εγώ και στο Λαυρέντη. Αλλά το λυρικό εγώ του ποιήματος δε δείχνει να στρέφεται κατά του συγκεκριμένου Λαυρέντη. Ένα ανθρωπάκι, θλιβερό σαρκίο που δεν αξίζει τον κόπο να ασχοληθεί κανείς, και προπαντός όταν τα λόγια του τα ’χει μετρημένα με το σταγονόμετρο. Δε φαίνεται, άλλωστε, να τον ενδιαφέρουν τ’ άτομα, για τα οποία, μάλιστα, διαθέτει όλη την απαιτούμενη κατανόηση. […]Αν όμως ο Λαυρέντης δεν ενδιαφέρει ως συγκεκριμένο άτομο, ενδιαφέρει και πολύ ως “δείγμα τυπικό” της μεταπολεμικής ελληνικής αστικής κοινωνίας ή της μεσαίας τάξης, στην οποία στοχεύει ο ποιητής. Αυτό φαίνεται σε δυο σημεία του ποιήματος στον πρώτο και στον τελευταίο στίχο. Στον πρώτο στίχο [...] το “και συ” θέλει να πει βέβαια όπως τόσοι και τόσοι όμοιοι σου. Το “και” είναι προσθετικό. Η γενίκευση, όμως, γίνεται ρητά στον τελευταίο στίχο, τον ξεχωρισμένο σαν ουρά, σαν συμπέρασμα ή σαν επιμύθιο.
    [...] Έτσι, ο Λαυρέντης γίνεται συνεκδοχή [...]. Και το συναίσθημα αντιπαλότητας που διακατέχει τον ποιητή είναι για το όλο, μέσα στο οποίο εντάσσεται το μέρος. Ένα συναίσθημα αντιπαλότητας που συνοδεύεται από πικρή γεύση και από αηδία και που εκφράζεται με δηκτική και σαρκαστική γλώσσα, που θυμίζει Σατιρικά Γυμνάσματα του Παλαμά ή -κυρίως- Καρυωτάκη, προσδιορίζοντας μια στάση γεμάτη ασυμβίβαστη αδιαλλαξία».

    (Κώστας Μπαλάσκας, Λογοτεχνία και Παιδεία: Γνώση και Ανάγνωση Λογοτεχνικών Κειμένων, Αθήνα, Επικαιρότητα, 1985, σελ. 79-83)

    «Ο τόνος του ποιήματος είναι σαρκαστικός με κυρίαρχη τη διδακτική πρόθεση. [...]. Στην πρώτη ενότητα ο ποιητής εκθέτει με ποιες τιμές κηδεύτηκε ο Λαυρέντης, ενώ στη δεύτερη η εικόνα αντιστρέφεται και το πρόσωπο του Λαυρέντη παρουσιάζεται όπως ακριβώς ήταν. Στον επιλογικό στίχο ο τύπος του Λαυρέντη γενικεύεται […]. Στην πρώτη ενότητα τη σαρκαστική διάθεση εξυπηρετούσε η υπερφόρτωση χαρακτηριστικών επιθέτων ή εννοιών και η παράθεση συνηθισμένων εικόνων κοινωνικής υποκρισίας και διαστρέβλωσης της πραγματικότητας· στη δεύτερη ενότητα, αντίθετα, την εξυπηρετεί το λαϊκό λεξιλόγιο, που ενισχύεται με την αποστροφή του ποιητή στον ίδιο το Λαυρέντη (Α, ρε Λαυρέντη...) [...]. Στους στίχους αυτούς <8-9> αποτυπώνεται μια πικρή γεύση, ο ποιητής γίνεται για λίγο εξομολογητικός (όπως συνήθως σ’ όλη του την ποίηση), καθώς διαπιστώνει πως σ’ όλη του τη ζωή ήταν μέσα στην (πολιτική) σιωπή. Το νόημα: δεν είναι το θλιβερό σου το σαρκίο ο στόχος μου, αλλά ό,τι εσύ αντιπροσωπεύεις».

