▲▲ Μεταπολεμική ποίηση
ΠΗΓΗ ΕΙΚΟΝΑΣ https://neoplanodion.gr/tag/%CF%80%CE%BF%CE%AF%CE%B7%CF%83%CE%B7/
Η μεταπολεμική ποίηση
ΠΗΓΗ http://www.greek-language.gr/digitalResources/literature/education/literature_history/search.html?details=105
Η μεταπολεμική ποίηση
ΠΗΓΗ http://www.greek-language.gr/digitalResources/literature/education/literature_history/search.html?details=105
Η μεταπολεμική ποίηση ξεχωρίζει από την προηγούμενη ποιητική γενιά σε πολλά. Διαλέγω παρακάτω διακριτικούς της χαρακτήρες, που ο συνδυασμός τους οδηγεί ίσως σε αναγνώριση ενός ποιητικού προσώπου:
1. Ο όγκος της μεταπολεμικής ποίησης έχει πολλαπλασιαστεί σε σχέση με της προηγούμενης περιόδου.
2. Για τη μεταπολεμική ποιητική γενιά έχει, νομίζω, ατονίσει η προηγούμενη αξιολογική κλίμακα, που απένεμε στους ποιητές πρωτεία και δευτερεία. Στην μεταπολεμική περίοδο λίγοι πια ή και κανένας δε ρωτά ποιος είναι ο πρώτος, ο δεύτερος και ο τρίτος της ποιητικής γενιάς. Αν ο Αναγνωστάκης ξεπερνά το Σαχτούρη, και ο Σινόπουλοςτον Αναγνωστάκη. Σχηματοποιώντας θα έλεγα ότι στη θέση μιας αξιολογικής κλίμακας αριστοκρατικής, έχουν ιδρυθεί οι νόμοι μιας αρχόμενης ποιητικής δημοκρατίας.
3. Η προηγούμενη πρόταση συνεπάγεται έναν τρίτο χαρακτήρα της μεταπολεμικής ποίησης. Το αναγνωστικό της κοινό αναφέρεται πια λιγότερο στα πρόσωπα των ποιητών, και περισσότερο στα ποιήματά τους. Ξεχωρίζει ώριμα ποιήματα, και όχι ώριμους ποιητές. Κάνει επιλογή ποιημάτων, και όχι εκλογή ποιητών.
4. Οι περισσότεροι από τους μεταπολεμικούς ποιητές έχουν εμπλακεί στα πολιτικά πράγματα του τόπου πολύ πιο δραστικά από τους πρόδρομούς τους. Απόρροια αυτής της πολιτικής (συχνά και κομματικής) σύμπραξής τους είναι και η κατάργηση του αισθητικού διλήμματος της προηγούμενης γενιάς: αστράτευτη ή στρατευμένη τέχνη. Γιατί οι σημαντικότεροι μεταπολεμικοί ποιητές, άμεσα ή έμμεσα, είναι πολιτικοί ποιητές και η πλειοψηφία τους κατοικεί το χώρο της νεοελληνικής αριστεράς: παρακολουθεί από μέσα τις περιπέτειες και τις ταλαντεύσεις της. Συχνά μάλιστα οι μεταπολεμικοί πολιτικοί ποιητές μας υποχρεώνονται να συσχετίσουν την προσωπική τους ποιητική ευαισθησία με την ιδεολογική συνοχή και την κομματική ορθοδοξία του χώρου που πολιτικά υπερασπίζονται. Κι αυτός ο συσχετισμός δεν είναι διόλου απλός· κάποτε γίνεται πραγματικά δραματικός, και οπωσδήποτε συνεπάγεται προβλήματα καινούργια και δύσκολα τόσο για την ποίηση όσο και για την πολιτική. Έτσι, πιστεύω, προέκυψε ο βαθύτερος χαρακτήρας της μεταπολεμικής ποίησης: η ιδιάζουσα δηλαδή ποιητική και πολιτική ηθική της. […]
Δ.Ν. Μαρωνίτης, Ποιητική και πολιτική ηθική. Πρώτη μεταπολεμική γενιά. Αλεξάνδρου-Αναγνωστάκης-Πατρίκιος, Κέδρος, Αθήνα 1995 (4η έκδ.), 14-15.
Οι πρωτοποριακές ποιητικές εμπειρίες της Μεταπολεμικής Γενιάς οφείλονται κατά κύριο λόγο στη βαρυΐσκιωτη αειθαλή Γενιά του ’30: ο Σεφέρης, ο Εμπειρίκος, ο Εγγονόπουλος, ο Ρίτσος, ο Ελύτης αμεσότερα, πιο απόμακρα ο Παπατσώνης και πιο οικεία ο Βρεττάκος, ο Γκάτσος και ο κύκλος του Κοχλία με ουράνιο κέντρο τον Σαραντάρη και γήινο τον Πεντζίκη, αποτελούν αμφίρροπους πόλους έλξης και απώθησης, αναστολών και ανταγωνισμού. Σημαντική γοητεία ασκούν ο Καβάφης και ο Σικελιανός (όχι, νομίζω, ο Βάρναλης ή ο Καζαντζάκης ως ποιητές) και βέβαια το ίνδαλμα του Καρυωτάκη. Από τους παλαιότερους, θαρρώ πως μόνον ο Σολωμός και ο Κάλβοςδιαβάζονται με κάποια προσοχή — και ως ένα βαθμό το δημοτικό τραγούδι, κυρίως χάρη στον Λόρκα και τον λαϊκισμό της Αριστεράς.
Γ.Π. Σαββίδης, «Το στίγμα της πρώτης μεταπολεμικής ποιητικής Γενιάς», Η ελληνική ποίηση. Ανθολογία. Γραμματολογία, επιμ. Αλέξανδρος Αργυρίου, τ. Ε΄, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1990 (3η έκδ.), 626.
Οι μεταπολεμικοί ποιητές ξεκινούσαν λοιπόν από τη μαθητεία στην παράδοση, την οποία διεύρυναν σταδιακά σε σχέση με το υπάρχον οπτικό πεδίο της αγωνιστικής και της κοινωνικής ποίησης. Αυτή η διεύρυνση εκδηλώθηκε σε συνάρτηση με τη δεξίωση ορισμένων ξένων ποιητών στον ελληνικό χώρο, όπως ήταν κυριότερα ο F. G. Lorca και ο Vl. Majakovski, οι οποίοι προβλήθηκαν εν μέρει ως πρότυπα και εν μέρει ως ιδεολογικές μορφές που οριοθετούσαν τις σύγχρονες λογοτεχνικές κατευθύνσεις. Το έργο του δολοφονημένου από τους φασίστες Ισπανού ποιητή αποτέλεσε ένα είδος υποδείγματος για τη θεματική, τη γλώσσα και τη λυρική υφή της πρώτης ποιητικής παραγωγής, που συνέδεε τη λαϊκότητα με την κοινωνική ευαισθησία των μεταπολεμικών ποιητών. Η δεξίωση του Βλ. Μαγιακόβσκι είχε προηγηθεί χρονικά και είχε δοθεί έμφαση στο επαναστατικό περιεχόμενο των κοινωνικών μηνυμάτων που έφερνε η ποίησή του. […]
Μερικότερες επιδράσεις άσκησαν οι Γάλλοι ποιητές της Αντίστασης (P. Eluard, L. Aragon, κ.ά.) που συνδύασαν τον κοινωνικό ρεαλισμό με τη συναισθηματική προσφορά στα αγωνιστικά ιδεώδη. Παρατηρείται όμως γενικότερα μια συνάρθρωση αυτού του κοινωνικού ρεύματος, που εκφράστηκε στη συνέχεια και με άλλες μικρότερης σημασίας απηχήσεις, όπως, π.χ., του Τούρκου ποιητή Ν. Χικμέτ και του Λατινοαμερικάνου P. Neruda, με την ελληνική εκδοχή που έδινε η οδηγητική φυσιογνωμία του Γ. Ρίτσου, και ιδιαίτερα με την άμεση επίδραση που αυτός ασκούσε στους νέους ποιητές. Όπως χαρακτηριστικά τη συναντάμε στις πρώτες ποιητικές συλλογές του Τ. Λειβαδίτη, Μάχη στην άκρη της νύχτας, Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας (1952) και στο Χωματόδρομο (1954) του Τ. Πατρίκιου.
Μετά τη διάσπαση του κινήματος, οι αρνητικές επενέργειες μιας γενικής αίσθησης ήττας εγκλιματίστηκαν στη μεταπολεμική πολιτική κίνηση. Πλάι στο κοινωνικό άχθος του συλλογικού υποκειμένου βρήκε την έκφρασή του και το υπαρξιακό άγχος του ατόμου, που έβγαινε καθημαγμένο από τη δοκιμασία, τη βία και την αλλοτριωτική επίδραση της κυρίαρχης ιδεολογίας. Δεν είναι πάντα η θέληση λίγη, όταν και ο πόνος είναι μεγάλος. Αυτός ο «κοινωνικός πόνος» του ανθρώπου και των πραγμάτων σφράγισε τις ημέρες και τα έργα των μεταπολεμικών ποιητών, καθώς το αρχικό όραμα που ενέπνεε το ξεκίνημά τους γνώρισε σταδιακά την έκπτωση κάτω από την πίεση των αρνητικών εξωτερικών εξελίξεων.
[…]
Συγχρόνως όμως οι μεταπολεμικοί ποιητές περνούσαν από την επίδραση στην αναζήτηση προγόνων ποιητών. Έτσι, από τη μια μεριά αυξανόταν προοδευτικά το ενδιαφέρον τους για το κέντρο της ευρωπαϊκής παράδοσης που ασκούσε καθολική επίδραση στις διάφορες περιφερειακές δυνάμεις της ποιητικής παραγωγής, και από την άλλη έφταναν έγκαιρα στη μαθητεία του Κ.Π. Καβάφη.
Από την αγγλοσαξωνική παράδοση του Τ.Σ. Έλιοτ και του Ezra Pound αξιοποίησε έντεχνα ο Τ. Σινόπουλος ως τις εκλεκτικές προσεγγίσεις «ωραίων ή συγγενικών» ποιητών, όπως οι: A. McLeish, E. Lee Masters, W.H. Auden, St. Spender, S. Keyes, D. Thomas, R. Alberti, κ.ά., που μετέφρασε ο Κλ. Κύρου, διαμορφωνόταν ένα πολυφωνικό πεδίο αναφοράς για τις ερασιτεχνικές (με τη διπλή σημασία του όρου) αναζητήσεις των μεταπολεμικών ποιητών. Αναζητήσεις που εκδηλώθηκαν σε συνάρτηση με την προσωπική ιδιοσυγκρασία και την αναφορά της στην ελληνική παράδοση, όπως εκφράστηκε με το ποιητικό δίπολο του Δ. Σολωμού και του Α. Κάλβου, αλλά κυρίως όπως σηματοδοτήθηκε ιδεολογικά και ποιητικά από τον Κ. Καρυωτάκη και τον Κ.Π. Καβάφη.
Δώρα Μέντη, Μεταπολεμική πολιτική ποίηση. Ιδεολογία και ποιητική, Κέδρος, Αθήνα 1995, 53-58.
[…] Διαμορφωμένη μέσα στην αιματηρή δεκαετία του 1940, η πρώτη μεταπολεμική γενιά εκδηλώνεται πνευματικά σε μια στιγμή όπου ο εμφύλιος δίνει τη θέση του στον ψυχρό πόλεμο, ενώ οι κοινωνικές, πολιτικές και ιδεολογικές συγκρούσεις κακοφορμίζουν. Με τέτοιους όρους, η κριτική δεν μπορεί να έχει διαφορετική μοίρα από τη λεγόμενη δημιουργική λογοτεχνία ή, γενικότερα, από την όλη ελληνική πραγματικότητα. Το φαινόμενο είναι γνωστό· θα το ονόμαζα, για να συνεννοούμαστε, ιδεολογική υπερφόρτιση. Τίποτε φυσικότερο, σε μια εποχή όπου οι αντιμαχόμενες παρατάξεις υποβλέπονται, με το δάχτυλο στη σκανδάλη. Αν η λογοτεχνία (επομένως και η λογοτεχνική κριτική) φορτώνεται με ευθύνες και με ενοχές, είναι γιατί όχι μόνο έχει να πληρώσει ξένες αμαρτίες, αλλά και γιατί, στην ουσία, έχει να παίξει έναν ρόλο αντιφατικό: από τη μια μεριά να εκμηδενιστεί, να υποταχθεί και να χειραγωγηθεί, δηλαδή να πάψει να είναι λογοτεχνία ή λογοτεχνική κριτική, κι από την άλλη να μεγιστοποιηθεί, να γιγαντομαχήσει και να υπερβεί τις δυνατότητές της, κινητοποιώντας τις μάζες ή ανατρέποντας καθεστώτα. Κάποιες λέξεις της εποχής, η «στράτευση», η «αλλοτρίωση» ή το «παράλογο» αποτελούν επαρκείς σηματοδότες.
Εννοείται ότι αυτή η ιδεολογική υπερφόρτιση εκφράζεται ταυτόχρονα με άμεσο και έμμεσο τρόπο. Αν το καλοσκεφτούμε, όλα τα λογοτεχνικά περιοδικά της δεκαετίας του ’50 και του ’60 περικλείουν, σε υπέρμετρο βαθμό, ιδεολογικές καταδηλώσεις ή συνδηλώσεις. […]
Παν. Μουλλάς, «Ο κριτικός λόγος της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς». Παλίμψηστα και μη. Κριτικά δοκίμια, Στιγμή, Αθήνα 1992, 206-207.
Το 1963 στην Επιθεώρηση Τέχνης, ο ποιητής και δοκιμιογράφος Βύρων Λεοντάρης τιτλοφορούσε κριτικά του σχόλια σε συλλογές ποιημάτων ως «Η ποίηση της ήττας», και με ικανοποιητική επιχειρηματολογία, συγκρίνοντας συλλογές ποιητών του ίδιου ιδεολογικού πεδίου, υποστήριζε ότι τα νεότερα έργα τους, διαφοροποιημένα από τα αρχικά, άφηναν την
αίσθηση ότι ο σημερινός άνθρωπος βγαίνει καθημαγμένος από μια ήττα, που δεν σημαδεύει ανεξίτηλα μονάχα τον ελληνικό χώρο, αλλά είναι γενικότερα ήττα της ανθρωπότητας, του πολιτισμού.
[…]
Ας μου επιτραπεί […] να συνοψίσω, προφανώς απλοποιώντας τα μη απλοποιήσιμα. Έχομε τη διάζευξη αντιστασιακή ποίηση και ποίηση της ήττας. Και αν την εντοπίσομε χρονικά: ποίηση που παράγεται (α) μετά την Κατοχή, από το 1945 και έπειτα, και υμνεί την Αντίσταση επί γερμανικής Κατοχής (1941-1944) και το πνεύμα που την εμψύχωνε, και (β) η ποίηση που γράφεται μετά το 1956, ή και αργότερα, κατεβάζει τους ηρωικούς τόνους, μειώνει το επαναστατικό της ήθος και φορτίζεται με δραματικούς τόνους που παραπέμπουν έμμεσα σε υπαρξιακές (απο)γνώσεις. Το σημαντικό είναι ότι τα ίδια πρόσωπα πρωταγωνιστούσαν και στην πρώτη φάση και στη δεύτερη, παρ’ όλο που οι δύο καταστάσεις εξέφραζαν ασύμβατες συμπεριφορές […] Η αντιδιαστολή μάλιστα της νέας εκφοράς λόγου με το προγενέστερο αντιστασιακό φρόνημα χαρτογραφούσε, για τους επαρκείς αναγνώστες, με σαφήνεια τα νέα δεδομένα. Η ήττα δεν αφορούσε καμία συγκεκριμένα πολιτική ή στρατιωτική ήττα, περιπτώσεις που μόνο τη νεοελληνική πραγματικότητα αφορούσαν. […]
Πώς τώρα εγγράμματοι λόγιοι κατάφεραν να διαβάσουν τον όρο και να τον συνδέσουν με τη στρατιωτική ήττα του αριστερού κινήματος, αποτελεί υπόθεση που δεν οφείλεται σε συνειδητούς παραχαράκτες […] αλλά σε αναγνώστες με μειωμένες πληροφορίες. Ενδεχομένως μπορώ να υποθέσω και ότι ανταποκρινόταν στην αίσθηση του αριστερού πολίτη που υφίστατο μια μητριά πολιτεία σε όλο το μοχθηρό μεγαλείο της νικήτριας παράταξης.
[…]
Αλέξανδρος Αργυρίου, «Η ποίηση της ήττας». Μανόλης Αναγνωστάκης. Νοούμενα και υπονοούμενα της ποίησής του, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 2004, 149-153.
Οι νέοι που μοίραζαν στις κατεχόμενες πόλεις προκηρύξεις, έγραφαν στους τοίχους αντιφασιστικά συνθήματα, μετέδιναν με τα χωνιά τα νέα απ’ τα μέτωπα του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου, πολεμούσαν στα αντάρτικα τμήματα και στους μαχητικούς σχηματισμούς των πόλεων, μέλη οι περισσότεροι της Ενιαίας Πανελληνικής Οργάνωσης Νέων, βγήκαν από το τετράχρονο αυτό σχολείο ώριμοι από μικροί, εξοικειωμένοι με τις σκληρές προσπάθειες ενός πολέμου. Απ’ αυτούς προέρχεται η νέα ποιητική γενιά. Μια ενδεικτική απαρίθμηση μας δίνει τις ακόλουθες χρονολογίες γεννήσεως: Γ. Σαραντής 1919, Τ. Λειβαδίτης 1922, Μ. Κατσαρός 1921, Κ. Κύρου 1921, Κ. Κουλουφάκος 1921, Ά. Αλεξάνδρου 1922, Μ. Αναγνωστάκης 1925, Β. Θεοδώρου 1926, Τ. Πατρίκιος 1928… Μερικοί απ’ τους ποιητές αυτούς (οι περισσότεροι ήταν φοιτητές στο πανεπιστήμιο και σε άλλες σχολές) δημοσίεψαν τα πρώτα ποιήματά τους και πολύ λίγοι πρόλαβαν να τυπώσουν την πρώτη τους συλλογή. Από τους δρόμους που απλόχερα άνοιγε μπροστά η Μοίρα («Η Μοίρα μας ανοίγεται θαυμάσια: εδώ δρόμος, από κει επίσης δρόμος», Μ. Αναγνωστάκης, Συνέχεια ΙΙ) διάλεξαν εκείνον που δεν παρείχε «καμμία σίγουρη εναλλαγή», το δρόμο που πήγαινε στη φυλακή, στην εξορία, στο βουνό με τους αντάρτες.
Σόνια Ιλίνσκαγια, Η μοίρα μιας γενιάς. Συμβολή στη μελέτη της μεταπολεμικής πολιτικής ποίησης στην Ελλάδα, μεταφρ. επιμέλεια Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, Κέδρος, Αθήνα 2004 (5η έκδ.), 38.
[…] Τα παιδιά που γεννήθηκαν στη δεκαετία του τριάντα άρχισαν να παίρνουν συνείδηση του κόσμου μέσα στον πόλεμο, στην κατοχή και στην αντίσταση. Μπήκαν στην εφηβεία τους στα χρόνια του εμφύλιου και ανδρώθηκαν στη διάρκεια της μετεμφύλιας ψυχροπολεμικής περιόδου. Γνώρισαν την αναλαμπή του 1-1-4 και αμέσως μετά έζησαν το κλίμα της εφτάχρονης δικτατορίας και της μεταπολίτευσης. Η μεταπολίτευση τα βρήκε να υποσκελίζουν το μεσοστράτι της ζωής τους. Για κάθε γενιά, φυσιολογικά, έρχεται κάποτε η ώρα να πάρει τη σκυτάλη από την προηγούμενη, να την προωθήσει στο μέτρο των δυνάμεών της και να την παραδώσει αργότερα στην επόμενη. Εννοώ τη σκυτάλη του ρόλου της μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι του τόπου της. […] Η γενιά όμως για την οποία μιλώ, όπως θα φάνηκε από την παραπάνω απαρίθμηση των συνθηκών, έζησε μέσα σε καταστάσεις ανώμαλες. Καταστάσεις που, αν εξαιρέσουμε το πολύ σύντομο διάστημα του 1-1-4, της στέρησαν ουσιαστικά κάθε ενεργό ρόλο στο ιστορικό γίγνεσθαι της χώρας. Κι αυτό σημαίνει ότι ως γενιά δεν πήρε ποτέ θέση στο προσκήνιο της ιστορικής συνέχειας. […] έζησε σ’ ένα περιβάλλον που της στέρησε τη δυνατότητα να δραστηριοποιηθεί δημιουργικά. Πορεύτηκε λοιπόν σαν παρίας της ιστορίας. Και είναι σαν να παίχτηκε πάνω στο σώμα της μια παρτίδα αλλότριων σκοπών. Από την παρτίδα αυτή θα πρέπει να εξαιρεθεί η πρώτη μεταπολεμική γενιά. Η γενιά που στην πλειονότητά της αγωνίστηκε για μια στιγμή για τη δικαίωση των πόθων και των ονείρων της, αλλά ατύχησε. Η δεύτερη μεταπολεμική γενιά αισθάνθηκε αλληλέγγυα και, συναισθηματικά, πολύ κοντά στην πρώτη. Με τη διαφορά ότι η πρώτη, έστω και για λίγο, ανέβηκε στη σκηνή κι έζησε έντονα το ρόλο του πρωταγωνιστή της ιστορίας. Κάτι που σημάδεψε ανεξίτηλα τον ψυχισμό της και την ξεχωρίζει ευδιάκριτα από τη δεύτερη. Η κριτική έχει επισημάνει την ιστορική ιδιαιτερότητα της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς. Για τον παραμερισμό της από τα συντελούμενα στον καιρό της χαρακτηρίστηκε «χαμένη γενιά», ενώ η κατάσταση μέσα στην οποία πορεύτηκε θεωρήθηκε παθολογική.
Γιώργος Αράγης, «Εισαγωγή». Ανέστης Ευαγγέλου, Η δεύτερη μεταπολεμική γενιά (1950-1970). Ανθολογία, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1994, 25.
Η ποιητική γενιά του τριάντα δεν καλλιέργησε τον λυρικό λόγο τόσο εμφαντικά όσο η προηγούμενή της γενιά του είκοσι. Πάντως τον καλλιέργησε αρκετά και τον υποστήριξε θεωρητικά. Η πρώτη μεταπολεμική γενιά υπήρξε ασφαλώς λιγότερο λυρική από τη γενιά του τριάντα και θεωρητικά δεν διεκδίκησε λυρικές δάφνες. Θα ’ταν ωστόσο δύσκολο ν’ αρνηθεί κανείς πως το έργο του Βαρβιτσιώτη, του Δημάκη, του Γεραλή, του Δικταίου, του Λειβαδίτη, της Βότση, του Αλεξάνδρου κι ακόμα των Αθανασούλη, Παπαδίτσα, Αναγνωστάκη, Καρούζου, δεν έχει λυρικό υπόστρωμα. Αυτή η φθίνουσα τροχιά του λυρικού λόγου, από τη γενιά του είκοσι ως την πρώτη μεταπολεμική, συνεχίζεται και κορυφώνεται στη δεύτερη μεταπολεμική γενιά. Λέω κορυφώνεται γιατί φαίνεται πως στους νεότερους έχουμε μάλλον ανάκαμψη. Αντιστρόφως ανάλογη πορεία, από εκείνη του λυρισμού, ακολούθησε ο ρηματικός λόγος, που έγινε έντονα αισθητός στην πρώτη μεταπολεμική γενιά και κυριάρχησε στη δεύτερη. Είναι λόγος αδρός, ευθείας αναφορικότητας, που στηρίζεται εκφραστικά στο ρήμα και στο ουσιαστικό. Ενώ αντίθετα παρουσιάζει υποβαθμισμένο το ρόλο του επιθέτου και είναι σε μεγάλο βαθμό ασύμβατος με την περίτεχνη διατύπωση, καθώς επίσης με την αισθηματολογία και την ωραιολογία. […]
Γιώργος Αράγης, «Εισαγωγή». Ανέστης Ευαγγέλου, Η δεύτερη μεταπολεμική γενιά (1950-1970). Ανθολογία, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1994, 47-48.