    (Τάκης Καρβέλης, Η Νεότερη Ποίηση: Θεωρία και Πράξη, Κώδικας, Θεσσαλονίκη, 1983, σελ. 178-179)

    «Ο ποιητής-αφηγητής μένει πιστός στην οπτική γωνία και το ύφος του συλλογικού αξιολογητή. Η χρήση του δεύτερου ενικού προσώπου, η κοφτή δομή του στίχου, οι παρηχήσεις του “ρ” (στ. 2 και 4) δίνουν στο ύφος του έναν επίσημο χαρακτήρα, όπως ταιριάζει στην περίπτωση. Και όλα αυτά δίνονται στην έγκλιση του πραγματικού και σε χρόνο Αόριστο, που αποτελεί το πρώτο επίπεδο της αφήγησης[…].Στους στίχους 5, 6 και 7 ο αναγνώστης νιώθει την εκπληκτική ακροβασία του ποιητή ανάμεσα στις συγκινησιακές συγκρούσεις και τον αυτοέλεγχο. Ο ποιητής δίνει την εντύπωση ανθρώπου που οι επιθυμίες του βρίσκονται σε διάσταση με τις πράξεις του. Η διάσταση αυτή υπογραμμίζεται από την απόσταση που χωρίζει το υποκείμενο “εγώ” και την ενέργεια του (“δε θα’ ρθω”). Η αστιξία μετά το ψέμα, που κυριαρχεί στο κέντρο του ποιήματος, υπογραμμίζει τη σύγκρουση των ενδιάμεσων, της γνώσης και της συγκατάβασης. Το κεφαλαίο “Κ” του Κοιμού “ανακόπτει” το διασκελισμό, αισθητοποιώντας σχηματικά το δισταγμό του ομιλητή [...].
    Ταυτόχρονα, όμως, με μια άλλη ανάγνωση, που επιτρέπει πάλι η αστιξία της παρένθεσης, αναδύεται κι ένα άλλο νόημα εξίσου σπουδαίο. Το “μια ολόκληρη ζωή μες στη σιωπή”, ως πικρός απολογισμός, φέρνει σε ευθεία αντιπαράθεση το “εγώ” (που προβάλλεται στην αρχή της παρένθεσης σαν έτοιμο για έξοδο) με το αναξιοκρατικά δικαιωμένο “εσύ” (“μια ολόκληρη ζωή μέσα στο ψέμα”) [...]. Παράλληλα, όμως, η απόφαση αυτή <στ. 8-9> έχει τα στοιχεία του τραγικού μεγαλείου, καθώς εμπεριέχει την επίγνωση του προσωπικού κόστους και, επομένως, το θάρρος [...]. Έτσι, αντιπροβάλλεται ένα άλλο ήθος προς αυτό του Λαυρέντη και το ποίημα αποκτά διδακτικό χαρακτήρα, αφού λειτουργεί αφυπνιστικά, τροχιοδεικτικά […]. Έτσι το “Επιτύμβιον” εξελίσσεται σ’ ένα αντίλογο που λιθοβολεί με τη γυμνή αλήθεια του, όχι τον ασώματο συνομιλητή, αλλά την κοινωνική πρώτη ύλη που αναπαράγει τους “Λαυρέντηδες”».

    (Γιώργος Φρυγανάκης, “Μανόλης Αναγνωστάκης, Επιτύμβιον”, Μυλωνά - Πιερή Θ., Η Μεταπολεμική Ποίηση, Τυποσπουδή, Ρέθυμνο, 1990, σελ. 60-65)