Από την άποψη της θεματογραφίας, της γλώσσας και της ποιητικής, οι δύο μεταπολεμικές γενιές δεν παρουσιάζουν έκδηλη διαφοροποίηση. Στη μεγάλη τους πλειονότητα χρησιμοποιούν τον ελεύθερο στίχο, αντιμετωπίζουν όμως κριτικά το μοντερνιστικό πνεύμα της γενιάς του 1930. […] Η γλώσσα της μεταπολεμικής ποίησης είναι λιτή, σχεδόν εξισώνεται με τον καθημερινό προφορικό λόγο, αποβλέποντας στην επικοινωνία. Δεν λείπουν βέβαια και τα προσωπικά γλωσσικά ιδιώματα ορισμένων ποιητών, που επιδιώκουν τη σύνδεση με την παράδοση (π.χ., Μάρκος Μέσκος), αποδίδουν τη γραφειοκρατική γλώσσα της σύγχρονης ζωής (π.χ., Μανόλης Αναγνωστάκης, Κική Δημουλά) ή δηλώνουν υφολογικά τη συγγένειά τους με ποιητές-προγόνους, όπως τον Κ. Π. Καβάφη και τον Κ. Γ. Καρυωτάκη.
Δώρα Μέντη, Λεξικό της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Πρόσωπα. Έργα. Ρεύματα. Όροι, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2007, 1407.
[…] Θρεμμένοι από τις αγωνίες του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, της Κατοχής και του Εμφυλίου, καθώς και από την ταραγμένη περίοδο του 1950 και του 1960, οι πρώτοι και οι δεύτεροι μεταπολεμικοί, οι οποίοι σε πολλές περιπτώσεις συμπορεύονται τόσο από την άποψη του χρόνου εμφάνισης όσο και από την άποψη του θεματικού προσανατολισμού, ολοκληρώνουν στη μεταπολίτευση και ώς το τέλος του αιώνα, περνώντας έτσι και στις ημέρες μας, μια πορεία που εκκινεί από την καρδιά του συλλογικού, για να σταθμεύσει συχνά και στην περίμετρό του, χωρίς να κατευθυνθεί, ωστόσο, ποτέ έξω από τα όριά του. Αποθαρρυμένοι από την περίτρανη ήττα της ηθικής συνείδησης μετά τη δραματική εμπειρία του ναζισμού, ιδιαίτερα επιφυλακτικοί ως προς τη δυνατότητα της Αριστεράς να παίξει τον ρόλο μιας ριζικά ανανεωτικής και ζωογόνας δύναμης ικανής να αλλάξει όντως τον κόσμο και πρόθυμοι να μιλήσουν με μια χαμηλόφωνη και συγκρατημένα ελλειπτική γλώσσα, ταιριαστή με τις περιοριστικές συνθήκες τις οποίες νιώθουν σαν καυτή ανάσα στον σβέρκο τους, πολλοί από τους εκπροσώπους της πρώτης και της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς δεν θα διστάσουν να ταυτίσουν τη μοίρα της ποίησης με τη μοίρα μιας κοινωνίας που αδυνατεί να ξεφύγει από τη διάψευση, το συνεχές κατρακύλισμα των αξιών και, εντέλει, τη διά βίου ακύρωση των μελών της. Παράλληλα, βέβαια, με αυτή την τροχιά θα διαμορφωθούν και άλλες, αρκετά διαφορετικές και σαφώς πιο εσωτερικές τάσεις: από τις φωνές του μεταφυσικού, του υπαρξιακού και του ερωτικού άγχους και τον καθαρό, καταστατικού προορισμού λυρισμό ώς την υποβλητική ατμόσφαιρα της κρυπτικής γραφής ή τις ποικίλες μεταϋπερρεαλιστικές δοκιμές και προσπάθειες. […]
Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, «Διαδρομές της γενιάς του 1970. Από τη νεανική εξωστρέφεια στην ωριμότητα της εσωτερικής περιπλάνησης». Για μια ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας του εικοστού αιώνα. Προτάσεις
ανασυγκρότησης, θέματα και ρεύματα. Πρακτικά συνεδρίου στη μνήμη του Αλέξανδρου Αργυρίου. Ρέθυμνο 20-22 Μαΐου 2011, επιμ. Αγγέλα Καστρινάκη, Αλέξης Πολίτης, Δημήτρης Τζιόβας, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης – Μουσείο Μπενάκη, Ηράκλειο 2012, 369-370.
Μεταπολεμική Ποίηση
ΠΛΑΙΣΙΟ
Η μεταπολεμική λογοτεχνία εμφανίζεται από τα πρώτα χρόνια της κατοχής και είναι έντονα επηρεασμένη από τα πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα της εποχής. Η γερμανική κατοχή, η αντίσταση στον κατακτητή, ο εμφύλιος που ακολούθησε, οι κοινωνικές και πολιτικές αντιθέσεις, τα σοβαρά οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα αφήνουν το στίγμα τους και στο χώρο των Γραμμάτων. Μεγάλο μέρος της μεταπολεμικής λογοτεχνίας είναι έντονα πολιτικοποιημένο και οι συγγραφείς είναι κυρίως αριστερής ιδεολογίας. Παράλληλα, εμφανίζονται άλλα ρεύματα, όπως το νεοϋπερρεαλιστικό και το υπαρξιακό, που εκφράζουν νέες τάσεις και ανάγκες της εποχής.
ΧΡΟΝΙΚΑ ΟΡΙΑ
Αν και τα χρονικά όρια είναι εντελώς εξωτερικά και η διαίρεση των λογοτεχνών σε κατηγορίες εξυπηρετεί περισσότερο μεθοδολογικούς σκοπούς, θα μπορούσαμε χονδρικά να κατατάξουμε τους μεταπολεμικούς ποιητές σε δύο γενιές.
· Στην πρώτη υπάγονται αυτοί που εξέδωσαν την πρώτη ποιητική συλλογή τους μετά το 1940 και
· στη δεύτερη όσοι εξέδωσαν στη δεκαετία 1955-1965. Στη σύγχρονη λογοτεχνία εντάσσονται ποιητές που γράφουν μετά το 1965.
ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ
Η μεταπολεμική ποίηση στο σύνολό της, παρ’ όλες τις επιμέρους διαφοροποιήσεις, παρουσιάζει κάποια κοινά χαρακτηριστικά. Κατ’ αρχάς ο όγκος της ποιητικής παραγωγής έχει αυξηθεί και δύσκολα μπορεί κάποιος να διακρίνει ηγετικές φυσιογνωμίες. Υπάρχει μια ενιαία ποιητική φωνή και ενότητα θεμάτων, λόγω κυρίως της έντονης πολιτικοποίησης των μεταπολεμικών ποιητών. Την χαρακτηρίζει επίσης μια τραγική σοβαρότητα και ένα κλίμα κατάθλιψης και απαισιοδοξίας, χωρίς να λείπει από ορισμένους ποιητές μια ρομαντική τρυφερότητα.
ΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ Α ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗΣ ΓΕΝΙΑΣ
Στην ποίηση της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς μπορούμε σε γενικές γραμμές να ξεχωρίσουμε τις εξής τάσεις:
α) την αντιστασιακή ή κοινωνική, όπου κυριαρχεί το όραμα για έναν κόσμο πολιτικά και κοινωνικά δικαιότερο (βλ. Άρης Αλεξάνδρου, Μανόλης Αναγνωστάκης, Μιχάλης Κατσαρός,Τάκης Σινόπουλος, Θανάσης Κωσταβάρας, Τάσος Λειβαδίτης, Τίτος Πατρίκιος, κ.ά),
β) την νεοϋπερρεαλιστική, όπου οι ποιητές ανανεώνουν και προωθούν σημαντικά την υπερρεαλιστική ποίηση του μεσοπολέμου (Ελένη Βακαλό, Νάνος Βαλαωρίτης, Έκτωρ Κακναβάτος, Μίλτος Σαχτούρης κ.ά).
γ) την υπαρξιακή ή μεταφυσική, στην οποία οι ποιητές καταπιάνονται με υπαρξιακά ζητήματα και καταγράφουν την μεταφυσική αγωνία του ανθρώπου μπροστά στο θάνατο (βλ. Νίκος Καρούζος, Όλγα Βότση, Γιώργης Κότσιρας).
ΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ Β ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗΣ ΓΕΝΙΑΣ
Οι ποιητές της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς παρουσιάζονται ψυχολογικά διαφοροποιημένοι από τους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου, αφού οι περισσότεροι είτε δεν έζησαν είτε δεν διαδραμάτισαν λόγω της ηλικίας τους κάποιο ρόλο στα γεγονότα της δεκαετίας του ’40. Εμφανίζονται σε μια περίοδο, κατά την οποία ο ψυχρός πόλεμος εξακολουθεί να απειλεί την ειρήνη. Ζουν σε μια μεταβατική εποχή, όπου το ηρωικό κλίμα έχει καταπέσει και η πολιτικοκοινωνική ζωή της χώρας δεν έχει σταθεροποιηθεί. Αναγκάζονται να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες και να καταφύγουν στη διερεύνηση περισσότερο του εσωτερικού τους χώρου για να εκφράσουν τις τραυματικές τους εμπειρίες. Έχουν βαθιά την αίσθηση της διάψευσης των οραμάτων τους και αρνούνται να συμμετάσχουν στο πολιτικοκοινωνικό παιχνίδι. Τα κείμενά τους, που έχουν στις περισσότερες περιπτώσεις βιωματικό χαρακτήρα, επανέρχονται περισσότερο σε θέματα υπαρξιακά, όπως η μοναξιά, η περιθωριοποίηση και τα ψυχολογικά αδιέξοδα και λιγότερο πολιτικά. Επηρεασμένοι από την ποίηση κυρίως του Καρυωτάκη καλλιεργούν έναν αντιλυρικό λόγο, ενώ είναι έντονα κριτικοί και σκεπτικιστές. Αναφέρουμε ενδεικτικά τους Κατερίνα Αγγελάκη –Ρουκ, Ανδρέα Αγγελάκη, Νίκο Γρηγοριάδη, Κική Δημουλά, Μάνο Ελευθερίου, Βασίλη Καραβίτη, Κυριάκο Χαραλαμπίδη, Ντίνο Χριστιανόπουλο, Λουκά Κούσουλα.
ΠΟΙΗΤΕΣ ΤΗΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ ΤΟΥ 70
Οι ποιητές της δεκαετίας του ’70 αλλά και οι μετά από αυτούς δεν επηρεάστηκαν από τους μεταπολεμικούς ποιητές, γι’ αυτό ακολουθούν μια δική τους ποιητική πορεία. Μεγαλώνουν κατά την ψυχροπολεμική κυρίως περίοδο και σε μια εποχή οικονομικής ανάπτυξης, όπου ο καταναλωτισμός αρχίζει ως φαινόμενο να κάνει την εμφάνισή του στην ελληνική κοινωνία. Επιπρόσθετα, η περίοδος της δικτατορίας (1967-1964), η τραγωδία της Κύπρου (1974) με όλα τα αρνητικά συνεπακόλουθα επηρεάζουν την γραφή τους, η οποία διακρίνεται για την επαναστατικότητά της και την αντίθεσή της σε κάθε μορφής κατεστημένο. Η εριστικότητα του ύφους, που εκφράστηκε με τον σαρκασμό, την ειρωνεία και τη ρεαλιστική γλώσσα, είχε ως στόχο την αμφισβήτηση κάθε κατεστημένης αξίας, γι’ αυτό και οι ποιητές της περιόδου αυτής ονομάστηκαν και ποιητές της αμφισβήτησης. Αναφέρουμε ενδεικτικά τους ποιητές: Νάσο Βαγενά, Γιάννη Βαρβέρη, Μιχάλη Γκανά, Τζένη Μαστοράκη, Μαρία Λαϊνά, Αντώνη Φωστιέρη, Κώστα Παπαγεωργίου.
Πηγή: potheg.gr
TΑ ΡΕΥΜΑΤΑ ΣΤΗ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ· «Η ΜΕΤΑ-ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑ»
Στην ποίηση που γράφεται μετά τον πόλεμο από τις λεγόμενες μεταπολεμικές γενιές [ποιητές που γεννήθηκαν την δεκαετία του 1920 και του 1930] υπάρχουν δύο
τάσεις- διακλαδώσεις:
α. Αυτή που κινείται στο κλίμα του μετασυμβολισμού [του ανανεωμένου συμβολισμού]
β Αυτή που κινείται στο κλίμα του ανανεωμένου υπερρρεαλισμού [ή μεταϋπερρεαλισμού/ νεοϋπερρεαλισμού] και επηρεάζεται από τις πρωτοπορίες.
ΜΕΤΑΜΟΝΤΕΡΝΑ ΠΟΙΗΣΗ
Οι λεγόμενες γενιές του ΄70 και του ΄80 δημοσιεύουν ποιήματα τους τα τελευταία τριάντα περίπου χρόνια του 20ου αιώνα.
Δεν φαίνεται να έχουν κοινό συλλογικό όραμα , αλλά κοινούς προβληματισμούς που απορρέουν από την εποχή που ζουν [εποχή της αποθέωσης της μαζικής λαϊκής κουλτούρας, της τεχνολογίας και των ηλεκτρονικών υπολογιστών, των κινητών τηλεφώνων, της δυναστείας των ΜΜΕ]. Δεν επιθυμούν να ενταχθούν σε κάποιο κίνημα, όλα δείχνουν ένα κλίμα απροσδιοριστίας που συνδέεται με τον κίνημα του μεταμοντερνισμού.
« η έννοια του μεταμοντέρνου χρησιμοποιήθηκε προκειμένου να περιγράψει μια ευρύτερη διαδικασία πολιτικών, κοινωνικών και πολιτισμικών μετατοπίσεων και αλλαγών, που για ορισμένους συνιστούν τη σύγχρονη μορφή πραγμάτωσης του μοντέρνου κοσμοειδώλου, ενώ για κάποιους άλλους συνεπάγονται την αποδιάρθρωση και την κατάρρευσή του. Τα πολιτικά, πολιτισμικά και καλλιτεχνικά κινήματα των δεκαετιών του 1960 και του 1970, ο φεμινισμός, η οικολογία, τα κινήματα για τις εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, η απόρριψη της εθνοκεντρικής κουλτούρας, η σύγχρονη μαζική δημοκρατία, η εγκατάλειψη των αιτιοκρατικών συστημάτων από τις ίδιες τις φυσικές επιστήμες, η κρίση του υποκειμένου και η αυστηρή κριτική στον ορθολογισμό σηματοδοτούν όλα τη μετάβαση από τη μοντέρνα στη μεταμοντέρνα εποχή, η οποία άλλοτε θεωρείται ως συνέχεια και άλλοτε ως αναίρεση της προηγούμενης»
Γιάννης Ν. Παρίσης, Λεξικό της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Πρόσωπα. Έργα. Ρεύματα. Όροι, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2007, 1401-1402
Μετασυμβολισμός
|
Μεταϋπερρεαλισμός
|
Μεταμοντερνισμός
| |
Γενιά
|
Πρώτη και δεύτερη μεταπολεμική γενιά
|
Πρώτη μεταπολεμική γενιά
|
Ποιητές της δεκαετίας του 70
|
Εκπρόσωποι
|
Α Μ. Γενια
Άρης Αλεξάνδρου, Μανόλης Αναγνωστάκης , Τάσος Λειβαδίτης, Τάσος Καρβέλης, Μιχάλη Κατσαρός, Τίτος Πατρίκιος, Γιώργης Παυλόπουλος, Κλείτος Κύρου, Τάκης Σινόπουλος, Νίκος Καρούζος, Όλγα Βότση, Κώστας Μόντης, Νίκος Φωκάς, Θανάσης Κωσταβάρας
Β. Μ Γενιά
Κική Δημουλά, Βασίλης Καραβίτης, Σπύρος Τσακνιάς, Τάσος Κόρφης, Ζέφη Δαράκη, Κατερίναι Αγγελάκη Ρουκ, Νίκος Χριστιανόπουλος, Μάνος Ελευθερίου κλπ
|
Α.Μ. Γενιά
Δημήτρης Παπαδίτσας, Έκτορ Κακναβάτος, Νάνος Βαλαωρίτης, Ελένη Βακαλό, Μίλτος Σαχτούρης, Λύντια Στεφάνου, Γιάννης Δάλλας, Γιώργης Παυλόπουλος,Νίκος Καρούζος, Τάκης Σινοπουλος
ΒΜ Γενιά
Δεν θα συναντήσουμε πολλούς αμιγώς υπερρεαλιστές…
μεταϋπερρεαλιστικές τάσεις: Ντίνος Χριστιανόπουλος, Γιώργος Λιάκος, Νίκος Γρηγοριάδης, Κική Δημουλά, Θωμάς Γκόρπας, Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ κά.
|
Νάσος Βαγενάς, Γιάννης Βαρβέρης, Μιχάλης Γκανά, Τζένη Μαστοράκη,Μαρία Λαϊνά Αντώνης Φωστιέρης, Κώστας Παπαγεωργίου, Αργύρης Χιόνης, Χάρης Βλαβιανός, Κώστας Γκισομούλης, Γιώργος Μπλάνας, Παντελής Μπουκάλας, Στρατής Πασχάλης κά
|
Γνωρίσματα
|
Μετασυμβολισμός = το ρεύμα που συναρμόζει αρμονικά τοσυμβολισμό [την υπαινικτική διαδοχή λέξεων και εικόνων]
με τον μοντερνισμό
[ συνειρμική λειτουργία μνήμης, αφαίρεση , επιθυμία για αναζήτηση αυθεντικής ζωής μακριά από παρελθόν].
Κύριο ποιητικό γνώρισμα η εικόνα, η παρομοίωση, η μεταφορά, η αλληγορία, τα σύμβολα.
λιτότητα εκφραστικών μέσων,
ήπιος πεζολογικός τόνος, απουσία ρητορισμού,
καθαρότητα νοημάτων [σε αντίθεση με τη ρευστότητα του συμβολισμού]
Συγκρατημένος λυρισμός
Στοχαστικός λόγος
Ρεαλιστική αντιμετώπιση των πραγμάτων.
|
Εισάγει μια νέα αισθητική όπως το μπόλιασμα του υπερρεαλισμού με τη μεταφυσική και με υπαρξιακές ανησυχίες
Ελεγμένος αυτοματισμός
Ερμητικότητα
Άλογο στοιχείο
Ο πιο ακραιφνής υπερρεαλιστής θεωρείται ο Έκτορ Κακναβάτος
|
Για τον μεταμοντερνισμό:
Εσωστρέφεια , προβολή του εγώ
Γυμνότητα και διαύγεια συναισθημάτων
Θεματική του «τίποτα»
Μηδενιστικές τάσεις
Χρήση ειρωνικής , ανατρεπτικής γλώσσας, παιγνιώδης γραφή
Ανάμειξη ειδών , τεχνικών και υφών και επιστροφή σε παραδοσιακούς εκφραστικούς τρόπους
Χρήση καθημερινού λεξιλογίου (ξενόφερτο λεξιλόγιο, βωμολοχίες κλπ]
Διασπορά νοήματος και αμφισβήτηση συνοχής νοήματος
Συντομία
Αναζήτηση προκλητικών τίτλων κά
|
· ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΊΑ: Αγάθη Γεωργιάδου[2005] Η ποιητική περιπέτεια, Αθήνα, Μεταίχμιο
ΔΕΣ ΚΑΙ https://slideplayer.gr/slide/11131445/
ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ
Will Bullas
ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ
Κρίσεις για την πρώτη μεταπολεμική γενιά
«…Αν οι νεωτερικοί ποιητές του μεσοπολέμου είχαν ως πρότυπά τους τους ξένους ποιητές
που έγραφαν στις δικές τους γλώσσες, οι ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς είχαν
ως πρότυπά τους το έργο των νεωτερικών ποιητών του μεσοπολέμου, που έδινε λύσεις
στην ίδια τους τη γλώσσα […]. Κοιτάζοντας τα πρώιμα δείγματα γραφής των εκπροσώ
πων της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, που με την αμεσότητά τους μας δείχνουν πιο καθα
ρά τις βιωματικές καταβολές αυτής της γενιάς, διαπιστώνουμε πόσο έζησαν σε διαφορετικό
κλίμα, μέσα στο οποίο είχαν πάψει να λειτουργούν κάποιες από τις κοινωνικές και ιδεολο
γικές σταθερές, που άγγιζαν ακόμα τη γενιά του μεσοπολέμου, έστω και αν επιδίωκε να τους
δώσει καινούριο φωτισμό.
Η νέα τότε γενιά έβλεπε τα πράγματα με άλλη κλίμακα. Η Μικρασιατική Καταστροφή και
ο Διχασμός υπήρξαν γι’ αυτή μακρινό παρελθόν. Οι άμεσες επιπτώσεις τους, περασμένες
μέσα στους αλλοπρόσαλλους προσανατολισμούς της πολιτικής και ιδεολογικής εξουσίας,
δημιουργούσαν τους όρους για μια αμφισβήτηση των κάθε λογής μορφωμάτων, που κρέμο
νταν από ένα διάτρητο ουρανό. Τα εφηβικά τους χρόνια, όσοι γεννήθηκαν ως το 1922, θα τα
περάσουν μέσα στο ζόφο της δικτατορίας του 1936 […]. Η αντίδραση των νέων της επο
χής εκείνης σε μια κατάσταση εξανδραποδισμού ήταν φυσιολογική και αυθόρμητη […].
Ας παρακολουθήσομε όμως πιο γενικά τη συνέχεια των γεγονότων που ζει η γενιά αυτή. Ο
πό
λεμος της Αλβανίας βρίσκεται έξω από τις άμεσες εμπειρίες της (τρεις εξαιρέσεις). Φυσι
κά, ζουν την ατμόσφαιρα των μετόπισθεν, όπου φτάνει και το αντιφασιστικό φρόνημα που
θερμαίνει τους εφέδρους και τους οπλίτες του πολέμου […] Όταν αρχίζει η περίοδος
της Κατοχής, το πνεύμα της αντίστασης που αναπτύσσεται δεν είναι οργανωτικά είναι όμως
ψυχολογικά προετοιμασμένο […].
Αν ζητούσαμε να δούμε το έργο των πεζογράφων της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς και
όχι το έργο των αντίστοιχων ποιητών, θα διαπιστώναμε πιο άμεσα σε τι μεγάλο ποσοστό
όλα αυτά τα γεγονότα και η ατμόσφαιρα που εκπορευόταν από αυτά τους σταύρωσαν ανεξίτη
λα, αποτέλεσαν το βιωματικό υλικό τους και διαμόρφωσαν τις συνειδήσεις τους. Με τους ποιη
τές το φαινόμενο αυτό γίνεται λιγότερο ευανάγνωστο […]. περνάει στην ποίηση ό,τι είναι
ανταλλάξιμο ποιητικά. Όμως γενικά σε όλους τους ποιητές της γενιάς αυτής έχομε, τουλά
χιστον κάποτε, εμφανείς της επιπτώσεις των εμπειριών της κατοχικής και της πρώτης μετα
πολεμικής περιόδου. Και δεν πρόκειται για μια εντύπωση που μπορεί να χρεωθεί ως υποκει
μενική. Ακόμη και μερικοί από τους πιο ερμητικούς ποιητές, που ο προβληματισμός τους
θεωρήθηκε ως αποκλειστικά υπαρξιακός, παρουσίασαν σε πολύ μεταγενέστερες εκδό
σεις τους, κυρίως μετά την προσωρινή ‘άνοιξη’ του 1964-65, και πολύ περισσότερο μετά την
έξοδο από τη δικτατορία του 1967, ποιήματά τους που δείχνουν την ψυχική τους συμμετο
χή στο πνεύμα της κατοχικής αντίστασης».