    «Το εγώ μιλάει εδώ συλλογικά ως εμείς (οι παλιοί μάλλον αγωνιστές, η γενιά του εμφύλιου) σε αντίθεση με το εσείς (οι σημερινοί νέοι του 1970), τη νέα γενιά, που εξαντλεί την αγωνιστικότητα της (εναντίον της δικτατορίας υποτίθεται) με εκ του ασφαλούς εκδηλώσεις σε συντροφιές, με τραγούδια γενικής και αόριστης διαμαρτυρίας, με συζητήσεις γενικού θεωρητικού προβληματισμού και αντιστασιακής γυμναστικής. Ο τόνος της ομιλίας είναι έντονα σαρκαστικός. Με το σαρκασμό του ο ποιητής καταγγέλλει την ψευτιά, την απουσία της αγωνιστικής πράξης και τον ευνουχισμό της αλκής μέσα στην ευζωία (να παίξετε, να ερωτευτείτε, να ξεσκάσετε). Ορα τό καβαφικό διακείμενο στον τίτλο, που περιλαμβάνει όλο το ποίημα, στο οποίο εμπεριέχεται το επίγραμμα του Αισχύλου. Έτσι, το ποίημα του Αναγνωστάκη θα μπορούσε να θεωρηθεί ως (πιθανή) απάντηση του Αισχύλου στους Σιδώνιους νέους. Η παλιά γενιά χλευάζει τους νέους με βαθιά πίκρα, όπως δηλώνεται στην αποστροφή του ποιητή στο φίλο του Γιώργο (Αποστολίδη), με το“εκ βαθέων” και πάλι σε παρένθεση. Η νέα γενιά έδωσε την απάντηση, τρία χρόνια αργότερα, στο Πολυτεχνείο. Ο λόγος και πάλι απλός, λιτός, κουβεντιαστός, πεζός, έμμεσα διδακτικός. Ο στόχος και πάλι πολιτικός».

    (Κώστας Μπαλάσκας, Ταξίδι με το Κείμενο: Προτάσεις για την Ανάγνωση της Λογοτεχνίας Ποίηση, Πεζογραφία, Δοκίμιο], Αθήνα, Επικαιρότητα, 1990, σελ. 82-83)

    «Η χρήση ενός λαϊκότροπου κι εφησυχαστικού λεξιλογίου αναδιπλώνεται στη συνέχεια με το καλά του πέμπτου στίχου. Η περιγραφή από τα πρόσωπα περνάει στη δράση και συμπεριφορά τους, μιλώντας για τα τραγούδια τους. Αν το ζητούμενο είναι η δράση, τότε η ποιητική περιγραφή δεν πετυχαίνει το στόχο της. Αν είναι αντίθετα [...] να δειχθεί, η έλλειψη δράσης, τότε, χάρη στα όσα ακολουθούν, πετυχαίνει στην εντέλεια και ο ανατρεπτικός χαρακτήρας της περιγραφής κλιμακώνεται. Έχουμε εδώ να κάνουμε με ειρωνεία καταστάσεων […].
    Μια άλλη ερώτηση είναι: ποιοι ή ποιος βρίσκονται μαζί με τον ποιητή στο Μας γέρασαν. Όσο κι αν μας διαφωτίζει η κλητική προσφώνηση που ακολουθεί, η αοριστία με την οποία διατυπώνεται το αντικείμενο στην αρχή του στίχου δεν μας εμποδίζει να υποθέσουμε μαζί με το συνομιλητή του ποιητή και κάποια άλλη συντροφιά-παρέα. Οπότε οδηγούμαστε στη γενιά-συντροφιά του ποιητή στην αντίσταση και στον εμφύλιο. Στο επίρρημα προώρως υπάρχει μια καταγγελία: δηλώνεται ο χρόνος (“νωρίτερα απ’ ό,τι έπρεπε”) και υπονοείται η αξιολόγηση (“άδικα”). [...] η αναφορά του ονόματος <Γιώργο> στο ποίημα, εκτός του ότι δημιουργεί δραματικότητα με την προσθήκη ενός άλλου προσώπου στη σκηνή, δίνει στο κείμενο, όπως έχει ο ίδιος ο Αναγνωστάκης πει, “ζεστασιά, θερμότητα, ισχυρότητα, αμεσότητα”. Στο τελικό ρήμα του στίχου (“κατάλαβες”) ανακεφαλαιώνονται η οργή, η αγανάκτηση, η διαμαρτυρία σε δύο ταυτόχρονα επίπεδα χρόνου: στο παρόν (1970) χλευάζεται/ καταγγέλλεται:
    α) μια στάση ζωής = παραίτηση από δράση
    β) όποιος την υιοθετεί: Νέοι της Σιδώνος του 1970 (άμεσα)· οι πολλοί με
    την αδιάφορη αποδοχή (έμμεσα).
    στο παρελθόν (αόριστα) […] καταγγέλλεται:
    α) η κατάχρηση της νιότης
    β) οι ανώνυμοι υπεύθυνοι.
    Η σχέση των δύο αυτών ποιητικών διαμαρτυριών μπορεί να οριστεί σαν συμπληρωματική: στην πρώτη περίπτωση η πραγματική δράση τίθεται στο περιθώριο της ζωής, ενώ στη δεύτερη η πολιτική δράση έθεσε στο περιθώριο τη νιότη. Άρα από αυτή την αντιπαράθεση υποβάλλεται ότι για τον ποιητήτο ιδανικό θα ήταν μία αρμονική συνύπαρξη ζωής-δράσης, που όπως διαπιστώνουμε μαζί του δεν υπάρχει ούτε στο παρόν ούτε στο παρελθόν».

    (Λελεδάκη Β., “Μανόλης Αναγνωστάκης, Νέοι της Σιδώνος, 1970”, Μυλωνά - Πιερή Θ., Η Μεταπολεμική Ποίηση, Ρέθυμνο, Τυποσπουδή, 1990, σελ. 42, 45-47)

    ΔΕΣ ΚΑΙ http://archeia.moec.gov.cy/sm/297/thesssaloniki_meres_1969_anagnostakis.pdf



    Μνήμη Μανόλη Αναγνωστάκη. "Αποτοξίνωση μέσα στην κατάθλιψη" (ΥΓ.)


    Στις 23 Ιουνίου 2005 έφυγε από τη ζωή, στο νοσοκομείο "Αμαλία Φλέμινγκ" ο Μανόλης Αναγνωστάκης, κορυφαίος ποιητής της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς.
    πηγή εικόνας: Φωτογραφικό λεύκωμα Giovanni Giovannetti

    1925-2005

    Θεσσαλονίκη-Αθήνα

    Ιατρική

    Αντίσταση-Εμφύλιος-Καταδίκη σε θάνατο για "παράνομη πολιτική δράση"

    συμμετοχή στον αντιδικτατορικό αγώνα-διαρκής πολιτική παρουσία στον χώρο της ανανεωτικής αριστεράς