(Α. Αργυρίου, Η Ελληνική Ποίηση, Ανθολογία-Γραμματολογία, Σοκόλης, Αθήνα, 1982, Εισα
γω
γή, σελ. 7-17)
«…Προτείνω λοιπόν, για να προσδιορίσουμε τα χρονολογικά όρια της Πρώτης
Μεταπολεμικής Γενιάς, να χρησιμοποιήσουμε δύο αντικειμενικά κριτήρια: α) χρονολογία
γέννησης, και β) χρονολογία έκδοσης πρώτης συλλογής […]. Πιο συγκεκριμένα: προτείνω
να συμπεριλάβουμε κατ’ αρχήν στη Γενιά μόνον όσους ενηλικιώθηκαν από το 1939 ως το
1949, δηλαδή τους γεννημένους από το 1918 ως το 1928 (όπως έχει ήδη προτείνει ο Αργυ
ρίου), και με τον όρο ότι εξέδωσαν την πρώτη συλλογή τους μετά το 1940 […] Αν δεχτού
με προσώρας την ληξιαρχική οριοθέτηση αυτής της γενιάς ανάμεσα στα τέλη του Α΄ Παγκό
σμιου Πολέμου και στις αρχές της θρυλικής πρωθυπουργίας του Βενιζέλου, και την ενηλικίω
σή της ανάμεσα στις αρχές του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου και στα τέλη του Εμφυλίου,
μπορούμε να επισημάνουμε με σχετική ακρίβεια ορισμένες κοινές ιστορικές εμπειρίες των
ποιητών που μας απασχολούν εδώ:
α) Παιδική και εφηβική ηλικία σημαδεμένες από τον Διχασμό, την Μικρασιατική Καταστρο
φή και τη Δικτατορία της 4ης Αυγούστου, καθώς και από την Σοβιετική Επανάσταση, την
διεθνή οικονομική κρίση, την αποτυχία της Κοινωνίας των Εθνών, την εξάπλωση του
Φασισμού και την σκιά του επερχόμενου Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. β) Εφηβική και πρώτη
ηλικία σημαδεμένες από τον Πόλεμο, την Κατοχή, τον Εμφύλιο και την πυρηνική ισορροπία
του Τρόμου […]. γ) Πρώτη και μέση ώριμη ηλικία σημαδεμένες από την αμερικανική οικονο
μική και πολιτικοστρατιωτική διείσδυση, τις διασπάσεις του κομμουνιστι-κού κόσμου, το κακο
φόρμισμα του Κυπριακού και τη Δικτατορίας της 21ης Απριλίου […].
Ας επιχειρήσουμε τώρα να συνοψίσουμε κάποιες πιο συγκεκριμένες κοινές πολιτισμι
κές εμπειρίες της Πρώτης Μεταπολεμικής Ποιητικής Γενιάς. α) Βασικά πολιτισμικά κέντρα
των ποιητών μας είναι κατά πρώτο λόγο η ολοένα πιο κοσμοπολίτικη και μεσανατολίτικη
Αθήνα, μα και σε σημαντικό βαθμό η εγκαρδιότερη και βαλκανικότερη Θεσσαλονίκη.
β) Αν οι περισσότεροι από τους ποιητές τούτης της γενιάς, έχουν κάνει πανεπιστημιακές
σπουδές στην Αθήνα, ή στη Θεσσαλονίκη, ελάχιστοι προχώρησαν σε μεταπτυχιακό επίπεδο.
Παρενθετικά, υπενθυμίζω τον κοινό τόπο ότι η ποιητική αυτή γενιά εκκολάφθηκε κυρίως
από τρία περιοδικά: Τα Νέα Γράμματα, τα Ελεύθερα Γράμματα και τον Κοχλία. Το σχήμα
αυτό βολεύει για τη χοντρική υποδιαίρεση των ποιητών σε τρία ιδεολογικά ρεύματα
(σουρρεαλισμός, μαρξισμός, υπαρξισμός)…
γ) Γλωσσικά, η Πρώτη Μεταπολεμική Γενιά γνωρίζει ακόμα καλά την καθαρεύουσα, κά
μποσα αρχαία ελληνικά και λιγότερα λατινικά. Η δημοτική θεωρείται αυτονόητη για τη λο
γοτεχνία και σκόπιμη για την πολιτική...
δ) Οι πρωτοποριακές ποιητικές εμπειρίες της Μεταπολεμικής Γενιάς οφείλονται κατά κύριο
λόγο στη βαρυίσκιωτη αειθαλή Γενιά του ’30: ο Σεφέρης, ο Εμπειρίκος, ο Εγγονόπουλος, ο Ρί
τσος, ο Ελύτης αμεσότερα, πιο απόμακρα ο Παπατσώνης και πιο οικεία ο Βρεττάκος, ο Γκά
τσος και ο κύκλος του Κοχλία […].
…Κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της Πρώτης Μεταπολεμικής Ποιητικής Γενιάς συνωστί
ζονται ακόμα στη συνείδησή μου. Συμπαθάτε με λοιπόν αν τα απαριθμήσω με την μεγαλύτε
ρη
δυνατή συντομία:
α) Απουσία, ίσως εσκεμμένη ηγετικών φυσιογνωμιών […]
β) Μικροαστική και μεσοαστική προέλευση […]
γ) Ποιητική εργασία κατά κανόνα σε ελάσσονα κλίμακα, δηλ. συνήθως σύντομα, ολιγόλογα
αν όχι πάντοτε πυκνά ποιήματα […]
δ) Τόνος βασικά ελεγειακός και σώστροφος, χωρίς ωραιοπάθεια, ενίοτε δηκτικός ή σαρκα
στικός, σπανιότατα ειρωνικός ή σατιρικός, σχεδόν ποτέ υπεροπτικός, ευφρόσυνος ή παιχνιδιά
ρικος.
ε) Εκλεκτική αφομοίωση της νεοτερικής ερμητικής που είχε καθιερωθεί από την Γενιά του
’30. Μερική εμβάθυνση και εικονοπλαστική ανανέωσή της, χωρίς λεκτικούς ή μετρικούς ριζο
σπαστισμούς αλλά κάποτε με νέα τόλμη στη σύνταξη και στην δομή […]».
(Γ.Π. Σαββίδης, “Το στίγμα της πρώτης μεταπολεμικής ποιητικής γενιάς”, Συμπόσιο Νεοελλη
νικής Ποίησης, Παν. Πατρών, Ιούλιος 1981)
«[…] Στην εξέλιξή της όμως μετά το 1950 η γενιά αυτή πιστοποιεί ότι δεν ακολουθεί δε
σμευμένη ακόμα ούτε και τους νεωτερικούς ποιητές του μεσοπολέμου, στις καθα
ρές και πάγιες μορφές τους. Διαμορφώνεται από τους τελευταίους, δέχεται τις ριζοσπα
στικές αντιλήψεις τους για την τέχνη, αλλά διαφέροντας μ’ αυτούς ως προς το γενικό ύφος ζω
ής πλάθει ανάλογα τα δικά της εκφραστικά μέσα για να μεταδώσει τα ιδιαίτερα μηνύματά
της […]. Πιστεύω ότι η πρώτη μεταπολεμική γενιά πολύ περισσότερο από τους νεωτερικούς
του μεσοπολέμου, συλλαμβάνει καίρια τη δυσαρμονία που υπάρχει ανάμεσα σ’ αυτό που
πράττει και σ’ εκείνο που βλέπει γύρω της. Από δω αναβρύζει και η σύγχρονη αίσθηση του
τραγικού, γιατί οι ποιητές αυτοί, νιώθουν ξένοι στον τόπο τους, μολονότι ζουν μέσα του […].
Η πολυσπερμία των ποιητικών φωνών και υφών δηλώνει κι αυτή σε τελευταία ανάλυ
ση μια ηθική, πολιτική και καλλιτεχνική στάση: αντίκρυ στη συμβατική μορφή της ζωής
μετά τις πολεμικές περιπέτειες όπου κυριαρχεί η σκοτεινότητα, οι μεταπολεμικοί ποιητές κατα
λαβαίνουν ή νιώθουν πως δεν μπορεί να υπάρξει, ότι δεν πρέπει τελικά να υπάρξει, ένα καθο
λικό ή κυρίαρχο ύφος […]».
(Α. Ζήρας, “Όρια και ορισμοί στην ποίηση της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς”, Συμπόσιο
Νεοελληνικής Ποίησης, Παν. Πατρών, Ιούλιος 1981)
Κρίσεις για τη δεύτερη μεταπολεμική γενιά
«Οι ποιητές της Β΄ Μεταπολεμικής Γενιάς εμφανίζονται στα Γράμματα σιωπηλά, όταν
η εκτυφλωτική φωταψία του οράματος μιας άλλης πραγματικότητας έχει εξαφανιστεί, αφή
νοντας πίσω της την οδυνηρή αίσθηση της ματαίωσης. Εμφανίζονται, με άλλα λόγια, τη
στιγμή που το αντιστασιακό, αγωνιστικό ρίγος των λίγο μεγαλύτερων ομοτέχνων τους έχει
αρχίσει να μετατρέπεται σε αγωνία, ενίοτε υπαρξιακών διαστάσεων, για την αντιμετώπιση
του παρόντος, παράλληλα με την παγίωση της διαβρωτικής συνείδησης ότι “ο θάνατος και
η φθορά του ανθρώπου δεν αντισταθμίζεται με καμιά λυτρωτική μελλοντολογία”. Ότι “η
πορεία της επανάστασης και η πορεία του ανθρώπου δεν ταυτίζονται” […].
Οι ποιητές της Β΄ Μεταπολεμικής γενιάς εμφανίζονται -κι αυτοί- ηττημένοι, χωρίς ωστόσο
να
έχουν δώσει καμιά ένοπλη ή -τουλάχιστον προς το παρόνιδεολογικής υφής μάχη […]. Κι ό
μως, οι συνέπειες της συντριβής αυτού του οράματος τους κατατρέχουν και τους ταλανίζουν,
ως εάν ήταν κι αυτοί στον ίδιο βαθμό συνυπεύθυνοι […]. Η παθητική βίωση των γεγο
νότων και η, ως ένα σημείο συνακόλουθη, άμεση ή έμμεση αναγωγή τους στο επίπεδο του
μύθου, σε συνδυασμό με την εγγενή ή επιγενόμενη εσώστροφη διάθεση των ποιητών
της Β΄ Μεταπολεμικής γενιάς -διάθεση από την οποία εκπηγάζει η συχνά εκδηλωνό
μενη ανάγκη για μοναχικές εξομολογήσεις, σχετικά με ό,τι αποτελεί τον πυρήνα της τραυμα
τικής τους μνήμης-, φορτίζει τον ποιητικό τους λόγο συναισθηματικά και συγκινησια
κά, τον καθιστά πραγματικό “συγκινησιακό ισοδύναμο της σκέψης” τους και συντελεί
στη διαμόρφωση μιας γλώσσας αυτοβιογραφικής: στη συναισθηματική μετάδοση της εμπειρίας του ιστορικού γίγνεσθαι».