    ποίηση και κριτικό δοκίμιο

    "Σ` αυτές τις λέξεις-σήματα, μαζί και στο αχώριστο ζεύγος ηθική-πολιτική, θα εδραζόταν πιθανότατα όποιος ήθελε να συνοψίσει τον βίο του Μανόλη Αναγνωστάκη, αν βέβαια συνοψίζεται ο βίος ενός ανθρώπου", γράφει ο Παντελής Μπουκάλας στο αφιέρωμα του περιοδικού ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ στον Μανόλη Αναγνωστάκη, (τχ. 121 Ιούλιος-Αύγουστος-Σεπτέμβριος 2005, σελ. 407).
    Στο ίδιο τεύχος (σελ. 337-338) ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος γράφει:
    "Ο Αναγνωστάκης είναι από τους πιο αντιπροσωπευτικούς μεταπολεμικούς ποιητές. Εμφανίστηκε σε μια εποχή που η ποίηση προσπαθούσε να αποδεσμευτεί από τους προσανατολισμούς της γενιάς του τριάντα. Ένα νέο κλίμα είχε δημιουργηθεί με τον πόλεμο, την κατοχή και την αντίσταση, μα δεν υπήρχε ακόμη μια ποιητική έκφραση κατάλληλη για τα νέα βιώματα. Ο Αναγνωστάκης υπήρξε από τους πρώτους που κατάλαβαν πως ήταν ματαιοπονία η συνέχιση του γαλλικού συμβολισμού και υπερρεαλισμού.
    Εκείνο που έφερε στην ποίηση ο Αναγνωστάκης είναι η χαμηλόφωνη κουβέντα με τον εξομολογητικό χαρακτήρα. Όχι πια λυρικές κορδέλες και τραγούδια, αλλά κάτι από την αμεσότητα της προφορικής ομιλίας, ένας λόγος γυμνός, μια κουβέντα ανθρώπινη. Όχι πια πετάγματα της φαντασίας και χείμαρρος εικόνων, αλλά μια έκφραση της εμπειρίας που μας καίει, του καημού που μας τρώει. Μια μετατόπιση από το συμβολισμό στο ρεαλισμό, από τη λυρική στη δραματική διάθεση, από τη φαντασία στην εμπειρία. [...]
    Ο στίχος κυλάει κανονικά, χωρίς έξαρση, χωρίς μετατοπίσεις λέξεων, δίχως τη μέθη των επιφωνημάτων. Μένεις με την εντύπωση πως ο ποιητής στέκεται δίπλα σου και σου μιλάει, πως έχει να σου ψιθυρίσει κάτι που μπορεί να ενδιαφέρει κι εσένα. Καμιά διάθεση να εντυπωσιάσει, μονάχα η ανάγκη να μιλήσει, να πει σε κάποιον την ιστορία του. Κι αυτό συνεχίζεται από τα πρώτα ποιήματά του ως τα τελευταία, με μια προσπάθεια για μια όσο γίνεται πυκνότερη λιτότητα. [...]
    Ο Αναγνωστάκης μας μίλησε για το τσάκισμα μιας πίστης, ύστερα από όνειρα και αγώνες για μια καλύτερη ζωή. Μας μίλησε για τη διάψευση χιλιάδων νέων, που έλπισαν και πάλεψαν για το καλύτερο, κι ύστερα ξεπουπουλιάστηκαν με το χειρότερο τρόπο. Μας εξομολογήθηκε, τέλος, τις τύψεις και το άγχος του καθώς και την προσπάθειά του για επιβίωση ύστερα από τον κυκεώνα. Η ποίησή του από μια άποψη μοιάζει σαν ημερολόγιο μιας τραγωδίας: από τα πρόσωπα που αναφέρονται στους στίχους του άλλοι σκοτώθηκαν, άλλοι εκτελέστηκαν, άλλοι εξαφανίστηκαν ή έφυγαν, όλοι πέθαναν νέοι. Ρημάδια έγινε η εποχή εκείνη με τα λάβαρά της και τις πυρκαγιές της. Όλα στραπατσαρίστηκαν κακήν κακώς. Και η συνέχεια; Η ζωή συνεχίζεται σα να μην έγινε τίποτα, κι όσοι γλίτωσαν προσπαθούν με διάφορες αβαρίες να προσαρμοστούν στη νέα κατάσταση. [...]
    Έτσι ο Αναγνωστάκης, με τη σιγανόφωνη ποίησή του και τη διακριτική τέχνη του, ευτύχησε -σαν τον Μακρυγιάννη- να αναγάγει την εξομολόγηση της ατομικής του περιπέτειας σε ένα γενικότερο χρονικό του καιρού μας, ένα χρονικό γεμάτο έξαρση και κατάπτωση, και να εκφράσει το ψυχικό κλίμα της μεταπολεμικής γενιάς με τον πιο απέριττο και ικανοποιητικό τρόπο".

    Στα λιγοστά ποιήματα που, μέσα σε είκοσι πέντε και παραπάνω χρόνια, έγραψα, αν εξαιρέσω το πρώτο κι ένα μέρος από το δεύτερο βιβλίο μου, σε πόσα από τα υπόλοιπα δεν έσβησα την τελευταία στιγμή λέξεις, δεν αλλοίωσα έννοιες δεν αφαίρεσα ολόκληρους στίχους, γιατί υπήρχαν εκεί ίσως μερικά πράγματα που δεν έπρεπε να ειπωθούν. Πόσοι άραγε απ` αυτούς που, δίκαια, μ` έψεξαν για "χαλαρότητα στην έκφραση" για "ηθελημένη ασάφεια" για "αδιαφορία στη μορφή", υποπτεύθηκαν πως είχα πετύχει σχεδόν πάντα την καίρια λέξη, που και μόνη της μπορούσε να ανακαλέσει ένα ολόκληρο νόημα, να στήσει έναν κόσμο -και δεν την έγραψα γιατί πίστευα (ή φοβόμουνα) πως δεν έπρεπε ακόμα να γραφτεί.  
    (Σ` όλη μας τη ζωή βουλιάξαμε πολλά καράβια μέσα μας, ίσως για να μη ναυαγήσουμε μια ώρα αρχύτερα εμείς οι ίδιοι).                                              Σπαράγματα πολλαπλών αναγνώσεων στην ποίηση του Μανόλη Αναγνωστάκη της Άντειας Φραντζή, ΑΝΤΙ, 16/1/1987

    Στο έργο του Μανόλη Αναγνωστάκη συναντιούνται και συγχωνεύονται κληρονομιές του Σεφέρη (και του Καβάφη).  Όπως αναφέρει ο Vincenzo Orsina "η ύπαρξη μιας σχέσης ανάμεσα στους δύο ποιητές μας επιβεβαιώνεται και από τη σύγκριση που μπορεί να θεσπιστεί ανάμεσα στις βασανιστικές ιστορικές εμπειρίες τους (αντίστοιχα η Μικρασιατική Καταστροφή και ο εμφύλιος πόλεμος), από τις οποίες διαποτίστηκαν και οι δύο, στα βάθη του είναι τους. Σ` αυτές επιστρέφουν επίμονα και οι δύο ποιητές για να ξαναβρούν τιες ρίζες τους".
    Για τον Αναγνωστάκη. Κριτικά κείμενα
    επιλογή Νάσος Βαγενάς, Αιγαίον, Λευκωσία 1996, σελ. 217
    Γράφει ο Σεφέρης
    Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει 

    και ο Αναγνωστάκης
    Η Ελλάδα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία, τις ωραίες εκκλησιές

    Η Ελλάς των Ελλήνων. 

    Γράφει ο Σεφέρης
    Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν. Έτυχε
    να `ναι τα χρόνια δίσεχτα· πολέμοι χαλασμοί ξενιτεμοί·


    και ο Αναγνωστάκης
    Όσα επιζήσαν, εννοείται, γιατί ήρθανε βαριές αρρώστιες από τότε
    Πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιώτες·


    Γράφει ο Σεφέρης
    καμιά φορά, κοντά στη θάλασσα, σε κάμαρες γυμνές
    μ' ένα κρεβάτι σιδερένιο χωρίς τίποτε δικό μου


    και ο Αναγνωστάκης 
    ("που δανείζεται από το Σεφέρη ρυθμούς και ιδιώματα, τα οποία ανανεώνει δίνοντας έναν προσωπικό τόνο")

    Εφιάλτες,
    Στα σιδερένια κρεβάτια
    Όταν το φως λιγοστεύει
    Τα ξημερώματα. 
    Στον Νίκο Ε... 1949 

    Γράφει ο Σεφέρης
    Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν υποταχτείτε.
    Υποταχτήκαμε και βρήκαμε τη στάχτη.
    Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν αγαπήσετε.
    Αγαπήσαμε και βρήκαμε τη στάχτη.
    Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν εγκαταλείψετε τη ζωή σας.
    Εγκαταλείψαμε τη ζωή μας και βρήκαμε τη στάχτη ...