(Κ.Γ. Παπαγεωργίου, Η Ελληνική Ποίηση, Ανθολογία-Γραμματολογία, Σοκόλης, Αθήνα,
2002,
Εισαγωγή, σελ. 11-104)
«1) Ιστορικές συνθήκες. Όσοι γεννήθηκαν στη δεκαετία του τριάντα άρχισαν να αποκτούν
συνείδηση του κόσμου μέσα στον πόλεμο, στην Κατοχή και στην Αντίσταση. Μπήκαν στην
εφηβεία τους στα χρόνια του Εμφύλιου και ανδρώθηκαν στη διάρκεια της μετεμφυλια
κής ψυχροπολεμικής περιόδου. Γνώρισαν την αναλαμπή του 1-1-4 και αμέσως μετά έζη
σαν το κλίμα της εφτάχρονης δικτατορίας και της μεταπολίτευσης. Η μεταπολίτευση
τους βρήκε να υποσκελίζουν το μεσοστράτι της ζωής τους. Για κάθε γενιά, φυσιολογικά, έρ
χε
ται κάποτε η ώρα να πάρει τη σκυτάλη από την προηγούμενη, να την προωθήσει στο μέτρο
των δυνάμεων της και να την παραδώσει αργότερα στην επόμενη. Εννοώ τη σκυτάλη του
ρόλου της μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι του τόπου της. Έρχεται δηλαδή η ώρα που παίρνει
στα χέρια της την τύχη και την ευθύνη του εαυτού της και του τόπου της. Φυσιολογικά έτσι
συμβαίνει. Η γενιά όμως για την οποία μιλώ, όπως θα φάνηκε από την παραπάνω απαρίθμη
ση των συνθηκών, έζησε μέσα σε καταστάσεις ανώμαλες. Καταστάσεις που, αν εξαιρέσουμε
το πολύ σύντομο διάστημα του 1-1-4, της στέρησαν ουσιαστικά κάθε ενεργό ρόλο στο ιστο
ρικό γίγνεσθαι της χώρας. Κι αυτό σημαίνει ότι ως γενιά δεν πήρε ποτέ θέση στο προσκήνι
ο της ιστορικής συνέχειας. Η ποιοτική πλευρά της πραγματικότητας αυτής, πέρα από τις
εξω
τερικές συνθήκες, είναι ότι οι όροι για μια οποιαδήποτε θετική δράση υπήρξαν, γενικά
και ειδικά, αρνητικοί. Γιατί το ζήτημα δεν είναι ότι απλώς η δεύτερη μεταπολεμική γενιά
δεν ανέβηκε στο προσκήνιο της ιστορίας. Είναι ότι έζησε σ’ ένα περιβάλλον που της
στέρησε τη δυνατότητα να δραστηριοποιηθεί δημιουργικά. Πορεύτηκε λοιπόν σαν παρί
ας της ιστορίας. […]. Για τον παραμερισμό της από τα συντελούμενα στον καιρό της χαρακτη
ρίστηκε ‘χαμένη γενιά’, ενώ η κατάσταση μέσα στην οποία πορεύτηκε θεωρήθηκε παθολογι
κή.
Η συμπεριφορά των ποιητών. Φαίνεται πως η έλλειψη ιστορικής δράσης είχε εξαιρετικέ
ς παρενέργειες πάνω στους ανθρώπους του ηλικιακού φάσματος που ονομάζουμε δεύτε
ρη μεταπολεμική γενιά. Έτσι τουλάχιστον μπορεί να σκεφτεί κανείς όταν αναλογίζεται την
ιδιόρρυθμη συμπεριφορά των ποιητών που ανήκουν στο συγκεκριμένο ηλικιακό φάσμα.
Κοιτάζοντας την πολιτεία αυτών των ποιητών στον τομέα της λογοτεχνικής κίνησης παρα
τηρούμε ότι παρουσιάζει δυο έκδηλα χαρακτηριστικά: έλλειψη ομαδικής δραστηριότητας
και περιορισμένη διακίνηση του έργου τους. Είχα σημειώσει άλλοτε πως η δεύτερη μεταπολε
μική γενιά καθώς βρέθηκε από νωρίς έξω από το ιστορικό παιχνίδι, δεν είχε καμιά δυνατό
τητα ομαδικής δράσης. Πράγμα που σημαίνει αναγκαστικά έλλειψη ομαδικής ζωής και μάλι
στα σ’ όλα τα επίπεδα, όπως λ.χ. στο πνευματικό. Δεν είναι π.χ. τυχαίο ότι ποτέ δεν εκπροσω
πήθηκε από ένα περιοδικό, μια κίνηση, μια δραστηριότητα με διάρκεια κτλ. Πράγματι,
στον τομέα της λογοτεχνικής κίνησης δεν υπήρξαν αντιπροσωπευτικές εκδηλώσεις της δεύτε
ρης μεταπολεμικής γενιάς».
(Γ. Αράγης, Προσεγγίσεις, Πατάκης, Αθήνα, 1996, Εισαγωγή, σελ. 9-54, ιδιαίτερα 11-13)
Κρίσεις για τη γενιά του ’70
«Συνοψίζοντας τα όσα ως τώρα επισημάνθηκαν, με την πρόθεση να εντοπισθούν οι παράγο
ντες και τα στοιχεία εκείνα πού, κατά κύριο λόγο, συνετέλεσαν στην δημιουργία και στην
διάπλαση των χαρακτηριστικών του προσώπου της ποιητικής γενιάς του ’70, όπως αυ
τά εκδηλώνονται στα ποιητικά δείγματα κάποιων εκπροσώπων της, προχωρώ στην απα
ρίθμηση τους, ακολουθώντας χρονολογική και όχι αξιολογική σειρά: Οι παράγοντες και
τα στοιχεία που, πρωτίστως, συνέβαλαν στην διαμόρφωση του χαρακτήρα και των χαρα
κτηριστικών του προσώπου της ποιητικής γενιάς του ’70 είναι:
α) Η τραυματική επίδραση που άσκησε το μετεμφυλιακό-ψυχροπολεμικό κλίμα της δεκαε
τίας του ’50 στον εύπλαστο-εύθραυστο ψυχισμό των ποιητών που βρίσκονται στην κρισιμό
τατη καμπή της παιδικής έως προεφηβικής περιόδου της ζωής τους.
β) Η έμμεση, διά μέσου του προφορικού-αφηγηματικού, κυρίως, λόγου, πληροφόρηση-γνώ
ση συγκλονιστικών γεγονότων, με αποτέλεσμα την διαμόρφωση μιας μυθοποιημένης-
μυθοποιητικής - ανεξαρτήτως ιδεολογικών, συναισθηματικών κ.λπ. αποκλίσεων - ιστορικής
αντίληψης.
γ) Ο συγκεχυμένος, απροσδιόριστος φόβος - προϊόν του εντονότατου μετεμφυλιακού ψυχρο
πολε
μικού κλίματος της εποχής - ο οποίος, ενίοτε, αγγίζει τα όρια του πανικού· μετατρέπεται σε
ανεξήγητη αίσθηση πανικού ή επενεργεί ως υποφώσκον κακό.
δ) Η παθητικότητα μπροστά σ’ ένα πυρετωδώς “ανοικοδομούμενο” περιβάλλον και
η συνακόλουθη αυτής της παθητικότητας - συνεπικουρούντων, βεβαίως, και άλλων τινών
- διαδικασία ανάπτυξης ενός μηχανισμού απώθησης ορμών και τάσεων πρωτογενών και δευ
τε
ρογενών - επιγενομένων.
ε) Ο κοινωνικός προβληματισμός αυτών των ποιητών, που αρχίζει να διαφαίνεται κατά τις
αρχές της δεκαετίας του ’60, συχνά μάλιστα εκδηλωνόμενος και με την ένταξη αρκετών
απ’ αυτούς σε προοδευτικές νεολαίες. Προβληματισμός που προκαλεί και τα πρώτα συνε
ιδησιακά-υπαρξιακά ρήγματα στον ψυχισμό των νέων ποιητών και αλλοιώνει, καταργεί,
μάλλον, την σχέση τους με την καλπαζόντως και πληθωριστικώς αναπτυσσόμενη νεοελληνική
κοινωνία. Και
στ) Η οδυνηρή εμπειρία της δικτατορίας του ’67. Εμπειρία, η οποία έχει ως συνέπεια την
εμφαντικώς διαδηλωνόμενη και συχνότατα επιδεικνυόμενη διαφοροποίηση από κά
θε μορφή και έκφανση του κατεστημένου, καθώς και την σταδιακή αποφόρτιση-απογύμνω
ση της γενικώς αντιστασιακής στάσης και συμπεριφοράς των ενηλίκων, ήδη, ποιητών της
γενιάς του ’70, από τα παντός είδους στεγανά των ιδεολογικών σχημάτων, προσχημά
των και των ιδεολογημάτων. Η δικτατορία, αυτή καθεαυτή, αντιπαρατίθεται, πλέον, ως
αντίπαλον εχθρικόν δέος, ενώ η αρνητική στάση και συμπεριφορά απέναντί της τηρείται ή
εκδηλώνεται εν ονόματι μιας διαρκώς διογκούμενης, πλην όμως αποχρωματισμένης, αντιεξου
σιαστικής νοοτροπίας […].
Μερικά ανακεφαλαιωτικά των όσων ως τώρα σημειώθηκαν: Η επιβολή της δικτατορίας του
’67, η οποία συμβάλλει στην ταχύτερη αποκάλυψη του πραγματικού προσώπου της,
επιφανειακώς, απαστράπτουσας “ανάπτυξης” και, εμφαντικώς, προβαλλόμενης κα
ταναλωτικής “ευημερίας” της νεοελληνικής κοινωνίας. Όποτε και η αρνητική στάση και,
ενγένει, συμπεριφορά των ποιητών της γενιάς του ’70 επικεντρώνεται στο τερατώδες σύ
μπλεγμα που συνθέτουν ο στρατός και ο, παντοιοτρόπως, κακοφορμισμένος καταναλωτι
σμός · τουτέστιν, η φανερή και η συγκαλυμένη βία —οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Και είναι σ’ αυτό ακριβώς το σημείο που προβάλλει επιτακτικά το σημαντικότατο και
καίριο, κατά την γνώμη μου, ερώτημα: Τι ήταν αυτό που, πρωτίστως, εξέφραζε η γενιά
του ’70 με την πρώιμη ποιητική παραγωγή της; Άρνηση ή αμφισβήτηση; Και, το επίσης σημα
ντικότατο, πώς εκδηλώνεται η μια· πώς η άλλη· ποιες είναι οι προϋποθέσεις για την διαμόρ
φωση της μιας και ποιες για τη διαμόρφωση της άλλης».
(Κ.Γ. Παπαγεωργίου, Η Γενιά του ’70, Κέδρος, Αθήνα, 1989, σελ. 22-24, 27-28)
Κρίσεις για την πρώτη μεταπολεμική γενιά
«…Αν οι νεωτερικοί ποιητές του μεσοπολέμου είχαν ως πρότυπά τους τους ξένους ποιητές
που έγραφαν στις δικές τους γλώσσες, οι ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς είχαν
ως πρότυπά τους το έργο των νεωτερικών ποιητών του μεσοπολέμου, που έδινε λύσεις
στην ίδια τους τη γλώσσα […]. Κοιτάζοντας τα πρώιμα δείγματα γραφής των εκπροσώ
πων της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, που με την αμεσότητά τους μας δείχνουν πιο καθα
ρά τις βιωματικές καταβολές αυτής της γενιάς, διαπιστώνουμε πόσο έζησαν σε διαφορετικό
κλίμα, μέσα στο οποίο είχαν πάψει να λειτουργούν κάποιες από τις κοινωνικές και ιδεολο
γικές σταθερές, που άγγιζαν ακόμα τη γενιά του μεσοπολέμου, έστω και αν επιδίωκε να τους
δώσει καινούριο φωτισμό.
Η νέα τότε γενιά έβλεπε τα πράγματα με άλλη κλίμακα. Η Μικρασιατική Καταστροφή και
ο Διχασμός υπήρξαν γι’ αυτή μακρινό παρελθόν. Οι άμεσες επιπτώσεις τους, περασμένες
μέσα στους αλλοπρόσαλλους προσανατολισμούς της πολιτικής και ιδεολογικής εξουσίας,
δημιουργούσαν τους όρους για μια αμφισβήτηση των κάθε λογής μορφωμάτων, που κρέμο
νταν από ένα διάτρητο ουρανό. Τα εφηβικά τους χρόνια, όσοι γεννήθηκαν ως το 1922, θα τα
περάσουν μέσα στο ζόφο της δικτατορίας του 1936 […]. Η αντίδραση των νέων της επο
χής εκείνης σε μια κατάσταση εξανδραποδισμού ήταν φυσιολογική και αυθόρμητη […].
Ας παρακολουθήσομε όμως πιο γενικά τη συνέχεια των γεγονότων που ζει η γενιά αυτή. Ο
πό
λεμος της Αλβανίας βρίσκεται έξω από τις άμεσες εμπειρίες της (τρεις εξαιρέσεις). Φυσι
κά, ζουν την ατμόσφαιρα των μετόπισθεν, όπου φτάνει και το αντιφασιστικό φρόνημα που
θερμαίνει τους εφέδρους και τους οπλίτες του πολέμου […] Όταν αρχίζει η περίοδος
της Κατοχής, το πνεύμα της αντίστασης που αναπτύσσεται δεν είναι οργανωτικά είναι όμως
ψυχολογικά προετοιμασμένο […].
Αν ζητούσαμε να δούμε το έργο των πεζογράφων της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς και
όχι το έργο των αντίστοιχων ποιητών, θα διαπιστώναμε πιο άμεσα σε τι μεγάλο ποσοστό
όλα αυτά τα γεγονότα και η ατμόσφαιρα που εκπορευόταν από αυτά τους σταύρωσαν ανεξίτη
λα, αποτέλεσαν το βιωματικό υλικό τους και διαμόρφωσαν τις συνειδήσεις τους. Με τους ποιη
τές το φαινόμενο αυτό γίνεται λιγότερο ευανάγνωστο […]. περνάει στην ποίηση ό,τι είναι
ανταλλάξιμο ποιητικά. Όμως γενικά σε όλους τους ποιητές της γενιάς αυτής έχομε, τουλά
χιστον κάποτε, εμφανείς της επιπτώσεις των εμπειριών της κατοχικής και της πρώτης μετα
πολεμικής περιόδου. Και δεν πρόκειται για μια εντύπωση που μπορεί να χρεωθεί ως υποκει
μενική. Ακόμη και μερικοί από τους πιο ερμητικούς ποιητές, που ο προβληματισμός τους
θεωρήθηκε ως αποκλειστικά υπαρξιακός, παρουσίασαν σε πολύ μεταγενέστερες εκδό
σεις τους, κυρίως μετά την προσωρινή ‘άνοιξη’ του 1964-65, και πολύ περισσότερο μετά την
έξοδο από τη δικτατορία του 1967, ποιήματά τους που δείχνουν την ψυχική τους συμμετο
χή στο πνεύμα της κατοχικής αντίστασης».
(Α. Αργυρίου, Η Ελληνική Ποίηση, Ανθολογία-Γραμματολογία, Σοκόλης, Αθήνα, 1982, Εισα
γω
γή, σελ. 7-17)
«…Προτείνω λοιπόν, για να προσδιορίσουμε τα χρονολογικά όρια της Πρώτης
Μεταπολεμικής Γενιάς, να χρησιμοποιήσουμε δύο αντικειμενικά κριτήρια: α) χρονολογία
γέννησης, και β) χρονολογία έκδοσης πρώτης συλλογής […]. Πιο συγκεκριμένα: προτείνω
να συμπεριλάβουμε κατ’ αρχήν στη Γενιά μόνον όσους ενηλικιώθηκαν από το 1939 ως το
1949, δηλαδή τους γεννημένους από το 1918 ως το 1928 (όπως έχει ήδη προτείνει ο Αργυ
ρίου), και με τον όρο ότι εξέδωσαν την πρώτη συλλογή τους μετά το 1940 […] Αν δεχτού
με προσώρας την ληξιαρχική οριοθέτηση αυτής της γενιάς ανάμεσα στα τέλη του Α΄ Παγκό
σμιου Πολέμου και στις αρχές της θρυλικής πρωθυπουργίας του Βενιζέλου, και την ενηλικίω
σή της ανάμεσα στις αρχές του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου και στα τέλη του Εμφυλίου,
μπορούμε να επισημάνουμε με σχετική ακρίβεια ορισμένες κοινές ιστορικές εμπειρίες των
ποιητών που μας απασχολούν εδώ:
α) Παιδική και εφηβική ηλικία σημαδεμένες από τον Διχασμό, την Μικρασιατική Καταστρο
φή και τη Δικτατορία της 4ης Αυγούστου, καθώς και από την Σοβιετική Επανάσταση, την
διεθνή οικονομική κρίση, την αποτυχία της Κοινωνίας των Εθνών, την εξάπλωση του
Φασισμού και την σκιά του επερχόμενου Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. β) Εφηβική και πρώτη
ηλικία σημαδεμένες από τον Πόλεμο, την Κατοχή, τον Εμφύλιο και την πυρηνική ισορροπία
του Τρόμου […]. γ) Πρώτη και μέση ώριμη ηλικία σημαδεμένες από την αμερικανική οικονο
μική και πολιτικοστρατιωτική διείσδυση, τις διασπάσεις του κομμουνιστι-κού κόσμου, το κακο
φόρμισμα του Κυπριακού και τη Δικτατορίας της 21ης Απριλίου […].
Ας επιχειρήσουμε τώρα να συνοψίσουμε κάποιες πιο συγκεκριμένες κοινές πολιτισμι
κές εμπειρίες της Πρώτης Μεταπολεμικής Ποιητικής Γενιάς. α) Βασικά πολιτισμικά κέντρα
των ποιητών μας είναι κατά πρώτο λόγο η ολοένα πιο κοσμοπολίτικη και μεσανατολίτικη
Αθήνα, μα και σε σημαντικό βαθμό η εγκαρδιότερη και βαλκανικότερη Θεσσαλονίκη.
β) Αν οι περισσότεροι από τους ποιητές τούτης της γενιάς, έχουν κάνει πανεπιστημιακές
σπουδές στην Αθήνα, ή στη Θεσσαλονίκη, ελάχιστοι προχώρησαν σε μεταπτυχιακό επίπεδο.
Παρενθετικά, υπενθυμίζω τον κοινό τόπο ότι η ποιητική αυτή γενιά εκκολάφθηκε κυρίως
από τρία περιοδικά: Τα Νέα Γράμματα, τα Ελεύθερα Γράμματα και τον Κοχλία. Το σχήμα
αυτό βολεύει για τη χοντρική υποδιαίρεση των ποιητών σε τρία ιδεολογικά ρεύματα
(σουρρεαλισμός, μαρξισμός, υπαρξισμός)…
γ) Γλωσσικά, η Πρώτη Μεταπολεμική Γενιά γνωρίζει ακόμα καλά την καθαρεύουσα, κά
μποσα αρχαία ελληνικά και λιγότερα λατινικά. Η δημοτική θεωρείται αυτονόητη για τη λο
γοτεχνία και σκόπιμη για την πολιτική...
δ) Οι πρωτοποριακές ποιητικές εμπειρίες της Μεταπολεμικής Γενιάς οφείλονται κατά κύριο
λόγο στη βαρυίσκιωτη αειθαλή Γενιά του ’30: ο Σεφέρης, ο Εμπειρίκος, ο Εγγονόπουλος, ο Ρί
τσος, ο Ελύτης αμεσότερα, πιο απόμακρα ο Παπατσώνης και πιο οικεία ο Βρεττάκος, ο Γκά
τσος και ο κύκλος του Κοχλία […].
…Κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της Πρώτης Μεταπολεμικής Ποιητικής Γενιάς συνωστί
ζονται ακόμα στη συνείδησή μου. Συμπαθάτε με λοιπόν αν τα απαριθμήσω με την μεγαλύτε
ρη
δυνατή συντομία:
α) Απουσία, ίσως εσκεμμένη ηγετικών φυσιογνωμιών […]
β) Μικροαστική και μεσοαστική προέλευση […]
γ) Ποιητική εργασία κατά κανόνα σε ελάσσονα κλίμακα, δηλ. συνήθως σύντομα, ολιγόλογα
αν όχι πάντοτε πυκνά ποιήματα […]
δ) Τόνος βασικά ελεγειακός και σώστροφος, χωρίς ωραιοπάθεια, ενίοτε δηκτικός ή σαρκα
στικός, σπανιότατα ειρωνικός ή σατιρικός, σχεδόν ποτέ υπεροπτικός, ευφρόσυνος ή παιχνιδιά
ρικος.
ε) Εκλεκτική αφομοίωση της νεοτερικής ερμητικής που είχε καθιερωθεί από την Γενιά του
’30. Μερική εμβάθυνση και εικονοπλαστική ανανέωσή της, χωρίς λεκτικούς ή μετρικούς ριζο
σπαστισμούς αλλά κάποτε με νέα τόλμη στη σύνταξη και στην δομή […]».
(Γ.Π. Σαββίδης, “Το στίγμα της πρώτης μεταπολεμικής ποιητικής γενιάς”, Συμπόσιο Νεοελλη
νικής Ποίησης, Παν. Πατρών, Ιούλιος 1981)
«[…] Στην εξέλιξή της όμως μετά το 1950 η γενιά αυτή πιστοποιεί ότι δεν ακολουθεί δε
σμευμένη ακόμα ούτε και τους νεωτερικούς ποιητές του μεσοπολέμου, στις καθα
ρές και πάγιες μορφές τους. Διαμορφώνεται από τους τελευταίους, δέχεται τις ριζοσπα
στικές αντιλήψεις τους για την τέχνη, αλλά διαφέροντας μ’ αυτούς ως προς το γενικό ύφος ζω
ής πλάθει ανάλογα τα δικά της εκφραστικά μέσα για να μεταδώσει τα ιδιαίτερα μηνύματά
της […]. Πιστεύω ότι η πρώτη μεταπολεμική γενιά πολύ περισσότερο από τους νεωτερικούς
του μεσοπολέμου, συλλαμβάνει καίρια τη δυσαρμονία που υπάρχει ανάμεσα σ’ αυτό που
πράττει και σ’ εκείνο που βλέπει γύρω της. Από δω αναβρύζει και η σύγχρονη αίσθηση του
τραγικού, γιατί οι ποιητές αυτοί, νιώθουν ξένοι στον τόπο τους, μολονότι ζουν μέσα του […].
Η πολυσπερμία των ποιητικών φωνών και υφών δηλώνει κι αυτή σε τελευταία ανάλυ
ση μια ηθική, πολιτική και καλλιτεχνική στάση: αντίκρυ στη συμβατική μορφή της ζωής
μετά τις πολεμικές περιπέτειες όπου κυριαρχεί η σκοτεινότητα, οι μεταπολεμικοί ποιητές κατα
λαβαίνουν ή νιώθουν πως δεν μπορεί να υπάρξει, ότι δεν πρέπει τελικά να υπάρξει, ένα καθο
λικό ή κυρίαρχο ύφος […]».
(Α. Ζήρας, “Όρια και ορισμοί στην ποίηση της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς”, Συμπόσιο
Νεοελληνικής Ποίησης, Παν. Πατρών, Ιούλιος 1981)
Κρίσεις για τη δεύτερη μεταπολεμική γενιά
«Οι ποιητές της Β΄ Μεταπολεμικής Γενιάς εμφανίζονται στα Γράμματα σιωπηλά, όταν
η εκτυφλωτική φωταψία του οράματος μιας άλλης πραγματικότητας έχει εξαφανιστεί, αφή
νοντας πίσω της την οδυνηρή αίσθηση της ματαίωσης. Εμφανίζονται, με άλλα λόγια, τη
στιγμή που το αντιστασιακό, αγωνιστικό ρίγος των λίγο μεγαλύτερων ομοτέχνων τους έχει
αρχίσει να μετατρέπεται σε αγωνία, ενίοτε υπαρξιακών διαστάσεων, για την αντιμετώπιση
του παρόντος, παράλληλα με την παγίωση της διαβρωτικής συνείδησης ότι “ο θάνατος και
η φθορά του ανθρώπου δεν αντισταθμίζεται με καμιά λυτρωτική μελλοντολογία”. Ότι “η
πορεία της επανάστασης και η πορεία του ανθρώπου δεν ταυτίζονται” […].