    και ο Αναγνωστάκης
    Πολλοί  μας μίλησαν επίσης για την Ε π ο χ ή
    Για των καιρών το βαρυσήμαντο
    Έπρεπε βέβαια κι εσύ πια να διαλέξεις
    Αυτό που λέμε μια συνέπεια μια ακεραιότητα
    Κάτι το ανθρώπινο με μια οποιαδήποτε τελείωση
    Ξεχνώντας τι μοιράζουμε κάθε καινούρια στιγμή.
     Eποχές 2, V

    Αυτό το τελευταίο ποίημα του Αναγνωστάκη, σύμφωνα με τον Α. Αργυρίου, "εξωτερικά μοιάζει με το πέμπτο ποίημα του Σεφέρη της ενότητας "Ο κ. Στρατής Θαλασσινός περιγράφει έναν άνθρωπο", που έχει τα ίδια τυπογραφικά γνωρίσματα (πεζόμορφο που παρεμβάλλεται ένα ποιητικό). Δεν ισχυρίζομαι ότι τα δύο αυτά αποσπάσματα είναι ισοδύναμα, απλώς επισημαίνω τη σύμπτωση μιας όμοιας τεχνικής που ανταποκρίνεται σε μια υπογράμμιση. Ένα δάνειο που αναγνωρίζεται με το στίχο

    Πολλοί μας μίλησαν επίσης για την Ε π ο χ ή

    και ενδεχομένως επιστρέφεται ως αντιδάνειο".
    Αλέξανδρος Αργυρίου, Μανόλης Αναγνωστάκης: νοούμενα και υπονοούμενα της ποίησής του
    εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα 2004, σελ. 97-98

    Τα ποιήματα του Μανόλη Αναγνωστάκη που ανθολογούνται στα Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Γυμνασίου και του Λυκείου είναι έξι:

    Γ΄ Γυμνασίου (από τη συλλογή Ο Στόχος)
    Γ΄ Λυκείου (από τη συλλογή Ο Στόχος)
    Γ΄ Λυκείου Θεωρητική Κατεύθυνση
    • Επίλογος  (από  τη συλλογή Ο Στόχος)
    • Στον Νίκο Ε... 1949  (από τη συλλογή Παρενθέσεις)

    ΔΗΜΗΤΡΑ ΜΗΤΤΑ: Ο Μανόλης Αναγνωστάκης στο σχολείο.  
    Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ», τχ. 121 (Ιούλιος-Αύγουστος-Σεπτέμβριος 2005), σελ. 443-454

    ΟΙ ΝΙΚΗΤΕΣ
    -στη μνήμη του Μανόλη Αναγνωστάκη-

    Ο Θεσσαλονικιός φιλόλογος, συγγραφέας, συνθέτης και ερμηνευτής Θωμάς Κοροβίνης έγραψε ένα τραγούδι αφιερωμένο "στη μνήμη του Μανόλη Αναγνωστάκη", με τον τίτλο "ΟΙ ΝΙΚΗΤΕΣ" που υπάρχει στο cd "ΤΟ ΚΕΛΙ". Όπως αναφέρεται στην εισαγωγή του βιβλίου-cd, "Το τραγούδι αντιστρατεύεται την ιστορικά καθιερωμένη εκδοχή ότι οι φερόμενοι ως "νικητές", οι κατ` ουσίαν εξουσιαστές και καπηλευτές των ιδεών, των αξιών και των κοινωνικών αγώνων είναι οι κερδισμένοι, καθώς η ζωή δείχνει πως οι άλλοι, οι "ηττημένοι", δεν είναι οι χαμένοι αλλά οι μόνοι που υπηρετούν την ουσία της, φυλάνε τις αξίες της, και σε κάποιους απ` αυτούς εναπόκειται η όποια  ελπίδα ανατροπής των κατεστημένων".