Οι ποιητές της Β΄ Μεταπολεμικής γενιάς εμφανίζονται -κι αυτοί- ηττημένοι, χωρίς ωστόσο
να
έχουν δώσει καμιά ένοπλη ή -τουλάχιστον προς το παρόνιδεολογικής υφής μάχη […]. Κι ό
μως, οι συνέπειες της συντριβής αυτού του οράματος τους κατατρέχουν και τους ταλανίζουν,
ως εάν ήταν κι αυτοί στον ίδιο βαθμό συνυπεύθυνοι […]. Η παθητική βίωση των γεγο
νότων και η, ως ένα σημείο συνακόλουθη, άμεση ή έμμεση αναγωγή τους στο επίπεδο του
μύθου, σε συνδυασμό με την εγγενή ή επιγενόμενη εσώστροφη διάθεση των ποιητών
της Β΄ Μεταπολεμικής γενιάς -διάθεση από την οποία εκπηγάζει η συχνά εκδηλωνό
μενη ανάγκη για μοναχικές εξομολογήσεις, σχετικά με ό,τι αποτελεί τον πυρήνα της τραυμα
τικής τους μνήμης-, φορτίζει τον ποιητικό τους λόγο συναισθηματικά και συγκινησια
κά, τον καθιστά πραγματικό “συγκινησιακό ισοδύναμο της σκέψης” τους και συντελεί
στη διαμόρφωση μιας γλώσσας αυτοβιογραφικής: στη συναισθηματική μετάδοση της εμπειρίας του ιστορικού γίγνεσθαι».
(Κ.Γ. Παπαγεωργίου, Η Ελληνική Ποίηση, Ανθολογία-Γραμματολογία, Σοκόλης, Αθήνα,
2002,
Εισαγωγή, σελ. 11-104)
«1) Ιστορικές συνθήκες. Όσοι γεννήθηκαν στη δεκαετία του τριάντα άρχισαν να αποκτούν
συνείδηση του κόσμου μέσα στον πόλεμο, στην Κατοχή και στην Αντίσταση. Μπήκαν στην
εφηβεία τους στα χρόνια του Εμφύλιου και ανδρώθηκαν στη διάρκεια της μετεμφυλια
κής ψυχροπολεμικής περιόδου. Γνώρισαν την αναλαμπή του 1-1-4 και αμέσως μετά έζη
σαν το κλίμα της εφτάχρονης δικτατορίας και της μεταπολίτευσης. Η μεταπολίτευση
τους βρήκε να υποσκελίζουν το μεσοστράτι της ζωής τους. Για κάθε γενιά, φυσιολογικά, έρ
χε
ται κάποτε η ώρα να πάρει τη σκυτάλη από την προηγούμενη, να την προωθήσει στο μέτρο
των δυνάμεων της και να την παραδώσει αργότερα στην επόμενη. Εννοώ τη σκυτάλη του
ρόλου της μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι του τόπου της. Έρχεται δηλαδή η ώρα που παίρνει
στα χέρια της την τύχη και την ευθύνη του εαυτού της και του τόπου της. Φυσιολογικά έτσι
συμβαίνει. Η γενιά όμως για την οποία μιλώ, όπως θα φάνηκε από την παραπάνω απαρίθμη
ση των συνθηκών, έζησε μέσα σε καταστάσεις ανώμαλες. Καταστάσεις που, αν εξαιρέσουμε
το πολύ σύντομο διάστημα του 1-1-4, της στέρησαν ουσιαστικά κάθε ενεργό ρόλο στο ιστο
ρικό γίγνεσθαι της χώρας. Κι αυτό σημαίνει ότι ως γενιά δεν πήρε ποτέ θέση στο προσκήνι
ο της ιστορικής συνέχειας. Η ποιοτική πλευρά της πραγματικότητας αυτής, πέρα από τις
εξω
τερικές συνθήκες, είναι ότι οι όροι για μια οποιαδήποτε θετική δράση υπήρξαν, γενικά
και ειδικά, αρνητικοί. Γιατί το ζήτημα δεν είναι ότι απλώς η δεύτερη μεταπολεμική γενιά
δεν ανέβηκε στο προσκήνιο της ιστορίας. Είναι ότι έζησε σ’ ένα περιβάλλον που της
στέρησε τη δυνατότητα να δραστηριοποιηθεί δημιουργικά. Πορεύτηκε λοιπόν σαν παρί
ας της ιστορίας. […]. Για τον παραμερισμό της από τα συντελούμενα στον καιρό της χαρακτη
ρίστηκε ‘χαμένη γενιά’, ενώ η κατάσταση μέσα στην οποία πορεύτηκε θεωρήθηκε παθολογι
κή.
Η συμπεριφορά των ποιητών. Φαίνεται πως η έλλειψη ιστορικής δράσης είχε εξαιρετικέ
ς παρενέργειες πάνω στους ανθρώπους του ηλικιακού φάσματος που ονομάζουμε δεύτε
ρη μεταπολεμική γενιά. Έτσι τουλάχιστον μπορεί να σκεφτεί κανείς όταν αναλογίζεται την
ιδιόρρυθμη συμπεριφορά των ποιητών που ανήκουν στο συγκεκριμένο ηλικιακό φάσμα.
Κοιτάζοντας την πολιτεία αυτών των ποιητών στον τομέα της λογοτεχνικής κίνησης παρα
τηρούμε ότι παρουσιάζει δυο έκδηλα χαρακτηριστικά: έλλειψη ομαδικής δραστηριότητας
και περιορισμένη διακίνηση του έργου τους. Είχα σημειώσει άλλοτε πως η δεύτερη μεταπολε
μική γενιά καθώς βρέθηκε από νωρίς έξω από το ιστορικό παιχνίδι, δεν είχε καμιά δυνατό
τητα ομαδικής δράσης. Πράγμα που σημαίνει αναγκαστικά έλλειψη ομαδικής ζωής και μάλι
στα σ’ όλα τα επίπεδα, όπως λ.χ. στο πνευματικό. Δεν είναι π.χ. τυχαίο ότι ποτέ δεν εκπροσω
πήθηκε από ένα περιοδικό, μια κίνηση, μια δραστηριότητα με διάρκεια κτλ. Πράγματι,
στον τομέα της λογοτεχνικής κίνησης δεν υπήρξαν αντιπροσωπευτικές εκδηλώσεις της δεύτε
ρης μεταπολεμικής γενιάς».
(Γ. Αράγης, Προσεγγίσεις, Πατάκης, Αθήνα, 1996, Εισαγωγή, σελ. 9-54, ιδιαίτερα 11-13)
Κρίσεις για τη γενιά του ’70
«Συνοψίζοντας τα όσα ως τώρα επισημάνθηκαν, με την πρόθεση να εντοπισθούν οι παράγο
ντες και τα στοιχεία εκείνα πού, κατά κύριο λόγο, συνετέλεσαν στην δημιουργία και στην
διάπλαση των χαρακτηριστικών του προσώπου της ποιητικής γενιάς του ’70, όπως αυ
τά εκδηλώνονται στα ποιητικά δείγματα κάποιων εκπροσώπων της, προχωρώ στην απα
ρίθμηση τους, ακολουθώντας χρονολογική και όχι αξιολογική σειρά: Οι παράγοντες και
τα στοιχεία που, πρωτίστως, συνέβαλαν στην διαμόρφωση του χαρακτήρα και των χαρα
κτηριστικών του προσώπου της ποιητικής γενιάς του ’70 είναι:
α) Η τραυματική επίδραση που άσκησε το μετεμφυλιακό-ψυχροπολεμικό κλίμα της δεκαε
τίας του ’50 στον εύπλαστο-εύθραυστο ψυχισμό των ποιητών που βρίσκονται στην κρισιμό
τατη καμπή της παιδικής έως προεφηβικής περιόδου της ζωής τους.
β) Η έμμεση, διά μέσου του προφορικού-αφηγηματικού, κυρίως, λόγου, πληροφόρηση-γνώ
ση συγκλονιστικών γεγονότων, με αποτέλεσμα την διαμόρφωση μιας μυθοποιημένης-
μυθοποιητικής - ανεξαρτήτως ιδεολογικών, συναισθηματικών κ.λπ. αποκλίσεων - ιστορικής
αντίληψης.
γ) Ο συγκεχυμένος, απροσδιόριστος φόβος - προϊόν του εντονότατου μετεμφυλιακού ψυχρο
πολε
μικού κλίματος της εποχής - ο οποίος, ενίοτε, αγγίζει τα όρια του πανικού· μετατρέπεται σε
ανεξήγητη αίσθηση πανικού ή επενεργεί ως υποφώσκον κακό.
δ) Η παθητικότητα μπροστά σ’ ένα πυρετωδώς “ανοικοδομούμενο” περιβάλλον και
η συνακόλουθη αυτής της παθητικότητας - συνεπικουρούντων, βεβαίως, και άλλων τινών
- διαδικασία ανάπτυξης ενός μηχανισμού απώθησης ορμών και τάσεων πρωτογενών και δευ
τε
ρογενών - επιγενομένων.
ε) Ο κοινωνικός προβληματισμός αυτών των ποιητών, που αρχίζει να διαφαίνεται κατά τις
αρχές της δεκαετίας του ’60, συχνά μάλιστα εκδηλωνόμενος και με την ένταξη αρκετών
απ’ αυτούς σε προοδευτικές νεολαίες. Προβληματισμός που προκαλεί και τα πρώτα συνε
ιδησιακά-υπαρξιακά ρήγματα στον ψυχισμό των νέων ποιητών και αλλοιώνει, καταργεί,
μάλλον, την σχέση τους με την καλπαζόντως και πληθωριστικώς αναπτυσσόμενη νεοελληνική
κοινωνία. Και
στ) Η οδυνηρή εμπειρία της δικτατορίας του ’67. Εμπειρία, η οποία έχει ως συνέπεια την
εμφαντικώς διαδηλωνόμενη και συχνότατα επιδεικνυόμενη διαφοροποίηση από κά
θε μορφή και έκφανση του κατεστημένου, καθώς και την σταδιακή αποφόρτιση-απογύμνω
ση της γενικώς αντιστασιακής στάσης και συμπεριφοράς των ενηλίκων, ήδη, ποιητών της
γενιάς του ’70, από τα παντός είδους στεγανά των ιδεολογικών σχημάτων, προσχημά
των και των ιδεολογημάτων. Η δικτατορία, αυτή καθεαυτή, αντιπαρατίθεται, πλέον, ως
αντίπαλον εχθρικόν δέος, ενώ η αρνητική στάση και συμπεριφορά απέναντί της τηρείται ή
εκδηλώνεται εν ονόματι μιας διαρκώς διογκούμενης, πλην όμως αποχρωματισμένης, αντιεξου
σιαστικής νοοτροπίας […].
Μερικά ανακεφαλαιωτικά των όσων ως τώρα σημειώθηκαν: Η επιβολή της δικτατορίας του
’67, η οποία συμβάλλει στην ταχύτερη αποκάλυψη του πραγματικού προσώπου της,
επιφανειακώς, απαστράπτουσας “ανάπτυξης” και, εμφαντικώς, προβαλλόμενης κα
ταναλωτικής “ευημερίας” της νεοελληνικής κοινωνίας. Όποτε και η αρνητική στάση και,
ενγένει, συμπεριφορά των ποιητών της γενιάς του ’70 επικεντρώνεται στο τερατώδες σύ
μπλεγμα που συνθέτουν ο στρατός και ο, παντοιοτρόπως, κακοφορμισμένος καταναλωτι
σμός · τουτέστιν, η φανερή και η συγκαλυμένη βία —οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Και είναι σ’ αυτό ακριβώς το σημείο που προβάλλει επιτακτικά το σημαντικότατο και
καίριο, κατά την γνώμη μου, ερώτημα: Τι ήταν αυτό που, πρωτίστως, εξέφραζε η γενιά
του ’70 με την πρώιμη ποιητική παραγωγή της; Άρνηση ή αμφισβήτηση; Και, το επίσης σημα
ντικότατο, πώς εκδηλώνεται η μια· πώς η άλλη· ποιες είναι οι προϋποθέσεις για την διαμόρ
φωση της μιας και ποιες για τη διαμόρφωση της άλλης».
(Κ.Γ. Παπαγεωργίου, Η Γενιά του ’70, Κέδρος, Αθήνα, 1989, σελ. 22-24, 27-28)